.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἁγία Γραφή, ἡ πρώτη Ἐκκλησία, 2013 καί τά ἔσχατα τῆς Ἀποκάλυψης



Εἶπεν ὁ Κύριος:
«Καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε· ἐὰν δὲ μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα». (Ἡσαΐας α΄, 19-20)
Στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας ὁ πλάστης Τριαδικὸς Θεὸς εὐλόγησε τὸ πλάσμα Του. Ἄνδρα καὶ γυναίκα εὐλόγησεν αὐτούς. Συνέστησε τὸν εὐλογημένο γάμο ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς καὶ ἐν χρόνῳ μὲ ἁγιασμὸ καὶ σωφροσύνη τὴν ἐξ αὐτοῦ τοῦ γάμου παιδοποιΐα. Μὲ τὴν ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς θὰ εἰργάζετο ὁ ἄνθρωπος τὸν παράδεισο καὶ θὰ ἐφύλαττε τὴν ὑλικὴ κτίση χωρὶς νὰ τὴν καταστρέφει.

Οἱ πρωτόπλαστοι ὅμως δὲν ἀκολούθησαν τὸν ἴσιο δρόμο ποὺ τοὺς χάραξε ὁ Δημιουργός μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκδιωχθοῦν ἀπό τόν Παράδεισο. Παρά ταῦτα καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς σήκωσε μὲ τρυφερότητα στοὺς ὤμους Του τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ ἔδωσε δεύτερη εὐκαιρία στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μὲ τὰ ἄχραντα μυστήριά της νικᾶ κατὰ κράτος τὸ θάνατο καὶ ἐπαναφέρει αὐτοὺς πού θέλουν νά παραμείνουν πιστοί ὄχι ἁπλά στὴν προπτωτικὴ κατάσταση, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέπεσε τὸ πρῶτο ζεῦγος καὶ δι’ αὐτοῦ ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ἀλλά πολύ ὑψηλότερα, στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. 
Ὁ Σωτήρας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον ἐφανέρωσε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ καταστεῖ ἡ γῆ ἐπίγειος παράδεισος, ἄν καί μόνο ἄν, τηροῦσε τίς ἐντολές Του. Ἔτσι λοιπόν καί στήν περίοδο τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχουμε ἔντονη τήν παρουσία τοῦ λεγομένου ¨ὑπολείμματος¨, δηλ. τό σύνολο τῶν πιστῶν πού παρέμενε ἀφοσιωμένο στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του πού ἔχει κεφαλή τόν Χριστό, θεμέλια τούς δώδεκα Ἀποστόλους καί μέλη ὅλους τούς βαπτισμένους καί μυρωμένους ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, παρά τίς ὅποιες ἀπειλές δέχονταν ἤ τά ὅποια μαρτύρια περνοῦσαν!
Τά βασικά χαρακτηριστικά τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὅπου ἐμφανίζεται ἡ ζωὴ τῶν πρώτων Χριστιανῶν, καταγράφονται σύντομα καί εὔστοχα στά παρακάτω λόγια τοῦ Εὐαγγελίου:
«ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλωνκαὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτουκαὶ ταῖς προσευχαῖς. Ἐγένετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος, πολλὰ τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο. πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά, καὶ τὰ κτήματα καὶ τάς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἂν τις χρείαν εἶχε.καθ’ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε κατ’ οἶκον ἄρτον,μετελάμβανον τροφῆςἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας, αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν. ὁ δὲ Κύριος προσετίθει τοὺς σωζομένουςκαθ’ ἡμέραν τῇ ἐκκλησίᾳ». (Πράξεις β΄, 42-47)
Καὶ σήμερα ἀκόμη ἡ κοινοβιακὴ ζωή στὰ ὀρθόδοξα μοναστήρια ἀλλὰ καὶ οἱ ὀρθόδοξες κοινότητες ἐπὶ τουρκοκρατίας διακηρύττουν τό πραγματοποιήσιμο τῶν παραπάνω λόγων.
Ὅλα ὅμως τὰ προαναφερθέντα δέν ἀρέσουν, φαίνεται, στοὺς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ.
Κατ᾿ ἀρχήν δέν μποροῦν νά συσχετίσουν τίς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο καί πραγματώνονται. Μόνο αὐτό νά ἔκαναν, θά καταλάβαιναν τήν Ἀλήθεια ὅλης τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς καί μόνο τό ἱερό βιβλίο τῶν Χριστιανῶν, τοῦ ἴδιου ἐπιπέδου μέ τά βιβλία τῶν ἄλλων θρησκειῶν, ἀλλά τό μοναδικό ἀληθινό σωτήριο θεόπνευστο λόγο ὅλης τῆς Οἰκουμένης. 
Αὐτή ἡ ἀδυναμία κατανοήσεως καὶ ἑρμηνείας τῶν προφητειῶν ὀφείλεται προφανῶς στό σατανικὸ ἐγωισμό.
Γεγονός πάντως εἶναι ὅτι ὅπως οἱ κατὰ σάρκα πρόγονοι τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἰησοῦ ἐδίωξαν τοὺς προφῆτες καὶ ἐφόνευσαν πολλούς ἐξ αὐτῶν, τὸ ἴδιον ἁμάρτημα διαπράττουν καὶ σήμερα οἱ κατὰ σάρκα ἀπόγονοι τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας βλασφημοῦντες τὸν Μεσσίαν, Αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ κατήγγειλαν οἱ προφῆτες στὴν Π. Διαθήκη ὅτι εἶναι ὁ Σωτήρας. Ἀρνοῦνται πεισματικὰ καί ἀναιτιολόγητα ἕως τὴν σήμερον νὰ δεχθοῦν τὸν Ἰησοῦ καὶ τὴν Θεία Ἀποκάλυψη.
Προπαγανδίζουν παντοῦ καὶ πάντοτε μὲ ὅλα τὰ μέσα τὴν ἔλευση τῆς νέας ἐποχῆς «παλιὸ ἐξέραμμα» καὶ τὸν ἐπερχόμενο κατ’ αὐτοὺς παγκόσμιο δικτάτορα δηλαδὴ τὸν ¨Ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ¨.
Ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα μας εἶναι ὁ στόχος καὶ ἡ πρώτη τους προτεραιότητα. Καθημερινὰ μὲ τὰ ὄργανά τους, τὰ ἀνδρίκελα, ὑβρίζουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας. Ἀποκορύφωμα δὲ ἡ μανιώδης ἐπίθεση ἐναντίον τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου, τῆς Κυριακῆς, τὴν ὁποία βέβαια ἔχουν βαλθεῖ νά τήν ἐξομοιώσουν μέ τίς ὑπόλοιπες. Εἶναι τόσο πωρωμένα τὰ ἐγχώρια ὄργανά τους ὥστε οἱ δικαιολογίες ποὺ προβάλλουν γιὰ τὴν κατάργηση τῆς Κυριακῆς νά εἶναι ἠλίθιες, γελοῖες καὶ ἐξωφρενικές. Φοβερὸ τὸ κατάντημα! Τὸ ἀπορίας ἄξιον, ὅμως, εἶναι, πῶς τό κατάφεραν;
Ἐπὶ χρήμασι;
Διά διαιρέσεως, διαίρει καί βασίλευε; Νὰ κομματιάσουν δηλ. σὲ μικρὰ κομμάτια – κόμματα τὴν Ἑλλάδα μας, τά ὁποῖα ὅλως περιέργως ὅλα συμφωνοῦν – τυχαῖο; - στὸν ξερριζωμὸ τῆς ἀμωμήτου πίστεως ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων;
Σαφῶς καί τά δύο!
Ἰσχυρίζονται βέβαια οἱ ταλαίπωροι ἐκπρόσωποι τῶν κομμάτων ὅτι δῆθεν ἔχουν ἰδεολογικὲς διαφορὲς ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ ὅτι τάχα ὑπηρετοῦν τὴν δημοκρατία. Δημοκρατία ὅμως, γιά νά συνεννοούμαστε, ὀνομάζουν αὐτοὶ καὶ οἱ πάτρωνές τους ¨νὰ καλοπερνοῦν οἱ ἴδιοι καὶ οἱ πολίτες νὰ πενθοῦν καὶ νὰ πεθαίνουν¨.
Δὲν γνωρίζω ἀνὰ τοὺς αἰῶνες φοβερότερη πλάνη ἀπ’ αὐτήν. Χρειάζονται ἀποδείξεις τῶν ὅσων λέμε; Ἄς δοῦμε ἐνδεικτικά τίς παρακάτω:
Ὁ ἕνας καταργεῖ τὸ θρήσκευμα ἀπὸ τὶς ταυτότητες τῶν ὀρθοδόξων σὰ νὰ εἶναι ἀβάπτιστοι καί ἄπιστοι οἱ Ἕλληνες, ὁ ἄλλος, ἀφοῦ ὑπόσχεται καὶ διατείνεται ὅτι δῆθεν θὰ τὸ ἐπαναφέρει ὅταν ἀνεβεῖ στὸ θρόνο, τελικά ὅταν ἀνεβαίνει...ποιός ὑποσχέθηκε, τί ἤ κατά τό λαϊκότερο ¨ποιός Θανάσης;¨
Ἡ μία μάγισσα βλασφημεῖ καὶ κατηγορεῖ τὸν Χριστὸ λέγοντας ὅτι ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε στὴν Δευτέρα Παρουσία, ἐνῶ ἡ ἀνάλογη φιλενάδα της ἐπιτίθεται ἐναντίον τῆς ὀρθοδόξου κατηχήσεως στὰ σχολεῖα σιγονταριζόμενη ἀπὸ κάποιον ἕτερον ¨κομματιοῦ – κόμματος¨ σάν σέ μία περίεργη συμφωνία.
Στὴ συνέχεια ἄλλος μεγάλος καί τρανός, βουτηγμένος στήν πλάνη του, συζεῖ ἐκτός τοῦ εὐλογημένου γάμου ποὺ συνέστησε ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἀπαρχῆς, ὀνοματοδοτεῖ τὸ παιδὶ του στὸ Δημαρχεῖο ἀρνούμενος τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ θείου βαπτίσματος ποὺ παρέδωσε στὴν Ἐκκλησία ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς καὶ τὴν ἴδια ὥρα ἀποκαλεῖ σοφὸ αὐτὸν ποὺ στέκεται εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ. Ὄντως παράδοξο.
Ἄλλος πάλι σέ κατάσταση σχιζοφρενείας διατάζει τὰ μὰτ τῆς ὀρθόδοξης Ἑλλάδος νὰ φυλάττουν θέατρο ἀπό ἐνδεχόμενη δικαία εἰσβολή Χριστιανῶν, ἐπειδή ἐντός αὐτοῦ ὑβρίζετο χυδαῖα ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοί Του. Χριστιανοί κατά Χριστιανῶν. Ὦ τοῦ παραλόγου, οὔτε τό Σύνταγμα δέν σέβονται οὔτε τό ὁμόθρησκον!
Ἄλλος πιό ¨εὐγενικά¨, συστήνει συμβολαιογραφικὴ συμβίωση στοὺς νέους καὶ στὶς νέες, προτρέποντας, περίπου ἀνὰ πενταετία, ἀλλαγές συντρόφων καὶ ἀτιμώρητες δολοφονίες μέσῳ τῶν ἐκτρώσεων. Ἄλλη ¨εὐγενική¨ συμπεριφορά εἶναι καί ὁ σαδιστικός διωγμὸς ἐναντίον τῶν πολυτέκνων καὶ ἂς κόπτονται δῆθεν ὅτι ἡ χώρα μας γηράσκει καὶ συρρικνώνεται.
Τό ἀποκορύφωμα; Ἔφτασαν στό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως νὰ συμφωνήσουν ὥστε μὲ νόμο – ἄνομο καί παράνομο νὰ προστατεύεται ὁ σοδομισμὸς, δηλαδὴ ἡ βαρβαρώδης ἀσχημοσύνη τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ἡ ὁποία κατεργάζεται τὴν ἐξολόθρευση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ διά τῆς ὁποίας ὑβρίζεται εὐθέως ὁ Τριαδικὸς Θεὸς καὶ ὁ Σωτήρας Χριστός, ὁ Μεσσίας.
Ἐσκοτισμένοι ὄντως στὴν ψυχή, στὸ νοῦ καὶ στὴν διάνοια. Καμία δυνατότητα κατανόησης τῆς ἀσχημοσύνης! Ἐδῶ ταιριάζει τό ἁγιογραφικό ¨ἃ καὶ λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν διδακτοῖς Πνεύματος Ἁγίου, πνευματικοῖς πνευματικὰ συγκρίνοντες. ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται. ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ’ οὐδενὸς ἀνακρίνεται. τὶς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου, ὃς συμβιβάσει αὐτόν; ἡμεῖς δὲ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν¨.(Α’ Κορινθίους, β΄, 13-16)
Καὶ ἐπιπλέον σὰ νὰ μὴν ἔφταναν ὅλα αὐτὰ τὰ ἀνήκουστα καὶ ἀχαρακτήριστα, στεροῦν ἀπὸ τοὺς νέους καὶ τὶς νέες τὸ συνταγματικὸ δικαίωμα τῆς ἐργασίας. Μὲ περισσὴ δὲ εἰρωνεία καὶ βλακώδη δικαιολογία γιὰ δῆθεν καλύτερο αὔριο.
Δέν εἶναι μεγίστη ὑποκρισία, ἂν στεροῦν ἀπό τὴ σημερινὴ γενιὰ τὴν δυνατότητα τῆς ἐργασίας, τοῦ εὐλογημένου γάμου, καὶ τῆς παιδοποιΐας; ἀναρωτιόμαστε τί θὰ μείνει γιὰ τὸ αὔριο; Ποιοὶ θὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν πατρίδα μας; Ποιοὶ θὰ συνεχίσουν τὴ ζωὴ στὸ μέλλον; Ψεῦτες, κλέφτες καὶ λαθραῖοι ποὺ θὰ βασανίζουν τοὺς ὀλίγους ἐναπομείναντες ὑπερήλικες, θά σκοτώνουν τά ἄρρωστα βρέφη καί παιδιά καὶ θὰ καταπατοῦν τὰ ἁγιασμένα χώματα τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἡρώων μας.
Σ’ αὐτὸ ἀποβλέπουν καὶ γι᾿ αὐτό ἐργάζονται πυρετωδῶς τὶς τελευταῖες δεκαετίες, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸ καταφέρουν. Θὰ ἀποτύχουν.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ διαλύσει τὰ σκοτεινὰ σχέδιά τους καὶ θὰ τούς ἐκγελάσει ὅλους ἀντιστρέφοντας τοὺς ὅρους τοῦ παιχνιδιοῦ.
Ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστίν, ὅπου ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες νέοι καὶ νέες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, θὰ ἀγκαλιάσουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ καὶ θὰ ἀκολουθήσουν τὴν ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ πρακτικὴ καὶ παράδοση κηρύττοντας πανταχοῦ καὶ πάντοτε ὁμοθυμαδὸν, Χριστὸν Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀναστάντα, ὡς τόν μοναδικὸ Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Δηλαδὴ ἡ Ἑλλάδα μας θὰ καταστεῖ τὸ φῶς, τό μάτι, ὁ νοῦς καὶ τὸ ἁλάτι ὅλης τῆς γῆς.
Ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστὶν, ὅπου ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι θὰ ¨γυρίσουμε τὴν πλάτη¨ στὴν παράνομη – ξέφρενη καὶ ἀσύδοτη σαρκική ἡδονὴ ὅπως καὶ στὴν ἀνόητη καὶ ἄρρωστη ὑπερκατανάλωση καθώς καὶ στὴ σχιζοφρενικὴ μανία γιὰ εὔκολο πλουτισμὸ· δηλαδὴ ὅλα αὐτὰ τὰ ἄτιμα ἐργαλεῖα μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦν νὰ ἐπιβληθοῦν καὶ νὰ ἐπιβάλουν καὶ εἰ δυνατὸν νὰ μᾶς φτάσουνε στὴν κατάντια ὁ ἕνας νὰ ἐπιβουλεύεται καὶ νὰ ἐπιβάλλεται στὸν ἄλλον, κινούμενοι ὡς ἀνθρωποειδῆ κτήνη, ἀλληλοσυγκρουόμενα ρομποτάκια καὶ ὄχι ὡς ἐλεύθεροι ἄνθρωποι, εἰκόνες τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως σᾶς λέγω καὶ πάλι θὰ διαψευσθοῦν.
Οἱ προφητεῖες τῶν ἁγίων διαχρονικὰ καί σὺν τῷ χρόνῳ ἐκπληρώνονται εἰς τὸ ἀκέραιον. Ἡ χαρά μας εἶναι ὄντως μεγάλη γι’ αὐτό. Οἱ ψευτοπροφῆτες τους ὅμως σταδιακὰ γελοιοποιοῦνται καὶ προοδευτικὰ οἱ δῆθεν μεγάλοι καὶ ἰσχυροί τοῦ πλανήτη προδίδονται· ξεσκεπάζονται τὰ σκοτεινὰ ἔργα τους καὶ οἱ λόγοι τους ὅταν συστήνουν στοὺς λαούς τους, τὸν βαρβαρώδη κιναιδισμὸ κινοῦνται στά πλαίσια τοῦ ψεύδους, στὸ ¨εἶπα – ξεῖπα¨.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔχει προειδοποιήσει λέγοντάς μας: «Μὴ πείθεσθε ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων ἐν οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία». Ἀλλά πῶς θά σωθοῦμε τότε; Εἰπώθηκε πρὶν λίγες μέρες ἀπὸ κάποιον «Φοβερὸς ὁ πόλεμος» καὶ ἕνας ἄλλος, ποὺ τόν ἄκουσε, τοῦ ἀπάντησε «Φοβερότερον ἂν δὲν γίνει». Τί ἄραγε νὰ ἐννοοῦσε;
Πώς ὁ πόλεμος θά μᾶς ἐξιλεώσει γιά τά ἁμαρτήματά μας, ἐνῶ ἡ ἀπουσία του συνεπάγεται αὐστηρότερη ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ κρίση;
Πώς, ἄν γίνει, θά μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι ἔστω ἐξ ἀνάγκης ἤ ἐπειδή θά δοῦν νά ἐπαληθεύεται ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη;
Πώς, ἄν δέν γίνει, θά συνεχίσουμε ἀκόμη περισσότερο τήν ¨κατηφόρα¨ καί τό ¨κόλλημα στήν κορμάρα μας¨, ¨στα πάθη μας¨, παραμένοντας ἄπιστοι ἤ θά εὐγνωμονοῦμε τόν Θεό γιά τή μακροθυμία Του, πού παρά τήν βαρεμάρα μας δέν ἐκδικεῖται ἀλλά μᾶς ἀνέχεται περιμένοντας τήν ἐπιστροφή μας; Καί ἔτσι κάποιοι ἀπό φιλότιμο νά μετανοήσουν καί νά σωθοῦν;
Εὔχομαι καὶ προσεύχομαι, μακάρι ἡ ἀληθινὴ μετάνοια ὅλων μας νὰ ἐνεργήσει ἀποτρεπτικὰ στὰ ἐπερχόμενα δεινά, ὅπως κάποτε στὴ Νινευΐ τὴν πόλη τὴ μεγάλη.
Γένοιτο Κύριε, Ἀμήν.

Πρεσβυτέρου Ἀθανασίου Μηνᾶ

Mετάνοια...




«οὐ βραδύνει ὁ Κυριος τῆς ἐπαγγελίας ὥς τινες βραδυτῆτα 
ἡγοῦνται, ἀλλά μακροθυμεῖ εἰς ἡμᾶς, μή βουλόμενός τινας 
ἀπολέσθαι, ἀλλά πάντας εἰς μετάνοιαν χωρῆσαι».
(Β΄ Πέτρου 3:9)

Φοβερό κακό καί ἐπικίνδυνη ἀρρώστια τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τήν ἀπονευρώνει μέ δολιότητα καί τήν παραδίνει παράλυτη στήν αἰώνια κόλαση. εἶναι ὅμως κακό πού ἐξαρτᾶται ἀπό τή δική μας θέληση, εἶναι καρπός τῆς δικῆς μας προαιρέσεως.

Φοβερό κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀλλά ὄχι καί ἀθεράπευτο. Τό θεραπεύει εὔκολα ἡ μετάνοια. Ὅση ὥρα κρατάει κανείς στό χέρι του τή φωτιά, ὁπωσδήποτε καίγεται. Μόλις ὅμως τήν τινάξει, παύει νά καίγεται. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ἁμαρτία· γιατί εἶναι κι αὐτή μιά φωτιά πού κατακαίει τόν ἄνθρωπο. Γιά ὅσους μάλιστα δέν αἰσθάνονται αὐτό τό κάψιμο, λέει ἡ Γραφή: «Μπορεῖ κανείς νά βάλει φωτιά μέσα στόν κόρφο του, δίχως τά ροῦχα του νά κάψει;» (Παροιμ. 6:27).

Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι κανένας ἐχθρός πού σέ πολεμάει ἀπ᾿ ἐξω, ἀλλά κακό πού φυτρώνει καί ἀναπτύσσεται μέσα σου. Βλέπε μέ σωφροσύνη» (Παρ. 4:24), καί δέν θά νιώσεις αἰσχρή ἐπιθυμία. Νά θυμᾶσαι τή μέλλουσα κρίση, καί οὔτε πορνεία οὔτε φόνος οὔτε ἄλλη παρανομία θά σέ κυριέψει ποτέ. Ὄταν ὅμως ξεχάσεις τό Θεό, τότε θ᾿ ἀρχίσεις νά σκέφτεσαι πονηρά καί νά ἐνεργεῖς παράνομα.

Στήν ἁμαρτία σέ σπρώχνει ὁ παγκάκιστος διάβολος. Σέ σπρώχνει, μά δέν μπορεῖ νά σέ ἀναγκάσει ν᾿ ἁμαρτήσεις, ἄν ἐσύ ἀντιδράσεις. Δέν μπορεῖ νά σέ βλάψει, ἀκόμα κι ἄν χρόνια σέ σκανδαλίζει, ἄν ἐσύ ἔχεις τήν καρδιά σου κλειστή. Ἄν ὅμως χωρίς ἀντίδραση δεχθεῖς κάποια κακή ἐπιθυμία, πού σοῦ σπέρνει, θά σέ αἰχμαλωτίσει καί θά σέ ρίξει σέ βάραθρο ἁμαρτιῶν.

Ἴσως ὅμως νά πεῖς: "Εἵμαι δυνατός στήν πίστη καί δέν θά μέ κυριέψει ἡ αἰσχρή ἐπιθυμία, ὅσο συχνά κι ἄν τή δεχθῶ". Ἀγνοεῖς φαίνεται, ὅτι καί τήν πέτρα ἀκόμα τήν κομματιάζει πολλές φορές μιά ρίζα πού εἶναι μέσα στή γῆ. Μή δέχεσαι λοιπόν τό σπόρο τῆς ἁμαρτίας, γιατί θά σοῦ διαλύσει τήν πίστη. Ξερίζωσε τό κακό πρίν ἀνθήσει, μήπως, δείχνοντας στήν ἀρχή ραθυμία, ἀργότερα τιμωρηθεῖς καί δοκιμάσεις τό τσεκούρι καί τή φωτιά. Φρόντισε νά γιατρευτεῖς ἔγκαιρα, ὅταν βρίσκεται στήν ἀρχή ἡ βλάβη τοῦ ματιοῦ, γιά νά μή γυρεύεις ἄσκοπα γιατρούς, ὅταν θά ἔχεις πιά τυφλωθεῖ.

Ὁ διάβολος, πού ἁμάρτησε πρῶτος, δημιουργεῖ ὅλα τά κακά. Αὐτό δέν τό λέω ἐγώ, ἀλλά ὁ Κύριος: «Ὁ διάβολος ἁμαρτάνει ἐξαρχῆς»( Α΄Ἰω. 3:8).Κανείς δέν εἵχε ἁμαρτήσει πρίν ἀπ᾿ αὐτόν. Ἁμάρτησε ὁ διάβολος χωρίς τίποτα νά τόν ἀναγκάσει, γιατί τότε ὑπεύθυνος γιά τήν ἁμαρτία θά ἦταν ὁ Θεός. Ἀπ᾿ Αὐτόν πλάστηκε ἀγαθός. Ἁμάρτησε ὅμως μέ τή δική του προαίρεση, καί, ἀπό τό ἔργο του, ὀνομάστηκε "διάβολος". Γιατί, ἐνῶ πρῶτα ἦταν ἀρχάγγελος, κατάντησε ὕστερα νά διαβάλει, δηλαδή νά συκοφαντήσει τό Θεό στούς πρωτοπλάστους. Ἐπίσης, ἐνῶ στήν ἀρχή ἦταν πιστός ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ, ἔπειτα ἔγινε σατανάς, δηλαδή ἐχθρός ἀντίπαλος Του. Γιατί ἡ λέξη "σατανάς" ἑρμηνεύεται "ἀντικείμενος", δηλαδή αὐτός πού βρίσκεται στήν ἀντίθετη πλευρά, ὁ ἀντίπαλος.

Ὁ διάβολος, μετά τήν πτώση του, ὁδήγησε πολλούς στήν ἀποστασία. Αὐτός σπέρνει τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες σέ ὅσους τόν ἀκολουθοῦν. Ἀπ᾿ αὐτόν προέρχονται ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία καί κάθε ἄλλο κακό. Αὐτός ὁδήγησε τόν προπάτορα στήν παρακοή καί στήν ἐξορία. Ἐξαιτίας του ὁ Ἀδάμ, ἀντί γιά τόν παράδεισο, πού καρποφοροῦσε θεσπέσιους καρπούς, κληρονόμησε τή γῆ, πού ἔβγαζε ἀγκάθια.

Τί θά γίνει τώρα;

Ἀπατηθήκαμε καί χάσαμε τόν παράδεισο. Δέν ὑπάρχει ἄραγε σωτηρία;

Τυφλωθήκαμε. Δέν θά ξαναδοῦμε ἄραγε τό φῶς;

Γίναμε ἀνάπηροι. Δέν θά ξανασταθοῦμε ἄραγε στά πόδια μας;

Μέ μιά λέξη, πεθάναμε. Ἄραγε δέν θ᾿ ἀναστηθοῦμε;

Ἀδελφέ μου, Αὐτός πού ἀνέστησε ἀπό τόν τάφο τόν δίκαιο Λάζαρο, δέν ἔχει τή δύναμη ν᾿ ἀναστήσει πολύ εὐκολότερα ἀσένα, πού εἵσαι ἀκόμα ζωντανός;

Αὐτός πού ἔχυσε τό αἵμα Του γιά μᾶς, δέν θά μᾶς σώσει ἀπό τήν ἁμαρτία;

Ἄς μήν ἀπελπιστοῦμε. Ἄς μή βυθιστοῦμε στήν ἀπόγνωση. εἶναι φοβερό νά χάσουμε τήν ἐλπίδα τῆς συγχωρήσεως. Ὅποιος δέν προσδοκᾶ τή σωτηρία, ἁμαρτάνει ἀσυλλόγιστα. Ὅποιος ὅμως ἐλπίζει σ᾿ αὐτήν, σπεύδει νά μετανοήσει.

«οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες·
οὐκ ἥλθον καλέσαι δικαίος, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν».
(Μαρκ. β΄17)

Τό φίδι ἐγκαταλείπει τό παλιό του δέρμα. Ἐμεῖς δέν θά ἐγκαταλείψουμε τήν ἁμαρτία; 
Ἡ ἄκαρπη γῆ, ἄν καλλιεργηθεῖ μέ ἐπιμέλεια, μεταβάλλεται σέ καρποφόρα. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά διορθωθοῦμε;

«τούς μέν οὕν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδών ὁ Θεός τανῦν 
παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν,
διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾕ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένῃ 
ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρί ᾥ ὥρισε, πίστιν παρασχών πᾶσιν 
ἀναστήσας αὐτόν ἐκ νεκρῶν».
(ΠΡΑΞΕΙΣ ΙΖ΄ 30 - 31)

Ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος, ἀπέραντα φιλάνθρωπος. Γι᾿ αὐτό μή λές: 
Πόρνευσα, μοίχευσα, ἁμάρτησα. Καί μάλιστα ὄχι μιά φορά, ἀλλά πολλές. Ἄραγε θά μέ συγχωρήσει;". 
Ἄκουσε τί λέει ὁ ψαλμωδός: «Πόσο μεγάλη, Κύριε, εἶναι ἡ ἀγαθότητά σου!» (Ψαλμ. 30:20).

«ὡς πολύ τό πλῆθος τῆς χρηστότητός σου, Κύριε, 
ἥς ἔκρυψας τοῖς φοβουμένοις σε, ἐξειργάσω τοῖς 
ἐλπίζουσιν ἐπι σέ ἐναντίον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων».
(Ψαλμ. 30:20)

Τά Ἁμαρτήματά σου ποτέ δέν νικοῦν τό μέγεθος τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Τά τραύματά σου ποτέ δέν ξεπερνοῦν τή θεραπευτική Του δύναμη. Μόνο παραδόσου σ᾿ Αὐτόν μέ πίστη. Ἐξομολογήσου τό πάθος σου. Πές κι ἐσύ μαζί μέ τόν Δαβίδ: «Θά ἐξομολογηθῶ μέ εἰλικρίνεια τήν ἀνομία μου στόν Κύριο». Θ᾿ ἀκολουθήσει τότε αὐτό πού ἀναφέρει στή συνέχεια ὁ ἴδιος στίχος: «Κι ἐσύ, Κύριε, συγχώρεσες τήν ἀσέβεια τῆς καρδιᾶς μου». (Ψαλμ. 31:5).
«τήν ἁμαρτίαν μου ἐγνώρισα καί τήν ἀνομίαν μου οὐκ ἐκάλυψα· 
εἵπα · ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τήν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῷ· 
καί σύ ἀφῆκας τήν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου.
(Ψαλμ. 31:5)

Θέλεις νά γνωρίσεις τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί τό μέγεθος τῆς μακροθυμίας Του; Ἄκουσε τί ἔγινε μέ τόν Ἀδάμ: 
Ἔκανε παρακοή ὁ πρωτόπλαστος. Δέν μποροῦσε ὁ Θεός νά τόν παραδώσει ἀμέσως στό θάνατο; Καί βέβαια μποροῦσε. Τί κάνει ὅμως ὁ Φιλάνθρωπος; 
Τόν ἐξορίζει ἀπό τόν παράδεισο, ἀφοῦ ἦταν ἀνάξιος νά παραμένει πιά ἐκεῖ, ἀλλά τόν βάζει νά κατοικήσει ἀπέναντι, γιά νά βλέπει ἀπό ποῦ ξέπεσε καί τί ἔχασε καί ποῦ κατάντησε, ὥστε νά μετανοήσει καί νά σωθεῖ.

Ὁ Κάιν, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού γεννήθηκε, ἔγινε ἀδελφοκτόνος, ἐφευρέτης κακῶν, πρόδρομος ὅλων τῶν φθονερῶν καί τῶν φονιάδων. Ἐνῶ ὅμως σκότωσε τόν ἀδελφό του, σέ τί καταδικάστηκε; «Θά ζεῦς πλέον στενάζοντας καί τρέμονας» ( Γέν. 4:12). Φοβερό τό ἔγκλημα. Μικρή ὄμως ἡ καταδίκη.
Πραγματικά, μεγάλη εἶναι ἡ Φιλανθρωπία πού ἔδειξε ὁ Θεός στόν Κάιν. Μεγαλύτερη ὅμως εἶναι τούτη: Θυμίσου τήν ἐποχή τοῦ Νῶε. Ἁμάρτησαν οἱ γίγαντες καί ἁπλώθηκε στή γῆ ὑπερβολική παρανομία. Τιμωρία της θά ἦταν ὁ κατακλυσμός. Μ᾿ αὐτόν ἀπειλεῖ ὁ Θεός. 
Τόν ἐξαπολύει ὅμως ὕστερ᾿ ἀπό ἑκατόν εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια (Γεν. 6:3).
Βλέπεις τό μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ; Αὐτό πού πραγματοποίησε ὕστερ᾿ ἀπό ἑκατόν εἴκοσι χρόνια, δέν μποροῦσε νά τό πραγματοποιήσει ἀμέσως; Παράτεινε ὅμως τόσο πολύ τόν καιρό τῆς τιμωρίας, γιά νά δώσει χρόνο μετάνοιας. Ἄν μετανοοῦσαν οἱ ἁμαρτωλοί, ὁ Θεός δέν θά ἔστελνε τήν τρομερή καί δίκαιη τιμωρία.

Ἄς ἔρθουμε τώρα καί σέ παραδείγματα ἁμαρτωλῶν πού σώθηκαν μέ τή μετάνοια.

Ἴσως κάποια ἀπό τίς γυναῖκες νά πεῖ: "Μόλυνα τήν ψυχή καί τό σῶμα μου μέ κάθε εἴδους ἀκολασίες. Ἄραγε μπορῶ νά σωθῶ;". Θυμήσου, γυναίκα, τή Ραάβ τήν πόρνη, καί προσδόκησε κι ἐσύ τή σωτηρία. Γιατί ἄν ἐκείνη, πού ἁμάρτηνε φανερά καί μπροστά σέ ὅλους, σώθηκε μέ τή μετάνοια, δέν θά σωθεῖς κι ἐσύ μέ τόν ἴδιο τρόπο;
Ζήτησε νά μάθεις πῶς σώθηκε ἐκείνη. Αὐτό μόνο εἶπε: 
«Ὁ Θεός σας εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός στόν οὐρανό καί στή γῆ» (Ἰησ. Ναυή 2:11). 
Ἀπό τή βαθειά συναίσθηση ττῆς ἀκολασίας της, δέν τόλμησε νά πεῖ, "ὁ Θεός μου", ἀλλά "ὁ Θεός σας". Ὁλοφάνερη ἔχει τή μαρτυρία τῆς σωτηρίας της στό στίχο τῶν Ψαλμῶν: «Θά θυμηθῶ τή Ραάβ καί τή Βαβυλώνα καί θά τίς συγκαταλέξω ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους πού μ᾿ ἀναγνωρίζουν» (Ψαλμ. 86:4).

«μνησθήσομαι Ραάβ καί Βαβυλῶνος τοῖς γινώσκουσί με· 
καί ἰδού ἀλλόφυλοι καί Τύρος καί λαός τῶν Αἰθιόπων, 
οὕτοι ἐγενήθησαν ἐκεῖ.
(Ψαλμ. 86:4)

Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ! Μνημονεύει καί τήν πόρνη μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Καί μάλιστα δέν λέει ἁπλά, «Θά θυμηθῶ τή Ραάβ καί τή Βαβυλώνα»,ἀλλά προσθέτει «πού μ᾿ ἀναγνωρίζουν», οἱ ὁποῖες δηλαδή μέ γνωρίζουν καί μέ λατρεύουν.

Ὑπάρχει λοιπόν σωτηρία καί γιά τούς ἄνδρες καί γιά τίς γυναῖκες. Σωτηρία, τήν ὁποία προκαλεῖ ἡ μετάνοια.

«Τά ἐλέη σου, Κύριε, εἰς τόν αἰῶνα ᾄσομαι, εἰς γενεάν 
καί γενεάν ἀπαγγελῶ τήν ἀλήθειαν σου ἐν τῷ στόματί μου».
(Ψαλμ. 88:2)

Ἀλλά κι ἄν ἀκόμα ἕνας ὁλόκληρος λαός ἁμαρτήσει, ἡ ἁμαρτωλότητά του δέν ξεπερνάει τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἰσραηλιτικός λαός στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ λάτρεψέ τό χρυσό μοσχάρι. Ὁ Θεός ὅμως δέν ἔπαψε τίς ἐκδηλώσεις τῆς φιλανθρωπίας Του. Οἱ ἄνθρωποι Τόν ἀρνήθηκαν. Ὁ Ἴδιος ὅμως δέν ἀρνήθηκε τόν ἑαυτό Του. Μολονότι λάτρεψαν τό εἴδωλο, δέν σταμάτησε νά τούς εὐεργετεῖ.

Καί τότε δέν ἁμάρτησε μόνο ὁ λαός. Ἁμάρτησε μαζί του καί ὁ Ἀαρών, ὁ ἀρχιερέας ! Ἀναφέρει ὁ προφήτης Μωϋσῆς: «ἦταν πάρα πολύ ὀργισμένος ὁ Κύριος καί ἐναντίον τοῦ Ἀαρών· τόσο, πού ἤθελε νά τόν ἐξοντώσει. Τότε, στή δύσκολη αὐτή ὥρα, προσευχήθηκα καί γιά τόν Ἀαρών, καί ὁ Θεός τόν συγχώρησε» (πρβλ. Δευτ. 9:20).

Ἔσφαλε ὁ Δαβίδ. Καθώς σηκώθηκε τό δειλινό ἀπό τό κρεβάτι καί βημάτιζε στό δωμάτιο, κοίταζε ἀπρόσεκτα κι ἔπεσε σύντομα στό διπλό ἁμάρτημα τῆς μοιχείας καί τοῦ φόνου. Δέν νεκρώθηκε ὅμως ἡ καλή του διάθεση ν᾿ ἀναγνωρίσει τό σφάλμα του.

Ἤρθε ὁ προφήτης Νάθαν, γιά νά τόν ἐλέγξει καί νά γιατρέψει τό τραῦμα του. Ὁ ὑπήκοος εἶπε στό βασιλιά πώς ἁμάρτησε βαριά καί ὁ Θεός ἦταν ὀργισμένος μαζί του. 
Ὁ πορφυροφόρος Δαβίδ δέν ἀγανάκτησε. Δέν στάθηκε στό πρόσωπο τοῦ προφήτη, ἀλλά ὕψωσε τή σκέψη σ᾿ Αὐτόν πού τόν ἔστειλε. Δέν τόν σκλήρυνε ὁ ἐγωισμός τῆς ἐξουσίας πάνω σέ τόσο πλῆθος στρατιωτῶν, πού εἵχε γύρω του, γιατί ἔφερε στό νοῦ του τόν ἀγγελικό στρατό τοῦ Κυρίου. Δοκίμασε ἀγωνία, νιώθοντας σάν ὁρατό τόν Ἀόρατο. Καί ἀπάντησε στόν προφήτη, ἤ μᾶλλον στόν ἴδιο τό Θεό, πού τόν ἔστειλε: «Ἁμάρτησα στόν Κύριο!» (Β΄ Βασ. 12:13).
Βλέπεις τήν ταπεινοφροσύνη τοῦ βασιλιᾶ; 
Βλέπεις τήν ἐξομολόγησή του; 
Μήπως εἵχε ποτέ πρίν ἐλεγχθεῖ ἀπό κανένα; 
Μήπως εἵχαν μάθει τήν ἁμαρτία του πολλοί; 
Ἁμάρτησε, κι ἀμέσως ὁ προφήτης παρουσιάστηκε. Μόλις τοῦ ἀπήγγειλε τήν κατηγορία, ὁ φταίχτης ὁμολόγησε τό σφάλμα του. Καί ἐπειδή τό ὁμολόγησε μέ εἰλικρινή μετάνοια, γρήγορα ἐκδηλώθηκε καί ἡ θεραπεία, ἡ συγχώρηση.
Ὁ προφήτης Νάθαν παρηγόρησε τόν Δαβίδ μέ τήν ἀναγγελία τῆς συγχωρήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τή μετάνοια. Ἀντί γιά χρισοστόλιστο θρόνο, κάθησε πάνω σέ χῶμα καί στάχτη. Καί δέν κάθησε μόνο πάνω σέ στάχτη, ἀλλά καί ἔφαγε στάχτη, καθώς ὁ ἴδιος λέει: «Τρώω στάχτη ἀντί γιά ψωμί καί τό νερό πού πίνω τό ἀνακατεύω μέ τά δάκρυά μου» (Ψαλμ. 101:10).

«ὅτι σποδόν ὡσεί ἄρτον ἔφαγον καί τό πόμα μου μετά κλαυθμοῦ ἐκίρνον».
(Ψαλμ. 101:10)

Ἔλιωσε ἀπ᾿ τά δάκρυα τά μάτια του, πού ἔγιναν ἀφορμή νά συλλάβει τήν αἰσχρή ἐπιθυμία: 

«Κάθε νύχτα λούζω τό κρεβάτι μου καί βρέχω τό στρῶμα μου μέ δάκρυα» 
(Ψαλμ. 6:7).

Οἱ ἄρχοντες τόν παρακαλοῦσαν νά διακόψει τήν νηστεία. Αὐτός ὅμως δέν ὑποχωροῦσε. Ὁλόκληρη ἑβδομάδα νήστεψε ἀπό κάθε τροφή. Ἄν λοιπόν ἕνας βασιλιάς μέ τέτοιο τρόπο ἐκδήλωνε τή μετάνοιά του, ἐσύ, ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, δέν θά ἐξομολογηθεῖς;
Ἀργότερα πάλι, ὅταν ἐπαναστάτησε ὁ Ἀβεσαλώμ, ἐνῶ ὑπῆρχαν πολλοί ἄλλοι δρόμοι διαφυγῆς, ὁ Δαβίδ προτίμησε νά γλυτώσει φεύγοντας πρός τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Σάν νά προσευχόταν ἔτσι στό Λυτρωτή, πού ἔμελλε ἀπό κεῖ νά ἀναληφθεῖ στούς οὐρανούς. Στή δύσκολη μάλιστα ἐκείνη περίσταση, ὁ Σεμεΐ ἄρχισε νά βρίζει καί νά καταριέται τό βασιλιά. Ὁ Δαβίδ ὅμως τόν ἀντιμετώπιζε μέ ταπείνωση καί μακροθυμία, λέγοντας: «Ἀφῆστε τον! Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νά μέ καταριέται» (Β΄ Βασ. 16:10). Γιατί ἥξερε πώς συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες ἐκείνου πού συγχωρεῖ τούς ἄλλους.

Βλέπεις τήν ὠφέλεια τῆς ἐξομολογήσεως; 
Βλέπεις ὅτι σώζονται ὅσοι μετανοοῦν; 

Ὁ Ἀχαάβ, ὁ βασιλιάς τῆς Σαμάρειας, ὑπῆρξε ὑπερβολικά παράνομος, εἰδωλολάτρης, προφητοκτόνος, ἀσεβής καί ἄδικος. Ὅταν ὅμως μέ τή βασίλισσα Ἰεζάβελ σκότωσε τόν Ναβουθαί καί ἥρθε ὁ προφήτης Ἠλίας καί τόν ἀπείλησε, ἀμέσως ἔδειξε μετάνοια. Ξέσκισε τή βασιλική ἐνδυμασία καί φόρεσε τόν πένθιμο σάκκο. Τί εἶπε τότε ὁ φιλάνθρωπος Θεός στόν Ἠλία; «Βλέπεις τή μετάνοια τοῦ Ἀχαάβ; Δέν θά τόν τιμωρήσω!» (πρβλ. Γ΄ Βασ. 20:29).
Συγχωρεῖ ὁ φιλάνθρωπος Θεός τόν Ἀχαάβ, μολονότι ἔμελλε ἐκεῖνος νά συνεχίσει τίς ἁμαρτίες του. Ὁ Κύριος, βέβαια, δέν ἀγνοοῦσε τό μέλλον του, ἀλλά τώρα, στόν καιρό τῆς μετάνοιας, τοῦ χαρίζει τήν ἀνάλογη συγχώρηση. εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ δίκαιου δικαστῆ νά ἀνταποκρίνεται κατάλληλα σέ κάθε περίσταση πού παρουσιάζεται.

Ὁ βασιλιάς Ἱεροβοάμ τελοῦσε θυσίες στό βωμό τῶν εἰδώλων. Ἐπειδή πρόσταξε νά συλλάβουν τόν προφήτη, πού τόν κατέκρινε γιά τήν εἰδωλολατρία, τό χέρι του ἔμεινε ξερό. Μόλις δοκίμασε τήν τιμωρία τοῦ Θεοῦ, παρακάλεσε τόν προφήτη: «Προσευχήσου στόν Κύριο γιά μένα» (Γ΄Βασ. 13:6). Ἀποτέλεσμα τῆς μετάνοιας ἦταν νά γιατρευτεῖ τό χέρι του. Ἄν ὁ προφήτης γιάτρεψε τόν Ἱεροβοάμ, ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά σώσει ἐσένα, συγχωρώντας τίς ἁμαρτίες σου;

Ὑπερβολικά ἁμαρτωλος ὑπῆρξε καί ὁ Μανασσῆς. Πρόσταξε καί πριόνισαν τόν Ἡσαΐα. Μολύνθηκε μέ τήν εἰδωλολατρία. Πλημμύρισε τήν Ἱερουσαλήμ μέ αἵματα ἀθώων. Ὅταν ὅμως ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στή Βαβυλώνα καί δοκίμασε τήν τιμωρία, ἔσπευσε νά θεραπευθεῖ μέ τή μετάνοια. Λέει ἡ Γραφή:«Ταπεινώθηκε βαθιά ὁ Μανασσῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων του καί ζήτησε τό ἔλεός Του. Ὁ Κύριος ἄκουσε τή θερμή του προσευχή, τόν ἐπανέφερε στήν Ἱερουσαλήμ καί τοῦ ξαναχάρισε τό θρόνο του»(Παραλ. 33:12-13). Ἄν σώθηκε μέ τή μετάνοια αὐτός πού πριόνισε τόν προφήτη, ἐσύ, πού ἀσφαλῶς δέν ἁμάρτησες τόσο φρικτά, δέν θά σωθεῖς; Πρόσεξε, νά μήν ἀμφιβάλλεις γιά τή δύναμη τῆς μετάνοιας.

Ἡ ἐξομολόγηση μπορεῖ καί τή φωτιά νά σβήσει καί τά θηρία νά ἡμερέψει. Ἄν ἀμφιβάλλεις, θυμήσου τί ἔγινε μέ τόν Ἀνανία, τόν Ἀζαρία καί τόν Μισαήλ μέσα στό καμίνι τῆς Βαβυλώνας. Πόσες βρύσες θά μποροῦσαν νά σβήσουν τή φλώγα πού ἀνέβαινε σέ ὕψος σαράντα ἐννέα πήχεων; Ὅπου ὅμως ὑψωνόταν ἡ τεράστια φλόγα, ἐκεῖ σάν ποτάμι ξεχύθηκε ἡ πίστη τῶν τριῶν νέων καί ἐκεῖ ἀκούστηκε ἡ προσευχή τῆς μετάνοιας: «Δίκαιος εἵσαι, Κύριε, καί γιά ὅλα ὅσα ἐπέτρεψες νά πάθουμε, γιατί ἁμαρτήσαμε καί ἀνομήσαμε» (Δαν., Προσ. Ἀζαρ.:3, 5).
Ἡ μετάνοια διέλυσε τή φλόγα! Βεβαιώσου ἀπ᾿ αὐτό γιά τή δύναμή της νά σβήνει καί τή φλόγα τῆς κολάσεως.

Ἴσως ὅμως νά πεῖ κάποιος προσεκτικός ἀναγνώστης:"Ὁ Θεός ἔσωσε τούς τρεῖς νέους ὄχι γιά τή μετάνοιά τους, ἀλλά γιά τήν πίστη τους". Ἐπειδή ὑπάρχει κι αὐτό τό ἐνδεχόμενο, θά σᾶς παρουσιάσω καί μιάν ἄλλη περίπτωση.

Τί γνώμη ἔχετε γιά τόν Ναβουχοδονόσορ; 
Δέν μάθατε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι ἦταν ἄγριος, αἱμοβόρος, σκληρόκαρδος; 
Δέν ἀκούσατε ὅτι κατέστρεψε τάφους καί ξέθαψε λείψανα βασιλιάδων; 
Δέν ἀκούσατε ὅτι ὁλόκληρο λαό ἔσυρε στήν αἰχμαλωσία; 
Δέν ἀκούσατε ὅτι τύφλωσε τό βασιλιά, ἀφοῦ πρῶτα τόν ὑποχρέωσε νά δεῖ τή σφαγή τῶν παιδιῶν του; 
Δέν ἀκούσατε ὅτι συνέτριψε τά Χερουβείμ; (Δέν ἐννοῶ, βέβαια, τούς ἀγγέλους - μή σκεφτεῖ κανείς τίποτα τέτοιο. Ἐννοῶ τά γλυπτά, πού κάλυπταν τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης, ἀπ᾿ ὅπου ἀκουγόταν ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ). Ὁ Ναβουχοδονόσορ βεβήλωσε ἀκόμα καί τό καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ.Πῆρε τό ἅγιο θυμιατήρι καί τό ἔστειλε σέ εἰδωλεῖο. Ἅρπαξε ὅλες τίς ἱερές προσφορές. Ἔβαλε φωτιά κι ἔκαψε τό Ναό ἀπό τά θεμέλια (Β΄ Παραλ.36:11-21).

Μέ πόσες τιμωρίες ἄξιζε νά τιμωρηθεῖ αὐτός πού σκότωσε βασιλιάδες, πού ἔκαψε ἱερά, πού αἰχμαλώτισε τό λαό, πού τοποθέτησε ἅγια σκεύη τοῦ Ναοῦ ἀνάμεσα στά εἴδωλα; Δέν θά ἦταν ἄξιος νά θανατωθεῖ χίλιες φορές;

Γνωρίσατε ὥς ἐδῶ τό πλῆθος τῶν ἐγκλημάτων τοῦ Ναβουχοδονόσορ. Ἐλᾶτε τώρα νά μάθετε καί τοῦ Θεοῦ τή φιλανθρωπία.

Τιμωρήθηκε ὁ θηριώδης βασιλιάς νά ζεῖ σάν ἄγριο θηρίο μέσα στήν ἔρημο. Τιμωρίθηκε ὅμως μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο γιά νά σωθεῖ. Ἔβγαλε νύχια καί τρίχες σάν αὐτά πού ἔχει τό λιοντάρι, γιατί πρίν σάν λιοντάρι ἅρπαζε τά ἅγια καί οὔρλιαζε. Ἔτρωγε χόρτα σάν τό βόδι, γιατί πρίν σάν βόδι ζοῦσε, ἀγνοώντας τόν ἀληθινό Θεό, πού τοῦ εἵχε χαρίσει τό βασιλικό ἀξίωμα. Ὅταν ὅμως μέ τίς παιδαγωγικές αὐτές τιμωρίες ἀναγνώρισε τόν ὕψιστο Θεό καί προσευχήθηκε καί μετανόησε, τότε Ἐκεῖνος τοῦ χάρισε πάλι τό ἀξίωμά του (Δαν. 4:26-34).

Στόν Ναβουχοδονόσορ, πού ἁμάρτησε τόσο φοβερά καί μετανόησε, χάρισε ὁ Θεός τή συγχώρηση καί τή βασιλεία. Ἄν λοιπόν κι ἐσύ μετανοήσεις καί ζήσεις χριστιανικά, δέν θά σοῦ χαρίσει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν;

Φιλάνθρωπος εἶναι ὁ Κύριος. Γρήγορος στή συγχώρηση. Ἀργός στήν τιμωρία. Κανείς λοιπόν ἄς μήν ἀπελπίζεται γιά τή σωτηρία του.

Ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος τῶν ἀποστόλων, φοβήθηκε μιά δούλη κι ἀρνήθηκε τρεῖς φορές τό Χριστό. Μεταμελήθηκε ὅμως κι ἔκλαψε πικρά (Ματθ. 26:69-75). Τό κλάμα φανέρωνε τήν ὁλόψυχή του μετάνοια. Γι᾿ αὐτό δέν ἔλαβε μόνο τή συγχώρηση γιά τήν ἄρνηση, ἀλλά καί τήν ἀποκατάσταση στό ἀποστολικό ἀξίωμα.

Ἔχοντας λοιπόν, ἀδελφοί, τόσα παραδείγματα ἀνθρώπων πού ἁμάρτησαν καί μετανόησαν καί σώθηκαν, πρόθυμα κι ἐσεῖς νά μετανοεῖτε καί νά ἐξομολογεῖσθε. Ἔτσι θά λάβετε τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν σας καί θ᾿ ἀξιωθεῖτε νά κληρονομήσετε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους.


«οὕτω, λέγω ὑμῖν, χαρά γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων 
τοῦ Θεοῦ ἐπί ἐνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι».
(Λουκ. ιε΄10)

Φωνή τῶν ΠατέρωνΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ

«ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου καί ἐρῶ αὐτῷ·
πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου·»
(Λουκ. ιε΄18)



 (Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων)

«Δὲν ἐπιθυμῶ τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλού, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέψει μὲ τὴ μετάνοια καὶ νὰ ἔχει ζωή»

Συμβαίνει πολλές φορές νὰ σοῦ μιλάει μὲ λογισμούς ὁ σατανᾶς καὶ νὰ σοῦ λέει· 
"Κοίταξε πόσα κακὰ ἔργα ἔχεις κάνει. Ἡ ψυχή σου εἶναι γεμάτη ἀνομίες, βαρύνεσαι μὲ πολλές καὶ βαρύτατες ἁμαρτίες". 
Μή σὲ ξεγελάει μ' αὐτὰ ὁ σατανᾶς καὶ μὲ πρόφαση ταπεινώσεως σὲ σπρώχνει στὴν ἀπελπισία. Ἐσὺ λοιπὸν ἀποκρίσου του: 
"Ναί, ἀλλὰ ἔχω γραπτὲς τὶς διαβεβαιώσεις τοῦ Θεοῦ ποὺ λέει. «Δὲν ἐπιθυμῶ τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλού, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέψει μὲ τὴ μετάνοια καὶ νὰ ἔχει ζωή». Γιατὶ τότε τί ἤθελε νὰ κατεβεῖ ὁ Θεὸς στὴ γῆ, ἄν ὄχι γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ φωτίσει αὐτοὺς ποὺ ζοῦνε στὸ σκοτάδι καὶ νὰ δώσει ζωὴ στοὺς νεκροὺς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία;".

Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος

http://www.orthodoxfathers.com

Λόγος γιά τή μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ.




Λέγοντας μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ, οἱ ἅγιοι πατέρες ἐννοοῦν μιά σύντομη προσευχή ἤ ἀκόμα καί μιά σύντομη πνευματική σκέψη γιά τόν Θεό, στήν ὁποία ἑκεῖνοι μαθήτευσαν καί τήν ὁποία ἀγωνίστηκαν νά ἐντυπώσουν στόν νοῦ καί τή μνήμη τους, ἀντί γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη σκέψη.

Μποροῦμε μέ μιά σύντομη πνευματική σκέψη γιά τόν Θεό νά ἀντικαταστήσουμε ὅλες τίς ἄλλες σκέψεις; 

Μποροῦμε. Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Δέν θεώρησα ἀναγκαῖο νά γνωρίζω τίποτ᾿ ἄλλο παρά μόνο τόν Ἰησοῦ Χριστό, κι Αὐτόν σταυρωμένο» (Πρβλ. Α΄Κορ. 2:2).

Οἱ μάταιες γήινες σκέψεις, πού διαρκῶς ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο, δέν τόν ἀφήνουν ν᾿ ἀποκτήσει ὠφέλιμες καί ἀναγκαῖες γνώσεις. Ἀπεναντίας, ἡ σκέψη γιά τόν Θεό, ἄν ὁ χριστιανός τήν οἰκειωθεῖ, τόν πλουτίζει μέ τήν πνευματική γνώση. Μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη του Χριστοῦ, φέρνει μέσα του τόν Χριστό, πού τοῦ ἀποκαλύπτει θεῖα μυστήρια, μυστήρια ἄγνωστα στούς σαρκικούς καί ψυχικούς ἀνθρώπους, μυστήρια ἀπρόσιτα στούς σοφούς τῆς γῆς. Στόν Χριστό «βρίσκονται κρυμμένοι ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως» (Κολ. 2:3). Αὐτῶν τῶν θησαυρῶν γίνεται κύριος ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀποκτήσει μέσα του τόν Κύριο Ἰησοῦ.

Ἡ μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἵναι θεία προσταγή. Διατυπώθηκε πρῶτα ἀπό τόν ἴδιο τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἐπιβεβαιώθηκε ἔπειτα ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσω τῶν κηρύκων τοῦ Λόγο. «Νά εἵστε ἄγρυπνοι καί νά προσεύχεστε ἀδιάκοπα» (Λουκ. 21:36), ἐλεγε ὁ Κύριος στόν ἰουδαϊκό λαό, ὅταν δίδασκε στόν ναό. Αὐτό παραγγέλλει καί σ᾿ ἐμᾶς, πού στεκόμαστε μπροστά Του καί Τόν ἱκετεύουμε νά μᾶς ἀξιώσει νά κάνουμε τό θέλημά Του, γιά νά γίνουμε ἀληθινοί μαθητές Του, χριστιανοί ὄχι μόνο στό ὄνομα ἀλλά καί στή διαγωγή. Μέ τά λόγια Του αὐτά ὁ Κύριος θέλει νά μᾶς δείξει ὅτι πρέπει νά νά προετοιμαζόμαστε γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν πνευματικῶνκαί ὑλικῶν συμφορῶν τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, γιά τά βάσανα καί τούς φόβους πού προηγοῦνται τοῦ θανάτου μας, πού τόν συνοδεύουν καί πού τόν ἀκολουθοῦν, γιά τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις πού θά μᾶς βροῦν πρίν ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος καί στή διάρκεια τῆς κυριαρχίας του, καθώς, τέλος, καί γιά τόν συγκλονισμό καί τή μεταμόρφωση τοῦ κόσμου κατά τή δεύτερη δοξασμένη καί φοβερή ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. «Νά εἵστε ἄγρυπνοι καί νά προσεύχεστε ἀδιάκοπα, γιά νά μπορέσετε νά ξεπεράσετε ὅλα ὅσα εἵναι νά συμβοῦν, καί νά παρουσιαστεῖτε ἕτοιμοι μπροστά στόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου» (Ὅ. π.) μέ τή χαρά τῆς σωτηρίας. Αὐτή τή χαρά μακάρι νά νιώσουμε τόσο κατά τήν προσωπική μας κρίση, τήν κρίση πού ὑφίσταται κάθε ἄνθρωπος μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα, ὅσο καί κατά τήν τελική καθοληκή Κρίση, ὅταν οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Κριτῆ θά σταθοῦν στά δεξιά Του καί οἱ ἀποδοκιμασμένοι στ᾿ ἀριστερά Του (Βλ. Ματθ. 25:32 - 33).

«Νά εἵστε νηφάλιοι στίς προσευχές» (Α΄Πέτρ. 4:7), λέει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Πέτρος, ἐπαναλαμβάνοντας τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου πρός τούς πιστούς. «Νά εἵστε νηφάλιοι καί ἄγρυπνοι. Ὁ ἀντίπαλος σας διάβολος περιφέρεται σάν λιοντάρι πού βρυχᾶται, ζητώντας κάποιον νά καταβροχθίσει. Ἀντισταθεῖτε του μένοντας ἀκλόνητοι στήν πίστη σας» (Α΄Πέτρ. 5:8 - 9).

Καί ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, ἐπιβεβαιώνοντας τήν ἀξία τῆς θείας καί σωτήριας ἐντολῆς, γράφει: «Ἀδιάλειπτα νά προσεύχεστε» (Α΄Θεσ. 5:17). «Γιά τίποτα νά μήν σᾶς πιάνει ἄγχος, ἀλλά σέ κάθε περίσταση νά ἀπευθύνετε τά αἰτήματά σας στόν Θεό μέ προσευχή καί δέηση, πού θά συνοδεύονται ἀπό εὐχαριστία (Φιλιπ. 4:6). «Νά καταγίνεστε ἀκούραστα στήν προσευχή. Νά εἵστε ἄγρυπνοι, ὅταν προσεύχεστε, καί νά εὐχαριστεῖτε τόν Θεό» (Κολ. 4:2).«Ἐπιθυμῶ νά προσεύχονται οἱ ἄνδρες σέ κάθε τόπο, χωρίς ὀργή καί δισταγμό ὀλιγοπιστίας, ὑψώνοντας στόν οὐρανό χέρια καθαρά» (Α΄Τιμ. 2:8). «Ὅποιος ἑνώνεται μέ τόν Κύριο» μέσω τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, «γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί Του» (Α΄Κορ. 6:17). 

Ὁ Κύριος ἐκεῖνον πού ἑνώνεται μαζί Του μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τόν ἀπελευθερώνει ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τήν τυρανία τοῦ διαβόλου. «Θά ἀναβάλει ὁ Θεός», διακηρύσσει ὁ Σωτήρας μας, «νά ἀποδώσει τό δίκαιο στούς ἐκλεκτούς Του, πού Του φωνάζουν γιά βοήθεια μέρα καί νύχτα; Σᾶς βεβαιώνω ὅτι θά τούς ἀποδώσει τό δίκιο τους πολύ γρήγορα» (Λουκ. 18:7- 8). 

Γνώρισμα τῆς μοναχικῆς τελειότητας εἵναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. «Ὅποιος φτάσει σ᾿ αὐτήν, ἔφτασε στήν κορυφή ὅλων τῶν ἀρετῶν κι ἔγινε πιά κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος (Λόγοι Ἀσκητικοί, ΠΕ΄, 25). Ἡ ἄσκηση, λοιπόν, στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ἐκμάθηση καί ἡ καλλιέργειά της, εἵναι ἀπαραίτητη σέ κάθε μοναχό πού θέλει νά φτάσει στή χριστιανική τελειότητα. Ἀποτελεῖ, ἄλλωστε, καί ὑποχρέωση πού ἀναλαμβάνει, ὅταν δίνει τίς μοναχικές του ὑποσχέσεις. (Κατά τήν ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, ὁ ἱερέας δίνει στόν νεόκουρο μοναχό ἕνα κομποσχοίνι, προτρέποντάς τον στήν ἀδιάλειπτη ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ νεόκουρος, παίρνοντάς το, ὑπόσχεται σιωπηρά ὅτι θά προσεύχεται ἀδιάλειπτα). 

Φαίνεται πώς οἱ Ἀπόστολοι πῆραν προσωπικά ἀπό τόν Κύριο τήν ἐντολή τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, τήν ὁποία καί οἱ ἴδιοι ἐφάρμοσαν καί στούς πιστούς δίδαξαν. Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται ὅτι αὐτοί, ὥσπου νά λάβουν τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔμεναν σ᾿ ἕνα σπίτι, «ἀφοσιωμένοι στήν προσευχή καί τή τή δέηση» (Πραξ. 1:14). Μέ τή λέξη «προσευχή» ἐννοοῦνται ἐδῶ οἱ προσευχές πού ἔκαναν ὅλοι μαζί, ἐνῶ μέ τή λέξη «δέηση» ἡ συνεχής προσευχητική τάση τοῦ πνεύματος τους, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή.

Ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε πάνω στούς Ἀποστόλους (Βλ. Πραξ. 2:1-2) κάνοντάς τους ναούς τοῦ Θεοῦ, τούς ἔκανε συνάμα καί ναούς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, σύμφωνα μέ τήν ἀληγορική προφητική ρήση:«Ὁ ναός μου θά ὀνομαστεῖ οἵκος προσευχῆς» ( Ἡσ. 56:7). «Τό Πνεῦμα», λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, «ὅταν κατοικήσει μέσα σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο, δέν σταματᾶ τήν προσευχή. Γιατί τό ἴδιο τό Πνεῦμα προσεύχεται πάντοτε» (Ὅ.π., ΠΕ΄, 25). 
Οἱ Ἀπόστολοι εἵχαν δύο μόνο πνευματικές ἀσκήσεις: τήν προσευχή καί τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν προσευχή ξεκινοῦσαν γιά τό κήρυγμα καί ἀπό τό κήρυγμα γύριζαν στήν προσευχή. Ἔτσι βρίσκονταν σέ διαρκή πνευματική συνομιλία. Ἄλλοτε συνομιλοῦσαν προσευχητικά μέ τό Θεό καί ἄλλοτε συνομιλοῦσαν μέ τούς ἀνθρώπους γιά τό Θεό (Βλ. Πραξ. 6:2, 4). Καί στίς δύο περιπτώσεις ἐνεργοῦσε τό ἕνα καί μοναδικό Ἅγιο Πνεῦμα.

Τί διδασκόμαστε ἀπό τό παράδειγμα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων; Ὅτι πέρα καί πίσω ἀπό κάθε πρακτική διακονία, ὅπως εἵναι αὐτή τοῦ κηρύγματος, πρέπει νά καταγινόμαστε στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, γιατί αὐτή εἵναι πού κάνει τόν χριστιανό δεκτικό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἀνέθεσε στούς μαθητές Του διάφορες διακονίες, ὅταν τούς ἀξίωσε νά δεχθοῦν τό Ἅγιο Πνεῦμα, τούς ἔδωσε ἐντολή νά παραμείνουν στήν Ἱερουσαλήμ, τήν πόλη τῆς εἰρήνης καί τῆς σιωπῆς, χωρίς καμιά δραστηριότητα. «Καθῆστε στήν Ἱερουσαλήμ», τούς εἵπε, «ὡσότου ὁ Θεός σᾶς ὁπλίσει μέ τή δύναμή Του» (Λουκ. 24:49).

Ἀπό τά συγγράμματα τῶν ὁσίων Πατέρων φαίνεται πώς ἡ μνήμη ἤ μελέτη τοῦ Θεοῦ ἥταν κοινή πνευματική ἐργασία τῶν πρώτων ἤδη μοναχῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας συστήνει τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, ἀλλά διαρκῶς νά τό γυρίζεις μέσα στό νοῦ σου, νά τό συγκρατεῖς στήν καρδιά, νά τό δοξάζεις μέ τή γλώσσα, λέγοντας: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με". Ὅμοια: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, βοήθησέ με". Ἐπίσης:"Σέ δοξάζω, Κύριε μου Ἰησοῦ Χριστέ"». (S. Antonii Magni Abbatis, Admonitionew et documenta varia ad filios suosmonachow.). 

Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἵναι ἐργασία ὄχι μόνο τῶν ἡσυχαστῶν καί τῶν ἀναχωρητῶν, ἀλλά καί τῶν κοινοβιατῶν μοναχῶν. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει γιά τούς μοναχούς τοῦ ἀλεξανδρινοῦ κονοβίου, πού ἐπισκέφθηκε, ὅτι «ἀκόμα καί τήν ὥρα πού ἔτρωγαν, δέν σταματοῦσαν τή νοερά ἐργασία (τῆς προσευχῆς). Μ᾿ ἕναν συγκεκριμένο ἀλλά ἄγνωστο τρόπο κι ἕνα μυστικό νεῦμα ὑπενθύμιζαν οἱ μακάριοι ὁ ἕνας στόν ἄλλο τήν ἐσωτερική προσευχή. Κι αὐτό ὄχι μόνο στήν τράπεζα ἀλλά καί σέ κάθε ἄλλη συνάντηση καί σύναξή τους» (Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλίμαξ, Δ΄, 18). 

Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ, ἡσυχαστής τῆς Αἰγυπτιακῆς Σκήτης, εἵπε στόν ὅσιο Κασσιανό τόν Ρωμαῖο, πού ἐπιθυμοῦσε νά κρατᾶ πάντοτε στόν νοῦ του τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, νά προφέρει διαρκῶς τόν 2ο στίχο τοῦ 69ου ψαλμοῦ: «Ὁ Θεός, εἰς τήν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τό βοηθῆσαί μοι σπεῦσον» (Ἀββᾶ Κσσιανοῦ, Συνομιλίες μέ τούς πατέρες τῆς ἐρήμου - Β΄Συνομιλία μέ τόν ἀββά Ἰσαάκ γιά τήν προσευχή, κεφ. 10).Ὁ ἀββάς Δωρόθεος, μοναχός τοῦ κοινοβίου τοῦ ἀββᾶ Σερίδου στήν Παλαιστίνη, χειραγωγώντας τόν μαθητή του ἀββά Δοσίθεο στήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, τόν ἔμαθε νά λέει διαρκῶς τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί τό «Υἱέ τοῦ Θεοῦ, βοήθησόν μοι». Ὁ ἀββάς Δοσίθεος προσευχόταν μέ ἐναλλαγή, μία μέ τήν πρώτη εὐχή, μία μέ τή δεύτερη, ὅπως τοῦ παρέδωσε ὁ γέροντάς του, γιά νά μήν ἀθυμήσει ὁ νοῦς του ἀπό τή μονότονη ἐπανάληψη μιᾶς μόνο εὐχῆς. Ὅταν ὁ μακάριος ἐκεῖνος μοναχός ἀρρώστησε βαριά, τόσο πού πλησίαζε τό τέλος του, ὁ ἅγιος διδάσκαλος του τοῦ θύμισε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή: «Δοσίθεε, ἀγωνίσου γιά τήν εὐχή, πρόσεξε μήν τή χάσεις!». Κι ὅταν ὁ ἄρρωστος βάρυνε κι ἄλλο, ὁ ὅσιος τοῦ ξαναεῖπε: «Τί κάνεις, Δοσίθεε; Πῶς πάει ἡ εὐχή; Τήν κρατᾶς ἀκόμη;». Ἀπό τήν ἐπιμονή τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου φαίνεται πόσο ἐκτιμοῦσαν οἱ παλαιοί ἅγιοι μοναχοί τή νοερή μελέτη τοῦ Θεοῦ(Ἀββᾶ Δωροθέου, Περί τοῦ ἀββᾶ Δοσιθέου, 10).

Ὁ ὅσιος Ἰωαννίκιος ὁ Μέγας ἀδιάλειπτα ἐπαναλάμβανε μέ τόν νοῦ του τήν προσευχή: 
«Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Τριάς Ἁγία, δόξα σοι» (Βλ. Συναξάρι ὁσίου Ἰωαννικίου τοῦ Μεγάλου, 4 Νοεμβρίου. Ἡ προσευχή περιέχεται στήν Ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ).
Ὁ ὅσιος Εὐστράτιος ὁ θαυματουργός, τόν ὁποῖο ὁ βιογράφος του ὀνόμασε θεῖο, εἵχε ἀποκτήσει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Πάντοτε ἔλεγε μέσα του τό «Κύριε, ἐλέησον» (Βλ. Συναξάρι ὁσίου Εὐστρατίου τοῦ θαυματουργοῦ, 9 Ἰανουαρίου).

Ἕνας γέροντας, πού ἔμενε στήν ἔρημο τῆς Ραϊθοῦς, καθόταν πάντοτε στό κελί του αὐτοσυγκεντρωμένος καί γερμένος πρός τή γῆ. Κουνοῦσε ἀκατάπαυστα τό κεφάλι του κι ἔλεγε στενάζοντας: «Ἄραγε, τί γίνεται;». Καί ἀφοῦ σώπαινε γιά καμιάν ὥρα κι ἔπλεκε φοινικοβλαστούς, ὕστερα πάλι ἄρχιζε νά κουνᾶ τό κεφάλι του καί νά λέει: «Ἄραγε, τί γίνεται;». Ἔτσι πέρασε ὅλες τίς ἡμέρεςτῆς ζωῆς του, φροντίζοντας συνεχῶς γιά τήν ἀναχώρησή του ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο (Τό Μέγα Γεροντικόν, τ. 1, κεφ. Γ΄73).

Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος γράφει γιά κάποιον γέροντα, ὁ ὁποῖος σαράντα χρόνια προσευχόταν μέ τοῦτα μόνο τά λόγια: «Ἐγώ ὡς ἄνθρωπος ἁμάρτησα. Ἐσύ ὡς Θεός συγχώρεσέ με». Οἱ ἄλλοι πατέρες τόν ἄκουγαν νά προσεύχεται μέ τόν τρόπο αὐτό καί νά θρηνεῖ. Πράγματι, ἔκλαιγε χωρίς νά ἡσυχάζει καθόλου. Εἵχε ἀντικαταστήσει ὅλες τίς ἄλλες προσευχές μόνο μ᾿ αὐτήν καί τήν ἐπαναλάμβανε νύχτα καί μέρα ( Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΚΗ΄, 6).
Οἱ περισσότεροι μοναχοί, πάντως, εἵχαν πάντοτε στόν νοῦ τους τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτολόν». Καμιά φορά, λόγω τῶν περιστάσεων ἤ τῶν ἀναγκῶν, οἱ Πατέρες χώριζαν, ἰδιαίτερα γιά τούς ἀρχάριους, τήν προσευχή αὐτή σέ δύο μέρη: 

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλόν» 
καί 

«Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τόν ἁμαρτωλόν».
Γιά μερικές ὥρες ἔλεγαν τό πρῶτο μέρος καί στή συνέχεια τό δεύτερο. Δέν πρέπει, ὡστόσο, νά ἀλλάζουμε συχνά τά λόγια τῆς προσευχῆς, γιατί τά φυτά δέν ριζοβολοῦν, ὅταν συνεχῶς μεταφυτεύονται, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης (Περί ἡσυχίας καί περί τῶν δύο τρόπων τῆς προσευχῆς ἐν κεφαλαίοις ΙΕ΄, β΄). Ἡ ἐπιλογή τῆς προσευχῆς τοῦ Ίησοῦ γιά νοερή μελέτη εἵναι ἡ καλύτερη, ἐπειδή τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἔχει θεία δύναμη. Ὅταν ἀσκοῦμε τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, σκεφτόμαστε τόν θάνατό μας, τό πέρασμά μας ἀπό τά φοβερά τελώνια, τήν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ γιά τόν τελικό μας προορισμό, τά αἰώνια βάσανα. Ὅλα αὐτά ἔρχονται στόν νοῦ μας χωρίς νά τό ἐπιδιώκουμε. Καί ἔρχονται τόσο ζωηρά, πού μᾶς κάνουν νά κλαῖμε ἀσταμάτητα, νά θρηνοῦμε πικρά γιά τόν ἑαυτό μας, νεκρό, θαρρεῖς, κιόλας, θαμμένο, δύσοσμο, πού προσδοκᾶ ν᾿ ἀναστηθεῖ, νά ζωοποιηθεῖ ἀπό τήν παντοδύναμη θεία Δόξα ( Βλ. Ἰω. 11:39, 43-44).

Ἡ ὠφέλεια ἀπό τή νοερή μελέτη ἤ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἵναι ἀνυπολόγιστη, ἀνέκφραστη, ἀσύλληπτη. Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι πού γεύθηκαν αὐτή τήν ὠφέλεια, δέν μποροῦν νά τήν ἐξηγήσουν. Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ὡς ἐντολή καί δωρεά τοῦ Θεοῦ, ξεπερνᾶ τήν ἀνθρώπινη σκέψη καί τόν ἀνθρώπινο λόγο. Ἡ σύντομη προσευχή συγκεντρώνει τόν νοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπε κάποιος ἀπό τούς πατέρες, «ἄν δέν δεσμευθεῖ σέ κάποια σκέψη, δέν θά πάψει νά διασκορπίζεται ἀπό τόν μετεωρισμό» (Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΞΗ΄, 3).

Τή σύντομη προσευχή ὁ ἀγνωνιστής μπορεῖ νά τήν ἔχει κάθε στιγμή, σέ κάθε τόπο καί σέ κάθε, σωματική ἰδιαίτερα, ἐνασχόληση. Ἀκόμα καί στήν ἐκκλησιαστική ἀκολουθία ὅταν βρίσκεται, ὠφελεῖται ἄν ἀσκεῖ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Κι αὐτό ὄχι μόνο ὅταν ἕνα ἀνάγνωσμα εἵναι δυσνόητο, ἀλλά καί ὄταν εἵναι κατανοητό. Ἡ προσευχή φέρνει τήν προσοχή καί στήν ἀκρόαση τῶν ἀναγνωσμάτων. Καί ὅταν ριζώνει στήν ψυχή, γίνεται σάν φυσική στόν ἄνθρωπο.

Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ εἵναι ἰσχυρό ὅπλο ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν λογισμῶν. Πολλοί εἵναι οἱ ἱεροί συγγραφεῖς πού ἐπαναλαμβάνουν τό ἀκόλουθο ἀπόφθεγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος: «Μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μαστίγωνε τούς ἐχθτούς· γιατί δέν ὑπάρχει οὔτε στόν οὐρανό οὔτε στή γῆ πιό ἰσχυρό ὅπλο (Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὅ.π., Κ΄, 6).
Ἀπό τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ὁ ἀγωνιστής φτάνει στή συναίσθηση τῆς πνευματικῆς του φτώχειας (Βλ. Ματθ. 5:3). Μαθαίνοντας νά ζητάει ἀδιάλειπτα τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μέ τόν καιρό χάνει κάθε ἐλπίδα καί κάθε πεποίθηση στόν ἑαυτό του. Κι ἄν κατορθώνει κάτι τό ὠφέλιμο, δέν τό θεωρεῖ δική του ἐπιτυχία ἀλλά τό ἀποδίδει στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά τό ὁποῖο πάντοτε ἱκετεύει τόν Κύριο.

Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή χειραγωγεῖ τόν ἀγωνιστή στή βέβαιη πίστη. Γιατί ἐκεῖνος πού προσεύχεται ἀδιάλειπτα, ἀρχίζει σιγά-σιγά νά αἰσθάνεται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ αἴσθηση αὐτή ἀναπτύσσεται σταδιακά μέσα του καί ἐντείνεται τόσο, πού τά μάτια τοῦ νοῦ του βλέπουν τόν Θεό πιό καθαρά ἀπ᾿ ὅσο τά μάτια τοῦ σώματός του βλέπουν τά ὑλικά ἀντικείμενα. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ πίστη του γίνεται ζωντανή καί ἀποδεικνύεται μέ τά ἔργα του. (Βλ. Ἰακ. 2:14-26).

Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή διώχνει τήν πονηρία, γεννᾶ τήν ἐλπίδα στόν Θεό, ὁδηγεῖ στήν ἁγία ἁπλότητα, ἀπαλλάσσει τόν νοῦ ἀπό τούς ποικιλόμορφους λογισμούς τῶν ὑπερήφανων ἐπιδιώξεων καί τόν γεμίζει μέ σκέψεις ταπεινές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται ἀδιάλειπτα, σιγά-σιγά παύει νά παρασύρεται ἀπό τήν ὀνειροπόληση, τόν περισπασμό καί τίς μάταιες μέριμνες· καί παύει τόσο περισσότερο, ὅσο πιό πολύ κυριαρχεῖ καί ριζώνει στήν ψυχή του ἡ ταπεινή μαθητεία στήν ἀδιάλειπτη προσευχή. 

Τέλος, ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται ἀδιάλειπτα μπορεῖ νά φτάσει στήν κατάσταση τῆς παιδικῆς ἁπλότητας καί ἀθωότητας, γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο (Βλ. Ματθ. 18:2-4), καί νά χάσει τήν κοσμική λογική του γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, νά ἀπαρνηθεῖ δηλαδή τήν ψευδώνυμη γνώση τοῦ κόσμου καί νά λάβει ἀπό τόν Θεό γνώση πνευματική. Μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ἀφανίζονται ἡ περιέργεια, οἱ φαντασιώσεις, οἱ ὑπόνοιες. Ὁ ἀδιάλειπτος προσευχόμενος σιγά-σιγά ἀρχίζει νά βλέπει καλούς ὅλους τούς ἀνθρώπους, κι ἔτσι νά τούς ἀγαπᾶ. Ὁ ἀδιάλειπτα προσευχόμενος εἵναι σταθερά ἑνωμένος μέ τόν Κύριο, ἀναγνωρίζει τόν Κύριο ὡς Κύριό του, ἀποκτᾶ τόν φόβο τοῦ Κυρίου. Ὁ θεῖος φόβος μπαίνει ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καθαρότητα καί μέσ᾿ ἀπό τήν καθαρότητα περνᾶ στή θεία ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γεμίζει τόν ναό της μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 
Ὁ ἀββάς Ἡσαΐας ὁ Ἀναχωρητής λέει γιά τή νοερή μελέτη: «Ὁ συνετός πλούσιος κρύβει μέσα στό σπίτι τούς θησαυρούς του. Τούς θησαυρούς πού ἀφήνονται ἔξω τούς ἁρπάζουν οἱ κλέφτες καί τούς ἐπιβουλεύονται οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς. Ἔτσι καί ὁ μοναχός, ὁ ταπεινός καί ἐνάρετος, κρύβει τίς ἀρετές του, ὅπως ὁ πλούσιος τούς θησαυρούς του, καί δέν ἐκπληρώνει τήν ἐπιθυμία τῆς πεσμένης του φύσεως (γιά κενόδοξη αὐτοπροβολή). Κατηγορεῖ τόν ἑαυτό του κάθε ὥρα καί ἀσκεῖται στή μυστική μελέτη, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ προφήτη στή Γραφή: "Φλογίστηκε ἐσωτερικά ἡ καρδιά μου, ἀπ᾿ τή μελέτη μου ἄναψε φωτιά μέσα μου" (Ψαλμ. 38:4). Γιά ποιά φωτιά μιλάει ἐδῶ ἡ Γραφή; Γιά τόν Θεό· "γιατί ὁ Θεός μας εἵναι φωτιά πού κατακαίει (Ἑβρ. 12:29). Μέ τή φωτιά λιώνει τό κερί καί κατακαίγονται οἱ βρωμερές ἀκαθαρσίες. Ἔτσι καί μέ τή μυστική μελέτη κατακαίγονται οἱ αἰσχροί λογισμοί, ξεριζώνονται ἀπό τήν ψυχή τά πάθη, φωτίζεται ὁ νοῦς, λαμπικάρεται ἡ σκέψη, ξεχύνεται στήν καρδιά ἡ χαρά.

» Ἡ μυστική μελέτη πληγώνει τούς δαίμονες καί ζωογονεῖ τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο. Τόν ὁπλισμένο μέ τή μυστική μελέτη τόν ἐνισχύει ὁ Θεός, τόν συντρέχουν οἱ ἄγγελοι, τόν τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι.
Ἡ μυστική μελέτη κάνει τήν ψυχή σπίτι περίκλειστο καί κλειδωμένο, στύλο ἀσάλευτο, καταφύγιο ἥσυχο. 
Αὐτή σώζει τήν ψυχή, αὐτή τήν προστατεύει ἀπό τούς κλονισμούς. Οἱ δαίμονες ταράζονται καί σωπαίνουν, ὅταν ὁ μοναχός ὁπλίζεται μέ τή μυστική μελέτη, ἡ ὁποία συνίσταται στήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με", καί ἡ ὁποία ἀσκεῖται καλύτερα στή μόνωση.

« Ἡ μυστική μελέτη εἵναι καθρέφτης γιά τόν νοῦ καί λυχνάρι γιά τή συνείδηση. 
Ἡ μυστική μελέτη ξεραίνει τά σαρκικά πάθη, συγκρατεῖ τήν ὀργή, ἀφαιρεῖ τή λύπη, διώχνει τήν παρρησία, καταστρέφει τήν ἀθυμία, φωτίζει τόν νοῦ, ἀπομακρύνει τήν ὀκνηρία. 
Ἡ μυστική μελέτη σταθεροποιεῖ στήν ψυχή τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γεννᾶ τήν κατάνυξη καί τά δάκρυα. 
Ἡ μυστική μελέτη χαρίζει στόν μοναχό ἀληθινή ταπείνωση, εὐλαβική ἐγρήγορση, ἀπερίσπαστη προσευχή. 
Ἡ μυστική μελέτη διδάσκει τήν ὑπομονή, στηρίζει τήν ἐγκράτεια, θυμίζει τή γέεννα. 
Ἡ μυστική μελέτη διατηρεῖ τόν νοῦ ἀρέμβαστο καί τοῦ φέρνει τή μνήμη τοῦ θανάτου. 
Ἡ μυστική μελέτη εἵναι φορτωμένη μέ ὅλα τά καλά, στολισμένη μέ κάθε ἀρετή, ξένη πρός κάθε ρυπαρό ἔργο (Σ.τ.Μ.: Τό κείμενο δέν περιέχεται στούς γνωστούς ΚΘ΄ Λ όγους τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα). 

Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέει:«Ὅποιος μελετᾶ ἀδιάλειπτα τόν Θεό, διώχνει ἀπό τόν ἑαυτό του τούς δαίμονες καί ξεριζώνει τόν σπόρο τῆς κακίας τους. Ὅποιος προσέχει κάθε ὥρα τήν ψυχή του, ἔχει στήν καρδιά του εὐφροσύνη γιά τίς θεῖες ἀποκαλύψεις. Ὅποιος συγκεντρώνει τήν ὅραση τοῦ νοῦ του στόν ἑαυτό του, βλέπει μέσα του τήν αὐγή τοῦ Πνεύματος. Ὅποιος ἀποστράφηκε κάθε μετεωρισμό, βλέπει τόν Κύριο του μέσα στήν καρδιά του... 

» Ἄν εἵσαι καθαρός, νά, ὁ οὐρανός εἵναι μέσα σου, καί θά δεῖς στόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό τούς ἀγγέλους μέ τό φῶς τους, καθώς καί τόν Κύριο τους μαζί τους καί μέσα τους... Ὁ θησαυρός τοῦ ταπεινοῦ εἵναι μέσα του, κι αὐτός εἵναι ὁ Κύριος... Τά πάθη ξεριζώνονται καί διώχνονται μέ τήν ἀδιάλειπτη μελέτη τοῦ Θεοῦ· αὐτή εἵναι τό ξίφος πού τά θανατώνει...

» Ὅποιος θέλει νά δεῖ τόν Κύριο μέσα του, ἀγωνίζεται νά καθαρίσει τήν καρδιά του μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι, μέ τή λαμπρότητα τῶν ματιῶν τῆς διάνοιάς του, θά βλέπει κάθε στιγμή τόν Κύριο. Ὅ,τι συμβαίνει μέ τό ψάρι πού βγαίνει ἀπό τό νερό, αὐτό συμβαίνει καί μέ τό νοῦ πού βγαίνει ἀπό τήν ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ καί μετεωρίζεται στήν ἐνθύμηση τοῦ κόσμου...

»Φοβερός στούς δαίμονες καί ἀγαπητός στόν Θεό καί τούς ἀγγέλους Του εἵναι ἐκεῖνος πού νύχτα-μέρα μέ θερμό ζῆλο ἀναζητεῖ τόν Θεό στήν καρδιά του, ξεριζώνοντας ἀπ᾿ αὐτήν τίς προσβολές πού φυτρώνουν ἀπό τόν ἐχθρό (Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΜΓ΄, 1, 2, 3, 4).

«Χωρίς τήν ἀδιάλειπτη προσευχή δέν μπορεῖ κανείς νά πλησιάσει τόν Θεό» (Ὅ.π., ΙΓ΄, 2).

Ὁ ἀββάς Κασσιανός ὁ Ρωμαῖος γράφει: «Αὐτός ὁ στίχος πρέπει νά εἵναι ἡ διαρκής προσευχή μας.(Ἐννοεῖ τόν 2ο στίχο τοῦ 69ου Ψαλμοῦ: Ὁ Θεός, εἰς τήν βοήθειάν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τό βοηθῆσαί μοι σπεῦσον»). Πρέπει νά τόν χρησιμοποιοῦμε καί μέσα στήν ἀντιξοότητα, γιά ν᾿ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπ᾿ αὐτήν, ἀλλά καί στήν εὐημερία, γιά νά τή διατηρήσουμε καί γιά νά προφυλαχθοῦμε ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Ναί, αὐτή ἄς εἴναι παντοῦ καί πάντοτε ἡ διαρκής ἐνασχόληση τῆς καρδιᾶς σας. Μή σταματᾶτε νά ἐπαναλαμβάνετε αὐτή τήν προσευχή στήν ἐργασία, στίς ἀκολουθίες καί στά ταξίδια. Ὅταν τρῶτε ἤ ὅταν κοιμάστε, σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς νά τήν ἀσκεῖτε ἀδιάκοπα. Θά γίνει γιά σᾶς πρόγευση τῆς σωτηρίας. Αὐτή ὄχι μόνον θά σᾶς φυλάει ἀπ᾿ ὅλες τίς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων, ἀλλά καί θά σᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε πάθος καί κάθε γήινη ἀκαθαρσία. Αὐτή θά σᾶς ἀνυψώνει μέχρι τή θεωρία τῶν οὐρανίων καί ἀθεάτων, μέχρι τήν ἀνείπωτη θέρμη τῆς προσευχῆς πού ἐλάχιστοι νιώθουν. Ὅταν ὁ ὕπνος βαραίνει τά μάτια σας ἀπό τή συνεχή ἐπανάληψη τῶν λόγων αὐτῶν, προσπαθῆστε νά μήν τή διακόπτετε. Κρατῆστε την ἀκόμα καί τήν ὥρα τοῦ ὕπνου. Αὐτή ἄς εἵναι τό πρῶτο πράγμα πού θά ἔρχεται στόν νοῦ σας, ὅταν ξυπνᾶτε. Ψελλίστε την μόλις σηκωθεῖτε ἀπό τό κρεβάτι. Γονατίστε πρίν ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο καί ἀπευθυνθεῖτε στόν Θεό μ᾿ αὐτή τήν προσευχή. Αὐτή ἄς σᾶς συνοδεύει στή συνέχεια τῆς ἡμέρας σ᾿ ὅλες σας τίς δραστηριότητες, χωρίς νά σᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Νά τή μελετᾶτε, ὅπως λέει καί ὁ προφήτης Μυσῆς, «ὅταν κάθεστε στό σπίτι σας καί ὅταν βαδίζετε στόν δρόμο, ὅταν ξαπλώνετε γιά ὕπνο καί ὅταν σηκώνεστε" (Πρβλ. Δευτ. 6:7). Νά τή χαράξετε στά χείλη σας, στούς τοίχους τοῦ κελιοῦ σας καί στό ἱερό τῆς καρδιᾶς σας. Αὐτά τά λόγια νά γίνουν ἕνα μέ τήν ἀναπνοή σας. Τήν προσευχή αὐτή νά ἀπευθύνετε στόν Θεό μόνιμα, τόσο κατά τήν ὥρα τοῦ Ὄρθρου ὅσο καί μετά τήν πρωινή ἀκολουθία, ὅταν ἑτοιμάζεστε νά ξεκινήσετε τόν συνήθη ρυθμό τῆς καθημερινότητας» (Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, ὅ.π.).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει:«Σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, μήν παραβεῖτε καί μήν καταφρονήσετε ποτέ τόν κανόνα τῆς προσευχῆς... Ὁ μοναχός ὀφείλει, εἴτε τρώει εἴτε πίνει εἴτε κάθεται εἴτε ἐκτελεῖ διακόνημα εἴτε βαδίζει στόν δρόμο εἴτε κάνει ὁτιδήποτε ἄλλο, νά κράζει ἀκατάπαυστα τό "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με"... Ἔτσι, τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, καταβαίνοντας στό βάθος τῆς καρδιᾶς, θά ταπεινώσει τόν δράκοντα, πού ἔχει τήν κατοχή τῆς καρδιᾶς, καί θά σώσει καί θά ζωοποιήσει τήν ψυχή. Νά ἐπιμένεις, λοιπόν, ἀδιάκοπα στήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά καταπιεῖ ἡ καρδιά τόν Κύριο καί ὁ Κύριος τήν καρδιά, καί νά γίνουν τά δύο ἕνα» (Βλ. Ὁσίων Καλλίστου καί Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων, Μέθοδος καί κανών..., κα΄). 

Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββά Φιλήμονα: «Τί εἵναι, πάτερ, ἡ κρυφή μελέτη;». Καί ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Πήγαινε, ἔχε νήψη στήν καρδιά σου καί λέγε προσεκτικά μέσα στόν νοῦ σου μέ φόβο καί τρόμο:"Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με". (Περί τοῦ ἀββᾶ Φιλήμονος...).

Γιατί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ἤ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται μελέτη; Ἐπειδή οἱ ἀγωνιστές, στήν πνευματική ἐργασία τῶν ὁποίων κατέβηκε ἡ δροσιά τῆς θείας χάριτος, μέ τήν ἐπανάληψη τῆς σύντομης προσευχῆς ἀπέκτησαν βαθιά καί ἀνεξάντλητη πνευματική ἀντίληψη. Αὐτή ἡ ἀντίληψη, μέ τήν πνευματική της πρωτοτυπία, ἑλκύει καί αὐξάνει διαρκῶς τήν προσοχή τους. Ἔτσι, ἡ σύντομη φράση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ γίνεται γι᾿ αὐτούς εὐρύτατη ἐπιστήμη, ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν, καί ἡ ἐνασχόληση μ᾿ αὐτήν ἀποτελεῖ κυριολεκτικά μελέτη. 

Τέτοιες ἥταν οἱ νουθεσίες τῶν ἁγίων πατέρων, τέτοια ἥταν ἡ ἐργασία τους. Ὄχι μόνο ὅλα τους τά ἔργα καί ὅλα τους τά λόγια, ἀλλά καί ὅλες τους οἱ σκέψεις εἵχαν ἀφιερωθεῖ στόν Θεό. Γι᾿ αὐτό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ἔδωσε πλούσια τά χαρίσματά Του.

Ἐμεῖς, ἀπεναντίας, ἀδιαφοροῦμε γιά τά ἔργα μας. Δέν ἐνεργοῦμε ἔτσι ὅπως μᾶς προτρέπουν οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅπως μᾶς ἔρθει, παρασυρμένοι ἀπό τό πρῶτο αἴσθημα πού θά γεννηθεῖ στήν καρδιά μας ἤ τήν πρώτη σκέψη πού θά ἐμφανιστεῖ στόν νοῦ μας. Γιά τά λόγια μας, πάλι, ἀδιαφοροῦμε περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι γιά τά ἔργα μας. Ὅσο γιά τούς λογισμούς, σ᾿ αὐτούς δέν δίνουμε καμιά σημασία. Καί ὅμως, ἀναρίθμητοι εἵναι οἱ λογισμοί μας καί ὅλοι προσφέρονται ἀπό μᾶς θυσία στή ματαιότητα. Ὁ δικός μας νοῦς, σέ ἀντίθεση μέ τόν νοῦ τόν ἀσφαλισμένο μέ τή μελέτη τοῦ Θεοῦ, (Βλ. πιό πάνω τή διδαχή τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα, ὅπου ἡ ἀσφαλισμένη μέ τή μυστική μελέτη ψυχή παρομοιάζεται μέ σπίτι περίκλειστο καί κλειδωμένο), μοιάζει μέ τετράπορτο ναΐσκο δίχως φύλακα, ναΐσκο πού ἀπό τίς ὀρθάνοιχτες πόρτες του μπορεῖ ἐλεύθερα νά μπαινοβγαίνει ὁ καθένας, βάζοντας καί βγάζοντας ὅ,τι θέλει. 

Ἀδελφοί μου! .Ας σταματήσουμε νά ζοῦμε ἔτσι ἀπρόσεκτα καί ἄκαρπα. Ἄς μιμηθοῦμε τόν ἀγώνα τους νά συγκατοῦν ἀδιάλειπτα στόν νοῦ τους τή μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Νέε μου! Σπεῖρε μέ ἐπιμέλεια στήν ψυχή σου τούς σπόρους τῶν ἀρετῶν. Μέ ὑπομονή καί μέ ἄσκηση βίας πάνω στόν ἑαυτό σου, ἐξοικειώσου μέ ὅλους τούς εὐσεβεῖς κόπους καί ἀγῶνες. Ἀσκήσου, ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα, καί στή διατήρηση τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ. Κλεῖσε στόν νοῦ σου τήν ἁγία αὐτή μελέτη. Κι ἄν δεῖς ὅτι ὁ νοῦς διαρκῶς ξεγλιστρᾶ σέ ἄλλες καί μάταιες σκέψεις, μήν πέσεις σέ ἀθυμία. Συνέχισε μέ σταθερότητα τόν ἀγώνα. «Πάλευε νά ἐπαναφέρεις», λέει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (Ὅ. π., ΚΗ΄, 16-17), «ἤ μᾶλλον νά κλείνεις τή σκέψη σου μέσα στά λόγια τῆς προσευχῆς. Κι ἄν αὐτή, λόγω τῆς νηπιακῆς σου πνευματικῆς καταστάσεως, ἀτονεῖ καί ξεφεύγει, συμμάζευέ την πάλι. Γιατί ἰδίωμα τοῦ νοῦ εἵναι ἡ ἀστάθεια, ἐνῶ ἰδίωμα τοῦ Θεοῦ εἵναι ἡ δυνατότητα νά τά σταθεροποιεῖ ὅλα. Ἄν ἀγωνίζεσαι ἀκατάπαυστα, θά ἔρθει καί σ᾿ ἐσένα Ἐκεῖνος πού βάζει ὅρια στή θάλασσα τοῦ νοῦ, καί θά τῆς πεῖ τήν ὥρα τῆς προσευχῆς σου: " Ὥς ἐδῶ θά ἔρθεις· πιό πέρα δέν θά πᾶς! ( Ἰωβ. 38;11).

Ἡ νοερή μελέτη τοῦ Θεοῦ ἴσως μέ τήν πρώτη σκέψη νά θεωρηθεῖ ἐργασία παράξενη, μονότονη, καταθλιπτική. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, εἵναι μιά ἐργασία πού δίνει ἀνυπολόγιστους πνευματικούς καρπούς, μιά ἐργασία πού ἀποτελεῖ ἀνεκτίμητη ἐκκλησιαστική παράδοση, θεϊκή σύσταση, πνευματικό θησαυρό, παραγγελία τῶν ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων μά τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν μπορεῖς νά διανοηθεῖς πόσα πνευματικά πλούτη θά κληρονομήσεις κάποτε, ἄν ἀποκτήσεις τή συνήθεια τῆς ἀδιάλειπτης μνήμης τοῦ Θεοῦ. Ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά τοῦ ἀρχαρίου δέν μποροῦν νά συλλάβουν «ὅσα ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν» (Α΄ Κορ. 2:9), ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή ἀλλά καί σέ τούτη (Βλ. Μάρκ. 10:30), ὅπου μποροῦμε νά πάρουμε μιά γεύση τῆς μελοντικῆς μακαριότητας.
«Προκειμένου νά σταθεῖς μπροστά στόν Θεό γιά νά Τόν ἱκετέψεις», λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (Ὄ. π., ΚΗ΄, 35), «νά προετοιμάζεσαι μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐσωτερική προσευχή, καί ἔτσι σύντομα θά προκόψεις». Μέ τόν καιρό ἡ νοερή μελέτη τοῦ Θεοῦ θά κυριεψει ὅλη σου τήν ὕπαρξη καί θά σέ κάνει σάν μεθυσμένο, ἕναν ἄνθρωπο πού βρίσκεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἀλλά δέν τοῦ ἀνήκει, ἤ μᾶλλον ἔναν ἄνθρωπο πού ἀνήκει στόν κόσμο ὡς πρός τό σῶμα ἀλλά δέν τοῦ ἀνήκει ὡς πρός τόν νοῦ καί τήν καρδια.Ὁποιος μεθᾶ μέ τό αἰσθητό κρασί, ξεχνᾶ τόν ἑαυτό του, ξεχνᾶ τά βάσανά του, ξεχνᾶ τήν τάξη του καί τήν κληρονομιά του. Ὅποιος μεθᾶ μέ τό νοητό κρασί τῆς μελέτης τοῦ Θεοῦ, γίνεται ψυχρός, ἀναίσθητος ἀπέναντι στίς γήινες ἐπιθυμίες, τή γήινη δόξα, ὅλα τά γήινα ἀγαθά. Ἡσκέψη του βρίσκεται διαρκῶς στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος μέ τή μελέτη ἐνεργεῖ στόν νοῦ καί τήν καρδιά σάν ἱερή εὐωδία, «ἀρωμα πού προέρχεται ἀπό τή ζωή καί δίνει ζωή» (Β΄Κορ. 2:16) Ἡ μελέτη τοῦ Θεοῦ νεκρώνει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τήν ἀγάπη πρός τόν κόσμο καί τά πάθη καί γεννᾶ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, πρός καθετί τό πνευματικό καί ἅγιο, πρός τή μακάρια αἰωνιότητα.
«Θεέ μου!», ἀνακράζει ὁ μεθυσμένος ἀπό τή μελέτη τοῦ Θεοῦ (Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ὅ. π, ΚΗ΄, 28). "Τί ἄλλο ὑπάρχει γιά μένα στόν οὐρανό ἐκτός ἀπό Σένα;". Τίποτα! "Καί τί ἄλλο θά ἐπιθυμοῦσα στή γῆ ἐκτός ἀπό Σένα;" (Ψαλμ. 72:25). Τίποτ᾿ ἄλλο, παρά μόνο νά εἵμαι ἀπερίσπαστα προσκολλημένος σ᾿ Ἐσένα μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Μερικοί ἐπιθυμοῦν πλοῦτο, ἄλλοι δόξα καί ἄλλοι κάτι ἄλλο ἀπό τά ἐγκόσμια. "Ἐγώ, ὅμως, ἕνα μόνο πράγμα ἐπιθυμῶ: νά εἵμαι προσκολλημένος στόν Θεό καί νά στηρίζω σ᾿ Αὐτόν τήν ἐλπίδα τῆς ἀπάθειας μου" (Πρβλ. Ψαλμ. 72:28).

Οἱ λέξεις τῆς θείας μελέτης στήν ἀρχή πρέπει νά προφέρονται μέ τή γλώσσα, μέ φωνή ἤρεμη, μέ προσοχή μεγάλη, χωρίς βιασύνη. Ἡ σκέψη, σύμφωνα μέ τή συμβουλή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, πού ἀναφέραμε πιό πάνω, πρέπει νά κλείνεται μέσα στά λόγια τῆς μελέτης. Σιγά-σιγά ἡ προφορική μελέτη-προσευχή θά ἐξελιχθεῖ σέ νοερά καί στή συνέχεια σέ καρδιακή. Ἀλλά γιά τήν ἐξέλιξη αὐτή θά χρειαστοῦν πολλά χρόνια. Δέν πρέπει νά τή ζητᾶμε πρόωρα. Ἄς συντελεστεῖ ἀπό μόνη της ἤ, πιό σωστά, ἄς πραγματοποιηθεῖ ἀπό τόν Θεό στόν χρόνο πού πρέπει, ὅταν ἡ πνευματική ἡλικία καί οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς τοῦ ἀγωνιστῆ θά τό ἐπιτρέπουν.
Ὁ ταπεινός ἀγωνιστής ἱκανοποιεῖται μέ τό ὅτι ἀξιώνεται νά ἔχει τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἤδη τό θεωρεῖ μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Πλάστη πρός τό φτωχό καί ἀδύναμο πλάσμα Του, τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἴδιος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς θείας χάριτος καί δέν ζητάει νά φανερωθοῦν μέσα του οἱ ἐνέργειες της. Γιατί γνωρίζει ἀπό τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων πώς ἡ ἐπιζήτηση τῶν ἐνεργειῶν τῆς χάριτος πηγάζει ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται κάθε πλάνη καί κάθε πτώση. Καί εἵναι πλάνη τό νά ζητάει κανείς ἐπίμονα νά γευθεῖ τίς ἐνέργειες τῆς θείας χάριτος, ἐπειδή ἡ ἐμφάνιση τῶν ἐνεργειῶν αὐτῶν στήν ψυχή ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά καί μόνο ἀπό τόν Θεό (Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἐπιστολή Δ΄, Πρός τόν ὅσιον πατέρα Συμεώνην τόν θαυματουργόν, 38).

Ὁ ἀληθινός ἀγωνιστής δέν ἐπιδιώκει τίποτ᾿ ἄλλο παρά νά διαπιστώσει ὅλη τήν ἁμαρτωλότητα πού κλείνει μέσα του καί ν᾿ ἀποκτήσει τό πένθος γι᾿ αὐτήν. Τόν ἑαυτό του τόν παραδίνει στή θέληση τοῦ πανάγαθου καί πολυεύσπλαχνου Θεοῦ, πού γνωρίζει ποιόν ὠφελεῖ ἡ δωρεά τῆς χάριτος Του καί ποιόν ἡ ἀναβολή της. Πολλοί, παίρνοντας τή χάρη, ἔπεσαν στήν καταφρόνηση, τήν αὐτοπεποίθηση καί τήν ὑψηλοφροσύνη. Ἔτσι, ὄχι μόνο δέν ὠφελήθηκαν ἀπό τή χάρη πού ἔλαβαν, ἀλλά καί κατακρίθηκαν βαριά.

Μακάριος εἵναι ὁ μοναχός πού ἡ καρδιά του τόν νουθετεῖ νά κάνει κάθε ἄσκηση μέ ἀπόλυτη ἀνιδιοτέλεια. 
Μακάριος εἵναι ὁ μοναχός πού δέν πεινᾶ καί δέν διψᾶ παρά γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, καί γι᾿ αὐτό μέ πίστη, ἁπλότητα καί αὐταπάρνηση παραδίνει τόν ἑαυτό του στήν ἐξουσία καί τήν πρόνοια τοῦ σπλαχνικοῦ Κυρίου μας, «ὁ ὁποῖος θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά γνωρίσουν καλά τήν ἀλήθεια» (Α΄ Τιμ. 2:4). 
Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. 
Ἀμήν.

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Ἀπό τό βιβλίο: «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ», Τόμος γ΄
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ



Η Ζωή για τον καθένα αρχίζει, όταν γίνει ελεύθερος.



Η Ζωή για τον καθένα, ξεκινά όταν νιώσει ελεύθερος... όταν γίνει ελεύθερος, όταν είναι ελεύθερος.
Η Ελευθερία στον άνθρωπο δόθηκε ελεύθερα από τον Θεό. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ελεύθερος. Ελεύθερος από κάθε τι που θα τον εμποδίσει να γνωρίσει και να ενωθεί με τον Δημιουργό Του. Η ελευθερία του ανθρώπου δεν έγκειται απλά στο θέμα της «επιλογής» ανάμεσα στο κακό και το καλό. Η ελευθερία του ανθρώπου πρέπει να εμποτίζει την ζωή του με τέτοιο τρόπο ώστε ακόμα και οι έννοιες του καλού και του κακού να μην αντικατοπτρίζουν οριοθετημένους ορισμούς επιλογών.
Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι τελικά ο σκλάβος του Θείου Έρωτος, ο Άγιος. Και μόνο έτσι μπορεί να βιωθεί στην τελεία της μορφή η ελευθερία. Μία ελευθερία που χαρακτήριζε την χαρισματική ζωή των δια Χριστόν σαλών, μία ελευθερία που επισκίαζε κάθε ηθικιστική θεώρηση της ζωής. Μία ελευθερία που έσβηνε τα «πρέπει» των ανθρώπων και στην θέση τους έβαζε το «όστις θέλει…».
Το βίωμα του Θεού κάνει πέρα τις βιτρίνες της «έξωθεν καλής μαρτυρίας», διότι ο άνθρωπος του Θεού δεν έχει ανάγκη από την «άποψη» των ανθρώπων για την ζωή του, δεν έχει ανάγκη ούτε από επαίνους, ούτε από ύβρεις, έχει βρει τον Θεό και έχει αναπαυτεί, έχει ειρηνεύσει. Ο άνθρωπος του Θεού, ο Άγιος, ζει και κινείται ήδη από αυτήν την ζωή μέσα στην Βασιλεία Του, και γι’ αυτό κινείται ελεύθερα, απαθώς, σιωπηλά, με το ήθος των νεκρών.
Όταν στην ζωή μας, θα ανθίσει η πραγματική ελευθερία, τότε θα καταλάβουμε γιατί οι άγιοι δεν μένανε στους τύπους και τα σχήματα, τότε θα καταλάβουμε γιατί ο Χριστός πολέμησε τόσο πολύ τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς.
Ίσως τότε θα καταλάβουμε γιατί μας αγαπά, γιατί μας συγχωρεί, γιατί μας δέχεται χωρίς να περιμένει τίποτα από εμάς…διότι Του αρκεί έστω ένα: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶἄξιος κληθῆναι υἱός σου…». 
Βρίσκοντας την ελευθερία του ο άνθρωπος, βρίσκει το "κατ'εικόνα" του και έτσι αρχίζει πλέον να προρεύεται προς το "καθ' ομοίωσιν".
Ο ελεύθερος άνθρωπος, είναι ο άνθρωπος του Θεού, ο άνθρωπος που άγγιξε κατά χάριν την θεανθρωπία, ο άνθρωπος εκείνος που ζει ελεύθερα χωρίς να ενοχλεί, αλλά μόνο να αγιάζεται και να αγιάζει…

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος


Οικοδομώντας τόν Ναό τού Θεού μέσα μας καί μέσα στούς αδελφούς μας.




Τήν Δευτέρα 15 Απριλίου ο π. Ζαχαρίας, επισκεπτόμενος τήν Ναύπακτο καί τήν Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Βομβοκούς τής οποίας είναι ο Πνευματικός, ομίλησε στήν Σύναξη τής Δευτέρας, αντί τού Σεβασμιωτάτου, ο οποίος απουσίαζε στήν Κρήτη. Τό κείμενο τής ενδιαφέρουσας ομιλίας τού π. Ζαχαρία δημοσιεύουμε κατωτέρω.

Ακόμη καί όταν βρισκόμαστε γιά πολλά χρόνια «επί τής οδού», καί πάλι δέν πρέπει νά χαλαρώσουμε. Οι Πατέρες συνήθιζαν νά λένε ότι κάθε μέρα πρέπει νά βάζουμε μιά καινούργια αρχή καί νά ζητάμε από τόν Θεό βοήθεια γιά νά κάνουμε αυτήν τήν καινούργια αρχή. Όταν έχουμε μιά τέτοια στάση καί προσευχόμαστε γιά νά κάνουμε μιά καινούργια αρχή, τότε αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στήν αρχή τής σωτηρίας. Εάν κάθε μέρα ζητάμε από τόν Θεό νά μάς βοηθήση νά κάνουμε μιά καινούργια αρχή καί εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε, τότε αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στήν οδό πρός τήν σωτηρία. Έτσι, «ηρξαίμην ποτέ τή ευδοκία Σου».
Είναι πολύ σημαντικό νά εξετάζουμε τούς εαυτούς μας γιά νά δούμε κατά πόσον ίσως έχουμε χαλαρώσει, κατά πόσον έχουμε πέσει σέ αμέλεια. Δέν αρκεί τό νά απέχουμε από τό κακό, πρέπει νά εργαζόμαστε καί τό αγαθό. Δέν αρκεί τό νά έχουμε μιά ψυχολογική ειρήνη, πρέπει νά αποκτήσουμε τήν πνευματική ειρήνη πού προέρχεται από τό «περισσόν» τής παρακλήσεως πού μάς δίνει ο Θεός. Ακούμε στήν Παραβολή τών Ταλάντων νά κατακρίνεται ο οκνηρός δούλος, όχι επειδή έκανε κάτι κακό -μάλιστα είχε φυλάξει καί τό τάλαντο πού τού είχε δώσει ο κύριός του -, αλλά καταδικάζεται επειδή δέν τό πολλαπλασίασε, δέν εργάστηκε μέ αυτό, δέν έδειξε ζήλο. Τό νά έχουμε ζήλο είναι πολύ σημαντικό.
Βρισκόμαστε όλοι «επί τής οδού» καί δέν πρέπει νά ξεχνάμε ότι ο Χριστιανισμός ονομάζεται «η Οδός». Διαβάζουμε ότι ο Απ. Παύλος πήγαινε στήν Αντιόχεια γιά νά συλλάβη όλους εκείνους πού ήταν «επί τής οδού», «όπως εάν τινας εύρη τής οδού όντας» (Πρ. θ’ 2), τής οδού τού Ιησού, τής οδού τού νέου Προφήτη πού αποκαλούσε τόν Εαυτό του Μεσσία, Υιό τού Θεού. Βεβαίως, ο ίδιος ο Κύριος είπε «εγώ ειμι η οδός» (Ιω. ιδ’, 6) καί είναι σημαντικό νά γνωρίζουμε τήν δική Του οδό. Γνωρίζουμε ότι τό «σημείο» τής οδού τού Κυρίου είναι η ταπείνωση, επειδή η οδός Του είναι οδός καταβάσεως από τόν ουρανό μέχρις εμάς τούς ανθρώπους καί ακόμη περισσότερο μέχρι τά κατώτατα μέρη τής γής. Επομένως, καί εμείς γινόμαστε όμοιοι μέ τόν Κύριο, μόνον όταν ταπεινώσουμε τούς εαυτούς μας καί όχι όταν έχουμε υπερηφάνεια.
Όλοι οι λόγοι πού εκπορεύονται από τό στόμα τού Κυρίου είναι λόγοι ταπεινώσεως καί τόν λόγο πού δεχόμαστε από Εκείνον, όταν τόν εφαρμόσουμε στήν ζωή μας, κατεργάζεται μέσα μας πνεύμα ταπεινώσεως καί προετοιμάζει τήν καρδιά γιά νά μπορέση νά δεχθή τό έλεός Του, όπως Εκείνος είπε: «έλεον θέλω καί ου θυσίαν. ου γάρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ’, 13), δηλαδή, «δέν θέλω εξωτερικές λατρευτικές πράξεις ευσεβισμού, θέλω η καρδιά σας νά μπορή νά ανοίξη γιά νά δεχθή τό έλεός μου».

Ο Κύριος ήλθε γιά τούς αδυνάτους καί τούς ασθενείς καί όχι γιά όσους είναι αυτάρκεις καί ικανοποιημένοι μέ τούς εαυτούς τους. Μέ άλλα λόγια, γιά νά πορευθούμε τήν οδό τού Κυρίου πρέπει νά έχουμε πνευματικό ζήλο. Ο πνευματικός ζήλος είναι κάτι πολύ παράδοξο, όπως καί όλα όσα έχουν νά κάνουν μέ τον Θεό μας είναι παράδοξα, καί τό Ευαγγέλιό Του είναι ένα παράδοξο Ευαγγέλιο, μέ τήν έννοια ότι δέν είναι κατά άνθρωπον, είναι από έναν άλλον κόσμο.Ο Απ. Παύλος λέει ότι τό Ευαγγέλιον τού Κυρίου δέν είναι κατά άνθρωπον «τό ευαγγέλιον τό ευαγγελισθέν υπ εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον ουδέ γάρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. α’ 11-12).
Έτσι, λοιπόν, τά λόγια τού Κυρίου μάς βάζουν μέσα στήν δική Του οδό. Είναι πολύ σημαντικό νά μπούμε καί πάλι στήν δική Του οδό, όσο μακριά καί άν βρισκόμαστε, αρκεί νά βρεθούμε καί πάλι μέσα στήν οδό τού Κυρίου, επειδή Εκείνος είναι η οδός καί Εκείνος θά γίνη καί ο δικός μας συνοδοιπόρος. Στήν παραβολή τών ταλάντων είδαμε ότι εκείνος πού δέχθηκε πέντε τάλαντα εργάσθηκε καί «εποίησεν» άλλα πέντε καί εκείνος πού έλαβε δύο εργάσθηκε καί κέρδισε καί άλλα δύο. Καί στούς δύο δόθηκε ο ίδιος έπαινος, η ίδια ανταμοιβή, επειδή εκείνο πού έχει σημασία είναι νά αυξηθούμε μέσα στήν οδό τού Κυρίου καί έτσι νά εισέλθουμε στήν αιώνια αύξησή μας εν τώ Θεώ. Στήν πρός Κολοσσαείς επιστολή του ο Απ. Παύλος μιλάει γιά τήν αιώνια αύξηση «τήν αύξησιν τού Θεού» (Κολ. β’ 19).
Πρέπει νά εξασκηθούμε σέ αυτήν τήν οδό καί ο ίδιος ο Κύριος μάς καθοδηγεί λέγοντάς μας: « Δεύτε πρός με καί μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί καί ταπεινός τή καρδία καί ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών» (Ματθ. ια’, 28-29). Δέν είπε: «Δεύτε πρός με, ότι παντοδύναμος καί πάνσοφος ειμί», αλλά «ότι πράος ειμί καί ταπεινός τή καρδία». Αυτοί είναι οι δύο απαραίτητοι όροι, νά είμαστε πράοι καί ταπεινοί τή καρδία, γιά νά μπορέσουμε νά νεκρώσουμε τόν εγωϊσμό μας, νά νεκρώσουμε τόν παλαιό εαυτό μας πού «απ’ αρχής» εξεγείρεται εναντίον τού Θεού. Πρέπει, λοιπόν, νά διδαχθούμε από τόν Κύριο ταπείνωση καί πραότητα.
Καί οι νόμοι πού μάς κατευθύνουν σέ αυτήν τήν οδό τού Κυρίου είναι οι Μακαρισμοί. 
Οι Μακαρισμοί είναι η περίληψη ολοκλήρου τού Ευαγγελίου καί απαρτίζουν τήν νομοθεσία πού μάς κατευθύνει στήν οδό. Ακόμη καί όταν μελετούμε ανώτερα Μαθηματικά, πρέπει νά θυμόμαστε καί τήν απλή αριθμητική, ότι ένα καί ένα κάνουν δύο. Μέ τόν ίδιο τρόπο καί η βάση τής νομοθεσίας τού Ευαγγελίου είναι η πνευματική πτωχεία «Μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι ότι αυτών εστίν η βασιλεία τών ουρανών» (Ματθ. ε’, 3). Πάνω απ? όλα πρέπει νά έχουμε συναίσθηση τής μηδαμινότητάς μας, τής πτωχείας μας, τής αχρειότητάς μας, γιατί τότε μπορεί νά ποθήσουμε νά βγούμε πάνω από όλα αυτά. Εκτός τού ότι είναι ο πρώτος Μακαρισμός, αποτελεί καί τό θεμέλιο τής ζωής μας, πού είναι ταπείνωση καί αυταπάρνηση, δηλαδή, τό νά αποδεχτούμε τήν μηδαμινότητά μας, τήν αμαρτωλότητά μας, τήν αχρειότητά μας, πού είναι μία πραγματικότητα καί νά τά ξεπεράσουμε.
Αυτά είναι τα θεμέλια τού ναού τού Θεού μέσα μας. Βεβαίως, όταν έχουμε τέτοια στερεά θεμέλια, τότε αρχίζουμε νά χτίζουμε πάνω σέ αυτά καί αμέσως ακολουθεί ο δεύτερος Μακαρισμός, ο δεύτερος νόμος πού διέπει τήν οδό τού Θεού, πού λέει «Μακάριοι οι πενθούντες, (οι κλαίοντες λέει ο Λουκάς) ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’, 4). Βέβαια, εκείνοι πού έθεσαν τά σωστά θεμέλια καί στέκουν ενώπιον τού Θεού μεμφόμενοι τούς εαυτούς τους ως αχρείους καί αναξίους εξαιτίας τής αθλιότητάς τους, σίγουρα θά χύνουν δάκρυα, σίγουρα θά θρηνούν τόν νεκρό πού φέρουν μέσα τους, ο οποίος νεκρός είναι η καρδιά μας πού στερείται τής αισθήσεως τού Θεού. Φέρουμε μέσα μας ένα πτώμα. Εάν δέν ζωοποιηθή η καρδιά μας μέ τήν αίσθηση τού Θεού, νομίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί -έχουμε μία αντλία μέσα μας πού στέλνει αίμα, αλλά, όμως, εκείνο πού πραγματικά φέρουμε μέσα μας είναι ένα πτώμα. Η καρδιά μας είναι ζωντανή, μόνον όταν έχουμε τήν «ειρήνην τήν πάντα νούν υπερέχουσαν» (Βλ. Φιλιπ.δ’, 7), όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, καί τήν γλυκύτητα τής θείας παρακλήσεως.
Αρχίσαμε νά χτίζουμε πάνω σέ αυτό τό μονοπάτι, «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται». Καί άν δέν παρηγορηθούμε σέ αυτήν τήν ζωή, δέν θά μπορέσουμε νά κάνουμε πρόοδο, δέν θά μπορέσουμε νά δράμουμε τήν οδό τών εντολών Του, επειδή είναι η δική Του παρηγοριά πού μάς ενδυναμώνει γιά νά δράμουμε τήν οδόν Του.
«Ευλογητός ο Θεός καί Πατήρ τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ο πατήρ τών οικτιρμών καί Θεός πάσης παρακλήσεως, ο παρακαλών ημάς εν πάση τή θλίψει ημών, εις τό δύνασθαι ημάς παρακαλείν τούς εν πάση θλίψει διά τής παρακλήσεως ής παρακαλούμεθα αυτοί υπό τού Θεού» (Β’Κορ. α’, 3)
Η παρηγοριά πού μάς δίδεται είναι κατά τό μέτρο τών θλίψεων πού βαστάζουμε (Βλ. Β’ Κορ. α’, 5). Μέσα σέ πέντε στίχους ο Απόστολος χρησιμοποιεί δέκα φορές τή λέξη παράκληση ή παρηγοριά. Καί είναι απολύτως απαραίτητο γιά εμάς νά έχουμε αυτήν τήν παρηγοριά, γιά νά μπορέσουμε νά σταθούμε στήν μοναχική ζωή έναντι τών επιθέσεων τού εχθρού, καί γιά νά έχουμε έμπνευση νά δράμουμε τήν οδόν χαίροντες. Δέν υπάρχει καμία χαρά στή ζωή μας, εάν δέν μπορούμε νά τρέξουμε τήν οδό μέ προθυμία.
Ο λόγος πού τά λέω όλα αυτά είναι γιά νά δείξω ότι μέ τήν εφαρμογή τών Μακαρισμών η ταπείνωση πού εμπεριέχεται μέσα τους μεταδίδεται καί σέ εμάς. Καί συνεχίζει, «Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κατακληρονομήσουσι τήν γήν» (Ματθ. ε’, 5). Πραότητα είναι, όπως συνήθιζε νά λέη ο Γέροντας, αυτό πού εκφράζει στήν Κλίμακα ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, τό νά παραμένη ασάλευτος ο άνθρωπος είτε τόν προσβάλουν είτε τόν επαινούν. Καί τά δύο είναι δύσκολα. Εάν καί στίς δύο περιπτώσεις παραμένουμε οι ίδιοι, αυτό είναι πραότητα. Αυτοί, λοιπόν, πού είναι πραείς καί έχουν πάντοτε ειρήνη, θά κληρονομήσουν τήν γή, θά κατέχουν, δηλαδή, τήν καρδιά τους. Ο Γέροντας συχνά χρησιμοποιεί τόν όρο γή, όταν αναφέρεται στήν καρδιά : «Γενηθήτω τό θέλημά σου, ως εν ουρανώ καί επί τής γής» (Ματθ. στ’ 10), δηλαδή, «μακάρι νά κυριαρχήση στήν καρδιά μας τό θέλημά Σου, όπως βασιλεύει καί στόν ουρανό».
Όταν είμαστε πράοι, μπορούμε νά κληρονομήσουμε τήν γή. Στήν αρχαιότητα η γή ήταν η Χαναάν, η Παλαιστίνη, τήν οποία ο Κύριος υποσχέθηκε στούς Εβραίους τόν καιρό τής αιχμαλωσίας. Η γή όμως τήν οποία ο Κύριος τώρα μάς υπόσχεται είναι η «καινή γή», η «καινή κτίσις» καί αυτή η «καινή κτίσις» μάς αποκαλύπτεται, όταν ακολουθούμε τούς Μακαρισμούς τού Κυρίου.
«Μακάριοι οι πεινώντες καί διψώντες τήν δικαιοσύνην ότι αυτοί χορτασθήσονται» (Ματθ. ε’ 6) Εδώ χρονίζοντες στήν μέση τών Μακαρισμών, ο Κύριος αναμοχλεύει τόν ζήλο μας, λέγοντας ότι η πείνα καί η δίψα μας δέν πρέπει ποτέ νά ελαττωθούν, αλλιώς δέν είμαστε γιά Εκείνον. Έχουμε ανάγκη από ζήλο. Ο Κύριος μάς αποκάλυψε τήν οδόν Του καί μάς αποκάλυψε καί τον δικό Του ζήλο. Καί ο ζήλος Του ήταν νά εξαγνίση τόν Οίκο τού Θεού, δηλαδή νά «κτίση καρδιές καθαρές» (Πρβλ. Ψαλ. ν’ 12) πού γνωρίζουν τόν Κύριο, πού δέν έχουν ανάγκη νά τούς διδάξουν οι άλλοι «Ου μή διδάξωσιν έκαστος τόν πολίτην αυτού καί έκαστος τόν αδελφόν αυτού, λέγων, γνώθι τόν Κύριον» (Εβρ. η’ 11), αλλά καρδιές πού ήδη γνωρίζουν τόν Κύριο. Η οδός τού Κυρίου είναι γεμάτη από τόν ζήλο Του γιά τόν ναό τού Θεού. Καί ο ζήλος Του ήταν τέτοιος, πού τελικά Τόν κατέφαγε καί ο Κύριος τό θεωρούσε αυτό ως τό βάπτισμα μέσα από τό οποίο επρόκειτο νά περάση γιά χάρη τών ανθρώπων. Αυτός ο ζήλος τού Κυρίου εκφράστηκε ακόμη καί μέ εξωτερικό τρόπο, όταν καθάρισε τόν Ναό καί προκάλεσε τήν οργή τών εχθρών Του καί όλη η οργή καί η κακία τών εχθρών Του έπεσε πάνω Του. Ο ζήλος τού Κυρίου νά οικοδομήση, νά χτίση τόν ναό Του μέσα μας ήταν τόσο μεγάλος, πού τελικά τόν κατέφαγε μέχρι τέλους.
Πρέπει καί εμείς νά έχουμε αυτόν τόν ζήλο γιά τόν ναό τού Θεού μέσα μας. Πρέπει πάντοτε νά διαφυλάττουμε αυτόν τόν ναό - καί ο τρόπος γιά νά κάνουμε αυτό είναι μέσα από τήν νήψη, όπως είπαμε, ώστε κανένας αλλότριος λογισμός νά μήν μπορή νά κυριαρχήση εκεί καί νά αιχμαλωτίση τήν καρδιά. Δέν φτάνει, όμως, νά μήν έχουμε κακούς λογισμούς, αλλά πρέπει καί νά εργαζόμαστε λίγο - λίγο, μέρα μέ τή μέρα, ώστε νά συσσωρευθή στήν καρδιά μας η αίσθηση τού Θεού, όλη η παρηγοριά τού Θεού ή ο εξαγνισμός τού ναού τού Κυρίου. Μέρα μέ τή μέρα «επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β’Κορ. ζ’ 1). Εάν έχουμε αυτόν τόν ζήλο, τότε παραμένουμε στήν οδό τού Κυρίου. Εάν έχουμε ταπείνωση καί ζήλο, τότε όλες οι δυνάμεις τής ψυχής μας κατευθύνονται πρός τόν Θεό καί τότε χτίζουμε τόν ναό τού Κυρίου μέσα μας.
Ακόμη καί αυτό όμως δέν είναι αρκετό. Πρέπει νά φροντίσουμε τό ναό τού Θεού πού υπάρχει μέσα στούς άδελφούς μας καί νά κάνουμε ό,τι μάς είναι δυνατόν γιά νά προστατέψουμε τό ναό αυτόν μέσα τους, νά μήν προσβάλουμε μέ κανέναν τρόπο τόν αδελφό μας. Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Ει βρώμα σκανδαλίζει τόν αδελφόν μου, ου μή φάγω κρέα εις τόν αιώνα ίνα μή τόν αδελφόν μου σκανδαλίσω» (Α’ Κορ. η’ 13). Επειδή γνώριζε αυτό τόν ζήλο καί φύλαγε καλή συνείδηση μέ τούς αδελφούς του, λέει, γιατί νά φέρω πρόσκομμα στόν αδελφό μου «δι’ όν Χριστός απέθανεν» (Α’Κορ. η’ 11), γιατί νά προσβάλλω τόν αδελφό μου καί νά τόν εμποδίσω από τό νά χτίση τόν δικό του ναό στήν καρδιά του;
Έτσι ο κάθε ένας από τούς εν Χριστώ αδελφούς μας, κάθε ένας από τούς αδελφούς μας είναι ναός τού Θεού, κατοικητήριον τού Αγίου Πνεύματος. 
Αυτό είναι τό καθήκον τής ζωής μας : νά χτίσουμε τόν ναό τού Θεού μέσα μας καί νά τόν διαφυλάξουμε ακόμα καί μέσα στούς αδελφούς μας, μέ τήν ευγένεια, μέ τήν προσευχή, μέ τήν αγαθοεργία μας, ό,τιδήποτε προωθεί τό χτίσιμο τού ναού τού Θεού μέσα στούς αδελφούς μας, καί κατά έναν παράδοξο τρόπο αυτό θά αντανακλάται καί σέ εμάς τούς ίδιους.
Έτσι, όταν έχουμε μιά αρνητική σκέψη γιά τούς αδελφούς μας, αυτό είναι μία επίθεση – προσβολή κατά τού ναού τού Θεού πού υπάρχει μέσα τους. Καί όταν κρατάμε μνησικακία εναντίον τού αδελφού μας, αυτό διατηρεί τό πνεύμα τής κακίας μέσα μας καί διατηρεί τήν αντίσταση στήν οικοδόμηση τού ναού τού Θεού. Είναι όμως φοβερό νά ακούη κανείς τόν λόγο τού Κυρίου μέσω τού Αποστόλου Παύλου «Εί τις τόν ναόν τού Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» (Α’Κορ. γ’ 17). Καθώς δουλεύουμε μαζί, πρέπει νά είμαστε προσεκτικοί μεταξύ μας, ώστε νά κάνουμε τά πάντα γιά νά χτίσουμε τόν ναό τού Θεού μέσα μας καί επίσης αυτόν τόν ναό νά τόν διαφυλάξουμε καί ακόμη καί νά προωθήσουμε τήν οικοδομή του μέσα στούς αδελφούς μας. Όταν μάς έχουν προσβάλει μέ κάτι, δέν κερδίζουμε τίποτα μέ τό νά ανταποδώσουμε τήν προσβολή, εάν ακούσουμε έναν κακό λόγο γιά εμάς καί ανταποδίδουμε άλλους πέντε κακούς λόγους ή όταν μάς κάνουν κριτική καί δικαιολογούμαστε, μέ αυτόν τόν τρόπο δέν οικοδομούμε τόν ναό τού Θεού ούτε σέ μάς, αλλά ούτε καί στούς αδελφούς μας. Αλλά όταν μάς προσβάλλουν καί εμείς ταπεινωνόμαστε γιά χάρη τής προστασίας τού ναού τού Θεού, τότε σίγουρα θά φέρουμε σέ φιλότιμο τόν αδελφό μας, ώστε νά αρχίση καί εκείνος νά ταπεινώνη τόν εαυτό του καί νά αναζητά συμφιλίωση – καταλλαγή μέ τόν Θεό, νά αναζητά μιά καλύτερη σχέση μέ τόν Θεό καί μέ τούς αδελφούς του καί νά μπορέση τελικά νά οικοδομήση καί αυτός τόν ναό τού Θεού μέσα του.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι πού μπορεί νά γίνη αυτό. Ο πιό σημαντικός είναι τό νά προσευχόμαστε ο ένας για τόν άλλον. Όταν ετοιμαζόμαστε γιά τήν Λειτουργία, ο κάθε ένας έρχεται στήν Λειτουργία μέ μεγάλη αγωνία, ώστε νά τόν δεχθή ο Κύριος καί νά γίνη δεκτός σέ αυτήν τήν ανταλλαγή ζωής πού γίνεται μέσα στήν Λειτουργία. Η αγωνία μας είναι : 
«Θά μέ δεχθή ο Κύριος, εμένα πού είμαι τόσο ανάξιος;». Γιατί νά μήν θυμηθούμε τούς αδελφούς μας πού περνάνε μέσα από τήν ίδια αγωνία καί νά πούμε: «Κύριε, ευλόγησον καί τήν παράσταση τών αδελφών μου καί πλήρωσον τάς καρδίας αυτών μέ τά δώματα τού Πνεύματός Σου καί μέ τήν άφθαρτη παράκληση τής χάριτός Σου». Άν έχουμε τέτοιες διαθέσεις, η ζωή μας θά αυξάνη μέ θαυμαστό τρόπο, θά «κτίζουμε τήν ζωή», όπως θά έλεγε ο Γέροντας. 
Ο Γέροντας συχνά θά τό εξέφραζε αυτό μέ έναν πολύ γενικό τρόπο : «Νά κτίσουμε ζωή», καί εννοούσε τήν οικοδομή τού ναού τού Θεού μέσα μας καί μέσα στούς αδελφούς μας. Είναι πραγματικά θαυμάσιο, όταν ξέρουμε ότι ο αδελφός μας λειτουργεί ή προσέρχεται νά κοινωνήση, νά προσευχηθούμε ώστε νά έχη μία ευλογημένη παράσταση καί νά γίνη δεκτός από τόν Κύριο. Άν επιθυμούμε αυτό γιά τούς αδελφούς μας, σίγουρα καί η δική μας Θεία Μετάληψη θά ειναι διαφορετική. Δοκιμάστε καί θά δείτε, θά είναι σάν νά κοινωνείτε γιά πρώτη φορά. Ακόμη καί όταν δέν μπορούμε νά είμαστε στήν Λειτουργία καί βρισκόμαστε στό δωμάτιό μας λόγω κάποιας ασθένειας ή κάποιας επείγουσας εργασίας καί προσευχόμαστε γιά τούς αδελφούς μας πού είναι στήν Λειτουργία καί γιά τόν Ιερέα πού λειτουργεί, σάς λέω, θά λάβετε τήν ίδια χαρά καί τήν ίδια παρηγοριά, όπως καί οι αδελφοί σας μέσα στήν Λειτουργία. Έτσι, πρέπει νά κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν γιά νά στηρίξουμε, νά διατηρήσουμε τόν ναό τού Θεού.
Μέρα μέ τή μέρα πρέπει νά κάνουμε καινούργια αρχή. Εάν βάζουμε καινούργια αρχή, οι Πατέρες μας μάς διαβεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε εις οδόν σωτηρίας. Μιά νέα αρχή οικοδόμησης τού ναού τού Θεού μέσα μας, αλλά καί διαφύλαξης τής οικοδομής τού ναού τού Θεού μέσα στούς αδελφούς μας. Όταν κάνουμε έτσι, εκπληρώνουμε τίς δύο μεγάλες εντολές από τίς οποίες κρέμονται τά πάντα: Τό νά αγαπούμε τόν Θεό δίνοντάς Του όλον τόν χώρο μέσα μας, καί νά αγαπούμε τούς αδελφούς μας, συμβάλλοντας στό νά γίνη τό ίδιο μέσα τους( δηλαδή νά δώσουν καί εκείνοι όλον τόν χώρο στόν Θεό).
Όταν ήμουν μικρό παιδί, άκουσα μιά γριά στό χωριό μας νά λέη στόν γιό της : «Μήν τό κάνεις αυτό, όχι επειδή είναι ανήθικο ή κακό, αλλά επειδή φθείρεις τόν ναό τού Θεού». Ήταν απλή γυναίκα, αλλά ο νούς της ήταν πολύ θεολογικός: δέν ήθελε τήν αμαρτία επειδή η αμαρτία φθείρει, καταστρέφει τόν ναό τού Θεού. Πολύ θεολογική, πολύ ευαγγελική! Ενώ, άν πούμε ότι η αμαρτία είναι κάτι ανήθικο, αντικοινωνικό ή κάτι κακό κλπ. θά υπάρχη πάντοτε ένα ενάντιο επιχείρημα σέ όλα αυτά. Όταν όμως βάλουμε τόν νού μας στήν οικοδομή τού ναού τού Θεού, αυτό είναι τόσο αληθινό, τόσο πραγματικό καί αιώνιο πού δέν μπορεί νά υπάρξη αντίλογος.
Ο Κύριος επετέλεσε μία παγκόσμια νίκη κατά τού εχθρού καί κατά τού θανάτου – αυτούς τούς δύο εχθρούς τής ανθρωπότητας. Επετέλεσε αυτήν τήν νίκη μέ έναν παράδοξο τρόπο: οι επιθέσεις (προσβολές) καί η οργή τού εχθρού, όπως λέει ο Προφήτης Ησαΐας, συνέτριψαν τόν Κύριο. Εάν ήταν δυνατόν, ο εχθρός θά συνέτριβε ακόμη καί τά οστά του. Γιά χάρη μας ο Κύριος έγινε όλος μιά πληγή, από τήν κορυφή ως τά άκρα τών ποδών Του, έτσι πού νά μήν υπάρχη τόπος γιά νά μπή επίδεσμος πάνω Του, λέει ο Ησαΐας ( Βλ. Ησαΐα 1, 6). Διέκρινε ο Προφήτης μέ έναν τόσο ρεαλιστικό τρόπο τό τραγικό γεγονός τής θυσίας τού Θεού γιά τήν σωτηρία μας. Όλη η σκαιότητα τού κακού πού είχε συσσωρευθή από τήν αρχή τής πτώσεως τού Εωσφόρου μέχρι τήν πτώση τού ανθρώπου, έπεσε πάνω στόν Κύριο. Καί ο Κύριος έσκυψε κάτω από αυτό τό κύμα χωρίς νά αντισταθή. Τά αποδέχτηκε όλα γιά χάρη μας, επειδή «Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν» (Ιω. γ’ 16). Αναδύθηκε πίσω από αυτό τό κύμα, εγηγερμένος εκ νεκρών, καί βασιλεύει εις τούς αιώνας. Έτσι καί εμείς, όταν ένας πειρασμός ξεσηκώνεται εναντίον μας, είτε από έναν αδελφό, είτε από μία ασθένεια ή από κάτι άλλο, καί εμείς ταπεινώνουμε τους εαυτούς μας στερεώνοντας τό βλέμμα μας σέ Εκείνον πού πορεύθηκε αυτήν τήν οδό πρίν από εμάς καί μπορεί νά μάς ελεήση, καί πηγαίνουμε κάτω από τό κύμα, τότε θά αναδυθούμε αβλαβείς από τήν άλλη πλευρά τού κύματος, δηλαδή θά γίνουμε μέτοχοι τής νίκης τού Κυρίου.
Αληθινά μεγάλος, λοιπόν, δέν είναι εκείνος πού δείχνει τήν δύναμή του, βάζει τόν «αντίπαλό» του στή θέση του καί αφήνει τόν εγωϊσμό του νά κυριαρχή. Αυτό δέν είναι νίκη γιατί τό κακό γίνεται διπλό, τριπλό καί πολλαπλασιάζεται. Η αληθινή νίκη είναι νά μπορούμε νά σκύψουμε κάτω καί νά αναδυθούμε από πίσω, μέτοχοι τής νίκης τού Χριστού. Η ταπείνωση είναι η νίκη. Τό έχουμε δεί αυτό πολλές φορές στίς διηγήσεις τών Πατέρων. Στόν άγιο Αββά Δωρόθεο διαβάζουμε ότι ένας από τούς συμμοναστές του, πού έμενε πάνω από τόν Αββά Δωρόθεο, έριχνε πάνω του τά ούρα του καί τίναζε τίς κουβέρτες του πού ήταν γεμάτες κοριούς. Ο Αββάς Δωρόθεος όπως ήταν κουρασμένος από τίς δουλειές πού έκανε γιά τή Μονή, κοιμόταν τήν νύχταν αλλά τό πρωΐ έβρισκε τόν εαυτό του τσιμπημένο παντού από τούς κοριούς πού είχε ρίξει ο συμμοναστής του πάνω του. Καί ποτέ του δέν είπε κουβέντα σέ αυτόν τόν μοναχό, γιά νά μήν ταράξη τήν συνείδησή του. Εκείνος ο μοναχός, όντας απλός καί χωρίς νά γνωρίζη ακριβώς τί έκανε, ίσως νά σώθηκε μέ τίς ευχές τού Αββά Δωροθέου. Καί ο Αββάς Δωρόθεος είναι ζωντανός καί δοξασμένος σέ όλη τήν αιωνιότητα ενώπιον τού Θεού καί εμείς τόν τιμούμε ως Διδάσκαλο καί Πατέρα μας.
Στούς Πατέρες τής ερήμου βρίσκουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Έβγαιναν νικητές όταν, ενώ τούς ράπιζαν “επί τήν δεξιά σιαγόνα» (Βλ. Ματθ. ε’, 39) αυτοί έστρεφαν καί τήν αριστερή χωρίς νά ανταποδίδουν τό κακό. Νίκη γιά αυτούς ήταν τό νά αντιδράσουν μέ ταπείνωση καί νά μήν ανταποδώσουν τό κακό. Ο θυμός είναι σάν νά ανάβη κανείς μιά φωτιά, όπως μάς λένε οι Πατέρες μας. Γι’ αυτόν τόν λόγο καί οι Άγιοι Πατέρες λένε ότι απλώς καί μόνον τό νά δικαιολογούμε τόν εαυτό μας – πόσο μάλλον όταν ανταποδίδουμε τό κακό – σημαίνει ότι μισούμε τήν ψυχή μας, επειδή, όταν δικαιολογούμαστε καί υπερασπιζόμαστε τά δικαιώματά μας, χάνουμε τήν ευκαιρία πού μάς δίδεται νά αποκτήσουμε μιά νίκη γιά τήν ψυχή μας. Όπως λέει καί ο Απόστολος Παύλος: «διατί ουχί μάλλον αδικείσθε; διατί ουχι μάλλον αποστερείσθε;» (Α’ Κορ. στ’, 7). Γιατί έτσι θά γίνετε μέτοχοι τής νίκης τού Κυρίου, ο Οποίος είπε γιά τόν εαυτό του ότι: «Εγενόμην νεκρός, καί ιδού ζών ειμί εις τούς αιώνας τών αιώνων» (Αποκ. α’ 18).
Αυτή είναι η οδός γιά κάθε νίκη, νά μήν δικαιολογούμαστε, αλλά πάντοτε νά ταπεινώνουμε τούς εαυτούς μας καί μέ αυτόν τόν τρόπο θά βγαίνουμε νικητές. Άς είμαστε πάντοτε έτοιμοι νά ζητήσουμε συγνώμη, ακόμη καί όταν νομίζουμε ότι δέν φταίμε καί τόσο πολύ, γιατί είμαι βέβαιος ότι αυτό θά φέρη τόν αδελφό μας σέ φιλότιμο καί θά τόν κάνη νά υπολογίση σοβαρά καί εμάς, αλλά καί τίς εντολές τού Θεού καί νά βρή τήν δύναμη νά αρχίση καί αυτός νά κτίζη τόν ναό τού Θεού μέσα του. Αληθινή νίκη είναι νά μάθουμε ταπείνωση καί όλα όσα κάνουμε στήν μοναχική ζωή αποσκοπούν στό νά δράμουμε τήν ταπεινή οδό τού Κυρίου, επειδή «εν τή ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη» (Ησ. νγ’ 8), δηλαδή, μέσα από τήν ταπείνωσή Του ο Κύριος έφερε τή νίκη.
Εάν αγαπούμε τήν αθάνατη ψυχή μας – καί όχι τό κακό πού έχει γίνει ψυχή μας, τό οποίο θά έπρεπε νά μισούμε – τότε δέν πρέπει ποτέ νά δικαιολογούμαστε, αλλά πάντοτε νά μεμφόμαστε τούς εαυτούς μας ενώπιον τού Θεού καί κάνοντας αυτό εκπληρώνουμε όλες τίς εντολές. Ο Κύριος είπε: «Όταν ποιήσετε πάντα τά διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ’ 10).
Μόνον όταν ένεργούμε κατ’ αυτόν τόν τρόπο ανοίγουμε χώρο γιά τήν Χάρη τού Θεού νά εργαστή μέσα μας. Η αρχή είναι πάντοτε δύσκολη, όταν όμως δείξουμε επιμονή στό ξεκίνημα, τότε έρχεται η παράκληση τής Χάριτος τού Θεού καί αυτή η παράκληση κάνει τήν δουλειά γιά εμάς καί γίνεται εύκολη η οδός, τότε γνωρίζουμε μεγάλη ανάπαυση, μεγάλη παρηγοριά σέ αυτήν τήν οδό γιατί τότε πραγματικά αρχίζουμε νά γινόμαστε «διδακτοί θεού» (Ιω. στ’ 45).

Ερώτηση: Πάτερ, σέ περίπτωση ασθένειας πώς πηγαίνει κάποιος κάτω από τό κύμα;
Απάντηση: Μέ τό νά λέμε στόν Κύριο: «Κύριε, γνωρίζω πώς είσαι αγαθός καί η πηγή κάθε αγαθού καί άν Εσύ επέτρεψες νά μέ βρή αυτή η ασθένεια, αυτό σημαίνει πώς είναι γιά τό καλό μου. Αλλά όμως, επειδή είμαι τυφλός, βοήθησέ με νά δώ πώς θά βρώ αυτό πού είναι καλό γιά εμένα βοήθησέ με νά μάθω ταπείνωση, ώστε νά αποκτήσω τήν χάρη Σου, καί η δική Σου χάρη θά σκεπάση τήν ασθένειά μου καί ακόμη θά αναπληρώση τά υστερήματά μου».
Πολλές φορές, εάν ταπεινωθούμε, μπορεί νά μήν γίνουμε καλά, αλλά όμως η παρηγοριά πού θά λάβουμε θά μάς ανεβάση πάνω από τήν ασθένειά μας, καί αυτή είναι η αληθινή νίκη.
Εάν μετατρέπουμε τήν ασθένειά μας σέ γιορτή, έχουμε τήν άφθαρτη παρηγοριά τού Θεού πού μάς σκεπάζει καί αυτό είναι «κρείσσον υπέρ ζωάς» (Πρβλ. Ψαλ. ξδ’ 4). 
Έτσι, πρέπει πάντοτε νά μαθαίνουμε νά μεμφόμαστε τούς εαυτούς μας ότι πάνω από όλα μάς αξίζει αυτή η ασθένεια πού μάς βρήκε, ότι ίσως ο Θεός τό επέτρεψε γιά νά μάς διδάξη κάτι καινούργιο, νά μάς θυμίση τήν ταπεινή οδό πού θά έπρεπε νά έχουμε στήν ζωή μας. Πρέπει νά πιστεύουμε πώς είναι γιά τό καλό μας καί ακόμη καί όταν δέν τό βλέπουμε αυτό, πρέπει νά ζητάμε από τόν Θεό νά μάς τό δείχνη. Ο Θεός, όμως, πάντα παραμένει ευλογητός εις τούς αιώνας (Βλ. Ιώβ α’ 21), όπως συνήθιζε νά μάς διδάσκη ο Γέροντας. Αυτή είναι μία σταθερά στή ζωή μας, ότι ο Θεός παραμένει ευλογητός επειδή είναι αγαθός. Κρατάμε αυτήν τήν σταθερά ως ένα στύλο τής ζωής μας καί περιστρεφόμαστε γύρω του, μέχρι νά δούμε τό καλό πού βγαίνει από τήν ασθένειά μας.
Μερικές φορές φοβόμαστε νά μιλήσουμε, όμως άν μελετήσουμε τήν οδό τού Κυρίου, θά δούμε τί υπέφερε Εκείνος σέ αυτήν τήν οδό, καί θά δούμε καί όλα όσα είναι πολύτιμα στά μάτια τού Κυρίου. Γι’ αυτό τό νά πάσχη κανείς μέ καλή συνείδηση ενώπιον τού Θεού, δηλαδή, γιά χάρη τών εντολών Του, έχει μεγάλη δόξα, λέει ο Απόστολος Πέτρος (Α’Πετ. α’ 20) Κάθε είδους πάθημα όμως μπορεί νά γίνη δεκτό μέ τρόπο σύμφωνο πρός τίς εντολές Του, εάν ταπεινώνουμε τούς εαυτούς μας, οπότε καί θά λάβουμε μεγαλύτερη δόξα.

Αυτό πού πραγματικά όμως ήθελα νά πώ είναι: Νά θυμόμαστε ότι είμαστε ο ναός τού Θεού καί πώς ο σκοπός τής ζωής μας είναι νά κτίσουμε αυτόν τόν ναό μέσα μας. Αλλά αυτό είναι μόνον τό μισό τού πράγματος. Τό άλλο μισό είναι νά βοηθήσουμε τούς αδελφούς μας καί νά έχουμε τέτοια συναναστροφή μαζί τους, ώστε να στηρίζουμε καί νά διαφυλάττουμε τόν ναό τού Θεού μέσα τους. Όλο αυτό γιά νά γίνη πρέπει νά φυλάττουμε τά λόγια τού Κυρίου, επειδή τά λόγια Του καί οι εντολές Του προέρχονται από τό ταπεινό Πνεύμα καί η ταπείνωση φέρνει τήν χάρη πού κάνει τά πάντα γιά εμάς.
Σέ όλα τά αναγνώσματα τών Ευαγγελίων τών Κυριακών πρίν τήν Μεγάλη Σαρακοστή -τού Τελώνη καί τού Φαρισαίου, τού Ασώτου υιού, τών Ταλάντων, τής Κυριακής τής Κρίσεως- βλέπουμε ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα χωρίζεται σέ δύο κατηγορίες: σέ εκείνους πού δικαιώνουν τούς εαυτούς τους καί σέ εκείνους πού μέμφονται τούς εαυτούς τους καί παίρνουν τό πταίσμα επάνω τους. Εκείνοι πού μπορούν νά μεμφθούν τούς εαυτούς τους στέκουν μέ τόλμη ενώπιον τού Κυρίου, όπως γιά παράδειγμα αυτοί πού εργάστηκαν μέ επιμέλεια τά τάλαντα πού τούς δόθηκαν είπαν: «Κύριε, ιδού…», καί ο Κύριος τούς δόξασε, αλλά αντίθετα καταδίκασε εκείνους πού δικαίωναν τούς εαυτούς τους.
Αυτές είναι οι δύο στάσεις πού βρίσκουμε στίς δύο κατηγορίες τής ανθρωπότητας, οι οποίες μάς συνοδεύουν καί μετά τόν τάφο.
Άς επιλέξουμε τήν αγαθή στάση.
Συγχωρέστε με.

(Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας)

ΠΗΓΗ: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ