.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Το πείραμα με τα μπαλόνια



Μία ομάδα 50 ανθρώπων συμμετείχε σ’ ένα συνέδριο. Ξαφνικά, ένας ομιλητής αποφάσισε να κάνει ένα ομαδικό πείραμα.
Έδωσε σε κάθε σύνεδρο από ένα μπαλόνι, και ζήτησε από τον κάθε ένα να γράψει επάνω, με μαρκαδόρο, το όνομά του/της. Έπειτα, μεταφέρθηκαν όλα τα μπαλόνια σε άλλο δωμάτιο. Ακολούθως, οι σύνεδροι κλήθηκαν να πάνε στο δωμάτιο εκείνο και να βρουν, μέσα σε πέντε λεπτά, το μπαλόνι με το όνομά τους.
Έγινε πανζουρλισμός. Ο ένας έσπρωχνε τον άλλον, συγκρούονταν μεταξύ τους, αλληλοδιαμαρτύρονταν, σκέτος χαμός. Όταν πέρασαν τα 5 λεπτά, κανένας δεν είχε βρει το μπαλόνι του.
Έτσι, ο ομιλητής ζήτησε από τον καθένα να πάρει στα χέρια του ένα μπαλόνι στην τύχη, και να το δώσει σε όποιον είχε το όνομα που ήταν γραμμένο πάνω του. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, όλοι κρατούσαν το δικό τους μπαλόνι. Και στο σημείο αυτό, ο ομιλητής άρχισε επιτέλους να εκφωνεί τον λόγο του:
«Αυτό που έγινε τώρα, είναι αυτό ακριβώς που συμβαίνει στην ζωή μας. Όλοι γυρεύουν και κυνηγούν παντού μετά μανίας την ευτυχία, χωρίς να ξέρουν που βρίσκεται. Εγώ λέω, λοιπόν, ότι η δική μας ευτυχία, αυτή που αφηνιάζουμε να την ανακαλύψουμε, βρίσκεται στην ευτυχία των άλλων ανθρώπων. Δώστε τους χαρά, και θα την βρείτε και εσείς. Αυτός για μένα, τόσο απλά, είναι ο σκοπός της ζωής».

ΕΧΕΙΣ ΤΙΜΟΝΙ; ΘΑ ΣΩΘΕΙΣ!



Είναι νύκτα. Μεσάνυκτα! Κανένα αστέρι δεν φέγγει. Ο άνεμος, που έγινε θύελλα, καταιγίδα, τυφώνας, μαίνεται εις τον ωκεανό. Ένα μικρό πλοίο ταξιδεύει. Ο πλοίαρχος αγρυπνεί εις την γέφυρα. Οι ναύτες βρίσκονται εις τις θέσεις τους. Όλοι αγωνίζονται για να αντιμετωπίσουν την θύελλα, μέσα εις την οποία βρέθηκαν χωρίς να το θέλουν. Και το πλοίο, επί ώρες τώρα αγωνίζεται εναντίων των κυμάτων, αντέχει. Τα μηχανήματά του είναι όλα εν τάξει.Αλλ’ αίφνης – ώ δυστυχία των επιβατών! – ένα μηχάνημα, το σπουδαιότερον απ’ όλα, το τιμόνι, σπάει. Και το πλοίον μένει ακυβέρνητο. Διότι και ο πιο καλός πλοίαρχος δεν μπορεί να κυβερνήσει πλοίο χωρίς τιμόνι. Το πλοίο γίνεται έρμαιο των κυμάτων, παρασύρεται ως καρυδότσουφλο τήδε κακείσε. Τέλους ακούεται ένας τρομακτικός κρότος, το πλοίο προσέκρουσε επάνω εις βράχο και συνετρίβη. Έγινε χίλια κομμάτια, που μερικά θα επιπλέουν ως θλιβερά λείψανα του πρώην μεγαλείου του. Συνετρίβη, διότι έσπασε το σπουδαιότερο των μηχανημάτων του, το τιμόνι.
Εικόνα όχι ξένη. Εικόνα δική μου και ιδική σου, αγαπητέ μου αναγνώστα! Μάλιστα! δική μας! Εικόνα κάθε ανθρώπου, έστω και αν μερικοί δεν ταξίδευσαν ποτέ και δεν εγνώρισαν την μανία της θαλάσσης. Διότι ερωτώ, ή μάλλον ερώτησαν άλλοι πρωτύτερα από εμέ:
Τι είναι ζωή;
-Θάλασσα, ωκεανός, μαύρος πόντος, απαντούν οι φιλόσοφοι και οι ποιηταί, απαντά προπαντός η καθημερινή πείρα της ζωής.
Δεν βλέπεις; δεν ακούεις; δεν πάσχεις συ ο ίδιος; Δυστυχήματα μικρά και μεγάλα, ατομικά, οικογενειακά, παγκόσμια, πανανθρώπινα, το ένα κατόπιν του άλλου, έρχονται με μανία, ορμούν πολλές φορές σαν κύματα πελώρια να συντρίψουν την ζωή μας.
Εις τις περιστάσεις αυτές πολλοί τα χάνουν. Απελπίζονται, φθάνουν μέχρι αυτοκτονίας. Είναι οι άνθρωποι που δεν ανεκάλυψαν ακόμη, που πρέπει να προσανατολισθεί το πλοίον της ζωής των. Δεν εγνώρισαν, ποίος ο αληθινός σκοπός για τον οποίο ήρθαν στην ζωή. Δεν θέλησαν ποτέ να ακούσουν την φωνή του Ιησού Χριστού, φωνή απείρου αγάπης προς τον άνθρωπο. Δεν ήνοιξαν ποτέ την αγία Γραφή, για να μελετήσουν εκεί τα αθάνατα λόγια. Γιατί ο νόμος του Θεού, η αγία Γραφή, αυτή είναι το τιμόνι της ζωής.
Ναι, τιμόνι είναι ο νόμος του Θεού, το Ευαγγέλιο του Χριστού μας. Αυτό και μόνο μπορεί να ρυθμίσει και να λύσει όλα τα προβλήματα που αφορούν στην ευτυχία των ανθρώπων. Αυτή είναι η γνώμη και των σοφών. Ο μεν Εμμανουήλ Κάντιος, ένας από τους μεγάλους φιλοσόφους, είπε: Το μεγαλύτερο ευεργέτημα προς το ανθρώπινο γένος είναι η αγία Γραφή. Όλα τα βιβλία του κόσμου τα οποία εμελέτησα δεν μου έδωσαν την παρηγοριά, την οποία μου έδωσαν οι λόγοι της Βίβλου, «Εάν και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι Σύ μετ’ εμού ει». (Ψαλμ. 23,4). Ο δε Θ. Ντοστογιέφσκυ, λογοτέχνης παγκοσμίου φήμης, έγραψε: «Σου συνιστώ να διαβάσεις ολόκληρη την Αγία Γραφή, και θα βρεις, ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα ούτε έχει ούτε μπορεί ν’ αποκτήσει άλλο βιβλίο εξ ίσου πολύτιμο».
Αγαπητέ μου φίλε, όποιος και εάν είσαι! Άκουσε την φωνή της αλήθειας. Αγόρασε μία αγία Γραφή. Μελέτησε την. Και σήμερα και αύριο και πάντοτε να την μελετάς. Τρέξε, όπου ακούεται ορθόδοξο κήρυγμα το οποίο ερμηνεύει τον νόμον του Θεού. Έτσι θα καταλάβεις προς τα πού κατευθύνεσαι εις τον κόσμον αυτόν. Θα αντικρύζεις με ψυχραιμία τις θλίψεις και θα ελπίζεις ότι κάποτε θα ρίξεις την άγκυραν σου εις το λιμάνι της ευτυχίας. Θα ζεις με το αίσθημα ότι υπεράνω σου είναι το παντοδύναμο χέρι του Θεού που κάμνει θαύματα, τα μεγαλύτερα θαύματα στον κόσμο τούτο.
Γι’ αυτό σε ηρώτησα εις την αρχή και σε ερωτώ τώρα πάλιν εις το τέλος: «Έχεις τιμόνι; Θα σωθείς!»

Αυγουστίνος Καντιώτης

Γραπτό κήρυγμα του Μητροπολίτου Φλωρίνης που εγράφη πριν από 70 χρόνια
και δίνει απαντήσεις στα μεγάλα σημερινά προβλήματα, που οδηγούν στην απελπισία τους ανθρώπους
OΛOI EIΣ THN EKKΛHΣIA – Kοζάνη, τη 27-11-1943

ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑ ΣΕ ΑΠΛΟ ΙΕΡΕΑ: «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΟΤΙ ΑΥΤΗ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ…»


Από το πουθενά με χρέη, από το πουθενά με βάσανα, ενώπιος-ενωπίο με αδιέξοδα που μας έστησε η ¨δήθεν περήφανη δημοκρατία μας¨, αποφάσισα ανήμερα του Ακάθιστου Ύμνου φέτος να μην τον παρακολουθήσω στην γειτονιά μου στον Άγιο Δημήτριο στην Θεσσαλονίκη.
- Όχι γιατί δεν ευλαβούμαι τον ΜΥΡΟΒΛΗΤΗ αλλά για να αποφύγω να δω τυχόν ¨επίσημους εναγκαλισμούς¨ των πρωτεργατών των αδιεξόδων μου και σκανδαλιστώ.
- Από το μεσημέρι της Παρασκευής του ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ πήγα κατ αρχάς και χαιρέτισα το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ μέσα στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου και μέσα από τις σκέψεις μου κατόρθωσα και έβγαλα σκόρπιες λέξεις προσευχής…
-¨Παναγιά μου ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ να με συγχωρείς για την αγνωμοσύνη μου αλλά στην κυριολεξία ¨τερμάτισα¨ από τα αδιέξοδα.¨
-¨Αξίωσε¨ μας κατά το θέλημα του ΥΙΟΥ ΣΟΥ να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης που βιώνει η Πατρίδα και ο καθένας ξεχωριστά¨
-¨εδώ που φτάσαμε ένα Νεύμα ΣΟΥ μας σώζει¨
- Κοντολογίς για να μην σε ζαλίζω φίλε μου πήγα οδικώς σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριουδάκι της Μακεδονίας μας με δύο μόνιμους κατοίκους.
- Ο ένας ήταν ο συνταξιούχος παπάς που δεν θέλει να ¨ ξεκολλήσει¨ από την Εκκλησία που ιερουργούσε επί 50 συναπτά χρόνια φτιαγμένη από χέρια τιμίων Μακεδόνων- Ελλήνων κτιστάδων στα χρόνια της ακμής του χωριού.
- Ο δεύτερος και μοναδικός λαϊκός κατά αγαθή συγκυρία αν και δεν τελείωσε σχολείο έμαθε τα γράμματα στο Αναλόγιο και βοηθά τον Γέροντα Λευίτη στην ψαλτική.
- Ο τρίτος του εκκλησιάσματος της Aκολουθίας του Ακάθιστου Ύμνου ήμουν εγώ ο νεόφερτος εκ Θεσσαλονίκης.
- Με το που μπήκα στον Ιερό Ναό της ΠΑΝΑΓΙΑΣ πήγα κατευθείαν στο Αναλόγιο για να βοηθήσω με τα λίγα βυζαντινά ψαλτικά που κατέχω. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ο παπάς που ήταν σοβαρός και αμίλητος . Και αν και τον ξέρω παιδιόθεν δεν με χαιρέτισε σαν να ήταν ¨ αλλού¨.
- Μόλις φτάσαμε στον Κανόνα. Ὠδή α΄. Εἱρμός. Ἦχος δ΄. « Ἀνοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται Πνεύματος, και λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι Μητρί…·
-Λες και το μυαλό μου ¨άνοιξε¨ και ξεφόρτωσα από όλες τις σκοτούρες. Οι ανοιξιάτικες ευωδίες, το θυμίαμα αλλά και η κατάνυξη του ιστορικού χώρου που βρισκόμουν ¨με έστειλαν αλλού¨ .
-Τέλος πάντων φίλε, είπα μέσα μου ότι τελικά έκανα καλά που ήρθα σε αυτή την¨ ιερή σιγαλιά¨.
- Τι ήταν να το πω και ξαφνικά όταν φτάσαμε στην Β’ στάση (Η-Μ) των ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ και ο Γέροντας Λευίτης αναγίγνωσκε με τρεμάμενη φωνή το ¨ χαίρε της Τριάδος τους μύστας φωτίζουσα χαίρε τύρρανον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής…¨
-Άρχισε να κλαίει με ολολυγμούς και διέκοψε την απαγγελία των Χαιρετισμών. Μάλιστα άφησε το Βιβλίο από τα χέρια του , γονάτισε και ακούμπησε το πρόσωπο του πάνω στην Θεομητορική Εικόνα της Γλυκοφιλούσης βρέχοντας την με τα δάκρυα του.
- Για λίγη ώρα μείναμε αμήχανοι επάνω στο ψαλτήρι και παρακολουθούσαμε τον Ιερέα και εμείς κατασυγκινημένοι.
- Σε λίγο τον πλησιάσαμε και προσπαθήσαμε να τον ανασηκώσουμε . Ο Γέροντας είχε στην κυριολεξία γαντζωθεί από την Εικόνα και δεν έλεγε να σηκωθεί . Όμως κάτι ¨μουρμούριζε¨ της Παναγιάς μας που δεν τα καταλαβαίναμε.
-Τελικά ο Γέροντας ανασηκώθηκε και στην συνέχεια για πρώτη φορά στην ζωή μου άκουσα στην κυριολεξία ¨Κλαυτούς Χαιρετισμούς¨.
-Εκεί που είχα καλή διάθεση βλέποντας την συγκίνηση του Ιερέα δίχως να το θέλω ξαναθυμήθηκα τα βάσανα που με περίμεναν στην πόλη …
- Μετά το τέλος των Χαιρετισμών ετοιμάσαμε ένα βραστό του βουνού και ζητήσαμε, ουσιαστικά απαιτήσαμε από τον Ιερέα να μας πει τι του συνέβη;
ΚΑΙ ο καλός παππούλης αναγκάσθηκε να μας πει για το γεγονός αυτό της αλλοίωσης- συγκίνησης του που μας είχε προβληματίσει.
Παιδιά μου μην νομίζετε ότι είμαι εδώ πάνω αποκομμένος από τα προβλήματα των ανθρώπων.
Φίλοι συγχωριανοί από τις μεγαλουπόλεις, συγγενείς, πνευματικά παιδιά μου μεταφέρουν το ζοφερό περιβάλλον της σημερινής Εθνικής μας επιβίωσης.
Πολλές φορές στην Δέηση και όταν απαγγέλουμε ενώπιον του ΚΥΡΙΟΥ ημών ¨ Υπέρ του ευσεβούς ημών έθνους και πάσης αρχής και εξουσίας εν αυτώ…¨
Αναρωτιέμαι αν το Έθνος μας είναι πραγματικά ευσεβές;
Και πως μπορώ να αιτούμαι για κάθε αρχή και εξουσία που μας έφερε σε αυτά τα χάλια;
Υπάρχει όμως και αυτό δηλ. ότι μας αξίζει μας δίνει ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΣ.
Όμως έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Γιατί αν εγώ αιτούμαι για αυτούς που ψηφίζουν αντίχριστους νόμους ουσιαστικά με την δέηση μου αυτή γίνομαι Θεομάχος.
Εδώ και πολλά χρόνια παρακαλώ την Παναγιά μας να ξεδιαλύνει τον λογισμό μου αυτό και πιστέψτε με το κάνω με δάκρυα και πόνο.
Παραμονή του ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ εχθές άκουσα κτύπους στην πόρτα του πτωχικού μου. Τρόμαξα γιατί στις ημέρες μας πολλά συμβαίνουν και μάλιστα εδώ στην Μεθόριο. Ποιος να ήταν άραγε; Ο Ανέστης ο ψάλτης μου έλειπε στα πρόβατα.
Από το παραθυράκι έσκυψα και είδα έναν ηλικιωμένο Ιερέα. Αμέσως αναθάρρησα και άνοιξα την πόρτα . Βάλαμε μεταξύ μας την Ευχή και το κοντούλικο Γεροντάκι μπήκε στο σπιτικό μου με τέτοια άνεση που λες και ήξερε όλες τις γωνιές του.
Το παρουσιαστικό του κάτι μου θύμιζε από τον μακαριστό Αυγουστίνο τον πρώην Φλωρίνης γιατί κρατούσε ένα ραβδί και ήταν σκυφτό.
Πως από τα μέρη μας Γέροντα; το ρώτησα
Πολλές φορές έχω περάσει από αυτά τα μέρη και μάλιστα όταν ζούσαν εδώ πολλοί χριστιανοί. Φυσικά άλλα χρόνια τότε πάτερ μου. Τότε τα χρόνια ήταν Ιεραποστολικά ενώ σήμερα αυτά που κτίσθηκαν με αίμα και αγώνες οι άπιστοι τα γκρεμίζουν.
Παλιά βγάζανε κανένα τούβλο για να χαλαρώσει η Ορθόδοξη Πίστη, σήμερα πλέον είναι προαποφασισμένο από αυτούς να σωριάσουν όλο το ντουβάρι…

Επειδή φτάσαμε στην στιγμή να πειράζουν την ΗΜΕΡΑ του ΚΥΡΙΟΥ μας δηλ. την Κυριακή και να υπερασπίζονται τα Σόδομα και τα Γόμορα ήρθα να σου πω να μην σε πειράζει ο λογισμός που έχεις και όταν λες την ευχή ¨¨ Υπέρ του ευσεβούς ημών έθνους και πάσης αρχής και εξουσίας εν αυτώ…¨ από μέσα σου τότε να απαγγέλεις την ωδή των Χαιρετισμών ¨ χαίρε τύρρανον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής…¨.

Πάτερ μου η ΠΑΝΑΓΙΑ μας αποφάσισε ότι ¨αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να πάει άλλο…¨
Με τα λόγια αυτά το καμπουριαστό Γεροντάκι εξαφανίστηκε από μπροστά μου. Αλαφιασμένος με ότι κουράγιο είχα έτρεξα προς την Εκκλησία. Μπαίνοντας η ματιά μου λες και την κατεύθυνε άλλος και έπεσε πάνω στην Αγιογραφία του Παπά- Κοσμά του Αιτωλού που η Παράδοση λέει ότι πέρασε από το χωριό μας διδάσκοντας και βαπτίζοντας.
Τότε κατάλαβα ΠΟΙΟΣ επισκέφτηκε εμένα τον ανάξιο.
Φίλε μου πήρα την ευχή του Γέροντα όταν κατεβώ στην Θεσσαλονίκη να ¨διαλαλήσω¨ το έκτακτο αυτό περιστατικό και όποιος πίστεψε- πίστεψε…
Μάλλον ο Ουρανός φέτος με το ¨ χαίρε τύρρανον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής…¨ γράφει τον κυβερνητικό επίλογο.

Κωνσταντίνος Βαρδάκας

Μη προσεύχεσαι να γίνουν τα θελήματά σου, γιατί οπωσδήποτε δεν συμφωνούν με το θέλημα του Θεού


Αγωνίσου να κρατήσης τον νου σου, κατά την ώρα της προσευχής. Αν επιθυμής να προσευχηθής σωστά,μη λυπήσης κανέναν άνθρωπο.Διαφορετικά προσεύχεσαι μάταια.Μη προσεύχεσαι να γίνουν τα θελήματά σου, γιατί οπωσδήποτε δεν συμφωνούν με το θέλημα του Θεού. Καλύτερα, καθώς έχεις διδαχθεί, λέγε στην προσευχή σου: «Γενηθήτω το θέλημά Σου εν εμοί»
Και σε κάθε πράγμα έτσι να ζητάς από Εκείνον, να γίνη το θέλημά Του, γιατί ο Θεός θέλει το αγαθόν και συμφέρον της ψυχής σου. Ενώ εσύ δεν ζητείς πάντοτε το συμφέρον σου. 
Όταν προσεύχεσαι φύλαγε δυνατά την μνήμη σου, να μην βάζη εμπρός σου τα δικά σου, αλλά να παρακινής τον εαυτό σου να εννοή και να αντιλαμβάνεται μπροστά σε ποιόν βρίσκεται. Γιατί ο νους έχει στην φύση του να παρασύρεται παρά πολύ από την μνήμη στον καιρό της προσευχής. Μη φαντασθής κανένα σχήμα για τον Θεό όταν προσεύχεσαι, ούτε να επιτρέπης στον νου σου να μορφωθή σύμφωνα με κάποιαν μορφή, αλλά πλησίασε με άϋλον τρόπον τον Άϋλον και θα εννοήσης.

Άγιος Νείλος ο Ασκητής

Προσευχητάριον Ορθοδόξου Χριστιανού,
 εκδόσεις « ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ» ΑΘΗΝΑ 1999

Η τελευταία εξομολόγηση...



Το παρακάτω κείμενο είναι μια αληθινή ιστορία μεταφρασμένη από το παράνομο ρωσικό θρησκευτικό περιοδικό Ελπίδα («Ναντιέζντα») αρ. 9. Αποτελεί κεφάλαιο ενός βιβλίου που περιγράφει την ζωή του π. Αρσενίου, ενός αγίου ιερέως που έδρασε μέσα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Προτάσσεται μέρος από τον πρόλογο του βιβλίου.

Το να σφραγίσουμε τα χείλη μας θα σήμαινε να πετάξουμε στη λήθη τις θλίψεις, τα βασανιστήρια, τους ασκητικούς αγώνες και τον θάνατο χιλιάδων μαρτύρων που υπέφεραν για τον Χριστό, αλλά και για χάρι δική μας, όσων είμαστε εδώ στη γη. Δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχάσουμε. Πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτούς τους ανθρώπους που βασανίστηκαν. αποτελεί καθήκον μας ενώπιον Θεού και ανθρώπων...
Σ’ αυτά εδώ τα απομνημονεύματα παρουσιάζεται μπροστά μας μόνο ένας από το αναρίθμητο πλήθος των πολεμιστών του Χριστού του πρώτου ημίσεως της δεκαετίας του '60. Πόσοι να είναι άραγε αυτοί που χάθηκαν για χάρι μας;...
Μέσα σ’ ένα διάστημα δεκαεννιά αιώνων η ανθρωπότης συσσώρευσε έναν πλούτο γνώσεως και σοφίας. ο Χριστιανισμός έφερε στους ανθρώπους Φως και Ζωή. Από αυτήν όμως την τεράστια παρακαταθήκη οι άνθρωποι του εικοστού αιώνος δεν διάλεξαν παρά μόνο την κακία και ονομάζοντάς την επιστημονικό επίτευγμα κατώρθωσαν να προκαλέσουν φρικτά και παρατεταμένα βασανιστήρια σε χιλιάδες ανθρώπων και σε πολλούς έναν επώδυνο θάνατο.
Ήταν έργο της θείας Πρόνοιας να περάσω μαζί με τον π. Αρσένιο ένα μικρό διάστημα της κρατήσεώς μου στα στρατόπεδα. Αυτό όμως στάθηκε αρκετό για να έλθω στην πίστι, να γίνω πνευματικό τέκνο του, ν’ ακολουθήσω τα ίχνη του, να καταλάβω και να γίνω μάρτυς της βαθειάς αγάπης του για τον Θεό και για τον πλησίον και να φθάσω στη επίγνωσι του τί σημαίνει «Χριστιανός».
Πολλοί από όσους έρχονταν σ’ επαφή με τον π. Αρσένιο —διανοούμενοι, εργάτες, αγρότες, εγκληματίες, πολιτικοί κρατούμενοι, παλαιοί μπολσεβίκοι, στελέχη του κόμματος— γίνονταν πνευματικά τέκνα του, φίλοι του, έρχονταν στην πίστι και τον ακολουθούσαν...
Θα ήταν αυθάδεια να έλεγα ότι εγώ έγραψα ή συγκέντρωσα αυτά που ακολουθούν. Πολλοί, πάρα πολλοί είναι αυτοί που γνώριζαν και αγαπούσαν τον π. Αρσένιο. Αυτοί έγραψαν και συγκέντρωσαν και μου έστειλαν το υλικό. Ό,τι είναι γραμμένο εδώ ανήκει σ’ αυτούς. Εγώ, όπως και όλοι αυτοί που ο π. Αρσένιος ανεγέννησε και έβαλε στο δρόμο της πίστεως, προσπάθησα μόνο να ξεπληρώσω με τους κόπους μου ένα μικρό μέρος του απείρου χρέους μου σε κάποιον που με έσωσε δίνοντάς μου μια νέα ζωή. Κι αν εσείς διαβάζοντας τα παρακάτω θυμηθήτε στη προσευχή σας τον δούλο του Θεού Αλέξανδρο, αυτό θα είναι για μένα μεγάλη ανταμοιβή.


Η επιθεώρησις τελείωσε. Οι κρατούμενοι ωδηγήθηκαν με φωνές και βία πίσω στους θαλάμους τους, ο καθένας σύμφωνα με τον αριθμό του, και η πόρτα κλειδώθηκε. Υπήρχε ακόμη χρόνος πριν από τον ύπνο για να κουβεντιάσουν μεταξύ τους, ν’ ανταλλάξουν εντυπώσεις από το στρατόπεδο, να πουν τα νέα της ημέρας, να νικήσουν κάποιον στο ντόμινο ή να ξαπλώσουν στις σανίδες της κουκέτας τους και ν’ αναπολήσουν το παρελθόν. Δύο ώρες αργότερα ο ήχος των συνομιλιών ακουγόταν ακόμη, όμως σιγά-σιγά υποχώρησε και βασίλεψε η σιωπή, καθώς οι κρατούμενοι παραδόθηκαν στον ύπνο.
Αρκετή ώρα μετά το κλείδωμα του θαλάμου ο π. Αρσένιος στάθηκε πλάι στα ξύλινα κρεβάτια και προσευχήθηκε. έπειτα ξάπλωσε κι αυτός και συνεχίζοντας την προσευχή αποκοιμήθηκε.
Ως συνήθως, ήταν ένας ύπνος ανήσυχος. Γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα ένιωσε κάποιον να τον σκουντάη. Ανακάθισε και αντίκρυσε την ανήσυχη σιλουέτα ενός ανθρώπου που ψιθύριζε:
"Πάμε γρήγορα! Ο διπλανός μου πεθαίνει και σε ζητάει!".
Βρήκαν τον ετοιμοθάνατο στην άλλη άκρη του θαλάμου. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. η αναπνοή του ήταν βαρειά και ακανόνιστη, τα μάτια του διάπλατα ανοιχτά κατά τρόπο αφύσικο.
"Με συγχωρείς... Σε χρειάζομαι... Πεθαίνω...". Κοίταξε τον π. Αρσένιο και πρόσθεσε σταθερά: "Κάθησε".
Ο π. Αρσένιος κάθησε στην άκρη του κρεβατιού. Το φως από τον διάδρομο παίρνοντας σχήμα ανάμεσα από τις κουκέτες φώτιζε αδύναμα το πρόσωπο του ετοιμοθανάτου κρατουμένου, που καλυπτόταν από χονδρές σταγόνες ιδρώτος. Τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα, τα χείλη του σφιγμένα από τον πόνο. Ήταν εξαντλημένος και το πρόσωπό του είχε μια νεκρική χλωμάδα. Τα μάτια του όμως ήταν διάπλατα ανοιχτά και κοιτούσαν τον π. Αρσένιο σαν δύο αναμμένοι πυρσοί. Σ’ αυτά τα δύο μάτια αντικατοπτριζόταν τώρα όλη η πορεία της επίγειας ζωής του. Πέθαινε. Άφηνε αυτή τη ζωή κουρασμένος και γεμάτος πόνο. Αλλά κρατιόταν ακόμα από μια τελευταία επιθυμία: να δώση λόγο για όλα στον Θεό.
"Εξομολόγησέ με, συγχώρησε τις αμαρτίες μου. Είμαι μοναχός με μυστική κουρά".
Οι διπλανοί του κρατούμενοι πήγαν να κοιμηθούν αλλού. Όλοι έβλεπαν ότι ο θάνατος είχε φθάσει. Ακόμη και σ’ ένα θάλαμο στρατοπέδου κρατουμένων υπήρχε ευσπλαχνία και συμπάθεια για τον ετοιμοθάνατο.
Πλησιάζοντας πιο κοντά στον μοναχό και χαϊδεύοντας τα κοντά, ανακατωμένα μαλλιά του ο π. Αρσένιος έσιαξε την τριμμένη κουβέρτα. Με το χέρι του πάνω στο κεφάλι του μοναχού διάβασε ψιθυριστά τις ευχές και συγκεντρώνοντας την προσοχή του ετοιμάστηκε ν’ ακούση την εξομολόγησι.
"Η καρδιά μου... Δεν χτυπάει καλά..." ψιθύρισε ο ετοιμοθάνατος μοναχός και λέγοντας το μοναχικό του όνομα, «Μιχαήλ», άρχισε την εξομολόγησί του.
Σκύβοντας πάνω από την ξαπλωμένη σι­λουέττα ο π. Αρσένιος παρακολουθούσε με προσοχή την φωνή που μόλις ακουγόταν, ενώ άθελά του κοίταζε μέσα στα μάτια του Μιχαήλ. Μερικές φορές ο ψίθυρος σταματούσε και το μόνο που ακουγόταν ήταν το σφύριγμα από το στήθος του. Ο Μιχαήλ έπαιρνε απεγνωσμένα αέρα από το στόμα του. Άλλοτε πάλι σώπαινε εντελώς και φαινόταν σαν να είχε έρθει ο θάνατος. Τα μάτια του όμως συνέχιζαν να κινούνται και κοιτάζοντας μέσα σ’ αυτά ο π. Αρσένιος διάβαζε όλα όσα ο ψίθυρος προσπαθούσε να εκφράση.
Ο π. Αρσένιος είχε εξομολογήσει πολλούς στα τελευταία τους και αυτού του είδους οι εξομολογήσεις ήταν πάντα κάτι το βαθειά συγκινητικό. Τώρα όμως, ακούγοντας την εξομολόγησι του Μιχαήλ, ο π. Αρσένιος έβλεπε ξεκάθαρα ότι μπροστά του βρισκόταν ένας άνθρωπος που είχε φτάσει σε σπάνια επίπεδα πνευματικής τελειώσεως.


Ένας άνθρωπος δίκαιος πέθαινε, ένας άνθρωπος προσευχής, ένας άνθρωπος που είχε αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό και στον συνάνθρωπο μέχρι τελευταίας πνοής.
Ένας άνθρωπος δίκαιος πέθαινε και ο π. Αρσένιος άρχισε να συνειδητοποιή ότι ο ιερεύς Αρσένιος ήταν μικρός και ασήμαντος μπροστά του, ότι δεν ήταν καν άξιος να φιλήση την άκρη των ενδυμάτων του. 
Ο ψίθυρος διακοβόταν όλο και πιο συχνά, αλλά τα μάτια έλαμπαν από ζωή και μέσα τους, μέσα σ’ αυτά τα δύο μάτια, ο π. Αρσένιος, όπως και πριν, τα διάβαζε όλα. όλα όσα ο ετοιμοθάνατος λαχταρούσε να εκφράση.
Στην εξομολόγησί του ο Μιχαήλ έγινε δικαστής του εαυτού του. και τον δίκασε αυστηρά, χωρίς έλεος. Μερικές φορές έμοιαζε σαν να απομακρυνόταν απ’ τον εαυτό του, σαν να 'βλεπε κάποιον άλλον να πεθαίνη. Κι ήταν εκείνον τον άλλον που δίκαζαν τώρα μαζί με τον π. Αρσένιο.
Ο π. Αρσένιος έβλεπε την επίγεια ζωή του Μιχαήλ σαν ένα καράβι βαρυφορτωμένο με βάσανα και θλίψεις —παλιές και τωρινές— να απομακρύνεται πια απ’ αυτόν και να κατευθύνεται προς τη μακρυνή χώρα της λησμοσύνης. Τώρα έμενε μόνο να πετάξη έξω όλα τα άχρηστα, όλα τα περιττά και επουσιώδη και να παραδώση τα χρήσιμα στα χέρια του ιερέως, που ενδεδυμένος με την δύναμι του Θεού θα του έδινε την συγχώρησι και την άφεσι όλων όσων είχε διαπράξει.
Στα λίγα λεπτά ζωής που του έμεναν ο μοναχός Μιχαήλ έπρεπε να τα παραδώση όλα στον π. Αρσένιο, να τα απλώση όλα ανοιχτά μπροστά στον Θεό, να αναγνωρί­ση τις αμαρτίες του και έχοντας καθαρίσει τον εαυτό του στο δικαστήριο της δικής του συνειδήσεως, να σταθή κατόπιν μπροστά στο Κριτήριο του Θεού.
Ένας κρατούμενος πέθαινε, όπως ακριβώς και τόσοι άλλοι είχαν πεθάνει μπροστά στα μάτια του π. Αρσενίου. Τούτος ο θάνατος όμως τον επηρέασε όσο ποτέ κανένας άλλος. Έτρεμε καθώς συνειδητοποιούσε ότι ο Κύριος με το πολύ έλεός Του τον είχε αξιώσει να εξομολογήση κάποιον που ανήκε στη χορεία των δικαίων.
Τούτη τη φορά ο Κύριος απεκάλυπτε έναν μεγάλο Του θησαυρό, που τόσο καιρό και με τόση αγάπη είχε καλλιεργήσει. Έδειχνε σε ποια ύψη πνευματικής τελειότητος μπορούν να φθάσουν όσοι αγαπούν τον Θεό με αγάπη ανεξάντλητη, όσοι σηκώνουν τον ζυγό και το φορτίο του Χριστού και τα βαστάζουν μέχρι τέλους. Όλα αυτά ο π. Αρσένιος τα έβλεπε και τα καταλάβαινε.
Οι απίστευτα πολύπλοκες περιστάσεις της σύγχρονης ζωής μόνο εμπόδια και προσκόμματα θα μπορούσαν να έχουν προσφέρει στην κατά Θεόν πορεία κάποιου: επαναστατικές ζυμώσεις, προσωπολατρείες, πολύπλοκες ανθρώπινες σχέσεις, επίσημη αθεΐα του κράτους, ποδοπάτημα της πίστεως, ηθική κατάπτωσις, διαρκής αστυνόμευσις και καταδόσεις, έλλειψις πνευματικού οδηγού. Η εξομολόγησις του ετοιμοθανάτου μοναχού ωστόσο έδειχνε ότι ένας άνθρωπος με βαθειά πίστι μπορεί όλα αυτά, κάθε τι που θα σταθή στον δρόμο του, να τα υπερνίκηση και να είναι κοντά στον Θεό.
Δεν ήταν ούτε σκήτη ούτε απομονωμένο μοναστήρι ο χώρος όπου ο Μιχαήλ είχε διανύσει την κατά Θεόν πορεία του. Αντίθετα, ήταν ο θόρυβος της ζωής, η βρωμιά της, η σκληρή μάχη με τις γύρω δυνάμεις του κακού, την άρνησι και την στρατευμένη αθεΐα. Είχε δεχθή πολύ λίγη πνευματική καθοδήγησι. Υπήρξαν κατά διαστήματα κάποιες συναντήσεις με δύο-τρεις ιερείς και ένας σχεδόν ολόκληρος χρόνος που τον πέρασε χαρούμενα σε στενή επικοινωνία με τον επίσκοπο Θεόδωρο, ο οποίος και τον έκειρε μοναχό. Αλλά μετά από τα δύο-τρία σύντομα γράμματα του επισκόπου απέμεινε μόνο ο ακλόνητος και φλογερός πόθος του να προχωρή μπροστά, όλο μπροστά, στον δρόμο προς τον Κύριο.


"Ακολούθησα άραγε τον δρόμο της πίστεως; Πήρα σωστά τον δρόμο του Θεού; Ή μήπως έχασα τον δρόμο; Δεν ξέρω", είπε ο Μιχαήλ. Ο π. Αρσένιος όμως έβλεπε ότι ο Μιχαήλ όχι μόνο δεν είχε παρεκκλίνει καθόλου από τον δρόμο που του είχε δείξει ο επίσκοπος Θεόδωρος, αλλά είχε κιόλας προχωρήσει πάρα πολύ σ’ αυτόν, έχοντας φθάσει και ξεπεράσει τους οδηγούς του.
Ολόκληρη η ζωή του Μιχαήλ ήταν μία μάχη «εν πορεία», μία μάχη για πνευματική και ηθική τελείωσι μέσα στη βαναυσότητα της σύγχρονης ζωής. Και ο π. Αρσένιος καταλάβαινε ότι ο Μιχαήλ είχε κερδίσει αυτή τη μάχη, τη μάχη που έδωσε μόνος εναντίον του κακού που τον περικύκλωνε. Καθώς έζησε μέσα στον κόσμο, αφιερώθηκε στην επιτέλεσι αγαθοεργιών στο όνομα του Κυρίου. Κράτησε μέσα στην καρδιά του σαν αναμμένο πυρσό τα λόγια του Αποστόλου: «Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού».
Ο π. Αρσένιος συνειδητοποιούσε το μεγαλείο, την τελειότητα του πνεύματος του Μιχαήλ. Με τον ίδιο τρόπο αναγνώριζε και τη δική του αθλιότητα και ικέτευε θερμά τον Κύριο να δώση σ’ αυτόν, τον ιερέα Του Αρσένιο, τη δύναμι να ανακουφίση τα βάσανα του μονάχου σ’ αυτές τις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής του. Ήταν στιγμές που ο π. Αρσένιος αισθανόταν εντελώς ανήμπορος. Την ίδια ώρα όμως ένιωθε να εμψυχώνεται από την παρουσία του Μιχαήλ, του οποίου η επιθανάτια εξο­μολόγησι απεκάλυπτε μπροστά του τις θαυμαστές οδούς του Κυρίου, διδάσκοντας και οδηγώντας τον στο δρόμο της ολοκληρωτικής αφιερώσεως.
Έφτασε και η ώρα που ο Μιχαήλ είχε πια παραδώσει στον ιερέα —και δια μέσου εκείνου στον Θεό— όλα όσα βάραιναν την καρδιά του. Τα μάτια του κοίταζαν ερωτηματικά τον π. Αρσένιο. Ως ιερεύς, παίρνοντας από τον ετοιμοθάνατο μοναχό το φορτίο των αμαρτιών του και κρατώντας το στα χέρια του, ο π. Αρσένιος έτρεμε.έτρεμε πάλι με την επίγνωσι της αναξιότητος και ανθρώπινης αδυναμίας του. Απαγγέλλοντας την συγχωρητική ευχή στον δούλο του Θεού Μιχαήλ μοναχό, ο π. Αρσένιος από μέσα του έκλαιγε. Κατόπιν, μη μπορώντας να κρατηθή, ξέσπασε σε δάκρυα.
Ο Μιχαήλ σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε προς τον π. Αρσένιο. "Ευχαριστώ... Ειρήνευε... Ήρθε η ώρα... Προσεύχου για μένα όσο πατάς σ’ αυτή τη γη. έχεις ακόμη πολύ δρόμο μπροστά σου... Σε παρακαλώ, πάρε το κασκέτο μου. Εκεί μέσα είναι ένα σημείωμα προς δύο ανθρώπους με μεγάλη ψυχή και μεγάλη πίστι. Πολύ μεγάλη. Όταν αφεθής ελεύθερος, πήγαινέ τους το σημείωμα αυτό. Σε χρειάζονται και τους χρειάζεσαι... Ράψε πάλι τον αριθμό στο κασκέτο. Και προσεύχου στον Κύριο για τον μοναχό Μιχαήλ".
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξομολογήσεως έμοιαζε σαν να ήταν μόνοι τους. σαν τάχα ο θάλαμος και οι ένοικοί του, όλη η ατμόσφαιρα της φυλακής, όλα να είχαν γίνει πολύ απόμακρα. όλα να είχαν περιέλθει σ’ ένα είδος ανυπαρξίας. Παρέμενε μόνο η παρουσία του Θεού, η προσευχή των καρδιών τους και η σιωπηλή πνευματική ένωσι που τους έδενε και τους έφερνε ενώ­πιον του Κυρίου.
Κάθε αγωνία και ταραχή σταμάτησε. κάθε τι γήινο χάθηκε. Υπήρχε ο Θεός. Και τώρα η μία ψυχή πήγαινε να Τον συναντή­ση, ενώ η άλλη αξιωνόταν να παρακολου­θήση ένα μεγάλο μυστήριο: τον θάνατο, την αναχώρησι από την ζωή.
Ο ετοιμοθάνατος μοναχός κράτησε σφιχτά το χέρι του π. Αρσενίου και προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε με τόση αυτοσυγκέντρωση ώστε αποξενώθηκε εντελώς από το περιβάλλον. Εσωτερικά ο π. Αρσένιος πλησίασε ακόμα πιο πολύ κοντά του. Με ευλάβεια και χωρίς διαλογισμούς πάλευε ν’ ακολουθήση τον μοναχό στην προσευχή του.
Έπειτα ήρθε η στιγμή του θανάτου. Τα μάτια του ετοιμοθάνατου φωτίσθηκαν έντονα με μια ήρεμη έκστασι. Τα λόγια του μόλις ακούγονταν: "Κύριε, μη με απόρριψης!".
Ανασηκώνοντας το κορμί του από το κρεβάτι, ο Μιχαήλ άνοιξε τα χέρια και επανέλαβε δυνατά: "Κύριε! Κύριε!". Άδραξε πάλι μπροστά, αλλά την επόμενη στιγμή έπεσε πίσω ανάσκελα και το κορμί του αμέσως χαλάρωσε.


Συγκλονισμένος ο π. Αρσένιος έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται. όχι για την ψυχή και την σωτηρία του κοιμηθέντος μοναχού, αλλά για να ευχαριστήση. Να ευχαριστήση για το μεγάλο δώρο, να αξιωθή να δη εκείνο που είναι αθέατο στα μάτια και ακατανόητο στον νου, εκείνο που είναι το πιο κρυφό απ’ όλα τα μυστήρια: τον θάνατο του δικαίου.
Όταν σηκώθηκε ο π. Αρσένιος, έσκυψε πάνω στο σώμα του νεκρού Μιχαήλ. Τα μάτια του ήταν ακόμη ανοιχτά, ακόμη γεμάτα φως. Όμως το φως σιγά-σιγά χλώμιαζε και την θέσι του έπαιρνε μια ανεπαίσθητη καταχνιά. Τα βλέφαρα έκλεισαν αργά, μια σκιά διέτρεξε το πρόσωπο, και στο πέρασμά της εκείνο έγινε αμέσως επιβλητικό, γαλήνιο, θριαμβευτικό.
Σκυμμένος πάνω στο λείψανο ο π. Αρσένιος προσευχόταν. Αν και μόλις είχε γίνει μάρτυς του θανάτου αυτού του νέου μοναχού, δεν ένιωθε λύπη. Αντίθετα, ήταν γεμάτος από ειρήνη και εσωτερική αγαλλίασι. Είχε γνωρίσει έναν δίκαιο του Θεού, είχε γευθή το έλεός Του, είχε δει την δόξα Του.
Προσεκτικά ο π. Αρσένιος τακτοποίησε τα ρούχα στο σώμα του νεκρού, έκανε βαθειά υπόκλισι μπροστά του και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήταν ακόμη στο θάλαμο ενός στρατοπέδου «με αυστηρό καθεστώς κρατήσεως». Σαν αστραπή πέρασε η σκέψις από το μυαλό του: Αυτό το στρατόπεδο είχε μόλις δεχθή μιαν επίσκεψι του Θεού, τον ίδιο τον Κύριο, που είχε έρθει να παραλαβή την ψυχή του δικαίου Μιχαήλ.
Μόνο λίγη ώρα απόμενε μέχρι το εγερτήριο. Ο π. Αρσένιος πήρε το κασκέτο του Μιχαήλ, τύπωσε στη μνήμη τον αριθμό και πήγε να ενημερώση τον θαλαμάρχη για τον θάνατο. Ο θαλαμάρχης, ο αρχαιότερος των καταδίκων, ρώτησε τον αριθμό του νεκρού και εξέφρασε την συμπάθειά του.
Οι θάλαμοι ξεκλειδώθηκαν. Οι κρατούμενοι έτρεξαν έξω για την επιθεώρησι και μπήκαν γρήγορα σε σειρές. Ο θαλαμάρχης πλησίασε τους επιθεωρητές που στέκονταν στην είσοδο του θαλάμου και ανέφερε: "Έχουμε έναν νεκρό, αριθμός Β 382".
Ένας από τους επιθεωρητές μπήκε στο θάλαμο, κοίταξε τον νεκρό, σκούντησε το λείψανο με τη μύτη της μπότας του και έφυγε. Δύο ώρες αργότερα έφθασε ένα έλκυθρο για να πάρη το πτώμα. Ένας γιατρός των φυλακών, από τους καλούμενους «εθελοντές εργασίας», μπήκε μέσα, διάβηκε με το βλέμμα του απρόσεκτα το νεκρό σώμα, σήκωσε λίγο το ένα βλέφαρο με το κλεισμένο σε γάντι χέρι του και μ’ ένα τόνο απαρέσκειας είπε στην ομάδα υπηρεσίας: "Γρήγορα, βάλτε το στο κάρρο".
Διάφορα πτώματα κοίτονταν ήδη πάνω στο έλκυθρο. Το σώμα του Μιχαήλ μεταφέρθηκε έξω και τοποθετήθηκε πάνω στα άλλα. Ο οδηγός πήρε θέσι ισορροπώντας τα πόδια του επάνω στα πτώματα, που είχαν ήδη ξυλιάσει από το κρύο.
Έπεφτε ψιλό χιόνι και καθώς ακουμπούσε στα πρόσωπα των νεκρών, έλυωνε αργά. Ήταν σαν να έκλαιγαν. Κοντά στους θαλάμους στέκονταν ακόμα οι επιθεωρητές, που συζητούσαν με τον γιατρό, οι κρατούμενοι υπηρεσίας και ο π. Αρσένιος που έσφιγγε τα χέρια του στο στήθος και προσευχόταν σιωπηλά.
Το έλκυθρο άρχισε να κινήται. Κάνοντας μια βαθειά υπόκλισι ο π. Αρσένιος ευλόγησε τα άψυχα σώματα και γύρισε πίσω στον θάλαμο. Ο οδηγός τίναξε τα χαλινάρια και έκανε τα άλογα να ξεκινήσουν ξεστομίζοντας μια βρισιά. Το έλκυ­θρο απομακρύνθηκε αργά και χάθηκε από τη ματιά.

“ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ

Κάθε καλό έργο γίνεται από το Θεό με όργανο εμάς



Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει από αμνημόνευτα χρόνια εφαρμόσει τη νηστεία σαν ένα δοκιμασμένο και αποτελεσματικό φάρμακο για όλα τα ψυχικά πάθη, σαν ένα δυνατό όπλο ενάντια στα πονηρά πνεύματα. Όλοι εκείνοι που υποτιμούν ή απορρίπτουν τη νηστεία, στην ουσία υποτιμούν ή απορρίπτουν μια σαφή και καθοριστική οδηγία του Κυρίου Ιησού στο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου. Η προσευχή δυναμώνει και ενισχύεται με τη νηστεία. Η πίστη βεβαιώνεται και από τη μια και από την άλλη. Κι η πίστη μετακινεί βουνά, εκβάλλει δαίμονες και κάνει τα αδύνατα δυνατά.

Τα τελευταία λόγια του Χριστού στο σημερινό ευαγγέλιο δέ φαίνονται να σχετίζονται με το γεγονός πού μας απασχολεί. Μετά το μεγάλο θαύμα της θεραπείας του δαιμονισμένου νέου παιδιού κι ενώ οι συγκεντρωμένοι άνθρωποι θαύμαζαν τα γενόμενα, ξαφνικά ο Κύριος άρχισε να μιλάει στους μαθητές Του για το πάθος Του.
«Μέλλει ο υιός του ανθρώπου παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων και άποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ήμερα εγερθήσεται» (Ματθ. ιζ’22-23). Γιατί μετά το θαύμα αυτό, όπως κι υστέρα από κάποια άλλα θαύματα, ο Χριστός μιλάει στους μαθητές Του για το πάθος Του;

Ώστε όταν έρθει ο προδιαγεγραμμένος καιρός να μη δειλιάσουν, να μη φοβηθεί η καρδιά τους. Τούς το λέει αυτό μετά από τα μεγάλα θαύματά Του, μετά τις τιμές, τη δόξα και την ευχαρίστηση πού τον περιμένουν και τον υποδέχονται οι άνθρωποι, για να χαραχτούν καλύτερα στο νου τους. Το λέει αυτό όμως και για να διδάξει, όχι μόνο τούς αποστόλους αλλά κι εμάς, ώστε μετά από τέτοια μεγάλα και θαυμαστά έργα να μην περιμένουμε ανταμοιβή από τούς ανθρώπους, αλλά να προετοιμαστούμε να δεχτούμε τα χειρότερα και σκληρότερα χτυπήματα και τις ταπεινώσεις, ακόμα κι από εκείνους πού ευεργετήσαμε πολύ.

Ο Κύριος δεν προείπε μόνο τα πάθη και το θάνατό Του, αλλά και την ανάσταση Του. Στο τέλος όλων αυτών ακολουθεί η Ανάσταση, η νίκη κι η αιώνια δόξα. Ο Κύριος προλέγει στους μαθητές Του κάτι πού μοιάζει απίθανο, για να τονώσει την πίστη τους σέ όσα πρόκειται να γίνουν. Να τούς διδάξει, για να πιστέψουν όσα τους είπε. Πρέπει κάθε άνθρωπος να ’χει πίστη ίσαμε τον κόκκο του σιναπιού ή και λιγότερη, για να προετοιμαστεί, να περιμένει κάθε είδος πειρασμού και βασάνων σ’ αυτόν τον κόσμο.

Πρέπει να ξέρουν με σιγουριά όμως πώς στο τέλος όλων αυτών περιμένει η Ανάσταση.
Όλη τη δόξα του κόσμου κι όλους τους επαίνους των ανθρώπων πρέπει να τους λογαριάζουμε σαν ένα απόλυτο μηδέν. Μετά απ’ όλους τούς θριάμβους πού μπορεί να μάς προσφέρει ο κόσμος, πρέπει να προετοιμαστούμε για πειρασμούς. Πρέπει να δεχτούμε όλα όσα μας στέλνει ο ουράνιος Πατέρας μας με ταπείνωση και υπομονή.

Δεν πρέπει ν’ αφηγούμαστε και να κοκορευόμαστε με όσα έχουμε κάνει για τούς ανθρώπους, για την πόλη ή για το χωριό μας, για το έθνος ή για την πατρίδα μας. Δεν πρέπει να επαναστατούμε όταν οι πειρασμοί μας πιέζουν. Αν κάναμε κάτι για κάποιους από τούς γνωστούς μας, αυτό έγινε με τη βοήθεια του Θεού. Έτσι είναι. Κάθε καλό έργο γίνεται από το Θεό με όργανο εμάς. Ο Θεός επομένως είναι απόλυτα δίκαιος όταν μας στέλνει πειρασμούς μετά από εγκόσμια δόξα, ταπείνωση μετά από επαίνους, φτώχεια μετά από πλούτη, περιφρόνηση μετά από τιμές, αρρώστια μετά από υγεία, απομόνωση και μοναξιά μετά την απόλαυση πλήθους φίλων.

Ο Θεός γνωρίζει γιατί μας τα στέλνει αυτά. Γνωρίζει πώς όλα αποβλέπουν στο καλό μας. Πρώτο, για να μάθουμε να επιζητούμε τα αιώνια και άφθαρτα αγαθά, να μην οδεύουμε προς τον τάφο με συνοδεία την ψεύτικη και παροδική λαμπρότητα αυτού του κόσμου. Και δεύτερο ότι δεν πρέπει ν’ αποβλέπουμε σέ ανταπόδοση για τα καλά μας ’έργα από τούς ανθρώπους και τον κόσμο σ’ αυτήν τη ζωή, γιατί τότε δέ θα ’χουμε τίποτα να ζητήσουμε ή να λάβουμε στη μέλλουσα. Εύχομαι να μην ακούσουμε στη θύρα της ουράνιας βασιλείας: «Πορεύεσθε απ’ εμού’ το μισθό σας τον λάβατε».
Εύχομαι αυτό να μη μας συμβεί.

Για να μη χαθούμε ποτέ μαζί με την αναπόφευκτη καταστροφή αυτού του κόσμου, από τον οποίο λάβαμε δόξα, εγκώμια και τιμές, ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας διδάσκει πώς, μετά από τη μεγαλύτερη δόξα, τα εγκώμια και τις τιμές πού μπορεί να μας δώσει ό κόσμος, πρέπει να προετοιμαστούμε ν’ αναλάβουμε το σταυρό Του. Σ’ Εκείνον πρέπει η αιώνια δόξα κι η τιμή, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ 
ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ

www.diakonima.gr

«Δός μοι», Κύριε,«μετανοίας λογισμόν

«Δός μοι», Κύριε,«μετανοίας λογισμόν, 
δός μοι κατανύξεως πόθον τῇ ταπεινῇ μου ψυχῇ, 
ἔγειρον ἐξ ὕπνου με δεινῆς πωρώσεως 
καὶ τὸ σκότος ἀπέλασον τὸ τῆς ῥαθυμίας 
καὶ τῆς ἀπογνώσεως λῦσον τὴν ζόφωσιν, 
ὅπως ἀνανεύσας ὁ τάλας σοὶ προσκολληθήσωμαι, 
Λόγε, καὶ σοῦ τοῖς θελήμασι πορεύσωμαι» 

(Παρακλ. ἦχ. β΄, Κυρ. ἑσπ.)

Tι λένε για Μένα οι άνθρωποι;

Κύριε, πριν 2000 χρόνια ρώτησες τους μαθητές σου: Τι λένε για μένα οι άνθρωποι; Ο λόγος Σου διαχρονικός κι έρχεται σήμερα να κουδουνίσει στ’ αυτιά μου. Ζητάς κι από μένα μια απάντηση: τι λένε για μένα οι άνθρωποι; Εσύ γνωρίζεις τις σκέψεις που κρύβω από τους άλλους και ξέρεις –ενώπιος ενωπίω είμαστε- πως δεν θέλω να Σου πω ψέματα. Άλλωστε Εσύ γνωρίζεις τα εσώψυχά μου. Πώς γίνεται το λοιπόν να σε ξεγελάσω; Μόνο που ό,τι πούμε, παρακαλώ Σε, ας μείνει μεταξύ μας.
Συγχώρα με μονάχα γιατί θα Σε πικράνω…
Κι αρχίζω. Ναι, σήμερα όσο ποτέ, ομολογούν οι άνθρωποι πως είσαι απαραίτητος. Είσαι λένε, αναντικατάστατος. Γιατί, όταν πιστεύουμε στην ύπαρξή Σου, λιγότερα Lexotanil πίνουμε για να κοιμηθούμε και να ηρεμήσουμε! Λένε πως είσαι ο Δημιουργός. Αλλά το βλέπεις, πως απόχτησα κι εγώ, ο άνθρωπος, δύναμη και δημιουργώ. Με την Επιστήμη μέχρι κλωνοποίηση κάνω!
Λένε ακόμα οι άνθρωποι του καιρού μου πως είναι βεβαιότητα η Πρόνοιά Σου. Αλλά καλού-κακού πρέπει να εμπιστευτώ στη δικιά μου πρόνοια, για ν’ αποχτήσω το κάτι τις -όπου θέλεις το προχωράς το κάτι τις…
Τι λεν για Σένα; Πως είσαι ο Κύριός μας, λένε. Γι’ αυτό άλλωστε σου αφιερώνουμε τη μια μέρα της εβδομάδας, την Κυριακή, και τις άλλες μέρες, το ξέρεις, τις αφιερώνουμε σε άλλους κυρίους.
Τι λένε για Σένα; Μα ότι είσαι ομπρέλα που, όταν βρέχει, τρέχουμε από κάτω της να φυλαχτούμε. Αλλά –μη προς κακοφανισμό- μπορούμε να κυβερνάμε σήμερα τα σύννεφα, να τα βομβαρδίζουμε, να φεύγουν… να ’ρχονται και τέτοια.
Ακόμα λένε πως το θέλημά Σου είναι σοφό. Κι όπως στον ουρανό έτσι κι εδώ στη γη να γίνεται ‘κείνο που θες. Μονάχα, πρόσεξε, σύμφωνα με το δικό μας θέλημα να ’ναι το θέλημά Σου.
Ναι, Κύριε, για Σένα λέμε πως είσαι ο Πατέρας μας κι όπως μας είπες, είμαστε παιδιά Σου όλοι. Γι’ αυτό υπάκουοι στην εντολή Σου πήγαμε στα πέρατα της γης και διαδώσαμε το λόγο Σου. Βέβαια σα μυαλωμένοι που είμαστε, τους δώσαμε το Ευαγγέλιο και τους πήραμε τη γη τους. Είναι θέμα προνοητικότητας –δικής μας- όπως Σου εξήγησα.
Εξακολουθούμε πάντα, πιστοί στην εντολή Σου, να διαδίδουμε το Ευαγγέλιό Σου. Και βεβαίως ΟΛΑ τα παιδιά Σου πρέπει να μάθουν τη μοναδική Αλήθεια που είσαι Εσύ και ο λόγος Σου. Να Σε προσκυνήσουν όλοι, ε, και σα δάσκαλοι εμάς να μας χειροκροτούν, να μας ειδωλοποιούν.
Λένε οι άνθρωποι πως είσαι ο Πλάστης μας και όλοι πλάσματά Σου. Φιλάνθρωπος ως είσαι –το λέμε και το πιστεύουμε αυτό– όλους τους σκέπει η αγάπη Σου. Αγάπη είσαι, έτσι Σε λένε οι άνθρωποι κι είπες πως πρέπει να Σου μοιάσουμε. Γι’ αυτό ανοίξαμε τις ντουλάπες μας και δίνουμε… και δίνουμε απλόχερα στους άλλους αδελφούς μας. Γιατί, έλα και πες μου Σε παρακαλώ, τι να την κάνω τη ζακέτα που μου στένεψε; Αμ το παλιομοδίσιο το παλτό και τα παπούτσια, ξέρεις δα, κείνα που με στενεύουν; Δοξολογούν το όνομά Σου οι άνθρωποι, όπως μας ζήτησες, γιατί αλάφρωσαν κι οι βαρυφορτωμένες μας ντουλάπες!
Αλλά γενικά μας ενδιαφέρει να μάθουν όλοι το νόμο Σου. Γιατί τότε δε θα κλειδώνουμε τα σπίτια μας, δε θα κινδυνεύει η ζωή μας και τα αγαθά μας!
Ο κόσμος λέει, πως είσαι ο Σωτήρας και η Οδός. Κι εμένα με συμφέρει πολύ να είσαι η Οδός, γιατί ο άντρας μου όταν βαδίζει το δρόμο Σου δεν θα ξενοκοιτάζει, τα παιδιά μου δεν θα ξημεροβραδιάζονται σε ντισκοτέκ και ύποπτα μπαρ. Θα μπορώ να έχω έτσι ήσυχο το κεφάλι μου! Είσαι η Οδός, αυτό λένε οι άνθρωποι, Κύριε, οδός που θα μας βοηθήσει να περάσουμε καλύτερα ετούτη τη ζωή!
Οι άνθρωποι παραδέχονται πως ήρθες και σταυρώθηκες για μας και προσκυνούν τ’ Άγια Πάθη Σου. Κι είπες και το ομολογούν αυτό οι πιστοί Σου, πως αν θέλουμε να Σε ακολουθήσουμε, να σηκώσουμε το σταυρό μας. Κι εμείς, οι πιστοί Σου, πήραμε το σταυρό μας, και επειδή ήτανε –και μην το αρνηθείς- βαρύς, τον κάναμε κόσμημα και θαρρετά και υπερήφανα τον κρεμάσαμε στο στήθος μας. Ομολογούμε έτσι πως και δικοί Σου είμαστε, μα κι ελαφρύς είναι ο σταυρός. Άσε που ομορφαίνει τον κόρφο μας και το κομψό μας φουστάνι.
Και με ρωτάς: «Τι λένε οι άνθρωποι για μένα;»
Πως κι αν δεν υπήρχες έπρεπε να Σε εφεύρουμε!
Αγαπημένε φίλε, αδελφέ, Κύριε και Δημιουργέ, δικέ μου Πλάστη, Σε πίκρανα το ξέρω.
Ό,τι είπαμε, παρακαλώ, ας μείνει μεταξύ μας. Θα εξακολουθώ ίδια, ολόιδια ο Φαρισαίος, να λέω άλλα στους άλλους κι άλλα να κάνω. Πώς είπες; Μ’ αγαπάς στο χάλι που ’χω; Το άκουσα καλά αυτό που είπες; Πως μ’ αγαπάς, ναι… ναι… το είπες, κι Εσύ ψέματα δε λες ποτέ.
Σ’ ευχαριστώ!!! Κι αυτό το ευχαριστώ είναι αληθινό… αλήθεια λέω, πίστεψέ με.

της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη

Απόσπασμα από το Βιβλίο: “2000 χρόνια μετά «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;»”

Η σωτηρία δια της απώλειας



«Ος γαρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, αποτελέσει αυτήν• ος δ’ αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν».
Ω, Κύριέ μου! Είναι πολύ σημαντικός αυτός ο λόγος σου και έχει μεγάλο βάθος. Είναι πολύ σημαντικό για μας να καταλάβουμε το βάθος του λόγου αυτού! Τα λόγια Σου σε πολλούς δημιουργούν σύγχυση και προκαλούν απορία. Τι σημαίνει αυτό που λέει ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ότι πρέπει να χάσουμε τη ψυχή μας. Εμείς θέλουμε να την σώσουμε και Αυτός μας λέει να την χάσουμε.
Και μάλιστα να χάσουμε την ψυχή μας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να την σώσουμε, αυτό ακριβώς λέει ο λόγος Του. Και πως να το καταλάβουμε; Αυτό πρέπει να σας εξηγήσω για να διαλύσω τις απορίες σας.
Τι είναι η ανθρώπινη ψυχή; Η ψυχή μας είναι το σύνολο των αισθήσεων, των επιδιώξεων και των επιθυμιών μας, των αντιλήψεων και προσλήψεων από τον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο. Το περιεχόμενο της ψυχής του κάθε ανθρώπου είναι διαφορετικό. Όλοι σας γνωρίζετε πόσο διαφορετικές είναι οι σκέψεις, οι επιθυμίες και οι επιδιώξεις της κάθε ανθρώπινης ψυχής.
Πολύ συχνά αυτές οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες είναι ακάθαρτες και ανώμαλες. Η ψυχή ενός ανθρώπου που μπορεί να είναι γεμάτη από ψέμα, υπερηφάνεια, εγωισμό, αυτοέπαινο, λαιμαργία, πορνεία ή ακόμα και να έχει τάση να κλέβει και να φονεύει τον πλησίον. Μία τέτοια ψυχή είναι βδέλυγμα ενώπιον του Θεού. Αυτή μοιάζει με τον τόπο που πετάνε τις ακαθαρσίες, ο οποίος είναι γεμάτος απαίσια σκουλήκια. Μια τέτοια ψυχή είναι σαπρή και δεν είναι άξια του ελέους του Θεού.
Οι ψυχές των ανθρώπων είναι καθαρές και γεμάτες καλές επιθυμίες. Αλλά και σε τέτοιες ψυχές, αν αυτές δεν έχουν την χάρη του Θεού, μπορεί να υπάρχει βρωμιά. Γι’ αυτό ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός λέει, ότι αυτός που θέλει να τον ακολουθήσει πρέπει να απαρνηθεί τον εαυτό του.
Τι σημαίνει να απαρνηθούμε τον εαυτό μας; Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να απαρνηθούμε τα δικά μας σχέδια και την δική μας κατανόηση των οδών της ζωής, να παρατήσουμε τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις μας και να απαρνηθούμε την βούλησή μας. Πρέπει την ψυχή μας αυτή, την ρυπαρή και αμαρτωλή, να την χάσουμε και να την απαρνηθούμε ολοσχερώς. Αν δεν θα χάσει ο άνθρωπος αυτή την ακάθαρτη ψυχή του, τότε είναι αδύνατον γι’ αυτόν να αποκτήσει την Βασιλεία των Ουρανών.
Αν θα την χάσει, αν θα απαρνηθεί μία τέτοια ψυχή, τότε θα την σώσει. Διότι μόνο τότε, όταν η ψυχή θα ελευθερωθεί από τις αμαρτωλές επιθυμίες και γίνει φωτεινή, μπορεί να κατοικήσει μέσα της το Άγιο Πνεύμα. Μόνο τότε ο Χριστός θα σώσει αυτή την ψυχή.
Γιατί ο Χριστός δεν σώζει κανέναν δια της βίας. Περιμένει να μισήσει ο άνθρωπος τον εαυτό του και με μετάνοια να στραφεί προς τον Θεό και να τον ικετέψει για την σωτηρία του, να επιθυμεί το άγιο Πνεύμα να κατοικήσει στην ψυχή του.

Αγίου Λουκά Κριμαίας

ΩΡΑΙΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΒΙΟ

Όσες φορές ο άνθρωπος προσεγγίζει αυτόν τον κόσμο μέσα από τον τρόπο ζωής του, η αγάπη για τα υλικά πράγματα ριζώνει μέσα του. Ταράζεται συνεχώς λόγω της φροντίδας για αυτά, και εξαιτίας τους μαλώνει με άλλους και αιχμαλωτίζεται από τις φιλίες ορισμένων ανθρώπων. Όταν όμως η διάνοιά του προκόβει στην μελέτη του μέλλοντος αιώνα, μία θεωρία δίχως εικόνα κινείται κάθε στιγμή μέσα του. Με ελπίδα προσδοκά εκείνα που δεν βλέπει και λησμονεί τα παρόντα.
Μερικές φορές λησμονεί ακόμα και τον εαυτό του, καθώς βυθίζεται σε αυτά τα νοήματα, και καταφρονεί τους λογισμούς του για τα ορατά πράγματα.. Με τον ίδιο τρόπο περιφρονεί και τους λογισμούς και τις πράξεις, όση ώρα ασχολείται με αυτό. Η αγάπη, η οποία υπάρχει αναμεμιγμένη στην πνευματική καθοδήγηση ορισμένων προσώπων εξαλείφεται από την καρδιά του, και η μοναδική εκείνη φιλία, η οποία δεν έχει ανάγκη τη θέα των προσώπων για να τα αγαπά, εγκαθίσταται στην ψυχή του.
Η θύμηση των ανθρώπινων πραγμάτων υποκαθίσταται σταδιακά από τη διάνοιά του και η ενατένιση των κρυφών πραγμάτων αυξάνει μέσα του, αποκτά δύναμη και αφανίζει τους σωματικούς λογισμούς, και από 'κει και πέρα αυτός παραιτείται από τα φθαρτά τόσο, όσο είναι δυνατό στη φύση. Αν δεν ήταν η θύμηση της φύσης, η οποία τον κινεί κάθε φορά που στερείται κάτι από τα αναγκαία, η διάνοιά του θα ήταν τον περισσότερο καιρό συγκεντρωμένη σε απερίσπαστη ενατένιση εκείνων των μελλόντων. Και εξαιτίας αυτών εκείνος φαίνεται άμυαλος στα μάτια των σοφών ολόκληρου αυτού του κόσμου. Η μνήμη του εξασθενεί και όταν εξετάζεται από την ανθρώπινη γνώση, μοιάζει με άνθρωπο απλοϊκό.
Μακάριος είναι ο άνθρωπος που κρίθηκε άξιος για αυτά τα πράγματα! Τα δάκρυα δεν παύουν να στάζουν από τα μάτια του, όταν στρέφεται μέσα του και αναλογίζεται εκείνα με τα οποία πλανώνται οι άνθρωποι, και γιατί αυτά παραχωρήθηκε να υπάρχουν, και ότι σε αυτά όλο το ανθρώπινο γένος προσκολλάται, και ποιος κόπος και ποια απάτη υπάρχει εξαιτίας αυτών. Λέγεται για τον Παύλο ότι, επειδή τέτοιοι λογισμοί κυρίευαν την ψυχή του, για τρία ολόκληρα χρόνια δε μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυα που ανάβλυζαν μέσα του. Αυτή η μελέτη συνενωμένη με τα δάκρυα επικρατεί στον άνθρωπο όταν αισθανθεί την ελπίδα των μελλόντων και κατόπιν στρέψει το νου του στα πράγματα αυτού του κόσμου και στο πόσο σύντομη είναι η ζωή του ανθρώπου συγκρινόμενη με την ελπίδα που βρίσκεται για αιώνες στους ουρανούς. Εξαιτίας αυτού του πένθους γίνεται σαν νεκρός απέναντι σε όλα τα πρόσκαιρα και την φροντίδα τους, και όλα τα ψυχικά και σωματικά πάθη νεκρώνονται σε αυτόν.
Ας το θυμόμαστε αυτό αγαπητοί μου, κι ας καταφρονήσουμε τα παρόντα όσο μπορεί ο καθένας μας, γιατί έτσι θα πλησιάσουμε σιγά σιγά με τους λογισμούς μας στα μέλλοντα αγαθά. Αν ο άνθρωπος δεν πιεστεί στην αρχή και αν κάπου κάπου δεν περιφρονεί όσα βρίσκονται μπροστά στα μάτια του, έτσι ώστε να μπορέσει σταδιακά να τα εγκαταλείψει και να προχωρήσει μπροστά, καθώς θα πληθύνεται μέσα του η ενατένιση και η μελέτη των μελλόντων αγαθών, ποτέ δεν θα μπορέσει να υψωθεί πάνω από το σώμα του μέσα στη ζωή του. Γιατί αν οι οδοιπόροι δεν προχωρούν μέρα με τη μέρα προς τα εμπρός, καλύπτοντας τη διαδρομή τους, αλλά απεναντίας στέκονται σε έναν τόπο, ο δρόμος μπροστά τους ποτέ δεν πρόκειται να λιγοστέψει και ποτέ δεν πρόκειται να φτάσουν στο τέρμα του δρόμου τους. Έτσι και εμείς: αν δεν πιέζουμε τους εαυτούς μας λίγο λίγο, ποτέ δεν πρόκειται να αποκτήσουμε τη δύναμη για να απομακρυνθούμε από τα σωματικά, για να ατενίσουμε προς τον Θεό.
Εδώ είναι η θεϊκή σοφία: επειδή είναι τόσο δύσκολο να ξεφύγει ο άνθρωπος από τα σωματικά, άπαξ και παγιδευτεί από ένα από αυτά, οφείλει να αγωνίζεται προσπαθώντας να σταθεί πάνω από αυτά. Με τον ίδιο τρόπο ο άνθρωπος θα μπορέσει να λιγοστέψει τους λογισμούς του και η διάνοιά του – εξαιτίας της ελάττωσης των φροντίδων της – θα μπορέσει να αφοσιωθεί στην ενατένιση κάποιου άλλου πράγματος. Δεν εννοώ με αυτά ότι δεν πρέπει να φροντίζουμε για τις ανάγκες μας – γιατί αυτό είναι αναγκαίο – μην τυχόν και σε αντίθετη περίπτωση στερήσουμε από την ύπαρξή μας και την ίδια τη ζωή. Όμως δεν πρέπει να κάνουμε αυτό κύριο έργο μας και να βάλουμε δεύτερο το έργο του Θεού.Αλλά περισσότερο προσέχοντας το έργο του Θεού, να αφήνουμε στον Θεό τη φροντίδα για το πράγμα αυτό, διότι είναι καλύτερο να δείχνουμε την εμπιστοσύνη μας στον Θεό, παρά στον εαυτό μας.
Αλλά ακόμα κι αν ο άνθρωπος επιχειρούσε να καταφρονήσει τα γήινα παντελώς για χάρη των πνευματικών, εγώ δεν θα το θεωρούσα αυτό αξιόμεμπτο, καθώς έχουμε τόσες παροτρύνσεις από την Γραφή, οι οποίες μας διδάσκουν να ενδυναμώνουμε τον εαυτό μας στην ελπίδα μας. Είναι γραμμένο: «Ό Κύριος εγγύς· μη­δέν μεριμνάτε» και ο Δαβίδ λέει: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, oι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Ο Κύριός μας πρόσταξε σε μας επίσης και είπε: «Μηδέν μεριμνάτε, αλλ' αυξήσατε την μνήμην των μελλόντων, και δεν θέλετε στερηθή ταύτα τα γήινα πράγματα, άτινα είναι τόσον αναγκαία λόγω των απαιτήσεων της φύσεως».
Μακάρι ο Κύριος να μας στέλνει τη χάρη του, ώστε η αγάπη Του να πληθύνεται μέσα μας, ώστε με τη συνεχή σκέψη Του να λησμονήσουμε τον κόσμο και τα πράγματά του, βρίσκοντας λύτρωση από τα δεσμά του! Και αντί για αυτά τα πολλά δεσμά, μακάρι να μας αξιώσει να δεθούμε με τον έναν εκείνο δεσμό, ο ποίος ποτέ δεν λύνεται από εκείνους που Τον αγαπούν, δηλαδή τον δεσμό της βασιλείας των ουρανών! Μακάρι να δεθούμε με αυτόν τον δεσμό και να κριθούμε άξιοι του μυστηρίου εκείνων των αγαθών, των οποίων η εκπλήρωση εναπόκειται στον μέλλοντα αιώνα, με την βοήθεια εκείνων που το προγεύτηκαν σε αυτή την ζωή! Μακάρι κι εμείς να το αποκτήσουμε και να αποκτηθούμε από αυτό, με τη δύναμη που εκπορεύεται από αυτό, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ABBA ΙΣΑΑΚ TOY ΣΥΡΟΥ


Απόδοση στα Νέα Ελληνικά
: 
Τέζας Γεώργιος, Φιλόλογος

Αγιορείτικη Μαρτυρία, 
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
, 
Τεύχος 4

http://www.impantokratoros.gr

Ανάσταση, η απαρχή μιας άλλης βιωτής…



Eμπειρίες από τον Άγιο Πορφύριο:
Αντί άλλης Πασχάλιας ευχής, θα σας μεταφέρω τα χαρμόσυνα αναστάσιμα βιώματα του μακαριστού γέροντα Πορφυρίου, όπως τα έζησα μια Τρίτη Διακαινησίμου στο κελλάκι του.
Πήγα να τον δω σαν γιατρός. Μετά την καρδιολογική εξέταση και το συνηθισμένο καρδιογράφημα με παρεκάλεσε να μη φύγω.
Κάθισα στο σκαμνάκι κοντά στο κρεβάτι του. Έλαμπε από χαρά το πρόσωπό του. Με ρώτησε:
- Ξέρεις το τροπάριο που λέει: «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν…»;
- Ναι γέροντα, το ξέρω.
- Πες το.
Άρχισα γρήγορα-γρήγορα. «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου τήν καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχήν. Καί σκιρτώντες υμνούμεν τόν αίτιον, τόν μόνον ευλογητόν των πατέρων καί υπερένδοξον».
- Το κατάλαβες;
- Ασφαλώς το κατάλαβα. Νόμισα πως με ρωτάει για τη ερμηνεία του.
Έκανε μια απότομη κίνηση του χεριού του και μου είπε:
- Τίποτε δεν κατάλαβες, βρε Γιωργάκη! Εσύ το είπες σαν βιαστικός ψάλτης…
Άκου τι φοβερά πράγματα λέει αυτό το τροπάριο: Ο Χριστός με την Ανάστασή Του δεν μας πέρασε απέναντι από ένα ποτάμι, από ένα ρήγμα γης, από μια διώρυγα, από μια λίμνη ή από την Ερυθρά θάλασσα. Μας πέρασε απέναντι από ένα χάος, από μια άβυσσο, που ήταν αδύνατο να την περάσει ο άνθρωπος μόνος. Αιώνες περίμενε αυτό το πέρασμα, αυτό το Πάσχα. Ο Χριστός μας πέρασε από το θάνατο στη ζωή. Γι’ αυτό σήμερα «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου τήν καθαίρεσιν». Χάθηκε ο θάνατος. Το κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε την «απαρχή» της «άλλης βιωτής, της αιωνίου» ζωής κοντά Του.
Μίλαγε με ενθουσιασμό και βεβαιότητα. Συγκινήθηκε. Σιώπησε για λίγο και συνέχισε πιο δυνατά:
- Τώρα δεν υπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, Άδης. Τώρα όλα χαρά, χάρις στην Ανάσταση του Χριστού μας. Αναστήθηκε μαζί Του η ανθρώπινη φύση. Τώρα μπορούμε κι εμείς να αναστηθούμε, να ζήσουμε αιώνια κοντά Του… Τί ευτυχία η ανάσταση! «Καί σκιρτώντες υμνούμεν τόν αίτιον». Έχεις δει τα κατσικάκια τώρα την άνοιξη να χοροπηδούν πάνω στο γρασίδι. Να τρώνε λίγο από τη μάνα τους και να χοροπηδούν ξανά; Αυτό είναι το σκίρτημα, το χοροπήδημα. Έτσι έπρεπε κι εμείς να χοροπηδούμε από χαρά ανείπωτη για την Ανάσταση του Κυρίου μας και τη δική μας.
Διέκοψε πάλι το λόγο του. Ανέπνεα μια ευφρόσυνη ατμόσφαιρα.
- Μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή; συνέχισε. Σε κάθε θλίψη σου, σε κάθε αποτυχία σου να συγκεντρώνεσαι μισό λεπτό στον εαυτό σου και να λες αργά-αργά αυτό το τροπάριο. Θα βλέπεις ότι το μεγαλύτερο πράγμα στη ζωή σου -και στη ζωή του κόσμου όλου- έγινε. Η Ανάσταση του Χριστού, η σωτηρία μας. Και θα συνειδητοποιείς ότι η αναποδιά που σου συμβαίνει είναι πολύ μικρή για να χαλάσει τη διάθεσή σου.
Μου έσφιξε το χέρι λέγοντας:
- Σου εύχομαι να σκιρτάς από χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου το χάος από το οποίο σε πέρασε ο Αναστάς Κύριος, «ο μόνος ευλογητός των πατέρων»… Ψάλλε τώρα και το «Χριστός Ανέστη».

Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Τι σημαίνει η Ανάσταση του Χριστού για μας;



Πως είναι ή πως γίνεται μέσα μας η Ανάσταση του Χριστού και με αυτήν η ανάσταση της ψυχής. Επίσης, ποιο είναι το Μυστήριο αυτής της Αναστάσεως.

Ακολουθεί απόσπασμα από τον 13ο κατηχητικό λόγο, ενός από τους μεγάλους νηπτικούς Πατέρες της Εκκλησίας, του αγίου Συμεών, που ονομάστηκε«Νέος Θεολόγος». Στον λόγο του, προσπαθεί να δώσει να καταλάβουμε τι σημαίνει η Ανάσταση του Χριστού για μας τους πιστούς, στο «σήμερα». Δεν ασχολείται στον λόγο αυτό και τόσο με την Ανάσταση του Χριστού ως ιστορικό γεγονός, ούτε με την κοινή Ανάσταση όλου του ανθρώπινου γένους στα έσχατα. Αυτά είναι δεδομένα. Προσαρμόζει το λόγο στις πνευματικές ανάγκες του πιστού ανθρώπου κάθε εποχής. Ασχολείται «[..]με το μυστήριο της Αναστάσεως του Χριστού του Θεού μας, το οποίο γίνεται μυστικώς πάντοτε σε μας που θέλουμε [..]». Πως δηλαδή θάπτεται ο Χριστός μέσα μας σαν σε μνήμα, και πως ανασταίνεται μέσα μας, συνανασταίνοντας και μας.
Ας απολαύσουμε το λόγο του, και ας πάρουμε αυτό που έχουμε και εμείς ανάγκη για τον πνευματικό μας αγώνα.

«Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού, όμως πολύ λίγοι είναι εκείνοι που την βλέπουν καθαρά, και αυτοί βέβαια που δεν την είδαν ούτε να προσκυνήσουν μπορούν τον Ιησού Χριστό ως άγιο και Κύριο. Διότι λέγει,«κανένας δεν μπορεί να πει Κύριο τον Ιησού, παρά μόνο με το Πνεύμα το Άγιο» (Α’ Κορινθίους, 12:3)· και αλλού· «Πνεύμα είναι ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά» (Κατά Ιωάννη, 4:24). Και ακόμη το ιερότατο λόγιο, που το προφέρομε κάθε ημέρα, δεν λέγει, «Ανάσταση Χριστού πιστεύσαντες», αλλά τι λέγει; «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον Ιησούν, τον μόνον αναμάρτητον». Πως λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Πνεύμα το Άγιο να λέμε σαν να είδαμε αυτήν που δεν είδαμε, «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι», ενώ αναστήθηκε ο Χριστός μία φορά πριν από χίλια έτη και ούτε τότε τον είδε κανένας να ανασταίνεται; Άραγε μήπως η θεία Γραφή θέλει να ψευδόμαστε; Μακριά μια τέτοια σκέψη· αντίθετα συνιστά μάλλον να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή μέσα στον καθένα από εμάς τους πιστούς γίνεται η ανάσταση του Χριστού και αυτό όχι μία φορά, αλλά κάθε ώρα, όπως θα έλεγε κανείς, ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός ανασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας και απαστράπτοντας τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητας. Διότι η φωτοφόρα παρουσία του Πνεύματος μας υποδεικνύει την ανάσταση του Δεσπότη, που έγινε το πρωί, ή καλύτερα μας επιτρέπει να βλέπομε τον ίδιο εκείνον τον αναστάντα. Γι’ αυτό και λέμε· «Θεός είναι ο Κύριος και εφανερώθηκε σε μας», και υποδηλώνοντας την Β’ Παρουσία του λέμε συμπληρωματικά· «ευλογημένος είναι αυτός που έρχεται στο όνομα του Κυρίου». Σε όποιους λοιπόν φανερωθεί ο αναστημένος Χριστός, οπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικώς στα πνευματικά τους μάτια. Διότι, όταν έλθει μέσα μας δια του Πνεύματος, μας ανασταίνει από τους νεκρούς και μας ζωοποιεί και μας επιτρέπει να τον βλέπομε μέσα μας αυτόν τον ίδιο όλο ζωντανό, αυτόν τον αθάνατο και άφθαρτο, και όχι μόνον αυτό, αλλά και μας δίνει τη χάρη να γνωρίζομε ευκρινώς ότι συνανασταίνει και συνδοξάζει και εμάς μαζί του, όπως μαρτυρεί όλη η θεία Γραφή.
Αυτά λοιπόν είναι τα θεία μυστήρια των Χριστιανών, αυτή είναι η κρυμμένη μέσα τους δύναμη της πίστεώς μας, την οποία οι άπιστοι ή δύσπιστοι, ή καλύτερα να πω ημίπιστοι, δεν βλέπουν, ούτε βέβαια μπορούν καθόλου να τη δουν.Και άπιστοι, δύσπιστοι και ημίπιστοι είναι αυτοί που δεν φανερώνουν την πίστη με τα έργα. Διότι χωρίς έργα πιστεύουν και οι δαίμονες και ομολογούν ότι είναι Θεός ο Δεσπότης Χριστός. «Σε γνωρίζομε» (Μάρκος 1:24. Λουκάς 4:34), λένε,«εσένα τον Υιό του Θεού» (Ματθαίος 8:29), και αλλού· «αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου» (Πράξεις 16:17). Αλλά όμως ούτε τους δαίμονες ούτε τους ανθρώπους αυτούς θα ωφελήσει η τέτοια πίστη. Διότι δεν υπάρχει κανένα όφελος από τέτοια πίστη, επειδή είναι νεκρή κατά το θείο Απόστολο. Διότι λέγει· «η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή» (Ιακώβου, 2:26), όπως και τα έργα χωρίς την πίστη. Πως είναι νεκρή; Επειδή δεν έχει μέσα της τον Θεό που τη ζωογονεί, επειδή δεν απέκτησε μέσα της εκείνον που είπε· «αυτός που με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιωάννης, 14:21.23), «και εγώ και ο Πατέρας μου θα έλθουμε και θα κατοικήσομε μέσα του» (Ιωάννης, 14:23), για να εξαναστήσει με την παρουσία του από τους νεκρούς αυτόν που την κατέχει και να τον ζωοποιήσει και να του επιτρέψει να δει μέσα του και αυτόν που αναστήθηκε και αυτόν που ανέστησε.
Εξ αιτίας αυτού λοιπόν είναι νεκρή η τέτοια πίστη, η καλύτερα νεκροί είναι αυτοί που την κατέχουν χωρίς έργα. Διότι η πίστη στον Θεό πάντα ζει και επειδή είναι ζώσα ζωοποιεί αυτούς που προσέρχονται από αγαθή πρόθεση και την αποδέχονται, η οποία και έφερε πολλούς από το θάνατο στη ζωή και πριν από την εργασία των εντολών και τους υπέδειξε τον Χριστό και Θεό. Και θα ήταν δυνατό, εάν έμεναν πιστοί στις εντολές του και τις φύλαγαν μέχρι θανάτου, να διαφυλαχθούν και αυτοί απ’ αυτές, όπως δηλαδή έγιναν από μόνη την πίστη. Επειδή όμως μεταστράφηκαν, όπως το στραβό τόξο, και ακολούθησαν τις προηγούμενες πράξεις τους, εύλογα αμέσως βρέθηκαν να έχουν ναυαγήσει ως προς την πίστη και δυστυχώς στέρησαν τους εαυτούς τους από τον αληθινό πλούτο, που είναι ο Χριστός ο Θεός.
Για να μη πάθομε λοιπόν και εμείς αυτό το πράγμα,ζητώ να τηρήσομε με όση δύναμη έχομε τις εντολές του Θεού, για να απολαύσομε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά, εννοώ δηλαδή αυτήν την ίδια τη θέα του Χριστού, την οποία είθε να επιτύχομε όλοι μας με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν».

Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος
(Φ. ΕΠΕ 19Δ, σελ. 113- 117). 

http://exprotestant.blogspot.gr

ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ, Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΚΟΥ


Το Άγιο Φως στον Πανίερο Ναό της Αναστάσεως. 

Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελαἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ᾿ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.

Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, μ᾿ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς μιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦμε τὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση στοὺς μαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»...

Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάδες του. Εἶδες μὲ πόση μακροθυμία τὰ ὑπόμεινε ὅλα; ...Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαμε σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ᾿ ἕνα τοῖχο παγωμένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ μᾶς καλεῖ κ᾿ ἐμεῖς τὸν ἀρνιόμαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπημένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐμεῖς λέμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Ἐμεῖς ψάχνουμε νὰ βροῦμε στηρίγματα στὴν ἀπιστία μας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, ποὺ τὸν λέμε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήμη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ μέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης μας... Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσμου, δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».

Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς μακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» Καὶ στὸν Θωμᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήση γιὰ νὰ πιστέψη, εἶπε: «Γιατί μὲ εἶδες Θωμᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».

Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσει αὐτὴτὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦμε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε κ᾿ἐμεῖς μαζί του.

Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.

Χριστὸς ἀνέστη!

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Μεγάλος Ξένος



ΕΝΑ ἀπὸ τὰ συγκινητικώτερα τροπάρια, ποὺ ψάλλονται στοὺς ἱεροὺς ναοὺς τὴν Μ.῾Εβδομάδα, εἶναι καὶ τὸ ἀκόλουθο ἀπὸ τὸν ῎Ορθρο τοῦ Μ. Σαββάτου. «Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτῖνας καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγὲν τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ, ὁ ᾿Ιωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει, λέγων· 

Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι, μισοῦντες, θανατοῦσιν ὡς ξένον· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπων τοῦ θανάτου τὸ ξένον· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδε ξενίζειν τοὺς πτωχούς καὶ τοὺς ξένους· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ῾Εβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλίνῃ· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ ὁρῶσα νεκρωθέντα ἐβόα· ῏Ω Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρὸν σὲ καθορῶσα, ἀλλά, τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα, μεγαλύνω. Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον ὁ εὐσχήμων, λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα, ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος».
Τί σημαίνουν αὐτὰ τὰ λόγια; ῍Ας τὰ ἐξηγήσωμε ἐν συντομίᾳ.
᾿Ενῷ ὁ ἥλιος εἶχε κρύψει τὶς ἀκτῖνες του, «μὴ φέρων θεάσασθαι Θεὸν ὑβριζόμενον», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πέσῃ σκοτάδι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ «ἀπὸ ἕκτης ὥρας ἕως ὥρας ἐνάτης», τὸ δὲ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ εἶχε διαρραγῆ, λόγῳ τοῦ θανάτου τοῦ Σωτῆρος, ὁ ᾿Ιωσήφ, ὁ σεμνὸς ἐκεῖνος βουλευτὴς καὶ κρυφὸς μαθητὴς ἀπὸ τὴν ᾿Αριμαθαία, βλέποντας τὰ φοβερὰ αὐτὰ σημεῖα, προσῆλθε στὸν Πιλᾶτο καὶ τὸν ἱκέτευε θερμὰ λέγοντας· Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ ἀπὸ τὴν βρεφική του ἡλικία σὰν ξένος φιλοξενήθηκε στὸν κόσμο.
Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ οἱ ὁμόφυλοί του ᾿Ιουδαῖοι ἀπὸ μῖσος τὸν θανατώνουν σὰν κάποιο ξένο. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, στὸν ὁποῖο παραξενεύομαι νὰ βλέπω τοῦ θανάτου τὸ παράξενο καὶ παράδοξο φαινόμενο. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ γνωρίζει νὰ φιλοξενῇ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ οἱ ῾Εβραῖοι ἀπὸ φθόνο θανατώνοντάς τον, τὸν ἀποξένωσαν ἀπὸ τὸν κόσμο. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, ποὺ σὰν ξένος δὲν ἔχει ποῦ νὰ γείρῃ τὸ κεφάλι του, γιὰ νὰ τὸν ἐνταφιάσω. Δῶσε μου τοῦτο τὸν ξένο, τὸν ὁποῖο βλέποντας νεκρὸ ἡ Μητέρα του φώναζε· ῏Ω Υἱέ μου καὶ Θεέ μου, ἂν καὶ τὰ σπλάγχνα μου πληγώνωνται καὶ ἡ καρδία μου σπαράζῃ ποὺ σὲ βλέπω νεκρό, ἐν τούτοις ἀποβλέπουσα στὴν ἀνάστασί σου καὶ ἀντλοῦσα θάρρος ἀπ᾿ αὐτή, σὲ δοξολογῶ. Καὶ μὲ τοῦτα τὰ λόγια, ἱκετεύοντας τὸν Πιλᾶτο ὁ σεμνὸς ᾿Ιωσήφ, λαμβάνει τὸ πανάχραντο σῶμα τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἀφοῦ μὲ σεβασμὸ τὸ ἄλειψε μὲ σμύρνα καὶ τὸ τύλιξε σὲ σεντόνι, τὸ ἐνταφίασε, αὐτόν, ποὺ παρέχει σὲ ὅλους ζωὴ αἰώνια καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Γεννήθηκε καὶ ἔζησε σὰν ξένος

Γιὰ ἕνα μεγάλο ξένο μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ὡραιότατος αὐτὸς ὕμνος. Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ξένος; Εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. Ξένος ὁ Χριστός; Ναί, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, σὰν ξένος ἦλθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ. ᾿Απόδειξι τὸ ὅτι κατὰ τὴ γέννησί του δὲν φιλοξενήθηκε ἀπὸ ἀνθρώπους σὲ κάποιο συγγενικὸ ἢ φιλικὸ σπίτι ἢ τουλάχιστον σὲ κάποιο ξενοδοχεῖο, ἀλλὰ σ᾿ ἕνα σπήλαιο, ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ ὕπαιθρος τῆς Βηθλεέμ, καὶ κούνια του ἔγινε ἕνα παχνὶ ἀλόγων ζῴων!
᾿Αμέσως δὲ μετὰ ἀναγκάσθηκε νὰ ξενιτευθῇ, γιὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν θηριωδία τοῦ βρεφοκτόνου ῾Ηρώδου, καὶ σὰν ξένος κατοίκησε στὴν ξένη γῆ τῆς Αἰγύπτου. ῍Ας τὸ ἔχουν αὐτὸ ὑπ᾿ ὄψιν τους οἱ ἀπόδημοι ῞Ελληνες ἀδελφοί μας, παλαιότεροι, ἀλλὰ καὶ νεώτεροι λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, καὶ ἂς κάνουν ὑπομονὴ ἐκεῖ στὰ ξένα ποὺ ζοῦν, διότι καὶ ὁ Κύριός μας ξενιτεύθηκε καὶ γνώρισε τὴν πίκρα τῆς ξενιτιᾶς, καὶ δύναται ἔτσι νὰ συμπαθήσῃ ἰδιαιτέρως τοὺς ξενιτεμένους. Εἴθε δὲ ὁ Θεὸς Πατέρας, ὅπως «ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσε τὸν Υἱόν του»(Ματθ. 2·15), νὰ καλέσῃ καὶ αὐτοὺς νὰ ἐπιστρέψουν κάποια ἡμέρα στὴν μητέρα Πατρίδα.
Σὰν ξένος ἔζησε ὁ Χριστὸς ὅλη του τὴ ζωή. Σπίτι δικό του δὲν εἶχε. «Σπίτι» του ἦταν ὁ περιούσιος λαός του, ὁ ᾿Ισραήλ. Καὶ ὅμως ἦλθε στὸ «σπίτι» του αὐτό, ἀλλὰ οἱ δικοί του δὲν τὸν δέχθηκαν! (᾿Ιωάν. 1· 11). Καὶ μόνον αὐτό; Τὸν ἐφθόνησαν καὶ τὸν ἐμίσησαν θανάσιμα. ῾Ο Πιλᾶτος διέγνωσε ὅτι οἱ ἄρχοντες τοῦ ᾿Ισραὴλ «διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν» (Ματθ. 27·18). ῾Η μοναξιὰ καὶ ἀφιλοξενία, ποὺ ἔζησε ὁ Κύριός μας, ἦταν προφητευμένη. «᾿Απηλλοτριωμένος ἐγενήθην τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ ξένος τοῖς υἱοῖς τῆς μητρός μου» (Ψαλμ. 68·9). Στὸν μεσσιακὸ αὐτὸ ψαλμὸ ὁ Ψαλμῳδὸς παρουσιάζει τὸ Χριστὸ νὰ ἐκφράζῃ τὸ παράπονό του πρὸς τὸν Πατέρα του, διότι οἱ ὁμοεθνεῖς ἀδελφοί του τὸν ἀντιμετώπισαν σὰν ἕνα ἄγνωστο σ᾿ αὐτοὺς καὶ ξένο!
Ξένος λοιπὸν ὁ Χριστός. ᾿Αλλὰ ἦταν ξένος καὶ ὑπὸ μίαν ἄλλη ἔννοια. ῏Ηταν ξένος ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία. ῏Ηταν ἀναμάρτητος. ῾Ο μόνος ἀναμάρτητος. Καὶ ἑπομένως ὁ σωματικὸς θάνατος, ὁ ὁποῖος εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, ἦταν κάτι τὸ ξένο, ἀφύσικο, παράξενο καὶ παράδοξο γι᾿ αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ᾿Ιωσὴφ παραξενεύεται, βλέποντας αὐτὸν ποὺ διεκήρυξε ὅτι εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου», «ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις», νὰ κρέμεται τώρα νεκρὸς καὶ ἄπνους ἐπάνω στὸ σταυρό.
Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ τόσο ξένος γνωρίζει νὰ ξενίζῃ, νὰ φιλοξενῇ μὲ ἀγάπη, ὄχι μόνο τοὺς δικούς του, τοὺς ὁμοεθνεῖς του κατὰ σάρκα, ἀλλὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἡ ἁμαρτία τοὺς ἀποξένωσε ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Ποῦ τοὺς φιλοξενεῖ; Στὸ ἰδιόκτητο ξενοδοχεῖο του. Μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃ δικό του ξενοδοχεῖο αὐτός, ποὺ δὲν εἶχε οὔτε ἕνα μικρὸ σπιτάκι γιὰ νὰ μείνῃ; Ναί, εἶναι. Καὶ τὸ ξενοδοχεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία του, τὴν ὁποία ἀπέκτησε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ αἷμα. Καὶ ὅμως, τί εἰρωνεία!
Αὐτός, ποὺ ξενοδοχεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἰδοὺ «ἐν νεκροῖς λογίζεται» καὶ «τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται»! Ξένος ἀκόμη καὶ ὁ τάφος, ποὺ δέχεται τὸ πανάχραντο καὶ καταπληγωμένο σῶ μα του. Ξένος, διότι δὲν ἀνῆκε σ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ξένος χῶρος, γιὰ νὰ φιλοξενηθῇ ἡ θεότης τοῦ ἐνταφιαζομένου νεκροῦ.
῍Αν ὅμως γιὰ ὅλους ἦταν ξένος ὁ Χριστός, γιὰ ἕνα πρόσωπο δὲν ἦταν ξένος. Ποῖο εἶναι αὐτὸ τὸ πρόσωπο; Εἶναι ἡ Παναγία μητέρα του. Αὐτὴ τὸν φιλοξένησε ὡς βρέφος στὴν μακαρία κοιλία της καὶ στὴν τρυφερὴ ἀγκαλιά της. Αὐτὴ τὸν ἀνέθρεψε. Εἶναι ὁ ἀγαπημένος Υἱός της, τὸ «γλυκύ της ἔαρ» τὸ «φῶς τῶν ὀφθαλμῶν» της. Καὶ βλέποντάς το σὰν ξένο μπροστὰ στὰ μητρικά της μάτια, «μὴ ἔχοντα εἶδος οὐδὲ κάλλος», θρηνοῦσε γοερῶς.

Τὸ πολυτιμότερο δῶρο

᾿Ακούοντας τὰ ἱκετευτικὰ αὐτὰ λόγια ὁ Πιλᾶτος, καὶ ἀφοῦ βεβαιώθηκε ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπέθανε, «ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ» (Μάρκ. 15·45). ᾿Ανεκτίμητο δῶρο δώρησε στὸν ᾿Ιωσὴφ ὁ Πιλᾶτος. Πρόκειται γιὰ τὸ μεγαλύτερο δῶρο, ποὺ ἔλαβε ποτὲ ἄνθρωπος!
Πλούσιος ἦταν ὁ ᾿Ιωσήφ (Ματθ. 27·57). Τώρα, ὅμως, μὲ τὸ δῶρο αὐτὸ εἶναι ἀπείρως πλουσιώτερος. «῍Ω φρικτοῦ Μυστηρίου! ῍Ω εὐσπλαγχνίας Θεοῦ»! Τὸ ἔχομε ἆράγε συνειδητοποιήσει; Τὸ ἴδιο αὐτὸ σῶμα, ποὺ ἔλαβε ὡς δῶρον ὁ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο, ἀλλὰ ἀναστημένο καὶ ὁλοζώντανο, ἀποτελεῖ πλέον μαζὶ μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου τὰ Τίμια Δῶρα, ποὺ μεταλαμβάνομε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἱερέων μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Καὶ φιλοξενοῦμε τὸν μεγάλο «Ξένο» μέσα μας, καὶ τρεφόμεθα πνευματικῶς, καὶ ἀφθαρτοποιούμεθα, καὶ ζωοποιούμεθα, καὶ θεούμεθα! Τὰ δὲ Τίμια αὐτὰ Δῶρα εἶναι ἀπείρως πολυτιμότερα ἀπὸ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ξένου, ποὺ κράτησε στὰ χέρια του ὁ ᾿Ιωσήφ, διότι μᾶς ἐξασφαλίζουν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν οὐράνια βασιλεία.

῍Ας κάνωμε τὸν «Ξένο» φίλο μας

᾿Αλλὰ ἂς ἀναρωτηθοῦμε· ῾Ο Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς δέχθηκε εἰρωνείες, χλευασμούς, ἐμπτυσμούς, μάστιγες, ἀκάνθινο στεφάνι, κολαφισμούς, ἀτιμωτικὴ σταύρωσι καὶ θάνατο γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου.
᾿Εμεῖς, σὰν πιστοὶ ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί, τί κάνουμε γι᾿ αὐτόν; Οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἀπὸ μῖσος καὶ φθόνο τὸν ἐσταύρωσαν μία φορά. Μήπως ἐμεῖς μὲ τὰ ἁμαρτήματά μας τὸν σταυρώνωμε καθημερινῶς; Μήπως, ἐνῷ κατὰ τὴν βάπτισί μας ὁ ἀνάδοχός μας ἐγγυήθηκε ὅτι θὰ ἀρνηθοῦμε τὰ ἔργα τοῦ σκότους, ἐμεῖς τώρα θεληματικὰ διαπράττομε ἔργα σκοτεινὰ καὶ ἁμαρτωλά, ποὺ εἶναι ἀνάρμοστα στοὺς Χριστιανούς;
᾿Αδελφοὶ ἀναγνῶστες, ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ ὅλων τῶν αἰώνων, περισσότερο ξένος ἐπάνω στὴ γῆ ὑπῆρξε ὁ Χριστός.
Δυστυχῶς ἀκόμη καὶ σήμερα, εἴκοσι αἰῶνες μετὰ τὴν λυτρωτικὴ θυσία καὶ ἀνάστασί του, γιὰ πολλοὺς παραμένει ἄγνωστος καὶ ξένος! Μήπως μεταξὺ αὐτῶν εἴμεθα καὶ ἐμεῖς; Μήπως, παρ᾿ ὅλα τὰ κεριά, ποὺ ἀνάβουμε, καὶ τὰ καλὰ ἔργα, ποὺ νομίζουμε ὅτι κάνουμε, κατὰ βάθος ὁ Χριστὸς εἶναι καὶ γιὰ ἐμᾶς ἕνας ξένος; Μήπως τὸν κρατοῦμε σὲ ἀπόστασι, δὲν θέλομε πολλὲς ἐπαφὲς μαζί του, διότι φοβούμεθα μήπως ἡ φιλία του μᾶς στερήσῃ ἀπὸ κάποιες ἁμαρτωλὲς ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις τῆς προσωρινῆς καὶ μάταιης αὐτῆς ζωῆς; Μήπως, ἐνῷ αὐτὸς κρούει συνεχῶς τὴν θύρα τῆς ψυχῆς μας μὲ διαφόρους τρόπους, ζητώντας νὰ εἰσέλθῃ καὶ νὰ δειπνήσῃ μαζί μας καὶ ἐμεῖς μαζί του, ἐμεῖς προσποιούμεθα ὅτι δὲν ἀκούομε, καὶ τὸν ἀφήνουμε ἔξω, σὰν ἕνα ἄγνωστο καὶ ξένο, νὰ κτυπάῃ; ᾿Εὰν ναί, ἂς φροντίσωμε τὶς ἡμέρες αὐτὲς νὰ τὸν πλησιάσωμε καὶ νὰ τὸν γνωρίσωμε ἀπὸ κοντά. ῍Ας μετανοήσωμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. ῍Ας τὶς ἐξομολογηθοῦμε σὲ πνευματικὸ πατέρα. ῍Ας νηστεύσωμε τὸ κατὰ δύναμιν. ῍Ας γονατίσωμε ἐμπρὸς στὸν ᾿Εσταυρωμένο τὴν Μ. Παρασκευή, καὶ μὲ δάκρυα συντριβῆς καὶ μετανοίας ἂς τὸν παρακαλέσωμε νὰ συγχωρήσῃ καὶ ἐλεήσῃ ὄχι μόνον ἐμᾶς, ἀλλ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ ἀπὸ ξένο καὶ ἄγνωστο, ἂς τὸν κάνωμε τὸν καλλίτερό μας φίλο. Τὴν δὲ νύκτα τῆς ᾿Αναστάσεως, ἂς μὴ τὸν ἐγκαταλείψωμε, ὅπως κάνουν οἱ πολλοὶ μετὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀκολουθώντας τὸν δαίμονα τῆς γαστριμαργίας, ἂς μὴ τοῦ γυρίσωμε τὰ νῶτα μας προτιμῶντας τὴν μαγειρίτσα ἀπὸ τὸ δικό του βασιλικὸ δεῖπνο, ἂς μὴ τὸν πικράνωμε καὶ πάλι κάνοντάς τον νὰ αἰσθάνεται γιὰ μία ἀκόμη φορὰ σὰν ξένος, ἀλλὰ ἂς παραμείνωμε μέχρι τέλους στὴν ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία, ὥστε νὰ λάβωμε πλουσίως τὴν θεία χάρι καὶ εὐλογία του. ᾿Εμεῖς θὰ θέλαμε νὰ ἀποχωρήσουν οἱ καλεσμένοι μας τὴν ὥρα που στρώνουμε τὸ ἑορταστικὸ τραπέζι, γιὰ νὰ φάγουν; ῎Οχι βέβαια. Θὰ τὸ θεωρούσαμε μεγάλη προσ βολή. Γιατί ὅμως τὴν ἀνάρμοστη καὶ προσβλητικὴ αὐτὴ συμπεριφορὰ ἐπιδεικνύομε πολλοὶ «᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοὶ» στὸ Χριστό; Εἶναι καὶ αὐτὴ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες ἁμαρτίες, μὲ τὶς ὁποῖες ἐμεῖς οἱ νεοέλληνες ξανασταυρώνουμε τὸ Χριστό. ῍Ας μετανοήσωμε καὶ γι᾿ αὐτὴ καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς συγχωρήσῃ.

Καλὴ ᾿Ανάστασι! Καλὸ καὶ εὐλογημένο Πάσχα!

Χρήστος Λίβανος 

ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΣ

Ἡ Ἑλλὰς ἔγινε καταπάτημα ἐθνῶν. Θεέ! Ἔλεος εἰς τὴν Πατρίδα μας!


Φίλοι ἀναγνῶσται! Εἰς πολλὰς σελίδας τοῦ βιβλίου τούτου ἡ εἰκὼν τῆν Ἑλλάδος ἀπὸ ἠθικῆς, κοινωνικῆς καὶ θρησκευτικῆς ἀπόψεως κρινομένης, φαίνεται ζοφερά, θὰ ἠδυνάμεθα μάλιστα νὰ προσθέσωμεν τώρα ὅτι ἡ εἰκὼν αὔτη, ὡς διαζωγραφίζεται, εἶνε ἀπείρως ὀλιγώτερον ζοφερὰ ἀπ’ ὅ,τι εἶνε εἰς τὴν πραγματικότητα. Ἄς μὴ τὸ ἀποκρύψωμεν. Σκότος βαθὺ ἐκάλυψε τὴν γῆν τοῦ Φωτός. Ἀγνώριστος, ἔγινε ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις ἡ μορφὴ τῆς Ἑλλάδος. Ἑωσφορικὰ πάθη, φιλαυτία, διχόνοια τοῦ χρυσοῦ μόσχου, Θεοποίησις τῆς ἡδονῆς, προπαγάνδαι ἀντιχριστιανικῶν ἰδεῶν, σκανδαλώδεις ἐπεμβάσεις τῶν ξένων, σκοτειναὶ καὶ καταχθόνιαι δυνάμεις ποὺ μὲ σύστημα καὶ πάθος εἰργάσθησαν ἐπὶ αἰῶνα καὶ πλέον ἥρπασαν τὴν Ἑλλάδα τῆς δόξης καὶ τὴν ἔρριψαν εἰς τὸ χάος. Ἡ Ἑλλὰς ἔγινε καταπάτημα ἐθνῶν. Θεέ! Ἔλεος εἰς τὴν Πατρίδα μας! Πόνος βαθύς, θλίψις ἀπέραντος καταλαμβάνει τὴν ψυχὴν παντὸς ἁγνοῦ πατριώτου, ὅστις ἀπὸ ἀνωτάτης σκοπιᾶς τῆς Ὀρθοδοξίας βλέπει καὶ ἐξετάζει τὰ καθ’ ἠμᾶς. Τὰ ψεύδη, αἱ ἀτιμίαι καὶ τὰ ἐγκλήματα, τὰ ὁποῖα διεπράχθησαν ἐκ πάσης πλευρᾶς ἐπὶ τῆς ἱερᾶς αὐτῆς γῆς τῶν προγόνων μας εἶνε τοσαῦτα καὶ τοιαῦτα, ὤστε τρίζουν τὰ ὀστᾶ τῶν ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος σφαγιασθέντων ἀδελφῶν ἡμῶν, φρίσσουν τὰ πνεύματα τῶν δικαίων πέραν τοῦ τάφου καὶ ἐπὶ δεκαετηρίδας θὰ σείεται ἡ γῆ μας ἕως ὅτου ἐπανεύρη τὴν κοινωνικὴν ἠρεμίαν καὶ σταθερότητα. Ἀλλὰ παρὰ τὴν τραγικότητα τὴν ὁποίαν παρουσιάζει ἡ ὄψις τῆς χώρας μας δὲν πρέπει νὰ ἀπελπισθῶμεν. Ἡ Ἑλλὰς δὲν ἔσυρε ἀκόμη τὴν τελευταίαν γραμμὴν τῆς ἱστορίας της, δὲν εἶπε ἀκόμη τὸ τελευταῖο της τραγούδι. Ἐξέρχεται ἐκ τοῦ χάους καὶ θὰ γράψη νέας σελίδας, θὰ ψάλλῃ νέα ἄσματα ἐξαίσια. Ἀδελφοί! Μὴ μᾶς ἀπογοητεύῃ τὸ κακὸν τὸ ὁποῖον συνεχῶς ἀποκορυφοῦται ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Μὴ μᾶς ἀπογοητεύουν οἱ ἀφροί, τὰ ἄγρια κύματα τοῦ Ἅδου «τὰ ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας». Κάτι μέγα κυοφορεῖται εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Γένους. Ὄπισθεν τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὀποία φαίνεται εἰς τὰ διάφορα κέντρα τῶν μεγαλοπόλεων ἐπιλήσμων τῶν ἱερῶν ὑποχρεώσεων, βλασφημοῦσα, μεθύουσα, κραιπαλοῦσα, χαρτοπαίζουσα, χορεύουσα τοὺς πλέον ἀνηθίκους χοροὺς τῶν ἀγρίων τῆς Ἀφρικανικῆς ἐρήμου, κυλιομένη εἰς τὴν ἰλὺν τῶν ἡδονῶν, σπαταλῶσα ἀμύθητα ποσὰ ἐν μιᾷ καὶ μόνῃ νυκτί, ὄπισθεν λέγομεν τῆς Ἑλλάδος αὐτῆς, δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρχει ἡ ἄλλη Ἑλλάς, Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΛΛΑΣ, ὁ λαός, δηλαδή, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος σκέπτεται, ἐργάζεται, πιστεύει καὶ ἐλπίζει. Καὶ ὁ λαὸς αὐτὸς ὁ πιστεύων καὶ ἐλπίζων ἐπὶ τὸν Κύριον, δὲν φαίνεται εἰς τὴν προθήκην τοῦ ἔθνους, δὲν δημιουργεῖ θόρυβον, δὲν προσελκύει τὰ βλέμματα τῶν ἐπιπολαίων, οἱ ὁποῖοι βλέπουν τὴν ἐπιφάνειαν καὶ ὄχι τὰ βάθη τοῦ ἔθνους. Τὰ βάθη τοῦ ἔθνους κατέχει ὁ πιστός, ὁ Χριστιανὸς Ἕλλην. Αὐτὸς ὁ Ἕλλην, κρυμμένος ἐκεῖ εἰς μίαν καλύβην τῆς Πίνδου, εἰς μίαν ἀπόκεντρον γωνίαν τῶν μεγαλοπόλεων, σιωπηλῶς προσεύχεται καὶ ἐργάζεται, ἐργάζεται καὶ προσεύχεται διὰ νὰ σᾶς δώσῃ τὸν ἀκριβῆ ἀριθμὸν αὐτῶν. Ἀσύλληπτος εἶνε ἡ θερμουργὸς πνοή των. Ἄγνωστος εἶνε ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐκλεκτῶν αὐτῶν ψυχῶν― γνωστὸς μόνον εἰς τὸν Θεὸν― ἀλλ’ ἡ ἁγνότης τῶν αἰσθημάτων, ἡ φιλοπατρία, ἡ ἀνιδιοτέλεια, ἡ αὐταπάρνησις, ἡ αὐτοθυσία, ἡ εὐωδία τοῦ βίου των, μὲ μίαν λέξιν, ἡ Πίστις, ἡ ἀκράδαντος πίστις εἰς τὸν Σωτῆρα Χριστόν, εἶνε ὁ ἀόρατος καὶ ἀστάθμητος ἐκεῖνος παράγων, ὅστις σώζει ἑκάστοτε τὸ ἔθνος, μετακινεῖ ὄρη ἐμποδίων, θαυματουργεῖ καὶ προκαλεῖ τὰ θάμπη τῶν λαῶν οἱ ὁποῖοι στρέφονται πρὸς τὴν μικρὰν αὐτὴν γωνίαν τῆς γῆς διὰ νὰ λάβουν καὶ οἱ μεγάλοι καὶ ἰσχυροὶ ἀκόμη «φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός».
Αὐτὴ ἡ Χριστιανικὴ Ἑλλάς, ὁσονδήποτε ἐλαχίστη καὶ ἐὰν εἶνε ποσοτικῶς εἰς ἀριθμὸμν ἀτόμων, ἀποτελεῖ ἐν τούτοις τὴν ψυχὴν τοῦ ἔθνους καὶ αὐτὴ ἐγκλείουσα ἀπροσμετρήτους μυστηριώδεις δυνάμεις ὁπωσδήποτε θὰ νικήσῃ, θὰ λαξεύσῃ τὸ ἀκατέργαστον ὑλικὸν καὶ θὰ δώσῃ εἰς τὴν Πατρίδα τὴν μορφήν, τὴν ὡραίαν μορφήν, τὴν βασιλικὴν μορφήν, σύμμορφον τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα ἡ Ἑλλὰς «ὡς φωστήρ, ὡς διδάσκαλος, ὡς ζήμη, ὡς ἄγγελος μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐθνῶν καὶ πάλιν ἐν τῷ κόσμῳ περιπολῇ». Ὡς ἔγραφεν εἰς τὴν προμετωπίδα ἡ ἐφημερὶς τῆς ὡραίας νύμφης τῆς Ἰωνίας, τῆς πολυκλαύστου Σμύρνης «Ὁ Μέντωρ»· οὐδέποτε τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος ἔσται μέγα, ἐὰν μὴ κατὰ Χριστὸν ἀνεγεννηθῇ».-
Ἀλλὰ διὰ τὴν δημιουρίαν ὡραίας, μεγάλης Πατρίδος, μεγάλης ὄχι κατὰ στρέμματα, ἀλλὰ μεγάλης εἰς πνευματικὰς ἐξορμήσεις καὶ κατακτήσεις, θὰ χρειασθοῦν ΑΓΩΝΕΣ, ἀγῶνες ὅμως ποὺ θὰ ἔχουν κάτι ἀπὸ τὴν πνοὴν τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας τῶν κατακομβῶν, μιᾶς «Ἐκκλησίας ἐλευθέρας καὶ ζώσης», ἡ ὁποία, αὐτὴ καὶ μόνον, θὰ δίδῃ τὰ συνθήματα τῶν ἀγώνων. Καὶ εἰς τὸ μέγα αὐτὸ ἀμφιθέαατρον τῶν Χριστιανικῶν ἀγώνων πρὸς δημιουργίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλλάδος, ὡς ὡραμαατίσθη ταύτην ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὡς ὡραματίσθησαν ταύτην αἱ ψυχαὶ τῶν ἀθανάτων ἡρώων καὶ τῶν μαρτύρων τῆς φυλῆς, οὐδεὶς πιστὸς ἐπιτρέπεται νὰ μένῃ πλέον εἰς τὴν θέσιν τοῦ ἁπλοῦ θεατοῦ, ἀλλὰ ἐκ τῶν κερκίδων νὰ κατέλθῃ εἰς τὸν στίβον, ν’ ἀγωνισθῇ, νὰ θηριομαχήσῃ κατὰ ὠργανωμένου κακοῦ κατὰ τῶν ποικιλοχρώμων θηρίων τῆς Ἀποκαλύψεως ποὺ κατασπαράσσουν τὸν τόπον τοῦτον, διὰ νὰ ὑψωθῇ εἰς τὸν οὐρανὸν τῆς Ἑλλάδος νικηφόρος καὶ πάλιν ἡ σημαία τοῦ Ἀρνίου τοῦ Ἐσφαγμένου.
Πρὸς τοιαύτας πνευματικὰς μάχας ὑπὲρ τῆς φιλτάτης Πατρίδος μᾶς καλεῖ ἤδη ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐὰν εἰς τὴν φωνὴν αὐτὴν ὅλοι οἱ πιστοὶ τῆς Ἑλλάδος πειθαρχήσουν «μιᾷ ψυχῇ συναθλοῦντες τῇ πίστει τοῦ Εὐαγγελίου», τότε, φίλοι ἀναγνῶσται, ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσσις τοῦ ἔθνους ἡμῶν. Τότε θὰ προβάλλῃ μεγαλειώδης ἡ μορφὴ τῆς Πατρίδος, τὴν ὁποίαν βλέπουσα ἡ νέα γενεὰ τῶν Ἑλλήνων θὰ εὐγνωμονῇ τοὺς συντελεστὰς τῆς ὡρραίας νίκης τοῦ Σταυροῦ καὶ πρὸς τὸν ΣΩΤΗΡΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΤΟΝ ΕΕΘΝΕΓΕΡΤΗΝ, αίρουσα τὰ ὄμματα τῆς ψυχῆς θὰ ἐπαναλαμβάνῃ τὴν θερμὴν εὐχαριστήριον προσευχὴν τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Δόξα Σοι, Χριστέ, πόσων ἀγαθῶν ἐνέπλησας ἡμᾶς πῶς ἡμᾶς ὑγιαίνειν παρεσκεύασας; Πόσης τερατωδίας, πόσης ἀλογίας ἡμᾶς ἀπήλλαξας;».
Ναί, Χριστέ, ἄς μὴ βραδύνῃ νὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα αὐτή, καθ’ ἥν ὅλη ἡ Ἑλλὰς θὰ ἀναπαύεται εἰς τοὺς κόλπους Σου. Χριστέ! Βοήθησον τὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὸν μεγαλειώδη αὐτὸν ἀγῶνα. Ἄναξ ἀνάκτων, ἄναξ ἄφθιτε, Σὺ Θεὸς μόνος.

Του βιβλίο «ΕΚ ΤΟΥ ΑΝΕΣΠΕΡΟΥ ΦΩΤΟΣ», 
του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, 
έκδοση 1950, σελ. 241-242

ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ , Ή ΤΟ ΧΑΡΟΠΟΙΟΝ ΠΕΝΘΟΣ



«Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη και


η χαρά υμών πληρωθή» (Ιω. ΙΕ’.11). «Η γυνή όταν τίκτη,


λύπην έχει, ότι ήλθεν η ώρα αυτής· όταν θα γεννήση το παιδίον,


ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως, διά την χαράν ότι εγεννήθη


άνθρωπος εις τον κόσμον. Και υμείς ουν λύπην μεν νυν έχετε·


πάλιν δε όψομαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία, και την


χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών.» (Ιω. ΙΣΤ’. 20).

Αληθινή κι’ όχι ψεύτικη χαρά νοιώθει μονάχα όποιος έχει τον Χριστό μέσα του, κ’ είναι ταπεινός, πράος, γεμάτος αγάπη. Αληθινή χαρά έχει μονάχα εκείνος που ξαναγεννήθηκε στην αληθινή ζωή του Χριστού. Κι’αυτή η αληθινή χαρά βγαίνει από καρδιά που πονά και θλίβεται για τον Χριστό, και βρέχεται από το παρηγορητικό δάκρυο το οποίο δεν το γνωρίζουνε οι άλλοι άνθρωποι, κατά τον άγιο λόγο που είπε το στόμα του Κυρίου : «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. Ε’. 4), «Καλότυχοι όσοι είναι λυπημένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε.» Κι’ αλλού λέγει : «Καλότυχοι όσοι κλαίτε τώρα, γιατί θα γελάσετε.» (Λουκ. ΣΤ’. 21). Όποιος λυπάται και υποφέρνει για τον Χριστό, πέρνει παρηγοριά ουράνια και ειρήνη αθόλωτη. Παράκληση δεν θα πει παρακάλεσμα, αλλά παρηγοριά. Γι’ αυτό και το Άγιον Πνεύμα λέγεται Παράκλητος, δηλαδή Παρηγορητής, επειδή όποιος το πάρει, παρηγοριέται σε κάθε θλίψη του και βεβαιώνεται και δεν φοβάται τίποτα. Κι’ αυτή η βεβαιότητα που δέχεται μυστικά, τον κάνει να χαίρεται πνευματικά. Και πάλι λέγει ο Κύριος παρακάτω στην επί του Όρους ομιλία : «Μακάριοι εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα ψευδόμενοι ένεκεν εμού,» (Ματθ. Ε’, 11). Και κατά τον μυστικό Δείπνο είπε στους Αγίους Αποστόλους: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς, ο δε κόσμος χαρήσεται· υμείς δε λυπηθήσεσθε, αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται.» (Ιω.ιστ’ 20). Όλα τα άλλα που τα λένε χαρές οι άνθρωποι, δεν είναι αληθινές χαρές· μια είναι η αληθινή χαρά, τούτη η η πονεμένη χαρά του Χριστού, που ξαγοράζεται με τη θλίψη, για τούτο κι’ ο Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλ. τέλεια, αληθινή, σίγουρη. (Ιω. ιστ’ 25). Κι’ ο άγιος Παύλος στις Επιστολές του λέγει πολλά γι’αυτή τη βλογημένη θλίψη που είναι συμπλεγμένη με τη χαρά: «Η λύπη για τον Θεό, λέγει, φέρνει αμετάνοιωτη μετάνοια για τη σωτηρία (δηλ. η λύπη που νοιώθει όποιος πιστεύει στον Θεό, κάνει ώστε εκείνος ο άνθρωπος να μετανοιώσει και να σωθεί, χωρίς να αλλάξει γνώμη και να γυρίσει πίσω στην αμαρτία), ενώ η λύπη του κόσμου φέρνει τον θάνατο.» (Κορινθ. Β’ ζ’10). Κι’ αλλού λέγει πως οι χριστιανοί φαίνουνται στους ασεβείς πως είναι λυπημένοι, μα στ’ αληθινά χαίρουνται :»ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β’ στ’ 10). Απ’ αυτή την παντοτινή χαρά φτερωμένος ο άγιος Παύλος, γράφει ολοένα στους μαθητάδες του : «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε!» (Φιλιπ. δ’ 4). «Πάλιν χαρήτε.» (Φιλιπ. β’28). «Παντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε. 16). «Λοιπόν, αδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Β’. ζ 16).

Μέσα στην Παλαιά Διαθήκη, που είναι ο ίσκιος της Καινής Διαθήκης, είναι παραστημένα όλα σαν σκεπασμένα, συμβολικά, όπως είναι η θυσία του Αβραάμ, τύπος της θυσίας του Χριστού, οι δώδεκα γυιοί του Ιακώβ τύπος των δώδεκα αποστόλων, κ.λ.π. Έτσι και το πικρό νερό της Μερράς που το έκανε γλυκό ο Μωυσής με το σημείο του σταυρού, παριστάνει τη λύπη της αμαρτίας που την άλλαξε ο Χριστός σε χαρά, «εις ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον.» Τούτη την πνευματική Χαρά που γεννιέται από τα δάκρυα, ένοιωσε μέσα του κι’ ο Δαυΐδ κ’ έλεγε: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με», «Κύριε, με τη λύπη άνοιξες την καρδιά μου.» Κι’ αλλού λέγει: «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εις το πρωΐ αγαλλίασις.» (Ψαλμ. κθ’.) και πάλι λέγει : «Κύριος εγεννήθη βοηθός μου. Έτρεψας τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί.» (Ψαλμ. κθ’.) Κι’ αλλού λέγει : «Γεύσασθε και ίδατε ότι χρηστός ο Κύριος. Μακάριος ανήρ ο ελπίζων επ’ αυτόν.» (Ψαλμ. λγ’.). Κι’ αλλού λέγει : «Πολλαί αι θλίψεις των δικαίων, και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κύριος.» (Ψαλμ. λγ’).

Γι’ αυτή την πνευματική χαρά που δίνει ο Χριστός σε όσους τον αγαπούνε και που βγαίνει από τη θλίψη, γράψανε πολλά και θαυμαστά οι άγιοι Πατέρες. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος τη λέγει Χαροποιόν πένθος και Χαρμολύπη. «Πένθος για τον Θεό, λέγει, είναι το νάναι σκυθρωπή η ψυχή σου, κ’ η καρδιά σου να ποθεί να πικραίνεται, και ν’ αποζητά ολοένα αυτό που διψά, κ’ επειδή δεν το βρίσκει, να το κυνηγά μέ πόνο και να τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας απαρηγόρετα». «Βάστα γερά τη μακάρια τούτη χαρμολύπη και την αγιασμένη κατάνυξη, και μην πάψεις να την εργάζεσαι μέσα σου, ως που να σε κάνει να υψωθείς από τούτον τον κόσμο, και να σε παραστήσει καθαρόν στον Χριστό».»Όποιος πορεύεται αδιάκοπα με θλίψη, αυτός γιορτάζει ακατάπαυστα· κι’ όποιος ολοένα διασκεδάζει, αυτός μέλλεται να απολάψει θλίψη αιώνια». «Εγώ λογιάζοντας το λογής είναι τούτη η θλιμένη κατάνυξη, απορώ· πώς γίνεται, κάποιο πράγμα που λέγεται κλάψιμο και λύπη, να έχει μέσα του τη χαρά και την ευφροσύνη περιμπλεγμένα συναμεταξύ τους σαν το μέλι με το κερί .» Αυτή η ουράνια παρηγοριά είναι κάποια ανακούφιση και θεϊκή ξαλάφρωση που παρηγορά την πονεμένη και λυπημένη ψυχή, οπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε από τον Θεό για τις αμαρτίες της. Αυτή η βοήθεια είναι μια θεϊκή ενέργεια που ξανανηώνει και καινουργιεύει τις δυνάμεις της ψυχής οπού κατάπεσε στην πίκρα και στη σκληρή λύπη, και στέκεται καταφαρμακωμένη από την αμέτρητη πίκρα της, απελπισμένη από τις αμαρτίες της. Και τούτη η χαριτωμένη βοήθεια αλλάζει τα πονεμένα δάκρυά της σε κάποια παρηγοριά θαυμαστή κι’ ανακουφιστική». «Κανένα πράγμα δεν ταιριάζει με την ταπεινοφροσύνη, όσο αυτό το χριστιανικό πένθος». « Όποια ενάρετη ζωή κι αν κάνουμε, αν δεν έχουμε καρδιά θλιμένη και πονεμένη, για μάταιη κι’ αδιαφόρετη λογαριάζεται}. Τούτο το βλογημένο και θεάρεστο κλάψιμο είναι μια λύπη αλησμόνητη της ψυχής, μια όρεξη πονεμένη της καρδιάς, που ζητά με δάκρυα και με μεγάλον πόθο τον Θεό».

Κι’ ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέγει : «Σαν λυτρωθεί η ψυχή από τους εχθρούς της, και σαν περάσει με τη δύναμη του Θεού την πονηρή θάλασσα, και βλέπει μπροστά της τους εχθρούς της να χάνουνται, στους οποίους ήτανε πρωτήτερα δούλα, αναγαλλιάζει με μια χαρά ανεκλάλητη και δοξασμένη, γιατί παρηγοριέται από τον Θεό και ξεκουράζεται στον Κύριο. Τότε το πνεύμα που έλαβε, τραγουδά κάποιο καινούριο τραγούδι με το τύμπανο, ήγουν με το σώμα, και με της κιθάρας, ήγουν της ψυχής, τις λογικές κόρδες και τους λεπτότατους λογισμούς, και με το δοξάρι της θείας χάρης, και ψέλνει ύμνους στον ζωοδότη Χριστό.» «Σε τούτο οι χριστιανοί είναι διαφορετικοί από όλο το γένος των ανθρώπων, και μεγάλη απόσταση υπάρχει ανάμεσά τους, γιατί έχουνε τον νου τους και τη διάνοιά τους στο ουράνιο φρόνημα, και καθρεφτίζουνε μέσα τους τα αιώνια αγαθά, επειδής έχουνε το άγιον Πνεύμα· γιατί γεννηθήκανε άνωθεν κι’ αξιωθήκανε να γίνουνε τέκνα του Θεού με αλήθεια και με δύναμη, και κατασταθήκανε σταθεροί και στέρεοι κι’ ασάλευτοι κι’ αναπαυμένοι ύστερα από πολλούς αγώνες και κόπους, χωρίς να ταράζονται πια από άστατους και μάταιους λογισμούς. Σ’ αυτό είναι πιο μεγάλοι και πιο καλοί από τον κόασμο, επειδής έχουνε το νου τους και το φρόνημα της ψυχής τους στην ειρήνη του Χριστού και στην αγάπη του αγίου Πνεύματος».

Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει γιαυτά τα βλογημένα δάκρυα : «Αν δεν φτάξεις στα δάκρυα, μην νομίσεις πως έφταξες κάπου στη διαγωγή σου και στην πολιτεία σου, γιατί ως τα τότε, τον κόσμο υπηρετούνε οι κρυφοί διαλογισμοί σου, δηλαδή με τον έξω άνθρωπο κάνεις το έργο του Θεού, ενώ ο μέσα άνθρωπος είναι ακόμα άκαρπος· επειδή ο καρπός του έρχεται από τα δάκρυα. Γιατί σαν φτάξςεις στη χώρα τους, τότε να ξέρεις πως βγήκε η διάνοιά σου από τη φυλακή τούτου του κόσμου κι’ έβαλε το πόδι της στη στράτα του καινούριου κόσμου,, κι’ άρχισε να μυρίζει εκείνον τον καινούριον αέρα τον θαυμαστόν. Και τότε αρχίζουνε να τρέχουνε τα δάκρυα, επειδή κοντεύει να γεννηθεί το πνευματικό νήπιο. Γιατί η χάρη, που είναι η μητέρα όλων, βιάζεται να γεννήσει στην ψυχή κάποιον θεϊκό τύπο μυστικά στο φως της μέλλουσας ζωής. Και σαν φτάξει η ώρα να γεννηθεί, τότες ο νους αρχίζει να κινιέται σε κάποια πράγματα του κόσμου, όπως η αναπνοή που παίρνει το αγέννητο μωρό μέσα στην κοιλιά και θρέφεται· κ’ επειδή δε μπορεί να βαστάξει σε κάποιο πράγμα που δεν είναι συνηθισμένο, συνειθισμένο, άξαφνα αρχίζει να σαλεύει το κορμί του σαν να θέλει να κλάψει μ’ ένα κλάψιμο ανακατεμένο με τη γλυκύτητα του μελιού. Κι’ όσο θρέφεται το μέσα βρέφος, τόσο περισσότερα δάκρυα έρχουνται.» Κι’ αλλού γράφει ο ίδιος ο άγιος: «Πρώτα δοκιμάζει με πειρασμούς ο Θεός, ύστερα δείχνει το χάρισμα. Δόξα στον δεσπότη που μας δίνει την υγεία μας με γιατρικά στυφά.» Κι’ αλλού λέγει: «Όλοι οι άγιοι θλιμένοι μισέψανε από τούτη τη ζωή· κι’ αν οι άγιοι πενθούσανε και τα μάτια τους γεμίζανε πάντα δάκρυα, ώσπου φύγανε από τούτη τη ζωή, ποιος δεν θα κλάψει; Η παρηγοριά του χριστιανού γεννιέται από το κλάψιμο· κι’ αν οι τέλειοι κ’ οι νικηφόροι κλάψανε εδώ κάτω, πώς θα παραδεχτεί να ησυχάσει από το κλάψιμο αυτός που είναι γεμάτος πληγές; αυτός που έχει μπροστά του κειτάμενο το κουφάρι του, και που βλέπει ο ίδιος τον εαυτό του νεκρωμένον από τις αμαρτίες, χρειάζεται και διδασκαλία με ποιον λογισμό θα μεταχειρισθεί τα δάκρυα;» Κι’ αλλού γράφει: «Καλότυχοι όσοι είναι καθαροί στην καρδιά, γιατί δεν περνά ώρα που δεν νοιώθουνε τούτη τη χαρά των δακρύων, και μέσα σ’ αυτή βλέπουνε τον Κύριο. Κ’ ενώ ακόμα τα δάκρυα είναι στα μάτια τους, αξιώνουνται να θωρούνε τα μυστήριά του με το ύψος της προσευχής τους, και δεν κάνουνε ποτέ προσευχή που να μην είναι βρεγμένη με δάκρυα. Κι’ αυτό είναι που λέγει ο Κύριος «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται.» Γιατί από το πένθος έρχεται κανένας στην καθαρότητα της ψυχής, για τούτο είπε μεν ο Κύριος πως αυτοί θα παρηγορηθούνε, μα δεν εξήγησε ποια παρηγοριά θα πάρουνε· γιατί σαν αξιωθεί ο χριστιανός με τα δάκρυα να περάσει τη χώρα των παθών και να φτάξει στον κάμπο της καθαρότητας της ψυχής, τότε τον βρίσκει αυτή η παρηγοριά που δεν βρίσκεται σε τούτον τον κόσμο, τότε καταλαβαίνει ποια παρηγοριά βρίσκει στο τέλος της λύπης, που την δίνει ο Θεός με την καθαρότητα σ’ όσους θλίβουνται· γιατί δεν γίνεται να θλίβεται κανένας αδιάκοπα και να πειράζεται κι’ από τα πάθη, επειδή αυτό το χάρισμα δίνεται σε κείνους που δεν έχουνε πάθη, το να κλαίνε και να θλίβουνται. Τη βοήθεια που γίνεται από το κλάψιμο, κανένας δεν τη γνωρίζει, παρά μονάχα εκείνοι που παραδώσανε τις ψυχές τους σ’ αυτό το έργο.» Κι’ αλλού λέγει: «Ο πλούτος του χριστιανού είναι παρηγοριά που γίνεται από το πένθος, και η χαρά που βγαίνει από την πίστη και που λάμπει στα κατάβαθα της διανοίας.» Και σε άλλο μέρος γράφει: «Οι καλές πράξεις που γίνουνται χωρίς τη λύπη της διάνοιας, είναι σαν ένα σώμα άψυχο».

Κι’ ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος λέγει: «Καλότυχος εκείνος που με γνώση θα επιθυμήσει να κλαίγει, και που θα χύσει δάκρυα με κατάνυξη απάνω στη γη σαν καλά μαργαριτάρια μπροστά στον Κύριο».

Πολλά γράφει για το χαροποιό πένθος κι’ ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «Ας ποθήσουμε, λέγει, με όλη την ψυχή μας εκείνα που μας προστάζει ο Θεός, φτώχια πνευματική, ήγουν ταπείνωση, παντοτινή θλίψη, νύχτα και μέρα, απ’ όπου αναβρύζει κάθε ώρα η χαρά της ψυχής κ’ η παρηγοριά σε κείνους που αγαπάνε τον Θεό. Γιατί απ’ αυτή τη θλίψη αποχτιέται κ’ η πραότητα σε όλους εκείνους που αγωνίζονται αληθινά. Από το πένθος «πεινούνε και διψούνε την δικαιοσύνη», ήγουν όλες τες αρετές, και ζητάνε πάντα την βασιλεία του Θεού που ξεπερνά κάθε νου ανθρώπινον. Από την παντοτινή θλίψη γίνουνται κ’ ελεήμονες και καθαροί στην καρδιά και γεμάτοι από ειρήνη κ’ ειρηνοποιοί κι’ ανδρείοι στους πειρασμούς. Από το πένθος μισεί κανένας τα κακά. Από το πένθος ανάβει στην ψυχή ο θεϊκός ζήλος που δεν την αφήνει πια να ησυχάσει ολότελα, είτε να γυρίσει στο κακό μαζί με τους κακούς. Αλλά την γεμίζει από ανδρεία και δύναμη στο να κάνει υπομονή μέχρι τέλος στους πειρασμούς.» Και σ’ άλλο μέρος λέγει: «Πρωτήτερα από το πένθος για τον Θεό, είναι η ταπείνωση, κ’ ύστερα απ’ αυτό ακολουθεί χαρά και ευφροσύνη ανέκφραστη. Κι’ ολόγυρα στην ταπείνωση που γίνεται για τον Θεό φυτρώνει η ελπίδα της σωτηρίας· γιατί όσο νομίζει κανένας με όλη την ψυχή του τον εαυτό του πιο αμαρτωλόν απ’ όλους τους ανθρώπους, τόσο πληθαίνει μαζί με την ταπείνωση η ελπίδα, κι’ ανθίζει μέσα στην καρδιά του, και την πληροφορεί πως μέλλει να σωθεί με την ταπείνωση. Όσο κατεβαίνει κανένας σε βάθος ταπείνωσης και καταδικάζει και κατακρίνει τον εαυτό του για ανάξιο να σωθεί, τόσο πικραίνεται και βγάζει πηγές από δάκρυα, και κατ’ αναλογία με τά δάκρυα και με τη θλίψη του αναβρύζει στην καρδιά του η πνευματική χαρά, και μαζί μ’ αυτή αναβρύζει η ελπίδα και μεγαλώνει μαζί της και δίνει την πληροφορία βεβαιότερη.» Κι’ αλλού γράφει: «Πρέπει κάθε ένας να στοχάζεται τον εαυτό του και να προσέχει με φρονιμάδα, ώστε να έχει τό θάρρος σε μονάχη την ελπίδα, χωρίς τη λύπη για τον Θεό και την ταπείνωση, ούτε πάλι να θαρεύεται στην ταπεινοφροσύνη και στα δάκρυα, χωρίς την πνευματική ελπίδα και χαρά που έρχονται μαζί με τ’ άλλα.» Κι’ αλλού πάλι γράφει: «Γινεται και λύπη χωρίς πνευματική ταπείνωση, κι’ εκείνοι που θλίβονται έτσι, νομίζουνε πως αυτό το πένθος καθαρίζει τις αμαρτίες, αλλά μάταια πλανιούνται, επειδής είναι στερημένοι από τη γλυκύτητα του πνεύματος που γίνεται μυστικά μέσα στο νοερό θησαυροφυλάκιο της ψυχής και δεν γεύουνται από τη χρηστότητα του Κυρίου. Για τούτο οι τέτοιοι άνθρωποι ανάβουνε γλήγορα και θυμώνουνε και δεν μπορούνε να καταφρονήσουνε ολότελα τον κόσμο και τα τού κόσμου. Μα όποιος δεν τα καταφρονέσει ολότελα τούτα, και δεν αποχτήσει μίσος μ’ όλη την ψυχή του γι’ αυτά, δεν είναι δυνατό ν’ αποχτήσει ποτέ βέβαιη κι’ αδίσταχτη ελπίδα πως θα σωθεί, αλλά τριγυρίζει παντοτινά με αμφιβολία εδώ κ’ εκεί, επειδή δεν έβαλε θεμέλιο απάνω σε πέτρα.» Κι’ αλλού λέγει αυτός ο άγιος: «Το πένθος είναι διπλό κατά τις ενέργειες: σαν νερό σβύνει με τα δάκρυα όλη τη φλόγα των παθών, και ξεπλύνει την ψυχή από τον μολυσμό που προξενούσε στην ψυχή· και πάλι σαν φωτιά ζωοποιεί με την παρουσία του αγίου Πνεύματος κι’ ανάβει και πυρώνει και ζεσταίνει την καρδιά και την ανάβει στον έρωτα και στον πόθο του Θεού.» Και σε άλλο μέρος πάλι γράφει: Όποιος συλλογίζεται με αίσθηση της ψυχής πως είναι ανάξιος να δεχτεί τον Θεό και πως η πολιτεία του, όσο καλή κι’ αν είναι, είναι τιποτένια μπροστά στην πολιτεία των αγίων, χωρίς άλλο θα πενθήσει με κείνο το πένθος που είναι αληθινά μακαριώτατο, από το οποίο έρχεται κι’ η παρηγοριά, και κάνει την ψυχή πραεία· γιατί η χαρά που έρχεται από τη θλίψη είναι ο αραβώνας της βασιλείας των ουρανών.» Κι’ αλλού λέγει: «Όπου είναι ταπεινοφροσύνη, εκεί είναι κι’ η φώτιση του Αγίου Πνεύματος. Κι’ όπου είναι φώτιση του αγίου Πνεύματος, εκεί είναι και φωτοχυσία του Θεού και Θεός με σοφία και γνώση των μυστηρίων του. Κι’ όπου είναι αυτά, εκεί είναι κ’ η βασιλεία των ουρανών, κ’ η γνώση της βασιλείας, κ’ οι κρυφοί θησαυροί της γνώσης του Θεού, που μέσα τους είναι και το φανέρωμα της πνευματικής φτώχιας. Κι’ όπου είναι αίσθηση πνευματικής φτώχιας, εκεί είναι και το χαρούμενο πένθος, εκεί είναι και τα παντοτινά δάκρυα, που καθαρίζουνε εκείνη την ψυχή που τα αγαπά και την κάνουνε ολόκληρη φωτεινή. Ω, δάκρυα που αναβλύζετε από θεϊκόν φωτισμό κι’ ανοίγετε τον ουρανό και μου προξενάτε θεϊκή παρηγοριά! Γιατί από τη χαρά κι’ από τον πόθο που έχω, λέγω πάλι και πολλές φορές τα ίδια; Γιατί όπου είναι πλήθος δάκρυα με γνώση αληθινή, εκεί είναι και λάμψη θείου φωτός, κι’ όπου είναι λάμψη θείου φωτός, εκεί είναι κι’ όλα τα καλά, κ’ εκεί είναι τυπωμένη μέσα στη καρδιά κ’ η σφραγίδα του αγίου Πνεύματος, απ’ όπου προέρχονται όλοι οι καρποί της ζωής. Από τα δάκρυα για τον Χριστό βγαίνουνε τούτοι οι καρποί, η πραότητα, η ειρήνη, η ελεημοσύνη, η ευσπλαχνία, η χρηστότητα, η αγαθωσύνη, η πίστη, η εγκράτεια. Από τα δάκρυα βγαίνει το να αγαπά κανένας τους εχθρούς του και να παρακαλεί τον Θεό γι αυτούς, το να χαίρεται στους πειρασμούς, το να καυχιέται στις θλίψεις, το να στοχάζεται σαν δικές του τις αμαρτίες των αλλουνών και να κλαίγει γι’ αυτές, το να βάζει τη ζωή του σε θάνατο για τους αδελφούς του με προθυμία».

 ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
«Ελληνική Δημιουργία», τευχ. 61, 1950.