.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Τι φοβερό, τι ασύλληπτο, τι αδιανόητο πράγμα η συγχωρητικότητα του Θεού!

«Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος. εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ’, 14-15). 

Επάνω στη γη κανείς δεν είναι αναμάρτητος. 
Όλοι είμεθα αμαρτωλοί και ένοχοι σηκώνοντας ο καθένας μας ένα φορτίο… από αμαρτιες, πάθη, αδυναμίες, απροσεξίες, οι οποίες έχουν επιβαρύνει τη ζωή μας. Φέρουμε όλοι μας ένα ποινικό με ποικίλες αμαρτιες, βαρειές, ελαφρές, πολλές, λίγες, μηδενός εξαιρουμένου, εκτός του Θεού. Η ζωή μας ολόκληρη συνεχώς παράγει αμαρτιες. Αμαρτάνουμε με τη σκέψι, με τη καρδιά, με όλες τις αισθήσεις τις σωματικές και τις πνευματικές της ψυχής. Σκεφθήτε τι μεγάλη παραγωγή αμαρτιας έχουμε! Όλοι λοιπόν εμείς οι ταλαίπωροι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από τη συγχώρησι από το Θεό, από την ακύρωσι όλης αυτής της παραγωγής των αμαρτημάτων. 

Και κάθε χριστιανός λογικά σκεπτόμενος για τη σωτηρία του, επιποθεί την καταλλαγή του με το Θεό. Επιθυμεί να συγχωρηθή και να αγαπηθή από το Θεό δια της μετανοίας. Αλλά για να το πετύχη αυτό, να πετύχη την συγγνώμη υπό του Θεού, να πετύχη την συμφιλίωσι μαζί του, πρέπει να τηρήση τον όρο, που ο Χριστός μας μας έθεσε στο Ευαγγέλιό Του: «Εάν συγχωρήσουμε, θα συγχωρηθούμε». Εάν όμως θελήσουμε να αρνηθούμε την συγγνώμη στον πλησίον μας, στον συγγενή μας, στον συνάνθρωπό μας, που ενδεχομένως κάπου μας έφταιξε, εάν αποφεύγουμε να του την δώσουμε, διότι δεν θέλουμε να ταπεινωθούμε, δεν πρόκειται να πάρουμε την συγγνώμη σε καμμιά περίπτωσι από τον Θεό. Όταν φερ’ ειπείν μας ζητάει κάποιος συγγνώμη, εμείς να μη τον αποστραφούμε γυρνώντας αλλού τα μάτια μας, επειδή δεν μπορούμε να τον αντικρύσουμε. Βέβαια, επειδή εμείς είμεθα εμπαθείς και αδύναμοι, τη δύναμι της συγχωρητικότητος πρέπει να τη ζητήσουμε από τον Θεό με την προσευχή. και τότε θα την πάρουμε θετικά. 

Όλοι μας θέλουμε και σ’ αυτή τη ζωή και ιδιαίτερα στην άλλη, στη μετά θάνατον, να ιδούμε το πρόσωπο του Θεού ιλαρό, να μη θέλη να μας αποστραφή για τις πολλές μας αμαρτιες. Δεν θέλουμε να ιδούμε τα γαληνά θεία μάτια να μας αποστρέφωνται για τη βρωμερότητά μας. Επιθυμούμε τα μάτια του Χριστού να μας κοιτάζουν κατάμματα με πατρική αγάπη, με τρυφερότητα, ευμενέστατα και να εκφράζουν την επιείκεια, την συγγνώμη και την είσοδο στη Βασιλεία των ουρανών. Αν θέλουμε να επιτύχουμε αυτή την ασύλληπτη σε πνευματική αξία επιτυχία και να δεχθούμε από το πρόσωπο του Θεού σε μας αυτά, τα οποία επιθυμούμε, όταν θα βρεθούμε μπροστά στο φοβερό δικαστήριο, στην κρίση τη μεγάλη, πρέπει κι εμείς να προσφέρουμε στον πλησίον αυτά τα λίγα πράγματα. 


Κι ο Χριστός μας είναι όλος συγγνώμη και άφεσι αμαρτιών. Όπως θέλουμε να μας αγαπά ο Θεός, να μας συγχωρή, να παραβλέπη τα σφάλματά μας, να μας παρακολουθή, να μας προστατεύη η πρόνοιά Του, έτσι κι εμείς να προσφέρουμε αυτά τα ίδια στον αδελφό μας. Η συγγνώμη δεν έχει κόπο, δεν έχει δυσκολία. Τι χρειάζεται; Χρειάζεται ταπείνωσι. Δίνοντας την συγγνώμη στον άλλο, θα πάρουμε την συγχώρησι των αναριθμήτων αμαρτημάτων μας και θα έχουμε όλο το δικαίωμα να πούμε στον Θεό: «Κύριε, ό,τι μου έκαναν οι άνθρωποι τους συγχώρησα, τους έδωσα ολόκαρδα την συγγνώμη μου και την αγάπη μου κατά το Ευαγγέλιό Σου, κατά το Λόγο Σου. Τώρα ζητώ κι εγώ να εκφράσης την αγάπη Σου επάνω μου και να συγχωρήσης τα δικά μου αμαρτήματα». 

Πόσες φορές, όταν συναντήσουμε τον άνθρωπο, με τον οποίο είμεθα στενοχωρημένοι ή έχουμε λογισμούς, γιατι μας κατηγόρησε, μας κουτσομπόλεψε, μας πρόδωσε και τόσα άλλα, κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε, πως δεν τον βλέπουμε, για να μη τον χαιρετισουμε! Λένε οι Άγιοι Πατέρες και οι Ασκηταί της ερήμου, οι οποίοι εφήρμοσαν με ακρίβεια το Ευαγγέλιο, ότι όταν σε επισκεφτή ο άνθρωπος, που εσύ γνωρίζεις ότι αυτός πολλά είπε για σένα, μη δείξης πρόσωπο σκυθρωπό ή ότι κάτι γνωρίζεις. Να τον δεχτής τόσο όμορφα, τόσο καλά, σαν να σε επήνεσε, σαν να σε εγκωμίασε, σαν να σε ετιμησε ενώπιον των ανθρώπων! Αυτή η στάσι εκφράζει πολλή πνευματικότητα και απόλυτη εφαρμογή του Ευαγγελικού πνεύματος. 
Το Ευαγγέλιο είναι ο διδάσκαλός μας. Ό,τι και να μας απασχολή, αν το ανοίξουμε, θα πάρουμε την απάντησι, θα πάρουμε τον φωτισμό, θα πάρουμε ακριβώς αυτό το φάρμακο, που χρειάζεται για οιανδήποτε περίπτωσι. Οι εντολές του Χριστού είναι ο νόμος του Ευαγγελίου και όταν η ψυχή πιαστή ένοχη στην εφαρμογή του Ευαγγελικού νόμου, χωρίζεται από τον Θεό. Ποιος είναι ο Ευαγγελικός νόμος; «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών» (Ματθ. ζε’, 44). Σχετικά με το θέμα αυτό θα σας πω την εξής ιστορική περίπτωσι από το Μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας μας: 

Στα χρόνια των διωγμών υπήρχε ένας ιερεύς, ο οποίος λεγόταν Σαπρίκιος. Αυτός ο ιερεύς είχε φίλο ένα λαϊκό χριστιανό, που τον βοηθούσε πολύ. Ήταν πολύ πλησίον του και λεγόταν Νικηφόρος. Ίσως από την πολλή παρρησία, που είχαν μεταξύ τους, ξεπήδησε ένας πειρασμός κι ο ιερεύς σκανδαλίσθηκε πολύ με τον αδελφό και δεν τον συγχωρούσε με τιποτα. Ο Νικηφόρος πήγαινε κατ’ επανάληψιν και του ζητούσε συγγνώμη, αλλά δεν την έπαιρνε από τον ιερέα. Ήταν ο πειρασμός που δεν τον άφηνε. 

Κάποια στιγμή συνέλαβε ο ηγεμόνας της επαρχίας εκείνης τον Σαπρίκιο, ως ιερέα του Θεού και Χριστιανό. Τον καλεί ενώπιόν του και τον απειλεί να αρνηθή την πίστι του. Αυτός ωμολογούσε κι έλεγε ότι σε καμμιά περίπτωσι δεν αρνούμαι τον Χριστό μου. Ο τύραννος επέμενε, επέμενε και ο ιερεύς Σαπρίκιος. Άρχισαν τα βασανιστήρια. Ο καλός Νικηφόρος γνωρίζοντας ότι μήτε η ομολογία της πίστεως δεν μπορεί να απαλλάξη τον άνθρωπο από την κόλασι, εάν δεν έχη αγάπη και συγχωρητικότητα, βλέποντας ότι προχωρεί στο μαρτύριο και συγγνώμη δεν παρέχει κατά το Ευαγγέλιο, φοβήθηκε ότι δεν πρόκειται το αίμα του να τον σώση κι έτρεξε στη φυλακή κι έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας και ζητώντας συγγνώμη. 

- Συγχώρησέ με, πάτερ, σε ό,τι σου έκανα. εγώ φταίω. 

- Δεν σε συγχωρώ. 

Διαβολική ενέργεια εντελώς. Συνέχιζε ο αγαθός αυτός άνθρωπος, ο Νικηφόρος να ζητή συγγνώμη μετά δακρύων και να φιλάη τα πόδια του ιερέως. 

- Πάτερ, δεν θα σε σώση το μαρτύριο. χύνεις το αίμα σου, σε λίγο αποκεφαλίζεσαι. δεν θα στεφανωθής, εάν δεν με συγχωρέσης. 


Αυτός δεν του έδινε παντελώς σημασία. Προχωρώντας στον τόπο της θανατώσεως, ο ταπεινός Νικηφόρος ακολουθούσε πίσω από τους δημίους επαναλαμβάνοντας τις παρακλήσεις του μετά δακρύων. Ο Σαπρίκιος συνέχιζε να είναι άκαμπτος. Τότε συνέβη κάτι το τρομακτικό. Την ώρα του αποκεφαλισμού, κατά παραχώρησιν Θεού, η θεία Χάρις εγκατέλειψε τον ιερέα Σαπρίκιο, σκοτισθηκε το μυαλό του και αρνήθηκε τον Χριστό. Την τελευταία στιγμή έχασε το στεφάνι του μαρτυρίου εξ αιτιας της μνησικακίας του. Και στη θέσι του αποκεφαλίζεται ο καλός Νικηφόρος, ο οποίος τώρα συγκαταλέγεται μεταξύ των Αγίων της Εκκλησίας μας. ενώ ο Σαπρίκιος τιμωρήθηκε με αιώνια κόλασι. 

Τόσο δύσκολο ήταν να πη: «Αδελφέ μου, εντάξει, ο Χριστός ας σε συγχωρέση»; Μα, το Ευαγγέλιο δίδασκε ως ιερεύς. δεν ήξερε ότι πρέπει να δώση συγχώρεσι, δεν ήξερε ότι ούτε το μαρτύριο δεν σώζει τον άνθρωπο, χωρίς την αγάπη; Κι όμως κατά διαβολική ενέργεια δεν την έδωσε κι έχασε τη Βασιλεία του Θεού. 
Μα, κι όταν ρίξουμε μια ματιά, ένα βλέμμα στην Σταύρωσι του Χριστού μας, υπάρχει δυνατώτερο παράδειγμα παροχής συγγνώμης από το αγιώτατο παράδειγμά Του; Επάνω στους μεγάλους Του πόνους, επάνω στη μεγάλη Του εγκατάλειψι από κάθε ανθρώπινη βοήθεια, δεν εξέφρασε καν παράπονο, δεν είπε κανένα κακό λόγο για τους σταυρωτάς Του, που εκείνη την ώρα Τον βασάνιζαν το Θείο Λυτρωτή. Μόνον έστρεψε τα μάτια Του προς τον Ουράνιο Πατέρα Του και είπε: «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ’, 34). (Συγχώρησέ τους Πατέρα μου, αυτό το μέγιστο έγκλημα, που κάνουν. Δεν ξέρουν τι κάνουν. Είναι έρημοι και φτωχοί και το κάνουν από άγνοια). Κι ο Ουράνιος Πατέρας τους συγχώρησε. Νομίζετε ότι εάν μετανοούσε αληθινά ο μεγάλος προδότης, ο Ιούδας, ο Χριστός μας δεν θα τον συγχωρούσε; Βεβαιότατα. 

Εάν υποθετικά αυτή τη στιγμή βάλουμε στη σκέψι μας ότι ο Εωσφόρος, τα δαιμόνια μετανοήσουν, θα πάρουν την συγχώρησι από τον Θεό. Ηξεύρετε έστω και στο ελάχιστο, πόσο μεγάλη και αφάνταστη είναι η ενοχή τους απέναντι στον Θεό για όλα τα φοβερά εγκλήματα, και για τα προσωπικά τους και γι’ αυτά που έχουν κάνει στους ανθρώπους. Αυτοί έχουν κηρύξει ανοιχτά τον πόλεμο και την επανάστασι απέναντι στον Θεό και βλασφημούν εκατομμύρια φορές στο λεπτό το όνομα του Θεού. Παρ’ όλα αυτά, εάν μετανοήσουν για όλα όσα έχουν κάνει, ο Θεός θα τους ανοίξη τη Βασιλεία Του και θα τους δώση την πρώτη θέσι, την οποία είχαν προ της πτώσεως. Ποία συγχωρητικότητα έχει ο Θεός! Σκεφθήτε τι Θεό έχουμε! Τι απέραντη καρδιά έχει! Τι ευσπλαχνία έχουμε μπροστά μας! Ο Θεός είναι ωκεανός απέραντος, απέραντη η αγάπη Του, απέραντη η ευσπλαχνία Του, απέραντη η συγχωρητικότητά του, απέραντα όλα! Κι έρχεται τώρα ο φτωχός άνθρωπος, ο χωματένιος, ο ένοχος, ο αποστάτης, ο βαρυποινίτης να μη θέλη να συγχωρήση του συνανθρώπου του, του χρεωφειλέτου του το χρέος μιας δεκάρας, και ζητάει από τον Θεό να του λύση το χρέος ολόκληρου θησαυρού. 

Ας υποθέσουμε ότι σε κάποιον άνθρωπο χάρισε ο Θεός χίλια χρόνια ζωής. Όλα αυτά τα χίλια χρόνια τα γέμισε με αμαρτια. το κάθε λεπτό της ώρας με ένα φοβερό αμάρτημα, βλασφημίες, φόνους, αδικίες, κ.λπ. Χίλια χρόνια ζωή γεμάτη εγκλήματα. Με τις φτωχές μας γνώσεις και χωρίς το πνεύμα του Ευαγγελίου, θα πούμε ότι αυτός ο άνθρωπος αποκλείεται να μετανοήση και να σωθή. Αλλά, να! Έρχεται η θεία φώτισι, έρχεται κι ανοίγει ο Θεός την καρδιά του και βλέποντας ότι τελειώνει η ζωή του, ότι φεύγει για την άλλη ζωή -γιατι έρχεται αυτή η αίσθησι στον ετοιμοθάνατο- σκέπτεται όλα αυτά τα φοβερά εγκλήματα των χιλίων χρόνων κι αρχίζουν τα μάτια του να τρέχουν. Μετανοεί και ζητεί συγγνώμη από τον Θεό. Νομίζετε ότι δεν θα την πάρη; Θα την πάρη και πλούσια!


Έχουμε και τους ληστάς εκατέρωθεν του Εσταυρωμένου Κυρίου μας. Ο ένας λέει: «Αν είσαι Θεός κατέβα από τον Σταυρό και κατέβασε κι εμάς!». Έρχεται κι ο άλλος ο ληστής ο ευγνώμων και λέει: «Μα, γιατι μιλάς έτσι; Γιατι προσθέτεις στις πληγές αυτού του Αγίου τα πικρά σου λόγια; Αυτός δεν έκανε κανένα κακό. εμείς κάναμε φόνους και εγκλήματα και άξια ων επράξαμε απολαμβάνουμε. Αυτός ο άνθρωπος ουδέν κακόν εποίησεν». Κι αμέσως με την ομολογία, που έκανε, έρχεται και η φώτισι της θεολογίας και στρέφει ικετευτικά τα μάτια του στον Χριστό μας και του λέει: «Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου» (Λουκ. κγ’, 41-42). Εφ’ όσον θα πέθαινε, σε ποια βασιλεία ζήτησε να εισέλθη μαζί Του; Εγνώρισε θεολογικά ότι Αυτός, που σταυρώνεται, είναι Θεός και έχει τη Βασιλεία Του στον Ουρανό. Κι ο Χριστός μας στρέφει το πρόσωπό Του και τα γαληνά Του μάτια και του λέει: «Απ’ αυτή τη στιγμή θα είσαι μαζί Μου στη Βασιλεία Μου». Και είναι ο ληστής ο πρώτος άνθρωπος, που εισήλθε στη Βασιλεία του Θεού. Ο λόγος του Θεού δεν πέφτει έξω. Εάν ο ληστής με το κλειδί του «μνήσθητι» άνοιξε την πύλη του Παραδείσου, πολλώ μάλλον η μετάνοια, η επιστροφή, τα δάκρυα θα ανοίξουν ευκολώτατα την πύλη της Βασιλείας των ουρανών στον κάθε αμαρτωλό! Τι φοβερό, τι ασύλληπτο, τι αδιανόητο πράγμα η συγχωρητικότητα του Θεού! 
Θα σας πω ένα παράδειγμα μιας ψυχής, που κι εγώ ο ίδιος έμεινα έκθαμβος μπροστά στο μεγαλείο της. Εδώ στο εξωτερικό πριν μερικά χρόνια ήταν μία ψυχή, την οποία εγκατέλειψε ο άνδρας της. Μπήκε ένα άλλο πρόσωπο μέσα στο σπίτι της, της πήρε τον άντρα και έφυγε. Αυτή η γυναίκα κάποια μέρα προσήλθε στο χώρο, που εξομολογούσα με πολλή αγάπη και σεβασμό. Γονάτισε κι έκλαιγε. Της λέω: 

- Παιδί μου, ποια είναι η αιτια των δακρύων σου; Τι σου συμβαίνει; 

- Ξέρετε, Πάτερ, δεν κλαίω για κάποιο αμάρτημα, αλλά κλαίω για να φωτισθή ο άντρας μου, να μετανοήση, γιατι έκανε το σφάλμα κι έφυγε από το σπίτι με άλλη γυναίκα κι αμάρτησε στον Θεό. Και έρχεται στο σπίτι μου με τη γυναίκα, που έχει τώρα, τους φιλοξενώ, τους κάνω τραπέζι, κοιμούνται και μετά φεύγουν. Φιλάω τον άντρα μου, φιλάω τη γυναίκα αυτή, τους κάνω δώρα, τους ξεπροβοδίζω, τους δίνω ευχές και πηγαίνουν. Και ξαναέρχονται. 

- Και γιατι παιδί μου, το κάνεις αυτό; 

- Μα, δεν το λέει ο Χριστός αυτό στο Ευαγγέλιο, να αγαπάμε τους εχθρούς μας; Αυτή η γυναίκα για μένα είναι ο μεγαλύτερός μου εχθρός, αφού μου πήρε τον άντρα. αλλά πρέπει να την αγαπώ. Κι αφού ο Χριστός ζητεί να αγαπάμε τους εχθρούς μας και να δίνουμε όλο τον εαυτό μας και την αγάπη μας, αυτό κάνω κι εγώ. Και κλαίω να τους φωτιση ο Θεός και να τους δώση μετάνοια. Προσευχηθήτε κι εσείς γι’ αυτό. 

Μπορείτε να μετρήσετε την αρετή αυτής της γυναίκας; Μπορεί ο Θεός τώρα αυτήν την γυναίκα, ό,τι κι αν έκανε σαν άνθρωπος, να μην την έχη συγχωρήσει; Και τα δάκρυά της δεν ήταν για τίποτε άλλο, παρά το βραβείο, που της είχε δώσει, για τη μεγάλη αυτή νίκη της αγάπης. Να, η εφαρμογή του Ευαγγελίου τι ανθρώπους κάνει! Και δεν είναι καθόλου χαζή, είναι λογικωτάτη γυναίκα και πάρα πολύ δυνατός άνθρωπος. Μια αφανής ηρωίδα του Ευαγγελίου, χωρίς κανείς να το γνωρίζη αυτό. 

Ενώ εμείς οι ταλαίπωροι άνθρωποι, και πρώτος εγώ, ποτέ δεν θα το έκανα αυτό. Μπορεί να έβριζα, μπορεί να συκοφαντούσα, μπορεί να τον έδερνα, να τον καταριόμουν κι αυτόν κι εκείνη κ.λπ. Και βλέπεις από την άλλη πλευρά το Ευαγγέλιο να κάνη ένα τέτοιον ωραίο άνθρωπο. Αυτή η γυναίκα εν ημέρα Κρίσεως θα κρίνη μία άλλη γυναίκα με το ίδιο ιστορικό, αλλά με διαφορετική αντιμετώπισι του θέματος. Και δεν θα έχη δικαιολογία να πη στον Θεό: «Αφού ήταν τόσο μεγάλο το αδίκημα απέναντι μου, τι μπορούσα να κάνω;» «Να τι έκανε αυτή η γυναίκα. αυτό μπορούσες να κάνης κι εσύ, αν τηρούσες το Ευαγγέλιο». 

Το Ευαγγέλιο μπορεί να εφαρμοσθή από κάθε άνθρωπο. Κι όποιος το τηρήση στην ουσία του, μπορεί να γίνη μία εξαίρετη προσωπικότητα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι σε ωρισμένους ο Θεός δίνει τη δύναμι και σε άλλους όχι. Το Ευαγγέλιο λάμπει όπως ο ήλιος λάμπει για όλους. Ανάλογα όμως με την υγεία των ματιών μας βλέπουμε τον ήλιο. Έχεις υγιή μάτια; Βλέπεις ολοφώτεινο τον ήλιο. Δεν έχεις; Αναγκάζεσαι να φορέσης γιαλιά. 
Θυμάστε το ιστορικό εκείνο από τον βίο του Αγίου Διονυσίου της Ζακύνθου: 

Κάποια νύχτα χτυπάει κάποιος την πόρτα του Αγίου και του λέει: 

- Σε παρακαλώ, Άγιε του Θεού, κρύψε με. 

- Γιατι τι έκανες, παιδί μου; 

- Σκότωσα άνθρωπο, κρύψε με. 

Τον κρύβει ο Άγιος. Μετά από λίγο βλέπει ανθρώπους του νησιού να τρέχουν και να αναζητούν το φονιά. Φτάνουν στον Άγιο και του λένε: 

- Μήπως πέρασε από δω κάποιος άνθρωπος, γιατι κάποιος σκότωσε τον αδελφό σου και τον ψάχνουμε. 


- Δεν ξέρω, δεν πέρασε κανείς από δω. Αλλά γιατί σκότωσε τον αδελφό μου; Κοιτάξτε κάπου αλλού να τον βρήτε. 

Και τον φονιά του αδελφού του τον είχε κρυμμένο ο Άγιος. Φύγανε αυτοί οι άνθρωποι και φυσικά δεν τον βρήκανε. Πηγαίνει μέσα και λέει στον φονιά: 

- Τι σου έκανε αυτός ο καλός άνθρωπος και τον σκότωσες; Ξέρεις ότι ήταν αδελφός μου; 

Σκεφθείτε και φαντασθήτε την κατάστασι του φονιά εκείνη τη στιγμή! 

- Άνθρωπε, θα σου δείξω ένα δρόμο, για να φύγης, να μη σε πιάσουν και μετανόησε γι’ αυτό που έκανες. 

Και τον ωδήγησε κρυφά και τον φυγάδευσε. Σκεφθήτε ανεξικακία, μακροθυμία κι Ευαγγελική αγάπη! 

Εκείνο που πρόσεξαν πολύ και προσπάθησαν οι Άγιοι και οι Ασκηταί και οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν να αγαπήσουν τον πλησίον τους με όλη την αγάπη του Ευαγγελίου. Κι έτσι πέτυχαν την αγιότητα. Και σε μας τους αμαρτωλούς με τα τόσα βάρη, που σηκώνουμε επάνω στην πλάτη μας, μας δίδεται η ευκαιρία, μας δίδεται η εγγύησι από τον Θεό, ότι μπορούμε όλο αυτό το φορτιο να το πετάξουμε, να γίνουμε ελεύθεροι, να ανεβούμε με φτερά στον ουρανό. Μη λογίζεσθε κακό, ό,τι κι αν ακούσετε, ότι σας έκαναν. Συγχωρείτε με όλη την καρδούλα σας, με όλη την ψυχή σας και να ξέρετε, πως θα είσθε συγχωρημένοι από τον Θεό. 
Πήγαν κάποτε κάποιοι στον Μέγα Θεοδόσιο και του είπαν: 

- Μεγαλειότατε την προτομή σας κάτω εκεί στην Αντιόχεια, την χτύπησαν, την μωλώπισαν, την κατέστρεψαν. Διατάξτε τιμωρία για τους υπευθύνους.

Τι έκανε τότε ο βασιλεύς; Αυτός που είχε βασιλική καρδιά, αυτός που είχε το Ευαγγέλιο μέσα του, τι τους απάντησε; 

-Μήτε μώλωπα έχω, μήτε τα μάτια μου βγήκαν, μήτε η μύτη μου έπαθε τιποτα. Αν έκαναν κάτι το έκαναν σε πράγμα άψυχο. δεν είναι τιποτα κακό. Γιατι να τους κάνουμε κακό; Να είναι συγχωρημένοι. 

Γι’ αυτό, παιδιά όταν μας κατηγορούν, όταν μας συκοφαντούν, όταν μας πειράζουν, όταν μας ταπεινώνουν, όταν μας αδικούν, πρέπει κι εμείς να συγχωρούμε. Με όποια καρδιά, με όποια δύναμι, με όποια διάθεσι προσφέρουμε τη συγχωρητικότητά μας, όχι εκατονταπλάσια, άλλα μυριοπλάσια θα είναι τα αντίστοιχα αγαθά, που θα λάβουμε από τον Θεό. Να ο δρόμος! Να, πώς ακριβώς μπορούμε να σωθούμε! Να, η πύλη από την οποία θα εισέλθουμε στη Βασιλεία των ουρανών! 

Τελειώνοντας σας δίνω όλες τις καλύτερες ευχές από την καρδιά μου την ταπεινή κι ελάχιστη και βρώμικη για πνευματική προκοπή και πρόοδο. Εάν σε κάτι σας σκανδάλισα να με συγχωρήσετε, διότι είμαι άνθρωπος και σαν άνθρωπος κάνω σφάλματα. Εύχομαι ταπεινά αυτά τα ολίγα, τα οποία εδώ μιλήσαμε από τα λόγια του Ευαγγελίου, αυτός ο θείος σπόρος, που σπείρεται στις καρδούλες σας, να μη πέση σε πέτρα, μήτε σε λίγο χώμα, μήτε στο δρόμο, που δεν φυτρώνει τιποτα, αλλά να βρη γη αγαθή και να καρποφορήση εκατονταπλασίονα, εις ζωήν αιώνων. Αμήν. 

(Ομιλία σε σύναξι πιστών στο εξωτερικό το 1989) 

Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεϊτου, “Πνευματικές Ομιλίες”, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΡΟΝΤΙΣΑ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΑΜΕΣΑ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ




ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ.

Αυτή την ώρα σας μιλώ,
δωδεκάτη βραδυνή.
Έρχομαι πάλι ο Πατήρ,
σας κάνω τήν τιμή.

Σας κάνω ενημέρωση 
γιά ό,τι θα συμβεί,
γιά τίς μέρες τίς δύσκολες
πού θά έρθουν στήν χώρα αύτἠ.

Θέλω πρώτα νά σας πω
γιά τούς πολιτικούς σας,
τούς κάνατε όλους θεούς,
τούς πουλήσατε τήν ψυχή σας.

Κι αυτοί με την σειρά τους τέκνα μου,
σας πούλησαν την γη σας.

Δεν βλέπετε πώς διαφωνούν 
μέσα στην βουλή;
Κι άλλες διαμάχες θα έχουν,
θα είναι σαν τρελλοί.

Νομίζετε πώς έχετε
κυβέρνηση ελληνική;
Πόσο όμως πλανάσθε,
γιατί δεν κάνουν κουμάντο αυτοί.

Είναι μαριονέττες
στα χέρια των μασόνων
κι ανάλογα με τις εντολές
φτιάχνουν τον κάθε νόμο.

Δεν βλέπετε το ψέμα τους
και την υποκρισία;
Δεν έχουνε στο βλέμμα τους
καμμία παρρησία.

Θέλουν να εξοντώσουν 
από την χώρα αυτή,
το Χριστό, την Παναγία
καί τήν σημαία τήν ελληνική.

Ακόμα καί τό όνομα
νά αλλάξουν της Ελλάδας,
αυτά είναι τά σχέδια
πού έχουν στα φυλλάδια.

Κι εσείς τέκνα μου νομίζετε
πως είστε Ευρωπαίοι,
νοιώθετε ασφάλεια
κι αυτοί σας γράφουν χρέη.

Δεν χρωστάτε τίποτα,
όλα είναι φτιαχτά,
τά νομοσχέδια είναι άκυρα
καί αντισυνταγματικά.

Γρήγορα θά αποκαλυφθούν,
θά γίνουν γεγονότα,
θά φύγετε απ´ τήν Ε.Ο.Κ.
καί απ´ του εχθρού τήν μπότα.

Γιατί έτσι καί μείνετε
ακόμα μιά στιγμή
να ξέρετε θα χάσετε
όλη σας την γή.

Είστε σε πόλεμο φρικτό,
τό έχετε αντιληφθεί;

Αυτό πού θέλω τέκνα μου
να μάθετε καλά
είναι πως σας Αγαπώ
καί θλίβομαι βαθιά.

Γι´ αυτό καί επικοινωνώ
μαζί σας κάθε τόσο
γιατί έχω καί ΕΓΩ 
τα σχέδια μου καί θέλω να σας σώσω.

Κάντε ένα βήμα μόνο εσείς
καί εγώ τα ενενήντα εννέα,
διώξτε όλους τούς "θεούς"
καί ελάτε στον Πατέρα.

Η μετάνοια καί η προσευχή
καθώς καί η νηστεία,
θα διώξουν απ´την χώρα σας
όλα αυτά τά θηρία.

Γιατί εκτός απ´τό οικονομικό,
τό σχέδιο που υπεγράφη,
είναι να σφάζονται οι Χριστιανοί
καί νά πετιούνται σε χαντάκι.

Όμως καί πάλι η προσευχή
θά φέρει καί σ´αυτό τήν λύση.
Θα τό αναλάβει ο Αρχάγγελος Μιχαήλ,
καί κανέναν στήν Ελλάδα δέν θα αφήσει.

Θα στείλει αρρώστια ανίατη,
πολλοί θά προσβληθούνε
καί μέ πόνους αφόρητους
πολλοί θέ να χαθούνε.

Έτσι θα γίνει τό σχέδιο
του Μέγα Ταξιάρχη.
Θα αδειάσει τότε η χώρα σας,
θα μείνετε μονάχοι.

Καράβια θα τους παίρνουνε
στίς χώρες τους θα πάνε,
θά φοβηθούν τόσο πολύ
που πίσω τους δεν θα κοιτάνε.

Εάν εσείς μετανοιώσετε,
Εγώ κρατώ το λόγο,
καί κάνω πράξη όλα αυτά
μέσα σε λίγο χρόνο.

Όσο γιά την Ε.Ο.Κ.,
σας τό είπα πολλές φορές
γρήγορα θα διαλυθεί,
θα πάθει συμφορές.

Μαζί μ´αυτήν θα διαλυθεί
του μαμωνά το χρήμα.
Χαρτιά θα είναι τα Ευρώ
χωρίς καμμιά αξία.

Όσο για τα κράτη της
που έφτιαξαν αυτοκρατορία,
θα γκρεμιστούν από εκεί ψηλά,
θα πάθουν πανωλεθρία.

Γιατί ήθελαν να διαλύσουν 
την Ορθοδοξία
καί στόχος είναι η Ελλάδα μας
που έχει τα πρωτεία.

Όμως δεν αντιλήφτηκαν
πως την Ελλάδα όποιος πειράζει,
μέσα στο μάτι του Θεού,
βαθιά το χέρι βάζει.

Τέκνα μου δώστε Μου την μετάνοια,
να έχω εξουσία,
για να μπορέσω γρήγορα
να βάλω την τελεία.

Γιατί είμαι ελεύθερος Θεός,
ποτέ δεν σας πιέζω
κι αν εσείς δεν θέλετε
ΕΓΩ πώς να σας σώσω;

Εδώ όμως κλείνω το γραπτό,
γιατί πολλά σας είπα.
Σας λέω ότι σας ΑΓΑΠΩ
καί να έχετε ελπίδα.

20.07.2015

Ένα όραμα του γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη

Κάποτε ο γέροντάς μου, ο πατήρ Εφραίμ, είδε το εξής φοβερόν όραμα.Βρέθηκα, μας διηγείται, όπως μας το διηγείται, -μας το έχει διηγηθεί πέντε δέκα φορές μέχρι τώρα,- σε ένα απέραντο τόπο, όπου υπήρχαν χιλιάδες χιλιάδων άνθρωποι, πάσης ηλικίας και φύλου.

Και μπροστά σ’ αυτό το πλήθος, στεκόμουν και γώ. Απέναντι από μένα βρισκόταν ένας γίγαντας, ένας δαιμόνιος άνθρωπος, ένας φοβερός κατήγορος, έτοιμος να κατηγορήσει, και να τους καταδικάσει όλους, με επιχειρήματα σατανικά. Επιχειρήματα που του έδιδε αυτό το πλήθος. Το αξιοπερίεργον λοιπόν ήτο, ότι όλο αυτό το πλήθος, ήταν βουβό, είχαν μεν όλοι στόματα, όπως και μάτια και τα λοιπά και πρόσωπο, αλλά το στόμα τους ήταν κλειστό. Ήταν όλοι τους μουγγοί.

Διότι όλοι τους ήσαν αναπολόγητοι σ’ αυτή την κρίση που γινόταν, σ’ αυτό το δικαστήριο. Και τώρα τι θα γίνει; Τι πρέπει να κάνω εγώ; Και αμέσως του λέγω θαρρετά. Ο γέροντας, λέει θαρρετά, στον δαιμόνιο αυτόν άνθρωπο. Δεν μπορείς να τους καταδικάζεις όλους αυτούς τους ανθρώπους εσύ, επειδή συ έτσι το θέλεις!

Εκεί τότε εκείνο το φοβερό δαιμόνιο, άρχισε να κατηγορεί τον καθέναν χωριστά, για τα αμαρτήματά του. Και πρώτον, διότι δεν είχε κανείς μετάνοια. Το επαναλαμβάνω σε όλους. Δεν είχε κανείς μετάνοια!

Δεύτερον, τρίτον, τέταρτον, πέμπτο, έκτο, έβδομο, όγδοο, ένατο, δέκατο, θα απαριθμήσω μερικά απ’ αυτά. Ο ένας ήταν κλέπτης. Ο άλλος, μέρα νύχτα έλεγε ψέματα. Ο άλλος ήταν υπερήφανος. Και για να μη λέω ο άλλος, ο άλλος, λέω, εγωιστής, κενόδοξος, πόρνος, μοιχός, παιδεραστής, ομοφυλόφιλος, φονιάς, πατροκτόνος, μητροκτόνος, εκτρώσεις, αρσενοκοιτία, μέθυσοι χαρτοπαίκτες, λίδοροι, μαλακοί, δειλοί, φιλάργυροι, οργίλοι, θυμώδεις, κατακριτές, κουτσομπόληδες, αργολόγοι, αιμομίχτες, φθονεροί, ζηλιάρηδες, άδικοι, άρπαγες, δόλιοι, πονηροί, χωρίς προσευχή, χωρίς εκκλησιασμό, χωρίς εξομολόγηση και μετάνοια, χωρίς Θεία Κοινωνία, ανελεήμονες, άσπλαχνοι, άστοργοι, ασεβείς προς τους γονείς και μεγαλυτέρους, κακούργοι, αναρχικοί, ανήθικοι, αργόσχολοι, σκληροτράχηλοι, αγνώμονες, αχάριστοι, θέλετε να πω και άλλα;

Και γώ, λέει ο γέροντας, τους υπερασπιζόμουν όλους αυτούς.
Να τι κάνει το κομποσχοινάκι σας! Να τι κάνει η προσευχή. Να τι κάνει η αγιασμένη ζωή, να τι κάνει η παρρησία προς το Θεό! Υπερασπίζεσαι τον άνθρωπο που είναι αμετανόητος. Και τους δίδεις φώς! Και θείον φόβον! Για να έρθουν στη μετάνοια!

Και όμως αυτός τους καταδίκαζε, με βάση την Αγία Γραφή διότι όλες αυτές οι αμαρτίες που ανέφερα, είναι όντως γραμμένες, σε ολόκληρη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και στο Ευαγγέλιο.

Και συνεχίζει ο γέροντας: Κι όμως εγώ τους υπερασπιζόμουν όλους αυτούς, επικαλούμενος την ευσπλαχνία του Θεού, την άκρα μακροθυμία Του και το έλεός Του. Όχι, φώναζε αυτός, θα καταδικαστούν όλοι τους, στους αιώνας των αιώνων, διότι δεν είχαν μετάνοια ειλικρινή, θείον φόβον, αγάπη, θεία μυστήρια, προσευχή, ελεημοσύνη, και δε συγχωρούσε ο ένας τον άλλον.
Και ξέρετε, άμα θυμώσουμε λιγάκι, κατεβάζουμε μια μούρη μέχρι κει κάτω, έτσι, μέχρι κει κάτω πάει η μούρη μας. Ιδίως μεταξύ των συζύγων. Μη παρεξηγείται κανένας. Και μεταξύ φίλων, και μεταξύ συνεργατών, και μεταξύ γειτόνων, και μεταξύ παπάδων, και μεταξύ δεσποτάδων, και μεταξύ μοναχών, και μεταξύ όλων ημών.

Έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους μουγκούς και βουβούς, και τους λυπόμουνα κατάβαθα. Δεμένες οι γλώσσες τους. Κλειστά τα στόματά τους. Και όμως εγώ δεν σταματούσα να αντιμάχομαι. Προσέξτε τώρα με τι αντιμάχομαι. Με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, μετάνοιες, κομποσχοίνι, ελεημοσύνη, εγκράτεια, δάκρυα παρακλητικά προς τον φιλάνθρωπον Κύριον, και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν και την Παναγία Μητέρα Του.

Κι ενώ συνεχώς μαχόμουν μαζί του, λέγοντας αυτός τα δικά του, και ’γω αντιλέγοντας, υπερασπιζόμενος όλους αυτούς, ακριβώς τότε, από τις πολλές φορές, που έλεγε κείνος και έλεγα κι εγώ, ήλθα εις εαυτόν.

Και ερχόμενος εις εαυτόν, είπα. «Και τώρα τι γίνεται; Παναγία μου!”, φώναξα μέσα στο κελί μου. “Χριστέ μου! σε τι μέρες ζούμε; Χάνονται εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ψυχές. Χριστέ μου, πού πάμε; Πού πάμε; Πού πάμε;”

“Η ώρα του θανάτου έρχεται, οι άνθρωποι και μείς μαζί τους περπατάμε αδιάφοροι. Μας κατέλαβε όλους μια απέραντη πνευματική νάρκη και ραθυμία. Ούτε πίστις, ούτε Θεός, ούτε αγάπη, ούτε έλεος προς τον πλησίον, ούτε συμμετοχή στα άγια μυστήρια, ούτε προσευχή, ούτε μετάνοια, ούτε δάκρυα.Πώς θα σώσουμε την ψυχή μας, Χριστέ μου; Πώς;”

Διήγηση π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου

Ούτε δό-λι-οι ούτε δό-λιοι αλλά άδολοι δούλοι του Χριστού

Ο άνθρωπος πασχίζει αγωνιωδώς και αναλώνεται , για να διεκπεραιώσει τις τρέχουσες καθημερινές εργασίες του, άλλες που χρειάζονται απλώς δικό του μόνο κόπο, σωματικό και πνευματικό και άλλες που έχουν σχέση με τον πλησίον και χρειάζονται λύση σε επίπεδο διαπροσωπικό και γενικώς και πέρα απ΄ αυτόν. Είναι η μοίρα του. «Εν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου».(Γεν.3,19) Ιδιαίτερα σήμερα με τις δημιουργηθείσες πλασματικές ανάγκες του τρέχοντος πολιτισμού, που τρέχει και δεν προλαβαίνει.
Κατά τη διαρκή αυτή διαδικασία προκύπτουν ηθικά διλήμματα. Διλήμματα, που κουράζουν, εξουθενώνουν πολλές φορές τον άνθρωπο, στην προσπάθειά του να δώσει λύση κατά συνείδηση. Να μη χάνει την επικοινωνία με τα πρόσωπα, αλλά και να μην μυκτηρίζει (κοροϊδεύει) το Θεό. Δε γίνεται λόγος βέβαια γι΄ αυτούς που έχουν αυτοσκοπό την απάτη και την περιθωριακού τύπου συμπεριφορά σε κάθε διαδικασία του «δούναι λαβείν». Αν και τα παρακάτω γραφόμενα μπορούν να τους «θίξουν» και αυτούς και να τους προβληματίσουν. Θέλει να τελειώσει τη δουλειά του αναπαυμένος ο κάθε ευσυνείδητος και να γυρίσει στο σπίτι του ήρεμος. Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτό με τον καλύτερο και δικαιότερο κατά τα ανθρώπινα δυνατό τρόπο;
Όλη η βιοπάλη μας, όλος ο βίος και η πολιτεία μας έχουν ανάγκη κατά φύση την αναφορά στο πρόσωπο του Χριστού. Να είναι χριστοκεντρικές. Να Έχουν ανάγκη την καταφυγή στον «υπογραμμόν», που μας άφησε. Το πρότυπο, το παράδειγμα: «εἰς τοῦτο γὰρ ἐκλήθητε, ὅτι καὶ Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ». (Πέτρ. Α΄ 2,21) 
Και αυτό το πρότυπο, μας το εγγυάται η αγία μας Εκκλησία διά των Αγίων της, οι οποίοι έκαναν το Ευαγγέλιο ζωή τους, το έκαναν πράξη.
Ο χριστιανός δεν αγωνίζεται αγωνιωδώς και απεγνωσμένως για τα πράγματα του βίου. Δεν ξοδεύει όλη του την «εξυπνάδα» και την καπατσοσύνη να «ρίξει» το συνάνθρωπό του και να πετύχει το θέλημά του. Να του βγει το σχέδιο, το πρόγραμμα. Να νικήσει εν τέλει ως δό-λι-ος, αγνοώντας τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει το αποτέλεσμα στην ψυχή του άλλου. Να χρησιμοποιήσει τη δολιότητα, για να χαρεί ένα αποτέλεσμα, που δεν είναι ευλογημένο από το νόμο του Θεού. Διότι ο άνθρωπος του Θεού δε βλέπει τους συνανθρώπους σαν αντιπάλους αλλά σαν αδελφούς. Έχει εμπιστοσύνη στη διαρκή παρουσία του Θεού στη ζωή του και πιστεύει ακράδαντα πως ,αν κάνει το θέλημά Του, «εν καιρώ» θα αποκατασταθεί το κατ΄ αυτόν θεωρούμενο «υστέρημα». Αυτό έκαναν οι άγιοι στη ζωή τους και έζησαν με καταλλαγή (συμφιλίωση) με τους ανθρώπους και με το Θεό.
Δόλος: Παράγεται από το ρήμα δέλω, δελεάζω και λέγεται κυρίως το δέλεαρ, με το οποίο συλλαμβάνουν τα ψάρια και εν γένει κάθε παγίδα, με την οποία ζητάει κάποιος να εξαπατήσει τον άλλον και εδώ εννοεί τη διάθεση εξαπάτησης του πλησίον.
Κορυφαία προσωποποίηση της δολιότητας στην ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε ο Ιούδας. «Όταν κάποιος κρύβει κάτι στην καρδιά του και λέει άλλο, αυτό είναι δόλος και έχει αυτός δυο καρδιές». (Αυγουστίνος)
Αν κάποιος έχει μοιρασμένη την καρδιά του, δυο εσωτερικές αντίπαλες καταστάσεις, τι θα συμβαίνει; Θα είναι δοσμένες η μία στο Χριστό και η άλλη στο διάβολο; Αλλά:«Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν». (Ματθ.6,24) Άρα είναι μολυσμένη κατάσταση, είναι του διαβόλου.
Έτσι ενήργησε ο Ιούδας και παρέμεινε το αιώνιο σύμβολο της δολιότητας.Στην υμνολογία της Μεγάλης Εβδομάδος ο βασικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται στον Ιούδα είναι αυτός του δολίου. Λέει χαρακτηριστικά ένα τροπάριο: «…σχήματι μεν ων μαθητής, πράγματι δε παρών φονευτής», δηλαδή, εξωτερικά συμπεριφερόταν σαν τους μαθητές, εσωτερικά όμως ήταν έτοιμος για το φόνο.
Στην Εκκλησία, η δολιότητα ήταν και είναι χαρακτηριστικό των αιρετικών, των ψευδοπροφητών, των πλανεμένων. Άλλοι δείχνουν εξωτερικά και άλλοι είναι στην πραγματικότητα.
Από την άλλη, ο χριστιανός δεν είναι καημένος, ηττοπαθής, δεν είναι δό-λιος. Δεν παραιτείται από τον ουσιώδη αγώνα. Από τον αγώνα που έχει σχέση με την υποστήριξη και το δίκαιο του πλησίον και κυρίως με τα πνευματικά, τα σωτηριώδη. Κρατά την Αγάπη και αγωνίζεται με πείσμα για την Αλήθεια. Η κακομοιριά και η μιζέρια, είναι μια μορφή άρνησης του Χριστού.
Στην κατάσταση αυτή τη λυπηρή περιήλθε ο απόστολος Πέτρος, όταν αρνήθηκε το Χριστό. Λέει ο Χρυσόστομος: «Ω, τι καινά και παράδοξα πράγματα! Όταν είδε το διδάσκαλο μόνο του, να τον έχουν κρατούμενο, τόσο πολύ άναψε, ώστε πήρε το μαχαίρι… όταν δε έπρεπε να αγανακτήσει περισσότερο, όπως ήταν φυσικό, και να πάρει φωτιά και να γίνει πυρ και μανία, ακούγοντας τέτοιες κοροϊδίες κατά του Χριστού, τότε έφτασε στην απόλυτη άρνηση. Αλλά ο μαθητής κατανικηθείς από το φόβο, όχι μόνο δεν έδειξε αγανάκτηση, αλλά και αρνήθηκε το Χριστό και δεν μπόρεσε να αντέξει την απειλή ενός μικρού κοριτσιού ταλαίπωρου και τιποτένιου». Αυτό συνέβη «επειδή εγκαταλείφθηκε από τη θεία χάρη».(Ζιγαβηνός) Ακολούθησε βέβαια το πικρό κλάμα της μετάνοιας και επήλθε η καταλλαγή.
Άρα ο άνθρωπος του Θεού δεν εργάζεται ούτε ως δό-λι-ος ούτε ως δό-λιος. Αλλά τότε, ποια είναι η στάση του;
Αυτή με την οποία πολιτεύτηκαν οι Άγιοι και μας άφησαν παράδειγμα τη ζωή τους. Όταν οδηγήθηκαν στα μαρτύρια οι μάρτυρες, όταν αγωνίστηκαν στο βίο τους οι όσιοι, όταν διώχτηκαν οι ομολογητές, αυτή ήταν η στάση και η συμπεριφορά τους. Ως άδολοι δούλοι του Χριστού ισορροπούσαν ανάμεσα στην Αγάπη και στην Αλήθεια. Χωρίς δόλο, χωρίς πονηριά, χωρίς υστεροβουλία, χωρίς τελικό σκοπό την εξαπάτηση, την αδικία το ψέμα, την αμαρτία. Μένοντες σταθεροί στη «ζώσα ελπίδα».
Αυτό πρέπει να γίνεται και σε μας με καθοδήγηση πνευματική και όχι αυθαίρετα, διότι υπάρχει κίνδυνος πλανεμένων επιλογών, όταν λείπει η διάκριση.
Μετά τον «υπογραμμόν», ο απόστολος Πέτρος συνεχίζει για το Χριστό: «ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Πέτρ. Α΄2, 22)
«Δεν υπήρξε από το Χριστό ανειλικρίνεια ή υποκρισία ή κάποιο ψέμα. Υπήρξε άγιος και απολύτως αναμάρτητος, ώστε καμιά πρόκληση εκ μέρους αυτών που τον αδίκησαν, κανένας πειρασμός και καμιά αδικία δεν μπόρεσε όχι κάποια πράξη αντεκδίκησης ή αγανάκτησης αλλά ούτε πικρό ή άτοπο λόγο να αποσπάσει από τα χείλη του». (Π.Τρεμπέλας) Ο Χριστός υπήρξε ο καθεαυτού άδολος.
Αλλά και όταν ο Χριστός είδε το Ναθαναήλ να πηγαίνει προς Αυτόν είπε:« Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι» (Ιω. 1,48)
Ο Ζιγαβηνός λέει: «Δόλο λέει την επικάλυψη της αλήθειας, την πονηριά». Ο Ναθαναήλ πολιτευόταν με οδηγό την αλήθεια, την καθαρότητα, τη διαφάνεια.Υπήρξε ο καθεαυτού άδολος δούλος του Χριστού.
Ενεργεί λοιπόν ο άνθρωπος του Θεού με οδηγό την Αλήθεια και με καθαρή συνείδηση δίνει λύσεις αρεστές στο Θεό. Αυτό το εισπράττει αναμφίβολα ως μια χαρά ξεχωριστή, γεμάτη ελπίδα και σιγουριά, που τρέφει την ψυχή και τη δυναμώνει για συνέχιση του αγώνα.
Ας αφήσουμε λοιπόν από τη μια την πονηριά, που είναι κομμάτι της αυτοπεποίθησης και της αυτονόμησης του ανθρώπου από την αγάπη του Θεού και την ψεύτικη αγαθοσύνη, την κακομοιριά και την ηττοπάθεια από την άλλη και ας ακολουθήσουμε το νόμο του Θεού παλικαρίσια, όχι επιλεκτικά αλλά καθολικά και απόλυτα, για να βρούμε έλεος ενώπιόν Του.

Ηλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 22-7-2015

Πως η προσευχή κρατάει σε επαφή με το Θεό

Ρίξτε το μεγαλύτερο βάρος του αγώνος σας στην προσευχή, γιατί αυτή θα σας κρατάει σε επαφή με το Θεό. Και η επαφή αυτή πρέπει να είναι συνεχής. 

Η προσευχή είναι το οξυγόνο της ψυχής,είναι ανάγκη της ψυχής και δεν πρέπει να θεωρείται αγγαρεία. 

Η προσευχή για να εισακουστεί από το Θεό, πρέπει να γίνεται με ταπείνωση, με βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας και να είναι καρδιακή. 

Εάν δεν είναι καρδιακή, δεν ωφελεί. Ο Θεός πάντοτε ακούει την προσευχή του ανθρώπου, που είναι πνευματικά ανεβασμένος. 

Η μελέτη της Αγίας Γραφής βοηθάει πολύ την προσευχή, γιατί θερμαίνει την ψυχή και την προετοιμάζει".

Άγιος Παίσιος

ΚΟΥΡΑΓΙΟ… Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΦΗΝΕΙ… ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΟΜΙΛΟΥΝ ΑΠΟ ΜΟΝΑ ΤΟΥΣ



Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ δεν μας αφήνει, η νοητή και υποστατική παρουσία ΤΗΣ είναι ολοζώντανη ετούτες τις δύσκολες στιγμές στην ταλαιπωρημένη Πατρίδα.
Σχεδόν μια βδομάδα που τελείωσε το προσκύνημα της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα δηλ. στις 21 Ιουνίου 2015 αμέσως και σε λίγες ημέρες ξεκινάει ο αρμαγεδδώνας με τα capilal control και τα mind control των νεοποχιτών… το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5 Ιουλίου που μεταλλάχθηκε¨ από ένα μεγαλειώδες ΟΧΙ σε ένα ταπεινωτικό ΝΑΙ… το ¨δέσιμο¨ συμφωνία του Eurogroup της 12 Ιουλίου που συνέπεσε με την πρώτη εορτή της λαμπροφόρου μνήμης του Οσίου Παισίου του Αγιορείτη… και η ψήφιση των προαπαιτουμένων αυτής της συμφωνίας ξημερώματα της 23 Ιουλίου στην Βουλή ανήμερα της Αγίας Πελαγίας της Τηνίας που θαυματουργικό τρόπο και καθ υπόδειξη της Υπεραγίας Θεοτόκου υπέδειξε το 1822τον τόπο της Εικόνος της Παναγίας της Μεγαλόχαρης στην Τήνο, Εικόνα που σημάδεψε την αναγέννηση του Ελληνικού Έθνους στον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821…και αργότερα την προδοσία και μοχθηρία των Φασιστών του ολοκληρωτισμού με τον τορπιλισμό της Έλλης ανήμερα της εορτής ΤΗΣ στις 15 Αυγούστου το 1940.
Τι άλλο θέλουμε για να πειστούμε ότι η Παναγιά μας ακολουθεί και πάλι τα πονεμένα βήματα των παιδιών της στα μαρτύρια και σε αυτό που έρχεται ως καταισχύνη των εχθρών του ΥΙΟΥ ΤΗΣ;
¨Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ 2 ΜΗΝΕΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΕΝΩ ΗΤΑΝ ΝΑ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ ΣΤΙΣ 17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015, ΑΝΑΧΩΡΗΣΕ ΤΕΛΙΚΑ ΣΤΙΣ 21 ΙΟΥΝΙΟΥ. ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ;

Η εικόνα της Ιεροσολυμίτισσας δεν σηκωνόταν γιατί ήταν βαριά! Παρουσιάστηκε η Παναγία σε μια γυναίκα και είπε:

«ΔΕΝ ΑΦΗΝΩ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ» 

Α.Δ.
Η πληροφορία στάλθηκε με email από αναγνώστη

Τρεις φορές έγινε απόπειρα να τη σηκώσουν οι μοναχοί που τη συνοδεύουν από τα Ιεροσόλυμα και η εικόνα δεν σηκώνονταν…
Πηγή: pentapostagma.gr http://perivolipanagias.blogspot.gr/http://archangelosmichail.gr/Ιουλίου 18, 2015

Στις 24 Μαρτίου 2015 λίγο πριν ξεκινήσει η Αγρυπνία στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα αρθρογραφούσαμε επί τη ευκαιρία της υποδοχής της ΙΕΡΑΣ ΕΙΚΟΝΟΣ από τα Ιεροσόλυμα .

Ευαγγελίζου Ελλάδα με τον πόνο σου ΦΩΣ

¨Αφιερωμένο στην ΜΑΝΑ του ΘΕΟΥ μας που έρχεται από τα Ιεροσόλυμα στην Αθήνα για να στηρίξει τον καθένα μας χωριστά αλλά και την Πατρίδα σε τούτες τις δύσκολες στιγμές.

Και αν στην Οσία Πελαγία της Τήνου έδωσε το χαρμόσυνο μήνυμα του Ουρανού ¨ Ευαγγελίζου Γή Χαρά Μεγάλη¨
Στην σημερινή Ελλάδα με τον μαύρους διεθνείς γεωπολιτικούς-κοινωνικούς και οικονομικούς ορίζοντες να την περιβάλλουν…
Τι θα έλεγε ανήμερα στον εσπερινό του Ευαγγελισμού που έρχεται από τα Ιεροσόλυμα και από τον Τάφο ΤΗΣ στην Γεσθημανή;
Ευαγγελίζου Ελλάδος Γή Χαρά Μεγάλη.
Και σαν Παραμυθία και Φοβερά Προστασία και Οδηγήτρια του Νου του Έθνους μας, τι άλλο θα μπορούσε να μας πει;
ΜΗ ΦΟΒΟΥ ΕΛΛΑΣ σε λίγο θα χαμογΕ(λ)λάς.
Τι ταράζεσαι μικρό ποίμνιο; Γιατί κλαίς και πονάς;
Μήπως βλέπεις τον εχθρό να προσμένει να σε κατασπαράξει;
Ναι αυτό βλέπεις! αλλά δεν βλέπεις και κάτι άλλο, την φονική αδημονία του να σε αποτελειώσει τώρα που σε έχει χαμαί κάτω.
Τι συμβαίνει παιδιά μου;
Το Ορθόδοξο Πλήρωμα χαμαί κάτω , ο αγαπητός Λαός ΜΟΥ πεσμένος στο χώμα και την κεφαλή του να την πατάει πιεστικά η μπότα του τοκογλύφου ¨ δυτικού σταυροφόρου¨ για να την αναγκάσει να φάει ακόμη και από αυτό το ίδιο άγιο χώμα της.
Αυτός ήταν ανέκαθεν ο διαχρονικά ιστορικός πόθος των εχθρών του ΥΙΟΥ μου, να θέλουν η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΕΦΑΛΗ να βρίσκεται μέσα στην Παγκόσμιο ιστορία και στο καθημερινό γίγνεσθαι κάτω και να την τσαλαπατούν.
Αλλοίμονο όμως σε αυτούς γιατί πάντα με τις οφθαλμοφανείς πλέον αδικίες και δόλιες αρπαγές τους κατορθώνουν το ακατόρθωτο για την φυλή σας …ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ που την σφυρηλατούν με τον πόνο που σας τον δίνουν πλέον ¨απλόχερα¨.
Σας ξανακάνουν να νοιώσετε πάλι σαν πραγματικοί ΕΛΛΗΝΕΣ.
Έλληνες-Ρωμιοί από την χιλιόχρονη Ρωμιοσύνη που έρχεται και δεν χάνεται.
Και είστε ήδη πολλοί μαζί με τους κρυπτοχριστιανούς από τις ¨σβησμένες λυχνίες των επτά εκκλησιών της Αποκάλυψης¨ στην Καθ ημάς Ανατολή.
¨του Κυρίου η Γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή¨( Ψαλμ23.1)
Και ενώ σας έχουν τελειωμένους σύμφωνα με τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς των διεθνών κέντρων πνευματικής σκοτοδίνης τους.
http://users.sch.gr/aiasgr/Image/Theotokos_Maria/Panagia_h_Ierosolumitissa/Panagia_h_Ierosolumitissa_01.jpg
Και η αδημονία μαζί και η απληστία των εχθρών του ΥΙΟΥ μου έχει φτάσει στο κατακόρυφο διότι τώρα είναι σίγουροι ότι ήρθε η ώρα να τελειώνουν μια και καλή μαζί σας.
Αυτό που κάνουν είναι το τελικό συγκέρασμα αποφάσεων μιας προαποφασισμένης πολύ μεγάλης γεωστρατηγικής επιλογής και μάλιστα στο πιο ψηλό επίπεδο απληστίας και ισοπέδωσης των ηθικών και πολιτισμικών αξιών.
Ναι, αλλά δεν διαβάζουν Μακρυγιάννη
¨ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε, τρώνε από μας και μένει και ΜΑΓΙA…¨
Ούτε διαβάζουν του ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ μου
¨ Χαίρε ανόρθωσις των ανθρώπων, χαίρε κατάπτωσις των δαιμόνων…
Χαίρε της απάτης την κάμινον σβέσασα χαίρε, της ΤΡΙΑΔΟΣ τους μύστας φωτίζουσα…
Χαίρε τύραννον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής,χαίρε Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν…
ΧΑΙΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΘΕ¨
Αυτή η λιγοστή ζύμη –μαγιά της μικρής Ελλάδας που αντιστέκεται είναι το πνευματικό μπαρούτι που θα τινάξει τα σωθικά της παγκόσμιας ανομίας. Και θα τρελάνει τους εξουσιαστές αυτού του αιώνος του απατεώνος διότι δεν γνωρίζουν ότι το χώμα που σας έριξαν κάτω χαμαί για να το φάτε και να είναι η καταισχύνη σας είναι αγιοποτισμένο με το ζεστό μαρτυρικό αίμα των Φίλων του ΥΙΟΥ ΜΟΥ που τελειώθηκαν από τα βασανιστήρια των δικών τους προγόνων.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΜΑ θα σας ΔΙΝΕΙ ΠΑΝΤΑ ΖΩΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ και στους εχθρούς βαθειά καταισχύνη.
Φροντίστε να ανασηκώσετε την πεσμένη Εικόνα του εαυτού σας και να την Αναστηλώσετε μαζί με τις Εικόνες των Αγίων εις το ΑΡΧΑΙΟΝ ΚΑΛΛΟΣ της Ορθόδοξης Πίστης και Παράδοσης για να ΜΕ δείτε πάλι στα τείχη των συνόρων σας και στα προτειχίσματα της καθημαγμένης ζωής σας Περιπολούσα ως ΥΠΕΡΜΑΧΩ ΣΤΡΑΤΗΓΩ.
Εκατομμύρια καρδίες κρυπτοχριστιανών στην Καθ ημάς Ανατολή σας περιμένουν σύντομα να παιανίσετε μαζί τους τον ακατάλυτο θριαμβευτικό παιάνα
¨ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος

Κωνσταντίνος Βαρδάκας

Οἱ ἁμαρτίες μας καί ἡ ἀχαριστία μας ἀπέναντι στόν Θεό

Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένου ἀπό τά “Πνευματικά Γυμνάσματα” 
τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Ἄς σκεφτοῦμε, ἀγαπητοί, τό μεγάλο καί φοβερό ἀριθμό τῶν ἁμαρτημάτων μας,ἀπό τά ὁποῖα ἕνα μικρό μέρος θυμόμαστε καί τό μεγαλύτερο τό ξεχάσαμε. Γιά νάμπορέσουμε νά θυμηθοῦμε κάτι ἀπ’ τίς ἁμαρτίες μας, ἔστω καί συγκεχυμένα, ἄςστοχαστοῦμε ὅλους τους τόπους ὅπου μείναμε στή διάρκεια τῆς ζωῆς μας, ὅλεςτίς ὑποθέσεις πού μᾶς ἀπασχόλησαν, ὅλα τ’ ἀξιώματα πού πήραμε, ὅλες τίςἡλικίες μας καί ὅλους τούς ἀνθρώπους πού συναναστραφήκαμε. Τότε μόνο θάδοῦμε πόσο μακριά εἶναι ἡ ἁλυσίδα τῶν ἁμαρτιῶν πού κάναμε...

Τό τέλος τῆς μιᾶς ἁμαρτίας ἦταν ἡ ἀρχή τῆς ἄλλης, μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε δένἀφήσαμε νά περάσει μέρος τῆς περασμένης μας ζωῆς, πού νά μήν τό μολύναμεμέ ἁμαρτίες. Ὅλες μας τίς αἰσθήσεις τίς κάναμε πόρτες, ἀπό τίς ὁποῖες κάθεὥρα μπαίνει ὁ θάνατος στήν ψυχή μας, ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἱερεμίας: «Ἀνέβηθάνατος διά τῶν θυρίδων» (9, 21). Ὅλες τίς ἐσωτερικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς μαςτίς χρησιμοποιήσαμε σάν ὄργανα τῆς ἁμαρτίας.
Κάναμε ὅλα τά κακά, ἐκτός μόνο ἀπό κεῖνα πού δέν μπορέσαμε ἤ δέν μᾶςδόθηκε ἡ εὐκαιρία νά κάνουμε. Ὅ,τι ὅμως κακό μπορέσαμε, τό κάναμε. Ὅλη τήθέληση πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός γιά νά ἐπιθυμοῦμε τό ἄκρο ἀγαθό, πού εἶναι ὁἼδιος, τή χρησιμοποιήσαμε γιά ν’ ἀγκαλιάσουμε τά σιχαμερά πράγματα τοῦκόσμου. Ἀποστραφήκαμε τόν τέλειο Θεό μέ ἀπίστευτη εὐκολία, μήνὑπολογίζοντας οὔτε τό φυσικό οὔτε τό θεϊκό νόμο. Γι’ αὐτό πρέπει νάὁμολογήσουμε, ἀδελφοί μου, πώς ἡ ψυχή μας μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναιπληγωμένη καί σαπισμένη τόσο, ὅσο ἦταν τό σῶμα τοῦ Ἰώβ βρωμερό καί γεμᾶτοσκουλήκια. Γιατί καί μιά ἁμαρτία ὅταν κυριέψει τόν ἄνθρωπο, ἀξίζει τό θάνατο.Ἄραγε ἐμεῖς πόσες φορές γίναμε ἄξιοι θανάτου, μέ τόσες ἁμαρτίες πού μᾶςκυρίεψαν; Κι ἄν μόνο μιά θανάσιμη ἁμαρτία μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει στόν ἅδη,ἐμεῖς πόσες φορές γκρεμιστήκαμε στόν ἅδη μέ τίς θανάσιμες ἁμαρτίες μας; Μέὅλ’ αὐτά δέν μποροῦμε ν’ ἀρνηθοῦμε, πώς ἡ εὐσπλαχνία πού μᾶς ἔδειξε ὁ Θεόςἦταν ὑπερβολικά μεγάλη, ἐπειδή ὄχι μόνο μᾶς ὑπέμεινε τόσο καιρό φορτωμένους μέ τόσες ἁμαρτίες, ἄλλ’ ἀκόμα μᾶς ἔκανε τόσες καί τόσεςεὐεργεσίες. Μέχρι πότε λοιπόν θά κάνουμε κατάχρηση τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ;Ἄς ὁμολογήσουμε ἐπιτέλους τίς κακίες μας καί ἄς τίς μισήσουμε ὅσο μποροῦμεπερισσότερο. Ἄς ζητήσουμε ταπεινά ἀπό τόν Θεό συγγνώμη γιά τίςἀπειράριθμες πτώσεις μας, κι ἄς ὑποσχεθοῦμε ὅτι δέν θά Τόν παροργίσουμε στόμέλλον μέ τήν ἀναίσχυντη ζωή μας. Τότε Αὐτός θά μᾶς περιφρουρήσει μέ τήχάρη Του, γιά νά μήν πέσουμε πάλι στίς προηγούμενες ἁμαρτίες, ὅπως γράφει ὁ σοφός Σειράχ: «Κύριε, Πάτερ καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, μή ἐγκαταλίπῃς με ἐνβουλῇ αὐτῶν, μή ἀφῇς με πεσεῖν ἐν αὐτοῖς» (23, 1).
Ἄς σκεφτοῦμε ἀκόμα τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐπειδή καθεμιά ἀπ’ αὐτέςεἶναι μεγάλο καί φοβερό κακό.
Ἄς συλλογιστοῦμε τήν ἀχαριστία πού δείξαμε στόν Θεό μέ τίς ἁμαρτίες μας καίτίς εὐεργεσίες μέ τίς ὁποῖες ἀνταποκρίνεται ὁ Θεός στήν ἀχαριστία μας αὐτή.Ἄς βάλουμε καλά στό νοῦ μας τό πλῆθος τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, τόσο τῶν κοινῶν ὅσο καί ἐκείνων πού χάρισε προσωπικά στόν καθένα μας. Οἱἄγγελοι μέ θαυμασμό καί ἔκσταση στέκονται μπροστά στίς ταπεινώσεις, τάπάθη καί τό θάνατο τοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία μας. Ἄς ἐξετάσουμε στήσυνέχεια πόσο ἀνάξιοι εἴμαστε νά εὐεργετηθοῦμε ἔτσι πλούσια καί ν’ἀγαπηθοῦμε τόσο πολύ ἀπό τόν Θεό. Καί ἄς βγοῦν ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας λόγια εὐχαριστήρια σάν τοῦ Δαβίδ: «Τίς εἰμι ἐγώ, Κύριε ὁ Θεός, καί τίς ὁ οἶκοςμου, ὅτι ἠγάπησάς με ἕως αἰῶνος;» (Α΄ Παραλ. 17, 16). Καί «τί ἀνταποδώσω τῷΚυρίῳ περί πάντων, ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;» (ψαλμ. 115, 3).
Βλέποντας τώρα τόν ἑαυτό μας κυκλωμένο ἀπό τόσες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ὄχιμόνο δέν πρέπει νά θέλουμε πιά τήν ἁμαρτία, μά οὔτε καί τόν παραμικρό λογισμόδέν πρέπει νά ἔχουμε γιά κάτι τέτοιο. Ἄς λέμε πάντοτε ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ πάγκαλοςἸωσήφ: «Καί πῶς ποιήσω τό ρῆμα τό πονηρόν τοῦτο, καί ἁμαρτήσομαι ἐναντίοντοῦ Θεοῦ;» (Γεν. 39, 9). Πῶς εἶναι δυνατό νά παροργίζουμε τό μεγάλο εὐεργέτημας, τόν γλυκύτατο Θεό μας, τό στοργικό πατέρα μας, πού μᾶς προσφέρει τόσες δωρεές; Ὁ Θεός μᾶς δημιούργησε ἀπό τό μηδέν, κι ἐμεῖς Τόν καταφρονοῦμε γιάτό μηδέν! Προτιμᾶμε ἀπό Κεῖνον τό κορμί μας, πού δέν εἶναι τίποτ ἄλλο ἀπό μιάσαπίλα. Ὁ Θεός ἔδωσε τή ζωή Του γιά νά μᾶς δώσει ζωή. Κι ἐμεῖς, ἀντί νά Τοῦδώσουμε τή ζωή μας σταυρώνοντας τά πάθη μας, αὐξάνουμε τίς πληγές Του μέτίς ἁμαρτίες μας, σάν ἐκείνους τούς «ἀνασταυρούντας ἑαυτοῖς τόν υἱόν τοῦΘεοῦ καί παραδειγματίζοντας» (Ἑβρ. 6, 6), πού ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος.
Ὁ Θεός λοιπόν μᾶς ἀγάπησε τόσο πολύ, κι ἐμεῖς, ἀντί γι’ Αὐτόν, ἀγαπήσαμε τήνἡδονή, πού φεύγει σάν τή σκιά. Ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, «πολλῶνκινδύνων σέ ἐλύτρωσε· πλανηθέντα πρός τήν ὁδόν ἐπανήγαγεν· ἀγνοοῦντα σέἐδίδαξε· λυπούμενον παρεκάλεσεν· ἀπειρηκότα ἐνίσχυσε· πορευόμενον ὠδήγησεν·ἐρχόμενον ὑπεδέξατο· κοιμώμενον ἐφύλαξε· κράζοντα ἐπήκουσεν» (Εὐχή κα΄ ἤιγ΄). Κι ἐμεῖς γιά ὅλα αὐτά νά Τόν ἀνταμείψουμε μέ τήν ἀνήκουστη ἀχαριστίαμας; Αὐτή ἡ ἀχαριστία, λέει πάλι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, «ἄνεμος ἐστι ξηραίνωνκαί καίων πᾶν ἀγαθόν καί ἐμφράττων τήν πηγήν τῆς εἰς τόν ἄνθρωπον θείαςεὐσπλαγχνίας» (εὐχή κς΄ ἤ ιη΄).
Ἄς ντραποῦμε λοιπόν γιά τήν ἀχαριστία μας καί γιά τήν ἀναίδεια πού δείξαμε ὡς τώρα στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Ἄς δουλεύουμε ἀπό δῶ καί πέραμέ τρόμο τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἄς ὁμολογήσουμε πώς εἴμαστε ἄξιοι νά μᾶςκαταπιεῖ ἡ γῆ ζωντανούς καί νά μᾶς πνίξει ἡ θάλασσα στά κύματά της καί νάμᾶς κάψει ὁ ἥλιος μέ τίς ἀκτῖνες του καί νά μᾶς καταφάει ὁ ἅδης μέ τίςκαυστικές φλόγες του. Πλήν ὅμως, ἐπειδή μᾶς δόθηκε ἀπό τήν εὐσπλαχνία τοῦΘεοῦ καιρός γιά μετάνοια, ἄς ἀποφασίσουμε νά ζήσουμε πιά μιά νέα ζωή, καίἄς παρακαλέσουμε ταπεινά τόν Θεό, δίπλα στίς τόσες ἄλλες εὐεργεσίες Του, νάπροσθέσει καί τούτη: Νά λησμονήσει τίς ἀνομίες μας καί μέ τή χάρη Του νάμᾶς σκεπάσει, ὥστε νά μήν ξαναπέσουμε σ’ αὐτές.

(Ἀπό τό βιβλίο «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)

Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδειαδημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Αγιορείτης

Η γιατρειά της καρδιάς

Μη θυμώσεις μαζί μου, που σου λέω την αλήθεια. Ποτέ δε ζήτησες με όλη σου την ψυχή την ταπείνωση.

Όταν ο Θεός θελήσει να φέρει τον άνθρωπο σε μεγάλη στενοχώρια, ώστε να μετανοήσει και να εκζητήσει το έλεός του, παραχωρεί να εμπέσει στη μικροψυχία.

Και αυτή γεννά την ισχυρή δύναμη της αμέλειας, η οποία τον κάνει και γεύεται τον ψυχικό πνιγμό, που είναι μια γεύση της κόλασης.
Απ΄αυτό, χτυπά τον άνθρωπο, μετά, το πνεύμα της φρενοβλαβείας, από το οποίο πηγάζουν ατέλειωτοι πειρασμοί, όπως η σύγχυση, ο θυμός, η βλασφημία, η γκρίνια και η μεμψιμοιρία, οι χαλασμένοι λογισμοί, η μετάβαση από τόπο σε τόπο, γιατί πουθενά δε βρίσκει ανάπαυση, και τα όμοια.

Αν με ρωτήσεις ποια είναι η αιτία για όλα αυτά, σου απαντώ: Η αμέλειά σου, γιατί δε φρόντισες να βρεις τη γιατρειά τους. Η γιατρειά όλων αυτών είναι μία, και μ” αυτή ο άνθρωπος βρίσκει αμέσως στην ψυχή του την παρηγοριά που ποθεί. Και ποια λοιπόν είναι η αυτή γιατρειά;
Είναι η ταπεινοφροσύνη της καρδιάς. Χωρίς αυτήν είναι αδύνατο να χαλάσεις το φράχτη των πειρασμών, απεναντίας μάλιστα βρίσκεις ότι οι πειρασμοί είναι ισχυρότεροι και σε εξουθενώνουν.

Μη θυμώσεις μαζί μου, που σου λέω την αλήθεια. Ποτέ δε ζήτησες με όλη σου την ψυχή την ταπείνωση. Αν θέλεις, έλα στον τόπο της και θα δεις πως θα σε λυτρώσει από την κακία των πειρασμών σου, διότι κατά το μέτρο της ταπεινοφροσύνης, σου δίνει ο Θεός και τη δύναμη να υπομένεις τις συμφορές σου. Και κατά το μέτρο της υπομονής σου, το βάρος των θλίψεών σου γίνεται ελαφρό και, έτσι, παρηγοριέσαι. Και όσο παρηγοριέσαι, τόσο η αγάπη σου προς το Θεό αυξάνει. Και όσο αγαπάς το Θεό, τόσο μεγαλώνει η χαρά που σου χαρίζει το άγιο Πνεύμα.

Ο εύσπλαχνος Πατέρας μας, θέλοντας να βγάλει σε καλό τους πειρασμούς των πραγματικών του παιδιών, δεν τους παίρνει, παρά τους δίνει τη δύναμη να τους υπομείνουν. Όλα αυτά τα αγαθά (την παρηγοριά, την αγάπη, τη χαρά) τη δέχονται οι αγωνιστές ως καρπό της υπομονής, για να φτάσουν οι ψυχές τους στην τελειότητα.

Εύχομαι ο Χριστός και Θεός μας να μας αξιώσει με τη χάρη του να υπομένουμε την πίκρα των πειρασμών για την αγάπη του και με ευχαριστίες της καρδιάς μας.

Αμήν.

Ώστε το να λέμε ότι ο Θεός αποστρέφεται τους κακούς είναι σαν να λέμε ότι ο ήλιος κρύβει το φως του από τους τυφλούς

Ο Θεός είναι αγαθός και απαθής και αμετάβλητος. Αν κανείς αυτό το θεωρεί εύλογο και αληθές, απορεί όμως πως ο Θεός για τους αγαθούς χαίρεται ενώ τους κακούς τους αποστρέφεται, και εναντίον εκείνων που αμαρτάνουν οργίζεται, ενώ όταν υπηρετείται και λατρεύεται γίνεται ευμενής, πρέπει να του πούμε ότι ο Θεός ούτε χαίρεται ούτε οργίζεται. γιατί η λύπη και η χαρά είναι πάθη. ούτε με δώρα κολακεύεται, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι νικιέται από την ηδονή. 

Δεν πρέπει να κρίνομε τον Θεό με ανθρώπινα κριτήρια. Εκείνος είναι αγαθός και ωφελεί μόνο και ουδέποτε βλάπτει, αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος απαθής. Ενώ εμείς εφόσον είμαστε αγαθοί ενωνόμαστε με τον Θεό. Κι όταν είμαστε κακοί χωριζόμαστε από Αυτόν, επειδή είμαστε ανόμοιοι. Όταν ζούμε με αρετή ακολουθούμε τον Θεό, όταν όμως γινόμαστε κακοί, κάνομε εχθρό μας Εκείνον που δεν οργίζεται χωρίς λόγο. γιατί τα αμαρτήματα δεν αφήνουν τον Θεό να μας φωτίζει εσωτερικά, αλλά μας ενώνουν με τιμωρούς δαίμονες. 

Αν με προσευχές και ελεημοσύνες κερδίζομε την άφεση των αμαρτιών μας, δεν κολακεύομε και δεν μεταβάλλομε το Θεό, αλλά με τα καλά έργα μας και την επιστροφή μας σ' Αυτόν γιατρεύομε την κακία μας και απολαμβάνομε πάλι την αγαθότητα του Θεού. 

Ώστε το να λέμε ότι ο Θεός αποστρέφεται τους κακούς είναι σαν να λέμε ότι ο ήλιος κρύβει το φως του από τους τυφλούς.

Μέγας Αντώνιος

Η Πνευματική και νοερή Κοινωνία

Αν και μυστηριακά δεν μπορούμε να δεχθούμε τον Κύριό μας περισσότερο από μία φορά την ημέρα, όμως πνευματικά και νοερά μπορούμε να τον δεχώμαστε κάθε ώρα και κάθε στιγή δια μέσου της εργασίας όλων των αρετών και των εντολών και ιδιαιτέρως με την θεία προσευχή και μάλιστα την νοερά 

Επειδή και ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος μέσα στις αγίες του εντολές, και όποιος κάνει μία αρετή ή εντολή, δέχεται αμέσως μέσα στην ψυχή του και τον Κύριο που είναι κρυμμένος μέσα σ αυτές, ο οποίος υποσχέθηκε ότι θα κατοικήση μαζί με τον Πατέρα του μέσα σ εκείνον που θα φυλάξη τις εντολές του λέγοντας: «Εάν κάποιος με αγαπά θα τηρήση και τον λόγο μου, και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήση και θα έλθουμε προς αυτόν και θα κατοικήσουμε σε αυτόν» (Ιω. 14,23).

Η κοινωνία αυτή και η ένωσις δεν μπορεί να μας αφαιρεθή από κανένα κτίσμα παρά μόνον από την αδιαφορία μας ή από κάποιο άλλο σφάλμα μας. Και μερικές φορές αυτή η Κοινωνία είναι τόσο καρποφόρα και τόσο ευάρεστη στον Θεό, όσο ίσως δεν είναι πολλές άλλες μυστηριώδεις κοινωνίες από την έλλειψι εκείνων που τις δέχονται. Λοιπόν, όσες φορές έχεις την διάθεσι και ετοιμασθής για μία παρόμοια κοινωνία, θα βρής πρόθυμο και έτοιμο τον Υιό του Θεού, μόνος του να σε τρέφη πνευματικά με τα ίδια του τα χέρια.

Γιά να ετοιμασθής λοιπόν για την νοερή αυτή κοινωνία, κάνε ως εξής: Στρέψε το νού σου στον Θεό και βλέποντας με ένα σύντομο βλέμμα από το ένα μέρος τις αμαρτίες σου και από το άλλο τον Θεό, λυπήσου για την βλάβη που του προξένησες και με κάθε ταπείνωσι και πίστι παρακάλεσε τον να καταδεχθή να έλθη στην ταπεινή σου ψυχή με νέα χάρι για να την ιατρεύση και να την δυναμώση κατά των εχθρών.

Ή όταν πρόκειται να ασκηθής και να σκληραγωγηθής εναντίον κάποιας επιθυμίας σου ή για να κάνης κάποια νέα πράξι αρετής ή για να φυλάξης κάποια εντολή, κάνε όλο αυτό με σκοπό να ετοιμάσης την καρδιά σου για τον Θεό που πάντα σου την ζητεί. Και κατόπιν στρέφοντας την προσοχή σου σ Αυτόν, φώναξέ τον με επιθυμία μεγάλη να έλθη με την χάρι του να σε ιατρεύση και να σε ελευθερώση από τους εχθρούς, για να έχη αυτός μόνος την καρδιά σου στην εξουσία του.

Ή και θυμούμενος τις προσευχές της κοινωνίας των μυστηρίων, που προαναφέρθηκαν, πές με καρδιά που είναι αναμμένη: «Πότε, Κύριέ μου, να σε δεχθώ άλλη μία φορά; Πότε; Πότε; κ.λπ.».

Και αν θελήσης να κοινωνήσης πνευματικά με ακόμη καλύτερο τρόπο, διεύθυνε και βάλε από το προηγούμενο βράδυ όλες τις σκληραγωγίες και τις πράξεις των αρετών και κάθε καλό έργο που σκέπτεσαι να κάνης στο σκοπό αυτό, δηλαδή στο να δεχθής πνευματικά τον Κύριό σου. Και το πρωί καθώς θα ξημερώνη, σκέψου, τι καλό! Τι ευτυχία!

Τι μακαριότητα υπάρχει στην ψυχή εκείνη που επάξια μεταλαμβάνει μυστηριακά το πανάγιο Μυστήριο της Ευχαριστίας! Διότι με αυτό αποκτούνται πάλι οι αρετές που έχουν χαθεί, και πάλι η ψυχή επιστρέφει στην προηγούμενη ωραιότητά της και γίνεται μέτοχος αυτή των μισθών του πάθους του Υιού του Θεού (κοινωνούνται εις αυτήν οι καρποί και οι μισθοί του πάθους του Υιού του Θεού).

Και από την μυστηριώδη κοινωνία πέρασε στην μυστική κοινωνία και σκεπτόμενος ότι νοερά τα ίδια αγαθά απολαμβάνεις με την μυστηριακή κοινωνία, φρόντισε να ανάψης την καρδιά σου μια μεγάλη επιθυμία να τον δεχθής νοερά και πνευματικά και αφού χορτάσης από την επιθυμία αυτή γύρισε προς τον Κύριό σου και πές: «Επειδή, Κύριέ μου, δεν μπορώ μυστηριωδώς να σε δεχθώ την ημέρα αυτή, κάνε εσύ, που είσαι η αγαθότητα και η άκτιστη δύναμις, να σε δεχθώ επάξια τώρα πνευματικά και κάθε ώρα και κάθε ημέρα δίνοντάς μου νέα δύναμι και χάρι εναντίον όλων μου των εχθρών, και μάλιστα εναντίον εκείνου του πάθους του εχθρού στο οποίο εναντιώνομαι και κάνω πόλεμο με την βοήθειά σου.

Αόρατος πόλεμος 

http://agapienxristou.blogspot.ca

Θάνατος και Αιωνιότητα

Στα σοβαρά ετοιμάζεσθε ν’ αναχωρήσετε; Δεν το πιστεύω. Θα υποφέρετε νομίζω, λίγο και μετά θα σηκωθήτε υγιής.
Θα έλθη φυσικά και για μας η ώρα του θανάτου. Ο θάνατος δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς ν’ αποφύγη. Άλλος χθες, άλλος σήμερα, άλλος αύριο, όλοι αναχωρούμε για την αιώνια ζωή.
Σημασία δεν έχει το πότε, αλλά το πως θα φεύγει κανείς. Ετοιμαστήκατε καθόλου;

Αλλοιώς κανείς αντικρύζει τον θάνατο από μακρυά και αλλοιώς από κοντά. Ο υγιής και ακμαίος δυσκολεύεται να νοοήση τον εαυτό του στα πρόθυρα της άλλης ζωής. Ο θάνατος είναι μεγάλο μυστήριο για όλους. Φωτίζεται αρκετά με την πίστη στον Χριστό, παραμένει όμως βασικά σαν μυστήριο. Δεν υπάρχει λόγος να θλιβώμαστε με ανώφελους φόβους. Ο ίδιος ο Κύριος πέθανε και πέρασε το κατώφλι του θανάτου. Έτσι έκανε ευκολώτερη την διάβασι αυτή για μας. Βαδίζοντας κι εμείς στα ίχνη Του ας μην φοβηθούμε διότι μαζί Του θα βρεθούμε στην αιώνια μακαριότητα.

Μακάριος εκείνος που διαρκώς περιμένει την ώρα του θανάτου και καθημερινά ετοιμάζεται.
Ποιος είναι ικανός να πη: «Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ’ εμού ει»; Εκείνος πουπ στην ζωή του κοπίασε και κοπιάζει να ευαρεστήση τον Κύριο. Γι’αυτόν ο θάνατος είναι μία μετάβασις σε άλλη περιοχή γεμάτη παρηγοριά.
Βέβαια το πλησίασμα του θανάτου ίσως δημιουργεί κάποιο φόβο. Ας έχετε όμως θάρρος. Ο Κύριος νίκησε τον θάνατο. Αυτός θ’αναδείξη νικητή και κάθε πιστό.
Ο εχθρός θα κάνει την τελευταία του κίνηση. Ο πιστός που ετοιμάσθηκε δεν θα δειλιάσει αλλά θα παραδώσει τον εαυτό του στον Κύριο. Άγγελοι θα πλησιάσουν και θ’ απομακρύνουν κάθε διαμονική επήρεια. Δεν βαδίζουμε προς το άγνωστο και η ελπίδα μας δεν θα μας πλανέψει.

Βαθειά θλίψη επικρατεί όταν κάποιος πεθαίνη. Αλλά τί είναι ο θάνατος; Είναι η μετάβασις από μία μορφή ζωής στην άλλη, όπως το πέρασμα από το ένα δωμάτιο στο άλλο.
Δεν θλίβομαι για τους νεκρούς όταν είμαι βαθειά πεπεισμένος ότι σώθηκαν και βρίσκονται κοντά στον Θεό. Γιατί να λυπάμαι όταν αυτοί χαίρονται; Εάν αυτοί μας βλέπουν, δεν θα τους είναι δυσάρεστα τα πικρά μας δάκρυα;
Θα πω καλύτερα κλαίμε για τον εαυτό μας, επειδή τους χάσαμε. Και αυτό δεν είναι σωστό. Διότι δεν παύουν να είναι κοντά μας και να μας ευεργετούν, όχι βέβαια ορατά. Τώρα μάλιστα είναι ακόμα περισσότερο κοντά μας.

Αληθινή ζωή δεν είναι αυτή που ζούμε εδώ στην γη, αλλά εκείνη που θα ζήσουμε στον ουρανό. Εάν αυτή εδώ ήταν η αληθινή ζωή, τότε δεν θα πεθαίναμε. Εδώ στην γη προετοιμαζόμαστε για τον ουρανό, όπου δεν υπάρχη η κοσμική τάξις των πραγμάτων αλλά η αγγελική.

Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος
Πηγή: (από το βιβλίο: Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, Απάνθισμα Επιστολών, εκδ.Ι.Μ.Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής)

Ένα αποκαλυπτικό και θαυμαστό όραμα!

Είπε κάποιος από τους αγίους Γέροντας, ότι μίαν φοράν όπου ήμουν εις το κελλίον μου, μου ήλθε λύπη, ακηδία και κακή καρδία και επήγα προς κάποιον Γέροντα,
όπου ήτον άγιος άνθρωπος, και τον εχαιρέτησα παρακαλώντας τον να μου ειπή κανένα λόγον ωφελείας, δια να στραφή η ταλαίπωρος ψυχή μου από την αμέλειαν και την ακηδίαν εκείνην όπου είχα, προς τα καλά και σωτήρια της αρετής και της αγιότητος έργα. 

Ο δε Γέρων εκείνος ο άγιος και θαυμαστός, επειδή ήτον θεοφόρος και ωδηγείτο υπό της θείας χάριτος εις το να πράττη το θέλημα του Θεού εις την ζωήν του, μου εδιηγήθηκε πολλά γλυκύτατα και σωτήρια λόγια όπου ήσαν ικανά και άξια να στηρίζουν και να οικοδομούν κάθε ψυχήν και να την προτρέπουν με φιλοτιμίαν να πορεύεται την οδόν της μετανοίας. Εστερεώθη η καρδία μου και ευχαρίστησα τον Θεόν. Κατόπιν ηρώτησα τον Γέροντα να μου ειπή περί καθαράς και ειρηνικής και αγίας προσευχής. Και αποκριθείς ο άγιος Γέρων είπεν: 

«Μίαν φοράν εις τον καιρόν της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής έτυχε και εσηκώθηκα από τον ύπνον πριν από το μεσονύκτιον. Και πρώτον μεν επροσκύνησα έως εδάφους μετά φόβου και σεβασμού και αγάπης τον υπό πάντων των ευσεβών και ορθοδόξου Χριστιανών προσκυνούμενον Θεόν. 

Έπειτα υψώσας τας χείρας μου και τους οφθαλμούς μου εις τον ουρανόν προσηυχόμην επί πολλάς ώρας. Και όσον μου ήτο δυνατόν προσηυχόμην με πολλήν κατάνυξιν και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς. Και μοι εφαίνετο -καθώς είναι και η αλήθεια- ότι συνωμίλουν νοητώς και χωρίς λάλημα της φωνής μετά του αγαπητού και πολυποθουμένου μου Θεού. 

Συνέβη λοιπόν τότε, εις τον καιρόν της προσευχής μου εκείνης -καθώς με εφάνη- ότι ηρπάγη ο νους μου, και ανέβη, και απέρασεν αυτόν τον φαινόμενον ουρανόν και ευρέθη μέσα εις κάποιαν πόλιν μεγάλην και πολυάνθρωπον. 

Το δε κάλλος της πόλεως εκείνης καθώς είναι, λογιάζω ότι δεν δύναται νους ανθρώπου να το ειπή και να το παραστήση καθώς πρέπει, πλην όσον δύναται ο νους μου και η γλώσσα μου να διηγηθώ: δια την ευμορφίαν και ευπρέπειαν όπου είχον τα τείχη της πόλεως εκείνης της ουρανίου δια τον πολύτιμον και μεγαλοπρεπή στολισμόν όπου είχον αι θύρες της, δια την λαμπροτάτην και χρυσοειδή θεωρίαν όπου είχεν το έδαφός της, και δια όλην την άλλην θαυμαστήν σύνθεσιν και τεχνουργίαν, της οποίας τεχνίτην και δημιουργόν ελογίαζα τον Θεόν. 

Ο δε πολύς και περισσός λαός και κόσμος, το πλήθος των ανθρώπων όπου ήσαν εκεί δεν είχαν μετρημόν ουδέ λογαριασμόν. Και ήσαν όλοι εστεφανωμένοι τας κεφαλάς, και εστολισμένοι με κάλλος, και με λαμπράς ενδυμασίας. Το δε είδος και η στολή ενός εκάστου δεν ήτον ομοία εις όλους, αλλ’ ήτο πολλών λογιών. 

Άλλων δηλαδή οι στέφανοι ήσαν ωσάν από γυαλί καθαρώτατον και λαμπροί ως κρύσταλλον. Άλλων ήσαν αργυροειδείς, άλλων χρυσοειδείς και εκ λίθων πολυτίμων και άλλων μαργαροειδείς. 

Και εις την ενδυμασίαν επίσης συνέβαινεν το όμοιον με τους στεφάνους, έβλεπον ενδυμασίας πολλών λογιών με διάφορα και πολύτροπα χρώματα. Εφορούσαν δηλ. οι μακάριοι κάτοικοι της πόλεως εκείνης της ουρανίου, στολάς και στεφάνους όχι μόνον από τες τιμημένες ύλες του χρυσίου και του αργυρίου και των πολυτίμων λίθων, αλλά και ωσάν από σιδήρου και χαλκού και μολύβδου εφαίνετο ότι είχον υφασμένες και πλεγμένες μερικοί τες στολές αυτών και τους στεφάνους, αναλόγως της πνευματικής αυτών καταστάσεως. 

Ταύτα βλέποντας εγώ εθαύμαζον και με εφάνη καλόν να ερωτήσω κάποιους από εκείνους τους φορούντας τους στεφάνους να με ειπούν τι λογής αρετήν είχον κατορθώσει εις τον κόσμον με το πολυπαθές σώμα των, και ποία ήτο η θαυμαστή και θεάρεστος εργασία των και κατηξιώθησαν να έλθουν εις εκείνην την αξιοθαύμαστον και πολυαγαπημένην πόλιν, δια να έχουν τόσην τιμήν και δόξαν. 

Αυτά συλλογιζόμενος επλησίασα εις έναν από εκείνους τους λαμπροφορεμένους όπου έβλεπα, του οποίου η στολή και ο στέφανος ήσαν ωσάν από τας χρυσοειδείς ακτίνας του ηλίου, και τον ηρώτησα, άρχοντά μου τιμημένε και υπέρλαμπρε, ειπέ μοι, εις την δόξαν σου αυτήν και την λαμπρότητα πώς εισήλθες; Ποίον ήτο το ύψος της κατά Θεόν αρετής σου εις την πρόσκαιρον ζωήν δια το οποίον τόσον υπέρλαμπρα εδώ ετιμήθης; Και αποκριθείς εκείνος μοι είπεν: 

Εγώ, αδελφέ μου ήμουν πτωχός και ταλαίπωρος και ασθενής και αδύνατος και χωλός από μικράς ηλικίας. Και επειδή υπέμεινα μετά ευχαριστίας την σιδηράν κάμινον της πτωχείας και την πολυχρόνιον της ασθενείας ταλαιπωρίαν χωρίς γογγυσμού, δι’ αυτό μου εδόθη παρά του φιλανθρώπου Θεού να έχω μετά θάνατον αυτήν την δόξαν και την λαμπρότητα, όπου βλέπεις. 

Τότε αφήκα αυτόν και ήλθον προς άλλον, του οποίου η μεν όψις ήτο ωσάν τον λαμπρόν αυγερινόν, η δε ενδυμασία και ο στέφανός του ήτον από μαργαρίτας και άλλους πολυτίμους λίθους εστολισμένα. Ηρώτησα λοιπόν και αυτόν ωσάν και τον πρώτον, και απεκρίθη και μου είπε: 

Εγώ, αδελφέ, ήμουν καλόγερος εις την πρόσκαιρον ζωήν, και αφού άρχισα την μοναχικήν πολιτείαν έως τέλους καλά εκοπίασα με τους κόπους της ασκήσεως και με ανδρείαν και υπομονήν εκαρτέρησα τους πειρασμούς και τις θλίψεις της ασκητικής ζωής. Αλλ’ εις το τέλος εδελεάσθηκα από τους εκ δεξιών λογισμούς και εχειροτονήθην επίσκοπος. 

Όμως πάλιν φοβηθείς τον Θεόν οικονόμησα και εκυβέρνησα καλά με ευσέβειαν και ευλάβειαν τα της αρχιερωσύνης, και δι’ αυτό ωσάν εχωρίσθην από το σώμα μου ήλθον εδώ και έλαβον παρά του φιλανθρώπου Θεού την δόξαν αυτήν όπου βλέπεις εις τον τόπον αυτόν της χαράς και ευφροσύνης. 

Εάν όμως δεν είχον στέρξει το αξίωμα της Αρχιερωσύνης, και εάν είχα αποστραφή την πρόσκαιρον εκείνην δόξαν του κόσμου, θα ήμουν τώρα και εγώ όλος φως, και όλος ενδεδυμένος τον ήλιον, καθώς εκείνος ο αδελφός με τον οποίον ομίλησες προτύτερα. 

Τότε αφήνοντας και αυτόν τον σεβάσμιον Γέροντα επήγα προς κάποιον άλλον όπου εφόρει στέφανον αργυρούν, και το πρόσωπόν του ήτο λαμπρόν και χαριέστατον και η ενδυμασία του ήτο λευκή ωσάν το χιόνι καθώς δέχεται τας ακτίνας του ηλίου. Ηρώτησα και αυτόν να μου ειπή ποίαν αρετήν είχε κατορθώσει εις τον κόσμον. Και αποκριθείς μου είπεν: 

Εγώ αδελφέ ήμουν άνθρωπος λαϊκός εις την ζωήν εκείνην, εξοικονομών τον άρτον μου και τα απαραίτητα προς το ζην με τον ιδρώτα του προσώπου μου, καθώς επρόσταξεν ο Θεός. Και ελθών εις ηλικίαν έλαβον γυναίκα νόμιμον κατά τας ευλογίας της Εκκλησίας, και απέκτησα τέκνα όσα έδωκεν ο Θεός, και εις όλην μου την ζωήν άλλην γυναίκα δεν εγνώρισα. 

Και με την χάριν του Χριστού πορευόμενος κανένα δεν επείραξα, κανένα δεν ηδίκησα, κανένα δεν επίκρανα, κανένα δεν εσυκοφάντησα. Ελεημοσύνην έκαμνα όσον ημπορούσα. Από την Εκκλησίαν και από τα άγια Μυστήρια δεν έλειπα και με φόβον Θεού και αγάπην των συνανθρώπων μου απέρασα την ζωήν μου. 

Δι’ αυτό και όταν δια του θανάτου εχωρίσθηκα από το σώμα μου ήλθον, Θεού βουλήσει, εις τον τόπον αυτόν και εις την ανάπαυσιν αυτήν όπου με βλέπεις μετά των Δικαίων. 

Τότε, αφήνοντας και αυτόν επήγα προς δύο άλλους όπου έστεκαν μαζί και είχον ο μεν ένας ωσάν από σίδηρον πλεγμένον τον στέφανόν του, ο δε άλλος ωσάν από χαλκόν, και η όψις των ήτον εις το κατά φύσιν, καθώς φαίνονται εις τον κόσμον αυτόν όλοι οι άνθρωποι. 

Τα δε ενδύματά των ήσαν εις την μέσην τάξιν. Ούτε εντελώς λερωμένα, ούτε πάλιν, ακάθαρτα, αλλά ωσάν να ήτον πλυμμένα. Και όταν τους ερώτησα τι έκαμαν εις την ζωήν, απεκρίθησαν και με είπαν: 

Ημείς, αδελφέ, ήμεθα κακότροποι άνθρωποι εις την ζωήν και κατά πολύ αμαρτωλοί. Καμμίαν αμαρτίαν δεν αφήκαμεν όπου να μην την πράξωμεν. Και επειδή δεν αφήναμεν με το καλόν τες αμαρτίες μας, ήλθεν ο θάνατος με την προσταγήν του Θεού να μας κόψη ωσάν άκαρπα δένδρα και να μας παραπέμψη εις το πυρ το αιώνιον. 

Όμως, τότε την ώραν του θανάτου, εβάλαμεν εις τον νουν μας την πολλήν ευσπλαγχνίαν του Θεού και το αμέτρητον έλεος του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, όπου λέγει δια του προφήτου: «Και μετά ταύτα πάντα επίστρεψον». 

Και πάλιν αλλού όπου λέγει: «Ου θελήσει θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν». Δια ταύτα και ημείς, επέσαμεν εις μετάνοιαν αληθινήν με ταπείνωσιν και συντετριμμένην καρδίαν και με το φάρμακον της εξομολογήσεως ευρήκαμεν την ιατρείαν της ψυχής μας. 

Εδώσαμεν δε λόγον εις τον Θεόν με όλην την δύναμιν της ψυχής μας να παύσωμεν τελείως τες αμαρτίες μας, όχι μόνον να μην τες ξαναπράξωμεν αλλά μήτε να τες ξαναεπιθυμήσωμεν. 

Και με τοιαύτας σταθεράς υποσχέσεις εστερεώσαμεν την μετάνοιάν μας προς τον Πανάγαθον Θεόν, παρακαλούντες την Παναγίαν Θεοτόκον και πάντας τους Αγίους να βοηθήσουν εις την απόφασίν μας να μη στρέψωμεν εις τα οπίσω. 

Αλλά, πώς να σου διηγηθώμεν, αδελφέ, την άπειρον ευσπλαχνίαν του Ουρανίου Πατρός την οποίαν έδειξεν εις ημάς και ανά πάσαν στιγμήν δεικνύει εις όλους τους αμωρτωλούς, αναμένων την μετάνοιάν τους και δίδων εις τον καθένα χωριστά και εις όλους μαζί αφορμήν και τρόπους και ευκαιρίες επιστροφής και διορθώσεως! 

Καθώς δεν έχουν μετρημόν τα φύλλα των δένδρων και η άμμος της θαλάσσης, ομοίως δεν έχει μετρημόν και το έλεος του Θεού όπου απλώνει εις τον αμαρτωλόν παρακαλώντας τον με την χάριν του να συνέλθη και να μετανοήση έστω και την ενδεκάτην ώραν της ζωής του, έστω ολίγον προ του θανάτου του, καθώς ο ληστής επάνω εις τον Σταυρόν. 

Αυτά τα παρηγορητικά λόγια μου είπον οι αδελφοί εκείνοι, οι οποίοι αν και υπήρξαν κατά πολύ αμαρτωλοί εις την ζωήν αυτών, όμως εις το τέλος φοβηθέντες την κόλασιν και ελπίσαντες εις το θείον έλεος έπλυναν την στολήν της ψυχής των με τα δάκρυα της μετανοίας και λυτρωθέντες της κολάσεως εισήλθον εις τον τόπον της αιωνίου αναπαύσεως». 

Αυτά μου είπεν ο άγιος εκείνος Γέρων της ερήμου και έπειτα έσκυψε την κεφαλήν κάτω και εστέναξεν από καρδίας. Εγώ ακούοντας εκείνον τον στεναγμόν εσυλλογίστηκα με πολλήν ταπείνωσιν και είπα εις εαυτόν: Αλλοίμονον εις εμέ και εις τους κατ’ εμέ αμαρτωλούς! 

Αν αυτός ο άγιος Γέρων αναστενάζει τόσον βαθέως, παρ’ ότι ο Θεός τον ηξίωσε να ιδή και να θαυμάση τόσα θαυμαστά του άλλου κόσμου, πόσον πρέπει να αναστενάζω και να δακρύω και να μετανοώ καθ’ ημέραν και ώραν εγώ δια τες αμαρτίες μου; 

Τότε τον ηρώτησα δια τελευταίαν φοράν να μου ειπή δι’ εκείνον τον βαθύν στεναγμόν. Και ο τίμιος Γέρων καθώς εσήκωνεν την ολόλευκον κεφαλήν του με τους δακρυσμένους οφθαλμούς επρόσθεσεν έναν ακόμη στεναγμόν και με κατανυκτικήν φωνήν μου είπεν: 

«Δεν ημπορώ, αδελφέ, να λησμονήσω τα όσα είδα και άκουσα εις την άνω εκείνην Ιερουσαλήμ, από τα οποία δεν σου εδιηγήθηκα ουδέ ένα χιλιοστόν. Στενάζω και θρηνώ δια την αμέλειάν μου και δια την σκληροκαρδίαν και αμετανοησίαν των συνανθρώπων μου, όπου ο Πανάγαθος, μας έχει ετοιμάσει τα κάλλη του Παραδείσου και ημείς οι ταλαίπωροι και εσκοτισμένοι δεν θέλομεν να αφήσωμεν τες αμαρτίες μας και τες κακές επιθυμίες μας, τες πλεονεξίες και αδικίες και τους φθόνους και τες μνησικακίες μας να μετανοήσωμεν από καρδίας και να συμφιλιωθώμεν με τον Θεόν και τους συνανθρώπους μας δια να αξιωθώμεν και ημείς της χαράς εκείνης των σωζομένων».