.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόστολος Παύλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόστολος Παύλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οὔτε τὴν σκόνη τῶν Οἰκουμενιστῶν!


Ὁ π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος σὲ ὁμιλία του στὶς "Πράξεις τῶν Ἀποστόλων", μᾶς ἐξηγεῖ τὴν Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, πρέπει νὰ δείχνουμε ἔμπρακτα καὶ συμβολικά, ὅτι δὲν ἔχουμε καμιὰ σχέση μὲ τοὺς ἀσεβεῖς. Σὲ τέτοιο σημεῖο μάλιστα, ποὺ νὰ τινάζουμε ἀπὸ τὰ παπούτσια τὴν σκόνη ποὺ ἐπικάθησε σὲ αὐτά, ὅσο χρόνο βρισκόμαστε στὸ χῶρο τους! (Ματθ. 10,14).

Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Κύριος, μὲ ἄλλο τρόπο, ἔχει φανερώσει τὸ ἴδιο πνεῦμα, λέγοντας ὅτι οἱ δικοί Του πιστοὶ ἀκόλουθοι «οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν ἀλλοτρίῳ (ποιμένι), ἀλλὰ φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν» (Ἰωαν. 10,5). 

Σκεφτεῖτε τώρα τί θὰ ἔλεγε γιὰ ὅσους δέχονται, ὄχι μόνο τὴν ἀδρανῆ σκόνη, ἀλλὰ δέχονται ἀδιάφορα, ἀδιαμαρτύρητα ἢ σιωπῶντες τὴν ἀσεβῆ δράση τῶν Οἰκουμενιστῶν, συμπορεύονται καὶ κοινωνοῦν μαζί τους καὶ ἔτσι ἐπικάθηται ἐπὶ τῶν συνειδήσεών τους ‒ἀναλόγως‒ ὁ δυσδιάκριτος ἢ ὁ εὐδιάκριτος Οἰκουμενιστικὸς αἱρετικὸς ἰός. Δὲν θὰ ἦταν παράτολμο ‒καὶ στηριζόμενοι σὲ πολλὲς ὁμιλίες του‒ νὰ ὑποθέσουμε ὅτι θὰ ἔλεγε, ὅτι, ὅσοι διώκονται ἢ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, μοιάζουν μὲ αὐτοὺς ποὺ τινάζουν ἀπὸ τὰ παπούτσια τους τὴν Οἰκουμενιστικὴ σκόνη καὶ δὲν ἀκολουθοῦν «ἀλλοτρίῳ ποιμένι».

Ὁ ἀπ. Παῦλος ‒στὸ ἴδιο πνεῦμα μὲ τὸν Κύριο ‒ λέγει γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς στὸ ἦθος καὶ τὸ δόγμα: «Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν... στέλλεσθαιὑμᾶς (=ἀπομακρύνεσθε) ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτωςπεριπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ᾿ ἡμῶν» (Β Θεσ. 3, 6). Καί· «Ἔγραψα ὑμῖν μὴ συναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης ἢ λοίδορος ἢ μέθυσος ἢ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν» (Α' Κορ. 5,11).

Ἀλήθεια, ποῦ χωρᾶνε σὲ ὅλα αὐτὰ οἱ θεωρίες περί, ὄχι σύντομης, ἀλλὰ ἀτέρμονης «οἰκονομίας» τῶν δυνητιστῶν;

Παναγιώτης Σημάτης



π. Ἀθανάσιου Μυτιληναίου
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία 146 εἰς τὰς Πράξεις

«Οἱ δὲ ἐκτιναξάμενοι τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν αὐτῶν ἐπ' αὐτοὺς, ἦλθον εἰς Ἰκόνιον» (Πράξεις 13:42).

Οἱ δυὸ Ἀπόστολοι (Παῦλος καὶ Βαρνάβας), ἀφοῦ ἐκτίναξαν τὴν σκόνη ἀπὸ τὰ παπούτσια τους, ἔφυγαν, ἀφοῦ τοὺς ἔδιωξαν οἱ Ἀντιοχεῖς τῇ προτροπῇ τῶν Ἰουδαίων. Ἔβγαζαν τὰ σκονισμένα πέδιλά τους καὶ τὰ τίναζαν γιὰ νὰ δείξουν τὸν ἀποτροπιασμόν τους, ὅτι νά, καὶ ἡ σκόνη ἀπὸ τὸ δικό τους χῶρο (τῶν ἀσεβῶν), ποὺ κάθησε ἐπάνω στὰ παπούτσια μας, δὲν τὸν θέλουμε νὰ τὸν πάρουμε μαζί μας, τὸν τινάζουμε καὶ δὲν θέλουμε τίποτα, τίποτα, τίποτα ἀπὸ σᾶς. Πῶς σᾶς φαίνεται αὐτὴ ἡ συμβολικὴ πράξη τῶν Ἀποστόλων; Ἦταν αὐθαίρετη; Ὄχι ἀγαπητοί μου, δὲν ἦταν αὐθαίρετη. Εἶχαν Ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὸ κάνουν αὐτό. Σχολιάζει ὁ Οἰκουμένιος:

«Ἐνταῦθα πληροῦσιν (οἱ μαθηταί) ὃ προσέταξεν αὐτοῖς ὸ Κύριος, λέγων· Ἐὰν μή τις ὑμᾶς δέξηται, ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν (Ματθ. 10,14). Οὗτοι δὲ οὐ μόνον οὐκ ἐδέξαντο, ἀλλὰ ἀπήλασσαν αὐτοὺς τῶν ὁρίων αὐτῶν (τοὺς ἔβγαλαν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαρχία), ὅπερ ἐστιν χεῖρον. Οὐδὲ γὰρ κονιορτὸν θέλει ἔχειν τοὺς μαθητὰς ὁ Κύριος ἐπὶ τῶν ποδῶν ἐκ τῆς τῶν ἀνοσίων ἀνθρώπων γῆς, δεικνύντας διὰ τούτου ὅτι οὐδὲν ἐκομίσαντο ὑπὸ τῶν ἀπειθῶν».

Θέλοντας ὁ Κύριος νὰ δείξει μὲ αὐτὸ ὅτι τίποτα δὲν πῆραν ἢ δὲν θὰ ἔπαιρναν οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς. Εἶναι πολὺ ἔτσι χαρακτηριστικὸ αὐτό. Βρίσκομε μιὰ ἀνάλογη πράξη εἰς τὸν Ἀβραάμ. Ὅταν ὁ βασιλιᾶς τῶν Σοδόμων, ποὺ ἦταν διεφθαρμένοι ἄνθρωποι, ρώτησε τὸν Ἀβραάμ: «γιὰ τὸ καλὸ ποὺ μᾶς ἔκανες, τί νὰ σοῦ δώσω;» ὁ Ἀβραὰμ εἶπε: «δὲν θέλω οὔτε κορδόνια τῶν παπουτσιῶν νὰ μοῦ δώσεις». Γιατί; Ἦτο ἀσεβὴς βασιλιᾶς. 

Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέγει καὶ ὁ ἅγιος Ἀδελφόθεος Ἰούδας: «Οὔτε ροῦχα νὰ μὴν πάρετε ἐκ τοῦ χρωτὸς αὐτῶν», ἀπὸ τὸ δέρμα ποὺ ἀκουμπάει τὸ ροῦχο. Εἶναι μιὰ πράξη συμβολικὴ γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν θὰ θέλαμε νὰ ἔχομε καὶ τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ κακὸ τὸ ὁποῖο ἐσεῖς κάνετε. Γιατί ἂν πάρουμε πράγματα ἀπὸ σᾶς, τότε μήπως κι ἐμεῖς τιμωρηθούμε!

«Και παν ό,τ ι αν ποιήτε εν λόγω ή έργω, πάντα εν ονόματι Κυρίου Ιησού ποιήτε»

«Εν τω ονόματι του Ιησού…»

Είναι αλήθεια ότι ή πρώτη σύλληψη, από το λογοκρατούμενο πνεύμα μας, της λειτουργίας της επικλήσεως του ονόματος του Ιησού είναι συνήθως μια διαφάνεια νοησιαρχική. Τη διαδικασία της επικλήσεως συλλαμβάνουμε ως καθαρή νοητική λειτουργία. Αλλά αν βιώνουμε έναν ορισμένο βαθμό αγιοπνευματικής εμπειρίας, το πνεύμα μας, καθώς ανοίγει τις πύλες του για να δεχθεί την εικόνα της λειτουργίας της επικλήσεως του ονόματος του Ιησού, δεν υποδέχεται μια παράσταση της διανοίας αλλά μια άγιοπνευματική «Θεία Λειτουργία», στην οποία εκφράζεται συνοπτικά όλη η δυναμική λυτρωτική παρουσία της ζωής του Κυρίου.
Η επίκληση του ονόματος του Ιησού δεν είναι μια τυπική (μηχανική – ψυχολογική) επανάληψη προβολής νοητικών διαφανειών στην οθόνη του πνεύματός μας. 
Είναι αναμφιβόλως η έκχυση της συνολικής δυναμικής του σωτηριολογικού Του έργου στην καθολική μας ύπαρξη.
Πράγματι! Έδώ μπορεί κανείς να θυμηθεί τη διαβεβαίωση του Παύλου· «Ότι η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών διά Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν» (Ρωμ. 5, 5.). Αν η αγάπη του Θεού είναι ο μονογενής Υιός Του, η έκχυση του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας είναι η έκχυση της χάριτος του λυτρωτικού Του έργου σε όλο το χώρο της υπάρξεως μας. Ο απ. Παύλος, μ’ ένα νου βαπτισμένο σε απερίγραπτες ουράνιες εμπειρίες, μας παραδίδει συχνά έννοιες που δεν μπορούμε να καταλάβουμε άμεσα. 
Μπορούμε όμως να …υποψιαζόμαστε τί άπειρο βάθος «σοφίας Χριστού» υπάρχει πίσω από κάθε έννοια που είναι προορισμένη να προσανατολίζει το πνεύμα μας στη συνάντηση και βίωση του Χριστού μέσα μας. Έτσι η προτροπή του «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» είναι μια ευαγγελική διαφάνεια μέσα από την οποία αναφαίνεται η «ανά πάσαν στιγμήν» λυτρωτική ενέργεια της αγάπης του Θεού διά του ονόματος του Υιού Του «εν Αγίω Πνεύματι».
Γι΄ αυτό ο απόστολος θα μας παραδώσει την αδιάλειπτη προσευχή μ’ ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο· την επίκληση του ονόματος του Ιησού· «Παν ό,τι αν ποιήτε εν λόγω, ή έργω, πάντα εν ονόματι Κυρίου Ιησού ποιήτε» (Κολοσ. 3, 17). 
Η καθολική αυτή «χρησιμοποίηση» του ονόματος του Ιησού στις οποιεσδήποτε στιγμές και καταστάσεις της υπάρξεώς μας είναι συγχρόνως μετοχή του όλου ανθρώπου, διά της ιερατικής λειτουργίας του νου, στη «Θεία Λειτουργία» της εν Χριστώ Ιησού σωτηρίας. Όταν δηλ. επικαλούμεθα το όνομα του Κυρίου σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μας, δεν επικαλούμεθα μόνο το άγιο βλέμμα Του ή μόνο την ευλογία της «δεξιάς Του». Επικαλούμεθα όλες τις λεπτομέρειες της καθολικής Του ζωής και παρουσίας, όπως βιώθηκαν από τον Ίδιο και συναπετέλεσαν το λυτρωτικό Του έργο που, εξ άλλου, συνοπτικά εκφράζεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας!
Γι’ αυτό η απαραίτητη συμμετοχή μας στο μυστήριο αυτό είναι, από την άλλη μεριά, η εξασφάλιση της δυνατότητος να επικαλούμεθα το όνομα του Ιησού και να βιώνουμε τη μυστηριακή δραστικότητα του ονόματος αυτού σαν μια πλήρη «Θεία Λειτουργία» μέσα στον «εν ημίν Ναόν του Θεού»! Η επίκληση του ονόματος του Ιησού δεν είναι απλώς μια…προσευχή! Είναι κάτι πολύ περισσότερο της προσευχής που κάνουμε για μια καθησύχαση της χριστιανικής μας αυτοσυνειδησίας! Είναι μια πλήρης Θεία Λειτουργία της υπάρξεως…!
Όντως! Οι δυο μαθητές και απόστολοι του Χριστού, στο θαύμα της θεραπείας του χωλού ανθρώπου, δεν έκαναν μια απλή ενέργεια. Κατά κάποιο τρόπο επετέλεσαν μια «Θεία Λειτουργία»! Με την επίκληση του ονόματος του Ιησού παρέδωσαν τον άνθρωπο αυτό στη μοναδική λυτρωτική διαδικασία, στην ενέργεια της Χάριτος του Θεού που απέρρευσε πλούσια από το Σταυρό του Κυρίου. Εξ άλλου η παράδοση αυτή ήταν για το χωλό άνθρωπο εισαγωγή του στο αδιάλειπτα τελεσιουργούμενο εν Αγίω Πνεύματι έργο της σωτηρίας του ανθρώπου διά του Ιησού Χριστού. Και το έργο αυτό είναι πράγματι μια αδιάλειπτη Θεία Λειτουργία! Γιατί ένα θαύμα μόνο καρπός μιας Θείας Λειτουργίας μπορεί να είναι!

Η θαυματουργική θεραπεία της παραλυμένης σάρκας -η ζωοποίηση εν Χριστώ Ιησού μιας σωματικής νεκρώσεως- μόνο σαν αποτέλεσμα της λυτρωτικής λειτουργίας της παρουσίας και ζωής του Χριστού μπορεί να εννοηθεί. Συνήθως η επιφάνεια του θαύματος είναι μια απλή ενέργεια ή ένας σύντομος λόγος. Αλλά οι λυτρωτικές εν Χριστώ Ιησού ενέργειες, που ολοκληρώνουν το θαύμα, είναι διαδικασίες μιας Θ. Λειτουργίας…! 
Το μήνυμα αυτής της ευαγγελικής διαφάνειας είναι φανερό. Τα υπαρξιακά μας προβλήματα μπορούν να θεραπεύονται μέσα στις σκοτούρες και το άγχος τής καθημερινότητας, αν τα παραδίδουμε διά της επικλήσεως του ονόματος του Ιησού στην αγία τράπεζα της Θείας Λειτουργίας της Ζωής και Παρουσίας του Χριστού …!

«Και παν ό,τ ι αν ποιήτε εν λόγω ή έργω, πάντα εν ονόματι Κυρίου Ιησού ποιήτε». Με τον τρόπο αυτό λειτουργούμε κι εμείς σαν μια Θ. Λειτουργία της υπάρξεως. Γιατί η αδιάλειπτη μετοχή μας στη ζωή και παρουσία του Χριστού μας κάνει να λειτουργούμε εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.

Του αείμνηστου Ιωάννου Κορναράκη
Καθηγητού Θεολογικής Αθηνών


Λόγος περί ψευδοπροφητών και ψευδοδιδασκάλων

Τους αφιερώνω λοιπόν ολόκληρο τον λόγο του Ιερού Χρυσόστομου 
 τον οποίο βρήκα ολόκληρο εδώ κι αξίζει καποιος να τον διαβασει


Παραθέτω καποια ενδεικτικα χωρία:
…Βλέπω όμως μεγάλη διαφορά των τότε ποιμένων με τους τωρινούς. Εκείνοι ήταν αγωνιστές, τούτοι φυγόμαχοι. Εκείνοι ενδιαφέρονταν για τα δόγματα και τα ιερά βιβλία, τούτοι για τα ιμάτια και τα διαδήματα. Αυτοί αφήνουν τα πρόβατα και φεύγουν ως μισθωτοί˙ εκείνοι έθεταν και την ψυχή τους υπέρ των προβάτων, μιμούμενοι τον Καλό Ποιμένα. Πόσο άξιοι θαυμασμού οι μακάριοι εκείνοι άνδρες, των οποίων τα ονόματα έχουν γραφτεί στο βιβλίο της ζωής˙ τους οποίους φοβήθηκαν οι δαίμονες και τρόμαξαν οι αιρετικοί˙ και «Ἐφράγη στόμα λαλούντων ἄδικα» (Ψαλμ. 62.12).
…Και μη θαυμάζεις αν οι ποιμένες γίνονται λύκοι, διότι προς τους ποιμένες και τους πρεσβυτέρους απευθυνόμενος ο Παύλος έλεγε, ότι «Ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα» (Πραξ. 20.30). 
…..Έλα κι εσύ Παύλε, το σκεύος της εκλογής, και πες μας ο ίδιος κατά την δοθείσα σσε σένα χάρη του Θεού, μίλησέ μας για τον παρόντα πονηρό αιώνα. Φανέρωσε τους κρυφούς λύκους, στηλίτευσε και νίκησε τους κλέφτες της αγίας ποίμνης του Θεού. Ο Παύλος είπε, «Οἶδα ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς͵ μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πραξ. 20.29). 
Βλέπεις παντού τους θεολόγους που συμφωνούν με τον Διδάσκαλο σχετικά με τους άθεους αιρετικούς, ονομάζοντάς τους σκύλους και λύκους; Όπως και αλλού λέγει ο Παύλος, «Βλέπετε τοὺς κύνας͵ βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας͵ βλέπετε τὴν κατατομήν. Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης. Βλέπετε ἀκριβῶς πῶς περιπατεῖτε͵ ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Φιλ. 3.2). 
Ποιος θα δικαιολογηθεί ότι δεν ήξερε, όταν ακούει τέτοιες προειδοποιήσεις; Και αλλού πάλι, «Μὴ παραδέχεσθε αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν» (Τιτ. 3.10). Και πάλι, «Διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις μὴ παραφέρεσθε» (Εβρ. 13.9), και πάλι, «Αἱρετικοὶ ἄνθρωποι προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον͵ πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β’ Τιμ. 3.13), και αλλού, «Τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν» (Τιτ. 1.15). 
Ακούστε τα αυτά εσείς που κάνετε αγάπες μαζί τους˙ πως θα ξεφύγετε από την τιμωρία που έρχεται πάνω σας, όσοι μολύνεστε μαζί μ’ αυτούς τρώγοντας και πίνοντας; Πως τολμάτε να προσέρχεστε στα θεία και φρικτά μυστήρια του Χριστού; Ή μήπως δεν ακούσατε τον μακάριο Παύλο που βοά, ότι «Οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πιεῖν͵ καὶ ποτήριον δαιμόνων· οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν͵ καὶ τραπέζης δαιμονίων» (Α’ Κορ. 10.21). 
Φύγετε μακριά από αυτούς και μη έχετε επαφή με την ακαθαρσία. Άραγε θα σας πείσουμε; ή μήπως μάταια κοπιάζουμε και μιλάμε στον αέρα; Πλην όμως γι’ αυτούς που θελουν και ενδιαφέρονται να μάθουν τον λόγο και να τον εφαρμόσουν, δεν θα ραθυμήσω, ούτε θ’ απομακρυνθούμε από τα λόγια του Παύλου. Θα τα ξαναπώ και ακούστε, «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β’ Κορ. 6.14). 
Που είναι εκείνοι οι αθυρόστομοι, που λένε ότι δεν αναφέρονται αυτά στην Αγία Γραφή; [Αυτοί για τους οποίους ισχύει]« Ὧν ὁ Θεὸς ἡ κοιλία͵ καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν͵ οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες»( Φιλ. 3.19); Αυτά ο Παύλος παρακαλεί και διδάσκει και προτρέπει˙ ο Παύλος, το σκεύος της εκλογής, το περιτείχισμα της Εκκλησίας, ο πολύαθλος και γενναίος, η θεόφθογγος λύρα, ο κήρυκας του Χριστού, ο καταγραφέας των δογμάτων, η σάλπιγγα του Λόγου, ο ρήτορας της ευσεβείας, η σαγήνη των εθνών.

Σταύρος

"...λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι του ποιμνίου"!



Σύνεδροι της αιρετικής εν Κολυμπαρίῳ Συνόδου!

Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτὸν εἶπεν αὐτοῖς· Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ͵ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους͵ ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ͵ ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ αἵματος. Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε͵ μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν.

(Ἀπόστολος παῦλος, Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, κεφ. 20)

« τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης...;



« τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;
θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός
ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;
καθώς γέγραπται ὅτι
ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν·
ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς.
ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν
διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς.
πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή
οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις
οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα
οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα
δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ
Κυρίῳ ἡμῶν».

(Πρός Ρωμ. 35-39).


http://agiameteora.net/

Πειθεσθε τοις ηγουμένοις υμων

Διατί δὲν πρέπει «νὰ πειθώμεθα εἰς τοὺς Ἀρχιερεῖς τοὺς κακοὺς κατὰ τὴν πίστιν;»

«Ἐὰν ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει αἱρετικὰ δόγματα, φεῦγε ἀπὸ αὐτόν»

Ἁγίου Νικοδήμου: Ἑρμηνεία εἰς τὸ
«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν»

«Ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάμνει τὸν λόγον περὶ Ἐπισκόπων καὶ Ἀρχιερέων· ἀφοῦ δὲ πρότερον ἐπαίνεσεν αὐτοὺς μὲ τὸν λόγον, ὁποῦ εἶπεν ἀνωτέρω, ὅτι αὐτοὶ εἶναι πιστοὶ καὶ ἄξιοι νὰ ζηλεύωνται ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ τοὺς θεωροῦσι· «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν... ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς, μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. ιγ' 7)· ἀφοῦ λέγω, ἐπαίνεσεν αὐτοὺς πρότερον, διὰ τοῦτο τώρα λέγει ἐδῶ, ὅτι πείθεσθε εἰς τοὺς τοιούτους Ἐπισκόπους καὶ Ἀρχιερεῖς σας, ἀδελφοί μου Χριστιανοί.

Ἀλλ' ἤθελεν εἰπῇ τίνας· τί λοιπόν; Πρέπει νὰ πειθώμεθα εἰς κάθε ἡγούμενον καὶ ἀρχιερέα καὶ ἄρχοντα, κὰν εἶναι κακός; Ἐγὼ δέ σοι ἀποκρίνομαι· κατὰ τί λέγεις, Χριστιανέ, πὼς εἶναι ὁ ἀρχιερεὺς καὶ ἡγούμενός σου κακός; Εἰ μὲν καὶ εἶναι κατὰ τὴν πίστιν κακός, ἤγουν εἰ μὲν ἔχει αἱρετικὰ δόγματα καὶ βλάσφημα, φεῦγε ἀπὸ αὐτόν, κὰν καὶ εἶναι Ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανόν· εἰ δὲ καὶ εἶναι κατὰ τὴν ζωὴν καὶ πολιτείαν κακός, πείθου εἰς αὐτόν· λέγει γὰρ ὁ Κύριος περὶ τῶν τοιούτων “ὅτι ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι· πάντα οὖν ὅσα ἂν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γὰρ καὶ οὐ ποιοῦσι” (Μάτθ. κγ' 3)(*).

Περὶ δὲ τῶν αἱρετικῶν καὶ διεφθαρμένων κατὰ τὴν πίστιν Ἐπισκόπων καὶ Ἡγουμένων, εἶπεν ὁ Παῦλος ἀνωτέρω νὰ μὴ περιφερόμεθα ἀπὸ τὰς διδασκαλίας των· “διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις (τῆς πίστεως δηλ. καὶ τῶν ὀρθῶν δογμάτων) μὴ παραφέρεσθε” (Ἑβρ. ιγ' 9).

Διατί δὲ πρέπει νὰ πειθώμεθα μὲν εἰς τοὺς Ἀρχιερεῖς τοὺς κακοὺς κατὰ τὴν πολιτείαν, ὄχι δὲ εἰς τοὺς κακοὺς κατὰ τὴν πίστιν; ἐπειδὴ ἐκεῖνος μὲν ὁ Ἀρχιερεύς, ὁποῦ πολιτεύεται κακῶς, δὲν θέλει συμβουλεύσει ποτὲ καὶ τοὺς ἄλλους διὰ νὰ πολιτεύωνται κακῶς, διότι καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος πράττοντας τὰ κακὰ ἔργα, ἐντρέπεται· καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸν ἀπὸ τοῦτο, ἤγουν διατὶ αὐτὸς κάθε μηχανὴν καὶ τρόπον μεταχειρίζεται νὰ κρύπτη ἀπό τους ἀνθρώπους τὰ κακὰ ἔργα ὁποῦ κάμνει, ὅθεν ἐκεῖνα ὁποῦ κρύπτει, πῶς ἠμπορεῖ νὰ τὰ διδάσκῃ εἰς τοὺς ἄλλους; Ἐκεῖνος δὲ ὁ Ἀρχιερεύς, ὁποῦ εἶναι κατὰ τὴν πίστιν κακός, αὐτὸς δὲν εἶναι δυνατὸν ἕως τέλους νὰ μὴ κηρύξῃ καὶ εἰς τὸν λαόν, ἐκεῖνο τὸ αἱρετικὸν φρόνημα, ὁποῦ ἔχει μέσα εἰς τὴν καρδίαν του».

(Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ΄ Ἐπιστολὰς τοῦ ἀπ. Παύλου, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολήν, κεφ. ιγ΄, σελ. 749-751).
________________________
(*) (Ὑποσ. ἁγ. Νικοδήμου:) Ὅθεν εἶπεν ὁ θεῖος Χρυσόστομος περὶ τοῦ Ἱερέως καὶ Ἀρχιερέως· «εἰ μὲν γὰρ δόγμα ἔχει διεστραμμένον, κὰν Ἄγγελος ᾖ, μὴ πείθου, εἰ δὲ ὀρθὰ διδάσκει, μὴ τῷ βίῳ πρόσεχε, ἄλλα τοῖς ρήμασι» (Λόγος Β' εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Β'). Καὶ πάλιν λέγει· «Οὐκ οἶδας τί ἐστιν ὁ ἱερεύς; “Ἄγγελος Κυρίου ἐστί”. Μὴ γὰρ τὰ ἑαυτοῦ λέγει; Εἰ καταφρονεῖς αὐτοῦ, οὐκ αὐτοῦ καταφρονεῖς, ἀλλὰ τοῦ χειροτονήσαντος αὐτὸν Θεοῦ. Καὶ πόθεν δῆλον ὅτι ὁ Θεὸς ἐχειροτόνησεν αὐτόν, φησίν; Οὐκοῦν, εἰ μὴ ταύτην ἔχεις τὴν ὑπόληψιν, ἡ ἐλπίς σου κεκένωται. Εἰ γὰρ μηδὲν ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς δι' αὐτοῦ, οὔτε λουτρὸν ἔχεις, οὔτε μυστηρίων μετέχεις, οὔτε εὐλογιῶν ἀπολαύεις· οὐκ ἄρα Χριστιανὸς εἶ.
Τί οὖν φησί· πάντας ὁ Θεὸς χειροτονεῖ, καὶ τοὺς ἀναξίους; Πάντας μὲν ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ, διὰ πάντων δὲ αὐτὸς ἐνεργεῖ, εἰ καὶ αὐτοὶ εἶεν ἀνάξιοι, διὰ τὸ σωθῆναι τὸν λαόν. Εἰ γὰρ δι' ὄνου, καὶ διὰ Βαλαάμ, διὰ μιαροῦ ἀνθρώπου, τοῦ λαοῦ ἕνεκεν ἐλάλησε, πολλῷ μᾶλλον διὰ τοῦ ἱερέως». Ὅρα καὶ τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ «πάντα γὰρ ὑμῶν ἐστιν εἴτε Παῦλος εἴτε Ἀπολλὼς εἴτε Κηφᾶς» (Α' Κόρ. γ' 22).

ANEΠΙΘΥΜΗΤΟΣ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΠΑΝΗΓΥΡΤΖΙΔΕΣ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ



Τὰ μεγάλα συλλείτουργα καὶ ἡ πολυτέλεια τῶν σημερινῶν δεσποτάδων δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.

Θὰ μαζευτοῦν καὶ δεσποτάδες μὲ τὰ ἐγκόλπιά τους καὶ μὲ τὶς σπινθηροβολοῦσες μίτρες τους, θὰ μαζευτοῦν ὅλοι ἐπάνω ἐκεῖ. Ἔ, Χριστιανοί μου, σᾶς ἐνθουσιάζει αὐτὴ ἡ πανήγυρις; σᾶς ἐνθουσιάζουν αἱ στολαὶ αἱ λαμπραὶ τῶν παπάδων μας καὶ τὰ ῥαβδιὰ τὰ δεσποτικὰ καὶ τὰ στέμματα καὶ οἱ φωνὲς καὶ οἱ πανηγύρεις; Δὲν ξέρω.

Σᾶς κάνω μιὰ ὑπόθεσι μόνο. Φαντασθῆτε τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ εἶνε ὅλοι αὐτοὶ μαζεμένοι ἐκεῖ, νά ᾽ρχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος· μὲ τὸ ῥαβδί του, χωρὶς νά ᾽χῃ μίτρες στὸ κεφάλι… Πώ πω! δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο μὲ μία μίτρα, δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο μὲ μπαστούνια καὶ πολυτέλεια, δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο μὲ αὐτοκίνητα πολυτελείας, δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο μὲ διαταγὰς καὶ ἀστραπὰς καὶ βροντάς· δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ τὸν Παῦλο σὰν Ἀλῆ πασᾶ νὰ κυβερνᾷ τοὺς πιστούς. 
Δὲν μπορῶ νὰ φαντασθῶ ἔτσι τὸν Παῦλο· εἶνε μιὰ ἄρνησις τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅλη αὐτὴ ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἱερατείου μας.


Ἐὰν πραγματικῶς λοιπόν, μὲ ἀλεξίπτωτο τοῦ οὐρανοῦ, ἔπεφτε ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὰ οὐράνια κάτω στὴ γῆ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ ἔλεγαν «Ὁ Παῦλος ὁ ἀπόστολος!», –ὤ τότε, ἀδελφοί μου– θὰ ἄλλαζε ὅλη αὐτὴ ἡ ψευδής σκηνοθεσία, ὅλο αὐτὸ τὸ φεστιβὰλ τὸ ὁποῖο ἑορτάζουνε ὅλοι αὐτοί οἱ ψαλτάδες, οἱ παπᾶδες μὲ τὰ λαμπρά τους ἄμφια, οἱ δεσποτάδες). Καὶ μόνον αὐτοί; Καὶ ἐμεῖς ὅλοι, ἀδελφοί μου· καὶ ὅλη ἡ Ἀθήνα, καὶ ὅλη ἡ Ἑλλάδα, μὲ τὸ λαὸ καὶ τὸν κλῆρο της, μὲ τοὺς φτωχούς, μὲ τοὺς πλουσίους, μὲ τοὺς βασιλιᾶδες της. Ἐὰν μᾶς στύψῃς ὅπως στύβεις τὸ λεμόνι, ἂν μᾶς στύψῃς ὅλους (παπᾶδες, ψαλτάδες, δεσποτάδες, καλογέρους, ἀσκητάδες, ἱεροκήρυκας, θεολόγους), ἐὰν μᾶς στύψῃς ὅλους, τὸ νυχάκι τοῦ Παύλου δὲν κάνουμε.
Ἄχ Χριστιανοί μου! Ἕνας Παῦλος ἦταν αὐτός –ὅταν τὸ σκέπτομαι κλαίω–, καὶ ἔγινε ἠλεκτρικὴ σκούπα καὶ καθάρισε τὴν Ἑλλάδα· ὀγδόντα δεσποτάδες, ἑκατὸ ἱεροκήρυκες, ὀκτὼ χιλιάδες παπᾶδες ἐμεῖς, καὶ ἡ Ἑλλάδα ἐβρώμισε. Πού, ἂν εἴχαμε Πνεῦμα Θεοῦ, θὰ εἴχαμε ἀνακαινίσει τὸν κόσμο ὅλο. Ἄχ Παῦλε, ἄχ Παῦλε!
Καὶ ἂν ἤρχετο ὄχι στὸ 53 μ.Χ. ποὺ ἦρθε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλὰ ἂν ἐρχόταν σήμερα στὸ «κλεινὸν ἄστυ» ὁ ἀπόστολος Παῦλος, θὰ εἶχε καὶ σήμερα ἐχθρούς. Ἀλλὰ ἂς μὲ συχωρέσῃ ὁ Θεὸς γι᾽ αὐτὴν τὴν πικρὰν ἀλήθεια ποὺ θὰ πῶ. Ἂν καὶ ξέρω ὅτι μέσα στὸ ἀκροατήριό μου ἔχω κατασκόπους οἱ ὁποῖοι παρακολουθοῦν τὸ γνήσιο καὶ ἀποστολικὸ καὶ ῥιζοσπαστικὸ κήρυγμά μου, μιλῶ καθαρὰ ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, καὶ ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶνε ἂς προσπαθήσῃ νὰ μὲ διαψεύσῃ καὶ νὰ κατηγορήσῃ ὅ,τι θέλει. Ἐὰν ἐρχότανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἀθήνα μέσα, στὴν Ἑλλάδα μέσα, οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροί του, ποὺ δὲν θὰ τὸν ἀφήνανε νὰ μείνῃ οὔτε εἰκοσιτέσσερις ὧρες, οὔτε νὰ πιῇ ἕνα ποτήρι νερό, θὰ ἤτανε – ποιοί, ἀδελφοί μου; Δὲν τὸ λέτε· θὰ ἦταν οἱ δεσποτάδες.
Ὄχι ἀγαπητοί μου ὅλοι. Ὄχι ὅλοι, ἀλλὰ οἱ κακοὶ ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἐδίωξαν ἕνα Μέγα Βασίλειο, ἕνα Χρυσόστομο καὶ ἀργότερα ἕνα Μέγα Ἀθανάσιο· οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι, περὶ τῶν ὁποίων εἶπε ὁ Χρυσόστομος ὅτι «Οὐδὲν δέδοικα ὡς ἐπισκόπους πλὴν ἐνίων» (τίποτα δὲν φοβήθηκα ὅσο τοὺς ἐπισκόπους ἐκτὸς ἀπὸ μερικούς)
Οἱ κακοὶ ἐπίσκοποι δὲν θὰ τὸν ἀφήνανε νὰ μείνῃ οὔτε εἰκοσιτέσσερις ὧρες. Δὲν θὰ τολμοῦσε. Ποῦ νὰ πάῃ ὁ Παῦλος; Νὰ πάῃ στὸ Μεσολόγγι; Οἱ παράνομοι καὶ ἀντικανονικοὶ δεσποτάδες –γιατὶ θὰ εἶχε ἕνα ραβδὶ φωτιὰ καὶ λαύρα– θὰ τοῦ ἔλεγαν· «Ἐμεῖς ἐδῶ στὸ Μεσολόγγι ἔχουμε ἱεροκήρυκας σπουδαίους καὶ μεγάλους». Θὰ πήγαινε στὰ Γιάννενα; «Ἔχουμε ἱεροκήρυκας». Θὰ πήγαινε στὸ Βόλο; «Ἔχουμε ἱεροκήρυκας». 
Ὅπου νὰ πήγαινε, δὲν θὰ μποροῦσε να σταθῇ. Εὐγενέστεροι ἦσαν οἱ Ἀθηναῖοι τὰ χρόνια ἐκεῖνα· τὸν ἀνεβάσανε ἐπάνω στὸ βῆμα τοῦ Ἀρείου πάγου (βλ. Πράξ. 17,19 κ.ἑ.). 
Ἂν ἐρχόταν τώρα, ἡ δημοσία ἀσφάλεια θὰ τὸν συνελάμβανε ὡς ἐπικίνδυνο καὶ θὰ τὸν ὡδηγοῦσε στὴν ἐξορία, δὲν θὰ τὸν ἄφηνε νὰ μείνῃ οὔτε εἰκοσιτέσσερις ὧρες.

Ὤ θεομπαῖκτες, ὤ ὑποκριταί, ὢ φεστιβὰλ θρησκευτικό!… Ὅταν παρουσιαστῇ πνεῦμα τὸ ὁποῖον ἔχει σπινθῆρα ἀποστόλου Παῦλου, δὲν γίνεται δεκτός. Ἐντὸς ὀλίγου μέσα εἰς τὴν Ἑλλάδα δὲν θὰ ὑπάρχῃ θέσι [γι᾽ αὐτόν]. Ἐὰν κατισχύσῃ ἡ ἀνομία, ἡ ἀσέβεια, ἡ ἁμαρτία, δὲν θά ᾽χῃ θέσι. 
Κάθε τίμιος κληρικὸς ποὺ πιστεύει στὸν Ἐσταυρωμένο, κάθε κληρικὸς μὲ παρρησία καὶ ἔλεγχο, δὲν θά ᾽χῃ θέσι. Μέσα στὴν φαυλοκρατούμενη ἐκκλησία δὲν θά ᾽χουν θέσι οἱ τίμιοι ἄνθρωποι.
Ἀλλ᾽ ὦ Παῦλε ἀπόστολε. Ἐσὺ ποὺ ἀγάπησες τὸ γένος μας, ἐλθὲ καὶ πάλι ἐν μέσῳ ἡμῶν. Παρηγόρησέ μας, ἐνίσχυσέ μας, δῶσε μας καὶ πάλι τὴν Ἑλλάδα μας. Καὶ τότε, τὰ βράχια θὰ τινάξουν ρόδα πρὸς τιμὴν τῆς ἁγίας Τριάδος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

«Εξαγοραζόμενοι τον καιρόν»

Περισσότερο ὠφελεῖται κανείς μελετώντας καθημερινά τό νόμο τοῦ Θεοῦ, παρά ὁποιοδήποτε ἄλλο βιβλίο. Γιατί μέσα στή Γραφή εἶναι κρυμένα νοήματα ἁγιοπνευματικά, πού ὄχι μόνο χαρίζουν ἀνέκφραστη ἡδονή στήν ψυχή, μά καί τήν ἀνεβάζουν στόν οὐρανό, πάνω ἀπό τά γήινα καί κοσμικά πράγματα.
Ἄς δοῦμε λοιπόν τώρα κάτι μέσα ἀπό τίς σελίδες τῆς Γραφῆς.
Ἄς ἐξετάσουμε μέ ἀκρίβεια μερικά θεόπνευστα λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γιά νά ἀπολαύσουμε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή μας.
Ἕνα ἀπό τά σημαντικά ἀποστολικά παραγγέλματα εἶναι καί τοῦτο: «Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι». Ὅπως κάθε ἔμπορος, κάθε γεωργός καί τεχνίτης χρειάζεται νά ἔχει φροντίδα κι’ ἐπιμέλεια στό ἔργο του, γιατί διαφορετικά ζημιώνεται, ἔτσι συμβαίνει καί στά ἔργα τά πνευματικά.
Θά σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα:
Ὅταν ὅλοι οἱ πραματευτές τρέχουν στό πανηγύρι καί ἀγωνίζονται μέ κάθε τρόπο νά πουλήσουν τήν πραμάτια τους, ἕνας ὅμως πραματευτής χαζεύει τριγυρίζοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ, στά ξεφαντώματα καί στά μεθύσια τῶν πανηγυριστῶν, χωρίς νά νοιάζεται ἄν θά πουλήσει τά ἐμπορεύματά του, σᾶς ρωτάω, ποιός ἀξιοποιεῖ καί χρησιμοποιεῖ ὠφέλιμα τό χρόνο; Ἐκεῖνος πού τόν ξοδεύει σέ μάταια κι’ ἀνώφελα πράγματα, ἤ οἱ ἄλλοι, πού πουλᾶνε τά ἐμπορεύματά τους καί κερδίζουν χρήματα;
Ὕστερ’ ἀπ’αὐτό, ἄς ἐξετάσουμε τά νοήματα τοῦ ἀποστολικοῦ ρητοῦ, γιά νά μάθουμεπῶς χρησιμοποιεῖ κανείς ὠφέλιμα τόν καιρό, ποιός εἶναι ὁ καιρός αὐτός, καί ποιές εἶναι οἱ πονηρές ἡμέρες, γιά τίς ὁποῖες μιλάει ὁ ἀπόστολος.
Καιρός πραμάτειας κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἡ παρούσα ζωή. Καί πονηρές ἡμέρες εἶν’ ἐκεῖνες, πού δέν τίς μεταχειρίζεται κανείς ὅπως πρέπει. Κάθε ἄνθρωπος λοιπόν, πού πολιτεύεται στήν 
παρούσα ζωή μέ σωφροσύνη καί ἀρετή, καί ὑποφέρει μέ γενναιότητα καί ὑπομονή ὅλες τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς, πού τοῦ προξενοῦν ὁρατοί καί ἀόρατοι ἐχθροί, αὐτός ἐξαγοράζει τόν καιρό μέ φρόνηση. Σοφός πραματευτής τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς εἶν’ ἐκεῖνος, πού ἐκμεταλλεύεται ὅλες τίς εὐκαιρίες τῶν ἀδικιῶν, τῶν ἀτιμιῶν καί τῶν ὀνειδισμῶν, γιατί σκέφτεται τό πνευματικό κέρδος ἀπό τήν καρτερική ἀντιμετώπισή τους.
Ὁ συνετός λοιπόν ἄνθρωπος ἀγοράζει αὐτό τό θησαυρό μέ τήν ὑπομονή καί τρέχει σ’αὐτό τόν ἀγώνα μέ χαρά, ξέροντας πώς οὔτε οἱ νηστεῖες οὔτε οἱ ἀγρυπνίες οὔτε οἱ ἄλλοι πνευματικοί καί ἀσκητικοί ἀγῶνες δέν προσφέρουν τόσα στήν ψυχή, ὅσα προσφέρουν οἱ θλίψεις καί οἱ καταφρονήσεις.
Ὅταν δύο ἄνθρωποι πιέζονται ἀπό ἕναν τύραννο νά παραβοῦν τό νόμο τοῦ Θεοῦ, κι’ ὁ ἕνας φύγει καί κρυφτεῖ, δειλιάζοντας μπροστά στίς τιμωρίες καί τά βάσανα, ἐνῶ ὁ ἄλλος μείνει καί ὁμολογήσει μέχρι τό θάνατο, ποιός ἀπό τούς δύο ἐξαγόρασε πιό σοφά καί κερδοφόρα τόν καιρό; Ἐκεῖνος πού δειλίασε κι’ ἔφυγε, κερδίζοντας λίγα χρόνια ἀκόμα γήινης ζωῆς, ἤ ὁ ἄλλος πού θυσιάστηκε, κερδίζοντας τήν αἰώνια ζωή; Ἀσφαλῶς ὁ δεύτερος.
Ὅσοι λοιπόν ὑπομένουν καρτερικά τίς θλίψεις, τούς διωγμούς καί τούς πειρασμούς τῆς ζωῆς αὐτῆς, μέ σκοπό νά εὐαρεστήσουν τόν Θεό, ἐκεῖνοι ἐξαγοράζουν τά οὐράνια ἀγαθά καί τήν ἀτελεύτητη εὐφροσύνη. Καί μέ τό σωματικό θάνατο ἐξαγοράζουν τήν αἰώνια καί ἀθάνατη ζωή μαζί μέ τόν Αἰώνιο καί Ἀθάνατο Θεό. Καί ὅπως ἕνας πραματευτής, ὅταν βρεῖ καλό ἐμπόρευμα σέ χαμηλή τιμή, μέ χαρά καί προθυμία πληρώνει ὅσο-ὅσο γιά νά τό ἀποκτήσει, ἔτσι κι’ ἐκεῖνος πού ἀγαπάει ἀληθινά τόν Θεό, ὅταν πρόκειται γιά τά αἰώνια ἀγαθά, μέ χαρά καί προθυμία τά ἀγοράζει ἀκόμα καί μέ θάνατο, ἀφοῦ αὐτός δέν εἶναι παρά ἡ γέφυρα πού ὁδηγεῖ στήν Βασίλεια τῶν Οὐρανῶν.
Ἀλλά οἱ φιλόδοξοι, οἱ φιλόσαρκοι καί οἱ φιλοχρήματοι ἄνθρωποι δέν κάνουν ἔτσι. 
Δέν μποροῦν νά σηκώσουν τήν ἀπειλή, τή χλεύη, τήν περιφρόνηση τοῦ κόσμου, τή στέρηση τῶν ἀπολαύσεων καί τή χρηματική ζημία. Γι’ αὐτό προδίδουν τά οὐράνια καί ἄφθαρτα, προτιμώντας τά γήινα καί φθαρτά. Γιά τά προσωρινά, χάνουν τά αἰώνια. Γιά πράγματα πού δέν ἀξίζουν τίποτα, χάνουν τή σωτηρία τους. Αὐτοί δέν εἶναι καλοί πραματευτές τῆς ζωῆς αὐτῆς. Τήν ἀσήμαντη πραμάτεια τῆς πρόσκαιρης ἀπολαύσεως τήν πληρώνουν πολύ ἀκριβά: μέ τήν αἰώνια κόλαση!
Ἐμεῖς λοιπόν, «ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν» τῆς ζωῆς, ἄς δώσουμε μέ προθυμία τήν προαίρεσή μας στήν εὐργεσία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, γιά ν’ ἀποκτήσουμε τό κέρδος τῆς ἀρετῆς, νά πλουτίσουμε μέ τό θησαυρό τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά γίνουμε μέτοχοι τῶν ἀνεκτίμητων καί ἀτέλειωτων ἀγαθῶν τοῦ Παραδείσου.
Ἄς ἐξαγοράσουμε τή φρόνηση τῆς ψυχῆς μέ τήν καταφρόνηση τῶν πρόσκαιρων τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Ἄς ἐπιζητοῦμε τά πνευματικά χαρίσματα, «τά χαρίσματα τά κρείττονα», καί ἄς ἁπαλασσόμαστε μέ συνεχῆ ἀγώνα ἀπό τό σαρκικό φρόνημα, πού σέρνει τήν ψυχή σέ ἄλογες ὁρμές καί κάνει ὅλο τόν ἄνθρωπο ζῶο ἄλογο. Ἄς μήν παραδίνουμε τά μέλη τοῦ σώματός μας «δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καί τῇ ἁμαρτίᾳ εἰς τήν ἀνομίαν», ἀλλά νά τά κάνουμε «δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν».
Ἄς ἐξαγοράσουμε τή δικαιοσύνη – μέ τήν ὁποία γινόμαστε οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ – μέ τήν εὐσέβεια, καί ἄς προτιμᾶμε τήν ἀρετή ἀπό τήν κακία, γιά νά μήν ἀνοίξουμε τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας στό διάβολο. Καί στό μέν σῶμα νά δίνουμε «διατροφάς καί σκεπάσματα» τόσα, ὅσα χρειάζεται γιά νά ζεῖ. Τήν ψυχή πάλι νά τήν τρέφουμε μέ προσευχές καί δάκρυα καί μελέτη τῶν ἱερῶν Γραφῶν καί βιβλίων.
Ἄς ἐξαγοράσουμε τήν ὑγεία καί σωτηρία τῆς ψυχῆς μας μέ πολλή ὑπομονή στούς πειρασμούς, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κύριου: «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν».
Ἄς ἀντιστεκόμαστε στήν ἁμαρτία μέ φρόνημα γενναῖο.
Ἄς χτυπᾶμε τόν ἐχθρό μέ τά ὅπλα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἄς κακοπαθοῦμε σάν καλοί στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, μέ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, προσευχές πένθος καί μετάνοια, γιά ν’ ἀξιωθοῦμε τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης.
Ἄς ἐξαγοράσουμε τήν ἁγνότητα τοῦ σώματός μας μέ τήν ἐγκράτεια καί τήν ταπείνωση, μισώντας τά αἰσχρά ἔργα καί τίς προτροπές τῆς σάρκας, πού πολεμάει μέ λύσσα τό πνεῦμα.
* Ἄς γνωρίζουμε, πώς τότε μόνο θ’ ἀποφύγουμε τήν κατάκριση τῆς συνειδήσεως, τό μολυσμό τῆς καρδίας καί, προπαντός τήν ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐκμεταλλευθοῦμε συνετά τόν καιρό μας καί περάσουμε μέ δικαιοσύνη καί σωφροσύνη τό δρόμο τῆς ζωῆς αὐτῆς, σηκώνοντας ἰσόβια μέ γενναιότητα «τό βάρος τῆς ἡμέρας καί τόν καύσωνα».
«Ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν», δέν θά φοβηθοῦμε «τήν ἡμέραν ἐκείνην τήν φοβεράν» τῆς Κρίσεως, γιατί θά ἔχουμε ἤδη ἀποκτήσει τόν «πολύτιμον μαργαρίτην» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Τό ὁποῖο εὐαρεστήσαμε, δίνοντάς Του ὅλα μας τά θελήματα, τά φρονήματα, τίς διαθέσεις καί τίς δυνάμεις.

(“ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Πνευματικά κεφάλαια βασισμένα σέ κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή. Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης http://HristosPanagia3.blogspot.com

Πώς θεραπεύονται οι αναμνήσεις

Ρώτησα μια ηλικιωμένη γυναίκα στην Εκκλησία του Παλαιού Νεκροταφείου, όταν σχόλασε η Θεία Λειτουργία: πώς θεραπεύονται οι αναμνήσεις και μου είπε, «τις ξαναζούμε υπό το πνεύμα του Χριστού».
Βέβαια, αυτό δεν μπορεί κανείς να το κάνει μόνος του. Πρέπει να γίνει εντός της Εκκλησίας, υπό την καθοδήγηση γέροντος στην εξομολόγηση. Δεν μπορούμε να θεραπεύσουμε από μόνοι μας τον εαυτό μας. Στην Ορθοδοξία πιστεύουμε ότι η θεραπεία είναι ενέργεια της Θείας Χάρης. Από εμάς εξαρτάται να αφαιρέσουμε τα εμπόδια που εμποδίζουν την Θεία Χάρη να μας επισκεφθεί: 
Αδελφοί, καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού, γράφει ο Απόστολος Παύλος στην Δεύτερη προς Κορινθίους επιστολή του.

Του Μόσχου Λαγκουβάρδου
"Πνευματικό ημερολόγιο"

Και όταν είχαμε περισσότερα, πάλι δεν μέναμε ευχαριστημένοι...


Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος βρισκόταν φυλακισμένος στὴ Ρώμη, κατὰ τὴν πρώτη φυλάκισή του, οἱ Χριστιανοὶ τῶν Φιλίππων τοῦ ἔστειλαν μὲ τὸν Ἐπαφρόδιτο διάφορα χρήσιμα πράγματα, γιὰ νὰ τοῦ συμπαρασταθοῦν. Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε μὲ τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολή του, στὴν ὁποία τοὺς εὐχαριστεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ τοῦ ἔδειξαν καὶ προσθέτει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς: Δείξατε ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη σας, διότι ἀναλογισθήκατε ὅτι ὑποφέρω. Ἀλλὰ δὲν ὑποφέρω. Διότι ἐγὼ ἔμαθα σὲ ὅποιες περιστάσεις κι ἂν βρίσκομαι, νὰ ἀρ­κοῦμαι σ̕ ὅσα ἔχω. «Ἐγὼ γὰρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρ­κης εἶναι». Γνωρίζω νὰ ὑπομένω καὶ τὶς ταπεινώσεις τῶν στερήσεων, γνωρίζω καὶ νὰ ζῶ χωρὶς πολυτέλεια καὶ ἀλαζονεία, ὅταν τὰ ἔχω περίσσια. Σὲ κάθε περίσταση καὶ σὲ καθετὶ ποὺ μοῦ συμβαίνει, ἔχω μάθει τὸ μυστικό: καὶ νὰ χορταίνω καὶ νὰ πεινῶ, καὶ νὰ κάνω καλὴ χρήση ὅταν τὰ ἔχω ἄφθονα, καὶ νὰ ὑπομένω εὐχάριστα τὴ στέρηση (Φιλιπ. δ΄ 11-12).

Καὶ ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τοὺς στίχους αὐτούς, «ἴσος ἦν ἔν τε ἐνδείᾳ ἔν τε πλησμονῇ, οὔτε ἐκεῖθεν πιεζόμενος, οὔτε ἐντεῦθεν χαυνούμενος» (PG 62, 289). Ἦταν ὁ ἴδιος καὶ στὴ στέρηση καὶ στὴν ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν: οὔτε δυσανασχετοῦσε στὴ στέρηση, οὔτε γινόταν μαλθακὸς στὴν ἀφθονία. Συνήθισε νὰ ἀρκεῖται στὰ ἀπαραίτητα. Ἀσκήθηκε νὰ εἶναι εὐχαριστημένος καὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα.

Αὐτὸ τὸ δύσκολο μάθημα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τὸ ἔμαθε ὁ Ἀπόστολος στὶς ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες του. Πόσες φορὲς βρέθηκε σὲ ἀνάγκη! «Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν», γράφει στοὺς Κορινθίους (Α΄ Κορ. δ΄ 11). Ἐκεῖ ὅπου πήγαινε, ἄλλοτε προσφέρονταν καλοδιάθετοι ἄνθρωποι νὰ τὸν φιλοξενήσουν κι ἄλλοτε ὄχι. Ἄλλοτε βρισκόταν κατάλυμα γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ κι ἄλλοτε ὄχι. Ἄλλοτε εἶχε ἄφθονα τὰ πρὸς τὸ ζῆν κι ἄλλοτε ὄχι. Σὲ κάποιες πόλεις ποὺ ἔμενε λίγες ἡμέρες, τὸν φρόντιζαν οἱ Χριστιανοί. Σὲ ἄλλες πόλεις ὅπου ἔμενε μεγαλύτερο χρονικὸ διάστημα, ἐργαζόταν ὁ ἴδιος ὡς σκηνοποιὸς γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ πρὸς τὸ ζῆν.

Ἀπὸ τὶς δύσκολες ἐξωτερικὲς συν­θῆ­κες ποὺ καθημερινῶς συναντοῦσε, διδάχθηκε νὰ μένει εὐχαριστημένος μὲ ὅσα εἶχε, ὅσα κι ἂν ἦταν. Δὲν γόγγυζε ποτὲ γιὰ τὴν τροφή, ποὺ ἄλλοτε εἶχε ἄφθονη, ἄλλοτε λίγη κι ἄλλοτε καθόλου! Ἀλλὰ ἔμαθε νὰ εἶναι εὐχαριστημένος καὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα. Ἔμαθε νὰ λέει «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ὅπως κι ἂν ἔρχονταν τὰ πράγματα.

Αὐτὸς ὁ ἀσκητικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦσε ὁ θεῖος Ἀπόστολος, πόσα ὡραῖα μηνύματα μᾶς δίνει! Μᾶς μαθαίνει νὰ ἀρκούμαστε στὰ λίγα. Νὰ μὴν ἔχουμε τὴν τάση νὰ μαζεύουμε πολλά. Ἀλλὰ καὶ ὅταν μᾶς περισσεύουν, νὰ μὴν ἐκτρεπόμαστε στὴν τρυφὴ καὶ στὰ ξεφαν­τώματα.

Ἐμεῖς συνήθως δὲν μένουμε εὐχαριστημένοι οὔτε μὲ τὰ πολλὰ οὔτε μὲ τὰ λίγα. Ἀποτελοῦν δυστυχῶς ἐξαίρεση οἱ ἄνθρωποι ποὺ μένουν εὐχαριστημένοι μ̕ αὐτὰ ποὺ ἔχουν. Μετριοῦνται στὰ δάκτυλα αὐτοὶ ποὺ λένε: Δόξα σοι, ὁ Θεός, περάσαμε καὶ σήμερα! Κι ἂς ἦταν λιτὸ τὸ τραπέζι τους. Οἱ πολλοὶ διαρκῶς γκρινιάζουμε καὶ παραπονούμεθα. Ἰδίως τώρα μὲ τὴν κρίση ὅλο γκρίνιες ἀκούει κανείς. Πόσα παράπονα βγαίνουν καθημερινῶς ἀπὸ τὰ χείλη μας!

Ἀλλὰ καὶ ὅταν εἴχαμε περισσότερα, πάλι δὲν μέναμε πλήρως εὐχαριστημένοι. Καὶ τότε ἀκούγονταν γκρίνιες καὶ παράπονα. Καὶ τότε γίνονταν ἀπεργίες καὶ πορεῖες διαμαρτυρίας μὲ παραπλήσια αἰτήματα. Γενικῶς οἱ ἄνθρωποι δὲν μένουμε ποτὲ εὐχαριστημένοι μ̕ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε. Ἂν ἔχουμε λίγα, θέλουμε νὰ ἀποκτήσουμε πιὸ πολλά. Ἂν ἔχουμε πολλά, θέλουμε νὰ ἀποκτήσουμε ἀκόμη περισσότερα!

Ἀλλὰ γιατί νὰ εἴμαστε πάντοτε ἀνικανοποίητοι; Γιατί νὰ παρασυρόμαστε ἀπὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα; Γιατί θέλουμε ὅλα νὰ εἶναι δικά μας; Δὲν μᾶς χρειάζονται τόσο πολλά. Ὅταν γεννηθήκαμε, δὲν φέραμε τίποτε στὸν κόσμο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ὅταν θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, δὲν θὰ πάρουμε τίποτε ὑλικὸ μαζί μας. Ὅλα ἐδῶ θὰ μείνουν.

Ἂς μένουμε λοιπὸν εὐχαριστημένοι μ᾿ αὐτὰ ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Μεγαλοδύναμος, ὅσα κι ἂν εἶναι. «Ἔχοντες διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. ς΄ 8). Ἐφόσον ἔχουμε τροφὲς καὶ ἐνδύματα καὶ κατοικία γιὰ νὰ μᾶς σκεπάζει, σ᾿ αὐτὰ νὰ ἀρκούμαστε. Νὰ μένουμε εὐχαριστημένοι καὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ δίνουμε αἶνο καὶ δόξα στὸν εὐλογητὸ Τριαδικὸ Θεό μας.

“Για χάρη σου θα σωθούν όλοι οι άλλοι” – Ο Θεός σπλαχνίζεται τους πολλούς για τους λίγους, για τους εκλεκτούς..



“Μέσα σ’ αυτήν την ανεμοθύελλα οι σημερινοί Έλληνες δεν πρέπει να ξεχάσουμε τη μεγάλη αυτή αλήθεια: ότι ο Θεός σπλαχνίζεται τους πολλούς για τους λίγους, για τους εκλεκτούς. Και η πατρίδα μας σήμερα δεν έχει μόνο πέντε εκλεκτούς. Πιστεύουμε ότι έχει πολλούς. Πολλούς που δεν γονάτισαν ακόμη στις απειλές και τις προκλήσεις, που πιστεύουν, προσεύχονται και περιμένουν..”

Φθινόπωρο ήταν. Το καράβι ταξίδευε αμέριμνα στο πέλαγος. Διακόσιοι εβδομήντα έξι οι επιβάτες. Ρωμαίοι στρατιώτες, ναυτικοί και φυλακισμένοι κατάδικοι.

Χειμώνας πλησίαζε, μα το καράβι έπρεπε να φθάσει στον προορισμό του. Ξάφνου κάπου κοντά στην Κρήτη ξέσπασε άνεμος μανιασμένος και άγριος, ο λεγόμενος «Ευροκλύδων». Το πλοίο άρχισε να παρασύρεται μέσα στην κοσμοχαλασιά.

Και καθώς δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στη βία του ανέμου, ο καπετάνιος αμήχανος το εγκατέλειψε στη μανία των κυμάτων. Για πολλές μέρες δεν φαίνονταν ούτε ήλιος ούτε άστρα, και η κακοκαιρία πλάκωνε όλο και πιο βαριά. Έτσι χανόταν κάθε ελπίδα σωτηρίας. Οι ταξιδιώτες εξαντλημένοι περίμεναν τον θάνατο μέσα στα ζοφερά βάθη της θάλασσας. Σ’ αυτή τη μαύρη απελπισία βρίσκονταν, όταν κάποια στιγμή ακούστηκε βροντερή η φωνή κάποιου φυλακισμένου, του αποστόλου Παύλου:
Μη φοβάστε! Κανείς σας δεν θα χάσει τη ζωή του, «αποβολή γάρ ψυχής ουδεμία έσται εξ υμών πλην του πλοίου». Όλοι μας θα σωθούμε, μόνο το πλοίο θα χαθεί. Μου εμφανίστηκε τη νύχτα αυτή άγγελος του αληθινού Θεού και μου είπε: Μη φοβάσαι, Παύλε. Είναι απαραίτητο να παρουσιαστείς στον αυτοκράτορα. Γι’ αυτό «ιδού κεχάρισταί σοι ο Θεός πάντας τους πλέοντος μετά σου» (Πράξ. κζ’ 22-24)- για χάρη σου θα σώσει ο Θεός και όλους όσοι ταξιδεύουν μαζί σου.

Έτσι και έγινε. Τη δέκατη τέταρτη νύχτα το ακυβέρνητο πλοίο γύρω στα μεσάνυχτα προσέγγιζε επιτέλους κάποια στεριά. Κατά τα ξημερώματα έπεσε πάνω σε ύφαλο. Και καθώς η πλώρη του μπήχθηκε στην άμμο, η πρύμνη του άρχισε να διαλύεται από τη σφοδρότητα των κυμάτων. Τότε ο εκατόνταρχος διέταξε να πέσουν όλοι στη θάλασσα και να βγουν στη στεριά• άλλοι κολυμπώντας και άλλοι πάνω στις σανίδες και τα συντρίμμια του πλοίου. Έτσι κατόρθωσαν να σωθούν όλοι. Διακόσιες εβδομήντα έξι ψυχές. Σώθηκαν όλοι για χάρη του αποστόλου Παύλου.

Έτσι γίνεται στην ιστορία του κόσμου. Για χάρη ενός δικαίου σώζονται αναρίθμητοι άνομοι. Ακόμα και τα Σόδομα θα σώζονταν, εάν μαζί με τον Λωτ βρίσκονταν εκεί συνολικά δέκα δίκαιοι. Ο Θεός λυπάται πολυάνθρωπες πόλεις και χώρες για τους λίγους εκλεκτούς που ζουν σ’ αυτές.

Από την ενέργεια αυτή του Θεού φαίνεται ξεκάθαρα πόσο μεγάλη ευλογία αποτελούν για τον κόσμο μας οι άγιοι του Θεού. Κι ενώ κάποτε μισούνται και διώκονται από τον κόσμο σαν να μην είναι άξιοι να ζουν ανάμεσά του, ο κόσμος διατηρείται και επιβιώνει για χάρη τους. Για τους ελάχιστους εκλεκτούς ο Θεός περιορίζει τις ημέρες της δυστυχίας, της πείνας, του πολέμου, των συμφορών. Γι’ αυτούς ο Θεός διατηρεί τον κόσμο. Γι’ αυτούς τους λίγους σώζει και τους πολλούς. Γι’ αυτούς σπλαχνίζεται και τα άλλα Του πλάσματα που βασανίζονται στο πέλαγος της ζωής, ακόμη και όταν αυτά ταλαιπωρούνται από δική τους υπαιτιότητα. Περιορίζει ο Κύριος τις ημέρες των δοκιμασιών που υφίστανται οι άνθρωποι και οι λαοί εξαιτίας των αμαρτιών τους. Θέτει φραγμούς και όρια στην καταστρεπτική μανία του διαβόλου και των ανθρώπων.

Τι έχουν να πουν όμως όλα αυτά για μας σήμερα, και ιδιαιτέρως για την Πατρίδα μας;

Ταξιδεύει και η πατρίδα μας σήμερα σε θαλασσοταραχή, στο τρικυμισμένο πέλαγος της παγκόσμιας κρίσεως. Οι Ευροκλύδωνες της αναστατωμένης Ευρώπης την κλυδωνίζουν και επιδιώκουν να την βυθίσουν στα απύθμενα βάθη της κακίας. Τα συμφέροντα πολλά, ετερόκλητα, ο στόχος όμως ένας: να καταστραφεί η Ορθόδοξη Ελλάδα, να σβήσει από το χάρτη, να εξαφανιστεί, να μη μείνει τίποτε όρθιο.

Μέσα σ’ αυτήν την ανεμοθύελλα οι σημερινοί Έλληνες δεν πρέπει να ξεχάσουμε τη μεγάλη αυτή αλήθεια: ότι ο Θεός σπλαχνίζεται τους πολλούς για τους λίγους, για τους εκλεκτούς. Και η πατρίδα μας σήμερα δεν έχει μόνο πέντε εκλεκτούς. Πιστεύουμε ότι έχει πολλούς. Πολλούς που δεν γονάτισαν ακόμη στις απειλές και τις προκλήσεις, που πιστεύουν, προσεύχονται και περιμένουν.

Η πατρίδα μας σήμερα έχει πολλούς αγίους ζωντανούς, που με την αρετή τους, τις προσευχές και τις δεήσεις τους ελκύουν τη Χάρη του Θεού. Και προετοιμάζουν όλοι αυτοί την προσταγή του Θεού, που θα κοπάσει τον άνεμο, θα ανατρέψει τα δεδομένα, θα φέρει τη λύτρωση των πολλών για χάρη των λίγων, των εκλεκτών. Αυτή θα είναι η ώρα του Θεού. Αυτήν την ώρα να την περιμένουμε κι εμείς. Και με μετάνοια, πνευματικό αγώνα και προσευχή να εκζητούμε καθημερινά το έλεος και την επέμβαση του Θεού στην κατατρεχόμενη πατρίδα μας.

Περιοδικό «Ο Σωτήρ», Ιανουάριος Βʹ0ΑʹΓʹ

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΔΩΣΤΕ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ!

Όπως δεν θα μπορέσουμε να δικαιολογηθούμε για τα προσωπικά μας αμαρτήματα, το ίδιο και γι’ αυτά των παιδιών μας.

Και είναι λογικό. Γιατί αν η κακία ήταν έμφυτη, θα υπήρχε δικαιολογία. Είναι γνωστό, όμως, ότι με τη θέληση μας ακολουθούμε είτε το δρό­μο της αμαρτίας είτε το δρόμο της αρετής. Πώς θα δι­καιολογηθεί επομένως ο γονιός, που άφησε το πιο αγαπημένο του πλάσμα, το παιδί του, να παραστρατίσει;

Αν τα παιδιά ανατραφούν με καλές συνήθειες, δύ­σκολα αλλάζουν συμπεριφορά όταν μεγαλώσουν. Για­τί η παιδική ψυχή είναι σαν το κάτασπρο, το ολοκά­θαρο πανί, που, αν το βάψουμε με κάποιο χρώμα, βά­φεται τόσο καλά, ώστε, όσες φορές κι αν θελήσουμε να το ξαναβάψουμε, πάντα φαίνεται η αρχική βαφή. Έτσι, λοιπόν, είναι και τα μικρά παιδιά. Όταν συ­νηθίσουν στο καλό, δύσκολα αλλάζουν.

Ο απόστολος Παύλος αναφέρει μια παροιμία, που την έχει δανειστεί από τον ποιητή Μένανδρο: «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Δηλαδή: Οι κακές συναναστροφές χαλάνε τον καλό χαρακτήρα (Α’ Κορ. 15:33). Ας μην απορούμε, πώς μερικοί γίνονται κλέ­φτες ή ακόλαστοι ή βλάσφημοι. Τα παιδιά από μικρά στερούνται τη χριστιανική αγωγή, συνηθίζουν στο κακό και με την πρώτη αφορμή ξεστρατίζουν. Γι’ αυτό ο απόστολος συμβουλεύει: «Παιδιά, να υπακούτε στους γονείς σας, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου· αυτό άλλωστε είναι το σωστό. Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου (αυτή είναι η μόνη εντολή που πε­ριέχει υπόσχεση), για να ευτυχήσεις και να ζήσεις πολλά χρόνια πάνω στη γη. Κι εσείς, πατέρες, μη φέρ­νεστε στα παιδιά σας έτσι που να τα εξοργίζετε, αλλά να τα ανατρέφετε δίνοντάς τους αγωγή και συμβουλές που εμπνέονται από την πίστη στον Κύριο» (Εφ. 6:1-4). Και ο σοφός Σολομών λέει: «Το παιδί, που έχει παιδαγωγηθεί, θα είναι σοφό» (Παροιμ. 10:4α). Και «ο γονιός που δεν χρησιμοποιεί το ξύλο για να παιδαγωγήσει το γιο του, είναι σαν να τον μισεί· οποίος όμως τον αγαπάει, τον ανατρέφει με επιμέλεια (:μέ στοργή αλλά και αυστηρότητα)» (Παροιμ. 13:24).

Με αρετή, λοιπόν, να πλουτίζετε τα παιδιά σας και όχι με αγαθά πρόσκαιρα.

Μην τους αφήνετε, λοιπόν, πλούτη, αλλά παίδευση και αρετή. Έτσι δεν θα στηρίζονται στην κληρονομιά υλικών αγαθών, και θα επιδοθούν στη μόρφωση του νου και στην καλλιέργεια της ψυχής. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για την υπέρβαση της φτώχειας και όλων των προβλημάτων της ζωής. Και αν ο καθένας μας φροντίσει να καλλιεργήσει έτσι τα παιδιά του, τε­λικά όλοι, από γενιά σε γενιά, θα βρεθούμε έτοιμοι κατά την παρουσία του Χριστού και θα αμειφθούμε από τον δίκαιο Κύριό μας. Έτσι είναι. Αν αναθρέ­ψεις καλά το παιδί σου και το κάνεις να έχει ευσέβεια και αγάπη, αν κι εκείνο κάνει το ίδιο στα δικά του παιδιά κ.ο.κ, θα σχηματιστεί μια αλυσίδα ευλογημένη χάρη σ’ εσένα, που έγινες η ρίζα όλου του καλού.

Οι γονείς που παραμελούν την καλή ανατροφή των παιδιών τους, είναι χειρότεροι κι από τους παιδοκτό­νους· γιατί οι πρώτοι θανατώνουν την αθάνατη ψυχή, ενώ οι δεύτεροι μόνο το θνητό σώμα.

Γονιός δεν είναι εκείνος που απλά γέννησε ένα παι­δί, μα εκείνος που και μετά τη γέννησή του το αγα­πάει. Κι αν η αγάπη είναι αναγκαία εκεί όπου υπάρ­χει από τη φύση, πολύ περισσότερο χρειάζεται εκεί όπου υπάρχει χάρη Θεού. Αν δηλαδή πρέπει ν’ αγα­πάει κανείς τα φυσικά του παιδιά για να λέγεται σω­στός γονιός, πόσο μάλλον τα χαρισματικά παιδιά, τα πνευματικά, τα βαπτισμένα, φροντίζοντας να μην κο­λαστούν.

Αλλά κι εσύ, παιδί μου, να υπακούς τους γονείς που σε γέννησαν. Για όσα σου πρόσφεραν, τίποτα δεν μπορείς να τους ανταποδώσεις, ούτε να τους γεννή­σεις ούτε να μοχθήσεις γι’ αυτούς, όσο εκείνοι για σέ­να. Και όταν ο πατέρας σου μαλώνει κάποιο από τ’ αδέλφια σου, πρέπει να συμμερίζεσαι το γονιό σου. Γιατί αν παίρνεις το μέρος του αδελφού σου, μολονό­τι έσφαλε, θα γίνει χειρότερος. Έτσι βάζεις σε κίνδυ­νο και την ψυχική σου σωτηρία, αφού όποιος δεν αφήνει να γιατρευτεί μια πληγή, έχει μεγαλύτερη ευθύνη από κείνον που την προκάλεσε, γι’ αυτό και τι­μωρείται. Ένας τραυματισμός, βλέπεις, ίσως να μην είναι άμεσα θανατηφόρος, ενώ η παρεμπόδιση της θε­ραπείας μπορεί να προκαλέσει το θάνατο.

Ο προφήτης Δαβίδ λέει: «Αποκτήστε την παιδεία (του Θεού), για να μην οργιστεί εναντίον σας ο Κύρι­ος» (Ψαλμ. 2:12). Δώστε στα παιδιά σας χριστιανική μόρφωση. Αυτή είναι η υποχρέωσή σας. Αν αδιαφορήσετε, θα κολαστείτε, έστω κι αν έχετε άλλες αρετές. Να τους μάθετε τα μυστήρια της Εκκλησίας, τη δι­καιοσύνη, τη σωφροσύνη, την ανδρεία της ψυχής. Να τα βοηθήσετε να γνωρίσουν τον εαυτό τους, γιατί μέσ’ από την αυτογνωσία θα οδηγηθούν και στη θεογνω­σία. Αν δεν γνωρίσουν το Θεό, τί θα τους ωφελήσουν όλα τ’ άλλα; Δεν ακούτε τον Κύριο, που λέει στο ιερό Ευαγγέλιο, πως, αν ο άνθρωπος κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, χάσει όμως την ψυχή του, δεν ωφελείται σε τίποτα;

Καλλιεργήστε, λοιπόν, πνευματικά τα παιδιά σας. Καλλιεργήστε και τον εαυτό σας. Έτσι θα σωθείτε και θα μπείτε στη βασιλεία των ουρανών, με τη χάρη του Χριστού μας.

από το βιβλίο: Θέματα Ζωής τόμος Α’ 
Κεφάλαιο: Η ανατροφή των παιδιών
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
εκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου

Ι.Μ. Βέροιας

Αυθεντική Ορθόδοξη ζωή

Πολλές φορές γίνεται λόγος για την αξία των έργων στη Χριστιανική ζωή, και δικαίως, αφού τα έργα τού ανθρώπου αποδεικνύουν την ποιότητα του περιεχομένου τής πίστεως. Άρα η ουσία τής πίστεως είναι αυτή που καρποφορεί την ποιότητα των έργων. Πίστις λοιπόν. Η βάσις και το έδαφος πάνω στο οποίο καρποφορεί ο τρόπος ζωής τού ανθρώπου. Αλλά περί ποίας πίστεως γίνεται αναφορά;Εάν πραγματοποιηθεί μια δημοσκόπησις για το τι ακριβώς πιστεύουν όσοι δηλώνουν πιστοί, οι απαντήσεις θα είναι τόσο διαφορετικές και αντικρουόμενες που ίσως θα απορεί κανείς εάν δόθηκαν από όντως ανθρώπους πιστούς.

Αλλά, επιτέλους, ποια είναι αυτή η αυθεντική, η σώζουσα πίστις για την οποία ο Θείος Απόστολος γράφει στο Αποστολικό μας ανάγνωσμα “Και ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού”; Αυτό είναι το ζήτημα που κυρίως θα πρέπει να μας απασχολεί, δοθέντος ότι τα τόσα προβλήματα της καθημερινότητος, ακόμα και τα μεγάλα εν πολλοίς είναι “τεχνητά” και άνευ ουσίας για την ύπαρξή μας και την πορεία μας προς την αιωνιότητα.
Το πρώτο και κύριο που πρέπει να πιστεύουμε και να γνωρίζουμε είναι ότι ο Χριστός είναι “Ο Υιός τού Θεού τού ζώντος”! Μια αλήθεια μοναδική που αποκαλύπτει ο ίδιος ο Ουράνιος Πατήρ στον Ιορδάνη ποταμό και στο όρος Θαβώρ τής Μεταμορφώσεως. Αλήθεια και πίστη ακράδαντη που ομολογεί ο Πέτρος και φυσικά διακηρύσσουμε όλοι μας διά του Ιερού Συμβόλου τής Πίστεως. “Και εις ένα Κύριον, Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν τού Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων...”.
Αυτή η θεμελιώδης δογματική αλήθεια, μας οδηγεί σε μια άλλη σώζουσα και απολύτως αναγκαία, ότι ο Χριστός είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτής μας.
Ο αναμάρτητος Ιησούς φορτώθηκε με τις δικές μας αμαρτίες. Απέθανε επάνω στο ξύλο τού Σταυρού που από τη στιγμή που προσηλώθηκε πάνω του ο Λυτρωτής καθίσταται οδός σωτηρίας, όπλον κατά τού διαβόλου και ξύλον ευλογίας και αγιασμού. Επάνω στον τίμιο Σταύρο ο Θεάνθρωπος Ιησούς έδωσε το αίμα Του προς εξόφλησιν των αμαρτιών μας. 
Αυτήν ακριβώς την συγκλονιστική πραγματικότητα διακηρύσσει ο Απ. Πέτρος όταν καταγράφει στην Καθολική του Επιστολή “Ελυτρώθητε... τιμίω αίματι ως αμνού άμώμου και ασπίλου Χριστού” ( Α΄Πέτρ. α΄18-19).
Εάν τώρα ο κάθε πιστός εμβαθύνει στην αλήθεια αυτή, με συγκίνηση και ενθουσιασμό θα συνειδητοποιήσει ότι ο Χριστός δεν είναι με την γενική έννοια ο Σωτήρ τού κόσμου, αλλά ότι είναι “ο προσωπικός μου Σωτήρας”. Και πάλι το σύμβολο της Πίστεως διακηρύσσει “Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου, και παθόντα και ταφέντα”. Αλήθεια, μπορεί ανθρωπίνη καρδιά να μείνει ασυγκίνητη μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα της εσταυρωμένης αγάπης; Αδύνατον, εάν όντως υπάρχει και η ελαχίστη συνείδησις και εάν δεν έχει επέλθει πώρωσις.
Φυσικά στον χώρο τής Ορθοδόξου Εκκλησίας μας διαφυλάσσεται και διασφαλίζεται δέσμη δογματικών αληθειών που στην υπαρξιακή τους έκφανση οδηγούν τον άνθρωπο στον εξαγιασμένο προορισμό του. Και ένα από τα καίρια των δογματικών αληθειών που πιστεύουμε και άνευ αντιρρήσεως καθορίζει την ουρανοδρόμο πορεία μας, είναι ότι ο Χριστός θα είναι ο δίκαιος Κριτής μας. “Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς”. Μάλιστα, ο Χριστός που ήρθε την πρώτη φορά ταπεινώς για να σώσει τον κόσμο, θα έλθει και δευτέρα; φορά, δοξασμένος και Κριτής για να κρίνει εν τη δικαιοσύνη του Ευαγγελίου τον κόσμο.
Αυτή λοιπόν η πίστις, όχι μια γενική και αόριστη πίστις , αλλά η πίστις που διακηρύσσει από την ημέρα τής Πεντηκοστής η Εκκλησία μας και θα διατρανώνει έως το τέλος, σώζει και δικαιώνει τον άνθρωπο. Αυτή η αγωνιστική ζωή, μέσω των Ιερών Μυστηρίων, αποσκορακίζει την αμαρτία και καρποφορεί τα έργα τής αρετής.
Και το ότι αυτά δεν αποτελούν απλές θεωρίες και διανοητικές θεολογικές επεξεργασίες, αλλά βίωμα, το βλέπουμε στην ζωή όλων των Αγίων τής Εκκλησίας μας. Αλλά εκείνο που θα πρέπει να μας απασχολήσει στην ζωή των Αγίων είναι η απόλυτη εμμονή τους στις δογματικές Αποστολικές αλήθειες. Οι αγώνες που ξεκινούσαν όταν έβλεπαν αυτές τις αλήθειες να αλλοιώνονται και να παραχαράσσονται από τους αιρετικούς ή όταν οι σχισματικοί έφεραν σοβαρούς κραδασμούς στην Εκκλησιολογική συνοχή.
Το θέμα όμως που τίθεται τώρα προς τον καθένα μας είναι το εξής: “Γνωρίζουμε τις σώζουσες αλήθειες τής πίστεώς μας; Έχουμε συνειδητοποιήσει (όσο το δυνατόν βεβαίως) τι είναι ο Χριστός; Έχουμε την απόλυτη βεβαίωση ότι μόνο ο Χριστός σώζει και ότι αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε ενώπιόν του προς απολογίαν;”
Αυτά είναι τα μεγάλα ερωτήματα που δεν θα πρέπει να μας αφήνουν στον θανατηφόρο ύπνο τής πνευματικής ραστώνης και τής σατανικής αναισθησίας.
Στο χέρι μας είναι το να ανθήσει μέσα μας η ζωντανή πίστη τού Χριστού. Στην διάθεσή μας είναι το να δεχθούμε ή αλλοίμονο το να αρνηθούμε την σωτηρία που μας παρέχει η ανοιχτή αγκάλη τού Εσταυρωμένου και Αναστημένου Κυρίου και Θεού μας. Μόνο όποιος έχει χάσει τα λογικά του και μισεί την ύπαρξή του, αρνείται την προσφερομένη σωτηρία.
Ας ανοίξουμε λοιπόν την καρδιά μας με θάρρος και εμπιστοσύνη στον Σωτήρα μας και ας ενταχθούμε οργανικά στο μυστικό του Σώμα, δηλ. στον λειτουργικό χώρο τής Εκκλησίας μας.
Και αν αισθανόμαστε ότι μεταξύ ημών και του Θεού υπάρχει κάποιο εμπόδιο που παρεμβάλλεται και δεν μας επιτρέπει την άμεση επικοινωνία τής δικαιώσεως και της χαράς τού Πνεύματος, εάν κάτι επιμένει να εμποδίζει το φως Τού Χριστού να καταυγάσει την όλη ύπαρξή μας, ε, τότε, αφού διδαχθούμε και γνωρίσουμε τις μεγάλες αλήθειες τής Ορθοδόξου πίστεως, ας αγωνισθούμε να τις εφαρμόσουμε με ιερό ενθουσιασμό και με την βεβαιότητα της χάριτος.Αμήν.

Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής μετά την Ύψωσιν
(Γαλάτ. Β' 16-20)
Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

http://thriskeftika.blogspot.gr

«Εάν ανομίας παρατηρήσης Κύριε, Κύριε, τις υποστήσεται;»



«Αν Κύριε, εξετάσης τις ανομίες μας, ποιος θα μπορέση να σταθή μπροστά σου;». Για να μη λέγη λοιπόν κάποιος ότι, επειδή είμαι αμαρτωλός και γεμάτος από αμέτρητα κακά, δεν μπορώ να προσέλθω και να προσευχηθώ και να παρακαλώ τον Θεό, αφαιρώντας την δικαιολογία αυτή λέγει: «Αν εξετάσης τις ανομίες μας Κύριε, Κύριε, ποιος θα μπορέση να 
σταθή μπροστά σου;»; Το «ποιος», εδώ σημαίνει κανένας. Διότι δεν είναι δυνατό, δεν μπορεί κανένας ποτέ να επιτύχη την ευσπλαχνία και φιλανθρωπία του Θεού, αν εξετασθούν με λεπτομέρεια οι ευθύνες των πράξεών του.
Και αυτά τα λέγω όχι για να οδηγήσω τις ψυχές σας σε αδιαφορία, αλλά για να παρηγορήσω εκείνους που πέφτουν σε απόγνωσι. Διότι ποιος θα μπορέση να καυχηθή ότι έχει αγνή καρδιά; ή ποιος θα έχη το θάρρος να πη ότι είναι καθαρός από αμαρτίες; 
Και γιατί αναφέρω τους άλλους; Διότι και αν ακόμη παρουσιάσω στη μέση τον Παύλο και θελήσω να κάνω ακριβή εξέτασι των πράξεών του, δεν θα μπορέση να σταθή απέναντί Του. Πράγματι, τι θα μπορούσε να πη; Μελέτησε προφήτες με πολύ ζήλο˙ υπήρξε ζηλωτής των 
πατρώων παραδόσεων, είδε να γίνωνται θαύματα, και όμως εξακολουθούσε να καταδιώκη την Εκκλησία˙ και δεν μεταστράφηκε παρά μόνον όταν είδε εκείνο το παράξενο όραμα 
και άκουσε εκείνη τη φρικτή φωνή˙ πριν από αυτό όμως όλα τα ανακάτωνε και τα συνέχεε. Αλλ’ όμως παραβλέποντας ο Θεός όλα εκείνα, και τον προσκάλεσε και τον έκανε άξιο 
μεγάλης χάριτος. 
Τι συνέβη πάλι με τον κορυφαίο εκείνον, τον Πέτρο; δεν τον έλεγξε, όταν μετά από αμέτρητα σημεία και θαύματα και τόσο μεγάλη παραίνεσι και συμβουλή, έπεσε στο φοβερό 
εκείνο παράπτωμα; Αλλ’ όμως και εκείνο το παρέβλεψε και τον κατέστησε πρώτο ανάμεσα στους αποστόλους. Γι’ αυτό και έλεγε: «Σίμων, Σίμων, ο σατανάς θέλησε να σας κοσκινήση σαν το σιτάρι, εγώ όμως προσευχήθηκα για σένα, ώστε να μη σε εγκαταλείψη η πίστις σου» ( Λουκ. 22, 31-33 ). Και μετά από αυτά, αν δεν έλθη να κρίνη τους ανθρώπους με ευσπλαχνία και φιλανθρωπία, αλλά κρίνη με ακρίβεια και λεπτομέρεια, οπωσδήποτε όλους θα μας βρη υπεύθυνους. Γι’ αυτό και ο Παύλος έλεγε: «Δεν αισθάνομαι καμμία ενοχή εναντίον του εαυτού μου, αλλά αυτό δεν με κάνει να θεωρώ τον εαυτού μου δικαιωμένο» (Α΄ Κορ. 4,4)

Μακριά από τους Σούπερ!

Πρίν νά ἔλθει γιά τρίτη φορά στήν Κόρινθο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἔστειλε στούς Κορινθίους τήν δεύτερη ἐπιστολή του. Ἐκεῖ γιά πρώτη φορά ἀναγκάζεται νά κάνει κάτι, πού δέν τό θέλει:

• καυχᾶται, ὅτι εἶναι γνήσιος ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ·

• καυχᾶται, ὅτι ποτέ δέν ζήτησε χρήματα γιά τόν ἑαυτό του ἀπό κανένα·

• καυχᾶται, ὅτι ἐκοπίασε καί ὑπέφερε περισσότερο ἀπό ἄλλους γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Γιά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου Του.

Ὁ Παῦλος τό γνωρίζει, ὅτι τό νά καυχᾶται κανείς γιά τά πνευματικά, δέν εἶναι καλό. Εἶναι «ἀνοησία», ὅπως τό ὀνομάζει. Ἀναγκάζεται ὅμως νά κάνει αὐτή τήν «ἀνοησία», γιά νά προφυλάξει τούς Κορινθίους ἀπό κάποιους, πού παρίσταναν τούς ἀποστόλους, ἀλλά δέν ἦταν.

Αὐτοί οἱ ἀπατεῶνες:

• παρίσταναν τούς «σοῦπερ-ἀποστόλους» («ὑπερλίαν ἀποστόλους»)·

• «τό παίζανε» ἀφιλοχρήματοι, ἐνῶ «ἔγδερναν» τούς πιστούς·

• ἀλλοίωναν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, κατά τό κέφι τους.

Τό τραγικό ἦταν, ὅτι αὐτούς τούς ψευδαποστόλους, οἱ Κορίνθιοι τούς δέχονταν καί τούς ἄκουγαν πολύ εὐχαρίστως. Ἕνα τέτοιο κατάντημα ἔκανε τόν Παῦλο νά «ταρακουνήσει» τούς Κορινθίους μέ λόγια αὐστηρά. Καί νά τούς ἀποκαλύψει τό ἀληθινό πρόπωπο τῶν τσαρλατάνων, πού προσπαθοῦσαν νά τούς παρασύρουν.

* * *

Καί σήμερα δυστυχῶς δέν λείπουν οἱ ψευδαπόστολοι. Πολλοί, στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τό παίζουν κήρυκες τῆς ἀληθείας καί τῆς σωτηρίας:

• Μάγοι καί ὄργανα τοῦ σατανᾶ, ἐμφανίζονται μέ προσωπεῖο χριστιανικό·

• Κάθε εἴδους αἱρετικοί, σερβίρουν κατ’ ἀποκλειστικότητα τήν «μοναδική» ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν·

• «Σοῦπερ ὀρθόδοξοι», ὑψώνουν λάβαρα μέ τό σύνθημα: «ὀρθοδοξία ἤ θάνατος!».

Καί θλίβεται κανείς νά βλέπει ἀνθρώπους «φρόνιμους», νά ἀκοῦνε ἄνετα τέτοιους ἀπατεῶνες· καί μορφωμένους, ἀκόμη καί … καθηγητές πανεπιστημίου, νά χάσκουν μπροστά στούς ψευδοκήρυκες κάποιας τάχα μοναδικῆς ἀληθείας.

Τί ὅμως εἶναι αὐτό, πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά χάνει τήν κριτική του ἱκανότητα; Τί εἶναι αὐτό, πού τόν κάνει νά γοητεύεται ἀπό τά παραπλανητικά κηρύγματα τῶν ψευδαποστόλων; Τί τόν κάνει, νά μή μπορεῖ νά ξεχωρίζει τόν ἀγύρτη ἀπό τόν ἀληθινό ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ;

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τελειώνοντας τήν Β’ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του δίνει – μέ πλάγιο τρόπο – τήν ἀπάντηση. Λέγει:

• «Φοβᾶμαι, μήπως, ὅταν ἔλθω, δέν σᾶς βρῶ ὅπως σᾶς θέλω.

• Φοβᾶμαι, μήπως ὑπάρχουν ἀνάμεσά σας ἐγωϊσμοί, ἔριδες, ζηλοτυπίες, φιλονικίες, διαπληκτισμοί, ἀλληλοκατηγορίες, διαβολές καί ἀναστατώσεις.

• Φοβᾶμαι, μήπως πενθήσω ξανά γιά πολλούς, πού δέν μετάνιωσαν γιά τήν πορνεία, τήν ἀκαθαρσία καί τήν ἀσέλγεια, πού διέπραξαν…»

Μέ ἄλλα λόγια ὁ Παῦλος λέγει:

Ἐκεῖνο, πού τυφλώνει τόν ἄνθρωπο εἶναι ὁ ἐγωϊσμός. Ὁ ἐγωϊσμός καί τοῦ μυαλοῦ καί τῆς σάρκας. Αὐτός ὁ διπλός ἐγωϊσμός, τοῦ σακατεύει τήν κρίση· τοῦ ἀχρηστεύει τήν φρόνηση· καί τόν κάνει ἕρμαιο στίς πιό ἀλλόκοτες διδασκαλίες, πού τοῦ σερβίρονται σάν ἡ μοναδική ἀλήθεια καί ἡ μοναδική σωτηρία».

Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)

Ο Ι Ε Σ Τ Α Υ Ρ Ω Μ Ε Ν Ο Ι


« καί ὅς οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.»
(Ματθ. ι΄ 38)

Τό κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἀποτελεῖ ἕναν ἐσταυρωμένο. Kάποιοι ἴσως ἀδυνατοῦν νά ἀντικρύσουν μιά τέτοια εἰκόνα, δειλιοῦν ἐνώπιον αὐτῆς τῆς τοποθετήσεως καί στρέφουν τό πρόσωπο ἀλλοῦ, ὅταν εὑρεθοῦν ἀντιμέτωποι μέ παρόμοιες καταστάσεις. Ὅσοι ὅμως ἀνοίγουν καλά τά αὐτιά τους στό κάλεσμα, τό ὁποῖο ἀπευθύνει ὁ θεῖος Λυτρωτής, τόν ἀκοῦν νά λέγει: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι.» (Μαρκ. η΄ 34) Ὁταν ὁ Κύριος καλεῖ τούς ἀνθρώπους νά τόν ἀκολουθήσουν, τούς πληροφορεῖ ἐξ ἀρχῆς ὅτι θά πρέπει, ὡς ἄλλοι Κυρηναῖοι, νά κουβαλήσουν τό δικό τους σταυρό μέχρι τό Γολγοθᾶ τους. Ἡ ἀπόφαση εἶναι καθαρά δική τους καί αὐτοί εἶναι ἐλεύθεροι νά ἀκολουθήσουν τό δρόμο τοῦ Κυρίου ἤ νά τόν ἀποφύγουν. Ἔτσι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος προβαίνει στήν ἀπόφαση νά συνταχθεῖ μέ ὅσους ἀκολουθοῦν τόν Κύριο, γνωρίζει ὅτι τόν ἀναμένει ὁ δικός του σταυρός. Ἡ ζωή τῶν πιστῶν δοκιμάζεται «ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ». Τό μετάλλευμα τοῦ χρυσοῦ, ὡς γνωστόν, μέσα στή δυνατή φωτιά τοῦ καμινιοῦ λειώνει καί ξεχωρίζει ἀπό τίς διάφορες ἄχρηστες οὐσίες. Ἀφοῦ, λοιπόν, ξεχωρίσει καί συγκεντρωθεῖ σέ ἕνα μέρος, τότε ἀποβαίνει κατάλληλο γιά χρήση καί παράλληλα ἀποκτᾶ μεγάλη ἀξία. Μέ τόν ἴδιο τρόπο ὁ Θεός δοκιμάζει τούς δικούς του, ἐπιτρέποντας νά τούς βροῦν διάφορες δοκιμασίες ὥστε νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τίς ποικίλες ἀδυναμίες καί τά πολλά ἐλαττώματα, τά ὁποῖα τούς κατατρύχουν καί νά ἐξαγνισθοῦν. Οἱ Ἅγιοι Πάντες καί φίλοι τοῦ Θεοῦ, τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία σήμερα τιμᾶ καί προβάλλει, διῆλθαν τό στάδιο αὐτῆς τῆς ἐφημέρου ζωῆς ὡς ἐσταυρωμένοι, δηλαδή ὡς νεκροί μέσα στόν κόσμο. Ὑπῆρξαν νεκροί, ὡς πρός τό κοσμικό φρόνημα καί τά δελεάσματα τῆς πολυκέφαλης ἁμαρτίας καί γενικά τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. Βεβαίως αὐτοί ὑπέστησαν, μέχρι νά δεχθοῦν τό ἁμαράντινο στεφάνι τῆς δόξης, πολλές δοκιμασίες, πόνους, στερήσεις, θλίψεις, διωγμούς καί παθήματα. Ὅλα, ὅμως, αὐτά τά θεώρησαν σκύβαλα (σκουπίδια) καί τίποτε δέν μπόρεσε νά τούς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη πρός τό Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ψυχῆς τους, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ θεῖος Παῦλος λέγει: «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;» (Ρωμ. η΄ 35) Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ὁ κλῆρος τῶν πιστῶν δέν εἶναι ἕνας ἀνθόσπαρτος περίπατος. Ἀντίθετα ἀποτελεῖ μιά πορεία μετ’ ἐμποδίων. Γιά τοῦτο καί «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. ι΄ 22). Δυστυχῶς κάποιοι ἀγνοοῦν αὐτήν τή μοναδική ἀλήθεια, ὡς πρός τήν οὐσία καί τό βάθος τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἔτσι ὅταν τούς βροῦν δεινά καί περιπέτειες στό διάβα τῆς ζωῆς τους, ἀντί νά ἐνσκύψουν στόν ἐσωτερικό τους κόσμο, νά τόν μελετήσουν καί νά διορθωθοῦν, πολλές φορές στρέφονται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί ἐναντίον τῶν συνανθρώπων τους. Ὁ θεῖος Παῦλος λέγει: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι μοι Ἰησοῦ Χριστῷ». (Φιλ. δ΄ 13) Ἄν οἱ πιστοί ἔμεναν ἀβοήθητοι ἀπό τόν Κύριο, θά ἀδυνατοῦσαν νά σηκώσουν τό σταυρό τους. Ὁ Κύριος, ὅμως, γνωρίζει ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα ἀδύνατοι, γιά τοῦτο δέν ἐπιτρέπει νά πειρασθοῦμε πέραν τῶν δυνάμεών μας. Ὁ θεῖος Παῦλος λέγει: «πιστός δέ ὁ Θεός, ὅς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε, ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν». (Α΄ Κορ. ι΄ 13) Ἀφοῦ ἐκεῖνος ἐπιτρέπει τόν πειρασμό, ταυτόχρονα παρέχει καί τούς τρόπους νά ἀντιμετωπισθεῖ καί νά ξεπερασθεῖ. Κύριε, μέγα Σου τό ἔλεος. Δόξα σόι!

Εξουσία και άρχοντες (Η Αγία Γραφή και οι άγιοι οδηγοί μας στις επερχόμενες εκλογές)

Ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή, στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο γράφει: «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω· οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ · αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν».(Ρωμ. 13,1) Και η μετάφραση: «Ο κάθε ένας ας υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες, διότι δεν υπάρχει εξουσία παρά από το Θεό και οι εξουσίες που υπάρχουν έχουν ταχθεί από το Θεό».

Το καθεστώς του κράτους, λοιπόν, είναι σύμφωνο προς το σχέδιο του Θεού, ο οποίος δημιούργησε τον άνθρωπο να ζει κοινωνικά. Άρα η ύπαρξη της εξουσίας ουσιαστικά κάνει πράξη αυτό που σκέφτηκε ο Θεός για τον άνθρωπο, για την κοινωνικότητά του.

Σχολιάζει ο άγιος Χρυσόστομος: «Το να υπάρχουν αρχές και οι μεν να είναι άρχοντες οι δε αρχόμενοι , λέγω, είναι έργο της σοφίας του Θεού, για να μη γίνονται όλα αμελώς και χωρίς φροντίδα, ώστε να βρίσκεται σε ακαταστασία ο κόσμος, όπως τα κύματα που περιφέρονται εδώ κι εκεί».

Ακόμη, αναφερόμενος στην υποταγή στους άρχοντες, όχι απλώς στην πειθώ, λέγει: «Κάνει πολύ λόγο για την υποταγή στους άρχοντες, ο απόστολος Παύλος, θέλοντας να δείξει ότι ο Χριστός δεν εισήγαγε τους νόμους του για να ανατρέψει την κοινή πολιτεία, αλλά για να την καταστήσει καλύτερη».

Και συνεχίζει ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης: «Η αναρχία είναι σε κάθε περίπτωση πάρα πολύ ανυπόφορη και αιτία σύγχυσης και ακαταστασίας».

Εξουσία σημαίνει το αξίωμα. Γι` αυτό ο απόστολος Παύλος είπε: «· οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ». Βλέπουμε, λέει πάλι ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, δεν είπε: «Δεν υπάρχει άρχοντας, αλλά μίλησε για το αξίωμα που έχει». Και συμπληρώνει ο Οικουμένιος: «Δε λέει ο Απόστολος για τον καθένα άρχοντα, αλλά για τη θέση, για το αξίωμα που διακονεί».

Ερχόμαστε και στον άγιο Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, ο οποίος κάνει μια λεπτότερη διάκριση ανάμεσα «στο άρχειν», δηλαδή στην εξουσία, στο αξίωμα, στη θέση, στην ιδιότητα που φέρει ο άρχοντας και «στον άρχοντα», δηλαδή στο πρόσωπο που εκλέχτηκε να υπηρετήσει τη θέση, αλλά δίνει έμμεσα και απάντηση στις ευθύνες που έχουμε για την εκλογή των αρχόντων.

Γράφει: «Ο Θεός, προνοώντας για την κοινή ευταξία, οικονόμησε ώστε να υπάρχουν άρχοντες και αρχόμενοι, βάζοντας στους αδίκους, κατά κάποιο τρόπο σαν χαλινάρι, το φόβο προς τους άρχοντες, προς την εξουσία. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι ο Θεός οικονόμησε το να υπάρχουν άρχοντες και αρχόμενοι, κατά τον απόστολο Παύλο, και όχι αν θα είναι άρχοντας ο ένας ή ο άλλος. 

Διότι δεν εκλέγονται από το Θεό οι άδικοι άρχοντες».

Βλέπουμε πως οι άγιοι, έχοντας τη διάκριση του Πνεύματος, αλλά και ως «σάρκα φορούντες και τον κόσμον οικούντες», γίνονται πρακτικοί οδηγοί σε όλα τα ζητήματα της ζωής του ανθρώπου. 

Εμμέσως, πλην σαφώς, μας λένε πως είμαστε εμείς υπεύθυνοι για τους άρχοντες που εκλέγουμε.

Ποια είναι τα κριτήρια που μας προτείνουν για την εκλογή τους; Ερμηνεύοντας στη λέξη «υποτασσέσθω» ο Θεοδώρητος, γράφει:«Προφανώς να υποτασσόμαστε, αν είναι στην ευσέβεια. Διότι η εναντίωσή τους στις εντολές του Θεού δεν μας επιτρέπει να συμβιβαζόμαστε με τους άρχοντες».

Στην προς Τίτον επιστολή γράφει ο απόστολος Παύλος: «Ὑπομίμνησκε αὐτοὺς ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις ὑποτάσσεσθαι, πειθαρχεῖν, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἑτοίμους εἶναι» (Τίτ.3,1) Μετάφραση: «Να τους υπενθυμίζεις να υποτάσσονται στις αρχές και στις εξουσίες, να πειθαρχούν, να είναι έτοιμοι για κάθε έργο καλό».

Ο Θεοδώρητος σχολιάζει στο στίχο αυτό: «Δεν πρέπει να πειθαρχούμε σε όλα στους άρχοντες, αλλά να πληρώνουμε τους δασμούς και τους φόρους και να απονέμουμε την οφειλόμενη τιμή. Αν όμως μας δώσουν εντολή να πράξουμε δυσσεβή πράγματα, αμέσως να αντιδράσουμε σθεναρώς».

Είναι απλές και ξεκάθαρες οι θέσεις των αγίων. Μας βοηθούν να ψηφίζουμε ελεύθερα. Και ελεύθερα σημαίνει αδέσμευτο συναίσθημα και θέλημα συνταυτισμένο στο κατά δύναμη με το θέλημα του Ευαγγελίου και τις εντολές του. Έτσι δε θα μετανιώσουμε ποτέ, διότι κάναμε το θέλημα του Θεού και η συνείδησή μας θα είναι ήσυχη, όσο κι αν μας πιέζει και μας επηρεάζει ο κόσμος.

«Οι συνειδήσεις μας δεν είναι κτήμα κανενός, παρά μόνο του Θεού. Είναι αποκλειστικό δικαίωμα του Θεού να ζητάει ολόκληρo τον εσωτερικό μας κόσμο και να δεσμεύει ακόμη και αυτές τις σκέψεις μας και τις εσωτερικές μας αποφάσεις. Η υποταγή μας προς τους άρχοντες εξάλλου, υπονοεί το σεβασμό και την εκδήλωση τιμής προς αυτούς, υπακοή στους νόμους και τις διαταγές τους, εφόσον αυτές δεν προσκρούουν στην ευσέβεια και στα καθήκοντά μας προς το Θεό».(Π. Τρεμπέλας)

Πιστεύουμε πως, έχοντας οδηγό τις γνώμες των αγίων μας, μπορούμε να οδηγηθούμε στις κάλπες, με ελαφριά καρδιά, χωρίς αναστολές, στο ιερό μας δικαίωμα και καθήκον κατά τις δύσκολες αυτές ώρες που περνά η πατρίδα μας.


Σάββας Ηλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 15-9-2015

Ποιὸ εἶναι τὸ πραγματικὸ κακό;

Πολλοὶ ἄνθρωποι θεωροῦν τὸν ­θάνατο ὡς τὸ μεγαλύτερο ἀπʼ ὅλα τὰ κακά. Ἐ­­πίσης θεωροῦν μεγάλα κακὰ ὅλα ὅ­­­σα δημιουργοῦν φθορὰ ἢ θίγουν τὸ κύρος καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου. Λόγου ­χά­­ριν, θεωροῦν μεγάλα κακὰ τοὺς σεισμούς, τὰ ἀ­­­κραῖα καιρικὰ φαινόμενα, τὶς δημεύσεις τῆς περιουσίας, τὶς ἀσθένειες, τὶς ἐξορίες, τὶς ­συκοφαν­τίες κ.τ.ὅ. 

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, στὸ λόγο του «Ὅτε τῆς ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθεὶς Εὐτρόπιος», τονίζει ὅτι δὲν εἶναι ὁ θάνατος τὸ πραγματικὸ κακό, διότι μὲ τὸν σωματικὸ θάνατο πηγαίνουμε γρηγορότερα στὸ ἀκύμαντο λιμάνι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Οὔτε οἱ δημεύσεις τῆς περιουσίας εἶναι μεγάλο κακό, διότι γράφει στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ: «Γυμνὸς βγῆκα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου, γυμνὸς καὶ θὰ φύγω» (α΄ 21). Οὔτε οἱ ἐξορίες εἶναι μεγάλο κακό, διότι γράφει στὸ βιβλίο τῶν Ψαλμῶν: «Στὸν Κύριο ­ἀνήκει ἡ γῆ καὶ ὅ,τι ὑπάρχει ἐπάνω σ’ αὐτήν» (κγ΄ [23] 1). Οὔτε οἱ συκοφαντίες εἶναι ­μεγάλο κα­κό, διότι ὁ Κύριος ­μακαρίζει αὐτοὺς ποὺ κακολογοῦνται μὲ ­ψεύτικες κατηγο­ρίες: «Νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ ­ἀ­­­­­γάλλεσθε, ὅ­­­ταν σᾶς κακολογοῦν μὲ κά­θε ­ψεύτικη κατηγορία, διότι ὁ μισθός σας θὰ εἶναι πο­­­­λ­ὺς στοὺς οὐρανούς» (Ματθ. ε΄ ­11-12) (ΕΠΕ 33, 110).
Οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν αὐτὰ ποὺ προαναφέρθηκαν μεγάλα κακά, διότι προξενοῦν μεγάλες καταστροφές. Οἱ μεγάλοι σεισμοὶ ἰσοπεδώνουν πόλεις ὁλόκληρες μὲ χιλιάδες νεκροὺς καὶ ἀνυπολόγιστες ὑλικὲς ζημιές. Τὰ ἀκραῖα καιρικὰ φαινόμενα προξενοῦν βιβλικὲς καταστροφές. Οἱ θανατηφόρες ἀσθένειες ­ταλαιπωροῦν πλήθη ἀνθρώπων. Οἱ συκοφαντίες διασύρουν δημοσίως καὶ καταρρακώνουν τὸ κύρος πλείστων ἀνθρώπων.
Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὲς οἱ συμφορὲς τὸ πρα­γματικὸ κακό. Ἀκόμη κι ἂν ­βλάπτουν, ποὺ ἀ­­­­σφαλῶς βλάπτουν, μόνο ἐξωτερικὰ ­πράγματα βλάπτουν: τὴ σωμα­τικὴ ὑγεία μας, τὰ κτήματά μας, τὴν περιουσία μας. Τὴν ψυχή μας ὅμως δὲν μποροῦν σὲ τίποτε νὰ τὴ βλάψουν. Ὁ Κύριος εἶπε σὲ παρόμοια περίσταση: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόν­των τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Μα­­τθ. ι΄ [10] 28). 
Πάλι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐξηγεῖ γιατί δὲν θεωρεῖ αὐτὲς τὶς συμφορὲς πρα­γματικὸ κακό: Ἔβλεπα τὰ ξίφη καὶ σκεφτόμουν τὸν οὐρανό. Περίμενα τὸν θάνατο καὶ εἶ­χα τὸ νοῦ μου στὴν ἀνάσταση. Ἔβλεπα τὰ παθήματα καὶ μετροῦσα τὰ ἄνω βραβεῖα. Ἔβλεπα τὶς ἐπιβουλὲς καὶ στοχαζόμουν τὸ οὐράνιο στεφάνι. Ὁ τελικὸς σκοπὸς ὅλων τῶν παλαισμάτων τῆς παρούσας ζωῆς ἦταν ἀρκετὸς γιὰ νὰ μὲ ἐνισχύσει καὶ νὰ μὲ παρηγορήσει. Ἐξορίστηκα, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι προσ­βολὴ γιὰ μένα. Πραγματικὴ προσ­βολὴ ἕνα πράγμα μό­νο εἶναι, ἡ ἁμαρτία. Κι ἂν ὅλη ἡ οἰκουμένη σὲ προσβάλει, ἐὰν ἐσὺ δὲν προσ­βάλεις τὸν ἑαυτό σου, δὲν προσβλήθηκες. Προδοσία εἶναι μόνο ἡ προδοσία τῆς συνειδήσεως. Μὴν προδώσεις ἐσὺ τὴ συνείδησή σου καὶ καν­εὶς δὲν μπορεῖ νὰ σὲ προδώσει (ΕΠΕ 33, 110-112).
Σὲ ἄλλη του ὁμιλία λέει σαφέστερα ὅτι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν συν­ειδητὴ χριστιανικὴ ζωή, αὐτὲς οἱ συμφορὲς μό­νο ὀνόματα συμφορῶν ἔχουν, χωρὶς πραγματικὸ περιεχόμενο. Ἀληθινὴ συμφορὰ εἶναι τὸ νὰ προσ­κρούσει ὁ ἄνθρωπος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ νὰ προβαίνει σὲ ἐνέργειες ποὺ δὲν ἀρέσουν στὸ Θεό. «Τὸ προσκροῦσαι Θεῷ καὶ ποιεῖν τι τῶν μὴ δοκούντων αὐτῷ» (Ὁμιλία Ε΄ Πρὸς ἀνδριάντας, ΕΠΕ 32, 104). Πρα­γματικὸ κακὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ βλάπτει τὴν ἀθάνατη ψυχή μας, αὐτὸ ποὺ διακυβεύει τὴν αἰώνια σωτηρία μας. Τέτοιο κακὸ εἶναι μόνο ἡ ἁμαρτία, «τὸ ἄκρον πάντων τῶν κακῶν», κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη ­(Πνευματικὰ Γυμνάσματα, Μελέτη ΣΤ, β΄, σελ. 41). 
Γιατί εἶναι ἡ ἁμαρτία τὸ πραγματικὸ κα­­κό; Διότι ἀντιστρατεύεται τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀντιμάχεται τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅσο κι ἂν προσπαθοῦν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐποχή μας νὰ τὴν ὡραιοποιήσουν, δὲν παύει νὰ εἶναι τὸ μόνο ἀληθινὸ κακό. Ἴσως δὲν φοβηθήκαμε ὅσο πρέπει τὴν ἁμαρτία, οὔτε συνειδητοποιήσαμε ὅτι ἁμαρτάνοντας προσβάλλουμε τὸν ἅγιο Θεό. «Διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν «Πρὸς Ρωμαίους» ἐ­­­πιστολή του (β΄ 23). 
Ἡ ἁμαρτία, καὶ μάλιστα ἡ πρὸς θάνατον, εἶναι ὕβρις καὶ ἀσέβεια στὸν Πατέρα καὶ Πλάστη μας· ἀχαριστία καὶ ἀγνωμοσύνη στὸν Κύριο καὶ Θεό μας· ἀποστασία καὶ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ ἅγιο θέλημά Του· καταπάτηση τῆς θείας ἐντολῆς Του· περιφρόνηση τῆς σταυρικῆς Θυσίας τοῦ Υἱοῦ Του. Ἡ ἁμαρτία εἶναι «χαλεπωτάτη δουλεία» στὸν ἀνθρωποκτόνο διάβολο· «νόσος καὶ τραῦμα καὶ μητέρα τῆς κολάσεως». Ὅπου ­εἰσχωρήσει, ­ἀμαυρώ­νει, μολύνει, φθείρει καὶ καταστρέφει. Τυφλώνει τὴν ψυχή, ­θολώνει τὴ διάνοια, σκληρύνει τὴν καρδιά, παρα­λύει τὴ θέληση, ὁδηγεῖ στὸ θάνατο, καὶ μάλιστα στὸν «ἀθάνατον θάνατον», ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (PG 63, 657). Τὸ κυριότερο ἀπὸ ὅλα· ἡ ἁμαρτία εἶναι χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ἐπώδυνη συν­έπειά της. Ὅσοι παραμένουν ἀμετανόητοι, δὲν ἀν­­τιλαμβάνονται πόσο χαμηλὰ πέφτουν μετὰ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτὸ λένε ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἡ ἁμαρτία. 
Ἀλλὰ νὰ μὴν παίζουμε μὲ τὴ ­φωτιά. Ἂν ἕνα πράγμα πρέπει νὰ ­ἀποφεύγουμε στὴ ζωή μας, αὐτὸ εἶναι ἡ ­ἁμαρτία. «Ἓν δέδοικα μόνον, ἁμαρτίαν. Μή μέ τις ἐ­­­λέγ­ξῃ ἁμαρτάνοντα, καὶ ἡοἰκουμένη πᾶ­­­σα πολεμείτω μοι», ἐπιλέγει ὁ ­­­­χρυ­­­σορ­­ρήμων Πατήρ. Ἕνα πράγμα φοβήθηκα μόνο, τὴν ἁμαρτία. Ἂς μὴ μὲ κατηγορήσει κανεὶς γιὰ ἁμαρτία, καὶ ἂς μὲ πολεμάει ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη (ΕΠΕ 33, 116).

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Τότε κτυπούσαν τον Παύλο με πέτρες…τώρα;

Πιστέψτε με τώρα είναι μπροστά μας να υποστούμε χειρότερα από όσα έπαθε ο Παύλος…»
Τότε εκείνοι κτυπούσαν τον Παύλο με πέτρες. Τώρα μας κτυπούν με λόγια οδυνηρότερα και από πέτρες. Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Ότι έκανε και κείνος.

Δεν εμίσησε εκείνους που τον ελιθοβόλησαν, αλλά ενώ εκείνον τον έσυραν δια της βίας έξω από την πόλη, αυτός μπήκε πάλι για να ευεργετήσει εκείνους που τόσο τον αδίκησαν. Αν υπομείνεις και συ τον υβριστή, τον βάναυσο, εκείνον που σε αδικεί τόσο πολύ, λιθοβολήθηκες και συ.
Μην πεις ότι δεν έφταιξα τίποτε, γιατί σε τι είχε φταίξει ο Παύλος για να λιθοβοληθεί.
Εκήρυττε τη Βασίλεια των ουρανών, απομάκρυνε από την πλάνη, oδηγούσε στο Θεό. Αυτά είναι άξια για στεφάνους, για δημόσιο έπαινο, για χίλια καλά, όχι για λιθοβολισμό. Αλλά όμως έπαθε τα αντίθετα. Αυτό είναι που αποτελεί περίλαμπρη νίκη….
«Και έσυραν αυτόν» (Πραξ 14. 19). Και σένα πολλές φορές σε σέρνουν. Μη θυμώσεις, αλλά κήρυξε το Ευαγγέλιο με την επιείκειά σου. Σε έβρισαν; Σώπασε και ευλόγησε αν μπορείς, και έτσι εκήρυξες και συ το Λόγο, εδίδαξες επιείκεια, εδίδαξες πραότητα. Γνωρίζω πολλούς που δεν πονούν τόσο από τα τραύματα, όσο από τα λόγια γιατί το τραύμα το δέχεται το σώμα, ενώ τα λόγια η ψυχή.
Αλλά ας μη πονάμε, ή καλύτερα ας υπομένουμε τους πόνους. Δε βλέπετε τους πυγμάχους, που με τραυματισμένα τα κεφάλα, με σφιγμένα τα δόντια, υποφέρουν τους πόνους τόσο ήρεμα. Εδώ δεν υπάρχει ανάγκη να τρίξεις τα δόντια, να δαγκώσεις τα χείλη. Σκέψου τον Δεσπότη σου και αμέσως έβαλες το φάρμακο στη σκέψη.

Σκέψου τον Παύλο. Κατάλαβε ότι νίκησες συ ο κτυπημένος, ενώ εκείνος που σε κτύπησε νικήθηκε και τότε όλα τα θεράπευσες.
Είναι μια κρίσιμη στιγμή μην παρασυρθείς, και αμέσως κατώρθωσες τα πάντα.
Μην ταραχθείς και έσβησες τα πάντα.
Είναι μεγάλη παρηγοριά να πάθεις κάτι για το Χριστό.

 Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος