.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ Δεν γίνεται πια μεταστροφή


Πολλοί αναγνώστες μου γράφουνε, παρακαλώντας με, και μάλιστα ξορκίζοντάς με, να γράψω για να χτυπήσω την ανηθικότητα, που δέρνει την κοινωνία, προ πάντων τη νεολαία, και που «τη σερβίρουν τα σινεμά», όπως μου γράφουνε. Φωνάζουνε: «Υψώσετε τη φωνή σας!». Ένας σπουδαστής μου γράφει από την Αγγλία: «Μη σταματήσετε αυτόν τον ωραίον αγώνα, μην πτοηθήτε από τις επιθέσεις. Υπάρχουν βέβαια πολλοί αντίπαλοι, αλλά και πολλοί θαυμαστές του ωραίου σας έργου. Σας χρειαζόμαστε για να δώσετε φτερά στις καρδιές μας, που είναι γεμάτες κενό και απαισιοδοξία».

Καημένοι άνθρωποι, πόση σημασία δίνετε στο πρόσωπό μου και σ’ αυτά που γράφω! Τι φωνή να υψώσω, που είναι βραχνιασμένη και αδύνατη, και χάνεται μέσα στον κυκεώνα της σημερινής ζωής; Όχι φωνή, αλλά και τ’ αστροπελέκι να κρατά στα χέρια του κανένας σήμερα, και να το σφενδονίζει για να κάνει τους ανθρώπους ν’ αλλάξουνε δρόμο, πάλι τίποτα δεν θα κάνει. Ο ίδιος ο άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, το ερημοπούλι της ερήμου, που τον φοβόντανε οι αμαρτωλοί, γιατί τους έλεγε «γεννήματα εχιδνών», κι αυτός μάταια φώναζε. Η φωνή του χανότανε μέσα στην έρημο, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Και πότε; Τον καιρό που υπήρχανε ακόμα κάποια αυτιά να τον ακούσουνε, κι απλές καρδιές για να τον καταλάβουνε. Όχι εμείς που χρειαζόμαστε δασκάλεμα, και που έχουμε τόσα στην καμπούρα μας! Πως να γίνουμε δάσκαλοι για τους άλλους; Γεμίζουμε χαρτιά με μυριάδες λόγια, μα τι το όφελος;

Ο κόσμος τραβά τον δρόμο του και δεν σκοτίζεται από κηρύγματα. Κι αν δώσει προσοχή και κανένας στα γραψίματά μας, μπορεί να θυμώσει που χαλάσαμε την ησυχία του, και να πει πως είμαστε υποκριτές, ψευτογιασμένοι, κουκουβάγιες που βγαίνουνε από τα χαλάσματα του παλιού καιρού. Σήμερα οι άνθρωποι είναι τέτοιοι, που μήτε το κήρυγμα του αγίου Κοσμά του Αιτωλού δεν θα ’κανε τίποτα.

Λοιπόν, ας το πάρουμε απόφαση. Το κακό δεν περιορίζεται πια με τίποτα, με κανένα τρόπο, με καμμιά δύναμη. Όσοι μιλούνε και γράφουνε για να φέρουνε στον ίσιο δρόμο τους πολλούς που ξεστρατίσανε, ας ξέρουμε πως δέρνουνε τον αγέρα, είναι «αέρα δέροντες», που έλεγε και ο απόστολος Παύλος. Και άγιος να είναι αυτός, που συμβουλεύει, πάλι δεν θάβρει αυτιά για ν’ ακούσουνε τη φωνή του, όχι άνθρωποι σαν εμάς, που έχουμε οι ίδιοι ανάγκη από δασκάλεμα.

Ναι, ο κόσμος δεν αλλάζει πορεία. Ας μην περιμένουμε πια τίποτα καλύτερο, θα πηγαίνουμε ολοένα στα χειρότερα. Ανήφορος πια δεν υπάρχει. Μοναχά κατήφορος. Όσοι έχουνε μέσα τους τον φόβο του Θεού, αυτοί οι λίγοι θ’ απομείνουνε, «το μικρόν ποίμνιον» που είπε ο Χριστός. Κι αν γράφουμε, γι’ αυτούς γράφουμε και για τους ίδιους τους εαυτούς μας που κιντυνεύουμε να αρπαχτούμε από τα δίχτυα που ’ναι μπλεγμένοι εκείνοι που θέλουμε να δασκαλέψουνε. Για να καθόμαστε ανύσταχτοι.

Όσοι είναι αισιόδοξοι για το μέλλον της ανθρωπότητας, βλέπουνε με άλλα μάτια τον κόσμο, απ’ ο,τι τον βλέπομε εμείς. Εμείς είμαστε οι γκρινιάρηδες, οι Ιερεμίες, οι Κασσάντρες, και γι’ αυτό ο κόσμος μας οχτρεύεται. Κι έχει δίκιο. Ο καθένας νοιώθει διαφορετικά τη ζωή, τη χαρά, το καλό και το κακό. Για τους ανθρώπους που λέμε πως δεν πάνε καλά, ο σημερινός κόσμος είναι ο πιο θαυμάσιος, η σημερινή ζωή είναι η πιο καλύτερη κι η πιο βλογημένη από όλες που πέρασε ο άνθρωπος. Η σημερινή νεολαία είναι μεθυσμένη από εκείνο που λέμε εμείς «ανηθικότητα», και που αυτή το λέγει «ελευθερία». Τι κάθεσαι λοιπόν εσύ και τσαμπουρνίζεις με την ηθική σου; Γι’ αυτούς είναι το πιο μεγάλο χάρισμα η ανηθικότητα, και μπορούνε να σκοτώσουνε εκείνον που χτυπά την «ελευθερία» τους. Αιώνες αγωνιζότανε ο άνθρωπος, χωρίς να μπορέσει να την αποχτήσει. Και τώρα που την έκανε χτήμα του, να την αφήσει για την παλαιοντολογική ηθική μας;

Ποτέ δεν μίσησε άνθρωπος τον άνθρωπο τόσο πολύ, όσο στον καιρό μας. Και τον μίσησε στ’ όνομα αυτής της «ελευθερίας», που λέγει πως είναι το πολύτιμο απόχτημα της εποχής μας. Μισημένες είναι οι ηθικές κουκουβάγιες κι οι χριστιανικές μοιρολογήστρες. Ποτέ ο χριστιανός δεν μισήθηκε όσο σήμερα, ούτε επί Νέρωνα.

Που ν’ ακούσουνε οι άνθρωποι του καιρού μας κουβέντα για Θεό, για ψυχή, για άλλη ζωή! Η ψυχή τους έχει παραμορφωθεί ολότελα από τις κάθε λογής ανοησίες που βλέπουμε στον κινηματογράφο. Η ταινία που δεν έχει μέσα της πολλή ανοησία, δεν γνωρίζει επιτυχία. Ανοησία, και ακαλαισθησία, αυτά τα δύο βασιλεύουνε σήμερα. Είναι απίστευτο το τι ακούγει κανένας για αστεία στις συναναστροφές που κάνουνε οι νέοι. Κρυόμπλαστα, ασυναρτησίες, μωρολογίες. Χάθηκε απ’ αυτούς κι η πιο συνηθισμένη εξυπνάδα. Τα καημένα τα παιδιά, παίρνουνε αφορμή από ένα τίποτα, για να χαχανίσουνε. Τα δέρνει η αμηχανία κι η βαρυεστημάρα κι αυτή είναι η αιτία που τα κάνει να χοροπηδάνε σαν τρελλά, να τσακίζουνε ο,τι βρούνε μπροστά τους, να τα βάζουνε με ανύποπτους ανθρώπους. Γι’ αυτά τα πλάσματα η ζωή του ανθρώπου είναι ένα ανιαρό πράγμα δίχως σκοπό, δίχως αληθινή χαρά, δίχως αγνόν ενθουσιασμό.

Ποιός φταίγει γι’ αυτή την κατάσταση; Όλοι μας. Όλοι συνεργήσαμε για να καταντήσει η ζωή έτσι που κατήντησε. Όλοι δουλέψαμε για να χτισθεί τούτος ο τερατώδικος πύργος του Βαβέλ. Άλλοι κουβαλήσανε για πέτρες τις πετρωμένες και αναίσθητες καρδιές τους, άλλοι κουβαλήσανε λάσπη από τα κατάβαθά τους που φωλιάζουνε τα βρωμερά πάθη. Εκείνος ο παλιός πύργος του Βαβέλ ρήμαξε κι εξαφανίσθηκε. Μα τούτος θα στέκεται ασάλευτος, κι οι άνθρωποι ολοένα θα τον κάνουνε πιο ψηλόν, με σκοπό να χτυπήσουνε τον Θεό.

Εσείς που θλιβόσαστε και πονάτε γι’ αυτή την κατάσταση, καλά κάνετε να λυπόσαστε, μα μην ονειρευόσαστε πως θάρθουνε καλύτερες μέρες για τον κόσμο. Ο κόσμος τρέχει σαν τρελλός. Κατά μεν τη δική του γνώμη ανηφορίζει στον θρίαμβο, κατά δε τη δική σας γνώμη κατηφορίζει στα τάρταρα και στον χαμό. Ποιός από τους δύο έχει δίκιο, μοναχά ο Θεός το γνωρίζει. Αυτό το τρέξιμο δεν θα πάψει ως την τελευταία μέρα, που θα λάμψει η αλήθεια και θα δικαιωθούνε όσοι την πιστέψανε σωστά, και μαρτυρήσανε γι’ αυτή και εμπαιχτήκανε γι’ αυτή.

Ίσως νάρχεται κιόλας ο Αντίχριστος. Τα σημεία και τα τέρατα που προφητεύτηκε πως θα κάνει αρχίσανε να φανερώνουνται. Η επιστήμη βασιλεύει κι η αθεΐα βασιλεύει μαζί της.

Μία βροντερή φωνή ακούγεται από πάνω, μα την ακούνε μόνο εκείνοι, που έχουνε αυτιά για να την ακούσουνε. Και λέγει: «Να, έρχομαι σαν τον κλέφτη. Καλότυχος εκείνος που ξαγρυπνά και βαστά καθαρά τα φορέματά του. Ο καιρός είναι κοντά. Ο άδικος ας αδικήσει ακόμα, κι ο βρωμερός ας βρωμισθεί ακόμα, κι ο δίκαιος ας κάνει δικαιοσύνη ακόμα, κι ο άγιος ας αγιάσει ακόμα. Να, έρχομαι γρήγορα!».

Φώτης Κόντογλου 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Μυστικά Ανθη», Εκδόσεις Παπαδημητρίου) – Ο κόσμος στον δρόμο του | Διακόνημα

πηγή φωτογραφίας: Empty Chairs — The Raymond Foundatiotn

Η ορεινή γυνή: Ταπεινές κι αγιασμένες ψυχές


κυρ Φώτης Κόντογλου

Αν γυρίσης τον κόσμο, θα δης πως δεν θάβρης παρά σπάνια ευτυχισμένους ανθρώπους, και κείνους με λιγόχρονη κι άστατη ευτυχία, πικραμένους όμως θα βρης πολλούς, σε κάθε πάτημά σου. Αδέρφια σου στη χαρά δεν θα βρης πολλά, μα αδέρφια στην πίκρα θα βρης πάρα πολλά.
Αυτό φανερώνει πως τούτος ο κόσμος είναι ένας τόπος που έρχεται ο άνθρωπος για να δοκιμασθή κι’ όχι για να ευτυχήση. Αφήνω πως ευτυχία δεν είναι η καλοπέραση του κορμιού, κι’ αυτό φαίνεται τρανώτατα από το ότι οι καλοπερασμένοι κ’ οι πλούσιοι δεν είναι ευτυχισμένοι, αλλά κάνουνε τον ευτυχισμένο και στο τέλος βαριούνται τη ζωή τους…
Πίνουνε από ένα νερό που δεν ξεδιψά τον άνθρωπο. Και το μονάχο νερό που ξεδιψά είναι εκείνο που αποζητά η ψυχή.
Η ψυχή μπορεί να είναι ευτυχισμένη και μέσα σ’ ένα κορμί δυστυχισμένο, κακοπερασμένο και στερημένο, άρρωστο κι’ ασκημισμένο. Αυτό είναι το παράδοξο. Η πίστη κ’ η ελπίδα είναι η χαρά της ψυχής, και κοντά στην ψυχή που νοιώθει την χαρά αυτή, δροσίζεται κι’ ανακουφίζεται και το σώμα, κι’ ας είναι κακοπαθιασμένο. Ίσια-ίσια μέσα σε τέτοιο κορμί η ψυχή λυτρώνεται και χαίρεται, ερχόμενη σε κατάνυξη. Για τούτο είπε το γλυκύτατο στόμα του Χριστού: “Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται”, “μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών”, “μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε. Πλην ουαί υμίν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών”, που θα πη “αλλοίμονο σε σας τους πλούσιους, τους ξεκούραστους, τους καλοπερασμένους, γιατί δεν θα βρήτε πουθενά παρηγοριά”. 
Κι’ ο απόστολος Παύλος λέγει πως οι χριστιανοί φαίνουνται λυπημένοι, μα από μέσα χαίρουνται “ως λυπούμενοι, αεί δε χαίροντες”, γράφοντας στους Κορινθίους. Και στους Κολασσαείς γράφει: “Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου”, “έχω χαρά, λέγει, που βασανίζουμαι για τον Χριστό”. 
Κι’ αλλού γράφει πως σαν παρακάλεσε τον Χριστό να τον ανακουφίση λίγο από τους πειρασμούς, ο Κύριος του είπε: “Σου φτάνει η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου με τη δική σου αδυναμία φανερώνεται”, δηλαδή “δεν παίρνω από πάνω σου τις δυστυχίες, γιατί μ’ αυτές η ψυχή σου δυναμώνει και νοιώθει τη χαρά της αθανασίας”…
Μια από τούτες τις μέρες βρέθηκα σ’ ένα βουνό πυκνοδασωμένο και μοσκοβολημένο, και σαν να ξαναγεννήθηκα. Περπατούσα σ’ ένα έρημο μονοπάτι, κι’ ανάσαινα το δροσερό αγεράκι που κατέβαινε από τις ραχούλες, και δόξαζα τον Θεό που μπορούμε ακόμα να καταφεύγουμε σε τούτη την αγνή πλάση, που είναι ως τα σήμερα όπως την έφτιαξε η σοφία κ’ η αγάπη Του, μακρυά από την πνιχτική βρώμα της αλεποφωλιάς που τη λένε πολιτεία, και που βράζει μέσα της κάθε λογής αμαρτία, κακία, πονηριά, κάθε λογής ασκήμια, μ’ όλα τα ψεύτικα στολίδια που στολίσανε αυτή τη σιχαμερή πόρνη οι εραστές της.
Εκεί που περπατούσα, βλέπω να βγαίνη από το δάσος μια μικροκανωμένη γυναίκα, μ’ ένα σακκί στον ώμο. Ήτανε ξυπόλητη, με το κεφάλι τυλιγμένο μ’ ένα τσεμπέρι, και βαστούσε στο χέρι της ένα ραβδί. Σαν ήρθε κοντά μου με χαιρέτησε μ’ έναν έμορφον χαιρετισμό, ταπεινά και λίγο φοβισμένα. Το πρόσωπό της ήτανε πολύ εκφραστικό και συμπαθητικό, αλλοιώτικο από τα πρόσωπα που βλέπουμε στην πολιτεία, που είναι γεμάτα αφηρημάδα, αδιαντροπιά, αδιαφορία, ανέκφραστες μάσκες. Με κύτταζε με προσοχή σαν μιλούσε, και με περισσότερη προσοχή μ’ άκουγε όποτε της απαντούσα. Η όψη της ήτανε βασανισμένη, μα γεμάτη αξιοπρέπεια, ταπείνωση και σεμνότητα. Το μικρό πρόσωπό της, τυλιγμένο με το τσεμπέρι, ήτανε ψημένο από τον αγέρα κι’ από τον ήλιο. Η μύτη της ήτανε μικρή, το στόμα της είχε λίγο χνούδι σαν μουστάκι, που την έκανε να μοιάζη με τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο, όπως είναι ζωγραφισμένος στις αρχαίες εικόνες. Τα μάτια της όμως ήτανε τόσο εκφραστικά κ’ η ομιλία της τόσο σπουδαία, απονήρευτη και συμπαθητική, που τραβούσε τον άνθρωπο σαν μαγνήτης. Το σώμα της ήτανε κοκκαλιάρικο και πολύ σβέλτο, και μ’ όλο που ήτανε κακοντυμένη και ξυπόλητη, είχε επάνω της κάποιο ανεξήγητο μεγαλείο, τόσο, που ν’ απορή κανένας και να συλλογίζεται γιατί δεν βρίσκουνται πια τέτοιοι άνθρωποι ανάμεσά μας.
Μου μίλησε πρώτα για την πίστη μας, που μας έδωσε ο Χριστός να τη φυλάγουμε καλά για να μην την χάσουμε, ας είναι και με το αίμα μας. “Αμ’ τί έχουμε πιο ακριβό από την πίστη μας;”.
Μου μίλησε για τα πρόβατα που τα φύλαγε ο γυιος της και κείνη η ίδια, μου μίλησε για τα βάσανα που τραβάνε με τους βαρειούς χειμώνηδες και για κάποιους “επίσημους ανθρώπους” που έρχουνται από την Αθήνα με συνοδεία και που τους φοβερίζουνε πως θα πάρουνε τις βοσκές και που λένε πως δεν χρειάζουνται τα πρόβατα και πως θα τα διώξουνε, επειδή στα βουνά κάνουνε περίπατο οι άνθρωποι που έρχουνται από τα ξένα μέρη, και που δεν θέλουνε να βλέπουνε πρόβατα που κοπρίζουνε, μηδέ γιδερά, αλλά μονάχα δέντρα. “Έλα, Χριστέ και Παναγιά, μου λέγει. Η κοπριά που κάνουνε τα πρόβατα, μοσκοβολά. 
Η δική μας η κοπριά βρωμά, η ανθρωπινή. Εμένα ο παππούς μου κι’ ο προπάππος μου, ο πατέρας μου κι’ ο άντρας μου κι’ όλοι οι συγγενοί μου, αυτή τη δουλειά κάνανε, με τα ζωντανά ζούσανε. Τα βιβλία γράφουν πως αυτή η δουλειά είναι βλογημένη, γιατί είναι η πρώτη που έκανε ο άνθρωπος, πριν να μάθη να σπέρνη και να θερίζη. Κι’ ο Χριστός μας αυτή τη δουλειά έκανε, σαν ήτανε μικρός, και σαν του πήρανε κ’ εκείνου τα πρόβατα, έγινε διακονιάρης, για τούτο άμα έρχεται στο σπίτι σου διακονιάρης, πρέπει να του δίνης ελεημοσύνη, γιατί είναι του Χριστού αδερφός. Εκείνος έκανε τα βουνά και τα φυτουργήματα, για να βοσκάνε τα ζωντανά, να πίνη ο κόσμος γάλα, να τρώγη τυρί και να ντύνεται με το μαλλί, να τρώγη και το κρέας. “Α!; Το γάλα, το κρέας και το μαλλί το θέλουνε οι άνθρωποι που έρχουνται από την Αθήνα με τ’ αυτοκίνητα; Ε; Τα κακόμοιρα τα πρόβατα τους μποδίζουνε, δεν τα θέλουνε. Εμ γιατί, μαθές; Πειράζουν κανέναν; Ενοχλούν κανέναν; Ημείς ζούμε κρυφά απ’ τον Θεό. Ήμαστε καλοί άνθρωποι, άβλαβοι, σαν τα πρόβατα που έχουμε“.
Μου είπε τα οικογενειακά της, τα βάσανά της, ήσυχα, χωρίς να κλαίγεται για να την λυπηθώ. Καρτερία κ’ υπομονή. Την ρώτησα πως τη λένε. Μούπε: “Λέγουμαι Ελένη Σφέτσα, κ’ έχω πέντε παιδιά και τέσσαρα αγγόνια. Του λόγου σου έχεις οικογένεια;”. Της είπα κ’ εγώ τα δικά μου, και μούπε “Να τα χαίρεσαι!”. Ακουμπισμένη στο ραβδί, με κύτταζε σαν να με ήξερε από χρόνια. Είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο που τον ένοιωθε η καρδιά μου, που του είχα εμπιστοσύνη, έναν άνθρωπον απλόν και καθαρόν, αξιαγάπητον, καλοκάγαθον, ελεύθερο, χωρίς εγωισμό, δίχως φιλοδοξίες, δίχως μπερδεμένα πράγματα μέσα του, έναν ξεκουραστικόν άνθρωπο, μια αληθινή εικόνα του Θεού. Τέτοιον άνθρωπο ξεσυνηθίσαμε να βλέπουμε.
Με ρώτησε ταπεινά: “θέλεις να κοπιάσης στο φτωχικό μας να ξεκουρασής; Να, εδώ παρακάτω είναι. Κοντά στον Αγι’ Αντώνη, την εκκλησιά. Φαίνεσαι της θρησκείας άνθρωπος”.
Της είπα πως θα πάγω άλλη φορά και χωριστήκαμε. Πήρε το σακκί της, και σε μια στιγμή χάθηκε στα δεξιά του δρόμου, πίσ’ από τα δέντρα.
Τράβηξα τον δρόμο μου συλλογισμένος και συγκινημένος. Θυμήθηκα ένα συναξάρι που γράφει για μια τέτοια γυναίκα και που τη λέγει “η ορεινή γυνή”.
Ύστερ’ από λίγες μέρες πήγα πάλι κατά τα λημέρια της κυρά Λένης. Βρήκα τον Αγι’ Αντώνη, ένα μικρό εκκλησάκι, φτωχό σαν και κείνη. Φτάνοντας απ’ έξω άκουσα σιγανές ψαλμωδίες. Ήτανε Σαββατόβραδο, παραμονή της Σαμαρείτιδος.
Μπήκα μέσα ήσυχα, να μη με πάρη κανένας είδηση. Τον εσπερινό τον έκανε ένας μεσόκοπος παπάς με αρχαία όψη. Ο ψάλτης ήτανε πιο νέος, κ’ έψελνε πολύ κατανυχτικά και ταπεινά. 
Όλοι-όλοι οι προσκυνητές ήτανε πεντέξη, γυναίκες, τρεις άντρες βουνήσιοι, κ’ ένα παιδάκι που υπηρετούσε τον παπά. Όπως ήτανε σκοτεινά, κρύφτηκα πίσω από μια γωνιά.
Κείνη την ώρα έψελνε ο ψάλτης το δοξαστικό της Σαμαρείτιδος, ένα από τα πιο εξαίσια τροπάρια, που όποτε τ’ ακούσω να τα ψέλνη κανένας καλλίφωνος και ευλαβής ψάλτης, νοιώθω τόση συγκίνηση, που τρέχουνε δάκρυα από τα μάτια μου. Φαντάσου, αγαπητέ αναγνώστη, τι συγκίνηση ένοιωσα κείνη την ώρα, μέσα στην ταπεινή εκείνη εκκλησιά, μαζί με τους βουνήσιους ανθρώπους και με την κυρά Ελένη, ακούγοντας εκείνο το τροπάρι να το ψέλνη με βαθειά κατάνυξη ο καλλίφωνος και ταπεινός ψάλτης του βουνού, που δεν τον ήξερε κανένας. 
Ήρθανε στο νου μου τα λόγια της κυρά Λένης “Εμείς ζούμε κρυφά από τον Θεό”, κ’ έλεγα μέσα μου “Πόσο κοντά στον Θεό ζούνε τούτοι οι αληθινοί Χριστιανοί!”.
“Έχω ακούσει πολλούς ψαλτάδες. Μα σαν κ’ εκείνον τον ψάλτη σε κείνον τον εσπερινό δεν άκουσα άλλον κανέναν. Θα τον θυμάμαι με κατάνυξη ως που να πεθάνω. Από κείνη τη μέρα έψαλα μοναχός στο σπίτι μου πολλές φορές το δοξαστικό της Σαμαρείτιδος, για να θαρρώ πως ξαναβρίσκουμαι στον Αγι’ Αντώνη του βουνού: “Παρά το φρέαρ του Ιακώβ ευρών ο Ιησούς την Σαμαρείτιδα, αιτεί ύδωρ παρ’ αυτής ο νέφεσι καλύπτων την γην. Ω, του θαύματος! ο τοις Χερουβίμ εποχούμενος πόρνη γυναικί διελέγετο, ύδωρ αιτών ο εν ύδασι την γην κρεμάσας, ύδωρ ζητών ο πηγάς και λίμνας υδάτων εκχέων…”
Σ’ όλον τον εσπερινό ένοιωθα ζωηρά πως μαζί μου κάνανε την προσευχή τους εκείνοι οι ταπεινοί κ’ οι συντετριμμένοι, και μια θεϊκή φλόγα δρόσιζε την καρδιά μου. Με τρόπο έρριχνα καμμιά κρυφή ματιά κατά το μέρος που στεκόντανε οι γυναίκες και σταυροκοπιόντανε, με τα μακρυά χοντροφούστανα, με τα τσεμπέρια, οι περισσότερες ξυπόλητες, βασανισμένες. Τέτοιες γυναίκες αγιασμένες και καταφρονεμένες πού να βρεθούνε σήμερα! Ανάμεσά τους ήτανε κρυμμένη κ’ η Ελένη Σφέτσα, ακόμα πιο εκφραστική και πιο ταπεινή απ’ όσο την είχα δη την πρώτη φορά στο βουνό, αληθινό εικόνισμα κάποιας αγίας ζωγραφισμένο από αρχαίον ζωγράφο, από κείνα που λες πως δεν τα έκανε χέρι ανθρώπινο, αλλά πως τυπωθήκανε από τη θεϊκή χάρη. 
Έσκυβε το κεφάλι της και μαζευότανε, σαν νάθελε να κρυφτή πίσω από τις άλλες να μη φαίνεται. Μιαν άλλη νεώτερη, είχε και κείνη όψη αγιασμένη. Στεκότανε κρυμμένη πίσω από μια πιο ψηλή, και κύτταζε με ταπείνωση και με ευλάβεια κατά το τέμπλο, και δεν έπαψε μήτε μια στιγμή να κάνη τον σταυρό της, αργά και με προσοχή. Είχε το ένα χεράκι της στο στήθος της και κρατούσε σεμνά ένα μαντήλι διπλωμένο, και με το άλλο έκανε τον σταυρό της. 
Τ’ ακουμπούσε πρώτα στο μέτωπό της κάμποση ώρα, σαν να συγκέντρωνε τη διάνοιά της, υστέρα το κατέβαζε χαμηλά κάτω από το στήθος της, κατόπι το πήγαινε στον δεξίν ώμο της και τέλος στον αριστερό, με μια κίνηση που δεν περιγράφεται. Το πρόσωπό της, που το έκρυβε ολοένα, σκύβοντας πίσω από τις άλλες γυναίκες, ήτανε γεμάτο από ταπείνωση, υπομονή, κ’ εγκαρτέρηση. Ήτανε σαν το αγριολούλουδο που κρύβεται ντροπαλά κάτω από την πέτρα. Τα χέρια της και το σταυροκόπημά τους δεν θα τα ξεχάσω ποτέ, θ’ απομείνουνε μέσα στην ψυχή μου για πάντα.
“Ω! Τί πνευματικός δείπνος μέσα σε κείνο το σκοτεινό και ξεχασμένο εκκλησάκι, που δεν το ήξερε κανένας! Ποιός από τους σημερινούς τετραπέρατους ανθρώπους που θαρρούνε πως τα ξέρουνε όλα, θα καταδεχότανε να μπη μέσα, να απογευτή από τη μυστική αμβροσία κι’ από το μυστικό νέκταρ, μαζί με τις φτωχές γυναίκες και με τους τσομπάνηδες; 
Πού να ξέρουνε πως από την περηφάνεια τους είναι καταδικασμένοι να ζούνε μακριά από το αθάνατο νερό που έδωσε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα;
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ακατάδεχτους κατάδικους, βρίσκουνται κ’ οι “επίσημοι άνθρωποι”, που μούλεγε η κυρά Λένη που έρχουνται από την Αθήνα και που δεν θέλουνε να βλέπουνε πρόβατα και τσομπάνηδες.
Θεέ μου, γιατί να βρίσκουνται πάντα σε διωγμό οι αγαπημένοι σου σε τούτον τον κόσμο• 
Αυτούς που δεν πειράζουνε κανέναν, γιατί να τους πειράζουνε όλοι; Γιατί να κινδυνεύουνε να εξοντωθούνε οι ταπεινοί κ’ οι άβλαβοι κι’ όσοι πιστεύουνε σε Σένα και προσκυνούνε το υποπόδιο των ποδών Σου; Προστάτεψέ τους, Κύριε, για να μην πάψη να λατρεύεται το πανάγιο όνομά Σου απάνω στα βουνά από τους ταπεινούς ανθρώπους.

(Απόσπασμα από το βιβλίο “Ασάλευτο Θεμέλιο”, Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ)

Αναρτήθηκε από ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ΤΥΧΙΚΟΣ ΔΕΝ ΔΕΧΘΗΚΕ ΤΗΝ ΚΑΡΑ ΤΟΥ «ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ» ΣΤΗΝ ΠΑΦΟ, ΠΟΥ ΘΑ ΤΗΝ ΜΕΤΕΦΕΡΑΝ ΚΑΡΔΙΝΑΛΙΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΤΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ, ΠΟΥ ΞΕΦΟΥΡΝΙΖΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ

Τό ποσο γνησια εἶναι τά λειψανα που θὰ ἔστελνε στην Πάφο το Βατικανό μᾶς δίνει ἀπάντηση ὁ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ, Ο ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ & ὁ καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ν. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ


Καί οἱ τρεῖς ἀμφισβητοῦν για την γνησιότητα τῆς καρας τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα που ξεφούρνισαν τα ὑπόγεια του Βατικανοῦ. Δεῖτε τό ἀγαλματίδιο, που παρέδωσαν οἱ καρδινάλιοι & τό προσκυνοῦσαν οἱ πιστοί το 1964 στην Πάτρα

Οἱ αείμνηστοι μάρτυρες εἶναι παρόντες, ἄς μη το πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους, και ἀπο τοὺς τάφους γίνονται μάρτυρες ὑπερασπίσεως στον ἀδίκως διωχθέντα ὀρθόδοξο ἱεράρχη Παφου Τυχικό. Ὁ Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος & καλὸς ποιμένας τῆς Πάφου, δὲν δέχθηκε νά φέρουν την «κάρα τοῦ ἀποστόλου Παύλου» ἀπό το Βατικανό οἱ καρδινάλιοι, για να μη πέσει το ποιμνιό του στην παγίδα τους

Μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος ἀπαντᾶ:
Η ΑΠΑΤΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟY


«…Τιμῶ τά λείψανα, τιμῶ τὰ λείψανα τὰ ἀληθινά. Δὲν θέλω νὰ πάθουμε ὅτι ἐπάθαμε μέ τό Βατικανό, διότι ξέρετε ὅτι τὰ ὑπόγεια τοῦ Βατικανοῦ εἶναι γεμάτα ἀπό κόκκαλα, κόκκαλα δῆθεν ἁγίων, πού μάζευαν χρόνια.
Ἔχω μια ὑπόνοια σοβαρά, ὅτι ὁ Πάπας κραττᾶ τά πραγματικά λείψανα καὶ μᾶς δίνει τά ψευδή λείψανα, γιὰ νὰ μᾶς ἀπατήση.


Κάτι ἐπ᾽αὐτοῦ. Δὲν θέλω νὰ σκανδαλίσω τάς ψυχάς, διότι μιά ψυχή που πιστεύει καὶ ἂν ἀκόμη τὸ λείψανο δὲν εἶναι πραγματικό, ἔχει τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄλλα δὲν θέλω νὰ γίνουμε θύματα ἀπάτης τοῦ Βατικανοῦ,τό ὁποῖο ἀδειάζει τίς ἀποθῆκες του και τὰ σκορπίζει δεξιά καὶ ἀριστερὰ καὶ κραττᾶ τὰ πραγματικά λείψανα.
Κάτι ἐπ᾽ αὐτοῦ σπουδαῖο εἶπε ὁ Τωμαδάκης, ὁ καθηγητής τῆς Φιλοσοφίας, ὁ ὁποῖος ἐμελέτησε κάτω τάς κεφαλάς καὶ ἀπέδειξε, ὅτι ἐκεῖ μέσα ὑπάρχει μιὰ μεγάλη ἀπάτη.

Ὁ καθηγητής Ν. Τωμαδακης πού τόν μνημονεύει στήν ὁμιλία του ὁ ἀγωνιστής ἱεράρχης π. Αὐγουστῖνος, ἔδωσε στην δημοσιότητα 4 ἐπιστολές στην ἐφημεριδα «ΤΥΠΟΣ τον Ὀκτ. τοῦ 1964, ποὺ ἦρθε στὰ χέρια μας, ἀμφισβητεῖ την γνησιότητα τῆς κάρας «τοῦ ἀπόστολου Ἀνδρέα», που ἔφεραν καρδινάλιοι ἀπό το Βατικανό. Κάτι παρόμοιο θὰ κάναν & με τοῦ ἀποστόλου Παύλου(Δεῖτε φωτογραφικῶς ἕνα ἀπόσπασμα τῆς πρώτης ἐπιστολῆς).

Ὁ γνωστὸς σε ὅλους μας μεγάλος ἁγιογράφος Φώτης Κόντογλου ἔφριξε ὅταν εἶδε τὸ ἀγαλματίδιο, ποὺ ἔφεραν οἱ καρδινάλιοι με την κάρα και γράφει ἀπαξιωτικά γι᾽αυτήν.
ΠῼΣ ΗΡΘΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ ΑΥΤΗ Η ΠΑΛΑΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ;

Χέρι Θεοῦ τὴν ἔφερε, την ἐπόμενη ἡμέρα που καταδικάστηκε ὁ ἀθῶος ΤΥΧΙΚΟΣ ἀπό το δικαστήριο του Ἄννα και τοῦ Καϊαφα. Ηταν περασμενη ὡρα τα μεσανυκτα και πιάσαμε ἕναν φάκελο ἀπό τα ἀρχεῖα τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου, τό πρῶτο που ἦρθε στά χέρια μας ἦταν, αυτή ἡ πολύτιμη για την στιγμή ἐφημερίδα, τοῦ 1964.

Ὁ Μητροπολίτης Φλωρίνης Αὐγουστῖνος εἶναι παρόν ὅταν χρειαζόμεθα την βοήθειά του & τηρεῖ τον λόγο, που ἔδωσε σε κήρυγμά του: «Εγώ θα φύγω, πού θα πάω; Ὅπου και αν πάω, αν δῶ ὅτι η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ κινδυνεύει θα κάνω επανάσταση θα χτυπήσω συναγερμό. Δεν θα αφήσω την Εκκλησία του Χριστού ούτε στους αθέους ούτε στους μασόνους ούτε στους οικουμενιστάς…».
Αὐτὴν τη στιγμή διώκεται ἕνας ἐπίσκοπος για τα ὀρθόδοξα φρονήματά του, ὁ Τυχικός & κάποιοι ἱερεῖς ὀρθόδοξοι που ἐφαρμόζουν τους ἱερους κανόνες. Δεν εἶναι ἀνωτερος ἀπό τους Ἱερους Κανόνες ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος που ἀγκαλιάζει τους αιρετικούς και δημιουργεῖ σχίσματα στην Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, διώκοντας τους ὀρθοδόξους.


Διαβᾶστε πόσο φρικιαστική παρουσιάζει, ὁ γνωστός ἀείμνηστος μεγάλος ἁγιογράφος Φώτης Κόντογλου ὅταν ἀντίκρισε σε φωτογραφίες την κάρα, τοῦ «ἀποστολου», τότε «Ἀνδρέα», που ἔφεραν στην Πάτρα οἱ καρδινάλιοι ἀπό τὸ Βατικανό. Τό ἴδιο τώρα θα γινόταν μὲ «την κάρα τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Πῶς μποροῦμε ἐμεῖς νὰ ἐμπιστευτοῦμε το Βατικανό μὲ την ἀπαίσια και σκοτεινή ἱστορία του. Δεν θέλουμε δωρα ἀπό τα χέρια τους. «Φοβοῦ τους Δαναούς και δωρα φέροντες». Κεφαλές ἀμφιβόλου προελεύσεως, Παπῶν ἤ καρδιναλιων δεν προσκυνοῦμε οἱ ὀρθόδοξοι.


Η ΚΑΡΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ

Τοῦ κ. ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Ἔχω ἐμπρός μου μίαν φωτογραφία τῆς λεγομένης λειψανοθήκης τοῦ λειψάνου αὐτοῦ. Ἀλλὰ ἀντί λειψανοθήκης, βλέπω μίαν κακότεχνη γλυπτή κεφαλή, ἡ ὁποία, ὄχι μόνο σεβασμὸ δὲν προκαλεῖ, ἀλλὰ καὶ ἀποτροπιασμό, ὅπως εἶναι τοποθετημένη, μὲ ἕνα λεπτό λαιμό, ἐπάνω σέ μιὰ βάσι ποὺ ὁμοιάζει μὲ ὤμους ἀνθρώπου. Τό θέαμα εἶναι μακάβριο, ὡς νὰ πρόκειται περὶ νεκρικῆς προσωπίδος.

Αὐτὸ τὸ εἴδωλο, εἰδεχθὲς ὡς τὸ «βρέτας» τοῦ Ναβουχοδονόσορος, ἀντιπροσωπεύει ἐπαξίως τὸ θανατερὸν πνεῦμα τοῦ παπισμοῦ, ὅπως οἱ σκελετοὶ εἰς τὰ παπικὰ κοιμητήρια, τὰ λεγόμενα «κάμπο σάντος». Οἱ σκελετοί καὶ τὰ ἄλλα παραπλήσια μακάβρια θεάματα, ὑπῆρξαν πολὺ προσφιλῆ εἰς τὸ καταχθόνιο πνεῦμα τοῦ παπισμοῦ, καὶ ἀπὸ αὐτὰ ἐνεπνεύσθησαν πολλοὶ ζωγράφοι καὶ γλύπται ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ὑπηρέτησαν μὲ τέχνη των τὴν Λατινικήν Συναγωγην. Τὰ γνωστότερα ἔργα αὐτῆς τῆς ἀπελπιστικῆς τέχνης εἶναι ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Λούκα Σινιορέλλι καὶ τοῦ Μιχαήλ Ἀγγέλου, ὅπου σκελετοὶ ἐξέρχονται ἐκ τῶν μνημάτων, ἄλλοι ἐντελῶς ἀποσαρκωμένοι καὶ ἄλλοι φέροντες ὑπολείματα σαρκῶν ἐπὶ τῶν ὀστῶν.

Χαρακτηριστικὸς της τοιαύτης ἀνατριχιαστικῆς ἐμπνεύσεως τοῦ λατινικοῦ κόσμου ὑπῆρξε, σὺν τοῖς ἄλλοις, καὶ ὁ λεγόμενος πυρρίχιος χορός, εἰς τὸν ὁποῖον προεξάρχων ἧτο εἷς σκελετός, εἰς τοῦτο δὲ τὸν καταχθόνιον χορὸν ἐχόρευε καὶ ὁ Πάπας μετὰ τῶν ὑπηκόων του.

Εἰς ἐν κοιμητήριο τῆς Ἰταλίας ὑπάρχει μία ἀπὀ τὰς πλέον φρικιαστικάς παραστάσεις. Πρόκειται δια μίαν τοιχογραφίαν εἰς τὴν ὁποία εἶναι ζωγραφισμένα εἰς τὴν σειρὰν μνήματα, ἐντὸς τῶν ὁποίων κεῖνται τὰ τυμπανιαῖα πτώματα νεκρῶν πλήρη σκωλήκων, ἐκ τῆς δυσοσμίας δὲ φράττουν τὴν ἰνα των μερικοὶ ἔφιπποι πολεμισταί, Οἵτινες πλησιάζουν τοὺς τάφους.

Ὅντως, αἱ τοιαῦται εἰκόνες τῶν παπικῶν εἶναι πλήρεις «τῆς μακαρίας» ἐλπίδος τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο!!!

Εἰς τὴν ἀνατολικὴν ἁγιογραφία δὲν ὑπάρχει ζωγραφισμένος σκελετός, τὸ σύμβολο «τῶν μὴ ἐχόντων ἐλπίδα» θνητοψύχων, ἐκτὸς μόνον τὸ κρανίου τοῦ Ἀδάμ εἰς τὴν Σταύρωσιν, τὸ ὁποῖο εἶναι και αὐτὸ σχηματοποιημένον, εἰς τρόπον ὥστε νὰ μὴ ἐμποιῇ ἀποκρουστικὴν ἐντύπωσιν. Ἀνθρώπινος σκελετόςἀναφαίνεται, καὶ τοῦτο σπανιώτατα, εἰς τὴν ἀνατολικὴν ἁγιογραφία τῶν χρόνωντῆς τουρκοκρατίας, ἐξ ἐπιδράσεως σχετικῶν χαλκογραφιῶν τῆς Δύσεως, ὡς εἶναι ἡ παράτασις τοῦ ἀββᾶ Σισώη ἱσταμένου περιλύπου ἔμπροσθεν τοῦ τάφου τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἐντός τοῦ ὁποίου κεῖται σκελετός.

Λοιπόν, ἡ ἀπαισία μορφὴ ἡ ὁποία παρουσιάσθη ὡς «λειψανοθήκη» τῆς κάρας τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα, ἔχει αὐτὸν τὸν μακάβριον χαρακτῆρα, ὅστις ἐκφράζει τὴν παρὰ τοῖς Λατινοις παγερὰν φρίκην τοῦ θανάτου. Μεταξὺ τῶν μεταβάντων εἰς Πάτρας, ὅπως ἀσπασθοῦν τὸ λειψανον, ὑπῆρξαν τινές οἱ ὁποῖοι ἐξεδήλωσαν ἐνδεικτικῶς τὸν ἀποτροπιασμόν των πρὸ τοῦ βαρβαροτέχνου τούτου εἰδώλου.

Ὁπωσδήποτε, οἱ παπικοὶ μᾶς ἐπέβαλον τὴν προσκύνησιν Λατινικοῦ ἀγάλματος, ὡς ἀπαρχὴν τῶν δεινῶν τὰ ὁποῖα θὰ πλήξουν ὑπούλως τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν μας, ἀλλοίμονον!

ΦΩΤΙΟΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

———

Ἀλλὰ ἐρωτῶμεν: Τί ἔγινε ἡ λειψανοθήκη βυζαντινῆς τέχνης, ἡ ὁποία περιεῖχε τὴν κάρα, ὅταν ἐκομίσθη αὕτη εἰς Ἰταλίαν παρὰ τοῦ ἀθλίου Λατινόφρονος Θωμᾶ;

Ἕνα κορμί ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, καί μ᾿αὐτό τρώγεται μέρα-νύχτα...


Ἕνα κορμὶ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, καὶ μ᾿ αὐτὸ τρώγεται μέρα-νύχτα. Τὸ γυρίζει ἀπὸ δῶ, τὸ γυρίζει ἀπὸ κεῖ, τὸ μισογυμνώνει, τὸ ξεγυμνώνει ὁλότελα, ξανὰ τὸ μισοντύνει, κ᾿ ἔτσι βασανίζεται, δὲν ξέρει τί νὰ τὸ κάνῃ.
Ἔ, κακορρίζικε ἄνθρωπε, τὸ ξεγύμνωσες, τὸ γύρισες ἀπὸ δῶ κι᾿ ἀπὸ κεῖ. Κ᾿ ἔπειτα, τί ἔκανες τάχα; Τὸ βρώμισες, τὸ μόλεψες, τὸ κουρέλιασες, τὸ ρεζίλεψες, κι᾿ ἀκόμα δὲν ἡσύχασες! Θεάματα, πυροτεχνήματα, ταινίες, σαρκολατρεία, ἐξαχρείωση, ζωὴ δίχως καμμιὰ οὐσία. Δὲν πᾶς ν᾿ ἀπογευτῆς λίγη ἀληθινὴ ζωή. Παρὰ κλείνεσαι μέσα στὰ σκοτεινὰ μπουντρούμια καὶ πασκίζεις νὰ ψευτοζήσῃς μὲ τοὺς ἴσκιους, μὲ τὶς φωτογραφίες!
Τί καταδίκη ἔπαθες! Τί κατάντημα, καὶ δὲν τὸ κατάλαβες! 
«Ἄνθρωπος, ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκεν. Κατελογίσθη τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». 
«Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῷ πλάστηκε τιμημένος δὲν τὸ κατάλαβε. Λογαριάσθηκε μαζὶ μὲ τὰ ζῷα τὰ ἄλογα, κ᾿ ἔγινε ἕνα μ᾿ αὐτά».

Φώτης Κόντογλου


...𝜑𝜏ά𝜉𝛼𝜇𝜀 𝜎𝜏𝜂 𝜎𝜂𝜇𝜀𝜌𝜄𝜈ή 𝜋𝛼𝜌𝛼𝜁ά𝜆𝜂 𝜅𝛼𝜄 𝜅𝜌έ𝜇𝜀𝜏𝛼𝜄 𝛼𝜋ό 𝜇𝜄𝛼 𝜅𝜆𝜔𝜎𝜏ή ό𝜆𝜂 𝜂 𝜋𝜌𝜊𝜅𝜊𝜇𝜇έ𝜈𝜂 𝛼𝜈𝜃𝜌𝜔𝜋ό𝜏𝜂𝜏𝛼

𝛫𝛼𝜏𝛼𝜈𝜏ή𝜎𝛼𝜇𝜀 𝜒𝜊ί𝜌𝜊𝜄 𝜎𝜄𝜒𝛼𝜇𝜀𝜌𝜊ί, 𝛿𝜊𝜎𝜇έ𝜈𝜊𝜄 𝜎𝜏𝜄ς 𝜋𝜄𝜊 𝛽𝜌ώ𝜇𝜄𝜅𝜀ς 𝜂𝛿𝜊𝜈ές, 𝛼𝛿𝜄ά𝜈𝜏𝜌𝜊𝜋𝜊𝜄, 𝜋𝜆𝜀𝜊𝜈έ𝜒𝜏𝜀ς, 𝜃𝜀𝜊𝜇ί𝜎𝜂𝜏𝜊𝜄, ά𝜎𝜋𝜆𝛼𝜒𝜈𝜊𝜄, 𝜏𝜌𝜀𝜆𝜊ί 𝛾𝜄𝛼 𝜏𝛼 𝜆𝜀𝜑𝜏ά, 𝛾𝜀𝜇ά𝜏𝜊𝜄 𝛼𝜆𝛼𝜁𝜊𝜈𝜀ί𝛼 𝛾𝜄𝛼 𝜏𝜂𝜈 𝜀𝜋𝜄𝜎𝜏ή𝜇𝜂 𝜇𝛼ς, 𝜔ς 𝜋𝜊𝜐 𝜑𝜏ά𝜉𝛼𝜇𝜀 𝜎𝜏𝜂 𝜎𝜂𝜇𝜀𝜌𝜄𝜈ή 𝜋𝛼𝜌𝛼𝜁ά𝜆𝜂 𝜅𝛼𝜄 𝜅𝜌έ𝜇𝜀𝜏𝛼𝜄 𝛼𝜋ό 𝜇𝜄𝛼 𝜅𝜆𝜔𝜎𝜏ή ό𝜆𝜂 𝜂 𝜋𝜌𝜊𝜅𝜊𝜇𝜇έ𝜈𝜂 𝛼𝜈𝜃𝜌𝜔𝜋ό𝜏𝜂𝜏𝛼.

Φώτιος Κόντογλου

Περί του Εικονοστασίου και της εν αυτώ θέσεως των αγίων Εικόνων




Το εικονοστάσιον, κοινώς τέμπλον, του ιερού ναού χωρίζει το Άγιον Βήμα από τον κυρίως ναόν. Πρέπει δε να είναι χαμηλόν, διά να φαίνεται η Θεοτόκος Πλατυτέρα, και να έχη τρεις θύρας, ήγουν εις το μέσον την Ωραίαν Πύλην, και δύο πλαγίας μικρότερας θύρας. Να έχη και θυρίδας, εις τας οποίας να μπαίνουν αι εικόνες, ζωγραφισμένες επάνω εις σανίδι.

Η δε θέσις των Ιερών εικόνων είναι αύτη: Δεξιόθεν της Ωραίας Πύλης ίσταται η εικών της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσης και αριστερόθεν η εικών του Χριστού. Εις την θυρίδα οπού ευρίσκεται παραπλεύρως της Παναγίας εκ δεξιών, ίσταται η εικών του αγίου ή της εορτής εις την οποίαν αφιέρωται ο ναός, εις δε την θυρίδα όπου ευρίσκεται παραπλεύρως του Κυρίου, ίσταται ο Τίμιος Πρόδρομος. Εις τας άλλας θυρίδας τοποθετούνται αι εικόνες των λοιπών αγίων. Η τοιαύτη διάταξις των εικόνων είναι κανών διά τας ορθοδόξους εκκλησίας.

Υπεράνωθεν της σειράς ταύτης των μεγάλων εικόνων τοποθετούνται μέσα εις μικροτέρας θυρίδας αι εικόνες των Αγίων Αποστόλων, εχουσαι εις το μέσον, ύπερθεν της Ωραίας Πύλης, την εικόνα της Δεήσεως, ή αι εικόνες του Δωδεκαόρτου, ήγουν: ο Ευαγγελισμός, η Γέννησις, η Υπαπαντή, η Βάπτισις, η Μετομόρφωσις, η Έγερσις του Λαζάρου, η Βαϊφόρος, ο Μυστικός Δείπνος, η Σταύρωσις, η Ανάστασις, η Ανάληψις και η Πεντηκοστή. Εάν αι θυρίδες είναι περισσότεροι των δώδεκα, πρόσθεσον και άλλας υποθέσεις, ως είναι η ίασις του Τυφλού ή του Παραλύτου, ή άλλο τι θαύμα, η Προδοσία, η Αποκαθήλωσις, ο Επιτάφιος Θρήνος, αι Μυροφόροι, η Ψηλάφησις του Θωμά.Επίσης, εάν θέλης να βάλης τους αποστόλους, και αι θυρίδες είναι περισσότεραι των δώδεκα, βάλε και κάποιους από τους Εβδομήκοντα, ως τον Λουκάν, Μάρκον, Ιάκωβον τον Αδελφόθεον, Ματθίαν, Ανανίαν, Βαρνάβαν, Τίτον, Τιμόθεον, Φιλήμονα, Νικάνορα κλπ.

Εις την Ωραίαν Πύλην τοποθετούνται, διά να την κλειούν, εις το άνω μεν μέρος ή παραπέτασμα, ή η εικών του Χριστού ως Μεγάλου Αρχιερέως, εις δε το κάτω μέρος τα λεγόμενα βημόθυρα, ήγουν δύο χαμηλά ξυλόγλυπτα θυρόφυλλα, επάνω εις τα οποία είναι ζωγραφισμένα εικονίδια οπού παριστάνουν ή τον Ευαγγελισμόν, και κάτωθεν τον Δαυίδ και Σολομώντα, ή τους κορυφαίους Αποστόλους Πέτρον και Παύλον, ή τους τέσσαρας ευαγγελιστάς.

Εις τας δύο πλαγίας θύρας ζωγραφίζονται οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Από τας εικόνας όπου ίστανται εις το εικονοστάσιον, αι δύο παρά την Ωραίαν Πύλην, του Χριστού και της Παναγίας, λέγονται δεσποτικαί εικόνες.

Εις την κορυφήν του εικονοστασίου και υπεράνω της Ωραίας Πύλης τοποθετείται Σταυρός ξυλόγλυπτος, έχων επ’ αυτού ζωγραφισμένον τον Χριστόν εσταυρωμένον, και από το δεξιόν μέρος του Σταυρού ίσταται η Θεοτόκος, ιστορημένη επί πινακίδος, ωσαύτως αριστερόθεν ίσταται ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Τα δύο ταύτα εικονίδια ονομάζονται λ υ π η ρ ά εις την γλώσσαν της αγιογραφίας.

(Φ. Κόντογλου, «ΕΚΦΡΑΣΙΣ», τ. Α΄, σ. 89-90)


Δεν είναι σε θέση να νιώσουνε την αθάνατη πνοή της Ορθοδοξίας...


«Φράζουνε τʼαυτία τους για να μην ακούσουνε τα πουλιά του Παραδείσου, και θέλουνε νʼακούνε τις κουκουβάγιες και τα κοράκια! Δεν είναι σε θέση να νιώσουνε την αθάνατη πνοή της Ορθοδοξίας, τη λεπτότητα που έχουνε τα νοήματα της, το μυστικό κάλλος της, και θρέφουνται με τις χονδροειδείς και πεζές κοινοτυπίες»


(Φώτης Κόντογλου, Ευλογημένο καταφύγιο, “Οι κρυφοί αιρετικοί”)


Φώτης Κόντογλου: Η χαρά των χριστιανών - Τὸ κάλλος τῆς Παναγίας


Η Παναγία είναι το πνευματικό στόλισμα της ορθοδοξίας. Για μας τους Έλληνες είναι η πονεμένη μητέρα, η παρηγορήτρια κ’ η προστάτρια, που μας παραστέκεται σε κάθε περίσταση.

Σε κάθε μέρος της Ελλάδας είναι χτισμένες αμέτρητες εκκλησιές και μοναστήρια, παλάτια αυτηνής της ταπεινής βασίλισσας, κι’ ένα σωρό ρημοκλήσια, μέσα στα βουνά, στους κάμπους και στα νησιά, μοσκοβολημένα από την παρθενική και πνευματική ευωδία της.

Μέσα στο καθένα απ’ αυτά βρίσκεται το παληό και σεβάσμιο εικόνισμά της με το μελαχροινό και χρυσοκέρινο πρόσωπό της, που το βρέχουνε ολοένα τα δάκρυα του βασανισμένου λαού μας, γιατί δεν έχουμε άλλη να μας βοηθήσει, παρεκτός από την Παναγία, «άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν εν κινδύνοις και θλίψεσιν αεί μεσιτείαν, οι κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων πολλών».

Το κάλλος της Παναγίας δεν είναι κάλλος σαρκικό, αλλά πνευματικό, γιατί εκεί που υπάρχει ο πόνος κ’ η αγιότητα, υπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό. Το σαρκικό κάλλος φέρνει τη σαρκική έξαψη, ενώ το πνευματικό κάλλος φέρνει κατυάνυξη, σεβασμό κι’ αγνή αγάπη.

Αυτό το κάλλος έχει η Παναγία. Κι ‘ αυτό το κάλλος είναι αποτυπωμένο στα ελληνικά εικονίσματά της που τα κάνανε άνθρωποι ευσεβείς οπού νηστεύανε και ψέλνανε και βρισκόντανε σε συντριβή καρδίας και σε πνευματική καθαρότητα.

Στην όψη της Παναγίας έχει τυπωθεί αυτό το μυστικό κάλλος που τραβά σαν μαγνήτης τις ευσεβείς ψυχές και τις ησυχάζει και τις παρηγορά. Κι’ αυτή η πνευματική ευωδία είναι το λεγόμενο Χαροποιόν Πένθος (1) που μας χαρίζει η θρησκεία του Χριστού, ένα βότανο άγνωστο στους ανθρώπους που δεν πήγανε κοντά σ’ αυτόν τον καλόν ποιμένα.

Τούτη τη χαροποιά λύπη την έχουνε όλα όσα έκανε η ορθόδοξη τέχνη, και τα ευωδιάζει σαν σμύρνα και σαν αλόη, καν εικόνισμα είναι, καν υμνωδία, καν ψαλμωδία, καν χειρόγραφο, καν άμφια, καν λόγος, καν κίνημα, καν ευλογία, καν χαιρετισμός, καν μοναστήρι, καν κελλί καν σκαλιστό ξύλο, καν κέντημα, καν καντήλι, καν αναλόγι, καν μανουάλι, ότι και νάναι αγιωτικό.

Από τα ονόματα και μόνο που έδωσε η ορθοδοξία στην Παναγία, και που μ’ αυτά την καταστόλισε, όχι σαν είδωλο θεατρικό, όπως γίνηκε αλλού που φορτώσανε μια κούκλα με δαχτυλίδια και σκουλαρήκια και με ένα σωρό άλλα ανίερα και ανόητα πράγματα, λοιπόν αυτά μοναχά, λέγω, φαίνεται πόσο πνευματική αληθινά είναι η λατρεία της Παναγίας στην ελληνική ορθοδοξία.

Πρώτα-πρώτα το ένα αγιώτατο όνομά της: Παναγία.

Ύστερα τα άλλα: Υπερευλογημένη, Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξωτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ, Ζώσα και Άφθονος, Πηγή, Έμψυχος Κιβωτός, Άχραντος, Αμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Αειμακάριστος και Παναμώμητος, Προστασία, Επακούουσα, Γρηγορούσα, Γοργοεπήκοος, Ηγιασμένος Ναός, Παράδεισος λογικός, Ρόδον το Αμάραντον, Χρυσούν Θυμιατήριον, Χρυσή Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος, Κλίμαξ Επουράνιος, Πρεσβεία θερμή, Τείχος απροσμάχητον, Ελέους Πηγή, του Κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος και Δωδεκάτειχος Πόλις, Ηλιοστάλακτος Θρόνος, Σκέπη του Κόσμου, Δένδρον αγλαόκαρπον, Ξύλον ευσκιόφυλλον, Ακτίς νοητού ηλίου, Σιών αγία, Θεού κατοικητήριον, Επουράνιος Πύλη, Αδικουμένων προστάτις, Βακτηρία τυφλών, Θλιβομένων η χαρά, και χίλια δυο άλλα, που βρίσκονται μέσα στα βιβλία της εκκλησίας.

Κοντά σ’ αυτά είναι και τα ονόματα που γράφουνε απάνω στα άγια εικονίσματά της οι αγιογράφοι: Οδηγήτρια, Γλυκοφιλούσα, Πλατυτέρα των Ουρανών, η Ελπίς των απελπισμένων, η Ταχεία Επίσκεψις, η Αμόλυντος, η Ελπίς των Χριστιανών, η Παραμυθία, η Ελεούσα κι άλλα πολλά, που γράφουνται από κάτω από τη συντομογραφία: ΜΗΡ ΘΥ, που θα πεί Μήτηρ Θεού. Πόση αγάπη, πόσο σέβας και πόσα κατανυκτικά δάκρυα φανερώνουνε μοναχά αυτά τα ονάματα, που δεν ειπωθήκανε σαν τα λόγια οπού βγαίνουνε εύκολα από το στόμα, αλλά που χαραχτήκανε στις ψυχές με πόνο και με ταπείνωση και με πίστη.

Αμή οι ύμνοι της πούναι αμέτρητοι σαν τάστρα τ’ ουρανού κ’ εξαίσιοι στο κάλλος, και που τους συνθέσανε οι άγιοι υμνολόγοι, «θίασον συγκροτήσαντες πνευματικόν»! Σ’ αυτό το ευωδιασμένο περιβόλι βρίσκουνται όλα τα αμάραντα άνθη και τα ευωδιασμένα βότανα του λόγου.

Αληθινά προφήτεψε η ίδια η Παναγία για τον εαυτό της, τότε που πήγε στο σπίτι του Ζαχαρία και την ασπάσθηκε η Ελισάβετ, πως θα τη μακαρίζουνε όλες οι γενεές: «Εκείνες τις μέρες, σηκώθηκε η Μαριάμ και πήγε στην Ορεινή με σπουδή στην πολιτεία του Ιούδα και μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία και χαιρέτησε την Ελισάβετ.

Και σαν άκουσε η Ελισάβετ τον χαιρετισμό της Μαρίας πήδηξε το παιδί μέσα στην κοιλιά της (2).

Και γέμισε Πνεύμα Άγιο η Ελισάβετ και φώναξε με φωνή μεγάλη κ’ είπε: Βλογημένη είσαι εσύ ανάμεσα στις γυναίκες και βλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου.


Κι’ από πού μου ήρθε αυτό το καλό, νάρθει η μητέρα του κυρίου μου προς εμένα; γιατί μόλις ήρθε η φωνή του χαιρετισμού σου στ’ αυτιά μου, ξεπέταξε το παιδί στην κοιλιά μου, κι’ είναι μακάρια εκείνη που πίστεψε σε όσα της είπεν ο Κύριος (3).

Κ’ είπε η Μαριάμ: «Δοξολογά η ψυχή μου τον Κύριο κι’ αναγάλλιασε το πνεύμα μου για το Θεό τον σωτήρα μου, γιατί καταδέχθηκε να κυτάξει την ταπεινή τη δούλα του.

Γιατί, να, από τώρα κ’ ύστερα θα με μακαρίζουνε όλες οι γενεές, επειδή έκανε σε μένα μεγαλεία ο Δυνατός, κ’ είναι αγιασμένο τ’ όνομά του, και το έλεός του πηγαίνει από γενεά σε γενεά σε κείνους που έχουνε τον φόβο του».

Αμέτρητες είναι οι υμνωδίες της Παναγίας, μα αμέτρητα είναι και τα σεμνόχρωμα εικονίσματά της, που καταστολίζουνε τις εκκλησιές μας, ζωγραφισμένα στο σανίδι είτε στον τοίχο.

Σε κάθε ορθόδοξη εκκλησιά στέκεται το εικόνισμά της στο τέμπλο από τα δεξιά της άγιας Πόρτας. Σε άλλες εικόνες ζωγραφίζεται και μοναχή, μα στα εικονίσματα του τέμπλου κρατά πάντα τον Χριστό στην αγκαλιά της απ’ τ’ αριστερά, σπάνια απ’ τα δεξιά, (τότε λέγεται Δεξιοκρατούσα).

Το κεφάλι της είναι σκεπασμένο σεμνά και σοβαρά με το μαφόριο, ένα φόρεμα φαρδύ κι’ ιερατικό σκούρο βυσσινί, που πέφτει στον ώμο της απλόχωρο, αφήνοντας να φαίνεται μοναχά το μακρουλό πρόσωπό της και τα χέρια της.

Από μέσα από το σκέπασμα φαίνεται μια στενή λουρίδα από το δέσιμο του κεφαλιού της που σφίγγει το μέτωπό της και αφίνει να φανούνε μονάχα οι άκρες των αυτιών της. Το μέτωπό της είναι σαν μελαχροινό φίλντισι, αγνό, απλό και κατακάθαρο.

Τα ματόφρυδά της είναι καμαρωτά, ζωηρά και μακρυά, φτάνοντας ίσαμε κοντά στ’ αυτιά της, τα μάτια της αμυγδαλωτά, ισκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρά μα γλυκύτατα, με τ’ ασπράδι καθαρό μα ισκιωμένο.

Το βλέμμα της είναι μελαγχολικό απλό, ίσιο, ήσυχο, συμπαθητικό, αγαπητό, θλιμένο μα και μαζί χαροποιό, αυστηρό μα και μαζί συμπονετικό, αγιώτατο, πνευματικό, αθώο, σκεφτικό, άμωμο, ελπιδοφόρο, υπομονητικό, πράο, σεμνώτατο, μακρυά από κάθε σαρκικόν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικό του παραδείσου, βασιλικό και ταπεινό, ανθρώπινο και θεϊκό, άκακο, αδελφικό, ευγενικό, ελεγκτικό, άγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερό για όσους έχουνε πονηρούς λογισμούς, τρυφερό,διαπεραστικό, ερευνητικό, απροσποίητο, ηγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, αμετασάλευτο.

Η μύτη της είναι μακρυά και στενή, με μέτρο, ιουδαϊκή, άσαρκη, με λεπτά ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή. Το στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνινμο, κλειστό, καθαρό, ισκιωμένο κατά το μάγουλο, σαν να χαμογελά ελαφρά.

Το πηγούνι της γυριστό, σεβαστό, ανεπιτήδευτο, ταπεινό. Το μαγουλό της, παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, ευωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμό με μιαν ελαφρότατη ροδοκοκκινάδα. Ο λαιμός της γυρτός ταπεινά, σμίγει με το πηγούνι μ’ ένα απαλό ίσκιασμα που το λέγανε οι παλαιοί γλυκασμό.

Το όλο πρόσωπό της είναι ιερατικό και θρησκευτικό, και μαρτυρά αρχαία φυλή. Τα άχραντα χέρια της είναι μικρά, στενά μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα. Με το αριστερό βαστά τον Χριστό, και το δεξί τόχει ακουμπισμένο σεμνά απάνω στο στήθος της, σε στάση παρακαλεστική, με το μεγάλο δάχτυλο μακρυά από τ’ άλλα.

Στα πιο αρχαία εικονίσματα αυτό το χέρι είναι πιο όρθιο και πιο ψηλά, κοντά στο λαιμό.

Ο πιο αυστηρός τύπος της Παναγίας είναι η λεγόμενη Οδηγήτρια, που έχει όρθια την κεφαλή της, έκφραση απαθέστερη και το όλο σχήμα της είναι πιο ιερατικό. Ενώ η Γλυκοφιλούσα έχει το κεφάλι της γυρτό κατά το παιδί της, που τ’ αγκαλιάζει σφιχτότερα, κ’ η έκφρασή της είναι πιο αισθηματική.

Η Πλατυτέρα παριστάνεται καθισμένη απάνω στο θρόνο, αυστηρή κι’ αλύγιστη, και βαστά τον Χριστό στα γόνατά της, ακουμπώντας τόνα χέρι της στον ώμο του και με τ’ άλλο βαστώντας το πόδι του ή ένα μαντήλι.

Στην Ελλάδα, οι περισσότερες εκκλησιές της Παναγίας γιορτάζουνε κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλαδή στις 15 Αυγούστου.

Τα τροπάρια που ψέλνουνε σ’ αυτή τη γιορτή είναι από τα πιο εξαίσια. Το δοξαστικό του Εσπερινού είναι το μονάχο τροπάρι που ψέλνεται με τους οχτώ ήχους, κάθε φράση κι’ άλλος ήχος· αρχίζει από τον πρώτον ήχο και τελειώνει πάλι στον πρώτον.

Μα ολάκερη η Ελλάδα δεν υμνολογά την Παναγία μονάχα με τους ψαλτάδες και με τους παπάδες στις εκκλησιές, αλλά και με το κάθε τι της, με τα χωριά, με τα βουνά, με τα νησιά, πούχουνε τ’ αγιασμένο τ’ όνομά της.

Τα καράβια βολτατζάρουνε στη δροσερή θάλασσα, ανοιχτά από τους κάβους πούναι χτισμένα τα μοναστήρια της, έχοντας στη πρύμνη σκαλισμένο τ’αγαπημένο και προσκυνητό όνομά της.

Όποιος ταξιδεύει στα ελληνικά νερά, σ’ όποιο μέρος κι’ αν βρεθεί τη μέρα της Παναγίας, θαν ακούσει απ’ ανοιχτά τις καμπάνες απάνω από το πέλαγο. Άλλες έρχουνται από τ’ Άγιον Όρος που το λένε Περιβόλι της Παναγίας, άλλες από την Τήνο πούχει το ξακουστό παλάτι της, άλλες από την Σαλαμίνα που γιορτάζει η Φανερωμένη, άλλες από τη Μυτιλήνη, από την Παναγιά της Αγιάσσος και της Πέτρας, άλλες από το Μοναστήρι της Σίφνου, άλλες από τη Σκιάθο, άλλες από τη Νάξο, από κάθε νησί, από κάθε κάβο, από κάθε στεριά.

Σημειώσεις

1.– Βλέπε το «Χαροποιόν Πένθος» τεύχος 61 τ. 6ος Ελληνική Δημιουργία» σ.σ. 247-251.
2.- Το παιδί ήτανε ο Πρόδρομος.
3.– Δηλαδή σε όσα είπε, στην Παναγία ο αρχάγγελος Γαβριήλ κατά τον Ευαγγελισμό.

Σοφία Νασοπούλου - Χάλαρη fb

H ΠΡΟΦΗΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

ΩΔΙΝΕΣ ΆΔΟΥ. ΑΜΑΡΤΙΑ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ


Αλλοίμονο! Το απελπιστικό σκοτάδι που μας περίζωνε από πολλά χρόνια, έγινε, τούτες τις μέρες, ένα κατάμαυρο και πνιχτό σύννεφο, που σκέπασε τον κόσμο, και τον έπιασε η κοντανασαμιά του θανάτου. «Δειλία θανάτου επέπεσεν εφ’ ημάς». 

Ο διάβολος, που μας παραπλανούσε να κάνουμε τα καταχθόνια θελήματα του, φτιάνοντας κάθε λογής σύνεργα για να βγάλουμε τα μάτια ο ένας τ’ αλλουνού, μπόμπες, αεροπλάνα, υποβρύχια, πυραύλους κι ένα σωρό άλλα σατανικά πράγματα, λέγοντας μας πονηρά πως η επιστήμη μας δεν λογαριάζει καμιά δύναμη και πως θα γίνουμε Θεοί, αφού λοιπόν σιγά-σιγά μας κατάφερε να γίνουμε διάβολοι σαν κι αυτόν, τώρα που μας έφερε εδώ που βρισκόμαστε και πέσαμε στην παγίδα και δεν μπορούμε να κάνουμε μήτε μπρος μήτε πίσω, κάθεται και μας κοιτάζει ευχαριστημένος, χαμογελώντας πονηρά γιατί μας βλέπει να τρέμουμε σαν τα φύλλα του δέντρου που το δέρνει η ανεμοζάλη.

Πού είναι λοιπόν, σε τούτη τη στιγμή της αγωνίας, που είναι η παντοδυναμία μας να μας γλυτώσει όχι από έναν χάρο, αλλά από χίλιους, από ένα εκατομμύριο χάρους που φτιάξαμε με τα δικά μας τα χέρια;

Αληθινά τι φριχτή τιμωρία, και τι ρεζίλεμα του ανθρώπινου γένους! Η παντοδυναμία μας, που γι’ αυτή καυχιόμαστε, να γίνει η καταστροφή μας, τα εργαλεία που εφεύραμε για να εξοντώσουμε τον αδελφό μας και να κυριέψουμε εμείς τον κόσμο, να γυρίσουνε καταπάνω στην κεφαλή μας!

Όλοι τρέμουμε. Ο Άδης έχει ανοιχτό το στόμα του, έτοιμος να μας καταπιεί. Ας μας γλυτώσει λοιπόν τώρα η επιστήμη μας, η σοφία μας, η φιλοσοφία μας, η τέχνη μας, τα Πανεπιστήμια μας, τα εργαστήρια μας, που μέσα σ’ αυτά σκαλίζαμε μέρα-νύχτα για να βρούμε τον διάβολο, ως που τον βρήκαμε, και νάτος, έχει σκεπάσει με τα μελανά φτερά του την οικουμένη.

«Και είδον, και ήκουσα ενός αετού πετόμενου εν μεσουρανήματι, λέγοντος φωνή μεγάλη: Ουαί, ουαί, ουαί τους κατοικούντας επί της γης . . . Και ήνοιξε το φρέαρ της αβύσσου, και ανέβη καπνός εκ του φρέατος, ως καπνός καμίνου μεγάλης, και εσκοτίσθη ο ήλιος και ο αήρ εκ του καπνού του φρέατος».

Η οργή του Θεού δεν φανερώνεται απότομα. Ο Κύριος λυπάται το πλάσμα του και γι’ αυτό κάνει υπομονή, περιμένοντας να μετανοήσει. Του δίνει στενοχώριες, το παιδεύει με επιείκεια, για να γυρίσει από τον πονηρό δρόμο του, ώστε να μη φτάσει στην έσχατη καταδίκη του. 

Από πολλά χρόνια μας χτυπά με το ραβδί του χωρίς να μας εξοντώνει. Περάσαμε πολλούς πολέμους, είδαμε μεγάλες καταστροφές, μα δεν μετανοήσαμε. Αντί να μετανοήσουμε, εμείς αποκτηνωθήκαμε, γινήκαμε ζώα, κυλιόμαστε μέσα στην βρώμα. 

Ήρθε ο μεγάλος πόλεμος, ξερίζωσε τους μισούς από εμάς, κι όσοι απομείνανε ήτανε σαν πεθαμένοι. Ύστερα πέσανε αρρώστιες, πείνες. Εμείς όμως πηγαίναμε στα χειρότερα. 

Καταντήσαμε χοίροι σιχαμεροί, δοσμένοι στις πιο βρώμικες ηδονές, αδιάντροποι, πλεονέχτες, θεομίσητοι, άσπλαχνοι, τρελοί για τα λεφτά, εχθροί του Θεού, που τον κοροϊδεύουμε, οι σατανόψυχοι, γεμάτοι αλαζονεία για την επιστήμη μας, ως που φτάσαμε στη σημερινή παραζάλη και κρέμεται από μια κλωστή όλη η προκομμένη ανθρωπότητα.

Ναι. Αντί οι συμφορές και οι δοκιμασίες να μας κάνουν να αλλάξουμε δρόμο, να μας κάνουνε ν’ αγαπήσει ο ένας τον άλλον, αφού είμαστε όλοι κατάδικοι κάτω από την μεγάλη μάχαιρα που κρέμεται από τον ουρανό, εμείς δώστου κακία στην κακία, πονηριά στην πονηριά, αδιαντροπιά στην αδιαντροπιά.

Ως που βρεθήκαμε σήμερα κρεμασμένοι από πάνω από τον γκρεμό που δεν έχει πάτο, από πάνω από την άβυσσο, και τρέμουμε, και σηκώνουμε τα χέρια μας σε Κείνον που δεν τα σηκώσαμε ποτέ, σε Κείνον που δεν τον λογαριάζαμε ολότελα, αν υπάρχει ή αν δεν υπάρχει.

Τώρα καταριόμαστε δα την κυρά επιστήμη μας και τους μεγάλους άνδρες μας που καταφέρανε να φτιάξουνε μια τέτοια ανθρωπότητα, τούτο το τερατούργημα της σαστιμάρας και της επιστημονικής πανσοφίας. 

Μα εμείς μαθές δεν είμαστε, που ως εχτές καυχιόμαστε γι’ αυτόν τον τραγέλαφο, εμείς δεν φωνάζαμε μέρα-νύχτα πώς «τα καταπληκτικά επιτεύγματα της επιστήμης θα λύσουν όλα τα προβλήματα μας» και πως θα μας κάνουνε να ζούμε 200 και 500 χρόνια, να πετούμε στα άστρα, να θρεφόμαστε μ’ ένα χάπι, να δουλεύουνε για μας οι μηχανές κι εμείς να καθόμαστε, μ’ έναν λόγο, να μην έχουμε ανάγκη τον γεροθεό, που περιμένει από μας να τον σώσουμε από τον θάνατο, και που γράφαμε και στα λατινικά πώς είμαστε «Salvatores Dei», Σωτήρες του Θεού; 

Τώρα γιατί αλλάξαμε τα λόγια μας ολότελα κι από αλαλαγμούς κι ουρλιάσματα για το μεγαλείο μας, τώρα που έφτασε ο κόμπος στο χτένι, μυξοκλαίμε, ή κάνουμε τον κοριό, λέγοντας πως δεν είναι τίποτα και θα περάσει, δίνοντας στον εαυτό μας παρηγοριά, ως που να γίνουμε σκόνη της σκόνης;

Πού ήτανε ο Θεός, πριν από δυο μέρες και τον ανακαλύψαμε τώρα, τούτη την στιγμή της απελπισίας. Τώρα τον φτιάξαμε, τώρα γινήκαμε «Creatores Dei»; Τόσον καιρό, σαν πονετικός πατέρας, προσπαθούσε να μας φέρει στα λογικά μας με τα προμηνύματα της καταστροφής. 

Εμείς όμως πού να τον ακούσουμε, πού να αλλάξουμε τον πονηρό δρόμο μας! Φράξαμε τ’ αυτιά μας στον Προφήτη Ιερεμία που φώναζε: «Κύριε, εμαστίγωσας αυτούς και ου επόνεσαν. Εστερέωσαν τα πρόσωπα αυτών υπέρ πέτραν, και ουκ ηθέλησαν επιστραφήναι». (Ιερεμίας 5:3). 

«Κύριε, τους έδειρες και δεν πονέσανε. Τα πρόσωπα τους απομείνανε ασάλευτα σαν την πέτρα, και δεν θελήσανε να μετανοήσουνε».

Και πάλι, με το στόμα του προφήτη Ησαΐα λέγει ο Θεός: «Έσιώπησα, μη και αεί σιωπήσομαι και ανέξομαι;» (Ησαΐας 22:14). «Τόσον καιρό σώπασα και περίμενα· Μήπως όμως θα σωπαίνω παντοτεινά και θα κάνω υπομονή»;

Ο Χριστός είπε: «Για κείνη τη μέρα και την ώρα (που θα καταστραφεί ο αμαρτωλός κόσμος), κανένας δεν γνωρίζει πότε θα ’ρθει, μήτε οι άγγελοι των ουρανών, παρά μονάχα ο Πατέρας μου. Κι ότι έγινε στις μέρες του Νώε, το ίδιο θα γίνει και τότες που θα ’ρθει ο γιος του ανθρώπου.

Γιατί, όπως ήτανε ο κόσμος πριν από τον κατακλυσμό που οι άνθρωποι τρώγανε και πίνανε, παντρολογιότανε και ερωτευότανε, ως την ημέρα που μπήκε στην κιβωτό ο Νώε, και δεν πήρανε είδηση, ως που ήλθε ο κατακλυσμός και τους έπνιξε όλους, έτσι θα ’ναι και τότε που θα παρουσιασθεί ο υιός του ανθρώπου». 

Κι αλλού λέγει ο Κύριος: «Και θα φανούνε σημεία στον ήλιο και στη σελήνη και στ’ άστρα, κι απάνω στη γη τα έθνη θα στριμώχνονται σαστισμένα, από το βογκητό της θάλασσας κι από την ταραχή, και θα ξεψυχάνε οι άνθρωποι από τον φόβο κι από το να περιμένουνε συμφορές μεγάλες που θα ’ρθουνε καταπάνω στην οικουμένη. Γιατί οι δυνάμεις των ουρανών θα σαλευτούν. . . 

Και σαν αρχίσουνε να γίνονται αυτά, εσείς (όσοι πιστεύετε σε μένα) πάρετε θάρρος και σηκώσετε τα κεφάλια σας, γιατί κοντεύει η ώρα που θα λυτρωθείτε».

Ναι, μοναχά όποιος δεν είχε ξεχάσει τον Θεό πριν να έρθει η φοβέρα της οργής του, και ζούσε με την αγάπη σ’ Εκείνον, μοναχά αυτός δεν φοβάται σε τούτες τις ώρες της απελπισίας. Αυτός δεν κλαίει αλλά παρακαλεί τον Κύριο να λυπηθεί τον κόσμο. 

Στέκεται ατάραχος ανάμεσα στους άλλους που τρέμουνε και κλαίνε γύρω του, αυτοί που κάνανε πρωτύτερα τον παλικαρά και τον καταφρονούσανε.

Ένας Άγιος λέγει: «Ο άνθρωπος που είναι κολλημένος στις απολαύσεις της γης και τρώγει παντοτινά χώμα μαζί με το φίδι και που δεν δίνει σημασία στο τι είναι το θέλημα του Θεού, σαν έρθουνε δύσκολες στιγμές και πνίγεται από την απελπισία και καταλάβει πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να βοηθήσει, κράζει στον Θεό να τον ελεήσει.

Άμυαλε, ως τούτη την ώρα δεν θυμήθηκες τον Θεό, αλλά τον έβριζες με τις πράξεις σου και τώρα τολμάς να λες πώς έχεις την ελπίδα σου στον Θεό; Λοιπόν, τώρα ελπίζεις σε Εκείνον που δεν πίστευες; Πως τώρα τον πιστεύεις: Άκουσε τον Κύριο που λέγει πως σε όσους θα τον καλοπιάνουνε κατά την ώρα της ανάγκης, θα γυρίσει και θα πει: «Ουκ οίδα υμάς. Δεν σας γνωρίζω».

Αλλά, κι αν και τούτη τη φορά λυπηθεί ο Θεός τον κόσμο και δεν χαθούμε από το πρόσωπο της γης, πάλι εμείς θα επιδοθούμε στα κακά θελήματα μας, όπως πριν, ίσως και περισσότερο. Και η οργή του θα πλανιέται πάλι αποπάνω μας, η μεγάλη μάχαιρα θα κρέμεται απάνω από τα κεφάλια μας. 

Εμείς όμως οι θεόστραβοι δεν θα τη βλέπουμε, αλλά θα κοιτάζουμε με τα τηλεσκόπια τους πυραύλους και θα καμαρώνουμε, ως που να πέσει μια και καλή το ρόπαλο απάνω στο κλούβιο κεφάλι μας.

• «Η ουαί η μία απήλθεν. Ιδού έρχονται έτι δύο ουαί μετά ταύτα». (Αποκάλυψη 9:12).

Άραγε θα παρέλθει τούτη η Ουαί, που στέκεται σαν μαύρο σύννεφο από πάνω από την Κούβα; Άραγε θα προφτάσει, να τυπωθεί τούτο που γράφω; (28 Οκτωβρίου 1962)

[Πηγή: Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου “Μυστικά Άνθη” σελ. 47-50.]


Βίος του Φώτη Κόντογλου (1896-1965)

Ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της νεότερης Ελλάδος και ο μεγαλύτερος αγιογράφος. Γεννήθηκε στο Αϊβαλή της Μικράς Ασίας και είχε από μικρός κλίση στην ζωγραφική και την λογοτεχνία. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην Σμύρνη σπουδάζει στο Παρίσι. Το 1919 έρχεται να εγκατασταθεί στην Αθήνα όπου αφιερώνεται στην Βυζαντινή ζωγραφική και την λογοτεχνία.

Έγραψε: “Φημισμένοι Άντρες και Λησμονημένοι” (1942), “Ιστορίες και Περιστατικά” (1940), “Μυστικός Κήπος” (1944), “Σημείον Μέγα” (1962), “Πονεμένη Ρωμιοσύνη” και τα “Μυστικά Άνθη” που είναι συλλογή άρθρων, δύο, από τα οποία γράφονται εδώ.

Ο Κόσμος στον Δρόμο Του.

Δεν Γίνεται πια Μεταστροφή.


Πολλοί αναγνώστες μου γράφουνε, παρακαλώντας με, και μάλιστα ξορκίζοντας με, να γράψω για να χτυπήσω την ανηθικότητα, που δέρνει την κοινωνία, προ πάντων τη νεολαία, και που «τη σερβίρουν τα σινεμά», όπως μου γράφουνε. Φωνάζουνε: «Υψώσετε τη φωνή σας!» 

Ένας σπουδαστής μου γράφει από την Αγγλία: «Μη σταματήσετε αυτόν τον ωραίον αγώνα, μην πτοηθείτε από τις επιθέσεις. Υπάρχουν βέβαια πολλοί αντίπαλοι, αλλά και πολλοί θαυμαστές του ωραίου σας έργου. Σας χρειαζόμαστε για να δώσετε φτερά στις καρδιές μας, που είναι γεμάτες κενό και απαισιοδοξία.

Καημένοι άνθρωποι, πόση σημασία δίνετε στο πρόσωπο μου, και σ’ αυτά που γράφω! Τι φωνή να υψώσω, που είναι βραχνιασμένη και αδύνατη, και χάνεται μέσα στον κυκεώνα της σημερινής ζωής; Όχι φωνή, αλλά και τ’ αστροπελέκι να κρατά στα χέρια του κανένας σήμερα, και να το σφενδονίζει για να κάνει τους ανθρώπους ν’ αλλάξουνε δρόμο, πάλι τίποτα δεν θα κάνει. 

Ο ίδιος ο Άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, το ερημοπούλι της έρημου, που τον φοβότανε οι αμαρτωλοί, γιατί τους έλεγε «γεννήματα εχιδνών», κι αυτός μάταια φώναζε. Η φωνή του χανότανε μέσα στην έρημο, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Και πότε; Τον καιρό που υπήρχανε ακόμα κάποια αυτιά να τον ακούσουνε, κι απλές καρδιές για να τον καταλάβουνε. 

Όχι εμείς που χρειαζόμαστε δασκάλεμα, και που έχουμε τόσα στην καμπούρα μας! Πώς να γίνουμε δάσκαλοι για τους άλλους; Γεμίζουμε χαρτιά με μυριάδες λόγια, μα τι το όφελος; Ο κόσμος τραβά τον δρόμο του και δεν σκοτίζεται από κηρύγματα. 

Κι αν δώσει προσοχή και κανένας στα γραψίματα μας, μπορεί να θυμώσει που χαλάσαμε την ησυχία του, και να πει πώς είμαστε υποκριτές, ψευτογιασμένοι, κουκουβάγιες που βγαίνουνε από τα χαλάσματα του παλιού καιρού. Σήμερα οι άνθρωποι είναι τέτοιοι, που μήτε το κήρυγμα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού δεν θάκανε τίποτα.

Λοιπόν, ας το πάρουμε απόφαση. Το κακό δεν περιορίζεται πια με τίποτα, με κανένα τρόπο, με καμιά δύναμη. Όσοι μιλούνε και γράφουνε για να φέρουνε στον ίσιο δρόμο τους πολλούς που ξεστρατίσανε, ας ξέρουνε πως δέρνουνε τον αγέρα, είναι «αέρα δέροντες», που έλεγε και ο Απόστολος Παύλος. 

Και Άγιος να είναι αυτός, που συμβουλεύει, πάλι δεν θάβρη αυτιά για ν’ ακούσουνε τη φωνή του, όχι άνθρωποι σαν εμάς, που έχουμε οι ίδιοι ανάγκη από δασκάλεμα.

Ναι, ο κόσμος δεν αλλάζει πορεία. Ας μην περιμένουμε πια τίποτα καλύτερο. Θα πηγαίνουμε ολοένα στα χειρότερα. Ανήφορος πια δεν υπάρχει. Μοναχά κατήφορος. Όσοι έχουνε μέσα τους τον φόβο του Θεού, αυτοί οι λίγοι θ’ απομείνουνε, «το μικρόν ποίμνιον» που είπε ο Χριστός.

Κι αν γράφουμε, γι’ αυτούς γράφουμε και για τους ίδιους τους εαυτούς μας που κινδυνεύουμε να αρπαχτούμε από τα δίχτυα πούναι μπλεγμένοι εκείνοι που θέλουμε να δασκαλέψουμε. Για να καθόμαστε ανύσταχτοι.

Όσοι είναι αισιόδοξοι για το μέλλον της ανθρωπότητας, βλέπουνε με άλλα μάτια τον κόσμο, απ’ ότι τον βλέπομε εμείς. Εμείς είμαστε οι γκρινιάρηδες, οι Ιερεμίες, οι Κασσάντρες, και γι’ αυτό ο κόσμος μας οχτρεύεται. Κι έχει δίκιο. Ο καθένας νιώθει διαφορετικά τη ζωή, τη χαρά, το καλό και το κακό.

Για τους ανθρώπους που λέμε πως δεν πάνε καλά, ο σημερινός κόσμος είναι ο πιο θαυμάσιος, η σημερινή ζωή είναι η πιο καλύτερη κι η πιο βλογημένη από όλες που πέρασε ο άνθρωπος. Η σημερινή νεολαία είναι μεθυσμένη από κείνο που λέμε εμείς «ανηθικότητα», και που αυτή το λέγει «ελευθερία». 

Τι κάθεσαι λοιπόν εσύ και τσαμπουρνίζεις με την ηθική σου; Για αυτούς είναι το πιο μεγάλο χάρισμα η ανηθικότητα, και μπορούνε να σκοτώσουνε εκείνον που χτυπά την «ελευθερία» τους. Αιώνες αγωνιζότανε ο άνθρωπος, χωρίς να μπορέσει να την αποχτήσει. Και τώρα που την έκανε χτήμα του, να την αφήσει για την παλαιοντολογική ηθική μας;

Ποτέ δεν μίσησε άνθρωπος τον άνθρωπο τόσο πολύ, όσο στον καιρό μας. Και τον μίσησε στ’ όνομα αυτής της «ελευθερίας», που λέγει πως είναι το πολύτιμο απόχτημα της εποχής μας. Μισημένες είναι οι ηθικές κουκουβάγιες κι οι χριστιανικές μοιρολογίστρες. Ποτέ ο χριστιανός δεν μισήθηκε όσο σήμερα, ούτε επί Νέρωνα.

Πού ν’ ακούσουνε οι άνθρωποι του καιρού μας κουβέντα για Θεό, για ψυχή, για άλλη ζωή! Η ψυχή τους έχει παραμορφωθεί ολότελα από τις κάθε λογής ανοησίες που βλέπουμε στον κινηματογράφο. Η ταινία που δεν έχει μέσα της πολλή ανοησία, δεν γνωρίζει, επιτυχία. Ανοησία, και ακαλαισθησία, αυτά τα δυο βασιλεύουνε σήμερα. είναι απίστευτο το τι ακούει κανένας για αστεία στις συναναστροφές που κάνουνε οι νέοι. 

Κρυόμπλαστρα, ασυναρτησίες, μωρολογίες. Χάθηκε απ’ αυτούς κι η πιο συνηθισμένη εξυπνάδα. Τα καημένα τα παιδιά, παίρνουνε αφορμή από ένα τίποτα, για να χαχανίσουνε. Τα δέρνει η αμηχανία κι η βαριεστιμάρα κι αυτή είναι η αιτία που τα κάνει να χοροπηδάνε σαν τρελά, να τσακίζουνε ότι βρούνε μπροστά τους, να τα βάζουνε με ανύποπτους ανθρώπους. 

Γι’ αυτά τα πλάσματα η ζωή του ανθρώπου είναι ένα ανιαρό πράγμα δίχως σκοπό, αληθινή χαρά, δίχως αγνόν ενθουσιασμό.

Ποιος φταίει γι’ αυτή την κατάσταση; Όλοι μας. Όλοι συνεργήσαμε για να καταντήσει η ζωή έτσι που κατάντησε. Όλοι δουλέψαμε για να χτισθεί τούτος ο τερατώδης πύργος της Βαβέλ. 

Άλλοι κουβαλήσανε για πέτρες τις πετρωμένες και αναίσθητες καρδιές τους, άλλοι κουβαλήσανε λάσπη από τα κατάβαθα τους που φωλιάζουνε τα βρωμερά πάθη. Εκείνος ο παλιός πύργος του Βαβέλ ρήμαξε κι εξαφανίσθηκε. Μα τούτος θα στέφεται ασάλευτος, κι οι άνθρωποι ολοένα θα τον κάνουνε πιο ψηλόν, με σκοπό να χτυπήσουνε τον Θεό.

Εσείς που θλιβόσαστε και πονάτε γι’ αυτήν την κατάσταση, καλά κάνετε να λυπόσαστε, μα μην ονειρευόσαστε πως θάρθουνε καλύτερες μέρες για τον κόσμο. Ο κόσμος τρέχει σαν τρελός. Κατά μεν την δική μου γνώμη ανηφορίζει στον θρίαμβο, κατά δε τη δική σας γνώμη κατηφορίζει στα τάρταρα και στον χαμό. 

Ποιος από τους δυο έχει δίκιο, μοναχά ο Θεός το γνωρίζει. Αυτό το τρέξιμο δεν θα πάψει ως την τελευταία μέρα, που θα λάμψη η αλήθεια και θα δικαιωθούνε όσοι την πιστέψανε σωστά, και μαρτυρήσανε γι’ αυτή και εμπαιχτήκανε γι’ αυτή.

Ίσως νάρχεται κιόλας ο Αντίχριστος. Τα σημεία και τα τέρατα που προφητεύτηκε πως θα κάνει αρχίσανε να φανερώνονται. Η επιστήμη βασιλεύει κι η αθεΐα βασιλεύει μαζί της.

Μία βροντερή φωνή ακούγεται από πάνω, μα την ακούνε μόνο εκείνοι, που έχουνε αυτιά για να την ακούσουνε. Και λέγει:

«Να, έρχομαι σαν τον κλέφτη. Καλότυχος εκείνος που ξαγρυπνά και βαστά καθαρά τα φορέματα του. Ο καιρός είναι κοντά. Ο άδικος ας αδικήσει ακόμα, κι ο βρωμερός ας βρωμισθεί ακόμα, κι ο δίκαιος ας κάνει δικαιοσύνη ακόμα, κι ο άγιος ας αγιάσει ακόμα. Να, έρχομαι γρήγορα!»

[Πηγή: Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Μυστικά Άνθη» σελ. 77-80.]




Η Ελληνική Κιβωτός καί τά Σκουλίκια που τήν τρώνε! (ΠΕΡΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΩΝ)


ΕΙΔΩΝ – ΕΙΔΩΝ σκουλήκια κατατρώνε την καημένη την Ελλάδα, τη γέρικη Κιβωτό που μέσα της κατάφυγε η αλήθεια του Χριστού και γλύτωσε από τον κατακλυσμό. 

Μέσα σε κείνη την άλλη, την παλιά την Κιβωτό, κλείστηκε ο Νώε κ’ οι λιγοστοί δίκαιοι και γλυτώσανε από το πνίξιμο, μέσα σε τούτη τη νέα Ελ­ληνική Κιβωτό γλυτώσανε οι χριστιανοί οι αληθινοί, έχοντας μαζί τους τα σύμ­βολα της αρχαίας λατρείας του Χριστού, που βαστά ανάλλαχτη από τον καιρό των Αποστόλων ίσαμε σήμερα. 

Και κλειδοκράτορας στάθηκε η ελληνική Ορθό­δοξη Εκκλησία μας, «η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».

Το πνεύμα του Χριστού διατηρήθηκε αχάλαστο, απλό και βαθύ, πονεμένο και γεμάτο ελπίδα, ταπεινό με εγκαρτέρηση, μ’ εκείνο το μυστικό φέγγος που δεν υπάρχει σε άλλο τίποτα, παρεκτός μόνο στο Ευαγγέλιο. 

Μοναχά η Ορθοδοξία βάσταξε σαν ακριβό θησαυρό την αρχαία πα­ράδοση, δίχως να ξεφύγει καθόλου από το πνεύμα του Χριστού. 

Αυτό το πνεύμα δεν το νοιώθει κανένας με το μυαλό, αλλά με την καρδιά. 

Όποιος γνώρισε αληθινά την ειρήνη του Χριστού και την πνευματική ευωδία του, νοιώθει καθαρά πως μονάχα το πνεύμα της Ορθοδοξίας έχει ανταπόκριση με το πνεύμα του Χριστού και του Ευαγγελίου, καθώς και όσα βγήκανε από την Ορθοδοξία.

Οι αγιασμένες τέχνες της εκφράσανε σωστά κι’ αληθινά το πνεύμα που είναι κλεισμένο μέσα στο άγιο Ευαγγέλιο, χωρίς να το παραμορφώσουνε, όπως έγινε αλλού, που το πήρανε για ένα βιβλίο σαν τ’ άλλα βιβλία και το εικονογραφήσανε οι ζωγράφοι και το τραγουδήσανε οι ποιητές κ’ οι μουσικοί, κάνοντας έργα βγαλμένα από την επιδεξιοσύνη και τη φαντασία των ανθρώπων, αλλά όχι από την ευσέβεια και από τα δάκρυα της κατάνυξης, όπως γίνηκε στους τεχνίτες της Ορθοδοξίας.

Οι ζωγράφοι και οι μουσικοί της Δύσης δε φτιάξανε έργα άγια κι αποκαλυπτικά, αλλά σαρκικά και επιδεικτικά, αταίριαστα με το πνεύμα του Χριστού. 

Ο χαρακτήρας αυτών των έργων είναι ειδωλολατρικός, επειδή αυτοί που τα φτιάξανε δεν είχανε ντυθεί την πύρινη στολή της πίστεως και δεν είχανε μπει μέσα από το Καταπέτασμα του Ναού: 
«ου χρησιμεύει γαρ εις εκείνην την πόλιν των ά­γιων νεκρά ψυχή, μη φέρουσα φωτεινόν και θεϊκόν πνεύμα» (Άγιος Μακάριος Αιγύπτιος). 

Ο χαρακτήρας του Ευαγγελίου αποτυπώθηκε πιστά στα έργα της Ορθοδόξου Αγιογραφίας, της υμνωδίας και της μουσικής που έκανε το Βυζάντιο. Η καρδιά θερμαίνεται από το θησαύρισμα του Ευαγγελίου με κάποια θέρμη πνευματική που δεν μοιάζει με τίποτ’ άλλο.

Αυτή τη θέρμη λοιπόν κι αυτή τη μυστική ειρήνη τη νοιώθει ο χριστιανός να βγαίνει από τις άγιες εικόνες μας, από την υμνωδία κι από την ψαλμωδία της εκκλησίας μας. 

Αυτή η τέχνη είναι ειρηνόχυτη, γιατί έχει μέσα της την ειρήνη που δίνει ο Χριστός. 

Η άλλη η τέχνη είναι ένα ψεύτικο πράγμα, όπως ψεύτικο είδωλο είναι κι ο Χριστός που υμνούνε οι τεχνίτες που τον κάνανε. 

Η καρδιά του πονηρού ανθρώπου, ακόμα και το πιο θεϊκό πράγμα, θέλω να πω τη θρησκεία του Χριστού, μπόρεσε να το κάνει κάποιο πράγμα αντιπνευματικό και σαρ­κικό, και μάλιστα έφθασε σε τέτοια ανοησία, ώστε να λέγει πως το τελειοποίησε.

Λοιπόν τούτον τον ακριβοφυλαγμένο θησαυρό, την παράδοση της Ορθοδοξίας, πολε­μάνε ολοένα να τον μολέψουνε και να τον χαλάσουνε λογής-λογής άνθρωποι. 

Τούτα είναι τα σκουλήκια που είπα πως τρώνε τα αγιασμένα ξύλα της Κιβωτού μας. 

Αιρετικοί κάθε λογής, εικονομάχοι, καταλυτάδες, πολεμήσανε και πολεμάνε την Εκκλησία του Χρι­στού στον τόπο μας μέχρι σήμερα.

Όλοι οι αιρετικοί κ’ οι άλλοι σταθήκανε «νεωτερισταί, μεταρρυθμισταί». 

Εκείνο που τους σπρώχνει να χαλάσουνε την ιερή παράδοση της Εκκλησίας μας και να παραμορφώσουνε την άμωμη λατρεία μας είναι η αλαζονία τους, κατά τα λόγια που λέγει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος: 
«η υπερηφάνεια αναγ­κάζει επινοείν καινοτομίας, μη ανεχομένη το αρχαίον».

Όσοι είναι υπάκουοι στις παραδόσεις δείχνουνε πως έχουνε χριστιανική ψυχή, αφού το θεμέλιο της θρησκείας μας είναι η ταπείνωση, κι αυτοί την έχουνε, ενώ οι νεωτεριστές, καταφρονώντας την παράδοση και θέλοντας να στήσουνε το δικό τους θέλημα, φανερώνουνε πως έχουνε περηφάνεια, δηλαδή ασέβεια κι απιστία: «το δένδρον εκ του καρπού αυτού γνωρίζεται».

Η σεμνότητα της ψαλμωδίας δείχνει τη σεμνότητα της ψυχής, κατά τον λόγο που λέγει: «ψάλατε συνετώς». 

Όποιος ξεμακραίνει από την αληθινή ουσία του Χριστού, ξεμακραίνει κι από τη βυ­ζαντινή παράδοση. 

Η βυζαντινή μουσική είναι ειρηνική, λυπηρή με παρηγοριά, ενθουσιαστική με σεμνότητα, ταπεινή και ηρωική, απλή και βαθειά.

Έχει την ίδια πνευματική ουσία που έχει το Ευαγγέλιο, οι ύμνοι, οι ψαλμοί, τα συναξάρια, η βυζαντινή Αγιογραφία.

Για τούτο η βυζαντινή μουσική είναι μονότονη για όποιον είναι μονότονο το Ευαγγέλιο, άτεχνη για όποιον είναι άτεχνο το Ευαγγέλιο, απλοϊκή για όποιον είναι απλοϊκό το Ευαγγέλιο, περιορισμένη για όποιον είναι περιορισμένο το Ευαγγέλιο, πένθιμη για όποιον είναι πένθιμο το Ευαγγέλιο, παλιωμένη για όποιον είναι παλιωμένο το Ευαγγέλιο.

Αλλά είναι χαρμόσυνη για όποιον είναι χαρμόσυνο το Ευαγγέλιο, θλιμένη με κατάνυξη για όποιον είναι θλιμένο με κατάνυξη το Ευαγγέλιο, ενθουσιαστική με ταπείνωση για όποιον είναι ενθουσιαστικό με ταπείνωση το Ευαγγέλιο, ειρηνική για όποιον νοιώθει την ειρήνη του Χριστού, η μονάχη μουσική για όποιον υπάρχει μονάχα το Ευαγγέλιο.

Το μέλος της δεν είναι ανόσιο, επιδεικτικό, απελπιστικό, κούφιο, άνοστο, άσκοπο, αλλά είναι πράο, ταπεινό, γλυκύ με στυφότητα, γεμάτο συντριβή και έλεος, δίνει δόξα πνευματική ανέσπερη στις ψυ­χές που αξιωθήκανε την αθανασία των μυστηρίων και την ευσπλαχνία του Θεού. 

Εκφρά­ζει ευχαριστία, κάνει να πηγάσουνε δάκρυα ευγνωμοσύνης και χαράς πνευματικής. Είναι δυστυχισμένοι όσοι δεν τη νοιώθουνε, γιατί θα πει πως δε νοιώσανε αληθινά και σωστά τη γλυκύτητα που έχει το Ευαγγέλιο.

Αλλοίμονο ! 

Αυτόν τον ουράνιο θησαυρό, αυτή την αρχαγγελική μουσική, πολλοί Έλληνες χριστιανοί δεν τη θέλουνε. 

Λένε πως αγαπάνε τον Χριστό, και όμως δεν θέλουνε ν’ ακούσουνε τη φυσική φωνή της θρησκείας του. Εγώ λέγω πως ο Θεός μας παίρνει εμάς τους Έλληνες σιγά · σιγά τα θεϊκά δώρα που μας δώρησε, γιατί είμαστε ανάξιοι να τάχουμε. 

Και δεν είναι μονάχα κάποιοι κοσμικοί που πάσχουνε απ’ αυτή την ασεβέστατη μανία, να θέλουνε ν’ αλλάξουνε την εκκλησιαστική μουσική μας, μα και πολλοί ιερωμέ­νοι, που, αλλοίμονο, ξεπερνάνε τους κοσμικούς σ’ αυτή τη μιαρή παραφροσύνη!

Στα θρη­σκευτικά βιβλία και στα περιοδικά διαβάζει κανένας ένα πλήθος γραψίματα, γραμμένα από κληρικούς για τη σημασία που έχουν οι διάφοροι θρησκευτικοί τύποι, ακόμα και οι πιο ασή­μαντοι, πλην κανένας δεν λέγει τίποτα για το κατάντημα της μουσικής, που είναι η πιο άμεση, η πιο ζεστή κι η πιο συνοπτική έκφραση του θρησκευτικού αισθήματος του πιστού λαού μας.

Αυτοί τυρβάζουν περί πολλά άλλα, κι όσο για τα άγια των αγίων πεντάρα δε δίνουνε. 

Αυτά τα νομίζουνε «επουσιώδη, μεταβλητά, συμβατικά, τεχνικούς τύπους άνευ βαθυτέρας σημασίας δια την ουσίαν της χριστιανικής πίστεως». 

Τούτη η πνευματική πανού­κλα των ασεβών νεωτεριστών της Εκκλησίας έχει φτάξει έως τα πιο απόμερα χωριά και σκοτώνει τα αγνά θρησκευτικά αισθήματα του λαού μας γιατί όλοι αυτοί οι μικροί και ασήμαντοι τάχα νεωτερισμοί καταλήγουνε στον έναν μέγαν νεωτερισμό, στην αθεΐα, γιατί φορά αυτή η αθεΐα τη μάσκα της «αισθητικής». 

Τούτη καταντά τις εκκλησιές θέατρα, που επιδεικνύουν την παιδαριώδη ματαιοδοξία τους διάφοροι ασεβείς άνθρωποι. 

Καλύτερα να καταργούσανε ολότελα την εκκλησιαστική μουσική και να διαβαζόντανε τα τροπάρια κ’ οι ύμνοι, όπως θέλανε να κάνουνε με τις εικόνες οι εικονομάχοι, παρά αυτά τα ερμαφρόδιτα μπολιάσματα.

Κρίμα στην Ελλάδα! 

Τώρα που της χρειάζεται πιο πολύ η παράδοσή της κ’ η αγνή πίστη της Ορθοδοξίας, τώρα μας έπιασε η λύσσα να την καταστρέψουμε, για να γίνουμε κοσμοπολίτες. 

Από ένα θρησκευτικό φυλλάδιο που βγαίνει στη Λάρισα, έμαθα πως κ’ εκεί πέρα πήγε η καταραμένη αυτή φυλλοξήρα. 

Στην πολιτεία του αγίου Αχιλλίου, του αγίου Βησσαρίωνος και τόσων άλλων αυστηρών Ιεραρχών, στη Θεσσαλία που είναι τα Μετέωρα και που γέννησε τόσους αγίους της Ορθοδοξίας, να ψέλνουνε μέσα στις εκκλησιές σαν να είναι λαζαρόνοι ερωτευμένοι! 

Είναι ν’ ανατριχιάσεις! 

Δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό του ανθρώπου, πως καταντήσαμε σε τέτοια ασέβεια, ώστε να βρίσκε­ται σε διωγμό ό,τι έκανε το ορθόδοξο και θεοτιμημένο έθνος μας στη μουσική και στην Αγιογραφία.

Ψαλτάδες που έπρεπε νάναι περιζήτητοι, δεν βρίσκουνε θέση σε καμμιά εκκλησία, ενώ διάφοροι αδιάντροποι κανταδόροι θεατρίνοι είναι στα μέσα και στα έξω. 

Το ίδιο γίνεται και με την Αγιογραφία. Μπογιατζήδες κάθε λογής ζωγραφίζουνε στις εκκλησιές μας Γενοβέφες και ειδών-ειδών κάρτ – ποστάλ. 

Αν δεν είναι αυτά τα πράγματα η καταστροφή του πνευματικού ήθους του έθνους μας, τότε ποια είναι; Ρωτώ να μάθω.

Όποια όμως δεν πειράζουνε την ελεεινή ματαιοδοξία μας τάχουμε για εθνικά, ενώ τα πιο τίμια, τα πιο εξαίσια, τα καταργούμε, τα εξοντώνουμε εμείς οι ίδιοι. 

Η αρχαία γλώσσα είναι η επίσημη γλώσσα της Εκκλησίας· και πολύ σωστά. 

Αλλά γιατί η μουσική πά­λιωσε τάχα και θέλει ανακαίνιση, αφού γλώσσα και μουσική γεννηθήκανε μαζί, κ’ η βυ­ζαντινή μουσική είναι το φυσικό ντύσιμο της υμνωδίας; 

Τι σχέση έχουνε μ’ αυτές τις μου­σικές ανοησίες τα συναισθήματα του αγνού λαού μας; 

Δε ντρεπόμαστε να λέμε πως είναι πιο ελληνοπρεπή από την ελληνική μουσική τα ανόσια αυτά και ζωώδη μουγκρίσματα, αυτά τα ανάλατα τερατουργήματα που τα τραγουδάνε κάτι νεραϊδοπαρμένα αντρογύναικα!

Κρίμα στο αίσθημά μας και στη σοβαρότητα που είχαμε πάντα σε όλα, κρίμα στην αρρενωπότητα που είχε ό,τι κάναμε στην τέχνη και στη ζωή μας! 

Η Ελλάδα ποτέ δεν έβγαλε τέτοιους ανάλατους και κούφιους ανθρώπους σαν κι αυτούς που τραγουδάνε σήμερα μέσα στις εκκλησιές μας με την ερμαφρόδιτη φωνή τους! 

Και για να υποστηρίξουνε αυτά τα βλακώδη τραγούδια που παρουσιάζουνται για νεωτεριστική ψαλμωδία, βγαίνουνε κάποιοι ενδελεχείς και εμπεριστατωμένοι και με σοβαρότητα γράφουνε άρθρα επιστημονικά τάχα: «ποία είναι η αληθής ελληνική μουσική της εκκλησίας» κλπ., σα να χρειάζεται κι από­δειξη. 

Αυτοί τρώγουνται από τον κρυφό καημό να φαίνουνται Ευρωπαίοι. 

Γι’ αυτό, ό,τι δικό μας κλίνει περισσότερο στην Ανατολή, είναι γι’ αυτούς «παρεφθαρμένον» κι ό,τι κλί­νει στο ελεεινότερο ευρωπαϊκό, είναι «συγχρονισμένον».

Με τέτοιους φωστήρες πάμε να κάνουμε μια Ελλάδα τελειοποιημένη, όπως ελληνική γλώσσα τελειοποιημένη είναι αυτή που μιλάς κάνοντας πως δεν ξέρεις να τη μιλήσεις και που λες το ‘ρ’ σα ‘γ’ κλπ. 

Δε ντρε­πόμαστε! ξαναλέγω. 

Είμαστε κάποιοι που συγκινούμε χιλιάδες Έλληνες, γιατί η καρδιά μας θράφηκε μ’ αυτά που τούτοι τα σιχαίνουνται, και κάνουμε να κλαίνε τις αγνές ψυχές σε κάθε μεριά της Ελλάδας. 

Κι αυτοί οι λεβαντίνοι παραπλανούνε τα παιδιά μας τα καημένα με κάποια ψευτοερωτιάρικα λιγώματα και λένε πως εμείς δεν έχουμε ελληνικά αισθήματα, παρά πως τάχουνε αυτοί οι κουφιοκέφαλοι παπαγάλοι.

Τούτη η μανία καταπάνω στη βυζαντινή μουσική δεν είνε καινούργια. 

Παρουσιάσθηκε πριν από πολλά χρόνια, επειδή πάντα υπάρχουνε κούφιοι και μωροφιλόδοξοι Έλληνες, που θέλουνε να «τελειοποιήσουνε» το κάθε τι Ελληνικό, γιατί, κατά την ιδέα τους, ο ζωντανός λαός που το έβγαλε από τα σπλάχνα του, το γέννησε, τάχα, ζαβό, μισερό, «ατελές». 

Κ’ έρχουνται αυτές οι «μαμές» κ’ οι «νταντάδες» να το μεγαλώσουνε, να το τελειοποιήσουνε, χωρίς να τις καλέσει κανένας. 

Τι θα λέγατε για έναν άνθρωπο που του αρέσει τ’ άλογο, μα η ουρά του δεν του αρέσει, και για να το τελειοποιήσει, του κόβει τη φυσική του την ουρά και του βάζει μιαν ουρά του παγωνιού; 

Παλαβόν και πιο πολύ από παλαβόν, ακαλαίσθητο και χονδροειδέστατο. 

Και όμως αυτοί οι νεωτερισταί τέτοιες βλακείες κάνουνε, θέλοντας να τελειοποιήσουνε κάθε τι ελληνικό, ματίζοντάς το με κάποιο ξένο. Μονάχα ξένο να είνε το τελειοποίημα, κι’ ό,τι θέλει ας είνε.

Γι’ αυτούς, εδώ στην Ελλάδα υπάρχουνε μονάχα κουτσά, στραβά και κουλά πράγματα και τα γερά και τα τέλεια «μοντέλα» υπάρχουνε στην Ιταλία, στη Γαλλία, στο Χαβάη, στο Τσίλι, στην Αργεντίνα, στη Νικαράγκουα, στη Ρουμανία κι όπου αλλού. 

Αυτά που λέγω τα ξέρει ο κάθε ένας. 

Τουλάχιστον ας αφίνανε την εκκλησιά εκκλησιά, με τη δική της τη μουσική και την Αγιογραφία, αφού κατά βάθος δεν νοιάζουνται αληθινά για τη θρησκεία!

Μα ο νεωτεριστής είνε ψείρα που τρυπώνει παντού. Χωρίς αυτόν: «το έθνος θα απετελματούτο εις το έλος της στασιμότητας». 

Με τέτοιες λαμπαφούρες παραπλανάνε τον καημένο τον ανίδεο τον κόσμο. Τι αγώνα κάνανε ένα σωρό σεμνοί, ευλαβείς και σοφοί Έλληνες καταπάνω σ’ αυτούς τους «νεωτεριστάς», που είνε στραβωμένοι από την ψωροπερηφάνεια! 

Και μ’ όλο που είνε αυτοί οι νεωτερισταί κύμβαλα αλαλάζοντα, ωστόσο είνε λαοπλάνοι και πλα­νεύουνε τον κόσμο με κάποιες «ρεκλάμες», μιλώντας ολοένα εν ονόματι της προόδου, της εξελίξεως, του μοντερνισμού κλπ. 

Γι αυτό, αγωνισθήκανε πολλοί άξιοι και δυνατοί Έλλη­νες καταπάνω σ’ αυτές τις μυτζήθρες, που παριστάνουνε τα κάστρα στον ανίδεο τον κόσμο. 

Ό,τι γίνεται με το κορμί, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή τ’ ανθρώπου. 

Η αρρώστεια είνε εύκολη, η γιατρειά είνε δύσκολη. Εύκολα τρύπα μια μπάλλα το στήθος, μα δύσκολα γιατρεύεται. 

Έτσι και την ψυχή, τη μολεύει και τη σαπίζει εύκολα η ψευτιά που είνε σαν την πόρνη, μα δύσκολα τη γιατρεύει η αλήθεια.

Από όσα λοιπόν γραφήκανε στα περασμένα, για να φυλαχθεί η μουσική παράδοσή μας απ’ αυτούς τους «νεωτεριστάς», θα βάλω παρακάτω λιγοστά λόγια, ίσως μπορέσουνε και συνεφέρουνε στον εαυτό τους κάποιους πλανεμένους, πιο πολύ απ’ τα δικά μου τα λόγια, γιατί τα γράψανε σεβάσμιοι άνθρωποι που δεν ζούνε τώρα, μα που είτανε από εκείνη την ορθοδοξώτατη γενεά, που γέννησε τον Παπαδιαμάντη, τον Μωραϊτίδη, τον Βερναρδάκη, τον Βιζυηνό, τον Τανταλίδη κ’ ένα σωρό άλλους αγνούς Χριστιανούς κ’ Έλ­ληνες.

Λοιπόν ο μητροπολίτης Αθηνών Προκόπιος, να τι γράφει στα 1886: 

«Η εισα­γωγή της εκφύλου και οθνείας τετραφωνίας εις την ημετέραν εκκλησιαστικήν μουσικήν τη συναινέσει εγένετο των επιτρόπων των δύο ναών, όπως δια της καινοτομίας αυξάνηται των εκκλησιαζομένων ο αριθμός και η των χρηματικών εισφορών είσπραξις προς ευχερεστέραν συντήρησιν και διακόσμησιν αυτών. Αγαθός μεν ο σκοπός, αλλά το μέσον άθεσμον.»

Ο μουσικολόγος Κωνστ. Σακελλαρίδης ο Θετταλομάγνης, άλλος από τον θεατρόφιλον Ιωάννην Σακελλαρίδην, σοφός υπέρμαχος της παραδόσεως, έγραψε πολλά για να χτυπήσει την ξενότροπη εκκλησιαστική μουσική κι ανάμεσα σε άλλα γράφει πως οι αρ­χαίοι ξεχωρίζανε τη θρησκευτική μουσική από την κοσμική: 

«Εν τούτοις γίνεται φανε­ρόν εκ των ολίγων τούτων, ότι η μουσική είχεν ιδιαίτερον τύπον και ύφος δια την θρη­σκευτικήν υμνολογίαν και ιδιαίτερον δια την εκτός των ναών ασκουμένην μουσικήν. 

Ουδέποτε δε συνεχέοντο τα δύο ταύτα είδη… 

Το τοιούτον δε ήθος παρέλαβε και ετήρησεν από των αρχών του χριστιανισμού και η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία, εφαρμόσασα την μουσικήν ταύτην εις τα άσματα των μουσουργών της Εκκλησίας, διότι η μουσική τότε καθ’ άπαντα τον πεπολιτισμένον κόσμον και ιδίως κατά την Ανατολήν μέχρι των Περσών, των Συρίων, των Αιγυπτίων και πασών των εν Μικρασία φυλών ήτο μουσική του ελληνικού έθνους… 

Η ελληνική μουσική λοιπόν εγένετο κτήμα όλων των φυλών της δυτικής Ασίας, διότι συνήδε ως προς τον χαρακτήρα και την ιδιοσυστασίαν των λαών της Ασίας, καθ’ όσον η ελληνική έχει ρίζαν αυτήν την Ασίαν, διαμορφωθείσα εκ της Λυδίας και της Φρυγίας, ως μαρτυρούσιν αυτοί οι όροι των ήχων αυτής, καλούμενοι Λύδιοι, Φρύγιοι, Μιξολύδιοι κλπ… 

Τινές θέλουσι να απορρίψωμεν την εκκλησιαστικήν υμνολογίαν μας και να εισαγάγωμεν την πολυφωνίαν, το ξένον δηλ. ιδίωμα, αδιαφορούντες αν, δια του τοιούτου μέτρου, η εθνική παρακαταθήκη, παράδοσις και αναμνήσεις ιεραί τίθενται εκποδών, ουχί όπως βελτιώσωμεν το σύστημα της μουσικής, αλλ’ απλώς όπως καινοτομήσωμεν και ακολουθήσωμεν τον συρμόν, εξ ου και πελατείαν θα αποκτήσωσι προς τοις άλλοις οι ιεροί ημών ναοί… 

Βεβαίως εισί στάσιμοι οι Άγγλοι ψάλλοντες μονοτόνως εν τοις ναοίς αυτών και διατηρούντες εν τη στρατιωτική μουσική εις τα σκωτικά τάγματα τας γκάιδας… 

Φοβερόν θα ήτο να γελωτοποιηθή δι’ εμπειρικών κανταδόρων η θαυμαζομένη υπό διάσημων λογίων Ευρωπαίων εκκλησιαστική ημών μουσική δια τον πλούτον των κλιμάκων της και των τριών αυτής γενών και περί της οποίας ο υπό της γαλλικής κυβερνήσεως αποσταλείς τω 1874 κ. Ducoudray και περιηγηθείς την Ανατολήν προς μελέτην της ανατολικής μουσικής, μετά θαυμασμού γράφει, εξαίρων το κάλλος και τον πλούτον αυτής. 

Παραλείποντες δε άλλους διάσημους Γερμανούς, ως τον Λοβέκιον, εξαίροντα την εκκλησιαστικήν ημών μουσικήν και οικτείροντα την ευρωπαϊκήν δια την πενιχρότητά της, περί της οποίας λέγει, ότι η πτωχεία της επέβαλε την περιβολήν αυτής δια της πολυφωνίας, ενώ, λέγει, η ελληνική εκκλησιαστική μουσική δεν έχει ανάγκην τοιαύτης, έχουσα πλούτον και δυναμένη να είνε αφ’ εαυτής τερπνή και ποικιλωτάτη, παραλείποντες, λέγομεν, άλλων διάσημων Ευρωπαίων τας κρίσεις, φρονούμεν ότι η εθνική συνείδησις είναι αρκούντως εδραιωμένη, ώστε να μη επηρεασθή εκ της στηθείσης σαγήνης ενίων οπαδών του συρμού, ώστε να επιτρέψη να παραδοθώσι τα ιερά τοις κυσί».

Παρακάτω λέγει, πως αυτή η μοντέρνα μουσική είνε θυμελική, δηλαδή θεατρική: 

«Εκ του είδους τούτου του ψάλλειν και των κινήσεων και της ερωτοτρόπου απαγγελίας του τοιούτου χορού το κοινόν ετέρπετο και ενεθουσία…».

Ο Χρυ­σόστομος, σε κάποιους που θελήσανε και στον καιρό του να βάλουνε στην εκκλησιαστική μουσική λίγο κοσμικό χρώμα με φόβο (που νάκουγε τους δικούς μας νεωτεριστάς!), έλεγε: 

«Εσύ, όσα τραγουδάνε κι όσα κάνουνε οι θεατρίνοι κ’ οι χορεύτρες, εδώ, μέσα στην εκ­κλησία, τα βάζεις;.. Ο νους σου σκοτίστηκε από όσα ακούς και βλέπεις στα θέατρα, και για τούτο όσα κάνουνε εκεί πέρα, τα κουβαλάς στην εκκλησία ;» 

Δεν νομίζεις πως τα λέγει στους σημερινούς κανταδόρους;

Κι ο Βαλσαμών γράφει: 

«Αι του Θεού εκκλησίαι οίκοι προσευχής λέγονται, όθεν και οι προσευχόμενοι παρακαλείν τον Θεόν οφείλουσι μετά δακρύων και ταπεινώσεως, ου μην μετά ατάκτου και αναιδούς σχήματος. 

Διωρίσαντο ουν οι Πατέρες μη γίγνεσθαι τα ιερά ψαλμωδήματα δια βοών ατάκτων (ασέμνων), μήτε δια τινών καλλιφωνιών ανοικείων τη εκκλησιαστική καταστά­σει και ακολουθία, οία είσι τα θυμελικά μέλη και αι περιτταί ποικιλίαι των φωνών, αλλά μετά κατανύξεως και θεαρέστου τρόπου προσάγειν τω Θεώ τας ευχάς».

Μα τι να πρωτοβάλω από όσα είπανε και γράψανε πλήθος άγιοι κ’ ευλαβέστατοι χριστιανοί γι’ αυτή την αδιάντροπη μουσική ; 

Ας φέρουνε κ’ οι άλλοι όχι έναν άγιο, αλλά έναν μονάχα αληθινόν Χριστιανό Ορθόδοξο, που ν’ αγαπά με την καρδιά του την εκκλησία μας και που να έχει αληθινά θρησκευτική ψυχή και να μη σιχαίνεται αυτούς τους ξιπασμένους νεωτερισμούς. 

Αλλά κι’ ο ίδιος ο Χριστός να πει με το στόμα του (όπως και λέγει για όποιον τον νοιώθει), πως η αγιασμένη μουσική μας είνε η δική του, κ’ οι δώδεκα Απόστολοι κι όλοι οι άγιοι, πάλι τούτοι οι μοντέρνοι θα καταγίνονται με τα δικά τους, γιατί αυτοί δεν έχουνε μέσα τους τον Χριστό για να τον προσκυνήσουνε και να τον δοξολογήσουνε.

Αυτοί δοξολογούνε τον κούφιο τον εγωισμό τους και την κούφια την καρδιά τους. 

Αυτοί δεν αφήνουνε τίποτα που να μην το λερώσουνε, τα πιο πολλά γράμ­ματα τα κόβουνε, το Τυπικό το βάζουνε στη μπάντα, μ’ έναν λόγο κάνουνε σαν ξεφρενιασμένα άλογα που τσαλαπατάνε ό,τι έχουμε εμείς για το πιο ακριβό από τη ζωή μας κι από κάθε τι στον κόσμο.

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ