.

Δός μας,
Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;
Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.
Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων
Προσευχή Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
Προσευχή ἱεροῦ Αὐγουστίνου
Να προσεύχεσαι σαν όλα να εξαρτώνται από το Θεό. Να δουλεύεις σαν όλα να εξαρτώνται από σένα
"Αν πιστεύεις ό,τι σου αρέσει από το Λόγο του Θεού και απορρίπτεις ό,τι δεν σου αρέσει, δεν πιστεύεις στο Λόγο του Θεού, πιστεύεις στον εαυτό σου."
Τὸ ποτὸ τοῦ Θεοῦ
Υπάρχει κανείς φτωχότερος;
Μέ τό βλέμμα στήν αἰωνιότητα
Ἀπάντηση στά “γιατί” σέ νοσοκομεῖο τῆς Αὐστραλίας
Η βασιλεία του Θεού έχει πόρτα χαμηλή
Ἐξομολόγησις τῆς προσωπικῆς του ἐξουθενώσεως
Ποιός Θεός εἶναι ὅμοιος σου, Κύριε; Ποιός;
Μέγας στήν ἁγιότητα, φοβερός καί ὑμνολογημένος,
πού κάνει τέρατα καί σημεῖα!
Ἀργά σέ γνώρισα, φῶς ἀληθινό,
ἀργά σέ γνώρισα ἐγώ.
Μπροστά στά μάτια μου, τοῦ μάταιου,
στεκόταν καί μ᾿ ἐμπόδιζε ἕνα σύγνεφο μεγάλο καί σκοτεινό,
ὥστε νά μήν ἔχω τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης,
καί νά μή βλέπω τῆς ἀλήθειας τό φως.
Στροβιλιζόμουν μέσα στό σκοτάδι,
τοῦ σκοταδιοῦ ὁ γυιός,
καί ἀγαποῦσα τό σκοτείνιασμα,
ἀγνοῶντας τό φῶς.
Τυφλός ἤμουν καί τήν τύφλωσι ἀγαποῦσα,
κι ἀπό σκοτάδι σέ σκοτάδι πορευόμουν.
Ποιός μ᾿ ἔβγαλε ἀπό ἐκεῖ, ἐμέ τόν τυφλωμένον;
Ἐμένα πού καθόμουν στόν ἴσκιο τοῦ θανάτου;
Ποιός μέ πῆρε ἀπ᾿ τό χέρι καί μ᾿ ἔβγαλε ἀπό κεῖ;
Ποιός εἶναι πού μέ φώτισε;
Δέν τόν ἀναζητοῦσα ἐγώ, αὐτός μ᾿ ἀναζητοῦσε.
Δέν ζητοῦσα ἐγώ τή βοήθεια του,
αὐτός μέ κάλεσε κοντά του.
Ποιός εἶν᾿ αὐτός;
Σύ Κύριε ὁ Θεός μου «ὁ συμπονετικός καί ἐλεήμων.
Ὁ Πατέρας τῆς συμπόνοιας καί Θεός κάθε παρηγοριᾶς».
Σύ ὁ Θεός μου ὁ Ἅγιος,
πού σέ ὁμολογῶ μ᾿ ὅλη μου τήν καρδιά,
κι εὐχαριστῶ τό ὄνομά σου.
Δέν σέ ἀναζητοῦσα ἐγώ, ἐσύ μέ ἀποζήτησες.
Δέν σέ ἐπικαλέστηκα ἐγώ, ἐσύ μέ ἀνακάλεσες.
Μοῦ ἔδωσες τό ὄνομά σου – μέ λένε χριστιανό –
βρόντησες ἀπό ψηλά καί μέ φωνή μεγάλη
στό ἐσωτερικώτερο αὐτί τῆς καρδιᾶς μου – καί εἶπες:
Γεννηθήτω φῶς, καί ἐγένετο φῶς.
Καί ὑπεχώρησε τό μέγα σύγνεφο,
ἔλυωσε καί ἔτρεξε κάτω σάν τό νερό
καί ἔφυγε ἡ σκοτεινή συννεφιά πού σκέπαζε τά μάτια μου.
Καί σήκωσα τά μάτια μου, εἶδα τό φῶς σου,
ἀναγνώρισα τή φωνή σου καί εἶπα:
Ἀληθινά, Κύριε, «Σύ εἶσαι ὁ Θεός μου,
πού μ᾿ ἔβγαλες ἀπ᾿ τό σκοτάδι καί ἀπό τόν ἴσκιο τοῦ θανάτου
καί μέ κάλεσες ἐπάνω, στό φῶς, τό θαυμαστό, τό δικό σου».
Καί νά τώρα βλέπω.
Εύχαριστῶ ἐσένα πού μέ φώτισες.
Καί ἐπέστρεψα,
καί εἶδα καθαρά τό σκότος πού μέ κάλυπτε,
καί τή ζοφερή ἄβυσσο ὅπου κειτόμουν.
Καί τρόμος μέ κρατοῦσε καί ξαφνιάστηκα καί εἶπα:
Ὥ, ὥ, σέ ποιό σκοτάδι μέσα ἔπεσα!
Ἀλλοί, ἀλλοί, τί τύφλωσι ἦταν αὐτή,
ὅπου δέν μποροῦσα τοῦ οὐρανοῦ τό φῶς νά ἰδῶ!
Ἀλλοίμονο ποιά ἄγνοια μέ εἶχε κυριέψει,
ὅταν δέν σέ γνώριζα, Κύριε!
Σ᾿ εὐχαριστῶ, λοιπόν,
τό φωτοδότη μου καί λυτρωτή μου,
διότι ἔλαμψες ἀπάνω μου καί σέ γνώρισα.
Ἀργά βέβαια σέ γνώρισα, ὥ ἄναρχη ἀλήθεια,
ἀργά σέ γνώρισα, ἀλήθεια προαιώνια.
Γιατί ἐνῶ σύ ἤσουν στό φῶς,
ἐγώ ἤμουν στό σκοτάδι,
καί δέν σέ γνώριζα,
οὔτε καί μποροῦσα νά φωτισθῶ χωρίς ἐσένα.
Γιατί δέν ὑπάρχει, βέβαια, χωρίς ἐσε κανένα φῶς.
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ
Τοῦ θείου καί Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ
Ἐκδοτικός οἶκος Βασ. Ρηγοπούλου
Θεσσαλονίκη 1973
http://hristospanagia3.blogspot.gr
Ὅτι ἡ σωτηρίας μας ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Θεόν
θά σοῦ ἐξομολογηθῶ γεμᾶτος φόβο ἐνώπιόν σου:
«Δέν στηρίζω βέβαια τίς ἐλπίδες μου στά ὅπλα μου,
καί τό σπαθί μου δέν πρόκειται νά μέ σώση.
Ἀλλά ἡ δεξιά σου καί τό χέρι σου,
καί τοῦ προσώπου σου ὁ φωτισμός».
Ἀλλοιῶς, μποροῦσε νά μέ πιάση καί ἀπόγνωσις,
ἄν δέν ὑπῆρχες σύ πού μ᾿ ἔπλασες,
καί δέν ἐγκαταλείπεις ὅσους ἐλπίζουνε σέ σένα.
Γιατί σύ εἶσαι, Κύριε ὁ Θεός μας,
καλός, ἐπιεικής καί μακρόθυμος,
καί τά οἰκονομεῖς ὅλα ἀπό συμπόνια.
Ἐμεῖς πάλιν, ἔστω κι ἄν ἁμαρτήσαμε,
εἴμαστε ὅμως δικοί σου.
Ἀλλά καί ἄν δέν ἁμαρτήσωμε,
πάλιν δικοί σου εἴμαστε,
γιατί τό ξέρομε καλά, ὅτι μᾶς λογαριάζεις γιά δικούς σου.
Εἴμαστε ὅλοι σάν τό φύλλο,
διότι ματαιότης εἶναι κάθε ἄνθρωπος πού ζῆ,
καί ἡ ζωή μας αὐτή ἐδῶ πάνω στή γῆ εἶναι κάπως σάν ἄνεμος.
Μήν ὀργίζεσαι ἐναντίον μας, ὅταν παθαίνωμε πτώσεις,
γιατ᾿ εἴμαστε σάν νήπια γιά σένα.
Ἐσύ γνωρίζεις τί πλάσματα εἴμαστε,
Κύριε ὁ Θεός μας.
Μήπως στό φύλλο, Κύριε καί Θεέ μας,
σύ ὁ ἀφάνταστα ἰσχυρός,
μήπως θέλει στό φύλλο, πού τό ἁρπάζει εὔκολα ὁ ἄνεμος,
νά δείξης πόσο εἶσαι κραταιός;
Μήπως θά κυνηγήσης τό ἄχρηστο σκουπίδι;
Μήπως τό σκυλί ἤ τόν ψύλλο θά τόν πᾶς στό δικαστήριο,
ἐσύ ὁ Βασιληᾶς, ὁ αἰώνιος, τοῦ Ἰσραήλ;
Ἀκούσαμε γιά τό ἔλεός σου, Κύριε,
ὅτι σύ δέν τόν ἔκαμες τό θάνατο,
οὔτε χαίρεις γιά τήν ἀπώλεια ἐκείνων πού πεθαίνουν.
Γ΄' αὐτό κάνουμε δέησι πρός ἐσένα,
ὥστε ἀφεαυτοῦ σου, νά μήν ἐπιτρέψης,
νά ἐπικρατήση αὐτό πού δέν ἔκαμες (ὁ θάνατος)
πάνω σ᾿ αὐτό πού ἔπλασες (στόν ἄνθρωπο).
Γιατί, ἄν δέν χαίρης γιά τήν καταστροφή μας,
τί σ᾿ ἐμποδίζει, Κύριε, ἐσέ πού τά πάντα δύνασαι,
νά χαίρης πάντα γιά τή σωτηρία μας;
Ἄν θέλης, μπορεῖς νά μέ σώσης.
Ἐγώ ὅμως, ἔστω κι ἄν θελήσω,
δέν θά μπορέσω τόν ἑαυτό μου νά τόν σώσω.
Τόσο μεγάλο εἵναι τό μέγεθος τῆς ἀθλιότητάς μου.
Γιατί τό νά θέλω ἀπόκειται σέ μένα,
ὄχι ὅμως καί τό νά ἐκτελέσω κάτι.
Ἀλλά καί τό νά θέλω τό ἀγαθόν
δέν ἐξαρτᾶται ἀπό μένα, ἄν σύ δέν θέλης.
Οὔτε κι αὐτό πού θέλω τό μπορῶ,
ἐάν δέν μ᾿ ἐνισχύση ἡ δύναμι ἡ δική σου.
Μά καί αὐτό πού δύναμαι, μερικές φορές δέν τό θέλω,
ἄν δέν γίνεται κι ἐπί τῆς γῆς τό θέλημά σου,
ὅπως στόν οὐρανό.
Ἐκεῖνο δέ, πού τυχόν τό θέλω καί τό μπορῶ,
αὐτό δέν τό γνωρίζω, ἄν δέν μέ φωτίση ἡ σοφία σου.
Ἀλλά καί νά τὄξερα,
πότε ἁπλῶς τό θέλω καί πότε τό μπορῶ,
καί πάλιν ἡ σοφία μου στό τέλος βγαίνει ἀτελής καί ἀνεκπλήρωτη.
Ὅλα λοιπόν ἐναπόκεινται στή βούλησι τή δική σου,
καί δέν ὑπάρχει αὐτός,
πού θά ἀντισταθῆ στό θέλημά σου,
ὥ Δέσποτα τῶν ἁπάντων,
καί Κυρίαρχε κάθε σαρκός,
πού ὅλα ὅσα θέλεις τά κάνεις
καί τά πραγματοποιεῖς στόν οὐρανό, στή γῆ, στίς θάλασσες
καί σ᾿ ὅλες τίς ἀβύσσους.
Ἄς γίνη λοιπόν τό θέλημά σου καί σ᾿ ἐμᾶς,
πού μᾶς ἀποκαλοῦν μέ τ᾿ ὄνομά σου (Χριστιανούς).
Ἄς μήν καταστραφῆ τοῦτο τό πλάσμα σου,
πού τὄπλασες γιά τή δόξα σου.
«Γιατί, ποιός ἄνθρωπος, ἀπό γυναῖκα γεννημένος,
θά ζήση καί δέν θά ἰδῆ θάνατο;
Ποιός τήν ψυχή του ἀπό τοῦ ἅδη τά χέρια θά γλυτώση,
ἐάν σύ μόνος δέν τόν σώσης,
ὥ ζωή ἐσύ, πού ὅλους τούς ζωοποιεῖς,
καί μέσω τοῦ ὁποίου τά πάντα ἔλαβαν ζωή;
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ
Τοῦ θείου καί Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ
Ἐκδοτικός οἶκος Βασ. Ρηγοπούλου
Θεσσαλονίκη 1973
Φλογερός πόθος ψυχῆς, πού ἐπιθυμεῖ ν'ἀγαπᾶ τόν Θεό
Σέ ἀγαπῶ, Κύριε ὁ Θεός μου,
κι ἐπιθυμῶ νά σ᾿ ἀγαπῶ πάντα καί πιό πολύ.
Γιατί ἐσυ ᾿σαι πράγματι
ἀπ᾿ τό καλλίτερο μέλι γλυκύτερος,
ἀπό τό ἐκλεκτότερο γάλα θρεπτικώτερος,
κι ἀπ᾿ ὅλο τό φῶς ἀστραφτερώτερος.
Γι᾿ αὐτό εἶσαι γιά μένα
κι ἀπ᾿ τό χρυσάφι κι ἀπό τ᾿ ἀσῆμι
κι ἀπ᾿ τά πολύτιμα πετράδια πολυτιμότερος.
Ἔτσι μοῦ ἔγινε ἀνούσιο – χωρίς τέρψι καί ἀηδιαστικό –
τό κάθετι πού διέπραξα σέ τούτη τή ζωή,
συγκρίνοντάς το μέ τή γλύκα πού ἔρχετ᾿ ἀπό σένα,
καί μέ τήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ δικοῦ σου,
πού τόν ἀγάπησα.
Ὥ πῦρ πού καῖς αἰώνια καί δέν ἀποσβένεσαι ποτέ!
Ὥ ἀγάπη πού πάντα εἶσαι παραπάνω ἀπό ὁλόθερμη,
καί δέν καταπέφτεις ποτέ σέ χλιαρότητα!
Περίφλεξέ με!
Ὥ καί ν᾿ ἄναβα ὁλόκληρος ἀπό σένα!
Ὁλόκληρος, τό εἶπα, νά ἄναβα καί πάλιν,
γιά νά σ᾿ ἀγαποῦσα καί ὁλόκληρος!
Γιατί σέ ἀγαπᾶ λιγότερο,
ὅποιος ἀγαπάει κάτι ἄλλο,
ὄχι ἀπό ἀγάπη πρός ἐσένα.
Θά σ᾿ ἀγαπήσω, Κύριε,
γιατί σύ πρῶτος μ᾿ ἀγάπησες.
Καί ποῦ νἄβρω λόγια ἀρκετά, ὥστε νά περιγράψω
ὅλα τά δείγματα τῆς μέγιστης ἀγάπης σου γιά μένα,
καί τ᾿ ἀναρίθμητα εὐεργετήματα,
μέ τά ὁποῖα ἐξαρχῆς μέ ἔφερες στόν κόσμο;
Γιατί, μετά ἀπό τήν εὐεργεσία νά μέ κτίσης,
ὅταν ἀρχικά μ᾿ ἔπλασες κατά τήν εἰκόνα σου,
μ᾿ ἐτίμησες καί μ᾿ ἀνύψωσες,
πάνω ἀπ᾿ ὅλα σου τά δημιουργήματα.
Ἔπειτα, γιά νά διαφέρω ἐξαιρετικά,
μέ καταλάμπρυνες προσέτι καί μέ τοῦ προσώπου σου τό φῶς,
πού τὄβαλες ἐπιγραφή πάνω στό ἀνῶφλι τῆς καρδιᾶς μου.
Μ᾿ αὐτό τό φῶς,
ὄχι μονάχα μέ ἀνύψωσες ψηλότερα ἀπ᾿ τ᾿ ἀναίσθητα,
κι ἀπό τά ζῶα μέ αἰσθήσεις,
ἀλλά καί ἀπό τούς ἀγγέλους, τόσο λίγο πιό κάτω μέ ἐλάττωσες.
Ἀλλά κι αὐτό φάνηκε λίγο
στά μάτια τῆς ἀγαθωσύνης σου,
γιατί μέ τά μεγαλύτερα κι ἐπισημότερα δῶρα τῆς καλωσύνης σου,
μ᾿ ἔθρεψες ἀδιάκοπα καί καθημερινά
καί σάν τέκνο σου μωρό, νήπιο κι ἁπαλό,
μέ γαλούχησες ἀπό τίς ἄφθονες πηγές τῆς παρηγόριας σου
καί μέ δυνάμωσες.
Τέλος, γιά νά δοθῶ ὁλόκληρος ἐγώ στό θέλημά σου
ὅλα ὅσα ἔπλασες, τά ὑπέταξες νά δουλεύουνε σέ μένα.
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ
Τοῦ θείου καί Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ
Ἐκδοτικός οἵκος Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1973