.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η μηλόπιτα και ο μάγκας



Κάποια φορά, μιά δασκάλα μίλησε στά παιδιά τῆς τάξης της γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 
Εἶπε, πόσο ὡραῖα θά εἶναι ἐκεῖ. Πώς ἐκεῖ δέν θά ὑπάρχουν οὔτε ἀρρώστιες, οὔτε θάνατος. Οἱ δίκαιοι θά ζοῦν μαζί μέ τό Θεό γιά πάντα.Τά παιδιά παρακολουθοῦσαν μέ πολύ θαυμασμό καί ἐνδιαφέρον. Στό τέλος, ἡ δάσκαλα, τά ἐρωτᾶ:
-Λοιπόν, πέστε μου, ποιό παιδάκι θέλει νά πάει τώρα στόν Παράδεισο;
Ὅλα τά παιδιά ἐνθουσιασμένα σήκωσαν τό χέρι. Ὅλα, ἐκτός ἀπό ἕνα πού καθόταν μέ σκυμμένο τό κεφάλι. Ἡ δασκάλα παραξενεύθηκε. Γυρίζει καί λέει στό μικρό:
-Ἐσύ, Γιαννάκη, γιατί δέν θέλεις νά πᾶς τώρα στόν Παραδεισο;
Ὁ μικρός κοκκίνησε. Μά τελικά κατάφερε νά ἀπαντήσει:
-Ξέρετε κυρία, ὅταν ἔφευγα ἀπό τό σπίτι, ἡ μητέρα ἔβαζε στό φοῦρνο μιά μηλόπιττα. Καί μοῦ ὑποσχέθηκε, ὅτι θά μοῦ δώσει τό πιό μεγάλο κομμάτι, μόλις ἐπιστρέψω ἀπό τό σχολεῖο(!!)

Μπορεῖ νά χαμογελάσουμε μέ τήν παιδική ἀφέλεια. Μά, συγχρόνως, πρέπει καί νά κλάψουμε γιά τή δική μας παρόμοια τακτική στήν πνευματική ζωή. Πόσες φορές ἐμεῖς, δέν «ξεπουλᾶμε» τόν Θεό γιά ἕνα κομμάτι κάποιας «μηλόπιττας»!

Μά ὑπάρχουν γιά μᾶς, τούς «μεγάλους», μηλόπιττες;Ναί. Ὑπάρχουν. Καί μάλιστα δυό εἰδῶν «μηλόπιττες»:
1. Οἱ καλές, πού εἶναι θεμιτές ἐπίγειες ἐπιδιώξεις: σπουδές, ἐπάγγελμα, ἔντιμη παρουσία στήν κοινωνία.
2. Οἱ χαλασμένες, πού εἶναι οἱ κάθε εἴδους ἁμαρτίες. Αὐτές, πού καταστρέφουν καί τήν ἐπίγεια καί τήν αἰώνια ζωή μας.
Ὁμως, ἀκόμη καί οἱ καλές καταντοῦν χαλασμένες. Ὅταν ἐξ αἰτίας τους ξεχνᾶμε τόν Παράδεισο.
Τί ἀπολογία θά δώσουμε τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως; Ὅταν ἰδοῦμε ἄσημους (καί ἁμαρτωλούς!) ἀνθρώπους νά ἔχουν ἀρνηθεῖ, γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, κάποιες, γι᾿ αὐτούς σπουδαῖες καί γλυκιές «μηλόπιττες»;
Μήπως χρειάζονται παραδείγματα;

Τό 1630 ζοῦσε στίς Σέρρες ἕνας μάγκας! Ἦταν τότε 33 χρονῶν. Λεγόταν Ἀλεξανδρής Ταταρχάνης. Ἄνθρωπος, μέ καλή καρδιά. Ἀλλά, τί τά θέλετε; Σάν μάγκας καί αὐτός, ἔκανε παρέα μέ τούς μάγκες! Γύριζαν τίς νύκτες μέ σπαθιά καί μέ μαχαίρια. Καί ἔκαναν μαγκιές!Ἕνα βράδυ, ἔκλεψαν τό σπίτι ἑνός τούρκου. Ἔδειραν μάλιστα καί τόν τοῦρκο. Ἡ πράξη τους δέν ἔμεινε στό σκοτάδι. Τόν ἔπιασαν! Καί ξεσηκώθηκαν ὅλοι οἱ μουσουλμᾶνοι τῶν Σερρῶν! Μέσα στήν ἀγανάκτηση καί στίς φωνές τοῦ τουρκικοῦ ὄχλου, ὁ δικαστής ἔβγαλε τήν ἀπόφαση νά τόν κρεμάσουν!
Τότε, πολλοί τοῦρκοι φώναξαν στόν Ἀλεξανδρή:
-Γίνε, μπρέ, τοῦρκος, νά γλυτώσεις.
Τότε ὅποιος ὀρθόδοξος ρωμηός γινόταν μουσουλμάνος, ἀπαλλασσόταν ἀπό κάθε τιμωρία. Γιά ὁποιοδήποτε ἔγκλημα!
Ὅλοι περίμεναν, ὅτι ὁ Ἀλεξανδρής θά τό εἶχε «εὔκολο». Ἡ πρότασή τους ἦταν μιά γλυκιά μηλόπιττα. Ἤ ὄχι;
Ἀλλά ὁ «μάγκας» δέν τήν κατάπιε! Καί φώναξε σταθερά:
-Τοῦρκος ἐγώ δέν γίνομαι!
Ἔβγαλαν, τότε, τά χαντζάρια τους καί τόν κτυποῦσαν μέ ὀργή! Καί ἐνῶ ἀκόμη ἀνέπνεε, τόν κρέμασαν! Ἦταν 8 Ἰουνίου τοῦ 1630.
Καί ἔγινε μάρτυρας!

Γ. Καφταντζῆ, Ἡ Σερραϊκή Χρονογραφία τοῦ παπα-Συναδινοῦ, 
ἔκδ. Ἱ. Μ. Σερρῶν καί Νιγρίτης, Σέρρες, 1989, σελ. 52-53.

Ἀλήθεια! Πόσοι ἀπό τούς σημερινούς Χριστιανούς θά εἶχαν τό σθένος νά ἀρνηθοῦν τέτοια μηλόπιττα; Νά ὅμως! Ἕνας μάγκας τό κατόρθωσε. Καί τούς τήν πέταξε στά μοῦτρα! Καί ὑπέμεινε διπλό μαρτύριο. Ὅ,τι κι ἄν εἶχε κάνει τοῦ συγχωρήθηκε.
Μιά νίκη, ἕνα ξεπέρασμα μιᾶς λαχτάρας, καί ὁ μάγκας ἔλαβε στέφανο δίκαιης ἀνταμοιβῆς γιά τήν νίκη του.Καί μιά ἐπεξήγηση: Ὁ Ἀλεξανδρής δέν σώθηκε, ἐπειδή ἦταν μάγκας. Ἀλλά, ἐπειδή νίκησε, ἐπειδή ξεπέρασε καί τήν «μαγκιά του». Ἄν δέν τήν ξεπερνοῦσε, θά συνέχιζε νά κάνει τόν μάγκα. Καί θά τόν ἔκανε εἰς βάρος τῆς πίστης μας καί τῆς ψυχῆς του.

Λοιπόν: Ἄς ἀγωνισθοῦμε, καί ἐμεῖς, δυναμικά. Γιατί εἶναι κρίμα νά ἁγιάζουν οἱ «μάγκες»καί οἱ εὐσεβεῖς νά «ξεπαγιάζουν»!

του αρχιμανδρίτου Νίκωνος Κουτσίδη

Ὁ φαρδύς δρόμος ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους στήν κόλαση

Οι εντολές του Θεού δεν είναι βαριές, είναι πολύ ελαφριές, ανακουφίζουν, δροσίζουν και δημιουργούν και φτιάχνουν μακαριότητα στην ψυχή του ανθρώπου. Γι’ αυτό ο Χριστός μας δεν ζήτησε πολλά πράγματα. Και στη Δευτέρα Παρουσία δεν θα πει “γιατί δεν ασκητεύσατε…”. Όχι. Θα πει “γιατί δεν ελεήσατε, γιατί δεν θρέψατε, γιατί δεν ντύσατε, γιατί δεν ανακουφίσατε το φυλακισμένο”.
Τι είναι αυτά; Έργα αγάπης. Γι’ αυτό είπε ο Χριστός “Ποιος είναι αυτός που με αγαπάει; Αυτός που τηρεί τις εντολές μου. Εκείνος που δε με αγαπάει δεν τηρεί τις εντολές μου”. Με τον έλεγχο που έκανε στους εξ αριστερών, ήθελε να τους πει, ότι “εσείς δεν είχατε αγάπη και εφόσον δεν είχατε αγάπη, δεν μπορείτε να μπείτε στο νυμφώνα της αγάπης”. Ο νυμφώνας της αγάπης κερδίζεται μόνο με την αγάπη και τη θυσία. Γι’ αυτό θα πρέπει, με την αγάπη και την ταπείνωση, να περάσουμε στη Βασιλεία των Ουρανών.

Στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν. Ο φαρδύς δρόμος οδηγεί τους ανθρώπους στην κόλαση. Ποιος είναι ο φαρδύς δρόμος; Η ξένοιαστη κοσμική ζωή, και όταν περνούν οι μέρες μας άδειες…
Δεν πρέπει να μας πλανά ο διάβολος· και να προσπαθήσουμε, κατά το Ευαγγέλιο του Χριστού μας, να καθαρίσουμε το έσωθεν του ποτηρίου που είναι η ψυχή μας, η καρδιά μας, ο νους μας. Αν το μέσα του ποτηρίου, λέει, το κάνεις, άνθρωπε, καθαρό και το έξωθεν θα είναι καθαρό. Υποκριτά, μην κάνεις το έξω, και το μέσα το αφήνεις ακάθαρτο. Στα μάτια του Θεού είναι όλα φανερά. Τους ανθρώπους θα τους ξεγελάσουμε, θα δείξουμε άλλο πρόσωπο, αλλά τα μέσα μας είναι γνωστά στο Θεό. Να φροντίσουμε μέσα μας να τακτοποιηθούμε, ν’ αλλάξουμε. Το χρόνο που μας έδωσε ο Θεός να τον γεμίσουμε με καλά έργα, με καλές σκέψεις, με αγνά αισθήματα.
Να μην καθόμαστε και ασχολούμαστε με αργολογίες, να μην ασχολούμαστε με συζητήσεις άκαιρες και βλαβερές. Ν’ απαλλάξουμε τη γλώσσα μας από το να κρίνουμε τους ανθρώπους, τον αδελφό μας, τον πλησίον μας. Όχι, όχι μην το κάνουμε αυτό. Να κρίνουμε τον εαυτό μας, να καταδικάσουμε τον εαυτό μας. Αν τον καταδικάσουμε, θα τον απαλλάξουμε της καταδίκης του Θεού. Αν καταδικάσουμε, θα καταδικαστούμε κι αν κρίνουμε, θα κριθούμε, και με όποια μεζούρα μετρήσουμε θα μας μετρήσει ο Θεός.
Η κάθε στιγμή που περνάει δεν ξαναγυρνάει. Ο διάβολος μάς κερδίζει χρόνο, μάς απασχολεί με πράγματα γήινα και πρόσκαιρα προκειμένου να μας κερδίσει το χρόνο να μην τον έχουμε, ώστε να μην προσφέρουμε περισσότερα στο Θεό και στην ψυχή μας. Ας προσέξουμε όσο μπορούμε να είμαστε εν εγρηγόρσει, να γρηγορούμε στο μυαλό, στην καρδιά, να μην αφήνουμε σκέψεις, να μην αφήνουμε την καρδιά μας να μολύνεται. [...] Πόσες φορές αν θα ελέγξουμε τη συνείδησή μας, θα δούμε ότι δεν προσέχουμε. Επομένως δημιουργούμε σκάνδαλο. Αυτές τις αμαρτίες δεν τις γνωρίζουμε. Να τις εξαγορευθούμε και να σβήσουν.
Γι’ αυτό θα τα προσέχουμε όλα αυτά τα πράγματα, για να είμαστε έτοιμοι. Ο θάνατος είναι φοβερός, δεν είναι παιχνίδι. Εάν κανείς από μας έχει γνωρίσει λίγο περί θανάτου, αν κινδύνεψε από ασθένεια, είδε πόσο φοβερό είναι. Βλέπετε πώς δακρύζει ο άνθρωπος ή και κλαίει και τρέχουν τα μάτια του κατά την ώρα την επιθανάτια; Γιατί κλαίει; Γιατί βλέπει ότι έρχονται οι ενάντιες δυνάμεις, έρχονται τα δαιμόνια ν’ αρπάξουν την ψυχή. Κι η ψυχή τρέμει σαν το φθινοπωρινό φύλλο στον ελάχιστο άνεμο.
Λέει το τροπάριο της νεκρώσιμης ακολουθίας: “οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζομένη του σώματος, πόσα δάκρυα τότε; Προς τους αγγέλους τα όμματα τρέπουσα άπρακτα καθικετεύει, προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα ουκ έχει τον βοηθούντα“. Λέει, στρέφει τα μάτια στους αγγέλους δεν παίρνει τίποτα. Γιατί οι άγγελοι λένε “κατά τα έργα σου αλληλούια”. Θα σε βοηθήσουμε, αλλά έπρεπε να βοηθήσεις κι εσύ με τα έργα σου. Σηκώνει τα χέρια προς τους ανθρώπους, βοηθήστε με. Κι εκείνοι λένε: τι να σε βοηθήσουμε, τον εαυτό μας δεν μπορούμε να βοηθήσουμε, εσένα θα βοηθήσουμε; Και τότε βάζει μυαλό ο κάθε άνθρωπος. Τι μπορεί όμως να κάνει εκείνη την ώρα, αφού ξεψυχάει;
Αυτή τη μελέτη, αυτή την αλήθεια, αυτή την πραγματικότητα την οποία βλέπουμε να την ζει κάθε δικός μας άνθρωπος που φεύγει από τη ζωή, γιατί δε μας γίνεται μάθημα να τακτοποιήσουμε τον εαυτό μας τώρα, ώστε όταν έρθει αυτή η περίπτωση, η ώρα, να είμαστε έτοιμοι; Ναι μεν θα πικραθούμε, ο θάνατος είναι από φύσεως σκληρός και πικρός, αλλά όταν η συνείδηση δεν μας καταμαρτυρεί, βάλσαμο έρχεται στην ψυχή. Η ψυχή ελπίζει, της γίνεται μια αίσθηση ότι κάτι θα γίνει. Γι’ αυτό λοιπόν, πριν έρθει αυτή η φοβερή ώρα, πριν έρθει αυτή η πρώτη κρίση της ψυχής από τη μεγάλη κρίση της Δευτέρας Παρουσίας, ας ετοιμαστούμε, ας προσέξουμε, ας βιαστούμε τώρα, όχι αύριο και μεθαύριο.
Από σήμερα, απ’ αυτή τη στιγμή, μέσα στην ψυχή μας μετάνοια κι επιστροφή στο Θεό. Κι όταν ο Θεός δει αυτή την καλή διάθεση από μέρους μας, θα μας βοηθήσει. Και αυτή τη μικρή διάθεση θα την κάνει μεγάλη,ώστε να επιτελεστεί αυτή η μεγάλη σωτηρία των ψυχών μας.

Εφραίμ Φιλοθείτης

stomenkalosstomenmetafovoutheou.blogspot.gr

Ἡ ἀληθινή ἀνάπαυσις τῆς ψυχῆς



Πόσο ἀναπαύεται ἡ ψυχή, ὅταν εὑρίσκεται μέσα εἰς τό φῶς σου, Κύριε! 
Εἰκόνα σου εἶναι ή ψυχή μου, Κύριε, καί ή ζωή της εἶναι ή ἰδική σου καταφυγή.
Ἡ χαρά μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς.
Ἡ ἀναπνοή μου, ὁ Ἰησοῦς.
Ἡ προσευχή μου, ὁ Ἰησοῦς.
Ἡ ἐλπίδα μου, ὁ Ἰησοῦς.
Ἡ καταφυγή μου, ὁ Ἰησοῦς.
Ἡ ἀπέκδυσις παντός νοήματος κατἀ τήν ὥραν τῆς προσευχῆς δίδει μεγάλη δύναμι καί χαρά ἀνέκφραστη εἰς τήν ψυχῇν.

Αὐτός εἶναι ὁ σαββατισμός τής ψυχῆς. Ἡ κατάπαυσις ἐκ παντός νοήματος. Αὐτή εἶναι ή ἀληθινή ἀνάπαυσις τῆς ψυχῆς. Ὅταν ἀργῇ καί καθαρίζεται ἀπό τῶν αἰσχρῶν καί ρυπαρῶν λογισμῶν τοῦ σατανά καί ἀναπαύεται εἰς τήν αἰωνίαν ἀνάπαυσιν καί χαράν τοῦ Κυρίου. Εἰς αὐτήν τήν ἀνάπαυσιν μάς προσκαλεῖ ὁ Ἰησοῦς Χριστός λέγων: «Δεῦτε πρός με πάντες οἰ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια΄ 28). 

Καί ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καρπάθιος μάς συμβουλεύει: «Ἐάν θέλωμεν πραγματικά νάεὐαρεστήσωμεν εἰς τόν Θεόν καί νά ἐπιτύχωμεν τήν μακαριωτάτην φιλίαν μαζί του, ἄς παρουσιάσωμεν τόν νοῦν μας γυμνόν είς Αὐτόν, χωρίς νά μεταφέρωμεν μαζί μας κανένα πράγματοῦ παρόντος αἰῶνος, οὔτε τέχνην, οὔτε νόημα, οὔτε τέχνασμα, οὔτε δικαιολογία, ἀκόμη και ἐάν γνωρίζωμεν ὅλην τήν σοφίαν τοῦ κόσμου».

Ἀπεκδυομένη ή ψυχή τά νοήματα τοῦ κόσμου τούτου, δέχεται τόν φωτισμόν τοῦ Θεοῦ. Φωτιζομένη, γίνεται ἁπλῆ καί ὁ νοῦς ἐλέγχει τἁ πάντα. Εἐς τήν ἁπλότητα αὐτήν τῆς ψυχῆς δέν ὑπάρχει λογισμός· δέν λειτουργοῦν τά πάθη· καταπαύει ὁ ψυχόλεθρος μετεωρισμός. Ἡ ψυχή ζῇ ἐν Θεῷ καί ή εὐχή λειτουργεῖ ἔντονα. Ἡ καθαρότης τῆς ψυχῆς πού ὑπάρχει τότε, δίδει μεγάλην ἄνεσιν είς τήν ψυχήν καί αἰσθάνεται τό μέγα δῶρο τῆς Παρθενίας.

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦταν πάντοτε ἐνδεδυμένη τό Θεῖον Φῶς καί διά τοῦτο δέν μποροῦσε νά προσβληθῇ ἀπό κανένα λογισμό. Διἀ τοῦτο ή Παναγία μας ἔγινε δοχεῖον τῆς χάριτος καί ἐσκήνωσεν καί ἐσαρκώθη εἰς αὐτήν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐπειδή ἦτο περιβεβλημένη ὡς ἱμάτιον τό Θεῖον Φῶς.

Ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς εὑρίσκεται μέσα εἰς αὐτό τό βίωμα. Νά ἔχη ή ψυχή μέσα της αὐτό τό ἅγιο φῶς καί νά τό αἰσθάνεται. Ἔτσι ἔπλασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο. Μέ αὐτόν τόν στολισμόν ἐπροίκισε τήν ψυχήν. Καί ή ψυχή, τότε εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν διατηρῇ αὐτό τό φῶς.

Ὅταν λειτουργοῦν τά πάθη, παραχαράσσεται ή εἰκόνα τῆς ψυχῆς καί παραμορφώνεται, διότι τό σκότος καί ή δυσωδία τῶν παθῶν ἐμποδίζουν τήν ψυχή νά δέχεται τόν φωτισμόν τοῦ Θεοῦ. Εὑρισκομένη δέ ή ψυχή κάτω ἀπό μιά συνεχῆ συννεφιά μαραζώνει καί δέν ἀνθοφορεῖ καί δέν καρποφορεῖ. Καί ἔπειτα, μαραμένη ὅπου εἶναι, λυπεῖται καί παραπονεῖται καί καθοδηγεῖται ἀπό τά πο­νηρά πνεύματα.

Ἡ ψυχή ὅμως πού δέχεται τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἔχει δύναμι, ἔχει χαρά, ἔχει ἀγάπη καθαρή και συνέχεια δέχεται τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· «ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη,χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. ε΄ 22-23).

Εἴσελθε, ψυχή μου, εἰς αὐτήν τήν χαράν καί εἰς αὐτό τό φῶς. Εἴσελθε εἰς τήν ἀληθινήν ζωήν. Ὁμοίαζε πρός τήνὙπεραγίαν Θεοτόκον, ὅπου εἰσῆλθε εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων καί ἐτρέφετο ὑπό τοῦ Ἀγγέλου.

Σύναζε, ψυχή μου, τάς δυνάμεις σου ἐντός σου καί ἑόρταζε ἑορτήν μυστικήν καί εὐφρόσυνον· ἑορτήν χαράς καί ἀγαλλιάσεως ἀνεκλαλήτου. Τοῦτο εἶναι τό ἀληθινόν φῶς καί ή ἀληθινή ἀνάπαυσις τῆς ψυχῆς καί θυσία εὐάρεστος εἐς τόν Θεόν: ή λατρεία τοῦ Θεοῦ ἐκ καθαράς καρδίας.

Δώρησαί μοι, Κύριε, τό πῦρ τό νοερόν, τό φωτίζον τάς διανοίας καί φλογίζον τάς ἁμαρτίας, διά νἁφωτίση μέ τάς μυστικάς του ἀκτῖνας τἀ σκότη τῆς ψυχῆς μου· διά νά κατακαύση τά ξύλα, τον χόρτον, τά φρύγανα καί ὅ,τι ἄλλο περιττόν ἐσύναξε ἐν τῇ άμελείᾳ καί ἀγνοίᾳ καί ραθυμίᾳ της ήψυχή μου. «Εἐ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπί τόν θεμέλιον τούτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τό ἔργον φανερόν γενήσεται· ή γάρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρί ἀποκαλύπτεται· καί ἑκάστου τό ἔργον ὁποῖόν ἐστι τό πῦρ δοκιμάσει» (Ἀ΄ Κορ. γ΄ 12-13).

Ὦ θαῦμα παράδοξον· πῶς ή πηλίνη φύσις, τό σῶμα τό χοϊκόν, δέχεται τήν νοεράν και ἄϋλον χάριν τοὔ Ἁγίου Πνεύματος!

Ὦ πόσον μεγάλην ἀξίαν ἔχει «ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος», ὅταν ἔχη ὡς κόσμημα τόν ἄφθαρτον στολισμόν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἁ΄ Πέτρ. γ΄ 4).

Ἀνάβαινε, ψυχή μου, είς σκηνώματα ἅγια διά νά δέχεσαι τόν θεῖον φωτισμόν καί ἱματισμένη και σωφρονοῦσα νά δοξάζης τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τήν μιαν ἀδιαίρετον Τριάδα είς αἰῶνας αἰώνων. 
Ἀμήν. 

Από το βιβλίο: Αἴσθησις ζωῆς αἰωνίου, 
Μοναχοῦ Μαρκέλλου Καρακαλληνοῦ

Ἔτσι γίνεται, ὅταν ἐμεῖς τά ἀφήνουμε ὅλα στόν Θεό.



Άκουσε ένα θαυμαστό γεγονός που έγινε εδώ στο Άγιον Όρος και ίσως έως τώρα δεν το έχεις ακούσει.
Έτυχε κάποιος στις ημέρες μας εδώ στα Κατουνάκια, που εγώ δεν τον πρόφθασα, γιατί πριν από λίγο καιρό είχε πεθάνει. Αυτός ήταν υποτακτικός σε ένα Γέροντα τυφλό. Λοιπόν μία ημέρα ήλθε ένας πτωχός κοσμικός, περαστικός από το Κελλί του. Και τον ρωτά ο νέος μοναχός­ :
Από πού είσαι;
Και αυτός ήταν χωριανός του.
Λοιπόν δεν του έδωκε γνωριμία, μόνον του είπε τί κάμνει ο τάδε – για τον πατέρα του. Του λέει ο ξένος, ότι αυτός πέθανε και άφησε τη γυναίκα του και τρία κορίτσια στους δρόμους ορφανά και πτωχά. Είχαν και έναν υιό, λέει, που έφυγε από χρόνια και δεν γνωρίζουν τι έγινε.
Λοιπόν σαν να τον κτύπησε κεραυνός τον μοναχό. Και αμέσως τον προσέβαλε η πάλη των λογισμών.

- Θα φύγω, λέει στο Γέροντά του. Θα φύγω να πάω να τους προστατεύσω!
Ζητά ευλογία. Δεν του δίνει ο Γέροντας. Αυτός συνεχώς επιμένει. Και συμβουλεύοντάς τον ο Γέροντας κλαίει για τον εαυτό του, κλαίει και για εκείνον. Αλλά στάθηκε αδύνατον να τον μεταπείσει. Τέλος τον άφησε στο θέλημά του, και έφυγε ο υποτακτικός,

Αφού βγήκε έξω από το Όρος κάθισε να συνέλ­θει κάτω από τη σκιά ενός δένδρου.

Εν τω μεταξύ έφθασε εκεί ιδρωμένος και ένας άλλος μοναχός· κάθισε και αυτός κάτω από την ιδία σκιά. Και άρχισε να του λέει:

- Σε βλέπω, αδελφέ, ταραγμένο. Δεν μου λες τί έχεις;

-Άφησε, Πάτερ, του λέει· έπαθα μεγάλο δυστύχημα. Και του διηγείται με λεπτομέρεια όλη την ιστορία του, Ο δε αγαθός οδοιπόρος του λέει:

-Αν θέλεις, αγαπητέ αδελφέ, άκουσέ με· γύρισε πίσω στο Γέροντά σου και ο Θεός θα προστατεύσει το σπίτι σου. Συ να υπηρετείς το Γέροντά σου, αφού μάλιστα είναι και τυφλός.

Αλλ’ αυτός δεν τον άκουε. Κυριευμένος από τους λογισμούς του φαίνονταν σαν παραλήρημα τα λόγια του άλλου. Και, αφού του έφερε πολλά παραδείγματα, σηκώθηκε ο ανυπάκουος μοναχός να συνεχίσει το δρόμο του προς τον κόσμο. Ο μοναχός εν τέλει του λέει­·

- Λοιπόν δεν με ακούς να γυρίσεις πίσω;

-Όχι! αντιλέγει εκείνος.

-Ε τότε λέει ο μοναχός· Εγώ είμαι Άγγελος Κυρίου και εμένα πρόσταξε ο Θεός, αμέσως όταν πέθανε ο πατέρας σου να πάω κοντά τους να τους φυλάω και να γίνω προστάτης τους. Αφού λοιπόν τώρα εσύ πηγαίνεις αντί για μένα, εγώ τους αφήνω και φεύγω, εφ’ όσον δεν με ακούς. Και έγινε άφαντος. Τότε λοιπόν συνήλθε ο μοναχός και γύρισε αμέσως στο Γέροντα· και τον βρήκε γονατιστό, να προσεύχεται γι’ αυτόν.

Κατάλαβες, τέκνο μου; Έτσι γίνεται, όταν εμείς τα αφήνουμε όλα στο Θεό. Αφού πολύ καλά τα οικονομεί Εκείνος ως αγαθός κυβερνήτης και κανένα σφάλμα δεν υπάρχει στο θέλημά του. Αλλά χρειάζεται να έχει υπομονή εκείνος που ζητά να σωθεί. Αν δε ζητούμε εμείς να τα κάνει ο Θεός, όπως αρέσουν στη δική μας διάκριση, τότε αλλοίμονο στο χάλι μας.

(Γέροντος Ιωσήφ, «Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», 
εκδ. Ι.Μ.Φιλοθέου, Άγ. Όρος, 
σ. 109-111- απόσπασμα σε νεοελληνική απόδοση.)
 
http://agios-dimitrios.blogspot.gr

Ο Γέροντας Πορφύριος για την Παναγία



Ή Εκκλησία μας πολύ τιμάει την Παναγία μας
Την Παναγία μας πολύ την αγαπάω. Μικρός στο Άγιον Όρος πολύ την λάτρευα. Είχα μια εικονίτσα της Παναγίτσας κάτω απ' το μαξιλάρι μου. Πρωί και βράδυ την ασπαζόμουνα. Μ' αυτήν ζούσα νύκτα μέρα. Σ' αυτήν κατέφευγα, ότι κι αν μου συνέβαινε. Τί να σας πω... Καλύτερα από μάνα. Δεν ήθελα τίποτε' άλλο. Τα είχα όλα.
Ή Εκκλησία μας πολύ την τιμάει την Παναγία μας. Την τιμάει και την υμνεί πάνω απ' όλους τούς αγίους μας. Λέγει ένα τροπάριο:
«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα».
Ποιά έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος; Ποιά είναι αυτή ή Θεός; Είναι ή Παναγία μας, ή Ύπεραγία Θεοτόκος. Ή Αγία Τριάς πρώτη, δεύτερη ή Παναγίτσα μας. Αυτή τη μεγάλη θέση έχει «ή τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξότερα ασυγκρίτως των Σεραφείμ», ή Μητέρα μας, ή Υπεραγία Θεοτόκος.
Ή ιερή εικόνα της Βρεφοκρατούσας, το «Άξιον εστί», είναι ή πολιούχος του Αγίου Ορους, «ή έφέστιος των έφεστίων». Τί σημαίνει «έφέστιος»; «Επί την έστίαν». Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στους εφεστίους θεούς. Στο κέντρο των οικιών ήταν ή εστία, κάτω από την οποία υπήρχαν αγαλματίδια του θεού, πού κανείς δεν μπορούσε να πειράξει. Πάνω απ' όλους τούς εφεστίους είναι ή Παναγία μας. Κάποτε δίναμε σημασία στους αρχαίους ναούς. Και τώρα μπορούμε να το κάνομε, αλλά, βέβαια, για να βλέπομε πώς λάτρευαν οι αρχαίοι τον Θεό.
Αυτό το έκανε και ό 'Απόστολος Παύλος, πού μίλησε στον Άρειο Πάγο. Δεν άρχισε να λέγει από την πρώτη στιγμή για τον Θεό, για την Παναγία κ.λπ., αλλά από τη δική τους φαρέτρα πήρε τα βέλη και τα έριχνε στους Αθηναίους, αρχίζοντας από τον άγνωστο Θεό:
«Σταθείς δε ό Παύλος εν μέσω του Αρείου Πάγου εφη άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ. Διερχόμενος γαρ και άναθεωρών τα σεβάσματα υμών εύρον και βωμόν έν ω έπεγέγραπτο, "αγνώστω Θεώ". 'Όν ούν άγνοούντες εύσεβεΐτε, τούτον εγώ καταγγέλλω ύμίν».
Πρέπει απέξω να τα μάθομε αυτά. «Πνεύμα ό Θεός και τούς προσκυνούντας αυτόν έν πνεύματι και άληθεία δεί προσκυνείν». Αυτός είναι το είναι μας, ή πνοή μας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΛΟΓΟΙ ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ.

Ἄν δέν ἤσουν Ἐσύ, Παναγία μας...



Αν δεν ήσουν Εσύ, τι θα ήταν αλήθεια η ζωή μας;
Εσύ!
Η πιο μεγάλη μας χαρά, η πρώτη χαρά του κόσμου όλου.
Η πρώτη!
Αν δεν ήσουν Εσύ, Παναγία μας.
Ποια θα είχαμε Μάνα τέτοιας αγάπης εμείς;
Ποια χαρά θα μπορούσε να νιώσει η καρδιά μας;
Ποια αγκαλιά θα μας έκλεινε στοργική.
Στις μεγάλες και κρίσιμες ώρες των πόνων;
Και ποιο χέρι απαλό με γλυκύτατο χάδι θα σκούπιζε ανάλαφρο των ματιών μας το δάκρυ;
Αν δεν ήσουν Εσύ, Παναγία, αν δεν ήσουν Εσύ, η χαρά των αγγέλων.
Η γλυκειά χαρμονή, η στοργή και η ελπίδα και το φως στην ασέληνη νύχτα.
Στο πυκνότατο σκότος των πολλών πειρασμών της θλιμμένης ζωής μας;
Αν δεν ήσουν Εσύ, οδηγός των βημάτων μας, ασταθών και τρεμάμενων.
Οδηγός προς Εκείνον που είναι η ζωή και η μόνη ατελείωτη κι αιώνια χαρά μας,
Τον Υιό και Θεό σου, και δικό μας Σωτήρα;
Αν δεν ήσουν Εσύ…
Αλλά είσαι!
Είσαι Εσύ!
Η γλυκειά μας Μητέρα!
Καθημερινά στη ζωή μας.
Εσύ!
Η χαρά μας!
Έλα πάλι, σκύψε με την τόση σου αγάπη σου, ζέστανε τη ψυχή μας.
Και κάνε μας έτοιμους, κράτησέ μας κοντά σου, στη ζεστή αγκαλιά σου.
Αλλά και τότε, στον καιρό της εξόδου μας, κράτησέ μας κοντά Σου.
Για να ΄μαστε πάντα μες στο φως και τη δόξα του δικού σου Υιού,
Του απείρου Θεού μας, Του Πλάστη και Του Δημιουργού μας.
Αμήν.

http://agiosdimitrioskouvaras.blogspot.gr

Ὅτι ἡ σωτηρίας μας ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Θεόν






Ἐγώ δέ, τό ἔργο τῶν χειρῶν σου,
θά σοῦ ἐξομολογηθῶ γεμᾶτος φόβο ἐνώπιόν σου:
«Δέν στηρίζω βέβαια τίς ἐλπίδες μου στά ὅπλα μου,
καί τό σπαθί μου δέν πρόκειται νά μέ σώση.
Ἀλλά ἡ δεξιά σου καί τό χέρι σου,
καί τοῦ προσώπου σου ὁ φωτισμός».

Ἀλλοιῶς, μποροῦσε νά μέ πιάση καί ἀπόγνωσις,
ἄν δέν ὑπῆρχες σύ πού μ᾿ ἔπλασες,
καί δέν ἐγκαταλείπεις ὅσους ἐλπίζουνε σέ σένα.

Γιατί σύ εἶσαι, Κύριε ὁ Θεός μας,
καλός, ἐπιεικής καί μακρόθυμος,
καί τά οἰκονομεῖς ὅλα ἀπό συμπόνια.

Ἐμεῖς πάλιν, ἔστω κι ἄν ἁμαρτήσαμε,
εἴμαστε ὅμως δικοί σου.
Ἀλλά καί ἄν δέν ἁμαρτήσωμε,
πάλιν δικοί σου εἴμαστε,
γιατί τό ξέρομε καλά, ὅτι μᾶς λογαριάζεις γιά δικούς σου.

Εἴμαστε ὅλοι σάν τό φύλλο,
διότι ματαιότης εἶναι κάθε ἄνθρωπος πού ζῆ,
καί ἡ ζωή μας αὐτή ἐδῶ πάνω στή γῆ εἶναι κάπως σάν ἄνεμος.

Μήν ὀργίζεσαι ἐναντίον μας, ὅταν παθαίνωμε πτώσεις,
γιατ᾿ εἴμαστε σάν νήπια γιά σένα.
Ἐσύ γνωρίζεις τί πλάσματα εἴμαστε,
Κύριε ὁ Θεός μας.

Μήπως στό φύλλο, Κύριε καί Θεέ μας,
σύ ὁ ἀφάνταστα ἰσχυρός,
μήπως θέλει στό φύλλο, πού τό ἁρπάζει εὔκολα ὁ ἄνεμος,
νά δείξης πόσο εἶσαι κραταιός;

Μήπως θά κυνηγήσης τό ἄχρηστο σκουπίδι;
Μήπως τό σκυλί ἤ τόν ψύλλο θά τόν πᾶς στό δικαστήριο,
ἐσύ ὁ Βασιληᾶς, ὁ αἰώνιος, τοῦ Ἰσραήλ;

Ἀκούσαμε γιά τό ἔλεός σου, Κύριε,
ὅτι σύ δέν τόν ἔκαμες τό θάνατο,
οὔτε χαίρεις γιά τήν ἀπώλεια ἐκείνων πού πεθαίνουν.

Γ΄' αὐτό κάνουμε δέησι πρός ἐσένα,
ὥστε ἀφεαυτοῦ σου, νά μήν ἐπιτρέψης,
νά ἐπικρατήση αὐτό πού δέν ἔκαμες (ὁ θάνατος)
πάνω σ᾿ αὐτό πού ἔπλασες (στόν ἄνθρωπο).

Γιατί, ἄν δέν χαίρης γιά τήν καταστροφή μας,
τί σ᾿ ἐμποδίζει, Κύριε, ἐσέ πού τά πάντα δύνασαι,
νά χαίρης πάντα γιά τή σωτηρία μας;

Ἄν θέλης, μπορεῖς νά μέ σώσης.
Ἐγώ ὅμως, ἔστω κι ἄν θελήσω,
δέν θά μπορέσω τόν ἑαυτό μου νά τόν σώσω.
Τόσο μεγάλο εἵναι τό μέγεθος τῆς ἀθλιότητάς μου.

Γιατί τό νά θέλω ἀπόκειται σέ μένα,
ὄχι ὅμως καί τό νά ἐκτελέσω κάτι.
Ἀλλά καί τό νά θέλω τό ἀγαθόν
δέν ἐξαρτᾶται ἀπό μένα, ἄν σύ δέν θέλης.

Οὔτε κι αὐτό πού θέλω τό μπορῶ,
ἐάν δέν μ᾿ ἐνισχύση ἡ δύναμι ἡ δική σου.

Μά καί αὐτό πού δύναμαι, μερικές φορές δέν τό θέλω,
ἄν δέν γίνεται κι ἐπί τῆς γῆς τό θέλημά σου,
ὅπως στόν οὐρανό.

Ἐκεῖνο δέ, πού τυχόν τό θέλω καί τό μπορῶ,
αὐτό δέν τό γνωρίζω, ἄν δέν μέ φωτίση ἡ σοφία σου.

Ἀλλά καί νά τὄξερα,
πότε ἁπλῶς τό θέλω καί πότε τό μπορῶ,
καί πάλιν ἡ σοφία μου στό τέλος βγαίνει ἀτελής καί ἀνεκπλήρωτη.

Ὅλα λοιπόν ἐναπόκεινται στή βούλησι τή δική σου,
καί δέν ὑπάρχει αὐτός,
πού θά ἀντισταθῆ στό θέλημά σου,
ὥ Δέσποτα τῶν ἁπάντων,
καί Κυρίαρχε κάθε σαρκός,
πού ὅλα ὅσα θέλεις τά κάνεις
καί τά πραγματοποιεῖς στόν οὐρανό, στή γῆ, στίς θάλασσες
καί σ᾿ ὅλες τίς ἀβύσσους.

Ἄς γίνη λοιπόν τό θέλημά σου καί σ᾿ ἐμᾶς,
πού μᾶς ἀποκαλοῦν μέ τ᾿ ὄνομά σου (Χριστιανούς).

Ἄς μήν καταστραφῆ τοῦτο τό πλάσμα σου,
πού τὄπλασες γιά τή δόξα σου.
«Γιατί, ποιός ἄνθρωπος, ἀπό γυναῖκα γεννημένος,
θά ζήση καί δέν θά ἰδῆ θάνατο;
Ποιός τήν ψυχή του ἀπό τοῦ ἅδη τά χέρια θά γλυτώση,
ἐάν σύ μόνος δέν τόν σώσης,
ὥ ζωή ἐσύ, πού ὅλους τούς ζωοποιεῖς,
καί μέσω τοῦ ὁποίου τά πάντα ἔλαβαν ζωή;


Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!


ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ
Τοῦ θείου καί Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ
Ἐκδοτικός οἶκος Βασ. Ρηγοπούλου
Θεσσαλονίκη 1973

"...η ήρεμη και σιωπηλή απελπισία να δώσει την θέση της σε ακατάπαυστο αγώνα ακόμα και αν δεν τον κερδίσω."



Θεέ μου δε σου ζητώ ξεκούραση και ηρεμία, της ψυχής ή του σώματος… Δεν ζητώ πλούτη, επιτυχία ή ακόμη υγεία. Αυτά τα πράγματα τα ζητούν τόσο πολύ και άρα δε θα έχεις άλλα να δώσεις. Δώσε μου Θεέ μου αυτά που σου έχουν περισσέψει. Δώσε μου αυτά που κανένας δε θέλει από εσένα…

Και εδώ είναι αυτά που προσεύχομαι σε σένα Θεέ μου:

…να έχω το κουράγιο να μην αρκούμαι στην εύκολη λύση

…να μπορώ να προστατεύω τα ανέφικτα και υπερβολικά όνειρά μου και να μάχομαι για αυτά.

….να μην κάνω την παραίτηση επιλογή

…να μην θεωρώ το "αδύνατον" δεδομένο αλλά προσωρινό

…να είναι η έκπληξη ο σύμμαχος της αυριανής μου μέρας.

…η ήρεμη και σιωπηλή απελπισία να δώσει την θέση της σε ακατάπαυστο αγώνα ακόμα και αν δεν τον κερδίσω.

…να μην κάνω τον φόβο επιλογή γιατί ο φόβος είναι φυλακή που παγώνει την σκέψη και το συναίσθημα.Να μπορώ να αντιστέκομαι στην εξαθλίωση του φόβου γιατί ο έμφοβος άνθρωπος είναι ανελεύθερος άνθρωπος

…να ζω και όχι απλά να επιζώ

…να κρατάω την ελπίδα λάβαρο ακόμη και αν όλα έχουν γύρω μου καταρρεύσει. Να στέκει εκεί ματωμένη, σκισμένη, κουρελιασμένη, να συντροφεύει την ψυχή μου και να οδηγεί τον αγώνα μου……ΑΜΗΝ

ΠΑΤΡΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΡΑΝΑΣΙΟΥ ΙΕΡΕΩΣ

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ



Ο Όσιος Νείλος έζησε τον 16ο αιώνα. Κατήγετο από ένα χωρίον της Τριπόλεως της Πελοποννήσου. Ασκήτευσεν εις το Άγιον Όρος και εκοιμήθη την 12ην Νοεμβρίου του έτους 1651. Εκ του τάφου του Οσίου ανέβλυσεν ευωδέστατον μύρον δι’ αυτό και ονομάζεται μυροβλήτης.
(Πιστόν αντίγραφον από το βιβλίον «Ευαγγελικός Κήπος», της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου Κύπρου).
Ο Όσιος Νείλος έζησε τον 16ο αιώνα. Κατήγετο από ένα χωρίον της Τριπόλεως της Πελοποννήσου. Ασκήτευσεν εις το Άγιον Όρος και εκοιμήθη την 12ην Νοεμβρίου του έτους 1651. Εκ του τάφου του Οσίου ανέβλυσεν ευωδέστατον μύρον δι’ αυτό και ονομάζεται μυροβλήτης.
________________________________________

«Κατά το 1900 έτος βαδίζοντας προς τον μεσασμόν του 8ου αιώνος (5.508 χρόνια απο Αδάμ + 2000 μ.Χ. = 7.508 χρόνια) άρχεται ο κόσμος του καιρού εκείνου, να γίνεται αγνώριστος. Όταν πλησιάσει ο καιρός της ελεύσεως του Αντιχρίστου θα σκοτιστεί η διάνοια των ανθρώπων από τα πάθη τα της σαρκός και θα πληθυνθη σφόδρα η ασέβεια και η ανομία’ τότε άρχεται ο κόσμος να γίνεται αγνώριστος μετασχηματίζονται αι μορφαί των ανθρώπων και δέν γνωρίζωνται οι άνδρες από τάς γυναίκας διά της αναισχύντου ενδυμασίας και των τριχών της κεφαλής’ οι τότε άνθρωποι θά αγριέψουν και θα γίνουν ωσάν θηρία από την πλάνην του αντιχρίστου.
Δέν θα υπάρχει σεβασμός εις τούς γονεις και τους γεροντότερους, η αγάπη θα εκλείψει, οι ποιμένες των Χριστιανών Αρχιερείς και ιερείς θα είναι άνδρες κενόδοξοι, παντελώς μή γνωρίζοντες την δεξιάν οδόν από την αριστεράν.
Τότε θα αλλάξουν τά ήθη και αι παραδόσεις των Χριστιανών και της Εκκλησίας. Η σωφροσύνη θα απολεσθεί από τους ανθρώπους και θα βασιλεύσει η ασωτία. Το ψεύδος και η φιλαργυρία θα φθάσουν εις τόν μέγιστον βαθμόν, και ουαί εις τους θησαυρίζοντας αργύρια.
Αί πορνείαι, μοιχείαι, αρσενοκοιτίαι, κλοπαί και φόνοι, θά πολιτεύωνται, εν τω καιρω εκείνω, και διά την ενέργειαν της μεγίστης αμαρτίας και ασελγείας, οι άνθρωποι θέλουν στερηθεί την χάριν του Αγίου Πνεύματος όπου έλαβον εις το Άγιον Βάπτισμα ως και την τύψιν της συνειδήσεως.
Αί εκκλησίαι του Θεού θά στερηθούν ευλαβών και ευσεβών ποιμένων και αλοίμονον τότε εις τούς εν τω κόσμω ευρισκομένους Χριστιανούς οι οποίοι θα στερηθούν τελείως την πίστην, διότι δέν θά βλέπουν απο κανέναν φως επιγνώσεως, τότε θά αναχωρούν από τον κόσμον εις τα ιερά καταφύγια διά να εύρουν ψυχικήν ανακούφησιν των θλίψεών των και παντού θα ευρίσκουν εμπόδια και στεναχωρίας. Και πάντα ταυτα γενήσονται διά τό ότι ο Αντίχριστος θέλη κυριεύση τά πάντα, και γενήσεται εξουσιαστής πάσης της Οικουμένης και θά ποιη τέρατα και σημεια κατά φαντασίαν’ θέλει δέ δώση πονηράν σοφίαν εις τόν ταλαίπωρον άνθρωπον, να εφεύρη νά ομιλεί ο είς πρός τον άλλον, από την μίαν άκρην της γης, έως την άλλην’ τότε θά πέτανται στόν αέρα ως πτηνά και διασχίζοντες τόν βυθόν της θαλάσσης ως ιχθύες.
Και ταυτα πάντα ποιουντες οί δυστυχεις άνθρωποι, διαβουντες εν ανέσει, μή γνωρίζοντες οι ταλαίπωροι ότι ταυτα εστί πλάνη του Αντιχρίστου. Και τόσον θά προοδεύση την επιστήμην κατά φαντασίαν ο πονηρός, ώστε αποπλανησαι τούς ανθρώπους και μη πιστεύει είς την ύπαρξην του τρισυποστάτου Θεου.
Τότε βλέπων ο Πανάγαθος Θεός την απώλειαν του ανθρωπίνου γένους, θέλει κολοβώση τάς ημέρας, διά τους ολίγους σωζωμένους, διότι θέλει πλανείσαι εί δυνατόν και τους εκλεκτούς.
Τότε αιφνιδίως θέλει έλθη η δίστομος ρομφαία και θα θανατώσει τόν πλάνον και τους οπαδούς αυτού…».

Όταν αγαπήσεις τον Χριστό, όλα τα πράγματα παίρνουν την αξία που πρέπει και όχι περισσότερο.




Ο κόσμος μας είναι το υπέροχο σπίτι της Ενσαρκωμένης Αλήθειας, είναι ο δρόμος προς την ατέλεστη τελειότητα.
Όλα τα πράγματα στην ζωή είναι όμορφα, όμως, κακά τα ψέματα, δεν μπορούν να γεμίσουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί; Διότι η ανθρώπινη φύση δια της ενσαρκώσεως του Λόγου έχει πλέον θεωθεί. Η ανθρώπινη φύση ζητά πλέον το Θείο, το άπειρο, το ατέλεστο.
Τα πράγματα λοιπόν αυτής της ζωής μπορούν να προσφέρουν στον άνθρωπο μόνο μερική χαρά, μερική ανάπαυση, μερική ειρήνη, μερική ευτυχία...μέχρι εκεί. 
Και γι’ αυτό μένει πάντα ανικανοποίητος, δεν του αρκεί αυτό που πήρε, αυτό που ένιωσε. Το βαριέται, το συνηθίζει και μετά το απορρίπτει. Και γι’ αυτό βασανίζεται και βασανίζει και τους γύρω του. Θέλει κι' άλλο... όμως δεν το βρίσκει μέσα στην φθορά με αποτέλεσμα να αποπροσανατολίζεται μέσα σε αυτό το κυνηγητό της ευτυχίας το οποίο όμως γίνεται σε λάθος τόπους και με λάθος τρόπους.
Δυστυχώς αδελφοί μου δεν έχουμε καταλάβει ότι το μείζων αυτής της ζωής είναι να αναπτύξουμε σχέση με τον Θεό. Δυστυχώς εμείς, στην προσπάθειά μας να ικανοποιήσουμε την ακόρεστη επιθυμία μας για χαρά και ευτυχία, αναπτύσσουμε σχέση με πράγματα και όχι με τον Θεό. Δηλαδή τι θέλω να πω. Καταντούμε να εξαρτάται η ευτυχία μας από πράγματα. Το αν θα είμαι ευτυχισμένος εξαρτάται π.χ.από το τι ρούχα φοράω, από το αμάξι που οδηγώ, από το κινητό που χρησιμοποιώ, από το σπίτι που κατοικώ.
Καλό είναι να αναρωτηθούμε όλοι μας, και πρώτος εγώ. Τελικά, τι αγαπώ περισσότερο; Τα υλικά πράγματα ή το Θεό;
Πόσο μου στοιχίζει η απομάκρυνσή μου, λόγο μιας πτώσης, από τον Θεό και πόσο μου στοιχίζει η απώλεια ενός υλικού πράγματος; (Π.χ.εάν τρακάρω με το αμάξι, και πάθει ζημία, θα στεναχωρηθώ μήπως πιο πολύ, απ’ ότι εάν πέσω σε μία αμαρτία; Η αλήθεια είναι ότι εάν τρακάρω, θα χάσω τον ύπνο μου, ενώ εάν πέσω σε μία αμαρτία, π.χ. κατακρίνω, σαν να μην συμβαίνει τίποτα θα κοιμηθώ σαν πουλάκι….)
Μήπως αγαπώ τελικά, περισσότερο το αμάξι μου από τον Θεό; Μήπως τελικά αγαπώ περισσότερο το κινητό μου από τον Θεό; Ναι… σε αυτό το σημείο έχουμε φτάσει. Να αγαπούμε ένα άψυχο αντικείμενο παρά τον Δημιουργό μας. Έχουμε φτάσει στο σημείο να νιώθουμε πιο δεμένοι με το κινητό μας, με τα ρούχα μας, με το σπίτι μας παρά με τον Θεό. Και αυτό είναι τραγικό. Είναι τραγικό διότι ο Θεός τα έχει ευλογήσει όλα στην ζωή, αλλά εμείς έχουμε μείνει σ’ αυτά και μόνο σ’ αυτά και αρνούμαστε να δούμε πίσω από την ύλη τον Δημιουργό της ύλης. Κολλάμε στα φθαρτά και αδιαφορούμε για τα άφθαρτά.
Κανείς δεν λέει αδελφοί μου ότι είναι κακό να χρησιμοποιούμε την τεχνολογία, τα υλικά πράγματα. Όμως άλλο να τα χρησιμοποιούμε για να κάνουμε πιο εύκολη και άνετη την ζωή μας και άλλο το να εξαρτάται σε απόλυτο βαθμό η προσωπική μας ευτυχία από την απόκτηση αυτών των υλικών αγαθών.
Ο άνθρωπος βρίσκει ανάπαυση και ειρήνη όταν βρίσκει τον Θεό, όταν αφήνει τον Θεό να του αποκαλυφθεί μέσα στην καρδιά του…και τότε αρκείται σε αυτά που έχει. Εάν όμως αρνηθεί τον Θεό και προσπαθεί να βρει την χαρά σε υλικά πράγματα τότε πέφτει στην παγίδα του συμβιβασμού. Συμβιβάζεται με τα πάθη του. Συμβιβάζεται με το λίγο και το μέτριο. Π.χ. Κάποιος που είναι λαίμαργος και έχει συμβιβαστεί με το πάθος αυτό, θέλει συνεχώς να τρώει διαφορετικά φαγητά, γιατί; Διότι προσπαθεί απελπισμένα να ικανοποιήσει την λαιμαργία του με την ποικιλία των γεύσεων. Προσπαθεί να βρει την ευτυχία διαμέσου του λάρυγγός του. Εάν του βάλεις το βράδυ το ίδιο φαγητό που έφαγε και το μεσημέρι θα κατσουφιάσει, θα δυσανασχετήσει, για να μην πώ να του βάλεις να φάει χθεσινό φαγητό. «Καλά χθεσινό φαγητό θα φάω»;
Άλλο παράδειγμα. "Θα πάω", λένε συνήθως οι γυναίκες, "να ψωνίσω για να μου φτιάξει η διάθεση". Και ερωτώ: Δηλαδή η διάθεσή σου εξαρτάται από τα ψώνια που θα κάνεις ή δεν θα κάνεις; Εξαρτάται η ευτυχία σου εάν θα αγοράσεις μοδάτα ρούχα τα οποία τις περισσότερες φορές σου είναι περιττά; 
Άλλο είναι να πάω να αντικαταστήσω τα ρούχα μου, τα παπούτσια μου, το κινητό μου γιατί έχουν φθαρεί και άλλο να τα αντικαταστήσω διότι τα βαρέθηκα. Το ότι τα βαρέθηκα δείχνει ότι ανέπτυξα σχέση μαζί τους…και επειδή δέθηκα μαζί τους -ενώ αυτά είναι άψυχα πράγματα και δεν μπορούν να μου ανταποδώσουν αγάπη, - τα βαριέμαι, απογοητεύομαι απ’ αυτά και θέλω να τα αντικαταστήσω, θέλω άλλα, καινούργια, ελπίζοντας ότι τα καινούργια θα μου γεμίσουν το κενό που αισθάνομαι. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Δεν φταίνε τα υλικά πράγματα, αυτά υπάρχουν για να μας εξυπηρετούν. Φταίμε εμείς που τα έχουμε τοποθετήσει στην θέση του Θεού, φταίμε εμείς που δενόμαστε τόσο πολύ μ’ αυτά και γι’ αυτό και θέλουμε συνεχώς να τα αλλάζουμε, ελπίζοντας ότι το καινούργιο θα μας δώσει λίγες στιγμές ευτυχίας. Και ίσως μας δώσει. Αλλά μέχρι εκεί. Λίγες στιγμές. Τίποτα παραπάνω.
Όλοι μας λοιπόν, θα πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως και εμείς έχουμε πέσει στην παγίδα του διαβόλου και έχουμε αντικαταστήσει τον Θεό με κάποιο πάθος μας, με κάποιο άψυχο αντικείμενο. Από το οποίο αδίκως περιμένουμε την ευτυχία, διότι ευτυχία δεν μπορεί να σου προσφέρει ένα πράγμα.
Ευτυχία μπορεί να παραχθεί διαμέσου μίας βαθιάς σχέσης προσώπων, ειδικά όταν αυτή η σχέση είναι μεταξύ ανθρώπου και Θεού, τότε η σχέση αυτή σε πληρώνει, σε κάνει δηλαδή να νιώθεις πλήρης, ευτυχής… και γι’ αυτό μετά ο άνθρωπος αντιμετωπίζει όλα τα άλλα όπως πρέπει, όπως τα αρμόζει. Δεν τα δίνεις περισσότερη αξία απ’ ότι έχουν.
«Τι φαγητό έχουμε σήμερα, το χθεσινό; Δόξα τω Θεώ. Πάλι καλά. Άλλοι δεν έχουν καθόλου».
«Τι; Αυτό που φοράω δεν είναι στην μόδα; Τι με νοιάζει; Με κρατάει ζεστό; Κάνει την δουλειά του; Δόξα τω Θεώ».
Όταν αγαπήσεις τον Χριστό, όλα τα άλλα παίρνουν δευτερεύουσα αξία, παίρνουν την αξία που πρέπει και όχι περισσότερο.

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Από το βόλεμα στην ανακάλυψη της αληθινή ζωής.



Πόσο ζηλεύω τις πέστροφες. Που δε λογαριάζουν την ορμή του νερού και κολυμπούν κόντρα στο ρεύμα...
Άραγε, πόσες φορές κάναμε και εμείς κάτι αντίστοιχο στη ζωή μας; Πόσες φορές αποφασίσαμε να ξεφύγουμε απ'το βόλεμα της καθημερινότητας; Απ'την απίστευτα στείρα ρουτίνα μας; Πόσες φορές προσπαθήσαμε να μιλήσουμε ειλικρινά στο Θεό; 

Αυτό ζηλεύω: την αληθινή ζωή. Αυτό επιθυμώ: το γνήσιο βίωμα. Να είμαι αληθινός όσο και αν μου κοστίζει. Όσο και αν οι περιστάσεις δεν ανέχονται κάτι το διαφορετικό. Κι όλο αυτό, μυστικά...
Δύσκολο, μα αξίζει. Να κάνω ό,τι μπορώ για να στεριώσω σε μια σχεδία στη θάλασσα των πειρασμών. Να αγαπώ ανυπόκριτα, άδολα, ειλικρινά. Απροϋπόθετα. Λέξεις με τόση βαρύτητα. 
Καιρός να περάσουμε απ'τη θεωρία στην πράξη. Καιρός να δείξουμε ότι με το Θεό βοηθό μπορούμε να κινήσουμε για την ανακάλυψη της αληθινής ζωής.


Ἐξομολόγησις



Μέ τίποτε ἄλλο δέ χαίρεται τόσο ὁ διάβολος, ὅσο μέ τό μοναχό πού κρύβει στήν ἐξομολόγησι τούς λογισμούς του, ἔλεγε κάποιος Γέροντας

Ἄν ἐνοχλῆσαι ἀπό πονηρούς λογισμούς, συμβουλεύει ἄλλος Πατήρ, φανέρωσέ τους στήν ἐξομολόγησι, γιά ν᾿ ἀπαλαγῆς γρήγορα ἀπ᾿ αὐτούς. Ὅπως τό φίδι ἐξαφανίζεται, μόλις βγῆ ἀπό τή φωλιά του, ἔτσι χάνεται κι᾿ ὁ κακός λογισμός μόλις ἐξαγορευθῆ.
Ἕνας ἀδελφός πειραζόταν ἀπό σαρκική ἐπιθυμία. Πολλά χρόνια κοπίαζε μόνος του, ἀλλά δέν ἔβλεπε ὠφέλεια στόν ἑαυτό του. Γιά νά νικήση τέλος τό πάθος του, στάθηκε μιά Κυριακή στή μέση τῆς ἐκκλησίας, ὕστερα ἀπό τή Λειτουργία, καί εἶπε δυνατά, γιά ν᾿ ἀκουστῆ ἀπό ὅλους τούς μοναχούς:
-- Προσευχηθῆτε γιά μένα, ἀδελφοί, νά μ᾿ ἐλεήση ὁ Θεός, γιατί δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια ἔχω πόλεμο στή σάρκα. 
Λέγοντας αὐτά, αἰσθάνθηκε ἀμέσως νά ἐλευθερώνεται ἀπό τό πάθος. Ὅ,τι δέν ἔκανε χρόνων κόπος καί ἄσκησις, τό κατώρθωσε σέ μιά στιγμή ἡ ἐξομολόγησις.
3. Ὅταν ἤμουν νέος, διηγεῖτο μιά μέρα στούς μαθητάς του ἕνας ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες τῆς ἐρήμου, πολεμήθηκα ἀπό κάποιο πάθος ψυχικό. Ἄκουγα συχνά τούς ἀδελφούς νά λένε, πώς ὁ Ἀββᾶς Ζήνων ἦταν καλός Πνευματικός καί ὠφελοῦσε πολύ μέ τίς συμβουλές του ὅσους ἐξωμολογοῦντο σ᾿ αὐτόν. Σκέφτηκα πολλές φορές νά πάω κι᾿ ἐγώ νά ἐξομολογηθῶ τό πάθος μου, ἀλλά μέ ἐμπόδιζε ἡ ντροπή.
-- Ξέρεις τί πρέπει νά κάνης, μοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός μου. Γιατί λοιπόν νά φανερώνης καί σέ ἄλλους τά κρυφά σου;
Ἄλλοτε πάλι, πού ξεκινοῦσα μέ τήν ἀπόφασι νά ἐξομολογηθῶ, ἔνιωθα ἀνακούφισι ἀπό τόν πόλεμο, - τέχνασμα κι᾿ αὐτό τοῦ διαβόλου γιά νά μ᾿ ἐμποδίση ἀπό τή μοναδική γιατρειά. Εἶχα πάει πολλές φορές ὥς τό κελλί τοῦ Γέροντα, μά πάντα γύριζα πίσω ἄπρακτος. Ἐκεῖνος μέ καταλάβαινε, ἀλλά περίμενε νά ταπεινωθῶ καί νά ὁμολογήσω μόνος τό πάθος μου. Ἴσως νά μοῦ ἔκανε καί πολλή προσευχή, γιατί μιά μέρα πού πολεμήθηκα πολύ, εἶπα στόν ἑαυτό μου:
-- Ἔχεις, ταλαίπωρε, κοντά σου τό γιατρό καί μένεις ἀκόμη ἀγιάτρευτος, ἐνῶ τόσοι καί τόσοι ἔρχονται ἀπό μακριά καί ὠφελοῦνται.Ἔτσι λύγισε ἡ καρδιά μου καί ξεκίνησα μέ τήν ἀπόφασι νά ἐξομολογηθῶ χωρίς ἀναβολή. Ἀπό τό δρόμο ὅμως ἄρχισαν πάλι οἱ δισταγμοί.
-- Ἄν βρῶ μόνο του τόν Γέροντα, θά εἰπῶ πώς εἶναι θέλημα Θεοῦ νά ἐξομολογηθῶ καί θά τά φανερώσω ὅλα. Ἄν ὅμως ἔχη ἐπισκέπτας, θά γυρίσω πίσω καί δέ θά ἐξομολογηθῶ ποτέ.
Βρῆκα μόνο του τόν Γέροντα. Μέ ὑποδέχτηκε ὅπως πάντα μέ μεγάλη καλωσύνη. Μ᾿ ἔβαλε νά καθίσω κοντά του καί μοῦ ἔδωσε χρήσιμες συμβουλές. Ἐγώ στό μεταξύ κυριεύτηκα πάλι ἀπό τήν καταραμένη ντροπή. Ἔκλεισα τό στόμα μου καί δέν ἔβγαζα λέξι. Ὅταν ἔπαψε κι᾿ ἐκεῖνος νά μιλᾶ, σηκώθηκα νά φύγω. Σηκώθηκε κι᾿ ἐκεῖνος νά μέ συνοδέψη ὥς τήν πόρτα καί πήγαινε μπροστά. Τόν ἀκολουθοῦσα μέ ἀργό βῆμα, ἤμουν ἀξιοθρήνητος ἀπό τήν πάλη πού γινόταν μέσα μου. Γύρισε μιά στιγμή τό κεφάλι του ὁ Γέροντας καί, βλέποντάς με νά βασανίζωμε ἔτσι, μ᾿ ἐλυπήθηκε. Ἦρθε κοντά μου κι᾿ ἀκουμπῶντας τό εὐλογημένο χέρι του στό στῆθος μου, μοῦ εἶπε μέ συμπάθεια: 
-- Τί ἔχεις, παιδί μου, καί βασανίζεσαι; Φανέρωσε τόν πόνο σου. Ἄνθρωπος ὁμοιοπαθής εἶμαι κι᾿ ἐγώ.
Νόμιζα τή στιγμή ἐκείνη πώς χώρισε στά δύο ἡ καρδιά μου. Ἔπεσα στά πόδια του καί τά ἔβρεξα μέ τά δάκρυά μου.
-- Ἐλέησέ με, Ἀββᾶ, τοῦ ἔλεγα ἀνάμεσα στά ἀναφιλητά μου.
-- Πές μου, τί ἔχεις; 
-- Δέν καταλαβαίνεις τάχα, Ἀββᾶ, γιατί βασανίζομαι; 
-- Ἐσύ ὁ ἴδιος πρέπει νά τό φανερώσης, γιά νά βρῆς ἀνακούφισι. 
Μέ πολλή συστολή ἐξωμολογήθηκα τό πάθος μου.
-- Γιατί τόσο καιρό δέ μοῦ τό φανέρωσες; μοῦ εἶπε μέ συμπόνια. Δέν εἶναι τρία τώρα χρόνια πού ἔρχεσαι δῶ μ᾿ αὐτούς τούς λογισμούς καί διστάζεις νά τούς ἐξομολογηθῆς;

-- Ναί, Ἀββᾶ, τοῦ εἶπα. Ἀλλά βοήθησέ με, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου.
Μέ σήκωσε ἐπάνω μέ καλωσύνη.
-- Δέν εἶναι τίποτε, μοῦ εἶπε, θά περάση. Μή παραμελῆς τήν προσευχή σου καί μήν ἀφήσης τό λογισμό σου νά κατακρίνη ἄλλον ἄνθρωπο.
Γύρισα στό κελλί μου μ᾿ ἐλαφρωμένη καρδιά. Εἶχα ἀπαλλαχθῆ ἀπό τό πάθος.
4. Σέ πρόσωπο πού ἡ συνείδησί σου δέν σέ πληροφορεῖ, συμβουλεύει ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, μήν ἐμπιστεύεσαι τήν ἐξομολόγησί σου.



Ἀπό τό: "ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ"

Θεοδώρας Χαμπάκη Ἡγουμ. Ι.Μ. Ὁσίου Θεοδοσίου

Ἐκδόσεις "ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ «ΛΥΔΙΑ»

Τί διαφθείρει τήν μετάνοια

Ὁ γεωργός, ἐάν μετά τήν σπορά δέν περιμένη τόν θερισμό, ποτέ δέν θά θερίση. Διότι ποιός θά προτιμοῦσε νά κοπιάζη μάταια, ἐάν δέν ἐλπίζη , ὅτι θά κερδίση ἀγαθά ἀπό τούς κόπους του; Ἔτσι λοιπόν καί ἐκεῖνος πού σπείρει λόγους καί δάκρυα καί ἐξομολόγησι, ἕνα δέν τό κάνη αὐτό μέ καλή ἐλπίδα, δέν θά μπορέση νά ἀπομακρυνθῆ οὔτε ἀπό τοῦ νά ἁμαρτάνη, διότι θά κατέχεται ἀκόμη ἀπό τό κακό της ἀπογνώσεως , Ἀλλ’ ὅπως ὁ γεωργός ἐκεῖνος πού ἔχει ἀπελπισθῆ γιά τήν συγκομιδή τῶν καρπῶν του, δέν θά ἐμποδίση τίποτε ἀπό ὅσα βλάπτουν τήν σπορά, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πού σπείρει τήν ἐξομολόγησι μέ δάκρυα χωρίς νά περιμένη ἀπό αὐτήν κανένα κέρδος, δέν θά μπορέση νά ματαιώση τῶν καταστρεπτική δύναμι ἐκείνων πού καταστρέφουν τήν μετάνοια. Διαφθείρει δέ τήν μετάνοιά το νά πέση κανείς πάλι στά ἴδια ἁμαρτήματα. Διότι λέγει «Ὅταν ἕνας οἰκοδομή καί ἄλλος γκρεμίζη, τί κέρδισαν πλέον ἐκτός ἀπό κόπο; Ὅταν κανείς καθαρίζεται ἀπό νεκρό καί πάλι τόν ἀγγίζη, τί ὠφελήθηκε ἀπό τό λουτρό του;» ( Σείρ. 43, 23-25 ). Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν ἄνθρωπο πού ἀπέχει μέν ἀπό τίς ἁμαρτίες του πρός στιγμήν καί ἔπειτα κάνει πάλιν τά ἴδια? ποιός θά ἀκούση τήν προσευχή του; Καί πάλι? «Ὅταν ἐπιστρέψη κανείς ἀπό τήν ἀρετή στήν ἁμαρτία, ὁ Κύριος θά τοῦ ἑτοιμάση ρομφαία» (Σόφ. Σείρ. 26, 28 ) . Καί ? «Ὅπως ὁ σκύλος , ὅταν ἐπιστρέψη στόν ἐμετό του καί γίνη μισητός, τέτοιος εἶναι ὁ ἀνόητος, πού ἐπιστρέφει στήν ἁμαρτία τοῦ» (Πάρ. 26, 11 ).

Μή δημοσιεύης τήν ἁμαρτία σου μέ σκοπό μόνον νά κατηγορήσης τόν ἑαυτό σου, ἀλλά καί μέ σκοπό νά δικαιωθῆς μέ τόν τρόπο τῆς μετανοίας. Διότι ἔτσι θά μπορέσης νά παρακινήσης τήν ἐξομολογούμενη ψυχή σου νά ἀλλάξη τρόπο ζωῆς καί νά μήν περιπέση πλέον στά ἴδια σφάλματα. Τό νά καταδικάζη κανείς μέ δριμύτητα τόν ἑαυτό του καί νά τόν ἀποκαλῆ ἁμαρτωλό, εἶναι συνηθισμένο θά λέγαμε καί στούς ἀπίστους. Διότι πολλοί ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ θεάτρου… ταλανίζουν τόν ἑαυτό τούς , ἀλλά χωρίς τόν σκοπό πού πρέπει.

(Πρός Θεόδωρον Μοναχόν ἐκπεσόντα, ΕΠΕ 28, 852. PG 47, 306 )
Πηγή: «ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ, ΝΗΣΤΕΙΑ, ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ» 
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Χρυσοστομικός Ἄμβων ΣΤ΄» 
2η Ἔκδοσις (Ἐπηυξημένη καί βελτιωμένη)
Ἔκδοσις: Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη Ἄγ. Ὅρους, 2008


Κύριε...



Κύριε, Θεέ μου, ύψωσε την ψυχή μου
Απ' αυτό το σκοτάδι μέσα στο Φως Σου
Τύλιξε την ψυχή μου μέσα στην Ιερή Σου Καρδιά.

Θρέψε την ψυχή μου με το Λόγο Σου
Μύρωσε την ψυχή μου με το Άγιο Όνομά Σου
Ετοίμασε την ψυχή μου ν' ακούσει το κήρυγμά... Σου.

Φύσηξε τη γλυκιά Σου ευωδία
Πάνω στην ψυχή μου, αναζωογονώντας την.
Σαγήνεψε την ψυχή μου προς τέρψιν της Ψυχής Σου.

Πατέρα, ομόρφυνέ με, το παιδί Σου
Στάζοντας πάνω μου το αγνό Σου μύρο.
Mε πήρες στην Ουράνια Αυλή Σου, όπου κάθονται όλοι οι Εκλεκτοί...

Με έδειξες ολόγυρα στους αγγέλους Σου, αχ, τι περισσότερο ζητάει η ψυχή μου;

Tο Πνεύμα Σου μου έδωσε Ζωή κι Εσύ, που είσαι ο Ζωντανός Άρτος, παλινόρθωσες τη ζωή μου.

Mου πρόσφερες το Αίμα Σου να πιω, για ν' αξιωθώ να μοιραστώ αιώνια μαζί Σου τη Βασιλεία Σου
Και να ζήσω στους αιώνες των αιώνων.

Δόξα στον Ύψιστο!

Δόξα στον Άγιο των Αγίων
Δοξασμένο κι ευλογημένο το Όνομα του Κυρίου μας
Γιατί το Έλεος Tου και η Αγάπη Tου απλώνεται από γενεά σε γενεά και στους αιώνες των αιώνων.

Αμήν.


http://agiosdimitrioskouvaras.blogspot.gr

Ἕνα κείμενο περί Ἐξομολογήσεως


... Εἰς τό τέλος τῆς ἑβδομάδος, ἀφοῦ προπαρασκευάσθηκα καλά γιά τήν ἁγία Κοινωνία, πρίν ἐξομολογηθῶ, ἐσκέφθηκα ὅτι ἦταν μιά εὐκαιρία νά κάνω ἐκεῖ μιάν ἐξομολόγησιν ὅσον τό δυνατόν πιό λεπτομερῆ. Ἄρχισα, λοιπόν, τήν προσπάθεια γιά νά θυμηθῶ ὅλα τά ἁμαρτήματα ἀπ’ τήν νεότητά μου καί γιά νά μή τυχόν λησμονήσω ἔστω καί τό παραμικρό, τά ἔγραψα μέ ὅση τό δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια. Ἐγέμισα ἔτσι μιά μεγάλη κόλλα χαρτί μέ ὅλα αὐτά πού ἔγραψα. Ἔπειτα, ὅμως, ἄκουσα ὅτι εἰς τήν Κιταβάγια Παστίνα, πού ἀπέχει περίπου τρία χιλιόμετρα ἀπό ἐκεῖ, ἐζοῦσεν ἕνας ἀσκητής ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἦτο σοφός ἄνθρωπος καί γεμᾶτος ἀπό κατανόηση. 
Ὁποιοσδήποτε ἐπήγαινεν εἰς αὐτόν γιά νά ἐξομολογηθεῖ, εὑρισκόταν σέ μιάν ἀτμόσφαιρα γεμάτη ἀπό μειλιχιότητα καί συμπάθεια, ἀποχωροῦσε δέ χορτᾶτος ἀπό διδασκαλία γιά τήν σωτηρία του καί ἤρεμος ψυχικά. Μέ μεγάλην εὐχαρίστηση ἐπληροφορήθηκα γιά ὅλα αὐτά καί ἀνεχώρησα ἀμέσως νά συναντήσω τόν ἄγιον αὐτόν γέροντα.

Ὅταν ἔφθασα, εἰς τήν ἀρχή, ἐζήτησα ὁλίγες συμβουλές, ὕστερα δέ ἀπό κάμποσην ὥρα συνομιλίας τοῦ ἐδιάβασα τό χαρτί μέ τίς ἁμαρτίες μου, πού εἶχα γράψει. Ὅταν ἐτελείωσα τό διάβασμα, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:

«Παιδί μου, πολλά ἀπ’ αὐτά πού μοῦ ἐδιάβασες εἶναι χωρίς καμμιά ἀξία, οἱ συμβουλές μου δέ γιά τήν ἐξομολόγηση εἶναι γενικά οἱ ἐξῆς:

Πρῶτον: Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογῆσαι ἁμαρτήματα γιά τά ὁποῖα ἄλλοτε μετενόησες, τά ἐξαγορεύθηκες καί ἐπῆρες τήν συγχώρηση. Ὅταν τά ξαναεξομολογῆσαι εἶναι σάν νά θέτεις σέ ἀμφιβολία τή δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Ἐξομολογήσεως.

Δεύτερον: Δέν πρέπει νά θυμᾶσαι εἰς τήν ἐξομολόγηση οὔτε καί νά ἀναφέρεις εἰς αὐτήν ἄλλα τυχόν πρόσωπα πού συνέβη νά εἶναι συνδεδεμένα μέ τίς ἁμαρτίες σου. Δηλαδή, πρέπει νά ἐξομολογηθεῖς τά ἰδικά σου μόνον ἁμαρτήματα καί νά κρίνεις τόν ἑαυτό σου μόνον καί κανέναν ἄλλον.

Τρίτον: Δέν πρέπει νά ξεχνᾶς ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἀπαγορεύουν νά ἀναφέρουμε μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες τά διάφορα ἁμαρτήματά μας, ἐπειδή εἶναι καλύτερο νά τά ὁμολογοῦμε καί νά τά ἀναγνωρίζουμε εἰς τίς γενικές τους γραμμές γιά νά ἀποφεύγεται ὁ πειρασμός ἀπό τήν ἐπανάληψη τῶν λεπτομερειῶν καί γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τόν πνευματικό.

Τέταρτον: Ὅταν μετανοεῖς πρέπει νά μετανοεῖς εἰλικρινά καί πραγματικά γιατί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ μετάνοιά σου αὐτή σήμερα εἶναι ἀφρόντιστη χλιαρή καί πρόχειρη.

Πέμπτον: Ἀσχολήθηκες σήμερα μέ ἕνα σωρό λεπτομέρειες, ἐνῶ παρέλειψες τό κυριότερο πρᾶγμα, δηλαδή δέν ἀνέφερες τίς πιό βαρειές ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες, γιατί δέν παραδέχθηκες, οὔτε ἔγραψες εἰς τό χαρτί, ὅτι δέν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὅτι μισεῖς τόν πλησίον σου, ὅτι δέν πιστεύεις εἰς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι εἶσαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλοδοξία, γεγονότα πού ἀποτελοῦν τήν τετραπλῆ μάζα τοῦ κακοῦ καί τά ὁποῖα εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων μας. Αὐτά εἶναι οἱ τέσσερεις κυριώτερες ρίζες, ἀπό τίς ὁποῖες φυτρώνουν ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα εἰς τά ὁποῖα πέφτουμε ὅλοι».

Ἡ ἔκπληξίς μου πραγματικά ἦταν μεγάλη ἀπό ὅσα ἄκουσα, γι’ αὐτό ἀπευθυνόμενος πρός τόν φημισμένο αὐτόν πνευματικό, τοῦ εἶπα: 

«Νά μέ συγχωρήσεις, σεβαστέ πάτερ, ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν νά μή ἀγαπῶ τόν Θεό, τόν Πατέρα ὅλων μας καί Συντηρητή; 
 Σέ τί ἄλλο θά μποροῦσα νά πιστεύσω, ἐκτός ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογία τοῦ ὁποίου ἁγιάζει τά πάντα; 
Ἐγώ θέλω πάντα τό καλό τοῦ πλησίον μου, ποιόν δέ λόγο θά εἶχα γιά νά τούς μισῶ; 
Ὡς πρός τήν ὑπερηφάνεια, δέν ἔχω τίποτα γιά νά ὑπερηφανευθῶ, ἐκτός ἀπ’ τά ἀναρίθμητά μου ἁμαρτήματα. Ἀλλ’ ἀκόμη τί καλό ἔχω ἐπάνω μου γιά νά ὑπερηφανευθῶ; 
Μήπως τά πλούτη μου ἤ τήν ὑγεία μου; Μόνον ἄν ἤμουν μορφωμένος ἤ πλούσιος, θά μποροῦσα νά ἔχω πέσει σέ σφάλματα σάν αὐτά πού μοῦ ἀνέφερες».

«Ἀγαπητέ μου, εἶναι κρῖμα πού τόσο λίγο κατάλαβες τί ἐννοῶ μέ αὐτά πού εἶπα. Κοίταξε! Θά διδαχθεῖς πολύ καί γρήγορα, ἀπάνω σέ ὅσα σοῦ εἶπα, ἐάν διαβάσεις αὐτές τίς σημειώσεις πού σοῦ δίνω, τίς ὁποῖες καί ἐγώ χρησιμοποιῶ εἰς τήν ἐξομολόγησή μου. 
Διάβασέ τες προσεκτικά καί θά καταλάβεις ἐντελῶς καθαρά τήν ἀκριβῆ ἀπόδειξη ὅλων αὐτῶν πού σοῦ εἶπα καί τά ὁποῖα σέ ἐξέπληξαν»

Μού ἔδωσε τίς σημειώσεις καί ἐγώ ἄρχισα νά τίς διαβάζω. Οἱ σημειώσεις αὐτές ἔχουν ἀκριβῶς ὡς ἐξῆς:

«Ἐξομολόγηση πού ὁδηγεῖ τόν ἔσω ἄνθρωπο σέ ταπείνωση»

«Στρέφοντας τά μάτια μου προσεκτικά εἰς τόν ἑαυτό μου καί παρακολουθῶντας τήν πορεία τῆς ἐσωτερικῆς μου καταστάσεως, πιστοποιῶ ἀπό τήν πεῖρα μου, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν, ὅτι δέν ἔχω θρησκευτική πίστη καί ὅτι εἶμαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί ὑλοφροσύνη. Ὅλα αὐτά τά βρίσκω εἰς τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό λεπτομερῆ ἐξέταση τῶν αἰσθημάτων καί τῆς συμπεριφορᾶς μου. 

Δέν ἀγαπῶ τόν Θεό. Ἄν ἀγαποῦσα πραγματικά τόν Θεό θά εἶχα συνεχῶς τήν σκέψη μου στραμμένη πρός Αὐτόν καί θά ἤμουν εὐτυχισμένος. Κάθε σκέψη γιά τό Θεό θά μοῦ ἔδινε χαρά καί ἀγαλλίαση. 
Ἀντιθέτως, ὅμως, πολύ συχνότερα καί πολύ εὐκολώτερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ἐνῶ ἡ ἀπασχόληση τῆς σκέψεώς μου μέ τόν Θεό καταντᾶ ἐργασία ἐπίπονη καί ξερή. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν Θεόν, ἡ συνομιλία μου μέ Αὐτόν, διά τῆς προσευχῆς θά ἦτο ἡ τροφή καί ἡ τρυφή μου καί θά μέ ὡδηγοῦσε σέ ἀδιάσπαστη ἐπικοινωνία μέ Αὐτόν. 
Ὅμως, ὅλως ἀντίθετα, ὄχι μόνο δέν εὑρίσκω εὐχαρίστηση εἰς τήν προσευχή μου ἀλλά χρειάζεται κάθε φορά νά καταβάλλω προσπάθεια γιά νά προσευχηθῶ. Ἀγωνίζομαι κατά τῆς ἀπροθυμίας, νικῶμαι ἀπό τήν ἁμαρτωλότητά μου καί εἶμαι πάντα πρόθυμος νά καταπατῶ μέ κάθε ἀνόητη σκέψη καί πρᾶγμα, ἀκόμη καί κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, γεγονότα, πού, ὅπως εἶναι φυσικόν, μικραίνουν τήν προσευχή καί ἀπομακρύνουν τήν σκέψιν ἀπό αὐτήν. Ὁ καιρός μου περνᾶ ἀχρησιμοποίητος ἤ μᾶλλον χρησιμοποιεῖται σέ μάταιες ἀπασχολήσεις, ὅταν δέ ἀπασχολοῦμαι μέ τόν Θεόν, ὅταν θέτω τόν ἑαυτόν μου κάτω ἀπό τήν παρουσία Του, τότε κάθε ὥρα μοῦ φαίνεται πώς εἶναι ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπᾶ κάποιο πρόσωπο, τό σκέπτεται ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς διακοπή, διατηρεῖ συνεχῶς τήν εἰκόνα του μέσα εἰς τήν καρδιά του, φροντίζει γι’ αὐτό καί σέ καμμιά περίπτωση τό ἀγαπημένο του πρόσωπο δέν φεύγει ἀπό τήν σκέψη του. Ἐγώ, ὅμως ὁλόκληρη τήν ἡμέρα, εἶναι ζήτημα ἄν ξεχωρίζω ἔστω καί μιάν ὥρα γιά νά βυθισθῶ σέ ἐντρύφηση καί θεία μελέτη, γιά νά ζωογονήσω τήν καρδιά μου μέ τήν ἀγάπη μου πρός Αὐτόν, ἐνῶ μέ εὐκολία καί εὐχαρίστηση ἐξοδεύω τίς εἴκοσι τρεῖς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου σάν μιά θερμή προσφορά καί θυσία εἰς τά εἴδωλα τῶν διαφόρων παθῶν.

Ὁλονένα συζητῶ γιά τιποτένια πράγματα καί γεγονότα, τά ὁποῖα μολύνουν τό πνεῦμα, κι αὐτό μοῦ δίνει εὐχαρίστηση. Εἰς τίς σκέψεις μου γιά τόν Θεό, εἶμαι ξηρός, ἀπρόθυμος καί ἀμελής. Κι ὅταν ἀκόμη χωρίς νά τό θέλω, συμβαίνει ὥστε ἄλλοι νά μέ παρακινήσουν σέ πνευματική συζήτηση, κοιτάζω νά μετατρέψω τό θέμα σέ κάτι ἄλλο, πιό εὐχάριστο εἰς τίς ἐπιθυμίες μου. Εἶμαι τρομερά περίεργος γιά κάθε μοντέρνο, γιά τά πολιτικά καί γιά χίλια δυό ἄλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητῶ τήν ἱκανοποίηση εἰς τήν ἀγάπη πρός τίς κοσμικές γνώσεις, εἰς τήν ἐπιστήμη, εἰς τήν τέχνη, καί θέλω ὅλο καί περισσότερα ἀγαθά νά ἀποκτήσω. Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ καί τῆς Θρησκείας, δέν μοῦ κάνουν πολλήν ἐντύπωσιν, οὕτε ἱκανοποιοῦν τήν πνευματική πεῖνα τῆς ψυχῆς μου. Ὅλα αὐτά τά παραδέχομαι ὅτι εἶναι ὄχι μόνον ἀνούσια ἀπασχόληση γιά ἕνα χριστιανό, ἀλλ’ ἐπί πλέον καί ἀνωφελής.

Ἐάν ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν Του, ὅπως ὁ Χριστός εἶπε «εἰ ἀγαπᾶτε με τάς ἐντολάς τάς ἐμᾶς τηρήσατε» ἐγώ ὄχι μόνο δέν τηρῶ τάς ἐντολάς Του, ἀλλ’ οὔτε καμμιά προσπάθεια καταβάλλω νά κατορθώσω τήν τήρησή τους. Ἔτσι εἶναι ἀπόλυτη ἀλήθεια, τήν ὁποία εὔκολα συμπεραίνει κανείς, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν. Ἐπάνω σ’ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: Ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν Χριστόν, ἔγκειται εἰς τό γεγονός ὅτι δέν τηρεῖ τάς ἐντολάς του. 

Δέν ἀγαπῶ οὔτε τόν πλησίον μου. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, θά ἦτο δυνατόν νά σκεφθῶ καί νά ἀπόφασίσω νά δώσω καί τήν ζωήν μου γι’ αὐτόν, ἐάν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη. Ὄχι, ὅμως, αὐτό μόνον δέν κάνω, ἀλλ’ οὔτε καί τήν παραμικρή θυσία εἶμαι διατεθειμένος νά ὑποστῶ γι’ αὐτόν. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, σύμφωνα μέ τήν ἐντολήν τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ λύπες του θά ἦσαν καί δικές μου λύπες καί οἱ χαρές του θά ἀντανακλοῦσαν εἰς τό πρόσωπό μου, ὅπως εἰς τό δικό του. Ἀντιθέτως, ὅμως, εὐχαριστοῦμαι νά ἀκούω διάφορα ἄσχημα πράγματα γι’ αὐτόν, ἀντί νά λυποῦμαι καί νά πονῶ. Τό κάθε κακό τυχόν πού ἀκούω γιά τόν πλησίον μου, ὄχι μόνον δέν τό σκεπάζω μέ ἀγάπη, ἀλλά τό διατυμπανίζω ὅπου μπορῶ μέ ἐσωτερικήν ἱκανοποίηση. Ἡ εὐτυχία τοῦ πλησίον μου, ἡ τιμή του, τά ἀγαθά του δέν μέ εὐφραίνουν, μοῦ δίνουν δέ ἀντιθέτως τό συναίσθημα τῆς ἀδια-φορίας. Τέλος, ὄχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν τήν ψυχή μου περιφρόνηση καί φθόνος γιά τόν πλησίον μου. 

Δέν ἔχω θρησκευτική πίστη. Οὔτε εἰς τήν ἀθανασίαν, οὔτε εἰς τό Εὐαγγέλιο, διότι ἐάν ἤμουν τέλεια πεπεισμένος καί ἐπίστευα χωρίς ἀμφιβολία ὅτι μετά ἀπό τόν τάφο ξανοίγεται ἡ αἰώνιος ζωή καί ἡ ἀνταπόδοσις τῶν πεπραγμένων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, θά ἐσκε-πτόμουν συνεχῶς αὐτό, χωρίς ἀνάπαυλα. Ἡ ἰδέα τῆς ἀθανασίας θά μέ συνέτριβε κυριολεκτικά καί θά ἐζοῦσα αὐτήν τήν πρόσκαιρη ζωή σάν ἕνας ξένος καί παρεπίδημος, που ἔχει πάντα εἰς τόν νοῦ του τήν φροντίδα νά ἀξιωθεῖ κάποτε νά φθάσει εἰς τήν γλυκειά του πατρίδα. Ἀντίθετα, ὅμως, ἐγώ οὔτε κάν σκέπτομαι γιά τήν αἰωνιότητα καί συμπεριφέρομαι εἰς τήν ζωή μου σάν νά πιστεύω ὅτι τό τέλος τοῦ παρόντος βίου εἶναι καί τό τέρμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεώς μου. Μέσα μου φωλιάζει ὑποσυνείδητα ἡ σκέψις πού συνοψίζεται εἰς τό : ποιός ξέρει καί ποιός εἶδε τά μετά θάνατον;

Ὅταν μιλῶ γιά τήν ἀθανασία, τό μυαλό μου συμφωνεῖ μ’ ἐκείνην, ἐνῶ ἡ καρδιά μου πολύ ἀπέχει ἀπό τοῦ νά εἶναι πεπεισμένη γι’ αὐτήν. Ὅλη αὐτή ἡ ἀπιστία μου ἀποδεικνύεται ἀπό τίς πράξεις μου καί ἀπό τήν συνεχεῖ φροντίδα νά ἱκανοποιῶ τήν ζωή τῶν αἰσθήσεων. Ἐάν ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κυριαρχήσει εἰς τή καρδιά μου μέ τήν ἀνάλογη πίστη, θά εἶχα καταλυφθεῖ ἀπ’ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ καί θά τόν ἐμελετοῡσα, θἄβρισκε δέ ἡ ἀφοσίωσις καί ἡ προσοχή τήν κατοικία της εἰς τήν ψυχή μου. Ἡ προσοχή, ἡ εὐσπλαγχνία, ἡ ἀγάπη πού κρύπτονται μέσα εἰς Αὐτόν θά μέ ὡδηγοῦσαν εἰς τήν χαρά καί τήν εὐτυχία τῆς μελέτης τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ νύκτα καί ἡμέρα. Εἰς τήν μελέτην αὐτήν θά εὕρισκα τροφή πνευματική, τόν ἐπιούσιον ἄρτον τῆς ψυχῆς μου καί ἡ καρδία μου θά παρεκινεῖτο εἰς τήν τήρησή του. 

Τίποτα εἰς τόν κόσμον αὐτόν δέν θἆ-ταν δυνατό νά μέ ἀπο-τρέψει ἀπ’ τήν ἐφαρμογή της εἰς τήν ζωή μου. Ἀντιθέτως, ὅμως, ὅταν κάθε τόσο διαβάζω ἤ ἀκούω τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄν ἡ ἀνάγκη ἤ ἡ ἀγάπη πρός τή γνώση μέ ὠθοῦν πρός τοῦτο, τόν παρακολουθῶ χωρίς τήν δέουσα προσοχή καί τόν εὑρίσκω τίς περισσότερες φορές καταθλιπτικό ἤ χωρίς σπουδαῖο ἐνδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εἰς τό τέλος τῆς μελέτης του χωρίς σπουδαία ὡφέλεια καί πάντα πρόθυμος νά τόν ἀλλάξω μέ ἐλαφρά ἀναγνώσματα πού μοῦ εἶναι πολύ ἐν-διαφέροντα καί μέ εὐχαριστοῦν.

Εἶμαι πλήρης ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλαυτία. Ὅλες μου οἱ ἐνέργειες τό βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό εἰς τόν ἑαυτόν μου, ἐπιθυμῶ νά τό κάνω ἐμφανές ἤ νά ὑπερηφανευθῶ γι’ αὐτό μπροστά σέ ἄλλους ἀνθρώπους ἤ νά τό θαυμάσω μόνος μου ἐσωτερικῶς. Ἄν καί ἐπιδεικνύω μίαν ἐξωτερική ταπεινοφροσύνη, τήν ἀποδίδω σέ ἀποτελεσματικότητα τῆς ἰδικῆς μου δυνάμεως, θεωρῶ δέ τόν ἑαυτόν μου ἤ ἀνώτερον ἀπό τούς ἄλλους, ἤ τουλάχιστον ὄχι χειρότητό τους. Ὅταν ἀνακαλύπτω ἕνα σφάλμα μου προσπαθῶ νά τό δικαιολογήσω καί νά τό σκεπάσω, λέγοντας: Τί νά κάνω; Ἔτσι εἶμαι φτιαγμένος, ἤ δέν πειράζει, κανείς δέν θά μέ παρεξηγήσει. Θυμώνω μέ ὅσους δέν δείχνουν ἐκτίμηση πρός τό πρόσωπό μου καί τούς πιστεύω ὅτι εἶναι ἄνθρωποι πού δέν ἠμπο-ροῦν νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ ἄλλου. Ἀγάλλομαι γιά τά χαρίσματά μου, καί ὅλες μου τίς πτώσεις τίς θεωρῶ ἐντελῶς προσωπικό μου ζήτημα. Ἐνῶ εἶμαι μεμψίμοιρος, εὑρίσκω εὐχαρίστησιν εἰς τίς ἀτυχίες τῶν ἐχθρῶν μου. Ὅταν ἀγωνίζωμαι γιά κάτι καλό τό κάνω μέ τόν σκοπό ἤ νά κερδίσω ἐπαίνους, ἤ νά δώσω κάποια ἐλαστικότητα εἰς τόν πνευματικό μου ἑαυτό, ἤ νά πάρω μιά πρόσκαιρη παρηγορία.

Μέ μιά λέξη, συνεχῶς κατασκευάζω ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μου πρός τό ὁποῖον ἀποδίδω ἀδιάκοπες τίς ὑπηρεσίες μου, φροντίζοντας μέ κάθε τρόπο γιά τήν εὐχαρίστησή μου καί τήν καλλιέργεια τῶν παθῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν μου. Πράττοντας ὅλα αὐτά ἀναγωρίζω τόν ἑαυτόν μου νά εἶναι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀπό διάφορες σαρκικές ἐπιθυμίες, ἀπό ἀπιστίαν, ἀπό ἔλλειψιν ἀγάπης πρός τόν Θεό καί ἀπό κακία πρός τόν πλησίον μου. Ποιά κατάσταση θά μποροῦσε νά ὑπάρξει πιό ἁμαρτωλή ἀπό αὐτήν; 
Ἡ κατάστασις τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους πρέπει νά εἶναι καλύτερη ἀπό τήν ἰδικήν μου. Ἐκεῖνα, ἄν καί δέν ἀγαποῦν τόν Θεό, ἄν καί μισοῦν τούς ἀνθρώπους καί τροφή τους εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, μ’ ὅλα ταῦτα πιστεύουν εἰς τόν Θεό καί φρίττουν. 
Ἐγώ ὅμως; 
Μπορῶ νά βρεθῶ σέ χειρότερη κόλασιν ἀπ’ αὐτήν πού ἀντιμε-τωπίζω; 
Πῶς δέ δέν θά λάβω τήν πιό αὐστηρή τιμωρία γιά τήν ἀνόητη καί ἀπρόσεκτη ζωή μου, τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζω ὅτι ζῶ; 

Διαβάζοντας ὅλον αὐτόν τόν τύπον τῆς ἐξομολογήσεως πού μοῦ ἔδωσεν ὁ ἱερεύς, τρομοκρατημένος ἐσκέφθηκα καί εἶπα μέσα μου: «Θεέ καί Κύριε! Τί φοβερά ἁμαρτήματα ὑπάρχουν κρυμμένα μέσα μου καί μέχρι τώρα δέν τά εἶχα ἀνακαλύψει!». Ἡ ἐπιθυμία νά καθαρισθῶ ἀπό αὐτά μέ ἔκαναν νά ἱκετεύσω αὐτόν τόν μεγάλον ἐξομολόγο νά μέ διδάξει πῶς νά γνωρίσω τήν αἰτίαν ὅλου αὐτοῦ τοῦ κακοῦ καί πῶς νά θεραπεύσω ἀπ’ αὐτό τόν ἑαυτόν μου. Ἔτσι ὁ ἅγιος αὐτός πνευματικός ἄρχισε νά μέ καθοδηγεῖ λέγοντας: Παιδί μου καί ἀδελφέ μου, ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἔλλειψις πίστεως. Ἡ ἔλλειψις αὐτή τῆς πίστεως εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως τῆς πεποιθήσεως καί ἡ αἰτία τοῦ τελευταίου αὐτοῦ, εἶναι ἡ ἀποτυχία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τῆς ἀληθινῆς καί ἁγίας γνώσεως καί ἡ ἀδιαφορία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τοῦ φωτός τοῦ πνεύματος. Μέ μιά λέξη ἄν δέν πιστεύεις δέν μπορεῖς νά ἀγαπᾶς... Μέ τήν ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἀπόκτηση πείρας, πρέπει νά γεννηθεῖ εἰς τήν ψυχή σου μία δίψα, μιά ἀκατάσχετη ἐπιθυμία, κάτι σάν θαῦμα, τό ὁποῖον θά σοῦ φέρει μιάν ἀσίγαστη ἐπιθυμία νά μάθεις, ὅσο μπορεῖς πιό πολύ, πιό τέλεια, πιό βαθειά, ὅ,τι περιβάλλει ὅλους μας...

Φαντάζομαι τώρα πώς θά κατάλαβες ὅτι ἡ αἰτία τῶν ἁμαρτημάτων, τά ὁποῖα ἐδιάβασες προηγουμένως, εἶναι ἡ ἀδράνεια τῆς ψυχῆς μας γιά σκέψεις ἐπάνω σέ πνευματικά πράγματα, ἀδράνεια πού ξηραίνει τά συναισθήματα καί τήν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς γιά παρόμοιες πνευματικές ἐντρυφήσεις. Ἐάν θέλεις νά μάθεις πῶς θά νικήσεις αὐτήν τήν αἰτία τοῦ κακοῦ, φρόντισε νά ἀποκτήσεις μέ ὅλη σου τήν δύναμη τήν φώτιση τοῦ πνεύματος, τήν φώτιση τῆς ψυχῆς, μέ ἐπιμελῆ καί ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τήν μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέ τίς συμβουλές πνευματικῶν ἀν-θρώπων καί μέ συζητήσεις μέ ἄτομα πού εἶναι σοφοί καί γεμᾶτοι ἀπό Χριστό… 
Ἄς κάνουμε τήν προσπάθεια αὐτή καί ἄς προσευχώμεθα, ὅσο συχνότερα μποροῦμε μέ τά λόγια: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, κάνε μας νά σέ ἀγαπήσουμε τόσον, ὅσο πρίν γνωρίσουμε Σένα, ἀγαπούσαμε τήν ἁμαρτία.

ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ» 
σελ. 165 ἐκδ. Παπαδημητρίου