.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Γιατί δέν πρέπει νά φεύγουμε ἀπό τήν ἐκκλησία μετά τό "Χριστός Ἀνέστη", ἀλλά νά μένουμε στήν Ἀναστάσιμο Ἀκολουθία;

"Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού,
και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν.
Ως εκλείπει καπνός, εκλειπέτωσαν·
ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός,
ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου του Θεού.
Και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν·
αγαλλιάσθωσαν ενώπιον του Θεού,
τερφθήτωσαν εν ευφροσύνη."


Μια τέτοια μέρα η Παναγιά κατέβηκε από τους ουρανούς για να γιορτάσει την Ανάσταση μαζί με τους πιστούς. 

Κόσμος πολύς ήταν εκεί κι ευφράνθει η ψυχή της που έβλεπε τόσους πιστούς που ετίμουν το παιδί της.

Ευωδιάζει η Εκκλησιά, λιβάνι, κερί, μέλι, ψάλλουν ιερείς, ψάλλουν πιστοί, ψάλλουν κι οι αγγέλοι.

Και φαίνονται να ναι όλοι τους πολύ συγκινημένοι, οι περισσότεροι απ' αυτούς είναι και δακρυσμένοι.
Κι έτσι ο όρθρος προχωρεί κι ακούγεται σαφώς ο ιερεύς που προσκαλεί "Δεύτε λάβετε φώς!".

Ολοι λαμπάδες άναψαν κι έγινε ένα πανόραμα και χύθηκε παντού το φως ωσάν να βλέπεις όραμα.

Όλου του κλήρου άρχισε σε λίγο το ξεκίνημα να βγούν έξω από το ναό, να δώσουνε το μήνυμα.
"Χριστός Ανέστη" ακούστηκε να ψάλλει ο Δεσπότης
"Χριστός Ανέστη" σώθηκε όλη η Ανθρωπότης.
Τότε η χαρά, η συγκίνηση φτάνει στο κατακόρυφο.
Ηχούν καμπάνες γιορτινά, φιλιά, ευχές και θόρυβος.
Κ αφού οι ιερείς έξι φορές είπαν "Χριστός Ανέστη" έγινε αυτό που η Παναγιά, είδε κι εξανέστη.
Και το τροπάριο έλεγε "Σκόρπισαν οι εχθροί Του κι αυτοί που δεν χαρήκανε για την Ανάστασή Του. Κι όπως χάνεται ο καπνός χαθήκαν απ' εμπρός του, γιατί χαρά μόνο γι αυτούς ήταν ο θάνατός Του. Έτσι απολούνται οι αμαρτωλοί κι αυτοί που Τον μισούνε, οι δίκαιοι αγάλλονται μένουν να ευφρανθούνε".
Κι ενώ ο Δεσπότης έψαλε τα τόσο αυτά μεγάλα, ξεκίνησαν οι χριστιανοί να φεύγουνε τρεχάλα.
Όλα τα φώτα σκόρπισαν να έμειναν τόσοι μόνο που προκαλούσανε ντροπή, αγανάκτηση και πόνο.
Η Παναγιά μας σάστισε, έβλεπε κι απορούσε, να καταλάβει δεν μπoρεί, τον Άγγελο ρωτούσε.

"Άγγελε, σε παρακαλώ ρώτησε κι έλα πέ μου αυτοί που φεύγουν βιαστικοί, που πάνε εξήγησέ μου.
Πώς στη γιορτή δεν θέλουνε μαζί μας να καθήσουν για να δοξάσουν το Χριστό και να Τον προσκυνήσουν;
Στην Σταύρωση όλοι έμειναν, στον τάφο Του με δάκρυ, μυρολούλουδα έρραναν όλοι απ' άκρη σ΄άκρη.
Και τώρα που τελείωσαν πια του Χριστού τα πάθη, φεύγουνε, την Ανάσταση μόλις που έχουν μάθει;
Μην είναι εκείνοι οι εχθροί που θέλαν το κακό Του, αυτοί που Τον προδώσανε, Τον στείλαν στον σταυρό Του, που Τον μισούν και βλασφημούν τ' αγιο ονομά Του;
Πήγαινε Άγγελε να δεις μην είναι του Πιλάτου;"
Ο Άγγελος γονάτισε και στων ματιών την άκρη, είδε η Θεοτόκος μας να του κυλά ένα δάκρυ.
"Συγχώρα με Βασίλισσα, μήτηρ-ποιητού των όλων, γιατί αυτά που με ρωτάς θα σε γεμίσουν πόνο.
Απ' το ναό όλοι αυτοί που φεύγουν μακρυά Του είναι γιατί ο διάβολος έκανε τη δουλειά του.
Και εις το σπίτι βιαστικοί τρέχουνε για να φτάσουν τη μαγειρίτσα τη ζεστή να φάνε, να χορτάσουν".
Η Δέσποινά μας τ' άκουσε όλα αυτά πικραμένη και για την ανθρωπότητα είπε πολύ λυπημένη.
"Πώς θα τολμήσω στο Θεό γι αυτούς να μεσιτέψω όταν στον πόνο, στον καημό ζητούν να τους συντρέξω"
Δια βρώσεως εξώσθη ο Αδάμ του Παραδείσου, πάλι για βρώση Ανθρωπε βαραίνεις τη ψυχή σου;"

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ – 12 ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ THΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ



Η πίστι μας, ἡ Ἐκκλησία μας, εἶνε, ἀγαπητοί μου, δεντρὶ ποὺ τὸ φύτευσε ἡ δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου. Καὶ ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, ἔτσι καὶ τὸ δέντρο αὐτὸ ποὺ λέγεται Ὀρθοδοξία ἔχει ῥίζα. Ποιά εἶνε ἡ ῥίζα; Δύο λέξεις· «Χριστὸς ἀνέστη». Ἢ ἀνέστη, ἢ δὲν ἀνέστη. Λέμε λοιπὸν σὲ ὅλους, ὅτι ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ εἶνε γεγονὸς ἱστορικό, τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅσα συνέβησαν στὴν ἱστορία. Γεγονὸς μὲ παγκόσμια ἀκτινοβολία, γεγονὸς ποὺ ἔσεισε καὶ τὸν ᾅδη ἀκόμα, γεγονὸς κοσμογονικό.
Θὰ μοῦ πῇ ὅμως κάποιος· Αὐτὰ εἶνε λόγια· ἐμεῖς θέλουμε ἀποδείξεις. Ἀποδείξεις; Πολλές, ἀμέτρητες, ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου.
Ἂς στήσουμε σήμερα ἕνα δικαστήριο. Καὶ στὴν ἕδρα νὰ βάλουμε ὡς κριτὴ τὴν ἱστορία. Τὴν ἱστορία, ποὺ δὲν πείθεται μὲ μύθους καὶ παραμύθια, ἀλλὰ θέλει γεγονότα, τεκμήρια, ἀποδείξεις. Ἡ ἱστορία, λοιπόν, ζητάει μάρτυρες γιὰ τὴν Ἀνάστασι. Ὑπάρχουν; Βεβαίως. Κανένα ἄλλο γεγονὸς δὲν ἔχει τόσους μάρτυρες ὅσους ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Οὔτε ἡ ζωὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου δὲν εἶνε τόσο βεβαιωμένη· τέσσερις – πέντε ἱστορικοὶ μαρτυροῦν γι᾿ αὐτόν, καὶ μετὰ σιγή. Ἐνῷ ἡ Ἀνάστασι ἔχει πλῆθος μάρτυρες. Ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ἐκλέγουμε ἐνδεικτικῶς τέσσερις τριάδες, δηλαδὴ ἐν συνόλῳ 12 μαρτυρίες.

Πρῶτοι μάρτυρες παρουσιάζονται οἱ ΠΡΟΦΗΤΑΙ. Πρὶν ἀκόμα γίνῃ ἡ Ἀνάστασι, μαρτυροῦν γι᾿ αὐτὴν μὲ προτυπώσεις.

-Πρῶτος ὁ Μωϋσῆς γράφει γιὰ τὸ Χριστό· «ἀναπεσὼν ἐκοιμήθης ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος» (Γέν. 49, 9). Κοιμήθηκες, λέει, Χριστέ, σὰν τὸ λιοντάρι. Ἂν δῇς λιοντάρι νὰ κοιμᾶται, σὲ ρωτῶ, τολμᾷς νὰ πᾷς νὰ τὸ ξυπνήσῃς; Παρακαλᾷς νὰ μὴ ξυπνήσῃ. «Τίς ἐγερεῖ αὐτόν;»· ποιός νὰ τὸν ξυπνήσῃ; Σὰν λιοντάρι ποὺ κοιμᾶται, «σκύμνος λέοντος Ἰούδα» (ἔ.ἀ.) εἶσαι, λέει, Χριστέ. 

-Ἔρχεται κατόπιν ὁ Δαυῒδ καὶ ψάλλει μὲ τὴ χρυσῆ του λίρα· «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν» (Ψαλμ. 67,2), αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἀκοῦμε στὴν Ἀνάστασι. 

-Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἠσαΐας, ὁ λεγόμενος πέμπτος εὐαγγελιστής, ἀφοῦ περιγράφει τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, προτρέπει τὴ Νέα Ἰερουσαλήμ, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία, νὰ χαρῇ καὶ νὰ πανηγυρίσῃ γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Τὰ δικά του λόγια χρησιμοποιεῖ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος στὴν ἀναστάσιμη ἀκολουθία ὅταν λέει· «Φωτίζου φωτίζου, ἡ νέα Ἰερουσαλήμ, ἡ γὰρ δόξα Κυρίου ἐπὶ σὲ ἀνέτειλε…» καὶ «Ἆρον κύκλῳ τοὺς ὀφθαλμούς σου, Σιών, καὶ δε· ᾿ἰδού γὰρ ἥκασί σοι… τὰ τέκνα σου» (Ἠσ. 60,1-4 καὶ θ΄ ᾠδὴ Πάσχα).
Μετὰ ἔρχονται ἄλλοι τρεῖς μάρτυρες· εἶνε μάρτυρες ΤΗΣ ΤΑΦΗΣ. 

Καὶ πρῶτοι οἱ φύλακες, ποὺ φρουροῦσαν τὸ σφραγισμένο μνῆμα τοῦ Χριστοῦ.Οἱ ἀρνούμενοι τὴν Ἀνάστασι λένε, ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐκλάπη τὴ νύχτα ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. Ἀλλὰ ἡ Ῥώμη εἶχε αὐστηρότητα. Ἂν εἶχε συμβῆ κάτι τέτοιο, ὅλη ἡ φρουρὰ θὰ εἶχε περάσει ἀπὸ στρατοδικεῖο καὶ θὰ εἶχε ἐκτελεσθῆ, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔγινε. Ἄρα ὁ Χριστὸς δὲν ἐκλάπη.

-Τὸ ἴδιο μαρτυρεῖ ὁ κενὸς τάφος. Ὁ τάφος βρέθηκε ἄδειος. Τὸ διεπίστωσαν ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔτρεξαν μαζὶ στὸ μνῆμα. Εἶδαν νὰ λείπῃ τὸ σῶμα.

-Καὶ τὴ μαρτυρία συμπληρώνουν τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο. Οἱ δύο μαθηταὶ εἶδαν «τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰωάν. 20,7). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Γιὰ νὰ τὰ καταλάβουμε, πρέπει νὰ ξέρουμε πῶς ἔθαβαν οἱ Ἑβραῖοι τοὺς νεκρούς. Ὅταν πέθαινε ὁ ἄνθρωπος, τὸν ἔπλεναν, τὸν ἄλειφαν μὲ ἀρώματα καί, ὅπως ἡ μάνα φασκιώνει τὸ παιδί, τύλιγαν ὅλο τὸ σῶμα μὲ τὰ «ὀθόνια» ποὺ ἦταν λουρίδες ὑφάσματος. Γιὰ τὸ κεφάλι εἶχαν τὸ σουδάριο. Αὐτὰ κολλοῦσαν δυνατὰ στὸ κορμὶ μαζὶ μὲ τὰ ἀρώματα. Ἂν ἐπέμενες νὰ τὰ ξεκολλήσῃς, ἔπρεπε νὰ τραβήξῃς καὶ κρέας. Βλέπετε λοιπὸν τί σημασία ἔχει αὐτό; Διότι ὅταν κανεὶς κλέβῃ εἶνε βιαστικός. Ἂν πήγαιναν νὰ κλέψουν τὸ Χριστό, θὰ τὸν ἔπαιρναν ὅπως ἦταν, μὲ τὰ σουδάρια καὶ τὰ ὀθόνια· γιατὶ γιὰ νὰ τὰ ξεκολλήσουν, θὰ χρειάζονταν ὧρες κ᾿ ἔπρεπε νά ᾿χουν ζεστὸ νερό. Ἔχετε δεῖ πῶς κολλάει ἡ γάζα πάνω στὴν πληγή; Καὶ ὁ Χριστὸς ἦταν γεμᾶτος πληγές. Τώρα ὅμως τὰ ὀθόνια καὶ τὰ σουδάρια μείνανε ἐκεῖ, ὅπως τὸ φίδι γλιστράει κι ἀφήνει τὸ φιδοπουκάμισό του. Ὁ Χριστὸς βγῆκε καὶ ἄφησε τὸ σουδάριο καὶ «τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα» (Λουκ. 24,12).
Ἡ μεγαλύτερη ὅμως μαρτυρία εἶνε οἱ ΠΙΣΤΟΙ.

Οἱ ἀπόστολοι τὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ, ἅμα παρουσιάστηκε ἡ σπείρα μὲ τὰ ῥόπαλα καὶ τοὺς φανούς, ἄφησαν τὸ Χριστό. Ἔγιναν ἄφαντοι, φοβισμένοι καὶ δύσπιστοι. Καὶ μετά; Μετά, αὐτοὶ οἱ λαγοὶ ἔγιναν λιοντάρια. Ποιός τοὺς ἄλλαξε; Τὸ χρῆμα; Ἡ δόξα; Οἱ ἀπολαύσεις; Ὄχι. Μόνο ἡ πίστι, ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος. Τὸ λένε· «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον» (Ἰωάν. 20,25), εδαμε τὸν Κύριο μὲ τὰ μάτια μας. Καὶ ὁ Θωμᾶς, ὁ πιὸ δύσπιστος ἀπ᾿ ὅλους, λέει· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20, 29). ϗ Δὲ᾿ σᾶς εἶπα τίποτα. Ἡ πιὸ μεγάλη μαρτυρία εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τί ἦταν προηγουμένως; Μανιώδης διώκτης. Καὶ τώρα ξαφνικὰ τὸν βλέπεις καὶ γίνεται ὁ μεγαλύτερος κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου. Τί τὸν ἄλλαξε; τὸ ὅτι ἐγνώρισε «τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως» τοῦ Χριστοῦ (Φιλιπ. 3,10). 

-Καὶ μόνο αὐτοί; Ἔρχονται ἔπειτα ἀναρίθμητοι μάρτυρες ὅλων τῶν αἰώνων.Εἶνε ἀπ᾿ ὅλες τὶς τάξεις καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα. Τοὺς ῥίχνουν μέσ᾿ στὰ θηρία στὶς φωτιὲς καὶ στὰ ἀμφιθέατρα, κι αὐτοὶ φωνάζουν «Χριστὸς ἀνέστη»!
Καὶ θὰ κλείσω μὲ τρεῖς νεώτερες ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ. 

-Στὴν τουρκοκρατία ἕνας μπέης ἔπιασε ἕνα Χριστιανὸ νέο στὸν Πόντο. Τὸν εἶδε ἔξυπνο καὶ ἱκανό, καὶ ἤθελε νὰ τὸν κάνῃ Τοῦρκο. Προσπάθησε μὲ γλυκὰ λόγια· ἀδύνατον. Τοῦ λέει· ―Ἂν δὲν ἔρθῃς στὴ θρησκεία μας, θὰ σὲ σκοτώσω. Ὁ νέος τότε προσποιήθηκε· ―Καλά, λέει, μπέη μου, θ᾿ ἀλλάξω θρησκεία· ἀλλὰ θέλω νὰ τὸ κάνω ἐπισήμως, τὴν ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς· τότε θ᾿ ἀνεβῶ στὸ τζαμὶ νὰ τὸ διακηρύξω… Χάρηκαν οἱ Τοῦρκοι καὶ μαζεύτηκαν τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἐνῷ οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν πένθος. Αὐτὸς κάνει τὴν προσευχή του, ἀνεβαίνει στὸ μιναρέ, κι ἀπὸ ᾿κεῖ ἀρχίζει νὰ ψάλλῃ· «Χριστὸς ἀνέστη…». Οἱ Τοῦρκοι λύσσαξαν. Τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ἔρριξαν κάτω ἀπ᾿ τὸ μιναρέ· βεβαίωσε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» μὲ τὸ αἷμα του.

Θέλετε ἄλλο; Ἕνας γέρος στὴν Κοζάνη μοῦ ἔλεγε· Πέρασα βάσανα, γνώρισα καὶ χαρές. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως χαρά μου ἦταν τὸ 1912, ὅταν ἐλευθερώθηκε ἡ πατρίδα. Τότε στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως ἦρθε τρεχᾶτος ἕνας Ἕλληνας τσολιᾶς καὶ φώναζε· «Ἀδέρφια, “Χριστὸς ἀνέστη”!». Κάναμε σὰ᾿ μικρὰ παιδιά, σχίζαμε τὰ φέσια μας, καὶ ὅλοι φωνάζαμε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» μὲ διπλῆ σημασία, ἐθνικὴ καὶ θρησκευτική… Αὐτό, ὅπως λέει κάποιος ἱστορικός, ὑπῆρξε ἡ βακτηρία, τὸ ῥαβδὶ στὸ ὁποῖο στηρίχθηκε τὸ βασανισμένο γένος μας, ὁ πολικὸς ἀστέρας μέσα στὴ μαύρη νύχτα. Δὲ᾿ μᾶς ἔσωσαν οἱ ψευτοφιλοσοφίες· μᾶς ἔσωσε ὁ Χριστός, ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν. 

Τέλος καὶ ἕνα «Χριστὸς ἀνέστη», ποὺ ἀκούστηκε στὴ Μόσχα τότε ποὺ γινόταν διωγμὸς ἐναντίον τῆς θρησκείας, τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἐπαναστάσεως. Τότε, σ᾿ ἕνα μεγάλο θέατρο τῆς Μόσχας ποὺ ἦταν κατάμεστο, ἕνας ἄθεος διαφωτιστὴς ἀνέβηκε στὸ βῆμα, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, καὶ ἐπὶ δύο ὧρες ῥητόρευε ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀναστάσεώς του. Ποιός νὰ τοῦ φέρῃ ἀντίρρησι; Ἕνας νεαρὸς ὅμως τόλμησε νὰ ζητήσῃ τὸ λόγο. Ἐκεῖνος δυσαρεστήθηκε. Τοῦ λέει· ―Θὰ σοῦ ἐπιτρέψω, ἀλλὰ ὄχι πάνω ἀπὸ πέντε λεπτά. ―Ὄχι, σύντροφε, λέει· οὔτε δυὸ λεπτὰ δὲ᾿ θὰ κάνω. Ἀνεβαίνει ἐπάνω καὶ φωνάζει στὴ ῥωσικὴ γλῶσσα· ―«Χριστὸς ἀνέστη!». Σείστηκε τότε ὅλο τὸ θέατρο· ―«Ἀληθῶς ἀνέστη!». Λαγὸς ἔγινε ὁ σύντροφος…

Ἀδέρφια μου! Ὅσοι πιστοί, στὸν αἰῶνα αὐτὸ τῆς ἀπιστίας καὶ τοῦ ὑλισμοῦ, ἂς μείνουμε ἑδραῖοι. Μπορεῖς νὰ ἀμφιβάλλῃς γιὰ ὅλα· γιὰ τὸ ἂν ὑπῆρξε Ἀλέξανδρος, γιὰ τὸ ἂν ὑπάρχῃ φεγγάρι· μπορεῖς νὰ ἀμφιβάλλῃς ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Μπορεῖς νὰ ἀμφιβάλλῃς γιὰ ὅλα· γιὰ ἕνα πρᾶγμα νὰ μὴν ἀμφιβάλλῃς. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Μὴν ἀμφιβάλλεις, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ζῇ, δὲν πέθανε! Ζῇ καὶ θριαμβεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Ὅν, παῖδες ὑμνεῖτε, ἄνδρες καὶ γυναῖκες ὑμνεῖτε, μικροὶ καὶ μεγάλοι ὑμνεῖτε, σύμπας ὁ λαὸς ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. μην.

Κυριακὴ τοῦ Πάσχα νύκτα

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Νικολάου Νεαπόλεως [=συνοικία τῆς πόλεως\ Φιλίππων – Καβάλας, Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου ἑσπέρας 20-5-1962)

Αγάπη Ακατάλυτος



Όποιος γνώρισε την αγάπη του Θεού αγαπά όλο τον κόσμο. Όποιος γνώρισε την ευσπλαχνία του Θεού σπλαχνίζεται όλον τον κόσμο. Όποιος πυρπολήθηκε από την άγάπη του Θεού γίνεται φως για όλο τον κόσμο. Όποιος πυρπολήθηκε από την αγάπη του Θεού επιθυμεί να φύγει από τον κόσμο. Να γυρίσει πίσω. Στα πατρώα σπλάγχνα. Στη ρίζα που μάς γέννησε Στην κολυμβήθρα που μάς γέννησε. Να μπει άνθρωπος και να βγει Χριστός! Όποιος γνώρισε την άγάπη του Θεού επιθυμεί να γίνει ΕΝΑ μαζί Του. Πώς και ποιος θ’ απεκδυθεί τον εαυτό του; Πώς και ποιος θα ενδυθεί τον Χριστό; Πώς και ποιος θα ταυτιστεί με τον Χριστό;

Ποιος θα γίνει ό,τι Εκείνος, δηλαδή, δηλαδή Σπλάγχνα Οίκτιρμών, δηλαδή απείρως Πράος καί Ταπεινός; Ποιος την ύπαρξή του θα δώσει, να ρθει ο εκ φύσεως Έλεος ελεητικώς να ελεήσει τον κόσμο; Η αγάπη δε δύναται να αναπαυθεί μέχρις ότου πετύχει την άνευ όρων παράδοση... Ή αγάπη δε δύναται να αναπαυθεί μέχρις ότου πετύχει την απόλυτη ταύτιση... Η αγάπη δε δύναται να αναπαυθεί μέχρις ότου πετύχει την άγια εξομοίωση. Όποιος αγαπάει εκούσια προσφέρεται, εκούσια προσέρχεται προς το εκούσιον πάθος : Έξάλειψέ με, για να μείνεις Εσύ. Όποιος αγαπάει μεταβάλλεται...Μεταλλάσσεται... Μετανοεί την εκ της αγάπης άγια μετάνοια. Αλλοιούται τήν εκ της αγάπης άγια άλλοίωση. Όποιος αγαπάει άξιώνεται την εκ της αγάπης άγια κένωση. Πώς και ποιος θα αγαπήσει τον Χριστό; Ποιος θα Του δοθεί;

Ποιος θα Του παραδοθεί; Ποιος θα άξιωθεί να Τον προσλάβει και να προσληφθεί άπ’ Αύτόν; Υπάρχει κανείς πού έπιθυμεί να αποκτήσει νου Χριστού, χέρια Χριστού, σπλάγχνα Χριστού, αίμα Χριστού, Χριστού ευφροσύνη; Ποιος θα δώσει σε μας την επιπόθηση του Γλυκυτάτου Χριστού; Ποιος θα δώσει σε μάς το Πνεύμα το Άγιο, ώστε να μη χωριστούμε από της αγάπης του Χριστού; Ποιος θα διδάξει σε μας ότι το φορτίο του Κυρίου έλαφρύ, ένεκα της αγάπης; "Οποιος ενωθεί με τη φωτιά, φωτιά θα γίνει. Όποιος ένωθεί με τον Χριστό, Χριστός θά γίνει. Υπάρχει κανείς που επιθυμεί να γίνει Χριστός; Υπάρχει κανείς που επιθυμεί να αγαπήσει τον Χριστό, να αγαπήσει τον αδελφό, να αγαπήσει τον έχθρό; Ο αδελφός μου: Χριστός. Ο έχθρός μου: Χριστός. Ο άγιός μου: Χριστός. Αυτοί που έφυγαν: Χριστός, κι αυτοί που θά 'ρθουν: Χριστός. Η Εκκλησία: Χριστός, κι εσύ ο πρώτος: Χριστός, κι εγώ ο έσχατος: Χριστός. Το παν, το άπαν: Χριστός. Χριστού Μέλη. Υπάρχει κανείς που επιθυμεί να αρνηθεί τον εαυτό του για τον Χριστό; Υπάρχει κανείς που επιθυμεί να συμμαρτυρήσει με τον Χριστό; Υπάρχει κανείς που επιθυμεί να ανεβεί στον Σταυρό, για τον Χριστό; Αδελφοί μου, η αγάπη δε δύναται να μη σταυρωθεί…

Καλή Ανάσταση

Σ' ευχαριστούμε Κύριε


Λόγος εις την Ταφή και την εις Άδου Κάθοδο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αγίου Επιφανίου Κύπρου

Σένα Αδάμ, σε προστάζω: σήκω από τον αιώνιο ύπνο σου. Δεν σε έπλασα, για να μένης φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών. Γιατί εγώ είμαι η ζωή των θνητών. Σήκω επάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω επάνω συ που είσαι η μορφή μου, που σε δημιούργησα κατ’ εικόνα μου. Σήκω να φύγουμε από εδώ.
(…) Γιατί απέραντη σιωπή βασιλεύει σήμερα στη γη; μεγάλη σιωπή και πολλή ηρεμία. Μεγάλη σιωπή, γιατί ο βασιλεύς κοιμάται. Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, γιατί ο Θεός με το σώμα κοιμήθηκε. Ο Θεός με το σώμα πέθανε και ο Άδης ετρόμαξε. Ο Θεός για λίγο κοιμήθηκε και αυτούς που κοιμόνταν αιώνες, από τον Άδη ανέστησε (…).
Σήμερα σώζονται και αυτοί που ζουν επάνω στη γη και αυτοί που αιώνες τώρα βρίσκονται κάτω από τη γη. Σήμερα σώζεται όλος ο κόσμος, ορατός και αόρατος. Σήμερα είναι διπλή η παρουσία του Δεσπότου Χριστού. Διπλή ευσπλαχνία. Διπλή κατάβασις μαζί και συγκατάβασις. Διπλή φιλανθρωπία. Διπλή επίσκεψις στους ανθρώπους. Από τον ουρανό στη γη και από τη γη στα κατοχθόνια κατεβαίνει ο Χριστός. Οι πύλες του Άδου ανοίγονται. Χαρήτε όλοι εσείς που κοιμάσθε από τους πανάρχαιους αιώνες. (…).
Χτες εζήσαμε στην υποταγή Του, σήμερα την κυριαρχία Του. Χθες φανερώθηκαν τα σημάδια της ανθρώπινής Του φύσεώς και σήμερα της θεϊκής. Χθες τον ερράπιζαν και σήμερα με την αστραπή της θεότητος σχίζει το σκοτεινό κατηκητήριο του Άδου. Χθες τον έδεναν και σήμερα δένει Αυτός τον τύραννο διάβολο με άλυτα δεσμά (…).
Εκείνος που χθες, μέσα στην άπειρη συγκατάβασί Του, δεν εκαλούσε να τον βοηθήσουν οι λεγεώνες των Αγγέλων, λέγοντας στον Πέτρο, ότι είναι στο χέρι μου να παρατάξω τώρα αμέσως περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες Αγγέλων, σήμερα κατέρχεται με τον θάνατο Τον κατά του Άδου και του θανάτου, του τυράννου, όπως ταιριάζει σε Θεό και Κυρίαρχο, επί κεφαλής των αθανάτων και ασωμάτων στρατευμάτων και των αοράτων ταγμάτων, όχι με δώδεκα μόνο λεγεώνες, αλλά με μύριες μυριάδες και χίλιες χιλιάδες Αγγέλων, Αρχαγγέλων, Εξουσιών, θρόνων, Εξαπτερύγων, Πολυομμάτων, τα οποία, ως βασιλέα και Κύριο τους, προπέμπουν, δορυφορούν και τιμούν τον Χριστό (…).
Και καθώς συμβαίνει όταν παρουσιασθή μια φοβερή, αήτητη και παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί και τρόμος και ταραχή και οδυνηρός φόβος κυριεύει τους εχθρούς του ακαταγώνιστου Στρατηγού, το ίδιο έγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ο Χριστός στα καταχθόνια του Άδη. Από επάνω μια δυνατή αστραπή ετύφλωνε τα πρόσωπα των εχθρικών δυνάμεων του Άδη και ταυτόχρονα ακούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές που διέταζαν: Άρατε πύλας• όχι ανοίξετε, αλλά ξερριζώστε τις από τα θεμέλια, βγάλτε τις τελείως από τον τόπο τους. ώστε να μην μπορούν πια να ξανακλείσουν.
Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών, όχι γιατί δεν μπορεί να τις ανοίξη ο Κύριος μας, που όταν θέλη, διατάζει και μπαίνει με κλεισμένες τις πόρτες, αλλά σας διατάζει, σαν δραπέτες δούλους, να σηκώσετε και να μεταφέρετε αυτές τις προαιώνιες πύλες. Για τούτο και δεν διατάζει τους όχλους σας, αλλά σας που παρουσιάζεσθε σαν αρχηγοί τους: άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών. Από τώρα και έπειτα δεν θα είσθε πια άρχοντες κανενός, παρ’ όλο που κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στους μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Ούτε αυτών θα είσθε πλέον άρχοντες, ούτε άλλων, ούτε των εαυτών σας ακόμη. Άρατε πύλας, γιατί ήρθε ο Χριστός, η ουράνια θύρα. Ανοίξετε δρόμο σ’ Αυτόν που έβαλε το πόδι Του στη φυλακή του Άδη (…).
Και μόλις οι αγγελικές δυνάμεις εβόησαν, την ίδια στιγμή άνοιξαν οι πύλες! Την ίδια στιγμή έσπασαν οι αλυσίδες και οι μοχλοί. Έπεσαν τα κλειδιά και συγκλονίσθηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Οι εχθρικές δυνάμεις ετράπησαν σε άτακτη φυγή, ο ένας έσπρωχνε τον άλλο, άλλος μπερδευόταν στα πόδια του άλλου και καθένας φώναζε στο διπλανό του να φεύγη γρήγορα. Έφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τα έχασαν, εταράχθηκαν, άλλαξε το χρώμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν και απόρησαν, απόρησαν και τρόμαξαν (…).
Κι ενώ αυτά διεδραματίζοντο στον Άδη και εσείοντο τα πάντα, ο δε Κύριος επλησίαζε να φθάση στα πιο έσχατα βάθη, ο Αδάμ ο πρωτοδημιούργητος και πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος που βρισκόταν δεμένος γερά και βαθύτερα από όλους, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, που ερχόταν στους φυλακισμένους και αμέσως ανεγνώρισε την φωνή Του, καθώς επερπατούσε μέσα στη φυλακή. Στράφηκε τότε προς όλους τους επί αιώνες συγκροτούμενους του και τους φώναξε: «Ω φίλοι μου! Ακούω να πλησιάζη σ’ εμάς ο ήχος των βημάτων Κάποιου. Εάν πραγματικά μας αξίωσε να έρθη έως εδώ, τότε είμαστε ελεύθεροι! Εάν τον ιδούμε ανάμεσά μας, σωθήκαμε από τον Άδη!».
Και την ώρα που ο Αδάμ έλεγε αυτά προς τους συγκαταδίκους του, εισέρχεται ο Κύριος, κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Μόλις τον αντίκρυσε ο Αδάμ, χτύπησε το στήθος από την χαρούμενη έκπληξι και φώναξε προς όλους τους επί αιώνες κεκοιμημένους: «Ο Κύριος μου ας είναι μαζί με όλους»! Και ο Χριστός απάντησε στον Αδάμ: «Και μετά του πνεύματός σου».
Ύστερα τον πιάνει από το χέρι, τον σηκώνει επάνω και του λέει: Σήκω συ που κοιμάσαι και ανάστα από τους νεκρούς, γιατί σε καταρτίζει ο Χριστός! Εγώ ο Θεός, που για χάρι σου έγινα υιός σου, έχοντας δικούς μου πλέον και σένα και τους απογόνους σου, με την θεϊκή εξουσία μου δίνω ελευθερία και λέω στους φυλακισμένους: εξέλθετε.
Σένα Αδάμ, σε προστάζω: σήκω από τον αιώνιο ύπνο σου. Δεν σε έπλασα, για να μένης φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών. Γιατί εγώ είμαι η ζωή των θνητών. Σήκω επάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω επάνω συ που είσαι η μορφή μου, που σε δημιούργησα κατ’ εικόνα μου. Σήκω να φύγουμε από εδώ. Γιατί συ είσαι μέσα σε μένα και εγώ μέσα σε σένα! Για σένα ο Κύριος έλαβε τη δική σου μορφή του δούλου. Για δική σου χάρι, εγώ που βρίσκομαι ψηλότερα από τους ουρανούς, κατέβηκα στη γη και πιο κάτω από τη γη. Για σένα τον άνθρωπο έγινα σαν ένας ανυπεράσπιστος άνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι εγώ από τη ζωή, ανάμεσα σ’ όλους τούς άλλους νεκρούς. Για σένα που βγήκες μέσα από τον κήπο του παραδείσου, μέσα σε κήπο παραδόθηκα στους Ιουδαίους και μέσα σε κήπο εσταυρώθηκα.
Κύτταξε στο πρόσωπο μου τα φτυσίματα, που καταδέχθηκα προς χάριν σου, για να σε αποκαταστήσω στην παλαιά σου δόξα, που σου είχα δώσει με το εμφύσημά μου. Κύτταξε στα μάγουλά μου τα ραπίσματα που καταδέχθηκα, για να επανορθώσω την διεστραμμένη μορφή σου και να την φέρω στην όψι που είχε σαν εικόνα μου. Κύτταξε στη ράχη μου τη μαστίγωσι που καταδέχθηκα, για να διασκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Κύτταξε τα καρφωμένα χέρια μου, που τα άπλωσα καλώς επάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να συχωρεθής συ που άπλωσες κακώς το χέρι σου στο απαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τα πόδια μου που καρφώθηκαν και τρυπήθηκαν στον Σταυρό, για να εξαγνισθούν τα δικά σου πόδια που έτρεξαν κακώς στο δένδρο της αμαρτίας (…). Η πληγωμένη πλευρά μου εθεράπευσε τον πόνο της πλευράς σου. Ο δικός μου ύπνος θα σε βγάλη από τον ύπνο σου μέσα στον Άδη. Η ρομφαία που χτύπησε έμενα, σταμάτησε τη ρομφαία που στρεφόταν εναντίον σου. Γι’ αυτό σηκωθήτε, ας φύγουμε από εδώ. Από τον θάνατο στη ζωή. Από την φθορά στην αφθαρσία. Από το σκοτάδι στο αιώνιο φως. Από την οδύνη στην ελευθερία. Από τη φυλακή του Άδη στην άνω Ιερουσαλήμ. Από τα δεσμά στην άνεσι. Από τη σκλαβιά στην τρυφή του Παραδείσου. Από τη γη στον ουρανό.
Γι’ αυτόν τον σκοπό ο Χριστός απέθανε και ανέστη, για να γίνη Κύριος και νεκρών και ζώντων. Σηκωθήτε, λοιπόν. Ας φύγουμε από εδώ. Ο ουράνιος Πατέρας περιμένει με λαχτάρα το χαμένο πρόβατο. Τα ενενήντα εννέα πρόβατα των αγγέλων περιμένουν τον σύνδουλό τους Αδάμ, πότε θα αναστηθή, πότε θα ανέλθη καί θα επανέλθη προς τον Θεό. Ο Χερουβικός θρόνος είναι έτοιμος. Αυτοί που θα σας ανεβάσουν είναι γρήγοροι και βιάζονται. Ο νυμφικός θάλαμος έχει προετοιμασθή. Το μεγάλο εορταστικό δείπνο είναι στρωμένο. Τα θησαυροφυλάκια των αιωνίων αγαθών άνοιξαν. Η Βασιλεία των Ουρανών έχει ετοιμασθή «από καταβολής κόσμου». Αγαθά που μάτια δεν τα είδαν και αυτιά δεν τα άκουσαν περιμένουν τον άνθρωπο.
Αυτά και άλλα παρόμοια είπεν ο Κύριος. Και αμέσως ανασταίνεται μαζί Του ο ενωμένος σ’ αυτόν Αδάμ και μαζί τους και η Εύα. Ακόμη δε και «πολλά σώματα δικαίων, που είχαν πεθάνει πριν από αιώνες, αναστήθηκαν» διακηρύσσοντας την τριήμερο Ανάστασι του Χριστού. Αυτήν ας την υποδεχθούμε και ας την αγκαλιάσουμε οι πιστοί με πολλή χαρά, χορεύοντες με τους αγγέλους και εορτάζοντες με τους αρχαγγέλους και δοξάζοντες τον Χριστό, που μας ανέστησε από την φθορά. Εις Αυτόν αρμόζει η δόξα και η δύναμις, μαζί με τον αθάνατο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό και ομοούσιο Πνεύμα, εις όλους τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Μετάφραση Αρχιμανδρίτου Ιγνατίου 
(Ιερά Μονή Παρακλήτου Αττικής)
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΣΥΝΑΞΗ» ΤΕΥΧΟΣ 3 


Ο Νικητής του Θανάτου

Σήμερα λοιπόν ο Κύριός μας περιοδεύει στον Άδη. Σήμερα συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και τους σιδερένιους μοχλούς του. Πρόσεξε την ακριβολογία. Δεν είπε, άνοιξε τις πύλες, αλλά «συνέτριψε τις χάλκινες πύλες», για να αχρηστεύσει το δεσμωτήριο. Δεν αφαίρεσε τους μοχλούς, αλλά τους συνέτριψε, για να αχρηστεύσει τη φυλακή. Όπου βέβαια δεν υπάρχει ούτε μοχλός ούτε θύρα, και αν κάποιος εισέλθει, δεν εμποδίζεται να εξέλθει. Όταν λοιπόν συντρίψει ο Χριστός, ποιος θα μπορέσει να διορθώσει; Οι βασιλείς όταν πρόκειται να αφήσουν ελεύθερους τους φυλακισμένους, δεν κάνουν αυτό που έκανε ο Χριστός, αλλά δίνουν διαταγές και αφήνουν στη θέση τους και τις πόρτες και τους φύλακες, δείχνοντας μ’ αυτό πώς θα χρειαστεί να μπουν πάλι εκεί μέσα ή εκείνοι που αποφυλακίστηκαν ή κάποιοι άλλοι στη θέση τους.
Αλλά ο Χριστός δεν ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Θέλοντας να δείξει ότι καταργήθηκε ο θάνατος, συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του. Και τις ονόμασε χάλκινες όχι επειδή ήταν από χαλκό, αλλά για να δηλώσει τη σκληρότητα και την αδιαλλαξία του θανάτου. Και για να μάθεις ότι ο χαλκός και ο σίδηρος εκφράζουν την ακαμψία και τη σκληρότητα, άκουσε τι λέει σε κάποιον αδιάντροπο: «Τα νεύρα σου είναι από σίδηρο και ο τράχηλος και το μέτωπό σου από χαλκό». Και εκφράστηκε έτσι όχι διότι είχε σιδερένια νεύρα ή χάλκινο μέτωπο, αλλά επειδή έδειχνε πως είναι αυστηρός, αδιάντροπος και σκληρός.
Θέλεις να μάθεις πόσο αυστηρός και άκαμπτος και ασυγκίνητος είναι ο θάνατος; Κανένας δεν τον κατάφερε ποτέ ν’ αφήσει ελεύθερο κάποιον από τους αιχμαλώτους του, έως ότου ήρθε και τον ανάγκασε ο Κύριος των αγγέλων. Πρώτα λοιπόν συνέλαβε και φυλάκισε εκείνον (το θάνατο) και ύστερα του πήρε ό,τι του ανήκε. Γι’ αυτό προσθέτει: «Θησαυροί που βρίσκονται στο σκοτάδι και είναι κρυμμένοι και δεν φαίνονται».
Αν και αναφέρεται σε ένα πράγμα, η σημασία του είναι διπλή. Υπάρχουν, δηλαδή, τόποι σκοτεινοί, οι οποίοι μπορεί πολλές φορές να φωτιστούν, αν τοποθετήσουμε μέσα τους λυχνία και φως. Οι χώροι όμως του Άδη ήταν πολύ σκοτεινοί και θλιβεροί και ποτέ δεν μπήκαν μέσα του ακτίνες φωτός, γι’ αυτό και τους χαρακτήρισε σκοτεινούς και αόρατους. Επειδή ήταν στην πραγματικότητα σκοτεινοί μέχρι τη στιγμή που κατέβηκε σ’ αυτούς ο Ήλιος της δικαιοσύνης και τους κατελάμπρυνε με το φως του και έκανε τον Άδη ουρανό. Γιατί όπου βρίσκεται ο Χριστός, ο τόπος μεταβάλλεται σε ουρανό.
Εύλογα ονομάζει τον Άδη σκοτεινό θησαυροφυλάκιο, γιατί εκεί υπήρχε σωρευμένος πολύς πλούτος. Πραγματικά, όλο το ανθρώπινο γένος που αποτελούσε πλούτο του Θεού ληστεύτηκε από τον διάβολο που εξαπάτησε τον πρωτόπλαστο και τον υποδούλωσε στο θάνατο. Το ότι το ανθρώπινο γένος αποτελούσε πλούτο του Θεού, το αποδεικνύει και ο Παύλος με όσα λέει: «Ο Κύριος είναι πλούσιος σε όλους και ιδιαίτερα σ’ εκείνον που τον επικαλείται». Όπως, λοιπόν, ένας βασιλιάς, όταν συλλάβει κάποιον ληστή, που λήστευε τις πόλεις, που άρπαζε από παντού, που κρυβόταν μέσα σε σπηλιές και αποθήκευε εκεί τα κλεμμένα πλούτη, αφού φυλακίσει τον ληστή, εκείνον μεν τον παραδίνει σε τιμωρία, τους δε θησαυρούς του μεταφέρει στα βασιλικά ταμεία, έτσι έκανε και ο Χριστός, με το θάνατό Του φυλάκισε τον ληστή και τον δεσμοφύλακα, δηλαδή τον διάβολο και το θάνατο, και μετέφερε όλα τα πλούτη, εννοώ το ανθρώπινο γένος, στα βασιλικά ταμεία.
Αυτό δηλώνει και ο Παύλος λέγοντας: «Ο Κύριος μάς λύτρωσε απ’ την υποδούλωσή μας στο σκοτάδι και μάς μετέφερε στο βασίλειο της αγάπης του».Και το πιο σπουδαίο είναι ότι ασχολήθηκε με το γεγονός αυτό ο Ίδιος ο βασιλιάς, τη στιγμή που κανένας άλλος βασιλιάς δεν καταδέχτηκε να κάνει κάτι παρόμοιο, αλλά δίνει εντολή στους υπηρέτες του να ελευθερώσουν τους φυλακισμένους. Εδώ όμως δεν συνέβη έτσι, αλλά ήρθε ο Ίδιος ο βασιλιάς στους φυλακισμένους και δε ντράπηκε ούτε τη φυλακή ούτε τους φυλακισμένους. Γιατί ήταν αδύνατο να ντραπεί το πλάσμα Του.
Και συνέτριψε τις πύλες και διέλυσε τους μοχλούς και κυριάρχησε στον Άδη και εξαφάνισε όλη τη φρουρά και, αφού συνέλαβε δέσμιο τον δεσμοφύλακα (τον θάνατο), επανήλθε σ’ εμάς. Ο τύραννος μεταφέρθηκε αιχμάλωτος, ο ισχυρός δεμένος. Ο ίδιος ο θάνατος πέταξε τα όπλα του και έτρεξε άοπλος και δήλωσε υποταγή στο βασιλιά.
Είδες τι αξιοθαύμαστη νίκη; Είδες τα κατορθώματα του σταυρού; Να σου πω και κάτι άλλο πιο αξιοθαύμαστο; Αν μάθεις με ποιον τρόπο νίκησε ο Χριστός, ο θαυμασμός σου θα γίνει μεγαλύτερος. Με τα όπλα δηλαδή που νίκησε ο διάβολος, με τα ίδια τον υπέταξε ο Χριστός. Αφού του άρπαξε (ο Χριστός) τα όπλα του, με εκείνα τον κατετρόπωσε. Και άκουσε πώς;
Παρθένος, ξύλο και θάνατος ήταν τα σύμβολα της ήττας μας. Παρθένος ήταν η Εύα, γιατί δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον άνδρα της. ξύλο ήταν το δέντρο και θάνατος η τιμωρία του Αδάμ. Αλλά να, και πάλι Παρθένος και ξύλο και θάνατος, αυτά τα σύμβολα της ήττας έγιναν σύμβολα της νίκης. Γιατί αντί της Εύας έχουμε τη Μαρία, αντί του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, το ξύλο του σταυρού, και αντί του θανάτου ως τιμωρία του Αδάμ, το θάνατο του Χριστού. Βλέπεις ότι ο διάβολος νικήθηκε με τα όπλα που νίκησε άλλοτε; Τον Αδάμ πολέμησε ο διάβολος και τον νίκησε κοντά στο δέντρο, τον διάβολο νίκησε ο Χριστός πάνω στο σταυρό.
Το ξύλο την πρώτη φορά έστελνε απ’ τον Άδη στη ζωή ακόμη κι όσους είχαν πάει εκεί. Το ξύλο επίσης την πρώτη φορά έκρυψε τον αιχμάλωτο που ήταν γυμνός, τη δεύτερη έδειχνε σ’ όλους γυμνό το νικητή (το Χριστό) που ήταν κρεμασμένος ψηλά. Και ακόμη, ο πρώτος θάνατος (του Αδάμ) καταδίκασε κι όλους εκείνους που γεννήθηκαν μετά από αυτόν, ενώ ο δεύτερος (του Χριστού) ανάστησε κι εκείνους ακόμη που έζησαν πριν από Εκείνον. «Ποιος μπορεί να περιγράψει με λόγια τη δύναμη του Κυρίου; Από νεκροί που ήμασταν, γίναμε αθάνατοι. Αυτά είναι τα κατορθώματα του σταυρού.
Έμαθες για τη νίκη; Έμαθες με ποιον τρόπο επιτεύχθηκε; Δες τώρα πώς επιτεύχθηκες χωρίς κόπο. Δεν βάψαμε τα όπλα μας στο αίμα, δεν παραταχθήκαμε σε θέση μάχης, δεν τραυματιστήκαμε, ούτε είδαμε κανέναν πόλεμο, κι όμως νικήσαμε. Αγωνίστηκε ο Κύριος κι εμείς στεφανωθήκαμε. Επειδή λοιπόν είναι και δική μας η νίκη, ας ψάλλουμε όλοι σήμερα σαν στρατιώτες ύμνο επινίκιο:«Κατανικήθηκε ο θάνατος και κατατροπώθηκε. Πού είναι θάνατε η νίκη σου; Πού είναι Άδη το κεντρί σου;».

Χριστιανός καί Σταυρός



Χριστιανός σημαίνει μικρός Χριστός κι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος, ἄρα χριστιανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάρμοστο καί ξένο στόν χριστιανό νά ἀναζητᾶ τίς εὐκολίες καί τήν ἀνάπαυση. Ὁ Κύριός σου καρφώθηκε στό σταυρό κι ἐσύ ἐπιζητᾶς τήν ἄνεση καί ζῆς μέ πολυτέλεια;...

Ἄν ἀγαπᾶς τόν Κύριό σου, πέθανε ὅπως Ἐκεῖνος. Σταύρωνε τόν ἑαυτό σου, ἔστω κι ἄν δέν σέ σταυρώνει κανείς. Καί σταυρός εἶναι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς κακίας καί τῆς ζήλειας σου. Σταυρώνεις τό «ἐγώ» σου, ὅταν ἀρνεῖσαι νά ἱκανοποιήσεις τίς κακές ἐπιθυμίες σου. Κρεμᾶς τόν ἑαυτό σου στό σταυρό, ὅταν ἀφήνεις τόν Θεό νά κατευθύνει τή ζωή σου χωρίς τίς δικές σου λογικές παρεμβάσεις. Πεθαίνεις σάν τόν Κύριό σου, ὅταν ὑποτάσσεσαι στό θέλημά του χωρίς τά ἀτέλειωτα «γιατί».

Ὁ Κύριος ζήτησε καί ζητᾶ νά τόν ἀκολουθήσουν ὅσοι εἶναι ἀποφασισμένοι νά σηκώσουν τό σταυρό τους, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι νά πεθάνουν, νά ἀρνηθοῦν τίς ἀπολαύσεις καί τήν τρυφή. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἀσφάλεια καί τίς ἡδονές τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἐχθρός τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ πού ὁ χριστιανός ἀγαπᾶ καί σηκώνει μέ ὑπομονή γιά χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου του Κυρίου!…

Ἁγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Προσευχή στον Εσταυρωμένο Κύριο...



Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τί ἄραγε κακό ἔκανες γιά νά ὑποστεῖς τό φοβερό σταυρικό θάνατο; Ποιό εἶναι τό ἔγκλημά Σου, γιά νά ὑποφέρεις τά τόσο φοβερά παθήματα τοῦ θανάτου; Ποιά εἶναι ἡ ἐνοχή Σου; Ποιά ἡ αἰτία τοῦ θανάτου Σου;

Κύριε, ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος εἶμαι ἡ αἰτία πού Σοῦ προξενεῖ τούς πόνους πάνω στό σταυρό. Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀφορμή τοῦ θανάτου Σου, χάρη τοῦ ὁποίου ἐσύ ὁ ἀναμάρτητος δικάστηκες.

Ὤ θαυμαστό μυστήριο πού δέν ἐξηγεῖται καί δέν ἑρμηνεύεται μέ τό ἀνθρώπινο μυαλό! Ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ παραβάτης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καί τιμωρεῖται γιά χάρη του ὁ ἀναμάρτητος καί δίκαιος Ἰησοῦς!

Πόσο πολύ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἀγάπησες! Πόσο πλούσιο φάνηκε τό ἔλεός Σου! Μέχρι ποίου σημείου ἔφτασε ἡ στοργή Σου πρός τούς ἀνθρώπους! Καί πόσο πολύ προχώρησε ἡ πρός ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους συμπαθειά Σου!

Τί λοιπόν, Κύριε, νά σοῦ ἀνταποδώσω γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες Σου καί τίς δωρεές Σου πού ἔκανες γιά μένα; 
Ἀσφαλῶς δέν ἔχω τίποτε νά Σοῦ ἀνταποδώσω. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά βρεῖ κανείς κάτι στήν ἀνθρώπινη καρδιά πού νά ἀξίζει νά δοθεῖ σάν ἀνταπόδοση στίς τόσο μεγάλες εὐεργεσίες Σου. 

Καί ὅμως ὑπάρχει, Κύριε. Καί αὐτό πάλι δικό Σου δῶρο εἶναι. Τό νά ἐπισκεφθεῖς καί νά βοηθήσεις τήν ψυχή μου νά σταυρωθεῖ ὡς πρός τήν ἁμαρτία. Νά νεκρώσει τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες της. Διότι, ὅταν μέ τή βοήθειά Σου μοῦ δώσεις αὐτό, τότε καί ἡ ψυχή μου θά ἀρχίσει νά συμμετέχει στά παθήματά Σου καί νά πάσχει μαζί μέ Σένα. Τότε ὁπλισμένη ἡ ψυχή μου μέ τή χάρη Σου θά πολεμεῖ καί θά νικᾶ τό κακό.

Κύριε, κάνε νά μή φοβᾶμαι καθόλου τά ὅσα δυσάρεστα παρουσιάζει ὁ κόσμος γιά νά μέ φοβίσει, ἐπειδή θέλω νά ἀνήκω σέ Σένα. Ἀμήν.




Χριστέ μου


...την Μεγάλη Παρασκευή της ζωής μας



Πάντα τὴ Μεγάλη Παρασκευή, νὰ ‘σαι μόνος σὰν τὸ Χριστὸ προσμένοντας τὸ τελευταιο καρφί, τὸ ξύδι, τὴ λόγχη. Τὶς ζαριὲς ν’ ἀκους ἀτάραχα στὸ μοίρασμα τῶν ὑπαρχόντων σου, τὶς βλαστήμιες, τὶς προκλήσεις, τὴν ἀδιαφορία. Πρὶν τὴν Παρασκευὴ δὲν ερχεται ἡ Κυριακή, τότε λησμονας τὰ μαρτύρια τῶν δρόμων της Μεγάλης Παρασκευης της ζωης μας. Μὴν ξαφνιαστεις, μὴ φοβηθεις στ’ ἀπρόσμενο σουρούπωμα. Οἱ μπόρες τοῦ οὐρανου δὲ στερεύουν. Ἡ ξαστεριὰ θὰ ’ρθει τὸ Σαββατόβραδο. Τότε λησμονας τὰ μαρτύρια των δρόμων της μεγάλης Παρασκευης της ζωης μας…

π. Μωυσής Αγιορείτης

Εγώ από μόνος μου είμαι χαμένος!


Σε ευχαριστώ Κύριέ μου, διότι για χάρη μου υπέμεινες της προδοσίας το φίλημα. Και πάλι φέρθηκες με φιλοφρόνηση λέγων: «εταίρε, εφ’ ω πάρει;» (Ματθ.κστ΄50). 
Δηλαδή, σύντροφε κάνε εκείνο για το οποίο ήρθες. Ο Ιούδας έπρεπε εκείνη την ώρα συγκλονισμένος να πέσει στα πόδια Σου και να πει: «Κύριε φιλάνθρωπε και ανεξίκακε, εμένα τον προδότη αποκαλείς σύντροφο; Συγχώρεσέ με τον ανάξιο». 
Και Συ θα τον συγχωρούσες και θα τον αποκαθιστούσες στο αποστολικό αξίωμα. Όμως ο δυστυχής είχε κυριευθεί από το σατανά και χάθηκε. Αν, λοιπόν, χάθηκε ένας απόστολος που έκανε θαύματα και αν χάθηκαν ο πιο λαμπρός άγγελος και τόσοι πολλοί άλλοι άγγελοι, εγώ από μόνος μου είμαι χαμένος. Ελέησέ με Κύριέ μου και σώσε με, είτε θέλω είτε δεν θέλω. Και όλους τους ανθρώπους προς δόξαν Σου.


Νικόλαος Βοϊνέσκος

http://ostratiotistisagapis.blogspot.gr

ΠΑΘΗ ΧΡΙΣΤΟΥ… ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ



Όταν εσυ βλέπεις ή ακούς ή πιάνεις όπλα, σχοινιά, ξυλοδαρμούς, στύλους, αγκάθια, καρφιά, σφυριά και άλλα παρόμοια, συλλογίσου με τον νού σου ότι όλα αυτά, έγιναν όργανα του πάθους του Κυρίου σου.

Πάλι, όταν βλέπεις ή κατοικείς σε σπίτια φτωχικά, ας έρχεται στην ενθύμησι σου το σπήλαιο και η φάτνη του Δεσπότου σου.
Άν δεις να βρέχει, θυμήσου εκείνη την γεμάτη αίματα βροχή του ιδρώτα, που έσταζε στο κήπο απο το ιερώτατο σώμα του γλυκύτατου του μας Ιησού και κατάβρεξε την γη.
Άν βλέπεις την θάλασσα και τα καϊκια, θυμήσου, ότι ο Θεός σου περπάτησε σωματικά πάνω σε αυτή, και ότι στεκότανε μέσα στα πλοία και δίδασκε τους όχλους απο αυτά.
Οι πέτρες, που θα δεις, θα σου θυμήσουν εκείνες τις πέτρες, που συντρίφθηκαν στον θάνατο του, η γη θα σου θυμήσει εκείνο το σεισμό, που έκανε τότε στο πάθος Του.

Ο ήλιος θα σου θυμίσει το σκοτάδι, που έγινε τότε,
τα νέρα θα σου θυμήσουν εκείνο το νερό, που έτρεξε απο την αγία του πλευρά, όταν με τη λόγχη τον τρύπησε ο στρατιώτης νεκρό στο σταυρό.
Άν πίνεις κρασί ή άλλο ποτό, θυμήσου το ξύδι και την χολή, που πότισαν τον Δεσπότη σου.
Αν σε θέλγει η ευωδία των αρωμάτων, τρέξε νοερά στη δυσωδία, που ο Ιησούς αισθανόταν στο όρος του Γολγοθά, το οποίο ήταν τόπος της καταδίκης, στο οποίο αποκεφάλιζαν τους ανθρώπους και γι'αυτό ήταν δύσοσμος και βρωμερός.
Όταν ντύνεσαι, θυμήσου, ότι ο Αιώνιος Λόγος ντύθηκε σάρκα ανθρώπου για να ντύσει εσένα απο την θεοτητα του.

Όταν πάλι ξεντύνεσαι, σκέψου τον Χριστό σου, που έμεινε γυμνός για να μαστιγωθεί και να καρφωθεί στο σταυρό για σένα.
Εαν σου φανή καμμία φωνή γλυκειά και νόστιμη, μετάθεσε την αγάπη στο Σωτήρα Σου, στου οποίου τα χείλη ξεχύθηκε όλη η Χάρη και νοστιμάδα, κατα το ψαλμικό:" Η Χάρις που υπάρχει άφθονη στο εσωτερικό σου, εξεχύθει στα χείλη σου"(ψαλμ.44,3). και από την γλυκύτητα της γλώσσης του κρεμόταν ο λαός, κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά. "Ο λαός όλος όταν τον άκουγε κρεμόταν από τα χείλη του".(19,48).
Εάν ακούσης ταραχές και φωνές του λαού, σκέψου εκείνες τις παράνομες φωνές των Ιουδαίων, "Αρον, Αρον, σταύρωσον αυτόν", που ακούστηκαν δυνατά στα θεϊκά αυτιά του.

Αν δης κανενα όμορφο πρόσωπο, θυμήσου πως ο πιο ωραίος από όλους τους ανθρώπους Ιησούς Χριστός, έγινε άμορφος και άσχημος, χωρίς καμμία ομορφιά πάνω στο σταυρό για την αγάπη σου.
Κάθε φορά, που θα κτυπήση το ρολόϊ ας έλθη στο νου σου εκείνο το λιποθύμισμα της καρδιάς, που ένιωσε ο Ιησούς, όταν άρχισε στον κήπο να φοβάται την ώρα του πάθους και του θανάτου, που πλησίαζε η νόμισε πως ακούς εκείνους τους σκληρούς χτύπους που ακούγονταν από τα σφυριά όταν το κάρφωναν στα σταυρο.
Και για να πω απλά, σε κάθε λυπηρή αφορμή που θα σε βρη η βρη άλλους, σκέψου ότι είναι μηδέν κάθε λύπη και δοκιμασία, καατ' αναλογία και ομοιότητα των ανήκουστων δοκιμασιών, που καταπλήγωσαν και συνέτριψαν το σώμα και την ψυχή του Κυρίου σου.

Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης

Ενώπιον του Εσταυρωμένου



Ψυχή κατάκοπη και θλιμμένη από πολλά, που για λόγους λεπτότητος δεν θα ήθελες να αναφέρης, αλλά τους κρατάς μέσα σου, γιατί δεν θέλεις να θίξης ή να πληγώσης ή να σκανδαλίσης κάποια άλλη ψυχή γύρω σου, από τις εγγύς ή τις μακράν, ψυχή ανήσυχη, που ζητάς ειρήνη, πήγαινε μπρος στον Εσταυρωμένον Σου, τον γλυκύτατον Ιησούν. Γονάτισε μπροστά του με συντριβή και πάρε το θάρρος να του πης αργά με αγνή και ειλικρινή διάθεση, με πίστη ακλόνητη πως θα εισακουσθής, αυτά τα λόγια:

Ω Κύριε Ιησού μου, πράε και ταπεινέ τη καρδία, σε παρακαλώ και σε ικετεύω με όλη μου την καρδιά:

Από την επιθυμία να με εκτιμούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με αγαπούν, ελευθέρωσέ με. 
Από την επιθυμία να με αναζητούν, ελευθέρωσέ με. 
Από την επιθυμία να με τιμούν, ελευθέρωσέ με. 
Από την επιθυμία να με επαινούν, ελευθέρωσέ με. 
Από την επιθυμία να με προτιμούν, ελευθέρωσέ με. 
Από την επιθυμία να με συμβουλεύονται, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με επιδοκιμάζουν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με φροντίζουν, ελευθέρωσέ με.

Από τον φόβο να με ταπεινώνουν, ελευθέρωσέ με.
Από τον φόβο να με περιφρονούν, ελευθέρωσέ με. 
Από τον φόβο να με απορρίπτουν, ελευθέρωσέ με. 
Από τον φόβο να με συκοφαντούν, ελευθέρωσέ με. 
Από τον φόβο να με λησμονούν, ελευθέρωσέ με. 
Από τον φόβο να με προσβάλλουν, ελευθέρωσέ με. 
Από τον φόβο να με υποπτεύωνται, ελευθέρωσέ με.

Να αγαπούν τους άλλους πιο πολύ από μένα, δος μου, Κύριε, να το θέλω!
Να εκτιμούν τους άλλους πιο πολύ από μένα, δος μου, Κύριε, να το θέλω!
Να μεγαλώνη η καλή ιδέα για τους άλλους και η δική μου να μειώνεται, δος μου, Κύριε, να το θέλω!
Να χρησιμοποιούνται οι άλλοι πιο πολύ από μένα, δος μου, Κύριε, να το θέλω!
Να επαινούνται οι άλλοι πιο πολύ από μένα, δος μου, Κύριε, να το θέλω!
Να θυμούνται μόνο τους άλλους κι όχι εμένα, δος μου, Κύριε, να το θέλω!
Να προτιμούνται οι άλλοι πιο πολύ από μένα, δος μου, Κύριε, να το θέλω!
Να προοδεύουν οι άλλοι στην αρετή πιο πολύ από μένα, αν βέβαια μπορέσω να πετύχω κάτι τέτοιο για τον εαυτό μου, δος μου, Κύριε, να το θέλω!

Ω, αν ο Κύριος σε ακούση, ψυχή πονεμένη και πληγωμένη, από τον ίδιο τον εαυτό σου -και θα σε ακούση αν η προσευχή σου είναι γνήσια και ειλικρινής, θερμή και από τα βάθη σου βγαλμένη-.
Πόσο η ειρήνη θα βασιλεύση στην καρδιά σου!
Πόσο η γαλήνη θα ριζώνη στο εσωτερικό σου!
Πόσο η ηρεμία θα είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό σου!
Και μέσα σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής σου πόσες μικρές ή μεγάλες ευτυχισμένες στιγμές!

Μην, ξεχνάς αγαπημένη ψυχή, πως τα τρία και μισό τέταρτα των κακών που μας προσβάλλουν δεν έρχονται παρά αποκλειστικά από την υπερβολική ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας και την υπερεκτίμηση των έργων και της οποιασδήποτε προσφοράς μας, που κάνουμε με την κρυφή πρόθεση να κάνουμε όσο γίνεται πιο μεγάλη τη θέση μας στον κόσμο.

Το πιο μεγάλο στον κόσμο είναι το να είναι κανένας λησμονημένος από τον κόσμο, εκτός από αυτούς που αγαπούμε και μας αγαπούν, έστω κι αν εμείς αγαπώντας τους πολύ, βρίσκουμε πολύ λιγώτερη ανταπόκριση από την πλευρά τους. Μη λησμονείς, ψυχή ευλογημένη, πως ίσως νομίζεις, ότι αγαπάς πιο πολύ από ότι οι άλλοι σε αγαπούν. Πώς μπορείς, αλήθεια, να το μετρήσεις αυτό; Το Πνεύμα το Άγιο, διά του αποστόλου του, λέει: Μηδενί μηδέν οφείλετε ειμή το αγαπάν αλλήλους. Με άλλα λόγια το χρέος σου είναι πάντα ανεξόφλητο! Πώς λοιπόν τολμάς να έχης απαιτήσεις σαν να το έχης εξοφλήσει; Αγάπα λοιπόν χωρίς να περιμένης οπωσδήποτε ανταπόκριση. Αγάπα και βάλε μέσα στην καρδιά σου ετούτη την αλήθεια: Ο,τιδήποτε εκτός από αυτό το χρέος μας, μας δημιουργεί πιο πολλή ανησυχία, παρά χαρά, πιο πολλή ταραχή, παρά ειρήνη, πιο πολύ άγχος, παρά βεβαιότητα.

Αυτό μην το λησμονείς ποτέ!

Ας βαθαίνει λοιπόν μέσα μας όλο και πιο πολύ αυτή η διάθεση. Ας μη σταματούμε να πορευώμαστε αυτόν τον δρόμο. Ας μη μας απατούν σκέψεις υπερηφανείας σαν κι αυτή:

Θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, πολύ πιο σημαντικό από αυτό που κανω,παρασυρόμενοι από απατηλές βλέψεις και επιθυμίες ή και ζήλο χωρίς καμμιά βάση σταθερή για να αφήσουμε το καθημερινό μας έργο, από τη γελοία επιθυμία να ανθίση η αρετή μας πιο πολύ από την αρετή του πλησίον μας.

Ας ασχοληθούμε, αντίθετα, με αυτό που κάνουμε, γιατί αυτό μας εμπιστεύθηκε ο Θεός.
Ας ασχολούμαστε να το κάνουμε όσο μπορούμε πιο καλά.
Και αυτό σημαίνει με λίγα λόγια να το κάνουμε:
Με καθαρότητα.
Με δραστηριότητα.
Με χαρά.
Με πληρότητα.

Ως κατενώπιον Κυρίου!
Ύστερα από όλα αυτά, ας μας λησμονούν, ας μας περιφρονούν, ας μας προσβάλλουν, ας μη μας κατανοούν, ας μας συκοφαντούν, ας μας καταδιώκουν, ας....
Τι σημασία θα έχουν όλα αυτά; Όλα θα περάσουν μια μέρα και εκείνο, που θα μένη για πάντα από ετούτη κιόλας την στιγμή, θα είναι η φιλία και η αγάπη του Θεού, που θα την αυξάνη όλο και πιο πολύ, θα γίνεται μεγαλύτερη η υπομονή μας και η πιστότητά μας σ' αυτήν, ο αγώνας μας και η προσπάθεια μας να μεγαλώνουμε τη δεκτικότητα μας γι' αυτήν. Όταν μάλιστα κοντά σ' αυτά αξιωνόμαστε να δεχώμαστε με την θεία Κοινωνία τον ίδιο τον Κύριο, τότε πώς θα μπoρέση ποτέ να μας περάση και το ελάχιστο παράπονο για ο,τιδήποτε στη ζωή μας για όλα αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω;

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΒΙΤΤΗΣ
Προσευχητικές και εξομολογητικές πατρικές ικεσίες
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Η δίκη του Χριστού

Όταν ο Πιλάτος βεβαιώθηκε για την αθωότητα του Χριστού και θέλησε να τον απολύσει τότε οι Ιουδαίοι φώναξαν: "Ημείς νόμον έχομεν και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι Θεού υιόν εαυτόν εποίησε." (Ιωάν.10'7). Αυτή είναι και η σημερινή θέση των Εβραίων. Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός παρέβη πράγματι το Μωσαϊκό Νόμο και δίκαια κατεδικάσθη σε θάνατο. Είναι δυνατόν όμως η ανθρώπινη Δικαιοσύνη να έφθασε σε τέτοια αντίθεση προς τη Θεία Δικαιοσύνη ώστε να καταδικάσει σε θάνατο τον ίδιο το Θεό και εν ονόματι του Νόμου να θανατώσει το Δημιουργό; Το βασικό λοιπόν ερώτημα είναι αν η δίκη του Χριστού ήτανε μία δίκαιη δίκη, κατά το ανθρώπινο μέτρο, αν δηλαδή έγινε σύμφωνα με το νόμο και τη δικονομία.
Η δικαιοσύνη την εποχή του Χριστού βρισκόταν σε αρκετά ψηλό επίπεδο. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο σε λίγα θέματα υστερούσε από το σημερινό ευρωπαϊκό δίκαιο και το εβραϊκό ήτανε ιεροκρατικό και στηριζόταν στο Μωσαϊκό Νόμο.
Τα εβραϊκά δικαστήρια ήτανε πολυμελή. Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το Μέγα Συνέδριο που είχε και άλλες εξουσίες. ΄Εδρευε στην Ιερουσαλήμ, απετελείτο από 120 μέλη με πρόεδρο τον Αρχιερέα και είχε στη διαταγή του στρατιωτική δύναμη, την κουστωδία. Οι θανατικές καταδίκες των εβραϊκών δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τη Ρωμαϊκή εξουσία όπως αναφέρεται στο βιβλίο "Η δίκη του Ιησού" του θεολόγου Δημήτριου Καππαή.
Η θανατική ποινή προβλεπόταν για αρκετά αδικήματα αλλά σύμφωνα με τις αντιλήψεις του λαού σπανίως επιβαλλόταν. Η εκτέλεση γινόταν με διάφορους τρόπους, από τους οποίους πιο βασανιστικός και εξευτελιστικός ήταν ο θάνατος επί του σταυρού, ο οποίος συνηθίζετο από τα Ρωμαϊκά δικαστήρια, τα οποία δεν είχαν ενδοιασμούς στην επιβολή θανατικής καταδίκης.
Κατά την εβραϊκή δικονομία η προανάκριση ήταν άγνωστη και δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος. Η απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του κατηγορουμένου αλλά μόνο στις μαρτυρίες. Η δίκη διεξαγόταν μέρα, με ανοικτές τις πόρτες, ενώπιον του λαού. Ξεκινούσε με τους μάρτυρες υπερασπίσεως και ακολουθούσαν δύο τουλάχιστον μάρτυρες κατηγορίας, που έπρεπε να δώσουν σαφή και πανόμοια μαρτυρία, κρατώντας το δεξί τους χέρι πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου και σε περίπτωση θανατικής καταδίκης έπρεπε να συμμετέχουν στην εκτέλεση και να ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εάν η θανάτωση θα γινόταν με λιθοβολισμό.
Ο Κατηγορούμενος εθεωρείτο αθώος μέχρι την τελική του καταδίκη, εδικαιούτο να μιλήσει, να φέρει μάρτυρες και να τύχει καλής μεταχείρισης. Κατά τη γνώμη των συγγραφέων δεν ετηρούντο πρακτικά αλλά η ίδια η καταδίκη εκδιδόταν με γραπτό διάταγμα. (Κοντογόνη: Εβραϊκή Αρχαιολογία, Β'4). Πάντως διάταγμα καταδίκης του Χριστού δεν έχει βρεθεί.
Οι Δικαστές έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, δίκαιοι και μερικοί απ' αυτούς να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης ανεβάλλετο η τελική απόφαση για τη μεθεπόμενη μέρα και εάν επικυρωνόταν η θανατική καταδίκη η εκτέλεση έπρεπε να γίνει την άλλη μέρα και όχι αυθημερόν. Από την έναρξη της ακροάσεως μέχρι την εκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες.
Στον τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τον κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, που καλούσε το λαό να αναφέρει αμέσως στο Δικαστήριο, το οποίο συνεδρίαζε εκείνη την ώρα, οτιδήποτε ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο και τότε σταματούσε αμέσως η εκτέλεση.
Αυτά για τη Δικαιοσύνη στο Ισραήλ. Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι στα χρόνια της ρωμαϊκής υποτέλειας υπήρχε μεγάλη φαυλότητα και ηθικός ξεπεσμός, με αποτέλεσμα οι άρχοντες να είναι πρόσωπα φαύλα, που εξασφάλιζαν τη θέση τους δωροδοκώντας τους Ρωμαίους ηγεμόνες. Οι Δικαστές δεν είχαν πλέον την εντιμότητα και την ανθρωπιά που είχαν οι προκάτοχοι τους. Ολόκληρο το έθνος βρισκόταν σε ξεπεσμό και αθλιότητα.
Μετά την ανάσταση του Λαζάρου πολλοί Ιουδαίου πίστεψαν στον Χριστό. "Συνήγαγον ουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι συνέδριον και έλεγον. Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; …. Εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς …. ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται." (Ιω. ΙΑ'48-50)
"Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι' αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν." (Ιω. ΙΒ'10)
Και η στρατιωτική κουστωδία, μαζί με ένοπλους υπηρέτες, όταν συνέλαβε τον Ιησούν δεν τον έφερε στο δικαστήριο αλλά στον πεθερό του αρχιερέα, τον ΄Αννα, που υπηρέτησε στο παρελθόν σαν αρχιερέας. Και ο ΄Αννας, χωρίς να έχει καμιά εξουσία άρχισε ανάκριση για να βρει αιτία εναντίον του συλληφθέντος. Κι ο Χριστός απαντά. "Επερώτησον τους ακηκοότας" "εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν". (Ιω. ΙΗ',20). Η απάντηση δεν άρεσε και ένας υπηρέτης ερράπισε τον Ιησούν λέγοντας "ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί;" Σε λίγη ώρα οδήγησαν τον Χριστό στο σπίτι του αρχιερέα Καϊάφα και μέχρις ότου μαζευτούν τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου οι υπηρέτες έδερναν, έβριζαν και κορόϊδευαν τον Χριστό. Το εβραϊκό δίκαιο απαγόρευε την ανάκριση και την κακοποίηση του κατηγορουμένου. (Mishna, Sotah 1,4).
Και άρχισε η συνεδρίαση του Ανωτάτου Εβραϊκού Δικαστηρίου με άλλες τρεις δικονομικές παραβάσεις. Το Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου και συνεδρίασε νύκτα, πράγμα απαγορευμένο (Mishna, Sanhedrin IV,1), χωρίς να προϋπάρχει σαφής κατηγορία από δύο τουλάχιστον μάρτυρες, όπως απαιτούσε η δικονομία.
Μετά την έναρξη της δίκης βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες που διαστρέβλωσαν το λόγο του Κυρίου "λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ αυτόν" (Ιω. Β'19), που οπωσδήποτε ελέχθηκε για την Ανάσταση του ιδίου και όχι για το ναό του Σολομώντος. Οι μαρτυρίες όμως δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι δόθηκαν αντικανονικά με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο μαρτύρων. ΄Επρεπε λοιπόν να καταδικαστούν σε θάνατο οι ψευδομάρτυρες σύμφωνα με το Δευτερονόμιον (ΙΘ' 18-21). "και ιδού μάρτυς άδικος εμαρτύρησεν άδικα, αντέστη κατά του αδελφού αυτού, και ποιήσετε αυτώ ον τρόπον πονηρεύσατο ποιήσαι κατά του αδελφού αυτού …. Και οι επίλοιποι ακούσαντες φοβηθήσονται …."
Το Συνέδριο αποφάσισε ότι δε μπορεί να στηριχθεί σ' αυτούς τους μάρτυρες και ο Πρόεδρος του, ο αρχιερέας Καϊάφας, ερώτησε το Χριστό "συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού; λέγει αυτώ ο Ιησούς. Συ είπας …. Τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε. Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;" (Ματθαίου ΚΣΤ' 63).
Η ομολογία του κατηγορούμενου, αν τέτοια θεωρηθεί η απάντησή Του, δεν αποτελούσε κατά το Μωσαϊκό Νόμο απόδειξη. Χρειαζόταν μάρτυρες "επί στόματος δύο μαρτύρων και επί στόματος τριών μαρτύρων στήσεται παν ρήμα" (Δευτερονόμιον ΙΘ'15).
Δεν υπήρξε καθόλου υπεράσπιση, που εθεωρείτο απαραίτητο μέρος της δικαστικής διαδικασίας. (Sanhedrin IV,5). Την υπεράσπιση την ανελάμβανε ένας τουλάχιστον από τους δικαστές για να μην μείνει κανένας κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος.
Ο αρχιερέας "διέρρηξε τα ιμάτια του" πράγμα που απαγορεύει ο Μωσαϊκός νόμος στους ιερείς (Λευϊτικόν 6, ΚΑ'10).
Και τα μέλη του Συνεδρίου απεκρίθησαν "ένοχος θανάτου εστί" (Ματθαίου ΚΣΤ'67). Η ψηφοφορία έγινε ταυτόχρονα, ενώ έπρεπε να γίνει με τη σειρά, από το νεότερο δικαστή προς τους παλαιότερους για να μην επηρεαστούν μεταξύ τους.
Μετά την καταδίκη άρχισαν άλλα έκτροπα "και ήρξαντο τινές εμπτύειν αυτώ και περικαλύπτειν το πρόσωπον αυτού και κολαφίζειν αυτόν και λέγειν αυτώ προφήτευσον ημίν τις εστίν ο παίσας σε. Και οι υπηρέται ραπίσμασιν αυτόν έβαλον" (Μάρκον ΙΔ' 65).
Για να τηρήσουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι τα προσχήματα περίμεναν να ξημερώσει και συνεδρίασαν πάλιν για να επικυρώσουν την καταδίκη στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στα τείχη της Ιερουσαλήμ. "Και ευθέως επί το πρωϊ συμβούλιον ποιήσαντες οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και γραμματέων και όλον το συνέδριον, δήσαντες τον Ιησούν απήνεγκαν και παρέδωκαν τω Πιλάτω" (Μάρκον ΙΕ',1).
Ο Χριστός συνελήφθη την Πέμπτη το βράδυ και η επίσημη δίκη διεξήχθηκε, ολοκληρώθηκε και εκτελέστηκε η θανατική ποινή μέσα στην ίδια μέρα, την Παρασκευή, κατά παράβαση των κανόνων (Sanhedrin IV,I), ενώ έπρεπε να περάσουν 4 τουλάχιστον μέρες.
Γράφεται στην Ακολουθία των Αγίων Παθών πριν από το 12ο Ευαγγέλιο ότι: "΄Ηδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ. Και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον. Αλλ' ο φύσει σώματος δι' εμέ πάσχων, Αγαθέ, Κύριε, δόξα σοι."
Κατά το Μωσαϊκό Νόμο η Θεοποίηση ανθρώπου αποτελούσε βλασφημία και αδίκημα. Ο κατηγορούμενος όμως εδικαιούτο υπεράσπιση.
Ο Χριστός έκανε αναρίθμητα θαύματα μπροστά στο λαό. Και οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τον υποδέχτηκαν μερικές μέρες πριν από τη δίκη ψάλλοντας "Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ." (Ιω.ΙΒ'13).
Εξ άλλου η ανθρωπότητα περίμενε το Σωτήρα, "την προσδοκία των εθνών", "τον καθολικό διδάσκαλο" του Σωκράτη, το "Λόγο" του Πλάτωνα, τον "Άγνωστο Θεό" των Αθηναίων, τον "νέο Θεό" των 3 μάγων, τον "Άγιο" του Κομφούκιου και τον αναμενόμενο από όλους τους Προφήτες του Ισραήλ "Μεσσία". Οι μορφωμένοι εβραίοι γνώριζαν καλά όλες τις προφητείες, που συνέκλιναν και συμφωνούσαν ότι ο κατηγορούμενος Ιησούς ήταν ο ίδιος ο Μεσσίας - Χριστός όπως αναφέρεται και στο βιβλίο του Ιώσηπου Contra Apionem Lib. II 17. Η ζωή, η διδασκαλία Του και τα απειράριθμα θαύματα Του δεν χωρούσαν καμιά αμφιβολία. Το Μεγάλο Συνέδριο όμως απαξιεί να μελετήσει το θέμα και να εξετάσει μήπως ενώπιον του αντί Θεοποίηση ανθρώπου έχει ενανθρώπιση Θεού. Μάλλον δεν απαξιεί, αλλά σε γνώση του καταδικάζει το Μεσσία, εφ' όσον ο αρχιερέας είχε πει μετά την ανάσταση του Λαζάρου "ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί …", όπως αναφέρεται και στο βιβλίο "Η δίκη του Ιησού" του εισαγγελέα Χρήστου Τραπεζούντιου.
Πρεσβύτεροι και Αρχιερείς κατεδίκασαν σε θάνατο το Θεό τους και δέσμιο τον οδηγούν στον ρωμαίο Πιλάτο για να επικυρώσει τη θανατική καταδίκη.
Μια νέα δίκη, Ρωμαϊκή, ξεκινά.
Ήτανε πρωϊ της Παρασκευής, της προηγούμενης μέρας του εβραϊκού Πάσχα, που έφεραν οι εβραίοι τον Ιησούν έξω από το Πραιτώριο. Οι εβραίοι δεν ήθελαν να μπουν στην κατοικία ειδωλολάτρη για να μη μολυνθούν πριν από το Πάσχα και στην επιμονή τους ο ρωμαίος ηγεμόνας διέταξε και τοποθέτησαν στο λιθόστρωτο μπροστά από το Πραιτώριο τη δικαστική του έδρα για να δικάσει εκεί τον κατηγορούμενο. Κατά το τυπολατρικό ρωμαϊκό δίκαιο η δικαστική εξουσία ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή παρά με το άτομο του.
Με την έναρξη της δίκης παρατηρείται η πρώτη δικονομική παράβαση. Ο κατηγορούμενος ήτανε δέσμιος κατά τη διάρκεια της δίκης ενώ έπρεπε να θεωρείται ο κατηγορούμενος αθώος μέχρι την καταδίκη. Και αρχίζει η δίκη με την ερώτηση του Πιλάτου: "τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;"
Έπρεπε λοιπόν οι εβραίοι να κατηγορήσουν τον Ιησούν. Αλλά κατηγορία για βλασφημία δε θα ενδιέφερε τον ρωμαίο ηγεμόνα. Ούτε θα επέφερε θανατική καταδίκη. Ο αρχιερέας Καϊάφας διετύπωσε ενώπιον του λαού νέα, εντελώς ψευδή, κατηγορία λέγοντας "τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν Βασιλέα είναι". (Λουκά ΚΓ',2)
Η απάντηση του Καϊάφα ήτανε εντελώς ψευδής γιατί το Μέγα Συνέδριο καταδίκασε τον Ιησούν με άλλη κατηγορία, την βλασφημία. ΄Ητανε ψέμα όμως και το περιεχόμενό της, γιατί ο Χριστός είχε δώσει διαφορετική απάντηση στους μαθητές των Φαρισσαίων, όταν τον ρώτησαν για τη ρωμαϊκή φορολογία "απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ" (Ματθ. ΚΒ',21)
΄Επρεπε βάσει του Ρωμαϊκού Δικαίου να γίνει γραπτή αίτηση για εισαγωγή σε δίκη. ΄Επρεπε να αναφερθεί το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορούμενου και να διατυπωθεί ακριβώς η κατηγορία. ΄Επρεπε να συνταχθεί πρωτόκολλη κατηγορίας. ΄Επρεπε να καθοριστεί η μέρα της δίκης και να κληθούν και να ακουστούν, εκείνη τη μέρα, οι μάρτυρες. (Δημαρά: Ιστορία Ρωμαϊκού Δικαίου, Β 132). Εάν όμως θεωρηθεί ότι δεν επρόκειτο για πρωτόδικη υπόθεση αλλά για επικύρωση της θανατικής καταδίκης του εβραϊκού δικαστηρίου τότε η εισαγωγή στη δίκη έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αίτησης μαζί με την πρωτόδικη απόφαση.
Ο Πιλάτος δεν έκανε τίποτε απ' αυτά. Κατέβη από την έδρα του, πράγμα που κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο σήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία, μπήκε στο Πραιτώριο και εκεί συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των εβραίων, ενεργώντας κάποιας μορφής ανάκριση.
"Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;" (Λουκά ΚΓ'3), ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησούν, ο οποίος απεκρίθη "η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου …. εγώ …. εις τούτο ελήληθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία". (Ιω. ΙΗ', 35 επ.)
Την απάντηση του Ιησού την κατάλαβε ο Πιλάτος. Ο Χριστός ήτανε πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας. ΄Εκρινε αμέσως ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία και δεν υπήρξε ο Ιησούς ένοχος αντιποίησης εξουσίας. Ο Πιλάτος επιβεβαίωσε τη θέση του με τη φράση που εξεστόμισε "τι έστιν αλήθεια;" Μια ερώτηση που δεν περίμενε απάντηση γιατί η αλήθεια ήτανε κατ' εκείνον μια φιλοσοφική ουτοπία. Με το πρακτικό ρωμαϊκό πνεύμα που τον χαρακτήριζε ο Πιλάτος βγήκε από το Πραιτώριο και αθώωσε αμέσως τον κατηγορούμενο λέγοντας στους Ιουδαίους "εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ". (Ιω. ΙΗ' 38).΄Επρεπε ο Ιησούς να αφεθή αμέσως ελεύθερος.
Ο όχλος όμως δημιουργούσε μεγάλο θόρυβο μπροστά στο ανάκτορο επιμένοντας στη θανατική καταδίκη. Μέσα από τις φωνές ο Πιλάτος ξεχώρισε ότι ο Ιησούς ήτανε Γαλιλαίος. Και η Γαλιλαία ήταν έξω από τη δικαιοδοσία του Πιλάτου. Η Γαλιλαία είχε άρχοντα, τετράρχη, τον εξηρτημένο βασιλιά Ηρώδη τον Αντύπα.
Ο Πιλάτος λοιπόν παρά το γεγονός ότι είχε αμέσως προηγουμένως αθωώσει τον Ιησούν, επικαλέστηκε την τοπική αρμοδιότητα του Ηρώδη. Και για να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη έστειλε τον Ιησούν στον Ηρώδη, που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Ιερουσαλήμ. (Λουκά ΚΓ' 6-7)
Ο Ιησούς δεν απάντησε σε καμιά από τις ερωτήσεις του Ηρώδη, που αποκεφάλισε τον ΄Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Ο πανούργος Ηρώδης δεν θέλησε να ξαναβάψει τα χέρια του με άγιο αίμα και απεφάσισε ότι δεν έχει αρμοδιότητα γιατί το αδίκημα του Ιησού και η εβραϊκή καταδίκη του έγιναν έξω από τα δικά του σύνορα της Γαλιλαίας.
Ο Χριστός λοιπόν αθωώθηκε για δεύτερη φορά από τη Ρωμαϊκή εξουσία με την απόφαση του Ηρώδη. Αντί όμως να αφεθεί ελεύθερος οδηγείται και πάλιν δέσμιος στον Πιλάτο, αφού ο Ηρώδης και οι στρατιώτες του τον εξευτέλισαν και του φόρεσαν βασιλικό μανδύα (Λουκά ΚΓ' 11) πράγματα εντελώς απαράδεκτα με την απαλλαγή του κατηγορούμενου, έστω και για έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας.
Ο Πιλάτος βγήκε στον εξώστη του Πραιτωρίου και αθώωσε γι' άλλη μια φορά τον Ιησούν λέγοντας "ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον ων κατηγορείτε κατ' αυτού. Αλλ' ουδέ Ηρώδης. Ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν. Και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ". (Λουκά ΚΓ' 15-16)
Οι Ιουδαίοι φώναζαν περισσότερο και στο δίλημμα του Πιλάτου προστέθηκε και το μήνυμα της γυναίκας του Πρόκλας "μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω. Πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ' όναρ δι' αυτόν" (Ματθαίου ΚΖ'20). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Πρόκλα βαφτίστηκε Χριστιανή και εορτάζεται η μνήμη της σαν αγίας στις 27 Οκτωβρίου.
Ο Πιλάτος παρουσίασε το Χριστό και το ληστή Βαρραβά μπροστά στο λαό και ρώτησε ποιόν από τους δύο να απολύση για τη γιορτή του Πάσχα. Και ακούγονταν ακόμη δυνατότερες οι φωνές του όχλου που ζητούσε την απόλυση του Βαρραβά και τη θανάτωση του Ιησού.
Ο σκληρός τύρρανος, που ήτανε ταυτόχρονα άβουλος και αναποφάσιστος, διέταξε να μαστιγωθεί ο Ιησούς. Η μαστίγωση ήτανε σκληρή ποινή που συνόδευε την έσχατη ποινή της σταυρώσεως. Μπορούσε να επιβληθεί και σαν αυτοτελής ποινή. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μπορούσε να επιβληθεί σε πρόσωπο που αθωώθηκε ή έστω σε κατηγορούμενο πριν από την τελική καταδίκη του. Η νομοθεσία του Ιουλίου Καίσαρος (Τίτλος Ι θέμα 1ον και τίτλος 6ος θέμα 7ον) ήτανε σαφής και παρεβιάσθη κατάφορα.
Σκηνές που θα ντροπιάζουν την ανθρωπότητα και ειδικότερα την ανθρώπινη δικαιοσύνη ακολούθησαν. Μετά από το βάναυσο φραγγέλωμα στην αυλή του Πραιτωρίου έντυσαν το ματωμένο σώμα του ενανθρωπίσαντος Θεού με βασιλική χλαμίδα, στεφάνωσαν την κεφαλή του αιώνιου Βασιλέα με ακάνθινο στεφάνι και βασάνισαν και εξευτέλισαν τον αμνό του Θεού τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου. (Ιω. ΙΘ' 1-3)
Ο εκπρόσωπος της ανθρώπινης δικαιοσύνης, ο Πιλάτος, βγήκε πάλε από το Πραιτώριο, κάθισε στην δικαστική έδρα στο ύψωμα του Λιθόστρωτου και απευθυνόμενος στους αρχιερείς και τον όχλο "λέγει αυτοίς. Ιδε ο άνθρωπος. Ότε ουν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες. Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος. Λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε. Εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι: ημείς νόμον έχομεν, κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν." (Ιω.ΙΘ' 6-7)
Ο Πιλάτος αθώωσε το Χριστό για άλλη μια φορά, αλλά πάλε δεν τον απέλυσε. Και οι Ιουδαίοι παραδέχθηκαν ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε από το Μέγα Συνέδριο ένοχος θανάτου κατά το Μωσαϊκό δήθεν Νόμο γιατί απεκάλεσε τον εαυτό του υιό Θεού, πράγμα που απέκρυψαν από τον Πιλάτο μέχρι τη στιγμή αυτή.
Ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου "non bis in idem" (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως) και ξαναμπήκε στο Πραιτώριο για να ανακρίνει και πάλε τον Ιησούν. Η νέα απροσδόκητη κατηγορία ότι "εαυτόν υιόν Θεού εποίησε", η επιβλητική προσωπικότητα του Κυρίου, η γαλήνη που ακτινοβολούσε, το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου και ο θρησκευτικός φανατισμός των Ιουδαίων συγκλόνισαν και σύγχισαν τον Πιλάτο.
Ο Πιλάτος συνομίλησε πάλε με τον Κύριο. Ο κατηγορούμενος δεν ήτανε συνηθισμένος άνθρωπος και μιλούσε σαν να είχε θεϊκή εξουσία. Ο κατηγορούμενος ήτανε ανώτερος από το δικαστή του. "Εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν." (Ιω. ΙΘ'13)
Ξανακάθησε ο Πιλάτος στη δικαστική έδρα και άνοιξε νέα συζήτηση με τον όχλο σε μια τελευταία προσπάθεια να αποφύγει τη σταύρωση του Ιησού. "οι δε Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες. εάν τούτον απολύσης ουκ ει φίλος του Καίσαρος. πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει το Καίσαρι" (Ιω.ΙΘ'13).
Το τελευταίο τέχνασμα των εβραίων συγκλόνισε τον Πιλάτο γιατί βρισκόταν σε κάποια δυσμένεια του αυτοκράτορα Τιβερίου (Ιωσήπου Lib. XIII, Cap. III, p.1) και αποφάσισε αμέσως να σώσει το τομάρι του παρά να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη. Για να αποφύγει το βάρος της άδικης καταδίκης δεν εξέδωσε δικιά του απόφαση αλλά "λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων. Αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου. Υμείς όψεσθε. Και αποκριθείς πας ο λαός είπε. Το αίμα αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα υμών. Τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαρραβάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή." (Ματθ. ΚΖ' 24)
Εάν θεωρηθεί ότι η πράξη του Πιλάτου να νήψει τα χέρια του και να επιτρέψει στους Εβραίους να σταυρώσουν το Χριστό ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι κατεδικάσθη ο Ιησούς σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία επειδή παρουσιαζόταν σαν βασιλέας, πράξη αντίθετη προς την Lex Julia Majestatis και τα Crimina Imminutae Majestatis.
Και ακολούθησε η εκτέλεση. Οι άνθρωποι σταύρωσαν τον ίδιο το Θεό τους. Και στάθηκαν οι Εβραίοι απέναντι από τον Σταυρό και έβριζαν και κορόϊδευαν. (Μάρκον ΙΕ΄31) "Ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι." Παραδεχόταν δηλαδή και ενώπιον του Σταυρού ότι ο Χριστός έκανε θαύματα και έσωσε άλλους.
Σταυρώθηκε λοιπόν ο Χριστός και απέθανε και την τρίτη ημέρα ανεστήθη. Τι απέγιναν όμως οι άνθρωποι που ήταν υπόλογοι για την άδικη καταδίκη Του;
Ο προδότης Ιούδας επέστρεψε στον Ναό, έριξε πίσω τα τριάκοντα αργύρια και κρεμάστηκε σε δένδρο έξω από την Ιερουσαλήμ και αυτοκτόνησε.
Στο βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (Μέγας Συναξαριστής, ΄Εκδοση Ε, Τόμος 7ος, σελ. 425) αναφέρεται ότι πήγε στη Ρώμη και κατήγγειλε στον Τιβέριο Καίσαρα τον Πόντιο Πιλάτο και τους αρχιερείς. Ο Καίσαρας ακούοντας για τα θαύματα του Χριστού και γνωρίζοντας ότι κατά τον χρόνο της σταύρωσης, έγινε σκότος σε ολόκληρη την οικουμένη διέταξε την προσαγωγή του Πιλάτου, του ΄Αννα και του Καϊάφα στη Ρώμη. Ο Καϊάφας πέθανε κατά το ταξίδι και ο Άννας εκτελέστηκε στη Ρώμη. Ο Πιλάτος φυλακίστηκε έξω από τη Ρώμη και πέθανε στην φυλακή. Αντίθετα στα "χρονικά" του Ζωναρά, βιβλίο Στ', γράφεται ότι ο διάδοχος του Τιβερίου ο Καλλιγούλας εξόρισε τον Πιλάτο στην Γαλλία και στο Γ' βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσέβιου γράφεται ότι ο Πιλάτος όταν ήταν εξόριστος στην Γαλλία ήρθε σε απόγνωση και αυτοκτόνησε.
Αυτά λοιπόν για τη δίκη του Χριστού και για τη δίκη των δικαστών Του, στην οποία ο Αυτοκράτορας κατεδίκασε τους δικαστές και κατά συνέπεια αυτή η απόφαση αποτελεί την έβδομη και τελική αθώωση του Χριστού.
Στην εβραϊκή δίκη του Μεγάλου Συνεδρίου σημειώσαμε 16 από τις παραβάσεις του Μωσαϊκού Νόμου. Στη δίκη του Πιλάτου σημειώσαμε άλλες 16 σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου. Η όλη όμως διεξαγωγή των δικών, από τη βραδινή σύλληψη μέχρι την μεσημβρινή Σταύρωση, οι ψευδείς και εναλλασσόμενες κατηγορίες, η συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης, η μεταφορά του Χριστού από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, στον Ηρώδη, οι βασανισμοί του κατηγορουμένου και η Σταύρωση Του ενώ βρέθηκε 6 φορές αθώος από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν δίκη, ούτε σαν παρωδία δίκης αλλά σαν το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητας και την αιώνια ντροπή που βαρύνει τον κόσμο όλο. Μεγαλύτερο έγκλημα δε μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος. Και όμως τον Σταυρό του θανάτου μετέτρεψε ο Κύριος σε ξύλο της ζωής και το μέγα έγκλημα το μετέτρεψε σε Θείο Σχέδιο Σωτηρίας για μας, τους δήμιούς Του. Τίποτε αντάξιο της θυσίας Του δεν έχουμε να του αντιπροσφέρουμε και περιοριζόμαστε στο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως. Το Αίμα του Χριστού δεν είναι "εφ' υμάς και επί τα τέκνα ημών" αλλά μας προσφέρεται για να σωθούμε εμείς και τα παιδιά μας ...
Ευχόμαστε η Σταυρική θυσία του Κυρίου μας να σώσει εμάς από την δικαία καταδίκη.

Μια νομική ανάλυση του Χρήστου Δερμοσονιάδη (Δικαστή)