.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προσευχή μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προσευχή μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παναγία μου, σε παρακαλώ, Φώτισε το σκοτάδι της ψυχής μου...

Παναγία μου, σε παρακαλώ, διώξε απο την ψυχή μου κάθε λογισμό υπερηφάνειας. 
Φώτισε το σκοτάδι της ψυχής μου να δω ποιός είμαι στα αλήθεια...
Να δω οτι είμαι ο τελευταίος των ανθρώπων, να μην υπερηφανεύομαι όταν με επαινούν να μην στεναχωριέμαι όταν με βρίζουν, όταν με κατηγορούν...

Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου




Σωτήρα μου, μή μέ ἀποστραφεῖς!


Σωτήρα μου, μὴ μὲ ἀποστραφεῖς!
Μὴ μὲ πετάξεις μακριὰ ἀπ᾿ τὸ θεῖο πρόσωπό Σου!
Πάρε ἀπὸ πάνω μου τὸν βαρὺ χαλκὰ
τῆς ἁμαρτίας ποὺ μὲ πνίγει.

Καὶ καθὼς εἶσαι σπλαχνικὸς
συγχώρεσέ μου τ᾿ ἁμαρτήματα.
Συγχώρεσε, Σωτήρα μου, τὰ ἁμαρτήματά μου.
Ὅλα ὅσα κάνω μὲ τὴ θέλησή μου ἢ χωρὶς αὐτήν.

Ὅσα φανερὰ καὶ ὅσα κρυφά, ὅσα γνωρίζω
καὶ ὅσα δὲν γνωρίζω.
Ὅλα συγχώρεσὲ τα ὡς Θεός.
Γίνε εὔσπλαχνος καὶ σῶσε με.

Ἀπ᾿ τὰ χρόνια τῆς νιότης, Σωτήρα μου,
περιφρόνησα τὶς ἐντολές Σου!

Πέρασα τὴ ζωή μου ὁλόκληρη
δουλεύοντας στὰ πάθη,
μ᾿ ἀμέλεια καὶ τεμπελιά!

Γι᾿ αὐτὸ φωνάζω δυνατά, Σωτήρα μου:
Ἔστω καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς μου σῶσε με.

Μέγας Κανών Αγίου Ανδρέου Κρήτης

Προσευχή στον Κύριο του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού


Προσευχή στον Κύριο του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού την οποία έλεγε κάθε ημέρα προ του ύπνου. Όλα λοιπόν αυτά, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, μου χάρισες, Δέσποτα εγώ όμως ο άθλιος καταφρονώντας όλα, σε ξένη και μακρινή, χώρα της καταστροφής ξέφυγα. Αλλά συ, Πανάγαθε, πάλι επανάφερε, και μην οργιστείς μ’ εμένα τον ταλαίπωρο…

Προσευχή στον Κύριο Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Εύσπλαχνε και πολυέλεε Κύριε, Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, που ήλθες στον κόσμο να σώσεις τους αμαρτωλούς, από τους οποίους χειρότερος από όλους είμαι εγώ, ελέησέ με πριν πεθάνω, γιατί ξέρω πως φρικτό και φοβερό δικαστήριο με περιμένει μπροστά σ’ όλη την κτίση, οπότε και τα ακάθαρτα και παμμίαρα έργα μου θα γίνουν φανερά. Και είναι αληθινά ασυγχώρητα και ανάξια συγγνώμης, διότι υπερβαίνουν το πλήθος της θαλάσσιας άμμου.

Γι’ αυτό δεν τολμώ να ζητήσω την άφεση αυτών, Δέσποτα, διότι αμάρτησα περισσότερο από όλους τους ανθρώπους, διότι έζησα ασώτως περισσότερο από τον άσωτο υιό, σου χρωστάω περισσότερα από μύρια τάλαντα, έκανα περισσότερες αμαρτίες από τον τελώνη, ακάθαρτα έργα έπραξα πιο πολλά από την πόρνη του Ευαγγελίου, αμετανόητα έσφαλα, όπως οι Νινεύϊτες και ακόμα χειρότερα, βυθίστηκα μέσα στις αμαρτίες μου περισσότερο από το βασιλέα Μανασσή και, σαν βαρύ φορτίο, με καταπιέζουν, και ταλαιπωρήθηκα και υπέκυψα τελείως.

Το Άγιο Πνεύμα σου λύπησα. Τις εντολές σου παράκουσα.

Τον πλούτο των χαρισμάτων σου διασκόρπισα, τη χάρη σου μόλυνα, τον αρραβώνα, που μου έδωκες, στις αμαρτίες σπατάλησα, το πολύτιμο κατ’ εικόνα σου, τη ψυχή μου, εμίανα, το χρόνο, που μου έδωσες να μετανοήσω, με τους εχθρούς σου εβίωσα, καμιά εντολή σου δεν τήρησα. Το χιτώνα της ψυχής μου, που μου φόρεσες κατερρύπωσα, τη λαμπάδα του λογικού έσβησα, το πρόσωπό μου, που το λάμπρυνες, με τις αμαρτίες αχρήστεψα, τα μάτια μου, που τα φώτισες, με τη θέλησή μου ετύφλωσα. Τα χείλη μου, που πολλές φορές τα άγιασες με τα θεία σου μυστήρια, με αναίδεια τα εμόλυνα.

Και γνωρίζω πάντως ότι θα παρασταθώ στο φοβερό σου βήμα, σαν κατάδικος, ο παμμίαρος γνωρίζω δε τότε όλα μου τα έργα θα ελεγχθούν, και τίποτε δεν θα κρυφτεί από σένα.

Αλλά σε παρακαλώ, συμπαθέστατε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε, μη με ελέγξεις εξαιτίας του θυμού σου, δεν λέω μη με παιδεύσεις, γιατί αυτό είναι αδύνατο λόγω των έργων μου, «μη τω θυμώ σου ελέγξης με». Θα κερδίσω αυτό από εσένα, εάν δεν με παιδεύσεις με το θυμό και την οργή σου, μήτε φανερώσεις αυτά ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων, ώστε να αισχυνθώ και να ντραπώ.

Εάν κανείς δεν μπορεί να υποφέρει το θυμό ενός θνητού βασιλιά, πόσο μάλλον να υποφέρω το θυμό σου, Κύριε, ο άθλιος;

Ξέρω το ληστή, που ζήτησε και παρευθύς έλαβε τη συγχώρεση, ξέρω την πόρνη, που προσήλθε ολόψυχα και συγχωρέθηκε. Ξέρω τον τελώνη, που στέναξε βαθιά και δικαιώθηκε όμως εγώ ο πανάθλιος, ενώ υπερβαίνω όλους στις αμαρτίες, στη μετάνοια δεν θέλω να τους μιμηθώ, γιατί ούτε δάκρυ συνεχές έχω, ούτε καθαρή και αληθινή εξομολόγηση, ούτε στεναγμό από τα βάθη της καρδίας μου, ούτε καθαρή τη ψυχή, ούτε αγάπη του Θεού, ούτε ταπείνωση, ούτε προσευχή παντοτινή, ούτε σωφροσύνη στο σώμα, ούτε καθαρότητα σκέψεων, ούτε διάθεση, που να ευχαριστεί το Θεό έχω. – Προσευχή στον Κύριο Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Με ποιο λοιπόν πρόσωπο και με ποια παρρησία να ζητήσω συγχώρεση;

Πολλές φορές, Δέσποτα, έδωσα υπόσχεση να μετανοήσω. Πολλές φορές στην εκκλησία κατανύσσομαι και γονατίζω μπροστά σου, όταν όμως εξέρχομαι, αμέσως στις αμαρτίες ξαναπέφτω. Πόσες φορές με ελέησες, εγώ όμως σε πίκρανα.

Πόσες φορές μακροθύμησες, εγώ όμως δεν επέστρεψα κοντά σου. Πόσες φορές με σήκωσες από την αμαρτία, εγώ όμως πάλι γλίστρησα και έπεσα κάτω. Πόσες φορές συ με άκουσες, εγώ όμως σε παράκουσα. Πόσες φορές με πόθησες, εγώ όμως πουθενά δεν σε υπηρέτησα. Πόσες φορές με τίμησες, εγώ όμως δεν σ’ ευχαρίστησα.

Πόσες φορές, ενώ αμάρτησα, ως στοργικός πατέρας με παρηγόρησες και ως παιδί σου με κατεφίλησες και τις αγκάλες σου, αφού μου άνοιξες, μου φώναξες: Σήκω, μη φοβάσαι, στάσου έλα πάλι, δεν σε περιφρονώ, δεν σε σιχαίνομαι, δεν σε απορρίπτω, ούτε γίνομαι σκληρός προς το πλάσμα μου, το δικό μου παιδί, την εικόνα μου, τον άνθρωπο, που με τα ίδια μου τα χέρια έπλασα και φόρεσα και προς χάρη του οποίου το αίμα μου έχυσα, δεν μπορώ να μην του αποδώσω την πρώτη δόξα και τιμή, δεν δύναμαι να μην το συναριθμήσω με τα ενενήκοντα εννέα πρόβατα. Διότι γι’ αυτό και μόνο στη γη κατέβηκα, και το λύχνο άναψα, και τη δική μου σάρκα και την οικία μου σάρωσα, και τις φίλες δυνάμεις προσκάλεσα, για να γιορτάσουμε την εύρεσή σου.

Όλα λοιπόν αυτά, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, μου χάρισες, Δέσποτα εγώ όμως ο άθλιος καταφρονώντας όλα, σε ξένη και μακρινή, χώρα της καταστροφής ξέφυγα. – Προσευχή στον Κύριο Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Αλλά συ, Πανάγαθε, πάλι επανάφερε, και μην οργιστείς μ’ εμένα τον ταλαίπωρο.

Κύριε, «μη τω θυμώ σου έλεγξης με», εύσπλαχνε, αλλά μακροθύμησε ακόμα σ’ εμένα. Μη σπεύσεις να με κόψεις, σαν την άκαρπη συκιά, ούτε να διατάξεις να με θερίσουν πρόωρα από τη ζωή μου, και οδήγησέ με στη μετάνοια, Κύριε.

Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμαι ασθενής στη ψυχή, ασθενής στο λογισμό, ασθενής στη σκέψη, ασθενής στη διάθεση διότι έχασα τη δύναμή μου, έχασα το χρόνο μου, έχασα μάταια όλες τις ημέρες μου και το τέλος έφθασε.

Αλλ’ άνοιξε, άνοιξε, άνοιξέ μου, Κύριε, αν και χτυπώ αναξίως, και μη μου αποκλείσεις την πόρτα της ευσπλαχνίας σου, διότι, εάν συ κλείσεις, ποιός θα μου ανοίξει;

Εάν συ δεν μ’ ελεήσεις, ποιός θα με βοηθήσει; Κανένας άλλος, κανένας, παρά μόνο εσύ που είσαι από τη φύση σου ελεήμων και σπλαγχνικός.

Ελέησέ με. Κύριε, γιατί ασθενής είμαι. Διότι με αποδυνάμωσε ο εχθρός, και με έκανε εξουθενωμένο και άρρωστο. Ο άρρωστος όμως και συντετριμμένος δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του.

«Ελέησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί».

Θεράπευσέ με, Κύριε, γιατί ταράχθηκε το σώμα μου. Ταράχθηκε και συντρίφθηκε η ψυχή μου. Ο συντετριμμένος στο σώμα δεν μπορεί να σηκωθεί και ζητήσει το γιατρό, δεν μπορεί να τρέξει, για να γλυτώσει από τον εχθρό. Λοιπόν συ αναζήτησέ με, Δέσποτα, που ήρθες να βρεις το χαμένο πρόβατο, συ εμένα, που έπεσα στους ληστές, σκέπασέ με, διότι με άφησαν όχι μισοπεθαμένο, αλλά τελείως νεκρό.

Λοιπόν γιάτρεψέ με, Κύριε, γιατί ο εχθρός με έκαμε ασθενή και δυσώδη κι ο ασθενής και δυσώδης βρίσκεται όλος κάτω, όλος έχει πέσει πτώμα ελεεινό μόνο που προσκαλεί το γιατρό, μόνο που φωνάζει στο Λυτρωτή, μόνο που με τα μάτια παρατηρεί πότε θα έλθει και θα τον επισκεφθεί αυτός, που θεραπεύει τους θλιμμένους στην καρδιά, και ανορθώνει τους κατατρομαγμένους, και σώζει τους απελπισμένους.

Γιάτρεψέ με, Κύριε, «ότι εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», σωματική και ψυχική οδύνη με κυρίευσε, Δέσποτα, διότι περιπλέχθηκα σε σαρκικά πάθη, και το σώμα και την ψυχή τα έκανα παιχνίδι στους δαίμονες, «Ίασαί με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου», εκείνα που συναρμολογούν τον εσωτερικό άνθρωπο. – Προσευχή στον Κύριο Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Ποιά είναι αυτά;

Η πίστη, η φρόνηση, η ελπίδα, η δικαιοσύνη, η εγκράτεια, η ευσέβεια, η πραότητα, η ταπεινοφροσύνη και η ελεημοσύνη. Αυτά τα πνευματικά οστά συντρίφτηκαν, Δέσποτα αλλ’ ίασαί με, Κύριε, ότι «εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», βλέπω να φθάνει το τέλος της ζωής μου, και «η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», βλέπω το μετά θάνατο δύσκολο δρόμο και μακρινό και εγώ προς τα εκεί δεν είμαι έτοιμος, «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα».

Βλέπω το δανειστή να απαιτεί τα δανεικά, και να μη δύναμαι να του αποδώσω «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», βλέπω το λογοθέτη μου να παρουσιάζει το χειρόγραφο και τους δημίους να ουρλιάζουν εναντίον μου, «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα».

Βλέπω να με κατηγορούν πολλοί, και κανέναν υπερασπιστή «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», όλος είμαι πληρωμένος από ταραχή και σκοτοδίνη, και αγωνιώ, και τρέμω, και φρίττω, και τα σπλάγχνα μου σπαράσσονται, και δεν γνωρίζω τί να κάμω, με ποιό πρόσωπο ν’ αντικρίσω τον Κριτή μου; Ζαλίζομαι, τρέμω, φρικιάζω, και είμαι σε αμηχανία, και λοιπόν «η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα».

Ελέησέ με, Κύριε, «ότι εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα».

Ο πονηρός δεν παύει να με ενοχλεί οι εχθροί μου δεν παύουν να με πολεμούν, ο εμφύλιος πόλεμος της σάρκας πάντοτε με καταφλέγει, οι πονηροί λογισμοί δεν ησυχάζουν καθόλου. «Δι’ ο επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου και σώσόν με ένεκεν του ελέους σου».

Ως συμπαθής, ελέησέ με, ως ελεήμων συμπάθησέ με, ως φιλάνθρωπος, σώσον με χάριν του ελέους σου και όχι από τα έργα μου, διότι είναι πονηρά, όχι από τους κόπους μου, γιατί είμαι ασθενής, όχι από τις σκέψεις μου και τα λόγια μου, διότι είναι ακάθαρτοι και μολυσμένοι, αλλά ένεκα του ελέους σου, πολυέλεε Κύριε, σώσον με.

Εάν δε θέλεις να με δικάσεις, Δέσποτα, πρώτος εγώ θα καταδικάσω τον εαυτό μου. Εγώ κατηγορώ τον εαυτό μου ότι είμαι άξιος θανάτου. Λοιπόν σώσον με χάριν του ελέους σου. – Προσευχή στον Κύριο Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού

Στη φιλανθρωπία σου καταφεύγω, πανάγαθε, δεν έχω κάτι άξιο να σου προσφέρω.

Ελεημοσύνη ζητώ μη ζητήσεις από μένα την αξία της. Ενθυμήσου τα λόγια σου. Κύριε, ότι με επιμέλεια ασχολείται ο νους του ανθρώπου στα πονηρά από τη νεότητά του: Και ότι ο άνθρωπος προσκολλήθηκε σ’ αυτήν τη ματαιότητα, και οι ημέρες του σαν σκιά, παρέρχονται και ότι κανείς δεν είναι καθαρός από μολυσμό της αμαρτίας και ότι «εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου».

Διότι εάν παρατηρήσεις τις ανομίες μας, Κύριε, κανείς δεν θα υπομείνει την οργή σου. Γι’ αυτό σώσε με τον ανάξιο δούλο σου χάριν του ελέους σου και όχι χάριν των έργων μου.

Εάν βέβαια ελεήσεις τον άξιο, δεν είναι τίποτε το παράδοξο, εάν σώσεις τον δίκαιο, τίποτε το παράξενο, σώσε με χάριν της αγάπης σου. Δείξε θαυμαστό το έλεος σου σ’ εμένα, Κύριε. Σε μένα φανέρωσε την ευσπλαχνία σου, Δέσποτα. Σ’ έμενα εκδήλωσε μεγάλη τη φιλανθρωπία σου, Άγιε. Δείξε σ’ εμένα. Κύριε, τα αρχαία ελέη σου, που είχες δείξει στους εκλεκτούς σου, καθότι τους μεν δικαίους σώζεις, τους δε αμαρτωλούς ελεείς.

Να μη νικήσει η κακία μου την αγαθότητά σου, Κύριε, μήτε να εισέλθεις σε ακριβή εξέταση και κρίση μετά του δούλου σου. Διότι, εάν θελήσεις να με δικάσεις, θα φραχθεί το στόμα μου, μη έχοντας τι να πει ή τι ν’ απολογηθεί.

Γι’ αυτό «μη εισέλθεις εις κρίσιν μετά του δούλου σου», ούτε να ζυγίσεις τις αμαρτίες μου την απειλή σου.

Αλλ’ «απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου και πάσας τας αμαρτίας μου εξάλειψον», και σώσον με χάριν του ελέους σου, Κύριε. Και το έλεος σου να με συνοδεύει, Κύριε, που φεύγω κακώς από σένα, που πάντοτε δραπετεύω από σένα και που καταλήγω στην αμαρτία πάντοτε με κακό τρόπο.

Αυτό μόνο παρακαλώ, και ικετεύω, και δέομαι «σώσόν με ένεκεν του ελέους σου». Σώσε με, προτού ν’ αναχωρήσω προς εκείνα τα δικαστήρια ή καλύτερα, να πω την αλήθεια, προς εκείνα τα κολαστήρια, όπου δεν υπάρχει μετάνοια, ούτε εξομολόγηση.

Δεν υπάρχει συγχώρηση γι’ αυτούς, που δεν μετανοούν εδώ, ούτε εξομολογούνται.

Γι’ αυτό σώσε με τον ανάξιο δούλο σου, που μετανοεί και εξομολογείται ενώπιόν σου, χάριν του ελέους σου, Κύριε, και όχι χάριν των έργων μου.

Διότι συ, Κύριε, είπες, «ζητάτε και θα βρείτε, κτυπήστε την πόρτα και θα σας ανοιχθεί και όσα ζητήσετε με πίστη θα τα λάβετε». Γι’ αυτό σώσε με χάριν του ελέους σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, για να δοξαστεί και σ’ εμένα το πανάγιο όνομά σου και υπερδεδοξασμένο, Κύριε, Θεέ μου, που έγινες για μένα όμοιος μ’ έμενα, ώστε και εγώ, αφού συναριθμηθώ με όλους τους αγίους, να σε δοξάζω τον υπεράγαθο και φιλάνθρωπο Θεό μου Ιησού Χριστό μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό σου Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ ΕΝ ΤΗ ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ!

ΕΥΧΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ, 
ΠΑΝΥ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΚΕΤΗΡΙΟΣ


Του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού*,

Ο ουν καθ’ εσπέραν λέγων αυτήν μετά κατανύξεως, ει επέλθει επ’ αυτόν η φοβερά ώρα του θανάτου εν τη νυκτί ταύτη, λυτρούται της κολάσεως, ελέει Θεού.

* Άλλοι δε φασι ποίημα ταύτην είναι Αναστασίου του Σιναίτου.


Εὔσπλαγχνε καὶ πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησόν με πρὸ τῆς ἐμῆς τελευτῆς. 

Οἶδα γὰρ ὅτι φρικτὸν καὶ φοβερὸν ἀναμένει με δικαστήριον ἐνώπιον πάσης τῆς κτίσεως, ὅτε καὶ τῶν ἐναγῶν καὶ παμβεβήλων μου πράξεων ἁπασῶν φανέρωσις γίνεται· ἀσύγγνωστα γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀνάξια ὑπάρχουσι συγχωρήσεως, 
ὡς ὑπερβαίνοντα τῷ πλήθει ψάμμον θαλάσσιον.

Διὰ τοῦτο καὶ οὐ τολμῶ τὴν αἴτησιν τῆς ἀφέσεως τούτων ποιήσασθαι, Δέσποτα, 
ὅτι πλεῖον πάντων ἀνθρώπων εἰς σέ ἐπλημμέλησα.

Ὅτι ὑπὲρ τὸν ἄσωτον ἀσώτως ἐβίωσα, ὅτι ὑπὲρ τὸν μυρία τάλαντα χρεωφειλέτης σου γέγονα, ὅτι ὑπὲρ τὸν Τελώνην κακῶς ἐτελώνησα, ὅτι ὑπὲρ τὸν Ληστήν ἐμαυτόν ἐθανάτωσα, ὅτι ὑπὲρ τὴν Πόρνην ἐγώ ὁ φιλόπορνος ἔπραξα, ὅτι ὑπὲρ τοὺς Νινευΐτας ἀμετανόητα ἐπλημμέλησα, ὅτι ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν «ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου αἱ ἀνομίαι μου καὶ ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ’ ἐμέ καὶ ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους»·

ὅτι τὸ Πνεῦμα σου τὸ ἅγιον ἐλύπησα, ὅτι τῶν ἐντολῶν σου παρήκουσα, ὅτι τὸν πλοῦτόν σου διεσκόρπισα, ὅτι τὴν χάριν σου ἐβεβήλωσα, ὅτι τὸν ἀρραβῶνα, ὅν μοι δέδωκας, ἐν ἀνομίαις ἀνήλωσα, ὅτι τὸ τίμιον κατ’ εἰκόνα σου, τὴν ψυχήν μου, ἐμόλυνα, ὅτι τὸν χρόνον, ὅν μοι δέδωκας εἰς μετάνοιαν, μετὰ τῶν ἐχθρῶν σου ἐβίωσα, ὅτι οὐδεμίαν ἐντολήν σου ἐφύλαξα, ὅτι τὸν χιτῶνά μου κατερρύπωσα, ὅν με ἐνέδυσας, ὅτι τοῦ ὀρθοῦ λόγου τὴν λαμπάδα ἀπέσβεσα, ὅτι τὸ πρόσωπόν μου, ὅ ἐφαίδρυνας, ἐν ἁμαρτίαις ἠχρείωσα, ὅτι τοὺς ὀφθαλμούς μου, 
οὕς ἐφώτισας, ἑκουσίως ἐτύφλωσα, ὅτι τὰ χείλη μου, 
ἅπερ πολλάκις τοῖς θείοις σου μυστηρίοις ἡγίασας, αἰσχύναις ἐμόλυνα.

Καί οἶδα ὅτι πάντως τῷ φοβερῷ σου βήματι παραστήσομαι ὡς κατάδικος ὁ παμμίαρος. Οἶδα ὅτι πάντα τότε τὰ πεπραγμένα μοι ἐλεγχθήσονται καὶ οὐκ ἀποκρυβήσεται οὐδὲν παρὰ Σοί.

Ἀλλά δέομαί σου, εὐσυμπάθητε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε, «μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, οὐ λέγω, μὴ παιδεύσῃς με, ἀδύνατον γὰρ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἔργων μου, 
ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με». 

Κερδήσω τοῦτο παρὰ Σοί, ἐὰν μὴ τῷ θυμῷ σου καὶ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με, μηδὲ φανερώσῃς αὐτὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων ἐνώπιον εἰς αἰσχύνην μου καὶ ὄνειδος. «Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με»· εἰ φθαρτοῦ βασιλέως θυμὸν οὐδεὶς ἐνεγκεῖν δύναται, πόσῳ μάλλον Σοῦ τοῦ Κυρίου τὸν θυμὸν ὁ ἄθλιος ὑποστήσομαι; 
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με».

Οἶδα Λῃστήν αἰτήσαντα καὶ παρευθὺς συγχώρησιν ἐκ Σοῦ κομισάμενον. Οἶδα Πόρνην ὁλοψύχως προσελθοῦσαν καὶ συγχωρηθεῖσαν. 
Οἶδα Τελώνην ἐκ βάθους στενάξαντα καὶ δικαιωθέντα.

Έγώ δὲ ὁ πανάθλιος πάντας ὑπερβαίνων ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ μετανοίᾳ τούτους οὐ θέλω μιμήσασθαι, οὐδὲ γὰρ ἔχω δάκρυον ἐκτενές. Οὐκ ἔχω ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ ἀληθινήν, οὐκ ἔχω στεναγμὸν ἐκ βάθους καρδίας, οὐκ ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν, οὐκ ἔχω ἀγάπην κατά Θεόν, οὐκ ἔχω πτωχείαν πνευματικήν, οὐκ ἔχω προσευχὴν διηνεκῆ, οὐκ ἔχω σωφροσύνην ἐν τῇ σαρκί, οὐκ ἔχω καθαρότητα λογισμῶν, οὐκ ἔχω προαίρεσιν θεοτερπῆ. 
Ποίῳ οὖν προσώπῳ ἤ ἐν ποίᾳ παρρησίᾳ ζητήσω συγχώρησιν;

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με»· Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην. Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω. Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα! Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα! Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον! Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ σου παρήκουσα! Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα! 
Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!

Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας· ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι· πάλιν δεύρο, οὐκ ὀνειδίζω σε, οὐ βδελύσσομαι, οὐκ ἀποῤῥίπτω, οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα, τὸ ἐμὸν τέκνον, τὴν ἐμὴν εἰκόνα, ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα, ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα, οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός, οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν, οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις· διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα, 
τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας Δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.

Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα, ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος, εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα. Ἀλλ’ αὐτὸς με, πανάγαθε, πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι, Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε, ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ’ ἐμοὶ. Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον, μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με, ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε, καὶ «μή τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, 
Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσης με».

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ», ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ, ἀσθενής τῇ γνώμη, ἀσθενής τῇ προαιρέσει. Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς, ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος, ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν. Ἀλλ’ ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας σου. Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει; Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει; Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, 
εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι»· Ἐξενεύρισε γάρ με ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθενῆ καὶ συντετριμμένον ἐποίησεν, ὁ ἀσθενής δὲ καὶ συντετριμμένος οὐ δύναται ἀναστῆσαι ἑαυτόν, οὐ δύναται ἰάσασθαι ἑαυτόν, ὁ συντετριμμένος οὐ δύναται βοηθήσαι ἑαυτῷ, 
λοιπόν ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι.

«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα»· Σωματικὸς καὶ ψυχικός με κατέλαβε τάραχος, Δέσποτα, ὅτι σαρκικοῖς περιέπεσα πάθεσιν, ὅτι καὶ τὴν σάρκα καὶ τὴν ψυχήν τοῖς δαίμοσιν ἐποίησα παίγνιον. Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου τὰ συνδεσμοῦντα τὸν ἔσω ἄνθρωπον. Ποῖα ταῦτα; Ἡ πίστις, ἡ φρόνησις, ἡ ἐλπίς, 
ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη. 
Ταύτα τὰ ὀστᾶ συνετρίβησαν, Δέσποτα, «ἀλλ’ ἴασαί με, Κύριε, 
ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».

Ὁρῶ γὰρ λοιπόν τὴν ὥραν τῆς ζωῆς μου προφθάσασαν, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα. Ὁρῶ τὴν πρός τὰ ἐκεῖσε χαλεπήν ὁδὸν καὶ μακράν, κἀμέ πρός τὰ ἐκεῖσε ἐμαυτόν ἑτοίμως μὴ ἔχοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα. 

Ὁρῶ τὸν δανειστήν ἀπαιτοῦντά με καὶ μὴ ἀποδοῦναι ἰσχύοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα. Ὁρῶ τὸν λογοθέτην μου τὸ χειρόγραφον ἐπισείοντα καὶ τοὺς δημίους βρύχοντας κατ’ ἐμοῦ, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα. Ὁρῶ πολλούς κατηγοροῦντάς με καὶ οὐδὲνα συνήγορον, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα. 

Ὅλος δι’ ὅλου ταραχῆς καὶ σκοτοδίνης πεπλήρωμαι καὶ ἀγωνιῶ καὶ τρέμω καὶ φρίττω καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράττομαι καὶ τί πράξω οὐκ ἐπίσταμαι ἤ ποίῳ προσώπῳ τὸν Κριτήν μου θεάσωμαι! Ἰλιγγιῶ, ταράττομαι, συνέχομαι καὶ ἀμηχανῶ, καὶ λοιπόν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα. «Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα». 

Ὁ πονηρὸς διενοχλεῖν οὐ παύεται, οἱ ἐχθροὶ μου τοῦ πολεμεῖν οὐκ ἀφίστανται, ὁ ἐμφύλιος τῆς σαρκός πόλεμος καταφλέγει με πάντοτε, οἱ πονηροί λογισμοί οὐδαμῶς ἡσυχάζουσι.

«Καί Σύ Κύριε, ἕως πότε;». Ἰδοὺ ὁρᾷς, Κύριε, πάντα τὰ κατ’ ἐμέ, ὅτι ἄπορα καὶ ἐλεεινὰ. Ἰδοὺ βλέπεις τὴν κατ’ ἐμοῦ ἔνστασιν καὶ τὸν πόλεμον τοῦ σώματος καὶ τὴν κάμινον τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχικῆς μου δυνάμεως. Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε οὐ συμπαθεῖς; 

Ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς; Ἕως πότε οὐ σπεύδεις; Ἕως πότε οὐ βλέπεις; Ἕως πότε παρορᾷς; Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει σου σῶσόν με. Μὴ παρίδῃς με, Κύριε, τὸν ἀνάξιον, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου. Ἡ γὰρ Σὴ παρόρασις ἐμὴ κατάπτωσις γίνεται, Δέσποτα. «Δι’ὅ ἐπίστρεψον, 
Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου καὶ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου». 

Ὡς συμπαθὴς ἐλέησον, ὡς ἐλεήμων συμπάθησον, ὡς φιλάνθρωπος σῶσόν με, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου, πονηρὰ γὰρ εἰσιν. Οὐχ ἕνεκεν τῶν πόνων μου, ἀσθενὴς γάρ εἰμι. Οὐχ ἕνεκεν τῶν λογισμῶν ἤ τῶν λόγων μου, ρυπαροὶ γάρ εἰσι καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλ’ ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου, πολυέλεε Κύριε, σῶσόν με. 

Εἰ δὲ δικάσασθαι πρός με βούλει, Δέσποτα, ἐγὼ πρῶτος ἐκφέρω κατ’ ἐμαυτοῦ τὴν ψῆφον. Ἐγώ καταδιαμαρτύρομαι ὅτι ἄξιος θανάτου εἰμί. Λοιπόν σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου, εἰς τὴν φιλανθρωπίαν σου καταφεύγω, Πανάγαθε. Οὐκ ἔχω τί Σοι προσαγαγεῖν ἄξιον, ἐλεημοσύνην ζητῶ, μὴ ἀπαιτήσῃς με τὴν ταύτης τιμήν.

«Μνήσθητι τῶν λόγων σου, Κύριε, ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Καὶ «ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιά παράγουσι». Καί «ούδείς καθαρός ἀπὸ ῥύπου». 

Καὶ ὅτι «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου». Ἐάν γὰρ ἀνομίας παρατηρήσῃς ἡμῶν, οὐδεὶς ὑποστήσεται, Κύριε, δι’ ὅ σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δούλόν σου ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου καὶ οὐκ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου. 

Ἐάν γὰρ τὸν ἄξιον ἐλεήσῃς, οὐδὲν θαυμαστόν. Ἐάν τὸν δίκαιον σώσῃς, οὐδὲν ξένον. «Σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου», ἐπ’ ἐμοὶ τὸ ἔλεός σου θαυμάστωσον, Κύριε, εἰς ἐμὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου ἐμφάνισον, Δέσποτα, εἰς ἐμὲ τὴν φιλανθρωπίαν σου μεγάλυνον, Ἅγιε.

Δεῖξον ἐπ’ ἐμοί, Κύριε, τὰ ἀρχαῖα ἐλέη σου, ὅτι τοὺς μέν δικαίους σῲζεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς ἐλεεῖς. Μὴ νικήσῃ ἡ ἐμὴ κακία τὴν Σήν ἀγαθότητα, Κύριε, μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου. Ἐάν γὰρ θελήσῃς μετ’ ἐμοῦ δικάσασθαι, φραγήσεταί μου τὸ στόμα, 
μὴ ἔχον τὶ φθέγξασθαι ἤ τὶ ἀπολογήσασθαι.

Δι’ ὅ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, μηδὲ ἐπισταθμήσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας τῇ Σῇ ἀπειλῇ. «Ἀλλ’ ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον». 

Καί «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου, Κύριε, καὶ τὸ ἔλεός σου καταδιώξῃ με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου». Καταδιωξάτω με τὸ ἔλεός σου, Κύριε, τὸν κακῶς ἀπὸ Σοῦ φεύγοντα, τὸν ἀεί ἀπὸ Σοῦ δραπετεύοντα καὶ πρός τὴν ἁμαρτία ἀεί κακῶς ἀποτρέχοντα.

Τοῦτο μόνον ἐπικαλοῦμαι καὶ ἱκετεύω καὶ δέομαι, «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου». Σῶσόν με πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν εἰς τὰ ἐκεῖσε δικαστήρια, ἤ μᾶλλον τἀληθές εἰπεῖν, 
εἰς τὰ ἐκεῖσε κολαστήρια, ἔνθα οὐκ ἔστι μετάνοια οὔτε ἐξομολόγησις. 

«Ἐν γὰρ τῷ ἃδῃ φησί, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι; Δι’ ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου, ὅτι οὐκ έστιν ἐν τῷ θανάτω ὁ μνημονεύων σου», οὐδὲ ἐν τῷ ἃδῃ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἐκεῖ γὰρ οὐκ ἔστι μετάνοια, οὐκ ἔστιν ἄφεσις τοῖς ὧδε μὴ μετανοοῦσι μηδὲ ἐξομολογουμένοις. 

«Δι’ ὅ σῶσόν με μετανοοῦντά Σοι καὶ ἐξομολογούμενον τὸν ἀνάξιον δοῦλόν σου, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου». Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» καὶ «ὅσα ἄν αἰτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε». 

Δι’ ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ἵνα καὶ ἐπ’ ἐμοὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον καὶ ὑπερδεδοξασμένον ὄνομά σου, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ δι’ ἐμὲ κατ’ ἐμὲ γεγονώς, ὡς ἄν κἀγὼ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων συναριθμηθεὶς δοξάζω Σε τὸν ὑπεράγαθον καὶ φιλάνθρωπον Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεῦματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 

Ἀμήν.






Η ΔΥΝΑΜΗ, που έχει τό λάδι από τό ΚΑΝΤΗΛΙ της ΘΕΟΤΟΚΟΥ καί των ΑΓΙΩΝ !

΄Οσιος Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανής


(…) Μιά νύχτα είχε πάρει λιγάκι ο ύπνος τόν δούλο του Θεού. 

Ξαφνικά φάνηκε ο διάβολος κρατώντας μιάν αξίνα!

Τήν σήκωσε ψηλά γιά νά τόν χτυπήσει, μά, πρίν προλάβει νά τήν κατεβάσει, κυριεύτηκε από φρίκη καί τρόμο, τραβήχτηκε πίσω καί χάθηκε σάν καπνός, ξεφωνίζοντας καί κάνοντας μεγάλο θόρυβο, ενώ ο Νήφων, ξύπνιος πιά, τόν άκουσε να τρίζει τα δόντια καί νά λέει:

– ΄Αχ, Μαρία! Εσύ, όπως πάντα, μέ καίς! 
Εσύ, που προστατεύεις αυτό τό αγύριστο κεφάλι!

Από τά θυμωμένα εκείνα λόγια του σατανά, ο δίκαιος κατάλαβε ότι η Παναγία τόν υπερασπιζόταν καί τόν σκέπαζε μέ τήν χάρη της, επειδή κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί συνήθιζε να παίρνει λάδι απ’ το καντήλι της και ν’ αλείφεται με πολλή ευλάβεια στο μέτωπο, στον αυχένα, στην καρδιά και σ’ όλα του τα αισθητήρια.

Η μυστική δύναμη, που είχε το άγιο εκείνο λάδι, έτρεψε το διάβολο σε φυγή.

Από τότε, διαπιστώνοντας τήν δύναμη που έχει τό λάδι από το καντήλι της Θεοτόκου καί των Άγίων, συμβούλευε τους γνωστούς του να παίρνουν κάθε βράδυ απ’ αυτό, ν’ αλείφονται μέ πίστη και μετά νά κοιμούνται.

Από το βιβλίο: Ένας Ασκητής Επίσκοπος – Όσιος Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανής, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπος Αττικής 2004, σελ. 81

Μικρά δέησις προς την Θεοτόκον Αγιου Νήφωνος Κωνσταντιανής


Ελέησόν με, η ευωδία των χριστιανών η Κεχαριτωμένη, η Πανάχραντος και βοήθησόν με διά το μέγα σου έλεος, δεδοξασμένη, πλουσιόφωτε, η ελπίς των μετανοούντων.

Εὐχή γιά τόν γάμο καί τήν οἰκογένεια


ΕΥΧΗ ΔΙΑ ΤΟΝ ΓΑΜΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΝ

Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεέ τοῦ ἐλέους, ὁ πάσης ἀγαθότητος χορηγός καί τῶν θαυμασίων Θεός, ἡ τῆς φιλανθρωπίας ἀκένωτος πηγή, ὁ πάντα τά καθ’ ἡμᾶς συμφερόντως διευθύνων καί διακυβερνῶν, ὁ σοφῇ σου προνοίᾳ τόν ἡμέτερον βίον διεξάγων, ὁ ἀπ᾿ ἀρχῆς δημιουργήσας ἄνδρα καί γυναῖκα καί συναρμόσας αὐτούς εἰς ἀλλήλων βοήθειαν καί διαδοχήν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, ὁ τοῖς ὑπερηφάνοις ἀντιτασσόμενος, ταπεινοῖς δέ διδούς χάριν·

Αὐτός, Δέσποτα παντοκράτορ, ἔπιδε ἐφ’ ἡμᾶς καί πρόσχες τῇ δεήσει ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν, οἵτινες, εἰδότες σου τό φιλάνθρωπον, τό εὔσπλαγχνον, τό πολυέλεον, τό μακρόθυμον, τό ἀνεξίκακον, ἀποτολμοῦντες αἴρομεν χεῖρας καί ἐκτενῶς βοῶμέν σοι.

Ἄνες ἡμῖν, Κύριε, ἄνες ἡμῖν, καί μή συναπολέσῃς ἡμᾶς ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Μή παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλος διά τάς ἀνομίας ἡμῶν. Δέξαι ἡμῶν τάς εὐχάς ὡς ἐδέξω τῶν Νινευιτῶν τήν ἐπιστροφήν καί μετάνοιαν. Δέξαι τά δάκρυα καί τούς στεναγμούς, δέξαι τήν τεταπεινωμένην ἡμῶν δέησιν. Δέξαι τάς ἐκ βάθους ἀναπεμπομένας σοί τῷ δεσπότῃ κραυγάς. Νικησάτω ἡ ἄβυσσος τῆς σῆς εὐσπλαγχνίας τό πλῆθος τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων. Καί μή ἐάσῃς ἡμᾶς τῷ κατακλυσμῷ τῆς ἁμαρτίας ὡς Σόδομα καί Γόμορρα γενέσθαι καί τήν ἐκείνων δικαίαν ποινήν ἐπαχθῆναι ἡμῖν· μᾶλλον δέ καί ἔτι χείρονα συναντῆσαι ἡμῖν κατά τόν λόγον σου, ὅτι Σοδόμοις καί Γομόρροις ἀνεκτότερον ἔσται τῇ κρίσει ἤ τῇ πόλει ἐκείνῃ τῇ ὑπό σοῦ δεδιδαγμένῃ καί μή ἑπομένῃ τοῖς σοῖς προστάγμασι.

Παράσχου, φιλάνθρωπε Κύριε, τοῖς ἄρχουσιν ἡμῶν σύνεσιν καί τόν ἁγνότατον φόβον σου, τοῦ νομοθετεῖν καί πορεύεσθαι κατά τό θεῖόν σου θέλημα. Λάλησον εἰς τάς καρδίας αὐτῶν ἀγαθά ὑπέρ τοῦ ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας σου, ἵνα ἤρεμον καί ἡσύχιον βίον διάγωμεν, ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καί σεμνότητι.

Ἔτι παρακαλοῦμέν σε, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τάς κατά τό σόν θέλημα συνισταμένας οἰκογενείας εὐλόγησον, στερέωσον, φρούρησον, ὀχύρωσον, ἐνδυνάμωσον. Τήρησον γονεῖς καί τέκνα ἀνεπηρεάστους παντός κακοῦ, ἐπιδαψιλεύων τῇ χάριτί σου εἰρήνην, ἀγάπην, ὁμόνοιαν. Δός αὐτοῖς πορεύε­σθαι κατά τάς σάς ἐντολάς, εὐαρεστοῦντας ἐνώπιόν σου καί ἀπεκδεχομέ­νους τό παρά σοῦ πλούσιον ἔλεος. Ἔμπλησον τούς οἴκους αὐτῶν σίτου, οἴνου καί ἐλαίου καί πάσης ἀγαθωσύνης, ἵνα μεταδιδῶσι καί τοῖς χρείαν ἔχουσι, δωρούμενος ἅμα αὐτοῖς πάντα τά πρός σωτηρίαν αἰτήματα καί ζωήν τήν αἰώνιον.

Ἐπίσκεψαι ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς τό ἔθνος ἡμῶν, χάρισαι αὐτῷ ἑνότητα καί εἰρήνην καί διατήρησον αὐτό ἐν εὐσεβείᾳ καί ὑπακοῇ εἰς τό πανάγιον καί σωτήριον θέλημά σου. Διάλυσον τάς ἀντιθέσεις καί διχογνωμίας καί σύναψον πάντας εἰς ἀγάπην καί σύμπνοιαν ἀδελφικήν, κατευθύνων τούς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδόν εἰρήνης. Μή ἀντανέλῃς τό Πνεῦμά σου τό Ἅγιον ἀφ’ ἡμῶν, ἵνα μή καί πάλιν ἀποστῶμεν ἀπό σοῦ καί καταλάβῃ ἡμᾶς σκότος καί σκιά θανάτου. Διάνοιξον ἡμῶν τόν νοῦν τοῦ πορεύεσθαι ἐν τῇ ὁδῷ τῶν σῶν προσταγμάτων καί ἐννοεῖν ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία, οὐδέ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς, εἰ μή τό προσκυνητόν ὄνομά σου.

Ὅπως, ἀπαλλαγέντες πάσης ἀνηκέστου ἐπιφορᾶς καί δή ἀνόμων καί βδελυρῶν θεσμοθετημάτων, πρεσβείαις τῆς ὑπερευλογημένης ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας καί πάντων σου τῶν ἁγίων, δοξάζωμέν σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν, Σωτῆρα καί Λυτρωτήν ἡμῶν, σύν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί καί τῷ παναγίῳ καί ἀγαθῷ καί ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

"΄Ω, Παναγιά μου Δέσποινα, δέξου τά δάκρυά μου τούς στεναγμούς μου άκουσε, δές τήν μετάνοιά μου"


΄Ω, Παναγιά μου Δέσποινα, 
δέξου τα δάκρυά μου
τους στεναγμούς μου άκουσε
δές την μετάνοιά μου.

Εμπρός Σου, Παναγία μου,
στέκω γονατισμένος
την κεφαλή έχω σκυφτή
είμαι συντετριμμένος.

Ποιός άλλος ημπορεί να δει
στα βάθη της καρδιάς μου;
τις φλόγες τις ακοίμητες
να σβήσει τις φωτιάς μου;

Ποιός βλέπει την απόγνωση
και την απελπισία;
πού να ζητήσω έλεος;
πού να βρω προστασία;

Με το χρυσό το χέρι Σου
βγάλε με απ'το χάος
δος μου γαλήνη, Δέσποινα,
ας παύσει αυτός ο σάλος.

Στη σκοτεινιά μου δώσε φως,
Βασίλισσα Μαρία,
Συ δώσε μου παρηγοριά,
γλυκιά μου Παναγία.

*Ισιδώρας Μοναχής*

Πηγή: Λύρα του Πνεύματος

Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ.... Εὐχή μ ε τ α ν ο ί α ς. Ἀπόδοση στὴν Νέα Ἑλληνική. [ Ε Ξ Ο Χ Ο! ]


Εύσπλαχνε και ελεήμονα Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, Εσύ που ήρθες στον κόσμο για να σώσεις τους αμαρτωλούς, εκ των οποίων εγώ είμαι ο πρώτος, ελέησέ με πριν τον θάνατό μου. 

Διότι γνωρίζω ότι με περιμένει φρικτό και φοβερό δικαστήριο μπροστά σε όλη την κτίση, τότε που θα φανερωθούν όλες οι εγκληματικές και βέβηλες πράξεις μου. 

Γιατί πράγματι δεν είναι άξια συγγνώμης ούτε συγχώρησης τα αμαρτήματά μου, που υπερβαίνουν σε πλήθος ακόμα και την άμμο της θάλασσας.

Γι’ αυτό και δεν τολμώ να ζητήσω άφεση αμαρτιών για αυτά, Δέσποτα, γιατί περισσότερο από όλους τους ανθρώπους ενώπιόν Σου έσφαλα.

Γιατί έζησα πιο άσωτα και από τον άσωτο Υιό,
γιατί οφείλω περισσότερα και από τον οφειλέτη των μυρίων ταλάντων,
γιατί περισσότερο και από τον τελώνη έκλεψα,
γιατί και από τον Ληστή περισσότερο θανάτωσα τον εαυτό μου,
γιατί πιο πολύ και από την πόρνη εγώ ο φιλόπορνος έπραξα,
γιατί περισσότερο από τους Νινευΐτες εγκλημάτησα αμετανόητα,
γιατί παραπάνω από τον Μανασσή «οι ανομίες μου υπερέβησαν το κεφάλι μου και σαν βαρύ φορτίο με κατέβαλαν και ταλαιπωρήθηκα και κάμφθηκα μέχρι το τέλος»,
γιατί λύπησα το Άγιο Πνεύμα σου,
γιατί παράκουσα τις εντολές του,
γιατί σκόρπισα τον πλούτο σου,
γιατί βεβήλωσα τη Χάρη σου,
γιατί τον αρραβώνα που συνήψαμε τον κατέστρεψα με ανομίες,
γιατί το τίμιο ‘κατ’ εικόνα’ σου, την ψυχή μου, τη μόλυνα,
γιατί τον χρόνο που μου έδωσες για μετάνοια, τον πέρασα με τους εχθρούς σου,
γιατί καμιά σου εντολή δεν φύλαξα,
γιατί καταβρώμισα τον χιτώνα μου, αυτό με τον οποίο Εσύ με έντυσες,
γιατί έσβησα τη λαμπάδα της λογικής,
γιατί το πρόσωπό μου, που Εσύ φώτισες, εγώ το εξαχρείωσα με αμαρτίες,
γιατί τα χείλη μου, αυτά που πολλές φορές καθαγίασες με τη Θεία Ευχαριστία, εγώ τα μόλυνα με ξεδιαντροπιές.

Και γνωρίζω καλά ότι μπροστά στο φοβερό βήμα σου με κάθε τρόπο θα καταδικαστώ ο χυδαίος. Ξέρω καλά ότι εκείνη τη στιγμή όλα όσα έχω πράξει θα ελεγχθούν και δεν θα κρυφτεί τίποτε ενώπιόν Σου.

Αλλά σε παρακαλώ, αγαθέ, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε, «μη με ελέγξεις με θυμό. Δεν λέω ‘μη με παιδεύσεις’, γιατί αυτό δεν είναι δυνατόν λόγω των έργων μου, αλλά μη με ελέγξεις με θυμό».

Θα ωφεληθώ σε αυτό από Εσένα, εάν δεν με παιδέψεις με θυμό και οργή, ούτε φανερώσεις αυτά μπροστά σε Αγγέλους και ανθρώπους προς εξευτελισμό και ατίμωσή μου.

«Κύριε μη με ελέγξεις με τον θυμό σου».


΄Αν κανείς δεν αντέχει να κουβαλά τον θυμό ενός φθαρτού βασιλιά, πόσω μάλλον να μπορώ εγώ ο άθλιος να υποστώ τον θυμό τον δικό Σου, του Κυρίου.

«Κύριε μη με ελέγξεις με τον θυμό σου».
Γνωρίζω ότι ληστής ζήτησε και αμέσως παρέλαβε από εσένα τη συγχώρεση.

Ξέρω ότι πόρνη ολόψυχα σε πλησίασε και συγχωρέθηκε.

Γνωρίζω ότι τελώνης αναστέναξε εκ βάθους ψυχής και δικαιώθηκε.

Εγώ όμως ο πανάθλιος, υπερβαίνοντας όλους αυτούς στις αμαρτίες, δεν θέλω να τους μιμηθώ στη μετάνοια, ούτε έχω αρκετά δάκρυα.
Δεν έχω καθαρή και αληθινή εξομολόγηση,
δεν έχω στεναγμό εκ βάθους καρδίας,
δεν έχω καθαρή την ψυχή μου,
δεν έχω αγάπη κατά Θεόν,
δεν έχω πνευματική πτωχεία,
δεν έχω διαρκή προσευχή,
δεν έχω εγκράτεια στη σάρκα μου,
δεν έχω καθαρότητα λογισμών,
δεν έχω θεοπρεπή προαίρεση.
Με ποιο, λοιπόν, πρόσωπο ή με ποιο θάρρος να ζητήσω συγχώρεση;

«Κύριε μη με ελέγξεις με τον θυμό σου».
Πολλές φορές, Δέσποτα, αποφάσισα να μετανοήσω. Πολλές φορές, στην Εκκλησία με κατάνυξη γονατίζω ενώπιόν Σου, βγαίνοντας έξω όμως αμέσως ξαναπέφτω στις αμαρτίες.
Πόσες φορές με ελέησες κι εγώ σε παρόργισα!
Πόσες φορές έδειξες μακροθυμία κι εγώ δεν επέστρεψα!
Πόσες φορές με σήκωσες κι εγώ πάλι γλιστρώντας γκρεμίστηκα!
Πόσες φορές εισάκουσες την προσευχή μου, ενώ εγώ σε παράκουσα!
Πόσες φορές με πόθησες, ενώ εγώ καθόλου δεν σε υπηρέτησα!
Πόσες φορές με τίμησες, ενώ εγώ δεν σε ευχαρίστησα!
Πόσες φορές, ενώ αμάρτησα, ως αγαθός Πατέρας με παρηγόρησες και ως γιο σου με καταφίλησες και ανοίγοντας την αγκαλιά σου μου φώναξες:
«Σήκω, μη φοβάσαι, στάσου όρθιος· έλα και πάλι, δεν σε ντροπιάζω, δεν σε αποστρέφομαι, δεν σε απορρίπτω ούτε είμαι σκληρόκαρδος με το πλάσμα μου, το τέκνο μου, την εικόνα μου, τον άνθρωπο που έπλασα με τα ίδια μου τα χέρια και τον ντύθηκα, αυτόν που για χάρη του έχυσα το αίμα μου.

Δεν αποστρέφομαι το λογικό μου πρόβατο το χαμένο, δεν μπορώ να μην του αποδώσω την προηγούμενη καλή του ανατροφή, δεν μπορώ να μην το συνυπολογίζω με τα άλλα ενενήντα εννέα πρόβατα· διότι γι’ αυτό και μόνο κατέβηκα στη γη και άναψα για λυχνάρι την ίδια μου τη σάρκα και σκούπισα όλο μου το σπίτι (για να βρω αυτή τη χαμένη δραχμή) και συγκάλεσα όλες τις φιλικές μου ουράνιες δυνάμεις για να χαρούν με αυτήν την εύρεση.

Όλα αυτά λοιπόν ως αγαθός και φιλάνθρωπος μου χάρισες Δέσποτα, εγώ όμως ο άθλιος περιφρονώντας τα όλα έφυγα για την ξένη και μακρινή χώρα της απώλειας. 

Αλλά εσύ ο ίδιος, Πανάγαθε, πάλι φέρε με πίσω και μην οργισθείς με μένα τον ταλαίπωρο, Κύριε, μη με ελέγξεις με τον θυμό σου, εύσπλαχνε, αλλά μακροθύμησε κι άλλο για χάρη μου. 

Μη βιαστείς να με αποκόψεις σαν την άκαρπη συκιά, ούτε να επιτρέψεις πρόωρο θάνατο, αλλά δώσε μου προθεσμία ζωής και οδήγησέ με στη μετάνοια, Κύριε και «μη με ελέγξεις με τον θυμό σου, Δέσποτα, ούτε να με παιδέψεις με την οργή σου».

«Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμαι ασθενής στην ψυχή», είμαι ασθενής στον λογισμό, είμαι ασθενής στην απόφαση και ασθενής στην προαίρεση. 

Με εγκατέλειψε η δύναμή μου, με εγκατέλειψε ο χρόνος, τελειώνουν οι μέρες μου όλες μέσα στη ματαιότητα και έφτασε το τέλος. 

Αλλά άνοιξε, άνοιξε, άνοιξέ μου, Κύριε, κι ας χτυπάω ανάξια και μη με κλείσεις έξω από την πόρτα της ευσπλαχνίας σου. 

Γιατί, αν εσύ κλείσεις, ποιος θα μου ανοίξει; 

Εάν Εσύ δεν με ελεήσεις, ποιος θα με βοηθήσει;

Κανένας άλλος, κανένας Κύριε, εκτός από Εσένα τον εκ φύσεως Ελεήμονα και εύσπλαχνο.

Ευχή Γ’ Μετανοίας, Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού (ή Αναστασίου του Σιναΐτου)
Επιλογή αποσπασμάτων – Απόδοση στη Νεοελληνική: aparchi.gr
Το πρωτότυπο Εδώ


Μια υπέροχη Προσευχή!

Εὐχὴ Γ' (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνό, 
ἄλλοι λέγουν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου)

Εὔσπλαγχνε καὶ πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησόν με πρὸ τῆς ἐμῆς τελευτῆς.
Οἶδα γὰρ ὅτι φρικτὸν καὶ φοβερὸν ἀναμένει με δικαστήριον ἐνώπιον πάσης τῆς κτίσεως, ὅτε καὶ τῶν ἐναγῶν καὶ παμβεβήλων μου πράξεων ἁπασῶν φανέρωσις γίνεται· ἀσύγγνωστα γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀνάξια ὑπάρχουσι συγχωρήσεως, ὡς ὑπερβαίνοντα τῷ πλήθει ψάμμον θαλάσσιον.
Διὰ τοῦτο καὶ οὐ τολμῶ τὴν αἴτησιν τῆς ἀφέσεως τούτων ποιήσασθαι, Δέσποτα, ὅτι πλεῖον πάντων ἀνθρώπων εἰς Σέ ἐπλημμέλησα.
Ὅτι ὑπὲρ τὸν ἄσωτον ἀσώτως ἐβίωσα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν μυρία τάλαντα χρεωφειλέτης Σου γέγονα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Τελώνην κακῶς ἐτελώνησα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Ληστήν ἐμαυτόν ἐθανάτωσα,
ὅτι ὑπὲρ τὴν Πόρνην ἐγώ ὁ φιλόπορνος ἔπραξα,
ὅτι ὑπὲρ τοὺς Νινευΐτας ἀμετανόητα ἐπλημμέλησα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν «ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου αἱ ἀνομίαι μου καὶ ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ' ἐμέ καὶ ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους»·
ὅτι τὸ Πνεῦμα Σου τὸ ἅγιον ἐλύπησα,
ὅτι τῶν ἐντολῶν Σου παρήκουσα,
ὅτι τὸν πλοῦτόν Σου διεσκόρπισα,
ὅτι τὴν χάριν Σου ἐβεβήλωσα,
ὅτι τὸν ἀρραβῶνα, ὅν μοι δέδωκας, ἐν ἀνομίαις ἀνήλωσα,
ὅτι τὸ τίμιον κατ' εἰκόνα Σου, τὴν ψυχήν μου, ἐμόλυνα,
ὅτι τὸν χρόνον, ὅν μοι δέδωκας εἰς μετάνοιαν,
μετὰ τῶν ἐχθρῶν Σου ἐβίωσα,
ὅτι οὐδεμίαν ἐντολήν Σου ἐφύλαξα,
ὅτι τὸν χιτῶνά μου κατερρύπωσα, ὅν με ἐνέδυσας,
ὅτι τοῦ ὀρθοῦ λόγου τὴν λαμπάδα ἀπέσβεσα,
ὅτι τὸ πρόσωπόν μου, ὅ ἐφαίδρυνας,
ἐν ἁμαρτίαις ἠχρείωσα,
ὅτι τοὺς ὀφθαλμούς μου, οὕς ἐφώτισας,
ἑκουσίως ἐτύφλωσα,
ὅτι τὰ χείλη μου, ἅπερ πολλάκις τοῖς θείοις Σου μυστηρίοις ἡγίασας, αἰσχύναις ἐμόλυνα.
Καί οἶδα ὅτι πάντως τῷ φοβερῷ Σου βήματι παραστήσομαι ὡς κατάδικος ὁ παμμίαρος.
Οἶδα ὅτι πάντα τότε τὰ πεπραγμένα μοι ἐλεγχθήσονται καὶ οὐκ ἀποκρυβήσεται οὐδὲν παρὰ Σοί.
Ἀλλά δέομαί Σου, εὐσυμπάθητε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε,
«μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, οὐ λέγω, μὴ παιδεύσῃς με, ἀδύνατον γὰρ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με».
Κερδήσω τοῦτο παρὰ Σοί, ἐὰν μὴ τῷ θυμῷ Σου καὶ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με, μηδὲ φανερώσῃς αὐτὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων ἐνώπιον εἰς αἰσχύνην μου καὶ ὄνειδος.
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
εἰ φθαρτοῦ βασιλέως θυμὸν οὐδεὶς ἐνεγκεῖν δύναται, πόσῳ μάλλον Σοῦ τοῦ Κυρίου τὸν θυμὸν ὁ ἄθλιος ὑποστήσομαι;
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με».
Οἶδα Λῃστήν αἰτήσαντα καὶ παρευθὺς συγχώρησιν ἐκ Σοῦ κομισάμενον.
Οἶδα Πόρνην ὁλοψύχως προσελθοῦσαν καὶ συγχωρηθεῖσαν.
Οἶδα Τελώνην ἐκ βάθους στενάξαντα καὶ δικαιωθέντα.
Έγώ δὲ ὁ πανάθλιος πάντας ὑπερβαίνων ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ μετανοίᾳ τούτους οὐ θέλω μιμήσασθαι, οὐδὲ γὰρ ἔχω δάκρυον ἐκτενές.
Οὐκ ἔχω ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ ἀληθινήν,
οὐκ ἔχω στεναγμὸν ἐκ βάθους καρδίας,
οὐκ ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν,
οὐκ ἔχω ἀγάπην κατά Θεόν,
οὐκ ἔχω πτωχείαν πνευματικήν,
οὐκ ἔχω προσευχὴν διηνεκῆ,
οὐκ ἔχω σωφροσύνην ἐν τῇ σαρκί,
οὐκ ἔχω καθαρότητα λογισμῶν,
οὐκ ἔχω προαίρεσιν θεοτερπῆ.
Ποίῳ οὖν προσώπῳ ἤ ἐν ποίᾳ παρρησίᾳ ζητήσω συγχώρησιν;
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην.
Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω.
Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα!
Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα!
Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον!
Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ Σου παρήκουσα!
Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα!
Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!
Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας·
ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι·
πάλιν δεύρο,
οὐκ ὀνειδίζω σε,
οὐ βδελύσσομαι,
οὐκ ἀποῤῥίπτω,
οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα,
τὸ ἐμὸν τέκνον,
τὴν ἐμὴν εἰκόνα,
ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα,
ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα,
οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός,
οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν,
οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις·
διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα,
τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.
Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός
καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα,
ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος,
εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα.
Ἀλλ' αὐτὸς με, πανάγαθε,
πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι,
Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε,
ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ' ἐμοὶ.
Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον,
μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με,
ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε,
καὶ «μή τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσης με».
«Ἐλέησόν με, Κύριε,
ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ»,
ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ,
ἀσθενής τῇ γνώμη,
ἀσθενής τῇ προαιρέσει.
Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς,
ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος,
ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν.
Ἀλλ' ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας Σου.
Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει;
Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει;
Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι»·
Ἐξενεύρισε γάρ με ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθενῆ καὶ συντετριμμένον ἐποίησεν,
ὁ ἀσθενής δὲ καὶ συντετριμμένος οὐ δύναται ἀναστῆσαι ἑαυτόν,
οὐ δύναται ἰάσασθαι ἑαυτόν,
ὁ συντετριμμένος οὐ δύναται βοηθήσαι ἑαυτῷ,
λοιπόν ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι...
«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα»·
Σωματικὸς καὶ ψυχικός με κατέλαβε τάραχος, Δέσποτα,
ὅτι σαρκικοῖς περιέπεσα πάθεσιν,
ὅτι καὶ τὴν σάρκα καὶ τὴν ψυχήν τοῖς δαίμοσιν ἐποίησα παίγνιον.
Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου τὰ συνδεσμοῦντα τὸν ἔσω ἄνθρωπον.
Ποῖα ταῦτα;
Ἡ πίστις, ἡ φρόνησις, ἡ ἐλπίς, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.
Ταύτα τὰ ὀστᾶ συνετρίβησαν, Δέσποτα,
«ἀλλ' ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».
Ὁρῶ γὰρ λοιπόν τὴν ὥραν τῆς ζωῆς μου προφθάσασαν,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὴν πρός τὰ ἐκεῖσε χαλεπήν ὁδὸν καὶ μακράν,
κἀμέ πρός τὰ ἐκεῖσε ἐμαυτόν ἑτοίμως μὴ ἔχοντα,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὸν δανειστήν ἀπαιτοῦντά με καὶ μὴ ἀποδοῦναι ἰσχύοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὸν λογοθέτην μου τὸ χειρόγραφον ἐπισείοντα καὶ τοὺς δημίους βρύχοντας κατ' ἐμοῦ, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ πολλούς κατηγοροῦντάς με καὶ οὐδὲνα συνήγορον, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὅλος δι' ὅλου ταραχῆς καὶ σκοτοδίνης πεπλήρωμαι καὶ ἀγωνιῶ καὶ τρέμω καὶ φρίττω καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράττομαι καὶ τί πράξω οὐκ ἐπίσταμαι ἤ ποίῳ προσώπῳ τὸν Κριτήν μου θεάσωμαι!
Ἰλιγγιῶ, ταράττομαι, συνέχομαι καὶ ἀμηχανῶ, καὶ λοιπόν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».
Ὁ πονηρὸς διενοχλεῖν οὐ παύεται, οἱ ἐχθροὶ μου τοῦ πολεμεῖν οὐκ ἀφίστανται, ὁ ἐμφύλιος τῆς σαρκός πόλεμος καταφλέγει με πάντοτε, οἱ πονηροί λογισμοί οὐδαμῶς ἡσυχάζουσι.
«Καί Σύ Κύριε, ἕως πότε;».
Ἰδοὺ ὁρᾷς, Κύριε, πάντα τὰ κατ' ἐμέ,
ὅτι ἄπορα καὶ ἐλεεινὰ.
Ἰδοὺ βλέπεις τὴν κατ' ἐμοῦ ἔνστασιν καὶ τὸν πόλεμον τοῦ σώματος καὶ τὴν κάμινον τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχικῆς μου δυνάμεως.
Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε οὐ συμπαθεῖς;
Ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς; Ἕως πότε οὐ σπεύδεις;
Ἕως πότε οὐ βλέπεις; Ἕως πότε παρορᾷς;
Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει Σου σῶσόν με.
Μὴ παρίδῃς με, Κύριε, τὸν ἀνάξιον,
ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου.
Ἡ γὰρ Σὴ παρόρασις ἐμὴ κατάπτωσις γίνεται, Δέσποτα.
«Δι'ὅ ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου καὶ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».
Ὡς συμπαθὴς ἐλέησον, ὡς ἐλεήμων συμπάθησον,
ὡς φιλάνθρωπος σῶσόν με, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου, πονηρὰ γὰρ εἰσιν.
Οὐχ ἕνεκεν τῶν πόνων μου, ἀσθενὴς γάρ εἰμι.
Οὐχ ἕνεκεν τῶν λογισμῶν ἤ τῶν λόγων μου, ρυπαροὶ γάρ εἰσι καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλ' ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, πολυέλεε Κύριε, σῶσόν με.
Εἰ δὲ δικάσασθαι πρός με βούλει, Δέσποτα, ἐγὼ πρῶτος ἐκφέρω κατ' ἐμαυτοῦ τὴν ψῆφον.
Ἐγώ καταδιαμαρτύρομαι ὅτι ἄξιος θανάτου εἰμί.
Λοιπόν σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, εἰς τὴν φιλανθρωπίαν Σου καταφεύγω, Πανάγαθε.
Οὐκ ἔχω τί Σοι προσαγαγεῖν ἄξιον,
ἐλεημοσύνην ζητῶ,
μὴ ἀπαιτήσῃς με τὴν ταύτης τιμήν.
«Μνήσθητι τῶν λόγων Σου, Κύριε, ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Καὶ «ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιά παράγουσι». Καί «ούδείς καθαρός ἀπὸ ῥύπου».
Καὶ ὅτι «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου».
Ἐάν γὰρ ἀνομίας παρατηρήσῃς ἡμῶν, οὐδεὶς ὑποστήσεται, Κύριε, δι' ὅ σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δούλόν Σου ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐκ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου.
Ἐάν γὰρ τὸν ἄξιον ἐλεήσῃς, οὐδὲν θαυμαστόν. Ἐάν τὸν δίκαιον σώσῃς, οὐδὲν ξένον. «Σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου», ἐπ' ἐμοὶ τὸ ἔλεός Σου θαυμάστωσον, Κύριε, εἰς ἐμὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου ἐμφάνισον, Δέσποτα, εἰς ἐμὲ τὴν φιλανθρωπίαν Σου μεγάλυνον, Ἅγιε.
Δεῖξον ἐπ' ἐμοί, Κύριε, τὰ ἀρχαῖα ἐλέη Σου, ὅτι τοὺς μέν δικαίους σῲζεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς ἐλεεῖς.
Μὴ νικήσῃ ἡ ἐμὴ κακία τὴν Σήν ἀγαθότητα, Κύριε,
μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου.
Ἐάν γὰρ θελήσῃς μετ' ἐμοῦ δικάσασθαι,
φραγήσεταί μου τὸ στόμα, μὴ ἔχον τὶ φθέγξασθαι ἤ τὶ ἀπολογήσασθαι.
Δι' ὅ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου, μηδὲ ἐπισταθμήσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας τῇ Σῇ ἀπειλῇ. «Ἀλλ' ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον». Καί «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ τὸ ἔλεός Σου καταδιώξῃ με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».
Καταδιωξάτω με τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, τὸν κακῶς ἀπὸ Σοῦ φεύγοντα, τὸν ἀεί ἀπὸ Σοῦ δραπετεύοντα καὶ πρός τὴν ἁμαρτία ἀεί κακῶς ἀποτρέχοντα.
Τοῦτο μόνον ἐπικαλοῦμαι καὶ ἱκετεύω καὶ δέομαι, «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».
Σῶσόν με πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν εἰς τὰ ἐκεῖσε δικαστήρια, ἤ μᾶλλον τἀληθές εἰπεῖν, εἰς τὰ ἐκεῖσε κολαστήρια, ἔνθα οὐκ ἔστι μετάνοια οὔτε ἐξομολόγησις. «Ἐν γὰρ τῷ ἃδῃ φησί, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι;
Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, ὅτι οὐκ έστιν ἐν τῷ θανάτω ὁ μνημονεύων Σου», οὐδὲ ἐν τῷ ἃδῃ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἐκεῖ γὰρ οὐκ ἔστι μετάνοια, οὐκ ἔστιν ἄφεσις τοῖς ὧδε μὴ μετανοοῦσι μηδὲ ἐξομολογουμένοις.
«Δι' ὅ σῶσόν με μετανοοῦντά Σοι καὶ ἐξομολογούμενον τὸν ἀνάξιον δοῦλόν Σου, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου». Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» καὶ «ὅσα ἄν αἰτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε».
Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ἵνα καὶ ἐπ' ἐμοὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον καὶ ὑπερδεδοξασμένον ὄνομά Σου, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ δι' ἐμὲ κατ' ἐμὲ γεγονώς, ὡς ἄν κἀγὼ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων συναριθμηθεὶς δοξάζω Σε τὸν ὑπεράγαθον καὶ φιλάνθρωπον Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεῦματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.



Θεέ μου, σπλαχνίσου με...


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Θεέ μου, σπλαχνίσου κι ελέησέ με τον αμαρτωλό. Αυτά έλεγε ο τελώνης...

Δεν απαριθμούσε ούτε τα καλά του έργα ούτε τα κακά. Ο Θεός τα γνωρίζει όλα. Κι ο Θεός δεν επιθυμεί την απαρίθμηση των αμαρτιών, αλλά την ταπείνωση και τη μετάνοια για όλ’ αυτά. Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ...

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς


"Σε ευχαριστώ, Κύριε" -κυρ Φώτης Κόντογλου

"Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ’ έπλασες από το τίποτα.
Αλλά δεν μ’ έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω.
Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερμηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. 
Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα.
Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μονάχα αυτός στον κόσμο.
Η κραταιά δύναμη σου βαστά όλη την κτίση κι όλες τις ψυχές σαν νάναι μία και μονάχη. 
Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μία και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συγχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία".

κυρ Φώτης Κόντογλου

Προσευχή Αυτοκριτικής Ελλήνων 21ου αιώνος

Λυπήσου μας Θεέ μου, λυπήσου μας, Σε παρακαλούμε.

Γιατί είμαστε αμαρτωλοί. 
Γιατί είμαστε απροετοίμαστοι αλλά και αδιάφοροι στον πνευματικό πόλεμο. 
Κερδίζουμε μία μάχη και χάνουμε δύο.

Λυπήσου μας Θεέ μου. 
Γιατί είμαστε ανίκανοι ν’ αγαπήσουμε. 
Είμαστε ανίκανοι να Σου μοιάσουμε. 

Εσένα που μας έπλασες κατ’ εικόνα και ομοίωση, μας ονόμασες ανθρώπους, μας έφτιαξες αγωνιστές αλλά εμείς οι ανεπίδεκτοι μαθήσεως καταντήσαμε χαμερπείς και λιποτάκτες. 

Αρνηθήκαμε την εικόνα Σου στον καθρέφτη της ψυχής μας και φτιασιδώνουμε τη δική μας μπροστά σε καθρέφτες κομμωτηρίων, ινστιτούτων αισθητικής και γυμναστηρίων επιδιώκοντας την ομοίωση με εφήμερα και αναλώσιμα είδωλα τα οποία προσκυνούμε αντί για Σένα.

Λυπήσου τα παιδιά μας που στα σχολεία μαθαίνουν για το προπατορικό αμάρτημα, αλλά στα σπίτια και μπροστά στα χαζοκούτια εκπαιδεύονται πώς να το επαναλαμβάνουν.

Λυπήσου μας Θεέ μου. Εμάς που με μεγάλη ευκολία ξεχάσαμε τι σημαίνει «Τετάρτη και Παρασκευή». Στα σπίτια μας νηστεύουμε το λάδι μόνο στα καντήλια που μένουν σβηστά. 

Το θυμίαμα μας πέφτει βαρύ, σε αντίθεση με κάθε λογής αρρενωπά ή θηλυκά αρώματα και αποσμητικά χώρου. 
Αντικαταστήσαμε καθημερινές ευλαβικές συνήθειες αιώνων με τον ξενόφερτο τρόπο ζωής και τις «μόδες» που αλλάζουν κάθε τόσο προς όφελος των κερδοσκόπων. 

Ντρεπόμαστε να φοράμε και να κάνουμε το Σταυρό μας, ενώ άνετα κυκλοφορούμε στον κόσμο φορτωμένοι με κάθε λογής χαϊμαλιά, σύμβολα και τατουάζ που φανερώνουν τις προτιμήσεις μας – καλλιτεχνικές, αθλητικές, σεξουαλικές και άλλες. 

Χορεύουμε αδιάκριτα σε πίστες, παραλίες, γλέντια και «γιορτές» και δε βρίσκουμε χρόνο να μάθουμε τα πνευματικά βήματα για το χορό των Αγγέλων και των Αγίων που μας περιμένουν (λυπημένοι σε κάθε μας πτώση) για το μελλοντικό μας ουράνιο πανηγύρι.

Λυπήσου μας Θεέ μου, Γιατί μας έδωσες την Αγάπη κι εμείς την κάναμε reality. Μας δίδαξες την Ανοχή και τη Συγγνώμη αλλά εμείς εξακολουθούμε να μη σηκώνουμε μύγα στο σπαθί μας. 

Αγόμεθα και φερόμεθα ως πρόβατα επί σφαγή στην λεωφόρο μιας ιδεατής πραγματικότητας, αρνούμενοι το μονοπάτι που οδηγεί στην αυλή Σου, καλέ ποιμένα. 

Κι ας ξέρουμε ότι Εσύ μας περιμένεις πάντοτε με την πατρική Σου αγκαλιά ανοιχτή και έτοιμη να δεχθεί το πληγωμένο από την αποστασία σώμα και πνεύμα μας.

Λυπήσου μας Κύριε, λυπήσου μας και καθοδήγησε τα βήματά μας στη μετάνοια και την επιστροφή. Σε παρακαλούμε στήριξέ μας, εμάς τα παιδιά Σου στους δύσκολους καιρούς και τις δοκιμασίες που μας περιμένουν.

Σε ευχαριστούμε και Σε δοξάζουμε για την μεγάλη Σου αγάπη και φιλανθρωπία. 
Αμήν.

Προσευχή Ἱεροῦ Αὐγουστίνου

Κύριε ὁ Θεός μου, σέ παρακαλῶ νά μοῦ δώσῃς τήν χάριν σου, διά νά ποθῶ μέ ὅλην τήν καρδίαν μου καί μέ τόν πόθον αὐτόν νά σέ ζητῶ καί ζητῶν νά σέ εὕρω, ἀφοῦ δέ σέ εὕρω, ἀξίωσέ με νά σέ ἀγαπήσω καί ἀφοῦ σέ ἀγαπήσω εἰλικρινῶς, νά ἐλευθερωθῶ ἀπό ὅλα τά κακά, ὅσα ὑπάρχουν μέσα εἰς τήν ψυχήν μου. 
᾿Αφοῦ δέ ἀπαλλαγῶ ἀπό αὐτά, βοήθήσε με διά νά μή γυρίσω πάλιν εἰς τά ἴδια ἁμαρτήματα.
Δῶσε εἰς τήν ψυχήν μου μετάνοιαν ἀληθινήν, Κύριε ὁ Θεός μου, καί εἰς τήν καρδίαν μου λύπην βαθεῖαν διά τάς ἁμαρτίας μου, καί εἰς τά μάτια μου ἄφθονα δάκρυα μετανοίας, καί εἰς τά χέρια μου ἐλεημοσύνας πλουσίας πρός τούς πτωχούς.
Σύ, Κύριε, ὁ βασιλεύς μου, εὐδόκησε νά σβήσῃς μέ τήν χάριν σου τάς ὀρέξεις καί ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, πού ἐξεγείρονται καί ἀνάβουν ἐντός μου, καί ν᾿ ἀνάψῃς εἰς τήν ψυχήν μου τήν φλόγα τῆς ἀγάπης πρός σέ.
Σύ, Κύριε, ὁ ἐλευθερωτής μου, ἀποδίωξε ἀπό ἐμέ τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας καί ὡς εὔσπλαγχνος εὐδόκησε νά μεταδώσῃς εἰς τήν ψυχήν μου ἀπό τόν ἄφθονον πλοῦτον τῆς ἰδικῆς σου ἀγαθωσύνης.
Σύ, ὁ Θεός, ὁ Σωτήρ μου, ἀπόστρεψε ἀπό ἐμέ τόν θυμόν τῆς δικαίας ὀργῆς σου διά τάς ἁμαρτίας μου.
Δεῖξε καί εἰς ἐμέ τό ἔλεός σου καί τούς οἰκτιρμούς σου καί εὐδόκησε νά περιφράξῃς τήν ψυχήν μου μέ τήν ἀρετήν τῆς ὑπομονῆς, πού ὁμοιάζει μέ ἀσπίδα, προφυλάττει καί ἀσφαλίζει τήν ψυχήν ἀπό τάς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου.
Σύ, Κύριε, ὁ δημιουργός καί πλάστης μου, ξερρίζωσε ἀπό τήν ψυχήν μου κάθε ἀπρεπῆ καί ἐπιβλαβῆ δυσαρέσκειαν καί πικρίαν κατά τῶν ἄλλων, καί δῶσε νά βασιλεύῃ πάντοτε εἰς τόν νοῦν μου τό γλυκύ καί εἰρηνικόν φρόνημα τῆς ἐπιεικείας καί συμπαθείας πρός τόν πλησίον.

«ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΕ», σσ. 120-121, ῎Εκδοσις «ΣΩΤΗΡΟΣ»

www.elromio.gr

Πῶς παραβλέπεις Κύριε;

Πῶς παραβλέπεις ἄπειρα τῶν σφαλμάτων μου πλήθη καί οὐ λογίζῃ, Δέσποτα, τάς τῶν κακῶν μου πράξεις, ἀλλ᾿ ἐλεεῖς καί σκέπεις με, καί φωτίζεις καί τρέφεις ὡς ἐκπληροῦντα πάσας σου τάς ἐντολάς, Σωτήρ μου;

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

Ἡμάρτομεν γὰρ καὶ ἠνομήσαμεν...

«Ἡμάρτομεν γὰρ καὶ ἠνομήσαμεν, καὶ οὔκ ἐσμεν ἄξιοι ᾆραι τὰ ὄμματα ἡμῶν, διότι κατελίπομεν τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης σου, καὶ ἐπορεύθημεν ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν».

Εὐχὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ Θ΄ΩΡΑΣ

Προσευχή στον Χριστό για βοήθεια

Κύριε μου. Κύριε, Συ που μας γλύτωσες από κάθε βέλος κακού τη μέρα, γλύτωσε μας και από κάθε κακό της νύχτας.

Δέξου σα θυσία εσπερινή τα υψωμένα στην προσευχή χέρια μας.

Αξίωσε μας να περάσουμε και τη νύχτα άμεμπτα, χωρίς πειρασμούς, και λύτρωσέ μας από κάθε ταραχή και δειλία που μας φέρνει ο διάβολος.

Χάρισε στις ψυχές μας κατάνυξη και στους λογισμούς μας ενθύμηση της φοβερής και δίκαιης κρίσης Σου.

Κάρφωσε από το φόβο της αμαρτίας τη σάρκα μας και νέκρωσε τα μέλη μας για το κακό, ώστε στην ησυχία του ύπνου να χαιρόμαστε τα δίκαιά Σου κρίματα.

Διώξε από κοντά μας κάθε φαντασία άπρεπη και κάθε βλαβερή επιθυμία.

Σήκωσέ μας δε πάλι στην ώρα της προσευχής στηριγμένους στην πίστη και προκόβοντες στην αρετή, με την αγαθότητα του Σωτήρα μας Μονογενή Σου Υιού, με τον οποίο είσαι ευλογητός, μαζί με το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Μέγας Βασίλειος

Μία προσευχή στην Παναγία του Γεννάδιου Σχολάριου



Ω Μακαρία Παρθένε, κεχαριτωμένη Μαρία, υπερευλογημένη, στολίδι του ανθρώπινου γένους, χαρά των αγγέλων, αγαλλίαμα όλης της πλάσης, κορωνίδα των αρετών, εικόνα του Θεού πανέμορφη, καλότατη βασίλισσα, εγκωμιάζουμε την αγιωσύνη Σου.

Σου χρωστούμε χάριτες γιατί συνέργησες και διακόνησες στη λύτρωσή μας.

Σε παρακαλούμε, λοιπόν, Υπεραγία Θεοτόκε, δέξου τη δέησή μας και διαβίβασέ την στον Υιό Σου, τον Κύριο Ιησού Χριστό, και δι’ αυτού στον Θεό Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα…

Αν ακούει τους αμαρτωλούς, που μετανοούν, ο Θεός πως δεν θ’ ακούσει τις δικές Σου πρεσβείες;

Σπεύσε, σπλαγχνικότατη μητέρα του Ιησού μας και απάλλαξέ μας από τους φόβους και τους πόνους μας.

Δώσε μας σταθερή μετάνοια. Έγνοια για τη σωτηρία μας.

Αναπλήρωσε ό,τι μας λείπει από τη μακροχρόνια κακία μας. Έχομε την ελπίδα ότι δεν θα μας εγκαταλείψεις για την πολλή Σου ευσπλαχνία, ω κεχαριτωμένη και ευλογημένη Παναγία Δέσποινα.

Γεννάδιος Σχολάριος