.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η Ελληνική Κιβωτός καί τά Σκουλίκια που τήν τρώνε! (ΠΕΡΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΩΝ)


ΕΙΔΩΝ – ΕΙΔΩΝ σκουλήκια κατατρώνε την καημένη την Ελλάδα, τη γέρικη Κιβωτό που μέσα της κατάφυγε η αλήθεια του Χριστού και γλύτωσε από τον κατακλυσμό. 

Μέσα σε κείνη την άλλη, την παλιά την Κιβωτό, κλείστηκε ο Νώε κ’ οι λιγοστοί δίκαιοι και γλυτώσανε από το πνίξιμο, μέσα σε τούτη τη νέα Ελ­ληνική Κιβωτό γλυτώσανε οι χριστιανοί οι αληθινοί, έχοντας μαζί τους τα σύμ­βολα της αρχαίας λατρείας του Χριστού, που βαστά ανάλλαχτη από τον καιρό των Αποστόλων ίσαμε σήμερα. 

Και κλειδοκράτορας στάθηκε η ελληνική Ορθό­δοξη Εκκλησία μας, «η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».

Το πνεύμα του Χριστού διατηρήθηκε αχάλαστο, απλό και βαθύ, πονεμένο και γεμάτο ελπίδα, ταπεινό με εγκαρτέρηση, μ’ εκείνο το μυστικό φέγγος που δεν υπάρχει σε άλλο τίποτα, παρεκτός μόνο στο Ευαγγέλιο. 

Μοναχά η Ορθοδοξία βάσταξε σαν ακριβό θησαυρό την αρχαία πα­ράδοση, δίχως να ξεφύγει καθόλου από το πνεύμα του Χριστού. 

Αυτό το πνεύμα δεν το νοιώθει κανένας με το μυαλό, αλλά με την καρδιά. 

Όποιος γνώρισε αληθινά την ειρήνη του Χριστού και την πνευματική ευωδία του, νοιώθει καθαρά πως μονάχα το πνεύμα της Ορθοδοξίας έχει ανταπόκριση με το πνεύμα του Χριστού και του Ευαγγελίου, καθώς και όσα βγήκανε από την Ορθοδοξία.

Οι αγιασμένες τέχνες της εκφράσανε σωστά κι’ αληθινά το πνεύμα που είναι κλεισμένο μέσα στο άγιο Ευαγγέλιο, χωρίς να το παραμορφώσουνε, όπως έγινε αλλού, που το πήρανε για ένα βιβλίο σαν τ’ άλλα βιβλία και το εικονογραφήσανε οι ζωγράφοι και το τραγουδήσανε οι ποιητές κ’ οι μουσικοί, κάνοντας έργα βγαλμένα από την επιδεξιοσύνη και τη φαντασία των ανθρώπων, αλλά όχι από την ευσέβεια και από τα δάκρυα της κατάνυξης, όπως γίνηκε στους τεχνίτες της Ορθοδοξίας.

Οι ζωγράφοι και οι μουσικοί της Δύσης δε φτιάξανε έργα άγια κι αποκαλυπτικά, αλλά σαρκικά και επιδεικτικά, αταίριαστα με το πνεύμα του Χριστού. 

Ο χαρακτήρας αυτών των έργων είναι ειδωλολατρικός, επειδή αυτοί που τα φτιάξανε δεν είχανε ντυθεί την πύρινη στολή της πίστεως και δεν είχανε μπει μέσα από το Καταπέτασμα του Ναού: 
«ου χρησιμεύει γαρ εις εκείνην την πόλιν των ά­γιων νεκρά ψυχή, μη φέρουσα φωτεινόν και θεϊκόν πνεύμα» (Άγιος Μακάριος Αιγύπτιος). 

Ο χαρακτήρας του Ευαγγελίου αποτυπώθηκε πιστά στα έργα της Ορθοδόξου Αγιογραφίας, της υμνωδίας και της μουσικής που έκανε το Βυζάντιο. Η καρδιά θερμαίνεται από το θησαύρισμα του Ευαγγελίου με κάποια θέρμη πνευματική που δεν μοιάζει με τίποτ’ άλλο.

Αυτή τη θέρμη λοιπόν κι αυτή τη μυστική ειρήνη τη νοιώθει ο χριστιανός να βγαίνει από τις άγιες εικόνες μας, από την υμνωδία κι από την ψαλμωδία της εκκλησίας μας. 

Αυτή η τέχνη είναι ειρηνόχυτη, γιατί έχει μέσα της την ειρήνη που δίνει ο Χριστός. 

Η άλλη η τέχνη είναι ένα ψεύτικο πράγμα, όπως ψεύτικο είδωλο είναι κι ο Χριστός που υμνούνε οι τεχνίτες που τον κάνανε. 

Η καρδιά του πονηρού ανθρώπου, ακόμα και το πιο θεϊκό πράγμα, θέλω να πω τη θρησκεία του Χριστού, μπόρεσε να το κάνει κάποιο πράγμα αντιπνευματικό και σαρ­κικό, και μάλιστα έφθασε σε τέτοια ανοησία, ώστε να λέγει πως το τελειοποίησε.

Λοιπόν τούτον τον ακριβοφυλαγμένο θησαυρό, την παράδοση της Ορθοδοξίας, πολε­μάνε ολοένα να τον μολέψουνε και να τον χαλάσουνε λογής-λογής άνθρωποι. 

Τούτα είναι τα σκουλήκια που είπα πως τρώνε τα αγιασμένα ξύλα της Κιβωτού μας. 

Αιρετικοί κάθε λογής, εικονομάχοι, καταλυτάδες, πολεμήσανε και πολεμάνε την Εκκλησία του Χρι­στού στον τόπο μας μέχρι σήμερα.

Όλοι οι αιρετικοί κ’ οι άλλοι σταθήκανε «νεωτερισταί, μεταρρυθμισταί». 

Εκείνο που τους σπρώχνει να χαλάσουνε την ιερή παράδοση της Εκκλησίας μας και να παραμορφώσουνε την άμωμη λατρεία μας είναι η αλαζονία τους, κατά τα λόγια που λέγει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος: 
«η υπερηφάνεια αναγ­κάζει επινοείν καινοτομίας, μη ανεχομένη το αρχαίον».

Όσοι είναι υπάκουοι στις παραδόσεις δείχνουνε πως έχουνε χριστιανική ψυχή, αφού το θεμέλιο της θρησκείας μας είναι η ταπείνωση, κι αυτοί την έχουνε, ενώ οι νεωτεριστές, καταφρονώντας την παράδοση και θέλοντας να στήσουνε το δικό τους θέλημα, φανερώνουνε πως έχουνε περηφάνεια, δηλαδή ασέβεια κι απιστία: «το δένδρον εκ του καρπού αυτού γνωρίζεται».

Η σεμνότητα της ψαλμωδίας δείχνει τη σεμνότητα της ψυχής, κατά τον λόγο που λέγει: «ψάλατε συνετώς». 

Όποιος ξεμακραίνει από την αληθινή ουσία του Χριστού, ξεμακραίνει κι από τη βυ­ζαντινή παράδοση. 

Η βυζαντινή μουσική είναι ειρηνική, λυπηρή με παρηγοριά, ενθουσιαστική με σεμνότητα, ταπεινή και ηρωική, απλή και βαθειά.

Έχει την ίδια πνευματική ουσία που έχει το Ευαγγέλιο, οι ύμνοι, οι ψαλμοί, τα συναξάρια, η βυζαντινή Αγιογραφία.

Για τούτο η βυζαντινή μουσική είναι μονότονη για όποιον είναι μονότονο το Ευαγγέλιο, άτεχνη για όποιον είναι άτεχνο το Ευαγγέλιο, απλοϊκή για όποιον είναι απλοϊκό το Ευαγγέλιο, περιορισμένη για όποιον είναι περιορισμένο το Ευαγγέλιο, πένθιμη για όποιον είναι πένθιμο το Ευαγγέλιο, παλιωμένη για όποιον είναι παλιωμένο το Ευαγγέλιο.

Αλλά είναι χαρμόσυνη για όποιον είναι χαρμόσυνο το Ευαγγέλιο, θλιμένη με κατάνυξη για όποιον είναι θλιμένο με κατάνυξη το Ευαγγέλιο, ενθουσιαστική με ταπείνωση για όποιον είναι ενθουσιαστικό με ταπείνωση το Ευαγγέλιο, ειρηνική για όποιον νοιώθει την ειρήνη του Χριστού, η μονάχη μουσική για όποιον υπάρχει μονάχα το Ευαγγέλιο.

Το μέλος της δεν είναι ανόσιο, επιδεικτικό, απελπιστικό, κούφιο, άνοστο, άσκοπο, αλλά είναι πράο, ταπεινό, γλυκύ με στυφότητα, γεμάτο συντριβή και έλεος, δίνει δόξα πνευματική ανέσπερη στις ψυ­χές που αξιωθήκανε την αθανασία των μυστηρίων και την ευσπλαχνία του Θεού. 

Εκφρά­ζει ευχαριστία, κάνει να πηγάσουνε δάκρυα ευγνωμοσύνης και χαράς πνευματικής. Είναι δυστυχισμένοι όσοι δεν τη νοιώθουνε, γιατί θα πει πως δε νοιώσανε αληθινά και σωστά τη γλυκύτητα που έχει το Ευαγγέλιο.

Αλλοίμονο ! 

Αυτόν τον ουράνιο θησαυρό, αυτή την αρχαγγελική μουσική, πολλοί Έλληνες χριστιανοί δεν τη θέλουνε. 

Λένε πως αγαπάνε τον Χριστό, και όμως δεν θέλουνε ν’ ακούσουνε τη φυσική φωνή της θρησκείας του. Εγώ λέγω πως ο Θεός μας παίρνει εμάς τους Έλληνες σιγά · σιγά τα θεϊκά δώρα που μας δώρησε, γιατί είμαστε ανάξιοι να τάχουμε. 

Και δεν είναι μονάχα κάποιοι κοσμικοί που πάσχουνε απ’ αυτή την ασεβέστατη μανία, να θέλουνε ν’ αλλάξουνε την εκκλησιαστική μουσική μας, μα και πολλοί ιερωμέ­νοι, που, αλλοίμονο, ξεπερνάνε τους κοσμικούς σ’ αυτή τη μιαρή παραφροσύνη!

Στα θρη­σκευτικά βιβλία και στα περιοδικά διαβάζει κανένας ένα πλήθος γραψίματα, γραμμένα από κληρικούς για τη σημασία που έχουν οι διάφοροι θρησκευτικοί τύποι, ακόμα και οι πιο ασή­μαντοι, πλην κανένας δεν λέγει τίποτα για το κατάντημα της μουσικής, που είναι η πιο άμεση, η πιο ζεστή κι η πιο συνοπτική έκφραση του θρησκευτικού αισθήματος του πιστού λαού μας.

Αυτοί τυρβάζουν περί πολλά άλλα, κι όσο για τα άγια των αγίων πεντάρα δε δίνουνε. 

Αυτά τα νομίζουνε «επουσιώδη, μεταβλητά, συμβατικά, τεχνικούς τύπους άνευ βαθυτέρας σημασίας δια την ουσίαν της χριστιανικής πίστεως». 

Τούτη η πνευματική πανού­κλα των ασεβών νεωτεριστών της Εκκλησίας έχει φτάξει έως τα πιο απόμερα χωριά και σκοτώνει τα αγνά θρησκευτικά αισθήματα του λαού μας γιατί όλοι αυτοί οι μικροί και ασήμαντοι τάχα νεωτερισμοί καταλήγουνε στον έναν μέγαν νεωτερισμό, στην αθεΐα, γιατί φορά αυτή η αθεΐα τη μάσκα της «αισθητικής». 

Τούτη καταντά τις εκκλησιές θέατρα, που επιδεικνύουν την παιδαριώδη ματαιοδοξία τους διάφοροι ασεβείς άνθρωποι. 

Καλύτερα να καταργούσανε ολότελα την εκκλησιαστική μουσική και να διαβαζόντανε τα τροπάρια κ’ οι ύμνοι, όπως θέλανε να κάνουνε με τις εικόνες οι εικονομάχοι, παρά αυτά τα ερμαφρόδιτα μπολιάσματα.

Κρίμα στην Ελλάδα! 

Τώρα που της χρειάζεται πιο πολύ η παράδοσή της κ’ η αγνή πίστη της Ορθοδοξίας, τώρα μας έπιασε η λύσσα να την καταστρέψουμε, για να γίνουμε κοσμοπολίτες. 

Από ένα θρησκευτικό φυλλάδιο που βγαίνει στη Λάρισα, έμαθα πως κ’ εκεί πέρα πήγε η καταραμένη αυτή φυλλοξήρα. 

Στην πολιτεία του αγίου Αχιλλίου, του αγίου Βησσαρίωνος και τόσων άλλων αυστηρών Ιεραρχών, στη Θεσσαλία που είναι τα Μετέωρα και που γέννησε τόσους αγίους της Ορθοδοξίας, να ψέλνουνε μέσα στις εκκλησιές σαν να είναι λαζαρόνοι ερωτευμένοι! 

Είναι ν’ ανατριχιάσεις! 

Δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό του ανθρώπου, πως καταντήσαμε σε τέτοια ασέβεια, ώστε να βρίσκε­ται σε διωγμό ό,τι έκανε το ορθόδοξο και θεοτιμημένο έθνος μας στη μουσική και στην Αγιογραφία.

Ψαλτάδες που έπρεπε νάναι περιζήτητοι, δεν βρίσκουνε θέση σε καμμιά εκκλησία, ενώ διάφοροι αδιάντροποι κανταδόροι θεατρίνοι είναι στα μέσα και στα έξω. 

Το ίδιο γίνεται και με την Αγιογραφία. Μπογιατζήδες κάθε λογής ζωγραφίζουνε στις εκκλησιές μας Γενοβέφες και ειδών-ειδών κάρτ – ποστάλ. 

Αν δεν είναι αυτά τα πράγματα η καταστροφή του πνευματικού ήθους του έθνους μας, τότε ποια είναι; Ρωτώ να μάθω.

Όποια όμως δεν πειράζουνε την ελεεινή ματαιοδοξία μας τάχουμε για εθνικά, ενώ τα πιο τίμια, τα πιο εξαίσια, τα καταργούμε, τα εξοντώνουμε εμείς οι ίδιοι. 

Η αρχαία γλώσσα είναι η επίσημη γλώσσα της Εκκλησίας· και πολύ σωστά. 

Αλλά γιατί η μουσική πά­λιωσε τάχα και θέλει ανακαίνιση, αφού γλώσσα και μουσική γεννηθήκανε μαζί, κ’ η βυ­ζαντινή μουσική είναι το φυσικό ντύσιμο της υμνωδίας; 

Τι σχέση έχουνε μ’ αυτές τις μου­σικές ανοησίες τα συναισθήματα του αγνού λαού μας; 

Δε ντρεπόμαστε να λέμε πως είναι πιο ελληνοπρεπή από την ελληνική μουσική τα ανόσια αυτά και ζωώδη μουγκρίσματα, αυτά τα ανάλατα τερατουργήματα που τα τραγουδάνε κάτι νεραϊδοπαρμένα αντρογύναικα!

Κρίμα στο αίσθημά μας και στη σοβαρότητα που είχαμε πάντα σε όλα, κρίμα στην αρρενωπότητα που είχε ό,τι κάναμε στην τέχνη και στη ζωή μας! 

Η Ελλάδα ποτέ δεν έβγαλε τέτοιους ανάλατους και κούφιους ανθρώπους σαν κι αυτούς που τραγουδάνε σήμερα μέσα στις εκκλησιές μας με την ερμαφρόδιτη φωνή τους! 

Και για να υποστηρίξουνε αυτά τα βλακώδη τραγούδια που παρουσιάζουνται για νεωτεριστική ψαλμωδία, βγαίνουνε κάποιοι ενδελεχείς και εμπεριστατωμένοι και με σοβαρότητα γράφουνε άρθρα επιστημονικά τάχα: «ποία είναι η αληθής ελληνική μουσική της εκκλησίας» κλπ., σα να χρειάζεται κι από­δειξη. 

Αυτοί τρώγουνται από τον κρυφό καημό να φαίνουνται Ευρωπαίοι. 

Γι’ αυτό, ό,τι δικό μας κλίνει περισσότερο στην Ανατολή, είναι γι’ αυτούς «παρεφθαρμένον» κι ό,τι κλί­νει στο ελεεινότερο ευρωπαϊκό, είναι «συγχρονισμένον».

Με τέτοιους φωστήρες πάμε να κάνουμε μια Ελλάδα τελειοποιημένη, όπως ελληνική γλώσσα τελειοποιημένη είναι αυτή που μιλάς κάνοντας πως δεν ξέρεις να τη μιλήσεις και που λες το ‘ρ’ σα ‘γ’ κλπ. 

Δε ντρε­πόμαστε! ξαναλέγω. 

Είμαστε κάποιοι που συγκινούμε χιλιάδες Έλληνες, γιατί η καρδιά μας θράφηκε μ’ αυτά που τούτοι τα σιχαίνουνται, και κάνουμε να κλαίνε τις αγνές ψυχές σε κάθε μεριά της Ελλάδας. 

Κι αυτοί οι λεβαντίνοι παραπλανούνε τα παιδιά μας τα καημένα με κάποια ψευτοερωτιάρικα λιγώματα και λένε πως εμείς δεν έχουμε ελληνικά αισθήματα, παρά πως τάχουνε αυτοί οι κουφιοκέφαλοι παπαγάλοι.

Τούτη η μανία καταπάνω στη βυζαντινή μουσική δεν είνε καινούργια. 

Παρουσιάσθηκε πριν από πολλά χρόνια, επειδή πάντα υπάρχουνε κούφιοι και μωροφιλόδοξοι Έλληνες, που θέλουνε να «τελειοποιήσουνε» το κάθε τι Ελληνικό, γιατί, κατά την ιδέα τους, ο ζωντανός λαός που το έβγαλε από τα σπλάχνα του, το γέννησε, τάχα, ζαβό, μισερό, «ατελές». 

Κ’ έρχουνται αυτές οι «μαμές» κ’ οι «νταντάδες» να το μεγαλώσουνε, να το τελειοποιήσουνε, χωρίς να τις καλέσει κανένας. 

Τι θα λέγατε για έναν άνθρωπο που του αρέσει τ’ άλογο, μα η ουρά του δεν του αρέσει, και για να το τελειοποιήσει, του κόβει τη φυσική του την ουρά και του βάζει μιαν ουρά του παγωνιού; 

Παλαβόν και πιο πολύ από παλαβόν, ακαλαίσθητο και χονδροειδέστατο. 

Και όμως αυτοί οι νεωτερισταί τέτοιες βλακείες κάνουνε, θέλοντας να τελειοποιήσουνε κάθε τι ελληνικό, ματίζοντάς το με κάποιο ξένο. Μονάχα ξένο να είνε το τελειοποίημα, κι’ ό,τι θέλει ας είνε.

Γι’ αυτούς, εδώ στην Ελλάδα υπάρχουνε μονάχα κουτσά, στραβά και κουλά πράγματα και τα γερά και τα τέλεια «μοντέλα» υπάρχουνε στην Ιταλία, στη Γαλλία, στο Χαβάη, στο Τσίλι, στην Αργεντίνα, στη Νικαράγκουα, στη Ρουμανία κι όπου αλλού. 

Αυτά που λέγω τα ξέρει ο κάθε ένας. 

Τουλάχιστον ας αφίνανε την εκκλησιά εκκλησιά, με τη δική της τη μουσική και την Αγιογραφία, αφού κατά βάθος δεν νοιάζουνται αληθινά για τη θρησκεία!

Μα ο νεωτεριστής είνε ψείρα που τρυπώνει παντού. Χωρίς αυτόν: «το έθνος θα απετελματούτο εις το έλος της στασιμότητας». 

Με τέτοιες λαμπαφούρες παραπλανάνε τον καημένο τον ανίδεο τον κόσμο. Τι αγώνα κάνανε ένα σωρό σεμνοί, ευλαβείς και σοφοί Έλληνες καταπάνω σ’ αυτούς τους «νεωτεριστάς», που είνε στραβωμένοι από την ψωροπερηφάνεια! 

Και μ’ όλο που είνε αυτοί οι νεωτερισταί κύμβαλα αλαλάζοντα, ωστόσο είνε λαοπλάνοι και πλα­νεύουνε τον κόσμο με κάποιες «ρεκλάμες», μιλώντας ολοένα εν ονόματι της προόδου, της εξελίξεως, του μοντερνισμού κλπ. 

Γι αυτό, αγωνισθήκανε πολλοί άξιοι και δυνατοί Έλλη­νες καταπάνω σ’ αυτές τις μυτζήθρες, που παριστάνουνε τα κάστρα στον ανίδεο τον κόσμο. 

Ό,τι γίνεται με το κορμί, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή τ’ ανθρώπου. 

Η αρρώστεια είνε εύκολη, η γιατρειά είνε δύσκολη. Εύκολα τρύπα μια μπάλλα το στήθος, μα δύσκολα γιατρεύεται. 

Έτσι και την ψυχή, τη μολεύει και τη σαπίζει εύκολα η ψευτιά που είνε σαν την πόρνη, μα δύσκολα τη γιατρεύει η αλήθεια.

Από όσα λοιπόν γραφήκανε στα περασμένα, για να φυλαχθεί η μουσική παράδοσή μας απ’ αυτούς τους «νεωτεριστάς», θα βάλω παρακάτω λιγοστά λόγια, ίσως μπορέσουνε και συνεφέρουνε στον εαυτό τους κάποιους πλανεμένους, πιο πολύ απ’ τα δικά μου τα λόγια, γιατί τα γράψανε σεβάσμιοι άνθρωποι που δεν ζούνε τώρα, μα που είτανε από εκείνη την ορθοδοξώτατη γενεά, που γέννησε τον Παπαδιαμάντη, τον Μωραϊτίδη, τον Βερναρδάκη, τον Βιζυηνό, τον Τανταλίδη κ’ ένα σωρό άλλους αγνούς Χριστιανούς κ’ Έλ­ληνες.

Λοιπόν ο μητροπολίτης Αθηνών Προκόπιος, να τι γράφει στα 1886: 

«Η εισα­γωγή της εκφύλου και οθνείας τετραφωνίας εις την ημετέραν εκκλησιαστικήν μουσικήν τη συναινέσει εγένετο των επιτρόπων των δύο ναών, όπως δια της καινοτομίας αυξάνηται των εκκλησιαζομένων ο αριθμός και η των χρηματικών εισφορών είσπραξις προς ευχερεστέραν συντήρησιν και διακόσμησιν αυτών. Αγαθός μεν ο σκοπός, αλλά το μέσον άθεσμον.»

Ο μουσικολόγος Κωνστ. Σακελλαρίδης ο Θετταλομάγνης, άλλος από τον θεατρόφιλον Ιωάννην Σακελλαρίδην, σοφός υπέρμαχος της παραδόσεως, έγραψε πολλά για να χτυπήσει την ξενότροπη εκκλησιαστική μουσική κι ανάμεσα σε άλλα γράφει πως οι αρ­χαίοι ξεχωρίζανε τη θρησκευτική μουσική από την κοσμική: 

«Εν τούτοις γίνεται φανε­ρόν εκ των ολίγων τούτων, ότι η μουσική είχεν ιδιαίτερον τύπον και ύφος δια την θρη­σκευτικήν υμνολογίαν και ιδιαίτερον δια την εκτός των ναών ασκουμένην μουσικήν. 

Ουδέποτε δε συνεχέοντο τα δύο ταύτα είδη… 

Το τοιούτον δε ήθος παρέλαβε και ετήρησεν από των αρχών του χριστιανισμού και η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία, εφαρμόσασα την μουσικήν ταύτην εις τα άσματα των μουσουργών της Εκκλησίας, διότι η μουσική τότε καθ’ άπαντα τον πεπολιτισμένον κόσμον και ιδίως κατά την Ανατολήν μέχρι των Περσών, των Συρίων, των Αιγυπτίων και πασών των εν Μικρασία φυλών ήτο μουσική του ελληνικού έθνους… 

Η ελληνική μουσική λοιπόν εγένετο κτήμα όλων των φυλών της δυτικής Ασίας, διότι συνήδε ως προς τον χαρακτήρα και την ιδιοσυστασίαν των λαών της Ασίας, καθ’ όσον η ελληνική έχει ρίζαν αυτήν την Ασίαν, διαμορφωθείσα εκ της Λυδίας και της Φρυγίας, ως μαρτυρούσιν αυτοί οι όροι των ήχων αυτής, καλούμενοι Λύδιοι, Φρύγιοι, Μιξολύδιοι κλπ… 

Τινές θέλουσι να απορρίψωμεν την εκκλησιαστικήν υμνολογίαν μας και να εισαγάγωμεν την πολυφωνίαν, το ξένον δηλ. ιδίωμα, αδιαφορούντες αν, δια του τοιούτου μέτρου, η εθνική παρακαταθήκη, παράδοσις και αναμνήσεις ιεραί τίθενται εκποδών, ουχί όπως βελτιώσωμεν το σύστημα της μουσικής, αλλ’ απλώς όπως καινοτομήσωμεν και ακολουθήσωμεν τον συρμόν, εξ ου και πελατείαν θα αποκτήσωσι προς τοις άλλοις οι ιεροί ημών ναοί… 

Βεβαίως εισί στάσιμοι οι Άγγλοι ψάλλοντες μονοτόνως εν τοις ναοίς αυτών και διατηρούντες εν τη στρατιωτική μουσική εις τα σκωτικά τάγματα τας γκάιδας… 

Φοβερόν θα ήτο να γελωτοποιηθή δι’ εμπειρικών κανταδόρων η θαυμαζομένη υπό διάσημων λογίων Ευρωπαίων εκκλησιαστική ημών μουσική δια τον πλούτον των κλιμάκων της και των τριών αυτής γενών και περί της οποίας ο υπό της γαλλικής κυβερνήσεως αποσταλείς τω 1874 κ. Ducoudray και περιηγηθείς την Ανατολήν προς μελέτην της ανατολικής μουσικής, μετά θαυμασμού γράφει, εξαίρων το κάλλος και τον πλούτον αυτής. 

Παραλείποντες δε άλλους διάσημους Γερμανούς, ως τον Λοβέκιον, εξαίροντα την εκκλησιαστικήν ημών μουσικήν και οικτείροντα την ευρωπαϊκήν δια την πενιχρότητά της, περί της οποίας λέγει, ότι η πτωχεία της επέβαλε την περιβολήν αυτής δια της πολυφωνίας, ενώ, λέγει, η ελληνική εκκλησιαστική μουσική δεν έχει ανάγκην τοιαύτης, έχουσα πλούτον και δυναμένη να είνε αφ’ εαυτής τερπνή και ποικιλωτάτη, παραλείποντες, λέγομεν, άλλων διάσημων Ευρωπαίων τας κρίσεις, φρονούμεν ότι η εθνική συνείδησις είναι αρκούντως εδραιωμένη, ώστε να μη επηρεασθή εκ της στηθείσης σαγήνης ενίων οπαδών του συρμού, ώστε να επιτρέψη να παραδοθώσι τα ιερά τοις κυσί».

Παρακάτω λέγει, πως αυτή η μοντέρνα μουσική είνε θυμελική, δηλαδή θεατρική: 

«Εκ του είδους τούτου του ψάλλειν και των κινήσεων και της ερωτοτρόπου απαγγελίας του τοιούτου χορού το κοινόν ετέρπετο και ενεθουσία…».

Ο Χρυ­σόστομος, σε κάποιους που θελήσανε και στον καιρό του να βάλουνε στην εκκλησιαστική μουσική λίγο κοσμικό χρώμα με φόβο (που νάκουγε τους δικούς μας νεωτεριστάς!), έλεγε: 

«Εσύ, όσα τραγουδάνε κι όσα κάνουνε οι θεατρίνοι κ’ οι χορεύτρες, εδώ, μέσα στην εκ­κλησία, τα βάζεις;.. Ο νους σου σκοτίστηκε από όσα ακούς και βλέπεις στα θέατρα, και για τούτο όσα κάνουνε εκεί πέρα, τα κουβαλάς στην εκκλησία ;» 

Δεν νομίζεις πως τα λέγει στους σημερινούς κανταδόρους;

Κι ο Βαλσαμών γράφει: 

«Αι του Θεού εκκλησίαι οίκοι προσευχής λέγονται, όθεν και οι προσευχόμενοι παρακαλείν τον Θεόν οφείλουσι μετά δακρύων και ταπεινώσεως, ου μην μετά ατάκτου και αναιδούς σχήματος. 

Διωρίσαντο ουν οι Πατέρες μη γίγνεσθαι τα ιερά ψαλμωδήματα δια βοών ατάκτων (ασέμνων), μήτε δια τινών καλλιφωνιών ανοικείων τη εκκλησιαστική καταστά­σει και ακολουθία, οία είσι τα θυμελικά μέλη και αι περιτταί ποικιλίαι των φωνών, αλλά μετά κατανύξεως και θεαρέστου τρόπου προσάγειν τω Θεώ τας ευχάς».

Μα τι να πρωτοβάλω από όσα είπανε και γράψανε πλήθος άγιοι κ’ ευλαβέστατοι χριστιανοί γι’ αυτή την αδιάντροπη μουσική ; 

Ας φέρουνε κ’ οι άλλοι όχι έναν άγιο, αλλά έναν μονάχα αληθινόν Χριστιανό Ορθόδοξο, που ν’ αγαπά με την καρδιά του την εκκλησία μας και που να έχει αληθινά θρησκευτική ψυχή και να μη σιχαίνεται αυτούς τους ξιπασμένους νεωτερισμούς. 

Αλλά κι’ ο ίδιος ο Χριστός να πει με το στόμα του (όπως και λέγει για όποιον τον νοιώθει), πως η αγιασμένη μουσική μας είνε η δική του, κ’ οι δώδεκα Απόστολοι κι όλοι οι άγιοι, πάλι τούτοι οι μοντέρνοι θα καταγίνονται με τα δικά τους, γιατί αυτοί δεν έχουνε μέσα τους τον Χριστό για να τον προσκυνήσουνε και να τον δοξολογήσουνε.

Αυτοί δοξολογούνε τον κούφιο τον εγωισμό τους και την κούφια την καρδιά τους. 

Αυτοί δεν αφήνουνε τίποτα που να μην το λερώσουνε, τα πιο πολλά γράμ­ματα τα κόβουνε, το Τυπικό το βάζουνε στη μπάντα, μ’ έναν λόγο κάνουνε σαν ξεφρενιασμένα άλογα που τσαλαπατάνε ό,τι έχουμε εμείς για το πιο ακριβό από τη ζωή μας κι από κάθε τι στον κόσμο.

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Οἱ καλοὶ ἄνθρωποι εἶνε δυστυχισμένοι, ὑποφέρουνε, τυραννιοῦνται

Ναί. Ὁ σατανᾶς τοὺς βασανίζει, τοὺς ρίχνει σὲ συμφορές. Μὰ ἔτσι γίνουνται ἀκόμα πιὸ καθαροί, σὰν τὸ χρυσάφι ποὺ πέφτει στὸ χωνευτήρι. Ζοῦνε φτωχικά, μακρυὰ ἀπὸ δόξες, κρυμμένοι, μὰ ζοῦνε ἀληθινά. 
Νὰ μὴν ζεῖς βουτηγμένος μέσα στὴν ψευτιά. Αὐτὸ εἶνε ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς «Τί θὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπο ἂν κερδίσει ὅλον τὸν κόσμο καὶ ζημιωθεῖ τὴν ψυχή του;» 
Αὐτός, ὁ φτωχός, ὁ παραπεταμένος, κέρδισε τὴν ψυχή του. Ἀφοῦ κέρδισε τὴν ψυχή του, τί ἔχασε; Ὅ,τι ἔχασε εἶνε τιποτένιο μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ ποὺ κέρδισε...

Φώτης Κόντογλου

"Ξ Ε Ρ Ι Ζ Ω Σ Τ Ε τήν πνευματική π α ν ο ύ κ λ α"!!!!!


"Καθαρίστε από τήν πνευματική πανούκλα τήν δυστυχισμένη τήν Ελλάδα, γιά νά μπορέσουμε νά δουλέψουμε οι άξιοι δουλευταράδες. 

Τά σκουλήκια, γιά νά σώσουνε τήν τιποτένια ύπαρξή τους, δέν αφήνουνε καμμιά ψυχή άξια νά ορθοποδήσει, από συμφέρον κι από φθόνο.

Όλοι οι πνευματικοί σαλταδόροι έχουνε πιάσει τά πόστα. 

Καί είναι δεμένοι μεταξύ τους, όπως είναι οι κάμπιες κολλημένες, η μία πάνω στήν άλλη. 

Μόλις τίς χωρίσει κανένας ψοφάνε.

Έτσι πρέπει νά γίνει καί μέ τίς ανθρωποκάμπιες, που μαραζώνουνε τό ολόδροσο πνευματικό δένδρο της φυλής μας.

Τίμια αδέλφια μου ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΘΑΡΟΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ, ξεριζώστε αυτά τά φαρμακερά βρωμοχόρταρα"!

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



60 χρόνια μεταπατερικότητας και νεωτερισμού και εμείς κάνουμε σαν να συμβαίνει ξαφνικά σήμερα!!!

Ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία τυπώνει προχειρολογήματα διάφορων νεωτεριστῶν θεολόγων, χωρὶς καμμιὰ οὐσία, ποὺ φανερώνουνε μοναχὰ τὴν ἀπίστευτη γύμνια ἐκείνων ποὺ τὰ γράφουνε...

Ἀφοῦ οἱ θεολόγοι γινήκανε φιλόσοφοι κ᾿ ἐπιστήμονες, ἂς γίνουμε θεολόγοι ἡμεῖς, δίχως ἄλλο ἐφόδιο, παρὰ μοναχὰ τὴν πίστη μας, κατὰ τὰ βαθυστόχαστα λόγια τοῦ ἁγίου Νείλου, ποὺ λέγει: «Εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ». 
«Ἂν προσεύχεσαι ἀληθινά, εἶσαι θεολόγος»...

κυρ Φώτης Κόντογλου † (13 Ιουλίου 1965)


Κωνσταντινούπολη, η αγιασμένη πολιτεία


Τι ήτανε, αληθινά, εκείνο το Βυζάντιο, εκείνη η Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένιος κόσμος! Όχι μοναχά η αρχαία πολιτεία, μα κι η καινούρια, ως του σουλτάν-Χαμίτ τα χρόνια. Είχα γνωρίσει έναν χριστιανό Ανατολίτη κοσμογυρισμένον, που έζησε πολλά χρόνια στην Ευρώπη και στην Αμερική, στη Λόντρα, στο Παρίσι, στη Ρώμη, στη Νέα Υόρκη. «Όλες αυτές οι μεγάλες πολιτείες, μου έλεγε, είναι σπουδαίες, μα σαν την Κωνσταντινόπολη δεν υπάρχει άλλη στην οικουμένη, κι ούτε βρίσκεται στον ντουνιά τέτοια επίσημη αρχοντικιά και βασιλική πολιτεία».

Στα χρόνια των Βυζαντινών «η βασιλεύουσα Πόλις» θα είχε μια εξωτική κι αλλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλιοι κουμπέδες (τρούλλοι) κατάχρυσοι λαμποκοπούσανε μέσα στη βλογημένη αυτή αφεντοπολιτεία. Στη μέση στεκότανε, σαν ήλιος, η Αγιά Σοφιά, και γύρω της ήτανε σκορπισμένες οι άλλες εκκλησίες με τους χρυσούς κουμπέδες, σφαίρες ουράνιες, που λες και γυρίζανε γύρω στον ήλιο. Δεν φαινόντανε πως ήτανε κτίρια κανωμένα από τον άνθρωπο, αλλά σαν να κατεβήκανε από τον ουρανό και σταθήκανε απάνω στη γη. Κι από μέσα ήτανε καταστολισμένες με ψηφιά, με χρωματιστά μάρμαρα, με σμάλτα, με ζωγραφιές, που θαρρούσε κανένας πως μπαίνει σε ουράνια παλάτια. Είχανε δίκιο οι παλιοί Κινέζοι που λέγανε πως αυτά τα κτίρια ήτανε «κάποια παλάτια μεγάλα και λαμπερά, που από μέσα μοιάζανε σαν τα χρυσά φτερά του φασιανού την ώρα που πετά»….

Το Σαββατόβραδο, κατά το δειλινό, η ατμόσφαιρα γέμιζε από τη γλυκειά βουή που κάνανε χιλιάδες καμπάνες και που ανέβαινε σαν ψαλμωδία απάνω από την αγιασμένη πολιτεία, από τη Νέα Σιών, «ήχος καθαρός εορταζόντων». Πανηγυρική μεγαλοπρέπεια! Μοναχά το Βυζάντιο κατέβασε στη γη την ουράνια αρμονία.
Για τους Βυζαντινούς, η πατρίδα τους ήτανε η Κιβωτός της αληθινής θρησκείας, και είχανε πόθο να τραβήξουνε μέσα σ᾿ αυτή όλα τα έθνη της γης, και να τα σώσουνε φωτισμένα από το ανέσπερο φως του Ευαγγελίου.

….. Για όποιον είναι σε θέση να νοιώσει καλά τι είναι αυτό το «λειτουργικό», ποτές άλλη φορά η ομαδική ζωή των ανθρώπων δεν έφταξε σ᾿ ένα τέτοιο πνευματικό ύψος. Όσοι θελήσανε και θέλουνε να κρίνουνε το Βυζάντιο με τον συνηθισμένον χονδροειδή αντιπνευματικόν τρόπο και με τις γνωστές ανόητες ευφυολογίες, και να το γελοιοποιηθούνε σε βαθμό που να ονομάζουνε «βυζαντινισμό» κάθε αφηρημένη συζήτηση και ουτοπία, αυτοί φανερώνουνε μ᾿ αυτό πόσο ανίδεοι είναι από αληθινή πνευματικότητα, με όλους τους ψεύτικους τίτλους της σοφίας και της επιστήμης που είναι στολισμένοι.

Το Βυζάντιο είναι πολύ λεπτό πράγμα για να μπορέσουνε να το πιάσουνε τα χοντροκανωμένα εργαλεία τους. Το Βυζάντιο είναι η αληθινή χριστιανική θρησκεία, ανάμεσα στα ψεύτικα και ελεεινά παραμορφωμένα ομοιώματά της, που τα φτιάξανε λαοί βάρβαροι και υλιστές, ανίκανοι να την καταλάβουνε και να την αισθανθούνε. Για τούτο, το Βυζάντιο κρίνεται από τους λεγόμενους σοφούς του κόσμου όπως κρίνεται το Ευαγγέλιο, δηλ. σαν μωρία, μπροστά στη δική τους γνώση, κι η γνώμη τους ίσια-ίσια, πως το Βυζάντιο είναι «μωρία», πιστοποιεί πως αληθινά στάθηκε η Νέα Σιών, η έμψυχος κιβωτός, που μέσα σ᾿ αυτή φυλάχθηκε η επαγγελία του Θεού προς τους ανθρώπους πως θα γίνουνε τέκνα του, και «η μακαρία ελπίς της αιωνίου ζωής». Όσο νοιώσανε οι υλικοί άνθρωποι τι λέγει ο Παύλος για το Ευαγγέλιο και για τη σοφία του Θεού, άλλο τόσο νοιώσανε κι οι ιστορικοί κι οι επιστήμονες της κοσμικής γνώσης, «οι συζητηταί του αιώνος τούτου» όπως λέγει ο Παύλος, τι είναι το Βυζάντιο.

…..Το Βυζάντιο είναι όπως «η Ιερουσαλήμ και η βασιλεία του Θεού,η εντός ημών κεκρυμμένη. Αυτή η χώρα νεφέλη εστί της δόξης του Θεού, εις ην μόνον οι καθαροί τη καρδία εισελεύσονται του θεάσασθαι το πρόσωπον του Δεσπότου και καταυγασθήναι τους νόας αυτών διά της ακτίνος και λαμπηδόνος του φωτός Αυτού». 

(Πηγή : Φώτης Κόντογλου, Μυστικά άνθη Ήγουν: Κείμενα γύρω από τις αθάνατες αξίες της ορθόδοξης ζωής, Ἀθῆναι: Ἐκδόσεις Ἀστήρ,, σσ. 93-99.)


Πόσο θάθελα να κάθομαι στην Σκήτη της Αγίας Άννης...


Πόσο θάθελα να κάθομαι στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης πούνε στο Άγιονόρος!

Μέσα στα άγρια κράκουρα, ξεχασμένος από τον κάθε άνθρωπο, κι’ εγώ να τους έχω ξεχασμένους όλους, εξόν από τους λιγοστούς πατέρας που θα ζούνε μαζί μου.

Να τρυπώσω στο κελλί μου, σα να με κυνηγάνε ληστάδες, να κρυφτώ, να δοξάζω τον Θεό που βρήκα καταφύγιο.

Να απομείνω μοναχός να κάνω την προσευχή μου βαθειά από τα έγκατά μου, να χορτάσω να πίνω από την παρηγορητική πηγή, να μιλώ με τον Θεό όπως μιλά το παιδί στον πατέρα του, «ἑσπέρας καὶ πρωΐ καὶ μεσημβρίας, ἑπτάκις τῆς ἡμέρας».

Να σηκώνομαι τη νύχτα να λέγω το Ψαλτήρι, και να πετώ στον ουρανό.

Να με βρίσκει η χαραυγή δακρυσμένον για τις αμαρτίες μου.

Να ξεχάσω τις μικρολογίες του κόσμου να ζω μέσα στην αθανασία.

Κι’ ας καταγίνονται οι άλλοι με τις δουλειές τους, με τις ματαιότητες, με τα λεφτά, με τις δόξες, με τις λογής λογής φαντασίες.

Να δουλεύω το εργόχειρό μου για να βγάζω το ψωμί μου, να κάθουμαι στο τρίποδο να ζωγραφίζω αγιασμένα εικονίσματα, και κεί που δουλεύω να σιγοψέλνω και να τρέχουνε τα μάτια μου γλυκά δάκρυα της παρηγοριάς και της ειρήνης.

Είτε να σκαλίζω σφραγιστήρια, είτε να σκαλίζω με το τσαπί το λιγοστό χώμα πούνε ανάμεσα στα βράχια.

Πόσο θα τ’ αγαπώ όλα αυτά τα φτωχά πράγματα της ερημιάς, πιο πολύ και πιο αληθινά απ’ όσο αγαπά ο κόσμος τα χρυσάφια και τα παλάτια του!

Θα ζω ξαλαφρωμένος απ’ αυτά τα βαρειά χαρχάλια, θα νιώθω τον εαυτό μου σαν το ρημοδένδρι που κάθεται μέρα νύχτα στον αγέρα.

Τί χαρά μεγάλη, νάμαι ένας ασκητής μαζί με κείνους τους λίγους ασκητάδες τους φτωχούς!

Να μη με λογαριάζει κανείς για ζωντανόν, παρά να με κοιτά μονάχα το μάτι του Θεού!

κυρ Φώτης Κόντογλου


*Σημείωση: Από κάρτα, την οποία χάρισε ο Κόντογλου στον αείμνηστο Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, Αντώνιο-Αιμίλιο Ταχιάο, με χειρόγραφο σημείωμα και ζωγραφιές, που επιγράφεται «Η Σκήτη της Αγίας Άννης», βλ. Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, Στην Σκιά του Άθω, εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2016, σσ. 102-103 και 107-108.

ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΦΟΒΕΡΟ! Τό όραμα του Φωτίου Κόντογλου! [ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ νά μήν παραλείψει νά τό διαβάσει! ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΟ συμβάν! ]


Το όραμα του Φώτη Κόντογλου:

«Δέν μέ εἶχε θολώσει καλά-καλά ὁ ὕπνος, δέν ξέρω ἄν ἤμουνα ξυπνητός, ἤ κοιμισμένος καί βλέπω μπροστά μου ἕναν ἄνθρωπο μέ ἀλλόκοτη ὄψη. 


Ἤτανε κατακίτρινος, σάν πεθαμένος, μά τά μάτια του ἤτανε σάν ἀνοιχτά καί μ’ ἔβλεπε τρομαγμένος. 

Τό πρόσωπό του ἤτανε σάν μάσκα, σάν μούμια, μέ τό πετσί του γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, καί κολλημένο στό νεκροκέφαλο μέ ὄλα τά βαθουλώματα. 

Κοντανάσαινε σάν λαχανιασμένος. 


Στο’ να χέρι βαστοῦσε κάποιο παράξενο πρᾶγμα, πού δέν κατάλαβα τί ἤτανε, καί μέ τ’ ἄλλο ἔσφιγγε τό στῆθος του, λές καί πονοῦσε καί μοῦ λέει:...

«Ἐκεῖ πού βρίσκομαι, εἶναι κι ἄλλοι πολλοί ἀπό ‘κείνους πού σέ περιπαίζανε γιά τήν πίστη σου, καί τώρα καταλάβανε πώς οἱ ἐξυπνάδες δέν περνοῦνε παραπέρα ἀπό τό νεκροταφεῖο. 

Πόσο ἀλλοιώτικος εἶναι ὁ κόσμος ἀπό ὅτι τόν βλέπαμε! 

Ἀνάποδος ἀπό τήν ἔξυπνη ἀντίληψή μας. 

Τώρα καταλάβαμε πώς ἡ ἐξυπνάδα μας ἤτανε βλακεία, οἱ κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες κι οἱ χαρές μας ψευτιά καί ἀπάτη. 

Ἐσεῖς πού ἔχετε στήν καρδιά σας τό Χριστό, καί πού για σᾶς ὁ Λόγος Του εἶναι Ἀλήθεια, ἡ μονάχη Ἀλήθεια, ἐσεῖς κερδίσατε τό Μεγάλο Στοίχημα, πού μπαίνει ἀνάμεσα στούς Πιστούς καί στούς ἄπιστους, αὐτό τό στοίχημα πού τό ἔχασα ἐγώ ὁ ἐλεεινός, καί χάθηκα καί τρέμω κι ἀναστενάζω καί δέν βρίσκω ἡσυχία.

Ἀληθινά, στόν Ἅδη δέν ὑπάρχει πιά μετάνοια. Ἀλλοίμον σ’ ὅσους πορεύονται ὅπως πορευθήκαμε ἐμεῖς, τόν καιρό πού εἴμασταν ἀπάνω στή γῆ. 

Ἡ σάρκα, μᾶς εἶχε μεθύσει καί ἐμπαίξαμε ἐκείνους πού πιστεύανε στόν Θεό καί στή Μέλλουσα Ζωή κι ὁ πολύς κόσμος μᾶς χειροκροτοῦσε. 

Σᾶς λἐγαμε ἀνόητους. 

Σᾶς κάναμε περίπαιγμα κι ὅσο ἐσεῖς δεχόσασταν μέ καλωσύνη τά πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε ἡ δική μας ἡ κακία».

Αὐτά τοῦ εἶπε ὁ ἀποθανών ιατρός καί γνωστός τοῦ Φώτη Κόντογλου».

(Ἀπό τό βιβλίο «Μυστικά ἄνθη» σελ. 113, Ἔκδ. Ἀστέρος)

Πηγή:

Πρωτοχρονιὰ μὲ τὸν Φώτη Κόντογλου: Καρδία συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη…



Φώτης Κόντογλου

Ξημέρωμα 1ης Ἰανουαρίου 1950

Ἐχτές, παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἤμουνα ξαπλωμένος στὸ κουβούκλι μας, περασμένα τὰ μεσάνυχτα, καὶ συλλογιζόμουνα.

Εἶχα δουλέψει νυχτέρι γιὰ νὰ τελειώσω μία Παναγία Γλυκοφιλοῦσα καὶ δίπλα μου καθότανε ἡ γυναίκα μου καί ἔπλεκε. 

Ὅποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σὲ μεγάλη κατάνυξη καὶ ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα, λοιπὸν, ἐκεῖ ποὺ ζωγράφιζα τὴν Παναγία καί ἡ Μαρία ἔψελνε καὶ κείνη μαζί μου μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή της. 

Βλογημένη γυναίκα μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἂς εἶναι δοξασμένο τ’ ὄνομά του γιὰ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς οἰκονομίας του. 

Τὸν εὐχαριστῶ γιὰ ὅσα μοῦ ἔδωσε καὶ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα γιὰ τὴν ἁπλή τὴ Μαρία, πού μοῦ τὴ δώρησε συντροφιὰ στὴ ζωή μου, ψυχὴ θρησκευτική, ἕνα δροσερὸ ποταμάκι ποὺ γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σ’ ἕναν παλιὸν καστρότοιχο…

…Κοντά μου κάθεται καὶ μὲ συντροφεύει, ἥμερος ἄνθρωπος, Μαρία ἡ Ἁπλή. 

Ἐκείνη πλέκει εἴτε ράβει, κι ἐγὼ δουλεύω τὴν ἁγιασμένη τέχνη μου καὶ φιλοτεχνῶ εἰκονίσματα, ποὺ τὰ προσκυνᾶ ὁ κόσμος. 

Τί χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Παντοδύναμος, ποὺ τὴν ἔχουνε λιγοστοὶ ἄνθρωποι: 

«Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῶν δούλων αὐτοῦ». 

Τὸ καλύβι μας εἶναι φτωχὸ στὰ μάτια τοῦ κόσμου καὶ μολαταῦτα, στ’ ἀληθινὰ, εἶναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ἠλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε ἡ πίστη κι ἡ εὐλάβεια. 

Κι ἐμεῖς ποὺ καθόμαστε μέσα, ἤμαστε οἱ πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς φτωχούς, πλήν μᾶς πλουτίζει μὲ τὰ πλούτη του Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ».

Ἀφοῦ, λοιπὸν, τελείωσα τὴ δουλειά μου κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ξάπλωσα στὸ μεντέρι μου, κι ἡ Μαρία ξάπλωσε καὶ κείνη κοντά μου καὶ σκεπάσθηκε καὶ τὴν πῆρε ὁ ὕπνος. 

Ἔπιασα νὰ συλλογίζουμαι τὸν κόσμο. Συλλογίσθηκα πρῶτα τὸν ἑαυτό μου καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναίκα μου καὶ τὸ παιδί μου. 

Γύρισα καὶ κοίταξα τὴ Μαρία ποὺ ἤτανε κουκουλωμένη καὶ δὲν φαι­νότανε, ἂν εἶναι ἄνθρωπος ἀποκάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα. Κι εἶπα: 

Ποιός μᾶς συλλογίζεται; Οἱ ἄνθρωποι λένε λόγια πολλά, μὰ δὲν πιστεύουνε σὲ τίποτα, γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Δαυίδ: «Πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης». 

Γύρισα καὶ κοίταξα τὸ φτωχικό μας, ποῦνε σὰν ξωκλήσι, στολισμένο μὲ εἰκονίσματα καὶ μὲ ἁγιωτικὰ βιβλία, χωμένο ἀνάμεσα στ’ ἀρχοντόσπιτα τῆς Βαβυλώνας, κρυμένο σὰν τὸν φτωχὸ ποὺ ντρέπεται μὴ τὸν δεῖ ὁ κόσμος. 

Ἡ καρδιά μου ζεστάθηκε κρυμένη καὶ κείνη μέσα μου. 

Ἔνοιωσα πὼς ἤμουνα χωρισμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, κι οἱ λογισμοί μου πὼς ἤτανε καὶ κεῖνοι κρυμένοι πίσω ἀπὸ τὸ καταπέτασμα ποὺ χώριζε τὸν κόσμο ἀπὸ μένα καὶ πὼς ἄλλος ἥλιος κι ἄλλο φεγγάρι φωτίζανε τὸν δικό μας τὸν κόσμο. 

Κι ἀντὶ νὰ πικραθῶ, εὐφράνθηκε ἡ ψυχή μου πὼς μ’ ἔχουνε ξεχασμένο, κι ἡ χαρὰ ἡ μυστική ποὺ τὴ νοιώθουνε ὅσοι εἶναι παραπεταμένοι, ἄναψε μέσα μου ἥσυχα κι εἰρηνικά, κι ἡ παρηγοριὰ μὲ γλύκανε σὰν μπάλσαμο ἀνακατεμένη μὲ τὸ παράπονο. 

Καὶ φχαρίστησα Ἐκεῖνον, ποὺ φανερώνει τέτοια μυστήρια στὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ κάνει πλούσιους τοὺς φτωχούς, τοὺς χαρούμενους, τοὺς θλιμμένους, ποὺ δίνει μυστικὴ συντροφιὰ στοὺς ξεμοναχιασμένους καὶ ποὺ μεθᾶ μὲ τὸ κρασὶ τῆς τράπεζάς του, ὅσους κρεμάσανε τὴν ἐλπίδα τους σὲ Κεῖνον. 

Ἂν δὲν ἤμουνα φτωχὸς καὶ ξευτελισμένος, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀξιωθῶ τούτη τὴν πονεμένη χαρά, γιατί δὲν ξαγοράζεται μὲ τίποτα ἄλλο, παρεκτὸς μὲ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, κατὰ τὸν Δαυὶδ ποὺ λέγει: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με». 

Ἐπειδὴ, ὅποιος δὲν πόνεσε καὶ δὲν ταπεινώθηκε, δὲν παίρνει ἔλεος. 

Ἔτσι τὰ θέλησε ἡ ἀνεξιχνίαστη σοφία. 

Μὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ νοιώ­θουνε αὐτά, γιατί δὲν θέλουνε νὰ πονέσουνε καὶ νὰ ταπεινωθοῦνε, ὥστε νὰ νοιώσουνε κάποιο πράγμα ποὺ εἶναι παραπέρα ἀπὸ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ κι ἀπὸ τὰ μάταια πάθη τους.

Ὁλοένα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἀνεβαίνανε τὰ δάκρυα στὰ μάτια μου, δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο καὶ δάκρυα γιὰ μένα. 

Δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο, γιατί γυρεύει νὰ βρεῖ τὴ χαρὰ ἐκεῖ ποὺ δὲν βρίσκεται, καὶ δάκρυα γιὰ μένα, γιατί πολλὲς φορὲς δείλιασα μπροστὰ στὴ φτώχεια καὶ στοὺς ἄλλους πειρασμούς καὶ δικαίωσα τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ τώρα ἔνοιωσα πὼς δὲν παίρνει ὁ ἄνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρὶς νὰ περάσει μεγάλον πειρασμό. 

Κι ἀντριεύθηκα κατὰ τὸ πνεῦμα, κι ἔνοιωσα πὼς δὲν φοβᾶμαι τὴ φτώχεια παρὰ πὼς τὴν ἀγαπῶ.

Καὶ κατάλαβα καλὰ, πὼς δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγαπήσει ἄλλο τίποτα ἀπὸ τὸν πόνο του, γιατί ἀπὸ τὸν πόνο ἀναβρύζει ἡ ἀληθινὴ χαρὰ κι ἡ παρηγοριά, κι ἐκεῖ βρίσκουνται οἱ πηγὲς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.

Ἀληθινά, ἡ φτώχεια εἶναι φοβερὸ θηρίο. Ὅποιος τὸ νικήσει ὅμως καὶ φτάξει νὰ μὴν τὸ φοβᾶται, θὰ βρεῖ μεγάλα πλούτη μέσα του. 

Τούτη τὴν ἀφοβία τὴ δίνει ὁ Κύριος, ἅμα ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Σ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο, ποὺ ἡ ἀντρεία λέγεται ταπείνωση καὶ τὰ βραβεῖα εἶναι καταφρόνεση καὶ ἐξευτελισμός, δὲν βα­στᾶνε οἱ ἀντρεῖοι τοῦ κόσμου. 

Ὅποιος δὲν περάσει ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς δοκιμῆς, δὲν ἔνοιωσε ἀληθινὰ τί εἶναι ἡ ζωή, καὶ γιατί ὁ Χριστὸς εἶπε: 

«Ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωή» καὶ γιατί εἶπε πάλι: «Μακάριοι οἱ πικραμένοι, γιατί αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε». Ὅποιος δὲν ἀπελπί­σθηκε ἀπὸ ὅλα, δὲν τρέχει κοντὰ στὸν Θεό, γιατί λογαριάζει πὼς ὑπάρχουνε κι ἄλλοι προστάτες γι’ αὐτόν παρεκτὸς τοῦ Θεοῦ.

Κι ἐκεῖ ποὺ τὰ συλλογιζόμουνα αὐτά, ἔνοιωσα μέσα μου ἕνα θάρρος καὶ μία ἀφοβιὰ ἀκόμα πιὸ μεγάλη, κι εἰρήνη μὲ περισκέπασε, κι εἶπα τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰωνὰς μέσα ἀπὸ τὸ θεριόψαρο: 

«Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου καὶ εἰσήκουσέ μου. Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ Ἅδη ἄκουσες τὴν κραυγή μου, ἄκουσες τὴ φωνή μου. Ἀβύσσου ἄπατη μὲ ἔζωσε. 

Τὸ κεφάλι μου χώνεψε μέσα στὶς σκισμάδες τῶν βουνῶν, κατέβηκα στὴ γῆς ποὺ τὴν κρατᾶνε ἀμπάρες ἀκατάλυτες. 

Ἂς ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπὸ τὴ φθορὰ πρὸς ἐσένα, Κύριε ὁ Θεός μου. Τὴν ὥρα ποὺ χάνεται ἡ ζωή μου, θυμήθηκα τὸν Κύριο. 

Ἂς ἔρθει ἡ προσευχή μου στὴν ἁγιασμένη ἐκκλησιά σου. 

Ὅσοι φυλάγουνε μάταια καὶ ψεύτικα, θὰ παρατηθοῦνε χωρὶς ἔλεος. Μὰ ἐγὼ θὰ σὲ φχαριστήσω καὶ μὲ φωνὴ αἰνέσεως θὰ σὲ δοξολογήσω». 

Καὶ πάλι δόξασα τὸν Θεὸ καὶ τὸν φχαρίστησα, γιατί μ’ ἔκανε ἀναίσθητο γιὰ τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου, τόσο ποὺ νὰ συχαίνουμαι ὅσα εἶναι ποθητὰ γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ νοιώσω πὼς εἶμαι κερδισμένος, ὅποτε οἱ ἄλλοι λογαριάζουνε πὼς εἶμαι ζημιωμένος. 

Καὶ γιατί πῆρα δύναμη ἀπὸ Κεῖνον νὰ καταφρονήσω τὸν σατανά, ποὺ παραφυλάγει πότε θὰ λιγοψυχήσω, κι ἔρχεται καὶ μοῦ λέγει: 

«Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θὰ γίνουνε ψωμιὰ αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ βλέπεις». Καὶ πάλι ξανάρχεται καὶ μοῦ λέγει: 

«Ἔ, πῶς χαίρεται ὁ κόσμος! Ἀκοῦς τὸν ἀλαλαγμό, τὶς φωνὲς ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὰ παλάτια ὅπου διασκεδάζουνε οἱ φτυχισμένοι ὑποταχτικοί μου, ἄντρες καὶ γυναῖκες; 

Πέσε προσκύνησέ με καὶ σὰν ἁπλώσεις μοναχὰ τὸ χέρι σου, νὰ τὰ πάρεις ὅλα. Ἐσὺ εἶσαι ἄνθρωπος τιμημένος γιὰ τὴν τέχνη σου. 

Γιατί νὰ ὑποφέρνεις, σὲ καιρὸ ποὺ αὐτοὶ χαίρουνται ὅλα τὰ καλὰ καὶ τ’ ἀγαθά, μ’ ὅλο πού δὲν ἔχουνε τὴ δική σου τὴν ἀξιοσύνη; 

Κοίταξε τὴ φτώχεια σου, κι ἂν δὲν λυπᾶσαι τὸν ἑαυτό σου, λυπήσου τὴν καϋμένη τὴ γυναίκα σου καὶ τὸ φτωχὸ τὸ παιδί σου, ποὺ ὑποφέρνουνε ἀπὸ σένα!». 

Ἄλλη φορᾶ τὸν ἄκουγα, μ’ ὅλο ποὺ δὲν ἔκανα ὅ,τι μούλεγε, μὰ τώρα τὸν ἄφησα νὰ λέγει χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσω ὁλότελα. 

Ἔμενα ὁ νοῦς μου ἤτανε σὲ κείνους τοὺς θλιμμένους καὶ τοὺς βασανισμένους, ποὺ δὲν ἔχουνε ἐλπίδα, καὶ σὲ κείνους ποὺ τρώγανε καὶ πίνανε κείνη τὴ νύχτα καὶ ποὺ χορεύανε μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ δὲν ἔχουνε ντροπή καὶ σὲ κείνους ποὺ μαζεύουνε πλούτη κι ἀδιαφόρετα πράματα, ποὺ δὲν μποροῦνε νὰ τ’ ἀποχωριστοῦνε σὰν σιμώσει ὁ θάνατος, καὶ ποὺ καταγίνουνται νὰ δέσουνε τὸν ἑαυτό τους μὲ πιὸ πολλὰ σκοινιά, ἀντὶς νὰ τὰ λιγοστέψουνε.

Ἐπειδὴς οἱ δύστυχοι εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ μέσα τους, κι ἀδειανοὶ καὶ τρεμάμενοι, καὶ θέλουνε νὰ ζεσταθοῦνε καὶ γι’ αὐτὸ ρίχνουνε ἀπὸ πάνω τους ὅλα αὐτὰ τὰ πράματα, σὰν τὸν θερμιασμένον ποὺ ρίχνει ἀπάνω του παπλώματα καὶ ροῦχα, δίχως νὰ ζεσταθεῖ. 

Λογαριάζω πὼς οἱ σημερινοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πιὸ φτωχοὶ στὸν ἀπομέσα πλοῦτο καὶ γι’ αὐτὸ ἔ­χουνε ἀνάγκη ἀπὸ τόσα πολλὰ μάταια πράματα. 

Αὐτὰ ποὺ λένε χαρὲς καὶ ἡδονές, τὰ δοκίμασα κι ἐγὼ σὰν ἄνθρωπος καὶ πίστευα κι ἐγὼ πὼς ἤτανε στ’ ἀληθινὰ χαρὰ κι εὐτυχία. 

Μὰ γλήγορα κατάλαβα, πὼς ἤτανε ψευτιὲς καὶ φαντασίες ἀσύστατες καὶ πὼς χοντραίνουνε τὴν ψυχὴ καὶ στραβώνουνε τὰ πνευματικὰ της μάτια, καὶ τότε δὲ μπορεῖ νὰ δεῖ καὶ γίνεται κακιὰ κι ἀλύπητη στὸν πόνο τ’ ἀδερφοῦ της, ἀδιάντροπη, ἀκατάδεκτη, ἄθεη, θυμώτρα, αἱμοβόρα.

Ὅσοι εἶναι σκλάβοι στὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ τους, δὲν ἔχουνε ἀληθινὴ χαρά, γιατί δὲν ἔχουνε εἰρήνη. 

Γιὰ τοῦτο, θέλουνε νὰ βρίσκουνται μέσα σὲ φουρτούνα καὶ νὰ ζαλίζουνται, ὥστε νὰ θαροῦνε πὼς εἶναι φτυχισμένοι. 

Ἡ χαρὰ ἡ ἀληθινὴ εἶναι μία θέρμη τῆς διάνοιας καὶ μίαν ἐλπίδα τῆς καρδιᾶς, ποὺ τὶς ἀξώνουνται ὅσοι θέλουνε νὰ μὴν τοὺς ξέρουνε οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τοὺς ξέρει ὁ Θεός. 

Γι’ αὐτό, Κύριε καὶ Θεὲ καὶ πατέρα μου, καλότυχος ὅποιος ἔκανε σκαλούνια ἀπὸ τὴ φτώχεια κι ἀπὸ τὰ βάσανα κι ἀπὸ τὴν καταφρό­νεση τοῦ κόσμου, γιὰ ν’ ἀνεβεῖ σὲ Σένα. Καλότυχος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔνοιωσε τὴν ἀδυναμία του ἀληθινά. 

Ὅσο πιὸ γλήγορα τὸ κατάλαβε, τόσο πιὸ γλήγορα θὰ ἀπογευτεῖ ἀπὸ τὸ ψωμὶ ποὺ θρέφει κι ἀπὸ τὸ κρασὶ ποὺ δυναμώνει, ἂν ἔχει τὴν πίστη του σὲ Σένα. 

Ἀλλοιῶς θὰ γκρεμνιστεῖ στὸ βάραθρο τῆς ἀπελπισίας.

Μὲ τί λόγια νὰ φχαριστήσω τὸν Κύριό μου, ποὺ ἤμουνα χαμένος καὶ μὲ χεροκράτησε, στραβὸς καὶ μ’ ἔκανε νὰ βλέπω; Ἐκεῖνος ἔστρεψε τὴν λύπη μου σὲ χαρά. 

«Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἐξήγαγεν ἠμᾶς εἰς ἀναψυχήν. Μακάριος ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπ’ Αὐτόν».

Πηγή agiazoni.gr

Φώτης Κόντογλου: Τὸ δίπορτο – Ὑποκρισία

Καὶ ὅμως, ἡ πονηρὴ γνώμη τοῦ ἀνθρώπου ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ συμβιβάσει: 


Τί νὰ πεῖ κανένας γιὰ ἐκείνους ποὺ λέγονται χριστιανοί, ποὺ πᾶνε στὴν ἐκκλησία καὶ παρακαλοῦνε τὸν Θεὸ νὰ τοὺς βοηθήσει στὴ ζωή, καὶ ποὺ λένε πὼς ἔχουνε τὴν ἐλπίδα τους στὸ Χριστό, στὴν Παναγία καὶ στοὺς Ἁγίους, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι φιλάργυροι, δὲν δίνουνε τίποτα στ’ ἀδέρφια τους, τοὺς φτωχούς, κι’ ὁλοένα μαζεύουνε χρήματα καὶ πλούτη.
Στὴ ζωή μου εἶδα, πὼς οἱ τέτοιοι λεγόμενοι χριστιανοὶ εἶναι οἱ περισσότεροι κι ἀπορεῖ κανένας, πῶς μποροῦνε νὰ συμβιβάσουν μία ζωὴ συμφεροντολογική μὲ τὰ λόγια του Χριστοῦ, ποὺ λέει καὶ ξαναλέει:
«Μὴ φροντίζετε γιὰ τὸ τί θὰ φᾶτε καὶ γιὰ τὸ τί θὰ πιεῖτε καὶ γιὰ τὸ τί θὰ ντυθεῖτε. Κοιτάξετε τὰ πουλιά, μήτε κοπιάζουν, μήτε μαζεύουν, καὶ ὅμως ὁ Πατέρας τους ὁ οὐράνιος τὰ θρέφει.
Κοιτάξετε μὲ πόση μεγαλοπρέπεια εἶναι ντυμένα τὰ ἀγριολούλουδα, ποὺ κι ὁ ἴδιος ὁ Σολομώντας δὲν στολίσθηκε σὰν αὐτὰ τὰ τιποτένια λουλούδια.
Λοιπόν, ἂν γιὰ τὸ χορτάρι τοῦ χωραφιοῦ, ποῦ σήμερα λουλουδίζει κι’ αὔριο τὸ καίουνε στὸν φοῦρνο, φροντίζει ὁ Πατέρας σας ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό, πόσο περισσότερο θὰ φροντίσει γιὰ σᾶς, ὀλιγόπιστοι;».
Αὐτὰ εἶναι λόγια καθαρά, ἁπλά, σίγουρα, καὶ δείχνουν πὼς πρέπει νὰ εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.
Γιατί πῶς μπορεῖ νὰ ἔχει πίστη στὸν Χριστὸ ἕνας ἄνθρωπος καὶ μαζὶ νὰ εἶναι κολλημένος στὰ χρήματα καὶ στὸ συμφέρον, πολλὲς φορὲς μάλιστα περισσότερο κι ἀπὸ τοὺς ἄθεους; Θα πεῖ πὼς νομίζει, πὼς θὰ ξεγελάσει τὸν Θεό. Ἀλλὰ «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται», δηλαδή, ὁ Θεὸς δὲν περιπαίζεται.
Καὶ ὅμως, ἡ πονηρὴ γνώμη τοῦ ἀνθρώπου ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ συμβιβάσει: Νὰ εἶναι γαντζωμένος καλὰ στὸ χρῆμα, δηλαδὴ στὸ διάβολο, ποὺ τὸν λέγει ὁ Χριστὸς Μαμωνά, θεὸ τῆς φιλαργυρίας, καὶ τὸν ἴδιο καιρὸ νὰ παρουσιάζεται γιὰ χριστιανός, νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησιά, νὰ κάνει σταυροὺς καὶ μετάνοιες, νὰ κλαίει πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ξεγαντζωθεῖ ἀπὸ τὰ λεφτὰ κι ἀπὸ τὴ μανία τοῦ παρά.
Λογικὴ δὲν χωρᾶ καθόλου σ’ αὐτούς. Εἶναι ὁλότελα ἀναίσθητοι καὶ πονηροί κι ὅ,τι κάνουν, τὸ κάνουν γιὰ νὰ τὸ ἔχουν δίπορτο, κι ὅ,τι κερδίζουν.
«Βάστα γερά, σοῦ λέει, τὰ λεφτά, ποὺ εἶναι χειροπιαστά, ἄναβε καὶ κανένα κερί, κάνε καὶ καμιὰ μετάνοια, γιὰ να ‘χεις τὸ μέσο καὶ μὲ τὸν Χριστό.
Ἂν βγοῦνε ἀληθινὰ τὰ λόγια του γιὰ παράδεισο καὶ γιὰ κόλαση, ἔχουμε κι’ ἀπὸ κεῖ τὴ σιγουράντζα. Ὅ,τι καὶ νὰ γίνει, εἶναι κανένας κερδισμένος».

Φώτη Κόντογλου: Ύδωρ Αθανασίας. Οι Πατέρες της Ορθοδοξίας


Από το βιβλίο: Γίγαντες ταπεινοί, εκδόσεις Ακρίτας, 2000

Πολλοί από κείνους που δε θέλανε να ακούσουνε για θρησκεία, σήμερα αλλάξανε, και ζητάνε να διαβάσουνε θρησκευτικά βιβλία κι’ άλλα γραψίματα που έχουνε σχέση με τη θρησκεία, κ’ εδώ και σ’ άλλες χώρες.

Σε κάμποσους απ’ αυτούς άνοιξε το δρόμο που τους πήγε κοντά στη θρησκεία, κ’ ιδιαίτερα στην Ορθοδοξία, η βυζαντινή τέχνη της αγιογραφίας. Αφού είδανε πόσο βαθειά κι’ αποκαλυπτική είναι αυτή η τέχνη, νοιώσανε και την επιθυμία να γνωρίσουνε και την Ορθοδοξία που βρήκε έκφραση μ’ αυτήν την τέχνη. Κι’ από το πνευματικό ύψος που ανακαλύψανε στην εκκλησιαστική ζωγραφική της Ανατολικής Εκκλησίας, συμπεράνανε και το μεγάλο πνευματικό ύψος της Ορθοδοξίας: «Το δένδρον εκ του καρπού αυτού γνωρίζεται».

Στον τόπο μας, αλλοίμονο! πολύ λίγοι από τους ανθρώπους που καταγίνουνται με τα λεγόμενα πνευματικά ζητήματα και που γράφουνε βιβλία, έχουνε κάποια σχέση με τη θρησκεία, κι’ ακόμα πιο λίγοι με την Ορθοδοξία. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν καταδέχουνται μηδέ να κοιτάξουνε κατά κει. Τη χριστιανική θρησκεία κι’ ο,τι έχει σχέση μ’ αυτή, τη θεωρούνε ανάξια για να απασχολήση τα σοφά κεφάλια τους. Γι’ αυτούς, όποιος πιστεύει στον Χριστό είναι θρησκόληπτος, στενόμυαλος κι’ ανεξέλικτος. Το νάναι κανένας άπιστος, και μάλιστα να κομπάζη γι’ αυτό, είναι μεγάλος κ’ υψηλός τίτλος πνευματικής σοβαρότητας, που τον έχουνε οι βαθυστόχαστες διάνοιες. Φόβος και τρόμος τους πιάνει μην τύχη και τους πάρουνε για ανθρώπους που δίνουνε και την παραμικρή σημασία στη θρησκεία, δηλαδή σε ένα πράγμα που είναι για τις γρηές και για τους φτωχούς τω πνεύματι.

Ένας τέτοιος μου είπε πως με θαυμάζει για το θάρρος που έχω να λέγω και να γράφω πως είμαι χριστιανός. Υπάρχουνε οικογένειες που ντρέπουνται για κάποιον από τους δικούς τους που είναι ευλαβής, και θυμάται κανένας τα λόγια του Χριστού που είπε πως ήρθε στον κόσμο να βάλη φωτιά, και να χωρίση τα παιδιά από τους γονιούς κι’ αδελφό απ’ αδελφό, και πως όποιος θάχη σε ντροπή του πως πιστεύει σ’ Εκείνον και στα λόγια του, θα τον έχη κι’ ο Χριστός σε ντροπή σαν θα ξανάρθη με θεϊκή δόξα τριγυρισμένος από τους Αγγέλους: «Ος γαρ αν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ, και ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν, όταν έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των Αγγέλων των αγίων».

Ναι. Ο Χριστός είναι ντροπή για τους έξυπνους και πολύξερους ανθρώπους τούτου του κόσμου. H αθεΐα είναι το σημείο της πνευματικής αριστοκρατίας. Οι βαθυστόχαστες αυτές διάνοιες, αν καταδεχτούνε καμμιά φορά να μιλήσουνε για θρησκεία, το κάνουνε για να την περιπαίξουνε, η για να τη χτυπήσουνε, παίρνοντας αφορμή από κάποια καινούργια φιλοσοφική θεωρία. Όλα τα ξέρουνε. Το μόνο πράγμα που γι’ αυτό δεν γνωρίζουνε τίποτα, είναι το τι είναι αυτή η θρησκεία που δεν παραδέχουνται. Ο Πασκάλ λέγει πως οι περισσότεροι απ’ όσους πολεμάνε τη θρησκεία δεν ξέρουνε τι είναι αυτό που πολεμάνε.

Οι δικοί μας οι γραμματισμένοι, προπάντων οι λεγόμενοι «λογοτέχνες», δεν έχουνε ιδέα για τη θρησκεία μας, ιδιαίτερα για την Ορθοδοξία, σε καιρό που στην Ευρώπη, που την έχουνε για δασκάλα τους, γίνεται μεγάλη αναταραχή στα πνεύματα, και κάποιες σπουδαίες ψυχές, σαν νάναι ζαρκάδια διψασμένα μέσα στον ξέρακα της υλιστικής γνώσης, τρέχουνε να ξεδιψάσουνε στις δροσερές βρύσες της Ορθοδοξίας.

Ποιός από τους δικούς μας «λογοτέχνες», αισθητικούς και στοχαστές, ξέρει τίποτα από τούτη την πνευματική αναστάτωση που γίνεται σήμερα, μακρυά από «τις λογοτεχνίες, κι’ από τις αισθητικές» που καταγίνουνται; Ποιός θέλησε, καν από περιέργεια, να διαβάση κάποια πατερικά βιβλία και να ξεζέψη τον εαυτό του από το μαγκανοπήγαδο που γυρίζει με δεμένα μάτια; Μα κι’ αν τ’ αποφασίση κανένας, θα δη πως είναι τόσο αλλοιώτικα τα νοήματα που θα διαβάση, ώστε δεν θα καταλάβη τίποτα, όπως είναι μαθημένος στα αντιπνευματικά διαβάσματα, και θα τα παρατήση. Η, αν τύχη να διαβάση κανένα αγιωτικό βιβλίο, γραμμένο με κείνη τη βλογημένη απλότητα που έχουνε τα αληθινά και απροσποίητα πράγματα, θα το περιφρονήση, γιατί είναι συνηθισμένος στις πολύπλοκες και μπερδεμένες φιλοσοφίες, κι’ ας είναι σαπουνόφουσκες.

Τα βιβλία που είναι γραμμένα από τους Πατέρας της Ορθοδόξου Εκκλησίας μεταφράζουνται σήμερα σε πολλές γλώσσες της Ευρώπης, και πιο πολύ τα πιο αυστηρά και τα πιο μυστικά, που τα γράψανε κάποιοι άγιοι που ζήσανε σε ερημιές, σε σπηλιές, και σε μοναστήρια απομοναχιασμένα της Ανατολής. Ύστερ’ από τόσους αιώνες, εκείνοι οι ταπεινοί ερημίτες ποτίζουνε τις διψασμένες ψυχές και τις δροσίζουνε, χαρίζοντας την ειρήνη του Χριστού και την ελπίδα της αθανασίας στην αμαρτωλή ανθρωπότητα που κυλίστηκε στην ακολασία σαν τον άσωτο γυιό, ως που κατάντησε να τρώγη ξυλοκέρατα με τους χοίρους. Αυτή η ανθρωπότητα, καταματωμένη από την περιπλάνησή της, πεινασμένη, γυμνή κι’ απελπισμένη, κράζει στους πτωχούς τω πνεύματι, στους καταφρονεμένους ασκητάδες, να της δώσουνε βοήθεια, να την κρατήσουνε από το χέρι για να μη βουλιάξη μέσα στην αφρισμένη και μελανή θάλασσα της απιστίας, σαν τον απόστολο Πέτρο.

Κ’ οι άγιοι γέροντες, που ζήσανε πριν από πεντακόσια, χίλια, χίλια πεντακόσια χρόνια, κι’ απομείνανε λησμονημένοι από τον άνθρωπο, που μέθυσε από τα γεννήματα του μυαλού του και θέλησε να στήση το θρόνο του απάνω από το Θεό, βλέποντάς τον, λοιπόν, να παραδέρνη ελεεινός και ξετραχηλισμένος μέσα στην ανεμοζάλη της απιστίας και να φωνάζη «βοήθεια!», σκύβουνε πονετικά και τον τραβάνε από το χέρι, εκεί που τρέμει σύγκορμος, και του λένε με τη γλυκειά μα κι’ αυστηρή φωνή τους, τα λόγια που είπε ο Κύριος στον Πέτρο, σαν τον είδε να βουλιάζη: «Ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;»

Λοιπόν, επειδή είναι πολλοί σήμερα εκείνοι που έχουνε επιθυμία να απογευτούνε, ας είναι και λίγο, απ’ αυτό το πνευματικό νέκταρ των Πατέρων, και δεν βρίσκουνε τα προσκυνητά συγγράμματά τους, θα τους προσφέρουμε λιγοστά άνθη από τον παράδεισο της Ορθοδοξίας, που ευωδιάζει σήμερα την οικουμένη, σήμερα, σε καιρό που μεριμνούν οι άνθρωποι και τυρβάζουν περί πολλά, σφεντονίζοντας λογιών-λογιών μηχανές στο φεγγάρι και στα άστρα, λες και κει θα βρούνε τ’ αθάνατο νερό.

«Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν», είπε ο Χριστός. Αυτή τη βασιλεία ξεσκεπάζουνε οι Πατέρες, που ήπιανε από «το ύδωρ το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον».

Με τα λιγοστά ψίχουλα που δίνουμε από τα πατερικά βιβλία, δεν μπορεί να καταλάβη ο αναγνώστης πόσος και τι λογής είναι ο μυστικός πλούτος που υπάρχει μέσα σ’ αυτά τα βιβλία. Επειδή, εδώ ο τόπος είναι στενός, και δεν χωρά κάποια μεγάλα κεφάλαια η κι’ ολόκληρους λόγους, απ’ όπου να νοιώση όποιος διαβάζει, το σπουδαίο νόημα και τη βαθειά αλήθεια που βρίσκεται μέσα σ’ αυτά τα κείμενα. Κομματιασμένα, όπως τα δίνουμε, χάνουνε τη λάμψη τους και τον παλμό που παίρνει η μία φράση από την άλλη. Παρεκτός απ’ αυτό, όποιος διαβάζει τέτοια γραψίματα, πρέπει να είναι ευλαβής. Πρέπει να έχη από πριν συνηθίση στο να αναπνέη εκείνον τον αέρα του μυστηρίου, που είναι αλλοιώτικος από τούτον που ανασαίνουμε σαν διαβάζουμε νοήματα, στοχασμούς και αισθήματα γραμμένα από ανθρώπους που είναι βουτηγμένοι στην πηχτή ύλη τούτου του κόσμου.

Μέσα σ’ ένα βιβλίο μου έχω γράψει ένα εγκώμιο στον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, έναν Άγγελο με κορμί ανθρώπινο, που ασκήτεψε στην έρημο, κατά τα 550 μ.X., κ’ έγραψε ένα βιβλίο με Λόγους Ασκητικούς. Βάζω παρακάτω λίγα λόγια από κείνο το εγκώμιο, επειδή απ’ αυτά θα μπορέσετε να νοιώσετε καλύτερα όσα λέγω παραπάνω:

«…Ας μη σιμώση κανένας σε τούτη την ατίμητη κιβωτό μ’ ελαφρύν λογισμό, αλλά με φόβο και με τρόμο. Γιατί αλλοιώς, άδικα θα θελήση να δροσιστή απ’ αυτή την αγιασμένη βρύση όποιος έχει τη γέψη του χαλασμένη από τα θολά και φαρμακερά πιοτά του κόσμου.

«Για τον άγιο Ισαάκ μπορεί να πη κανένας πως η Σοφία κάθισε σαν μέλισσα χρυσή απάνω στο στόμα του. Όχι η σοφία των σοφών, η ματαίαα κ’ η σαστισμένη, αλλ’ η αμάραντη, η πηγή της αφθαρσίας, που ελευθερώνει αληθινά όποιον την κατέχει…

«Κ’ επειδή το Πνεύμα το Άγιο μιλά με το στόμα του, τα λόγια του είναι εξαίσια στο κάλλος, από θείον οίστρον πυρπολημένα. Για τούτο, μ’ όλο που γράφει τόσα πολλά ο τρισμακάριος, απομένει μέσα στο πνεύμα μας μία ιερή σιωπή, σαν να μη μίλησε κανένας, παρά σαν να ακούμε ένα μακρινό αντιλάλημα κάποιας θάλασσας που δεν τη βλέπουμε…

«Το μάτι του βλέπει τον ήλιο χωρίς να θαμπώση. Σαν αητός εξαίσιος βγαίνει μέσ’ από τα σύννεφα και πετά ατάραχος απάνω από τα μελανά βουνά, αγναντεύοντας το βαθύ πέλαγος, σε καιρό που εμείς καθόμαστε μέσα σ’ ένα στενοπήγαδο, και κράζουμε να μας ελεήση…

«…Φαίνεται πως ήτανε σπουδασμένος στην Ελληνική φιλοσοφία, όπως δείχνουνε δύο-τρία λόγια που γράφει: «Επειδή δε σου πεπείραμαι της φιλοσοφίας, Ω αγαπητέ, παρακαλώ σε εν αγάπη παραφυλάττεσθαι εκ της επηρείας του εχθρού». Και σε άλλο μέρος γράφει: «Η αιτία δε της φαντασίας των εικόνων, η ασθένεια και ουχ η καθαρότης εστι του νοός. Τούτο συνέβη εν τοις έξω φιλοσόφοις, επειδή ταύτα ενόμισαν είναι τα πνευματικά, περί ων διδαχήν αληθινήν εκ του Θεού ουκ εδέξαντο. Εκ γαρ του σφυγμού και της κινήσεως του λογιστικού αυτών και εκ του λογισμού των εννοιών αυτών έδοξαν, τη οιήσει αυτών, ότι εισί τι». «Οι φιλόσοφοι», λέγει, «νομίσανε πως αλήθεια είναι οι φαντασίες τους, επειδή δεν πήρανε αληθινή διδαχή από το Θεό. Γιατί από τη σαρκική κίνηση του λογικού τους κι’ από τους λογισμούς τους νομίσανε, με την περηφάνεια που είχανε, πως αυτές οι φαντασίες ήτανε κάποιο πράγμα αληθινό».

«Το δυνατό μυαλό του και τη σαρκική γνώση τα πέταξε από πάνω του και τα νέκρωσε, κ’ έγινε σαν παιδί απλός κι’ απονήρευτος. Μαζί μ’ αυτά έθαψε και τον χαλασμένον άνθρωπο και τον ξέχασε, σαν μνήμα γεμάτο ξερά κόκκαλα».

Ας βάνουμε παρακάτω λίγες αράδες από τους λόγους του αββά Ισαάκ, που είναι, όπως έγραψε ένας σοφός σημερινός, σαν τα ξωτικά λουλούδια που βγαίνουνε στα ψηλά χιονισμένα βουνά:

«Αρχή της αληθινής ζωής του ανθρώπου είναι ο φόβος του Θεού, κι’ αυτός ο φόβος δεν αφήνει το νου του να ταράζεται. Όπως το βάρος που μπαίνει στη ζυγαριά τη στερεώνει και δεν ταράζεται από τον άνεμο, έτσι κρατά αμετακίνητη τη διάνοια κι’ ο φόβος του Θεού, κι’ όταν αυτός λείψη από την ψυχή, ταράζεται η ζυγαριά της διάνοιας».

«Παρακίνησε τον εαυτό σου να μιμηθής την ταπείνωση του Χριστού, για να ανάψη περισσότερο μέσα σου η φωτιά που άναψε ο Χριστός μέσα σου, και να καούν όλες οι επιθυμίες του κόσμου που θανατώνουνε τον καινούργιον άνθρωπο και που μολύνουνε τις αυλές του Κυρίου, που είναι άγιος και δυνατός. Γιατί εγώ παίρνω το θάρρος να πω, κατά τα λόγια του αγίου Παύλου, πως είμαστε ναός του Θεού. Ας αγνίσουμε λοιπόν το ναό του, όπως είναι κι’ αυτός αγνός, για να επιθυμήση να κατασκηνώση μέσα σ’ αυτόν. Ας τον αγιάσουμε, όπως είναι κι’ αυτός άγιος, κι’ ας τον στολίσουμε με κάθε αγαθό και τίμιο έργο. Ας θυμιάσουμε αυτόν το ναό με το θυμίαμα που αναπαύει το θέλημά Του με καθαρή και καρδιακή προσευχή. Και μ’ αυτόν τον τρόπο θα ρίξη τον ίσκιο της στην ψυχή μας η νεφέλη της δόξας του, και θα φεγγοβολήση το φως της μεγαλωσύνης του μέσα στην καρδιά μας. Και θα γεμίσουνε από χαρά κι’ από ευφροσύνη όλοι όσοι κατοικούνε μέσα στην αγιασμένη σκηνή του Θεού, κ’ οι αδιάντροποι θα καούνε από τη φλόγα του Αγίου Πνεύματος».

«Ονείδιζε τον εαυτό σου παντοτινά, αδελφέ μου, και λέγε: Αλλοίμονό μου, ω άθλια ψυχή, έφταξε η ώρα που θα χωριστής από το σώμα. Γιατί ευχαριστιέσαι μ’ αυτά που θα τ’ αφήσης σήμερα και που δεν θα τα ξαναδής πια στους αιώνες; Σκέψου όσα έπραξες και με ποιά πράγματα πέρασες τις μέρες της ζωής σου, η ποιός επήρε τον κόπο σου και ποιόν χαροποίησες με τον αγώνα σου, για να έλθη να σε υποδεχτή την ώρα που θα βγαίνης από το σώμα. Και ποιόν ευχαρίστησες στο δρόμο της ζωής σου, για να πας να ξεκουραστής στο λιμάνι του. Και για χάρη τίνος κακοπάθησες και κόπιασες, για να πας κοντά του με χαρά. Ποιόν φίλο απόχτησες για την άλλη ζωή, για να σε προϋπαντήση κατά την ώρα που φεύγεις από τούτον τον κόσμο. Και σε ποιό χωράφι δούλεψες, και ποιός είναι εκείνος που θα σου δώση το μεροκάματό σου κατά τη μέρα που θα βασιλέψη ο ήλιος του χωρισμού σου.

Κράξε και φώναξε μ’ αναστεναγμό και με θλίψη, γιατί αυτές οι φωνές αναπαύουνε το Θεό περισσότερο από τις θυσίες κι’ από τα ολοκαυτώματα. Ας αναβρύζη το στόμα σου πονεμένες φωνές, που τις ακούνε με χαρά οι άγιοι Άγγελοι. Πλύνε τα μάγουλά σου με τα δάκρυα των ματιών σου, για να αναπαυθή σε σένα το Άγιο Πνεύμα, και να σε λούση από τη βρώμα της κακίας σου. Εξιλέωσε τον Κύριο με τα δάκρυά σου, για να έλθη να σε βοηθήση. Επικαλέσου τη Μαρία και τη Μάρθα για να σε διδάξουνε λυπηρές φωνές. Κράξε στον Κύριο.

Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μας, εσύ που έκλαψες για τον Λάζαρο και που τα μάτια σου στάξανε γι’ αυτόν δάκρυα πονεμένα, δέξου τα πικρά δάκρυά μου, δώσε μου καρδιά πικραμένη για να σε ζητήσω ολόψυχα. Σε άφησα, μη μ’ αφήσης. Ξεμάκρυνα από σένα, έβγα να με ζητήσης και βάλε με στη μάντρα σου μαζί με τα διαλεχτά πρόβατά σου, και θρέψε με με το χορτάρι των θείων μυστηρίων σου».

«Θα ευφρανθή η καρδιά εκείνων που ζητάνε τον Κύριο. Ζητήσετε τον Κύριο, ω κατάδικοι, και δυναμωθήτε με την ελπίδα. Ζητήσετε το πρόσωπό του με τη μετάνοια, και θ’ αγιασθήτε με το αγίασμα του προσώπου του».

«Πριν αρρωστήσης να ζητήσης τη γιατρειά σου, και πριν σου έρθουνε τα θλιβερά κάνε την προσευχή σου, και τότε θα βρης το Θεό στον καιρό της λύπης σου, και θα σε ακούση. Η κιβωτός του Νώε έγινε κατά τον καιρό της ησυχίας (πριν έρθει ο κατακλυσμός), και τα ξύλα της φυτευθήκανε πριν από εκατό χρόνια».

«Να συναναστρέφεσαι με τους ταπεινούς, και θα μάθης τους τρόπους των. Γιατί, αφού η θωριά τους είναι ωφέλιμη στην ψυχή, πόσο περισσότερο η διδασκαλία που βγαίνει από το στόμα τους; Αγάπησε τους φτωχούς, για να ελεηθής κ’ εσύ. Μην πας κοντά στους φιλόνεικους, για να μη βγης από τη γαλήνη σου. Αγάπησε τους αμαρτωλούς, και μίσησε τα έργα τους, και μην τους καταφρονήσης για τα ελαττώματά τους, μήπως κ’ εσύ πέσης στα ίδια. Να θυμάσαι πως είσαι καμωμένος από χώμα, όπως όλοι οι άνθρωποι, και κάνε καλό σ’ όλους. Σαν συναπαντήσης κάποιον, τίμησέ τον περισσότερο από την αξία του. Φίλησε τα χέρια και τα πόδια του, και βάσταξέ τα με πολλή τιμή, και βάλε τα απάνω στα μάτια σου. Και σαν χωριστή από σένα, πες γι’ αυτόν κάθε καλόν λόγο. Γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο τον τραβάς στο καλό, και σπέρνεις σ’ αυτόν σπόρο καλόν, κι’ απ’ αυτή τη συνήθεια που συνηθίζεις τον εαυτό σου, τυπώνεται μέσα σου σφραγίδα αγαθή, και θ’ αποχτήσης πολλή ταπείνωση. Σημάδι της αγάπης είναι η ταπείνωση, που γεννιέται από συνείδηση αγαθή».

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γεννήθηκε κατά τα 550 μ.X. και φαίνεται πως ήτανε από την Παλαιστίνη. Καλογέρεψε από μικρός κι’ ασκήτεψε στην έρημο του Σινά, ζώντας σαράντα χρόνια μέσα σ’ ένα σπήλαιο. Ύστερα, τον παρακαλέσανε οι Πατέρες να αναλάβη την ηγουμενία της Μονής.

Έγραψε μοναχά ένα βιβλίο, τη φημισμένη «Κλίμακα». Τα λόγια του είναι σύντομα και πυκνά, σαν το Νόμο που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή, απάνω στο βουνό Χωρήβ.

Ιδού μερικά λόγια από το άφθαρτο αυτό βιβλίο:

«Μετάνοια είναι το να στερηθή ο άνθρωπος κάθε σωματική ανάπαυση κι’ απόλαυση, δίχως να λυπηθή ολότελα.

Βάστα γερά τη μακαρία χαρμολύπη και την αγιασμένη κατάνυξη, και μην πάψεις να την εργάζεσαι μέσα σου, ως που να σε κάνη να υψωθής από τούτον τον κόσμο, και να σε παραστήση καθαρόν στον Χριστό.

Γίνε σαν βασιλιάς μέσα στην καρδιά σου, υψηλά με ταπείνωση καθισμένος, και προστάζοντας στο γέλω: φεύγα, και φεύγει. Και στο γλυκό το δάκρυ: έλα, κ’ έρχεται. Και στο κορμί μας, που είναι σκλάβος και τύραννος: κάνε τούτο, και το κάνει.

Είδα ακάθαρτες ψυχές που ήτανε παραδομένες με μανία στον σαρκικόν έρωτα. Και όμως, σαν μετανοιώσανε και γυρίσανε στην ευσέβεια, από την πείρα που είχανε, μεταστρέψανε τον έρωτα που νοιώθανε στα σαρκικά, σε αγάπη για τον Κύριο, και σαν το μπολιασμένο δέντρο αλλάξανε το κακό πάθος τους σε αγάπη αχόρταγη για το Θεό. Για τούτο κι’ ο Χριστός δεν είπε σε κείνη τη φρόνιμη την πόρνη πως φοβήθηκε, αλλά πως αγάπησε πολύ, και μ’ αυτόν τον τρόπο μπόρεσε να πολεμήση εύκολα τον έρωτα με τον έρωτα.

Πρέπει να το λογαριάζουμε σαν δώρο του Θεού και τούτο που θα σας πω, μαζί μ’ όλα τ’ αγαθά που μας δώρισε, το ότι, δηλαδή, πολλές φορές πάμε και βλέπουμε τους πεθαμένους στα μνήματα, κι’ ωστόσο στεκόμαστε αδάκρυτοι, ενώ συχνά ερχόμαστε σε κατάνυξη χωρίς να δούμε αυτό το πικρό θέαμα.

Όποιος κλαίγει η πικραίνεται για το Θεό, αυτός αξιώνεται αληθινά να δη στην ψυχή του την ουράνια και θεϊκή παρηγοριά. Κι’ όποιος φυλάγει καθαρή την καρδιά του, μπορεί να πάρη από το Θεό λάμψη και λαμπρότητα.

Τα δάκρυα που χύνουνται από τη θύμηση του θανάτου, γεννάνε το φόβο. Κι’ ο φόβος γεννά πάλι την αφοβιά και το θάρρος. K’ η αφοβιά φέρνει τη χαρά. Κι’ αφού τελειώσει εκείνη η ακατάπαυστη χαρά που έχει μέσα της η ψυχή, προβάλλει το τριαντάφυλλό της θεϊκής αγάπης, κι’ ανεβαίνει στο Θεό με ευωδία πολλή και πάντερπνη.

Κανένα πράγμα δεν ταιριάζει τόσο με την ταπεινοφροσύνη, όσο τούτο το χαροποιό πένθος.

Όποια ενάρετη αρετή κι αν κάνουμε, αν δεν έχουμε καρδιά θλιμμένη και πονεμένη, για μάταιη κι’ ανώφελη λογαριάζεται.

Ο Ιούδας ήτανε ανάμεσα στους μαθητές του Χριστού, κι’ ο ληστής ανάμεσα στους φονιάδες. Και, ω του θαύματος! Πως, μέσα σε μία στιγμή αλλάξανε τόπο!

Ακτημοσύνη είναι όχι μοναχά να μην έχη τίποτα ο άνθρωπος, αλλά το να βγάλη και κάθε φροντίδα αποπάνω του. Να γίνη οδοιπόρος χωρίς εμπόδια και ξένος από κάθε λύπη εγκόσμια. Ακτημοσύνη είναι η πίστη στις εντολές του Κυρίου.

Το να υποφέρνη κανένας μία προσβολή με γενναιότητα, είναι κατόρθωμα εκείνων που έχουνε υψωθή απάν’ από τον κόσμο. Αλλά το να περάση κανένας από παινέματα χωρίς να ζημιώση την ψυχή του, αυτό είναι χάρισμα που το έχουνε μοναχά οι άγιοι.

Είναι ντροπή να περηφανεύεται ο άνθρωπος για ξένα πράγματα. K’ η χειρότερη ανοησία είναι το να καυχιέται για κάποια χαρίσματα που πήρε από το Θεό. Όσα κατορθώματα έκανες πριν από τη γέννησή σου, γι’ αυτά μοναχά να υπερηφανεύεσαι. Γιατί, όσα σου συμβήκανε ύστερα από τη γέννησή σου, σου τα δώρισεν ο Θεός, όπως σου δώρισε και την ίδια τη γέννηση.

Η πραότητα είναι ένας βράχος που στέκεται ψηλότερα από το θυμό της θάλασσας και που λιώνει τα κύματα που τη χτυπάνε, και δεν καταλαβαίνει κλονισμό καθόλου ολότελα.

Όποιος ενώθηκε μ’ αυτή τη νύφη που τη λένε ταπείνωση, είναι ήμερος, γλυκόλογος, ευκολοκατάνυκτος, συμπαθητικός, γαλήνιος, χαροποιός, καλοκάγαθος, άλυπος, άγρυπνος, ακούραστος.

Όπως η αχτίνα του ήλιου μπαίνει από μία τρύπα στο σπίτι, και βλέπει κανένας και την πιο λεπτή σκόνη που σηκώνεται και πετά και μερμιδίζει μέσα σ’ αυτή, έτσι κι’ ο φόβος του Θεού, σαν φτάξει να κατοικήση στην καρδιά του ανθρώπου, του δείχνει όλες τις αμαρτίες του, ακόμα και τις πιο μικρότερες.

Η πίστη είναι μία σταθερότητα ακούνητη κι’ ασάλευτη, μία κατάσταση της ψυχής ατράνταχτη, που δεν τη σαλεύει καμμιά δύναμη.

Να φαίνεσαι όποιος είσαι στ’ αληθινά, και να μη γυρεύεις έμορφα λόγια και στολίδια για να φαίνεσαι καλός κι’ άξιος.

Άλλο κανένα πράγμα δεν ταιριάζει με την αληθινή ταπείνωση, όσο τα δάκρυα. Για τούτο, όποιος είναι ταπεινός, κλαίγει.

Μη φοβάσαι τίποτα. Όποιος έχει τη μακαρία θλίψη στην καρδιά του, δεν γνωρίζει τι θα πη φόβος ολότελα.

Όσοι θέλουμε να τρέξουμε στη φωνή του Χριστού, ας σκεφθούμε καλά πως ο Κύριος όλους που καταγίνουνται με τις φροντίδες του κόσμου και που ζούνε μ’ αυτές, τους καταδίκασε λογαριάζοντάς τους για νεκρούς, και λέγοντας: «Άφησε τους νεκρούς να θάψουνε τους νεκρούς».

Όποιος μίσησε τον κόσμο, αυτός ξέφυγε τη λύπη. Κι’ όποιος απόκτησε κάποιο πράγμα απ’ όσα βλέπουνται, ποτέ δεν γλύτωσε από τη λύπη. Γιατί πως δεν θα λυπηθή σαν στερηθή εκείνο το πράγμα που αγαπά;

Ημείς οι μοναχοί δεν φεύγουμε από τον κόσμο γιατί απεχθανόμαστε τους φίλους και τους συγγενείς μας, η τον τόπο που γεννηθήκαμε. Μη γένοιτο! Αλλά για να αποφύγουμε τη βλάβη που κάνουνε στην ψυχή μας.

Τον καιρό που βρισκόμουνα στο μοναστήρι, ο Κύριος πήρε από τούτον τον κόσμο ένα γέροντα που ήτανε δεύτερος μετά τον ηγούμενο, Μηνάς τ’όνομά του, άνθρωπον θαυμαστό, που είχε κάνει στο μοναστήρι πενηνταεννιά χρόνια, υπηρετώντας σε κάθε εργασία. Την τρίτη λοιπόν ημέρα μετά την κοίμησή του, την ώρα που κάναμε το συνηθισμένο μνημόσυνο για τον κοιμηθέντα, έξαφνα ευωδίασε όλος ο τόπος γύρω από το μέρος που βρισκότανε η λάρνακά του. Λοιπόν, ο μέγας ηγούμενος είπε να ξεσκεπάσουμε τη λάρνακα που είχαμε βάλει μέσα τον Όσιο. Και σαν την ξεσκεπάσαμε, βλέπουμε όλοι να βγαίνη από τα τίμια πόδια του, σαν από δύο βρύσες, το μύρο που ευωδίαζε. Τότε είπε ο διδάσκαλος σ’ όλους μας: Βλέπετε τους ιδρώτας των ποδιών του που κοπιάσανε και κουρασθήκανε για να υπηρετούνε τους άλλους; Σαν το μύρο τους πρόσφερε στο Θεό, και σαν μύρο τους δέχθηκε ο Κύριος.

Απόδειξι της αληθινής μετανοίας είναι η αμνησικακία. K’ εκείνος που έχει έχθρα στην καρδιά του και νομίζει πως μετανόησε, είναι όμοιος με κείνον που θαρρεί πως τρέχει στον ύπνο του.

Η καταλαλιά γεννιέται από το μίσος. Η καταλαλιά είναι μία λεπτή αρρώστια, αλλά όμοια με μία χοντρή και κρυμμένη βδέλλα, που ρουφά και καταστρέφει το αίμα της αγάπης. Η καταλαλιά υποκρίνεται την αγάπη, κ’ είναι ο θάνατος της αγνότητας.

Αν η σάρκα είναι θάνατος, εκείνος που τη νίκησε, σίγουρα δεν πεθαίνει.

Είδα μέσα στην ψυχή μου τον ασεβή να υπερυψώνεται και να περηφανεύεται και να ταράζεται σαν τους κέδρους του Λιβάνου. K’ έζησα με την εγκράτεια, και να, δεν ήτανε πια μέσα μου ο θυμός του. Και ζήτησα να τον εύρω, ταπεινώνοντας το λογισμό μου, και δεν βρέθηκε μέσα μου τόπος του, μήτε το σημάδι του.

Φιλαργυρία είναι προσκύνηση σε είδωλα. Θυγατέρα της απιστίας. Προφασίστρια αρρώστιας. Παραπονήτρα για γεράματα. Προμηνύτρα πείνας.

Να μη λες πως μαζεύεις χρήματα για τους φτωχούς. Γιατί με τα δύο λεπτά της χήρας αγοράσθηκε η βασιλεία των ουρανών.

Όποιος δεν έχει τίποτα, κ’ έχει το Θεό μέσα του, είναι κύριος όλου του κόσμου. Δεν έχει φροντίδες. Ζη αμέριμνος. Είναι οδοιπόρος χωρίς εμπόδιο. Ξένος από λύπη.

Ο πονηρός είναι σύντροφος συνονόματος του διαβόλου. Γι’ αυτό κι’ ο Κύριος μας δίδαξε να τον ονομάζουμε μ’ αυτό το όνομα, λέγοντας «ρύσαι ημάς από του πονηρού».

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής έζησε βασιλεύοντας Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, δηλαδή κατά τα 670 μ.X. Στο παλάτι είχε το αξίωμα του Πρωτασηκρίτη, μα παράτησε τις δόξες του κόσμου και πήγε κ’ έγινε καλόγερος. Στην ησυχία του μοναστηριού έγραψε πολλά και σπουδαία, κατασταθείς ένας μεγάλος δάσκαλος της Θεολογίας. Καταδιώχθηκε από τους αιρετικούς για την ευσέβειά του, και πέρασε μία ζωή γεμάτη κακουχίες και μαρτύρια, ως που παράδωσε το πνεύμα, εξόριστος στο Λαζιστάν.

Απογευθήτε, λοιπόν, λίγα ψίχουλα από τούτη την πνευματική τράπεζα:

«Σαν ανεβαίνει ο νους στο Θεό, με τον έρωτα της αγάπης του, τότε δεν αισθάνεται καθόλου κανένα άλλο πράγμα. Γιατί, βρισκόμενος μέσα στη θεϊκή και άπειρη λάμψη, γίνεται αναίσθητος για όλα όσα έπλασε ο Θεός, σαν το μάτι που δεν βλέπει πια τ’άστρα, όταν έβγει ο ήλιος.

«Εκείνος που βλέπει μέσα στην καρδιά του ακόμα κ’ ένα μικρό σημάδι από έχθρα για οποιοδήποτε φταίξιμο οποιουδήποτε ανθρώπου, αυτός είναι ολότελα ξένος από αγάπη στο Θεό. Γιατί, η αγάπη στο Θεό δεν παραδέχεται μίσος σε κανέναν άνθρωπο καθόλου ολότελα.

«Καλότυχος είναι ο άνθρωπος που μπορεί ν’ αγαπήση με την ίδια αγάπη κάθε άνθρωπο.

«Όπως το φως του ήλιου τραβά το μάτι που είναι γερό, έτσι κ’ η γνώση του Θεού τραβά τον καθαρό νου με την αγάπη.

«Απάθεια είναι η ειρηνική κείνη κατάσταση, που γίνεται η ψυχή δυσκολοκίνητη για την κακία.

«Όποιος δεν καταφρονά τη δόξα και την ατίμωση, τον πλούτο και τη φτώχεια, δεν απόχτησε ακόμα την αγάπη. Επειδή, η τέλεια αγάπη όχι μοναχά αυτά καταφρονά, αλλά και τούτη την πρόσκαιρη ζωή και το θάνατο.

«Αν εχθρεύεσαι κάποιους ανθρώπους, και κάποιους άλλους μήτε τους εχθρεύεσαι μήτε τους αγαπάς, και κάποιους άλλους τους αγαπάς, τον έναν πολύ, τον άλλον λιγώτερο, απ’ αυτή την ανισότητα να γνωρίζης πως βρίσκεσαι μακριά από την τέλεια αγάπη. Γιατί αυτή η τέλεια αγάπη ξεχωρίζει από το ότι κάνει τον άνθρωπο να αγαπά όλους ίσια κι’ όμοια.

«Σαν διώξη η διάνοια από πάνω της τις πολλές θεωρίες για τη δημιουργία του κόσμου που την πλακώνουνε, τότε παρουσιάζεται σ’ αυτή καθαρός ο λόγος της αλήθειας, και της δίνει να καταλάβη την αληθινή γνώση. Τότε ο νους βγάζει αποπάνω του τις προτερινές ψεύτικες ιδέες, σαν τα λέπια που πέσανε από τα μάτια του μεγάλου Παύλου, τον καιρό που ξαναβρήκε το φως του, ύστερα από το όραμα που τον τύφλωσε στο δρόμο της Δαμασκού.

«Όσο ζη κανένας σε τούτον τον κόσμο, κι’ αν φτάξη στην τελειότητα της επίγειας κατάστασης, με την πράξη και με τη θεωρία, απόχτησε μοναχά ένα μέρος από την αληθινή γνώση και προφητεία, κ’ έναν αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος, όχι όμως ολόκληρο το πλήρωμα της γνώσης. Και σαν φτάξη, ύστερα από το τέλος των αιώνων στην τέλεια γνώση, που θα είναι πρόσωπο με πρόσωπο, θα καταλάβη την ίδια την αλήθεια, που στέκεται μόνη της και που δείχνει τον εαυτό της σε κείνους που θάνε άξιοι να την καταλάβουνε. Γιατί, όπως λέγει ο θείος Απόστολος, τότε θα καταντήσουνε όλοι, όσοι θα σωθούνε, σε άνδρα τέλειον στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, που σ’ Αυτόν βρίσκουνται οι απόκρυφοι θησαυροί της σοφίας και της γνώσης. Και τότε σαν φανερωθούνε αυτοί οι θησαυροί, που είναι τώρα κρυμμένοι, θα καταργηθή το από μέρος.

«H πίστη είναι μία γνώση αναπόδειχτη. Αν λοιπόν είναι γνώση αναπόδειχτη η πίστη, άρα είναι μία σχέση απάνω από τη φύση, που μ’ αυτή, δίχως γνώση και δίχως απόδειξη, ενωνόμαστε με το Θεό, κατά την ένωση που είναι απάνω από τη νόηση.

«Τόσο βαθειά είναι ριζωμένη με τις αισθήσεις στην ανθρώπινη φύση η δύναμη του παραλογισμού, ώστε οι περισσότεροι να νομίζουν πως δεν είναι τίποτ’ άλλο, οι άνθρωποι, παρά μοναχά σάρκες, που έχουνε τη δύναμη να απολαύσουνε τούτη τη ζωή.

«H ηδονή κ’ η οδύνη δεν δημιουργηθήκανε μαζί με τη σάρκα. Αλλά, η παράβαση της εντολής του Θεού, έκανε ώστε η μεν ηδονή να επινοηθή για να χαλάση η προαίρεση της ανθρώπινης ψυχής, η δε οδύνη ήρθε σαν καταδίκη στο να διαλυθή η σάρκα. Και έτσι, η μεν ηδονή να κάνη την αμαρτία θεληματικόν θάνατο, η δε οδύνη να έχη σαν αποτέλεσμα την καταστροφή της σάρκας.

«Δεν υπάρχει τίποτα πιο γρήγορο από την πίστη, και τίποτα πιο εύκολο από το να ομολογήση κανένας τη χάρη που επήρε από Εκείνον που πίστεψε. Το ένα φανερώνει την αγάπη που έχει όποιος πίστεψε σε Κείνον που τον έπλασε, και το άλλο φανερώνει τη θεάρεστη διάθεση που έχει για τον πλησίον του.

«Όποιος ξέπεσε από την αγάπη του Θεού, έχει μέσα στη σάρκα του το νόμο της ηδονής που βασιλεύει απάνω του, και δεν μπορεί η δεν θέλει να φυλάξη καμμιά από τις εντολές του Θεού. Γιατί προτίμησε τη φιλήδονη ζωή από τη ζωή που γίνεται κατά το θέλημα και το πνεύμα του Θεού, και μ’ αυτόν τον τρόπο βυθίστηκε στο σκοτάδι της αμάθειας, αντί ν’ απολαύση τη γνώση του Θεού.

«H ερωτική κίνηση του αγαθού, που προϋπήρχε μέσα στο αγαθό, επειδή είναι απλή κι’ αυτοκίνητη, και προέρχεται από το αγαθό, γυρίζει πάλι πίσω σ’ αυτό, γιατί είναι ατελεύτητη κι’ άναρχη. Κι’ αυτό εξηγεί το δικό μας πόθο να ενωθούμε με το Θεό. Γιατί η ένωση με το Θεό που γίνεται από την αγάπη, είναι υψηλότερη από κάθε ένωση.

«Εκείνος που είναι τέλειος στην αγάπη κ’ έφταξε στο έπακρο της απάθειας, δεν καταλαβαίνει τι διαφορά έχει το δικό του από το ξένο πράγμα, η ο πιστός από τον άπιστο, η ο δούλος από τον αφέντη, η το αρσενικό από το θηλυκό. Αλλ’ επειδή έχει γίνει ανώτερος από την τυραννία των παθών, και βλέπει όλους τους ανθρώπους σαν να είναι οι ίδιοι, για όλους έχει τα ίδια αισθήματα.

«Σχεδόν κάθε αμαρτία γίνεται για την ηδονή, κ’ η τιμωρία της πάλι γίνεται με κακοπάθηση και με θλίψη, η με θεληματική μετάνοια γίνεται η αναίρεσή της.

«Εκείνος που δεν φθονεί, που δεν θυμώνει, που δεν μνησικακεί καταπάνω σ’ όποιον τον πείραξε, αυτό δεν σημαίνει πάντα πως έχει αγάπη μέσα για τον εχθρό του. Γιατί μπορεί να μην αγαπά και όμως να μην κάνη κακό αντί κακό, όπως λέγει η εντολή. Αλλά, δεν μπορεί να κάνη καλό αντί κακό, δίχως να βιάση τον εαυτό του. Επειδή, για να έχη κανένας τη διάθεση να κάνη καλό σε κείνους που τον μισούν, πρέπει να έχη μέσα του την τέλεια αγάπη.

«Όπως το σώμα, σαν πεθάνη χωρίζεται από τούτον τον κόσμο, έτσι κι’ η ψυχή, σαν βρεθή σε κείνη την υψηλότατη κατάσταση της προσευχής, πεθαίνει και χωρίζεται από τα νοήματα του κόσμου. Γιατί, αν δεν πάθη έναν τέτοιον θάνατο, δεν μπορεί να βρεθή και να ζήση με το Θεό.

«Καλή είναι η γνώση και η υγεία, αλλά πολλοί άνθρωποι ωφεληθήκανε από τα ενάντια. Γιατί στους κακούς η γνώση δεν συντελεί στο καλό, το ίδιο κ’ η υγεία, μήτε ο πλούτος, μήτε η χαρά, γιατί δεν τα μεταχειρίζουνται για το αληθινό συμφέρον τους.

«Αν σταθής σε προσευχή και νοιώσης μέσα σου κάποια χαρά που είναι πιο μεγάλη από κάθε άλλη, τότε βρήκες την αληθινή την προσευχή.

«Σκια θανάτου είναι η ανθρώπινη ζωή.

«Αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος. Κι’ αν είσαι θεολόγος, προσεύχεσαι αληθινά.

«Τρία είναι τα αίτια που αγαπά τα χρήματα ο άνθρωπος, η φιληδονία, η κενοδοξία κ’ η απιστία. Κι’ από τάλλα δύο, η απιστία είναι η χειρότερη.

«Πολλά πάθη είναι κρυμμένα μέσα στις ψυχές μας, μα φανερώνουνται σαν παρουσιασθούνε κάποιες περιστάσεις.

«Το «ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών», που έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, δεν έχει, κατά τη γνώμη μου, χρονική σημασία. Γιατί η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται μετά παρατηρήσεως, όπως είπε ο Χριστός, ούτε θα πούνε: Να, εδώ είναι, η εκεί. Αλλά είναι σχετικό με τη διάθεση εκείνων που είναι άξιοί της. Επειδή η βασιλεία του Θεού βρίσκεται μέσα μας, κατά το Ευαγγέλιο».