.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παπά Χαράλαμπος Διονυσιάτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παπά Χαράλαμπος Διονυσιάτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ενίοτε αισθάνεσαι φόβο, εν ώρα προσευχής

Οι δαίμονες επιτίθενται με κακούς λογισμούς. 
Ενίοτε αισθάνεσαι φόβο, εν ώρα προσευχής. 
Πρέπει να μη φοβάσαι να τους περιφρονείς, και να λέγεις την ευχή, να μην αφήνεις την ευχή. 
Ο Θεός θα σου δώσει πολύ χάριν, όταν αγωνίζεσαι και δεν τους υπολογίζεις.

Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης

“Θυμάμαι, όταν η ευχή μπήκε για πρώτη φορά στην καρδιά μου, είχα μεθύσει από μια απερίγραπτη γλυκύτητα..”



-Γέροντα, ἠμπορεῖτε νά μᾶς πῆτε λίγα λόγια γιά τήν προσευχή;

-῾Η προσευχή, παιδί μου, χρειάζεται σωματική βία. Ἐγώ ἤμουν ἐκ φύσεως ἄνθρωπος ἀσυνήθους σωματικῆς ἀντοχῆς καί «ἔπεφτα» μέ ὁρμή καί δυνατό πόθο Θεοῦ στά μοναχικά ἀγωνίσματα. ῾Ο Γέροντάς μου, μᾶς εἶχε ἐπιβάλει νά ἀγρυπνοῦμε κάθε νύκτα 5-6 ὧρες κάνοντας οἱ πιό δυνατοί προσευχή καί οἱ κἄπως ἀδύνατοι νά διαβάζουν καί κάποιο βιβλίο. Ἐγώ προσευχόμουν πάντοτε ὄρθιος, διότι ἄν καθόμουν, μ᾿ ἔπιανε ὁ ὕπνος.

῾Η βία στήν προσευχή διαρκεῖ μέχρι μισή ὥρα. Κατόπιν ἔρχεται ἡ Χάρις καί ἡ προσευχή πλέον ἐνεργεῖται μόνη της προσφέροντας γλυκές πνευματικές ἐμπειρίες.

Στά ὀκτώ πρῶτα χρόνια τῆς μοναχικῆς μου ὑπακοῆς στόν Γέροντά μου, ὅταν προσευχόμουν τίς νύκτες, ἐνόμιζα ὅτι ἄνοιγαν οἱ Οὐρανοί, λόγῳ τῆς πλουσίας ἐπισκέψεως τῆς Χάριτος. ῾Ο νοῦς μου, τοὐλάχιστον δύο φορές τήν ἑβδομάδα, ἀνέβαινε σέ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Στήν κατάστασι αὐτή ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά λέγῃ πλέον τήν εὐχή. ῾Ο νοῦς, ἡ καρδιά ἑνώνονται μέ τήν εὐχή, δηλαδή μέ τήν αἴσθησι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. ῾Η ψυχή εἶναι ἀποξενωμένη ἀπό τόν ἔξω κόσμο, καί γίνεται ὅλη φωτοειδής καί κατανυκτική. Καρπός αὐτῆς τῆς θείας ἑνώσεως εἶναι μία ἀνεκλάλητη γλυκύτης, ἡ ὁποία ἄλλοτε διαρκοῦσε μέχρι 4 ὧρες καί ἄλλοτε ὀλιγώτερο, ὅσο δηλαδή ἤθελε ὁ Θεός.

῞Οταν σταδιακά ἡ Χάρις ἀναχωροῦσε, ἄφηνε κάθε φορά κάτι νέο καί καινούργιο μέσα μου. Δηλαδή, μετά ἀπό κάθε νυκτερινή προσευχή μου, δέν ἤμουν ὁ ἴδιος τήν ἑπομένη ἡμέρα. ῾Ο Πανάγαθος Θεός, μοῦ προσέθεττε Χάρι ἐπάνω στήν Χάρι καί αὐτή ἡ εὐλογία πολύ μέ παρηγοροῦσε καί μοῦ δυνάμωνε τά φτερά τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης γιά τόν Χριστό.

Θυμᾶμαι, ὅταν ἡ εὐχή μπῆκε γιά πρώτη φορά στήν καρδιά μου, εἶχα μεθύσει ἀπό μία ἀπερίγραπτη γλυκύτητα. ῎Ημουν σάν ἐκστατικός. Δέν ἄντεξα ἀπό τήν χαρά μου καί ἐπῆγα στόν Γέροντα, παρότι ἦτο νύκτα, νά τόν ρωτήσω:

-Γέροντα ἔχω νά σέ ρωτήσω κάτι. Αὐτό κι αὐτό μοῦ συμβαίνει.

-Αὐτό, παιδί μου, εἶναι μεγάλη κατάστασις τῆς προσευχῆς. Κανένας δέν τήν ἀπέκτησε ἀπ᾿ ὅσους Μοναχούς ἐγνώρισα τόσα χρόνια. Μόνο σέ μένα μοῦ τήν δώρισε ὁ Θεός, καί τώρα τό ἴδιο βλέπω καί σέ σένα. Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν κατάστασι, ὑπάρχει καί ἡ τελευταία, κατά τήν ὁποία ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου πηγαίνει στόν παράδεισο.

῾Ο Γέροντάς μου συγκινήθηκε ἀπό αὐτό πού ἔμαθε, μ᾿ ἀγκάλιασε καί μ᾿ ἀσπάσθηκε.

Ἐμένα ὁ νοῦς μου δέν πῆγε ποτέ στόν παράδεισο, ἐνῶ ὁ Γέροντάς μου, εἶχε πάει μέ τόν νοῦ του πολλές φορές, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ ἴδιος στίς ἐπιστολές του.


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ – Προηγούμενος ῾Ιερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου ῎Ορους (+ 1908- 2001)

από το βιβλίο: “ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΓΕΡΟΝΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ” – Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου – ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΘΩ – 2005

“Όταν κοιμάσαι και έρχεται ο πονηρός να κάνεις τον Σταυρό σου, να γυρίζεις από το άλλο πλευρό και θα φύγει..”



Διηγείτο ο Παπα – Χαράλαμπος ο Διονυσιάτης, συνασκητής του Γέροντα Ιωσήφ του Σπηλαιώτη:

“Τις πρώτες δύο-τρεις βραδιές που ήρθα και έμεινα στο ασκητήριο του γερό-Ιωσήφ ως κοσμικός, ο διάβολος τέτοια λύσσα είχε, που δε μ’ άφηνε να κοιμηθώ και να κάνω προσευχή. Πάω να κοιμηθώ και να, ο διάβολος επάνω μου ολόκληρος. Πότε σαν σκύλος, πότε σαν άνθρωπος, πότε σαν λιοντάρι.Εγώ από τον φόβο μου σηκωνόμουν και έκανα προσευχή. Έμεινα άϋπνος τελείως και την ημέρα δεν μπορούσα να κάνω τα καθήκοντά μου, να προσευχηθώ.

Όταν με ρώτησε ο Γέροντας πως περνώ, του είπα τι συμβαίνει. Με συμβούλεψε, όταν κοιμάμαι και έρχεται ο διάβολος από το ένα μέρος, να γυρίζω από το άλλο. “Να κάνεις τον Σταυρό σου, να γυρίζεις από το άλλο πλευρό και θα φύγει. Μη δίνεις σημασία. Θα μάθεις να τον πολεμάς και ύστερα δεν θα τον προσέχεις καθόλου”. Έτσι πραγματικά και έγινε.

Αφού έπαθα μερικές φορές από το θέλημά μου και είδα ότι ο Γέροντας έχει δίκιο, έπειτα έβαλα μυαλό. Από τότε ούτε σκεπτόμουν τι θα κάνω. Ότι πει ο Γέροντας. Τίποτα δε σκεφτόμουν. “Κάνε παπά αυτό”, έλεγε, “να’ ναι ευλογημένο”. Σαν υποτακτικός δεν είχα στόμα. Μόνο αυτιά.

Μου έλεγε ο Γέροντας κάτι και αμέσως έτρεχα να κάνω την εντολή του Γέροντα. Έκτοτε πήρα πολλή χάρη. Όταν άρχισα να μην αντιλέγω στον Γέροντα και στους αδελφούς ακόμη, με επισκεπτόταν η χάρη συχνά. Πλημμύρισα από χάρη κάνοντας υπακοή”.

από το βιβλίο: «ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ» (Άγιον Όρος 2011).

Πῶς πρέπει νὰ προσερχόμαστε στὴν Θεία Εὐχαριστία





Περὶ Θείας Εὐχαριστίας: Τὰ κριτήρια τοῦ Γέροντα

Ὁ μακαριστὸς Γέροντας εἶχε ὑπ΄ ὄψιν του μερικὰ ἀπαραίτητα κριτήρια, βάσει τῶν ὁποίων, δύναται ὁ πιστὸς νὰ προσέλθη ἀκατακρίτως στὰ θεία Μυστήρια.

α) Ἀσφαλῶς καὶ ἡ σχετικὴ διὰ τῆς νηστείας προτετοιμασία ἐθεωρεῖτο ἕνας ἀπὸ τοὺς παράγοντες, ὄχι ὅμως ὁ κύριος καὶ μοναδικός. Ὅσον ἀφορᾶ τοὺς ἀκριβεῖς τηρητὲς ὅλων τῶν ἐπιβεβλημένων νηστειῶν, ἦταν πολὺ ἐπιεικὴς ὡς πρὸς τὴν νηστείαν. Ὁ ἀοίδιμος ἐπρέσβευε ὅτι, ὁ ἀγωνιζόμενος μοναχὸς ἢ λαϊκὸς ζεῖ πάντοτε μὲ ἐγκράτεια. Τηρεῖ ἀνέλαιον νηστείαν τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Ἐπιπλέον τηρεῖ τὶς νηστεῖες ὅλου τοῦ ἔτους, δηλαδὴ τῶν μεγάλων περιόδων, Μ. Τεσσαρακοστῆς, Χριστουγέννων, Δεκαπενταυγούστου κλπ.
Ἐπὶ πλέον ἐγκρατεύεται καὶ κάθε Σάββατο ἀφ΄ ἑσπέρας, κατὰ τὸ τυπικόν τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι σκληρόν, ὁ ἐν λόγω ἀδελφὸς ν΄ ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν συχνὴν προσέλευσιν, γιὰ τὸν λόγο ὅτι δὲν ἐτήρησε τὴν συχνὴν τριήμερον ἀνελαίου νηστείας.
Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τοὺς χριστιανοὺς ποὺ δὲν ἐτηροῦσαν τὶς διατεταγμένες νηστεῖες...
τῆς Ἐκκλησίας μας, τοὺς ἐπέβαλλεν ὡς πνευματικὸς αὐστηρὴν νηστείαν πρὶν τὴν προσέλευσιν.

β) Ὡς ἀπαραίτητον ὄρον ἔκρινε ὁ ἀείμνηστος τὴν καθαρὴν καὶ εἰλικρινῆ ἐξομολόγησιν. Λέγω δὲ καθαρὴν καὶ εἰλικρινῆ, διότι δυστυχῶς εἶναι πολλοὶ οἱ ὁποῖοι μὲ μίαν πρόχειρην καὶ ἀμετανόητην ἐξομολόγησιν, νομίζουν ὅτι ἐτακτοποιήθηκαν.
Εἶναι βέβαια κώλυμα τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, γιὰ τὴν προσέλευσιν στὰ μυστήρια. Αὐτὸ τὸ πάθος ὅμως εἶναι φανερὸν καὶ εὐδιάκριτον καὶ ὅλοι νομίζω τὸ ἐξομολογοῦνται. Ὁμοίως καὶ ἄλλα χονδρὰ ἁμαρτήματα, ὅπως φόνους, ληστεῖες, κλοπές, ἀπάτες κ.ἂ.
Ὅμως ὑπάρχουν καὶ μερικὰ δυσδιάκριτα μέν, ἀλλὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Καὶ ὅμως· πάρα πολλοὶ ἐξομολογούμενοι, οὔτε κἂν τὰ ὑποψιάζονται γιὰ ἁμαρτήματα. Αὐτὰ εἶναι ἡ καταλαλιά, ἡ κατάκρισις, ὁ φθόνος, ἡ μνησικακία, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ καταπίεσις, ἡ ἀδικία κλπ. Καταλαλοῦμε καὶ κατακρίνουμεν ἀποντες καὶ παρόντες. Δημιουργοῦμε στοὺς ἄλλους σκανδαλισμὸν καὶ ψυχρότητα. Μὲ τὴν προκλητικὴ συμπεριφορά μας , οἱ ἄλλοι δὲν θέλουν νὰ μᾶς βλέπουν. Φανταστεῖτε τώρα, αὐτὸν ποὺ σὲ προκαλεῖ σὲ βαθμόν, ὥστε νὰ μὴν θέλης νὰ τὸν βλέπης, νὰ μεταλαμβάνη κάθε τόσον τὰ Θ. Μυστήρια, χωρὶς κἂν νὰ ζητήση ἔστω ἕνα συγγνώμην. Ἄλλος φθονεῖ, καταπιέζει, ἀδικεῖ τὸν ἀδύνατον ἀδελφόν του, τὸν συγγενῆ, τὸν γείτονα. Δὲν μιλᾶ μαζί σου ἄλλος, γιὰ χρόνια. Καὶ ἐντούτοις ἀφοῦ πρῶτα «ἐξομολογήθηκε», χωρὶς προβληματισμὸν καὶ ἔλεγχον, μεταλαμβάνει. Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὴν νηστείαν, οὐαὶ κι ἂν ἀκούση ὅτι κάποιος ἐκοινώνησε, χωρὶς νὰ νηστέψη πρῶτα δύο-τρεῖς ἡμέρες.

Κάποτε ἐπέπεσε στὴν προσοχὴ τοῦ Γέροντα μία παρόμοια περίπτωσις. Ἐνῶ κάποιος «ἐξομολογιόταν» καὶ κοινωνοῦσε ἀνὰ δεκαπενθήμερο μετὰ ἀπὸ τριήμερη νηστεία, ὁ ἴδιος δὲν μιλοῦσε μὲ κάποια ἄτομα ἐπὶ χρόνια. Μόλις τὸ ΄μαθὲ ὁ Γέροντας ἀπὸ κάποιον τρίτον, καλεῖ τὸν ἐν λόγω ἀδελφόν, καὶ τὸν προστάζει νὰ συνδιαλλαγὴ μὲ τοὺς ἐν διαστάσει ἀδελφούς, χωρὶς ὅμως νὰ καταστῆ δυνατὸν νὰ τὸν μεταπείση. Τὸν ἐστρίμωξεν ὁ πνευματικὸς σὲ βαθμὸν ὥστε νὰ τὸν προειδοποιήση ὅτι, ἂν δὲν συνδιαλλαγὴ πρὶν κοινωνήση, θὰ κολαστῆ. Ὁ δὲ δῆθεν ἐξομολογούμενος ἀπαντᾶ, ἄκουσον καὶ φρίξον: «Νὰ κολαστῶ, παρὰ νὰ μιλήσω ἐγὼ μ΄ αὐτὰ τὰ καθάρματα».

Φεβερὸ ἀσφαλῶς τὸ περιστατικό· καὶ ὅμως γεγονός. Νὰ προτιμᾶ τὴν αἰώνιαν κόλασιν, παρὰ νὰ πῆ ἕνα συγγνώμην ἢ ἔστω μίαν καλημέρα. Ἂς φαντασθῆ καθένας σὲ πόσο σκότος κάποτε ζοῦμεν, ἐπαναπαυόμενοι σὲ μόνην τὴν τυπολατρείαν. Στὸ κυριότερο δὲ κεφάλαιο, δηλαδὴ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας,… μεσάνυχτα. Στὴν προκειμένη περίπτωσιν τὸ μόνο πού ἁρμόζει νὰ ποῦμε εἶναι τὸ «δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου Κύριε· πῶς αὐτοστιγμεὶ δὲν μᾶς κατακαίεις, ἄνθραξ ὤν τοὺς ἀναξίους φλέγων;».

Γιὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὡς πρώτην, οὐσιαστικότερην καὶ κυριότερην προϋπόθεσιν, ἔθετε ὁ ἀείμνηστος, ὡς πνευματικός, τὴν πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας ἀγάπην, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ μὴ δώσουμε ἀφορμὴ σκανδαλισμοῦ σὲ κανένα.

…Ἀλλὰ γιὰ νὰ κλείσουμε αὐτὸ τὸ σοβαρὸ κεφάλαιο περὶ Θείας Κοινωνίας, ἀναφέρω καὶ μίαν ἄλλην ἀπαραίτητην προϋπόθεσιν ὡς πρὸς τὴν προσέλευσιν στὰ θεία Μυστήρια. Καὶ τοῦτο εἶναι ἡ προετοιμασία μὲ τὴν αὐτοεξέτασιν καὶ προσευχή.

Ἀπὸ τὴν αὐτοεξέτασιν γεννᾶται ἡ συναίσθησις. Ἀπὸ τὴν συναίσθησιν ἡ συντριβή. Ἀπὸ τὴν συντριβὴν ἡ ἐξομολόγησις. Ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησιν (ἐννοῶ τὴν κατὰ μόνας) γεννᾶται ἡ κατάνυξις, ὁ πόθος, τὰ δάκρυα. Ὁ ἀείμνηστος εἶχεν ὑπ΄ ὄψιν του τὴν προτροπὴν τοῦ ἁγίου Συμεὼν Ν. Θεολόγου, ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν προσερχόμαστε στὰ Θ. Μυστήρια χωρὶς δάκρυα.

Τὴν καθιερωμένην ἀκολουθίαν τῆς Θ. Μεταλήψεως ἐθεωροῦσεν ὑποχρεωτικήν, καθὼς καὶ τὴν εὐχαριστίαν. Ὡστόσο στοὺς μεμυημένους στὴν ἐργασία τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τοὺς ὁποίους ἐγλύκαινε περισσότερον ἡ εὐχούλα, συνιστοῦσεν τὴν ἀντικατάστασιν τῆς ἀκολουθίας μὲ πέντε κομποσχοίνια τῶν 300 κόμπων (τέσσερα στὸν Χριστὸν καὶ ἕνα στὴν Θεοτόκον), εἴτε καὶ χωρὶς κομποσχοίνι, λέγοντας εὐχὴν ὅπως τὴν αἰσθάνεται καθένας πιὸ ἄνετα καὶ κατανοητά, γιὰ τόσην ὥραν ὅμως, ὅσο τουλάχιστον διαρκεῖ ἡ ἱερὰ ἀκολουθία τῆς μεταλήψεως.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ γέροντος Ἰωσὴφ Μ. Δ.: «Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης», 
ὁ ἁπλοϊκὸς ἡγούμενος καὶ διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Ὅμως, εὐτυχῶς, ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸ κατάλληλο φάρμακο!



Χριστιανὸς χωρὶς ἐκκλησιασμό, χωρὶς προσευχή, χωρὶς ἐξομολόγησιν, χωρὶς Θ. Κοινωνία, εἶναι ἕνα ξέφραγο ἀμπέλι, ὅπου ἀνὰ πάσαν στιγμὴν ἡ πόρτα εἶναι ἀνοιχτὴ νὰ μποῦν μέσα οἱ κλέφτες, δηλαδὴ οἱ δαίμονες, νὰ τὸ ἁλωνίσουν. 

Λοιπόν, ἀγαπητέ, λέγομεν, ὅτι ὁ Χριστιανὸς ὅταν βαπτιστεῖ βάζει μέσα του τὴν θείαν χάριν βάζει μέσα του τὸν Χριστόν. 

Ὅμως μὲ τὴν ἁμαρτίαν, τὸν διώχνει πάλιν ἔξω. Χριστὸς καὶ ἁμαρτία, πράματα ἀντίθετα. 

Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ βροῦμε μέσα μας τὸν Θεόν, ὅσον στέκει μπροστὰ σὰν τοῖχος ἡ ἁμαρτία. Ὅμως, εὐτυχῶς, ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸ κατάλληλο φάρμακο, γιὰ νὰ πέση αὐτὸς ὁ τοῖχος. Αὐτὸ εἶναι ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησις. Ἔρχονται πολλοὶ καὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ νοερᾶν προσευχήν. 

Ἐμεῖς πρῶτα λέγομεν: «Ἐξομολογήθηκες καμιὰ φορᾶν; κοινωνᾶς; ζεῖς χριστιανικά;» κλπ. Ἂν πῆ ναί, τότε προχωροῦμε. Ἂν ὄχι, μὴ χάνουμε λόγια ἄδικα. 

Πρῶτα λοιπόν, τέκνον, βάζουμεν ἀρχὴν μὲ τὴν μετάνοιαν καὶ ἐξομολόγησιν. Κατόπιν ἀκολουθοῦμε τὴν συμβουλὴν ἑνὸς κατάλληλου πνευματικοῦ. 

Ὅπως ὅταν ἕνας ἰσχυρὸς μαγνήτης κολλήση μὲ τὸ ... σίδερο, τὸ τραβᾶς μὲ ὅλη σου τὴν δύναμιν ἀλλὰ δὲν ξεκολλᾶ, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ὅπου συναντᾶ τὴν βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν καρδιά, ἕλκεται, γλυκαίνει, κολλᾶ τόσον πολύ, ὥστε ἂν τύχη καὶ κάποιος σὲ φωνάξει, σοὺ κτυπᾶ τὴν πόρταν, ἀκούεις μὲν ἀλλὰ καὶ θέλοντας δὲν μπορεῖς εὔκολα νὰ ξεκολλήσης. 

Αὐτὸ παραμένει ὅσον ὁ Θεὸς θέλει. Ἄλλοτε ὅμως συστέλλεται, ἄλλοτε διαστέλλεται. Ὅταν συσταλεῖ ὁ νοῦς, ἐπιστρέφει ξανὰ στὴν φυσιολογικήν του κατάστασιν. 

Ὅμως ὅπως ὅταν βουτήξης ἕνα σφουγγάρι σ’ ἕνα μυροδοχεῖο καὶ μετὰ τὸ στίψης, ἐκεῖνο τὸ ἄρωμα κολλάει γερὰ καὶ δὲν βγαίνει, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς γεμίζει μέσα του ἀπὸ τὸ θεῖο μύρο. 

Μπορεῖ τὴν ἡμέρα νὰ δουλεύης ἐργόχειρο, στὸν κῆπο, στὰ ντουβάρια, ὁ νοῦς ὅμως, ὅπως εἶναι ποτισμένος βαθειὰ μὲ τὴν γλυκύτητα τοῦ θείου μύρου καὶ χωρὶς νὰ θέλει, εὔχεται ἀδιάλειπτα καὶ συχνὰ-πυκνὰ ξεχειλοῦν γλυκύτατα δάκρυα, ἀπὸ μόνην τὴν ἐνθύμησιν τοῦ Χριστοῦ ἢ τῆς Παναγίας μας. 

Λέγομεν ὅτι ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι γιὰ ὅλους τούς χριστιανούς. Ἡ νοερὰ προσευχή, λέγεται καὶ καρδιακή. Ρωτᾶς ἂν καὶ ἡ προφορικὴ μπορεῖ νὰ λέγεται καρδιακή. Ἡ προσευχή, ἂν δὲν εἶναι καθαρή, οὔτε ἡ νοερὰ οὔτε ἡ προφορική, μπορεῖ νὰ λέγεται καρδιακή. 

Καρδιακὴ εἶναι ἡ προσευχή, ὅταν τὸν νοῦν τὸν καταπίνει κυριολεκτικὰ ἡ καρδία. Ἐκεῖ βόμβες νὰ πέφτουν, τὸ σπίτι νὰ καίεται, ὁ νοῦς, δὲν ἐννοεῖ νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν καρδιά, ἔστω κι ἂν κινδυνεύει νὰ καῆ. 

Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ καλλιεργοῦμε καὶ τὶς ἀρετές, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀδιάλειπτον εὐχήν. Ὅσο μποροῦμε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ» ἀπὸ τὰ χείλη καὶ τὴν καρδιὰ νὰ μὴ λείπη. Ὅταν συνηθίσης νὰ λὲς συνέχεια τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ», τόσο γλυκαίνεσαι, τόσο σὲ τραβᾶ νὰ λὲς συνέχεια αὐτὴν τὴ μικρὴν εὐχούλα, ὥστε οὔτε πεινᾶς, οὔτε νὰ μιλήσης θέλεις, οὔτε νὰ λὲς ὀ,τιδήποτε ἄλλο. 

Λοιπόν, θέλεις νὰ σοὺ πῶ κι ἐμεῖς οἱ ἀγράμματοι, πῶς διαβάζουμε τὴν Ἁγία Γραφή; Ἀφοῦ προσευχηθῶ πέντε-ἔξι ὧρες, κατόπιν διαβάζω Ἁγία Γραφὴ καὶ κατὰ προτίμησιν τετραυάγγελο. Σὲ διαβεβαιῶ ἀδελφικά, ὅτι τόσον ἀνοίγει ὁ νοῦς μου, τὰ καταλαβαίνω τόσον καθαρά, ποῦ ἀπὸ τὴν πολλὴ συναίσθησι δὲν ἀντέχω. Ἀφήνω τὸ βιβλίο καὶ κλαίω μὲ πολλὴ συγκίνησιν ὥραν πολλήν. 

Ὁποῖος δὲν βλέπει στὴν προσευχή, μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, τὸν Χριστό, αὐτὸς δὲν ἔμαθε νὰ προσεύχεται. 

Ἄχ! νὰ ’ξερες τί εἶναι νὰ δὴς τὸν Χριστὸ μὲ τὰ μάτια! Μόλις τὸν βλέπεις, μέσα σου γεμίζεις μία ἀπερίγραπτη χαρά. Ὅμως σὲ καταλαμβάνει κι ἕνα ἀσυγκράτητο δέος, ὥστε αὐθόρμητα λυγίζουν τὰ πόδια, πέφτεις μπροστά του μπρούμυτα καὶ μὲ ἀσταμάτητους λυγμούς, μένεις ἐκστατικός. 

Ἐκεῖ τί νὰ πῆς παρουσία Θεοῦ. Μόνο θαυμάζεις, συντρίβεσαι καὶ κλαῖς ἀσταμάτητα. Μωρὲ ὄχι μία μέρα καὶ δύο, τρεῖς μῆνες δὲν μποροῦσα νὰ σταματήσω τὰ δάκρυα. Ὁ γλυκύτατος πόθος σὲ κατακαίει. Ὅσο καὶ νὰ θέλεις δὲν μπορεῖς νὰ βαστάξης τὸν ἑαυτό σου. Μετὰ τοὺς τρεῖς μῆνες, λιγόστευσαν τὰ δάκρυα, ἀλλὰ ἡ μνήμη δὲν ἐξαλείφεται».

Διδαχὲς πάπα-Χαραλάμπους Διονυσιάτη

Τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Δημητρίου Ἀθανασίου