.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατήρ Αντώνιος Αλεβιζόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πατήρ Αντώνιος Αλεβιζόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Προσευχή καί διαλογισμός είναι ( ΤΑΧΑ ) τό ίδιο; Πλάνη, ή α ν ε ν τ ι μ ό τ η τ α ;


+ Αντωνίου Αλεβιζοπούλου

(Απόσπασμα από ομιλία του στο Θεολογικό σεμινάριο του Ο. Ε. Κ. Ε. Δ.)
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ; 
ΠΛΑΝΗ ή ΑΝΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑ;


Η προσευχή μας φέρνει σε κοινωνία αγάπης με τον Θεό. 

Ο διαλογισμός, αντίθετα, αποτελεί κοινωνία με τον εαυτό μας. Το να χρησιμοποιούμε τον όρο προσευχή και να εννοούμε διαλογισμό, σημαίνει πως, ή δεν έχουμε αντιληφθεί τι σημαίνει προσευχή στο χριστιανικό χώρο, ή ότι κινούμεθα στο χώρο της ανεντιμότητας. 

Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι σύγχυση. Μια τέτοια σύγχυση προδίδει το ακόλουθο απόσπασμα από το δάσκαλο της θρησκείας της «Αρμονικής Ζωής».

«Η προσευχή, είναι μία μέθοδος με την οποία μπορεί ο νους να εστιάσει σε μια ανώτερη πνευματική κατεύθυνση, για να ελευθερωθεί από τον κύκλο των παρορμήσεων και τον ιστό της προσκόλλησης. 

Η προσευχή μπορεί να γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο που μας μαθαίνει η θρησκεία μας ή μπορεί να είναι μια απλή, ειλικρινής επικοινωνία ανάμεσα σε μας και το Θείο. 

Η συνεχής επανάληψη του ονόματος του Θεού ή μιας προσευχής, στο διάστημα της ημέρας, είναι ένας εξαιρετικά δυνατός τρόπος για να ελευθερώσουμε το νου από τη βίαιη επίθεση των υποσυνείδητων παρορμήσεων. 

Η παραδοσιακή προσευχή για τους Χριστιανούς, είναι «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Οι Ινδουιστές μπορεί να μεταχειρίζονται τα «Hari rama, Hari Krishna», ή «Om namah shivaya». Ένας Βουδιστής μπορεί να μεταχειριστεί τα «Om mane padme hum (Οικουμενική φιλοσοφία, σ. 198)».

Σ‘ αυτό το σημείο πρέπει να θέσουμε ένα σοβαρό ζήτημα: Ο Ρόμπερτ Νάτζεμυ ισχυρίζεται πως είναι χριστιανός. Ταυτόχρονα αναγνωρίζει τον γκουρού Σάι Μπάμπα ως Avatar (Δάσκαλο) και θεωρεί τη διδαχή του τουλάχιστον ισάξια με την Καινή Διαθήκη. 

Έχει συναίσθηση πως οι δύο πραγματικότητες, η προσευχή και ο διαλογισμός είναι μεταξύ τους ασυμβίβαστες; Αν όντως δεν μπορεί να διακρίνει τα δύο αυτά πράγματα, βρίσκεται σε οικτρή πλάνη και παρασύρει σ’ αυτή την πλάνη ανύποπτους χριστιανούς. 

Αν όμως τα έχει αυτά υπόψη του, τότε πρόκειται για ανέντιμη συμπεριφορά και ανεπίτρεπτο τρόπο προσηλυτισμού.

Η προσευχή, όπως την προσδιορίζει στο κείμενο που αναφέραμε, γίνεται τεχνική «εστιάσεως του νου». Δεν προϋποθέτει διάθεση κοινωνίας αγάπης με τον Τριαδικό Θεό. Αντίθετα επιδιώκεται η απελευθέρωση του νου από κάθε «προσκόλληση», επομένως και από την προσκόλληση σ’ ένα προσωπικό Θεό. 

Για ένα τέτοιο είδος «προσευχής» δεν υπάρχει Θεός, που έρχεται σε προσωπική σχέση και κοινωνία αγάπης με το πλάσμα Του. Η έννοια της «ξεχωριστότητας» και κάθε διάκριση εξαφανίζεται.

Εδώ δεν έχει σημασία πως φαντάζεται κανείς τον Θεό σε κατώτερα επίπεδα «πνευματικότητας»:
«Είναι δικαίωμά σας να δημιουργήσετε με το Θεό τη σχέση που σας ταιριάζει. Ο Θεός είναι οικουμενική συνειδητότητα, πέρα και πάνω από κάθε μορφή. Όλες οι μορφές όμως είναι μέρος του Θεού, εκδηλώσεις του και μπορείτε να τις χρησιμοποιήσετε για να συνδεθείτε μαζί Του… 

Η μορφή είναι ένα χρήσιμο σημείο αναφοράς για το νου μας, που δεν έχει εξελιχτεί αρκετά, ώστε να μπορεί να εστιάζεται στην άμορφη, αγνή, πανταχού παρούσα οικουμενική συνειδητότητα… 

Γι’ αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι χρειάζονται κάποιο είδος μορφής, πάνω στην οποία να μπορούν να συγκεντρωθούν» (Οικουμ. Φιλοσοφία, σ. 221, 222).

Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου γνωρίζει προφανώς ότι οι θέσεις αυτές δεν συμβιβάζονται με την χριστιανική πίστη, όπως την κηρύττει η Εκκλησία μας και όπως την αποδέχονται οι ορθόδοξοι χριστιανοί.

… Δεν είναι ο Θεός, που συγκαταβαίνει και αναζητάει τον άνθρωπο, ακούει και ανταποκρίνεται στις προσευχές του με την αγάπη Του και το πλούσιο έλεός Του. Είναι ο άνθρωπος και μάλιστα ο μη εξελιγμένος άνθρωπος που κατασκευάζει Θεούς, για να τους χρησιμοποιήσει ως βοηθητικά μέσα να «εξελιχθεί», ώστε να μην έχει ανάγκη τίποτε άλλο έξω από τον εαυτό του. 

Ο Χριστιανός λογίζεται ον που έχει ανάγκη να φοιτήσει σ’ ένα είδος νηπιαγωγείου. 

Η οργάνωση Σατυανάντασραμ αναφέρει: Εάν θέλεις να εισέλθεις στον ναό του Θεού, στην αρχή φυσικά, μπορείς να το κάνεις εξωτερικά, αλλά αυτό μόνο του δεν θα σε φέρει στον Θεό. Να επισκέπτεσαι ναούς είναι σαν να πηγαίνεις στο νηπιαγωγείο. Ο ύψιστος ναός, η πραγματική κατοικία του Σίβα, βρίσκεται μόνο μέσα μας.
… Για τον αρχάριο είναι απαραίτητο ένα σύμβολο, όπως ο σταυρός, ένα λουλούδι, το λίνγκαμ κ.λ.π. Αλλά όταν η επίγνωση είναι βαθειά, μεγαλειώδης, τότε ποια είναι η ανάγκη για σύμβολα;» (Γιόγκα 5/80, σ. 15).

Ο γκουρού Σατυανάντα και πολλοί άλλοι γκουρού, όπως ο Μαχαρίσι, δεν λένε πως είναι χριστιανοί. Ισχυρίζονται όμως πως κάθε χριστιανός μπορεί να γίνει οπαδός της δικής του αντίληψης για την θρησκεία και να ασκήσει τις πρακτικές της γιόγκα και του διαλογισμού χωρίς να είναι αναγκαίο να εγκαταλείψει τον Χριστό. 

Άλλοι όμως, όπως ο «Δάσκαλος» της «Αρμονικής Ζωής», που συμμερίζονται και προβάλλουν ιδέες παρόμοιες με του γκουρού Σατυανάντα ή του γκουρού Μαχαρίσι, διακηρύττουν πως είναι χριστιανοί. Αλλά πως μπορεί να το διακηρύττει αυτό, όταν προβάλει ιδέες όπως οι κατωτέρω;

«Οι περισσότεροι Χριστιανοί πιστεύουν πως ο Ιησούς ήταν ο μόνος Θέανθρωπος που υπήρξε ποτέ. Οι Ινδοί δέχονται τον Ιησού Χριστό σαν Θεάνθρωπο και συχνά αναφέρονται στα διδάγματά Του. 

Αλλά ταυτόχρονα πιστεύουν πως υπήρξαν και θα υπάρξουν και άλλοι Θεάνθρωποι, που τους ονομάζουν «Avatars». Οι δύο πρόσφατες ενσαρκώσεις του Θεού στην Ινδία, σύμφωνα με αυτούς, είναι ο Ράμα και o Κρίσνα. Μερικοί πιστεύουν πως και ο Σάι Μπάμπα, που ζει σήμερα στην Ινδία, είναι ένας «Avatar». Αυτά τα «πιστεύω» δεν μπορούν ν’ αμφισβητηθούν… Δεν έχει σημασία αν είμαστε αφοσιωμένοι στον ένα η στον άλλο Θεάνθρωπο… » (Οικουμενική φιλοσοφία, σ. 232).

Το ότι ο Δάσκαλος της «Αρμονικής Ζωής» ισχυρίζεται πως όχι όλοι, αλλά μερικοί χριστιανοί δέχονται την μοναδικότητα του Χριστού, αυτό αποδεικνύει στην καλύτερη περίπτωση πως αγνοεί ολοκληρωτικά τα σωτήρια δόγματα της χριστιανικής πίστεως.

Το πρόσωπο του Χριστού διαφοροποιεί τους χριστιανούς από τους πιστούς των θρησκειών. Δεν υπάρχει σωστός χριστιανός που να μη δέχεται ότι ο Ιησούς είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος, ο Ιησούς Χριστός, ο από Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. Κανένας άλλος. 

Όποιος διακρίνει ανάμεσα στον Ιησού και στον Χριστό, δεν είναι Χριστιανός. Όποιος ταυτίζει τον Ιησού Χριστό με τον γκουρού Σάι Μπάμπα, οποίος θεωρεί τον γκουρού Σάι Μπάμπα ως «Θεάνθρωπο», ενσάρκωση η προβολή της Αγίας Τριάδος, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ.

Όσοι κηρύττουν τον διαλογισμό, χρησιμοποιούν το όνομα ή τη μορφή του Χριστού ως διαλογιστικό αντικείμενο δίπλα σε οποιοδήποτε άλλο όνομα η μορφή ειδώλου και ψευδούς θεού, δεν δέχονται τον Ιησού Χριστό «εν σαρκί εληλυθότα». 

Πίσω από το όνομα «Χριστός», επικαλούνται «άλλους θεούς» και αποδέχονται διαφορετικά περιεχόμενα πίστεως.

Ως Χριστιανοί απορρίπτουμε ασυζητητί τις ιδέες των γκουρού περί «Χριστού» και το διαλογισμό ως «εργαλείο» για την αλλαγή της νοητικής στάσης και τη δραστηριοποίηση συμπαντικών δυνάμεων. Για μας τους Χριστιανούς η προσευχή θεμελιώνεται στην κοινωνία Αγάπης ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο. 

Εκζητούμε το έλεος και την αγάπη του Θεού-Πατέρα μέσω του Υιού δια της προσευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». 

Γνωρίζουμε πως ο Χριστός είναι η μοναδική οδός η αλήθεια και η ζωή και μέσω αυτού οδηγούμεθα προς τον Πατέρα.

Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. «Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιω ιδ΄6). Επαναλαμβάνουμε δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τους Χριστιανούς. Η ατραπός του διαλογισμού οδηγεί σε πλήρες αδιέξοδο διότι αποκλείει την μοναδική οδό προς τον Πατέρα τον Κύριο υμών Ιησού Χριστό. 

Επομένως οι θεωρίες των γκουρού περί Χριστού και η άσκηση του διαλογισμού είναι πράγματα ασυμβίβαστα με την ιδιότητα του Χριστιανού.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 13

Συγκλονιστικές αποκαλύψεις από τον Ευάγγελο Κουτρουμπέλη

*Ο δημοσιογράφος Ευάγγελος Κουτρουμπέλης είναι ιδρυτικό μέλος και σύμβουλος του ΑΟΡΑΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

Μιλώντας για το θέμα του προσηλυτισμού, είναι ενδιαφέρον να παραθέσουμε την προσωπική εμπειρία-μαρτυρία του Ε. Κουτρουμπέλη, πρώην μάγου:
«Σαν αναζητητής της δύναμης και της ισχύος, σαν ανώ­ριμος αναζητητής, ασχολήθηκα με τις πολεμικές τέχνες. Διαπί­στωσα ότι υπάρχουν και άλλες δυνάμεις μέσα μας, για να μπορείς να έχεις τα αποτελέσματα που ξεφεύγουν από τη συνήθη δυνατότητα.
Άρχισα να διαβάζω και να ασχολούμαι με τον αποκρυφι­σμό. Ωστόσο δεν μου συνέβησαν συνταρακτικά πράγματα… ώσπου ήλθε κάποιος μάγος επάνω, ο οποίος με μύησε στον εργαστηριακό πνευματισμό, στο δόγμα της υψηλής τελετουρ­γίας, στο σατανισμό πάσης φύσεως…. Από κει και πέρα πλέον ασχολήθηκα με πάθος. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, κάλεσα δαιμόνια και ήλθα σε συνεργασία μαζί τους».
«Ξεκίνησα από τις πολεμικές τέχνες, ασχολήθηκα με τον ταοϊσμό… τα μυστήρια της ανατολής διδάσκουν ότι για να μπορέσεις να φθάσεις σε κάποια επίπεδα, πρέπει να ανακα­λύψεις τις δυνάμεις εκείνες, τόσο τις εσωτερικές, όσο και τις δαιμονικές, να κατορθώσεις κάποια πράγματα, που είναι έξω από τη φύση και την δυνατότητα τού ανθρώπου. Με αυτό το σκεπτικό, να ανακαλύψω τις εσωτερικές δυνάμεις, άρχισα να ασχολούμαι με τον αποκρυφισμό. Αργότερα ήρθε ο Άγγλος και με βρήκε στα 17 μου χρόνια.
Είχα 4 χρόνια ασχοληθεί θεωρητικά, πρακτικά δαιμονι­ζόμαστε με ένα συλλογικό πνευματισμό. Κάναμε μία ομάδα ανθρώπων, που προσανατολιζόμαστε σ’ αυτό το χώρο…. Μετά τη μύηση και τη γνωριμία με τον Άγγλο, υπήρχε πραγματι­κή εκπαίδευση, σχετική με τα φρονήματά μας και εισήχθηκα στη νεοειδωλολατρεία. Έμαθα να καθαγιάζω τα σκεύη… τους κύκλους επίκλησης, τις ονομασίες δαιμόνων, να κάνω επικλήσεις…».
«Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι δύσκολο να βρεθούν γιατί συχνάζουν σε πάρα πολλούς χώρους. Πρώτα απ’ όλα είναι τα βιβλιοπωλεία που υπάρχουν στην Αθήνα, που άμα πάει κανείς που δεν έχει ιδέα, θα δει του κόσμου τα βιβλία με καθαρά αποκρυφιστικό περιεχόμενο, που είναι το δόλωμα».
«Αρχίζει να ενδιαφέρεται κανείς, από τη γιόγκα μέχρι τη πρακτική μαγεία. Τα βιβλία εκείνα μπορεί να μη δίνουν τη γνώση που χρειάζεται, αλλά είναι αυτό που σε βάζει σε κάποιο πειρασμό να σταθείς περισσότερο σ’ αυτούς τους χώρους. Τότε αρχίζεις πλέον να εισάγεσαι σε κέντρα, τα οποία καλλιεργούν όλη αυτή την ανάγκη και ανάλογα με τις γνωριμίες, την οικονομική κατάσταση και τη διαχυτικότητα που έχεις, αρχίζεις και κινείσαι ποικιλοτρόπως. Ο ένας μπο­ρεί να γίνει μασόνος, ο άλλος μέντιουμ, κάποιος άλλος μπο­ρεί να πάει σε κάποια κυκλώματα και ν’ αρχίσει να πέφτει στον επαγγελματισμό».
«Να γίνουν αστρολόγοι, μέντιουμ και μη ξεχνάτε ότι ο καλύτερος πόλος έλξης να περάσουν τις δαιμονοδιδασκαλίες… είναι τα σύγχρονα μαντεία, με τον τρόπο που προσπα­θούν να λύσουν τα προβλήματα. Είναι τρόπος εκμετάλλευ­σης τού σύγχρονου ανθρώπου».
Αναφερόμενος στην επίδραση των κόμικς στα μικρά παι­διά, υπογράμμισε:
«Τα κόμικς προετοιμάζουν τα μικρά παιδιά στο να δε­χθούν ότι υπάρχουν πνεύματα, ότι η δύναμη και το αποτέ­λεσμα έρχεται μέσα από τη χρήση μαγικών βοτάνων και ειδικών ουσιών, ότι με τη μαγεία μπορείς να επιφέρεις απο­τελέσματα. Θα έλεγα, είναι ένας παιδαγωγικός τρόπος να μυηθούν τα μικρά παιδιά…».
«Πρώτα είναι η γνωριμία. Αρχίζει η πλύση εγκεφάλου με τη φιλοσοφία. Κατόπιν έρχεται ο εντυπωσιασμός με διάφορα σατανιστικά έργα. Με την εξάρτηση της ψυχής που γίνεται μέσα από την υπόδειξη, με την αφοσίωση στο δάσκαλο με αίμα, με πράξεις ανήθικες, με εξευτελισμό της προσωπικότη­τας. Κατόπιν αρχίζει να λαμβάνει κάποια φυλαχτά, κάποια υλικά στοιχεία επεξεργασμένα από το μάγο, δήθεν για να σε προστατέψουν στο χώρο… όμως στην ουσία γίνεσαι υποχείριο τού μάγου και των δαιμόνων. Όμως δεν γνωρίζεις ότι αυτό γίνεται για να σε εγκλωβίσουν… τον υπνωτίζουν, τον βλέπει σε ζωώδη κατάσταση απέναντι στο Δάσκαλο, πως μιλάς στο σκύλο και σ’ ακολουθεί χωρίς αντίρρηση».
Όμως στη διαδικασία τού απολύτου εγκλωβισμού χρησι­μοποιούνται και άλλα πιο δραστικά μέσα:
«Η χρήση ναρκωτικών είναι σε ημερησία διάταξη και η πορνεία των κοριτσιών επιβάλλεται ως εντολή του Διαβόλου. Οι σατανιστές κάνουν ευρεία χρήση ναρκωτικών ουσιών».
«Αφιερώνουν την ψυχή τους στο Διάβολο και με την αφιέρωση χρειάζεται αίμα, που θα θυσιαστεί γι’ αυτό το λόγο. Αίμα προσωπικό του κοριτσιού, που γίνεται σε κά­ποιες ορισμένες ημερομηνίες. Μάλιστα γίνεται κάτω από ειδικές αστρολογικές ώρες (ζωδιακοί δαίμονες)». 
Δεν υπάρχει μέση οδός. Να κάνω κοσμική ζωή και να αμαρτάνω και να πολεμήσω το Διάβολο. Είναι πλάνη αυτό.
Κατά τον Κουτρουμπέλη, «ο άνθρωπος, από τη στιγμή που θα αποποιηθεί το Σατανά, από κει και πέρα πρέπει να είναι έτοιμος να το αντιμετωπίσει αυτό. Δεν υπάρχει μέση οδός γι’ αυτούς τους ανθρώπους».
«Γι’ αυτό και κανένας, ή σπάνια περίπτωση να ξεφύγει κάποιος, γιατί δεν υπάρχει μετάνοια. Όχι γιατί είναι αδια­νόητο ή αδύνατο, είναι λίγοι εκείνοι που πραγματικά θα τους φωτίσει ο Θεός να καταλάβουν ότι μόνο δια των αγιαστικών μυστηρίων θα γλυτώσουν. Διότι αν δεν είναι συγκοινωνός ο άνθρωπος μετά του Θεού δια των μυστηρίων, είναι σε κοινω­νία με το Διάβολο. Δεν υπάρχει μέση λύση».
«Τα ψυχιατρεία έχουν γεμίσει και οι αυτοκτονίες είναι στην ημερησία διάταξη. Στους ανθρώπους που ασχολούνται με το χώρο αυτό, όσο κι’ αν φαίνεται τραγικό, είναι πραγματικότητα».
«Όταν ασχολήθηκα με τις δαιμονικές δυνάμεις, είχα οπα­δούς, συμπαρέσυρα άτομα, έκανα πάρα πολλά πράγματα. Πήγα σε μυστικές εκκλησίες και μάλιστα έκανα και διαλέ­ξεις (σε μυημένους ανθρώπους). Η μεταστροφή μου ήλθε, γύρισα στο χώρο της Εκκλησίας με τη χάρη τού Θεού έγινα Ορθόδοξος, κατάλαβα την αξία της ορθοδοξίας…. Μεγάλω­σα κι έζησα στην Ελλάδα, αλλά δεν ήξερα τι είναι Ορθοδο­ξία».
«Ο Θεός ίσως ήξερε τη μεταστροφή μου και δεν είμαι σήμερα σ’ ένα ψυχιατρείο ή στο χώμα. Και μπορώ να το πω αυτό με βεβαιότητα. Δεν έχουν γλυτώσει, όχι ελάχιστοι, μπορώ να πω διεθνώς πάρα πολύ λίγοι είναι αυτοί, και αυτοί ακό­μα παραπαίουν» (Διάλεξη στη θεολογική Σχολή Θεσ/νικης, 11.5.1993).
«Το πρόβλημα λύνεται μόνο με τα αγιαστικά μέσα της Αγίας Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Εάν ο άνθρωπος δεν προ­σέλθει με αυταπάρνηση, με αυτομεμψία, με αυτοκριτική, να εξαγοράσει τα αμαρτήματα και να γίνει συγκοινωνός δια του αίματος τού Χριστού, δεν εξασφαλίζεται από το Διάβολο».
«Δυστυχώς, ντρεπόμαστε να πούμε ότι είμαστε χριστια­νοί. Να είμαστε ομοφυλόφιλοι, μπορούμε να συζητάμε και να μιλάμε για κοινωνικό ρατσισμό. Το να είμαστε φασίστες, μπορούμε να μιλάμε, γιατί έχουμε δικαιώματα. Όλοι έχουν δικαιώματα σ’ αυτό τον κόσμο. Το μόνο που δεν έχει δικαίω­μα να γίνεται και να λέγεται, είναι το να ομολογεί και να πιστεύει κάποιος στο Χριστό. Όχι μόνο θεωρείται ντροπή, αλλά κατατάσσεται στη κατηγορία των χαζών ανθρώπων, το να πιστεύει κανείς σήμερα»! 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΝΕΟΣΑΤΑΝΙΣΜΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Επιμέλεια: Διονύσιος Πυλαρινός


Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ



Οι «εξουσίες» στον κόσμο

Η βασιλεία τού Χριστού δεν είναι «εκ τού κόσμου τούτου», δεν είναι «εντεύθεν», δηλαδή από εδώ (Ιω. ιη’ 36)˙ είναι βασιλεία πνευματική όχι υλική. Γι’ αυτό και ο Χριστός δεν ανταποκρίθηκε στις χιλιαστικές μεσσιανικές προσδοκίες των Ιουδαίων, με αποτέλεσμα να απο­γοητευθούν. Επροτίμησε να οδηγηθεί στον σταυρό, για να νικήσει όχι ένα κοσμικό εχθρό, αλλά τον προαιώνιο εχθρό τού ανθρώπου, τον θάνατο.

Ο Χριστός δεν είχε πρόβλημα να αποδώσει «τα τού καίσαρος τω καίσαρι» (Ματθ. κθ’ 21. Μάρκ. ιθ’ 17. Λουκ. κ’ 25). Όμως υπογράμμιζε πως πρέπει να αποδίδονται «τα τού Θεού τω Θεώ»! Το θέλημα τού Θεού έχει προτεραιότητα για τον χριστιανό, ακόμη και εάν αυτό τον οδηγήσει σε ταλαιπωρίες. Η Εκκλησία δεν μπορεί λόγου χάρη να εγκαταλείψει το ευαγγέλιο της μεταμόρ­φωσης τού ανθρώπου και τού κόσμου για να κηρύξει «άλ­λο ευαγγέλιο», προσαρμοσμένο στις απόψεις τού καίσα­ρα ή των ανθρώπων «τού κόσμου τούτου». Η Εκκλησία δεν μπορεί να εκκοσμικεύσει το έργο της υπακούοντας σε οποιεσδήποτε εξουσίες.
Σε μια τέτοια περίπτωση οι απόστολοι δήλωσαν ενώ­πιον τού συνεδρίου: «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. ε’ 29).
Οι χριστιανοί αναγνωρίζουν τις ανθρώπινες κυβερ­νήσεις, ανεξάρτητα από το αν οι κυβερνώντες είναι χρι­στιανοί ή όχι. Σέβονται τους νόμους και αποδίδουν τιμή στις κοσμικές εξουσίες (Ρωμ. ιγ’ 1˙7. Α’ Πέτρ. θ’ 13˙16. Τίτ. γ’ 1. Παροιμ. η’ 15˙16. Σοφ. Σολ. στ’ 1˙3. Ιερεμ. λδ’ 6, εβραϊκό κείμενο: κζ’ 7. Πράξ. κβ’ 17˙29). Μάλιστα εύ­χονται για τους άρχοντες και τους αξιωματούχους της Πολιτείας, ώστε να επικρατεί ειρήνη και ευνομία, «ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν εν πάσι ευσεβεία και σεμνότητι» (Α’ Τιμ. β’ 1˙2).
Η δημοκρατία
Η Ορθοδοξία συνιστά κατ’ εξοχήν κοινωνία «μετά πάντων των αγίων», κοινωνία πίστεως, λατρείας, ζωής, που αποτελεί το κατ’ εικόνα της ζωής τού Τριαδικού Θεού, δηλαδή ενότητα, αρμονία, αγάπη.
Ο άνθρωπος της πτώσεως έχασε αυτή την αρμονική και αγαπητική σχέση, ακολούθησε ένα τρόπο ζωής «πα­ρά φύσει» και οδηγήθηκε σε μεγάλα υπαρξιακά κενά. Στην προσπάθεια του να ξεπεράσει υπαρξιακά αδιέξοδα στα οποία τον οδήγησε η αυτονομία του, κατεσκεύασε ειδικές δομές, μεταξύ των οποίων και διαφόρους τύπους δημοκρατίας.
Κατά την αρχαιοελληνική αντίληψη δημοκρατία εσήμαινε τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, με κριτή­ριο το «κοινώς δοκούν», δηλαδή τα χρηστά ήθη τού λαού. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε δημοκρατία, δηλαδή η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δεν έχει ουσιαστική σχέση με την αρχαιοελληνική δημοκρατία. Μάλιστα ό­ταν η δημοκρατία αυτή προσδιορίζεται από ένα δογματι­κό πλουραλισμό, στον οποίο καταργούνται όλες οι αξίες και οι Ιεραρχικές δομές ή ακόμη και η διάκριση ανάμεσα στο καλό και στο κακό, τότε έχουμε αντιστροφή ή μάλ­λον διαστροφή της δημοκρατίας με την πρώτης τη έν­νοια.
Η δημοκρατία ως επίτευγμα τού αυτονομημένου ανθρώπου με σκοπό να λύσει τα προβλήματα που εδημιούργησε η αυτονομία του αξιολογείται θετικά από την Ορθοδοξία. Όμως οι δομές αυτές δεν μπορούν να οδηγή­σουν τον άνθρωπο στην υπέρβαση τού εγωισμού του, α­τομικού, ομαδικού (κομματικού) ή και εθνικού. Αυτό που δεν μπορεί να επιτύχει ο αυτονομημένος άνθρωπος, επι­τυγχάνεται στη νέα πραγματικότητα της Εκκλησίας τού Χριστού.
Στο πρόσωπο τού Ιησού Χριστού ο Θεός οδήγησε τα διεσκορπισμένα τέκνα τού Θεού «εις εν» («εις εν Χριστώ») και τα κατέστησε «αλλήλων μέλη». Με αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία υπερβαίνει κάθε είδος ολοκλη­ρωτισμού και όλες τις μορφές της σύγχρονης δημοκρα­τίας, που για το χριστιανό λογίζονται ως κάτι πολύ λίγο.
Το φρόνημα των πιστών είναι το ίδιο το φρόνημα τού Χριστού, που από αγάπη εκένωσε τον εαυτό του εν ελευ­θερία για να εξυψώσει τον άνθρωπο. Ο πιστός που μέσα στην Εκκλησία βιώνει αυτή την κενωτική αγάπη εν ε­λευθερία, ξεπερνάει την αντίληψη των «ατομικών δι­καιωμάτων» και παύει να θέτει στο κέντρο τον εαυτό του η αγάπη αυτή «ου ζητεί τα εαυτής».
Κάθε χριστιανός μετέχει ενεργά «στα κοινά», δηλαδή στη ζωή τού όλου Σώματος της Εκκλησίας. Τα χαρίσμα­τα που έλαβε δεν τα χρησιμοποιεί για τον εαυτό του, αλ­λα για την οικοδομή τού Σώματος της Εκκλησίας. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει τίποτε το ιδιωτικό στα πλαίσια της ζωής τού Σώματος˙ ο καθένας συμβάλλει στην αύξηση τού Σώματος και συναυξάνεται μ’ αυτό.
Αυτή η συμμετοχή τού κάθε πιστού στη ζωή τού Σώ­ματος, στην οικοδομή και στην αύξηση του, που είναι καρπός αγάπης και ελευθερίας, δεν συνιστά μείωση τού ανθρωπίνου προσώπου αλλά εξύψωσή του.
Η κοινωνική ευθύνη των χριστιανών
Ο άνθρωπος καλείται σε ελευθερία απέναντι στον κόσμο. Τελικά τα πάντα είναι γι’ αυτόν «σκουπίδια» («σκύβαλα») σε σχέση με το μοναδικό θησαυρό, τον Χρι­στό (Φιλιπ. γ’ 8). Τούτο όμως δεν δίνει το δικαίωμα στον χριστιανό να διαχωρίσει την ευθύνη του για την τύχη τού κόσμου και για τα προβλήματα των αδελφών.
Το καθήκον αυτό απορρέει από την ίδια τη φύση τού ανθρώπου, από το γεγονός τού «κατ’ εικόνα» τού Τριαδικού Θεού. Σκοπός τού χριστιανού είναι να ζήσει «κατ’ εικόνα» Θεού, δηλαδή τριαδικά, με πρότυπο τη ζωή των τριών Θείων Προσώπων.Αυτό σημαίνει να ζήσει με τον αδελφό του ή καλλίτερα «μέσα στον αδελφό του», γιατί και ο Πατήρ είναι «εν τω Υιώ» και ο Υιός «εν τω Πατρί», όπως και το Πνεύμα το Άγιον βρίσκεται αιώνια «εν τω Πατρί και εν τω Υιώ» (πρβλ. Ιω. ιζ’ 21).
Αυτή την πραγματικότητα καλούνται να ζήσουν οι πι­στοί στη θεία λειτουργία και να την μεταβάλουν σε καθη­μερινή πράξη (πρβλ. Α’ Κορ. Γ 16˙17).
Στη θεία λειτουργία ο πιστός ξαναζεί μαζί με ολόκληρη τη δημιουργία τη χαμένη ενότητα. Όλα προσλαμβά­νονται στο αγιασμένο σώμα του Χριστού.Όλα προσφέ­ρονται και πάλι ευχαριστία στον Θεό (πρβλ. Ζαχ. ιδ’ 20˙21)· «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Αυτή είναι μία ευχή που επαναλαμβάνεται στη θεία λειτουργία. Εδώ δεν υπάρ­χουν περιθώρια εγωιστικά. Το κέντρο γίνεται και πάλι «Χριστός ο Θεός ημών»· και τού εαυτού μας, και τού α­δελφού μας, ολόκληρης της ζωής μας.
Στο πρόσωπο τού αδελφού μας παρουσιάζεται καθη­μερινά ο Χριστός. Περιμένει τους καρπούς τού κόπου και τού μόχθου μας. Ο πιστός οφείλει να παραθέσει «Χριστώ τω Θεώ» όλη τη ζωή του και όλες τις δυνάμεις και δυνατότητες του με πολύ συγκεκριμένο τρόπο: μέσω των αδελφών (Ματθ. κε’ 40)· θέτοντάς τις στην υπηρεσία των αδελφών τού Χριστού.
Αυτό σημαίνει πως οι δυνατότητες τού ανθρώπου, και εκείνες που απορρέουν από την πραγματική του φύση («κατ’ εικόνα Θεού») δεν έχουν σαν κέντρο το δικό του εγωιστικό συμφέρον, αλλά την αγάπη τού Χριστού μέσω των αδελφών. Ο άνθρωπος ως «κατ’ εικόνα Θεού» μετέ­χει της πανσοφίας και παντοδυναμίας τού Θεού (πρβλ. Γέν. α’ 28. Ψαλμ. η’ 1˙10. Σοφ. Σειρ. ιζ 2˙4. Σοφ. Σολ. Γ 2). Όμως η πανσοφία και η παντοδυναμία δεν είναι δυνα­τόν να λειτουργούν ανεξάρτητα από την αγάπη και να α­ποτελούν αυτοσκοπό. Αν τούτο γίνει, πρόκειται για δαι­μονική κατάσταση, για αλλοτρίωση τού ανθρώπου και παρά φύση επέμβαση του στη δημιουργία τού Θεού.
Ο απόστολος Παύλος αναφέρει χαρακτηριστικά πως αν μιλάει όλες τις ανθρώπινες και τις αγγελικές γλώσσες, αν γνωρίζει όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έ­χει τη δύναμη να μετακινεί βουνά, όμως δεν έχει αγάπη, δεν είναι απολύτως τίποτα (Α’ Κορ. ιγ’ 1˙2). Και ο Ιάκω­βος ο αδελφόθεος διακρίνει τη «σοφία» σε «άνωθεν κατερχομένην» και σε «επίγειο, ψυχική, δαιμονιώδη». Η σοφία η «άνωθεν κατερχόμενη», λέγει, είναι «πρώτον μεν αγνή, έπειτα ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, μεστή ελέους και καρπών αγαθών» (Ιακ. γ’ 16˙17).
Η κοινωνική ευθύνη των χριστιανών απορρέει από την ίδια τη φύση τού ανθρώπου, από τη χριστιανική αν­θρωπολογία. Θεμελιώνεται βαθιά στην ίδια την ύπαρξη τού ανθρώπου ως «κατ’ εικόνα Θεού». Σε αυτό το βάθος πρέπει να θεμελιώσουμε τη συμμετοχή που έχει κάθε χρι­στιανός στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τού αδελ­φού και ολόκληρης της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ο λόγος τού Θεού μας καλεί να κλαίομε με εκείνους που κλαίουν (Ρωμ. ιθ’ 15).Αλλά η προσπάθεια μας για αποτελεσματική βοήθεια του αδελφού αποτελεί καθήκον που δεν πηγάζει απλώς από το συναίσθημα, αλλά από την ίδια τη φύση μας.
Η κοινωνική ευθύνη των πιστών είναι μεγάλη και με­ταφράζεται σε πράξη για την αντιμετώπιση συγκεκριμέ­νων αναγκών: «Εάν ένας αδελφός ή μια αδελφή δεν έ­χουν επαρκή ενδύματα και στερούνται της καθημερινής τροφής, τους είπει δε κάποιος από σάς, πηγαίνετε στο κα­λό, ζεσταίνεσθε και χορταίνετε, και δεν τους δώσει τα α­ναγκαία δια το σώμα, ποια η ωφέλεια;» (Ιακ. β’ 15˙16, πρβλ. Ης. νη’ 1˙14).

π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

Από το βιβλίο: Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ

Πρόθεση τῆς Νέας Ἐποχῆς «δὲν εἶναι νὰ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες, ἀλλά νὰ γεμίσουν μὲ ἀνθρώπους ποὺ θὰ ἔχουν ἀλλοιωμένο φρόνημα»



Ὁ οἰκουμενιστικὸς σχετικισμός, τὸ ἀπόσταγμα τῶν οἰκουμενιστικῶν διδασκαλιῶν, εἰσάγεται καὶ ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ ὅ,τι μπορεῖ αὐτὸ νὰ σημαίνει γιὰ μιὰ «ὀρθόδοξη» ζωὴ στὴν ὁποία ὁ καθεὶς θὰ δύναται κατὰ βούληση νὰ εἰσάγει ἑτερόδοξα καὶ νὰ ἀφαιρεῖ ὀρθόδοξα στοιχεῖα, γι αὐτὸ καὶ ἐπικρίθηκε αὐστηρῶς ἀπ’ ὅλους τοὺς συγχρόνους ἁγίους Γέροντες. Ὅπως προειδοποίησε ὁ μακαριστὸς π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος, ἡ μεγάλη ἀντι-αιρετικὴ ἰδιοφυΐα τῆς ἐποχῆς μας, πρόθεση τῆς Νέας Ἐποχῆς «δὲν εἶναι νὰ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες, ἀλλά νὰ γεμίσουν μὲ ἀνθρώπους ποὺ θὰ ἔχουν ἀλλοιωμένο φρόνημα».

Στὸ σύνθημα τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ Τάξεως Πραγμάτων «ἕνας Θεός, πολλὲς θρησκεῖες» ὁ Οἰκουμενισμός καταφάσκει, μὲ ἀνυπακοὴ πρὸς τὴν Καινὴ Διαθήκη: «ναί· ἕνας Χριστός, πολλὲς πίστεις, πολλὰ βαπτίσματα»

Ἡ μετάνοια εἰς τήν ζωήν μας






1. Η μετάνοια ως μόνιμος κατάστασις εις την ζωήν των πιστών

Είπομεν ότι με το βάπτισμα ο άνθρωπος εισέρχεται πλέον εις πνευματικήν παλαίστραν και καλείται ν' αγωνισθή εναντίον των δυνάμεων του σκότους αι όποιαι τον προσβάλλουν έξωθεν, με τας αισθήσεις του, αι όποιαι γεννούν τα πάθη.
Δια να μείνη νικητής εις τον αγώνα αυτόν εναντίον των παθών και της εγωιστικής του τάσεως, πρέπει να είναι πάντοτε άγρυπνος. Κάθε τι το οποίον απομακρύνει τον άνθρωπον από την αγάπην του Θεού και τον οδηγεί εις εγωιστικάς εκδηλώσεις αι όποιαι προσβάλλουν την αγάπην προς τον Θεόν και προς τους αδελφούς του, πρέπει να αποβληθή από τον αγωνιζόμενον Χριστιανόν.
Αυτή η διαρκής προσπάθεια να παραμερίζη τελείως τον εαυτόν του, να τον θεωρή πάντοτε οφειλέτην της αγάπης του Θεού και των αδελφών και να αγωνίζεται να ανταποκριθή εις την αγάπην αυτήν, οδηγεί τον άνθρωπον εις διαρκή μετάνοιαν και του ανοίγει τον δρόμον δια την χάριν του Θεού.
Δι’ αυτόν τον λόγον το κήρυγμα της μετανοίας του Ιωάννου του Προδρόμου ήτο το άνοιγμα του δρόμου δια να περάση «Εκείνος ο οποίος έρχεται κατόπιν από εμέ» (Ματθαίος 3,11). «Μετανοείτε», έλεγε, «διότι επλησίασεν η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθαίος 3,2).
Δια τον ίδιον λόγον αρχίζει και ο Κύριος το κήρυγμα Του με τας λέξεις: «Ο χρόνος έχει συμπληρωθή και επλησίασεν η βασιλεία του Θεού. Μετανοείτε και πιστεύετε εις το ευαγγέλιον» (Μάρκος 1,15).
Η μετάνοια δεν είναι παροδική υπόθεσις εις την ζωήν του πιστού. Γίνεται μόνιμος κατάστασις, η οποία δεν έχει εις την ζωήν αυτήν τέλος.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει, ότι η μετάνοια «είναι απαραίτητος δι’ όλους όσοι επιθυμούν την σωτηρίαν δια τους αμαρτωλούς και δια τους δικαίους. Η τελειότης δεν γνωρίζει όρια, ώστε ακόμη και η τελειότης των τελείων να είναι ατελής. Δι’ αυτόν τον λόγον η μετάνοια μένει μέχρι της στιγμής του θανάτου ατελής και ως προς την διάρκειαν και ως προς τα έργα της».
Αυτήν την διαρκή κατάστασιν μετανοίας βλέπομεν εις την ζωήν των Αγίων της Εκκλησίας μας. Κανένας δεν ημπορούσε να διακρίνη εις αυτούς ίχνος φαρισαϊκής αυτοϊκανοποιήσεως δια προσωπικήν αγιότητα και προσωπικήν αρετή ν. Έζων πάντοτε εις κατάστασιν άγρυπνου ετοιμότητος και βαθείας μετανοίας.
Δια τον άγιον Αντώνιον διηγούνται ότι όταν έφθασεν εις βαθύ γήρας, έλεγε εις τους μαθητάς του:
«Είναι καιρός να αναχωρήσω και εγώ, διότι πλησιάζω τα 105 έτη. Εκείνοι, όταν ήκουσαν τους λόγους αυτούς, ήρχισαν να κλαίγουν, να εναγκαλίζωνται τον γέροντα και να τον καταφιλούν.
Αυτός, όμως, ως να έφευγε από μίαν ξένην πόλιν με σκοπόν να μεταβή εις την πατρίδα του, συνεζήτει χαρούμενος, και τους συνεβούλευε να μη παραμελούν τους κόπους και να μη εγκαταλείπουν την άσκησιν, αλλά να ζουν ως να πρόκειται να αποθνήσκουν κάθε ημέραν. Εγώ ακολουθώ τον δρόμον των πατέρων, τους έλεγε. Βλέπω να με καλή ο Κύριος. Σεις γρηγορείτε και να μη χάσετε την πολυχρόνιον άσκησίν σας, αλλά να αγωνισθήτε να διατηρήσετε τον ζήλον σας ως ν' αρχίζετε τώρα δια πρώτην φοράν. Γνωρίζετε τους δαίμονας οι οποίοι σας απειλούν. Γνωρίζετε πόσον άγριοι είναι αλλά και πόσον είναι ασθενικοί εις δύναμιν. Μη τους φοβάσθε αυτούς, αλλά περισσότερον να αναπνέετε τον Χριστόν και να πιστεύετε εις Αυτόν. Ζήσετε με τέτοιον τρόπον, ως να περιμένετε κάθε ημέραν να αποθάνετε (και ως καθ’ ημέραν αποθνήσκοντες ζήσατε)».
Το να ζη κανείς, λοιπόν, με τέτοιον τρόπον, ως να επρόκειτο να αποθάνη εις κάθε στιγμήν, αυτό είναι η ζωή της μετανοίας.

2. Το μυστήριον της εξομολογήσεω

Όταν ομιλώμεν δια μετάνοιαν, χρησιμοποιούμεν πολλάς φοράς αυτήν την λέξιν με στενωτέραν έννοιαν, δια να δηλώσωμεν το Ιερόν Μυστήριον της εξομολογήσεως.
Όταν ο άνθρωπος, μετά το βάπτισμα, υποκύψη εις τας επιθέσεις του διαβόλου και με συγκεκριμένον τρόπον με σκέψεις ή και με πράξεις, προσβάλη την αγάπην του Θεού και την αγάπην της Εκκλησίας, την αγάπην προς τα λοιπά μέλη του Χριστού, τότε, η πράξις του αυτή αποτελεί πληγήν η οποία ζημιώνει ολόκληρον το σώμα της Εκκλησίας.
Δι’ αυτόν τον λόγον, η Εκκλησία λαμβάνει τα μέτρα της και φροντίζει δια την άμεσον θεραπείαν ή, εάν τούτο δεν καταστή δυνατόν, δια την αποκοπήν του μέλους αυτού από την θείαν κοινωνίαν, έως ότου συνέλθη και αλλάξη πορείαν.
Δια τον σκοπόν αυτόν η Εκκλησία έχει το ιερόν μυστήριον της εξομολογήσεως. «Αλήθεια σας λέγω», ανέφερεν ο Κύριος προς τους μαθητάς Του, «ότι όσα δέσετε εις την γην, θα είναι δεμένα εις τον ουρανόν και όσα λύσετε εις την γην θα είναι λυμένα εις τον ουρανόν» (Ματθαίος 18,18. 16,19).
«Καθώς έστειλε εμέ ο Πατήρ και εγώ στέλλω σάς. Όταν είπεν αυτό τους ενεφύσησεν εις το πρόσωπον και τους λέγει: Λάβετε Πνεύμα άγιον, εάν συγχωρήσετε τας αμαρτίας κανενός να είναι συγχωρημέναι. Αν κανενός δεν τας συγχωρήσετε να μείνουν ασυγχώρητοι» (Τα>. 20,21-23).
Δεν είναι ο ιερεύς εκείνος ο οποίος εις την πραγματικότητα συγχωρεί, αλλά ο Χριστός μαζί με τον ιερέα και τα λοιπά μέλη του σώματος Του, ολόκληρος, δηλαδή, η Εκκλησία, η οποία δέχεται και πάλιν εις τους κόλπους της το ασθενές μέλος και το αποκαθιστά πλήρως με την συμμετοχήν του εις την θείαν ευχαριστίαν.
«Ας σου συγχώρηση ο Θεός δι’ εμού του αμαρτωλού όλα… Πήγαινε εις ειρήνην, χωρίς να έχης καμμίαν φροντίδα δια τα παραπτώματα, τα οποία μου εξωμολογήθης», αναφέρει μία ευχή της ιεράς εξομολογήσεως την οποίαν αναγινώσκει ο πνευματικός.
Και ο Απόστολος Ιωάννης υπογραμμίζει:
«Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας μας, αυτός είναι αξιόπιστος και δίκαιος, ώστε να μας συγχώρηση τας αμαρτίας και να μας καθαρίση από κάθε αδικίαν. Εάν είπωμεν ότι δεν έχομεν αμαρτήσει, τον κάμνομεν ψεύστην και ο λόγος του δεν είναι μέσα μας.
Παιδιά μου, αυτά σάς τα γράφω δια να μη αμαρτήσητε. Αλλ’ εάν κανείς αμαρτήση, έχομεν Παράκλητον προς τον Πατέρα Ιησούν Χριστόν δίκαιον. Αυτός είναι ιλασμός των αμαρτιών μας και όχι μόνον των ιδικών μας αλλά και όλου του κόσμου» (Α' Ιωάννης 1,9-2,2). Είναι δε φανερόν, ότι αυτή η «ομολογία των αμαρτιών» πρέπει να γίνεται ενώπιον των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι έλαβον το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος να συγχωρούν τας αμαρτίας εις το όνομα του Χριστού, συμφώνως προς την εντολήν του Ίδιου (Ιωάννης 20, 21-23).

3. Η γνήσια εξομολόγησις

Πώς πρέπει να εξομολογήται ο πιστός; την απάντησιν εις το ερώτημα αυτό την δίδει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος:
«Φανέρωνε την πληγήν σου εις τον πνευματικόν ιατρόν. Λέγε του και μη εντραπής: ιδικόν μου είναι, πάτερ, το τραύμα, ιδική μου είναι αυτή η πληγή. Από την ιδικήν μου ραθυμίαν συνέβη και κανείς άλλος δεν είναι δι’ αυτό αίτιος· ούτε άνθρωπος, ούτε δαίμων, ούτε σαρξ, ούτε τίποτε άλλο, μόνον η ιδική μου αμέλεια. Γίνε κατά την ώρα της εξομολογήσεως ωσάν κατάδικος και κατά την όψιν και εις τον λογισμόν. Σκύψε με εντροπήν το πρόσωπον εις την γην, βρέχε, αν δύνασαι, με θερμά δάκρυα τους πόδας του ιατρού, ωσάν να ήσαν οι πόδες του Χριστού… ».
Οι λόγοι αυτοί του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος μας φέρουν εις την μνήμην τον προφήτην Ιωήλ:
«Διαρρήξατε τας καρδίας υμών και μη τα ιμάτια υμών και επιστράφητε προς Κύριον τον Θεόν υμών, ότι ελεήμων και οικτίρμων εστί, μακρόθυμος και πολυέλεος… », μη σχίζετε τα ενδύματα σας, αλλά τας καρδίας σας, από τον πόνον της μετανοίας και την συναίσθησιν της ένοχης, επιστρέψατε προς τον Κύριον διότι είναι ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος (Ιωήλ 2,13).
«Ημάρτομεν, ησεβήσαμεν, ηδικήσαμεν, Κύριε ο Θεός ημών, επί πάσι τοις δικαιώμασί σου» (Βαρούχ 2,12). «Εγενήθημεν ως ακάθαρτοι πάντες ημείς, ως ράκος αποκαθημένης πάσα η δικαιοσύνη ημών» (Ησαΐας 64,5. Παράβαλλε Δανιήλ 9,5. Παροιμίες 20,9).
Η γνήσια εξομολόγησις χαρίζει εις τον μετανοούντα άνθρωπον την άφεσιν των αμαρτιών και τον αποκαθιστά, καθώς είπομεν, εις την Εκκλησίαν.
Ο άνθρωπος, όμως, εισέρχεται και πάλιν εις την πνευματικήν παλαίστραν και καλείται εις συνεχή προσπάθειαν να κατανίκηση τα πάθη, τα οποία ενισχύθησαν περισσότερον με την αμαρτίαν και ασκούν επάνω του μεγαλυτέραν δύναμιν. Πρέπει να επιστρέψη «από όλας τας αμαρτίας του, τας οποίας έπραξε» και να φυλάξη «πάσας τας εντολάς του Θεού» και να πράξη «δικαιοσύνην και έλεος» (Ιεζεκ. 18,21. Ιδέ και 18,23-32. 33,10-20).
Δια να υποβοηθηθή, λοιπόν, ο πιστός εις τον αγώνα του αυτόν εναντίον των παθών και δια να τα θεραπεύση πλήρως, του επιβάλλει ο πνευματικός μερικάς φοράς επιτίμια, τα οποία κρίνει απαραίτητα, ανάλογα με την κάθε περίπτωσιν. Τα επιτίμια αυτά δεν είναι ποιναί, αλλά απαραίτητα φάρμακα δια την αντιμετώπισιν του κίνδυνου, ο οποίος προέρχεται από τα πάθη.

Εφόδιον Ορθοδοξίας
Βασική Δογματική Διδασκαλία
Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19ο. Ἡ μετάνοια εἰς τήν ζωήν μας

http://www.oodegr.com