.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Οι πειρασμοί πάντα είναι οι ίδιοι, διότι τα δαιμόνια παραμένουν τα ίδια

Κάθε άνθρωπος, κάθε χριστιανός ορθόδοξος, προσέρχεται στον Θεό και Τον πλησιάζει, αφού πρώτα δοκιμασθεί δια «πυρός και ύδατος». Εάν δεν περάση ο χριστιανός από καμίνι, στην αναψυχή δεν έρχεται.

Γι’ αυτό και ο καλός Θεός, ο οποίος «ετάζει καρδίας και νεφρούς» γνωρίζει πολύ καλά τι κρύβει ο καθένας μας μέσα στο βάθος της καρδιάς του από πλευράς εμπαθείας, από πλευράς χαρισμάτων και προθέσεων και ανάλογα επεμβαίνει, συνήθως με πικρά φάρμακα. Πολλές φορές και με σταύρωση πραγματική, προκειμένου να μας ανορθώση ψυχικά, να μας κάνει ψυχικά υγιείς…

Ξεσηκώνει ο Θεός έναν πόλεμο και δη σε μας τους μοναχούς. Επιτρέπει στον δαίμονα και μας βάζει σε μάχη, αλλά δεν μας αφήνει χωρίς Χάρη. Συγχρόνως έρχεται και συμπαραστέκεται αοράτως και δυναμώνει την ψυχή,φωτίζει τον άνθρωπο, του διδάσκει τον πόλεμο κι έτσι δίνει τη μάχη. Εκεί ή θα στεφανωθεί ή θα ηττηθεί…

Ό υπ’ αριθμόν «ένα» πόλεμος είναι ό σαρκικός. Αρχίζει από την νεότητα. Επιτρέπει στον δαίμονα της πορνείας, να πολεμήσει τον άνθρωπο με πόλεμο, που ενδεχομένως έξω στον κόσμο του ήταν άγνωστος, δηλαδή μπορεί έξω να ήταν ή ζωή του καθαρή, να μην έμπλεξε με την αμαρτία και να ήταν σε ομαλή κατάσταση. Ήξερε ό Θεός ότι έξω στον κόσμο, εάν επέτρεπε στον δαίμονα αυτόν να τον πειράξει, δεν επρόκειτο να τα βγάλει πέρα ό άνθρωπος. Τον φωτίζει, του δίνει την προκαταρκτική χάρι, του δίνει τον ενθουσιασμό, του δίνει την θέληση, την δύναμη, αποτάσσεται τον κόσμο και έρχεται εδώ. Μπαίνει στο πεδίον της μάχης και κατόπιν εξαπολύει τον δαίμονα της πορνείας. Του λέει: «Πολέμησε τώρα». Και έρχεται ό μοναχός και λέει: «Πώς εγώ δεν είχα αυτόν τον πόλεμο; Πώς θα απαλλαγώ τώρα;». Ή του δίνει άλλου είδους πόλεμο και νοιώθει ότι έγινε χειρότερος εδώ, που είναι στο Μοναστήρι, ενώ στον κόσμο δεν είχε πόλεμο, δεν είχε τόσους πειρασμούς. Του λέει ό λογισμός ότι ήταν καλύτερα εκεί παρά εδώ. Κι όμως δεν είναι έτσι. Εδώ εξαπέλυσε τον δαίμονα, εδώ τον άφησε ελεύθερο να σε πολεμήσει. Γιατί; Για να ανάδειξη μάρτυρα, αγωνιστή και δικαιωματικά να πάρεις το στεφάνι.

Γι’ αυτό λέγεται ότι, αν ήξεραν οί άνθρωποι ότι ο μοναχός έχει πολλούς πειρασμούς, δεν θα γινόντουσαν μοναχοί. Άλλα και τανάπαλιν, εάν ήξεραν την δόξα των μοναχών στον άλλο κόσμο, όλοι τους θα γινόντουσαν μοναχοί.

Κατά τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο ό Θεός δεν θέλει για την άλλη ζωή «βόδια», άμυαλους, απείραχτους, άσοφους, αλλά σοφούς όχι σοφούς κατά την κοσμική έννοια, αλλά σοφούς στον πόλεμο κατά του δαίμονος, κατά του κόσμου και κατά του εαυτού τους. Ό άνθρωπος πρέπει να γίνει αγωνιστής και πάνω σ’ αυτόν τον πόλεμο τον περίπλοκο γίνεται σοφός και πτυχιούχος πλέον της κατά Θεόν σοφίας, διότι μαθαίνει την τέχνη των τεχνών και την επιστήμη των επιστημών. Έτσι ανεβαίνει και γίνεται κληρονόμος. Ποίας βασιλείας; Όχι επιγείου, όχι φθειρόμενης αλλά της αιωνίου άφθαρτου Βασιλείας.

Εμείς οί σημερινοί άνθρωποι έχουμε τους ίδιους πολέμους, γιατί είναι ίδια τα δαιμόνια, δεν έχουν αλλάξει. Έρχονται, λοιπόν, και μας πολεμούν, όπως τους πατέρες τους παλαιούς. Μα εκείνοι ήταν λεβέντες, γιατί νικούσαν και γινόντουσαν μεγάλοι. Εμείς την πατάμε. Μας φέρνουν λογισμούς π.χ. εναντίον του αδελφού μας και δεν τους πολεμούμε καθόμαστε και τους δεχόμαστε. Γιατί μου είπε ένα λόγο, γιατί με στραβοκοίταξε, γιατί δεν με εξυπηρέτησε πλέκουμε και πλέκουμε λογισμούς και λογισμούς. Και μετά τι γίνεται; Πάμε από το κακό στο χειρότερο. Χάνουμε και τον καιρό μας κι ό διάβολος που είναι πάρα πολύ τεχνίτης, χαίρεται. «Ας τον, λέει, τον χαζεύω τώρα». Ό χρόνος περνάει και το κάθε τι άσχημο στεριώνει μέσα μας. Θα μεγαλώσει, θα μεγαλώσει και από μυρμηγκάκι θα γίνει λιονταράκι! Μετά θα γίνει λέοντας μεγάλος και όταν αντιληφθούμε, ότι πια μας έφερε βόλτα και μας έχει τυλίξει για τα καλά, θα σηκώσουμε το ανάστημα, δήθεν για να αντικρούσουμε, αλλά θα συναντήσουμε ισχύ λέοντος.

Και λέγει ό Όσιος Έφραίμ: «Με λέοντα καταπιάστηκες να πολεμήσεις; Πρόσεξε να μη σου σύντριψη τα κόκαλα!».

Λέγει ό Αββάς Δωρόθεος: «Και τι είναι ένας λόγος, που θα πω ή μία σκέψη να την σκεφθώ; Ναι, αλλά ή μία σκέψης θα φέρει την άλλη και ό ένας λογισμός τον άλλο ή μία υποχώρησης την άλλη κι έτσι ,σιγά σιγά γίνεται ό άνθρωπος εμπαθής».

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας – Φιλοθεϊτης
από το βιβλίο: Η τέχνη της Σωτηρίας, εκδ. Ιεράς Μονής Φιλοθέου

ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΖΥΓΟΝ ΤΟΥ ΑΡΙΝΘΑΙΟΥ γιὰ νὰ τὴν παρηγορήσει γιὰ τὸ θάνατό του

Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχα κάνει γιὰ τὴν κατάστασή σου αὐτή, θὰ ἦταν νά ῾χα ῾ρθεῖ καὶ νὰ παραβρισκόμουνα στὴν περίσταση ποὺ σὲ βρῆκε, ἔτσι καὶ ἐγὼ θὰ εἶχα παρηγορηθεῖ καὶ τὸ καθῆκον μου ἀπέναντι στὴ εὐγένειά σου θὰ εἶχα ξεπληρώσει. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ σῶμα μου δὲν μπορεῖ πλέον νὰ μετακινηθεῖ μακριά, κατέφυγα στὴ γραπτὴ ἐπικοινωνία, γιὰ νὰ μὴ φανῶ ὅτι εἶμαι τελείως ἀδιάφορος πρὸς τὰ συμβάντα.

Ποιός δὲν ἐστέναξε διὰ τὸν ἄνδρα ἐκεῖνο; Καὶ ποιός ἔχει τόσο λίθινη καρδιά, ὥστε νὰ μὴ χύσει γιὰ αὐτὸν θερμὰ δάκρυα; Ἐμένα βάρυνε περισσότερο ἡ ψυχή μου καὶ πόνεσα καθὼς θυμήθηκα τὴν ἰδιαίτερη τιμὴ ποὺ δέχτηκα ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν προστασία ποὺ ἔχει μὲ χίλιους δυὸ τρόπους προσφέρει στὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾽ ὅμως σκέφθηκα ὅτι, ἀφοῦ εἶναι καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος καὶ ξεπλήρωσε τὰ καθήκοντα ποὺ εἶχε σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωὴ τὸν πῆρε πίσω πάλι τὴν κατάλληλη ὥρα, ὁ προνοητὴς Θεός, ποὺ κατευθύνει τὴ ζωή μας. Αὐτὰ εἶναι ποὺ παρακαλῶ τὴ φρόνησή σου νὰ θυμᾶται, ὥστε νὰ διατηρήσει τὴ γαλήνη της καί, κατὰ τὸ δυνατόν, νὰ βαστάσει μὲ ψυχραιμία τὴ συμφορά. Βεβαίως ὁ χρόνος εἶναι ἱκανὸς νὰ μαλάξει τὴν καρδιά σου καὶ νὰ ἐπιτρέψει τὴν ἐπικράτηση τῆς λογικῆς. Ἀλλ᾽ ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη σου πρὸς τὸν ἄνδρα σου, καὶ ἡ πρὸς ὅλους καλωσύνη σου ἄλλωστε, μᾶς βάζει στὴν ὑποψία μήπως παραδοθεῖς στὴν ἀπελπισία, ἀφοῦ λόγω τῆς λεπτότητος τῶν συναισθημάτων σου δέχθηκες τόσο βαθιὰ πληγὴ τῆς λύπης.

Λοιπὸν ἡ διδασκαλία τῶν Γραφῶν εἶναι πάντοτε, καὶ πολὺ περισσότερο σ᾽ αὐτὲς τὶς περιστάσεις, χρήσιμη. Νὰ θυμᾶσαι λοιπὸν τὴν ἀπόφαση τοῦ Δημιουργοῦ μας, κατὰ τὴν ὁποίαν ὅλοι ὅσοι προήλθαμε ἀπὸ τὴ γῆ πάλι στὴν γῆ θὰ ἐπιστρέψουμε καὶ κανεὶς δὲν εἶναι τόσο μεγάλος ὥστε νὰ ξεπεράσει τὸ νόμο τῆς φθορᾶς.

Ἑπομένως ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος ἦταν καλὸς καὶ μέγας, καὶ εἶχε τὴν ἀρετὴ τῆς ψυχῆς ἐφάμιλλο μὲ τὴν ἀνδρεία τοῦ σώματος, τὸ παραδέχομαι καὶ ἐγώ, καὶ μάλιστα ὑπερέβαλλε ὅλους καὶ στὰ δύο. Ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ἦταν ἄνθρωπος καὶ φυσικὰ πέθανε, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ὅπως ὁ Ἄβελ, ὅπως ὁ Νῶε, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὅπως ὁ Μωυσῆς, ὅπως ὁποιοσδήποτε ἄλλος τὸν ὁποῖον εἶναι δυνατὸν νὰ μνημονεύσεις, ἀπὸ ὅλους ὅσους εἶχαν τὴν ἴδια χοϊκὴ φύση. Ἂς μὴ ἀγανακτοῦμε λοιπὸν ποὺ τὸν στερηθήκαμε, ἀλλ᾽ ἀντίθετα ἂς χρεωστοῦμε εὐγνωμοσύνη πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς εὐλόγησε τὴ συζυγία. Διότι τὸ νὰ στερηθεῖς τὸν ἄνδρα σου εἶναι κάτι ποὺ συμβαίνει καὶ στὶς ἄλλες γυναῖκες. Γιὰ τὸ πόσο ὅμως καλὰ πέρασες ἐσὺ μὲ τὸ σύζυγό σου στὴ ζωή, δὲν εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ κάποια ἄλλη γυναίκα τὸ ἴδιο νὰ ὑπερηφανευτεῖ.

Διότι πράγματι ὁ Κτίστης μας δημιούργησε τὸν ἄνδρα σου σὰν μοναδικὸ καὶ ὑποδειγματικὸ τύπο ἀνδρός, ὥστε ὅλοι νὰ τὸν προσέχουν καὶ νὰ μιλοῦν γι᾽ αὐτόν. Ὅσα φτιάχνουν μὲ ἰδανικὸ τρόπο οἱ ζωγράφοι καὶ οἱ γλύπτες δὲν εἶναι τίποτα μπροστά του. Οἱ δὲ ἱστορικοί, ὅταν διηγοῦνται τὰ ἀνδραγαθήματά του στοὺς πολέμους, προχωροῦν στὸν χῶρο τῶν ἀπίστευτων μύθων. Γι᾽ αὐτὸ πολλοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν τὴν θλιβερὴ ἐκείνη εἴδηση ποὺ κυκλοφόρησε οὔτε νὰ καταδεχθοῦν κἂν νὰ ἀκούσουν, ὅτι πέθανε ὁ Ἀρινθαῖος. Ἀλλ᾽ ὁ σύζυγός σου ἔπαθε ὅτι πρόκειται κάποτε νὰ πάθουν ὅλα τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα δημιουργήματα.

Ἀπεδήμησε μὲ λαμπρὸ θάνατο, χωρὶς νὰ ἔχει καμφθεῖ ἀπὸ τὸ γῆρας χωρὶς νὰ ἔχει στερηθεῖ τίποτα ἀπὸ τὴ δόξα του. Μεγάλος ὑπῆρξε σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή, μεγάλος θὰ ἀναδειχτεῖ καὶ στὴ μέλλουσα. Τίποτε ἀπὸ τὴν λαμπρότητα αὐτῆς τῆς ζωῆς δὲν ἔχει χάσει, γιατὶ πρόκειται νὰ ἀπολαύσει τὴν μέλλουσα καὶ γιατὶ λίγο πρὶν φύγει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ εἴχε καθαρίσει κάθε κηλῖδα τῆς ψυχῆς του μὲ τὸ «λουτρὸ τῆς παλιγγενεσίας».

Τὸ γεγονὸς δέ, ὅτι σὺ ἔγινες πρόξενος καὶ συνεργὸς σ᾽ αὐτό, φέρει μεγάλη παρηγοριά. Μετάφερε τώρα τὴν ψυχή σου ἀπὸ τὰ παρόντα στὴ φροντίδα τῶν μελλόντων, ὥστε νὰ καταξιωθεῖς μὲ ἔργα ἀγαθὰ νὰ κερδίσεις τὸν ἴδιο τόπο ἀναπαύσεως ποὺ κέρδισε καὶ ὁ σύζυγός σου. Λυπήσου τὴ γριὰ μάνα σου καὶ ἀκόμα τὴ νέα κορούλα σου, στὶς ὁποῖες ἔχεις μείνει ἡ μοναδικὴ παρηγοριά. Γίνε ὑπόδειγμα ἀνδρείας στὶς ἄλλες γυναῖκες καὶ ρύθμισε τὴν λύπη σου ἔτσι ὥστε οὔτε νὰ τὴν βγάλεις ἀπὸ τὴν καρδιά σου οὔτε νὰ τὴν ἀφήσεις νὰ σὲ καταπιεῖ.

Καὶ τέλος ρίξε τὰ βλέμματά σου πρὸς τὸ μεγάλο μισθὸ τῆς ὑπομονῆς, τὸν ὁποῖο ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ ἀνταπόδοση τῶν ὅσων κάναμε σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή.

Τοῦ Ἁγίου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ τοῦ Μεγάλου, Ἐπιστολὴ 269

"O Ευάλωτος Θεός"

Kατά την Ενσάρκωση και την Γέννηση βλέπουμε ότι ο Θεός, εν Χριστώ, παραδίδει τον εαυτό Του στους ανθρώπους με τη μορφή ενός ανυπεράσπιστου παιδιού. Παραδίδεται! Μπορούμε να Τον κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Βλέπουμε πώς είναι η θεία αγάπη και, τελικά, πώς πρέπει να είναι η τέλεια ανθρώπινη αγάπη: μια ολοκληρωτική αυτοπροσφορά , ανυπεράσπιστη, ολότελα ευάλωτη που καλεί σε ανταπόκριση.
Ο Θεός δίνει την Αγάπη Του, δίνει τον Εαυτό Του με κάθε δυνατό τρόπο. Είναι έτοιμος να μπει στη ζωή μας, να γεμίσει τις καρδιές μας, να θρονιαστεί στη διάνοιά μας, να γίνει η βούληση της βούλησής μας. Για να Του επιτρέψουμε όμως να το κάνει πρέπει να του δώσουμε τον εαυτό μας, πρέπει να απαντήσουμε στην Αγάπη με αγάπη, στην εμπιστοσύνη που ο Θεός δείχνει σ' εμάς να απαντήσουμε με πίστη, δηλαδή με εμπιστοσύνη και πιστότητα σ' Αυτόν.
Και μετά;
- Μετά, εμείς, καθένας χωριστά και όλοι μαζί ως Εκκλησία, θα γίνουμε το "Ελθέτω η Βασιλεία Σου", η απαρχή της ολοκλήρωσης του χρόνου, η απαρχή της ένδοξης νίκης.
Δεν αξίζει να αγωνιστούμε για όλα αυτά; Δεν αξίζει να αποστραφούμε καθετί που μας χωρίζει από την ακεραιότητα, καθετί που μας χωρίζει τον έναν από τον άλλον και από τον Θεό, και να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να γίνει καινή κτίση;
Ας το ξεκινήσουμε τώρα-τώρα που η αρχή έχει έρθει και, κατά κάποιο τρόπο, και το Τέλος είναι ήδη εν μέσω ημών. 
Ας ξεπεράσουμε όλα εκείνα που δεν μας αξίζουν και ας επιτρέψουμε ο Θεός να μεταμορφώσει νικηφόρα τη ζωή μας!
Δόξα τω Θεώ για την Αγάπη Του!
Δόξα τω Θεώ για την εμπιστοσύνη που μας δείχνει και για τις ελπίδες που έχει στηρίξει σ' εμάς!

ΑΝΤΗΟNY BLOOM
"O Ευάλωτος Θεός"
Εκδόσεις Εν Πλω

Ο όσιος Πορφύριος και η μονολόγιστη ευχή



Κάτι που δεν έχει προσεχθεί επαρκώς στη διδασκαλία του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη είναι η σχέση και η αγάπη του προς τη μονολόγιστη ευχή, το γνωστό σε όλους «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». 

Η συντομότατη αυτή παραδοσιακή προσευχή των Ορθοδόξων (πρέπει να) αποτελεί πνευματικό άθλημα και άσκηση όλων ανεξαιρέτως των Χριστιανών και ιδιαίτερα των μοναχών και μοναζουσών.

Ο Καυσοκαλύβης άγιος, γαλουχηθείς με τα νάματα της νηπτικής αγιορείτικης παραδόσεως, ασκήθηκε εξ απαλών ονύχων στη θεάρεστη αυτή προσευχητική τέχνη, την οποία χαρακτήριζε ως την «κατεξοχήν εργασία του». Είχε μάλιστα φτάσει σε υψηλά μέτρα θεωρίας κατ’ αυτήν, όπως φαίνεται από σχετικούς διαλόγους με άλλους αγιορείτες πατέρες και από το παραδοθέν περιστατικό με την αδελφή του και μετέπειτα μοναχή Πορφυρία στον ναό του αγίου Νικολάου στα Καλλίσια. Εκεί μέσα ασκούσαν ομού και μυστικώς τη νηπτική εργασία της ευχής και κατήρχετο το άκτιστο Φως, περιλούζοντας τον ναό.

Οι Άγιοι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του οσίου Σιλουανού, δεν μένουν ούτε δευτερόλεπτο χωρίς προσευχή. Το ίδιο έκανε και ο όσιος Πορφύριος. Μια συντοπίτισσά μου κατέθεσε στον υπογράφοντα προσωπικά μια μαρτυρία της ιδίας κατά την επίσκεψή της στο κελί του γέροντα στον Ωρωπό. Της είχε υπογραμμίσει εμφατικά: «συνέχεια, συνέχεια προσευχή, μη σταματάτε να προσεύχεστε». Πρόκειται για λόγια ουσιαστικά και σε καμιά περίπτωση για σχήμα λόγου. Η ανάγκη της προσευχής ήταν για τον άγιο συναφής με αυτήν της αναπνοής. Επρόκειτο για ζήτημα ζωής (κοινωνίας αδιάλειπτης με τον Θεό) και θανάτου (απόκρουσης των δαιμονικών προσβολών και επιθέσεων). Αυτή την αίσθηση εξάπαντος τη διέθεταν οι Άγιοι σε απίστευτα μεγαλύτερο βαθμό και ένταση από εμάς τους κοινούς θνητούς.

Τελευταία κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με μαρτυρίες ενός πνευματικού του παιδιού, του Παρασκευά Λαμπρόπουλου. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η συχνή καταγραφή της ευχής δια στόματος Πορφυρίου και η σύνδεσή της με την καθημερινότητα των θαυμάτων του. Πριν από διάφορες θαυματουργικές επεμβάσεις και χαρισματικές απαντήσεις του ο όσιος έλεγε το «Κύριε Ιησού Χριστέ…». Το συσχέτισα αυτό άμεσα με μια άλλη μαρτυρία που έχει αναρτηθεί και στο διαδίκτυο. Εν προκειμένω ο αγιορείτης άγιος πρότεινε στον σύζυγο μιας καρκινοπαθούς κυρίας να κάνει τηνευχή και, ως εικός, ακολούθησε το ανέλπιστο θαύμα της νεκρανάστασής της.[1] Κλείνω τις σχετικές μαρτυρίες με ένα βιβλίο που έπεσε «τυχαία» στα χέρια μου ένα χρόνο πίσω. Εκεί διάβασα από μια πνευματική κόρη του πατρός το ίδιο ακριβώς πράγμα. Προσπαθούσε να της δείξει πώς να λέει την ευχή, προκειμένου να ανακαλύψει υπόγεια ύδατα! Ως γνωστόν, ο Άγιος είχε και αυτό το χάρισμα στα πλαίσια της τεράστιας διορατικότητός του. Εκείνο, μάλιστα, που κάνει εδώ εντύπωση, είναι η εμφατική επισημείωση του Οσίου: «θέλω, μωρέ, τα χαρίσματα που έχω να τα πάρετε και σεις»!

Είναι σαφές ότι στην Εκκλησία μας δεν υπάρχει τίποτε μαγικό. Όλα τα ενεργεί ο Θεός μέσα στο κλίμα της προσευχής, της ταπείνωσης και της αγάπης. Οι Άγιοι δεν είναι υπεράνθρωποι ούτε υπόσχονται αυτόματες θεραπείες και επιλύσεις επί παντός προβλήματος. Το βλέπουμε αυτό ξεκάθαρα και στην περίπτωση του σύγχρονου αγίου της Ομόνοιας. Αισθανόταν βαθιά τη μηδαμινότητα και ανεπάρκειά του, τη συνεπόμενη άμεση εξάρτησή του από τον Θεό και την ανάγκη προσφυγής στη Χάρη, στη δύναμη του Χριστού. Αν έτσι λειτουργούσαν οι δυνατοί αυτοί άνθρωποι, τι να πούμε για μας τους υπόλοιπους; Πόσο τραγικά όντα είμαστε μέσα στην άγνοια και στην πλάνη της αυτάρκειάς μας;

Η «ευχούλα» τούτη είναι το πανίσχυρο όπλο κατά του Διαβόλου και το κλειδί της πνευματικής ζωής, της ίδιας της αγιότητας. Και όλα τούτα δεν είναι ούτε κάτι πρωτοφανές ούτε μυστικισμός ούτε μια ελιτίστικη άσκηση για μια κάστα εκλεκτών (ας πούμε αγίων και μοναχών). Μιλάμε για την αρχέγονη και διαχρονική ησυχαστική παράδοση της Ορθοδοξίας. Πώς, όμως, να την προβάλεις σήμερα, που καλά κρατεί τόσο ο ευσεβισμός και ο ηθικισμός των παρεκκλησιαστικών Οργανώσεων, όσο ο κοινωνισμός και η εκλεπτυσμένη απιστία των αριστεριστών θεολόγων των έσχατων τούτων καιρών;

Κώστας Νούσης, Θεολόγος – Φιλόλογος
2/12/2015
Μνήμη οσίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου

Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε...



Τήν Θεοτόκον καί Μητέρα τοῦ Φωτός 
ἐν ὕμνοις τιμῶντες μεγαλύνωμεν

Χαίρε Δέσποινα, Μήτερ ελέους,ζωή, γλυκύτης και ελπίς ημών, χαίρε.
Προς σε βοώμεν οι εξόριστοι παίδες της Εύας.
Προς σε ατενίζομεν στενάζοντες και θρηνούντες εν τήδε τη του κλαυθμώνος κοιλάδι.
Άγε δη, συνήγορε ημών, τους ευσπλάγχνους σου οφθαλμούς εφ'ημάς επίστρεψον, και Ιησούν τον ευλογημένον καρπόν της κοιλίας σου,μετά την υπερορίαν ταύτην ημίν ανάδειξον, ω γλυκεία Παρθένε Μαρία! 

Άγιος Ισαάκ ο Σύρος

(''Προσευχητική Φιλοκαλία'',π. Ν. Χατζηνικολάου)

"Αγρυπνείτε εν παντί καιρὠ δεόμενοι, ίνα καταξιωθήτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι"!

image
ΤΙΤΛ. Ζʹ. –Περὶ εὐχῆς· καὶ ὅσα δι' εὐχῆς κατορθοῦνται ὑμῖν.
Ἐξῆλθε Μωσῆς ἀπὸ Φαραὼ ἔξω τῆς πόλεως, καὶ ἐξεπέτασε τὰς χεῖρας αὐτοῦ πρὸς Κύριον, καὶ ἐπαύσαντο αἱ φωναὶ καὶ ἡ χάλαζα.
Ἀνεβόησε Σαμψὼν πρὸς Κύριον, καὶ εἶπε· Κύριε, μνήσθητι δή μου τὸ ἅπαξ τοῦτο, καὶ ἀνταποδώσω ἀνταπόδοσιν μίαν περὶ τῶν δύο ὀφθαλμῶν μου τοῖς ἀλλοφύλοις. Καὶ περιέλαβε Σαμψὼν τοὺς δύο στύλους τοὺς μέσους, ἐφ' οἷς ὁ οἶκος ἐπεστήρικτο, καὶ εἶπεν· Ἀποθανέτω ἡ ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων. Καὶ ἔπεσεν ὁ οἶκος, καὶ ἐθανάτωσεν ὑπὲρ οὓς ἐθανάτωσεν ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.
Προσηύξατο Ἐζεκίας ὁ βασιλεὺς, καὶ ἀπέστειλεν ὁ Κύριος ἄγγελον, καὶ ἐξέτριψε πάντα δυνατόν, καὶ πολεμιστήν, καὶ ἄρχοντα, καὶ στρατηγὸν ἐν τῇ παρεμβολῇ βασιλέως Ἀσσούρ.
Ἐλάλησε Κύριος ἐπὶ Μανασσῆν, καὶ κατέλαβον τὸν Μανασσῆν, καὶ ἔδησαν αὐτὸν ἐν πέδαις, καὶ ἤγαγον εἰς Βαβυλῶνα. Καὶ προσηύξατο πρὸς αὐτόν, καὶ ἤκουσε τῆς βοῆς αὐτοῦ.
Σχόλ. Ἱστόρηται παρὰ Ἀφρικανῷ, ὅτι ἐν τῷ λέγειν ᾠδὴν τὸν Μανασσῆ, τὰ δεσμὰ διεῤῥάγη σιδηρᾶ ὄντα, καὶ ἔφυγεν.
Ἀνεβόησεν Ἠλιοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν, καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς Ἀβραάμ, καὶ Ἰσαάκ, καὶ Ἰακὼβ ἐπάκουσόν μου ἐν πυρί· καὶ ἔπεσε πῦρ παρὰ Κυρίου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ κατέφαγε τὸ ὁλοκαύτωμα καὶ τὰς σχίζας, καὶ τοὺς λίθους, καὶ τὸν χοῦν, καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἐξέλειξε τὸ πῦρ.
Ὤρθρισεν ὁ λειτουργὸς Ἑλισσαιέ, καὶ ἰδοὺ δύναμις κυκλοῦσα τὴν πόλιν, καὶ ἵπποι, καὶ ἅρματα. Καὶ εἶπε τὸ παιδάριον πρὸς αὐτόν· Τί ποιήσομεν; Καὶ εἶπεν Ἑλισσαιέ· Μὴ φοβοῦ, ὅτι τοῦ πλείους οἱ μεθ' ἡμῶν. Καὶ προσηύξατο Ἑλισσαιέ, καὶ εἶπε· Κύριε, διάνοιξον τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ παιδαρίου· καὶ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τὸ ὅρος πλῆρες ἵππων, καὶ ἅρμα πυρὸς κύκλῳ Ἑλισσαιέ· καὶ προσηύξατο Ἑλισσαιέ, καὶ εἶπε· Πάταξον τὸ ἔθνος τοῦτο ἀορασίᾳ.
Ἦν Ἡσαΐας ἐν τῇ αὐλῇ μέσῃ, καὶ ῥῆμα Κυρίου ἐγένετο πρὸς αὐτόν· Ἐπίστρεψον, καὶ ἐρεῖς πρὸς Ἐζεκίαν· Τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ, Ἤκουσα τῆς προσευχῆς σου, καὶ εἶδον τὰ δάκρυά σου, καὶ προσθήσω ἐπὶ τὰ ἔτη σου ἔτη ιϛʹ.
Ὄρθριζε πρὸς Κύριον παντοκράτορα δεόμενος. Εἰ καθαρὸς εἶ καὶ ἀληθινός, ἐπακούσεται τῆς δεησεώς σου.
Θύσον τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως, καὶ ἀπόδος τῷ Ὑψίστῳ τὰς εὐχάς σου. Τὰς εὐχάς μου τῷ Κυρίῳ ἀποδώσω ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. Προσεύξασθε πρός με, καὶ εἰσακούσομαι ὑμῶν, καὶ ἐκζητήσατέ με ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ὑμῶν, καὶ ἐπιφανοῦμαι ὑμῖν.
Κύριε παντοκράτορ ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ψυχὴ ἐν στεναγμοῖς, καὶ πνεῦμα ἀκηδιῶν ἐκέκραξε πρὸς σέ. Ἄκουσον, Κύριε, ἐλέησον, ὅτι Θεὸς ἐλεήμων εἶ, καὶ ἐλέησον.
Ἐν ψυχῇ συντετριμμένῃ, καὶ πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν, ὡς ἐν ὁλοκαυτώμασιν.
Μὴ ὀλιγοψυχήσῃς ἐν τῇ προσευχῇ σου· μὴ ἐμποδίσῃς τοῦ ἀποδοῦναι εὐχὴν ἐν καιρῷ.
Ὅταν προσεύχῃ, οὐκ ἔσῃ ὥσπερ ὑποκριταὶ σκυθρωποί, ὅτι φιλοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες προσεύχεσθαι, ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν· ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμεῖόν σου. Προσευχόμενοι δέ, μὴ βαττολογήσητε, ὥσπερ οἱ ἐθνικοί· δοκοῦσι γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται. Μὴ οὖν ὁμοιώθητε αὐτοῖς. Οἶδε γὰρ ὁ Πατὴρ ὑμῶν,
Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῶν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν. Πᾶς γὰρ αἰτῶν λαμβάνει.
Προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ' ἰδίαν, εἶπον· Διὰ τί οὐκ ἐδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν· ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύσεται, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
Γρηγορεῖτε, καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν.
Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅ τι ἂν αἰτήσετε τὸν Πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν.
Ἔλεγε παραβολὴν αὐτοῖς πρὸς τὸ δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι, καὶ μὴ ἐκκακεῖν. Κοιτής τις ἔν τινι πόλει, κ. τ. ἑ.
Ἀγρυπνεῖτε ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι, ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι.
Γενόμενος ἐπὶ τοῦ τόπου, εἶπεν αὐτοῖς· Προσεύχεσθε μὴ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμόν. Καὶ αὐτὸς ἀνεσπάσθη ἀπ' αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν, καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, λέγων· Πάτερ, εἰ βούλει, παρένεγκε τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπ' ἐμοῦ. Πλὴν μὴ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ σὸν γενέσθω. Καὶ ἐλθὼν ἐπὶ τοὺς μαθητὰς, εὗρεν αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν.
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἂν εἴπῃ τῷ ὄρει τούτῳ· Ἄρθητι, καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ἔσται αὐτῷ ὃ ἐὰν εἴπῃ. Ὅταν στήκητε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος, ἵνα καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τὰ παραπτώματα ὑμῶν.
Οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει.
Καὶ προσκαλεσάμενοι οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· Οὐκ ἀρεστόν ἐστι καταλείποντας ἡμᾶς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, διακονεῖν τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης. Ἡμεῖς δὲ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου ἐσόμεθα προσκαρτεροῦντες.
Ἀνήρ τις ἦν ἐν Καισαρείᾳ, ὀνόματι Κορνήλιος, ἑκατοντάρχης, ἐκ σπείρης τῆς καλουμένης Ἰταλικῆς, εὐσεβής, καὶ φοβούμενος Θεὸν σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, ποιῶν ἐλεημοσύνας πολλὰς ἐν τῷ λαῷ, καὶ δεόμενος Θεοῦ διὰ παντός. Εἶδεν ἐν ὁράματι φανερῶς, ὡς περὶ ὥραν ἐννάτην τῆς ἡμέρας, ἄγγελον τοῦ Θεοῦ εἰσελθόντα πρὸς αὐτόν, καὶ εἰπόντα αὐτῷ, Κορνήλιε. Ὁ δὲ ἀτενίσας αὐτῷ, καὶ ἔμφοβος γενόμενος, εἶπε· Τί ἐστι, κύριε; Εἶπε δὲ αὐτῷ· Αἱ προσευχαί σου καὶ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Διὰ πάσης εὐχῆς καὶ δεήσεως προσευχόμενοι ἐν παντὶ καιρῷ ἐν πνεύματι, καὶ εἰς αὐτὸ ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει, καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων, καὶ ὑπὲρ ἐμοῦ.
Παρακαλῶ πρὸ πάντων, ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων, ὑπὲρ βασιλέων, καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵν' ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι. Τοῦτο γὰρ καλὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Βούλομαι προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ, ἐπαίροντες ὁσίας χεῖρας, χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ. Ὡσαύτως καὶ γυναῖκας.
Κακοπαθεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσευχέσθω. Εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω. Ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ' αὐτόν, ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου· καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα.
Σωφρονήσατε, καὶ νήψατε εἰς προσευχάς.
Μὴ μικρολογίαν καταγνωσθῶμεν, ἐν τῷ μικρὰ αἰτεῖν ἡμᾶς, καὶ τοῦ διδόντος ἀνάξια.
Εὔηχός ἐστιν ἐκείνη ἡ φωνή, καὶ μέχρι τῆς θείας ἀναβαίνουσα ἀκοῆς, οὐχ ἡ μετά τινος διατάσεως γινομένη κραυγή, ἀλλ' ἡ ἀπὸ καθαρᾶς συνειδήσεως ἀναπεμπομένη ἐνθύμησις.
Χωρίζεται Θεοῦ, ὁ μὴ συνάπτων ἑαυτὸν διὰ προσευχῆς τῷ Θεῶ. Οὐκοῦν τοῦτο χρὴ πρότερον ἡμᾶς διδαχθῆναι τῷ λόγῳ, ὅτι δεῖ πάντοτε προσεύχεσθαι, καὶ μὴ ἐκκακεῖν. Ἐκ γὰρ τοῦ προσεύχεσθαι περιγίνεται τὸ μετὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι· ὁ δὲ μετὰ Θεοῦ ὤν, τοῦ ἀντικειμένου κεχώρισται.
Προσευχὴ τῷ μὲν Ἰωνᾷ τὸ κῆτος οἶκον ἐποίησεν, τὸν δὲ Ἐζεκίαν ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου πρὸς ζωὴν ἐπανήγαγε, τοῖς δὲ τρισὶ νέοις εἰς πνεῦμα δροσῶδες τὴν φλόγα ἔτρεψεν.
Ὁ ἐν καιρῷ προσευχῆς μὴ πρὸς τὰ λυσιτελοῦντα τῇ ψυχῇ τεταμένος, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἐμπαθεῖς τῆς διανοίας κινήσεις συνδιατίθεσθαι τὸν Θεὸν ἀξιῶν, λῆρός τίς ἐστιν ὡς ἀληθῶς, καὶ βαττολόγος, καὶ φληνάφης, καὶ φλυαρός, καὶ εἴ τι ἄλλο τῆς τοιαύτης σημασίας ἐστί. Παρὰ σοῦ μοι ζωή, παρὰ σοῦ γενέσθω καὶ ἡ πρὸς τὸ ζῇν ἀφορμή.
Ἐπειδὴ τῆς τοῦ ἀγαθοῦ κρίσεως ἀπεπλανήθη διὰ τῆς ἀπάτης ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, καὶ πρὸς τὸ χεῖρον ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων κατεκρατήθη, καλῶς εὐχόμεθα τοῦ Θεοῦ τὴν βασιλείαν ἐλθεῖν. Οὐ γὰρ ἔστιν ἄλλως ἐκδῦναι τὴν πονηρὰν τῆς φθορᾶς δυναστείαν, μὴ τῆς ζωοποιοῦ δυνάμεως ἐφ' ἡμῶν ἀντιλαβούσης τὸ κράτος. Ἐὰν οὖν προσευξώμεθα, ταύτῃ τῇ δυνάμει τὸν Θεὸν ἱκετεύωμεν· Ἀπαλλαγείην τῆς φθορᾶς· ἐλευθερωθείην τοῦ θανάτου· μηκέτι κατ' ἐμοῦ βασιλευέτω τὰ νῦν ἐπικρατοῦντα πάθη, μηδὲ ἀγέτω με ὁ πολέμιος διὰ τῆς ἁμαρτίας αἰχμάλωτον· ἀλλ' ἐλθέτω ἐπ' ἐμὲ ἡ βασιλεία σου, ἵνα ἀποχωρήσῃ ἡ τοῦ ἐναντίου τυραννίς. Οὐ γὰρ ὑπομένει τὸ σκότος τὴν τοῦ φωτὸς παρουσίαν, οὐ νόσος ὑγείας ἐπιλαβούσης ἵσταται, οὐκ ἐνεργεῖ τὰ πάθη, τῆς ἀπαθείας παρούσης. Φροῦδος ὁ θάνατος, ἀφανὴς ἡ φθορά, ὅταν ἐν ἡμῖν βασιλεύῃ ἡ ζωή, καὶ ἡ ἀφθαρσία τὸ κράτος ἔχῃ.
Γενηθήτω ἐν ἐμοὶ τὸ θέλημά σου, ἵνα σβεσθῇ τοῦ διαβόλου τὸ θέλημα. Ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ζοφώδεσι τῶν σπηλαίων φωτὸς εἰσκομισθέντος ὁ ζόφος ἀφανίζεται, οὕτω τοῦ σοῦ θελήματος ἐν ἐμοὶ γενομένου, πᾶσα ἡ πονηρὰ καὶ ἄτοπος τῆς προαιρέσεως κίνησις εἰς τὸ μὴ ὂν περιΐσταται. Θέλημα γάρ σου ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἐστίν.
Ὁ τοῦ πονηροῦ ῥυσθῆναι εὐχόμενος, ἔξω τῶν πειρασμῶν γενέσθαι παρακαλεῖ.
Ὅταν δι' εὐχῆς αἰτησώμεθά τι τὸν Δεσπότην, μὴ ταχέως ἐξατονήσωμεν, ἀλλὰ τὸ συνεχὲς τῆς ἀποτυχίας τῇ συνεχείᾳ τῆς αἰτήσεως ἐκνικήσωμεν.
Ἐν ταῖς ἀναβολαῖς καὶ ταῖς ὑπερθέσεσι τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ μὴ προκάμωμεν, μηδὲ προαναπίπτωμεν. Πολλάκις γὰρ ὁ Δεσπότης τὴν δοκοῦσαν ἀναβολὴν εἰς πίστεως γυμνασίαν παρέλκει.
Καλὸν πάντοτε διὰ προσευχῆς ὁμιλεῖν τῷ Θεῷ. Εἰ γὰρ συντυχία ἀνδρὸς ἀγαθοῦ βελτιοῖ τὸν συντυγχάνοντα, πόσῳ μᾶλλον καὶ ἐν ἡμέρᾳ καὶ ἐν νυκτὶ προσομιλεῖν τῷ Θεῷ.
Μέγα ἀγαθὸν εὐχή, ἐὰν μετὰ διανοίας εὐχαρίστου γένηται, ἐὰν παιδεύσωμεν ἑαυτούς, μὴ μόνον λαμβάνοντας, ἀλλὰ καὶ ἀποτυγχάνοντας εὐχαριστεῖν τῷ Θεῷ. Καὶ γὰρ ποτὲ μὲν δίδωσι, ποτὲ δὲ οὐ δίδωσιν, ἀμφότερα χρησίμως. Ὥστε κἂν λάβῃς, κἂν μὴ λάβῃς, ἔλαβες ἐν τῷ μὴ ἀπολαβεῖν· κἂν μὴ ἐπιτύχῃς, ἐπέτυχες ἐν τῷ μὴ ἐπιτυχεῖν. Ἔστι γὰρ ὅτε τὸ μὴ λαβεῖν ὅπερ αἰτοῦμεν, τοῦ λαβεῖν λυσιτελέστερον. Εἰ γὰρ συμφέρον ἡμῖν πολλάκις τὸ λαβεῖν, πάντως ἔδωκεν ἄν. Τὸ δὲ συμφερόντως ἀποτυχεῖν, ἐπιτυχεῖν ἐστι.
Μέγα ὅπλον εὐχή, μέγας κόσμος, μεγάλη ἀσφάλεια. Ἀνθρώπων μὲν γὰρ δεόμενοι, καὶ δαπάνης καὶ χρημάτων δεόμεθα, καὶ κολακείας δουλοπρεποῦς, καὶ πολλῆς περιόδου καὶ πραγματείας. Οὐ γὰρ ἐξ εὐθείας αὐτοῖς τοῖς κύριοις τοῦ δοῦναι τὴν χάριν ἔνι διαλεχθῆναι πολλάκις, ἀλλ' ἀνάγκη πρότερον διακόνους, καὶ οἰκονόμους αὐτῶν, καὶ ἐπιτρόπους, χρήμασι καὶ ῥήμασι, καὶ παντὶ θεραπεῦσαι τρόπῳ, καὶ τότε δι' ἐκείνων τὴν αἴτησιν δυνηθῆναι λαβεῖν. Ἐπὶ δὲ Θεοῦ οὐκ ἔστιν οὕτως. Οὐ γὰρ δεῖται μεσιτῶν ἐπὶ τῶν ἀξιούντων, οὐδὲ οὕτως δι' ἑτέρων παρακαλούμενος, ὡς δι' ἡμῶν αὐτῶν τῶν δεομένων ἐπινεύει τῇ χάριτι. Καὶ ἐνταῦθα μέν, καὶ λαμβάνοντας, καὶ μὴ λαμβάνοντας ἔστι κερδαίνειν, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἑκατέρῳ πολλάκις ἐβλάβημεν. Ἐπεὶ οὖν μεῖζον τὸ κέρδος, καὶ πλείων ἡ εὐκολία τοῖς τῷ Θεῷ προσιοῦσι, μὴ καταφρονῶμεν εὐχῆς. Τότε γάρ σοι μᾶλλον δίδωσιν ἃ αἰτεῖς, ἂν σὺ διὰ σεαυτοῦ αἰτῇς, ἐὰν μὴ παρέργως αἰτῇς, ὅπερ ποιοῦσιν οἱ πολλοί. Ἡ γλῶσσα μὲν λέγει τὰ ῥήματα, ἡ δὲ ψυχὴ τῆς οἰκίας ἢ ἀγορᾶς τὰς ὁδοὺς περιέρχεται. Τοῦτο δὲ ὅλον τοῦ διαβόλου τὸ κατασκεύασμα. Ἐπειδὴ γὰρ οἶδεν ἡμᾶς κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν διαλεχθῆναι πρὸς τὸν Θεόν, ὅτι δυνάμεθα καὶ ἀφέσεως ἁμαρτημάτων τυχεῖν, βουλόμενος ἡμῖν τὸν τῆς εὐχῆς προσχῶσαι λιμένα, κατ' αὐτὸν ἐνίσταται τὸν καιρόν, ἐκκρούων ἡμῶν τὴν διάνοιαν τῶν λεγομένων, ὥστε ζημιωθέντας ἡμᾶς μᾶλλον ἢ κερδαίνοντας, ἀπελθεῖν. Ταῦτα οὖν εἰδώς, ἄνθρωπε, ὅταν προσίῃς Θεῷ, ἐννόησον τίνι προσέρχῃ, καὶ ἀρκεῖ σοι εἰς νῆψιν.
Ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος, καὶ ἰδοὺ γυνή, τὸ παλαιὸν ὅπλον τοῦ διαβόλου, ἡ τοῦ παραδείσου με ἐκβαλοῦσα, ἡ μήτηρ τῆς παρανομίας, ἡ ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας· αὐτὴ ἐκείνη ἡ γυνὴ ἔρχεται. Καινὸν πρᾶγμα καὶ παράδοξον! Ἰουδαῖοι φεύγουσι, καὶ γυνὴ καταδιώκει. Καὶ παρεκάλει αὐτὸν λέγουσα· Κύριε, Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με. Εὐαγγελίστρια γίνεται ἡ γυνή, καὶ τὴν θεότητα, καὶ τὴν οἰκονομίαν ὁμολογεῖ· Κύριε, καὶ τὴν δεσποτείαν· Υἱὲ Δαβίδ, τῆς σαρκὸς τὴν ἀνάληψιν. Ἐλέησόν με. Οὐκ ἔχω κατόρθωμα βίου· οὐκ ἔχω παῤῥησίαν πολιτείας. Ἐπὶ ἔλεον καταφύγω, ὅπου ἀνεξέταστος σωτηρία. Καὶ τί εἶδες οὕτω, πονηρὰ οὖσα καὶ παράνομος; Πῶς ἐτόλμησας προσελθεῖν; Καὶ ὅρα γυναικὸς φιλοσοφίαν. Οὐ παρακαλεῖ Ἰάκωβον· οὐ δέεται Ἰωάννου, οὐδὲ προσέρχεται Πέτρον, ἀλλὰ διέτεμε τὸν χορόν. Οὐκ ἔχω μεσίτου χρείαν, ἀλλὰ λαβοῦσα τὴν μετάνοιαν συνήγορον, αὐτῇ τῇ πηγῇ προσέρχομαι. Διὰ τοῦτο κατέβη, διὰ τοῦτο σάρκα ἀνέλαβεν, ἵνα ἐγὼ αὐτῷ διαλεχθῶ. Ἄνω τὰ Χερουβὶμ αὐτὸν τρέμουσι, καὶ κάτω αὐτῷ πόρνη διαλέγεται. Ἐλέησόν με· ψιλὸν ῥῆμα, καὶ πέλαγος ἀχανὲς σωτηρίας. Ἐλέησόν με· διὰ τοῦτο παρεγένου, διὰ τοῦτο σάρκα ἀνέλαβες, διὰ τοῦτο ἐγένου ὅπερ εἰμί. Ἄνω τρόμος, καὶ κάτω παῤῥησία. Ἐλέησόν με· τί ἔχεις; Ἔλεον ζητῶ. Τί πάσχεις; Ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ἡ συμπαθεία γυμνάζεται, ἡ φύσις βασανίζεται. Ἐξῆλθε συνήγορος τοῦ θυγατρίου· οὐ φέρει τὴν νοσοῦσαν, ἀλλὰ φέρει τὴν πίστιν. Θεός ἐστι καὶ τὰ πάντα βλέπει. Ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Πένθος χαλεπόν, τὸ κέντρον τῆς φύσεως, τὴν μήτραν διεσχίζει, κλυδώνιον τοῖς σπλάγχνοις εἰργάσατο. Τί ποιήσω; Ἀπόλλυμαι. Καὶ διὰ τί οὐκ εἶπεν, Ἐλέησον τὴν θυγατέρα μου, ἀλλά, Ἐλέησόν με; ἐκείνη γὰρ ἐν ἀσθενείᾳ ἔχει τὸ πάθος. Οὐκ οἶδε τί πάσχει, καὶ οὐκ αἰσθάνεται τῆς ἡδονῆς, παραπέτασμα τῆς συμφορᾶς ἔχουσα τὸ ἀνόδυνον, μᾶλλον δὲ τὸ ἀναίσθητον. Ἐμὲ δὲ ἐλέησον, τὴν θεωρὸν τῶν καθημερινῶν κακῶν. Θέατρον ἔχω συμφορᾶς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Ποῦ ἀπέλθω; εἰς τὴν ἔρημον; ἀλλ' οὐ τολμῶ αὐτὴν καταλιπεῖν μόνην. Ἀλλ' εἰς τὴν οἰκίαν; ἀλλ' εὑρίσκω τὸν πόλεμον ἔνδον, τὰ κύματα ἐν τῷ λιμένι. Τί αὐτὴν καλέσω; νεκράν; ἀλλὰ κινεῖται. Ἀλλὰ ζῶσαν; ἀλλ' οὐκ οἶδε τί πάσχει. Οὐκ οἶδα εὑρεῖν ὄνομα ἑρμηνεῦον τὸ πάθος. Ἐμὲ ἐλέησον. Εἰ τεθνήκει τὸ θυγάτριόν μου, οὐκ ἂν τοιαῦτα ἔπαθον. Παρέδωκα ἂν τὸ σῶμα τοῖς κόλποις τῆς γῆς, καὶ τῷ χρόνῳ τὴν λήθην εἰσήγαγον, καὶ διεφόρησα τὸ ἕλκος. Νῦν δὲ νεκρὸν ἔχω διηνεκῆ μοι θεωρίαν ἐργαζόμενον, ὑφαίνοντά μοι τὰ τραύματα, πλεονάζοντά μοι τὸ ἕλκος. Πῶς εἶδον ὀφθαλμοὺς διαστρεφομένους, χεῖρας στραγγαλουμένας, πλοκάμους λυομένους, ἀφρὸν προϊεμένην, τὸν δήμιον ἔνδον ὄντα, καὶ μὴ φαινόμενον, τὰς μάστιγας φαινομένας; Ἕστηκα θεωρὸς τῶν ἀλλοτρίων κακῶν, τῆς φύσεώς με κεντριζούσης. Ἐλέησόν με. Χαλεπὸν τὸ κλυδώνιον, πάθος καὶ φόβος. Πάθος φύσεως, καὶ φόβος δαίμονος. Προσελθεῖν· οὐ δύναμαι, οὐδὲ κατασχεῖν. Ὠθεῖ με τὸ πάθος, καὶ διακρούεταί με ὁ φόβος. Ἐλέησόν με. Ἀλλ' ἐννόησον γυναικὸς φιλοσοφίαν. Οὐκ ἀπῆλθε πρὸς μάντεις· οὐ περίαπτα ἐποίησεν· οὐ μαγγανιστρίας γυναῖκας ἐμισθώσατο, ταύτας τὰς γυμναζούσας τοὺς δαίμονας, καὶ αὐξούσας τὸ ἕλκος, ἀλλ' ἀφῆκε τοῦ διαβόλου τὸ ἐργαστήριον. Ἐλέησόν με· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ὅσοι πατέρες ἐγένεσθε, βοηθήσατε τῷ λόγῳ, καὶ ὅσαι μητέρες κατεσκευάσθητε. Οὐ δύναμαι ἑρμηνεῦσαι τὸν χειμῶνα ὃν ὑπέμεινε τὸ γυναῖον. Εἶδες τὴν καρτερίαν, τὴν ἀνδρείαν, τὴν ὑπομονήν. Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. Καινὰ τὰ πράγματα! Παρακαλεῖ, δέεται, κλαίει τὴν συμφοράν· αὔξει τὴν τραγῳδίαν· διηγεῖται τὸ πάθος, καὶ ὁ φιλάνθρωπος οὐκ ἀποκρίνεται, ὁ Λόγος σιγᾷ, ἡ πηγὴ ἀποκλείεται, ὁ ἰατρὸς τὰ φάρμακα συστέλλει. Τί τὸ καινόν; τί τὸ παράδοξον; Ἄλλοις ἐπιτρέχεις, καὶ ταύτην ἐπιτρέχουσαν ἀπελαύνεις. Ἀλλ' ἐννόησον τοῦ ἰατροῦ τὴν σοφίαν. Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίνατο αὐτῇ λόγον. Τί οὖν; ἐπειδὴ οὐκ Ἐπέτυχεν ἀποκρίσεως, προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, λέγουσιν αὐτῷ, Ἀπολῦσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ἄλλος εὐαγγελιστὴς λέγει, ἔμπροσθεν ἡμῶν. Ἐναντία τὰ εἰρημένα, ἀλλὰ οὐ ψευδῆ. Ἀμφότερα γὰρ ἐποίει. Πρὸ τούτου ὄπισθεν ἔκραζεν. Ὅτε οὐκ ἀπεκρίθη, ἔμπροσθεν ἦλθεν, καθάπερ κύων περιλείχων τοὺς πόδας τοῦ δεσπότου. Ἀπόλυσον αὐτήν. Θέατρον περιέσεισεν, δῆμον συνήγαγεν. Ἀπόλυσον αὐτὴν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Τί οὖν αὐτός· Οὐκ ἀπεστάλην, εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ὅτε ἀπεκρίθη, χεῖρον ἐποίησεν αὐτῆς τὸ ἕλκος. Τί οὖν; διὰ τοῦτο ἄνθρωπος ἐγένου, σάρκα ἀνέλαβες, οἰκονομίας τοσαύτας εἰργάσω, ἵνα μίαν γωνίαν σώσῃς; Ἀπειρημένοι Χαναναῖοι, βδελυκτοὶ τῆς ἀσεβείας, ἐναγεῖς, μιαροί, ἀκάθαρτοι, οὔτε ἀκοῦσαι αὐτῶν ἠνείχοντο οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν νόμον τελοῦντες, καὶ πληροῦντες αὐτόν. Ἐπειδὴ ἡ γυνὴ Χαναναία ἦν, καὶ τοῦ ὁρίου ἐκείνου τοῦ ἀπειρημένου, ἔνθα καὶ λύσσα, καὶ μανία, καὶ ἀσέβεια ἐπέκειτο, καὶ διαβόλου τυραννίς, καὶ δαιμόνων βάκχαι, καὶ φύσις πατουμένη, καὶ εἰς ἀλόγων ἀλογίαν κατενεχθεῖσα, εἰς δαιμόνων κακίαν. Προσέτασσε δὲ ὁ νόμος, Μηδέν σοι καὶ Χαναναίοις· μὴ δῷς, μὴ λάβῃς μετ' ἐκείνων. Μὴ γυναῖκα λάβῃς, μὴ συμβόλαια, μὴ συναλλάγματα. Διὰ τοῦτο φραγμὸν περιέθηκεν. Ἵνα οὖν μὴ λέγωσιν οἱ Ἰουδαῖοι, Ὅτι ἀφῆκας ἡμᾶς, καὶ ἀπῆλθες ἔξω, διὰ τοῦτο οὐκ ἐπιστεύσαμέν σοι. Ἰδοὺ ἀπὸ ἐθνῶν ἔρχονται, καὶ οὐ δέχομαι αὐτούς, ὑμᾶς δὲ φεύγοντας καλῶ· Δεῦτε πρός με, πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς, καὶ οὐκ ἔρχεσθε. Ταύτην δὲ ἀποῤῥίπτω, καὶ παραμένει. Ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν. Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ἴδωμεν οὖν τί λέγει· Οὐκ ἀπεστάλην, εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ἡ δὲ ἀκούσασα, ἦλθε, καὶ προσεκύνησε λέγουσα· Ναί, Κύριε. Ὁ δέ φησιν, Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων, καὶ βάλλειν τοῖς κυναρίοις. Τί οὖν; Ναί, Κύριε. Κύνα με λέγεις, ἐγώ σε Κύριον καλῶ· σύ με ὑβρίζεις, ἐγώ σε αἰνῶ. Ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Ὦ σοφία γυναικός! Κύνα με λέγεις; ὡς κύνα με θρέψον. Οὐ παραιτοῦμαι τὸ ὄνειδος· λάβω οὖν τὴν τροφὴν τοῦ κυνός. Κύνα με ἐκάλεσας; δός μοι ψιχίον. Συνήγορος ἐγένου μοι τῇ αἰτήσει, ἐν τῇ παροχῇ τὴν συγκατάθεσιν ἐπίδειξον. Ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Τί οὖν ὁ παραιτούμενος, ὁ διώκων, ὁ λέγων· Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων, καὶ δοῦναι τοῖς κυναρίοις; ὁ λέγων· Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Τί φησιν, Ὦ γῦναι, ἐπαινέτης ἐγένου; ἀνακηρύττεις τὴν γυναῖκα, οὐκ ᾔσχυνες αὐτήν; οὐκ ἐδίωκες; διὰ τοῦτο ἐδίωκον. Εἰ γὰρ ἐξ ἀρχῆς αὐτὴν ἀπέλυσα, οὐκ ἂν ἔμαθες αὐτῆς τὴν πίστιν. Εἰ ἐκ προοιμίων ἔλαβεν, ἀνεχώρει, καὶ τὸν θησαυρὸν αὐτῆς οὐκ ἠπίστατο. Διὰ τοῦτο ἀνεβαλόμην τὴν δόσιν, ἵνα δείξω αὐτοῖς τὴν πίστιν. Ὦ γύναι. Θεὸς λέγει, Ὦ γύναι! Ἀκουέτωσαν οἱ εὐχόμενοι μετὰ βαναυσίας. Ὅταν εἴπω, Παρακάλεσον τὸν Θεόν, δεήθητι αὐτοῦ, ἱκέτευσον αὐτόν· λέγει, Παρεκάλεσα ἅπαξ καὶ δεύτερον, τρίτον, δέκατον, καὶ οὐκ ἔλαβον. Μὴ ἀποστῇς, ἕως ἐὰν λάβῃς. Τότε ἀπόστηθι ὅταν λάβῃς· μᾶλλον δὲ τότε· ἀλλὰ καὶ τότε παράμενε. Κἂν λάβῃς, αἴτει· ὅταν δὲ λάβῃς, εὐχαρίστησον, ὅτι ἔλαβες. Εἰσέρχονται πολλοὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἀπαρτίζουσι μυρίους στίχους εὐχῆς, καὶ ἐξέρχονται. Μὴ γὰρ πολλῶν χρείαν ἔχει ὁ Θεὸς λόγων; τῆς εὐχῆς σου μόνον χρῄζει. Καὶ τί, φησί· ἔκλινα, καὶ ηὐξάμην; Ἔκλινας τὰ γόνατα, ἀλλ' ἡ διάνοιά σου ἔξω ἐπέτατο. Τὸ σῶμά σου ἔσω, καὶ ἡ ψυχή σου ἔξω. Τὸ στόμα σου ἔλεγεν, καὶ ἡ διάνοιά σου ἠρίθμει τοὺς τόκους, συμβόλαια, συναλλάγματα, χωρία, κτήματα. Ὁ γὰρ διάβολος πονηρὸς ὤν, καὶ εἰδὼς ὅτι ἐν καιρῷ εὐχῆς μεγάλα ἀνύομεν, τότε ἐπέρχεται. Πολλάκις κείμεθα ὕπτιοι, καὶ οὐδὲν λογιζόμεθα, καὶ ὁ νοῦς ἠρεμεῖ. Ἤλθομεν εὔξασθαι, καὶ μυρίοι λογισμοὶ ἐπέρχονται, ἵνα ἡμᾶς ἐκβάλῃ κενούς. Ταῦτα εἰδὼς ἐν ταῖς εὐχαῖς, γίνωσκε τὴν Χαναναίαν. Ἀλλ' οὐκ ἔχεις θυγατέρα δαιμονιζομένην. Τί εἶπεν ἡ Χαναναία; Ἐλέησόν με· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Μέγας ὁ δαίμων, ἁμαρτία· ὁ δαιμονιῶν ἐλεεῖται, ὁ ἁμαρτάνων μισεῖται. Ἐκεῖνος συγγνώμην ἔχει, οὗτος ἀπολογίας ἐστέρηται. Ἐλέησόν με· βραχὺ τὸ ῥῆμα, καὶ πέλαγος φιλανθρωπίας. Ὅπου γὰρ ἔλεος, πάντα τὰ ἀγαθά. Κἂν ἔξω ᾖς, κράζε καὶ λέγε, Ἐλέησόν με· μὴ κινῶν τὰ χείλη, ἀλλὰ τῇ διανοίᾳ βοῶν· καὶ σιωπώντων ἀκούει ὁ Θεός. Οὐ ζητεῖται τόπος, ἀλλ' ἀρκεῖ τρόπος. Ὁ Ἱερεμίας ἐν βορβόρῳ ἦν, καὶ τὸν Θεὸν ἐπεσπάσατο. Ὁ Δανιὴλ ἐν λάκκῳ λεόντων, καὶ τὸν Θεὸν ἐξευμενίσατο· οἱ τρεῖς παῖδες ἐν τῇ καμίνῳ ἦσαν, καὶ τὸν Θεὸν ἐδυσώπησαν. Ὁ λῃστὴς ἐσταυρώθη, καὶ ὁ σταυρὸς οὐκ ἐκώλυσεν, ἀλλὰ παράδεισον ἤνοιξεν. Ὁ Ἰὼβ ἐν κοπρίᾳ ἦν, καὶ τὸν Θεὸν ἵλεον κατεσκεύασεν. Ὅπου ἐὰν ᾖς, εὔχου. Κἂν δικαστῇ παραστῇς, εὔχου. Ὅταν ὀργίζηταί σοι δικαστὴς, εὔχου. Θάλασσα ἦν ἔμπροσθεν, ὄπισθεν οἱ Αἰγύπτιοι ἐδίωκον, μέσος ὁ Μωσῆς. Πολλὴ εὐχὴ ἐν τῇ στενοχωρίᾳ· ἀλλὰ μέγα τὸ πέλαγος τῆς εὐχῆς. Ὄπισθεν οἱ Αἰγύπτιοι ἐδίωκον, καὶ μέση ἡ εὐχή. Καὶ οὐδὲν ἐλάλει Μωσῆς· καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Θεὸς, Τί βοᾷς πρός με; Κἂν τὸ στόμα σου σιγᾷ, ἀλλ' ἡ καρδία σου βοᾷ. Καὶ σὺ ὅταν παραστῇς δικαστῇ μεμηνότι καὶ τυραννοῦντι, καὶ ἐπ' αὐτῶν τῶν δημίων, εὔχου τῷ Θεῷ. Εὐχομένου δέ σου, τὰ κύματα καταστέλλεται. Ὁ δικαστὴς ἐπὶ σέ; πρὸς τὸν Θεὸν φεῦγε· Ὁ ἄρχων πλησίον σου; σὺ τὸν Δεσπότην παρακάλεσον. Μὴ γὰρ ἄνθρωπός ἐστιν; ἀεὶ ἐγγύς ἐστι, καὶ πανταχοῦ ἐστι, καὶ πάντα πληροῖ. Ἐὰν θέλῃς παρακαλέσαι ἄνθρωπον, καὶ μαθεῖν τί ποιεῖ, διακονῶν οὐκ ἀποκρίνεται. Ἐπὶ δὲ τοῦ Θεοῦ οὐδὲν τοιοῦτον. Ὅπου δ' ἂν ἀπέλθῃς καὶ καλῇς, ἀκούει. Οὐ θυρωρός, οὐκ οἰκονόμος, οὐ μεσίτης, οὐ διάκονος, οὐδὲν τούτων. Εἰπέ· Ἐλέησόν με, καὶ ὁ Θεὸς παραγίνεται. Ἔτιλαλοῦντός σου ἐρεῖ· Ἰδοὺ πάρειμι. Ὦ ῥῆμα ἡμερότητος γέμον, οὐκ ἀναμένον τελέσαι τὴν εὐχήν. Οὐδέπω τελεῖς τὴν εὐχήν, καὶ λαμβάνεις τὴν δόσιν. Ἐλέησόν με· ταύτην μιμησώμεθα τὴν Χαναναίαν. Ἐλέησόν με· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Καὶ τί ἤκουσεν; Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις· γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Ἐξηπορήθης, ὑβρίσθης παρ' ἐμοῦ. Ἀπεδίωξά σε, καὶ οὐκ ἀνεχώρησας, ἀλλὰ παρέμεινας. Ἀληθῶς, Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις. Ἀπέθανεν ἡ γυνή, καὶ τὸ ἐγκώμιον αὐτῆς μένει διαδήματος λαμπρότερον εἰς ὅσην ἥλιος ἐφορᾷ γῆν. Ἀκούεις τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Ὦ γύναι, Μεγάλη σου ἡ πίστις γενηθήτω σοι ὡς θέλεις σύ. Καὶ ἐξῆλθε τὸ δαιμόνιον, καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς. Πότε; ἀπὸ ὥρας ἐκείνης. Οὐκ ἐξ ἧς ἦλθεν ἡ μήτηρ αὐτῆς, ἀλλ' ἐξ ἧς ἤκουσε παρὰ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις· γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καὶ λοιπὸν ἦλθεν προσδοκοῦσα εὑρεῖν δαιμονιζομένην, καὶ εὗρεν ὑγιαίνουσαν, τῷ θελήματι αὐτῆς θεραπευθεῖσαν κατὰ τὴν κέλευσιν τοῦ Δεσπότου.
Ἀεὶ προσεύχεσθαι δεῖ, καὶ πρὸ τῶν ἀγώνων, καὶ ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀγῶσι, καὶ τὴν ἄνωθεν ἐπικουρίαν αἰτεῖν.
Ὑπὲρ τῆς κοινῆς τῶν ἀνθρώπων, χρὴ εὔχεσθαι πρότερον σωτηρίας, εἶθ' οὕτως ὑπὲρ ἑαυτῶν. Ἐπὶ γὰρ κοινωνίαν γεγόναμεν, καὶ ταύτην ὁ προτιμῶν τοῦ καθ' ἑαυτὸν ἰδίου, μάλιστα εἴη Θεῷ κεχαρισμένος.
Προσέταξε Κύριος, ἵνα ἐπικαλέσῃ αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως. Διὸ οὐ χρὴ κατοκνεῖν, ἀλλὰ παντὶ μὲν καιρῷ ἐπικαλεῖσθαι τὸν Θεόν, μάλιστα δὲ ἐν τοῖς καιροῖς τῶν θλίψεων, ἵνα δείξωμεν τοῖς ἐχθροῖς, ὅτι κατεπόθημεν ὑπὸ τῶν περιστάσεων, ἀλλὰ μετὰ πεποιθήσεως πρὸς τὸν Θεὸν ἄνω βλέπομεν.
Πλειστάκις δεηθείς, καὶ ἀποτυχών, μὴ ἀποκάμῃς, μηδὲ ἀπελπίσῃς, ἀλλὰ ἀνακαινίσας τοὺς πρὸς τὸν Θεὸν λιβέλλους, πάλιν πρόσελθε ἀναιδῶς τῷ δεσπότῃ. Προτιμᾶται γὰρ ἐν ταῖς ἀνάγκαις τῆς αἰδοῦς ἡ ἀναίδεια. Διὰ γὰρ τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ δοθήσεται αὐτῷ ὅσον θέλει, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος. Ὥσπερ τὸ ἀναπνεῖν οὐδέποτε ἄκαιρον, οὕτως οὐδὲ τὸ αἰτεῖσθαι παρὰ Κυρίου τὰ αἰτήματα μυστικά, μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς.
Ἡμέρας, φησίν, ἐκέκραξα, καὶ ἐν νυκτὶ ἐναντίον σου, Κύριε ὁ Θεός μου. Ὁρᾷς πῶς Δαβὶδ ὁ θεσπέσιος ὑποτύπωσις ὑμῖν γίνεται πρὸς τὸ ἀδιαλείπτως εὔχεσθαι, καὶ μὴ καταφέρεσθαι εἰς ἀκηδίᾳν.
Εἰ πλεονάκις ὠφελήθημεν ἀνδρὶ ἀγαθῷ συντυχόντες, πηλίκα κερδανοῦμεν καθ' ἡμέραν καὶ νύκτωρ προσδιαλεγόμενοι δι' εὐχῆς, καὶ ψαλμῳδίας τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων!
Οὐ τὸ τυχὸν ἀγαθόν, ἀλλὰ καὶ ἄγαν μέγα τὸ πάντοτε διὰ τῆς ἱκετείας ἑαυτοὺς τῷ κρείττονι παρατίθεσθαι. Οὐ μικρὸν τοῖς ἐλαχίστοις καὶ τὸ μίαν βαθμίδα τῆς τῶν ἀρετῶν κλίμακος ἀναθῆναι, καὶ τέως ἄνω γενέσθαι τῆς γῆς.
Τόλμησον προσελθεῖν μετὰ κλαυθμοῦ τῷ οὐρανίῳ ἀρχιάτρῳ Ἰησοῦ, καὶ πάντα τῆς ψυχῆς ἀπογυμνῶσαι τὰ τραύματα. Οὐδὲν γὰρ ἂν εἴη πάθος, ὅπερ μὴ ἰσχύει θεραπεῦσαι Χριστὸς ὁ φιλανθρωπότατος.
Τοὺς σκώληκας τῆς διανοίας ἐξαφανίζειν σπεῦδε δι' εὐχῆς, καὶ νηστείας, καὶ ἀγρυπνίας εὐτόνου.
Εὖ ἴσθι, καὶ εἰς τὸ γῆρας αὐτὸ ἐληλακότας τινὰς ἔγνωμεν, δι' εὐχῆς καὶ ἐλπίδος μέγιστον λελογχότας ἐπουρανίου χαρίσματος.
Οὐδὲν παντελῶς ἀντιτάξασθαι δύναται τῷ Κυρίῳ, οὐ χρόνος, οὐ τόπος, οὐ πρᾶγμα, οὐ διάβολος βρέμων, οὐ δαίμονες πολεμοῦντες, οὐκ ἀσθένεια ψυχικὴ ἢ σωματική, οὐ λογισμῶν στειρώσεις, οὐ νόμος μελῶν σαρκός τε καὶ αἵματος, ὧν κατακαυχᾶται ὁ Σατανᾶς καὶ δράκων, ὁ τὴν ἰσχὺν ἐπ' ὀσφύος κεκτημένος, τὴν δὲ δύναμιν αὐτοῦ τὴν μεστὴν βδελυγμίας, ἐπ' ὀμφαλοῦ τῆς γαστρός· οὐχ ἕξις κακίστη πολυπαθής· οὐ συνήθεια πολυετής τε καὶ χρόνιος.
Οὐ περιποιητέον ἡμῖν τοὺς ἀρέσκοντας τῷ διαβόλῳ λογισμούς, ἀλλὰ ἀναιρετέον τῇ τοῦ θείου λόγου παραξιφίδι.
Ἡ ψυχὴ ἡμῶν, φησίν, ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐκ τῆς παγίδος τῶν θηρευόντων δαιμόνων. Ὥσπερ γὰρ τὰ στρουθία διὰ τῆς τῶν πτερῶν κινήσεως μετάρσια γίνεται ἄνω τῆς γῆς, οὕτω καὶ ὁ θεοσεβὴς ἄνθρωπος ἀπὸ τῶν ἐπιγείων πρὸς τὰ ἐπουράνια διὰ προσευχῶν μετατίθησιν ἑαυτόν.
Τὴν δύναμιν πληροῦτε τῆς προσευχῆς. Εἴτε γὰρ ἐσθίετε, φησίν, εἴτε πίνετε, εἴτε τί ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε. Καθεζόμενος ἐπὶ τραπέζης, προσεύχου· προσφερόμενος τὸν ἄρτον, τῷ δεδωκότι τὴν χάριν ἀποπλήρου. Παρῆλθεν ἡ χρεία τῶν βρωμάτων; ἡ μέντοι μνήμη τοῦ εὐεργέτου μὴ παρερχέσθω. Τὸν χιτῶνα ἐνδυόμενος, εὐχαρίστει τῷ δεδωκότι. Τὸ ἱμάτιον περιβαλλόμενος, αὔξησον τὴν εἰς Θεὸν ἀγάπην, ὃς καὶ χειμῶνι, καὶ θέρει ἐπιτήδεια ἡμῖν σκεπάσματα ἐχαρίσατο, τήν τε ζωὴν ἡμῶν συντηροῦντα, καὶ τὸ ἄσχημον περιστέλλοντα. Ἐπληρώθη ἡ ἡμέρα; εὐχαρίστει τῷ τὸν ἥλιον εἰς ὑπηρεσίαν τῶν ἡμερινῶν ἔργων χαρισαμένῳ ἡμῖν, πῦρ δὲ παρασχομένῳ τοῦ φωτίζειν τὴν νύκτα, καὶ ταῖς λοιπαῖς χρείαις ταῖς κατὰ τὸν βίον ὑπηρετεῖν. Ὅταν ἀναβλέψῃς πρὸς οὐρανόν, καὶ πρὸς τὰ τῶν ἀστέρων ἐνατενίσῃς κάλλη, προσεύχου τῷ Δεσπότῃ τῶν ὁρωμένων, καὶ προσκύνει τὸν ἀριστοτέχνην τῶν ὅλων Θεόν, ὃς ἐν σοφίᾳ τὰ πάντα ἐποίησεν.
Ὅταν περί τινος ἀγαθοῦ παρακαλέσῃς τὸν Θεόν, καὶ μὴ εἰσακούσῃ σου παραυτίκα, μὴ ὀλιγωρήσῃς, μηδὲ μικροψυχήσῃς. Πολλάκις γὰρ πρὸς τὸ παρὸν οὐ συμφέρει σοι τὸ αἴτημα. Πᾶς ὁ αἰτῶν λαμβάνει, φησί. Λαμβάνει δέ, εἴπερ ζητοίη τὰ συμφέροντα τῇ ψυχῇ.
Μὴ πλοῦτον ἐν προσευχῇ ζητήσῃς, μὴ ὑγείαν, μὴ τῶν ἐχθρῶν ἄμυναν, μὴ δόξαν ἀνθρωπίνην, ἀλλὰ μόνον τὰ συντελοῦντα πρὸς σωτηρίαν ψυχῆς.
Ἐὰν κακῶς καὶ ἀξυμφόρως αἰτεῖς, καθάπερ ὁ πυρέττων ἄνθρωπος παρακαλεῖ παρασχεῖν αὐτῷ οἶνον, προσβλέπων ὁ Θεὸς τὰ μέλλοντα, οὐ ποιεῖ τὸ θέλημά σου· οὐ παρέχει τὴν ἀλόγιστον αἴτησιν.
Μνησθῶμεν τοῦ προδότου Ἰούδα, καὶ μὴ ἐξέλθωμεν τῆς ἐκκλησίας. Ἐκείνῳ γὰρ ἀρχὴ ἀπωλείας γέγονε, τὸ μὴ παραμένειν τῇ εὐχῇ. Λαβὼν γὰρ τὸν ἄρτον πρῶτος τῶν λοιπῶν ἐξῆλθε, καὶ εὐθέως ἐχώρησεν εἰς αὐτὸν ὁ Σατανᾶς, καὶ εἰς τὴν προδοσίαν ἐσπούδασεν. Ἐὰν οὖν τις πρὸ τῆς ἀπολύσεως ἐξέλθῃ, τὰς τοῦ Ἰούδα εὐθύνας ἀποτίσει. Μὴ οὖν διὰ μίαν ὥραν μέλλωμεν μετὰ Ἰούδα κατακρίνεσθαι. Οὐδὲν ἡμᾶς βαρήσει ἡ παραμονή· οὐ χειμῶνας ἔνδον ἔχει, οὐ πῦρ, οὐχ ἕτερα κολαστήρια.
Εἰ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ ὁ Κύριος ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις, ὅτι, Παντὶ τῷ αἰτοῦντί σε δίδου τὴν ἐλεημοσύνην, πολλῷ μᾶλλον αὐτὸς ὁ Κύριος παντὶ τῷ δεομένῳ δώσει πλούσια τὰ ἐλέη, καὶ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἄφεσιν, καὶ τῶν λυπηρῶν τὴν λύσιν, τὰ μυρία καλά.
Χριστὸς ὁ παμβασιλεὺς Θεὸς οὐδαμῶς ἀποστρέφεται τοὺς πρὸς αὐτὸν κεχηνότας, καὶ ἀπὸ βάθους καρδίας στενάζοντας, κἂν πολλοῖς ἁμαρτήμασι πεφορτισμένοι τυγχάνωσιν, ἀλλὰ καὶ προσίεται, καὶ καθαρίζει τούτους, τῆς υἱοθεσίας δωρεῖται χάρισμα, καὶ ἀρετῶν ἐργάτας ἀποφαίνει προϊόντος τοῦ χρόνου.

Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἱερὰ Παράλληλα, ΤΙΤΛ. Ζʹ. –Περὶ εὐχῆς· καὶ ὅσα δι' εὐχῆς κατορθοῦνται ὑμῖν, P.G. 95, 1436B- 1456C)


ΑΙΝΟΥΜΕΝ, ΕΥΛΟΓΟΥΜΕΝ, ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΑΥΤΟΥ ΜΗΤΕΡΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ !!!

Ευχαριστώ τον Άγιο Γέροντα από τη Μακεδονία Του Θεού, που μου εμπιστεύτηκε τις Ουράνιες Αποκαλύψεις 
Της Παναγίας Σουμελά για τα μέλλοντα να συμβούν.

Είναι φανερό σε μένα, και ελπίζω και στους αναγνώστες, ότι όλοι οι ουράνιοι νόες είναι εδώ, κάτω στη γη. Τόσο πολύ μας αγαπούν!. Εμφανίζονται αισθητά σε όσους έχουν κατάσταση πνευματική, και αοράτως στους εν μετανοία, και μας παροτρύνουν όλους προς τη διαρκή, και τίμια μετάνοια και σωτηρία!

Και σε μας, τους αμετανοήτους, τι προτείνουν οι ουράνιοι νόες; Άκου, αδελφέ μου συμπαθέστατε, τα μεγαλεία Του Θεού μας και προσπάθησε να κατανοήσεις!

Ο Πανάγαθος Θεός μας, σου χάρισε το αυτεξούσιο, την απόλυτη ελευθερία να αποφασίζεις ακόμα και να τον αρνηθείς. Αν τώρα, έρθει να σου παραβιάσει το αυτεξούσιο, για να μπεις κι εσύ στο χώρο της μετανοίας, αυτοκαταργείται ως Θεός!

Άρα, εκεί που οδηγείσαι λογικότατα, είναι ότι η πρώτη κίνηση γνωριμίας με Το Θεό πρέπει να γίνει από εσένα!

Σου προτείνω κάτι, πολύ δυνατά πνευματικό και απλό, το υλοποίησα εγώ στην αρχή της μετάνοιας και ωφελήθηκα και ωφελούμαι!!!

Λέγε από αυτή τη στιγμή την ευχή Του Ιησού: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! ».

Ο Πανάγαθος Ιησούς θα αποστείλει στη καρδιά σου Το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο θα σε φωτίσει, θα σε ενώσει και θα σε οδηγήσει στα πρώτα συμπεράσματα της αυτογνωσίας σου. Στο βάθος του πνευματικού χρόνου θα σε βοηθήσει να κατανοήσεις ότι είσαι πρόσωπο καθ’ υπόσταση, καθ’ εικόνα Του Κτίστου σου!

Όσοι πάλι, ψηφίζετε διαρκές όχι στην μετάνοια, θα βρεθείτε αισθητά, μαζί με τα άθεα μπάζα της δύσης, στο κακό που έρχεται και πνευματικά, χωρίς υπόσταση, ιδιότητα την οποία έχουν τα ζώα! Δηλαδή χωρίς πρόσωπο, διότι τη θέση του προσώπου έχει πάρει η «μούρη»! Οι «μούρες», όμως, δεν μπαίνουν ποτέ στον παράδεισο! Σε τι κατάντια είσαι αδερφέ μου; Σας λυπάμαι, αλλά και σας εύχομαι μετάνοια την τελευταία στιγμή και σωτηρία!!!

Τι περιμένει εσάς τώρα, φλύαροι και αμετανόητοι μητροπολίτες; Τι σας περιμένει; Για εσάς πόσο πρέπει να κλάψουμε!

Πρέπει, όμως, να σταματήσω εδώ τα δικά μου γράμματα, διότι ακολουθούν τα γράμματα και τα σπουδάματα Της Παναγίας μας.

Εύχομαι σε όλους μας καλή μετάνοια και στον Παράδεισο διαμέσου της Κωνσταντίνου Πόλεως, όπως μας υπόσχεται Η Παναγία μας Η Σουμελά!

«Ό,τι κι αν ακούσετε, εσείς μην φοβηθείτε, της προσευχής τα όπλα στα χέρια να κρατείτε!».

Στους αγαπώντας τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, εύχομαι καλά, χαρούμενα και ειρηνικά Χριστούγεννα! Ο Θεός μεθ’ ημών!

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός
και η Υπεραγία Μητέρα Του
η επονομαζομένη
Παναγία Αρβανίτισσα
να σας ευλογούν.
Γέρων Νεκτάριος Μοναχός
Αγιορείτης

Εις το όνομα της Αγίας Τριάδος
20-11-2015


Μάθημα της Παναγίας της Σουμελά σε μοναχό της Μακεδονίας, για τα βλάσφημα λόγια που είπε ο Υπουργός Παιδείας «(κύριος)» Φίλης.

+ + + 


Ήτανε προσβολή στου Πόντου την Μητέρα. Την Υπερμάχω Στρατηγώ. 
Σ’ εμέ την Πλατυτέρα.
Πούλησαν την Ελλάδα την χώρα των αγίων που κάθε σπιθαμή της ρέει αίμα μαρτύρων.
Η λύρα η ποντιακή βροντή του Μιχαήλ. Θα διώξει τους εχθρούς προτού ο ήλιος βγει.
Της λύρας της ποντιακής το άγιο δοξάρι σπαθί του Αρχαγγέλου. Το νέο συναξάρι.
Θα ‘ναι το συναξάρι της λάμψης του φωτός της πόλης της Επτάλοφου. 
Ο Επανευαγγελισμός.
Πρωτεύουσα του έθνους του Κωνσταντίνου η πόλης. Η νέα η Πεντηκοστή της Οικουμένης όλης.
Διάνοια, χέρι αμαρτωλού, η χάρις μου οδηγεί. Η Παναγία η Σουμελά σας δίνω τη γραφή.
Πολλοί θα απορείτε πως λέει η Παναγία σ’ ανθρώπινη διάνοια τα λόγια αυτά τα θεία.
Είναι η αγάπη του Ιησού τα έσχατα τα χρόνια το πλάσμα του να σώσει με τα δικά του λόγια.
Όπου η αμαρτία πλεόνασε, περίσσευσε η χάρις. Στ’ όνομα του Υιού μου δίνεται αυτή η χάρις.
Ο Κύριος είπε κάποτε κι πέτρες θα λαλήσουν. Γιατί απορείς τεκνίο μου; Όσοι το έλεος ζητούν γιατί να μην μιλήσουν;
Είναι η συγκατάβαση του Ιησού τα έσχατα τα χρόνια, ο ουρανός να δίνει αυτά τα Θεία λόγια:
Πράξεις των Αποστόλων κεφ. β΄ στίχοι 16-21(σε μετάφραση):

16. Αλλ’ αυτό (το καταπληκτικό φαινόμενο) είναι εκείνο, που έχει λεχθή διά μέσου του προφήτου Ιωήλ:

17. Και θα συμβεί κατά τις έσχατες ημέρες (κατά τη χριστιανική εποχή), λέγει ο Θεός, αυτό:

Θα εκχύσω από το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο, και θα προφητεύουν οι υιοί σας και οι θυγατέρες σας. Και οι νέοι σας θα βλέπουν οράματα, και οι γέροντές σας θα ονειρεύονται αποκαλυπτικά όνειρα.

18. Ακόμη και στους δούλους μου και στις δούλες μου τις ημέρες εκείνες θα εκχύσω από το Πνεύμα μου, και θα προφητεύουν.

21. Και όποιος θα επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου, θα σωθή».

Τη φορεσιά του Πόντου φοράω την ματωμένη, την πονεμένη φορεσιά. Η κεχαριτωμένη.
Η Παναγία η Σουμελά σας δίνω τη γραφή. Η λύρα η Ποντιακή ξανά θα ακουστεί.
Τα παλικάρια μου ξανά στολές θε να φορέσουν χορούς της λευτεριάς. Ξανά θε να χορέψουν.
Η λύρα η Ποντιακή πάλι θα ακουστεί, σ’ ολόκληρη την πλάση σαν έρθει η στιγμή.
Όπως χόρεψαν τότε οι Εβραίοι που πέρασαν την Ερυθρά. Έτσι κι Έλληνες θα χορέψουν σαν έρθει η λευτεριά.
Η λύρα η ποντιακή, του ουρανού ωδή, ξανά θα ακουστεί στα ματωμένα χώματα. Στην Άγια τη γη.
Το φόρεμά μου κόκκινο είναι αιματοβαμμένο με αίμα των σφαγιασθέντων μαρτύρων στολισμένο.
Το αίμα αυτό κρατάω στα χέρια μου σφικτά. Στο άλλο χέρι το σταυρό, στον Κύριο μπροστά.
Πόντος, Καππαδοκία, Κύπρος, Μ. Ασία. Το αίμα αυτό κρατάω στην Άνω Βασιλεία.
Κρατήσανε την πίστη, γυναίκες, παλικάρια, μικρά παιδιά και γέροι, που μόνο ο Θεός τους ξέρει.
Έκαιγε το λιβάνι μπροστά στο εικόνισμά μου. Και το καντήλι άσβεστο στη χάρη τη δικιά μου.
Εμύριζαν τα σπιτικά του προσφόρου τον ιδρώτα. Την πίστη τους δεν άλλαζαν, ούτε και ένα γιώτα.
Οι εκκλησίες γεμίζανε με παιδικές φωνές. Χρήματα δεν αλλάζανε ποτέ τις Κυριακές.
Οι αυλές γεμάτες ήτανε με τον Βασιλικό. Τραπεζομάντηλα άσπρα με σήμα το σταυρό.
Γιαγιάδες γύρω απ’ τα παιδιά μιλούσαν για Χριστό. Εμένα δεν με βρίζανε με είχαν φυλαχτό.
Η λύρα η Ποντιακή μίλαγε για πατρίδα. Τραγούδαγε την πίστη. Για την Ορθοδοξία.
Τώρα οι γιαγιάδες βλέπουνε τούρκικα κι άλλα ξένα. Την πίστη παραδώσατε χωρίς καθόλου αίμα.
Σαν ήρθε η άδικη σφαγή παίρναν το εικόνισμά μου, τα άγια τα λείψανα, την πίστη στην καρδιά τους.
Το αίμα αυτό βοά πάνω στον ουρανό. Ζητάει τη δικαίωση απ’ τον Τριαδικό Θεό.
Το αίμα των μαρτύρων Πόντου, Μ. Ασίας, βρίσκεται στο θυσιαστήριο της Άνω Βασιλείας.
«Ευλογημένη» η Βασιλεία σαν ακουστεί στον ουρανό, το αίμα αυτό θα πνίξει τον άδικο εχθρό.
Το αίμα αυτό ποτάμι στην Άνω Βασιλεία. Θ’ αρδεύσει την πίστη απ’ την αρχή. Απ’ την ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ.
Οι μάρτυρες, κι οι Όσιοι, κι όσοι εσφαγιαστήκαν, μέσα στην Πόλη (Κωνσταντινούπολη) βρίσκονται. Στην Αγιά Σοφιά εμπήκαν.
Και περιμένουν τη στιγμή που ευλογητός θα πει, ο Μέγας ο Αρχιερεύς σαν έρθει η στιγμή.
Τότε θε να μυρίσει και πάλι το λιβάνι το πρόσφορο, το νάμα, σ’ όλη την ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ.
Μέσα από την Πόλη και την Αγιά Σοφιά, ο λόγος του Υιού μου, θα ακουστεί ξανά.
Μέσα από την Πόλη και την Αγιά Σοφιά, το Υπερμάχω θ’ ακουστεί σας λέω η Σουμελά.
Με αίμα και δάκρυ λάμπει η φορεσιά η δική μου. Μαντίλι όμως άσπρο φορώ στην κεφαλή μου.
Γιατί είναι της Ανάστασης, το χρώμα του φωτός έρχεται η στιγμή να έρθει ξανά ο Λυτρωμός.
Μα πριν να ‘ρθει Ανάσταση, θα ‘ρθει ο Γολγοθάς. Θα ‘ρθει ξανά ξεριζωμός, παιδιά μου αγαπητά.
Κρατήστε ψηλά την πίστη σας, σας λέω η Σουμελά. Κρατήστε στο χέρι στο σταυρό. Τον Κύριο στην καρδιά.
Πούλησαν την Ελλάδα την δώσαν στα χαρτιά. Μα ο Κύριος δεν υπέγραψε σας λέω η Παναγιά.
Τα δάκρυα του Υιού μου στα χέρια τα κρατάω, στη γη να μην περάσουν και τηνε κατακάψουν.
Την δίκαιη οργή του κρατάω η Παναγία, τον πόνο του Υιού μου από την αμαρτία.
Τα γόνατά μου αίμα απ’ της γονυκλισίες, τα δάκρυα ποτάμι από τις ικεσίες.
Τα δάκρυα του Ιησού σαν την Γεσθημανή, στα χέρια μου κρατάω μην πέσουνε στη γη.
Τα ματωμένα του δάκρυα αν πέσουνε στη γη, τίποτα δεν θα μείνει. Η γη θ’ αφανιστεί.
Ασέλγεια, πορνεία, και αρσενοκοιτία, μαγεία, αθεΐα, εκτρώσεις και μοιχεία.
Η Ορθοδοξία έφτασε στο χείλος του γκρεμού. Το Ευαγγέλιο έρμαιο του οικουμενισμού.
Συνλειτουργία, συνπροσευχές με τους εχθρούς του Υιού μου το Ευαγγέλιο άλλαξε. Κάναν δικούς τους νόμους.
Για κάθε μία κεραία που αλλάζει απ’ το Ευαγγέλιο. Βροντή και κεραυνός θα έρθει δίχως έλεος.
Θα ζήσει ο Υιός μου, ξανά Γεσθημανή. Το ματωμένο δάκρυ του θα πλήνει όλη τη γη.
Η γη θα ξεπλυθεί με αίμα και με δάκρυ. Μα θα ‘ναι δάκρυ θεϊκό. Εδέμ για να ξανάρθει.
Ο κόσμος εσκοτίστηκε. Δεν ξέρει που βαδίζει. Βρίζουν την Παρθενία μου. Ο θρόνος του Υιού μου τρίζει.
«Εκ τη γεννήσει την Παρθενίαν εφύλαξα. Εν τη κοιμήσει τον κόσμο δεν εγκατέλειψα».
Η Υπερμάχω Στρατηγός κρατάω την οργή, του Υιού μου και Θεού. Ζητάω προσευχή.
Στη γη σαν την Ζητιάνα. Ζητάω προσευχή, στον ουρανό να πάω. Να δώσω στον Κριτή.
Κραυγάζω σαν τον Νώε. Μπείτε στην κιβωτό. Μετάνοια και δάκρυ, το εισιτήριο αυτό.
Στο εισιτήριο πάνω, την λέξη να γράφει ΑΓΑΠΗ. Μ’ αυτό σεις θα περάσετε στου ουρανού την άκρη.
Η πόρτα που ‘χει η κιβωτός είναι πολύ στενή. Εάν δεν χαμηλώσετε δεν μπαίνετε σ’ αυτή.
Κλείνει η κιβωτός φωνάζω η Παναγία. Έρχεται ο κατακλυσμός και η οργή η θεία.
Προλάβετε να μπείτε. Κλείνει η κιβωτός το εισιτήριο να ‘χετε στο χέρι καθαρό.
Όποιος έχει κακία, φθόνο, μνησικακία, η σκάλα δεν θ’ ανοίξει στην κιβωτό τη θεία.
Θα μείνει στήλη άλατος της γυναικός του Λώτ. Αυτός δεν θα ιδεί σαν λάμψει θείο φως.
Εξομολογηθείτε. Να είστε καθαροί. Το χρέος σας ξοφλήστε πριν έρθει η οργή.
Της προσευχής κρατείστε τις νύχτες το φανό. Με τον Υιό μου όταν περνώ, να φέγγω να σας δω.
Έχω σταυρό στο χέρι τις νύχτες θα σταυρώνω, όποιον με λύχνο ξαγρυπνά, με της καρδιάς τον πόνο.
Όποιον στα χέρια του κρατά, σταυρό και κομποσκοίνι. Όποιον στα χείλη του κρατά, του Ιησού την μνήμη.
Απ’ την Κωσνταντινούπολη ο κόσμος θα αρχίσει, θα ‘ρθει ξανά το Άγιο φως τον κόσμο να φωτίσει.
Εκεί η κιβωτός ψηλά θα προσαράξει, όταν του Παντοκράτωρα η οργή θα έχει παύσει.
Και θα την δουν τα έθνη ψηλά στον ουρανό. Του Επανευαγγελισμού το μήνυμα θα φέρει ο αετός.
Του Βυζαντίου ο αετός θα φέρει κλαδί ελαίας, του Ευαγγελισμού, της νέας της ημέρας.
Η Αγιά Σοφιά στολίζεται. Είναι ετοιμασμένη. Της Ορθοδοξίας η λάμψη είναι προορισμένη.


Απ’ όπου κι αν σας διώξουν κρατείστε το σταυρό. Την πίστη την αγάπη, στον Άγιο Θεό.
Πολλοί θα μαρτυρήσουν ξανά για τον Υιό μου. Για τ’ όνομά του το Άγιο. Σας έχω στο πλευρό μου.
Κρατήστε σεις μεσ’ την ψυχή, την πίστη σας ψηλά. Της ορθοδοξίας τα νάματα σας λέω η Σουμελά.
Πάνω απ’ την Ελλάδα βρίσκομαι. Στο χέρι το σταυρό. Στο άλλο Ποντιακή Σημαία με λάβαρο τον Αετό.
Είναι ο αετός της νίκης ξανά του Βυζαντίου. Είναι της νίκης του σταυρού. Του άγριου θηρίου.
«Τω τη Υπερμάχω» σαν ακουστεί παντού στην Μικρασία, οδοιπορούμενη απ’ το Βέρμιο θα ‘ρθω μεσ’ την Αγιά Σοφία.


Μπροστά θα είναι ο σταυρός. Πίσω τα λάβαρά μου. Του Βυζαντίου ο αετός. Τους μάρτυρες κοντά μου.
Η Λύρα η Ποντιακή ξανά θα ακουστεί στα ματωμένα χώματα σαν έρθει η στιγμή.
Χαρήτε και σκιρτήσατε. Σηκώστε ψηλά τα χέρια. Η Ελλάδα όλη βρίσκεται εις του Χριστού τα χέρια.
Γιατί από εδώ θα ακουστεί ξανά το Ευαγγέλιο. Γιατί από εδώ θα ποτιστεί, ο κόσμος με το «Έλεον»
Η λύρα η ποντιακή ωδή Βυζαντινή. Σ’ όλο τον κόσμο θ’ ακουστεί, ο λόγος του Κριτή.


Ο λόγος του Κυρίου ωδή Βυζαντινή. Του Βυζαντίου ο αετός ξανά θα απλωθεί.
«Εν τούτω Νίκα» γράφει τώρα ο ουρανός. Πάνω απ’ την Ελλάδα βρίσκεται ο Χριστός
Είναι η Αγία Τριάδα. Πατήρ, Υιός και Πνεύμα. Το Ευαγγέλιο ανοικτό, σκεπάζει τον αιθέρα.
Μικρασιάτες, Πόντιοι, Κύπριοι, Καππαδόκες. Στα άγια τα χώματα θα ‘ρθειτε όπως και τότες.
Η ορθοδοξία θ’ απλωθεί με όπλο το σταυρό. Την Παναγιά την Σουμελά θα έχετε οδηγό.
Η Παναγιά του Πόντου τώρα σας ομιλώ. Να έχετε στη μέση σας για όπλο το σταυρό.
Την προσευχή να έχετε πάντα μεσ’ την καρδιά σας. Με την ευχή του Ιησού, τον Κύριο κοντά σας.
Είστε οι Απόστολοι των έσχατων καιρών. Πολλοί θα μαρτυρήσουν τα χρόνια των διωγμών.
Ο Ηλίας και ο Ενώχ ευρίσκονται εδώ. Στον κόσμο δίπλα περιπατούν. Κρατάνε το σταυρό.
Ο Κύριος εσφράγισε την ειδική του ποίμνη. Οι στρατιώτες του έτοιμοι, την χάρη του τους δίνει.
Στο μέτωπο έχουν το σταυρό αυτοί σαν περπατούν, αγγέλοι να τους βλέπουν, κι έτσι να τους φρουρούν.
Οδοιπορούμενη θα μπω στην πόλη του φωτός, στην Αγιά Σοφιά σαν ακουστεί ξανά.
Η Λύρα η ποντιακή ξανά θα ακουστεί, στα ματωμένα χώματα, παντού θα αντηχεί.
Θα βάζουν τα παλικάρια μου ξανά τη φορεσιά τους. Του Ταξιάρχη Μιχαήλ θα είναι η ματιά τους.
Το όπλο εις την μέση τους, του πνεύματος μαχαίρα, στα χέρια τους σταυρός η ελληνική σημαία.
Την φορεσιά του Πόντου φοράω η ματωμένη. Η Παναγία η Σουμελά, η Μαυροφορεμένη
Φρικτού πολέμου σάλπιγγες ακούγονται κοντά. Μία σπίθα θέλει μόνο, ν’ ανάψει η φωτιά
Ύδωρ πάνω στη σπίθα ρίχνω να μην ανάψει, γιατί αν η φωτιά θα απλωθεί τον κόσμο θα χαλάσει
Ότι και να ακούσετε εσείς μην φοβηθείτε της προσευχής τα όπλα στα χέρια να κρατείτε.
Η Παναγία η Σουμελά του κόσμου η Κυρία, την ματωμένη μου στολή φοράω η Παναγία.
Τα’ όνομα του Ιησού να ‘χετε στην καρδιά, όταν ο Υιός μου κρίνει θ’ ανάψει η φωτιά.
Αυτή η φωτιά θα κάψει όλη την αμαρτία. Αυτή η φωτιά θα λάμψει τη νέα οδό, τη θεία.
Αυτή η οδός θα δείχνει το δρόμο προς την πόλη, και απ’ την Αγιά Σοφιά την Οικουμένη όλη.
Ο ουρανός ολόκληρος ευρίσκεται στη γη μ’ αγίους περπατάτε την κάθε σας στιγμή.


Ο αρχάγγελος ο Μιχαήλ κρατάει την ρομφαία το σήμα περιμένει από τον Βασιλέα.
Θα’ ναι η αρχή του έλους αυτή για τα δινά «Στώμεν καλώς» ο Μιχαήλ θα ακουστεί ξανά.
Θα ‘ναι η φωτιά αυτή η αρχή του Γολγοθά, μα θα ‘ρθει μετά η σταύρωση η ανάσταση ξανά.
Από τη στιγμή αυτή θα λάμψει ξανά το Ευαγγέλιο. Από τη στάχτη αυτή θα ‘ρθει στον κόσμο νέον έλεος.
Η Παναγιά η Σουμελά σας δίνω τη γραφή ο Υιός μου 
ο αγαπητός όλους σας ευλογεί.



«Δεν ξέρω γω να τσακάω τ’ μέση μ’»

«Εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα 
μόνον διά την πατρίδα, όχι άλλη φορά»

Κολοκοτρώνης

Σε περιόδους σαν την τωρινή που πιάνουμε τις μύτες μας από τις αναθυμιάσεις που αναδίδει το ανίκανο κηφηναριό των ποικιλώνυμων ιθυνόντων και λοιπών τζιτζιφιόγκων, ανάσα παρηγοριάς είναι η μελέτη της ιστορίας μας. «Κι αν είναι πλήθος τ’ άσχημα/κι αν είναι τ’ άδεια αφέντες» (Παλαμάς) έχουμε -δόξα τω Θεώ- την προγονική εύκλεια που καταπολεμά την πνευματική μας αφυδάτωση και προσφέρει ανασασμό.

Γυρίζω πίσω στα χρόνια της ευλογημένης επανάστασης του Εικοσιένα. Διάβασα πρόσφατα, από τις εξαιρετικές εκδόσεις της «Ενωμένης Ρωμηοσύνης», ένα βιβλίο για τον Δημήτρη Μακρή, τον Κλέφτη του Ζυγού. Πήρε μέρος, ο ήρωας καπετάνιος, στην Έξοδο του Μεσολογγίου. Σώθηκε. Αγνός, φιλόπατρις, ανιδιοτελής, ανδρείος, άνθρωπος μαλαματένιος, πραγματικός Έλληνας «Ο ανεπίληπτος πατριωτισμός, η έξοχος ανδρεία τα απλούστατα ήθη και χείρες αμίαντοι ήσαν οι χαρακτήρες του συμπολίτου μας αυτού» θα γράψει η εφημερίδα «Αιών» του Φιλήμονα μετά τον θάνατο και την ταφή του στον Κήπο των Ηρώων του Μεσολογγίου. Και ας προσεχθεί η φράση «χείρες αμίαντοι».

Από το προαναφερθέν βιβλίο αποσπώ ένα επεισόδιο του βίου του καπετάνιου, «δείγμα χαρακτηριστικότερον του υπερηφάνου χαρακτήρος του». Διαβάζω στην σελίδα 228: «Ηθέλησε ποτέ ο Όθων να διορίση υπασπιστήν του αγωνιστήν τινα αμόλυντον από τους Τούρκους, απροσκύνητον Κλέφτην και ως τοιούτον υπέδειξαν εις αυτόν τον Μακρήν. Εκλήθη τότε και ήλθεν εις Αθήνας ο παλαιός οπλαρχηγός, αλλ’ όταν έμαθε διά ποίον λόγον τον εζήτει ο βασιλεύς, εστεναχωρήθη πολύ, ηρνείτο και να παρουσιασθεί καν. Εις τους φίλους του, τους ερωτώντας αυτόν, διατί αρνείτο τοιαύτην τιμητικήν θέσιν, απήντα σοβαρός και κατηφής. “Δεν ξέρω ‘γω να τσακάω τ’ μέση μ’!”. Και επέστρεψεν εις Μεσολόγγι. Και ούτω πως έζησε τον υπόλοιπον βίον του μακράν των επιδείξεων, μακράν της πρωτεύουσας μακράν της πολιτικής...».

Μέχρι το 1940 -ας προσθέσω και την πραγματική Εθνική Αντίσταση στους Βούλγαρους και Γερμανοϊταλούς- ήμασταν λαός αγονάτιστος και απροσκύνητος. Ακόμη και οι εθνικές συμφορές δεν μας λύγιζαν. Δεν τσακούσαμε τ’ μέση μας στα «θεριά του κόσμου».

Το κατρακύλισμα «στου κακού την σκάλα» ξεκίνησε από το 1950 και εντεύθεν. Και, δυστυχώς, στην γενιά μας ξεβράζονται όλες οι αμαρτίες των παρελθουσών δεκαετιών. Προφανώς γιατί είμαστε οι χειρότεροι Έλληνες όλων των εποχών... Βλέπεις τους κατ’ ευφημισμόν ηγέτες μας και φρίττεις!

Παρένθεση. Δεν θυμάμαι που το διάβασα –είναι καταγεγραμμένη παράδοση- το εξής περιστατικό από την «ιερά» ιστορία μας.

Το 602 μ.Χ. ανήλθε στο θρόνο της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης, ο Φωκάς, διαδεχθείς κατόπιν στρατιωτικού πραξικοπήματος τον Μαυρίκιο.

Είναι ίσως ο μοναδικός αυτοκράτορας που χαρακτηρίστηκε τύραννος. Κτηνώδης και σκληρόκαρδος, δεν δίστασε να δολοφονήσει, εκτός από τον Μαυρίκιο, την γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του.

Την εποχή αυτή ακμάζει και ο μεγάλος πατήρ της Εκκλησίας, άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ηγούμενος της μονής του Σινά. Αφουγκραζόμενος τα πάθη του λαού από τον «αλιτήριο» Φωκά, κατόπιν έντονης προσευχής, ζήτησε από τον Κύριο εξήγηση για την παρουσία τέτοιου ανίκανου αυτοκράτορα. Και έλαβε την εξής απάντηση από τον... ουρανό. «Τέτοιοι που είστε, δεν βρήκα άλλο χειρότερο». Βεβαίως το 610 μ.Χ. ο Φωκάς βρήκε το τέλος που το άξιζε και ανέλαβε τις τύχες της αυτοκρατορίας μας, ο μεγάλος Ηράκλειος.

Νομίζω την ίδια απάντηση θα λαμβάναμε και σήμερα. Μία «κυβέρνηση» αθέων, γονατισμένων και πολυπολιτισμικών γραικύλων είναι ό,τι μας αξίζει. Χειρότεροι δεν υπάρχουν...

Τον τύραννο Φωκά, για να επιστρέψω στην ιστορία, ο λαός σε 8 μόλις χρόνια τον κρέμασε και ησύχασε. Εμείς παρακολουθούμε «απραγέστεροι των βατράχων και αφωνότεροι των ιχθύων» την καταστροφή μας.

Ποιό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα στην πατρίδα μας, το οποίο, μας απειλεί με εξαφάνιση; Η λαθρομετανάστευση. (Εξαιρώ τους «χρήσιμους ηλίθιους» του συστήματος, που περίπου θεωρούν ευλογία την έλευση του Ισλάμ στην Ελλάδα και Ευρώπη).

Ας μας απαντήσουν όμως όλοι αυτοί οι ψευτοπροοδευτικοί χασομέρηδες, σε κάποια ερωτήματα που απ’ όλους εγείρονται:

Πρώτον: Είναι γνωστό ότι ζάπλουτοι Άραβες αγοράζουν ποδοσφαιρικές ομάδες και παίκτες στην Ευρώπη, σπαταλώντας δις, αν όχι τρις, ευρώ. Με τόσα χρήματα που διαθέτουν θα μπορούσαν ολόκληρες πόλεις να οικοδομήσουν στις χώρες τους και να υποδεχτούν τους ομόπιστούς τους, μουσουλμάνους. Γιατί δεν το κάνουν; Γιατί όλες αυτές οι «ανθρωποκάμπιες», οι Ευρωπαίοι ηγέτες, δεν πιέζουν για τέτοια λύση; Πόσους μουσουλμάνους δέχτηκαν οι αραβικές χώρες του Κόλπου;

Δεύτερον: Μάθαμε πρόσφατα ότι αεροπλάνο με 30 Πακιστανούς, τους οποίους «επαναπατρίζαμε»- τι σημαίνει άραγε «πατρίδα» γι’ αυτούς;- δεν έγινε δεκτό στην χώρα τους, το Πακιστάν, και γύρισε πίσω. Άρα, κοινή λογική, υπάρχει σχέδιο κατάκτησης της Ελλάδας και της Ευρώπης. Όσοι δεν το κατανοούν είναι, όπως προείπαμε, οι χρήσιμοι ηλίθιοι του συστήματος. Το ερώτημα παραμένει; Γιατί δεν δέχθηκαν οι Πακιστανοί τους Πακιστανούς; Αν ήταν Έλληνες, θα αρνούνταν η Ελλάδα την είσοδο στα παιδιά της;

Τρίτον: Γιατί τούτη την παρανοϊκή εποχή, η αξιοθρήνητη «ηγεσία» μας, επείγεται και καταθέτει νομοσχέδια αποσύνθεσης της ιστορικής μας ταυτότητας και ιδιοπροσωπίας;

Γιατί τώρα το τμήμα ισλαμικών σπουδών στην Θεσσαλονίκη. (Το όραμα του αγίου Αναστασίου του Σιναΐτου για τον Φωκά, θα περιλάμβανε σήμερα και τους καθηγητές της θεολογικής του ΑΠΘ, που υπογράφουν, με χέρια και ποδάρια, μία τέτοια απόφαση).

Γιατί τώρα το ισλαμικό τέμενος στην Αθήνα;

Γιατί τώρα η χορήγηση ιθαγένειας με συνοπτικές διαδικασίες;

Γιατί τώρα το σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο προσβάλλει την Μεγάλη του Γένους Σχολή, την οικογένεια;

Γιατί τώρα ακονίζουν οι νεοταξίτες τα μαχαίρια τους, για να αποκεφαλίσουν το μάθημα των θρησκευτικών;

Θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλα ερωτήματα, που περνούν από το μυαλό του κάθε Έλληνα, της κάθε Ελληνίδας.

Η απάντηση είναι μία και μοναδική. Γιατί μας κυβερνούν άνθρωποι, που ξέρουν να τσακούν τ’ μέση τους!

Δημήτρης Νατσιός (Δάσκαλος-Κιλκίς)