.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Περί αντιχρίστου

Οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι ο αντίχριστος πρέπει να έλθει. Καθένας βέβαια που δεν παραδέχεται ότι ο Υιός του Θεού, και Θεός ο ίδιος, δεν έχει σαρκωθεί, ότι δεν είναι τέλειος Θεός και δεν έγινε τέλειος άνθρωπος παραμένοντας Θεός, αυτός είναι αντίχριστος.
Όμως ιδιαίτερα και ξεχωριστά Αντίχριστος ονομάζεται αυτός που θα έλθει στα τέλη των αιώνων. Πρώτα, δηλαδή, πρέπει το ευαγγέλιο να κηρυχθεί σε όλα τα έθνη, όπως είπε ο Κύριος, και τότε (ο Αντίχριστος) θα έλθει για να ελέγξει την ασέβεια των Ιουδαίων. Διότι ο Κύριος τους είπε: «Εγώ ήλθα απεσταλμένος από τον Πατέρα μου, και δεν με δέχεσθε· θα έλθει όμως άλλος από δική του πρωτοβουλία, και εκείνον θα τον δεχθείτε»...
Και ο απόστολος (λέει): «Επειδή δεν δέχθηκαν την αγάπη και την αλήθεια (δηλαδή το Χριστό), για να σωθούν, γι’ αυτό και ο Θεός θα τους στείλει μια πλάνη, για να πιστέψουν στο ψέμα, και έτσι να καταδικασθούν όλοι όσοι δεν πίστεψαν στην αλήθεια, αλλά τους άρεσε η αδικία». Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, αν και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού και Θεός ο ίδιος, δεν τον δέχθηκαν, ενώ θα δεχθούν τον απατεώνα που θα διαδίδει ότι δήθεν είναι Θεός.
Και πως θα τολμήσει να καλέσει τον εαυτό του Θεό, το πληροφορεί ο άγγελος στο Δανιήλ με τα εξής λόγια: «Δεν θα φροντίζει τους θεούς των πατέρων του». Το λέει και ο απόστολος: «Κανείς με κανένα τρόπο να μην σας εξαπατήσει· διότι (δε θα έρθει η ημέρα εκείνη της κρίσεως), εάν δεν έλθει πρώτα η αποστασία και δεν φανερωθεί ο άνθρωπος της αδικίας, ο γιός της απώλειας, αυτός που αντιτάσσεται και υψώνει τον ενάντια σε καθέναν που λέγεται θεός ή σέβασμα, ώστε αυτός να καθίσει σαν θεός στο ναό του Θεού, για να δείχνει τον εαυτό του ότι είναι θεός».
Εννοεί, βέβαια, όχι το δικό μας ναό του Θεού, αλλά τον παλαιό, τον Ιουδαϊκό. Διότι δεν θα έλθει σε μας, αλλά στους Ιουδαίους· δεν θα έλθει για το Χριστό, αλλά εναντίον του Χριστού και των χριστιανών, γι’ αυτό και ονομάζεται Αντίχριστος. Πρέπει, λοιπόν, πρώτα να κηρυχθεί το ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη. «Και τότε θα φανερωθεί ο άνομος, του οποίου η παρουσία θα είναι σύμφωνα με την ενέργεια του σατανά με πολλή δύναμη, με σημεία και τέρατα ψεύδους, με κάθε απάτη αδικίας σ’ αυτούς που χάνονται· αυτόν ο Κύριος Ιησούς θα εξολοθρεύσει με την πνοή του στόματός του και θα τον καταργήσει με την επιφάνεια της παρουσίας του».
Ο Διάβολος βέβαια δεν γίνεται άνθρωπος, όπως ο Κύριος έγινε άνθρωπος –αλίμονό μας–, αλλά γεννιέται πρώτα ένας άνθρωπος με τρόπο πορνικό και δέχεται μετά όλη την ενέργεια του Σατανά. Επειδή, δηλαδή, ο Θεός προγνωρίζει τη διαστροφή της μελλοντικής προαιρέσεως (αυτού του ανθρώπου), επιτρέπει ( ο Θεός) να μπει μέσα του ο Διάβολος.
Γεννιέται, λοιπόν, (ο Αντίχριστος) όπως είπαμε, με πορνεία, και ανατρέφεται κρυφά· και ξαφνικά επαναστατεί, ανταρτεύει και κυριαρχεί ως βασιλιάς. Και στην αρχή της βασιλείας του –ή καλύτερα της τυραννίας του–, προσποιείται αγιότητα· όταν όμως στερωθεί καλά στην εξουσία, τότε καταδιώκει την Εκκλησία του Θεού και εκδηλώνει όλη την πονηριά του. Και θα έλθει «με σημεία και τέρατα ψεύτικα», πλαστά και όχι αληθινά· θα εξαπατήσει και θα απομακρύνει από το ζωντανό Θεό όλους αυτούς που έχουν ετοιμόρροπη και χωρίς θεμέλιο τη βάση της διάνοιάς τους, με αποτέλεσμα να σκανδαλισθούν «και οι εκλεκτοί, αν είναι δυνατόν». Τότε θα αποσταλεί ο Ενώχ και ο Ηλίας ο Θεσβίτης και θα επιστρέψουν οι καρδιές των πατέρων κοντά στα παιδιά τους· θα επιστρέψει, δηλαδή, η συναγωγή κοντά στον Κύριό μας Ιησού Χριστό και στο κήρυγμα των αποστόλων, και τότε (ο Αντίχριστος) θα τους φονεύσει.
Και αμέσως ο Κύριος θα έλθει από τον ουρανό, όπως ακριβώς οι άγιοι απόστολοι τον είδαν ν’ ανεβαίνει στον ουρανό, με δόξα και δύναμη, δηλαδή ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, και θα εκμηδενίσει με την πνοή του στόματός του τον άνθρωπο της αδικίας και γιό της απωλείας (τον Αντίχριστο). Κανείς, λοιπόν, ας μην περιμένει ο Κύριος να έλθει από τη γη, αλλά από τον ουρανό, όπως ο ίδιος μας το βεβαίωσε.

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

paterikakeimena.blogspot.com

Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός για την Κοίμηση της Θεοτόκου



«Ἐντεῦθεν οὐ θάνατον τὴν ἱερὰν σου μετάστασιν λέξομαι, ἀλλὰ κοίμησιν ἢ ἐνδημίαν. Ἐκδημοῦσα γὰρ τῶν τοῦ σώματος, ἐνδημεῖς πρὸς τὰ κρείττονα… ὢ θαύματος ὄντως ὑπερφυοῦς! ὢ πραγμάτων ἐκπλήξεως. Ὁ πάλαι βδελυκτὸς καὶ μισούμενος θάνατος, καὶ εὐφημεῖται καὶ μακαρίζεται. Ὁ πάλαι πένθους καὶ κατηφείας, δακρύων τε καὶ σκυθρωπότητος πρόξενος, νῦν χαρᾶς ἀναδέδεικται καὶ πανηγύρεως αἴτιος.
»Τὸ θεῖον (δὲ) σῶμα καὶ ἱερὸν καὶ πανάμωμον, καὶ τῆς θείας εὐωδίας ἀνάπλεον, ἡ ἀφθονος κρήνη τῆς χάριτος, ἐν τῷ τάφῳ τεθέν, εἴτα πάλιν ἀναρπασθὲν πρὸς κρείττονα χῶρον καὶ ὑψηλότερον. Οὐκ ἀφῆκε (δὲ) τὸν τάφον ἀγέραστον, ἀλλὰ μεταδίδοσι μὲν τῆς θείας εὐωδίας καὶ χάριτος πηγὴν δὲ τῶν ἰαμάτων καὶ πάντων τῶν ἀγαθῶν τοῖς πίστει προσιοῦσι τὸ μνῆμα κατέλιπε».

(Ἰ. Δαμασκηνοῦ, P.G. τ. 96 σ.716 – 720)
«Σαράντα Εικόνες της Παναγίας», Αρχ. Νεκταρίου Ζιόμπολα.

Ὁ λέγων αὐτήν τὴν Εὐχήν κάθε ἑσπέρας, μετὰ κατανύξεως, ἐὰν ἐπέλθη ἐπ' αὐτὸν ἡ φοβερά ὥρα τοῦ θανάτου ἐν τῇ νυκτί ταύτη, λυτροῦται τῆς κολάσεως, ἐλέει Θεοῦ



Εὔσπλαγχνε καὶ πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησόν με πρὸ τῆς ἐμῆς τελευτῆς.

Οἶδα γὰρ ὅτι φρικτὸν καὶ φοβερὸν ἀναμένει με δικαστήριον ἐνώπιον πάσης τῆς κτίσεως, ὅτε καὶ τῶν ἐναγῶν καὶ παμβεβήλων μου πράξεων ἁπασῶν φανέρωσις γίνεται· ἀσύγγνωστα γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀνάξια ὑπάρχουσι συγχωρήσεως, ὡς ὑπερβαίνοντα τῷ πλήθει ψάμμον θαλάσσιον.

Διὰ τοῦτο καὶ οὐ τολμῶ τὴν αἴτησιν τῆς ἀφέσεως τούτων ποιήσασθαι, Δέσποτα, ὅτι πλεῖον πάντων ἀνθρώπων εἰς Σέ ἐπλημμέλησα.

Ὅτι ὑπὲρ τὸν ἄσωτον ἀσώτως ἐβίωσα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν μυρία τάλαντα χρεωφειλέτης Σου γέγονα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Τελώνην κακῶς ἐτελώνησα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Ληστήν ἐμαυτόν ἐθανάτωσα,

ὅτι ὑπὲρ τὴν Πόρνην ἐγώ ὁ φιλόπορνος ἔπραξα,

ὅτι ὑπὲρ τοὺς Νινευΐτας ἀμετανόητα ἐπλημμέλησα,

ὅτι ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν «ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου αἱ ἀνομίαι μου καὶ ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ' ἐμέ καὶ ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους»·

ὅτι τὸ Πνεῦμα Σου τὸ ἅγιον ἐλύπησα,

ὅτι τῶν ἐντολῶν Σου παρήκουσα,

ὅτι τὸν πλοῦτόν Σου διεσκόρπισα,

ὅτι τὴν χάριν Σου ἐβεβήλωσα,

ὅτι τὸν ἀρραβῶνα, ὅν μοι δέδωκας, ἐν ἀνομίαις ἀνήλωσα,

ὅτι τὸ τίμιον κατ' εἰκόνα Σου, τὴν ψυχήν μου, ἐμόλυνα,

ὅτι τὸν χρόνον, ὅν μοι δέδωκας εἰς μετάνοιαν, μετὰ τῶν ἐχθρῶν Σου ἐβίωσα,

ὅτι οὐδεμίαν ἐντολήν Σου ἐφύλαξα,

ὅτι τὸν χιτῶνά μου κατερρύπωσα, ὅν με ἐνέδυσας,

ὅτι τοῦ ὀρθοῦ λόγου τὴν λαμπάδα ἀπέσβεσα,

ὅτι τὸ πρόσωπόν μου, ὅ ἐφαίδρυνας, ἐν ἁμαρτίαις ἠχρείωσα,

ὅτι τοὺς ὀφθαλμούς μου, οὕς ἐφώτισας, ἑκουσίως ἐτύφλωσα,

ὅτι τὰ χείλη μου, ἅπερ πολλάκις τοῖς θείοις Σου μυστηρίοις ἡγίασας, αἰσχύναις ἐμόλυνα.

Καί οἶδα ὅτι πάντως τῷ φοβερῷ Σου βήματι παραστήσομαι ὡς κατάδικος ὁ παμμίαρος.

Οἶδα ὅτι πάντα τότε τὰ πεπραγμένα μοι ἐλεγχθήσονται καὶ οὐκ ἀποκρυβήσεται οὐδὲν παρὰ Σοί.

Ἀλλά δέομαί Σου, εὐσυμπάθητε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε,
«μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, οὐ λέγω, μὴ παιδεύσῃς με, ἀδύνατον γὰρ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με».

Κερδήσω τοῦτο παρὰ Σοί, ἐὰν μὴ τῷ θυμῷ Σου καὶ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με, μηδὲ φανερώσῃς αὐτὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων ἐνώπιον εἰς αἰσχύνην μου καὶ ὄνειδος.

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
εἰ φθαρτοῦ βασιλέως θυμὸν οὐδεὶς ἐνεγκεῖν δύναται, πόσῳ μάλλον Σοῦ τοῦ Κυρίου τὸν θυμὸν ὁ ἄθλιος ὑποστήσομαι;

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με».

Οἶδα Λῃστήν αἰτήσαντα καὶ παρευθὺς συγχώρησιν ἐκ Σοῦ κομισάμενον.

Οἶδα Πόρνην ὁλοψύχως προσελθοῦσαν καὶ συγχωρηθεῖσαν.

Οἶδα Τελώνην ἐκ βάθους στενάξαντα καὶ δικαιωθέντα.

Έγώ δὲ ὁ πανάθλιος πάντας ὑπερβαίνων ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ μετανοίᾳ τούτους οὐ θέλω μιμήσασθαι, οὐδὲ γὰρ ἔχω δάκρυον χτένες.

Οὐκ ἔχω ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ ἀληθινήν,

οὐκ ἔχω στεναγμὸν ἐκ βάθους καρδίας,

οὐκ ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν,

οὐκ ἔχω ἀγάπην κατά Θεόν,

οὐκ ἔχω πτωχείαν πνευματικήν,

οὐκ ἔχω προσευχὴν διηνεκή,

οὐκ ἔχω σωφροσύνην ἐν τῇ σαρκί,

οὐκ ἔχω καθαρότητα λογισμῶν,

οὐκ ἔχω προαίρεσιν θεοτερπῆ.

Ποίῳ οὖν προσώπῳ ἤ ἐν ποίᾳ παρρησίᾳ ζητήσω συγχώρησιν;

«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην.

Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω.

Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα!

Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα!

Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον!

Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ Σου παρήκουσα!

Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα!

Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!

Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας·
ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι· πάλιν δεύρο,

οὐκ ὀνειδίζω σε,

οὐ βδελύσσομαι,

οὐκ ἀποῤῥίπτω,

οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα,

τὸ ἐμὸν τέκνον,

τὴν ἐμὴν εικόνα,

ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα,

ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα,

οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός,

οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν,

οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις·

διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα,

τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας Δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.

Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα,
ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος,
εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα.

Ἀλλ' αὐτὸς με, πανάγαθε,
πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι,

Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε,
ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ' ἐμοὶ.

Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον,
μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με,
ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε,
καὶ «μή τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσης με».

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ»,
ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ,

ἀσθενής τῇ γνώμη,

ἀσθενής τῇ προαιρέσει.

Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς, ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος,
ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν.

Ἀλλ' ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας Σου.

Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει;

Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει;

Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι»·

Ἐξενεύρισε γάρ με ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθενῆ καὶ συντετριμμένον ἐποίησεν,

ὁ ἀσθενής δὲ καὶ συντετριμμένος οὐ δύναται ἀναστῆσαι αυτόν,

οὐ δύναται ἰάσασθαι ἑαυτόν,

ὁ συντετριμμένος οὐ δύναται βοηθήσαι ἑαυτῷ,

λοιπόν ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι...

«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα»·

Σωματικὸς καὶ ψυχικός με κατέλαβε τάραχος, Δέσποτα,

ὅτι σαρκικοῖς περιέπεσα πάθεσιν,

ὅτι καὶ τὴν σάρκα καὶ τὴν ψυχήν τοῖς δαίμοσιν ἐποίησα παίγνιον.

Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου τὰ συνδεσμοῦντα τὸν ἔσω ἄνθρωπον.

Ποῖα ταῦτα;
Ἡ πίστις, ἡ φρόνησις, ἡ ἐλπίς, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.

Ταύτα τὰ ὀστᾶ συνετρίβησαν, Δέσποτα,

«ἀλλ' ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου

καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».

Ὁρῶ γὰρ λοιπόν τὴν ὥραν τῆς ζωῆς μου προφθάσασαν,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὴν πρός τὰ ἐκεῖσε χαλεπήν ὁδὸν καὶ μακράν,

κἀμέ πρός τὰ ἐκεῖσε ἐμαυτόν ἑτοίμως μὴ ἔχοντα,

καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὸν δανειστήν ἀπαιτοῦντά με καὶ μὴ ἀποδοῦναι ἰσχύοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ τὸν λογοθέτην μου τὸ χειρόγραφον ἐπισείοντα καὶ τοὺς δημίους βρύχοντας κατ' ἐμοῦ, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὁρῶ πολλούς κατηγοροῦντάς με καὶ οὐδὲνα συνήγορον, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

Ὅλος δι' ὅλου ταραχῆς καὶ σκοτοδίνης πεπλήρωμαι καὶ ἀγωνιῶ καὶ τρέμω καὶ φρίττω καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράττομαι καὶ τί πράξω οὐκ ἐπίσταμαι ἤ ποίῳ προσώπῳ τὸν Κριτήν μου θεάσωμαι!

Ἰλιγγιῶ, ταράττομαι, συνέχομαι καὶ ἀμηχανῶ, καὶ λοιπόν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.

«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».

Ὁ πονηρὸς διενοχλεῖν οὐ παύεται, οἱ ἐχθροὶ μου τοῦ πολεμεῖν οὐκ ἀφίστανται, ὁ ἐμφύλιος τῆς σαρκός πόλεμος καταφλέγει με πάντοτε, οἱ πονηροί λογισμοί οὐδαμῶς ἡσυχάζουσι.

«Καί Σύ Κύριε, ἕως πότε;».
Ἰδοὺ ὁρᾷς, Κύριε, πάντα τὰ κατ' ἐμέ, ὅτι ἄπορα καὶ ἐλεεινὰ.

Ἰδοὺ βλέπεις τὴν κατ' ἐμοῦ ἔνστασιν καὶ τὸν πόλεμον τοῦ σώματος καὶ τὴν κάμινον τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχικῆς μου δυνάμεως.

Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε οὐ συμπαθεῖς;

Ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς; Ἕως πότε οὐ σπεύδεις; Ἕως πότε οὐ βλέπεις; Ἕως πότε παρορᾷς;

Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει Σου σῶσόν με.

Μὴ παρίδῃς με, Κύριε, τὸν ἀνάξιον, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου.

Ἡ γὰρ Σὴ παρόρασις ἐμὴ κατάπτωσις γίνεται, Δέσποτα.

«Δι'ὅ ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου καὶ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».

Ὡς συμπαθὴς ἐλέησον, ὡς ἐλεήμων συμπάθησον, ὡς φιλάνθρωπος σῶσόν με, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου, πονηρὰ γὰρ εἰσιν.

Οὐχ ἕνεκεν τῶν πόνων μου, ἀσθενὴς γάρ εἰμι.

Οὐχ ἕνεκεν τῶν λογισμῶν ἤ τῶν λόγων μου, ρυπαροὶ γάρ εἰσι καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλ' ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, πολυέλεε Κύριε, σῶσόν με.

Εἰ δὲ δικάσασθαι πρός με βούλει, Δέσποτα, ἐγὼ πρῶτος ἐκφέρω κατ' ἐμαυτοῦ τὴν ψῆφον.

Ἐγώ καταδιαμαρτύρομαι ὅτι ἄξιος θανάτου εἰμί.

Λοιπόν σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, εἰς τὴν φιλανθρωπίαν Σου καταφεύγω, Πανάγαθε.

Οὐκ ἔχω τί Σοι προσαγαγεῖν ἄξιον, ἐλεημοσύνην ζητῶ,
μὴ ἀπαιτήσῃς με τὴν ταύτης τιμήν.

«Μνήσθητι τῶν λόγων Σου, Κύριε, ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Καὶ «ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιά παράγουσι». Καί «ούδείς καθαρός ἀπὸ ῥύπου». Καὶ ὅτι «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου». Ἐάν γὰρ ἀνομίας παρατηρήσῃς ἡμῶν, οὐδεὶς ὑποστήσεται, Κύριε, δι' ὅ σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δούλόν Σου ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐκ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου.

Ἐάν γὰρ τὸν ἄξιον ἐλεήσῃς, οὐδὲν θαυμαστόν. Ἐάν τὸν δίκαιον σώσῃς, οὐδὲν ξένον. «Σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου», ἐπ' ἐμοὶ τὸ ἔλεός Σου θαυμάστωσον, Κύριε, εἰς ἐμὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου ἐμφάνισον, Δέσποτα, εἰς ἐμὲ τὴν φιλανθρωπίαν Σου μεγάλυνον, Ἅγιε.

Δεῖξον ἐπ' ἐμοί, Κύριε, τὰ ἀρχαῖα ἐλέη Σου, ὅτι τοὺς μέν δικαίους σῲζεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς ἐλεεῖς.

Μὴ νικήσῃ ἡ ἐμὴ κακία τὴν Σήν ἀγαθότητα, Κύριε,
μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου.

Ἐάν γὰρ θελήσῃς μετ' ἐμοῦ δικάσασθαι,
φραγήσεταί μου τὸ στόμα, μὴ ἔχον τὶ φθέγξασθαι ἤ τὶ ἀπολογήσασθαι.

Δι' ὅ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου, μηδὲ ἐπισταθμήσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας τῇ Σῇ ἀπειλῇ. «Ἀλλ' ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον». Καί «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ τὸ ἔλεός Σου καταδιώξῃ με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».

Καταδιωξάτω με τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, τὸν κακῶς ἀπὸ Σοῦ φεύγοντα, τὸν ἀεί ἀπὸ Σοῦ δραπετεύοντα καὶ πρός τὴν ἁμαρτία ἀεί κακῶς ἀποτρέχοντα.

Τοῦτο μόνον ἐπικαλοῦμαι καὶ ἱκετεύω καὶ δέομαι, «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».

Σῶσόν με πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν εἰς τὰ ἐκεῖσε δικαστήρια, ἤ μᾶλλον τἀληθές εἰπεῖν, εἰς τὰ ἐκεῖσε κολαστήρια, ἔνθα οὐκ ἔστι μετάνοια οὔτε ἐξομολόγησις. «Ἐν γὰρ τῷ ἃδῃ φησί, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι;

Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, ὅτι οὐκ έστιν ἐν τῷ θανάτω ὁ μνημονεύων Σου», οὐδὲ ἐν τῷ ἃδῃ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἐκεῖ γὰρ οὐκ ἔστι μετάνοια, οὐκ ἔστιν ἄφεσις τοῖς ὧδε μὴ μετανοοῦσι μηδὲ ἐξομολογουμένοις.

«Δι' ὅ σῶσόν με μετανοοῦντά Σοι καὶ ἐξομολογούμενον τὸν ἀνάξιον δοῦλόν Σου, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου». Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» καὶ «ὅσα ἄν αἰτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε».

Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ἵνα καὶ ἐπ' ἐμοὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον καὶ ὑπερδεδοξασμένον ὄνομά Σου, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ δι' ἐμὲ κατ' ἐμὲ γεγονώς, ὡς ἄν κἀγὼ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων συναριθμηθεὶς δοξάζω Σε τὸν ὑπεράγαθον καὶ φιλάνθρωπον Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεῦματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Εὐχὴ Γ' (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἄλλοι λέγουν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτη)


Στην Κοίμηση της Θεοτόκου.

Τί εἶναι αὐτὸ τὸ μυστήριο τὸ μέγα, ποὺ συντελεῖται γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου, ἱερὴ Μητέρα καὶ Παρθένε; «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸςτῆςκοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θὰ σὲ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σὺ εἶσαι ἄξια γιὰ μακαρισμό!
Καὶ νὰ ποὺ ὅλες οἱ γενιὲς Σὲ μακαρίζουν. Ἐσένα εἶδαν οἱ θυγατέρες τῆςἹερουσαλήμ, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ σὲ μακάρισαν οἱ βασίλισσες, δηλαδὴ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων, καὶ θὰ σὲ ὑμνοῦν αἰώνια. Γιατί Σὺ εἶσαι ὁ θρόνος ὁ βασιλικός, στὸν ὁποῖον παραστέκονται Ἄγγελοι κοιτάζοντας τὸν Βασιλέα καὶ Δημιουργὸ νὰ κάθεται ἐπάνω του.
Σὺ ἔγινες Ἐδὲμ νοητή, πιὸ ἱερὴ καὶ πιὸ θεϊκὴ ἀπὸ τὴν παλιά. Γιατί σὲ ἐκείνη τὴν Ἐδὲμ ἔμεινε ὁ Ἀδὰμ ὁ γήινος, ἐνῶ σ’ Ἐσένα ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ.
Ἐσένα προεικόνισε ἡ κιβωτός, γιατί Σὺ γέννησες τὸν Χριστό, τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ποὺ καταπόντισε τὴν ἁμαρτία καὶ κατασίγησε τὰ κύματά της.
Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος, Ἐσένα εἶχαν ἐπιγράψει προφητικῶς οἱ θεοχάρακτες πλάκες, Ἐσένα προζωγράφισε ἡ κιβωτὸς τοῦ νόμου καὶ Σένα εἶχαν φανερὰ προτυπώσει ἡ στάμνα ἡ χρυσὴ καὶ ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών ποὺ ‘χε βλαστήσει.
Ἀπὸ Σένα προῆλθε ἡ φλόγα τῆς θεότητος, τὸ μέτρο καὶ ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τὸ γλυκύτατο καὶ οὐράνιο μάννα, τὸ ὄνομα τὸ ἀπερίγραπτο καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ὀνόματα, τὸ φῶς τὸ αἰώνιο καὶ ἀπρόσιτο, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ οὐράνιος, ὁ καρπὸς ποὺ δὲν γεωργήθηκε, ἀλλὰ βλάστησε ἀπὸ Σένα μὲ σῶμα ἀνθρώπινο.
Ἐσένα δὲν προμηνοῦσε τὸ καμίνι ποὺ ἔβγαζε φωτιὰ καὶ ταυτόχρονα δρόσιζε ἀλλὰ καὶ ἔκαιγε κι ἦταν ἀντίτυπο τῆς θείας φωτιᾶς πού μέσα Σου κατοίκησε;
Παρὰ λίγο ὅμως θὰ ξεχνοῦσα τὴ σκάλα τοῦ Ἰακώβ. Τί δηλαδή; Δὲν εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους ὅτι Ἐσένα προεικόνιζε κι ἦταν προτύπωσή Σου; Ὅπως ὁ Ἰακὼβ εἶχε δεῖ τὶς ἄκρες της σκάλας νὰ ἑνώνουν τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ καὶ νὰ ἀνεβοκατεβαίνουν σ’ αὐτὴν Ἄγγελοι, ἔτσι κι ἐσὺ ἕνωσες αὐτὰ ποὺ ἤσαν πρὶν χωρισμένα, ἀφοῦ μπῆκες στὴ μέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων κι ἔγινες σκάλα, γιὰ νὰ κατεβεῖ σὲ μᾶς ὁΘεός, ποὺ πῆρε τὸ ἀδύναμο προζύμι μας καὶ τὸ ἔνωσε μὲ τὸν ἑαυτό Του κι ἔκανε τὸν ἀνθρώπινο νοῦ ποὺ βλέπει τὸν Θεό.
Ποῦ θὰ ἀποδώσουμε ἀκόμη τὰ κηρύγματα τῶν Προφητῶν; Σ’ Ἐσένα, ἂν θέλουμε νὰ δείξουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά! Γιατί, ποιὸ εἶναι τὸ Δαβιτικὸ μαλλὶ τοῦ προβάτου πού πάνω του ἔπεσε σὰν βροχὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα; Δὲν εἶσαι Σὺ ὁλοφάνερα;
Ποιὰ εἶναι ἐπίσης ἡ Παρθένος, ποὺ ὁ Ἠσαΐας προορατικῶς προφήτευσε ὅτι θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει Υἱὸν τὸν Θεό, πού εἶναι μαζί μας;
Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ βουνὸ τοῦ Δανιήλ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κόπηκε πέτρα, ἀγκωνάρι, ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ ὑποκύψει σὲ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο;
Ἂς ἔρθει ὁ Ἰεζεκιὴλ ὁ θεϊκότατος κι ἂς δείξει πύλη ποὺ ἔχει κλειστεῖ καὶ ποὺ πέρασε ἀπὸ μέσα της μόνο ὁ Κύριος καὶ παραμένει κλειστή.
Ἐσένα, λοιπόν, κηρύττουν οἱ Προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ Ἄγγελοι καὶ ὑπηρετοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Ἐσένα σήμερα, καθὼς ἀναχωροῦσες πρὸς τὸν Υἱό Σου, περιτριγύριζαν ψυχὲς Δικαίων καὶ Πατριαρχῶν καὶ τὸ ἄπειρο πλῆθος τῶν θεοφόρων Πατέρων, ποὺ συγκεντρώθηκαν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς, σὰν μέσα σὲ σύννεφο, ψάλλοντας ὕμνους ἱεροὺς σ’ Ἐσένα, τὴν πηγὴ τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, πλημμυρισμένοι ἀπὸ τὰ θεία συναισθήματα.
Ώ, πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς μεταφέρεται πρὸς τὴν ζωὴν διὰ μέσου τοῦ θανάτου! Πῶς νὰ ὀνομάσουμε τὸ μυστήριο τοῦ το πού σχετίζεται μὲ Σένα; Θάνατο; Μά, ἂν καὶ ἡ πανίερη καὶ μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται ἀπὸ τὸ ἀμίαντο σῶμα Σου καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα Σου παραδίδεται στὴν ταφή, ὅμως δὲν παραμένει στὸ θάνατο κι οὔτε διαλύεται ἀπὸ τὴ φθορά. Ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ὁλόλαμπρος καὶ πάντα φωτεινός, ὅταν σκεπαστεῖ γιὰ λίγο ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς σελήνης, φαίνεται σὰν νὰ χάνεται καὶ τὸ σκοτάδι νὰ παίρνει τὴ θέση τῆς λάμψης του, μὰ αὐτὸς δὲν χάνει τὸ φῶς του, ἀλλὰ ἔχει μέσα του τὴν πηγὴ τοῦ φωτός. Ἔτσι κι Ἐσύ, ἂν καὶ καλύπτεσαι σωματικὰ ἀπὸ τὸν θάνατο γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ἐντούτοις ἀναβλύζεις πλούσια, καθαρὰ κι ἀτέλειωτα τὰ νάματα τοῦ θείου φωτὸς καὶ τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ποταμοὺς χάριτος καὶ πηγὲς ἰαμάτων.
Ἐσὺ ἄνθισες σὰν δένδρο γλυκύτατο κι εἶναι ὁ καρπός Σου εὐλογία στὸ στόμα τῶν πιστῶν! Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ ὀνομάσω θάνατο τὴν ἱερὴ μετάστασή Σου, ἀλλὰ κοίμηση ἢ ἀποδημία ἢ ἐνδημία, γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ καλύτερα, ἀφοῦ, φεύγοντας ἀπὸ τὴν κατοικία τοῦ σώματος, πηγαίνεις νὰ κατοικήσεις στὰ καλύτερα, στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦΥἱοῦ Σου.
Ἄγγελοι μαζὶ μὲ Ἀρχαγγέλους Σὲ μεταφέρουν ἀπὸ τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς. Καθὼς περνᾶς εὐλογεῖται ὁ ἀέρας καὶ ὁ αἰθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανὸς τὴν ψυχή Σου. Σὲ προϋπαντοῦν οἱ οὐράνιες δυνάμεις μὲ ὕμνους ἱεροὺς καὶ τελετὴ χαρμόσυνη: «τὶς αὐτὴ ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐγκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος;». Εἶσαι ὡραία, λένε οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σὰν τὸφεγγάρι κι ὅλα τὰ Χερουβὶμ ἐκπλήσσονται καὶ τὰ Σεραφεὶμ Σὲ δοξάζουν, Ἐσένα ποὺ δὲν ἀνέβηκες μονάχα ὡς τὸν οὐρανό, σὰν τὸν Προφήτη Ἠλία, οὔτε μονάχα μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό, σὰν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλὰ ἔφτασες μέχρις αὐτὸν τὸν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Σου καὶ στέκεις κοντά Του μὲ πολλὴ κι ἀνείπωτη παρρησία.
Ἔγινες, λοιπόν, εὐλογία γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἁγιασμὸς γιὰ τὸ σύμπαν, ἄνεση γιὰ τοὺς κουρασμένους, παρηγοριὰ γιὰ τοὺς πενθοῦντες, θεραπεία γιὰ τοὺς ἀρρώστους, λιμάνι γιὰ τούς θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, παρηγοριὰ γιὰ τοὺς λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια γιὰ ὅλους ποὺ σὲ ἐπικαλοῦνται, ἀρχὴ καὶ μέση καὶ τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν ποὺ ξεπερνοῦν τὸν νοῦ μας.
Πῶς ὑποδέχθηκε ὁ οὐρανὸς αὐτὴν πού ἔγινε πλατύτερη ἀπ’ αὐτόν; Καὶ πῶς ὁ τάφος δέχθηκε Αὐτὴν πού δέχθηκε μέσα Της τὸν Θεόν; Ὢ μνῆμα ἱερὸ καὶ θαυμαστὸ καὶ σεβάσμιο καὶ προσκυνητό, ποὺ καὶ τώρα τὸ περιποιοῦνται Ἄγγελοι, παρευρισκόμενοι μὲ πολὺν σεβασμὸ καὶ φόβο, καὶ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται σ’ αὐτὸ μὲ πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το μὲ μάτια καὶ χείλια καὶ μὲ πόθο ψυχῆς ἀντλώντας πλοῦτο ἀγαθῶν.
Ἐμπρός, λοιπόν, ἂς ταξιδέψουμε νοερὰ μακριὰ ἀπ’ τὴ ζωὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν Παναγία, ποὺ φεύγει ἀπ’ τὴ γῆ αὐτή.
Ἐλᾶτε ὅλοι μὲ πόθο καρδιακό, ἂς κατεβοῦμε στὸν τάφο μαζὶ μὲ τὴν Παρθένο ποὺ κατέρχεται σ’ αὐτόν. Ἂς παρασταθοῦμε ὁλόγυρα στὸ ἱερότατο κρεβάτι της.
Ἂς ψάλλουμε ὕμνους ἱερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικὰ ἄσματα: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ». Χαῖρε ἀμνὰς ποὺ γέννησες τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε σὺ ποὺ εἶσαι πιὸ πάνω ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Χαῖρε ἡ δούλη καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἀμὴν.

Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού
         
http://www.alopsis.gr

Λόγοι ἀφιερωμένοι εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον



Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει γιὰ τὴν Παναγία μας: 
«Ἂν καθ᾽ ὑπόθεσιν ὅλα τὰ ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων ἤθελαν κρημνισθῆ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ γίνουν δαίμονες, ἂν ὅλοι οἱ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος ἄνθρωποι ἤθελαν γίνει κακοὶ καὶ ὅλοι νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν κόλασιν χωρὶς νὰ γλυτώση τίς, ἂν ὅλα τὰ κτίσματα, οὐρανός, φωστῆρες, ἄστρα, στοιχεῖα, φυτά, ζῶα ἤθελαν ἀποστατήσει κατὰ Θεοῦ, νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν τάξιν των καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ μὴ ὄν, μὲ ὅλον τοῦτο, ὅλες αὐτὲς οἱ κακίες τῶν κτισμάτων, συγκρινόμεναι μὲ τὸ πλήρωμα τῆς ἁγιότητος τῆς Θεοτόκου, δὲν ἐδύναντο νὰ λυπήσουν τὸν Θεόν· διότι μόνη ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦτο ἱκανὴ νὰ τὸν εὐχαριστήση κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα, καὶ νὰ μὴ τὸν ἀφήση νὰ λυπηθῆ διὰ τὸν χαμὸν καὶ τὴν ἀπώλειαν τῶν τόσων καὶ τόσων κτισμάτων του· διότι αὐτὴ μόνη ἀσυγκρίτως τὸν ἠγάπησεν ὑπὲρ πάντα· διότι αὐτὴ μόνη ὑπὲρ πάντα ὑπήκουσεν εἰς τὸ θέλημά του».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν λόγο του «Στὴν πάνσεπτη κοίμηση τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας» λέγει: 
«Τόσο πολὺ εἶναι πλησιέστερα ἀπὸ τοὺς πλησιάζοντας τὸν Θεόν· τόσο μεγαλύτερα πρεσβεῖα ἀπὸ ὅλους ἀξιώθηκε ἡ Θεοτόκος· δὲν ἐννοῶ δὲ μόνο τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κι᾽ αὐτὲς τὶς ἀγγελικὲς ἱεραρχίες ὅλες. 
Πραγματικὰ γιὰ τὴν ἀνώτατη ταξιαρχία τούτων γράφει ὁ Ἠσαΐας “καὶ τὰ Σεραφεὶμ εἰστήκεισαν κύκλῳ αὐτοῦ”. Βλέπετε τὴν διαφορὰ τῆς στάσεως; Ἀπὸ αὐτὴν μπορεῖτε νὰ καταλάβετε καὶ τὴν διαφορὰ τῆς κατὰ τὴν ἀξία τάξεως· διότι τὰ Σεραφεὶμ ἦσαν γύρω ἀπὸ τὸν Θεό, πλησίον δὲ στὸν ἴδιο μόνο ἡ βασίλισσα, ἡ ὁποία θαυμάζεται καὶ ἐγκωμιάζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Εἶναι δὲ ὄχι μόνο πλησίον, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ δεξιά· ὄχι μόνο διότι ποθεῖ καὶ ἀντιποθεῖται περισσότερο ἀπὸ ὅλους, καὶ λόγῳ τῶν φυσικῶν θεσμῶν, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ἀληθινὰ θρόνος του· ὅπου δὲ κάθεται ὁ βασιλεύς, ἐκεῖ στέκεται καὶ ὁ θρόνος».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στὴν ἀντίστοιχη ὁμιλία του θὰ πεῖ: 
« Ὢ πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς μεταφέρεται στὴ ζωὴ περνώντας ἀπὸ τὸν θάνατο! Πῶς αὐτὴ ποὺ ξεπέρασε στὴ γέννα της τὰ ὅρια τῆς φύσης, σκύβει τώρα στοὺς νόμους της καὶ ὑποτάσσεται στὸ θάνατο τὸ ἀθάνατο σῶμα. Γιατί αὐτὸ πρέπει νὰ ἀποθέσει τὴν θνητότητα καὶ νὰ ντυθεῖ τὴν ἀφθαρσία, ἀφοῦ καὶ ὁ κυρίαρχος τῆς φύσης δὲν ἀρνήθηκε νὰ ὑποβληθεῖ στὸ θάνατο. 
Πεθαίνει κατὰ τὴν σάρκα καὶ μὲ τὸν θάνατο καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ μὲ τὴν φθορὰ μᾶς χαρίζει τὴν ἀφθαρσία καὶ κάνει τὴν νέκρωσή του πηγὴ τῆς ἀνάστασης. Ὢ πῶς ὁ δημιουργός τοῦ παντὸς δέχεται στὰ χέρια του τὴν ἱερὴ ψυχὴ τώρα ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὸ θεοδόχο σκήνωμα, τιμώντας νόμιμα αὐτὴν ποὺ ἔχει φύση δουλική, καὶ μὲ ποιὰ ἀνεξιχνίαστα πελάγη φιλανθρωπίας οἰκονομώντας σὲ ἔκανε μητέρα Του, αὐτὸς ποὺ ἔλαβε ἀληθινὸ σῶμα καὶ δὲν παρουσίασε ἀπατηλὴ τὴν ἐνανθρώπησή του».

Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας γράφει στὸν λόγο του γιὰ τὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου: «Ὅταν πάλι χρειάσθηκε νὰ ὑποφέρει γιὰ μᾶς ὁ Σωτήρας καὶ νὰ πεθάνει, πόσο μεγάλες ἦσαν οἱ ὀδύνες, μὲ τὶς ὁποῖες τοῦ συμπαραστάθηκε ἡ Παρθένος! Τί βέλη τὴν διαπέρασαν! 
Γιατί κι ἂν ὁ Υἱὸς της ἦταν μόνο ἄνθρωπος καὶ τίποτε ἄλλο, τότε ὀδυνηρότερο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προσθέσει κανεὶς σὲ μία μητέρα. Ἀλλὰ τώρα εἶναι ὁ μόνος Υἱός της, ποὺ τὸν ἔφερε στὸν κόσμο μόνη της, κατὰ τρόπο παράδοξο, ποὺ δὲν λύπησε ποτὲ οὔτε τὴν ἴδια οὔτε κανέναν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς εὐεργέτησε, ἀντίθετα, ὅλους τόσο, ὥστε νὰ ξεπεράσει ὅλες τὶς προσδοκίες τους. 
Τί λοιπὸν συναισθήματα εἶναι φυσικὸ νὰ εἶχε ἡ Παρθένος, ὅταν ἔβλεπε τὸν Υἱό της σὲ τόσο φοβερὲς ὀδύνες; Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι τέτοια ὀδύνη ποτὲ σὲ κανέναν ἄνθρωπο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Γιατί αὐτὴ εἶδε τὴν Σταύρωση σὰν μητέρα, ἀλλὰ καὶ σὰν ἄνθρωπος μὲ σωστὴ κρίση, σὰν κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ διακρίνει καθαρὰ τὴν ἀδικία». 

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης σημειώνει: 
«Νὰ προστρέχετε, ἀδελφοί μου, στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν τὸ σπίτι σας χάνει τὴν εἰρήνη του. Ἡ Κυρία Θεοτόκος εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους καὶ τῆς δυνάμεως. Μπορεῖ εὔκολα νὰ εἰρηνεύσει τὶς ἀνθρώπινες καρδιές. Ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ τῆς Εἰρήνης, μεσιτεύει σὲ Αὐτὸν γιὰ τὴν εἰρήνη ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὅλων τῶν χριστιανικῶν σπιτιῶν. 
Ἔχει τὴν ἐλεητικὴ δύναμη νὰ διώξει μὲ ἕνα νεῦμα της τὰ πονηρὰ πνεύματα, αὐτὰ ποὺ μὲ ἀκοίμητο ἀγώνα προσπαθοῦν νὰ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς κάνουν νὰ ἀλληλομισοῦνται. Εἶναι ἡ Γοργοεπήκοος, ποὺ ἀπαντᾶ γρήγορα στὶς παρακλήσεις μας καὶ μᾶς δίνει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγάπη. Ἂς τὴν τιμᾶμε μὲ βαθὺ σεβασμὸ ὡς Μητέρα τοῦ Ὑψίστου, ὡς τὸ ἀνώτερο τῶν ποιημάτων του. Καὶ ἂς διατηροῦμε ταπεινὸ φρόνημα, ἀφοῦ καὶ Ἐκείνη ἦταν τόσο ταπεινὴ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ τίποτε δὲν τῆς ἀρέσει ὅσο ἡ ταπεινοφροσύνη».

1.Ὁ Ἀόρατος πόλεμος Ἐκδ. Φῶς σελ. 174 
2. Γρηγ. Παλαμᾶ Ε.Π.Ε. τόμ. 10 σελ. 455 
3. Ἰ. Δαμασκηνοῦ Ε.Π.Ε. τόμ. 9 σελ. 261 
4. Νικολάου Καβάσιλα Ἡ Θεομήτωρ Ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία σελ. 211 
5. Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου σελ.76
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1985 9 Αὐγούστου 2013

http://anavaseis.blogspot.gr