.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανθρώπινες ιστορίες μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανθρώπινες ιστορίες μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μοναχός Νεκτάριος Γρηγοριάτης


Το 2003 κυκλοφόρησε ένα χαριτωμένο αγιορείτικο βιβλίο. Περιέχει διδακτικές διηγήσεις, περιστατικά και ιστορίες από την ζωή παλαιτέρων και νεωτέρων Πατέρων του Άθωνος. Τιτλοφορείται: Αγιορείτικα ανέκδοτα και διηγήσεις και όχι μόνο. Συγγραφεύς φέρεται ο μοναχός Νικάνωρ Καυσοκαλυβίτης.

Τα διηγήματά του γραμμένα με απλή και κατανοητή γλώσσα, είναι διδακτικά και ωφέλιμα για κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη. Ανάμεσα σ αὐτά τα περιστατικά ευρήκα και την ζωή του π Νεκταρίου Γρηγοριάτου μοναχού, η οποία λόγω της μεγάλης ωφελείας που θα προσφέρη, σκέφθηκα να την καταχωρήσω εδώ σ αὐτό το Γρηγοριάτικο Γεροντικό, εφ ὅσον κι αυτός συγκαταλέγεται στην χορεία των παλαιοτέρων Γρηγοριατών πατέρων. Παρουσιάζω την περιπετειώδη βιογραφία του, χωρίς ν ἀλλοιώσω τα ιστορικά της στοιχεία, ενώ η σύνταξις του κειμένου θα φέρη τον προσωπικό χαρακτήρα του γράφοντος. 
Στην ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου μετέβη, πριν από 100 χρόνια, κάποιος νέος να μονάση. Ασφαλώς τότε ηγούμενος ήτο ο ικανώτατος Γέροντας αρχιμ. π.Συμεών Αγγελίδης, ο εκ Τριπόλεως Πελοποννήσου, ο οποίος εχρημάτισε ηγούμενος από το 1860 μέχρι το 1906.

Γεννήθηκε ο μοναχός αυτός, άγνωστο πότε, στην Πάτρα και το βαπτιστικό του όνομα ήτο Νικόλαος. Σύμφωνα με την τάξι του Αγίου Όρους, δοκιμάσθηκε επί μία τριετία και μετά εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ονομασθείς Νεκτάριος. Την εποχή εκείνη, λόγω πτωχείας, ίσως είχε ευλογία κάθε μοναχός, ακόμη και κοινοβιάτης, να ασχολήται με κάποιο εργόχειρο για τα προς το ζην αναγκαία. Ίσως ο μοναχός Νεκτάριος να ζούσε εκτός της Μονής σαν εξαρτηματικός και ησχολείτο με κάποιο εργόχειρο για να καλύπτη τα απολύτως αναγκαία της ζωής του. Ήθελε, λοιπόν, ν ἀγοράση παπούτσια και μερικά άλλα προσωπικά του αντικείμενα.

Ζήτησε ευλογία από τον Γέροντά του να πάη στην Θεσσαλονίκη για να πωλήση το εργόχειρό του. Δεν μας είναι γνωστό τι κατεσκεύαζε. Ο Γέροντάς του του απήντησε:

-Δεν πρέπει να βγης, έξω π. Νεκτάριε. Είσαι νέος μοναχός και ίσως κινδυνεύσης.

-Γέροντα, θα πάω να πωλήσω τα εργόχειρό μου και να ψωνίσω ο, τι προσωπικό μου χρειάζομαι και να επιστρέψω. Ο Γέροντας όμως δεν ευλογούσε την έξοδό του, αλλά και ο μοναχός δεν παραιτείτο από το θέλημά του. Τελικά υπεχώρησε ο Γέροντάς του και του είπε:

-Πήγαινε, αλλά δεν θα καθυστερήσης περισσότερο από τρεις ημέρες. Δηλαδή δύο ημέρες το ταξίδι σου και μία ημέρα για τα ψώνια σου.

Έφυγε ο π. Νεκτάριος κι έφθασε στην Θεσσαλονίκη. Ενώ εβάδιζε κοντά στον Βαρδάρη, ύψωσε το βλέμμα του σ ένα μπαλκόνι και είδε μία κοπέλλα να τινάζη τις κουβέρτες. Αλλά και η κοπέλλα τον είδε και επίμονα με το βλέμμα της τον περιεργαζόταν.

Αυτός ενόμισε ότι η κοπέλλα τον εκύτταξε με πονηρό λογισμό. Από εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα του ο πειρασμός. Την επομένη ημέρα ξαναπέρασε πάλι από εκεί μήπως και την ιδή. Το ίδιο έκανε και τις υπόλοιπες ημέρες.

Οι λογισμοί του να εγκαταλείψη τον μοναχικό του Σχήμα για να κερδίση την κοπέλλα, φούντωσαν μέσα του. Δεν χάνει καιρό και θέτει σε εφαρμογή το σατανικό αυτό σχέδιο. Κάποιο απόγευμα έβγαλε τα ράσα του, έκοψε τα γένεια του και συνέχισε σαν λαϊκός πλέον τώρα να συχνάζη σ εκείνη την εστία του πειρασμού. Δεν άργησε να προχωρήση και σε άλλα μέτρα για να μη χάση…το δόλωμα, που ο διάβολος του είχε βάλει μπροστά του. Ενοίκιασε δωμάτιο κοντά σ αυτή την γειτονιά και εν συνεχεία έψαχνε να βρη δουλειά. Γνωρίσθηκε με κάποιον, ο οποίος και τον πήρε στην δουλειά του. Μία ημέρα είπε σ αὐτόν που ήταν αφεντικό του στην δουλειά:

-Αυτή η κοπέλλα που μένει απέναντί μας, την έχω συμπαθήσει και θέλω να την κάνω γυναίκα μου.

-Τι λες βρε Νίκο; Είναι αλήθεια; Ξέρεις αυτή η κοπέλλα είναι αδελφή ενός πολύ καλού φίλου μου. Θα κάνω το παν να σε γνωρίσω μαζί του.

Πράγματι γνωρίσθηκε ο Νικόλαος με τον αδελφό της κοπέλλας και ένα βράδυ επήγαν μαζί στο σπίτι της. Τους υποδέχθηκε η μητέρα της κοπέλλας και τους προσέφερε ένα κέρασμα.

Επήγε και πάλι και πάλι ο Νικόλαος στο σπίτι της κοπέλλας. Τότε είπε ο φίλος του στον αδελφό της κοπέλλας:

-Ο νεαρός Νικόλαος που εγνώρισες έχει ερωτευθή την αδελφή σου και θέλει να την κάνη γυναίκα του.

-Αλήθεια, λες βρε Γιώργο;

-Ναι, είναι σοβαρός άνθρωπος.

-Το βλέπω κι εγώ ότι είναι σοβαρός. Θα το ειπώ στην μητέρα μου.

Η μητέρα του, όταν έμαθε το νέο αυτό, απόρησε και τον ερώτησε:

– Βρε παιδί μου, αυτός δεν είναι απ εδώ, είναι από την Πάτρα. Πως θα δεχθή να φτιάξη οικογένεια μακριά από τους ιδικούς του συγγενείς;

Τελικά συζήτησαν το θέμα όλοι μαζί και οι γονείς τους. Η κοπέλλα τους είπε:

-Εγώ, μητέρα, δεν έχω σκοπό να παντρευτώ ακόμη. Τελικά η κοπέλλα δέχθηκε τις πιεστικές προτάσεις των γονέων της και υποσχέθηκε να υπαντρευθή.

Έτσι μία ημέρα έγιναν οι γάμοι του Νικολάου και της Όλγας. Γρήγορα απέκτησαν και το πρώτο τους παιδί.

Στο Μοναστήρι οι Πατέρες περίμεναν τον μοναχό Νεκτάριο, αλλά ακόμη δεν φαινόταν πουθενά…Ο Ηγούμενος και όλοι οι Πατέρες έμαθαν για τα …κατορθώματά του και έκαναν προσευχή. Παρακαλούσαν τον Θεό να τον συγχωρήση και να λάβη την απόφασι να επιστρέψη.

Ο μοναχός Νικόλαος συνέχιζε κανονικά την κοσμική του ζωή, μη μεριμνώντας για τίποτε άλλο παρά μόνο για την οικγένειά του, το παιδί του και και τις δουλειές του. Κάθε ανάμνησι για το παρελθόν την απέφευγε διότι τον εμπόδιζε στην απόλαυσι της κοσμικής του ζωής.

Κάποια ημέρα, περίοδος καλοκαιριού, επήγε με το παιδί του, ηλικίας τότε οκτώ ετών, στην παραλία για να κάνουν το μπάνιο τους. Μετά το λούσιμο στην θάλασαα, βγήκε έξω να παίξη τόπι με τον παιδάκι του. Σε μια στιγμή του είπε το παιδί του:

-Μπαμπά, τι είναι αυτό το μαύρο πανί που έχεις επάνω σου;

-Δεν φορώ κάποιο μαύρο πανί επάνω μου, παιδί μου! Δεν βλέπεις ότι είμαι μόνο με το “μαγιώ”;

-Εγώ βλέπω να φορής ένα μαύρο πανί με κόκκινα γράμματα και με κόκκινο σταυρό στο στήθος σου.

Εδώ ο Θεός άκουσε τις προσευχές του Γεροντός του και των Αδελφών της Μονής του και έδωσε την δυνατότητα στο παιδάκι του να ιδή με τα νοερά καθαρά του μάτια το υπερφυσικό αυτό φαινόμενο. Είδε να έχει ενδυθή ο πατέρας του με το Αγγελικό Σχήμα. Αυτό σημαίνει ότι το Σχήμα του μοναχού αποτυπώνεται σαν σφραγίδα στο στήθος και στην ζωή του μοναχού. Έτσι, κι αν ακόμη ο μοναχός αρνηθή το Σχήμα του, το Σχήμα όμως δεν τον αρνείται. Τον ακολουθεί και αυτός ενώπιον του Θεού θα σταθή και θα κριθή σαν μοναχός Μεγαλόσχημος.

Ο πατέρας του κατάλαβε αμέσως τι του έλεγε το παιδί του. Σκέφθηκε και μονολόγισε μόνος του: “Ακόμη με θυμάται και μ ἀγαπᾶ ο Θεός! Μετά είπε στο παιδί του:

-Φεύγουμε. Ετοιμάσου να πάμε στο σπίτι μας.

Έφθασαν στο σπίτι, αλλά ο Νικόλαος, όπως ήτο στενοχωρημένος, φαινόταν αγνώριστος από την γυναίκα του.

-Τι έχεις, βρε Νίκο, γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένος; Άλλη φορά ήσουν πάντα χαρούμενος και γελαστός. Κάτι σοβαρό σου συμβαίνει. Θέλω να μου το ειπής.

-Ετοίμασε να φάμε και μετά θα σου ειπώ τα πάντα με ειλικρίνεια.

Μετά το φαγητό, έβαλαν το παιδί να κοιμηθή και τότε ο Νικόλαος της απεκάλυψε για πρώτη φορά στην γυναίκα του τα εξής:

-Άκουσέ με, Όλγα. Εγώ, πριν σε γνωρίσω και σε ζητήσω για γάμο ήμουν μοναχός στο Άγιον Όρος. Ήλθα για δουλειές μου στην Θεσσαλονίκη. Σε είδα, σε ερωτεύθηκα. Πέταξα τα ράσα μου και το Σχήμα μου, εγκατέλειψα τις καλογερικές μου υποχρεώσεις και το μοναστήρι μου για να πάρω εσένα. Σήμερα το παιδί μας, με θεία νεύσι, είδε επάνω στο στήθος μου το Αγγελικό μου Σχήμα, το οποίον και κατερύπωσα με αυτή την άσωτη ζωή μου..

-Τι είναι αυτά που λέγεις, βρε Νίκο; Αν είναι αλήθεια αυτά που μου λέγεις, τότε είσαι δολοφόνος…Κατέστρεψες τρία σπίτια: Το δικό μας, της μητέρας μου και επρόσβαλλες το μοναστήρι σου και το Άγιο Σχήμα σου…Σήκω και φύγε αμέσως…Και τα δάκρυά της επήγαιναν ποτάμι. Ήτο άνθρωπος της εκκλησίας..

-Θα φύγω της είπε αυτός και θα γυρίσω στο Μοναστήρι μου. Αν με κρατήσουν θα μείνω για πάντα εκεί και εκεί θα πεθάνω. Εάν δεν με κρατήσουν, θα σκεφθώ που θα πάω..

-Φύγε, αμέσως για το μοναστήρι σου. Μη σκέπτεσαι εμένα και το παιδί μας. Θα φροντίση για εμάς ο Θεός. Φύγε για να μη καταδικασθής αιώνια. Όσο καθυστερής στον κόσμο, τόσο παροργίζεις τον Πανάγαθο Θεό μας. Εάν κάνης έτσι και μετανοήσης ειλικρινά θα σε συγχωρέση ο Θεός και θα σε σώση…

-Σε παρακαλώ, της είπε, μην ειπής τίποτε στο παιδί μας. Όταν μεγαλώση θα μάθη από σένα ποιός είναι και που είναι ο πατέρας του…

Πράγματι, έφθασε στο μοναστήρι του συντετριμμένος σαν τον άσωτο υιό ο Νεκτάριος. Μόλις τον είδε ο Γέροντάς του, τον γνώρισε, τον αγκάλιασε και τον έφερε μέσα στο Μοναστήρι.

Ο Νεκτάριος έπεσε στα πόδια του και με στεναγμούς παρακαλούσε και του έλεγε:

-Γέροντά μου, συγχώρεσέ με. Είμαι ο δεύτερος άσωτος γυιός. Δεν είμαι άξιος να στέκομαι μπροστά σου. Κατεμόλυνα το Σχήμα μου, το οποίο από τα χέρια σου έλαβα. Δεν έχω μάτια να σ ἀντικρύσω. Δέξαι με όχι σαν δούλο σου, όχι σαν γυιό σου, αλλά σαν το σκουλήκι και το σκουπίδι της γης.

Εν τω μεταξύ ήλθαν κι οι άλλοι Αδελφοί και Πατέρες. Άλλοι έκλαιγαν και άλλοι εχαίροντο για την επιστροφή του. Σηκώθηκε ο Γέροντάς τους, παπά Συμεών, τον αγκάλιασε και πήγανε μαζί στο Αρχονταρίκι. Εκεί του εξωμολογήθηκε ο Νεκτάριος όλα τα παθήματά του. Και ο Γέροντάς του του είπε:

-Παιδί μου, όλοι εμείς, εγώ ο Γέροντάς σου και οι Αδελφοί σου σε δεχόμεθα και πάλι στο μοναστήρι. Όμως θα πας να μείνης στην σπηλιά του Οσίου Γρηγορίου, του Κτίτορος της Μονής μας.

Ο Νεκτάριος δέχθηκε την εντολή του π. Συμεών και τον ευχαρίστησε διότι τον δέχθηκαν και πάλι στο μοναστήρι.

Ο Γέροντάς του του έδωσε μία φραντζόλα ψωμί και νερό και τον επήγε ο ίδιος να τον εγκαταστήση μέσα στην σπηλιά. Εκεί επέρασε ο Νεκτάριος ένα μήνα μ αὐτό το ψωμί. Όταν πεινούσε έτρωγε και λίγα χόρτα, απ αὐτά που φύτρωναν έξω εκεί στα κηπάρια του Καθίσματος της Παναγίας. Είχε βέβαια πολύ αδυνατίσει.

Μετά από ένα μήνα τον επισκέφθηκε και πάλι ο Γέροντάς του και του έφερε νερό και ψωμί. Τον ερώτησε:

-Πως είσαι, πάτερ Νεκτάριε;

-Καλά με τις ευχές σας, Γέροντα. Δόξα σοι ο Θεός, πολύ καλά.

-Θα έλθη καιρός να κατέβης και κάτω στο Μοναστήρι μας, αλλά όχι τώρα.

Τώρα μόνο εσύ θα κάνης νηστεία, αγρυπνία και προσευχή για να δεχθή την μετάνοιά σου ο Θεός.

Μετά από αρκετό καιρό του μετέφερε ο Γέροντάς του μέσα σε μία στάμνα βρεγμένα όσπρια. Του είπε:

-Πάρε αυτή την στάμνα με τα όσπρια, όσα είναι μέσα. Θα βάζης το χέρι σου μόνο μία φορά την ημέρα και όσα βγάζης, θα τα τρως. Πάρε κι αυτά τα δύο πρόσφορα και το νερό σου.

Ήλθε καιρός και πέθανε ο παπά Συμεών και τον διαδέχθηκε ο παπά Ιάκωβος. Συνέχιζε κι αυτός να του πηγαίνη τρόφιμα καό νερό, όπως ο προηγούμενος.

Με τις προσευχές και τα δάκρυα καθαρίσθηκε η ψυχή του π. Νεκταρίου. Ήδη είχε φθάσει και 75 ετών.

Μία ημέρα τον ερώτησε ο Ηγούμενος:

-Πως πας, Αδελφέ;

-Καλά, δόξα σοι ο Θεός, Γέροντα. Και άρχισε να κλαίη ασταμάτητα. Μόλις ησύχασε λίγο, είπε στον Γέροντά του:

-Γέροντα, έρχεται ένα πουλάκι και μου κάνει παρέα.

Ο Γέροντας κατάλαβε ότι ήτο το Άγιο Πνεύμα, αλλά τον ρώτησε:

–Τι πουλάκι είναι αυτό, Νεκτάριε;

-Να, είναι ένα άσπρο και ωραίο πουλάκι. Έρχεται και με κυττάει. Μου κάνει παρέα και μετά από λίγο φεύγει και πάλι έρχεται.

-Καλά, παιδί μου, συνέχισε την προσευχή σου.

Τελικά ο π. Νεκτάριος έφθασε στην ηλικία των 80 ετών.

Μία ημέρα τον επισκέφθηκε και πάλι ο Γέροντάς του και τον ρώτησε:

-Πως πας, Αδελφέ Νεκτάριε;

-Καλά, Γέροντα. Να το πουλάκι ήλθε και πάλι πολύ κοντά μου. Άπλωσα το χέρι μου να το πιάσω, αλλά αυτό μ ἕνα πήδημα μπήκε μέσα στο στόμα μου και από τότε πάλι δεν έρχεται. Τώρα πως θα το βγάλω από μέσα μου; Και άρχισε να κλαίη.

-Δεν πειράζει. Μην ανησυχής, Νεκτάριε. Τώρα είναι καιρός να γυρίσης στο μοναστήρι μας. Θα μένης στο γηροκομείο και θα σ ἔχουμε κοντά μας.

-Όχι, του είπε ο π. Νεκτάριος. Καλά είμαι εδώ. Άφησέ με να πεθάνω εδώ στην σπηλιά σε παρακαλώ.

-Όχι, του είπε ο Γέροντάς του, πρέπει να κάνης υπακοή και να κατέβης στην Μονή.

-Και αφού ήτο θέμα υπακοής, κατέβηκε μαζί του στην Μονή ο π. Νεκτάριος και έμενε πλέον στο γηροκομείο. Σε ηλικία 85 ετών εκοιμήθη εν Κυρίω. Έκαμαν την κηδεία του και στα τρία χρόνια έβγαλαν τα οστά του. Τι το εξαίσιο και θαυμάσιο; Τα οστά του ευωδίαζαν. Απ αὐτό αντιλαμβάνεται ο καθένας τι καρπούς πνευματικούς ημπορεί να φέρη η υπακοή και η μετάνοια.

Δόξα στον Πανοικτίρμονα Θεό μας, ο Οποίος δέχθηκε την μετάνοια του μοναχού Νεκταρίου και τον επανέφερε όχι μόνο στην μοναχική τάξι, στην οποία ευρισκόταν και παλαιότερα, αλλά και τον αρίθμησε μεταξύ των χορών των αγίων της Εκκλησίας μας.

Αιωνία η μνήμη του οσίου γέροντος Νεκταρίου, ο οποίος ανήλθε εξ άδου κατωτάτου και μας άφησε σαν πνευματική κληρονομία το υπέροχο παράδειγμα της συνεχούς μέχρι θανάτου μετανοίας του.

Κύριε Ιησού Χριστέ πρεσβείαις πάντων των Οσίων Γεροντάδων μας και του αγίου Γέροντός μας π. Γεωργίου αξίωσον και ημάς της αιωνίου μακαριότητος. Αμήν.


Ἡ ἐξομολόγηση ἑνός ἄθεου


π. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος


Πρὶν ἀπὸ χρόνια, ὅταν ἤμουν ἐφημέριος στὸν ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Πειραιῶς, μὲ κάλεσαν νὰ ἐξομολογήσω ἐκτάκτως, κατόπιν δικῆς του ἐπιθυμίας, ἕναν νέο ἄνδρα, 42 ἐτῶν, τὸ ὄνομά του, ἦταν Ξενοφῶν.

Ὅταν πῆγα, ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση. Ὁ καρκίνος μὲ τὶς ραγδαῖες μεταστάσεις τὸν εἶχε προσβάλλει καὶ στὸ κεφάλι. Οἱ μέρες του, ἦταν μετρημένες. Ἦταν μόνος στὸν θάλαμο, τὸ διπλανὸ κρεββάτι ἦταν ἄδειο καὶ ἔτσι βρεθήκαμε μόνοι μας.

Καὶ μοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς, γιὰ τὸ πῶς πίστεψε, ἀφοῦ ὑπῆρξε, ὅπως τὸ τόνισε, «σκληρὸς ἄθεος» καὶ ἄπιστος:

«Ἦλθα ἐδῶ πρὶν ἀπὸ 35 περίπου μέρες, σ’ αὐτὸ τὸ δωμάτιο τῶν δύο κλινῶν. Δίπλα μου ἦταν ἤδη κάποιος ἄλλος ἄρρωστος, μεγάλος στὴν ἡλικία, 80 περίπου ἐτῶν. Αὐτὸς ὁ ἄρρωστος, πάτερ μου, παρὰ τοὺς φοβεροὺς πόνους ποὺ εἶχε στὰ κόκκαλα – ἐκεῖ τὸν εἶχε προσβάλει ὁ καρκίνος – συνεχῶς ἀναφωνοῦσε: «Δόξα Σοί, ὁ Θεός! Δόξα Σοί, ὁ Θεός!…»

Στὴ συνέχεια ἔλεγε καὶ πολλὲς ἄλλες προσευχές, ποὺ ἐγὼ ὁ ἀνεκκλησίαστος καὶ ἄθεος τὶς ἄκουγα γιὰ πρώτη φορά. Καὶ ὅμως, πολλὲς φορὲς μετὰ ἀπὸ τὶς προσευχές του ἠρεμοῦσε – καὶ ἐγὼ δὲν ξέρω μὲ ποιόν τρόπο – καὶ τὸν ἔπαιρνε γλυκύτατος ὕπνος. Ὕστερα ἀπὸ δύο-τρεῖς ὧρες ξυπνοῦσε ἀπὸ τοὺς ἀφόρητους πόνους, γιὰ νὰ ξαναρχίσει καὶ πάλι το:

Χριστέ μου, Σὲ εὐχαριστῶ! Δόξα στὸ ὄνομά Σου!… Δόξα Σοί, ὁ Θεός!… Δόξα Σοί, ὁ Θεός!…

Ἐγὼ μούγκριζα ἀπό τοὺς πόνους καὶ αὐτὸς ὁ συνασθενής μου, μὲ τοὺς ἀφόρητους πόνους, δοξολογοῦσε τὸν Θεό. Ἐγὼ βλαστημοῦσα τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, καὶ αὐτὸς μακάριζε τὸν Θεό, Τὸν εὐχαριστοῦσε γιὰ τὸν καρκίνο ποὺ τοῦ ἔδωσε καὶ τοὺς πόνους ποὺ εἶχε.

Τότε ἐγὼ ἀγανακτοῦσα ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς πόνους τοὺς φρικτοὺς ποὺ εἶχα, ἄλλα καὶ γιατί ἔβλεπα αὐτόν, τὸν συνασθενή μου, νὰ δοξολογεῖ συνεχῶς τὸν Θεό.

Αὐτὸς ἔπαιρνε σχεδὸν κάθε μέρα «τὴν Θεία Μεταλαβιὰ» καὶ ἐγὼ ὁ ἄθλιος ξερνοῦσα ἀπὸ ἀηδία.

Σκάσε, ἐπί τέλους, σκάσε ἐπί τέλους νὰ λὲς συνεχῶς «Δόξα Σοί, ὁ Θεός»! Δὲν βλέπεις, πῶς Αὐτὸς ὁ Θεός, ποὺ ἐσὺ Τὸν δοξολογεῖς, Αὐτός μᾶς βασανίζει τόσο σκληρά; Θεὸς εἶναι αὐτός; Δὲν ὑπάρχει. Ὄχι! Δὲν ὑπάρχει…!

Καὶ τότε αὐτὸς μὲ γλυκύτητα μὲ ἀπαντοῦσε:

Ὑπάρχει, παιδί μου, ὑπάρχει καὶ εἶναι στοργικὸς Πατέρας, διότι μὲ τὴν ἀρρώστια καὶ τοὺς πόνους ποὺ μᾶς δίνει, μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὶς πολλές μας ἁμαρτίες. Ὅπως ἂν ἐργαζόσουνα σὲ μιὰ σκληρὴ δουλειά, ὅπου τὰ ροῦχα σου καὶ τὸ σῶμα σου θὰ βρωμοῦσαν κυριολεκτικῶς καὶ θὰ χρειαζόσουν μία σκληρὴ βοῦρτσα γιὰ νὰ καθαριστεῖς καλά, ἐσὺ καὶ τὰ ροῦχα σου, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Θεὸς χρησιμοποιεῖ τὴν ἀρρώστια, σὰν εὐεργετικὸ καθαρισμὸ τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ τὴν προετοιμάσει γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν…

Οἱ ἀπαντήσεις του μὲ ἐκνεύριζαν ἀφάνταστα καὶ ἐγὼ ἀκόμη περισσότερο βλαστημοῦσα θεοὺς καὶ δαίμονες. Δυστυχῶς οἱ ἀντιδράσεις μου ἦσαν ἀρνητικές, μὲ τὸ νὰ φωνάζω:

Δὲν ὑπάρχει Θεός… Δὲν πιστεύω σὲ τίποτα… Οὔτε στὸν Θεὸ οὔτε σ΄ αὐτὰ τὰ «κολοκύθια» ποὺ μοῦ λὲς περὶ Βασιλείας τοῦ Θεοῦ σου…

Θυμᾶμαι τὶς τελευταῖες του λέξεις:

Περίμενε καὶ θὰ δεῖς μὲ τὰ μάτια σου, πῶς χωρίζεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα ἑνὸς χριστιανοῦ ποὺ πιστεύει. Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλὰ τὸ ἔλεός Του θὰ μὲ σώσει. Περίμενε…, θὰ δεῖς καὶ θὰ πιστέψεις…!

Καὶ ἡ μέρα αὐτὴ ἔφθασε. Ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο θέλησαν νὰ βάλουν ἕνα «παραβάν», ὅπως ἦταν καθῆκον τους, ἀλλὰ ἐγὼ διαμαρτυρήθηκα. Εἶπα στὶς νοσοκόμες:

Δὲν θέλω νὰ βάλετε «παραβάν», γιατί θέλω νὰ δῶ, πῶς αὐτὸς ὁ γέρος θὰ πεθάνει!

Τὸν ἔβλεπα λοιπὸν νὰ δοξολογεῖ συνεχῶς τὸν Θεό. Πότε ἔλεγε κάποια «Χαῖρε» γιὰ τὴν Παναγία, ποὺ ἀργότερα ἔμαθα ὅτι λέγονται «Χαιρετισμοί». Κατόπιν σιγοέψαλλε τὸ «Θεοτόκε Παρθένε», τὸ «Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν…», τὸ «Ἄξιον ἔστι», κάνοντας συγχρόνως καὶ πολλὲς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.

Σήκωσε κάποια στιγμὴ τὰ χέρια του καὶ εἶπε:

Καλῶς τὸν Φύλακα Ἄγγελό μου! Σὲ εὐχαριστῶ, ποὺ ἦλθες μὲ τόση λαμπρὰ συνοδεία νὰ παραλάβεις τὴν ψυχή μου. Σὲ εὐχαριστῶ!… Σὲ εὐχαριστῶ!…

Ἀνασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τὰ χέρια του ψηλά, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, σταύρωσε τὰ χεράκια του στὸ στῆθος του καὶ ἐκοιμήθη!

Ξαφνικὰ τὸ δωμάτιο πλημμύρισε ἀπὸ φῶς, λὲς καὶ μπῆκαν μέσα δέκα ἥλιοι καὶ περισσότεροι, τόσο πολὺ φωτίστηκε τὸ δωμάτιο!

Ναί, ἐγὼ ὁ ἄπιστος, ὁ ἄθεος, ὁ ὑλιστής, ὁ «ξιπασμένος», ὁμολογῶ, ὅτι ὄχι μόνο ἔλαμψε τὸ δωμάτιο ἀλλὰ καὶ μιὰ ὠραιότατη εὐωδία ἁπλώθηκε σ’ αὐτό, ἀκόμη καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸν διάδρομο καὶ μάλιστα ὅσοι ἦσαν ξυπνητοὶ καὶ μποροῦσαν, ἔτρεχαν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, γιὰ νὰ διαπιστώσουν ἀπὸ ποῦ ἤρχετο ἡ παράξενη αὐτὴ εὐωδία!

Ἔτσι, πάτερ μου, πίστεψα, γι’ αὐτὸ καὶ φώναξα γιὰ Ἐξομολόγο, ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες. Τὴν ἄλλη μέρα ὅμως, τὰ ἔβαλα μὲ τοὺς δικούς μου, τὴν μάνα μου καὶ τὸν πατέρα μου, ὕστερα μὲ τὰ δύο μεγαλύτερα ἀδέλφια μου, μὲ τὴν γυναῖκα μου, μὲ τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους καὶ τοὺς φώναζα καὶ τοὺς ἔλεγα:

Γιατί δὲν μοῦ μιλήσατε ποτὲ γιὰ τὸν Θεό, τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους; 

Γιατί δὲν μὲ ὁδηγήσατε ποτὲ στὴν Ἐκκλησία; 

Γιατί δὲν μοῦ εἴπατε, ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ ὑπάρχει καὶ θάνατος καὶ κάποτε αὐτὴ ἡ ψυχὴ θὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα γιὰ νὰ δώσει τὸν λόγο της; 

Γιατί μὲ σπρώξατε μὲ τὴν συμπεριφορά σας στὴν ἀθεΐα καὶ στὸν μαρξισμό; Ἐσεῖς μὲ μάθατε νὰ βλαστημῶ, νὰ κλέβω, νὰ ἀπατῶ, νὰ θυμώνω, νὰ πεισμώνω, νὰ λέω χιλιάδες ψέματα, νὰ ἀδικῶ, νὰ πορνεύω… Ἐσεῖς μὲ μάθατε νὰ εἶμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος καὶ κακός.

Γιατί δὲν μοῦ διδάξατε τὴν ἀρετή; Γιατί δὲν μοῦ διδάξατε τὴν ἀγάπη; Γιατί δὲν μοῦ μιλήσατε ποτὲ γιὰ τὸν Χριστό; 

Γιατί;… Ἀπὸ αὐτὴ τὴν στιγμὴ μέχρι ποὺ νὰ πεθάνω, θὰ μοῦ μιλᾶτε μόνο γιὰ τὸν Θεό, τὸν Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς Ἀγγέλους, τοὺς Ἁγίους. Γιὰ τίποτε ἄλλο!

Ἤρχοντο οἱ δικοί μου, οἱ συγγενεῖς, φίλοι, γνωστοί, καὶ τοὺς ρωτοῦσα τὸν καθένα χωριστὰ ἢ ὅλους μαζί:

Ἔχετε νὰ μοῦ πεῖτε κάτι σημαντικὸ γιὰ τὸν Θεό; Διότι Αὐτὸν θὰ συναντήσω! Λέγετε… Ἐὰν δὲν ξέρετε, νὰ μάθετε. Οἱ μέρες περνᾶνε καὶ ἐγὼ θὰ φύγω…

Καὶ σ’ ἕνα – δύο ἐπισκέπτες τοὺς εἶπα:

Ἂν δὲν ξέρεις ἢ ἂν δὲν πιστεύεις, νὰ φύγεις!…

Τώρα πιστεύω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ καὶ θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου ἀπὸ μικρὸ παιδί…!

Ἦταν σταθερὸς καὶ ἀμείλικτος μὲ τὸν παλαιὸ ἑαυτό του ὁ Ξενοφῶν. Καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἦταν μεγάλο, πολὺ μεγάλο! Ἐξομολογήθηκε μὲ εἰλικρίνεια, κοινώνησε δύο – τρεῖς φορὲς καὶ ὑστέρα ἀπὸ πάλη μερικῶν ἡμερῶν μὲ τὸν καρκίνο, ἔφυγε ἐν πλήρῃ μετανοίᾳ, μὲ ζέουσα τὴν πίστη, εἰρηνικά, ὁσιακά, δοξολογῶντας καὶ αὐτὸς τὸν Θεό!

Η Χάρις του Θεού δίνεται πολλές φορές εκεί που δεν το υπολογίζουμε...


''Βλέπουμε, λοιπόν, αδελφοί μου, ότι η Χάρις του Θεού δίνεται πολλές φορές εκεί που δεν το υπολογίζουμε, η Χάρις του Θεού περιέρχεται και πόλεις και χωριά και τα σπίτια μας και τις ερημιές μας και τα μοναστήρια μας και πολλές φορές και τα καταγώγια της αμαρτίας και ενοικεί και σε ανθρώπους που δεν υποψιαζόμαστε ότι έχουν τέτοια αρετή και τέτοια αγιότητα.''

Μακαριστός Μητρoπολίτης π. Γεράσιμος Φωκάς

-Αυτό που θα σας διηγηθώ προέρχεται από εξομολόγηση και το κάνω για κοινή ωφέλεια. Ήρθαν δυο κοπέλες να εξομολογηθούν. Ήταν την προηγούμενη Κυριακή της Σαμαρείτιδος που λέει το Ευαγγέλιο “ουκ έχω άνδρα …”

Πήγαν στην εκκλησιά, άκουσαν το Ευαγγέλιο και συγκλονίστηκαν.

Ήρθαν, λοιπόν, να εξομολογηθούν. Ήταν πολύ μοντέρνα ντυμένες ή μάλλον έξαλλα ντυμένες. Μπήκε η πρώτη και την ρώτησα αν έχει παιδιά. Μου είπε ότι έχει δύο.
Την ρώτησα:
– Τι δουλειά κάνει ο άντρας σου;
Και μου απάντησε:
– Δεν έχω άντρα.

Θυμάστε τη Σαμαρείτιδα. Ανδρα ουκ έχω, που και ο Κύριος της είπε: “Καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω, πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου.” Την ρώτησα:
-Μήπως σκοτώθηκε, απέθανε ο άντρας σου; Και μου απάντησε:
-Οχι, το ένα παιδί το έκανα με έναν άντρα και το άλλο με άλλο άντρα.

Με συγκλόνισε αυτή η κοπέλα, είχα μπροστά μου το Ευαγγέλιο. Καλά, κόρη μου, που δεν σκέφτηκες να κάνεις έκτρωση, της είπα. Χωρίς σύζυγο ήσουνα , χωρίς στήριξη, με δουλειά της νύκτας, σε μια κοινωνία που δεν δέχεται εύκολα τις άγαμες μητέρες.

Μου λέει: -Δεσπότη μου, ξέρεις τι σκέφτηκα τότε που ήρθαν τα παιδιά; Αφού ο Θεός επέτρεψε να έλθουν, να μην τα σκοτώσω, γιατί έχω που έχω τόσες αμαρτίες, και συνεχίζω να κάνω αμαρτίες κάθε μέρα λόγω της δουλειάς μου, τουλάχιστον, αφού μου έστειλε ο Θεός αυτά τα δύο παιδιά, να τα σώσω, μήπως, εις ανταπόδοση ο Θεός, επειδή έσωσα αυτά τα παιδιά, σώσει κι εμένα.

Όλα αυτά ο π. Γεράσιμος μας τα διάβαζε κλαίγοντας, και κλαίγαμε και όλοι εμείς.

Μετά ακολούθησε η φίλη της, επίσης μοντέρνα, έξαλλη κοπέλα.
-Ξέρετε, μου λέει, απόψε θα είναι η τελευταία νύχτα που θα εργαστώ.
– Γιατί; την ρωτάω.
-Θα παντρευτώ. Και ο άντρας μου θέλει να σταματήσω. Και είπα, αφού θα αλλάξω τρόπο ζωής, θα πάω να εξομολογηθώ, μήπως αλλάξω και την ψυχή μου.

Της λέω:
-Έχεις και συ κανένα εξώγαμο παιδί, όπως η φίλη σου;
Μου λέει:
– Έχω ένα στην κοιλιά μου, δυόμισυ μηνών.
Της λέω:
-Είναι αυτού που θα σε παντρευτεί ή άλλου;
– Είναι άλλου.
-Καλά, της λέω, γιατί δεν παίρνεις αυτόν που είναι κι ο πατέρας του παιδιού σου; Για να μην δημιουργηθούν αργότερα προβλήματα.
– Ούτε τον θέλω, ούτε με θέλει. Αυτός που θα παντρευτώ είναι οικοδόμος και θα παρουσιάσουμε στον κόσμο, αν δεν είναι αμαρτία αυτό, Δεσπότη μου, ότι είναι αυτός ο πατέρας του παιδιού.
Και θέλει να αναλάβει το μεγάλωμα του παιδιού, κι αν τον δέχεστε κι εσείς, να έρθει να εξομολογηθεί.
-Αν τον δέχομαι; Πες του ότι τον παρακαλώ να έρθει να τον δω, να πάρω την ευχή του.

Αφού είναι τέτοιος άνθρωπος που θα αναλάβει τέτοιο πνευματικό βάρος, να βγάλει μια κοπέλα από την αμαρτία και να προστατεύσει ένα εξώγαμο παιδί, να πάρω την ευχή του!

Ο π. Γεράσιμος άφησε το κείμενο, μας κοίταξε και συνέχισε:

Βλέπουμε, λοιπόν, αδελφοί μου, ότι η Χάρις του Θεού δίνεται πολλές φορές εκεί που δεν το υπολογίζουμε, η Χάρις του Θεού περιέρχεται και πόλεις και χωριά και τα σπίτια μας και τις ερημιές μας και τα μοναστήρια μας και πολλές φορές και τα καταγώγια της αμαρτίας και ενοικεί και σε ανθρώπους που δεν υποψιαζόμαστε ότι έχουν τέτοια αρετή και τέτοια αγιότητα.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Φωτεινῆς τῆς Σαμαρείτιδος, ᾗ ὡμίλησεν ὁ Χριστὸς ἐν τῷ φρέατι, καὶ τῶν σὺν αὐτῇ.




Πηγή: iconandlight.wordpress.com

ΤΟ Θ Α Υ Μ Α ΤΩΝ 11 ΜΟΝΑΧΩΝ ΣΤΟΝ ΚΑΥΚΑΣΟ, ΠΡΙΝ 65 ΧΡΟΝΙΑ !!!!...


Το 1960, επί Γενικού Γραμματέως του ΚΚΣΕ Νικήτα Χρουστσόφ, τα όργανα της 'KGB' με τήν βοήθεια του στρατού χτενίζανε συστηματικά τα βουνά του Καυκάσου - και πιάστηκαν όλοι εκείνοι που κρύβονταν εκεί, κυρίως μοναχοί και ερημίτες...και αποστέλλονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. 


ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΝΕΟΣ ΕΝΑΣ ΛΑΚΕΣ ΤΟΥ
ΑΙΜΟΣΤΑΓΟΥΣ ΣΤΑΛΙΝ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΣ ΣΤΑ ΦΑΓΟΠΟΤΙΑ ΤΟΥ...
ΑΠΛΩΣ ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΞΥΡΙΖΕ
ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΟΥ ΟΠΩΣ ΜΕΤΑ....

Στήν δεκαετία του εξήντα ήμουν αξιωματικός του στρατού, είχα εισιτήριο για το κόμμα και ήμουν επικεφαλής ενός μεγάλου συγκροτήματος ελικοπτέρων,επειδή είχα μεγάλη εμπειρία να πετάω στα βουνά, όπου απαιτείται ειδική ικανότητα από πιλότους.

Στη συνέχεια, στον Καύκασο μού δόθηκε διαταγή να ακολουθήσω με μια ομάδα ελικοπτέρων τους μοναχούς. 

Στο θάλαμο διακυβέρνησης του ελικοπτέρου ήμασταν έτοιμοι για όλα.

Παρακολουθούσαμε έντεκα μοναχούς με μαύρη ενδυμασία να ανεβαίνουν στο βουνό. Λίγο πιο κάτω πίσω από αυτούς ένα πράσινο στρατιωτικό όχημα με αυτοπεποίθηση μετέφερε τους στρατιώτες.

Αξιολογώντας την κατάσταση είπα στον ασύρματο: 

- Γη! Εδώ αέρας. Οι μοναχοί κινούνται προς την κορυφή του βουνού.

Στερέωσα αργά το χέρι μου στον μοχλό και πίεσα προς τα κάτω. Η κορυφή του βουνού ήταν απότομη.

Έχοντας φτάσει εκεί πάνω, δεν θα είχαν πουθενά να πάνε.

Εκεί θα τους παγιδεύαμε.

Για δύο ημέρες προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε αυτούς τους μοναχούς.

Και η προσπάθειά μας είχε φτάσει στο τέλος της.

Δεν ήξερα τι θα συνέβαινε με τους μοναχούς όταν θα τους πιάναμε.

Ναι, τότε δεν με ενδιέφερε.

Ακολουθούσα διαταγές. 

Εν τω μεταξύ, οι μοναχοί ανέβηκαν στην κορυφή του βουνού.

Πίσω από αυτούς οι στρατιώτες και τα σκυλιά τούς κυνηγούσαν, και μπροστά τους ένας απύθμενος, τεράστιος γκρεμός.

Η κατάσταση ήταν απελπιστικά κρίσιμη. 

Πήγα από την άλλη μεριά και στάθηκα ακριβώς πάνω από τους μοναχούς.

Ο άνεμος σαν λεπίδα ξύριζε τα ρούχα και τα μαλλιά τους.

Είδα την απελπισία στα πρόσωπά τους. Μοιάζαν με αγέλη κυνηγημένων λύκων. Αναβοσβήνοντας τα φώτα έκανα σαφές στους μοναχούς ότι ήμασταν παντού.

Οι στρατιώτες, εν τω μεταξύ, πλησίαζαν...

Ξαφνικά κάτι το ασυνήθιστο άρχισε να συμβαίνει από κάτω.

Οι μοναχοί έκαναν έναν κύκλο, κράτησαν τα χέρια, γονάτισαν και άρχισαν να προσεύχονται.

Τότε όλοι σηκώθηκαν και περπάτησαν προς την άκρη της χαράδρας.

"Θα πηδήξουν πραγματικά;

Αυτό είναι σίγουρος θάνατος!

Τι, αποφάσισαν, να αυτοκτονήσουν;", σκέφτηκα με ενόχληση και άρπαξα το 'walkie-talkie' φωνάζοντας:

- Γη! Γη! Μην έρχεστε πιο κοντά, θέλουν να πηδήξουν!

Βρίσκονται στην άκρη του γκρεμού!

- Αέρα, εδώ γη. Περιμένουμε πέντε λεπτά και συνεχίζουμε να κινούμαστε. Δεν έχουμε χρόνο - σύντομα θα σκοτεινιάσει! Αρνητικό.

- Ελήφθη. Τέλος επικοινωνίας.

Κοίταζα τους μοναχούς που στέκονταν στην άκρη της χαράδρας.

Και τότε ένας από αυτούς στάθηκε στη μέση, πήρε δύο ακόμη μαζί του, αγκάλιασε έναν σταυρό, έκανε αργά τρεις φορές τον Σταυρό του και ευλόγησε την άβυσσο.

Στη συνέχεια πήδηξε πρώτος κατ' ευθείαν στην άβυσσο!

Αλλά για κάποιο λόγο δεν έπεσε, και σαν από θαύμα παρέμεινε κρεμασμένος στον αέρα.

Τα μαλλιά μου σηκώθηκαν στο κεφάλι μου. Από πάνω, έβλεπα σαφώς ότι ο μοναχός δεν στέκεται στο έδαφος, αλλά κρέμεται στον αέρα!

Στη συνέχεια άρχισε να κάνει αργά βήματα και περπάτησε κατά μήκος του γκρεμού.

Δεν έπεσε στην άβυσσο!

Πώς;

Ακολούθησαν και όλοι οι άλλοι μοναχοί και περπατούσαν στον αέρα Με τη σειρά, σαν αλυσίδα. 

Περπατούσαν ήσυχα ο ένας μετά τον άλλο, ανεβαίνοντας, μέχρι όλοι να εξαφανιστούν στο σύννεφο. 

Από αυτά που έβλεπα, μπερδεύτηκα, και έχασα τον έλεγχο της διαχείρισης του ελικοπτέρου.

Έχοντας ανάμεικτα συναισθήματα, κατέβασα το ελικόπτερο, το προσγείωσα σε ένα ξέφωτο και άρχισα να κλαίω.

Είκοσι λεπτά αργότερα οι στρατιώτες από το πεζικό έτρεξαν σε μένα.

Συνέχισα να κάθομαι στο πιλοτήριο του ελικοπτέρου, προσπαθώντας να δώσω μια λογική εξήγηση για αυτό που είδα.

Οι στρατιώτες κύκλωσαν το ελικόπτερο και ο παλαιότερος με ρώτησε: 

- Σύντροφε κυβερνήτη, πού είναι οι μοναχοί; Σκαρφαλώσαμε στην κορυφή, αλλά δεν ήταν εκεί. Πήγανε στον ουρανό!... 

Το δυνατό γέλιο του στρατιώτη με μια παρατεταμένη ηχώ ακούστηκε στα βουνά.

Ο συνταγματάρχης με ρωτούσε συνεχώς: 

- Εξήγησέ μου, πού εξαφανίστηκαν οι μοναχοί που εντοπίσαμε πριν δύο ημέρες;

Και πώς οδήγησες το στρατό σε λάθος διαδρομή;! 

- Εξακολουθείτε να μην πιστεύετε στις εξηγήσεις μου, σύντροφε, είπα στον συνταγματάρχη.

Με βγάλανε από το κόμμα και με μετέφεραν σε υπηρεσία ξηράς.

Αφού έφυγα από το στρατό, βαφτίστηκα και έγινα πιστός. 

Τα έργα Σου είναι υπέροχα, ω Κύριε! 

Miroslav Manyuk. 12/17/15
(Ρωμηός)
(αντιγραφή από Ηλίας Χαμηλός)


Πῶς ἐ σ ώ θ η ἕνας (μακαρίτης καί γνωστός) ὁμοφυλόφιλος! [ Πατερικές ΔΙΔΑΧΕΣ! ]


«Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονοµήσουσι; 
Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε µοιχοὶ οὔτε µαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται» (Α΄ Κορ. 6, 9). 

(Δηλ.: Αὐτὸ ποὺ κάνετε, τὸ κάνετε λοιπὸν ἀπὸ ἄγνοιαν; Δὲν γνωρίζετε, ὅτι οἱ ἄδικοι δὲν θὰ κληρονοµήσουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε οἱ πόρνοι, οὔτε οἱ εἰδωλολάτραι, οὔτε οἱ µοιχοί, οὔτε οἱ ἐκθηλυµένοι καὶ γυναικώδεις, οὔτε οἱ ἀρσενοκοῖται).

Θεομίσητο τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀρσενοκοιτίας (ὁμοφυλοφιλίας) Μᾶς διδάσκει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν Ε΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ»:

«Μὴ νομίσεις λοιπόν, λέγει (γιὰ τὰ Σόδομα καὶ Γόμμορα), ἐπειδὴ ἄκουσες πώς κάηκαν, ὅτι ἡ ἀρρώστια ὀφείλεται μόνο στήν ἐπιθυμία. 

Γιατί πραγματικά τό περισσότερο μέρος ὀφείλεται στήν ἀδιαφορία τους, πού ἄναψε καί τήν ἐπιθυμία. 

Γι’ αὐτό δέν εἶπε, παρασυρόμενοι ἤ κυριευόμενοι, πρᾶγμα πού λέγει ἀλλοῦ, ἀλλά τί; «Κάνοντας». 

Θεώρησαν δέ, ἔργο τήν ἁμαρτία, καί ὄχι ἁπλά ἔργο, ἀλλά καί φροντισμένο» (Ὁμιλία Ε’, σ. 413). 

Σχολιάζει ἀκόμη τήν λέξη «ἀσχημοσύνη», λέγοντας: «Καί δέν εἶπε (= ὁ Παῦ­λος) ἐπιθυμία, ἀλλ’ “ἀσχημοσύνη”, μέ κυριολεκτική σημασία. 

Γιατί πραγματικά καί τήν φύση ντρόπιασαν καί τούς νόμους καταπάτησαν. 

Μέ ἔμφαση λέγει: “Καί τήν φύσιν ᾔσχυναν καί τούς νόμους ἐπάτησαν”».

Ὅλες οἱ ἁμαρτίες εἶναι θέμα μετανοίας. 

Νὰ καταλάβουμε τὴν ἁμαρτία, ποὺ κάνουμε καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱὸς καὶ νὰ ζητήσουμε συγχώρεση ἀπὸ τὸν Κύριο.

Σὲ ἀπομαγνητοφωνημένο ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ π. Γεωργίου Σχοινᾶ περιγράφεται πῶς σώθηκε ὁ γνωστότερος Ἕλληνας ὁμοφυλόφιλος τῆς δεκαετίας τοῦ ’80.

Ἴσως κάποιοι παλαιότεροι νὰ θυμᾶστε ἕνα πρόσωπο, ἕνα ὡραῖο παλληκάρι. 

Ἦταν ὁμοφυλόφιλος, σχεδιαστὴς μόδας, ὁ πασίγνωστος κάποτε Billy Bo. 

Ἔτυχε νὰ ἀκούσουμε ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ πνευματικοῦ του ποιὰ ἦταν ἡ πορεία του, ποὺ δὲν τὴν λένε πολλοί, οὔτε γράφτηκε ἰδιαιτέρως στὰ βιβλία, ποὺ ἐκδόθηκαν γιὰ αὐτόν. 

Γράψανε ὅλοι γιὰ τὶς βόλτες, ποὺ ἔκανε στὴ Μύκονο μὲ διασημότητες, τὶς περιπέτειες ποὺ εἶχε ὡς ἄνθρωπος. 

Δίψαγε γιὰ τὴ ζωή, δίψαγε γιὰ τὴν ἀγάπη. 

Μὰ δὲν ἤξερε ποῦ νὰ τὴν βρεῖ καὶ τὴν ἔψαχνε σὲ λάθος μονοπάτια.

Κάποια στιγμὴ τὸν ἐπισκέφτηκε ἡ ἀσθένεια (σ.σ. ὁ Billy Bo ἦταν τὸ πρῶτο διάσημο θῦμα τοῦ AIDS στὴν Ἑλλάδα). 

“Κακό πρᾶγμα ἡ ἀσθένεια”, λένε οἱ περισσότεροι. 

Κοίτα ὅμως ποὺ καμιὰ φορὰ εἶναι γιὰ καλό… 

Καὶ ὅταν ἦλθε ἡ ἀσθένεια καὶ κτύπησε ἕνα πνευματικὸ καμπανάκι, αὐτὸς ἄκουσε τὸ καμπανάκι, ποὺ σημαίνει ὅτι εἶχε καλὰ στοιχεῖα μέσα του.

Καὶ διηγεῖται ὁ πνευματικός: “Βλέπω ἕνα παιδί, ἕνα παλληκάρι, σὰν ἄγγελος ἦταν, μὲ τὰ ὡραῖα τὰ δερμάτινα πάνω-κάτω. 

Μπαίνει στὴν ἐκκλησιὰ καὶ λέει “πάτερ, θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ”. Καὶ κατέβαλα προσπάθεια νὰ δῶ ἂν ἦταν ἀγόρι ἢ κορίτσι. 

Ἦταν ψηλός, ἀλλὰ εἶχε καὶ μία ἄλλη ὀμορφιά, ποὺ ἔμοιαζε μὲ τὴ γυναικεία…”.

Ξεκίνησε λοιπὸν καὶ ἐξομολογήθηκε μὲ μετάνοια. Ἄρχισε νὰ ἔρχεται, μετὰ ἀπὸ ἕνα κανόνα ποὺ τοῦ ἔβαλε ὁ πνευματικός, νὰ κοινωνάη, νὰ ἐκκλησιάζεται, νὰ προσεύχεται, ὥσπου σιγὰ-σιγὰ κατέπεσε καὶ ἀναγκαζόταν ὁ ἱερέας νὰ πηγαίνη νὰ τὸν ἐξομολογῆ καὶ νὰ τὸν κοινωνῆ στὸ σπίτι του, στὸ Κολωνάκι.

Ὅταν ὁ ἱερέας πρωτοπῆγε στὸ σπίτι, νόμιζε ὅτι μπῆκε σὲ κανένα μουσεῖο! 

Ἦταν ἕνας χῶρος διακοσμημένος μόνο μὲ μοντέλα, μὲ φωτογραφίες ἀπὸ ἐπιδείξεις μόδας κ.λπ. 

Κάθε φορὰ ποὺ ἐρχόταν μετά, ἔφευγε καμιὰ φωτογραφία καὶ ἔμπαινε μία εἰκόνα στὴ θέση τους… 

Στὸ τέλος νόμιζες ὅτι ἔμπαινες σὲ μοναστήρι.

Ὅταν ἔφυγε στὴν Ἀμερικὴ γιὰ νὰ πάη γιὰ θεραπεῖες, παρήγγειλε ἕνα σιδερένιο σταυρό, μεγάλο, σπαστὸ γιὰ νὰ χωράη στὴν βαλίτσα, γιὰ νὰ τὸν βάλη πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ δωματίου του στὸ νοσοκομεῖο, γιὰ νὰ βλέπη τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ προσεύχεται.

Δὲν πέτυχαν οἱ θεραπεῖες, γύρισε πίσω, καὶ ἄρχισε ἡ μεγάλη κατηφόρα, ἡ φθορά, ὁ δρόμος πρὸς τὸν θάνατο. Τὸν εὐλογημένο θάνατο, θὰ λέγαμε. 

Γιατί ἂν δὲν πεθαίναμε, παιδιά, θὰ ταλαιπωριόμασταν γιὰ πάρα πολλὰ χρονιά! 
Καὶ τί γίνεται;

Καὶ διηγεῖται ὁ πνευματικός: “Κάποια στιγμή, πῆγα Σάββατο πρωὶ καὶ τὸν κοινώνησα. 

Ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ εἶναι νὰ φύγω καὶ μοῦ λέει ὁ Βασιλάκης:

Πάτερ, κάνε μου μία χάρη, ἔλα καὶ μετὰ τὰ μεσάνυκτα σήμερα νὰ μὲ κοινωνήσης. 

Γιατί θὰ φύγω πρὶν ξημερώση, μὲ εἰδοποίησε ἡ Παναγία!

Εἶπα νὰ τὸν πιστέψω, νὰ μὴ τὸν πιστέψω; 

Ἂς τοῦ κάνω τὸ χατίρι, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος νὰ κοινωνήση ζητάει”.

Πῆγε, λοιπόν, ὁ ἱερέας κατὰ τὴ 1-2 μεσ’ τὴ μαύρη νύκτα καὶ τὸν κοινώνησε τὸν Βασιλάκη. Καὶ ὄντως ὁ Θεὸς τὸν πῆρε πρὶν ξημερώση, ξημερώνοντας Κυριακή, ὅπως τὸν εἶχε πληροφορήσει ἡ Παναγία! 

Μᾶς διηγεῖτο αὐτὰ ὁ ἱερέας καὶ μᾶς λέει: “Εὐχηθεῖτε, παιδιά μου, νὰ ἔχω τὰ τέλη τοῦ Βασιλάκη”.

Νὰ ποιὸς εἶναι ὁ Χριστός! Νὰ ποιὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ποὺ δὲν μπερδεύει τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν τοὺς λέει “καλὰ πᾶς”, ἐνῷ πηγαίνουν στὸν γκρεμό. 

Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ συμβαίνη. 

Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀπογοητεύει καὶ κανένα. 

Καὶ προβάλλει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους τὸν δρόμο γιὰ τὴν θέωση.

Ἔτσι καὶ ὁ Billy Bo. 

Δὲν σώθηκε ἁπλῶς, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάη καὶ ἡ Παναγία νὰ τοῦ πῆ “ἑτοιμάσου, ἔρχεσαι”, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Βασίλης πῆγε καὶ σὲ καλὴ θέση! 
Καὶ ἔχουμε ἄπειρα τέτοια παραδείγματα, ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χριστιανικὰ χρόνια μέχρι καὶ σήμερα…».

Συμπέρασμα: 

Ἡ μὲν ἁμαρτία μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Κόλαση, ἡ δὲ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση στὸν Παράδεισο.

π. Σάββας Αχιλλέως και η μετάνοια της αστρολόγου


Στο περιοδικό “Ρομάντζο” κάποτε διαφημιζόταν μιά αστρολόγος ξακουστή στον Πειραιά. Για να έχει επιτυχία έδωσε όρκο στον αρχηγό της κολάσεως να μην κάνει στον σταυρό της, να μην εκκλησιάζεται και να μουτζώνει όταν συναντά ιερέα.
Ο μακρόθυμος Κύριος επέτρεψε να σκοντάψει ο ηλικιωμένος πατέρας της και να σπάσει το χέρι του. Αυτή μόλις το έμαθε, ασυναίσθητα έκανε τον σταυρό της κι επικαλέστηκε την Παναγία.
Εκείνη τη στιγμή ξεράθηκε το χέρι της κι άρχισε να τραυλίζει. Ο “αρχηγός” δεν μπόρεσε να της προσφέρει τίποτα – ο δικός της αρχηγός. Οι φυσιοθεραπείες δεν απέδωσαν κι όπως της είχαν πει οι γιατροί θα έμενε ανάπηρο το χέρι της.

Κάποτε διαβάζοντας ένα δημοσίευμα εφημερίδας για τον Άγ. Γεώργιο Καρέα, ότι γίνονται θαύματα, ήρθε στον π. Σάββα, ο οποίος, αφού την εξομολόγησε, την προέτρεψε να φέρει τα εργαλεία της μαγείας προκειμένου να τα καταστρέψουμε και με τις πρεσβείες της Παναγίας και του Αγ. Γεωργίου να γινόταν καλά. 

Την άλλη μέρα έφερε τα εργαλεία αυτά και τα καταστρέψαμε. Αυτά τα εργαλεία “πριν τα κάψω” μου είπε ο π. Σάββας “θα τα φωτογραφίσω προκειμένου να συμπεριληφθούν σε βιβλίο”, το οποίο έγραφε κατά της μαγείας (βλ. Αρχίμ. Σάββα Αχιλλέως, “Μαγεία, Δαιμονισμός και Απολύτρωσις”, Αθήναι 1994). 
Σημειωτέον η ίδια έλεγε ότι, αν ένας άνθρωπος στον οποίο ήθελε να κάνει μάγια ήταν της Εκκλησίας, τότε το πνεύμα γύριζε πίσω και της έλεγε: “Γιατί μ’ έστειλες σ’ αυτόν;”.
Ο π. Σάββας σε κηρύγματά του μας έλεγε: “Όταν εξομολογούμαστε και κοινωνούμε, δεν μπορεί να μας κάνει κακό κι όταν μαζευτεί ολόκληρη η κόλαση”. Αυτή η πρώην αστρολόγος έγινε καλά κι ένα απ’ τα πλέον πιστά παιδιά του Χριστού.

(Μαρτυρία Νικολάου Τσιατσιάνη)

“Γέρων Σάββας Αχιλλέως ο διώκτης των δαιμόνων”, Βίος – Θαύματα – Ακολουθία – Παράκληση, Αθανασίου Δ. Κυπραίου, φιλολόγου, εκδ. Αγαθός Λόγος, Αθήνα 2023, σελ. 28-29


- Βγάλε τον ΣΤΑΥΡΟ σου ... -«Γιατί»; Ἀπάντησε ὁ γκουρού: - «Δέν μπορῶ νά σοῦ μεταδώσω γνώση. Λοιπόν, θά τόν βγάλεις;»


- ΒΓΑΛΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΣΟΥ!
- ΓΙΑΤΙ;
Στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ‘60 ἕνας δεκαεννιάχρονος Έλληνοαυστραλός, 
ὁ Θεμιστοκλῆς Ἀδαμόπουλος μαζί μέ μερικούς φίλους του ἔφτιαξαν ἕνα συγκρότημα 
ρόκ μουσικῆς, τούς Φλάϊς (Flies).
Τό συγκρότημα ταχύτατα ἔγινε διάσημο 
ἀνά τόν κόσμο. 
Διηγεῖται ὁ Θεμιστοκλῆς:
-‘’Τότε ἦταν πολύ τῆς μόδας τά διάσημα μέλη τῶν ρόκ συγκροτημάτων νά ἐπισκέπτονται στήν Ἰνδία κάποιον γκουρού (=διδάσκαλο γιά μύηση στόν Βουδδισμό) γιά συμβουλές καί πνευματική καθοδήγηση!
Ἄρχισα, λοιπόν, νά πηγαίνω καί ἐγώ.
Σέ ἕνα τέτοιο ταξίδι μου, ὁ γκουρού ἀκουμποῦσε τό χέρι του στό κεφάλι τοῦ κάθε ἐπισκέπτη λέγοντας: 
-«Σοῦ μεταδίδω γνώση». 
Ὅταν ἦρθε ἡ σειρά μου, σταμάτησε καί μοῦ εἶπε: - «Βγάλε τόν σταυρό σου» (!)
Ἦταν ἐπίσης τῆς μόδας, τότε, 
γιά μᾶς, νά φορᾶμε σταυρό.
Ὄχι πώς πιστεύαμε, ἀλλά τόν φορούσαμε 
ὡς διακοσμητικό, μᾶλλον, στοιχεῖο. 
Ἐξεπλάγην ἀπό τήν προτροπή τοῦ γκουρού 
καί τοῦ εἶπα: 
-«Γιατί»; 
Ἀπάντησε ὁ γκουρού:
- «Δέν μπορῶ νά σοῦ μεταδώσω γνώση. 
Λοιπόν, θά τόν βγάλεις;» 
Ἀπάντησα:
- «Ὄχι». 
Καί ἔφυγα, συγκλονισμένος ἀπό τό γεγονός. 
Γιατί δέν μποροῦσε νά δράσει ὁ γκουρού (εἰδωλολάτρης!) ἐνώπιον τοῦ Σταυροῦ ; 
Τί εἶναι, ἐπιτέλους, ὁ Σταυρός; 
Ἄρχισα νά διαβάζω μέ πάθος τό Εὐαγγέλιο.
Ἔτσι ἀνακάλυψα τήν πίστη στόν Χριστό. 
Τά παράτησα ὅλα.
Ἔγινα ὀρθόδοξος χριστιανός.
Ἔκανα θεολογικές σπουδές καί ἀφιέρωσα τήν ζωή μου στόν Χριστό, γενόμενος μοναχός’’.
Ὁ ἄλλοτε μουσικός τῆς ρόκ εἶναι σήμερα 
ὁ επίσκοπος π. Θεμιστοκλῆς.


Ἐπί εἴκοσι χρόνια ἱεραπόστολος 
στή Σιέρρα Λεόνε τῆς Ἀφρικῆς.
Ἐκεῖ, μέ ἀπόλυτη αὐταπάρνηση καί κάτω ἀπό τρομακτικά δύσκολες συνθῆκες, μεταδίδει τήν πίστη στούς ἀφρικανούς ἀδελφούς μας φροντίζοντας, ὅσο μπορεῖ 
καί τίς τεράστιες ὑλικές τους ἀνάγκες. 
Διεθνῶς εἶναι γνωστός 
ὡς ὁ «ἅγιος των φτωχών» !
Ὅταν, λοιπόν φορᾶμε τόν Σταυρό μας 
ἤ κάνουμε τόν Σταυρό μας μέ ἀκλόνητη πίστη 
καί ἐμπιστοσύνη στό Χριστό, εἶναι σάν νά ἀκουμπᾶ πάνω μας ὁ ἴδιος ὁ Τίμιος Σταυρός του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. 
«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης.
Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας.
Σταυρός, βασιλέων το κραταίωμα.
Σταυρός, πιστών το στήριγμα.
Σταυρός, αγγέλων η δόξα
και των δαιμόνων το τραύμα».

Πηγή:
π. Νίκων Κουτσίδης, 
Λυχνία Νικοπόλεως
Κατερινα Μωραϊτη
πηγή 



Θαυμαστά -ΛΟΓΟΙ και ΣΗΜΕΙΑ


Ένας Σέρβος σπουδαστής, ονόματι Πέτρος Ρέστοβιτς από το Βελιγράδι, άθεος και αβάπτιστος μέχρι τα 19 του χρόνια, βρήκε την πίστη και ζήτησε να βαπτιστεί στο Μοναστήρι του Χιλανδαρίου.
Καθώς γινόταν το Μυστήριο του Βαπτίσματος, κάποιος φίλος του τράβηξε μια φωτογραφία.
Την ώρα που φωτογράφιζε, επέτρεψε ο Θεός να φανεί κάτι από την αόρατη Χάρη του Μυστηρίου του Βαπτίσματος.
Αυτό φάνηκε όταν εκτυπώθηκαν οι φωτογραφίες.
Όλοι παρατήρησαν με κατάπληξη και ιερό δέος ότι στο κεφάλι του νεοφώτιστου καθόταν ένα λευκό περιστέρι!!!
Η συγκίνηση του ίδιου μόλις είδε τη φωτογραφία ήταν απερίγραπτη.
Το γεγονός αυτό συνέβη το 1980 στην Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, του Αγίου Όρους.


Κάποτε, ο γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης μνημόνευσε στην Πρόθεση τον Ευρωπαίο γνωστό ανθρωπιστή Ραούφ Φολερώ, παπικό στο δόγμα, επειδή είχε ευεργετήσει το Λεπροκομείο και ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Τότε, άγγελος Κυρίου του πέταξε τη μερίδα από το άγιο Δισκάριο τρεις φορές.
Την τρίτη φορά, του εμφανίστηκε λέγοντάς του ότι εκεί (στην Πρόθεση) έχουν θέση μόνο τα μέλη της Εκκλησίας.
Του εξήγησε ότι στο κομποσχοίνι του μπορεί να βάλει τους πάντες,
αιρετικούς, ετεροθρήσκους, φονιάδες, εγκληματίες, ασελγείς, ζώντες και κεκοιμημένους, το πλήρωμα όλης της οικουμένης.
Στην ευχαριστιακή Αναφορά όμως, μόνο τους Ορθόδοξους, γιατί αυτοί αποτελούν τα μέλη της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας.

Ιερόθεος μοναχός

Κάποτε ένας Τούρκος δικαστής κάλεσε τον π. Βασίλειο (μετέπειτα γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας) στο αρχοντικό του. Όταν έφθασε στο αρχοντικό του δικαστή του είπε:
- Αφέντη παπά, εγώ είμαι Τούρκος, μωαμεθανός. Όμως απ'το μισθό που παίρνω, κρατάω τα απαραίτητα για την οικογένεια μου και τα υπόλοιπα τα ξοδεύω σε ελεημοσύνες.
Βοηθάω χήρες, ορφανά, φτωχούς, προικίζω άπορα κορίτσια που παντρεύονται, βοηθάω αρρώστους. Κρατάω με ακρίβεια τις νηστείες, προσεύχομαι και γενικά προσπαθώ να είμαι συνεπής στην πίστη μου.
Επίσης όταν δικάζω, προσπαθώ να είμαι δίκαιος, δε χαρίζομαι σε κανέναν, όσο μεγάλη θέση κι αν έχει. Τι λες, όλα αυτά που κάνω δεν είναι αρκετά για να κερδίσω τον παράδεισο, που λέτε σεις οι χριστιανοί;
Ο π. Βασίλειος εντυπωσιάστηκε από όσα του είπε ο Τούρκος δικαστής κι ο νους του πήγε αμέσως στον εκατόνταρχο Κορνήλιο (Πράξ. ι΄). Διέκρινε μεταξύ τους δύο βίους παράλληλους.
Κατάλαβε πως πρόκειται για δίκαιο και καλοπροαίρετο άνθρωπο και ίσως η δική του αποστολή να ήταν ίδια με εκείνην του Απόστολου Πέτρου προς τον εκατόνταρχο. Αποφάσισε λοιπόν να δώσει τη μαρτυρία της πίστης του.
-Δεν μου λες, αφέντη, έχεις παιδιά;
-Ναι, έχω.
-Δούλους, έχεις;
-Έχω και δούλους.
-Ποιος εκτελεί καλύτερα τις εντολές σου, τα παιδιά ή οι δούλοι σου;
-Σίγουρα οι δούλοι μου, γιατί τα παιδιά, με το θάρρος που έχουν, πολλές φορές παρακούν και κάνουν ό,τι θέλουν, ενώ οι δούλοι μου κάνουν πάντα ό,τι τους λέω εγώ.
-Δε μου λες αφέντη, όταν εσύ πεθάνεις ποιος θα σε κληρονομήσει: οι δούλοι σου, που εκτελούν τις εντολές σου πιστά, ή τα παιδιά σου που σε παρακούν;
-Μα τα παιδιά μου βέβαια. Μόνο αυτά έχουν κληρονομικά δικαιώματα, όχι οι δούλοι.
-Ε, λοιπόν, όσα κάνεις αφέντη είναι καλά, αλλά το μόνο που μπορούν να σου κάνουν, είναι να σε κατατάξουν στην κατηγορία των καλών δούλων.
Αν όμως θέλεις να κληρονομήσεις τον παράδεισο, τη βασιλεία των ουρανών, πρέπει να γίνεις υιός.
Κι αυτό γίνεται μόνο με το βάπτισμα.

ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ ΔΟΞΑ ΣΟΙ!!
Πηγή Πολυξένη Ρέρρα

Ιστορία Ελπίδας και Σωτηρίας ,,,

Ήταν έξι το απόγευμα.. Είχε ήδη βραδιάσει, όταν μια άγνωστη για μένα κοπέλα χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου επίμονα για να την ανοίξω. Τη δέχθηκα και ρώτησα τι θα ήθελε.

– «Πάτερ, θέλω να μου διαβάσετε μια ευχή». Το πρόσωπό της ήταν ταραγμένο, μιλούσε απότομα. Δε μου είπε πολλά πράγματα, απλά μου ζήτησε να προσευχηθώ γι’ αυτήν. Πήγαμε στην Εκκλησία και της διάβασα μια ευχή. Έφυγε αμίλητη χωρίς να μου δώσει περαιτέρω πληροφορίες για τη ζωή της, ούτε και να μοιραστεί τον λόγο που ήθελε να της διαβάσω την ευχή. Μετά από τρεις μέρες, ξαναήρθε. Ζητούσε και πάλι να προσευχηθώ γι’ αυτήν. Μπήκαμε στον Ναό, της διάβασα μια ευχή και, όταν τελείωσα, με ρώτησε: «Πάτερ, με φοβάστε;». «Όχι», της απάντησα. Το πρόσωπό της ήταν πιο ήρεμο από την προηγούμενη φορά. Έφυγε και πάλι αμίλητη με σκυμμένο το κεφάλι.

Πέρασαν τρεις μέρες και ξαναήρθε αργά την νύχτα. Όταν της διάβασα την ευχή, την παρακάλεσα να μην έρχεται τόσο αργά. Με κοίταξε και είδα τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. 

Μου είπε: «Πάτερ, είμαι ιερόδουλη, αυτή είναι η δουλειά μου. Δεν κυκλοφορώ τη μέρα, γιατί όλος ο κόσμος γνωρίζει ποια είμαι και ντρέπομαι να κυκλοφορώ. Γι’ αυτό ήρθα και ξαναήρθα βράδυ. Έρχομαι σε εσάς, γιατί νιώθω καλά όταν μπαίνω στην Εκκλησία. Θέλω να σας πω ότι την πρώτη φορά που ήρθα ένιωσα μια ανεξήγητη δύναμη μέσα μου και εκείνο το βράδυ δεν έκανα την αμαρτία. Δεν έχω σχέση με την Εκκλησία, ούτε είμαι Ορθόδοξη.»

Από τότε έφυγε και δεν την ξαναείδα. Κάποιες φορές ρωτούσα τον φύλακα αν βλέπει την κοπέλα αυτή να κυκλοφορεί στην πόλη μας και μου απαντούσε αρνητικά. Πέρασαν έξι μήνες και ένα απόγευμα ξαναήρθε, υποβασταζόμενη από μια φίλη της. Χαμογέλασε όταν με είδε. Την αναγνώρισα αμέσως. Την έφερα και την έβαλα να ξαπλώσει σε έναν πάγκο που είχαμε μέσα στην Εκκλησία. Όπως μου εξήγησε η φίλη της, ζήτησε την βοήθειά της και της είπε: «Θέλω να με πας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, που χτυπούν πολλές καμπάνες. Σήμερα θέλω να με πας, όχι αύριο!». 

Την κοίταξα και μου είπε: «Την ευχή σου, πάτερ, την ευχή σου.» Σκέφτηκα αμέσως και την ρώτησα: «Μήπως θέλεις να σε βαπτίσω, να γίνεις Χριστιανή;» Μου απάντησε: «Ναι, πάτερ, θα μου δώσεις πολλή χαρά αν με βαπτίσεις. Θα με βοηθήσει ο Θεός.»

Ξεκίνησα την προετοιμασία για τη βάπτιση. Της έδωσα και φόρεσε έναν χιτώνα. Αφού διάβασα τον Κατηχητικό Λόγο, τη βάπτισα «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» και της έδωσα το όνομα Γεωργία. 

Της φόρεσα και έναν Σταυρό και, στη συνέχεια, έβγαλα τη Θεία Κοινωνία που έχουμε στο Αρτοφόριο και την κοινώνησα. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο και χαρούμενο. «Πάτερ, μου είπε, σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Δοξάζω τον Θεό για αυτή την ώρα, που με αξίωσε να βαπτιστώ. Οι γιατροί κουράστηκαν με την αρρώστια μου και μου είπαν να πάω στο σπίτι. Παρακαλώ τον Θεό να με συγχωρέσει για όλα αυτά που έκανα στη ζωή μου. Σε παρακαλώ, πάτερ, θέλω τον χιτώνα αυτό να τον πάρω μαζί μου για να μου τον φορέσουν όταν πεθάνω. Δε θέλω τίποτα άλλο!» 

Θαύμασα ακούγοντας αυτά τα λόγια και της έδωσα τον χιτώνα. Η φίλη της με ευχαρίστησε, πήρε τη Γεωργία και φύγανε. Καθώς φεύγανε, είδα την ώρα. Ήταν 6:30 το απόγευμα. Πέρασαν δύο ώρες και ήρθαν να με ενημερώσουν ότι κοιμήθηκε η Γεωργία η ιερόδουλη. Την κάλεσε ο Θεός στη Βασιλεία των Ουρανών! Ο Θεός μας είναι δίκαιος, την προετοίμαζε με τρόπο που το μυαλό μας δεν μπορεί να συλλάβει. Ο κόσμος την έβριζε, όλοι την είχαν για σκουπίδι. Όχι όμως ο Δημιουργός της.Τη θάψαμε με τον χιτώνα της βάπτισης και με τον σταυρό της. Τι ωραία που ήταν η Γεωργία μας!

Άλλη η δικαιοσύνη του Θεού και άλλη των ανθρώπων. Ο Θεός δε θέλει να χαθεί ούτε μια ψυχή αρκεί να τον αναγνωρίσει ως Σωτήρα και Λυτρωτή»!

* Από τον π. Δημήτριο Γεωργαντώνη

Ἀπελπίστηκες; Δόξα σοι ὁ Θεός!


Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος

Εἶναι πολλοὶ οἱ δρόμοι, καλοί μου φίλοι, ποὺ ὁδηγοῦν στὴ λύτρωση καὶ στὴ σωτηρία. 

Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ δρόμος τῆς … ἀπελπισίας! 

Ὁ Θεὸς σεβόμενος τὴν ἐλευθερία ποὺ μᾶς ἔδωσε, ἐπιτρέπει κάποτε νὰ βαδίσουμε ἀκόμη κι αὐτὸ τὸν δρόμο, προκειμένου νὰ Τὸν γνωρίσουμε! 

Νὰ τί θέλουμε νὰ ποῦμε …



Κάποιος νέος πῆγε σ’ ἕνα πνευματικό, γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ. 

Τὸν πνευματικὸ αὐτὸ τὸν σεβόταν πάρα πολὺ καὶ τὸν ἤξερε ἀπὸ παιδί. 

Ὥς τὰ μαθητικά του χρόνια τὸν ἐπισκεπτόταν συχνά, ἄκουγε τί συμβουλές του, ἀκολουθοῦσε τὸ πνευματικὸ πρόγραμμα ποὺ τοῦ εἶχε ὁρίσει.

Ὅταν ὅμως ἔγινε φοιτητής, γοητευμένος ἀπ’ τὶς «χαρὲς» τοῦ κόσμου, παρασυρμένος ἀπ’ τὰ «ἔξυπνα» συνθήματα τοῦ 'στὺλ' «ἔτσι κάνουν ὅλοι», «γιατί ἐγὼ νὰ ἀποτελῶ ἐξαίρεση;», «τί θὰ ποῦν γιὰ μένα τὰ παιδιά;», «τὸ νὰ κάνω αὐτὸ κι ἐκεῖνο ἢ νὰ πάω ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἔ δὲν ἔγινε καὶ τίποτα», «ὁ νέος πρέπει νὰ χαίρεται τὰ νιάτα του καὶ νὰ γλεντάει» κ.λπ., θεώρησε ἐχθρό του πλέον τὸν πνευματικὸ καὶ τὸν ἐγκατέλειψε μὲ μιᾶς!

Ἐκεῖνος δὲν ἔπαυσε νὰ ἐπικοινωνεῖ μαζί του, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς γονεῖς καὶ τὰ ἀδέλφια του καὶ νὰ προσεύχεται γι’ αὐτὸν πολύ. 

Ὅμως τοῦτο τὸ παιδὶ χάραξε ἄλλο δρόμο. 

Αὐτὸν τῶν ἡδονῶν καὶ τῶν διασκεδάσεων! 

Τὰ ’βαλε καὶ μὲ τοὺς γονεῖς του καὶ μὲ ὅποιον προσπαθοῦσε νὰ τὸν συμβουλεύσει τὸ σωστό!

Ἑπόμενο ἦταν νὰ ἐγκαταλείψει καὶ τὶς σπουδές του καὶ νὰ «καταταγεῖ» στοὺς λεγόμενους «αἰώνιους φοιτητές». 

Κοιμόταν τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ … γλεντᾶ τὴ νύκτα! 

Ἔνοιωσε καὶ τὴν σκληρὴ δοκιμασία τῆς λεγόμενης «ἐρωτικῆς ἀπογοήτευσης». 

Ἑπόμενο εἶναι! 

Ἔφθασε ὥς τὴν πόρτα τῶν ναρκωτικῶν, κατάντησε σωματικὰ καὶ ψυχικὰ ράκος!

Καὶ τότε ἔβαλε τέλος στὸν δρόμο τῆς … ἀπελπισίας! 

Ἀπὸ ἕνα συγκλονιστικὸ περιστατικὸ ποὺ τοῦ συνέβη, σκέφτηκε τὸν πνευματικὸ ποὺ εἶχε κάποτε. 

Τὸ πῆρε ἀπόφαση καὶ πῆγε νὰ τὸν συν­αντήσει. 

Κι ἐκεῖ μὲ πόνο ψυχῆς τοῦ εἶπε: «Γέροντα, ἀπελπίστηκα ἀπὸ ὅλα…»! Ἐκεῖνος τότε ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ εἶπε: «Δόξα σοι ὁ Θεός»!

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θυμίζει βέβαια καὶ τὴν γνωστὴ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. 

Κι ἐκεῖνος ὁ νέος νόμιζε πὼς «δὲν περνοῦσε καλὰ» ἐκεῖ στὸ πατρικὸ σπίτι καὶ τὴν ὅλη θαλπωρὴ τοῦ πατέρα του κι ἤθελε νὰ βρεῖ τὸ καλύτερο, ὅπως νόμιζε, ἐκεῖ στὶς «χαρὲς» τοῦ κόσμου. 

Καὶ ὁ πατέρας του, σεβόμενος ἀπολύτως τὴν ἐλευθερία του, τὸν ἄφησε νὰ βαδίσει αὐτὸ τὸν δρόμο τῆς … ἀπελπισίας! 

Ἕνα σωτήριο δρόμο ποὺ τελικὰ τὸν ἔφερε πάλι στὴν ἀγκαλιά του!!

Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέει τοῦτο:

«Νὰ θυμᾶ­σαι πὼς σὲ κάθε ἡδονὴ ἀκολουθεῖ ἀηδία καὶ πίκρα»! 

Ὁπότε μέσα ἀπ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀηδία καὶ τὴν πίκρα, ἀρχίζει ἡ σωτήρια ἀπελπισία! 

Μία ἀπελπισία ποὺ ἀμέσως μᾶς στρέφει στὴν πιὸ μεγάλη ἐλπίδα, τὸν Χριστό!

Εἶναι πάρα πολλὲς οἱ περιπτώσεις τῶν Ἁγίων ποὺ ἔφθασαν στὸν Χριστό, βαδίζοντας αὐτὸ τὸν δρόμο. 

Καὶ τόσο καλὰ τὸν βάδισαν, τόσο πολὺ … ἀπελπίστηκαν ἀπ’ αὐτόν, ποὺ στὸ τέλος ἔγιναν Ἅγιοι καὶ βρίσκονται πλέον αἰώνια μαζί Του.

Ἐνδεικτικὰ θὰ ἀναφέρουμε δύο περιπτώσεις.

Ἡ μία εἶναι τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου. 

Ἀπὸ μικρὸς διακρινόταν γιὰ τὴν εὐφυΐα του.

Ὁ πατέρας του τὸν προόριζε γιὰ ρήτορα καὶ τὸν ἔστειλε νὰ σπουδάσει στὴν περίφημη Καρχηδόνα (371 μ.Χ.). 

Ἐκεῖ, μακριὰ ἀπ’ τοὺς γονεῖς του, ἰδιαίτερα ἀπ’ τὴν εὐσεβεστάτη μητέρα του, ἐπηρεάστηκε πολὺ ἀπ’ τὸ διεφθαρμένο περιβάλλον τῆς πόλεως, ἔζησε ἔκλυτο βίο καὶ σὲ ἡλικία μόλις 18 ἐτῶν ἀπέκτησε ἐξώγαμο παιδί! 

Ἔφθασε νὰ πέσει ἀκόμη καὶ στὴν αἵρεση (τῶν Μανιχαίων), στὴν ὁποία παρέμεινε μαχητικὸς ὀπαδὸς γιὰ ἑπτὰ χρόνια!!

Ἀπ’ ὅλα ὅμως ἀπογοητεύτηκε καὶ ἀπελπίστηκε, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν αἵρεση ποὺ ἀκολούθησε, γιὰ τὴν ὁποία πίστευε ὅτι θὰ τοῦ ἔλυνε ὅλα του τὰ προβλήματα!!!

Σὲ ἡλικία πλέον 32 ἐτῶν, ἄκουσε κάτι σὰν παιδικὴ φωνὴ νὰ τοῦ λέει ἐπίμονα: 

«Πάρε καὶ διάβασε»! 

Τότε ἄνοιξε τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ ἔτυχε νὰ εἶναι δίπλα του, ἂν καὶ δὲν τὴν εἶχε σὲ καμμιὰ ὑπόληψη, γιατί τὴν θεωροῦσε κατώτερη τῶν φιλοσοφικῶν συγγραμμάτων ποὺ ὥς τότε μελετοῦ­σε καὶ σπούδαζε! 

Ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, ἔπεσε σὲ τούτη τὴ φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: 

«Ἡ διαγωγή μας ἂς εἶναι κόσμια, τέτοια ποὺ νὰ ταιριάζει στὸ φῶς. Ἂς πάψουν τὰ φαγοπότια καὶ τὰ μεθύσια, ἡ ἀσύδοτη καὶ ἀκόλαστη ζωή, οἱ φιλονικίες καὶ οἱ φθόνοι. 

Ντυθεῖτε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ μὴ ἀφήνετε τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό σας νὰ σᾶς παρασύρει στὴν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν σας» (Ρωμ.13,13)

Τότε πῆρε σαφῶς τὸ μήνυμα! 

Ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει, δὲν ἤθελε νὰ δεῖ κάτι ἄλλο, οὔτε κι ἦταν ἀναγκαῖο. 

Ἔνοιωσε εἰρήνη μεγάλη, φῶς νὰ ξεχύνεται στὴν καρδιά του, καὶ νὰ φεύγει ὅλο τὸ σκοτάδι ποὺ τὸν περιέκλειε.

Ἀμέσως βαπτίστηκε μὲ τὸν 15χρονο γιό του, ἔγινε μοναχός, ἔπειτα ἱερέας καὶ ἀργότερα ἐπίσκοπος. 

Ἔζησε ἀσκητικά, ἀνέπτυξε πολὺ μεγάλο πνευματικὸ καὶ συγγραφικὸ ἔργο καὶ καταπολέμησε ἀποτελεσματικὰ τὶς αἱρέσεις. 

Τὰ κείμενά του εἶναι ὠκεανὸς σοφίας καὶ χάριτος ποὺ τὸν ἀνέδειξαν σὲ Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἄλλη περίπτωση εἶναι μὲ τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο, τὸν φιλόσοφο καὶ μάρτυρα. 

Μεγαλωμένος σ’ ἕνα καθαρὰ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον, προσπάθησε μέσα ἀπ’ τὴν μόρφωση καὶ τὴ γνώση νὰ βρεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ λύσει τὰ μεταφυσικά του προβλήματα. 

Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτό, ὅπως ὁ ἴδιος περιγράφει στὸ ἔργο του «Διάλογος πρὸς Τρύφωνα», περιπλανιέται στὶς διάφορες φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς ἐποχῆς του.

Ἀρχικὰ ἀκολουθεῖ ἕνα φημισμένο στωϊκὸ φιλόσοφο. 

Ἂν κι ἔμεινε μαζί του ἀρκετὸ καιρό, μάταια περιμένει νὰ ἀκούσει κάτι οὐσιαστικὸ γιὰ τὸν Θεό. 

Τοῦ ἔλεγε μάλιστα πὼς δὲν εἶναι ἀναγκαία αὐτὴ ἡ γνώση!!

Τότε ἀπογοητευμένος τὸν ἐγκαταλείπει, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα ἄλλο περιπατητικὸ φιλόσοφο! 

Σ’ αὐτὸν ἡ ἀπογοήτευσή του ἔγινε ἀκόμη μεγαλύτερη, γιατί διαπίστωσε πὼς μέσα ἀπ’ τὴν χρηματικὴ ἀμοιβὴ ποὺ τοῦ ζητοῦσε καὶ τὴν εἶχε ἀναγάγει μάλιστα καὶ σὲ φιλοσοφία, δὲν ἦταν ἀληθινὰ φιλόσοφος!

Τὸν ἐγκαταλείπει κι αὐτόν, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα Πυθαγόρειο φιλόσοφο.

Ἐκεῖνος τοῦ συνέστησε νὰ μάθει μουσική, ἀστρονομία καὶ γεωμετρία. 

Ὅμως στὴν πορεία διαπίστωσε πὼς αὐτὸ ἀπαιτοῦσε πάρα πολὺ χρόνο καὶ θὰ εἶχε ἀβέβαιο ἀποτέλεσμα.

Ὁπότε κατέφυγε στοὺς φημισμένους Πλατωνικούς! 

Τοὺς ἀκολουθεῖ μὲ πολὺ ἐνθουσιασμό. 

Ἀκούει ἀπ’ αὐτοὺς γιὰ τὸν νοητὸ κόσμο, γιὰ τὴν θεωρία τῶν ἰδεῶν κ.λπ. καὶ πιστεύει πὼς μέσα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ θὰ καταλήξει στὴ θέα τοῦ Θεοῦ! 

Οἱ Πλατωνικοὶ ἀρχικὰ τὸν ἱκανοποίησαν, δὲν τοῦ κάλυψαν ὅμως τὰ κενὰ τῶν ἀναζητήσεών του. 

Ὁπότε ἄρχισε καὶ πάλι νὰ ἀναζητᾶ τὸ τελειότερο ποὺ διαπίστωσε πὼς τελικὰ δὲν ὑπῆρχε!

Τὸν Χριστιανισμὸ οἱ φιλόσοφοι τὸν ἀντιμετώπιζαν μὲ σαρκασμὸ καὶ εἰρωνεία, τὸν θεωροῦσαν θρησκεία τῶν ἀγραμμάτων καὶ στοὺς πολλοὺς δὲν ἦταν συμπαθής, λόγῳ τῆς ἠθικῆς του αὐστηρότητας!

Ὡστόσο τὸν Ἰουστῖνο τὸν προβλημάτιζε πολὺ ἡ ἀνώτερη ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, ὅπως ἡ καθαρότητα τῆς ζωῆς τους καὶ τὸ θάρρος μὲ τὸ ὁποῖο ἀντιμετώπιζαν τὸν θάνατο. 

Σκέπτεται πὼς κανένα φιλοσοφικὸ σύστημα δὲν μποροῦσε νὰ ἐξασφαλίσει οὔτε τὸ ἕνα οὔτε καὶ τὸ ἄλλο. 

Ἔτσι εἶδε τὸν χριστιανισμὸ ὡς τὴν ὑπέρτατη φιλοσοφία, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀλλάξει πραγματικὰ τὸν ἄνθρωπο.

Ἀπὸ τὶς σκέψεις αὐτὲς ὁδηγεῖται στὸ νὰ γίνει Χριστιανὸς κι ὕστερα νὰ ἱδρύσει χριστιανικὴ φιλοσοφικὴ σχολὴ στὴ Ρώμη. 

Εἶχε ἡ σχολὴ αὐτὴ τέτοια ἐπιτυχία, ποὺ ἄδειασαν ὅλες οἱ ἄλλες φιλοσοφικὲς σχολὲς ἐξ αἰτίας της! 

Τότε ἀπὸ φθόνο τὸν κατήγγειλαν ὡς Χριστιανὸ στὸν ἔπαρχο τῆς Ρώμης καὶ ὁδηγήθηκε στὸ μαρτύριο τὸ 165 μ.Χ. μαζὶ μὲ ἕξι ἀπ’ τοὺς μαθητές του.

Ἔτσι στὸν Χριστιανισμὸ ὁ Ἰουστῖνος, πλήρως ἀπογοητευμένος ἀπ’ ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς του, βρῆκε τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία καὶ τὴν ἀφοβία στὸν θάνατο. 

Βρῆκε τὸν ἀληθινὸ Θεό, μὲ τὸν Ὁποῖο πλέον ζεῖ αἰώνια.

Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ Χριστὸς γοητεύει πολὺ τὸν κάθε ἄνθρωπο. 

Φαίνεται δὲ πὼς γοητεύει περισσότερο ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἤδη ἀπογοητευτεῖ καὶ πλήρως ἀπελπιστεῖ ἀπ’ ὅλα τὰ «πράγματα» τοῦ κόσμου. 

Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπιτρέπει νὰ ἔλθουν ὅλες τὶς ἀπογοητεύσεις στὴ ζωή μας. 

Ὡστόσο δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ γευτοῦμε ὅλες τοῦτες τὶς ἀπογοητεύσεις. 

Αὐτὲς ποὺ εἶναι κατάμεστες ἀπὸ ἀηδία καὶ πίκρα! 

Ἡ ἐπανάσταση καὶ ἡ ἐξυπνάδα δὲν βρίσκονται στὸ νὰ τρέξουμε πρὸς συνάντησή τους, ἀλλὰ στὸ νὰ μείνουμε πιστοὶ ἐκεῖ στὴν ἀπερίγραπτη θαλπωρὴ τοῦ Πατέρα, μακριά τους…

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος

«Νoιώθω μέσα στην ψυχή μου πείνα και δίψα για το Θεό»


Συνομιλία με ένα μουσουλμάνο, που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό

Ραλούκα Τενεσεάνου

«Όταν πρωτοήρθα σε μια ορθόδοξη εκκλησία, το έκανα μόνο για να δω μια αλλιώτικη παράδοση. Αλλά, όταν ξαναήλθα στην ορθόδοξη εκκλησία (τη ρωσική, στο Σαν Φρανσίσκο), μου συνέβη κάτι που δεν είχα βιώσει ξανά σε βουδιστικό ή άλλο ανατολικό ναό. Κάτι στην καρδιά μου μού έλεγε, ότι ήμουν στο σπίτι, ότι όλες οι αναζητήσεις μου, είχαν τελειώσει». Αυτά, είναι τα λόγια, ενός από τους μεγάλους πατέρες της εποχής μας, του πατρός της αγίας ζωής – ιερομονάχου Σεραφείμ (Ρόουζ), που έζησε στην Αμερική, στο μοναστήρι του Αγίου Γερμανού στην Πλάτινα της Καλιφόρνια. Ο σημερινός συνομιλητής μας, Αλέξιος, είναι πρώην μουσουλμάνος, ο οποίος, όπως κι ο πατέρας Σεραφείμ, έψαχνε την αλήθεια εδώ και πολύ καιρό. Και από τη στιγμή, που ανακάλυψε τον Χριστό μέσα στον εαυτό του, φθάνοντας μέσω της ορθής πίστης σ' Αυτόν, στην Ορθοδοξία, κατανόησε τα λόγια του Σωτήρα: «η αλήθεια θα σας ελευθερώσει» (Κατά Ιωάννην, Κεφ.8: 32). Αν και ο Αλέξιος έγινε ορθόδοξος μόλις πριν από ένα χρόνο, σε ηλικία μόλις 40 ετών, εντυπωσιάζει με την ΑΘΩΟΤΗΤΑ της ΠΙΣΤΗΣ του, μια ΕΙΛΙΚΡΙΝΗ ΑΓΑΠΗ για τον πλησίον του και για το Σωτήρα Χριστό.

– Γεννήθηκα μουσουλμάνος, ως παιδί έμεινα πεντάρφανος και μεγάλωσα με τα αδέλφια μου. Αυτά, είχαν αντίθετη ιδιοσυγκρασία από τη δική μου. Τους άρεσε να είναι έξω, στην κοινωνία, εγώ ήμουν απόκοσμος και κλειστός στον εαυτό μου. Δεν ήξερα καν για τον Κύριο, τον Χριστό, αλλά όταν άκουσα το λόγο του Θεού, άρχισα να μουδιάζω, να ψάχνομαι. ΤΟΝ ΕΨΑΧΝΑ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ. Όταν ήμουν μικρός, ήθελα να καταλάβω πού ήταν η αλήθεια και έψαχνα την αλήθεια, αλλά δεν ήξερα πού να τη βρω. Έχασα την ηρεμία μου, ανησυχούσα, δεν ήξερα πού να πάω, δεν ήξερα τι να κάνω για να βρω την αλήθεια. Μέσα στην άγνοιά μου, προσευχήθηκα, «Θεέ μου, βοήθησέ με να βρω την αλήθεια!» Σε ηλικία 20 ετών, βιώνοντας μια βαριά θλίψη, βρήκα τον Σωτήρα Χριστό – ή, πιο ορθά, ΑΥΤΟΣ ΜΕ ΒΡΗΚΕ. Τότε, αγόρασα σ’ ένα βιβλιοπωλείο, το βιβλίο «Η πορεία προς τον Χριστό» – ένα βιβλίο που άλλαξε τη ζωή μου. Λίγα χρόνια αργότερα, διάβασα τη Βίβλο. Αν και εντυπωσιάστηκα πολύ με την Καινή Διαθήκη, γιατί ανακάλυψα ξανά τον εαυτό μου σε αυτό το βιβλίο, ωστόσο ακόμα δεν έφτασα άμεσα στην Ορθοδοξία. Ήθελα κάτι, που να επιβεβαιώνει, ότι η αλήθεια βρίσκεται στην Ορθοδοξία. Κι ο Θεός, μου έδειξε πού είναι η αλήθεια, πέρυσι, στην αναταραχή που δημιουργήθηκε στα μέσα ενημέρωσης λόγω του προβλήματος των βιομετρικών εγγράφων. Γνώριζα πολύ καλά την Καινή Διαθήκη, γιατί την είχα διαβάσει πολλές φορές και είδα ότι οι προφητείες της Αποκάλυψης εκπληρώνονται σήμερα. Θεώρησα, ότι αυτό ήταν το σημάδι που περίμενα. Όταν ήμουν νεώτερος, ένας μοναχός μου έδωσε ένα βιβλίο, «Μην απαρνηθείτε τον Χριστό», γραμμένο από έναν μοναχό από το Άγιον Όρος. Αυτό το βιβλίο περιγράφει τα γεγονότα, που όλοι βιώνουμε σήμερα και τα οποία προετοιμάζονται για τον ερχομό του Αντιχρίστου και το σφράγισμα με το σημάδι του θηρίου. Έτσι, μετά την επιβεβαίωσή τους, έγινα ορθόδοξος και βαφτίστηκα.

– Έψαξες την αλήθεια και αλλού;

– Έχω διαβάσει πολλά για τη γιόγκα. Αλλά συνειδητοποίησα, ότι αυτή είναι μια μεγάλη παραπλάνηση, επειδή υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ της γιόγκα και των θεϊκών διδασκαλιών της Αγίας Γραφής. Τη γιόγκα μόνο τη μελέτησα, ο Σωτήρας Χριστός με έσωσε από αυτή την εξάσκηση.

– Πώς συνέβη ο ερχομός σου στην πίστη;

– Όταν συνειδητοποίησα, πού ήταν η αλήθεια, πήγα στον πατέρα Αρσένιο (Παπατσιόκ) στο Τεκιργκιόλ (κοντά στην Κωστάντζα της Ρουμανίας) και μίλησα με αυτόν τον άγιο άνθρωπο εκεί. Μου δίδαξε τι έπρεπε να κάνω. Μου είπε να μιλήσω με τον ιερέα της ενορίας στην οποία ανήκω. Ακολούθησα τη συμβουλή του πατρός Αρσενίου και κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής βαφτιστήκαμε εγώ και η κόρη μου. Συνήθιζα να πηγαίνω στην εκκλησία πολύ πριν βαφτιστώ. Άκουγα τις ιερές ακολουθίες, αλλά δεν έκανα τον Σταυρό μου. Πίστευα ότι, ως μουσουλμάνος, δεν έπρεπε να βάλω πάνω μου το σημείο του Σταυρού. Ο σατανάς με παρέσυρε με αυτή τη σκέψη και μόνο μετά το βάπτισμα άρχισα να κάνω τον Σταυρό μου.

– Άλλαξε η πνευματική σου κατάσταση μετά το βάπτισμα;

– Φυσικά, νοιώθω ότι ο Κύριος Χριστός είναι μαζί μου και με βοηθά. Τώρα νηστεύω, προσεύχομαι πρωΐ και βράδυ, και βλέπω ότι, ο,τιδήποτε ζητώ από τον Σωτήρα μου, με ακούει και εκπληρώνει την προσευχή μου. Πρόσφατα, ο Θεός ήθελε να δοκιμάσει την πίστη μου μέσω της συζύγου μου, η οποία υπέφερε από μια ασθένεια. Προσευχήθηκα για την υγεία της και τη θεράπευσε. Κοιτάζοντας πίσω σε αυτά τα 20 χρόνια αναζήτησης, βλέπω ότι ο Θεός δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Την εποχή που ήμουν μουσουλμάνος, δεν διάβαζα τις προσευχές που γνωρίζουν όλοι οι χριστιανοί, όπως το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω», αλλά προσευχόμουν όπως μου υπαγόρευε η καρδιά μου – και κάθε φορά, ο Θεός εκπλήρωνε το αίτημά μου. Σήμερα, πολλοί προσεύχονται στο Θεό για να τους δώσει Αυτός χρήματα, ευημερία ή ζητούν τέτοια πράγματα που είναι απαράδεκτα γι' Αυτόν. Κι εγώ προσεύχομαι να δίνει υγεία, σε μένα και την οικογένειά μου και να μας κρατήσει σταθερούς στην ορθή πίστη, ώστε να μην παρεκκλίνουμε από αυτήν. Στις εποχές που ζούμε, είναι σημαντικό να παραμείνουμε σταθεροί στην αληθινή πίστη.

– Πώς έγινε η βάπτισή σου;

– Ο ιερέας, στην εκκλησία όπου βαφτίστηκα, μου είπε να επιλέξω έναν Άγιο του οποίου η μνήμη γιορτάζεται λίγο πριν από την ημέρα που θα τελεστεί το μυστήριο. Άρχισα να ανησυχώ: ποιον Άγιο να επιλέξω ως προστάτη μου; Στις 17 Μαρτίου, λίγες μέρες πριν από το βάπτισμα, άκουσα κάποιους να μιλούν για τον Άγιο Αλέξιο, έναν άνθρωπο του Θεού, με άγγιξαν η τέλεια ταπεινοφροσύνη και τα κατορθώματά του κι αποφάσισα να πάρω το όνομα Αλέξιος στο βάπτισμα. Το βάπτισμα έγινε σύμφωνα με την ορθόδοξη ιεροτελεστία, φορούσα ένα λευκό πουκάμισο και ο ιερέας με βούτηξε στην κολυμβήθρα τρεις φορές. Δεν συνειδητοποίησα αμέσως τη σημασία αυτού του ιερού μυστηρίου, αλλά με την πάροδο του χρόνου ένοιωσα την επίδραση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αλλάζεις σχεδόν τα πάντα, αλλά αυτή η αλλαγή συμβαίνει σταδιακά. Έχω μια τέτοια δίψα και πείνα για τον Θεό αυτή τη στιγμή, ώστε όταν πηγαίνω σε κάποιο ορθόδοξο βιβλιοπωλείο, μου φαίνεται, ότι θα αγόραζα όλα τα βιβλία εκεί. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τη Βίβλο και κάθε φορά την κατανοώ όλο και πιο βαθιά. Υπάρχει κάποιο είδος μαγνήτη στην ψυχή μου που με προσελκύει προς το λόγο του Θεού…

– Μίλησες για το μυστήριο του βαπτίσματος. Πώς επηρέασαν την ψυχή σου τα μυστήρια της εξομολόγησης και της θείας κοινωνίας;

– Χωρίς εξομολόγηση και θεία κοινωνία, δεν μπορείς να φτάσεις στη Βασιλεία του Θεού. Εξαπατώνται, όσοι πιστεύουν, ότι πηγαίνοντας συχνά στην εκκλησία και κάνοντας καλές πράξεις, αυτό αρκεί για να σωθούν. Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς αμαρτία και μόνο ο Σωτήρας, μας καθαρίζει με το αίμα και το σώμα Του, τα οποία λαμβάνουμε στη Θεία Κοινωνία. Ο Σωτήρας κατέβηκε στους ανθρώπους και μέσω της Ενανθρώπισής Του, η Σταύρωση και η Ανάστασή Του μας απελευθέρωσαν από τα δεσμά της αμαρτίας. Αν Αυτός δεν είχε έρθει, θα είχαμε πεθάνει εν μέσω των αμαρτιών μας και θα ήμασταν σκλάβοι αυτών των αμαρτιών. Επομένως, η συχνή εξομολόγηση και κοινωνία είναι απαραίτητες για να απελευθερωθούμε από τα δεσμά των αμαρτιών, που μας κρατούν μακριά από τον Ύψιστο. Όσο πιο άξια λαμβάνεις τη Θεία Κοινωνία, τόσο καλύτερα καθαρίζεις τον εαυτό σου εσωτερικά. Η ψυχή είναι σαν αμπέλι: όσο καλύτερα την καθαρίζεις, τόσο πιο όμορφη είναι, τόσο καλύτερα μεγαλώνει. Όσο καλύτερα καθαρίζεις την ψυχή σου με την εξομολόγηση και την Θεία Κοινωνία, τόσο περισσότερο αισθάνεσαι, ότι είσαι πιο σταθερός στην πίστη και πιο κοντά στον Χριστό. Μεγαλώνοντας με την πίστη, δεν σκέφτεσαι πλέον τόσο πολύ τα υλικά, αλλά βάζεις τα πνευματικά σε προτεραιότητα.

– Ο Χριστός, μας καλεί όλους στη σωτηρία. Αλλά, υπάρχουν άνθρωποι ανάμεσά μας, που δεν ακούνε το κάλεσμά Του...

– Έχω δει, ότι όταν ένα άτομο βρίσκεται σε στενοχώρια, τότε σκέφτεται περισσότερο για το Θεό. Ένα άτομο αναζητά τον Θεό, όταν επέρχεται η θλίψη πάνω του. Και γνωρίζω πολλούς ανθρώπους, που δεν πιστεύουν και λόγω των θλίψεων τους, έχουν αλλάξει εντελώς και έχουν γίνει καλοί χριστιανοί. Θα ήταν καλό, εάν οι πλημμύρες που έπληξαν τη χώρα μας να κάνουν όλο και περισσότερους ανθρώπους να προβληματιστούν... αν σκέφτονταν τις εντολές του Θεού, θα έβλεπαν τη σχέση μεταξύ αυτών των καταστροφών και των μεγάλων αμαρτιών που συμβαίνουν μεταξύ των ανθρώπων, όπως της μοιχείας, της πορνογραφίας και της ομοφυλοφιλίας, που προκαλούν τη δίκαιη οργή του Θεού. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα στη Βίβλο, από τα οποία βλέπουμε, ότι από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου, ο Θεός τιμώρησε τους ανθρώπους για ανυπακοή και για μια ζωή που περνούσαν στην ακολασία.

– Ποια παραβολή από την Καινή Διαθήκη σε εντυπωσιάζει περισσότερο;

– Μου αρέσει ιδιαίτερα η παραβολή των Δέκα Παρθένων: οι πέντε μυαλωμένες, που είχαν λάδι στα λυχνάρια τους και οι πέντε άμυαλες, που δεν είχαν λάδι στα λυχνάρια τους. Τα λυχνάρια είναι η πίστη και το λάδι είναι η προσευχή και οι καλές πράξεις. Εάν δεν έχεις λάδι στο λυχνάρι, δεν ανάβει. Δηλαδή, αν δεν κάνεις προσευχή και καλές πράξεις, δεν δίνεις ελεημοσύνη, δεν βοηθάς ένα άτομο που έχει πρόβλημα, η πίστη σου είναι νεκρή. Έτσι, πρέπει να προσευχόμαστε και να βοηθάμε όσους βρίσκονται κοντά μας να ρίξουν λάδι στο λυχνάρι τους. Αυτό το λάδι είναι το φως σου, που σε οδηγεί στον Χριστό. Η πίστη πρέπει να συνδυάζεται με προσευχή και καλές πράξεις. Με χαροποιεί, όταν ένας φτωχός έρχεται σε μένα και μου ζητάει κάτι, γιατί ανακαλύπτω το Χριστό μέσα του. Ο Σωτήρας, μας λέει ξεκάθαρα, τι θα ζητήσει Αυτός από εμάς την ημέρα της κρίσης: «Γιατί πεινούσα και μου δώσατε να φάω, διψούσα και μου δώσατε να πιώ, ήμουν ξένος και με δεχτήκατε, ήμουν γυμνός και με ντύσατε» (Κατά Ματθαίον, κεφ.25:35–36). Που σημαίνει, ότι αν θέλεις να σωθείς, πρέπει να βοηθήσεις πολλούς.

– Πολλοί φοβούνται το τέλος του κόσμου, φοβούνται ότι δεν θα αντέξουν αυτή τη δοκιμασία. Εσύ;

– Δεν φοβάμαι το τέλος του κόσμου. Τουναντίον, τότε θα φανεί ποιος είναι στην ορθή πίστη και ποιος είναι στην Αλήθεια. Νομίζω ότι αν η ψυχή σου είναι αγνή και συμφιλιωμένη με το Θεό, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς. Τι ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως; «Ομολογώ ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Εκεί, στη Βασιλεία των Ουρανών, θα υπάρξει μια ζωή με τον Χριστό, φωτεινή, καθαρή και εντελώς διαφορετική από αυτή που ζούμε τώρα. Και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ελπίζουν σε αυτή τη ζωή. Γνωρίζω, ότι πολύ δύσκολες στιγμές θα έρθουν σύντομα. Θέλω, ο Θεός να μου δώσει τη δύναμη να γίνω ομολογητής όταν Αυτός το θελήσει. Ενόσω εγώ, εμβαθύνω την πίστη μου και μελετώ το Ευαγγέλιο, για να αντλήσω δύναμη και να ομολογήσω. Ξέρω, ότι δεν θα μπορέσω να το κάνω μόνος μου, αλλά μόνο εν μέσω της ενότητας, που δημιουργεί η Εκκλησία.Στην αποκάλυψη αναφέρεται, ότι όταν έρθει ο αντίχριστος, θα υποδυθεί το Σωτήρα και θα παραπλανήσει πολλούς. Αν ζω εκείνη την εποχή, θέλω να μου δοθεί η δύναμη να πω στους ανθρώπους, ότι ο αντίχριστος είναι ψεύτης, να τους πω ποια είναι η Αλήθεια.

– Έχεις ομολογήσει στα αδέλφια σου, ότι έχεις γίνει ορθόδοξος;

– Προετοιμάζομαι γι αυτή τη ώρα. Βλέπουν Σταυρούς και εικόνες στο σπίτι μου και στο αυτοκίνητό μου, αλλά δεν τους έχω πει ακόμα για τη βάπτισή μου. Περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να τους πω για την αλλαγή μου, προς όφελός τους.

– Κι αν σε ρωτήσουν, θα το αρνηθείς αυτό;

– Όχι. Θα τους πω την αλήθεια πρόσωπο με πρόσωπο. Μάθετε, ότι θα έρθει η ώρα και ήδη δεν έμεινε πολύς καιρός γι αυτό, που πολλοί μουσουλμάνοι και εβραίοι θα έρθουν στην αλήθεια – στον Χριστό. Υπήρχαν ήδη, μερικοί άνθρωποι, μεταξύ αυτών των λαών, που δέχτηκαν την Ορθοδοξία – δεν είναι πολλοί, είναι αλήθεια, αλλά το βλέπω αυτό μόνο ως την αρχή. Προσεύχομαι στον Θεό να φωτίσει κι άλλους, όπως φώτισε κι εμένα και να τους οδηγήσει από το σκοτάδι στο Φως, από τον θάνατο στην Ζωή.

Ραλούκα Τενεσεάνου
Μετέφρασε από τα ρουμανικά η Ζηναϊδα Πεϊκόβα
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Κωνσταντίνος Θώδης
Περιοδικό «Familia Ortodox» 2010, № 19


5/23/2023
https://gr.pravoslavie.ru/153783.html