.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Προσευχή Μανασσή βασιλέως της Ιουδαίας.


Κύριε Παντοκράτορ, ό Θεός των πατέρων ημών, τού Αβραάμ και Ισαάκ καί Ιακώβ, και τού σπέρματος αυτών του δικαίου• ό ποιήσας τόν ούρανόν καί τήν γήν σύν παντί τώ κόσμω αυτών ό πεδήσας τήν θάλασσαν τώ λόγω του προστάγματος σου• ό κλείσας τήν άβυσσον, καί σφραγισάμενος αυτήν τώ φοβερώ και ένδόξω ονόματί σου• όν πάντα φρίσσει καί τρέμει από προσώπου τής δυνάμεως σου• ότι άστεκτος ή μεγαλοπρέπεια της δόξης σου, καί ανυπόστατος ή οργή τής επί αμαρτωλοίς απειλής σου, αμέτρητόν τε καί ανεξιχνίαστον τό έλεος τής επαγγελίας σου. 
Σύ γάρ ει Κύριος ύψιστος, εύσπλαγχνος, μακρόθυμος, καί πολυέλεος, καί μετανοών επί κακίαις ανθρώπων. Σύ, Κύριε, κατά τό πλήθος τής χρηστότητός σου επηγγείλω μετάνοιαν καί άφεσιν τοις ημαρτηκόσι σοι, καί τώ πλήθει τών οικτιρμών σου ώρισας μετάνοιαν αμαρτωλοίς εις σωτηρίαν. 
Σύ ούν, Κύριε, ό Θεός των δυνάμεων, ούκ έθου μετάνοιαν δικαίοις, τω Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, τοις ούχ ημαρτηκόσι σοι, άλλ' έθου μετάνοιαν έπ' εμοί τω αμαρτωλώ, διότι ήμαρτον υπέρ αριθμόν ψάμμου θαλάσσης. Επλήθυναν αι ανομίαι μου, Κύριε, επλήθυναν αί ανομίαι μου, και ούκ ειμί άξιος ατενίσαι και ιδείν τό ύψος του ουρανού, από του πλήθους των αδικιών μου, κατακαμπτόμενος πολλώ δεσμώ σιδηρώ, εις τό μή ανανεύσαι τήν κεφαλήν μου, και ούκ έστι μοι άνεσις• διότι παρώργισα τόν θυμόν σου, καί τό πονηρόν ενώπιον σου εποίησα, μή ποιήσας τό θέλημα σου, και μή φυλάξας τά προστάγματα σου. Καί νυν κλίνω γόνυ καρδίας, δεόμενος της παρά σου χρηστότητας. 
Ημάρτηκα, Κύριε, ημάρτηκα, καί τάς ανομίας μου εγώ γινώσκω άλλ' αιτούμαι δεόμενος. Άνες μοι, Κύριε, άνες μοι, καί μή συναπολέσης με ταις άνομίαις μου, μηδέ εις τόν αιώνα μηνίσας τήρησης τά κακά μοι, μηδέ καταδικάσης με έν τοις κατωτάτοις της γης• διότι σύ ει Θεός, Θεός τών μετανοούντων, καί έν εμοί δείξεις πάσαν τήν αγαθωσύνην σου• ότι ανάξιον όντα, σώσεις με κατά τό πολύ έλεος σου, καί αινέσω σε διά παντός έν ταις ημέραις τής ζωής μου. Ότι σέ υμνεί πάσα ή δύναμις τών ουρανών καί σού έστιν ή δόξα εις τους αιώνας τών αιώνων. Αμήν.