.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

“Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;”


Ετούτη είναι μια αληθινή ιστορία, που μας την αφηγήθηκε κάποιος που την έζησε από κοντά.

Ο άντρας και η γυναίκα ήταν πρόσφυγες από την Σμύρνη.
Ο παππούς που μας είπε γι αυτούς, τους γνώρισε στην Αθήνα.
Ήταν μόνοι, κατάμονοι, δίχως συγγενείς όπως οι περισσότεροι από τους ξεσπιτωμένους της Ανατολής. Ούτε παιδιά είχαν.
Δυο απλοί και πονεμένοι άνθρωποι που ποτέ δεν έδειξαν τον πόνο τους. Μόνο την ελπίδα τους στον Κύριο που ξημερώνει τις μέρες έβλεπες και την φτώχεια τους που δεν γινόταν να κρυφτεί.
Σε ένα ημιυπόγειο ο άντρας είχε ένα μικρομάγαζο και πουλούσε ελιές. Πάνω απ’ αυτό, ένα τετράγωνο δωμάτιο ήταν η …οικία τους. Σπίτι να το κάνει ο Θεός: Σε μιαν άκρη τα σιδερένια τρίποδα με τις ξύλινες τάβλες και αυτό ήταν το κρεββάτι, παραδίπλα ένα κουτσό τραπέζι, δύο μπακιρένια κύπελλα για να πίνουν νερό, μια γκαζιέρα, μια καρβουνισμένη κατσαρόλα και λίγα ρούχα σκεπασμένα με ένα σεντόνι.Το “οίκημα” νοικιασμένο.
Πόσες ελιές θα μπορούσε να πουλήσει ο χριστιανός για να καζαντίσουν;
Έπειτα ήταν και οι φτωχότεροι απ’ αυτούς και οι ανήμποροι που δεν έπρεπε να μείνουν νηστικοί….Οι πένητες συνέδραμαν τους φτωχούς και αμφότεροι έλεγαν “δόξα τω Θεώ”, γιατί έτσι είναι γραμμένο στις Γραφές και το ζευγάρι ήξερε καλά τα μαθηματικά του Θεού, την αριθμητική των δύο χιτώνων.

Τα χρόνια πέρασαν, το “μαγαζί” έκλεισε, τα χρόνια εκείνα συντάξεις δεν υπήρχαν, οι φτωχούληδες του Θεού άρχισαν να ζητιανεύουν στις γωνίες.
Μετά ούτε αυτό, καθώς γέρασαν πολύ και αρρώστησαν. Αν κάποιος τους έδινε ένα κομμάτι ψωμί έτρωγαν, αν όχι έπεφταν για ύπνο νηστικοί.
“Έχει ο Θεός” έλεγαν και πάλι “έχει ο Θεός” είπαν και όταν τα ταπεινά τους ρούχα έγιναν κουρέλια, όταν τα μπακιρένια κύπελλα πρασίνισαν από την πολυκαιρία, όταν δεν είχαν να πληρώσουν το νοίκι. Αχ αυτό το νοίκι…χρόνια το είχαν απλήρωτο. Φώναζε ο ιδιοκτήτης αλλά μετά “ξεχνούσε” το χαμόσπιτο και αυτοί συνέχιζαν την χαμοζωή τους, μη λείποντας από την εκκλησία και χαμογελώντας με εμπιστοσύνη σε όλες τις εικόνες του ναού.Τόσοι άγιοι που βασανίστηκαν, ένας Αφέντης που σταυρώθηκε, η Μάνα που κάηκε η καρδιά Της και τούτοι που δεν έπαθαν τίποτε, θα σκιαχτούν;
Σκιάχτηκαν ωστόσο την ημέρα που ο ιδιοκτήτης τους είπε να φύγουν γιατί ήθελε να το γκρεμίσει το σπίτι. Θα έκανε πολυκατοικία.
Να φύγουν και να πάνε πού;
Εδώ αγαπήθηκαν, ευλογήθηκαν, χόρτασαν, πείνασαν, έκλαψαν, ήλπισαν, εδώ ήταν το σβηστό -πια- καντηλάκι τους, έδώ τα κουρέλια τους, εδώ τα σκουριασμένα από την αχρησία κουταλοπήρουνά τους.

Αυτή η πόρτα έκλεινε έξω τις βροχές, τα χιόνια, τους καιρούς και από μέσα ζούσαν το εύκρατον της δωρισμένης ελπίδας.Τώρα;
“Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;” ύψωσε τα χέρια προς το ταβάνι με τους ξεχαρβαλωμένους τσατμάδες, ο γέρος.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δικαστικός κλητήρας, με τα χαρτιά της έξωσης.
-”Πρέπει να φύγετε”.
-”Πού να πάμε ;”
Ο άνθρωπος κοίταξε ένα γύρω το αχούρι, που υποδυόταν το σπίτι…..Κοίταξε και τους σκελετωμένους γέρους.
“Έχω ένα δωμάτιο που περισσεύει” είπε σιγανά.
“Δεν έχουμε λεφτά” είπε ντροπαλά ο γέρος.
“Πάμε” είπε ο κλητήρας και καθώς δεν είχαν και τίποτε να μετακομίσουν, έφυγαν αμέσως.

Τους πήρε με το αυτοκίνητο, τους πήγε στο δικό του σπίτι, η γυναίκα του τους έπλυνε, τους έντυσε, τους τάισε, παιδιά δεν είχαν και τούτοι, το δωμάτιο ήταν φωτεινό, καθαρό, με κουρτίνες που τους άρεσε να τις πάνε πέρα δώθε (καθώς στο χαμόσπιτο δεν είχαν κουρτίνες…).Έπεσαν στα πατώματα οι γέροι να ευχαριστούν, να κλαίνε, να ευλογούν, να εύχονται, να δοξάζουν.
“Θα έχουμε κι μεις συντροφιά” είπε η γυναίκα του κλητήρα. Αυτό μόνον….

Τώρα πια οι γέροι έπρεπε να συνηθίσουν την μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού που έρχεται ζεστό από τον φούρνο, το πώς ευωδιάζει το φαγητό που βράζει καθώς και το πώς απαντάει ο Χριστός στους δικούς Του, όταν Τον ρωτάνε “Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;”

www.diakonima.gr

Ασφάλεια σ΄ένα σαλευόμενο κόσμο


Ασφάλεια σ΄ένα σαλευόμενο κόσμο
Είμαι άσφαλισμένος, εχω άσφάλεια ζωής, έχω α­σφαλισμένο τό αύτοκίνητό μου». Φρά­σεις συνη­θισμένες, φράσεις πού τις λέ­με ή τις άκούμε συχνά στή ζωή μας. Μέσα στον τα­ραγμένο και μεταβαλλόμενο κόσμο μας ή καταφυ­γή σέ ύπηρεσίες, πού ύπόσχονται και παρέχουν κάποιου είδους άσφάλεια, γίνεται όλο και περισσότε­ρο έπιτακτική και άπό πολλούς θεω­ρείται άπολύτως αναγκαία.
'Άλλωστε και οί άσφαλιστικές έταιρείες σ' αύτό τό γενικευμένο αίσθημα άνασφάλειας βασίζονται και έπενδύουν, προσπαθώντας νά πείσουν όλο και περισσοτέρους αν­θρώπους νά ύπογράψουν κάποια σύμβαση μαζί τους, καί μά­λιστα σύμβα­ση όσο γίνε­ται μεγαλύ­τερη καί γιά περισσότε­ρες ύπηρε­σίες.

Μέ βά­ση τή σύμβα­ση, ό άσφαλιζό μένος πληρώνει στήν έταιρεία κατά τακτά χρονικά διαστήματα ένα χρηματι­κό ποσό, καί ή ασφαλιστική έταιρεία άναλαμβάνει τήν ύποχρέωση νά απο­ζημιώσει τόν άσφαλισμένο μέ το άντίστοιχο ποσό χρημάτων γιά ζημιά πού τυχόν θά ύποστεί, ή νά καλύψει κάποια έξοδά του γιά καταστάσεις πού προ­βλέπονται στό συμβόλαιο του.
Είναι φα­νερό ότι αύτού τού είδους οί άσφάλειες έχουν περιορισμένη δυνατότητα προστασίας και άφορούν τις συγκεκριμένες περιπτώσεις πού έχουν συμφωνηθεί.
Τί γίνεται όμως γιά τούς τόσους κιν­δύνους πού ξεπερνούν τήν περιορι­σμένη προστασία των άσφαλιστικών εταιρειών; Δέν ύπάρχει κάποια άλλου είδους άσφάλεια πού νά παρέχει πλήρη προστασία στόν άνθρωπο; Ασφά­λεια πού νά καλύπτει όλες τις πτυχές της ζωής; Υπάρχει! Είναι ή άσφάλεια πού παρέχει ό παντοδύναμος και παν­άγαθος Δημιουργός και πάνσοφος Κυβερνήτης τής ζωής μας, ό Θεός. Είναι άπόλυτη άσφάλεια, έναντι παντός κινδύνου και χωρίς ύποχρέωση κατα­βολής άσφαλίστρων. Ένα μόνο πρά­γμα άπαιτείται γιά νά τήν άποκτήσει ό άνθρωπος: ή πίστη!
Έχεις τήν πίστη; Εναποθέτεις μέ έμπιστοσύνη τή ζωή σου, τήν οίκογένειά σου, όλες τις ύποθέσεις σου στά χέρια του Θεού; Τά έχεις όλα! Δέν θά σέ έγκαταλείψω, λέει ό Θεός στόν ψαλμωδό και βασιλέα Δαβίδ και σέ κάθε πιστό χριστιανό, άλλά θά έξακολουθώ νά σέ συνετίζω και νά σέ συνοδεύω στό δρό­μο πού πρέπει νά βαδίζεις. Οί οφθαλμοί μου δέν θά άποσπασθοΰν άπό σένα, άλλά θά είναι προσηλωμένοι και στη­ριγμένοι έπάνω σου, γιά νά σέ προστα­τεύουν και σέ προφυλάσσουν άπό κάθε κίνδυνο (βλ. Ψαλμ.λα' [31] 8).
Ό πιστός χριστιανός μπορεί κάπο­τε νά πορεύεται σέ άπόκρημνα μονοπάτια, νά άντιμετωπίζει δηλαδή πειρα­σμούς, δοκιμασίες και προβλήματα με­γάλα. Μπορεί νά φτάσει σέ σημείο νά κινδυνεύει και αύτή ή ζωή του, τό μέλ­λον των παιδιών του και τής οικογενεί­ας του. Άλλοτε πάλι μπορεί νά κληθεί νά δώσει λύση σέ δυσεπίλυτα άνθρωπίνως προβλήματα τής έργασίας του, τής έπαγγελματικής σταδιοδρομίας των παιδιών του και νά διαπιστώνει ότι βρί­σκεται σέ άδιέξοδο, ότι κινδυνεύει. Νά ή ώρα τής πίστεως! 'Άς μήν άπογοητεύεται σ' αύτές τις δύσκολες, τις κρίσι­μες περιστάσεις. Έχει ισχυρό προστά­τη και ύπερασπιστή τής ζωής του. Έχει πάνσοφο και παντοδύναμο Κυβερνήτη τής ζωής του. Έχει προστάτη του τον Δημιουργό του. Μέ τήν πανσοφία Του ό Θεός θά βρει και θά δώσει τις κατάλ­ληλες λύσεις έκεί όπου ό άνθρώπινος νούς άδυνατεί νά βρεί λύση. Διότι γιά τήν πανσοφία, τήν άγαθότητα και τήν παντοδυναμία τού Θεού δέν ύπάρχουν άδιέξοδα ούτε άλυτα προβλήματα.
«Μή φοβού Άβραμ, έγώ ύπερασπίζω σου», είπε κάποτε στό μεγάλο Πατριάρχη Αβραάμ (Γεν. ιε' [15] 1). Τό ίδιο λέει και στόν κάθε πιστό, σέ κάθε έποχή. Τό ίδιο λέει και στόν καθένα μας σήμερα: Μή φοβάσαι! Εγώ θά είμαι μαζί σου, θά σέ προστατεύω, θά σέ άσφαλίζω άπό κάθε κίνδυνο- «μή φοβού, μόνον πίστευε» (Μάρκ. ε' 36).
Στις μέρες μας, μέ τήν κρίση πού δι­έρχεται ή πατρίδα μας, πολλοί αντιμετωπίζουμε στιγμές και ώρες δύσκολες στή ζωή μας. Ανασφάλεια και άβεβαιότητα έπικρέμαται παντού. Όμως, ώς πιστοί χριστιανοί, άς προχωρούμε μέ ειρήνη ψυχής, μέ έμπιστοσύνη στόν πανάγαθο, πάνσοφο και παντοδύνα­μο Δημιουργό και Κυβερνήτη τής ζωής μας. Νά θυμόμαστε ότι Εκείνος θά είναι μαζί μας πάντοτε.
Πάντοτε! Τό βεβαιώνει μέ τόν πιό κα­τηγορηματικό τρόπο: «Ού μή σε άνώ ούδ' ού μή σε έγκαταλίπω» (Εβρ. ιγ' 5)- δέν θά σέ άφήσω ούτε θά σέ έγκαταλείψω ποτέ. Ό λόγος Του είναι σαφής και δέν έπιδέχεται καμία άμφισβήτηση: Δέν θά σέ έγκαταλείψω ποτέ!

Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

"Μάνα Παναγιά ... δως μου ελπίδα στην καρδιά να δυναμώνει κι αν πέσω κάτω δυο φορές να σηκωθώ."



Έλα κι απόψε στην ψυχή μου φανερώσου
πάρ' την κοντά σου να σε βλέπει να γελά
θέλω τα χείλη στ' όνομά Σου να πετρώσουν
να 'ναι τα λόγια της καρδιάς μου αληθινά.


Δως μου έναν ήλιο να τον βλέπω σα νυχτώνει
να πολεμώ κάθε αόρατο εχθρό
δως μου ελπίδα στην καρδιά να δυναμώνει
κι αν πέσω κάτω δυο φορές να σηκωθώ.


Μάνα Παναγιά του κόσμου όλου
πάρε με αγκαλιά το Φως σου δως μου
δείξε μου το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό.


Βάλε στην ψυχή φτερά αγγέλων
να 'ρθει να σε βρει στο αιώνιο μέλλον
κάνε την ευχή στην προσευχή μου αληθινή.


Άγιο Όρος, μια ακοίμητη κανδήλα


Κάθε βράδυ σε κάθε μοναστήρι του Αγίου Όρους τουλάχιστον ένας μοναχός μένει άγρυπνος όλη τη νύχτα προσευχόμενος για όσους δεν μπορούν να ξαγρυπνήσουν. Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος όπου επί 1000 και πλέον χρόνια τελούνται τουλάχιστον 100 Θείες Λειτουργίες κάθε 24ωρο. Εν τέλει το Άγιον Όρος, το περιβόλι της Παναγίας μας είναι μια ακοίμητη κανδήλα, μια διαρκής προσευχή προς τον Κύριο για όλο τον κόσμο. Απόψε το βράδυ όσοι από εμάς μπορούμε ας πούμε μια αυτοσχέδια προσευχή για όλους αυτούς τους ανθρώπους ειδικά τους ακοίμητους που προσεύχονται για όσους έχουν ανάγκη. Απ' την καρδιά μου λέω: Κύριε Ιησού Χριστέ, Αναστημένε και Παντοδύναμε Θεέ μας φρόντιζε, προστάτευε, ενίσχυε, φώτιζε και χαρίτωνε τους δούλους σου αυτούς τους Μοναχούς του Αγίου Όρους, του ευλογημένου αυτού τόπου που αφιέρωσες στην Παναγία Μητέρα σου και βοήθα όσους έχουν ανάγκη το βράδυ αυτό: τους αρρώστους στα νοσοκομεία και ειδικά στις εντατικές μονάδες, τους φυλακισμένους, τους μοναχικούς ανθρώπους, τους ανέργους, τα ορφανά, τις χήρες, τους αστέγους, τους φρουρούς της πατρίδας μας. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τους δούλους σου. Καλό ξημέρωμα σε όλους τους αδελφούς και τις αδελφές μας.

Νὰ θυμᾶσαι πάντα ὅτι ἡ ζωή σου καὶ ἡ εὐτυχία εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ


Νὰ θυμᾶσαι πάντα ὅτι ἡ ζωή σου καὶ ἡ εὐτυχία εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ...Νὰ περνᾶς τὴ ζωή σου ἐδῶ ἔτσι, ὥστε κάθε στιγμὴ νὰ εἶσαι ἕτοιμος νὰ τὴν ἀφήσεις.
Ποτέ σου νὰ μὴν ἐπιτρέψεις οἱ ἀπολαύσεις νὰ σὲ κάνουν νὰ ξεχάσεις τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸ Θεό.
Νὰ θυμᾶσαι πάντα ὅτι ἡ ζωή σου καὶ ἡ εὐτυχία εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, δῶρα ποὺ δέ σοῦ ἀξίζουν. Ἁμαρτία εἶναι ὅταν δὲν ἀπολαμβάνουμε σωστὰ αὐτὰ τὰ δῶρα, ὅπως καὶ ὅταν ξεχνᾶμε ὅτι ὅλα ὅσα ἔχουμε στὴ ζωή μας εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ.
Πάτερ Ἐπουράνιε! Ἂς μὴν ξεχνάω ποτὲ ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχω εἶναι δικά Σου.
Καὶ αὐτὰ τὰ δῶρα ποὺ συνεχῶς μοῦ χαρίζεις, ἂς μὲ κάνουν νὰ Σὲ ἀγαπήσω περισσότερο καὶ ὄχι νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ Σένα. Ἂν κάποτε θὰ μὲ ἐπισκεφθεῖ ἡ δυστυχία δῶσε μου νὰ στραφῶ πάλι σὲ Σένα μὲ μετάνοια καὶ ἀγάπη.

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης

www.orthodoxia-ellhnismos.gr

Δίψησον διὰ τὸν Χριστόν, ἵνα σὲ μεθύσῃ ἐκ τῆς ἀγάπης Του


Καὶ ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ νηστεύσεις δυὸ ἡμέρας νήστευσον τουλάχιστον ἕως τὸ ἑσπέρας, καὶ ἐὰν δὲν ἠμπορεῖς πάλιν ἕως τὸ ἑσπέρας φυλάττου τουλάχιστον ἐκ τοῦ χορτασμοῦ τῆς κοιλίας, καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις ἅγιος κατὰ τὴν καρδίαν, γίνε καθαρὸς κατὰ τὸ σῶμα. Καὶ ἐὰν δὲν πενθεῖ ἡ καρδία σου ἂς πενθεῖ τὸ πρόσωπόν σου, καὶ ἐὰν δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἐλεήσεις ὁμίλει τουλάχιστον ὡς ἁμαρτωλός. Καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις εἰρηνοποιὸς μὴ γίνου τουλάχιστον φιλοτάραχος. Καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις ἱκανὸς καὶ ἔμπειρος γίνου ἄοκνος κατὰ τὸ φρόνημα. Καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις νικητὴς μὴ ὑψηλοφρόνει κατὰ τῶν πταιόντων καὶ ὑπευθύνων. Καὶ ἐὰν δὲν δύνασαι νὰ φράξεις τὸ στόμα τοῦ καταλαλοῦντος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, φύλαξον τουλάχιστον τὸ σὸν καὶ μὴ συμφωνήσεις μετ᾿ αὐτοῦ.
Καθὼς μία δρὰξ ψάμμου πίπτουσα εἰς μεγάλην θάλασσαν χάνεται, οὕτω καὶ τὰ πταίσματα παντὸς ἀνθρώπου ἐνώπιον τῆς ἐλεημοσύνης τοῦ Θεοῦ, καὶ καθὼς διὰ μίας δρακὸς χώματος δὲν φράττεται μία πηγὴ ἥτις ἀναβρύει πολὺ ὕδωρ, οὕτω καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ δὲν νικᾶται ὑπὸ τῆς κακίας τῶν ἀνθρώπων.
Ἄπλωσον τὸ φόρεμά σου καὶ σκέπασον τὸν πταίοντα, καὶ ἐὰν δὲν δυνηθεῖς ν᾿ ἀναδεχθεῖς σὺ τὰ πταίσματα καὶ τὴν παιδείαν καὶ τὴν ἐντροπὴν ἀντ᾿ αὐτοῦ, κἂν τουλάχιστον ὑπόμεινον, καὶ μὴ καταισχύνῃς αὐτόν.
Ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ πραότης, ἥτις ὑποφέρει τὰς ἀσθενείας τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἶναι κατόρθωμα γενναίας καὶ μεγάλης ψυχῆς.
Εἶπε ὁ Ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος·
Δίψησον διὰ τὸν Χριστόν, ἵνα σὲ μεθύσῃ ἐκ τῆς ἀγάπης Του.

Τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου

users.uoa.gr

Μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος κουβαλᾶ στὴν ψυχή του κατὰ τὴν ὥρα θανάτου, μὲ τοῦτο ἀπέρχεται στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ


«Θά ἤθελες νά μάθης ἄν ἡ ἐξομολόγησι εἶναι τόσο ἀπαραίτητη; Παλαιότερα πήγαινες πιό συχνά στήν ἐξομολόγησι μά σταμάτησες ἐπειδή κάποιος σέ εἰρωνεύθηκε γι’ αὐτό. Δέν ἔπρεπε νά διακόψης. Ποιόν δέν εἰρωνεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι; 
Ξέρεις τί εἶπε ὁ διορατικότατος ὅλων: “οὐαί ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καί κλαύσετε”(Λκ 6, 25). Μοῦ γράφεις ὅτι ἐκτός ἀπό τήν τέχνη σου ἔχεις καί ἕνα ἀμπέλι, πού σοῦ δίνει καλή παραγωγή, ἐπειδή τό καλλιεργεῖς πολύ. Ἄν κάποιος ἐγκατέλειπε τό ἀμπέλι του καί εἰρωνευόταν ἐσένα πού φροντίζεις μέ ἐπιμέλεια τό δικό σου, μήπως θά σήκωνες τά χέρια σου ἀπό τ’ ἀμπέλι καί θά σταματοῦσες νά τό καλλιεργῆς; Σίγουρα, δέν θά τό ἔκανες αὐτό.
Πῶς μπορεῖς, λοιπόν, νά ταλαντεύεσαι ἀναφορικά μέ τήν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς σου ἡ ὁποία εἶναι σημαντικότερη ἀπ’ ὅλα τ’ ἀμπέλια τοῦ κόσμου; Ἐπειδή ὅταν πεθάνης, τήν ψυχή σου θά τήν πάρης ἐνῶ τό ἀμπέλι θά τό ἀφήσης. Ἀπ’ ὅλες τίς καλλιέργειες, ἡ σημαντικότερη εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς ψυχῆς. Καί ἀπ’ ὅλους τούς κόπους τούς ὁποίους ὁ ἄνθρωπος καταβάλλει πάνω στῆ γῆ, ὁ κόπος γιά τήν ψυχή εἶναι ὁ πιό συνετός. Γιά τοῦτο, γύρνα στήν προηγούμενη προσπάθειά σου γύρω ἀπό τήν ψυχή σου καί ξεκίνα πάλι νά ἐξομολογῆσαι».
Λέει ὁ ἀπ. Ἰάκωβος: «ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα…» (Ἰακ. ε´16).
Οἱ ἁμαρτίες θεριεύουν καὶ πολλαπλασιάζονται μέσα στὴ μυστικότητα. Μόλις ὅμως βγοῦν στὸ φῶς, ξηραίνονται καὶ πεθαίνουν. 
Μὴ πεῖς: «Δὲν ἔχω ἁμαρτίες»! Διάβασε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ δίκαιος στὰ Ψαλτήρι: «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψ. 50,7). 
Μὴν πεῖς πάλι: «ἐγὼ ἐξομολογοῦμαι τὶς ἁμαρτίες μου στὸν ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἐξομολογοῦμαι σὲ ἀνθρώπους». Ποιός ἦταν περισσότερο δίκαιος ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο; Καὶ ὁ Παῦλος αὐτός, εἶχε μία ἁμαρτία πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποστολική του κλήση ὡς Σαῦλος καὶ τὴν ἁμαρτία του αὐτὴ τὴν ἐξομολογήθηκε δημόσια, ὄχι μία φορὰ ἀλλὰ πολλὲς καὶ ὄχι μονάχα μπροστὰ σὲ πιστοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ εἰδωλολάτρες. 
Γράφει στοὺς βαπτισμένους Γαλάτες: «ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτὴν» (Γαλ. α´13). Τὸ ἴδιο ἀποκαλύπτει καὶ μπροστὰ στὸν ἀβάπτιστο βασιλιὰ Ἀγρίππα.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ἅγιος Παῦλος ἐνεργοῦσε ἔτσι, ἐσὺ γιατί νὰ κρατᾶς τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς σου κρυμμένα; Γιατί νὰ ἀφήνεις τὰ φίδια νὰ πολλαπλασιάζονται στὸν κόρφο σου; Μήπως ἐπειδὴ κάποιος σὲ εἰρωνεύτηκε; Καὶ ἂν σὲ εἰρωνεύτηκε μία φορά, μήπως θὰ σὲ εἰρωνεύεται αἰώνια; Προσευχήσου μυστικὰ γι’ αὐτὸν στὸν Θεό. Ἴσως μετανοήσει καὶ μὲ δάκρυα ἐκθέσει τὸ ἁμάρτημά του. Τί εἶναι πιὸ ἀσταθὲς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη σκέψη; Πόσοι καὶ πόσοι ἄνθρωποι δὲν μετανιώνουν τὸ βράδυ γιὰ λόγια ποὺ ξεστόμισαν τὴν ἡμέρα; 
Γι’ αὐτό, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ψυχή σου, μὴν ἀκοῦς τὸν καθένα πού σου λέει περιστασιακὰ κάτι ἄλλα ἄκουε αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ κηρύττει. Κάνε συζήτηση μὲ πνευματικοὺς ποὺ ἐξομολογοῦν ἀνθρώπους καὶ θὰ ἀκούσεις ἀπὸ ἐκείνους πολλὰ παραδείγματα γιὰ τὸ πόση ψυχικὴ ἀνακούφιση ἔλαβαν ὅσοι ἀπὸ καρδιᾶς ἐξομολογήθηκαν.
Δὲν εἶναι κανένα παραμύθι ἀλλὰ ἡ ὠμὴ ἀλήθεια, ὅτι πολλοὶ ἑτοιμοθάνατοι, ὄντες σὲ πολύωρη ἀγωνία, μπόρεσαν νὰ ξεψυχήσουν μονάχα τότε, ὅταν ἐξομολογήθηκαν τὶς ἁμαρτίες τους στὸν ἱερέα. Θὰ μποροῦσα καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ σοῦ ἀναφέρω κάποια τέτοια παραδείγματα στὰ ὁποῖα ἤμουν αὐτόπτης. Ὁ Θεός μας εἶναι Θεὸς ἐλέους καὶ καλοσύνης καὶ θέλει τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Πῶς ὅμως θὰ σωθεῖ κάποιος ἄνθρωπος, ἂν ξεκάθαρα καὶ συνειδητὰ δὲν κάνει διάκριση μεταξὺ ἁμαρτίας καὶ δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν ἀπορρίψει τὴν ἁμαρτία καὶ δὲν ἀναγνωρίσει τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ;
Μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος κουβαλᾶ στὴν ψυχή του κατὰ τὴν ὥρα θανάτου, μὲ τοῦτο ἀπέρχεται στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ἂν αὐτὸ εἶναι ἁμαρτία, μὲ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἂν εἶναι δικαιοσύνη, τότε μὲ τὴν δικαιοσύνη. Ὁ Θεὸς περιμένει ἀπὸ κάθε θνητὸ ἄνθρωπο τὴν μετάνοια καὶ ἡ μετάνοια περιλαμβάνει τὴν ἐξομολόγηση τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων. Καὶ ἐπειδὴ κάθε ὥρα καὶ ἡμέρα μπορεῖ ὁ ἄγγελος τοῦ θανάτου νὰ ἔρθει γιὰ νὰ παραλάβει τὴν ψυχή μας, γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία συνιστᾶ στοὺς πιστούς, συχνὴ ἐξομολόγηση καὶ ἀκόμη συχνότερη Μετάληψη.

Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

ΙΣΩΣ νὰ ἔχῃς πλησιάσει καὶ μερικὲς ἄλλες φορὲς στὴν Ἐξομολόγησι καὶ ἀσφαλῶς θὰ ἤθελες νὰ μάθης περισσότερα γύρω ἀπὸ τὸ ἱερὸ αὐτὸ Μυστήριο, ποὺ τόση ἀνακούφισι καὶ γαλήνη χαρίζει στὴν ψυχή σου. Θὰ ἐπιθυμῇς ἀκόμη νὰ ἐμάθαινες πὼς θὰ πλησίαζες καλύτερα καὶ πὼς θὰ ἐχρησιμοποιοῦσες ἀποδοτικώτερα τὴν ἁγία καὶ πολύτιμη εὐκαιρία, ποὺ σοῦ χαρίζει διὰ τοῦ Μυστηρίου αὐτοῦ ὁ Θεός.
Ἴσως ὅμως νὰ εἶσαι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ δὲν ἐγνώρισαν ὡς τώρα τὴν γαλήνη καὶ τὴν χαρὰ ποὺ χαρίζει ἡ Ἐξομολόγησις. Δὲν σοῦ ἐδόθη ἡ κατάλληλη εὐκαιρία. Δὲν γνωρίζεις τὴν ἀναγκαιότητα τῆς Ἐξομολογήσεως. Δὲν γνωρίζεις πὼς πρέπει νὰ ἐξομολογηθῇς. Θὰ ἤθελες ὅμως νὰ πληροφορηθῆς, νὰ μάθης...

Τὸ βιβλιαράκι αὐτό, μέσα στὶς ὀλίγες γραμμές του, αὐτὸ ἀκριβῶς σκοπεύει. Νὰ δώσῃ, εἰς ὅσους ἔχουν τὴν δίψα νὰ μάθουν, τὴν εὐκαιρία, νὰ γνωρίσουν τὰ βασικὰ γύρω ἀπὸ τὸ μεγάλο Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, νὰ βοηθήση εἰς τὸ νὰ κάνουν καλὴ Ἐξομολόγησι, νὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἀνακούφισι καὶ τὴν χαρὰ ποὺ φέρνει ἡ Ἐξομολόγησις, χαρὰ ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἀντίλαλος τῆς χαρᾶς τοῦ οὐρανοῦ, διότι ὅπως εἶπε ὁ Χριστός: «Χαρὰ γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῶ μετανοοῦντι».
Πρῶτα - πρῶτα θὰ ἀπαντήσουμε στὴν πρωταρχικὴ ἀπορία σου:

ΔΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΩ;

ΘΑ ἐξομολογηθῆς γιὰ νὰ βρῇς τὴν γαλήνη καὶ τὴν χαρά σου. Εἶσαι στενοχωρημένος καὶ λυπημένος. Πολλὲς σκέψεις καὶ ἀγωνίες βασανίζουν τὴν ψυχή σου. Νομίζεις ὅτι αἰτία τῆς ἀγωνίᾳς σου εἶναι ἡ ἀνέχει, ἡ ἀρρώστια, οἱ δυσκολίες ποὺ συναντᾷς... Πραγματικὰ ὅμως ἡ οὐσιαστικὴ ἀφορμὴ εὑρίσκεται ἀλλοῦ. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τὴν πηγή της στὴν συνείδησί του. Ὅταν αὐτὴ εἰρηνεύῃ καὶ δὲν διαμαρτύρεται, τότε ὅση συννεφιὰ καὶ ἂν εἶναι ἄπ᾿ ἔξω, ὁ ἄνθρωπος χαίρεται τὴν ζωή του. Ὅταν ὅμως ἡ συνείδησις φωνάζῃ πὼς εἶσαι ἔνοχος, τότε καὶ μέσα στὴν πιὸ ζηλευτὴ ὑγεία καὶ στὰ μεγαλύτερα πλούτη καὶ στὶς ζωηρότερες ἀπολαύσεις, θὰ εἶσαι ὁ δυστυχής. Θὰ εἶσαι ἔνος ἄλλος Δαμοκλῆς, ποὺ θὰ βλέπῃς ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου νὰ κρέμεται τὸ ξίφος τῆς θείας δικαιοσύνης. Ἀπὸ τὴν κατάστασι αὐτὴ μόνο ἡ Ἐξομολόγησις ἔχει τὴν δύναμι νὰ σὲ λυτρώσῃ, διότι μόνο μὲ αὐτὴν ἐπιτυγχάνεται ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν σου καὶ ἄρα ἡ γαλήνη τῆς συνειδήσεώς σου.
Θὰ ἐξομολογηθῆς γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ καὶ πάλι ἡ ψυχή σου τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ὡραιότητα ποὺ τῆς ἔδωσεν ὁ Θεός. Οἱ παρεκτροπὲς καὶ οἱ ἁμαρτίες σου εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μολύνουν καὶ ἀσχημίζουν τὴν ψυχήν σου, ποὺ τὴν κάνουν ἀγνώριστη, τόσο, ὥστε νὰ τὴν ἀποστρέφεται ὁ Θεὸς καὶ σιγὰ-σιγὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι. Πρόσεξε καὶ θὰ ἰδῆς πόσο ἀποκρουστικὸς γίνεται ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐγωϊστής, ὁ φθονερός, ὁ μέθυσος, ὁ ἐγκληματίας, ὅσο ὡραῖος καὶ ἂν εἶναι ἐξωτερικά.
Θὰ ἐξομολογηθῆς ἀκόμη, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα ὁ Θεὸς διέταξε: «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλετε τᾶς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν». Ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Κύριος μας εἰς μετάνοιαν ἐκάλεσαν: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Καὶ δὲν ὑπάρχει χριστιανικὴ ψυχή, ποὺ νὰ μὴ συγκινῆται διαβάζοντας τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, τὸν ὁποῖον ἡ πραγματικὴ μετάνοια καὶ ἡ εἰλικρινὴς ἐξομολόγησις ὡδήγησαν στὸ νὰ ξαναπάρῃ τὴν πρώτη του θέσι στὸ πατρικὸ σπίτι.
Πρέπει λοιπόν, εἶναι ἀνάγκη, νὰ ἐξομολογηθῆς.

ΠΟΥ ΘΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΩ;

ΟΧΙ μπροστὰ στὴν εἰκόνα οὔτε ἀπ᾿ εὐθείας στὸν Θεό. Ἐφ᾿ ὅσον πῆρες ἀπόφασι νὰ ἐξομολογηθῆς, εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ κάμῃς Ἐξομολόγησι ὅπως τὴν ὤρισε ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ ὄχι ὅπως νομίζεις σύ. Ὅσες φορὲς τὰ εἶπες στὴν εἰκόνα ἢ ἀπ᾿ εὐθείας στὸν Θεό, τί ἀπάντησι ἐπῆρες; Καὶ πῶς εἶσαι σίγουρος ὅτι ἔκαμες καλὴ Ἐξομολόγησι, ἀφοῦ γιὰ πολλὰ ἴσως σφάλματά σου δὲν ἐθεώρησες ἀνάγκη νὰ τὰ πῇς, διότι δὲν ἐγνώριζες πὼς εἶναι ἁμαρτίες; καὶ ὕστερα ἀπὸ μία τέτοια Ἐξομολόγησι τί ὁδηγίες καὶ τί συμβουλὲς ἐπῆρες γιὰ τὴν διόρθωσι τῆς ζωῆς σου;
Ἂν αὐτὸ ποὺ λὲς εἶναι ὀρθό, τότε θὰ εἶναι σωστὸ κι᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ τώρα: Ὅταν εἶσαι ἄρρωστος, δὲν χρειάζεται νὰ πᾷς στὸν γιατρό. Πάρε μία φωτογραφία τοῦ γιατροῦ καὶ πές της ποῦ πονεῖς καὶ τί αἰσθάνεσαι!
Ὄχι λοιπόν! Γιὰ νὰ ἐξομολογηθῇς, θὰ πᾷς στὸν Ἱερέα, στὸν Πνευματικό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπιφορτισμένος ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εἰδικὰ μὲ τὴν ἐργασία αὐτή. Ὁ Κύριος, μετὰ τὴν Ἀνάστασί Του, τὸ βράδυ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως, ἔδωσε στοὺς Ἀποστόλους τὴν εἰδικὴ αὐτὴ ἐξουσία μὲ τὸ νὰ ἐμφυσήσῃ εἰς αὐτοὺς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ μὲ τοὺς βαρυσήμαντους αὐτοὺς λόγους: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν. κ´ 22-23).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει τὰ ἑξῆς, ἑρμηνεύοντας τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου: «Καίτοι κατοικοῦν ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ἐπετράπησαν νὰ διοικοῦν τὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἔλαβον ἐξουσίαν, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς οὔτε εἰς ἀγγέλους, οὔτε εἰς ἀρχαγγέλους ἔδωκε, διότι δὲν εἶπεν εἰς ἐκείνους «ὅσα ἂν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἂν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ». Ὅσα οἱ Ἱερεῖς ἐδῶ ἐπὶ τῆς γῆς ἐνεργοῦν (διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως), ταῦτα ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἐπικυρώνει καὶ ὁ Δεσπότης ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀπόφασιν τῶν δούλων τοῦ Ἱερέων...»
«Μετανοήσατε οἱ πεπλανημένοι, ἐπιστρέψατε τῇ καρδίᾳ» (Ἡσαΐας, μς´ 8)

ΟΧΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΑΡ᾿ ὅλα αὐτὰ εἶναι μερικοί, ποὺ δικαιολογοῦνται πὼς δὲν ὑπάρχουν σήμερα καλοὶ Ἱερεῖς καὶ κατάλληλοι Ἐξομολόγοι. Αὐτὸ εἶναι μία μεγάλη ἀνακρίβεια. Σήμερα ὑπάρχουν καλοὶ Ἐξομολόγοι, περισσότεροι ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ψάξωμε νὰ τοὺς βροῦμε.
Ἂς κάνουμε γιὰ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς ὅτι κάνουμε καὶ γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος. Ὅταν ἀρρωστήσωμε, ἐρωτοῦμε νὰ μάθωμε ποὺ εἶναι ὁ καλὸς γιατρός. Καὶ εἴμεθα διατεθειμένοι νὰ φθάσωμε καὶ στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερικὴ ἀκόμη. Γιατί νὰ μὴν κάνουμε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν ψυχή μας; Θὰ σὲ ἐρωτοῦσα ἀκόμη καὶ κάτι ἄλλο: Μήπως ἐξετάζεις τί ἄνθρωπος εἶναι ὁ γιατρός, ὁ φαρμακοποιός, ὁ ἀρτοποιός σου; Δὲν πηγαίνεις μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ πάρῃς ὅτι σου χρειάζεται, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ποιὸν τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν;
Ἔπειτα μὴ λησμονεῖς ὅτι ἡ χάρις τοῦ Μυστηρίου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἱερέως. Ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν σου, τὴν ὁποίαν πηγαίνεις νὰ λάβῃς στὴν Ἐξομολόγησι, δὲν πηγάζει ἀπὸ τὸν Ἱερέα, ἄλλ᾿ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ἐὰν προσέξης, θ᾿ ἀκούσης, στὸ τέλος τῆς Ἐξομολογήσεως, τὸν Ἱερέα, μετὰ τὴν ἀνάγνωσι τῆς εὐχῆς, νὰ σοῦ λέῃ καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, (ὄχι ἐγώ), διὰ τῆς ἐμῆς ἐλαχιστότητος, ἔχει σε συγκεχωρημένον καὶ λελυμένον».

ΠΟΤΕ ΟΜΩΣ;

ΠΡΕΠΕΙ νὰ ἐξομολογηθῇς τὰ ταχύτερο. Χωρὶς νὰ χάσῃς καθόλου καιρό. Μὴ πῇς: Ἐξομολογοῦμαι ἀργότερα. Ὁ καιρὸς δὲν εἶναι στὴν ἐξουσία σου. Πόσους δὲν ἐγέλασε καὶ δὲν κατέστρεψε ἔτσι ὁ ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς μας, ὁ διάβολος! Ὅσο ἀναβάλλεις, τόσο συσσωρεύονται ὅλοι καὶ περισσότερες ἁμαρτίες. Ὅσο περνᾷ ὁ καιρός, τόσο οἱ ἁμαρτίες σου θὰ γίνωνται βαρύτερες καὶ χειρότερες. Μὴ φαντάζεσαι ὅτι οἱ μεγάλοι ἁμαρτωλοὶ ἔφθασαν διὰ μιᾶς στὸ κατάντημά τους. Ἀπὸ μικρὲς ἁμαρτίες ἄρχισαν καὶ σιγὰ – σιγά, χωρὶς τὴν συγχώρησι καὶ τὴν ἐνίσχυσι τῆς Ἐξομολογήσεως, ἡ ψυχή τους συνήθισε στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὴν ζωὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔτσι προχώρησαν ἀπὸ τὶς μικρότερες στὶς μεγαλύτερες ἁμαρτίες, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν. Μὲ τὴν Ἐξομολόγησι βγάζεις ἀπὸ τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς σου τοὺς σπόρους τοῦ κακοῦ, ποὺ σπέρνει ὁ διάβολος, καὶ δὲν τοὺς ἀφίνεις νὰ ριζολογήσουν καὶ νὰ ἀναπτυχθοῦν. Ἐπὶ πλέον, ὅσο ἀναβάλλεις νὰ ἐξομολογηθῇς, τόσο δυσκολώτερο σοῦ φαίνεται νὰ πλησιάσῃς στὸν Πνευματικό. Μὴ πῇς μὲ τὸν νοῦ σου: Θὰ μετανοήσω καὶ θὰ ἐξομολογηθῶ, ὅταν θὰ γηράσω. Ποιὸς σοῦ ὑπόσχεται ὅτι θὰ γηράσης; καὶ πὼς φαντάζεσαι ὅτι θὰ ἔχῃς τὴν ἀντοχὴ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ μετανοήσῃς, ὅταν ξέρῃς πόσο ἀδύνατη γίνεται καὶ ἡ θέλησις καὶ ἡ σκέψις καὶ ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ἡλικιωμένου ἀνθρώπου;
Μὴ σκεφθῇς: Τώρα εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλός. Θὰ φροντίσω σιγὰ-σιγὰ νὰ διορθωθῶ καὶ μετὰ ἐξομολογοῦμαι. Ἀλλοίμονο ἂν ὁ βαρειὰ ἄρρωστος ἔλεγε θὰ γίνω καλύτερα καὶ μετὰ θὰ πάω στὸν γιατρό. Μὴν ἀφήσης νὰ πᾷς στὸν Πνευματικὸ τὴν τελευταία στιγμή, τὶς παραμονὲς τῶν μεγάλων Ἑορτῶν. Τότε εἶναι τόσοι πολλοὶ ποὺ περιμένουν νὰ ἐξομολογηθοῦν, ὥστε εἶναι ἀδύνατο καὶ ἀπὸ μέρους σου καὶ ἀπὸ μέρους ἐκείνου νὰ κάνῃς μία καλὴ Ἐξομολόγησι.
Πότε λοιπὸν θὰ ἐξομολογηθῆς;
Κάθε πότε πλένεσαι; Κάθε πότε πλένεις τὰ ροῦχα σου; Μήπως μένεις ἄπλυτος καὶ μὰ ἀκάθαρτα ροῦχα, λέγοντας ὅτι θὰ καθαριστῇς τὰ Χριστούγεννα ἢ τὸ Πάσχα; Μήπως ὅταν πονᾷς ἢ ὅταν σὲ καίῃ ὁ πυρετός, ἀφίνεις, ἔστων καὶ ὕστερα ἀπὸ μία ὥρα, νὰ ζητήσῃς τὴν βοήθεια τοῦ γιατροῦ; Ὅτι κάνῃς γιὰ τὸ σῶμα σου, θὰ κάνῃς καὶ γιὰ τὴν ψυχή σου. Μόλις αἰσθανθῇς τὸ πρῶτο λέρωμα, τὴν πρώτη πληγῆ, τὸ πρῶτο βάρος τῆς ἁμαρτίας, θὰ τρέξης ἀμέσως χωρὶς ἀναβολή.
Τῆς πατρῴας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον· δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. (Κοντάκιον Κυριακῆς Ἀσώτου)

ΠΩΣ ΘΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΩ;

ΟΠΩΣ γιὰ νὰ πᾷς στὸν γιατρὸ πρέπει νὰ καταλάβης ὅτι εἶσαι ἄρρωστος, ἔτσι καὶ γιὰ νὰ ξεκινήσῃς νὰ ἐξομολογηθῆς πρέπει πρῶτα – πρῶτα νὰ συναισθανθῇς ὅτι εἶσαι ἕνας ἁμαρτωλός. Πολλοὶ νομίζουν πὼς δὲν ἔχουν ἁμαρτίες ἢ πιστεύουν πὼς οἱ ἁμαρτίες τους εἶναι ἀσήμαντες καὶ ἐλαφρές, ἄλλωστε ἔχουν τόσες δικαιολογίες γιὰ τὰ σφάλματά τους. Ὅμως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βεβαιώνει κατηγορηματικὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει δίκαιος «οὐδὲ εἷς» καὶ μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι «ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν». Ὅσες καὶ ὅποιες καὶ ἂν εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας, εἶναι ἁμαρτίες, ποὺ γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν ἐχρειάσθη νὰ σταυρωθῆ ὁ Χριστός.
Ἐὰν λὲς ὅτι δὲν ἔχεις ἁμαρτίες, ἢ ὅτι οἱ ἁμαρτίες σου εἶναι ἐλαφρὲς καὶ δικαιολογημένες, αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν γνωρίζεις ὅσο πρέπει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ θὰ σὲ βοηθήσωμε σύντομα καὶ ἁπλὰ νὰ ἐξετάσης τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀνακαλύψῃς καὶ ἐξακριβώσῃς τὶς ἁμαρτίες σου. Ὁ κατάλογος τῶν ἐρωτημάτων αὐτῶν δὲν ἐξαντλεῖ καὶ δὲν περιλαμβάνει - διότι δὲν εἶναι ἔυκολο - ὅλες τὶς περιπτώσεις ποὺ μπορεῖ νὰ ἐγίναμε ἔνοχοι ἀπέναντι τοῦ θείου νόμου. Θὰ σοῦ εἶναι ὅμως μία καλὴ ἀρχὴ καὶ μία ἀρκετὴ βοήθεια γιὰ ἂν κάνῃς μία καλὴ ἐξέτασι τοῦ ἑαυτοῦ σου.
Μὴ ξεκινήσῃς, λοιπόν, ἀπροετοίμαστος γιὰ τὴν Ἐξομολόγησι. Διάλεξε ἕναν ἤρεμο τόπο καὶ σὲ μία ἥσυχη ὥρα, βάλε κάτω τὸν ἑαυτό σου καὶ ἐξέτασε τὸν ἀμερόληπτα καὶ χωρὶς ἐλαφρυντικά.

Α´
Ἐξέτασέ τον πρῶτα ἐὰν εἶναι ἐντάξει στὰ καθήκοντά του πρὸς τὸν Θεό:
Ποιὰ εἶναι ἡ πίστις σου καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη σου πρὸς τὸν Θεό; Μήπως στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς σου ἀπελπίζεσαι καὶ γογγύζεις κατὰ τοῦ Θεοῦ; Μήπως πιστεύεις σὲ ὄνειρα καὶ δεισιδαιμονίες; μήπως διαφωτίζεις καὶ ὁδηγεῖς ἄλλους στὰ νὰ τηρήσουν διάφορες δεισιδαιμονίες καὶ προλήψεις; Κατέφυγες καμμιὰ φορὰ στὰ μάγια, τὸν πνευματισμὸ κλπ.; Μήπως παρεσύρθης ποτὲ ἀπὸ αἱρετικὲς διδασκαλίες; Μήπως συζητεῖς μὲ τοὺς μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ ἢ ἄλλους αἱρετικούς; Μήπως πηγαίνεις στὶς συναθροίσεις τους, ἢ διαβάζεις τὰ βιβλία τους; Ἀφίνεις τὸ στόμα σου ἐλεύθερο ὥστε νὰ βγαίνουν ἀπ᾿ αὐτὸ ἀπρεπεῖς λόγοι, ὕβρεις, κακολογίες, κατάρες; Μήπως ὠρκίσθηκες χωρὶς λόγο ἤ, τὸ χειρότερο, ψευδῶς; Προσεύχεσαι καὶ ἐκκλησιάζεσαι τακτικά; Στέκεσαι στὴν προσευχὴ καὶ στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀπαιτούμενη εὐλάβεια; Φυλάττεις τὴν ἀργία τῆς Κυριακῆς, τὶς νηστεῖες (ἐφ᾿ ὅσον εἶσαι ὑγιής) καὶ τοὺς ἄλλους κανονισμοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας;

Β´
Ἐξέτασε ἔπειτα τῆς συμπεριφορά σου πρὸς τοὺς ἄλλους:
Δείχνεις τὴν ὑπακοὴ καὶ τὸν σεβασμὸ ποὺ ἐπιβάλλεται στοὺς Ἱερεῖς, τοὺς γονεῖς, τοὺς διδασκάλους σου καὶ γενικῶς πρὸς τοὺς μεγαλυτέρους σου; Τοὺς τιμᾷς καὶ τοὺς βοηθεῖς στὶς ἀνάγκες τους; Μήπως συνηθίζεις νὰ κατακρίνεις ἢ νὰ κακολογῇς τοὺς Ἱερεῖς ἢ νὰ συμμετέχῃς σὲ συζητήσεις ὅπου διασύρεται καὶ σχολιάζεται ὁ κλῆρος;
Ἂν εἶσαι πατέρας ἢ μητέρα, μήπως ἀποφεύγεις τὴν τεκνογονία;
Φροντίζεις ὅπως πρέπει γιὰ τὰ παιδιά σου, φροντίζεις γιὰ τὶς ψυχές τους, προσέχεις νὰ τοὺς δίνῃς τὸ καλὸ παράδειγμα;
Μήπως ὑβρίζεις ἢ καταριέσαι τὰ παιδιά σου;
Μήπως ἐμποδίζεις τὰ παιδιά σου ἀπὸ τὸ Κατηχητικὸ Σχολεῖο ἢ τὰ σπρώχνεις στὴν κοσμικὴ ζωή;
Μήπως στενοχωρεῖσαι ἂν κάποιο παιδί σου ἐξεδήλωσε διάθεσι νὰ γίνῃ κληρικὸς ἢ νὰ ἀφιερωθῆ στὸν Χριστὸ καὶ κάνῃς τὸ πᾶν γιὰ νὰ τὸ ἐμποδίσῃς;
Μήπως δημιουργεῖς σκηνὲς καὶ ἐπεισόδια, ἢ βάζεις λόγια καὶ δημιουργεῖς ψυχρότητα ἢ διχόνοια ἀνάμεσα στὴν νύφη, τὴν πεθερά, ἢ τοὺς συγγενεῖς σου;
Ἂν εἶσαι ἐργοδότης ἢ προϊστάμενος, πῶς συμπεριφέρεσαι πρὸς τοὺς κατωτέρους σου; Μήπως τοὺς ἀδικεῖς; Ἂν εἶσαι ἐργάτης ἢ ὑφιστάμενος, εἶσαι εὐσυνείδητος στὴν ἐργασία σου;

Γ´
Μήπως ἐμποδίζεις τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμὸ ἢ ἀπὸ τὴν ἐκτέλεσι τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων τους; Μήπως εἰρωνεύεσαι ἐκείνους, ποὺ ἐξομολογοῦνται καὶ κοινωνοῦν τακτικὰ καὶ γενικὰ ὅσους προσπαθοῦν νὰ ζήσουν τὴν χριστιανικὴ ζωή;
Ἐξέτασε ἀκόμη ἂν ἀγαπᾷς ὅλους, ἂν συγχωρῇς ἐκείνους ποὺ σὲ ἔβλαψαν, ἂν ὀργίζεσαι, ἂν ἐζημίωσες κανέναν, ἂν ἐφάνης ἀσυνεπὴς στὶς ὑποχρεώσεις σου, ἂν στὸ ἐπάγγελμά σου ἐργάζεσαι μὲ τιμιότητα, χωρὶς νοθεῖες, αἰσχροκέρδεια κλπ.
Μήπως ὑποκύπτεις στὰ σοβαρὰ ἁμαρτήματα τῆς χαρτοπαιξίας, τῆς συκοφαντίας, τῆς κατακρίσεως;…

Δ´
Ἐξέτασε ἀκόμη, μὲ ἰδιαιτέραν αὐστηρότητα τὴν ζωή σου ἀπὸ ἠθικῆς ἀπόψεως. Προσέχεις τί διαβάζεις, τί ἀκοῦς, τί συζητεῖς; Μήπως συχνάζεις σὲ θεάματα ποὺ προσβάλλουν τὴν ἠθική, σὲ διασκεδάσεις, χορούς κλπ.;
Μήπως σὲ παρασύρει ἡ μόδα, ὁ καλλωπισμὸς καὶ ἡ φιλαρέσκεια, ὥστε νὰ δημιουργῇς περιττὰ ἔξοδα, ἢ νὰ παραμελῇς ἄλλα σοβαρώτερα καθήκοντα, ἢ νὰ χάνῃς ἄσκοπα τὸν πολύτιμο χρόνο σου;
Μήπως διέπραξες ὁποιαδήποτε ἀνήθικη ἁμαρτία μὲ ὁποιοδήποτε πρόσωπο;
Ἂν εἶσαι νέος ἢ νέα, μήπως ἐκτίθεσαι σὲ συζητήσεις καὶ συναναστροφές, ποὺ θὰ σὲ ὁδηγήσουν ἴσως σὲ ἠθικὲς παρεκτροπές;
Μήπως, μὲ τὴν ἐνδυμασία σου, μὲ τὰ βλέμματά σου, μὲ τὰ λόγια σου, γενικὰ μὲ τὴν ἀπρόσεκτη συμπεριφορά σου, γίνεσαι ἀφορμὴ σκανδάλου;
Ἂν εἶσαι μνηστευμένος, προσέχεις τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς σου μέχρι τῆς ἡμέρας τοῦ γάμου σου;
Ἂν εἶσαι σύζυγος, ἐτήρησες κατὰ πάντα τὴν συζυγικὴ πίστι;
«Ἐπιστράφητε, υἱοί, ἐπιστρέφοντες, καὶ ἰάσομαι τὰ συντρίμματα ὑμῶν». (Ἱερεμίας, Γ´ 22)

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΙ

ΑΦΟΥ κάνῃς ὅσο μπορεῖς καλύτερα αὐτὴ τὴν ἐξέτασι τῆς συνειδήσεώς σου, θὰ πρέπῃ νὰ αἰσθανθῆς στὰ βάθη τῆς ψηχῆς σου λύπη καὶ συντριβή. Διότι μὲ τὶς ἁμαρτές σου ὕρβισες τὸν Θεό. Σὺ ὁ μικρὸς ἄνθρωπος τὸν μεγάλο Θεό. Σὺ ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος τὸν Ἅγιο Θεό. Τὸ πλάσμα τὸν Πλάστη του. Τὸ δημιούργημα τὸν Δημιουργό του. Ἐκεῖνον, εἰς τοῦ ὁποίου τὰ χέρια εὑρίσκεται ἡ ζωή σου καὶ ἡ ὑπαρξίς σου. Ἐκεῖνον, εἰς ἕνα νεῦμα τοῦ ὁποίου ὑποτάσσεται τὸ σύμπαν. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἀκόμη ἐφάνηκες ἀχάριστος στὸν μεγαλύτερό σου εὐεργέτη. Σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ σοῦ χαρίζει ὅλα τὰ ἀγαθά. Σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ σὲ ἀνέχεται καὶ δὲν σὲ τιμωρεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Σὲ Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν ἐσυλλογίσθηκε τὸν Υἱό Του, ἀλλὰ τὸν παρέδωκε στὸν σκληρὸ καὶ ἀτιμωτικὸ θάνατο τοῦ Σταυροῦ γιὰ τὴν δική σου σωτηρία.
Θὰ λυπηθῇς καὶ θὰ στενοχωρηθῇς γιὰ ὅλα αὐτά. Τότε θὰ εἶναι πραγματικὴ ἡ μετάνοιά σου. Τότε θὰ δεχθῆ τὴν Ἐξομολόγησί σου ὁ Θεός. «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει». Ὅλοι ὅσοι πραγματικὰ μετενόησαν, αὐτὸ ἔκαναν. Ὁ Δαβὶδ ἔλεγε: «Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω». Ἡ πόρνη ἐκείνη γυναίκα μὲ τὰ δάκρυα τὴν ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ Σωτῆρος. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, ἀλλὰ μόλις συναισθάνθηκε τὸ σφάλμα τοῦ «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς».
Μὲ τὴν λύπη αὐτὴ καὶ τὴν κατάνυξι ξεκίνησε γιὰ τὸ Ἐξομολογητήριο.
Δίδου μοι κατάνυξιν καὶ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσιν καὶ τοῦ βίου διόρθωσιν, εἰς πάθη τοῦ σώματος νῦν βεβυθισμένῳ καὶ μεμακρυσμένῳ ἐκ σοῦ, Θεὲ παμβασιλεῦ, καὶ μηδαμόθεν ἐλπίδα ἔχοντι καὶ σῶσόν με τὸν ἄσωτον διὰ πολλὴν ἀγαθότητα, Ἰησοῦ παντοδύναμε, ὁ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν. (Προσόμοιον κατανυκτικὸν γ´ ἤχου)

ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνεια. Γνώριζε ὅτι καὶ μία ἔστω ἁμαρτία ἂν δὲν ἐξομολογηθῇς, ὄχι μόνο δὲν συγχωρεῖσαι δι᾿ ὅσες ἐξομολογήθηκες, ἀλλὰ διέπραξες καὶ μία ἀκόμη σοβαρώτερη ἁμαρτία, διότι ἐνόμισες πὼς θὰ κρυφθῇς ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος τὰ γνωρίζει ὅλα. Μὴν ἀφίνης τὸν ἑαυτό σου νὰ παρασύρεται ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἐντροπῆς ποὺ σοῦ δημιουργεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Διάβολος. Πρέπει κανεὶς νὰ ἐντρέπεται τὴν ὥρα ποὺ ἁμαρτάνει καὶ ὄχι τὴν ὥρα ποὺ ἐξομολογεῖται. Συλλογίσου πόση ἀγάπη δείχνει καὶ στὰ σημεῖο αὐτὸ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν ἀπαιτεῖ νὰ φανερωθοῦν οἱ ἁμαρτίες σου ἐνώπιον πολλῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἐπιβάλλει τῶν ἀνθρώπων ἡ δικαιοσύνη, ἀλλὰ ἐνώπιον μόνο του Ἱερέως, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος, ποὺ θὰ μάθῃ τὰ σφάλματά σου. Καὶ ὁ Πνευματικὸς εἶναι ἀπόλυτα ὑποχρεωμένος –ἐπὶ ποινῇ καθαιρέσεως– νὰ τηρήσῃ ἱερὰ καὶ ἀπαραβίαστα τὰ μυστικὰ τῆς Ἐξομολογήσεως, ὄχι μόνο στὶς ἰδιωτικές του συζητήσεις, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον οἱασδήποτε δικαστικῆς ἢ πολιτικῆς ἀρχῆς. Σκέψου ἄλλωστε ὅτι ὁπωσδήποτε οἱ ἁμαρτίες μας πρέπει μία φορᾷ νὰ φανερωθοῦν. Καὶ θὰ φανερωθοῦν ἢ ἐδῶ, στὸν Πνευματικό σου ὁπότε θὰ συγχωρηθοῦν, ἢ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἐνώπιον δισεκατομμυρίων ἀνθρώπων, χωρὶς ἐλπίδα συγχωρήσεως, ἀλλὰ μόνο πρὸς καταισχύνη καὶ αἰώνια τιμωρία μας. Ποῦ λοιπὸν εἶναι προτιμότερο νὰ φανερώσῃς τὶς ἁμαρτίες σου; συλλογίσου ἀκόμη, τί θὰ ἔλεγες γιὰ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος, ἐνῷ πῆγε στὸν γιατρό, ἐντρέπεται ἂν δείξη σὲ αὐτὸν τὶς πληγὲς καὶ τὰ ἄρρωστα μέλῃ του; Πῶς μπορεῖ νὰ περιμένῃ θεραπεία ὁ ἄνθρωπος αὐτός; Γιὰ νὰ ἐξασφαλισθῇς καὶ νὰ νικήσῃς ἐξ ἀρχῆς τὸν θανάσιμο αὐτὸ κίνδυνο, ἐξομολογήσου πρώτη ἐκείνη τὴν ἁμαρτία, γιὰ τὴν ὁποία ἐντρέπεσαι περισσότερο.

ΠΡΟΣΕΧΕ ΟΤΑΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΑΙ

ΜΗ πῇς ἀόριστα καὶ γενικά: Εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλός. Ὅπως ὁ ἄρρωστος δὲν λέει στὸν γιατρὸ ἁπλῶς: Εἶμαι ἄρρωστος. Ἐξομολογήσου καθαρὰ τὸ εἶδος τὴν κάθε ἁμαρτίας σου καὶ ἂν μία ἢ πολλὲς φορὲς ἔπεσες σὲ αὐτή.
Μὴ περιμένεις τὸν Πνευματικὸ νὰ σὲ ἐρωτᾷ: «Λέγε σὺ πρῶτος τὰς ἁμαρτίας σου, ἵνα δικαιωθῆς». Κατηγόρησε μόνο τὸν ἑαυτό σου. Μὴ ζητήσῃς νὰ ρίξης τὰ βάρος στοὺς ἄλλους, ὅπως ἔκαμε ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα. Μὴ προσπαθήσης νὰ δικαιολογηθῇς.
Ἐὰν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν, τότε τί πρέπει νὰ ποῦμε ἐμεῖς:

ΑΦΟΥ ΟΜΙΛΗΣΗΣ, ΑΚΟΥΣΕ

ΑΚΟΥΣΕ μὲ μεγάλη προσοχὴ τί θὰ σοῦ πῇ ὁ Πνευματικός. Γράψε στὸ πλάτος τῆς καρδιᾶς σου τὶς ὑποδείξεις καὶ τὶς συμβουλές του, μὲ τὴν ἴδια καὶ μεγαλύτερη προσοχή, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄρρωστος ἀκούει τὶς ὁδηγίες τοῦ γιατροῦ, γιὰ τὰ φάρμακα ποὺ πρέπει νὰ πάρῃ καὶ τὴν δίαιτα ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσῃ. Δέξου μὲ χαρὰ καὶ προσπάθησε νὰ ἐφαρμόσῃς μὲ ἀκρίβεια καὶ σχολαστικὰ τὸν «κανόνα» ποὺ θὰ σοῦ βάλῃ. Ἰδιαίτερα πρόσεξε μὴ τυχὸν καὶ προσέλθῃς στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Πνευματικοῦ.
Ὅταν ἡ Ἐξομολόγησίς σου γίνῃ κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἐκθέσαμε ἕως τώρα, τότε θὰ δοκιμάσῃς προσωπικὰ καὶ ὁ ἴδιος τὰ μεγάλα ἀποτελέσματα καὶ τὴν ἀνέκφραστη εἰρήνη καὶ χαρά, ποὺ φέρνει στὴν ψυχὴ ἡ καλὴ Ἐξομολόγησις.
Ὁ Ἀμνὸς ὁ τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων πάντων τᾶς ἁμαρτίας, ἄρον τὸν κλοιὸν ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς εὔσπλαγχνός μοι δὸς δάκρυα κατανύξεως. (Ἐκ τοῦ Μεγάλου Κανόνος)

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙ

ΑΦΟΥ λοιπὸν ἐξομολογηθῇς, χρειάζεται νὰ προσέξῃς καλύτερα τὴν ζωή σου.
Τώρα ποὺ ὁ Κύριος σὲ συγχώρησε καὶ ἡ ψυχή σου καθαρίστηκε ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας, πρόσεξε νὰ μὴν ξαναλυπήσῃς τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες σου. Προφύλαξε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ κάθε τί ποὺ μπορεῖ νὰ ξαναλερώσῃ τὴν ψυχή σου. Διότι πρέπει νὰ ξέρῃς ὅτι ἡ μετάνοια καὶ ἡ χριστιανικὴ μόρφωσις καὶ ἡ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ὑπόθεσις μιᾶς μέρας, ἀλλὰ ἔργο ποὺ πρέπει νὰ σὲ ἀπασχολῇ σὲ ὅλη σου τὴν ζωή.
Μὲν ἐπαναπαυθῇς, λοιπόν, στὸν ὅτι μετενόησες καὶ ἐξομολογήθηκες, ἀλλὰ φρόντισε νὰ ἐξακολουθήσῃς τὸν καλὸ δρόμο, ποὺ σοῦ ἔδειξε ὁ Θεὸς καὶ ποὺ θὰ σὲ ὁδηγήση στὴν ἀληθινὴ εὐτυχία.
«Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι» (Ψαλμ. ΛΑ´ 1)

ΑΓΩΝΙΖΟΥ ΤΟΝ ΚΑΛΟΝ ΑΓΩΝΑ

ΠΑΡΕ σταθερὴ καὶ ὁριστικὴ ἀπόφασι νὰ ἀγωνίζεσαι ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας καὶ νὰ εἶσαι ἕτοιμος γιὰ κάθε θυσία, προκειμένου νὰ τηρήσῃς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ εὐγενέστερος ἀγών. Ὁ ἀγὼν ποὺ λυτρώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ τοῦ δημιουργεῖ τὴν βαθύτερη χαρά. Ἀγωνίζου, ἐνθυμούμενος ὅτι κάθε φορὰ ποὺ ἀγωνίσθηκες γιὰ νὰ νικήσῃς τὸν πειρασμό, ὕστερα ἀπὸ λίγο κόπο ἐδοκίμασες τὴν μεγαλύτερη ἱκανοποίησι, ἐνῷ ἐὰν ὑπεχώρησες στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἁμαρτίας, ὕστερα ἀπὸ λίγη εὐχαρίστησι ἐδοκίμασες τὴν μεγαλύτερη ἀπογοήτευσι καὶ ἀηδία. Ἀγωνίζου... Κι ἂν στὸν ἀγῶνα αὐτὸν τραυματισθῇς, μὴν ἀποθαρρύνεσαι. Σπεῦσε γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, σπεῦσε δὲ πάντοτε στὸ ἰατρεῖο τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐξομολόγησι. Θὰ βρίσκῃς πάντοτε ἐκεῖ τὴν θεραπεία, τὴν συγγνώμη, τὴν δύναμι νὰ συνεχίσης τὸν ἀγῶνα σου.
«Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμο ὅλον καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;». (Μάρκ. Η´ 36)

ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕ ΤΑ ΚΑΤΑΛΛΗΛΑ ΜΕΣΑ

ΦΡΟΝΤΙΣΕ νὰ μελετᾷς καὶ νὰ μαθαίνῃς καλύτερα τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Μὴ παραλείπεις μὲ τὴν προσευχὴ νὰ ζητῇς παρὰ τοῦ Θεοῦ δύναμι καὶ ἐνίσχυσι, ὥστε νὰ ἀγωνίζεσαι κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἰδιαιτέρως δὲ μὴ παραλείπεις τὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμὸ καὶ τὴν οὐράνια τροφὴ τῆς ψυχῆς μας, τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὅποιος τρέφεται παίρνει ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τοῦ χρειάζονται γιὰ νὰ συντηρηθῇ καὶ ἀναπτυχθῇ ἡ ψυχή του.
«Χαρὰ γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῶ μετανοοῦντι». (Λουκ. ΙΕ´ 10)

ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ

ΕΞΕΥΓΕΝΙΖΕΙ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἰρηνεύει τὴν ψυχή του. Τοῦ δίνει ὁδηγίες καὶ κατευθύνσεις γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς. Ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι πραγματικὴ εὐλογία τῆς ζωῆς μας, διότι εἶναι ἐκείνη ποὺ συμφιλιώνει τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς χαρίζει τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ ἐπὶ πλέον τοὺς προετοιμάζει γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν ἐντός τους τὴν μεγάλη δωρεὰ τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἀγάπησε τὴν μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, πήγαινε ὅσο μπορεῖς πιὸ συχνὰ σὲ αὐτὴν καὶ ἔτσι θὰ δοκιμάσης καὶ θὰ ἰδῆς καινούργιες ἡμέρες στὴν ζωή σου, ἡμέρες ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ εἰρήνης.


http://users.uoa.gr/

Τά ἐμπόδια γιά τήν ἐξομολόγηση


Η άγνοια, ο εγωισμός και η αμαρτωλή ζωή είναι οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους πολλοί χριστιανοί δεν εξομολογούνται. Άλλοι λόγοι είναι η ιεροκατηγορία, το αντιεκκλησιαστικό πνεύμα, η πολεμική κατά της πίστεως και η ολιγοπιστία.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έρχεται και ο αντίδικος ημών διάβολος. Και προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας εμποδίσει από την εξομολόγηση. Γιατί; Διότι γνωρίζει τα ευεργετικά και σωτήρια αποτελέσματα της εξομολογήσεως και διότι ενώ χαρά μεγάλη γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί (Λουκ.ιε' 7), την ίδια ώρα ο διάβολος καίγεται από τον φθόνο και την κακία του. Αμφιβάλλετε; Ακούστε λοιπόν, ένα γεγονός, που συνέβη στην Μονή Γηροκομείου Πατρών...

Κάποια μέρα πήγε στη Μονή ένας νέος. Μόλις μπήκε στον ναό της Παναγίας, μια δαιμονισμένη την οποία ουδέποτε είχε συναντήσει του είπε: «Βρε, καλώς τον φίλο μου τον Κώστα! Τώρα που πήραμε και αυτοκίνητο, θα γυρίζουμε με γυναίκες!».

Ο νέος συγκλονίστηκε έτρεξε και γονάτισε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και άρχισε να προσεύχεται. Σε λίγο η δαιμονισμένη άρχισε να ουρλιάζει και να λέει: «Μην το κάνης αυτό. Δεν σου είπα αυτά για να κάνεις αυτό; Μην το κάνης αυτό». Αργότερα πλησίασε το νέο ένας αρχιμανδρίτης και τον παρακάλεσε να του πει τι έλεγε στην Παναγία την ώρα που φώναζε η δαιμονισμένη. Και ο νέος είπε: «Παρακαλούσα την Παναγία να με συγχωρήσει για την αμαρτωλή μου ζωή. Και υποσχόμουν ότι θ’ αλλάξω ζωή και θα πάω να εξομολογηθώ».

Βλέπετε, αδελφοί μου, ότι ο διάβολος καίγεται και μόνο με την απόφαση που παίρνει ένας άνθρωπος να εξομολογηθεί; Γι’ αυτό με διάφορες σκέψεις, με την ειρωνεία των άλλων και των συγγενών καμιά φορά και με άλλους τρόπους προσπαθεί να μας εμποδίσει να μην εξομολογηθούμε. 

Δύο όμως είναι τα κυριότερα εμπόδια του διαβόλου: α) η απόγνωση και β) η αμέλεια.

Α) Σε πολλούς ανθρώπους οι οποίοι συναισθάνονται την αμαρτωλότητά τους, ο διάβολος βάζει την εξής σκέψη: «Για σένα δεν υπάρχει πια σωτηρία». Έτσι προσπαθεί να τους ρίψη σε απόγνωση, σε απελπισία. Και δυστυχώς, πολλοί πιστεύουν αυτά τα λόγια και νομίζουν ότι είναι αδύνατο να σωθούν. Όμως ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο Προφήτης Ησαΐας φωνάζει: «Επιστράφητε προς Κύριον και ελεηθήσεσθε ότι επί πολύ αφήσει τας αμαρτίας υμών». Στην δε Καινή Διαθήκη, βλέπομε τον Θεό να συγχωρεί την πόρνη, τον τελώνη, τον άσωτο και τον ληστή. Ακόμα τον βλέπομε να παίρνει έναν τελώνη και να τον κάνη Απόστολο Ματθαίο, να παίρνει τη Σαμαρείτιδα και να την κάνει Αγία Φωτεινή, να παίρνει έναν διώκτη και να τον κάνη Απόστολο των Εθνών. Και από τότε μέχρι σήμερα ο Θεός κανέναν άνθρωπο που μετανόησε ειλικρινά δεν απεστράφει, όσες αμαρτίες και αν είχε κάνη, αλλά όλους τους μετανοημένους αμαρτωλούς τους εκαθάρισε από την αμαρτία, τους έκανε υιούς Του και τους ανέδειξε εργάτες της αρετής και Αγίους. Και έπραξε και πράττει έτσι ο Θεός, διότι θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και έναν πόθο έχει: Να ελεή. Να ελεή. Ναι, να ελεή.

Ποτέ λοιπόν, να μην απελπιζώμεθα, όσες αμαρτίες και αν έχουμε διότι έστω κι αν οι αμαρτίες μας είναι σαν μια πελώρια φωτιά, η φωτιά αυτή σβήνει μέσα στον ωκεανό, δηλαδή στο άπειρο έλεος του Θεού.

Β)Σε άλλους ανθρώπους, οι οποίοι αισθάνονται την ανάγκη να εξομολογηθούν, ο διάβολος βάζει την σκέψη: «Έχεις καιρό». Έτσι, πολλοί ακούοντας αυτή την φωνή, λένε: «Θα πάω να εξομολογηθώ αύριο». Το αύριο όμως γίνεται η άλλη εβδομάδα, ο άλλος μήνας, ο άλλος χρόνος … ποτέ. Και δυστυχώς, έτσι χάνονται πολλές ψυχές.

Αλλ’ όχι, αδελφοί μου, μην αμελούμε. Σήμερα ας μετανοήσουμε, σήμερα ας εξομολογηθούμε, διότι δεν ξέρουμε πόσο θα ζήσουμε και διότι με το πέρασμα του χρόνου σκληραίνει η ψυχή. 

Νικολάου Βοϊνέσκου

πηγή:http://imverias.blogspot.gr

Και τότε θα σε ξέρη ο Θεός...


«Ποτέ σου μη ζήτησης αξιώματα. Ποτέ σου μη ζήτησης τιμές από τον κόσμο. Ποτέ σου μη ζήτησης να ακουστή το όνομά σου. Να 'σαι πάντα αφανής, άγνωστος στους πολλούς τόσο, ώστε, ει δυνατόν, να μη σε ξέρη κανένας. Και τότε θα σε ξέρη ο Θεός. Εάν ο Θεός θέλη να σε φανερώση, δεν ευθύνεσαι εσύ. Μόνο εσύ να μη φροντίζης να φανής ότι είσαι έτσι και έτσι, ότι τάχα δηλαδή έχεις αρετή, είσαι άξιος κ.λπ. Να ζης με αφάνεια, σαν ξένος και παρεπίδημος, «ως ο αλλόγλωσσος εν ετερογλώσσοις εν γνώσει καθήμενος», όπως λέγει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Να μη αποκτήσης ποτέ σου παρρησία, να μη θέλης να φαίνεσαι πως κάτι είσαι. Και τέλος, να μη έχης ποτέ, μα ποτέ σου μνησικακία, ούτε ακόμη με τον χειρότερό σου εχθρό. Αλλά αντίθετα να παρακαλής τον Θεό να τους συγχωρήση όλους, να συγχωρήση όλο τον κόσμο».

Γέρων Γερμανός Σταυροβουνιώτης

Από την προφορική Διαθήκη του Γέροντος Γερμανού


Οπτασία του μοναχού Ιωάσαφ Γέροντος των Ιωσαφαίων εν Καρυαίς Αγίου Όρους



Κατά το έτος 1854 ο μοναχός Ιωάσαφ, ευρισκόμενος αρκετά χρόνια στο Άγιο Όρος, μετέβη στο κονάκιο της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονος στις Καρυές για την αγρυπνία του Αγίου Γεωργίου. Καθισμένος στα ψαλτήρια του όρθρου στο στασίδι του, συλλογιζόταν την φιλανθρωπία του Θεού προκειμένου με την ενανθρώπηση, την σταύρωση και την ανάστασή Του να ανεβάση τον άνθρωπο στον ουρανό. Του ήλθε κατάνυξις και θείος πόθος να λέγει την νοερά προσευχή ακατάπαυστα. Τότε ενόμισε ότι βγήκε έξω από την εκκλησία και βρέθηκε η ψυχή του, χωρισμένη από το σώμα του, σε μια όμορφη και απέραντη πεδιάδα. Στο βάθος αυτής είδε ένα άπειρο πλήθος λαμπροστολισμένων νέων, που έλαμπαν σαν τον ήλιο και εβάδιζαν ρυθμικά, αργά και σεμνά. Απορούσε ποιοι άνθρωποι είναι αυτοί και σε ποιόν ανήκει αυτό το πανέμορφο περιβόλι.Προσπέρασε αυτό το πλήθος και κατόπιν βλέπει μια άλλη αναρίθμητη στρατιά νέων που φορούσαν στρατιωτικές στολές και ήταν όλοι ανδρειωμένοι και λαμπροί στην όψη. Στάθηκε λοιπόν και απελάμβανε την χάρι και δόξα τους. Ένας απ’ αυτούς είπε: «Αυτός ο αδελφός μας θέλει να πάει στον Βασιλέα και πρέπει κάποιος από εμάς να τον οδηγήσει». Ξεχώρισε τότε, ένας απ’ αυτούς και είπε: «Θα οδηγήσω εγώ μόνος μου τον αδελφό στον Βασιλέα, διότι μου έχει ιδιαίτερη αγάπη, ημέρα-νύκτα επικαλείται το όνομά μου και εγώ πολλές φορές στάθηκα εγγυητής στον Βασιλέα γι’ αυτόν».
Πράγματι ο στρατιωτικός αυτός νέος επλησίασε το μοναχό Ιωάσαφ και του είπε: «Ακολούθησέ με και εγώ θα σε παρουσιάσω στον Βασιλέα».
-Αδελφέ, του λέγει ο Ιωάσαφ, ποιος είμαι εγώ που θα παρουσιασθώ στον Βασιλέα και τι να με κάνει εμένα ο Βασιλεύς; Ποιος είναι αυτός και πού με γνωρίζει εμένα ;
-Αδελφέ, του λέγει ο στρατιωτικός Άγιος, κάνεις πως δεν ξέρεις ποιος είναι ο Βασιλεύς και ποιος είμαι εγώ δεν με γνωρίζεις; Επειδή με αγαπάς και επικαλείσαι το όνομά μου, ήλθα εγώ να σε παρουσιάσω στον Βασιλέα και ακολούθησέ με».
Περπατώντας μαζί στην απέραντη εκείνη πεδιάδα, έφθασαν στο τέρμα της και μπήκαν σ’ ένα στενό και μακρύ δρόμο με πανύψηλα τείχη, ώστε ο μοναχός Ιωάσαφ φοβήθηκε πολύ μη ξέροντας ακόμη και ποιος είναι αυτός που τον οδηγεί.
-Ο οδηγός του βλέποντας τον Μοναχό να δειλιάζει, του λέγη: «Γιατί, αδελφέ, σε κυριεύει η αμέλεια και δεν προσέχεις με τον νου σου στην επίκλησι του ονόματος του Χριστού, στην ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό»; Ο Μοναχός όταν άκουσε αυτά, κατανύχθηκε και, όσο έλεγε την ευχή, θερμαινόταν η καρδιά του για τον πόθο του Θεού και αμέσως έλαβε θεία δύναμη, μη έχοντας πλέον δειλία και φόβο. Και πάλι ο οδηγός του του είπε: «Βλέπεις που τώρα είσαι καλλίτερα; Εάν θέλεις την σωτηρία της ψυχής σου, μην αφήνεις ποτέ την ευχή αυτή. Έτσι θα αποκτήσεις καθαρό νου και καρδιά και θα δείς μυστήρια Θεού. Πρόσεχε όμως να έχεις ακριβή και καθαρή εξομολόγηση στον Πνευματικό σου πατέρα για ο,τι κακό σου παρουσιασθεί.
Προχωρώντας ακόμη μέσα στο στενωπό αυτό δρομάκι που στις γωνίες του είχε σταυρούς, άρχισε ο αγγελόμορφος Άγιος να κάνει το σημείο του σταυρού, παρακινώντας να κάνει το ίδιο και ο Μοναχός, και ψάλλοντας συγχρόνως: «Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα και την αγίαν σου Ανάστασιν δοξάζομεν».
Μετά από αρκετό διάστημα πορείας, έφθασαν στην άκρη του δρόμου αυτού στην οποία στηριζόταν η άκρη μιας κρεμαστής τεραστίας γέφυρας, ενώ η άλλη της άκρη ακουμπούσε σ’ ένα πανύψηλο βουνό. Και πάλι φόβος και τρόμος κατέλαβε τον μοναχό Ιωάσαφ, σκεπτόμενον ότι θα διανύσει αυτή την γέφυρα που αιωρείτο σαν φύλλο του δένδρου. Ο οδηγός του Άγιος του είπε: «Αδελφέ, δώσε μου το χέρι σου και λέγε αδιάκοπα την ευχή, χωρίς να σκέπτεσαι τίποτε άλλο». Όταν έφθασαν στο μέσον αυτής της γέφυρας, κάτω από την οποία απλωνόταν βαθύτατη χαράδρα, είπε ο οδηγός του: «Εδώ κάνε το σταυρό σου και επικαλέσου το χαριτωμένο όνομα της Παναγίας και εκείνη θα σου δώση δύναμι!». Πράγματι εκείνος είπε: «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ με τον αμαρτωλό». Έλαβε θάρρος ώστε έφυγε όλη η δειλία που τον διακατείχε.
Φθάνοντας στο άλλο άκρο της γέφυρας, ανέβηκαν με δυσκολία το βουνό. Εκεί υπήρχε μια πόρτα και αφού σταυροκοπήθηκαν τρείς φορές, εμπήκαν μέσα. Εκεί είδαν ν’ απλώνεται μπροστά τους μία άλλη ανώτερη στην ομορφιά και την χάρη πεδιάδα που έμοιαζε με το στερέωμα του ουρανού. Όσο προχωρούσαν, τόσο ο μοναχός Ιωάσαφ αιχμαλωτιζόταν από το αμήχανο και εξωγήινο κάλλος αυτού του τόπου. Εκεί είδε πολλούς να φορούν καλογερικά ρούχα χρώματος κοκκινωπού και έλαμπαν σαν το ήλιο. Υποδέχθηκαν τον άγιο οδηγό του με ασπασμούς και πολλή χαρά λέγοντάς του:
-Χαίροις Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, αγαπημένε δούλε του Χριστού!
-Χαίρετε και εσείς, Όσιοι, αγαπημένοι του Χριστού!
Όλοι αυτοί οι Όσιοι έστρεψαν τα μάτια τους προς τον μοναχό Ιωάσαφ και του είπαν: «Εάν, αδελφέ, κερδίσει κάποιος όλο τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του, ποιό θα είναι το όφελος; Εάν ζήσης, εκατό, διακόσια και χίλια ακόμη χρόνια σ’ αυτό τον κόσμο που ζεις και κερδίσεις χρήματα, δόξες και ηδονές, τι θα σε ωφελήσουν όλα αυτά στην φρικτή ώρα του θανάτου σου; Γι’ αυτό, αδελφέ, άφησε την αμέλεια και γύρισε στην πρώτη και ενάρετη ζωή σου που ήταν γεμάτη ευλάβεια, κατάνυξη και ταπείνωση για να έλθης σ’ αυτή την μακαρία ζωή που αξιώθηκες να δεις χάρις στον προστάτη σου Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο που τόσο αυτό σε αγαπά και σ’ έφερε εδώ ν’ απολαύσης για λίγο τα πανευφρόσυνα κάλλη του παραδείσου. Μη προτιμήσης τα πρόσκαιρα από τα ουράνια. Μη σε κυριεύει η αμέλεια, ο ύπνος, οι μάταιες φροντίδες και αφήνεις τον πνευματικό σου αγώνα, ο οποίος θα σου χαρίση την αιώνια αγάπη του Χριστού. Μη λυπήσης τον Χριστό και Δεσπότη μας που μας εξηγόρασε με το πανάγιό Του Αίμα χύνοντάς το επί του Σταυρού. Εάν θέλης, να παρακαλούμε τον Θεό για σένα και για όλο τον κόσμο, διόρθωσε την ζωή σου να χαροποιήσεις τον Θεό και εμάς που αγαπούμε όλο τον κόσμο και θέλουμε να έλθετε όλοι εδώ στην Βασιλεία του Θεού».
Έπειτα εγύρισαν και είπαν στον Άγιο Γεώργιο: «Γεώργιε, αθλητά του Χριστού μας και αγαπημένε μας αδελφέ, λάβε την φροντίδα αυτής της ψυχής και να την παρουσιάσεις στον Βασιλέα των όλων διότι μεγάλη είναι η παρρησία σου προς Αυτόν». Τότε ο μοναχός Ιωάσαφ κατάλαβε ποιόν οδηγό είχε κοντά του, πόσες φορές τον εβοήθησε στον κόσμο, και τον είχε βάλει μεσίτη στον Δεσπότη Χριστό για την σωτηρία του. Πλημμυρισμένος, όπως ήταν από αγάπη και ευγνωμοσύνη για τον Άγιο, τον επλησίασε και επί πολλή ώρα τον ασπαζόταν με δάκρυα.
Βαδίζοντας ακόμη στην πανέμορφη αυτή πεδιάδα είδε ο Μοναχός και άλλους μοναχούς, ενδοξότερους από τους προηγούμενους, αλλά ολιγωτέρους. Ερώτησε τον οδηγό του: «Άγιε του Θεού, ποιοί είναι αυτοί οι αγιώτεροι από τους άλλους μοναχοί και ποια τα κατορθώματά τους;». Ο Άγιος του είπε: «Αδελφέ, αυτοί είναι από τους μοναχούς αυτού του αιώνος, που αγωνίσθηκαν μόνοι τους χωρίς πνευματικό οδηγό, βαδίζοντας επάνω στα ίχνη των παλαιών Πατέρων και επειδή ευχαρίστησαν τον Θεό, τους αντάμειψε Εκείνος με αυτή την δόξα που βλέπεις». «Μα σήμερα, του λέγει ο Μοναχός, χάθηκε κάθε ίχνος αρετής και πως είναι δυνατόν να ευρίσκωνται στον κόσμο τέτοιοι εκλεκτοί άνθρωποι;». Τότε ο Άγιος του είπε: «Αδελφέ, Ιωάσαφ λίγοι εκλεκτοί άνθρωποι ευρίσκονται σήμερα στον κόσμο, με την διαφορά ότι, όποιος κοπιάσει για λίγη αρετή, υπομείνει τον αδελφό του και δεν τον κατακρίνει, αυτός θα ευχαριστήσει τον Θεό και θα κληθεί «μέγας εν τη βασιλεία των ουρανών».
Συνεχίζοντας την πορεία τους έφθασαν στο μεγαλόπρεπο παλάτι του ουρανίου Βασιλέως. Εκεί στη είσοδο τους εχαιρέτησαν με τον εν Χριστώ ασπασμόν βαθμοφόροι και ένδοξοι άνδρες που έλαμπαν τα πρόσωπά τους και τους ωδήγησαν μέσα σε μια ολόφωτη αίθουσα. Δεξιά της εισόδου ήταν η Εικόνα του Χριστού, ενώ αριστερά της Παναγίας καθισμένης σε θρόνο.
Μέσα στην αίθουσα εκάθοντο αμέτρητο πλήθος νέων με μοναχικές στολές που κρατούσαν στα χέρια τους σταυρό και λουλούδια που ευωδίαζαν. Όλοι αυτοί επήραν στα χέρια τους τον Ιωάσαφ και μπροστά στην εικόνα του Χριστού και της Παναγίας έψαλαν το «Άξιον εστιν…». Κατόπιν προσκύνησαν αυτές τις Εικόνες και είπαν στον Μοναχό: «Αδελφέ, όλα αυτά που βλέπεις γίνονται για σένα, κύτταξε λοιπόν να γίνεις καλός και επιμελής στις αρετές για να έλθεις το συντομώτερο εδώ»
Μετά αποσύρθηκαν όλοι και έμειναν ο άγιος Γεώργιος και ο Μοναχός. Τότε άνοιξε μία μεγάλη πόρτα και ακούσθηκε από εκεί μία γλυκειά φωνή που έλεγε: «Μεγάλη σου είναι η ευσπλαχνία Κύριε, για τους ανθρώπους». Τότε είδε ο μοναχός Ιωάσαφ μια μεγάλη και αφαντάστου κάλλους εκκλησία, στην μέση της οποίας υπήρχε πύρινος θρόνος, πολύ λαμπρότερος από τον ήλιο. Εκεί στεκόταν ο Βασιλεύς της δόξης Χριστός εν μέσω μυριάδων ανθρώπων με στρατιωτικές στολές και πρόσωπα αστραπόμορφα. Ο Δεσπότης Χριστός φορούσε στην κεφαλή Του αδαμαντοκόσμητο στεφάνι και έλαμπε όλος ως αστραπή.
Ο αδελφός Ιωάσαφ στάθηκε έξω στην πόρτα κυττάζοντας προς τα μέσα με θαυμασμό και αχόρταστα. Μπήκε μέσα ο άγιος Γεώργιος, έκανε το σημείο του σταυρού, τρείς μετάνοιες και προσεκύνησε τον Βασιλέα. Κατόπιν ετοιμαζόταν να επιστρέψη για να φέρει μαζί του και το Ιωάσαφ, αλλά άκουσε την φωνή του Βασιλέως που του είπε: «Άφησέ τον αυτόν, δεν είναι άξιος να εισέλθη, διότι δεν έχει ένδυμα γάμου».
Ακούοντας αυτά ο μοναχός Ιωάσαφ φοβήθηκε μήπως καταδικασθεί και άρχισε με προθυμία να λέγη την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και δος το έλεός Σου». Ο άγιος Γεώργιος έπεσε στα πόδια του Βασιλέως και του είπε: «Κύριε, θυμήσου το Αίμα που έχυσες επί του σταυρού για την σωτηρία των ανθρώπων, γι’ αυτό σε παρακαλώ συγχώρεσε την αμαρτωλή αυτή ψυχή και οδήγησέ την στον δρόμο της σωτηρίας. Γνωρίζω ότι πέλαγος και άβυσσος είναι η ευσπλαχνία Σου». Και τότε ο Βασιλεύς αποκρίθηκε:
-Γεώργιε γνωρίζεις καλά την αγάπη που έδειξα σ’ αυτόν και την χάρη που του έκανα να γνωρίσει αυτά τα μυστήρια της αγάπης μου, για την οποία άλλοι μεγάλοι αγωνιστές τα εζήτησαν και δεν τα επέτυχαν. Αυτός δεν είχε στην ψυχή του την δική μου αγάπη, με κατεφρόνησε, έζησε μέχρι τώρα με αμέλεια, και για τα ψεύτικα πράγματα του κόσμου, παρέβλεψε εμένα και γι’ αυτό δεν είναι άξιος συγχωρήσεως».
-Γνωρίζω, Κύριε, συνέχισε παρακλητικά ο Άγιος, ότι, εάν κρίνης με την δικαιοσύνη Σου, είναι άξιος τιμωρίας, αλλά, Σε παρακαλώ, άς περισσεύσει σ’ αυτόν η ευσπλαχνία Σου. Γνωρίζεις ότι ο κόσμος σήμερα ευρίσκεται στο πονηρό, επλεόνασε η κακία και δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα αρετής. Ας πλεονάσει η χάρις Σου, Κύριε, να σωθεί ο δούλος Σου, διότι έχει καλή προαίρεση και μόνο η συνήθεια του κακού τον νικά»
-Αγαπητέ μου Γεώργιε, γνωρίζω την κατάσταση του κόσμου, τις παραβάσεις των εντολών μου, τις αδικίες, πορνείες, μοιχείες και όλα τα γνωστά και τα κρυπτά των ανθρώπων. Υπομένω όμως περιμένοντας έστω και την μετάνοια ενός αμαρτωλού. Επιθυμώ όλοι οι άνθρωποι να σωθούν, γι’ αυτό άλλωστε έχυσα το Αίμα μου στον σταυρό και κάθε ημέρα θυσιάζομαι. Αλλά αυτός για τον οποίο με παρακαλείς, δεν ακούει τις εντολές μου και μέχρι σήμερα κάνει το θέλημά του. Δεν έπαυσα να του δείχνω τον σωστό δρόμο, εκείνος όμως πέφτει στην αμέλεια, περιφρονεί και παραγνωρίζει την θυσία μου».
-Τότε ο άγιος Γεώργιος ασπαζόμενος τα πόδια Του με πολλή ταπείνωσι του είπε: «Θυμήσου, Κύριε το αίμα μου, που για την αγάπη Σου, έχυσα και χάρισέ μου αυτή την ψυχή. Συγχώρεσέ την, Κύριε και αξίωσέ την να πιεί το ποτήρι της αγάπης Σου και να κάνει το άγιο θέλημά Σου».
-Τότε ο Κύριος με χαρούμενο πρόσωπο του είπε: «Γεώργιε, άς γίνει το θέλημά σου». Του έδωκε με την δεξιά Του ένα ποτήρι και του είπε: «Πάρε το ποτήρι μ’ αυτό το ποτό και δώσε του να το πιεί, αυτό είναι το ποτήρι της αγάπης μου. Όλοι οι άγιοι απ’ αυτό το ποτήρι ήπιαν, διότι αυτό στην ψεύτικη ζωή είναι γεμάτο, βάσανα, δοκιμασίες, στεναγμούς, μαρτύρια και θάνατο του σώματος για να καθαρισθεί η ψυχή, και να χαίρεται εδώ στον παράδεισο αιώνια».
Ο άγιος Γεώργιος το επήρε και το έδωσε στον μοναχό Ιωάσαφ, ο οποίος, αφού το ήπιε, εμέθυσε από την αγάπη του Ουρανίου Νυμφίου Χριστού και μπαίνοντας στην εκκλησία εκείνη, σωριάσθηκε στα πόδια του Χριστού και τα καταφιλούσε με λαχτάρα και πολλή χαρά.
Ο Χριστός στρέφοντας την μορφή του στο Άγιο, του είπε: «Πάρε τον αδελφό Ιωάσαφ και πήγαινέ τον κάτω στο κόσμο ν’ αγωνισθεί για ν’ αποκτήσει την πρώτη μου αγάπη που έχασε με την αμέλεια. Όταν ετοιμασθεί θα τον αξιώσω να πιή το ποτήρι που ήπια και εγώ στον κατάλληλο καιρό».
Αφού ασπάσθηκαν τους πόδες του Κυρίου και εχαιρέτησαν όλους τους αυλικούς άρχοντες του ουρανίου παλατίου, κατέβαιναν για τον γυρισμό. Ο αδελφός Ιωάσαφ είπε στον οδηγό του: «Άγιε Γεώργιε, δεν είναι δυνατόν να μείνω και εγώ εδώ που είμαστε και να μην γυρίσω πάλι στον κόσμο;
-Αγαπητέ μου, του λέγει ο Άγιος, αυτό είναι αδύνατο, διότι το θέλημα του Κυρίου μας είναι να κατεβείς κάτω και, αφού πνευματικά στολισθείς με όλες τις αρετές, θα έλθεις μετά εδώ ν’ απολαμβάνεις την δόξα Του αιώνια».
Επιστρέφοντας από τον ίδιο δρόμο, έφθασαν στην μέση εκείνου του γεφυριού, οπότε ο Άγιος είπε στον Μοναχό: «Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Λοιπόν, την ευσπλαχνία του Θεού την γνωρίζεις, αγωνίσου ν’ αποκτήσης την πρώτη αγάπη και εγώ δεν θα σε αφήσω αβοήθητο». Λέγοντάς του αυτά, τον εσφράγισε τρεις φορές με το σημείο του σταυρού και έγινε άφαντος.
Την ίδια στιγμή ακούσθηκαν ανατριχιαστικές φωνές και απειλές των δαιμόνων που ανέβαιναν από την χαράδρα λέγοντες: «Τώρα που έμεινε μόνος του ο καλόγερος ελάτε να τον γκρεμίσουμε κάτω, πριν έλθη ο Γεώργιος». Ο αδελφός Ιωάσαφ δεν μπορούσε να πάει ούτε μπρός ούτε πίσω, ενώ οι δαίμονες ωρμούσαν να τον ρίξουν στον γκρεμό. Τότε εκείνος εσήκωσε τα χέρια του ψηλά και είπε: «Κύριε, βοήθησέ με αυτή την στιγμή διότι κινδυνεύω να καταποντισθώ από τους φοβερούς δαίμονες». Του ήλθε τότε φωνή από τον ουρανό που του έλεγε: «Αδελφέ, μη αμελείς, λέγε την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό», και με τις ευχές της Κυρίας Θεοτόκου δεν θα πάθεις τίποτε».
Αμέσως ο αδελφός άρχισε να λέγει συνεχώς την ευχή και χωρίς να το καταλάβει ευρέθηκε στον εαυτό του, όπως ήταν στο στασίδι καθισμένος.


Οπτασία του μοναχού Ιωάσαφ Γέροντος των Ιωσαφαίων εν Καρυαίς Αγίου Όρους για τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο.
Εκ του βιβλίου «Ψυχωφελείς οπτασίες και διηγήσεις γιάτην άλλη ζωή» 
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»

Περὶ σωτηρίας ψυχῆς



Ἀγαπητοὶ,
ὅσοι τὰ τοῦ βίου μάταια καὶ ἀπολλύμενα πράγματα κατελίπετε, ἀγωνίσασθε, ἵνα μὴ πάλιν ἐπ' αὐτὰ τὸν ὑμέτερον νοῦν ἐπιστρέψητε.
Ὁ γὰρ πλοῦτος παρέρχεται, καὶ ἡ δόξα ἀπόλλυται, καὶ τὸ κάλλος μαραίνεται, καὶ πάντα ἀλλάσσονται, καὶ ὡς καπνὸς ἀπόλλυνται, καὶ ὡς σκιὰ παράγουσι, καὶ ὡς ἐνύπνιον ἐξαφανίζονται.
∆ιὰ τοῦτο ἔλεγεν ὁ Σολομών·
Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης· καὶ ὁ ∆αυῒδ λέγει· Ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωπος.
Πλὴν μάτην ταράσσονται πάντες οἱ τὰ τοῦ παρόντος βίου πράγματα ἀγωνιῶντες·
ὄντως μάτην ταράσσονται, μάτην θορυβοῦνται,
μάτην χειμάζονται, ἐπισυνάγοντες καὶ θησαυρίζοντες τὰ μετ' ὀλίγον καταλειπόμενα·
ἅπερ λαβεῖν μεθ' ἑαυτῶν οὐ δυνάμεθα, ἀλλὰ πάντα καταλιπόντες, γυμνοὶ ὡς ἐγεννήθημεν πορευσόμεθα πρὸς τὸν φοβερὸν δικαστήν.
Κἂν πάντας τοὺς θησαυροὺς συνάξωμεν, γυμνοὶ, σκοτεινοὶ, ἐλεεινοὶ, σκυθρωποὶ, τετραχηλισμένοι, τεταπεινωμένοι, συντετριμμένοι, ἔμφοβοι, ἔντρομοι, κατηφεῖς, ὀδυνηροὶ, εἰς γῆν τὸ πρόσωπον ἔχοντες, καὶ τοῦτο μετ' αἰσχύνης συγκαλύπτοντες·
οὕτω πορευσόμεθα, οὕτως ἀναστησόμεθα, οὕτω παραστησόμεθα εἰς ἐκεῖνο τὸ φρικτὸν καὶ πικρὸν ἀπροσωπόληπτον δικαστήριον, ὅπου ἄγγελοι τρέμουσιν, ὅπου θρόνοι φοβεροὶ τίθενται, ὅπου αἱ βίβλοι τῶν πράξεων ἀνοίγονται, ὅπου ὁ ποταμὸς τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου,
ὅπου ὁ ἀνήμερος σκώληξ, ὅπου τὸ ἀφώτιστον σκότος, ὅπου ὁ ἀθέρμαντος τάρταρος, ὅπου ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ὅπου τὸ ἀκατάπαυστον δάκρυον, ὅπου ὁ ἀσίγητος στεναγμὸς, ὅπου τὸ ἀπαραμύθητον πένθος, ὅπου οὐκ ἔστι γέλως, ἀλλὰ θρῆνος· ὅπου οὐκ ἔστι χαρμοσύνη, ἀλλὰ στεναγμός· ὅπου οὐκ ἔστι τρυφὴ, ἀλλὰ κρίσις· ὅπου οὐκ ἔστι φθόγγος, ἀλλὰ τρόμος.
Φοβερὸν ὄντως ἀκοῦσαι, ἀγαπητοὶ, φοβερώτερον δὲ τὸ ἰδέσθαι πᾶσαν τὴν κτίσιν ἱσταμένην, καὶ ἀπολογουμένην ὑπὲρ λόγου, ὑπὲρ ἔργου, ὑπὲρ ἐννοιῶν, τῶν ἐν νυκτὶ, τῶν ἐν ἡμέρᾳ, ὧν ἡμάρτομεν.
Μέγας ὁ φόβος, ἀδελφοὶ, τότε, μεγάλη ἡ ἀνάγκη, οἵα οὐδέποτε ἐγένετο οὐδὲ γενήσεται ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης.
Τότε ἄγγελοι περιτρέχουσιν, αἱ σάλπιγγες βοῶσι, τὰ ἄστρα πίπτουσιν, ὁ ἥλιος σκοτίζεται, οἱ οὐρανοὶ εἱλίσσονται, ἡ γῆ σαλεύεται, αἱ δυνάμεις προτρέχουσι, τὰ Σεραφὶμ βοῶσι, τὰ ἄνω, τὰ κάτω, τὰ ἐπίγεια, τὰ καταχθόνια ταράσσονται, τὰ μνημεῖα ἀνοίγονται, τὰ σώματα ἀνίστανται καὶ συνάγονται, τὸ κριτήριον εὐτρεπίζεται.
Πολὺς ὁ φόβος, ἀδιήγητος ὁ τρόμος, ἀκατάληπτος ἡ ἀνάγκη ἡ τότε γινομένη· μέγας ὁ χειμὼν ἐκεῖνος, μεγάλη ἡ ὀδύνη, χαλεπὴ ἡ περίστασις, ἀκατάπαυστος ὁ θόρυβος, μέγας ὁ ὀλολυγμός.
Ἄκουε οὖν τοῦ ∆ανιὴλ λέγοντος·
Ἐθεώρουν ἐν ὁράματι τῆς νυκτὸς, ἕως οὗ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ Παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθισε.
Τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιὼν, ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καθαρὸν ὡς ἔριον· ὁ θρόνος αὐτοῦ φλὸξ, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον.
Ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ· τὸ κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν.
Ἔφριξε τότε τὸ πνεῦμά μου.
Ἐγὼ ∆ανιὴλ εἶδον, καὶ ἡ ὅρασις τῆς κεφαλῆς μου συνετάραξέ με. Βαβαί! ὁ προφήτης τὸ ὅραμα τῆς μελλούσης κρίσεως ἰδὼν ἔφριξε!
Καὶ τί ἄρα ἡμεῖς μέλλομεν ὑπομένειν, ὅταν εἰς αὐτὰ τὰ πράγματα ἔλθωμεν;
ὅταν ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν ἐπισυναγόμενοι παριστώμεθα γυμνοὶ, καὶ τὸ φορτίον τῶν ἁμαρτιῶν ἐπὶ τοῦ τραχήλου πᾶσιν ἐπιδεικνύοντες;
Τότε τῶν βλασφήμων αἱ γλῶσσαι φλογίζονται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ δροσίζων· τότε τῶν καταλαλούντων οἱ ὀδόντες συντρίβονται ὑπὸ ἀποτόμων ἀγγέλων· τότε τῶν φιλαργύρων αἱ χεῖρες κρεμάμεναι τρέμουσι, καὶ ξεόμεναι ὀδυνῶνται· τότε τῶν φλυάρων τὰ στόματα ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἐμφράττονται· τότε τῶν διανευόντων οἱ ὀφθαλμοὶ ἐξορύττονται ἀνιλεῶς.
Ποῦ τότε γονεῖς, ποῦ ἀδελφοὶ, ποῦ πατὴρ, ποῦ μήτηρ, ποῦ οἱ συγγενεῖς, ποῦ οἱ φίλοι;
ποῦ ἡ τῶν βασιλέων φαντασία, ποῦ τῶν ἀρχόντων ἡ ἐξουσία, ποῦ ἡ τῶν τυράννων ἀπόνοια, ποῦ ἡ τῶν δικαστῶν ὑπερηφανία;
ποῦ οἱ δοῦλοι, ποῦ αἱ δοῦλαι; ποῦ ὁ καλλωπισμὸς τῶν ἱματίων, ποῦ αἱ χροαὶ τῶν μαργάρων, ποῦ ἡ φαντασία τοῦ χρυσίου, ποῦ ὁ κτύπος τοῦ ἀργυρίου;
ποῦ ἡ κόσμησις τῶν δακτυλίων, ποῦ τῶν ποδῶν τὸ περισφῖγγον ὑπόδημα,
ποῦ τὰ σηρικὰ ἱμάτια, ποῦ τὰ βύσσινα;
ποῦ τὰ κρέα, ποῦ τὰ μύρα καὶ τὰ μάταια καπνίσματα;
ποῦ οἱ φυλασσόμενοι θησαυροί;
ποῦ αἱ κεκοσμημέναι κλῖναι;
ποῦ οἱ παρορῶντες τοὺς πένητας;
ποῦ οἱ παραβλέποντες τοὺς ἐν ἀνάγκῃ;
ποῦ οἱ νομίζοντες εἶναι σοφοί;
ποῦ οἱ μετὰ τυμπάνων καὶ χορῶν τὸν οἶνον πίνοντες;
ποῦ οἱ διαπαντὸς γελῶντες, καὶ τοὺς εὐλαβεῖς ἐκμυκτηρίζοντες;
ποῦ οἱ τοὺς δούλους καταπονοῦντες, καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ καταφρονοῦντες;
ποῦ εἰσὶν ἀπιστοῦντες τὴν κόλασιν, καὶ ὡς ἀθάνατοι διακείμενοι;
ποῦ εἰσὶν οἱ λέγοντες, Φάγωμεν καὶ πίωμεν·
αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν;
ποῦ εἰσὶν οἱ λέγοντες, ∆ός μοι τὴν σήμερον, καὶ λάβε τὴν αὔριον;
ποῦ εἰσὶν οἱ λέγοντες, Ἀπολαύσωμεν τῶν ὧδε, καὶ περὶ τῶν ἐκεῖ βλέπωμεν;
ποῦ εἰσὶν οἱ λέγοντες, Φιλάνθρωπός ἐστιν ὁ Θεὸς, καὶ οὐ κολάζει τοὺς ἁμαρτωλούς;
Ὢ πόσα μετανοήσουσιν οἱ τὰ τοιαῦτα λέγοντες!
πόσα κόψονται, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐλεῶν αὐτούς!
πόσα στενάξουσι, καὶ οὐδεὶς ὁ λυτρούμενος!
πόσα ἑαυτοὺς κατακόπτοντες εἴπωσιν, Οὐαὶ, οὐαὶ, ὅτι ἑαυτοὺς ἐχλευάσαμεν! οὐαὶ, ὅτι ἑαυτοὺς ἀπωλέσαμεν!
Ἐδιδασκόμεθα, καὶ οὐ προσείχομεν·
ἐνουθετούμεθα, καὶ κατεφρονοῦμεν· διεμαρτύραντο δὲ ἡμῖν, καὶ οὐκ ἐπιστεύομεν· τῶν Γραφῶν ἀκούοντες ἑαυτοὺς ἐπλανῶμεν.
∆ικαία ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν.
Οὐαὶ ἡμῖν, ὅτι διὰ πρόσκαιρον ἡδονὴν αἰωνίως κολαζόμεθα, διὰ μικροῦ χρόνου ἀμέλειαν τῷ αἰωνίῳ πυρὶ καταποντιζόμεθα, διὰ δόξαν ματαίαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐξεπέσαμεν,
διὰ μικρὰν τρυφὴν τῆς τοῦ παραδείσου τρυφῆς ἐστερήθημεν, διὰ πλοῦτον ἀπολλύμενον τὸν πλοῦτον τῆς βασιλείας ἀπωλέσαμεν!
Ἐν τῷ ματαίῳ αἰῶνι ἡμεῖς ἀπηλαύσαμεν, ἀλλ' ἐν αὐτῷ οἱ μὴ ἀπολαύσαντες εὐφραίνονται.
Νῦν οἱ νηστεύοντες τρυφῶσιν, οἱ ἀγωνισάμενοι εἰς τὸν οὐράνιον νυμφῶνα χορεύουσιν, οἱ σκορπίσαντες τὸν πλοῦτον ἐν ἀγαλλιάσει θερίζουσιν, οἱ κλαύσαντες αἰωνίως ἀγάλλονται, οἱ καταφρονήσαντες τῶν ἐπιγείων ἀπέλαβον τὰ οὐράνια·
μόνοι δὲ ἡμεῖς οἱ ἄθλιοι τῇ κολάσει ἀξίως παρεδόθημεν· καὶ νῦν κράζομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐλεῶν· στενάζομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ σώζων.
Ἵνα οὖν μὴ καὶ ἡμεῖς μετ' ἐκείνων τῶν ἀφρόνων τὰ τοιαῦτα ῥήματα ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι εἴπωμεν, δεῦτε προφθάσωμεν τὸν κλέπτην τῶν ψυχῶν ἡμῶν· δράμωμεν, ἕως καιρὸν ἔχομεν·
στενάξωμεν, μετανοήσωμεν, ἐξυπνισθῶμεν, παρακαλῶ, ἐκ τοῦ ὕπνου τῆς ῥᾳθυμίας ἡμῶν, ἐκ τοῦ βάρους τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῆς ἀμελείας ἡμῶν· ὑψώσωμεν χεῖρας πρὸς τὸν δυνάμενον σῶσαι ἡμᾶς, καὶ εἴπωμεν·
Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα.
Σπεύσωμεν μόνον πρὶν ἢ ἥλιος δύσῃ, πρὶν ἢ θύρα ἀποκλεισθῇ, πρὶν ἢ νὺξ καταλάβῃ.
Ἐπὰν γὰρ ἡ πανήγυρις λυθῇ, οὐδεὶς πραγματεύεται· ἐπὰν τὸ θέατρον λυθῇ, οὐδεὶς στεφανοῦται, οὐδεὶς ἀγωνίζεται.
∆ιὸ δράμωμεν· δρόμου γὰρ χρεία, ἀδελφοὶ, καὶ δρόμου σφοδροῦ, ἵνα φθάσωμεν, ἵνα μὴ καὶ ἡμεῖς κρούσαντες ἀκούσωμεν· Οὐκ οἶδα ὑμᾶς· ὀξυποδήσωμεν, μικρὸν αἰσχυνθῶμεν.
Πόσα τὸν ∆εσπότην ἀτιμάζομεν;
πόσα τὸν εὐεργέτην παροργίζομεν;
Αὐτὸς εὐεργετεῖ, καὶ ἡμεῖς καθ' ἑκάστην ἀγνοοῦμεν· αὐτὸς οἰκτείρει, καὶ ἡμεῖς ἀθετοῦμεν, αὐτὸς τρέφει, σκέπων προνοεῖται, καὶ ἡμεῖς τὰς αὐτοῦ ἐντολὰς καθ' ἑκάστην παραβαίνομεν, καὶ οὐκ αἰσχυνόμεθα.
Αἰσχυνθῶμεν λοιπόν·
ὁ γὰρ καιρὸς ἤγγικε, καὶ ἡ ἡμέρα ἔφθασε, καὶ δεῖ ἡμᾶς λόγον ἀποδοῦναι ὑπὲρ ὅλου τοῦ βίου ἡμῶν.
Παυσώμεθα οὖν λοιπὸν τῆς ἀμέτρου τρυφῆς, καὶ τοῦ αἰσχροῦ γέλωτος, ἵνα μὴ ἐκεῖ κλαύσωμεν πικρῶς· παυσώμεθα τοὺς ἀδελφοὺς λοιδοροῦντες καὶ μισοῦντες καὶ ἀδικοῦντες·
παυσώμεθα θησαυρίζοντες, σπαταλῶντες καὶ πορνεύοντες· σχολάζωμεν ταῖς εὐχαῖς, ταῖς δεήσεσι, ταῖς ἀναγνώσεσι, ταῖς νηστείαις, ταῖς μετανοίαις· ἐπιδειξώμεθα βίον νέον, ἐξομολογησώμεθα, ἐπιστρέψωμεν· ἐπιστροφῆς γὰρ ὁ καιρός.
Μετανοήσωμεν, δακρύσωμεν, ἐπιδειξώμεθα τῷ Θεῷ μετάνοιαν ἐμμέριμνον, καὶ ἁμαρτίαν μισήσωμεν· πονέσωμεν ὧδε, παρακαλῶ, μικρὸν, ἵνα μὴ κολασθῶμεν ἐκεῖ πολύ· ἀγωνισώμεθα πρὸ καιροῦ, ἀδελφοὶ, ἵνα μὴ βασανισθῶμεν αἰωνίως.
Ὁ χρόνος μικρὸς, ἡ δὲ κρίσις μακρὰ, καὶ τὸ τέλος ἐγγὺς, καὶ ὁ φόβος πολὺς, καὶ ὁ ἐλεῶν οὐδείς.
Ζητήσει γὰρ τὸν καιρὸν, ὃν κακῶς ἐδαπάνησεν ἕκαστος, καὶ οὐ μὴ εὕρῃ.
Οὐαὶ τῷ καταλαλοῦντι, ὅτι ζητήσει σταγόνας ὕδατος φλεγόμενος, καὶ οὐχ εὑρίσκει!
οὐαὶ τῷ ἀπιστοῦντι, ὅτι αἰωνίως κολασθήσεται!
οὐαὶ τῷ ἀμελοῦντι, ὅτι πρὸς αὐστηρὸν κριτὴν πορεύεται!
οὐαὶ τῷ μὴ ἀγωνιζομένῳ, ὅτι ἀποτόμοις ἀγγέλοις παραδίδοται,
Χρυσίον ὁ ἀπολλύων εὑρίσκει ἄλλο·
χρόνον δὲ μετανοίας ἄλλον εὑρεῖν οὐ δύναται.
Μὴ φεισώμεθα, ἀδελφοὶ, τῶν ἑαυτῶν σωμάτων, ἀλλὰ ταῦτα κατατρίψωμεν, ἐπειδὴ Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες, μακάριοι οἱ πενθοῦντες.
Τὸ γὰρ σῶμα πηλός ἐστι· καὶ ἐλεύσεται ὥρα καὶ ἡμέρα φοβερὰ καὶ πονηρὰ καὶ ἀπαραίτητος, καὶ εἰς γῆν ἡ γῆ πορεύσεται, καὶ ἡ κόνις πάλιν κόνις γίνεται.
Νήψωμεν, ἀγαπητοὶ, δυσωπῶ, ὁδοιπορήσωμεν, ἀνανεύσωμεν· ἐλεύσεται γὰρ ἡ ὥρα, καὶ ὄντως ἐλεύσεται, τῆς ἐξόδου ἡμῶν· καὶ μὴ ἑαυτοὺς ἀπατήσωμεν.
Ἔστω, ἀγαπητοὶ, κατατρυφῶμεν, ἔστω καὶ πλουτῶμεν πεντήκοντα ἢ καὶ ἑκατὸν ἔτη· καὶ μετὰ ταῦτα νόσος καὶ γῆρας, καὶ μετὰ ταῦτα τί;
Ἀδυναμία καὶ θάνατος, καὶ ἡ φρικτὴ ὥρα ἐκείνη ἡ προσδοκωμένη καὶ φριττομένη καὶ ἀμελουμένη.
Μέγας φόβος τότε γίνεται, ἀδελφοί· μέγα δὲ ἰδέσθαι ψυχὴν χωριζομένην τοῦ σώματος·
μεγάλη ἀνάγκη τῆς ὥρας ἐκείνης, ὅταν ἡ γλῶσσα καθαρῶς τὸν λόγον εἰπεῖν οὐ δύναται,
ὅταν στρέφωμεν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὧδε καὶ ὧδε συνεχῶς, καὶ τοὺς παρεστῶτας ἡμῖν φίλους καὶ ἀδελφοὺς γνωρίζωμεν, καὶ πρὸς αὐτοὺς φθέγξασθαι οὐ δυνώμεθα.
Τῶν θρηνούντων ἡμᾶς ἀκούομεν, καὶ τούτους παραμυθήσασθαι οὐ δυνάμεθα· τὰ τέκνα ὀδυρόμενα καὶ δακρύοντα βλέπομεν καὶ τὸν πόνον αὐτῶν ἔχοντες πορευόμεθα.
Καὶ τί λέγω τέκνα;
Ἐν γὰρ τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ οὐκ ἔστι μεριμνῆσαι τέκνων, οὐκ ἀδελφῶν, οὐδὲ ἄλλη φροντὶς συνέχει ἡμᾶς, εἰ μὴ τῶν ἡμετέρων παραπτωμάτων ἔννοια, καὶ τὸ πῶς ἀπαντήσωμεν τῷ κριτῇ, καὶ ποίαν ἀπόφασιν λάβωμεν, καὶ ποῖος ἄρα τόπος δέξεται ἡμᾶς.
Εἶτα ὡς ταῦτα ἐνθυμούμεθα, ἐξαίφνης ἐφίστανται ἡμῖν ἄγγελοι ἀπότομοι.
Τότε ἡμεῖς τούτους θεωροῦντες, ἐὰν ἀνευτρέπιστοι εὑρεθῶμεν, πῶς μέλλομεν ταράττεσθαι,
καὶ τῆς κλίνης φεύγειν δοκιμάζοντες μὲν, μὴ δυνάμενοι δὲ, προσέχοντες πρὸς αὐτοὺς ἐλεεινοῖς ὀφθαλμοῖς, καὶ στυγνῷ τῷ προσώπῳ παρακαλοῦντες, δυσωποῦντες, ἱκετεύοντες καὶ λέγοντες·
Ἐλεήσατέ με, ἄγγελοι καὶ φοβεροὶ παραστάται τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, καὶ μή με ἄκαρπον καὶ ἀκάθαρτον πρὸς τὸν Κριτὴν ἀπενέγκητε· μή με ἁμαρτωλὸν τοῦ σώματος χωρίσητε· μὴ, δέομαι, παρακαλῶ, παρακλήθητε, δυσωπήθητε, καὶ ἐάσατέ με ὀλίγον χρόνον μετανοῆσαι, στενάξαι, πενθῆσαι, ἐλεημοσύνας ποιῆσαι, ἐπειδὴ κακῶς τὸν ἐμαυτοῦ βίον ἐδαπάνησα καὶ ἀνήλωσα.
Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ ἄγγελοι, λέγουσι πρὸς ἡμᾶς·
Ὦ ψυχὴ ταλαίπωρε, πάσας τὰς ἡμέρας σου ἐν ἀμελείᾳ ἔζησας, καὶ ἄρτι μετανοῆσαι θέλεις;
ὦ ἀθλία ψυχὴ, ὁ ἥλιός σου ἔδυνεν, ὁ χρόνος σου τετέλεσται· ὁ Θεὸς ἐκέλευσεν ἐκ τοῦ σώματός σου χωρίσαι σε.
∆εῦρο καὶ καταδικάζου ἐν πυρὶ αἰωνίῳ κατὰ τὰς πράξεις σου· οὐ γὰρ ἔστι σοι λοιπὸν ἐλπὶς σωτηρίας, ἀλλὰ αἰώνιος τιμωρία.
Ταῦτα ἀκούσαντες, ἀγαπητοὶ, καὶ πιστεύσαντες, ὅτι ἀληθῆ εἰσι καὶ οὐ μῦθοι, ἀγωνισώμεθα πρὸ τῆς ὥρας ἐκείνης· κἂν ἐσυνηθήσαμεν ἁμαρτάνειν, ἀλλ' ἐκκόψωμεν ταύτας διὰ τῆς μετανοίας.
Μὴ πλανηθῶμεν, ἀδελφοὶ, κρίσις ἐστὶ καὶ κόλασις αἰώνιος, πῦρ ἄσβεστον καὶ σκώληξ ἀτελεύτητος, σκότος ἐξώτερον καὶ τάρταρος, βρυγμὸς ὀδόντων καὶ κλαυθμὸς μέγας, ὡς ὁ Κύριος ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις ἐμνημόνευσεν· ἀψευδὴς γάρ ἐστιν ὁ εἰπὼν, Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσεται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι.
∆ιὸ φοβηθῶμεν καὶ φρίξωμεν, πάντες οἱ ἐν ἁμαρτίαις ζήσαντες, καὶ σπουδάσωμεν μετὰ τῶν ἁγίων εὐρηθῆναι διὰ τῆς μετανοίας.
Μὴ εἴπῃς, Ἔκλεψα, ἐφόνευσα, ἐπόρνευσα, καὶ οὐ δέχεταί με ὁ Θεός· μηδὲν τούτων εἴπῃς· δέχεται γὰρ πάντας, ὡς τὸν λῃστὴν, ὡς τὸν τελώνην καὶ ὡς τὴν πόρνην· μόνον μὴ ἀπογνῶμεν, παρακαλῶ, μὴ ῥᾳθυμήσωμεν. Κρούσωμεν διὰ μετανοίας καὶ εἴπωμεν·
Ἄνοιξον ἡμῖν, Κύριε, τοῖς ἀναξίοις καὶ ἁμαρτωλοῖς· διὰ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀποστραφῇς ἡμᾶς, ἀλλὰ δυσωπήθητι, καὶ μὴ στερήσῃς ἡμᾶς τῆς βασιλείας σου.
Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς τῶν ἀπηλπισμένων, καὶ σωτηρία πάντων τῶν καταφευγόντων εἰς σέ· καὶ σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἀμήν.