.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ἕνα κορμί ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, καί μ᾿αὐτό τρώγεται μέρα-νύχτα...


Ἕνα κορμὶ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, καὶ μ᾿ αὐτὸ τρώγεται μέρα-νύχτα. Τὸ γυρίζει ἀπὸ δῶ, τὸ γυρίζει ἀπὸ κεῖ, τὸ μισογυμνώνει, τὸ ξεγυμνώνει ὁλότελα, ξανὰ τὸ μισοντύνει, κ᾿ ἔτσι βασανίζεται, δὲν ξέρει τί νὰ τὸ κάνῃ.
Ἔ, κακορρίζικε ἄνθρωπε, τὸ ξεγύμνωσες, τὸ γύρισες ἀπὸ δῶ κι᾿ ἀπὸ κεῖ. Κ᾿ ἔπειτα, τί ἔκανες τάχα; Τὸ βρώμισες, τὸ μόλεψες, τὸ κουρέλιασες, τὸ ρεζίλεψες, κι᾿ ἀκόμα δὲν ἡσύχασες! Θεάματα, πυροτεχνήματα, ταινίες, σαρκολατρεία, ἐξαχρείωση, ζωὴ δίχως καμμιὰ οὐσία. Δὲν πᾶς ν᾿ ἀπογευτῆς λίγη ἀληθινὴ ζωή. Παρὰ κλείνεσαι μέσα στὰ σκοτεινὰ μπουντρούμια καὶ πασκίζεις νὰ ψευτοζήσῃς μὲ τοὺς ἴσκιους, μὲ τὶς φωτογραφίες!
Τί καταδίκη ἔπαθες! Τί κατάντημα, καὶ δὲν τὸ κατάλαβες! 
«Ἄνθρωπος, ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκεν. Κατελογίσθη τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». 
«Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῷ πλάστηκε τιμημένος δὲν τὸ κατάλαβε. Λογαριάσθηκε μαζὶ μὲ τὰ ζῷα τὰ ἄλογα, κ᾿ ἔγινε ἕνα μ᾿ αὐτά».

Φώτης Κόντογλου


...𝜑𝜏ά𝜉𝛼𝜇𝜀 𝜎𝜏𝜂 𝜎𝜂𝜇𝜀𝜌𝜄𝜈ή 𝜋𝛼𝜌𝛼𝜁ά𝜆𝜂 𝜅𝛼𝜄 𝜅𝜌έ𝜇𝜀𝜏𝛼𝜄 𝛼𝜋ό 𝜇𝜄𝛼 𝜅𝜆𝜔𝜎𝜏ή ό𝜆𝜂 𝜂 𝜋𝜌𝜊𝜅𝜊𝜇𝜇έ𝜈𝜂 𝛼𝜈𝜃𝜌𝜔𝜋ό𝜏𝜂𝜏𝛼

𝛫𝛼𝜏𝛼𝜈𝜏ή𝜎𝛼𝜇𝜀 𝜒𝜊ί𝜌𝜊𝜄 𝜎𝜄𝜒𝛼𝜇𝜀𝜌𝜊ί, 𝛿𝜊𝜎𝜇έ𝜈𝜊𝜄 𝜎𝜏𝜄ς 𝜋𝜄𝜊 𝛽𝜌ώ𝜇𝜄𝜅𝜀ς 𝜂𝛿𝜊𝜈ές, 𝛼𝛿𝜄ά𝜈𝜏𝜌𝜊𝜋𝜊𝜄, 𝜋𝜆𝜀𝜊𝜈έ𝜒𝜏𝜀ς, 𝜃𝜀𝜊𝜇ί𝜎𝜂𝜏𝜊𝜄, ά𝜎𝜋𝜆𝛼𝜒𝜈𝜊𝜄, 𝜏𝜌𝜀𝜆𝜊ί 𝛾𝜄𝛼 𝜏𝛼 𝜆𝜀𝜑𝜏ά, 𝛾𝜀𝜇ά𝜏𝜊𝜄 𝛼𝜆𝛼𝜁𝜊𝜈𝜀ί𝛼 𝛾𝜄𝛼 𝜏𝜂𝜈 𝜀𝜋𝜄𝜎𝜏ή𝜇𝜂 𝜇𝛼ς, 𝜔ς 𝜋𝜊𝜐 𝜑𝜏ά𝜉𝛼𝜇𝜀 𝜎𝜏𝜂 𝜎𝜂𝜇𝜀𝜌𝜄𝜈ή 𝜋𝛼𝜌𝛼𝜁ά𝜆𝜂 𝜅𝛼𝜄 𝜅𝜌έ𝜇𝜀𝜏𝛼𝜄 𝛼𝜋ό 𝜇𝜄𝛼 𝜅𝜆𝜔𝜎𝜏ή ό𝜆𝜂 𝜂 𝜋𝜌𝜊𝜅𝜊𝜇𝜇έ𝜈𝜂 𝛼𝜈𝜃𝜌𝜔𝜋ό𝜏𝜂𝜏𝛼.

Φώτιος Κόντογλου

Περί του Εικονοστασίου και της εν αυτώ θέσεως των αγίων Εικόνων




Το εικονοστάσιον, κοινώς τέμπλον, του ιερού ναού χωρίζει το Άγιον Βήμα από τον κυρίως ναόν. Πρέπει δε να είναι χαμηλόν, διά να φαίνεται η Θεοτόκος Πλατυτέρα, και να έχη τρεις θύρας, ήγουν εις το μέσον την Ωραίαν Πύλην, και δύο πλαγίας μικρότερας θύρας. Να έχη και θυρίδας, εις τας οποίας να μπαίνουν αι εικόνες, ζωγραφισμένες επάνω εις σανίδι.

Η δε θέσις των Ιερών εικόνων είναι αύτη: Δεξιόθεν της Ωραίας Πύλης ίσταται η εικών της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσης και αριστερόθεν η εικών του Χριστού. Εις την θυρίδα οπού ευρίσκεται παραπλεύρως της Παναγίας εκ δεξιών, ίσταται η εικών του αγίου ή της εορτής εις την οποίαν αφιέρωται ο ναός, εις δε την θυρίδα όπου ευρίσκεται παραπλεύρως του Κυρίου, ίσταται ο Τίμιος Πρόδρομος. Εις τας άλλας θυρίδας τοποθετούνται αι εικόνες των λοιπών αγίων. Η τοιαύτη διάταξις των εικόνων είναι κανών διά τας ορθοδόξους εκκλησίας.

Υπεράνωθεν της σειράς ταύτης των μεγάλων εικόνων τοποθετούνται μέσα εις μικροτέρας θυρίδας αι εικόνες των Αγίων Αποστόλων, εχουσαι εις το μέσον, ύπερθεν της Ωραίας Πύλης, την εικόνα της Δεήσεως, ή αι εικόνες του Δωδεκαόρτου, ήγουν: ο Ευαγγελισμός, η Γέννησις, η Υπαπαντή, η Βάπτισις, η Μετομόρφωσις, η Έγερσις του Λαζάρου, η Βαϊφόρος, ο Μυστικός Δείπνος, η Σταύρωσις, η Ανάστασις, η Ανάληψις και η Πεντηκοστή. Εάν αι θυρίδες είναι περισσότεροι των δώδεκα, πρόσθεσον και άλλας υποθέσεις, ως είναι η ίασις του Τυφλού ή του Παραλύτου, ή άλλο τι θαύμα, η Προδοσία, η Αποκαθήλωσις, ο Επιτάφιος Θρήνος, αι Μυροφόροι, η Ψηλάφησις του Θωμά.Επίσης, εάν θέλης να βάλης τους αποστόλους, και αι θυρίδες είναι περισσότεραι των δώδεκα, βάλε και κάποιους από τους Εβδομήκοντα, ως τον Λουκάν, Μάρκον, Ιάκωβον τον Αδελφόθεον, Ματθίαν, Ανανίαν, Βαρνάβαν, Τίτον, Τιμόθεον, Φιλήμονα, Νικάνορα κλπ.

Εις την Ωραίαν Πύλην τοποθετούνται, διά να την κλειούν, εις το άνω μεν μέρος ή παραπέτασμα, ή η εικών του Χριστού ως Μεγάλου Αρχιερέως, εις δε το κάτω μέρος τα λεγόμενα βημόθυρα, ήγουν δύο χαμηλά ξυλόγλυπτα θυρόφυλλα, επάνω εις τα οποία είναι ζωγραφισμένα εικονίδια οπού παριστάνουν ή τον Ευαγγελισμόν, και κάτωθεν τον Δαυίδ και Σολομώντα, ή τους κορυφαίους Αποστόλους Πέτρον και Παύλον, ή τους τέσσαρας ευαγγελιστάς.

Εις τας δύο πλαγίας θύρας ζωγραφίζονται οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Από τας εικόνας όπου ίστανται εις το εικονοστάσιον, αι δύο παρά την Ωραίαν Πύλην, του Χριστού και της Παναγίας, λέγονται δεσποτικαί εικόνες.

Εις την κορυφήν του εικονοστασίου και υπεράνω της Ωραίας Πύλης τοποθετείται Σταυρός ξυλόγλυπτος, έχων επ’ αυτού ζωγραφισμένον τον Χριστόν εσταυρωμένον, και από το δεξιόν μέρος του Σταυρού ίσταται η Θεοτόκος, ιστορημένη επί πινακίδος, ωσαύτως αριστερόθεν ίσταται ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Τα δύο ταύτα εικονίδια ονομάζονται λ υ π η ρ ά εις την γλώσσαν της αγιογραφίας.

(Φ. Κόντογλου, «ΕΚΦΡΑΣΙΣ», τ. Α΄, σ. 89-90)


Δεν είναι σε θέση να νιώσουνε την αθάνατη πνοή της Ορθοδοξίας...


«Φράζουνε τʼαυτία τους για να μην ακούσουνε τα πουλιά του Παραδείσου, και θέλουνε νʼακούνε τις κουκουβάγιες και τα κοράκια! Δεν είναι σε θέση να νιώσουνε την αθάνατη πνοή της Ορθοδοξίας, τη λεπτότητα που έχουνε τα νοήματα της, το μυστικό κάλλος της, και θρέφουνται με τις χονδροειδείς και πεζές κοινοτυπίες»


(Φώτης Κόντογλου, Ευλογημένο καταφύγιο, “Οι κρυφοί αιρετικοί”)


Φώτης Κόντογλου: Η χαρά των χριστιανών - Τὸ κάλλος τῆς Παναγίας


Η Παναγία είναι το πνευματικό στόλισμα της ορθοδοξίας. Για μας τους Έλληνες είναι η πονεμένη μητέρα, η παρηγορήτρια κ’ η προστάτρια, που μας παραστέκεται σε κάθε περίσταση.

Σε κάθε μέρος της Ελλάδας είναι χτισμένες αμέτρητες εκκλησιές και μοναστήρια, παλάτια αυτηνής της ταπεινής βασίλισσας, κι’ ένα σωρό ρημοκλήσια, μέσα στα βουνά, στους κάμπους και στα νησιά, μοσκοβολημένα από την παρθενική και πνευματική ευωδία της.

Μέσα στο καθένα απ’ αυτά βρίσκεται το παληό και σεβάσμιο εικόνισμά της με το μελαχροινό και χρυσοκέρινο πρόσωπό της, που το βρέχουνε ολοένα τα δάκρυα του βασανισμένου λαού μας, γιατί δεν έχουμε άλλη να μας βοηθήσει, παρεκτός από την Παναγία, «άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν εν κινδύνοις και θλίψεσιν αεί μεσιτείαν, οι κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων πολλών».

Το κάλλος της Παναγίας δεν είναι κάλλος σαρκικό, αλλά πνευματικό, γιατί εκεί που υπάρχει ο πόνος κ’ η αγιότητα, υπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό. Το σαρκικό κάλλος φέρνει τη σαρκική έξαψη, ενώ το πνευματικό κάλλος φέρνει κατυάνυξη, σεβασμό κι’ αγνή αγάπη.

Αυτό το κάλλος έχει η Παναγία. Κι ‘ αυτό το κάλλος είναι αποτυπωμένο στα ελληνικά εικονίσματά της που τα κάνανε άνθρωποι ευσεβείς οπού νηστεύανε και ψέλνανε και βρισκόντανε σε συντριβή καρδίας και σε πνευματική καθαρότητα.

Στην όψη της Παναγίας έχει τυπωθεί αυτό το μυστικό κάλλος που τραβά σαν μαγνήτης τις ευσεβείς ψυχές και τις ησυχάζει και τις παρηγορά. Κι’ αυτή η πνευματική ευωδία είναι το λεγόμενο Χαροποιόν Πένθος (1) που μας χαρίζει η θρησκεία του Χριστού, ένα βότανο άγνωστο στους ανθρώπους που δεν πήγανε κοντά σ’ αυτόν τον καλόν ποιμένα.

Τούτη τη χαροποιά λύπη την έχουνε όλα όσα έκανε η ορθόδοξη τέχνη, και τα ευωδιάζει σαν σμύρνα και σαν αλόη, καν εικόνισμα είναι, καν υμνωδία, καν ψαλμωδία, καν χειρόγραφο, καν άμφια, καν λόγος, καν κίνημα, καν ευλογία, καν χαιρετισμός, καν μοναστήρι, καν κελλί καν σκαλιστό ξύλο, καν κέντημα, καν καντήλι, καν αναλόγι, καν μανουάλι, ότι και νάναι αγιωτικό.

Από τα ονόματα και μόνο που έδωσε η ορθοδοξία στην Παναγία, και που μ’ αυτά την καταστόλισε, όχι σαν είδωλο θεατρικό, όπως γίνηκε αλλού που φορτώσανε μια κούκλα με δαχτυλίδια και σκουλαρήκια και με ένα σωρό άλλα ανίερα και ανόητα πράγματα, λοιπόν αυτά μοναχά, λέγω, φαίνεται πόσο πνευματική αληθινά είναι η λατρεία της Παναγίας στην ελληνική ορθοδοξία.

Πρώτα-πρώτα το ένα αγιώτατο όνομά της: Παναγία.

Ύστερα τα άλλα: Υπερευλογημένη, Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξωτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ, Ζώσα και Άφθονος, Πηγή, Έμψυχος Κιβωτός, Άχραντος, Αμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Αειμακάριστος και Παναμώμητος, Προστασία, Επακούουσα, Γρηγορούσα, Γοργοεπήκοος, Ηγιασμένος Ναός, Παράδεισος λογικός, Ρόδον το Αμάραντον, Χρυσούν Θυμιατήριον, Χρυσή Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος, Κλίμαξ Επουράνιος, Πρεσβεία θερμή, Τείχος απροσμάχητον, Ελέους Πηγή, του Κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος και Δωδεκάτειχος Πόλις, Ηλιοστάλακτος Θρόνος, Σκέπη του Κόσμου, Δένδρον αγλαόκαρπον, Ξύλον ευσκιόφυλλον, Ακτίς νοητού ηλίου, Σιών αγία, Θεού κατοικητήριον, Επουράνιος Πύλη, Αδικουμένων προστάτις, Βακτηρία τυφλών, Θλιβομένων η χαρά, και χίλια δυο άλλα, που βρίσκονται μέσα στα βιβλία της εκκλησίας.

Κοντά σ’ αυτά είναι και τα ονόματα που γράφουνε απάνω στα άγια εικονίσματά της οι αγιογράφοι: Οδηγήτρια, Γλυκοφιλούσα, Πλατυτέρα των Ουρανών, η Ελπίς των απελπισμένων, η Ταχεία Επίσκεψις, η Αμόλυντος, η Ελπίς των Χριστιανών, η Παραμυθία, η Ελεούσα κι άλλα πολλά, που γράφουνται από κάτω από τη συντομογραφία: ΜΗΡ ΘΥ, που θα πεί Μήτηρ Θεού. Πόση αγάπη, πόσο σέβας και πόσα κατανυκτικά δάκρυα φανερώνουνε μοναχά αυτά τα ονάματα, που δεν ειπωθήκανε σαν τα λόγια οπού βγαίνουνε εύκολα από το στόμα, αλλά που χαραχτήκανε στις ψυχές με πόνο και με ταπείνωση και με πίστη.

Αμή οι ύμνοι της πούναι αμέτρητοι σαν τάστρα τ’ ουρανού κ’ εξαίσιοι στο κάλλος, και που τους συνθέσανε οι άγιοι υμνολόγοι, «θίασον συγκροτήσαντες πνευματικόν»! Σ’ αυτό το ευωδιασμένο περιβόλι βρίσκουνται όλα τα αμάραντα άνθη και τα ευωδιασμένα βότανα του λόγου.

Αληθινά προφήτεψε η ίδια η Παναγία για τον εαυτό της, τότε που πήγε στο σπίτι του Ζαχαρία και την ασπάσθηκε η Ελισάβετ, πως θα τη μακαρίζουνε όλες οι γενεές: «Εκείνες τις μέρες, σηκώθηκε η Μαριάμ και πήγε στην Ορεινή με σπουδή στην πολιτεία του Ιούδα και μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία και χαιρέτησε την Ελισάβετ.

Και σαν άκουσε η Ελισάβετ τον χαιρετισμό της Μαρίας πήδηξε το παιδί μέσα στην κοιλιά της (2).

Και γέμισε Πνεύμα Άγιο η Ελισάβετ και φώναξε με φωνή μεγάλη κ’ είπε: Βλογημένη είσαι εσύ ανάμεσα στις γυναίκες και βλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου.


Κι’ από πού μου ήρθε αυτό το καλό, νάρθει η μητέρα του κυρίου μου προς εμένα; γιατί μόλις ήρθε η φωνή του χαιρετισμού σου στ’ αυτιά μου, ξεπέταξε το παιδί στην κοιλιά μου, κι’ είναι μακάρια εκείνη που πίστεψε σε όσα της είπεν ο Κύριος (3).

Κ’ είπε η Μαριάμ: «Δοξολογά η ψυχή μου τον Κύριο κι’ αναγάλλιασε το πνεύμα μου για το Θεό τον σωτήρα μου, γιατί καταδέχθηκε να κυτάξει την ταπεινή τη δούλα του.

Γιατί, να, από τώρα κ’ ύστερα θα με μακαρίζουνε όλες οι γενεές, επειδή έκανε σε μένα μεγαλεία ο Δυνατός, κ’ είναι αγιασμένο τ’ όνομά του, και το έλεός του πηγαίνει από γενεά σε γενεά σε κείνους που έχουνε τον φόβο του».

Αμέτρητες είναι οι υμνωδίες της Παναγίας, μα αμέτρητα είναι και τα σεμνόχρωμα εικονίσματά της, που καταστολίζουνε τις εκκλησιές μας, ζωγραφισμένα στο σανίδι είτε στον τοίχο.

Σε κάθε ορθόδοξη εκκλησιά στέκεται το εικόνισμά της στο τέμπλο από τα δεξιά της άγιας Πόρτας. Σε άλλες εικόνες ζωγραφίζεται και μοναχή, μα στα εικονίσματα του τέμπλου κρατά πάντα τον Χριστό στην αγκαλιά της απ’ τ’ αριστερά, σπάνια απ’ τα δεξιά, (τότε λέγεται Δεξιοκρατούσα).

Το κεφάλι της είναι σκεπασμένο σεμνά και σοβαρά με το μαφόριο, ένα φόρεμα φαρδύ κι’ ιερατικό σκούρο βυσσινί, που πέφτει στον ώμο της απλόχωρο, αφήνοντας να φαίνεται μοναχά το μακρουλό πρόσωπό της και τα χέρια της.

Από μέσα από το σκέπασμα φαίνεται μια στενή λουρίδα από το δέσιμο του κεφαλιού της που σφίγγει το μέτωπό της και αφίνει να φανούνε μονάχα οι άκρες των αυτιών της. Το μέτωπό της είναι σαν μελαχροινό φίλντισι, αγνό, απλό και κατακάθαρο.

Τα ματόφρυδά της είναι καμαρωτά, ζωηρά και μακρυά, φτάνοντας ίσαμε κοντά στ’ αυτιά της, τα μάτια της αμυγδαλωτά, ισκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρά μα γλυκύτατα, με τ’ ασπράδι καθαρό μα ισκιωμένο.

Το βλέμμα της είναι μελαγχολικό απλό, ίσιο, ήσυχο, συμπαθητικό, αγαπητό, θλιμένο μα και μαζί χαροποιό, αυστηρό μα και μαζί συμπονετικό, αγιώτατο, πνευματικό, αθώο, σκεφτικό, άμωμο, ελπιδοφόρο, υπομονητικό, πράο, σεμνώτατο, μακρυά από κάθε σαρκικόν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικό του παραδείσου, βασιλικό και ταπεινό, ανθρώπινο και θεϊκό, άκακο, αδελφικό, ευγενικό, ελεγκτικό, άγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερό για όσους έχουνε πονηρούς λογισμούς, τρυφερό,διαπεραστικό, ερευνητικό, απροσποίητο, ηγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, αμετασάλευτο.

Η μύτη της είναι μακρυά και στενή, με μέτρο, ιουδαϊκή, άσαρκη, με λεπτά ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή. Το στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνινμο, κλειστό, καθαρό, ισκιωμένο κατά το μάγουλο, σαν να χαμογελά ελαφρά.

Το πηγούνι της γυριστό, σεβαστό, ανεπιτήδευτο, ταπεινό. Το μαγουλό της, παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, ευωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμό με μιαν ελαφρότατη ροδοκοκκινάδα. Ο λαιμός της γυρτός ταπεινά, σμίγει με το πηγούνι μ’ ένα απαλό ίσκιασμα που το λέγανε οι παλαιοί γλυκασμό.

Το όλο πρόσωπό της είναι ιερατικό και θρησκευτικό, και μαρτυρά αρχαία φυλή. Τα άχραντα χέρια της είναι μικρά, στενά μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα. Με το αριστερό βαστά τον Χριστό, και το δεξί τόχει ακουμπισμένο σεμνά απάνω στο στήθος της, σε στάση παρακαλεστική, με το μεγάλο δάχτυλο μακρυά από τ’ άλλα.

Στα πιο αρχαία εικονίσματα αυτό το χέρι είναι πιο όρθιο και πιο ψηλά, κοντά στο λαιμό.

Ο πιο αυστηρός τύπος της Παναγίας είναι η λεγόμενη Οδηγήτρια, που έχει όρθια την κεφαλή της, έκφραση απαθέστερη και το όλο σχήμα της είναι πιο ιερατικό. Ενώ η Γλυκοφιλούσα έχει το κεφάλι της γυρτό κατά το παιδί της, που τ’ αγκαλιάζει σφιχτότερα, κ’ η έκφρασή της είναι πιο αισθηματική.

Η Πλατυτέρα παριστάνεται καθισμένη απάνω στο θρόνο, αυστηρή κι’ αλύγιστη, και βαστά τον Χριστό στα γόνατά της, ακουμπώντας τόνα χέρι της στον ώμο του και με τ’ άλλο βαστώντας το πόδι του ή ένα μαντήλι.

Στην Ελλάδα, οι περισσότερες εκκλησιές της Παναγίας γιορτάζουνε κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλαδή στις 15 Αυγούστου.

Τα τροπάρια που ψέλνουνε σ’ αυτή τη γιορτή είναι από τα πιο εξαίσια. Το δοξαστικό του Εσπερινού είναι το μονάχο τροπάρι που ψέλνεται με τους οχτώ ήχους, κάθε φράση κι’ άλλος ήχος· αρχίζει από τον πρώτον ήχο και τελειώνει πάλι στον πρώτον.

Μα ολάκερη η Ελλάδα δεν υμνολογά την Παναγία μονάχα με τους ψαλτάδες και με τους παπάδες στις εκκλησιές, αλλά και με το κάθε τι της, με τα χωριά, με τα βουνά, με τα νησιά, πούχουνε τ’ αγιασμένο τ’ όνομά της.

Τα καράβια βολτατζάρουνε στη δροσερή θάλασσα, ανοιχτά από τους κάβους πούναι χτισμένα τα μοναστήρια της, έχοντας στη πρύμνη σκαλισμένο τ’αγαπημένο και προσκυνητό όνομά της.

Όποιος ταξιδεύει στα ελληνικά νερά, σ’ όποιο μέρος κι’ αν βρεθεί τη μέρα της Παναγίας, θαν ακούσει απ’ ανοιχτά τις καμπάνες απάνω από το πέλαγο. Άλλες έρχουνται από τ’ Άγιον Όρος που το λένε Περιβόλι της Παναγίας, άλλες από την Τήνο πούχει το ξακουστό παλάτι της, άλλες από την Σαλαμίνα που γιορτάζει η Φανερωμένη, άλλες από τη Μυτιλήνη, από την Παναγιά της Αγιάσσος και της Πέτρας, άλλες από το Μοναστήρι της Σίφνου, άλλες από τη Σκιάθο, άλλες από τη Νάξο, από κάθε νησί, από κάθε κάβο, από κάθε στεριά.

Σημειώσεις

1.– Βλέπε το «Χαροποιόν Πένθος» τεύχος 61 τ. 6ος Ελληνική Δημιουργία» σ.σ. 247-251.
2.- Το παιδί ήτανε ο Πρόδρομος.
3.– Δηλαδή σε όσα είπε, στην Παναγία ο αρχάγγελος Γαβριήλ κατά τον Ευαγγελισμό.

Σοφία Νασοπούλου - Χάλαρη fb

H ΠΡΟΦΗΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

ΩΔΙΝΕΣ ΆΔΟΥ. ΑΜΑΡΤΙΑ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ


Αλλοίμονο! Το απελπιστικό σκοτάδι που μας περίζωνε από πολλά χρόνια, έγινε, τούτες τις μέρες, ένα κατάμαυρο και πνιχτό σύννεφο, που σκέπασε τον κόσμο, και τον έπιασε η κοντανασαμιά του θανάτου. «Δειλία θανάτου επέπεσεν εφ’ ημάς». 

Ο διάβολος, που μας παραπλανούσε να κάνουμε τα καταχθόνια θελήματα του, φτιάνοντας κάθε λογής σύνεργα για να βγάλουμε τα μάτια ο ένας τ’ αλλουνού, μπόμπες, αεροπλάνα, υποβρύχια, πυραύλους κι ένα σωρό άλλα σατανικά πράγματα, λέγοντας μας πονηρά πως η επιστήμη μας δεν λογαριάζει καμιά δύναμη και πως θα γίνουμε Θεοί, αφού λοιπόν σιγά-σιγά μας κατάφερε να γίνουμε διάβολοι σαν κι αυτόν, τώρα που μας έφερε εδώ που βρισκόμαστε και πέσαμε στην παγίδα και δεν μπορούμε να κάνουμε μήτε μπρος μήτε πίσω, κάθεται και μας κοιτάζει ευχαριστημένος, χαμογελώντας πονηρά γιατί μας βλέπει να τρέμουμε σαν τα φύλλα του δέντρου που το δέρνει η ανεμοζάλη.

Πού είναι λοιπόν, σε τούτη τη στιγμή της αγωνίας, που είναι η παντοδυναμία μας να μας γλυτώσει όχι από έναν χάρο, αλλά από χίλιους, από ένα εκατομμύριο χάρους που φτιάξαμε με τα δικά μας τα χέρια;

Αληθινά τι φριχτή τιμωρία, και τι ρεζίλεμα του ανθρώπινου γένους! Η παντοδυναμία μας, που γι’ αυτή καυχιόμαστε, να γίνει η καταστροφή μας, τα εργαλεία που εφεύραμε για να εξοντώσουμε τον αδελφό μας και να κυριέψουμε εμείς τον κόσμο, να γυρίσουνε καταπάνω στην κεφαλή μας!

Όλοι τρέμουμε. Ο Άδης έχει ανοιχτό το στόμα του, έτοιμος να μας καταπιεί. Ας μας γλυτώσει λοιπόν τώρα η επιστήμη μας, η σοφία μας, η φιλοσοφία μας, η τέχνη μας, τα Πανεπιστήμια μας, τα εργαστήρια μας, που μέσα σ’ αυτά σκαλίζαμε μέρα-νύχτα για να βρούμε τον διάβολο, ως που τον βρήκαμε, και νάτος, έχει σκεπάσει με τα μελανά φτερά του την οικουμένη.

«Και είδον, και ήκουσα ενός αετού πετόμενου εν μεσουρανήματι, λέγοντος φωνή μεγάλη: Ουαί, ουαί, ουαί τους κατοικούντας επί της γης . . . Και ήνοιξε το φρέαρ της αβύσσου, και ανέβη καπνός εκ του φρέατος, ως καπνός καμίνου μεγάλης, και εσκοτίσθη ο ήλιος και ο αήρ εκ του καπνού του φρέατος».

Η οργή του Θεού δεν φανερώνεται απότομα. Ο Κύριος λυπάται το πλάσμα του και γι’ αυτό κάνει υπομονή, περιμένοντας να μετανοήσει. Του δίνει στενοχώριες, το παιδεύει με επιείκεια, για να γυρίσει από τον πονηρό δρόμο του, ώστε να μη φτάσει στην έσχατη καταδίκη του. 

Από πολλά χρόνια μας χτυπά με το ραβδί του χωρίς να μας εξοντώνει. Περάσαμε πολλούς πολέμους, είδαμε μεγάλες καταστροφές, μα δεν μετανοήσαμε. Αντί να μετανοήσουμε, εμείς αποκτηνωθήκαμε, γινήκαμε ζώα, κυλιόμαστε μέσα στην βρώμα. 

Ήρθε ο μεγάλος πόλεμος, ξερίζωσε τους μισούς από εμάς, κι όσοι απομείνανε ήτανε σαν πεθαμένοι. Ύστερα πέσανε αρρώστιες, πείνες. Εμείς όμως πηγαίναμε στα χειρότερα. 

Καταντήσαμε χοίροι σιχαμεροί, δοσμένοι στις πιο βρώμικες ηδονές, αδιάντροποι, πλεονέχτες, θεομίσητοι, άσπλαχνοι, τρελοί για τα λεφτά, εχθροί του Θεού, που τον κοροϊδεύουμε, οι σατανόψυχοι, γεμάτοι αλαζονεία για την επιστήμη μας, ως που φτάσαμε στη σημερινή παραζάλη και κρέμεται από μια κλωστή όλη η προκομμένη ανθρωπότητα.

Ναι. Αντί οι συμφορές και οι δοκιμασίες να μας κάνουν να αλλάξουμε δρόμο, να μας κάνουνε ν’ αγαπήσει ο ένας τον άλλον, αφού είμαστε όλοι κατάδικοι κάτω από την μεγάλη μάχαιρα που κρέμεται από τον ουρανό, εμείς δώστου κακία στην κακία, πονηριά στην πονηριά, αδιαντροπιά στην αδιαντροπιά.

Ως που βρεθήκαμε σήμερα κρεμασμένοι από πάνω από τον γκρεμό που δεν έχει πάτο, από πάνω από την άβυσσο, και τρέμουμε, και σηκώνουμε τα χέρια μας σε Κείνον που δεν τα σηκώσαμε ποτέ, σε Κείνον που δεν τον λογαριάζαμε ολότελα, αν υπάρχει ή αν δεν υπάρχει.

Τώρα καταριόμαστε δα την κυρά επιστήμη μας και τους μεγάλους άνδρες μας που καταφέρανε να φτιάξουνε μια τέτοια ανθρωπότητα, τούτο το τερατούργημα της σαστιμάρας και της επιστημονικής πανσοφίας. 

Μα εμείς μαθές δεν είμαστε, που ως εχτές καυχιόμαστε γι’ αυτόν τον τραγέλαφο, εμείς δεν φωνάζαμε μέρα-νύχτα πώς «τα καταπληκτικά επιτεύγματα της επιστήμης θα λύσουν όλα τα προβλήματα μας» και πως θα μας κάνουνε να ζούμε 200 και 500 χρόνια, να πετούμε στα άστρα, να θρεφόμαστε μ’ ένα χάπι, να δουλεύουνε για μας οι μηχανές κι εμείς να καθόμαστε, μ’ έναν λόγο, να μην έχουμε ανάγκη τον γεροθεό, που περιμένει από μας να τον σώσουμε από τον θάνατο, και που γράφαμε και στα λατινικά πώς είμαστε «Salvatores Dei», Σωτήρες του Θεού; 

Τώρα γιατί αλλάξαμε τα λόγια μας ολότελα κι από αλαλαγμούς κι ουρλιάσματα για το μεγαλείο μας, τώρα που έφτασε ο κόμπος στο χτένι, μυξοκλαίμε, ή κάνουμε τον κοριό, λέγοντας πως δεν είναι τίποτα και θα περάσει, δίνοντας στον εαυτό μας παρηγοριά, ως που να γίνουμε σκόνη της σκόνης;

Πού ήτανε ο Θεός, πριν από δυο μέρες και τον ανακαλύψαμε τώρα, τούτη την στιγμή της απελπισίας. Τώρα τον φτιάξαμε, τώρα γινήκαμε «Creatores Dei»; Τόσον καιρό, σαν πονετικός πατέρας, προσπαθούσε να μας φέρει στα λογικά μας με τα προμηνύματα της καταστροφής. 

Εμείς όμως πού να τον ακούσουμε, πού να αλλάξουμε τον πονηρό δρόμο μας! Φράξαμε τ’ αυτιά μας στον Προφήτη Ιερεμία που φώναζε: «Κύριε, εμαστίγωσας αυτούς και ου επόνεσαν. Εστερέωσαν τα πρόσωπα αυτών υπέρ πέτραν, και ουκ ηθέλησαν επιστραφήναι». (Ιερεμίας 5:3). 

«Κύριε, τους έδειρες και δεν πονέσανε. Τα πρόσωπα τους απομείνανε ασάλευτα σαν την πέτρα, και δεν θελήσανε να μετανοήσουνε».

Και πάλι, με το στόμα του προφήτη Ησαΐα λέγει ο Θεός: «Έσιώπησα, μη και αεί σιωπήσομαι και ανέξομαι;» (Ησαΐας 22:14). «Τόσον καιρό σώπασα και περίμενα· Μήπως όμως θα σωπαίνω παντοτεινά και θα κάνω υπομονή»;

Ο Χριστός είπε: «Για κείνη τη μέρα και την ώρα (που θα καταστραφεί ο αμαρτωλός κόσμος), κανένας δεν γνωρίζει πότε θα ’ρθει, μήτε οι άγγελοι των ουρανών, παρά μονάχα ο Πατέρας μου. Κι ότι έγινε στις μέρες του Νώε, το ίδιο θα γίνει και τότες που θα ’ρθει ο γιος του ανθρώπου.

Γιατί, όπως ήτανε ο κόσμος πριν από τον κατακλυσμό που οι άνθρωποι τρώγανε και πίνανε, παντρολογιότανε και ερωτευότανε, ως την ημέρα που μπήκε στην κιβωτό ο Νώε, και δεν πήρανε είδηση, ως που ήλθε ο κατακλυσμός και τους έπνιξε όλους, έτσι θα ’ναι και τότε που θα παρουσιασθεί ο υιός του ανθρώπου». 

Κι αλλού λέγει ο Κύριος: «Και θα φανούνε σημεία στον ήλιο και στη σελήνη και στ’ άστρα, κι απάνω στη γη τα έθνη θα στριμώχνονται σαστισμένα, από το βογκητό της θάλασσας κι από την ταραχή, και θα ξεψυχάνε οι άνθρωποι από τον φόβο κι από το να περιμένουνε συμφορές μεγάλες που θα ’ρθουνε καταπάνω στην οικουμένη. Γιατί οι δυνάμεις των ουρανών θα σαλευτούν. . . 

Και σαν αρχίσουνε να γίνονται αυτά, εσείς (όσοι πιστεύετε σε μένα) πάρετε θάρρος και σηκώσετε τα κεφάλια σας, γιατί κοντεύει η ώρα που θα λυτρωθείτε».

Ναι, μοναχά όποιος δεν είχε ξεχάσει τον Θεό πριν να έρθει η φοβέρα της οργής του, και ζούσε με την αγάπη σ’ Εκείνον, μοναχά αυτός δεν φοβάται σε τούτες τις ώρες της απελπισίας. Αυτός δεν κλαίει αλλά παρακαλεί τον Κύριο να λυπηθεί τον κόσμο. 

Στέκεται ατάραχος ανάμεσα στους άλλους που τρέμουνε και κλαίνε γύρω του, αυτοί που κάνανε πρωτύτερα τον παλικαρά και τον καταφρονούσανε.

Ένας Άγιος λέγει: «Ο άνθρωπος που είναι κολλημένος στις απολαύσεις της γης και τρώγει παντοτινά χώμα μαζί με το φίδι και που δεν δίνει σημασία στο τι είναι το θέλημα του Θεού, σαν έρθουνε δύσκολες στιγμές και πνίγεται από την απελπισία και καταλάβει πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να βοηθήσει, κράζει στον Θεό να τον ελεήσει.

Άμυαλε, ως τούτη την ώρα δεν θυμήθηκες τον Θεό, αλλά τον έβριζες με τις πράξεις σου και τώρα τολμάς να λες πώς έχεις την ελπίδα σου στον Θεό; Λοιπόν, τώρα ελπίζεις σε Εκείνον που δεν πίστευες; Πως τώρα τον πιστεύεις: Άκουσε τον Κύριο που λέγει πως σε όσους θα τον καλοπιάνουνε κατά την ώρα της ανάγκης, θα γυρίσει και θα πει: «Ουκ οίδα υμάς. Δεν σας γνωρίζω».

Αλλά, κι αν και τούτη τη φορά λυπηθεί ο Θεός τον κόσμο και δεν χαθούμε από το πρόσωπο της γης, πάλι εμείς θα επιδοθούμε στα κακά θελήματα μας, όπως πριν, ίσως και περισσότερο. Και η οργή του θα πλανιέται πάλι αποπάνω μας, η μεγάλη μάχαιρα θα κρέμεται απάνω από τα κεφάλια μας. 

Εμείς όμως οι θεόστραβοι δεν θα τη βλέπουμε, αλλά θα κοιτάζουμε με τα τηλεσκόπια τους πυραύλους και θα καμαρώνουμε, ως που να πέσει μια και καλή το ρόπαλο απάνω στο κλούβιο κεφάλι μας.

• «Η ουαί η μία απήλθεν. Ιδού έρχονται έτι δύο ουαί μετά ταύτα». (Αποκάλυψη 9:12).

Άραγε θα παρέλθει τούτη η Ουαί, που στέκεται σαν μαύρο σύννεφο από πάνω από την Κούβα; Άραγε θα προφτάσει, να τυπωθεί τούτο που γράφω; (28 Οκτωβρίου 1962)

[Πηγή: Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου “Μυστικά Άνθη” σελ. 47-50.]


Βίος του Φώτη Κόντογλου (1896-1965)

Ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της νεότερης Ελλάδος και ο μεγαλύτερος αγιογράφος. Γεννήθηκε στο Αϊβαλή της Μικράς Ασίας και είχε από μικρός κλίση στην ζωγραφική και την λογοτεχνία. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην Σμύρνη σπουδάζει στο Παρίσι. Το 1919 έρχεται να εγκατασταθεί στην Αθήνα όπου αφιερώνεται στην Βυζαντινή ζωγραφική και την λογοτεχνία.

Έγραψε: “Φημισμένοι Άντρες και Λησμονημένοι” (1942), “Ιστορίες και Περιστατικά” (1940), “Μυστικός Κήπος” (1944), “Σημείον Μέγα” (1962), “Πονεμένη Ρωμιοσύνη” και τα “Μυστικά Άνθη” που είναι συλλογή άρθρων, δύο, από τα οποία γράφονται εδώ.

Ο Κόσμος στον Δρόμο Του.

Δεν Γίνεται πια Μεταστροφή.


Πολλοί αναγνώστες μου γράφουνε, παρακαλώντας με, και μάλιστα ξορκίζοντας με, να γράψω για να χτυπήσω την ανηθικότητα, που δέρνει την κοινωνία, προ πάντων τη νεολαία, και που «τη σερβίρουν τα σινεμά», όπως μου γράφουνε. Φωνάζουνε: «Υψώσετε τη φωνή σας!» 

Ένας σπουδαστής μου γράφει από την Αγγλία: «Μη σταματήσετε αυτόν τον ωραίον αγώνα, μην πτοηθείτε από τις επιθέσεις. Υπάρχουν βέβαια πολλοί αντίπαλοι, αλλά και πολλοί θαυμαστές του ωραίου σας έργου. Σας χρειαζόμαστε για να δώσετε φτερά στις καρδιές μας, που είναι γεμάτες κενό και απαισιοδοξία.

Καημένοι άνθρωποι, πόση σημασία δίνετε στο πρόσωπο μου, και σ’ αυτά που γράφω! Τι φωνή να υψώσω, που είναι βραχνιασμένη και αδύνατη, και χάνεται μέσα στον κυκεώνα της σημερινής ζωής; Όχι φωνή, αλλά και τ’ αστροπελέκι να κρατά στα χέρια του κανένας σήμερα, και να το σφενδονίζει για να κάνει τους ανθρώπους ν’ αλλάξουνε δρόμο, πάλι τίποτα δεν θα κάνει. 

Ο ίδιος ο Άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος, το ερημοπούλι της έρημου, που τον φοβότανε οι αμαρτωλοί, γιατί τους έλεγε «γεννήματα εχιδνών», κι αυτός μάταια φώναζε. Η φωνή του χανότανε μέσα στην έρημο, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Και πότε; Τον καιρό που υπήρχανε ακόμα κάποια αυτιά να τον ακούσουνε, κι απλές καρδιές για να τον καταλάβουνε. 

Όχι εμείς που χρειαζόμαστε δασκάλεμα, και που έχουμε τόσα στην καμπούρα μας! Πώς να γίνουμε δάσκαλοι για τους άλλους; Γεμίζουμε χαρτιά με μυριάδες λόγια, μα τι το όφελος; Ο κόσμος τραβά τον δρόμο του και δεν σκοτίζεται από κηρύγματα. 

Κι αν δώσει προσοχή και κανένας στα γραψίματα μας, μπορεί να θυμώσει που χαλάσαμε την ησυχία του, και να πει πώς είμαστε υποκριτές, ψευτογιασμένοι, κουκουβάγιες που βγαίνουνε από τα χαλάσματα του παλιού καιρού. Σήμερα οι άνθρωποι είναι τέτοιοι, που μήτε το κήρυγμα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού δεν θάκανε τίποτα.

Λοιπόν, ας το πάρουμε απόφαση. Το κακό δεν περιορίζεται πια με τίποτα, με κανένα τρόπο, με καμιά δύναμη. Όσοι μιλούνε και γράφουνε για να φέρουνε στον ίσιο δρόμο τους πολλούς που ξεστρατίσανε, ας ξέρουνε πως δέρνουνε τον αγέρα, είναι «αέρα δέροντες», που έλεγε και ο Απόστολος Παύλος. 

Και Άγιος να είναι αυτός, που συμβουλεύει, πάλι δεν θάβρη αυτιά για ν’ ακούσουνε τη φωνή του, όχι άνθρωποι σαν εμάς, που έχουμε οι ίδιοι ανάγκη από δασκάλεμα.

Ναι, ο κόσμος δεν αλλάζει πορεία. Ας μην περιμένουμε πια τίποτα καλύτερο. Θα πηγαίνουμε ολοένα στα χειρότερα. Ανήφορος πια δεν υπάρχει. Μοναχά κατήφορος. Όσοι έχουνε μέσα τους τον φόβο του Θεού, αυτοί οι λίγοι θ’ απομείνουνε, «το μικρόν ποίμνιον» που είπε ο Χριστός.

Κι αν γράφουμε, γι’ αυτούς γράφουμε και για τους ίδιους τους εαυτούς μας που κινδυνεύουμε να αρπαχτούμε από τα δίχτυα πούναι μπλεγμένοι εκείνοι που θέλουμε να δασκαλέψουμε. Για να καθόμαστε ανύσταχτοι.

Όσοι είναι αισιόδοξοι για το μέλλον της ανθρωπότητας, βλέπουνε με άλλα μάτια τον κόσμο, απ’ ότι τον βλέπομε εμείς. Εμείς είμαστε οι γκρινιάρηδες, οι Ιερεμίες, οι Κασσάντρες, και γι’ αυτό ο κόσμος μας οχτρεύεται. Κι έχει δίκιο. Ο καθένας νιώθει διαφορετικά τη ζωή, τη χαρά, το καλό και το κακό.

Για τους ανθρώπους που λέμε πως δεν πάνε καλά, ο σημερινός κόσμος είναι ο πιο θαυμάσιος, η σημερινή ζωή είναι η πιο καλύτερη κι η πιο βλογημένη από όλες που πέρασε ο άνθρωπος. Η σημερινή νεολαία είναι μεθυσμένη από κείνο που λέμε εμείς «ανηθικότητα», και που αυτή το λέγει «ελευθερία». 

Τι κάθεσαι λοιπόν εσύ και τσαμπουρνίζεις με την ηθική σου; Για αυτούς είναι το πιο μεγάλο χάρισμα η ανηθικότητα, και μπορούνε να σκοτώσουνε εκείνον που χτυπά την «ελευθερία» τους. Αιώνες αγωνιζότανε ο άνθρωπος, χωρίς να μπορέσει να την αποχτήσει. Και τώρα που την έκανε χτήμα του, να την αφήσει για την παλαιοντολογική ηθική μας;

Ποτέ δεν μίσησε άνθρωπος τον άνθρωπο τόσο πολύ, όσο στον καιρό μας. Και τον μίσησε στ’ όνομα αυτής της «ελευθερίας», που λέγει πως είναι το πολύτιμο απόχτημα της εποχής μας. Μισημένες είναι οι ηθικές κουκουβάγιες κι οι χριστιανικές μοιρολογίστρες. Ποτέ ο χριστιανός δεν μισήθηκε όσο σήμερα, ούτε επί Νέρωνα.

Πού ν’ ακούσουνε οι άνθρωποι του καιρού μας κουβέντα για Θεό, για ψυχή, για άλλη ζωή! Η ψυχή τους έχει παραμορφωθεί ολότελα από τις κάθε λογής ανοησίες που βλέπουμε στον κινηματογράφο. Η ταινία που δεν έχει μέσα της πολλή ανοησία, δεν γνωρίζει, επιτυχία. Ανοησία, και ακαλαισθησία, αυτά τα δυο βασιλεύουνε σήμερα. είναι απίστευτο το τι ακούει κανένας για αστεία στις συναναστροφές που κάνουνε οι νέοι. 

Κρυόμπλαστρα, ασυναρτησίες, μωρολογίες. Χάθηκε απ’ αυτούς κι η πιο συνηθισμένη εξυπνάδα. Τα καημένα τα παιδιά, παίρνουνε αφορμή από ένα τίποτα, για να χαχανίσουνε. Τα δέρνει η αμηχανία κι η βαριεστιμάρα κι αυτή είναι η αιτία που τα κάνει να χοροπηδάνε σαν τρελά, να τσακίζουνε ότι βρούνε μπροστά τους, να τα βάζουνε με ανύποπτους ανθρώπους. 

Γι’ αυτά τα πλάσματα η ζωή του ανθρώπου είναι ένα ανιαρό πράγμα δίχως σκοπό, αληθινή χαρά, δίχως αγνόν ενθουσιασμό.

Ποιος φταίει γι’ αυτή την κατάσταση; Όλοι μας. Όλοι συνεργήσαμε για να καταντήσει η ζωή έτσι που κατάντησε. Όλοι δουλέψαμε για να χτισθεί τούτος ο τερατώδης πύργος της Βαβέλ. 

Άλλοι κουβαλήσανε για πέτρες τις πετρωμένες και αναίσθητες καρδιές τους, άλλοι κουβαλήσανε λάσπη από τα κατάβαθα τους που φωλιάζουνε τα βρωμερά πάθη. Εκείνος ο παλιός πύργος του Βαβέλ ρήμαξε κι εξαφανίσθηκε. Μα τούτος θα στέφεται ασάλευτος, κι οι άνθρωποι ολοένα θα τον κάνουνε πιο ψηλόν, με σκοπό να χτυπήσουνε τον Θεό.

Εσείς που θλιβόσαστε και πονάτε γι’ αυτήν την κατάσταση, καλά κάνετε να λυπόσαστε, μα μην ονειρευόσαστε πως θάρθουνε καλύτερες μέρες για τον κόσμο. Ο κόσμος τρέχει σαν τρελός. Κατά μεν την δική μου γνώμη ανηφορίζει στον θρίαμβο, κατά δε τη δική σας γνώμη κατηφορίζει στα τάρταρα και στον χαμό. 

Ποιος από τους δυο έχει δίκιο, μοναχά ο Θεός το γνωρίζει. Αυτό το τρέξιμο δεν θα πάψει ως την τελευταία μέρα, που θα λάμψη η αλήθεια και θα δικαιωθούνε όσοι την πιστέψανε σωστά, και μαρτυρήσανε γι’ αυτή και εμπαιχτήκανε γι’ αυτή.

Ίσως νάρχεται κιόλας ο Αντίχριστος. Τα σημεία και τα τέρατα που προφητεύτηκε πως θα κάνει αρχίσανε να φανερώνονται. Η επιστήμη βασιλεύει κι η αθεΐα βασιλεύει μαζί της.

Μία βροντερή φωνή ακούγεται από πάνω, μα την ακούνε μόνο εκείνοι, που έχουνε αυτιά για να την ακούσουνε. Και λέγει:

«Να, έρχομαι σαν τον κλέφτη. Καλότυχος εκείνος που ξαγρυπνά και βαστά καθαρά τα φορέματα του. Ο καιρός είναι κοντά. Ο άδικος ας αδικήσει ακόμα, κι ο βρωμερός ας βρωμισθεί ακόμα, κι ο δίκαιος ας κάνει δικαιοσύνη ακόμα, κι ο άγιος ας αγιάσει ακόμα. Να, έρχομαι γρήγορα!»

[Πηγή: Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Μυστικά Άνθη» σελ. 77-80.]




Η Ελληνική Κιβωτός καί τά Σκουλίκια που τήν τρώνε! (ΠΕΡΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΩΝ)


ΕΙΔΩΝ – ΕΙΔΩΝ σκουλήκια κατατρώνε την καημένη την Ελλάδα, τη γέρικη Κιβωτό που μέσα της κατάφυγε η αλήθεια του Χριστού και γλύτωσε από τον κατακλυσμό. 

Μέσα σε κείνη την άλλη, την παλιά την Κιβωτό, κλείστηκε ο Νώε κ’ οι λιγοστοί δίκαιοι και γλυτώσανε από το πνίξιμο, μέσα σε τούτη τη νέα Ελ­ληνική Κιβωτό γλυτώσανε οι χριστιανοί οι αληθινοί, έχοντας μαζί τους τα σύμ­βολα της αρχαίας λατρείας του Χριστού, που βαστά ανάλλαχτη από τον καιρό των Αποστόλων ίσαμε σήμερα. 

Και κλειδοκράτορας στάθηκε η ελληνική Ορθό­δοξη Εκκλησία μας, «η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».

Το πνεύμα του Χριστού διατηρήθηκε αχάλαστο, απλό και βαθύ, πονεμένο και γεμάτο ελπίδα, ταπεινό με εγκαρτέρηση, μ’ εκείνο το μυστικό φέγγος που δεν υπάρχει σε άλλο τίποτα, παρεκτός μόνο στο Ευαγγέλιο. 

Μοναχά η Ορθοδοξία βάσταξε σαν ακριβό θησαυρό την αρχαία πα­ράδοση, δίχως να ξεφύγει καθόλου από το πνεύμα του Χριστού. 

Αυτό το πνεύμα δεν το νοιώθει κανένας με το μυαλό, αλλά με την καρδιά. 

Όποιος γνώρισε αληθινά την ειρήνη του Χριστού και την πνευματική ευωδία του, νοιώθει καθαρά πως μονάχα το πνεύμα της Ορθοδοξίας έχει ανταπόκριση με το πνεύμα του Χριστού και του Ευαγγελίου, καθώς και όσα βγήκανε από την Ορθοδοξία.

Οι αγιασμένες τέχνες της εκφράσανε σωστά κι’ αληθινά το πνεύμα που είναι κλεισμένο μέσα στο άγιο Ευαγγέλιο, χωρίς να το παραμορφώσουνε, όπως έγινε αλλού, που το πήρανε για ένα βιβλίο σαν τ’ άλλα βιβλία και το εικονογραφήσανε οι ζωγράφοι και το τραγουδήσανε οι ποιητές κ’ οι μουσικοί, κάνοντας έργα βγαλμένα από την επιδεξιοσύνη και τη φαντασία των ανθρώπων, αλλά όχι από την ευσέβεια και από τα δάκρυα της κατάνυξης, όπως γίνηκε στους τεχνίτες της Ορθοδοξίας.

Οι ζωγράφοι και οι μουσικοί της Δύσης δε φτιάξανε έργα άγια κι αποκαλυπτικά, αλλά σαρκικά και επιδεικτικά, αταίριαστα με το πνεύμα του Χριστού. 

Ο χαρακτήρας αυτών των έργων είναι ειδωλολατρικός, επειδή αυτοί που τα φτιάξανε δεν είχανε ντυθεί την πύρινη στολή της πίστεως και δεν είχανε μπει μέσα από το Καταπέτασμα του Ναού: 
«ου χρησιμεύει γαρ εις εκείνην την πόλιν των ά­γιων νεκρά ψυχή, μη φέρουσα φωτεινόν και θεϊκόν πνεύμα» (Άγιος Μακάριος Αιγύπτιος). 

Ο χαρακτήρας του Ευαγγελίου αποτυπώθηκε πιστά στα έργα της Ορθοδόξου Αγιογραφίας, της υμνωδίας και της μουσικής που έκανε το Βυζάντιο. Η καρδιά θερμαίνεται από το θησαύρισμα του Ευαγγελίου με κάποια θέρμη πνευματική που δεν μοιάζει με τίποτ’ άλλο.

Αυτή τη θέρμη λοιπόν κι αυτή τη μυστική ειρήνη τη νοιώθει ο χριστιανός να βγαίνει από τις άγιες εικόνες μας, από την υμνωδία κι από την ψαλμωδία της εκκλησίας μας. 

Αυτή η τέχνη είναι ειρηνόχυτη, γιατί έχει μέσα της την ειρήνη που δίνει ο Χριστός. 

Η άλλη η τέχνη είναι ένα ψεύτικο πράγμα, όπως ψεύτικο είδωλο είναι κι ο Χριστός που υμνούνε οι τεχνίτες που τον κάνανε. 

Η καρδιά του πονηρού ανθρώπου, ακόμα και το πιο θεϊκό πράγμα, θέλω να πω τη θρησκεία του Χριστού, μπόρεσε να το κάνει κάποιο πράγμα αντιπνευματικό και σαρ­κικό, και μάλιστα έφθασε σε τέτοια ανοησία, ώστε να λέγει πως το τελειοποίησε.

Λοιπόν τούτον τον ακριβοφυλαγμένο θησαυρό, την παράδοση της Ορθοδοξίας, πολε­μάνε ολοένα να τον μολέψουνε και να τον χαλάσουνε λογής-λογής άνθρωποι. 

Τούτα είναι τα σκουλήκια που είπα πως τρώνε τα αγιασμένα ξύλα της Κιβωτού μας. 

Αιρετικοί κάθε λογής, εικονομάχοι, καταλυτάδες, πολεμήσανε και πολεμάνε την Εκκλησία του Χρι­στού στον τόπο μας μέχρι σήμερα.

Όλοι οι αιρετικοί κ’ οι άλλοι σταθήκανε «νεωτερισταί, μεταρρυθμισταί». 

Εκείνο που τους σπρώχνει να χαλάσουνε την ιερή παράδοση της Εκκλησίας μας και να παραμορφώσουνε την άμωμη λατρεία μας είναι η αλαζονία τους, κατά τα λόγια που λέγει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος: 
«η υπερηφάνεια αναγ­κάζει επινοείν καινοτομίας, μη ανεχομένη το αρχαίον».

Όσοι είναι υπάκουοι στις παραδόσεις δείχνουνε πως έχουνε χριστιανική ψυχή, αφού το θεμέλιο της θρησκείας μας είναι η ταπείνωση, κι αυτοί την έχουνε, ενώ οι νεωτεριστές, καταφρονώντας την παράδοση και θέλοντας να στήσουνε το δικό τους θέλημα, φανερώνουνε πως έχουνε περηφάνεια, δηλαδή ασέβεια κι απιστία: «το δένδρον εκ του καρπού αυτού γνωρίζεται».

Η σεμνότητα της ψαλμωδίας δείχνει τη σεμνότητα της ψυχής, κατά τον λόγο που λέγει: «ψάλατε συνετώς». 

Όποιος ξεμακραίνει από την αληθινή ουσία του Χριστού, ξεμακραίνει κι από τη βυ­ζαντινή παράδοση. 

Η βυζαντινή μουσική είναι ειρηνική, λυπηρή με παρηγοριά, ενθουσιαστική με σεμνότητα, ταπεινή και ηρωική, απλή και βαθειά.

Έχει την ίδια πνευματική ουσία που έχει το Ευαγγέλιο, οι ύμνοι, οι ψαλμοί, τα συναξάρια, η βυζαντινή Αγιογραφία.

Για τούτο η βυζαντινή μουσική είναι μονότονη για όποιον είναι μονότονο το Ευαγγέλιο, άτεχνη για όποιον είναι άτεχνο το Ευαγγέλιο, απλοϊκή για όποιον είναι απλοϊκό το Ευαγγέλιο, περιορισμένη για όποιον είναι περιορισμένο το Ευαγγέλιο, πένθιμη για όποιον είναι πένθιμο το Ευαγγέλιο, παλιωμένη για όποιον είναι παλιωμένο το Ευαγγέλιο.

Αλλά είναι χαρμόσυνη για όποιον είναι χαρμόσυνο το Ευαγγέλιο, θλιμένη με κατάνυξη για όποιον είναι θλιμένο με κατάνυξη το Ευαγγέλιο, ενθουσιαστική με ταπείνωση για όποιον είναι ενθουσιαστικό με ταπείνωση το Ευαγγέλιο, ειρηνική για όποιον νοιώθει την ειρήνη του Χριστού, η μονάχη μουσική για όποιον υπάρχει μονάχα το Ευαγγέλιο.

Το μέλος της δεν είναι ανόσιο, επιδεικτικό, απελπιστικό, κούφιο, άνοστο, άσκοπο, αλλά είναι πράο, ταπεινό, γλυκύ με στυφότητα, γεμάτο συντριβή και έλεος, δίνει δόξα πνευματική ανέσπερη στις ψυ­χές που αξιωθήκανε την αθανασία των μυστηρίων και την ευσπλαχνία του Θεού. 

Εκφρά­ζει ευχαριστία, κάνει να πηγάσουνε δάκρυα ευγνωμοσύνης και χαράς πνευματικής. Είναι δυστυχισμένοι όσοι δεν τη νοιώθουνε, γιατί θα πει πως δε νοιώσανε αληθινά και σωστά τη γλυκύτητα που έχει το Ευαγγέλιο.

Αλλοίμονο ! 

Αυτόν τον ουράνιο θησαυρό, αυτή την αρχαγγελική μουσική, πολλοί Έλληνες χριστιανοί δεν τη θέλουνε. 

Λένε πως αγαπάνε τον Χριστό, και όμως δεν θέλουνε ν’ ακούσουνε τη φυσική φωνή της θρησκείας του. Εγώ λέγω πως ο Θεός μας παίρνει εμάς τους Έλληνες σιγά · σιγά τα θεϊκά δώρα που μας δώρησε, γιατί είμαστε ανάξιοι να τάχουμε. 

Και δεν είναι μονάχα κάποιοι κοσμικοί που πάσχουνε απ’ αυτή την ασεβέστατη μανία, να θέλουνε ν’ αλλάξουνε την εκκλησιαστική μουσική μας, μα και πολλοί ιερωμέ­νοι, που, αλλοίμονο, ξεπερνάνε τους κοσμικούς σ’ αυτή τη μιαρή παραφροσύνη!

Στα θρη­σκευτικά βιβλία και στα περιοδικά διαβάζει κανένας ένα πλήθος γραψίματα, γραμμένα από κληρικούς για τη σημασία που έχουν οι διάφοροι θρησκευτικοί τύποι, ακόμα και οι πιο ασή­μαντοι, πλην κανένας δεν λέγει τίποτα για το κατάντημα της μουσικής, που είναι η πιο άμεση, η πιο ζεστή κι η πιο συνοπτική έκφραση του θρησκευτικού αισθήματος του πιστού λαού μας.

Αυτοί τυρβάζουν περί πολλά άλλα, κι όσο για τα άγια των αγίων πεντάρα δε δίνουνε. 

Αυτά τα νομίζουνε «επουσιώδη, μεταβλητά, συμβατικά, τεχνικούς τύπους άνευ βαθυτέρας σημασίας δια την ουσίαν της χριστιανικής πίστεως». 

Τούτη η πνευματική πανού­κλα των ασεβών νεωτεριστών της Εκκλησίας έχει φτάξει έως τα πιο απόμερα χωριά και σκοτώνει τα αγνά θρησκευτικά αισθήματα του λαού μας γιατί όλοι αυτοί οι μικροί και ασήμαντοι τάχα νεωτερισμοί καταλήγουνε στον έναν μέγαν νεωτερισμό, στην αθεΐα, γιατί φορά αυτή η αθεΐα τη μάσκα της «αισθητικής». 

Τούτη καταντά τις εκκλησιές θέατρα, που επιδεικνύουν την παιδαριώδη ματαιοδοξία τους διάφοροι ασεβείς άνθρωποι. 

Καλύτερα να καταργούσανε ολότελα την εκκλησιαστική μουσική και να διαβαζόντανε τα τροπάρια κ’ οι ύμνοι, όπως θέλανε να κάνουνε με τις εικόνες οι εικονομάχοι, παρά αυτά τα ερμαφρόδιτα μπολιάσματα.

Κρίμα στην Ελλάδα! 

Τώρα που της χρειάζεται πιο πολύ η παράδοσή της κ’ η αγνή πίστη της Ορθοδοξίας, τώρα μας έπιασε η λύσσα να την καταστρέψουμε, για να γίνουμε κοσμοπολίτες. 

Από ένα θρησκευτικό φυλλάδιο που βγαίνει στη Λάρισα, έμαθα πως κ’ εκεί πέρα πήγε η καταραμένη αυτή φυλλοξήρα. 

Στην πολιτεία του αγίου Αχιλλίου, του αγίου Βησσαρίωνος και τόσων άλλων αυστηρών Ιεραρχών, στη Θεσσαλία που είναι τα Μετέωρα και που γέννησε τόσους αγίους της Ορθοδοξίας, να ψέλνουνε μέσα στις εκκλησιές σαν να είναι λαζαρόνοι ερωτευμένοι! 

Είναι ν’ ανατριχιάσεις! 

Δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό του ανθρώπου, πως καταντήσαμε σε τέτοια ασέβεια, ώστε να βρίσκε­ται σε διωγμό ό,τι έκανε το ορθόδοξο και θεοτιμημένο έθνος μας στη μουσική και στην Αγιογραφία.

Ψαλτάδες που έπρεπε νάναι περιζήτητοι, δεν βρίσκουνε θέση σε καμμιά εκκλησία, ενώ διάφοροι αδιάντροποι κανταδόροι θεατρίνοι είναι στα μέσα και στα έξω. 

Το ίδιο γίνεται και με την Αγιογραφία. Μπογιατζήδες κάθε λογής ζωγραφίζουνε στις εκκλησιές μας Γενοβέφες και ειδών-ειδών κάρτ – ποστάλ. 

Αν δεν είναι αυτά τα πράγματα η καταστροφή του πνευματικού ήθους του έθνους μας, τότε ποια είναι; Ρωτώ να μάθω.

Όποια όμως δεν πειράζουνε την ελεεινή ματαιοδοξία μας τάχουμε για εθνικά, ενώ τα πιο τίμια, τα πιο εξαίσια, τα καταργούμε, τα εξοντώνουμε εμείς οι ίδιοι. 

Η αρχαία γλώσσα είναι η επίσημη γλώσσα της Εκκλησίας· και πολύ σωστά. 

Αλλά γιατί η μουσική πά­λιωσε τάχα και θέλει ανακαίνιση, αφού γλώσσα και μουσική γεννηθήκανε μαζί, κ’ η βυ­ζαντινή μουσική είναι το φυσικό ντύσιμο της υμνωδίας; 

Τι σχέση έχουνε μ’ αυτές τις μου­σικές ανοησίες τα συναισθήματα του αγνού λαού μας; 

Δε ντρεπόμαστε να λέμε πως είναι πιο ελληνοπρεπή από την ελληνική μουσική τα ανόσια αυτά και ζωώδη μουγκρίσματα, αυτά τα ανάλατα τερατουργήματα που τα τραγουδάνε κάτι νεραϊδοπαρμένα αντρογύναικα!

Κρίμα στο αίσθημά μας και στη σοβαρότητα που είχαμε πάντα σε όλα, κρίμα στην αρρενωπότητα που είχε ό,τι κάναμε στην τέχνη και στη ζωή μας! 

Η Ελλάδα ποτέ δεν έβγαλε τέτοιους ανάλατους και κούφιους ανθρώπους σαν κι αυτούς που τραγουδάνε σήμερα μέσα στις εκκλησιές μας με την ερμαφρόδιτη φωνή τους! 

Και για να υποστηρίξουνε αυτά τα βλακώδη τραγούδια που παρουσιάζουνται για νεωτεριστική ψαλμωδία, βγαίνουνε κάποιοι ενδελεχείς και εμπεριστατωμένοι και με σοβαρότητα γράφουνε άρθρα επιστημονικά τάχα: «ποία είναι η αληθής ελληνική μουσική της εκκλησίας» κλπ., σα να χρειάζεται κι από­δειξη. 

Αυτοί τρώγουνται από τον κρυφό καημό να φαίνουνται Ευρωπαίοι. 

Γι’ αυτό, ό,τι δικό μας κλίνει περισσότερο στην Ανατολή, είναι γι’ αυτούς «παρεφθαρμένον» κι ό,τι κλί­νει στο ελεεινότερο ευρωπαϊκό, είναι «συγχρονισμένον».

Με τέτοιους φωστήρες πάμε να κάνουμε μια Ελλάδα τελειοποιημένη, όπως ελληνική γλώσσα τελειοποιημένη είναι αυτή που μιλάς κάνοντας πως δεν ξέρεις να τη μιλήσεις και που λες το ‘ρ’ σα ‘γ’ κλπ. 

Δε ντρε­πόμαστε! ξαναλέγω. 

Είμαστε κάποιοι που συγκινούμε χιλιάδες Έλληνες, γιατί η καρδιά μας θράφηκε μ’ αυτά που τούτοι τα σιχαίνουνται, και κάνουμε να κλαίνε τις αγνές ψυχές σε κάθε μεριά της Ελλάδας. 

Κι αυτοί οι λεβαντίνοι παραπλανούνε τα παιδιά μας τα καημένα με κάποια ψευτοερωτιάρικα λιγώματα και λένε πως εμείς δεν έχουμε ελληνικά αισθήματα, παρά πως τάχουνε αυτοί οι κουφιοκέφαλοι παπαγάλοι.

Τούτη η μανία καταπάνω στη βυζαντινή μουσική δεν είνε καινούργια. 

Παρουσιάσθηκε πριν από πολλά χρόνια, επειδή πάντα υπάρχουνε κούφιοι και μωροφιλόδοξοι Έλληνες, που θέλουνε να «τελειοποιήσουνε» το κάθε τι Ελληνικό, γιατί, κατά την ιδέα τους, ο ζωντανός λαός που το έβγαλε από τα σπλάχνα του, το γέννησε, τάχα, ζαβό, μισερό, «ατελές». 

Κ’ έρχουνται αυτές οι «μαμές» κ’ οι «νταντάδες» να το μεγαλώσουνε, να το τελειοποιήσουνε, χωρίς να τις καλέσει κανένας. 

Τι θα λέγατε για έναν άνθρωπο που του αρέσει τ’ άλογο, μα η ουρά του δεν του αρέσει, και για να το τελειοποιήσει, του κόβει τη φυσική του την ουρά και του βάζει μιαν ουρά του παγωνιού; 

Παλαβόν και πιο πολύ από παλαβόν, ακαλαίσθητο και χονδροειδέστατο. 

Και όμως αυτοί οι νεωτερισταί τέτοιες βλακείες κάνουνε, θέλοντας να τελειοποιήσουνε κάθε τι ελληνικό, ματίζοντάς το με κάποιο ξένο. Μονάχα ξένο να είνε το τελειοποίημα, κι’ ό,τι θέλει ας είνε.

Γι’ αυτούς, εδώ στην Ελλάδα υπάρχουνε μονάχα κουτσά, στραβά και κουλά πράγματα και τα γερά και τα τέλεια «μοντέλα» υπάρχουνε στην Ιταλία, στη Γαλλία, στο Χαβάη, στο Τσίλι, στην Αργεντίνα, στη Νικαράγκουα, στη Ρουμανία κι όπου αλλού. 

Αυτά που λέγω τα ξέρει ο κάθε ένας. 

Τουλάχιστον ας αφίνανε την εκκλησιά εκκλησιά, με τη δική της τη μουσική και την Αγιογραφία, αφού κατά βάθος δεν νοιάζουνται αληθινά για τη θρησκεία!

Μα ο νεωτεριστής είνε ψείρα που τρυπώνει παντού. Χωρίς αυτόν: «το έθνος θα απετελματούτο εις το έλος της στασιμότητας». 

Με τέτοιες λαμπαφούρες παραπλανάνε τον καημένο τον ανίδεο τον κόσμο. Τι αγώνα κάνανε ένα σωρό σεμνοί, ευλαβείς και σοφοί Έλληνες καταπάνω σ’ αυτούς τους «νεωτεριστάς», που είνε στραβωμένοι από την ψωροπερηφάνεια! 

Και μ’ όλο που είνε αυτοί οι νεωτερισταί κύμβαλα αλαλάζοντα, ωστόσο είνε λαοπλάνοι και πλα­νεύουνε τον κόσμο με κάποιες «ρεκλάμες», μιλώντας ολοένα εν ονόματι της προόδου, της εξελίξεως, του μοντερνισμού κλπ. 

Γι αυτό, αγωνισθήκανε πολλοί άξιοι και δυνατοί Έλλη­νες καταπάνω σ’ αυτές τις μυτζήθρες, που παριστάνουνε τα κάστρα στον ανίδεο τον κόσμο. 

Ό,τι γίνεται με το κορμί, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή τ’ ανθρώπου. 

Η αρρώστεια είνε εύκολη, η γιατρειά είνε δύσκολη. Εύκολα τρύπα μια μπάλλα το στήθος, μα δύσκολα γιατρεύεται. 

Έτσι και την ψυχή, τη μολεύει και τη σαπίζει εύκολα η ψευτιά που είνε σαν την πόρνη, μα δύσκολα τη γιατρεύει η αλήθεια.

Από όσα λοιπόν γραφήκανε στα περασμένα, για να φυλαχθεί η μουσική παράδοσή μας απ’ αυτούς τους «νεωτεριστάς», θα βάλω παρακάτω λιγοστά λόγια, ίσως μπορέσουνε και συνεφέρουνε στον εαυτό τους κάποιους πλανεμένους, πιο πολύ απ’ τα δικά μου τα λόγια, γιατί τα γράψανε σεβάσμιοι άνθρωποι που δεν ζούνε τώρα, μα που είτανε από εκείνη την ορθοδοξώτατη γενεά, που γέννησε τον Παπαδιαμάντη, τον Μωραϊτίδη, τον Βερναρδάκη, τον Βιζυηνό, τον Τανταλίδη κ’ ένα σωρό άλλους αγνούς Χριστιανούς κ’ Έλ­ληνες.

Λοιπόν ο μητροπολίτης Αθηνών Προκόπιος, να τι γράφει στα 1886: 

«Η εισα­γωγή της εκφύλου και οθνείας τετραφωνίας εις την ημετέραν εκκλησιαστικήν μουσικήν τη συναινέσει εγένετο των επιτρόπων των δύο ναών, όπως δια της καινοτομίας αυξάνηται των εκκλησιαζομένων ο αριθμός και η των χρηματικών εισφορών είσπραξις προς ευχερεστέραν συντήρησιν και διακόσμησιν αυτών. Αγαθός μεν ο σκοπός, αλλά το μέσον άθεσμον.»

Ο μουσικολόγος Κωνστ. Σακελλαρίδης ο Θετταλομάγνης, άλλος από τον θεατρόφιλον Ιωάννην Σακελλαρίδην, σοφός υπέρμαχος της παραδόσεως, έγραψε πολλά για να χτυπήσει την ξενότροπη εκκλησιαστική μουσική κι ανάμεσα σε άλλα γράφει πως οι αρ­χαίοι ξεχωρίζανε τη θρησκευτική μουσική από την κοσμική: 

«Εν τούτοις γίνεται φανε­ρόν εκ των ολίγων τούτων, ότι η μουσική είχεν ιδιαίτερον τύπον και ύφος δια την θρη­σκευτικήν υμνολογίαν και ιδιαίτερον δια την εκτός των ναών ασκουμένην μουσικήν. 

Ουδέποτε δε συνεχέοντο τα δύο ταύτα είδη… 

Το τοιούτον δε ήθος παρέλαβε και ετήρησεν από των αρχών του χριστιανισμού και η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία, εφαρμόσασα την μουσικήν ταύτην εις τα άσματα των μουσουργών της Εκκλησίας, διότι η μουσική τότε καθ’ άπαντα τον πεπολιτισμένον κόσμον και ιδίως κατά την Ανατολήν μέχρι των Περσών, των Συρίων, των Αιγυπτίων και πασών των εν Μικρασία φυλών ήτο μουσική του ελληνικού έθνους… 

Η ελληνική μουσική λοιπόν εγένετο κτήμα όλων των φυλών της δυτικής Ασίας, διότι συνήδε ως προς τον χαρακτήρα και την ιδιοσυστασίαν των λαών της Ασίας, καθ’ όσον η ελληνική έχει ρίζαν αυτήν την Ασίαν, διαμορφωθείσα εκ της Λυδίας και της Φρυγίας, ως μαρτυρούσιν αυτοί οι όροι των ήχων αυτής, καλούμενοι Λύδιοι, Φρύγιοι, Μιξολύδιοι κλπ… 

Τινές θέλουσι να απορρίψωμεν την εκκλησιαστικήν υμνολογίαν μας και να εισαγάγωμεν την πολυφωνίαν, το ξένον δηλ. ιδίωμα, αδιαφορούντες αν, δια του τοιούτου μέτρου, η εθνική παρακαταθήκη, παράδοσις και αναμνήσεις ιεραί τίθενται εκποδών, ουχί όπως βελτιώσωμεν το σύστημα της μουσικής, αλλ’ απλώς όπως καινοτομήσωμεν και ακολουθήσωμεν τον συρμόν, εξ ου και πελατείαν θα αποκτήσωσι προς τοις άλλοις οι ιεροί ημών ναοί… 

Βεβαίως εισί στάσιμοι οι Άγγλοι ψάλλοντες μονοτόνως εν τοις ναοίς αυτών και διατηρούντες εν τη στρατιωτική μουσική εις τα σκωτικά τάγματα τας γκάιδας… 

Φοβερόν θα ήτο να γελωτοποιηθή δι’ εμπειρικών κανταδόρων η θαυμαζομένη υπό διάσημων λογίων Ευρωπαίων εκκλησιαστική ημών μουσική δια τον πλούτον των κλιμάκων της και των τριών αυτής γενών και περί της οποίας ο υπό της γαλλικής κυβερνήσεως αποσταλείς τω 1874 κ. Ducoudray και περιηγηθείς την Ανατολήν προς μελέτην της ανατολικής μουσικής, μετά θαυμασμού γράφει, εξαίρων το κάλλος και τον πλούτον αυτής. 

Παραλείποντες δε άλλους διάσημους Γερμανούς, ως τον Λοβέκιον, εξαίροντα την εκκλησιαστικήν ημών μουσικήν και οικτείροντα την ευρωπαϊκήν δια την πενιχρότητά της, περί της οποίας λέγει, ότι η πτωχεία της επέβαλε την περιβολήν αυτής δια της πολυφωνίας, ενώ, λέγει, η ελληνική εκκλησιαστική μουσική δεν έχει ανάγκην τοιαύτης, έχουσα πλούτον και δυναμένη να είνε αφ’ εαυτής τερπνή και ποικιλωτάτη, παραλείποντες, λέγομεν, άλλων διάσημων Ευρωπαίων τας κρίσεις, φρονούμεν ότι η εθνική συνείδησις είναι αρκούντως εδραιωμένη, ώστε να μη επηρεασθή εκ της στηθείσης σαγήνης ενίων οπαδών του συρμού, ώστε να επιτρέψη να παραδοθώσι τα ιερά τοις κυσί».

Παρακάτω λέγει, πως αυτή η μοντέρνα μουσική είνε θυμελική, δηλαδή θεατρική: 

«Εκ του είδους τούτου του ψάλλειν και των κινήσεων και της ερωτοτρόπου απαγγελίας του τοιούτου χορού το κοινόν ετέρπετο και ενεθουσία…».

Ο Χρυ­σόστομος, σε κάποιους που θελήσανε και στον καιρό του να βάλουνε στην εκκλησιαστική μουσική λίγο κοσμικό χρώμα με φόβο (που νάκουγε τους δικούς μας νεωτεριστάς!), έλεγε: 

«Εσύ, όσα τραγουδάνε κι όσα κάνουνε οι θεατρίνοι κ’ οι χορεύτρες, εδώ, μέσα στην εκ­κλησία, τα βάζεις;.. Ο νους σου σκοτίστηκε από όσα ακούς και βλέπεις στα θέατρα, και για τούτο όσα κάνουνε εκεί πέρα, τα κουβαλάς στην εκκλησία ;» 

Δεν νομίζεις πως τα λέγει στους σημερινούς κανταδόρους;

Κι ο Βαλσαμών γράφει: 

«Αι του Θεού εκκλησίαι οίκοι προσευχής λέγονται, όθεν και οι προσευχόμενοι παρακαλείν τον Θεόν οφείλουσι μετά δακρύων και ταπεινώσεως, ου μην μετά ατάκτου και αναιδούς σχήματος. 

Διωρίσαντο ουν οι Πατέρες μη γίγνεσθαι τα ιερά ψαλμωδήματα δια βοών ατάκτων (ασέμνων), μήτε δια τινών καλλιφωνιών ανοικείων τη εκκλησιαστική καταστά­σει και ακολουθία, οία είσι τα θυμελικά μέλη και αι περιτταί ποικιλίαι των φωνών, αλλά μετά κατανύξεως και θεαρέστου τρόπου προσάγειν τω Θεώ τας ευχάς».

Μα τι να πρωτοβάλω από όσα είπανε και γράψανε πλήθος άγιοι κ’ ευλαβέστατοι χριστιανοί γι’ αυτή την αδιάντροπη μουσική ; 

Ας φέρουνε κ’ οι άλλοι όχι έναν άγιο, αλλά έναν μονάχα αληθινόν Χριστιανό Ορθόδοξο, που ν’ αγαπά με την καρδιά του την εκκλησία μας και που να έχει αληθινά θρησκευτική ψυχή και να μη σιχαίνεται αυτούς τους ξιπασμένους νεωτερισμούς. 

Αλλά κι’ ο ίδιος ο Χριστός να πει με το στόμα του (όπως και λέγει για όποιον τον νοιώθει), πως η αγιασμένη μουσική μας είνε η δική του, κ’ οι δώδεκα Απόστολοι κι όλοι οι άγιοι, πάλι τούτοι οι μοντέρνοι θα καταγίνονται με τα δικά τους, γιατί αυτοί δεν έχουνε μέσα τους τον Χριστό για να τον προσκυνήσουνε και να τον δοξολογήσουνε.

Αυτοί δοξολογούνε τον κούφιο τον εγωισμό τους και την κούφια την καρδιά τους. 

Αυτοί δεν αφήνουνε τίποτα που να μην το λερώσουνε, τα πιο πολλά γράμ­ματα τα κόβουνε, το Τυπικό το βάζουνε στη μπάντα, μ’ έναν λόγο κάνουνε σαν ξεφρενιασμένα άλογα που τσαλαπατάνε ό,τι έχουμε εμείς για το πιο ακριβό από τη ζωή μας κι από κάθε τι στον κόσμο.

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Οἱ καλοὶ ἄνθρωποι εἶνε δυστυχισμένοι, ὑποφέρουνε, τυραννιοῦνται

Ναί. Ὁ σατανᾶς τοὺς βασανίζει, τοὺς ρίχνει σὲ συμφορές. Μὰ ἔτσι γίνουνται ἀκόμα πιὸ καθαροί, σὰν τὸ χρυσάφι ποὺ πέφτει στὸ χωνευτήρι. Ζοῦνε φτωχικά, μακρυὰ ἀπὸ δόξες, κρυμμένοι, μὰ ζοῦνε ἀληθινά. 
Νὰ μὴν ζεῖς βουτηγμένος μέσα στὴν ψευτιά. Αὐτὸ εἶνε ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς «Τί θὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπο ἂν κερδίσει ὅλον τὸν κόσμο καὶ ζημιωθεῖ τὴν ψυχή του;» 
Αὐτός, ὁ φτωχός, ὁ παραπεταμένος, κέρδισε τὴν ψυχή του. Ἀφοῦ κέρδισε τὴν ψυχή του, τί ἔχασε; Ὅ,τι ἔχασε εἶνε τιποτένιο μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ ποὺ κέρδισε...

Φώτης Κόντογλου

"Ξ Ε Ρ Ι Ζ Ω Σ Τ Ε τήν πνευματική π α ν ο ύ κ λ α"!!!!!


"Καθαρίστε από τήν πνευματική πανούκλα τήν δυστυχισμένη τήν Ελλάδα, γιά νά μπορέσουμε νά δουλέψουμε οι άξιοι δουλευταράδες. 

Τά σκουλήκια, γιά νά σώσουνε τήν τιποτένια ύπαρξή τους, δέν αφήνουνε καμμιά ψυχή άξια νά ορθοποδήσει, από συμφέρον κι από φθόνο.

Όλοι οι πνευματικοί σαλταδόροι έχουνε πιάσει τά πόστα. 

Καί είναι δεμένοι μεταξύ τους, όπως είναι οι κάμπιες κολλημένες, η μία πάνω στήν άλλη. 

Μόλις τίς χωρίσει κανένας ψοφάνε.

Έτσι πρέπει νά γίνει καί μέ τίς ανθρωποκάμπιες, που μαραζώνουνε τό ολόδροσο πνευματικό δένδρο της φυλής μας.

Τίμια αδέλφια μου ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΘΑΡΟΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ, ξεριζώστε αυτά τά φαρμακερά βρωμοχόρταρα"!

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



60 χρόνια μεταπατερικότητας και νεωτερισμού και εμείς κάνουμε σαν να συμβαίνει ξαφνικά σήμερα!!!

Ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία τυπώνει προχειρολογήματα διάφορων νεωτεριστῶν θεολόγων, χωρὶς καμμιὰ οὐσία, ποὺ φανερώνουνε μοναχὰ τὴν ἀπίστευτη γύμνια ἐκείνων ποὺ τὰ γράφουνε...

Ἀφοῦ οἱ θεολόγοι γινήκανε φιλόσοφοι κ᾿ ἐπιστήμονες, ἂς γίνουμε θεολόγοι ἡμεῖς, δίχως ἄλλο ἐφόδιο, παρὰ μοναχὰ τὴν πίστη μας, κατὰ τὰ βαθυστόχαστα λόγια τοῦ ἁγίου Νείλου, ποὺ λέγει: «Εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ». 
«Ἂν προσεύχεσαι ἀληθινά, εἶσαι θεολόγος»...

κυρ Φώτης Κόντογλου † (13 Ιουλίου 1965)


Κωνσταντινούπολη, η αγιασμένη πολιτεία


Τι ήτανε, αληθινά, εκείνο το Βυζάντιο, εκείνη η Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένιος κόσμος! Όχι μοναχά η αρχαία πολιτεία, μα κι η καινούρια, ως του σουλτάν-Χαμίτ τα χρόνια. Είχα γνωρίσει έναν χριστιανό Ανατολίτη κοσμογυρισμένον, που έζησε πολλά χρόνια στην Ευρώπη και στην Αμερική, στη Λόντρα, στο Παρίσι, στη Ρώμη, στη Νέα Υόρκη. «Όλες αυτές οι μεγάλες πολιτείες, μου έλεγε, είναι σπουδαίες, μα σαν την Κωνσταντινόπολη δεν υπάρχει άλλη στην οικουμένη, κι ούτε βρίσκεται στον ντουνιά τέτοια επίσημη αρχοντικιά και βασιλική πολιτεία».

Στα χρόνια των Βυζαντινών «η βασιλεύουσα Πόλις» θα είχε μια εξωτική κι αλλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλιοι κουμπέδες (τρούλλοι) κατάχρυσοι λαμποκοπούσανε μέσα στη βλογημένη αυτή αφεντοπολιτεία. Στη μέση στεκότανε, σαν ήλιος, η Αγιά Σοφιά, και γύρω της ήτανε σκορπισμένες οι άλλες εκκλησίες με τους χρυσούς κουμπέδες, σφαίρες ουράνιες, που λες και γυρίζανε γύρω στον ήλιο. Δεν φαινόντανε πως ήτανε κτίρια κανωμένα από τον άνθρωπο, αλλά σαν να κατεβήκανε από τον ουρανό και σταθήκανε απάνω στη γη. Κι από μέσα ήτανε καταστολισμένες με ψηφιά, με χρωματιστά μάρμαρα, με σμάλτα, με ζωγραφιές, που θαρρούσε κανένας πως μπαίνει σε ουράνια παλάτια. Είχανε δίκιο οι παλιοί Κινέζοι που λέγανε πως αυτά τα κτίρια ήτανε «κάποια παλάτια μεγάλα και λαμπερά, που από μέσα μοιάζανε σαν τα χρυσά φτερά του φασιανού την ώρα που πετά»….

Το Σαββατόβραδο, κατά το δειλινό, η ατμόσφαιρα γέμιζε από τη γλυκειά βουή που κάνανε χιλιάδες καμπάνες και που ανέβαινε σαν ψαλμωδία απάνω από την αγιασμένη πολιτεία, από τη Νέα Σιών, «ήχος καθαρός εορταζόντων». Πανηγυρική μεγαλοπρέπεια! Μοναχά το Βυζάντιο κατέβασε στη γη την ουράνια αρμονία.
Για τους Βυζαντινούς, η πατρίδα τους ήτανε η Κιβωτός της αληθινής θρησκείας, και είχανε πόθο να τραβήξουνε μέσα σ᾿ αυτή όλα τα έθνη της γης, και να τα σώσουνε φωτισμένα από το ανέσπερο φως του Ευαγγελίου.

….. Για όποιον είναι σε θέση να νοιώσει καλά τι είναι αυτό το «λειτουργικό», ποτές άλλη φορά η ομαδική ζωή των ανθρώπων δεν έφταξε σ᾿ ένα τέτοιο πνευματικό ύψος. Όσοι θελήσανε και θέλουνε να κρίνουνε το Βυζάντιο με τον συνηθισμένον χονδροειδή αντιπνευματικόν τρόπο και με τις γνωστές ανόητες ευφυολογίες, και να το γελοιοποιηθούνε σε βαθμό που να ονομάζουνε «βυζαντινισμό» κάθε αφηρημένη συζήτηση και ουτοπία, αυτοί φανερώνουνε μ᾿ αυτό πόσο ανίδεοι είναι από αληθινή πνευματικότητα, με όλους τους ψεύτικους τίτλους της σοφίας και της επιστήμης που είναι στολισμένοι.

Το Βυζάντιο είναι πολύ λεπτό πράγμα για να μπορέσουνε να το πιάσουνε τα χοντροκανωμένα εργαλεία τους. Το Βυζάντιο είναι η αληθινή χριστιανική θρησκεία, ανάμεσα στα ψεύτικα και ελεεινά παραμορφωμένα ομοιώματά της, που τα φτιάξανε λαοί βάρβαροι και υλιστές, ανίκανοι να την καταλάβουνε και να την αισθανθούνε. Για τούτο, το Βυζάντιο κρίνεται από τους λεγόμενους σοφούς του κόσμου όπως κρίνεται το Ευαγγέλιο, δηλ. σαν μωρία, μπροστά στη δική τους γνώση, κι η γνώμη τους ίσια-ίσια, πως το Βυζάντιο είναι «μωρία», πιστοποιεί πως αληθινά στάθηκε η Νέα Σιών, η έμψυχος κιβωτός, που μέσα σ᾿ αυτή φυλάχθηκε η επαγγελία του Θεού προς τους ανθρώπους πως θα γίνουνε τέκνα του, και «η μακαρία ελπίς της αιωνίου ζωής». Όσο νοιώσανε οι υλικοί άνθρωποι τι λέγει ο Παύλος για το Ευαγγέλιο και για τη σοφία του Θεού, άλλο τόσο νοιώσανε κι οι ιστορικοί κι οι επιστήμονες της κοσμικής γνώσης, «οι συζητηταί του αιώνος τούτου» όπως λέγει ο Παύλος, τι είναι το Βυζάντιο.

…..Το Βυζάντιο είναι όπως «η Ιερουσαλήμ και η βασιλεία του Θεού,η εντός ημών κεκρυμμένη. Αυτή η χώρα νεφέλη εστί της δόξης του Θεού, εις ην μόνον οι καθαροί τη καρδία εισελεύσονται του θεάσασθαι το πρόσωπον του Δεσπότου και καταυγασθήναι τους νόας αυτών διά της ακτίνος και λαμπηδόνος του φωτός Αυτού». 

(Πηγή : Φώτης Κόντογλου, Μυστικά άνθη Ήγουν: Κείμενα γύρω από τις αθάνατες αξίες της ορθόδοξης ζωής, Ἀθῆναι: Ἐκδόσεις Ἀστήρ,, σσ. 93-99.)


Πόσο θάθελα να κάθομαι στην Σκήτη της Αγίας Άννης...


Πόσο θάθελα να κάθομαι στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης πούνε στο Άγιονόρος!

Μέσα στα άγρια κράκουρα, ξεχασμένος από τον κάθε άνθρωπο, κι’ εγώ να τους έχω ξεχασμένους όλους, εξόν από τους λιγοστούς πατέρας που θα ζούνε μαζί μου.

Να τρυπώσω στο κελλί μου, σα να με κυνηγάνε ληστάδες, να κρυφτώ, να δοξάζω τον Θεό που βρήκα καταφύγιο.

Να απομείνω μοναχός να κάνω την προσευχή μου βαθειά από τα έγκατά μου, να χορτάσω να πίνω από την παρηγορητική πηγή, να μιλώ με τον Θεό όπως μιλά το παιδί στον πατέρα του, «ἑσπέρας καὶ πρωΐ καὶ μεσημβρίας, ἑπτάκις τῆς ἡμέρας».

Να σηκώνομαι τη νύχτα να λέγω το Ψαλτήρι, και να πετώ στον ουρανό.

Να με βρίσκει η χαραυγή δακρυσμένον για τις αμαρτίες μου.

Να ξεχάσω τις μικρολογίες του κόσμου να ζω μέσα στην αθανασία.

Κι’ ας καταγίνονται οι άλλοι με τις δουλειές τους, με τις ματαιότητες, με τα λεφτά, με τις δόξες, με τις λογής λογής φαντασίες.

Να δουλεύω το εργόχειρό μου για να βγάζω το ψωμί μου, να κάθουμαι στο τρίποδο να ζωγραφίζω αγιασμένα εικονίσματα, και κεί που δουλεύω να σιγοψέλνω και να τρέχουνε τα μάτια μου γλυκά δάκρυα της παρηγοριάς και της ειρήνης.

Είτε να σκαλίζω σφραγιστήρια, είτε να σκαλίζω με το τσαπί το λιγοστό χώμα πούνε ανάμεσα στα βράχια.

Πόσο θα τ’ αγαπώ όλα αυτά τα φτωχά πράγματα της ερημιάς, πιο πολύ και πιο αληθινά απ’ όσο αγαπά ο κόσμος τα χρυσάφια και τα παλάτια του!

Θα ζω ξαλαφρωμένος απ’ αυτά τα βαρειά χαρχάλια, θα νιώθω τον εαυτό μου σαν το ρημοδένδρι που κάθεται μέρα νύχτα στον αγέρα.

Τί χαρά μεγάλη, νάμαι ένας ασκητής μαζί με κείνους τους λίγους ασκητάδες τους φτωχούς!

Να μη με λογαριάζει κανείς για ζωντανόν, παρά να με κοιτά μονάχα το μάτι του Θεού!

κυρ Φώτης Κόντογλου


*Σημείωση: Από κάρτα, την οποία χάρισε ο Κόντογλου στον αείμνηστο Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, Αντώνιο-Αιμίλιο Ταχιάο, με χειρόγραφο σημείωμα και ζωγραφιές, που επιγράφεται «Η Σκήτη της Αγίας Άννης», βλ. Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, Στην Σκιά του Άθω, εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2016, σσ. 102-103 και 107-108.

ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΦΟΒΕΡΟ! Τό όραμα του Φωτίου Κόντογλου! [ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ νά μήν παραλείψει νά τό διαβάσει! ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΟ συμβάν! ]


Το όραμα του Φώτη Κόντογλου:

«Δέν μέ εἶχε θολώσει καλά-καλά ὁ ὕπνος, δέν ξέρω ἄν ἤμουνα ξυπνητός, ἤ κοιμισμένος καί βλέπω μπροστά μου ἕναν ἄνθρωπο μέ ἀλλόκοτη ὄψη. 


Ἤτανε κατακίτρινος, σάν πεθαμένος, μά τά μάτια του ἤτανε σάν ἀνοιχτά καί μ’ ἔβλεπε τρομαγμένος. 

Τό πρόσωπό του ἤτανε σάν μάσκα, σάν μούμια, μέ τό πετσί του γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, καί κολλημένο στό νεκροκέφαλο μέ ὄλα τά βαθουλώματα. 

Κοντανάσαινε σάν λαχανιασμένος. 


Στο’ να χέρι βαστοῦσε κάποιο παράξενο πρᾶγμα, πού δέν κατάλαβα τί ἤτανε, καί μέ τ’ ἄλλο ἔσφιγγε τό στῆθος του, λές καί πονοῦσε καί μοῦ λέει:...

«Ἐκεῖ πού βρίσκομαι, εἶναι κι ἄλλοι πολλοί ἀπό ‘κείνους πού σέ περιπαίζανε γιά τήν πίστη σου, καί τώρα καταλάβανε πώς οἱ ἐξυπνάδες δέν περνοῦνε παραπέρα ἀπό τό νεκροταφεῖο. 

Πόσο ἀλλοιώτικος εἶναι ὁ κόσμος ἀπό ὅτι τόν βλέπαμε! 

Ἀνάποδος ἀπό τήν ἔξυπνη ἀντίληψή μας. 

Τώρα καταλάβαμε πώς ἡ ἐξυπνάδα μας ἤτανε βλακεία, οἱ κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες κι οἱ χαρές μας ψευτιά καί ἀπάτη. 

Ἐσεῖς πού ἔχετε στήν καρδιά σας τό Χριστό, καί πού για σᾶς ὁ Λόγος Του εἶναι Ἀλήθεια, ἡ μονάχη Ἀλήθεια, ἐσεῖς κερδίσατε τό Μεγάλο Στοίχημα, πού μπαίνει ἀνάμεσα στούς Πιστούς καί στούς ἄπιστους, αὐτό τό στοίχημα πού τό ἔχασα ἐγώ ὁ ἐλεεινός, καί χάθηκα καί τρέμω κι ἀναστενάζω καί δέν βρίσκω ἡσυχία.

Ἀληθινά, στόν Ἅδη δέν ὑπάρχει πιά μετάνοια. Ἀλλοίμον σ’ ὅσους πορεύονται ὅπως πορευθήκαμε ἐμεῖς, τόν καιρό πού εἴμασταν ἀπάνω στή γῆ. 

Ἡ σάρκα, μᾶς εἶχε μεθύσει καί ἐμπαίξαμε ἐκείνους πού πιστεύανε στόν Θεό καί στή Μέλλουσα Ζωή κι ὁ πολύς κόσμος μᾶς χειροκροτοῦσε. 

Σᾶς λἐγαμε ἀνόητους. 

Σᾶς κάναμε περίπαιγμα κι ὅσο ἐσεῖς δεχόσασταν μέ καλωσύνη τά πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε ἡ δική μας ἡ κακία».

Αὐτά τοῦ εἶπε ὁ ἀποθανών ιατρός καί γνωστός τοῦ Φώτη Κόντογλου».

(Ἀπό τό βιβλίο «Μυστικά ἄνθη» σελ. 113, Ἔκδ. Ἀστέρος)

Πηγή:

Πρωτοχρονιὰ μὲ τὸν Φώτη Κόντογλου: Καρδία συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη…



Φώτης Κόντογλου

Ξημέρωμα 1ης Ἰανουαρίου 1950

Ἐχτές, παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἤμουνα ξαπλωμένος στὸ κουβούκλι μας, περασμένα τὰ μεσάνυχτα, καὶ συλλογιζόμουνα.

Εἶχα δουλέψει νυχτέρι γιὰ νὰ τελειώσω μία Παναγία Γλυκοφιλοῦσα καὶ δίπλα μου καθότανε ἡ γυναίκα μου καί ἔπλεκε. 

Ὅποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σὲ μεγάλη κατάνυξη καὶ ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα, λοιπὸν, ἐκεῖ ποὺ ζωγράφιζα τὴν Παναγία καί ἡ Μαρία ἔψελνε καὶ κείνη μαζί μου μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή της. 

Βλογημένη γυναίκα μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἂς εἶναι δοξασμένο τ’ ὄνομά του γιὰ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς οἰκονομίας του. 

Τὸν εὐχαριστῶ γιὰ ὅσα μοῦ ἔδωσε καὶ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα γιὰ τὴν ἁπλή τὴ Μαρία, πού μοῦ τὴ δώρησε συντροφιὰ στὴ ζωή μου, ψυχὴ θρησκευτική, ἕνα δροσερὸ ποταμάκι ποὺ γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σ’ ἕναν παλιὸν καστρότοιχο…

…Κοντά μου κάθεται καὶ μὲ συντροφεύει, ἥμερος ἄνθρωπος, Μαρία ἡ Ἁπλή. 

Ἐκείνη πλέκει εἴτε ράβει, κι ἐγὼ δουλεύω τὴν ἁγιασμένη τέχνη μου καὶ φιλοτεχνῶ εἰκονίσματα, ποὺ τὰ προσκυνᾶ ὁ κόσμος. 

Τί χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Παντοδύναμος, ποὺ τὴν ἔχουνε λιγοστοὶ ἄνθρωποι: 

«Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῶν δούλων αὐτοῦ». 

Τὸ καλύβι μας εἶναι φτωχὸ στὰ μάτια τοῦ κόσμου καὶ μολαταῦτα, στ’ ἀληθινὰ, εἶναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ἠλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε ἡ πίστη κι ἡ εὐλάβεια. 

Κι ἐμεῖς ποὺ καθόμαστε μέσα, ἤμαστε οἱ πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς φτωχούς, πλήν μᾶς πλουτίζει μὲ τὰ πλούτη του Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ».

Ἀφοῦ, λοιπὸν, τελείωσα τὴ δουλειά μου κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ξάπλωσα στὸ μεντέρι μου, κι ἡ Μαρία ξάπλωσε καὶ κείνη κοντά μου καὶ σκεπάσθηκε καὶ τὴν πῆρε ὁ ὕπνος. 

Ἔπιασα νὰ συλλογίζουμαι τὸν κόσμο. Συλλογίσθηκα πρῶτα τὸν ἑαυτό μου καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναίκα μου καὶ τὸ παιδί μου. 

Γύρισα καὶ κοίταξα τὴ Μαρία ποὺ ἤτανε κουκουλωμένη καὶ δὲν φαι­νότανε, ἂν εἶναι ἄνθρωπος ἀποκάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα. Κι εἶπα: 

Ποιός μᾶς συλλογίζεται; Οἱ ἄνθρωποι λένε λόγια πολλά, μὰ δὲν πιστεύουνε σὲ τίποτα, γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Δαυίδ: «Πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης». 

Γύρισα καὶ κοίταξα τὸ φτωχικό μας, ποῦνε σὰν ξωκλήσι, στολισμένο μὲ εἰκονίσματα καὶ μὲ ἁγιωτικὰ βιβλία, χωμένο ἀνάμεσα στ’ ἀρχοντόσπιτα τῆς Βαβυλώνας, κρυμένο σὰν τὸν φτωχὸ ποὺ ντρέπεται μὴ τὸν δεῖ ὁ κόσμος. 

Ἡ καρδιά μου ζεστάθηκε κρυμένη καὶ κείνη μέσα μου. 

Ἔνοιωσα πὼς ἤμουνα χωρισμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, κι οἱ λογισμοί μου πὼς ἤτανε καὶ κεῖνοι κρυμένοι πίσω ἀπὸ τὸ καταπέτασμα ποὺ χώριζε τὸν κόσμο ἀπὸ μένα καὶ πὼς ἄλλος ἥλιος κι ἄλλο φεγγάρι φωτίζανε τὸν δικό μας τὸν κόσμο. 

Κι ἀντὶ νὰ πικραθῶ, εὐφράνθηκε ἡ ψυχή μου πὼς μ’ ἔχουνε ξεχασμένο, κι ἡ χαρὰ ἡ μυστική ποὺ τὴ νοιώθουνε ὅσοι εἶναι παραπεταμένοι, ἄναψε μέσα μου ἥσυχα κι εἰρηνικά, κι ἡ παρηγοριὰ μὲ γλύκανε σὰν μπάλσαμο ἀνακατεμένη μὲ τὸ παράπονο. 

Καὶ φχαρίστησα Ἐκεῖνον, ποὺ φανερώνει τέτοια μυστήρια στὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ κάνει πλούσιους τοὺς φτωχούς, τοὺς χαρούμενους, τοὺς θλιμμένους, ποὺ δίνει μυστικὴ συντροφιὰ στοὺς ξεμοναχιασμένους καὶ ποὺ μεθᾶ μὲ τὸ κρασὶ τῆς τράπεζάς του, ὅσους κρεμάσανε τὴν ἐλπίδα τους σὲ Κεῖνον. 

Ἂν δὲν ἤμουνα φτωχὸς καὶ ξευτελισμένος, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀξιωθῶ τούτη τὴν πονεμένη χαρά, γιατί δὲν ξαγοράζεται μὲ τίποτα ἄλλο, παρεκτὸς μὲ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, κατὰ τὸν Δαυὶδ ποὺ λέγει: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με». 

Ἐπειδὴ, ὅποιος δὲν πόνεσε καὶ δὲν ταπεινώθηκε, δὲν παίρνει ἔλεος. 

Ἔτσι τὰ θέλησε ἡ ἀνεξιχνίαστη σοφία. 

Μὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ νοιώ­θουνε αὐτά, γιατί δὲν θέλουνε νὰ πονέσουνε καὶ νὰ ταπεινωθοῦνε, ὥστε νὰ νοιώσουνε κάποιο πράγμα ποὺ εἶναι παραπέρα ἀπὸ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ κι ἀπὸ τὰ μάταια πάθη τους.

Ὁλοένα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἀνεβαίνανε τὰ δάκρυα στὰ μάτια μου, δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο καὶ δάκρυα γιὰ μένα. 

Δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο, γιατί γυρεύει νὰ βρεῖ τὴ χαρὰ ἐκεῖ ποὺ δὲν βρίσκεται, καὶ δάκρυα γιὰ μένα, γιατί πολλὲς φορὲς δείλιασα μπροστὰ στὴ φτώχεια καὶ στοὺς ἄλλους πειρασμούς καὶ δικαίωσα τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ τώρα ἔνοιωσα πὼς δὲν παίρνει ὁ ἄνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρὶς νὰ περάσει μεγάλον πειρασμό. 

Κι ἀντριεύθηκα κατὰ τὸ πνεῦμα, κι ἔνοιωσα πὼς δὲν φοβᾶμαι τὴ φτώχεια παρὰ πὼς τὴν ἀγαπῶ.

Καὶ κατάλαβα καλὰ, πὼς δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγαπήσει ἄλλο τίποτα ἀπὸ τὸν πόνο του, γιατί ἀπὸ τὸν πόνο ἀναβρύζει ἡ ἀληθινὴ χαρὰ κι ἡ παρηγοριά, κι ἐκεῖ βρίσκουνται οἱ πηγὲς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.

Ἀληθινά, ἡ φτώχεια εἶναι φοβερὸ θηρίο. Ὅποιος τὸ νικήσει ὅμως καὶ φτάξει νὰ μὴν τὸ φοβᾶται, θὰ βρεῖ μεγάλα πλούτη μέσα του. 

Τούτη τὴν ἀφοβία τὴ δίνει ὁ Κύριος, ἅμα ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Σ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο, ποὺ ἡ ἀντρεία λέγεται ταπείνωση καὶ τὰ βραβεῖα εἶναι καταφρόνεση καὶ ἐξευτελισμός, δὲν βα­στᾶνε οἱ ἀντρεῖοι τοῦ κόσμου. 

Ὅποιος δὲν περάσει ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς δοκιμῆς, δὲν ἔνοιωσε ἀληθινὰ τί εἶναι ἡ ζωή, καὶ γιατί ὁ Χριστὸς εἶπε: 

«Ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωή» καὶ γιατί εἶπε πάλι: «Μακάριοι οἱ πικραμένοι, γιατί αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε». Ὅποιος δὲν ἀπελπί­σθηκε ἀπὸ ὅλα, δὲν τρέχει κοντὰ στὸν Θεό, γιατί λογαριάζει πὼς ὑπάρχουνε κι ἄλλοι προστάτες γι’ αὐτόν παρεκτὸς τοῦ Θεοῦ.

Κι ἐκεῖ ποὺ τὰ συλλογιζόμουνα αὐτά, ἔνοιωσα μέσα μου ἕνα θάρρος καὶ μία ἀφοβιὰ ἀκόμα πιὸ μεγάλη, κι εἰρήνη μὲ περισκέπασε, κι εἶπα τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰωνὰς μέσα ἀπὸ τὸ θεριόψαρο: 

«Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου καὶ εἰσήκουσέ μου. Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ Ἅδη ἄκουσες τὴν κραυγή μου, ἄκουσες τὴ φωνή μου. Ἀβύσσου ἄπατη μὲ ἔζωσε. 

Τὸ κεφάλι μου χώνεψε μέσα στὶς σκισμάδες τῶν βουνῶν, κατέβηκα στὴ γῆς ποὺ τὴν κρατᾶνε ἀμπάρες ἀκατάλυτες. 

Ἂς ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπὸ τὴ φθορὰ πρὸς ἐσένα, Κύριε ὁ Θεός μου. Τὴν ὥρα ποὺ χάνεται ἡ ζωή μου, θυμήθηκα τὸν Κύριο. 

Ἂς ἔρθει ἡ προσευχή μου στὴν ἁγιασμένη ἐκκλησιά σου. 

Ὅσοι φυλάγουνε μάταια καὶ ψεύτικα, θὰ παρατηθοῦνε χωρὶς ἔλεος. Μὰ ἐγὼ θὰ σὲ φχαριστήσω καὶ μὲ φωνὴ αἰνέσεως θὰ σὲ δοξολογήσω». 

Καὶ πάλι δόξασα τὸν Θεὸ καὶ τὸν φχαρίστησα, γιατί μ’ ἔκανε ἀναίσθητο γιὰ τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου, τόσο ποὺ νὰ συχαίνουμαι ὅσα εἶναι ποθητὰ γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ νοιώσω πὼς εἶμαι κερδισμένος, ὅποτε οἱ ἄλλοι λογαριάζουνε πὼς εἶμαι ζημιωμένος. 

Καὶ γιατί πῆρα δύναμη ἀπὸ Κεῖνον νὰ καταφρονήσω τὸν σατανά, ποὺ παραφυλάγει πότε θὰ λιγοψυχήσω, κι ἔρχεται καὶ μοῦ λέγει: 

«Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θὰ γίνουνε ψωμιὰ αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ βλέπεις». Καὶ πάλι ξανάρχεται καὶ μοῦ λέγει: 

«Ἔ, πῶς χαίρεται ὁ κόσμος! Ἀκοῦς τὸν ἀλαλαγμό, τὶς φωνὲς ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὰ παλάτια ὅπου διασκεδάζουνε οἱ φτυχισμένοι ὑποταχτικοί μου, ἄντρες καὶ γυναῖκες; 

Πέσε προσκύνησέ με καὶ σὰν ἁπλώσεις μοναχὰ τὸ χέρι σου, νὰ τὰ πάρεις ὅλα. Ἐσὺ εἶσαι ἄνθρωπος τιμημένος γιὰ τὴν τέχνη σου. 

Γιατί νὰ ὑποφέρνεις, σὲ καιρὸ ποὺ αὐτοὶ χαίρουνται ὅλα τὰ καλὰ καὶ τ’ ἀγαθά, μ’ ὅλο πού δὲν ἔχουνε τὴ δική σου τὴν ἀξιοσύνη; 

Κοίταξε τὴ φτώχεια σου, κι ἂν δὲν λυπᾶσαι τὸν ἑαυτό σου, λυπήσου τὴν καϋμένη τὴ γυναίκα σου καὶ τὸ φτωχὸ τὸ παιδί σου, ποὺ ὑποφέρνουνε ἀπὸ σένα!». 

Ἄλλη φορᾶ τὸν ἄκουγα, μ’ ὅλο ποὺ δὲν ἔκανα ὅ,τι μούλεγε, μὰ τώρα τὸν ἄφησα νὰ λέγει χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσω ὁλότελα. 

Ἔμενα ὁ νοῦς μου ἤτανε σὲ κείνους τοὺς θλιμμένους καὶ τοὺς βασανισμένους, ποὺ δὲν ἔχουνε ἐλπίδα, καὶ σὲ κείνους ποὺ τρώγανε καὶ πίνανε κείνη τὴ νύχτα καὶ ποὺ χορεύανε μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ δὲν ἔχουνε ντροπή καὶ σὲ κείνους ποὺ μαζεύουνε πλούτη κι ἀδιαφόρετα πράματα, ποὺ δὲν μποροῦνε νὰ τ’ ἀποχωριστοῦνε σὰν σιμώσει ὁ θάνατος, καὶ ποὺ καταγίνουνται νὰ δέσουνε τὸν ἑαυτό τους μὲ πιὸ πολλὰ σκοινιά, ἀντὶς νὰ τὰ λιγοστέψουνε.

Ἐπειδὴς οἱ δύστυχοι εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ μέσα τους, κι ἀδειανοὶ καὶ τρεμάμενοι, καὶ θέλουνε νὰ ζεσταθοῦνε καὶ γι’ αὐτὸ ρίχνουνε ἀπὸ πάνω τους ὅλα αὐτὰ τὰ πράματα, σὰν τὸν θερμιασμένον ποὺ ρίχνει ἀπάνω του παπλώματα καὶ ροῦχα, δίχως νὰ ζεσταθεῖ. 

Λογαριάζω πὼς οἱ σημερινοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πιὸ φτωχοὶ στὸν ἀπομέσα πλοῦτο καὶ γι’ αὐτὸ ἔ­χουνε ἀνάγκη ἀπὸ τόσα πολλὰ μάταια πράματα. 

Αὐτὰ ποὺ λένε χαρὲς καὶ ἡδονές, τὰ δοκίμασα κι ἐγὼ σὰν ἄνθρωπος καὶ πίστευα κι ἐγὼ πὼς ἤτανε στ’ ἀληθινὰ χαρὰ κι εὐτυχία. 

Μὰ γλήγορα κατάλαβα, πὼς ἤτανε ψευτιὲς καὶ φαντασίες ἀσύστατες καὶ πὼς χοντραίνουνε τὴν ψυχὴ καὶ στραβώνουνε τὰ πνευματικὰ της μάτια, καὶ τότε δὲ μπορεῖ νὰ δεῖ καὶ γίνεται κακιὰ κι ἀλύπητη στὸν πόνο τ’ ἀδερφοῦ της, ἀδιάντροπη, ἀκατάδεκτη, ἄθεη, θυμώτρα, αἱμοβόρα.

Ὅσοι εἶναι σκλάβοι στὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ τους, δὲν ἔχουνε ἀληθινὴ χαρά, γιατί δὲν ἔχουνε εἰρήνη. 

Γιὰ τοῦτο, θέλουνε νὰ βρίσκουνται μέσα σὲ φουρτούνα καὶ νὰ ζαλίζουνται, ὥστε νὰ θαροῦνε πὼς εἶναι φτυχισμένοι. 

Ἡ χαρὰ ἡ ἀληθινὴ εἶναι μία θέρμη τῆς διάνοιας καὶ μίαν ἐλπίδα τῆς καρδιᾶς, ποὺ τὶς ἀξώνουνται ὅσοι θέλουνε νὰ μὴν τοὺς ξέρουνε οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τοὺς ξέρει ὁ Θεός. 

Γι’ αὐτό, Κύριε καὶ Θεὲ καὶ πατέρα μου, καλότυχος ὅποιος ἔκανε σκαλούνια ἀπὸ τὴ φτώχεια κι ἀπὸ τὰ βάσανα κι ἀπὸ τὴν καταφρό­νεση τοῦ κόσμου, γιὰ ν’ ἀνεβεῖ σὲ Σένα. Καλότυχος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔνοιωσε τὴν ἀδυναμία του ἀληθινά. 

Ὅσο πιὸ γλήγορα τὸ κατάλαβε, τόσο πιὸ γλήγορα θὰ ἀπογευτεῖ ἀπὸ τὸ ψωμὶ ποὺ θρέφει κι ἀπὸ τὸ κρασὶ ποὺ δυναμώνει, ἂν ἔχει τὴν πίστη του σὲ Σένα. 

Ἀλλοιῶς θὰ γκρεμνιστεῖ στὸ βάραθρο τῆς ἀπελπισίας.

Μὲ τί λόγια νὰ φχαριστήσω τὸν Κύριό μου, ποὺ ἤμουνα χαμένος καὶ μὲ χεροκράτησε, στραβὸς καὶ μ’ ἔκανε νὰ βλέπω; Ἐκεῖνος ἔστρεψε τὴν λύπη μου σὲ χαρά. 

«Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἐξήγαγεν ἠμᾶς εἰς ἀναψυχήν. Μακάριος ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπ’ Αὐτόν».

Πηγή agiazoni.gr