.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ – ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ; Του θεολόγου Νικολάου Πανταζή

Η φρικτότερη πλάνη του Εωσφόρου είναι να νομίζει κανείς ότι βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, αλλά να είναι εκτός αυτής και μέλος άλλης «εκκλησίας», διά της κοινωνίας του όμως με αιρετικούς ποιμένες, να οδηγείται στην απώλεια της σωτηρίας του. Φρικτό και ανατριχιαστικό αυτό!

Ομολογώ, ένα από τα συγκλονιστικότερα Αγιοπατερικά χωρία που έχω διαβάσει στους Αγίους Πατέρες, είναι αυτό του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου:

“Το μνημόσυνο του αιρετικού επισκόπου είναι μόλυνση της Πίστεως! Άλλοι έγιναν αιρετικοί και χάθηκαν, άλλοι παρέμειναν oρθόδοξοι και χάθηκαν γιατί είχαν εκκλησιαστική επικοινωνία με αιρετικούς.” (Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης 759 – 826).

Αλήθεια, πώς γίνεται να παραμένει κανείς Ορθόδοξος και όμως να χάνεται; Ακόμη χειρότερο από αυτό είναι όχι μόνο να διατηρεί κάποιος εκκλησιαστική κοινωνία με αιρετικούς, αλλά να οδηγεί και άλλες ψυχές σε αυτήν την κολάσιμη κοινωνία με αιρετικούς, εν ονόματι μάλιστα μίας αντιπατερικής, ανεπίτρεπτης, υπερπαρατεταμένης και άκαιρης οικονομίας.

Είναι φοβερή πλάνη να ομολογεί ένας Ορθόδοξος πιστός την Αλήθεια, να απομακρύνεται/αποτειχίζεται από τους αιρετικούς ποιμένες και παράλληλα να αναγνωρίζει και να διδάσκει την ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος στους αιρετικούς οικουμενιστές, από τους οποίους πρωτίστως αποκόπηκε.

Με την αναγνώριση όμως αυτή, καθιστά αυτομάτως άκυρη και ανυπόστατη την αποτείχισή του, καθότι πιστεύει ότι δήθεν μπορεί ελεύθερα να λαμβάνει αγιασμό, χάρι και σωτηρία από τα «έγκυρα» μυστήρια των αιρετικών.

Από τη μια απομακρύνεται από τον αιρετικό και από την άλλη ξαναεπιστρέφει στον αιρετικό για να λάβει Βάπτιση, Γάμο και Θεία Κοινωνία. Από ποιόν; Από αυτόν τον οποίο διά της Αποτειχίσεώς του αναθεματίζει και καταδικάζει ως αιρετικό εκτός Εκκλησίας.

Διακατεχόμενος από αυτή την εκκλησιολογική σχιζοφρένεια, ο Ορθόδοξος πιστός επανέρχεται «στο ίδιον εξέραμα» και παρακαλάει αυτόν τον εκτός Εκκλησίας αιρετικό, να τον θέσει πάλι εντός Εκκλησίας… διά της Βαπτίσεως.

Ο Ορθόδοξος πιστός παρακαλάει τον αιρετικό, ο οποίος ήδη έλαβε οριστικό διαζύγιο από τον Θεό και την Αλήθεια, να συνάψει τον Ορθόδοξο πιστό σε γάμο και να παντρέψει τον εαυτό του και τα παιδιά του.

Παρακαλάει τον αιρετικό, ο οποίος είναι νεκρωμένος πλέον στην ψυχή και στην πίστη, να κηδεύσει τον Ορθόδοξο πιστό και να τελεί τα καθέκαστα μνημόσυνα, ποιός; Ο πνευματικά νεκρός αιρετικός, αυτός ο οποίος μνημονεύει αιρεσιάρχες και μεγάλους αντιχρίστους και θάπτει το τάλαντο της Πίστεως στην διαθρησκειακή στάχτη του Παναιρετικού Π.Σ.«ε».

Το άκρως λυπηρό και τραγικότατα θλιβερό είναι ότι ανάμεσα στα πρόσωπα αυτά είναι και αποτειχισμένοι γέροντες, ομολογητές και ασκητές οι οποίοι μάλιστα διώκονται για την μαρτυρία τους αυτή, αλλά και θεολόγοι πτυχιούχοι και ακαδημαϊκοί οι οποίοι εμλπέκοντια διπλωματικώς στην εκκλησιολογική αυτή διαπλοκή με αλλοπρόσαλλη και διάτρητη ομπρέλα, με θούρειο και ασπίδα παραβατική… την «Οικιακή» Ενοριακή Οικονομία.

Στα αρχαία ελληνικά η σύνθετη λέξη «οἰκονομία» προέρχεται από (= «οἶκος» + «νέμομαι» ) και σημαίνει την καλή ή την κακή διαχείριση μίας οικίας καθώς και των υλικών ή πνευματικών αναγκών προς στερέωση αυτού του οίκου. «Τούτον τον Οίκον στερέωσον, Κύριε!»

Σκοπίμως όμως οι θιασώτες της μεγάλης συγχρόνου πλάνης του «Οικονομισμού», αποκρύπτουν τις δύο σημαντικές άκρως αντίθετες έννοιες της Οικονομίας, τονίζοντας μόνο την πρώτη:

α) εξοικονόμιση, διακυβέρνηση, διαχείριση και

β) συγκατάβαση, συμβιβασμός, παρανομία.

Ενώ λοιπόν κάνουν – όχι χρήση – αλλά κατάχρηση της οικονομίας, ενώ διαπράττουν συμβιβασμό και καταφεύγουν συνειδητά στην παρανομία, επικαλούνται την νομιμότητα, την επικείκια και την μακροθυμία για δήθεν «διευκόλυνση της σωτηρίας.»

Αν είναι ποτέ δυνατόν να πηγαίνω σε έναν αιρετικό οικουμενιστή επίσκοπο «για να διευκολίνει αυτός την σωτηρία μου» και σαν βγαίνω από τον Ναό, να τον αναθεματίζω διά της Αποτειχίσεώς μου και να του επισημαίνω ότι χάνει την σωτηρία του διά της κοινωνίας του με αιρετικούς λυκοποιμένες.

Αν είναι ποτέ δυνατόν, να εισέρχομαι σε ναό Οικουμενιστών, σε σπήλαιο ληστών της Θείας Χάριτος, «από τον οποίο ναό έχει αποχωρήσει οριστικώς ο φύλακας άγγελος» (Μέγας Βασίλειος) , και να παρακαλώ αυτούς τους ληστές, καταφρονητές, καταπατητές και βλασφήμους αιρετικούς να με αγιάσουν με τα δήθεν «έγκυρα μυστήριά τους».

Οι αιρετικοί «αυτοί σε άδειους οίκους (ναούς) συναθροίζονται κάθε μέρα και εξαιτίας του διασκορπισμού του λαού βαριά καταδίκη προετοιμάζουν για τον εαυτό τους” (Μέγας Βασίλειος).

Αν είναι δυνατόν να δηλώνω με τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ότι «οι αιρετικοί αυτοί έχουν τους ναούς, εμείς όμως έχουμε τον Ένοικο Θεό» ο Οποίος πρώτα κατοικούσε στους Ναούς, όταν οι Ναοί αυτοί κάποτε απέδιδαν Ορθή Λατρεία, τώρα που βυθίζονται στην αίρεση, εγκατέλειψε ο Θεός τους Οίκους: «Ιδόυ αφίεται ο οίκος υμών έρημος!»

Αν είναι δυνατόν, οι αιρετικοί, τα κτήνη όπως τα ονομάζει η ίδια η Αγία Γραφή και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, να βεβηλώνουν τους ναούς με την μολυσματική και βορβορώδη αίρεσή τους, και εγώ από πείσμα αγνωσίας και με δόση αχαριστίας να αποκαλώ τον ναό των αιρετικών «άγιο» και να παρακαλώ τους αιρετικούς να μας αγιάσουν!

Ας ακούσουμε την φωνή του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, του Μεγάλου αυτού Ομολογητού, ο οποίος επαινείται και δοξάζεται («τους δοξάζοντάς Με δοξάσω») από την Αγία Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο στο Συνοδικό της Κυραικής της Ορθοδοξίας (και αυτό το τονίζω για να μην υπεραίρονται κάποιοι βλασφημοι ότι αυτός ήταν μία μονάδα, ένας άσημος μοναχός»). Στην Επιστολή του, “Προς Ιωάννη Λογοθέτη”, (Αρχιγραμματεύα της Αυτοκρατορίας, αναφερόμενος στην δολοφονία του Λέοντος του Ε’ του Αρμενίου) γράφει:

“Μολονότι όμως δολοφονήθηκε στον ναό, εν τούτοις δεν πέθανε σε τόπο άγιο, έστω και αν είναι φοβερό το λεγόμενο. Διότι δεν είναι ναός άγιος αυτός ο οποίος έχει βεβηλωθεί από Αιρετικούς, αλλά είναι κοινός οίκος…» Θα αποφύγω επί του παρόντος να σας ερμηνεύσω τί ακριβώς σημαίνει «κοινός οίκος» διότι κάποιοι ευσεβούληδες θα με που “υβρεολόγο!” Μένω όμως στην μεγάλη αυτή αλήθεια την συγκλονιστική και ανατρεπτική: «Δεν είναι ναός ‘άγιος’ ο τόπος που έχει βεβηλωθεί από Αιρετικούς!»

Εσείς όμως, τον ναό των αιρετικών τον αποκαλείτε «άγιο» και σωτηριολογικό και τα μυστήριά τους «έγκυρα…» Μας συμβουλεύετε αντίθετα από τους Αγίους Πατέρες τους οποίους υπεραρκετώς και μακροχρονίως χρησιμοποιείτε.

Το χειρότερο και ελεεινότερο είναι ότι, στην πλάνη τους αυτή οι γέροντες και πνευματικοί, οι θιασώτες της οικονομίας, επιστρατεύουν και τους Αγίους Πατέρες, ότι τάχα και αυτοί δίδασκαν «εγκυρότητα μυστηρίων» στους αιρετικούς, χωρίς φυσικά να παρουσιάζουν ούτε ένα επιχείρημα, ούτε μισό χωρίο, ούτε μία επαρκής παραπομπή η οποία να υποστηρίζει την πλάνη τους αυτή.

Καταφεύγουν βασανιστικώς σε βεβιασμένα δικά τους συμπεράσματα, σε αυθαίρετες και αόριστες ερμηνείες, σε αφηρημένες περιπτώσεις, ασαφείς μαρτυρίες και τελείως άσχετες περιστάσεις οι οποίες μοιάζουν επιφανειακώς, φαινομενικώς και πείθουν μόνο τους αφελείς και αδαείς.

Τολμούν επί πλέον να διατείνονται κάποιοι θεολόγοι με τέτοια εξοργιστική και αθεόφοβη πονηρία ότι οι Άγιοι Πατέρες τάχα δίδαξαν την εγκυρότητα μυστηρίων στους αιρετικούς απλά και μόνο επειδή δεν αναφέρθηκαν κατά λέξιν σε κάποια «ακυρότητα.» Ντύνουν και στολίζουν την αίρεση διά της Αποφατικής Θεολογίας! Φρίξον ήλιε!

Με αυτό το πλανεμένο σκεπτικό, και η ίδια η Καινή Διαθήκη δεν αναφαίρεται πουθενά στην Παναγία κατά λέξιν ως «Θεοτόκο» αλλά αυτό δεν μας δίνει το δικαίωμα να υποστηρίζουμε ότι δεν είναι Θεοτόκος…

Με την Θεόσδοτη ευκαιρία της Δεσποτικής Εορτής της Πεντηκοστής, θα αποκαλύψουμε την πλάνη αυτή και θα αποδείξουμε περίτρανα την Αγιογραφική και Αγιοπατερική Αλήθεια.

Αναφερόμενοι όμως στην Αλήθεια, θα πρέπει πρωτίστως και προκαταβολικώς να υπογραμμίσουμε ότι η Αλήθεια δεν είναι μία αφηρημένη έννοια, δεν είναι ένα ιδεώδες ούτε κάποιο ιδανικό από το οποίο πρέπει να διέπεται μία κοινωνία. Η Αλήθεια είναι Πρόσωπο, είναι το Θεανδρικό Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, η Ενυπόστατη Αλήθεια. Η Αυτο-Αλήθεια.

Δεν αρκεί κανείς να λέγει την αλήθεια αλλά πρέπει και να έχει την Αλήθεια, να διακατέχει ασφαλώς την Ενυπόστατη Αλήθεια. Να ανήκει στην Αλήθεια, να υπηρετεί την Αλήθεια και “να αγωνίζεται έως θανάτου υπέρ της Αληθείας!” Πρέπει να έχει την Αγία Τριάδα, τον Πατέρα τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Η άρνηση της Αληθείας συνεπάγεται άρνηση του Χριστού: «πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν Υἱὸν οὐδὲ τὸν Πατέρα ἔχει!» (Α΄ Ιωάν. 2, 23). Και όποιος δεν έχει τον Πατέρα και τον Υιό, δεν έχει ούτε το Πνεύμα το Άγιον. Είναι άθεος και ας δηλώνει «Ορθόδοξος».

Ο Χριστός είνα η Αυτο-Αλήθεια. Αυτομάτως ο Λόγος Του, είναι η Αλήθεια. Τί διδάσκει ο Λόγος του Θεού για τους αιρετικούς;

Η Επιστολή του Ιούδα του ΑδελφοΘέου είναι άκρως καυστηριακή και καταδικαστική για τους αιρετικούς. Κατακεραυνώνει όχι μόνο τους ηθικώς αμαρτωλούς, αλλά και τους αιρετικούς οι οποίοι σπέρνουν ζιζάνια και διαιρέσεις. Μας προτρέπει να προσπαθούμε εάν φυσικά είμαστε σε θέση, να τους σώζουμε από την φωτιά της αιρέσεως αλλά παράλληλα να μισούμε, προσέξτε βαρύτατη λέξη, να μισούμε ακόμη και τον μολυσμένο χιτώνα τους, τα ρούχα τους και το ράσο τους!

«Οὓς δὲ ἐν φόβῳ σῴζετε, ἐκ τοῦ πυρὸς ἁρπάζοντες, μισοῦντες καὶ τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐσπιλωμένον χιτῶνα!» (Ιούδα 1, 23). Μίσος για την αίρεση και τους οικουμενιστικούς μαύρους χιτώνες. Δεν είναι “ράσα ιερά” αυτά.

«Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες!» (Ιούδα. 1, 19). Αυτοί οι αιρετικοί δημιουργούν διαιρέσεις εις την Εκκλησίαν, άνθρωποι ζωώδεις που κυριαρχούνται από τα κατώτερα ένστικτα και οι οποίοι ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ το Άγιο Πνεύμα του Θεού!» Το λέγει ξεκάθαρα: Δεν έχουν το Άγιο Πνεύμα!

Μην πει κανείς ότι εδώ η Αγία Γραφή μιλάει «περί βίου…» Το λέγει και το υπογραμμίζει η Ίδια η Καινή Διαθήκη στην ίδια Επιστολή, στο ίδιο Κεφάλαιο, στο αμέσως επόμενο χωρίο: «Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, τῇ ἁγιωτάτῃ ὑμῶν Πίστει ἐποικοδομοῦντες ἑαυτούς!» (Ιούδα 1, 20). Το «δε» σημαίνει «όμως». Εσείς όμως να εποικοδομείτε τον εαυτό σας στο Αποστολικό και Αγιοπατερικό θεμέλιο της αγιοτάτης μας Ορθοδόξου Πίστεως!

Η Αγία Γραφή διδάσκει σαφέστατα και απερίφραστα ότι οι αιρετικοί (δεν μιλάει καθόλου για «καταδικασμένους» και «μη καταδικασμένους») δεν έχουν την Ορθόδοξη Αλήθεια. Δεν έχουν Αγιο Πνεύμα. Δεν έχουν την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Δεν παρέχουν σωτηρία. Ας το προσέξουμε αυτό. Δεν το λέγει ο “Πανταζής”. Το λέγει το Παντοκρατορικόν, Πανεπίσκοπον και Πανσθενές Πανάγιον Πνεύμα. Το λέγει ο Παράκλητος. Παρακαλώ πολύ. “Πνεῦμα μὴ ἔχοντες.”

Εσύ… πες ό,τι θέλεις. Διαφώνησε όσο θέλεις. Το λέγει ο Θεός. Το λέγει η Γραφή: “Πνεῦμα μὴ ἔχοντες.” Ούτε κατ’ οικονομίαν, ούτε κατ’ αγνωσίαν, ούτε κατά νεαράν ή γεροντικήν ηλικίαν. Δεν έχουν Άγιο Πνεύμα. Εάν εσύ θέλεις να επιμένεις ότι έχουν, διαψεύδεις την Αγία Γραφή. Βγάζεις τον Θεό “ψεύτη.” Θα υποστείς και εσύ λοιπόν τις συνέπειες του Νόμου, της διαφθοράς της Αληθείας. Παρανομείς και καταπατείς τα δίκαια του Θεού.

Δεν είναι όμως καθόλου δίκαιο ούτε συνιστά ήθος Ορθόδοξο, εξ’ αιτίας της ελλείψεως επιχειρημάτων τους (και ελλείψεως αντικειμενικότητος) να μας κατηγορούν και να μας συκοφαντούν ως πλανεμένους και «φωτισμένους» ή «φτασμένους» σε ύψος τάχα “προσωπικής επικοινωνίας με το Άγιο Πνεύμα…” Άπαγε, δεν τρελλαθήκαμε! Δεν θεωρούμε τους εαυτόυς μας “Αθανασία του Αιγάλεω…” Ακολουθούμε την Αγία Γραφή και τους Αγίους Πατέρες, χωρίς να νοθεύουμε την διδασκαλία της, εξ΄ αιτίας όποιασδήποτε αδυναμίας μας να εφαρμοστεί η «ωμή και σκληρή» Αλήθεια. Η Αλήθεια είναι αυτή, ασχέτως εάν εγώ μπορώ ή όχι να την εφαρμόσω και κατά πόσον θα μου κοστίσει.

Θέλεις και άλλη απόδειξη; Άκουσε τί λέγει ο Θεός: “εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει,οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ )” (Ρωμ. 8, 9). Όσοι δεν έχουν το Άγιο Πνεύμα, δεν είναι του Χριστού, δεν ανήκουν στον Χριστό ούτε στην Εκκλησία του Χριστού, δεν αποτελούν το Σώμα του Χριστού. Όταν δεν είσαι του Χριστού, δεν έχεις έγκυρα μυστήρια του Χριστού.

Εσύ, με πνεύμα αντιλογίας προς τον Λόγο του Θεού, διαφωνείς και διατείνεσαι πως “όχι, οι αιρετικοί είναι του Χριστού, παρέχουν Χριστό, παρέχουν σωτηρία…” Και επιμένεις να βρίσκεσαι σε τραγική αντίθεση με τον Θεό τον Ίδιο. Επιμένεις στον λογισμό σου: «Οι αιρετικοί έχουν μυστήρια, έχουν Άγιο Πνεύμα…» Πραγματικά, δεν σ΄ ακολουθώ, δεν ξέρω τί να πω… Φοβερή τύφλωση, Θεέ μου!

Θέλεις και άλλη απόδειξη; Άκουσε τί λέγει και τί προαναγγέλλει ο Χριστός ο Ίδιος:

“᾿Εὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε, καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν Πατέρα καὶ ἄλλον Παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ’ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό· ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ’ ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται.” (Ιωάν. 14, 15-17).

Ο Χριστός ο Ίδιος ονομάζει το Άγιο Πνεύμα ως «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας!» Από εκεί το πήρε η Υμνογραφία και συνέγραψε το «Βασιλεύ, ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της Αληθείας!» Η Παναίρεση του Οικουμενισμού δεν περιέχει ούτε κατέχει το Πνεύμα της Αληθείας αλλά το πονηρό πνεύμα του σκότους, της πλάνης και της βλασφημίας.

Οι αιρετικοί οικουμενιστές επίσκοποι, όσοι τους μνημονεύουν αλλά και όσοι παραμένουν σε παράνομη και αντίθεη εκκλησιαστική / μυστηριακή κοινωνία μαζί τους, δεν έχουν την Αγία Ορθόδοξη Αλήθεια αλλά διδάσκουν ακόμη και Συνοδικώς πως “όλες οι αιρέσεις είναι Εκκλησία του Χριστού.” Αυτοί όλοι, είναι εκτός Εκκλησίας, είτε υπέργραψαν, είτε όχι, είτε παρέστησαν, είτε όχι. Παραμένουν σε εκκλησιαστική / μυστηριακή κοινωνία με αιρεσιάρχες.

Εσύ, παρ΄ όλα αυτά, «θεολογείς» και διδάσκεις κόντρα με τον Χριστό, αντίθετα με τον Χριστό και λέγεις ότι οι αυτοί οι αιρετικοί οικουμενιστές, «λόγω ποιμαντικών αναγκών» έχουν «έγκυρα μυστήρια!» Διαψεύδεις τον Χριστό, βγάζεις τον Χριστό ψεύτη και πλάνο.

Ο Χριστός όμως το υπογραμμίζει και προειδοποιεί: «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ Αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό!» Ο παναιρετικός, οικουμενιστικός κόσμος του Π.Σ. «ε» δεν μπορεί να έχει ποτέ το Άγιο Πνεύμα, «οὐ δύναται λαβεῖν», δεν μπορούν να το λαμβάνουν ούτε να το μεταδίδουν, «ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ». Διότι δεν το βλέπουν, ούτε στον ύπνο τους, ούτε στο ξύπνιο τους. Δεν κατοικεί στους παναιρετικούς ναούς τους. «Οὐδὲ γινώσκει αὐτό!» Δεν το γνωρίζουν ούτε Θεολογικώς, ούτε εκκλησιολογικώς, ούτε μυστηριακώς, ούτε σωτηριολογικώς.

Μη λοιπόν, αγαπητέ μου, ανατρέπεις την Γραφή, τον Θεάνθρωπο Χριστό και πλάθεις δικές σου θεωρίες. Δεν σε συμφέρει και δεν ωφελεί την ψυχή σου, ούτε τις ψυχές ωφελείς τις οποίες στέλνεις στο στόμα του λύκου, στην αγέλη των λυκοποιμένων. Δεν θς σου βγει σε καλό και το λέγω αυτό διότι σε αγαπώ και δεν έμαθα να κολακεύω.

Δες και άλλη μία απόδειξη: «οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ Πνεῦμά Μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας…» (Γέν. 6, 3). Δεν πρόκειται να παραμείνει, να κατοικήσει το Άγιο Πνεύμα Μου σε αυτούς τους σαρκικούς, οι οποίοι μόνο νοιάζονται για το τομάρι τους! Και δεν αναφαίρεται μόνο στις σαρκικές αμαρτίες διότι και οι ειδωλολατρείες και σατανολατρείες από σαρκικούς «ψυχικούς» εκπηγάζουν και από σαρκικά-ψυχοπαθολιγικά πάθη καταλήγουν σε βλασφημίες και αιρέσεις. Η φράση “διά το είναι αυτούς σάρκας” δεν αναφέρεται μόνο στα σαρκικά αμαρτήματα αλλά και σε αυτούς οι οποίοι μολύνουν ακόμη και το πνεύμα τους με βλασφημίες και αιρέσεις.

“Ταύτας οὖν ἔχοντες τάς ἐπαγγελίας, ἀδελφοί, καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντόςμολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ!” (Β’ Κορ. 7, 1). 

Υπάρχουν λοιπόν δύο είδη μολυσμού: ο μολυσμός της σαρκός και ο μολυσμός του πνεύματος διά των αιρέσεων και βλασφημιών, δια των αρνήσεων και προδοσιών, διά των καταπατήσεων, καταφρονήσεων και καινοτομιών, διά των αντιφάσεων, αντιθέσεων και αυθαιρεσιών.

Ο Παντοκράτωρ Κύριος λέγει «οι αιρετικοί δεν έχουν Άγιον Πνεύμα». Ετούτοι οι ιερείς και θεολόγοι λέγουν «έχουν και παραέχουν, ακούστε εμάς, εμείς ξέρουμε καλύτερα, οικονομούμε βαθύτερα, ορίζουμε σοφότερα και αποφασίζουμε ορθότερα!» Αντε και εις ανώτερα… και μη χειρότερα!

Θέλετε απόδειξη Αγιοπατερική; Ο Μέγας Αθανάσιος καταδικάζει την πλάνη της υποτιθέμενης εγκυρότητος των μυστηρίων των αιρετικών, λέγοντας:

“Πολλές αιρέσεις αναφέρουν το όνομα της Αγίας Τριάδος κατά το βάπτισμα, αλλά μην πιστεύοντας ορθά και μην έχοντας υγιή Πίστη (Ορθόδοξη), καθιστούν το νερό του βαπτίσματος ανώφελο διότι λείπει η λυτρωτική ευσέβεια!“ (Μέγ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών 2, 42-43, P.G. 26, 237B).

Όταν το νερό του βαπτίσματος δεν ωφελεί την ψυχή διότι λείπει από αυτό η «λυτρωτική ευσέβεια», δηλαδή η σωτηριώδης χάρις, τότε το μυστήριο είναι ΑΚΥΡΟ. Ας μην ξεχνούμε ότι εδώ δεν μιλάει για εκτός Εκκλησίας αιρετικούς αλλά για «Ορθοδόξους» οι οποίοι ασπάζονταν την αίρεση του Αρείου και κρατούσαν εκκλησιαστική κοινωνία μαζί του. ΑΚΥΡΑ τα μυστήριά τους! Μάταια και ανώφελα! Λείπει από αυτά η λυτρωτική χάρη του Αγίου Πνεύματος! Μερικοί όμως της Απολυτρώσεως θα λυτρώσουν και το Άγιο Πνεύμα!

Εάν τα μυστήρια των Αρειανών ήταν έγκυρα πριν ο Άρειος καταδικαστεί από την Αγία Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, τότε θα ήταν παράλογη και «ανόητη» η εντολή του Μεγάλου Αθανασίου και του Μεγάλου Αντωνίου προς τους πιστούς λαϊκούς να μην πηγαίνουν«ούτε απ΄ έξω από αυτούς τους ναούς!» Θα έλεγαν «εντάξει, να πηγαίνετε, να κοινωνάτε και μετά να τους γυρίζετε την πλάτη και να τους παρατάτε…»

Οι θιασώτες της Οικονομίας, οι Οικονομιστές, διαφωνούν και παροτρύνουν τους πιστούς, όχι μόνο να μπαίνουν μέσα κανονικά αλλά και να συμμετέχουν στην λατρεία των αιρετικών και να λαμβάνουν τάχα «έγκυρα μυστήρια» από τους αιρετικούς. Έτσι, θέλουν δεν θέλουν διαψεύδουν και διακωμωδούν τον Μέγα Αθανάσιο και τον Μέγα Αντώνιο.

Οι θιασώτες της Οικονομίας, οι Οικονομιστές, επικαλούνται τον Άγιο Κύριλλο. Μπρεδεύουν όμως πολύ τα πράγματα. Τότε η αίρεση του Αρείου ήταν πρωτοφανής και άγνωστη στους πιστούς. Οι Άγιοι Πατέρες έκαναν άσκηση οικονομίας μήπως και συνετιστεί ο Άρειος και καταλάβει το σφάλμα του και μετανοήσει.

Όταν είδαν όμως ότι δεν υπήρχε πλέον τέτοια ελπίδα, τον αναθεμάτισαν για την κόλαση ακόμη και πριν την καταδίκη του από την Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδο! Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος όταν είδε ότι ο Άρειος δεν μετανοούσε αλλά επέμενε και βλασφημούσε τον Χριστό ως κτίσμα, τον αναθεμάτισε επί τόπου μαζί με όλη την συνοδεία του!

Ο Μασόνος πατριάρχης Αθηναγόρας γνώριζε καλά τα Αναθέματα τα οποία αναφέρονταν σε πολύ γνωστές αιρέσεις και ήδη καταδικασμένες από Οικουμενική Σύνοδο. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Εάν ο Άγιος Κύριλλος ή οποιοσδήποτε άλλος Άγιος Πατέρας εφήρμοζε κάποια οικονομία μετά την Συνοδική καταδίκη του Αρείου, τότε το επιχείρημα θα ίσχυε και θα ήταν υποστατό και αρκετό. Κανένας όμως Άγιος Πατέρας δεν ήσκησε οικονομία μετά την Συνοδική καταδίκη ενός αιρετικού.

Ο Μασόνος πατριάρχης Αθηναγόρας γνώριζε καλά ότι ο Παπισμός ήταν ήδη συνοδικώς καταδικασμένος και από πολλούς μάλιστα προκατόχους του. Δεν μετανόησε όμως. Δυστυχώς, κανένας επίσκοπος δεν τον αναθεμάτισε. Ο Μασόνος πατριάρχης Δημήτριος συνέχισε τα ίδια μα δεν μετανόησε. Κανένας επίσκοπος δεν τον αναθεμάτισε. Ο Μασόνος πατριάρχης Βαρθολομαίος συνεχίζει τα ίδια και χειρότερα. Συγκροτεί «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» και θεσπίζει επισήμως πλέον την Παναίρεση του Οικουμενισμού. Κανένας επίσκοπος δεν τον αναθεμάτισε. Όλοι μένουν στα λόγια και στα άρθρα.

Έχουν το θράσος όμως να επικαλούνται όλοι τους την τεραστίων διαστάσεων πλάνη ότι «ο Βαρθολομαίος δεν καταδικάστηκε ακόμη.» Την αίρεση αυτή του «Αχρικαιριτισμού»την δίδαξε πρώτος ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Είχε την αξίωση να ασχοληθεί και πάλι μαζί μας ο Θεός και να ξανασυγκροτήσει για χάρη μας νέα Σύνοδο η οποία θα ξανα-αναθεματίσει ήδη καταδικασμένες αιρέσεις, χιλιοειπωμένες. Φιλότιμο και αξιοπρέπεια μηδέν.

Βλέπουμε δυστυχώς και τους σημερινούς θιασώτες της Αντιπατερικής Οικονομίας να επικαλούνται με αδικαιολόγητη πάντως αφέλεια και κατά πάντα ύποπτη «αθωότητα» την θλιβερή και εξευτελιστική δικαιολογία πως το θέμα της εγκυρότητος ή μη των μυστηρίων των αιρετικών θα το λύσει μία μέλλουσα σύνοδος Αποτειχισμένων.

Αυτό το θέμα όμως, έχει ήδη λυθεί και ήδη ξεκαθαριστεί. Ποιά άλλη Σύνοδος χρειάζεται να συγκληθεί; Ποιοί Άγιοι και Θεοφόροι Πατέρες στο ύψος των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων των Εννέα πρώτων Συνόδων θα παραστούν ως Συνοδικά Μέλη; Εμείς… οι έσχατοι, πανθαμαρτωλοί και μυρμυγκιένιοι αποτειχισμένοι, αποτυχημένοι πλήρως στην διατήρηση της αγάπης και ενότητος μεταξύ μας;

Ποιοί θα τολμήσουν να εξυψώσουν το μηδαμινό τους ανάστημα και να αυτοπροβληθούν ως «μυρίπνοα άθη του Παραδείσου και αστέρες πολύφωτοι του νοητού στερεώματος;» Ποιοί θα σταθούν και θα αυτοδιαφημιστούν ως «λύρα του Πνεύματος», την στιγμή που η δική μας λύρα είναι όχι μόνο «φάλτσα» αλλά και ραγισμένη τριγύρω αφού την χρησιμοποιούμε ως ρόπαλο για να κοπανάμε κατακούτελα τον εν Χριστώ αδελφό μας επειδή τόλμησε να διαφωνήσει μαζί μας; 

Θέλετε Σύνοδο;

Ας ακόυσουμε τους Αγίους Πατέρες της εν Καρχηδόνι Συνόδου:

«Διά παντός ισχυρώς και ασφαλώς κρατούμεν μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι έξω της Καθολικής Εκκλησίας, ενός όντως Βαπτίσματος και εν μόνη τη Καθολική Εκκλησία υπάρχοντος!»

Εσείς, ώ πατέρες της υπερπαρατεταμένης οικονομίας, μας διδάξατε ότι οι αιρετικοί οικουμενιστές επίσκοποι λυκοποιμένες είναι εκτός Εκκλησίας, δεν ανήκουν στην Διαχρονική Εκκλησία του Χριστού και σύμφωνα με την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, την οποία πάλι εσείς μας την μάθατε, εφ΄ όσον δεν έχουν την Αγία Ορθόδοξη Αλήθεια, δεν έχουν τον Χριστό, δεν είναι του Χριστού και της Εκκλησίας Αυτού.

Εδώ η Αγία Σύνοδος της Καρχηδόνος (ισότιμη και ισόκυρη Οικουμενικής) μας διδάσκει Θεοπνεύστως πως δεν έχει την δυνατότητα κανένας μα κανένας να βαπτίζει, την στιγμή που βρίσκεται εκτός Εκκλησίας. Εσείς, με ποιό Θεόσδοτο, Θεαρχικό διακίωμα, εν τίνι εξουσία διδάσκετε ότι οι εκτός Εκκλησίας αιρετικοί οικουμενιστές μπορούν άνετα και «έγκυρα» να βαπτίζουν και μας στέλνετε σε αυτούς, απλά επειδή εσείς ατομικώς, αρνείστε να τελείτε όλα τα μυστήρια και περιορίζεστε εκ του ασφαλούς στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας;

Πού το βρήκατε αυτό; Ποιά Σύνοδος και ποιός Κανόνας αναγνωρίζει εγκυρότητα μυστηρίων στους αιρετικούς; Ας δούμε όμως τί μας λέγει στην συνέχεια αυτός ο Α΄ Κανόνας της εν Καρχηδόνι Συνόδου:

«Γέγραπται γαρ: «Εμέ εγκατέλιπον, Πηγήν ύδατος Ζώντος, και ώρυξαν εαυτοίς λάκκους συντετριμμένους, τους μη δυναμένους ύδωρ συσχείν!»

Οι αιρετικοί οικουμενιστές και μάλιστα οι δεδηλωμένοι ΜΑΣΟΝΟΙ πατριάρχες,(προσέξτε, ο Μασόνος στην Στοά προσκυνά και λατρεύει τον Εωσφόρο ως «Θεό αλληθινό και Μέγα Αρχιτέτκονα του Σύμπαντος»), εγκατέλειψαν τον Χριστό και την Εκκλησία Του και δημιούργησαν την Νέα «Εκκλησία» της Παγκοσμιοποιήσεως και του Διαθρησκειακού Συγκριτισμού, αυτοί λοιπόν έσκαψαν μόνοι τους τον αδηφάγο λάκκο του Π.Σ.«ε» και του Κολυμπαρίου και σεις, ώ πατέρες του πλάνης του Οικονομισμού μας λέτε ότι έχουν ύδωρ πηγήν ύδατος Ζωής και έγκυρα μυστήρια;

Δεν φοβείσθε τον Θεό και δεν ντρέπεστε τους Αγίους Πατέρες που καταφρονείτε; Πως αποκαλείτε αυτούς τους αιρετικούς «τους μη δυναμένους ύδωρ συσχείν» οι οποίοι δεν έχουν καμία δυνατότητα να αγιάσουν και να διατηρήσουν αγιασμό, ότι αγιάζουν αυτοί εμάς και τα τέκνα μας; Πως μας στέλνετε αναισχύντως σε αυτόν τον «συντετριμμένο λάκκο;»

Εμείς σας αγαπήσαμε, δεχτήκαμε να κρέμονται οι ψυχές μας στο πετραχίλι σας και σεις μας στέλνετε στους αιρετικούς και μας διδάσκετε ότι έχουν αυτοί «έγκυρα μυστήρια;» Επειδή εμείς έχουμε παιδιά; Και οι παπικοί έχουν γέροντες και μικρά παιδιά. Ποιά η διαφορά; Αιρετικοί και οι δύο.

Δέστε τί λέγει και πάλι στη συνέχεια η εν Καρχηδόνι Σύνοδος:

«Και πάλιν η Αγία Γραφή προμηνύουσα λέγει: ‘Από ύδατος αλλοτρίου απέχεσθε και από πηγής αλλοτρίας μή πίετε!»

Γιατί το κάνετε αυτό, αγαπητοί μας πατέρες; Η Αγία Γραφή λέγει από ύδωρ αλλότριο, ξένο, ετερόδοξο να απέχετε, να μην πίνετε και σεις μας λέτε «πηγαίνετε και πιείτε (κοινωνείστε) ελεύθερα!» Δεν σας ανησυχεί αυτή σας η αντίφαση; Δεν σας κεντρίζει την συνείδηση; Και συνεχίζει η εν Καρχηδόνι Σύνοδος:

«Διά τε Ιεζεκιήλ του Προφήτου λέγει Κύριος: ‘Και ραντίσω υμάς καθαρώ ύδατι, και καθαριώ υμάς. Και δώσω υμίν καρδίαν καινήν και πνεύμα καινόν δώσω υμίν!’ Πώς δε δύναται καθαρίσαι και αγιάσαι ύδωρ ο ακάθαρτος ων αυτός (στην πίστη) και παρ΄ ω Πνεύμα Άγιον ούκ έστι;»

Βλέπετε ότι η Σύνοδος αυτή συμφωνεί απολύτως με την Αγία Γραφή; «παρ΄ ω Πνεύμα Άγιον ούκ έστι;» Οι αιρετικοί δεν έχουν Άγιον Πνεύμα! Να η ομοφωνία και αρμονία!

Εσείς όμως, διαφωνία και πνεύμα αντιλογίας: «όχι, έχουν Άγιο Πνεύμα, κατ΄ οικονομίαν!» Μα… θα καταπιέσουμε εμείς οι θνητοί το Άγιο Πνεύμα να κατοικεί στους αιρετικούς και να επικυρώνει την βλασφημία τους προς το Ίδιο το Άγιο Πνεύμα, διά της «εγκυρότητος των μυστηρίων τους, επειδή το θέλουμε εμείς;»

Δεν τελείωσε όμως ο Κανόνας, έχει κι άλλα να μας πει:

«Λέγοντος του Κυρίου εν τοις Αριθμοίς ‘Και πάντων ων άψεται ο ακάθαρτος, ακάθαρτα έσται. Πώς βαπτίζων δύναται, άλλω δούναι άφεσιν αμαρτιών, ο μη δυνηθείς τα ίδια αμαρτήματα έξω της Εκκλησίας αποθέσθαι;» Πώς, μα πώς έχει την δυνατότητα να βαπτίζει και να παρέχει σε άλλους άφεση αμαρτιών, αυτός ο οποίος δεν μπορεί τα δικά του αμαρτήματα να αποτινάξει, μιας και βρίσκεται έξω από την Εκκλησία;

Πατέρες Οικονομιστές, καταχραστές των Πατέρων, θα μας τρελλάνετε! Μπορούν να βαπτίσουν τα παιδιά μας αυτοί οι οποίοι βρίσκονται ΕΚΤΟΣ Εκκλησίας; Και τώρα ποιόν να ακούσουμε, εσάς ή την Αγία και Θεόπνευστη Σύνοδο; Και γιατί δεν σας φτάνει αυτή, ακυρώνετε αυτήν, αχρηστεύετε αυτήν και έχετε την αξίωση να ξανασυγκροτήσει άλλη μία Σύνοδο για χάρη σας ο Θεός και να ξανακαταδικάσει τους αιρετικούς;

Δεν σας φτάνουν οι Εννέα Οικουμενικές Σύνοδοι; Θέλετε και Δεκάτη; Δεν σας βάζει σε σκέψεις το ότι για κάποιον σοβαρό και υποστατό λόγο σταμάτησε να συγκροτεί Συνόδους ο Θεός, ενώ παλαιότερα συνέβαιναν κάθε 50 και εκατό χρόνια; Λέτε να μας «ξέχασε» τόσους αιώνες ο Θεός ή μήπως θεωρεί πως δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να ξανα-ασχοληθεί με θέματα ήδη προ πολλού λυμμένα; Και θα τα λύσουμε ξανά εμείς οι πεπερασμένοι;

Δεν ακούτε την Αγία εν Καρχηδόνι Σύνοδο του Θεού; Εσάς κατά πρόσωπον ρωτάει ο Θεός μέσω της Συνόδου: «Τίς δε δύναται δούναι, όπερ αυτός ουκ έχει; ή πώς δύναται πνευματικά εργάζεσθαι ο αποβαλών Πνεύμα Άγιον;» Δεν το καταλαβαίνετε; ΟΥΚ αν λάβοις παρά του μη έχοντος! Δεν πρόκειται να σου δώσουν αυτό που οι ίδιοι δεν έχουν.

Κοντός ψαλμός, αλληλούϊα και ήδη πάρα πολλά σας είπα. Ή έχουν, ή δεν έχουν Άγιο Πνεύμα! Ή το απέβαλαν διά της αιρέσεως ή το κατέχουν ασφαλώς, σχετικώς της εκάστου προαιρέσεως; Πού το βρήκατε αυτό; Σε ποιόν Κανόνα; Έχει και άλλα πολλά ο παρών Κανόνας νας μας πει και να μας διδάξει, αλλά σταματώ εδώ και το αφήνω στην προαίρεσή σας να τα αναζητήσετε μόνοι σας.

Ένα μόνο σας υπενθυμίζω: το Άγιον Πνεύμα δεν μιλάει αόριστα, αφηρημένα, ποιητική αδεία. Μας διαβεβαιώνει και πιστοποιεί διά του ΙΕ’ Κανόνος της Αγίας Πρωτοδευτέρας Απιστολικής Συνόδου (η οποία – σημειωτέον – είναι ισότιμη και ισόκυρη Οικουμενικής), ότι οι αρετικοί οικουμενιστές είναι ψευδεπίσκοποι, είναι κυριολεκτικώς (όπως το λέγει η λέξη) «ψεύτικοι επίσκοποι» με ψευδή επισκοπική ιεροσύνη και ψεύτικα μυστήρια.

Μην τα αλλάζετε, μη τα ποδοπατείτε και τα τροποιείτε προς το δικό σας βολικό συμφέρον. Ή είναι ψεύτικοι επίσκοποι, ή είναι αληθινοί. Ο Θεός δεν μας κοροϊδεύει αλλά και μεις δεν μπορούμε να κοροϊδεύουμε τον Θεό! Δεν μπορούμε να διδάσκουμε «είναι και ψεύτικοι, είναι και αληθινοί, εξαρτάται πως τους βλέπει ο καθένας…» Ας σοβαρετούμε λιγάκι!

Αγαπητοί,

Η Αγία Πεντηκοστή δεν είναι απλά η Γενέθλιος Ημέρα της Εκκλησίας. Δεν γιορτάζουμε απλώς την κάθοδο και επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος αλλά και την βέβαιη κατοχή του Αγίου Πνεύματος, την κυρίαρχη και δεσπόζουσα παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, όχι την διοικούσα και δεσποτοκρατική, όχι την παγκοσμιοποιημένη και οικουμενιστική αλλά την Ορθόδοξη και Διαχρονική.

Εκκλησία δεν είναι το σύνολο συμβιβασμένων στην παναίρεση εξουσιαστών ιεραρχών, δεν είναι το δεσποτοκρατικό σώμα λυκοποιμένων και προδοτών, αλλά το μικρό ποίμνιο, η λιγοστή χούφτα των Ορθοδόξων πιστών οι οποίοι δεν διέφθειραν την Πίστη και αγωνίζονται να την διατηρήσουν ανόθευτη από κάθε μολυσμό της Παναιρέσεως του Οικουμενισμού.

Όσοι επιθυμούμε να μην μολύνουμε την Πίστη, όσοι φοβούμαστε να μην κολαστούμε, ας αποτειχιστούμε από τους αιρετικούς οικουμενιστές και ας μην διατηρούμε ουδεμία εκκλησιαστική ή μυστηριακή κοινωνία μαζί τους. Εάν έχουμε όντως ποιμαντικές ανάγκες, όπως και έχουμε, τότε θα μας λυπηθεί και θα φροντίσει ο Θεός για μας, την στιγμή που του ζητούμε “ένα ψυχίο από της τραπέζης», δεν θα μας πετάξει πέτρα κατά πρόσωπον!

Εάν όμως βολευόμαστε με τους αιρετικούς και μας ικανοποιούν οι οικουμενιστές, μας αγιάζουν και μας σώζουν οι αιρετικοί, τότε για ποιό λόγο να επέμβει ο Θεός; Τότε ο Παντοκράτωρ Κύριος θα μας πει: «Μην εξέρχεστε καθόλου εκ μέσου αυτών, μείνατε εκεί όπου είστε!»

Τέτοιοι είμαστε, τέτοιοι εκκλησιαστικοί ηγέτες μας αξίζουν!

Το άγιο θέλημά Σου...



Ο αγώνας που κάνει ο Χριστιανός γίνεται όχι για να πη στον Θεό:

«Εγώ είμαι εντάξει· δικαιούμαι την σωτηρία» -γιατί τότε θα ήταν ένας Φαρισαίος- αλλά για να πει στον Θεό:

«Κύριε, παρ’ όλη την αδυναμία μου και την αμαρτωλότητά μου, εγώ σε αγαπώ. Και σαν έκφραση της αγάπης μου, προσπαθώ να κάνω τις εντολές Σου και το άγιό Σου θέλημα. Και από Εσένα εξαρτάται, αν θα μου δώσεις την σωτηρία και αν θα μου δώσεις την Χάρη Σου”.

Γέροντας Γεώργιος Καψάνης

Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι....



Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἄρχισε ὁ γέροντας Πνευ­ματικὸς νὰ διηγεῖται στὸ πνευματικοπαίδι του μιὰ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ κάποιον θεοφοβούμενο ἄνθρωπο παλαιὰ στὴ Μυτιλήνη. 

–Ποὺ λές, Μιχάλη τὸν λέγανε. Τὸν ἤξερα ἐγὼ προσωπικά. Στὴ Μυτιλήνη ζοῦ­σε, σ’ ἕνα κεφαλοχώρι. Ἄνθρωπος τί­­μιος, ἐργάτης, μὲ φόβο Θεοῦ πάνω του. Οἰκοδόμος ἦταν. Μεροδούλι – μεροφάι. Ὅλη τὴ μέρα στὴ δουλειά, καὶ τὸ βρά­δυ στὸ σπίτι, στὴν οἰκογένειά του. Εἶ­χε γυναίκα καὶ ὀχτὼ παιδιά. Οὔτε ἕνα, οὔτε δύο. Ὀχτὼ τοῦ Θεοῦ τὰ εἶχε. Ἡ γυναίκα του δὲν ἐργαζόταν. Καὶ νά ’θελε, ποῦ νὰ εὐκαιρήσει μὲ ὀχτὼ παιδιά; Ἕνα ἡμερομίσθιο, καὶ μ’ αὐτό, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τά ’βγαζαν πέρα. Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός.

Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός, γιατὶ ἐκεῖνοι δὲν Τὸν ἄφηναν. Κατάλαβες; Ἦταν θεοσεβούμενη οἰκογένεια ἡ οἰκογένεια τοῦ κυρ-Μιχάλη, παιδί μου. Ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία δὲν ἔλειπαν Κυριακές, γιορτές, καὶ στὴ ζωή τους πολὺ προσεκτικοί. Καὶ μὲ ἐλεημοσύνες ἐπιπλέον, ὅσο μπο­ροῦ­σαν. Τί νὰ μποροῦσαν δηλαδή; ἀπ’ τὸ ὑ­στέρημά τους οἱ ἄνθρωποι… Κυλοῦσε ἡ ζωή τους ἥσυχα, κι αὐτοὶ δόξαζαν τὸν Θεό.

. Κάποτε ὅμως ἦρθαν μέρες δύσκολες. Ἀναδουλειὲς στὸ νησί. Ἄρχισε νὰ στενεύεται ὁ κυρ-Μιχάλης. Πῶς νὰ τὰ καταφέρνει δέκα στόματα νὰ τρέφει καθημερινά; Κι ἡ καημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴν ἄλλη πιὸ πολὺ δυσκολευόταν. Ξέρεις τί ’ναι νὰ ξημερώνει, καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ μάνα ἂν θὰ βρεῖ νὰ ταΐσει τὰ μικρά της; Μαρτύριο σωστὸ γιὰ τὴ μητρικὴ καρδιά.

Καὶ ἔφτασε κι ἡ μέρα ποὺ δὲν εἶχε τίποτε στὸ σπίτι νὰ δώσει στὰ παιδιά. Ἀδειανὰ ὅλα τὰ ράφια. Κοίταξε χλωμή, πανιασμένη τὸν ἄντρα της:
–Ἂν σήμερα δὲν φέρεις κάτι στὸ σπίτι, τοῦ ’κανε, νὰ ξέρεις, τὰ παιδιὰ θὰ μείνουν νηστικά. Οὔτε ψίχουλο δὲν ὑπάρ­χει.
Ἔφυγε ὁ Μιχάλης γιὰ τὴν πιάτσα, μπὰς καὶ βρεῖ τίποτε. Στὸ δρόμο περ­νοῦσε ἔξω ἀπ’ τὸν κοιμητηριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ. Κοντοστάθηκε μιὰ στιγμὴ κι ἀ­μέ­σως τὸ ἀποφάσισε. Ἄλλαξε τὸ πρό­γραμμά του.

–Δὲν θὰ πάω στὴν πλατεία. Θὰ μπῶ ἐδῶ.
. Μπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔκανε τὸ σταυ­­ρό του. Ἄναψε τὸ κερὶ καὶ κατευθύν­θηκε μπροστὰ στὸ τέμπλο. Ἔπεσε στὰ γόνατα, σήκωσε τὰ χέρια του καὶ παρακαλέθηκε:
–Ὀχτὼ τὰ ἔχω, Χριστέ μου. Δικά Σου εἶναι, Ἐσὺ μοῦ τά ’δωσες. Ἐσὺ ποὺ μοῦ τά ’δωσες, φρόντισε νὰ τὰ θρέψεις. Δὲν ἔχουν τίποτε γιὰ σήμερα νὰ φᾶνε.
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἔτσι γονατισμένος καὶ τέλος ξαναμίλησε:
–Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι.
. Εἶπε, καὶ κατευθύνθηκε στὸ ἀναλόγιο. Πῆρε τὸ Ψαλτήρι κι ἄρχισε νὰ διαβάζει.

. Δὲν θά ’χε περάσει μισὴ ὥρα, κι ἀπ­έ­ξω ἀκούστηκαν συνομιλίες. Στὴν ἀρ­χὴ δὲν ἔδωσε σημασία. Μετὰ διέκρινε τὴ φω­νὴ τοῦ παπᾶ τους. Μιλοῦσε μὲ κά­ποιον ἄγνωστο. Ἔπιασε μιὰ λέξη, ἂν ἄ­κουγε καλά…
–Ἕναν οἰκοδόμο πρέπει νὰ βρεῖς…
Πετάχτηκε ἔξω.
–Παπα-Γιάννη, τὴν εὐχή σου.
–Νά τος! φώναξε ὁ παπάς. Τὸν ξέρεις τὸν Μιχάλη;
Κι ἀμέσως πρὸς τὸν Μιχάλη:
–Μιχάλη, τὸν γνωρίζεις τὸν κύριο;
–Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
–Εἶναι τοῦ Γρηγόρη τοῦ…, μακαρίτης τώρα, ἀπ’ τὸν ἀπάνω μαχαλά. Μᾶς ἦρθε χθὲς ἀπ’ τὴν Ἀμερική, χρόνια τώρα ἐκεῖ, δυὸ δεκαετίες κοντά. Τὸν θυμᾶσαι;
–Ἅμα λές, παπά μου, δυὸ δεκαετίες, ἐγὼ ἀκόμα δὲν ἤμουν ἐδῶ. Μετὰ ἐγκα­ταστάθηκα στὸ χωριό. Τὸν πατέρα του τὸν μακαρίτη τὸν ἔχω ἀκουστά.
–Κύριε Μιχάλη, εἶστε οἰκοδόμος;
–Ναί, παιδί μου.
–Ἐνδιαφέρομαι νὰ φτιάξω τὸν τάφο τῶν γονέων μου. Θέλω νὰ χτίσω κάτι ὡ­ραῖο, ἐπίσημο, σὰν τύμβο. Σὰν εἰκο­νο­στάσι. Νὰ χωράει κανεὶς νὰ μπεῖ μέσα, ν’ ἀνάψει τὸ κερί, τὸ καντήλι. Κατάλαβες; Ξέ­ρεις ἀπὸ τέτοια;
–Πῶς δὲν ξέρω, παλληκάρι μου. Ἔχω φτιάξει κι ἄλλοτε.
–Πόσα θέλεις νὰ μοῦ τὸ φτιάξεις;
Κοντοστάθηκε ὁ κυρ-Μιχάλης. «Νὰ πῶ ἑκατὸ χιλιάδες δραχμές», πῆρε νὰ σκέ­­φτεται, «μὴν τοῦ φανοῦν πολλά. Νὰ πῶ ἑβδομήντα;».
–Διακόσιες χιλιάδες σοῦ φτάνουν;
–…
–Ἔ, δὲν διαθέτω περισσότερα. Δέχεσαι;
–Δέχομαι.
–Πάρ᾿ τα.
Καὶ τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι φάκελλο φουσκωμένο.

. Μὲ τρεμάμενα χέρια ὁ κυρ-Μιχάλης ὁ οἰκοδόμος ξαναμπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔ­πεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔκλαψε. Ὥρα πολλή. Κάποτε σηκώ­θηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι του. Στὴ γυ­ναίκα του καὶ τὰ ὀχτὼ παιδιά του. Τοῦ Θεοῦ ὅλα.

–Κατάλαβες, παιδί μου; κατέληξε ὁ γέ­­ροντας Πνευματικός. Αὐτὸς ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴν πίστη του, τὴν προσευ­χή του, ἔ­τσι ποὺ τὴν ἔκανε, πῶς νὰ ποῦ­με… τὸν ἐξανάγκασε τὸν Θεό. Ἔτσι δὲν εἶναι; Για­τὶ ἡ πίστη, ἡ ἀληθινή, ἡ ἀκράδαντη, αὐτὸ κάνει. 
Ἐξαναγκάζει τὸν Θεό. Συμφωνεῖς;

Τό σῶμα εἶναι ἐργαλεῖο καί μοιάζει μέ στολή τῆς ψυχῆς. Μή μολύνεις τήν ὄμορφη αὐτή στολή σου !



''Μή λές ὅτι τό σῶμα εἶναι αἰτία τῆς ἁμαρτίας. Γιατί, ἄν τό σῶμα εἶναι αἰτία τῆς ἁμαρτίας, τότε γιατί ὁ νεκρός δέν ἁμαρτάνει; Βάλε στό δεξί χέρι κάποιου νεκροῦ, πού μόλις πέθανε, ἕνα ξίφος. Φόνος δέν θά γίνει. Ἄς περάσουν πλάι ἀπό νεκρό νεό, μόλις πεθάνει, χίλιες καλλονές. 

Δέν πρόκειται νά τοῦ δημιουργηθεῖ καμιά ἐπιθυμία πορνείας. Γιατί; Ἐπειδή τό σῶμα δέν ἁμαρτάνει ἀπό μόνο του, ἀλλά ἁμαρτάνει ἡ ψυχή, ἐνεργώντας μέ τό σῶμα. Τό σῶμα εἶναι ἐργαλεῖο καί μοιάζει μέ ροῦχο καί στολή τῆς ψυχῆς. Κι ἄν παραδοθεῖ ἀπό αὐτή στήν πορνεία, γίνεται ἀκάθαρτο. 

Ἄν ὅμως συζήσει μέ ἅγια ψυχή, γίνεται ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν τά λέω ἐγώ αὐτά, ἀλλά τά ἔχει πεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Δέν ξέρετε ὅτι τά σώματά σας εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού βρίσκεται μέσα σας;» (Α΄ Κορ. 6,19). 

Νά φροντίζεις λοιπόν τό σῶμα σάν νά εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

Μή φθείρεις μέ πορνεῖες τή... σάρκα σου. 

Μή μολύνεις τήν ὄμορφη αὐτή στολή σου. Κι ἄν ἔτυχε καί τή μόλυνες, πλύνε την τώρα μέ τή μετάνοια, ἐπειδή τώρα εἶναι καιρός λουτροῦ παλιγγενεσίας.''

Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων
Κατήχηση Δ΄. ΚΓ΄ σελ. 147

«Ὁ ἀδελφός σας εἶναι στόν Παράδεισο γιατί ποτέ δέν κατέκρινε κανέναν σας!»



Κάποτε πολὺ παλιὰ σὲ ἕνα μοναστήρι στὸ Άγιον Ὅρος, πρὶν ἀκόμα ἡ ἀνθρωπότητα μάθει τί εἶναι τὸ ἠλεκτρικὸ ρεῦμα, ἦταν μία μικρὴ ἀδελφότητα νέων κατὰ βάσει μοναχῶν μὲ τὸν Γέροντά τους, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ αὐτὸς σχετικὰ νέος. 
Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἀδελφότητα ὑπῆρχε ὅμως καὶ ἕνας μεγάλος σὲ ἡλικία παππούλης. 
Ὁ παππούλης τῆς ἱστορία μας, λοιπόν, δὲν ἔλεγε ποτὲ καλημέρα καὶ περπατοῦσε πάντα μὲ κατεβασμένο τὸ βλέμμα.

Ὅποτε συναντοῦσε κάποιον ἀδελφό του σταματοῦσε μπροστά του χωρὶς νὰ σηκώσει τὰ μάτια του ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ κατευθείαν γυρνοῦσε τὴν πλάτη του καὶ ἄλλαζε πορεία. Δὲν πήγαινε ποτὲ στῆς Παρακλήσεις καὶ στοὺς Ἑσπερινούς. Μπορεῖ νὰ τὸν ἔβλεπαν καμιὰ φορᾶ στὸ ἀπόδειπνο μετὰ τὴν τράπεζα, ἀλλὰ θὰ ἔφευγε πρὶν τελειώσει. Μονάχα τὶς Κυριακὲς πήγαινε στὴν Λειτουργία καθυστερημένος καὶ καθόταν μέχρι νὰ τελειώσει. Ὅλοι οἱ ἀδελφοί του τὸν χαρακτήριζαν μονόχνωτο, παράξενο καὶ τὸν συκοφαντοῦσαν συνέχεια στὸν Γέροντά τους. Πολλὲς φορὲς ὁ Γέροντας μπῆκε στὸν πειρασμὸ νὰ τὸν ἐπιπλήξει γιὰ τὴν συμπεριφορὰ τοῦ αὐτή, ἀλλὰ κάθε φορᾶ κάτι τὸν σταματοῦσε καὶ τὸν δικαιολογοῦσε λέγοντας πὼς εἶναι «καμώματα τῆς ἡλικίας». Κάποια μέρα λοιπὸν… κάλεσε ὁ Καλὸς Θεούλης τὸν Παππούλη μας καὶ αὐτὸς ἔφυγε γιὰ πάντα γιὰ ἕνα πολὺ μακρινὸ ταξίδι.

Οἱ ἀδερφοί του δὲν στεναχωρήθηκαν καθόλου γιὰ τὴν ἀπώλειά του. Ἴσα, ἴσα χάρηκαν κιόλας, γιατί δὲν θὰ ἔβλεπαν ἄλλο τὸ ξινισμένο γέρικο πρόσωπό του. Ἀναρωτιόντουσαν ὅμως: «τι κατάληξη θὰ ἔχει ἡ ψυχούλα αὐτοῦ του παράξενου γεράκου ποῦ δὲν τελοῦσε κανένα ἀπὸ τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα;» Τὸ ρώτησαν στὸ Γέροντά τους καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρὰ τοῦ εἶπε νὰ κάνουν γιὰ 40 μέρες προσευχὴ καὶ νηστεία καὶ τότε θὰ τοὺς φανερώσει ὁ Καλὸς Θεούλης τί ἔγινε μὲ τὴν ψυχούλα τοῦ γέρου ἀδελφοῦ τους. 
Μετὰ ἀπὸ 40 μέρες Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στὸ Γέροντα καὶ τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ Γεράκος τοὺς εἶναι στὸν Παράδεισο κοντὰ στὸν Καλὸ Θεούλη καὶ προσεύχεται γιὰ αὐτοὺς καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Ὁ Γέροντας ἀπόρησε. Ρώτησε τὸν Ἄγγελο: «Μα πῶς; Ἀφοῦ…»

Πρὶν προλάβει ὅμως νὰ τελειώσει αὐτὸ ποὺ ἤθελε νὰ πεῖ τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἄγγελος: 
«Ὁ ἀδελφός σας εἶναι στὸν Παράδεισο γιατί ποτὲ δὲν εἶπε κακὸ λόγο γιὰ ἀδελφό του καὶ ποτὲ δὲν κατέκρινε κανέναν σας! Πάντα τὸ βλέμμα τοῦ κοιτοῦσε στὸ ἔδαφος γιὰ νὰ μὴν δεῖ κανέναν σας καὶ τὸν κακολογήσει, δὲν ἐρχόταν στὶς ἀκολουθίες γιὰ μὴν δεῖ κανέναν ἀδελφὸ νὰ κοιμᾶται στὸ στασίδι του, ἢ νὰ μὴν κάνει τὶς μετάνοιές του καὶ τὸν κρίνει». Ὁ Γέροντας ἔμεινε ἄφωνος.

Τὰ νέα γρήγορα διαδόθηκαν ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ὄχι μόνο στὸ μικρὸ κοινόβιο ἀλλὰ καὶ στὶς γύρω Μονὲς καὶ Σκῆτες. Ἀντὶ γιὰ χαρὰ ὅμως ἁπλώθηκε μία ἀπέραντη λύπη. 
Μέχρι καὶ τὰ πουλιὰ σίγησαν ἐκείνη τὴν μέρα. Ὁ ἀέρας δὲν φύσηξε καὶ τὰ λευκὰ προβατάκια τῆς θάλασσας σταμάτησαν νὰ γλύφουν τοὺς τοίχους τοῦ μοναστηριοῦ. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ οὔτε τὰ ἄστρα βγῆκαν στὸν οὐρανό. Θρηνοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ θρηνοῦσε καὶ ὅλη ἡ γῆ μαζί τους.

Μακάρι νὰ μπορούσαμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἔχουμε ἔστω λίγη ἀπὸ τὴν ταπείνωση τοῦ Ἅγιου αὐτοῦ Παππούλη καὶ ἂς μᾶς λέγανε παράξενους…

Περιοδικό ΡΩΜΝΙΟΣ

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, 29 Μαΐου 1453



Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.
Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.
Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε. Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.
Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ ἡ φημισμένη Κωνσταντινούπολη, ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤξησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της. Ὅλος ὁ κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης ἀκούστηκε ὁ βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός· μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἡ ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του.
Καὶ ποιὸς δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ, μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνῃ ὁ διάολος μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ.
Σάμπως καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμήγκι νὰ φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ καὶ νὰ πιάσῃ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή! Ἔχω ἀκουστά, πῶς σ᾿ ἕνα νησὶ τῆς ἰνδίας, ἐκεῖ δὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε εἰρηνικὰ καὶ κουβεντιάζουνε γνωστικά, στὰ καλὰ καθούμενα τοὺς πιάνει ἄξαφνα μιὰ μανία καὶ τρέχουνε σὰ λυσσασμένοι στοὺς δρόμους, σκοτώνοντας ὅποιον λάχῃ μπροστά τους. Ἕνα τέτοιο πράγμα πιάνει κάθε τόσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, γίνεται θηρίο ἀνήμερο καὶ δαγκώνει τὰ κρέατά της.
Σὰν ἕνα μπουρίνι, ποὺ μὲ μιᾶς μελανιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ γίνεται ἡ μέρα σὰ νύχτα κι᾿ ἀκούγονται ἀπὸ μακρυὰ βροντὲς κι᾿ ἀστροπελέκια, καὶ σὲ λίγο ξεσπᾷ ὁ δρόλαπας, κι᾿ ὁ φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, ἀπὸ τοῦ πουλιοῦ ποὺ κελαϊδοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἴσαμε τοῦ λιονταριοῦ, ποὖνε καμωμένη ἀπ᾿ ἀτσάλι, ἔτσι ξέσπασε ἀπάνω στὴ γερασμένη τὴν Πόλη ὁ σίφουνας καὶ τὴν ἔκανε στάχτη. Μέσα σὲ 55 μέρες χάθηκε ὅ,τι γίνηκε σὲ χίλια χρόνια.
Αὐτὸς ὁ θανατερὸς ἄνεμος ἐπίασε νὰ φυσᾷ ἀπὸ τὶς ἐρημιὲς τῆς Ἀσίας, ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ δὲ φυτρώνει χορτάρι, σπρώχνοντας κατὰ δῶθε ἕνα κοπάδι ἀνθρώπους δίχως σπίτια, δίχως χωράφια, ἀγρίμια ἄκαρδα, ποὺ τἆχε κάψει ἡ ἄπονη φύση μὲ τὸ κρύο, μὲ τὴν πείνα καὶ μὲ τὸν πόλεμο. Σὰν τοὺς λύκους, ποὺ λυσσᾶνε σὰν πέση, πολὺ χιόνι στὰ βουνὰ καὶ τρῶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔτσι πλανιόντανε αὐτὰ τὰ πλάσματα, ὥς που φτάξανε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, ποὺ ζούσανε ἀρχαῖες φυλές, ἀνθρῶποι ποὔχανε σπίτια θεμελιωμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, ποὔχανε καὶ καράβια καὶ κουβαλούσανε ἀπὸ μακρυὰ κάθε τί, ποὖνε γιὰ τὴν καλοπέραση τ᾿ ἀνθρώπου.
Τὸ πειὸ μεγάλο κάστρο, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἤτανε χτισμένο ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιά, ἀνάμεσά σε δυὸ στεριές, γιομάτο σπίτια, μαγαζιά, ἐκκλησιές, παλάτια, συντριβάνια, ὅλα ἀπὸ πέτρα καὶ μάρμαρο. Οἱ ἀνθρῶποι ἤτανε ντυμένοι μὲ ροῦχα ἀκριβά, γράφανε καὶ διαβάζανε ἀπάνω στὸ χαρτί, ξέρανε πράγματα λογῆς-λογῆς, τέχνες καὶ ζαναάτια (ἐπαγγέλματα) πολλά. Εἴχανε πλῆθος ἀγάλματα στεριωμένα ἀπάνω σε κολῶνες ἀπὸ χρωματιστὰ μάρμαρα, εἰκόνες ζωγραφισμένες ἀπάνω σε σανίδια μὲ μπογιὲς καὶ μὲ χρυσάφι, καμπάνες κρεμασμένες στὰ καμπαναριά, πράγματα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀπορούσανε μὲ τί τρόπο τὰ φτιάνανε. Ἄλογα τρέχανε χλιμιντρίζοντας μέσα στὰ μεϊντάνια, κ᾿ οἱ ἄνθρωποι περπατούσανε ἀπάνω σε δρόμους ποὺ ἤτανε στρωμένοι μὲ πελεκητὲς πέτρες. Τί κάστρο ἤτανε τοῦτο, γιομάτο ἀπὸ θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ μηδὲ ὁ Προφήτης δὲν τἆχε στὸν Παράδεισο!
Δίχως νὰ χάσουνε καιρὸ τὸ ζώσανε, ὁ σουλτὰν Μεμέτης σὰ φίδι τὸ περιτύλιξε. Τοῦτοι ποὔχανε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀσία ἤτανε σὰ λιονταρόπουλα ἀδάμαστα· εἴχανε κότσα γερά, τὸ αἷμα τους ἔβραζε σὰ μοῦστος. Μὰ οἱ ἄλλοι ποὺ ἤτανε σφαλισμένοι μέσα στὸ σαραβαλιασμένο κάστρο, ἤτανε ράτσες γερασμένες, κουρασμένες ἀπ᾿ τὰ πάθια, ἀπ᾿ τὰ βιβλία κι᾿ ἀπὸ τὴν προσευχή, περήφανοι γιὰ τὸ σόϊ τους, θλιμμένοι γιὰ τὸ κατάντημά τους. 
Ὁ σουλτάνος ἔδερνε μὲ τὸ καμουτσὶ τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς μαχαίρωνε, τσάκιζε τὸ κεφάλι τους μὲ τὸ χρυσὸ τοπούζι ποὺ βαστοῦσε στὸ χέρι του. Μὰ ὁ βασιλέας, ποὺ ἤτανε σφαλισμένος μέσα στὸ κάστρο, μιλοῦσε στοὺς δικούς του σὰ Χριστὸς μὲ τ᾿ ἀγκάθινο στεφάνι ὁποὺ τὦχε γιὰ κορῶνα βασιλική. Δὲ διάταξε τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς παρακαλοῦσε μὲ τὴ θλιμμένη, φωνή του, μὲ τὰ μάτια του, ποὺ ἤτανε μελανιασμένα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια.
Οἱ Τοῦρκοι ἤτανε ὡς τετρακόσιες χιλιάδες· ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ἑκατὸ ἤτανε καβαλλαραῖοι. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ σηκώνανε ἅρματα, μαζευόντανε ὅλοι ὅλοι ἑφτὰ χιλιάδες, Ἕλληνες, Βενετσάνοι καὶ Γενοβέζοι.
Ἡ πολιορκία ἄρχισε στὶς 5 Ἀπριλίου. Ὁ σουλτάνος ἔστησε τὴν τέντα του κοντὰ στὴν Καστρόπορτα Καλιγαρία καὶ κούρντισε ἀπάνω της τὸ μεγάλο κανόνι τοῦ Οὐρμπάν. Ὑστερώτερα ὅμως τὸ κουβάλησε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ. Γιὰ νὰ τὸ γιομίσουνε χρειαζόντανε δυὸ ὧρες σωστές, καὶ γιὰ τοῦτο βαροῦσε μονάχα ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα. Σαράντα ζευγάρια βόδια τὸ τραβούσανε, γιὰ νὰ τὸ φέρουνε ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, καὶ γιὰ νὰ περάσουνε δυὸ μερῶν δρόμο κάνανε δυὸ μῆνες. Τετρακόσοι γενιτσάροι τὸ βαστούσανε γιὰ νὰ μὴ γύρῃ, διακόσοι ἀπὸ κάθε μεριά. Ὁ σουλτάνος κράτησε γύρω στὴν τέντα του δεκαπέντε χιλιάδες γενιτσάρους. Τὸ βουνὸ ποὖνε ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ Γαλατᾶ, τὤπιασε ὁ Ζαγανὸ πασᾶς. Ναύαρχος ἤτανε ὁ Μπαλτάογλους, κ᾿ εἶχε στὸν ὁρισμό του καμμιὰ τετρακοσαριὰ καράβια, τὰ πειὸ πολλὰ μαοῦνες καὶ μικρὰ μπριγκαντίνια.
Τὰ καράβια πάλι, ποὔχανε οἱ Χριστιανοί, ἤτανε τρία γενοβέζικα, ἕνα γαλλικό, ἕνα σπανιόλικο, τρία κρητικὰ καὶ τρεῖς μεγάλες Βενετσάνικες γαλέρες.
Ἴσαμε τὶς 18 οἱ Τοῦρκοι βαρούσανε μὲ τὸ κανόνι καὶ κάνανε ψευτοπόλεμο. Οἱ γενιτσάροι χυμίζανε σὰν ζῶα χωρὶς νὰ λογαριάζουνε τὴ ζωή τους, κι᾿ ἅμα σκοτωνότανε κανένας, πηγαίνανε οἱ ἄλλοι καὶ τὸν παίρνανε στὸν ὦμο τους. Κι᾿ ἂν σκοτωνόντανε ἢ λαβωνόντανε καὶ τοῦτοι, τρέχανε πάλι ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ τοὺς παίρνανε. Μποροῦσε νὰ σκοτωθοῦνε δέκα, παρὰ ν᾿ ἀφήσουνε ἕναν σκοτωμένον.
Ἐξὸν ἀπ᾿ τὸ μεγάλο κανόνι, οἱ Τοῦρκοι εἴχανε κι᾿ ἀλλὰ πολλὰ μικρότερα, καὶ πλῆθος μηχανές, βαλίστρες λεγόμενες, ποὺ σφεντονίξανε βροχὴ ἀπὸ πέτρες κι᾿ ἀπὸ σαΐτες.
Στὶς 18 ἕνα κοπάδι Τοῦρκοι χύθηκε καταπάνω στὸ κάστρο μὲ τόση βουὴ καὶ τέτοιο οὔρλιασμα, π᾿ ἀκουγότανε ἴσαμε τὴν ἀνατολή, δώδεκα μίλια μακρυὰ ἀπ᾿ τὸ στρατόπεδο. Μὰ δὲ μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Σκοτωθήκανε μονάχα διακόσιοι Τοῦρκοι. Κάνανε καὶ μιὰ μεγάλη τέντα ἀπὸ τομάρια ἄσπρα καὶ κόκκινα, καὶ φυλαγμένοι ἀπὸ τούτη τὴ σκεπή, σιμώσανε στὸ κάστρο κι᾿ ἀνοίξανε λαγούμια μέσα στὴ γῆ καὶ φτάξανε ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ σπίτια. Μὰ οἱ Γραικοὶ ἀνοίξανε ἄλλες τρύπες καὶ διώξανε αὐτοὺς τοὺς τυφλοπόντικους. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες οἱ Τοῦρκοι σκαρώσανε πάλι μιὰ μεγάλη καὶ φοβερὴ μηχανή, ποὺ τὴν εἴπανε οἱ παλιοὶ Ἑλέπολι. Ἀπ᾿ ὄξω κι᾿ ἀπὸ μέσα τὴν εἴχανε καπλαντισμένη μὲ τρία ἀπανωτὰ βοδοτόμαρα, κι᾿ ἁπάν᾿ ἀπάνω εἶχε πύργους κλεισμένους πάλι μὲ τομάρια γιὰ νὰ φυλάγωνται οἱ πολεμιστές, κ᾿ ἕνα σωρὸ ρόδες γιὰ νὰ τὴν κυλᾶνε.
Σὰν τὴν εἴδανε, ἄξαφνα τὸ πρωὶ οἱ Ἕλληνες, εἰδοποιήσανε τὸ βασιλιὰ καὶ πῆγε μὲ τὴν ἀκολουθία του νὰ δοῦνε αὐτὴ τὴν παράξενη μηχανή. Κι᾿ ἅμα τὴν εἴδανε, ἀπομείνανε σὰν πεθαμένοι. Οἱ Τοῦρκοι τὴ γεμίσανε μὲ ξύλα καὶ μὲ χώματα κι᾿ ἀφοῦ τὴν κολλήσανε κοντὰ στὸ κάστρο, πασχίσανε νὰ βουλώσουνε τὸ χαντάκι, ποὺ βρισκότανε ὁλοτρόγυρα στὸ φρούριο καὶ νὰ κατεβάσουνε ἁπάν· ἀπὸ τοὺς πύργους κάτι γιοφύρια ποὔχανε ἕτοιμα καὶ νὰ τὰ ρίξουνε ἀπάνω στὸ φρύδι τοῦ κάστρου. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ πολεμήσανε μὲ παλληκαριὰ καὶ γκρεμνίξανε τοὺς Τούρκους μέσα στὸ χαντάκι. Τὶς τρύπες, ὁποὺ ἀνοίγανε οἱ μπάλλες πὤριχνε τὸ μεγάλο κανόνι, κάτι κοτρῶνες φοβερὲς ἀπὸ μάρμαρο τῆς Μαύρης Θάλασσας στρογγυλεμένες μὲ τὸ καλέμι, τὶς βουλώνανε γρήγορα μὲ ξύλα καὶ μὲ βαρέλια γιομάτα χῶμα. Σὲ τούτη τὴ δουλειὰ δουλεύανε γυναῖκες, παιδιά, παπάδες καὶ δεσποτάδες ἀκόμα. Καταφέρανε μάλιστα νὰ κάψουνε καὶ τὴ μεγάλη μηχανὴ κι᾿ ἄλλες πειὸ μικρές. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης, σὰν τὴν εἶδε νὰ καίγεται, ὠρκίσθηκε πὼς κ᾿ οἱ τριανταεφτὰ χιλιάδες προφῆτες νὰ τοῦ τὸ λέγανε, πάλι ποτὲ δὲν θὰ τὸ πίστευε.
Οἱ δυστυχισμένοι οἱ Χριστιανοὶ πήρανε λιγάκι ἀπάνω τους, ποὖχε κόψει τὸ αἷμα τους. Μέρα νύχτα ἀκούγανε κεῖνο τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀνθρωπομάζωμα νὰ οὐρλιάζῃ κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ τειχιά. Καὶ τοῦτα δὰ ἤτανε τόσο σαραβαλιασμένα, ποὺ πολλὲς φορὲς γκρεμνιζόντανε μονάχα ἀπὸ τὸ βρόντο τοῦ κανονιοῦ. Νύχτες ὁλάκερες δὲ σφαλίξανε μάτι. Ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ὡς τοὺς γέρους ὅλοι δουλεύανε, κουβαλούσανε χώματα καὶ πέτρες. Κ᾿ οἱ καλογέροι εἴχανε ζωσθῆ τ᾿ ἅρματα καὶ βαστούσανε ἕνα κομμάτι τοῦ κάστρου. Στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ ἔστεκε ὁ βασιληᾶς, ἔχοντας κοντά του τὸ γενοβέζο Γιουστινιάνη, τὸν ἀρχιστράτηγο, καὶ τὸν δὸν Φραγκίσκο ἀπ᾿ τὸ Τολέδο, μαζὶ μὲ πεντακόσους διαλεχτοὺς γενοβέζους.
Τὴν πόρτα, τὴ λεγόμενη Μυρίανδρο, τὴ βαστούσανε δυὸ ἀδέρφια ἀντρειωμένα, ὁ Παῦλος κι᾿ ὁ Ἀντώνης Μπογιάρδοι. Τὴν πόρτα τῆς Καλιγαρίας τὴ διαφεντεύανε ὁ Θόδωρος ἀπὸ τὴν Κάρυστο κι ὁ Γιάννης Γερμανός, ὁ ἕνας πρῶτος στὸ δοξάρι κι᾿ ὁ ἄλλος στ᾿ ἀρκεμπούζι. Στὴν Ξυλοπόρτα καὶ στὸν Πύργο τοῦ Ἀνεμᾶ στεκότανε ὁ γενοβέζος καπιτάνιος Ἀεονάρδος Ἀαγκάσκος. Στὴν κόρδα τοῦ κάστρου, ποὺ κύτταζε κατὰ τὸ λιμάνι, ἤτανε ὁ ναύαρχος Νοταρᾶς. Ὁ καπιτὰν Γαβριὴλ Τρεβιζάνος εἶχε ἀραδιασμένα τὰ καράβια του ἀπὸ τὴν κόχη τοῦ κάστρου ἴσαμε τὸ φάρο κι᾿ ὁ Ἀνδρέας Ντῖνος φύλαγε μὲ τὰ δικά του τὸ μπάσιμο τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ σπανιόλος Πέτρος Τζουλιάνος βαστοῦσε τὸ μέρος ποὖνε ἀπ᾿ τὸ παλάτι τοῦ Βουκολέοντα ὡς τὸ Κοντοσκάλι. Ἤτανε κι᾿ ἄλλοι πολεμάρχοι σ᾿ ἄλλες μεριές.
Θέλω νὰ συντομέψω τὰ καθέκαστα, μὰ δὲν ξέρω τί νὰ πῶ καὶ τί ν᾿ ἀφήσω. Κατὰ τὴ στεριὰ νὰ κυττάξω, γιὰ κατὰ τὴ θάλασσα;
Στὶς 20 τοῦ Μαγιοῦ, τ᾿ ἀπόγευμα, φανήκανε τέσσερα χριστιανικὰ καράβια γιὰ νὰ δώσουνε βοήθεια. Ἐρχόντανε πρύμα, μὰ σὰ φτάξανε κοντὰ στὴν Πόλη, ἔπεσε μὲ μιᾶς ὁ ἀγέρας καὶ καρφωθήκανε στὸν τόπο. Ὁ σουλτάνος σὰν εἶδε πῶς τὸν βοηθοῦσε ὁ προφήτης, πρόσταξε εὐθύς τα καράβια του νὰ κινήσουνε καταπάνω τους. Τὰ τούρκικα χυμίξανε μὲ τούμπανα καὶ μ᾿ ἀλαλαγμὸ φοβερόν, κ᾿ ἔπιασε πόλεμος, ποὺ φοβηθήκανε ὡς καὶ τὰ ξύλα τ᾿ ἄψυχα. Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα χριστιανικὰ καράβια πάλευε ἄλλο μὲ πέντε, ἄλλο μὲ τριάντα κι᾿ ἄλλο μὲ σαράντα τούρκικα. Ἡ θάλασσα ἔπηξε, πὤλεγες πὼς ἤτανε νησὶ δασωμένο ἀπὸ κατάρτια. Τρεῖς ὧρες ἤτανε κολλημένα, δίχως νὰ μπορέσουνε οἱ Τοῦρκοι νὰ τὰ πατήσουνε. Ἀπάνω στὰ τέσσερα καράβια ἔπεφτε βροχὴ ἀπὸ σαγίτες, βροχὴ ἀπὸ φωτιά, ποὺ σφεντονίξανε οἱ ζαροβοτάνες.
Οἱ τσάγκρες ἀμολούσανε στουπιὰ ἀναμμένα, δεμένα ἀπάνω σε σαγίτες. Βουτηχτὲς βουτούσανε ἀποκάτω ἀπ᾿ τὶς καρίνες καὶ πολεμούσανε νὰ τὰ τρυπήσουνε. Οἱ Χριστιανοὶ πάλι ἀδειάξανε ἀπάνω στοὺς Τούρκους λεβέτια μὲ κατράμι καὶ λυωμένο ξύγκι. Ὁ καπιτὰν Φλικτανέλος κ᾿ οἱ τρεῖς ἀντρειωμένοι σύντροφοί του ἀπὸ τἄλλα τρία καράβια, ὁ Κατανέος, ὁ Νοβάρας κι᾿ ὁ Βαλονάρης, πολεμούσανε σὰν λιοντάρια. Ἡ θάλασσα εἶχε γιομίσει ἀπ᾿ τὰ κοντάρια κι᾿ ἀπ᾿ τὶς σαγίτες καὶ τὰ τούρκικα δὲ μπορούσανε νὰ κουνηθοῦνε. Πολλὰ ἀπὸ δαῦτα τρακάρανε καὶ βουλιάξανε, ἀλλὰ πάλι λαμπαδίσανε καὶ γινήκανε στάχτη. Ὁ κόσμος εἶχε μαζευτῆ καὶ κύτταζε ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο. Ὁ σουλτάνος ἄφριζε, φώναξε, σὰ νἆχε χάσει τὸ λογικό του. Στὸ τέλος, σὰν εἶδε πῶς θὰ ξεφεύγανε οἱ Χριστιανοί, καβαλλίκεψε τάλογό του, τὸ σπιρούνισε καὶ χύμιξε μέσα στὴ θάλασσα, τραβώντας κατὰ τὰ καράβια, κι᾿ ἀπὸ πίσω του πέσανε στὸ νερὸ οἱ πασάδες του. Οἱ ναῦτες, ποὺ δὲν ἤτανε μακρύτερα ἀπὸ μιὰ πετριά, βλέποντας τὸν ἀφέντη τους νὰ πέφτη στὸ νερό, ὡρμήσανε μὲ περισσότερη μανία στὴ φωτιά, μὰ ἀδιαφόρετα. Σὲ μιὰ στιγμὴ φύσηξε λίγος ἀγέρας καὶ τὰ τέσσερα καράβια περάσανε ἀνάμεσα στὰ τούρκικα, μπήκανε στὸ λιμάνι καὶ τὸ κλείσανε μὲ τὴν ἁλυσίδα. Μέσα σὲ τρεῖς ὧρες σκοτωθήκανε ἀπάνω ἀπὸ δώδεκα χιλιάδες, ὅπως λέγει ὁ Φραντζῆς, πρᾶγμα ἀπίστευτο.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ σουλτάνος εἶπε νὰ φέρουνε μπροστά του τὸ Μπαλτάογλου, τὸ ναύαρχο, κι᾿ ἀφοῦ τὸν ἔβρισε, ὥρμησε νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι του μὲ τὸ σπαθί του, μὰ κεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοὖπε: «Ἀφέντη μου, κύτταξε μὲ τὰ μάτια σου πὼς μονάχα στὸ καράβι μου ἀπάνω σκοτωθήκανε ἑκατὸ δεκαπέντε δοῦλοι τοῦ Προφήτη, κ ἐγὼ δὲ ξεκόλλησα μηδὲ στιγμὴ ἀπὸ τὴν πρύμη τ᾿ ἄπιαστου καραβιοῦ. Βουλιάξανε καὶ καήκανε τόσα καράβια καὶ τόσος κόσμος σκοτώθηκε, ποὺ φαίνεται πὼς ἤτανε θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ ξεφύγουνε οἱ γκιαούρηδες. «Ὥστε, σὲ παρακαλῶ, πάψε τὸ θυμό σου καὶ συγχώρησέ με.» Ὁ Μεμέτης δὲν τὸν σκότωσε, μὰ τὸν ἔδειρε ἀλύπητα μὲ τὸ καμουτσί του ποὖχε χρυσὸ πόμολο καὶ τὸ βαστοῦσε πάντα στὸ χέρι του.
Ποῦ νὰ ξιστορήσῃ κανένας, ἀκόμα καὶ μὲ δυὸ λόγια, τὸ πῶς πέρασε ὁ σουλτάνος τὰ καράβια τοῦ μέσα στὸ λιμάνι, κυλώντας τα ἀπάνω στὴ στεριά, ποὺ τὴν ἄλειψε μὲ ξύγκι, τὸ πῶς ὁ Γιουστινιάνης θέλησε νὰ κάψῃ τὴ νύχτα τὴν τούρκικη ἁρμάδα, μὰ οἱ Τοῦρκοι γκρεμνίσανε ἕνα κανόνι ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ βουλιάξανε τὸ πυρπολικό, ἐπειδὴς ἤτανε προδομένο τὸ σχέδιο τῶν Χριστιανῶν. Σὰν ξημέρωσε σφάξανε μπροστὰ στὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων κάτ᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο, τὰ παλληκάρια ποὔχανε πιασμένα. Μιὰν ἄλλη μέρα οἱ Ρωμιοὶ θελήσανε νὰ κάψουνε τὸ γεφύρι, ποὔχανε ρίξει οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὸ λιμάνι. Προφτάξανε καὶ κάψανε μονάχα ἕνα καράβι τούρκικο, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βουλιάξανε μὲ τὶς πέτρες τὰ ἑλληνικὰ καΐκια. Τὴν ἄλλη μέρα πάλι σφάξανε ὅσους πιάσανε ἀπὸ βραδύς. Τότε κ᾿ οἱ Ἕλληνες σκοτώσανε ἀπάνω στὸ κάστρο καμμιὰ διακοσαριὰ Τούρκους, ποὔχανε πιασμένους.
Στὶς ἑφτὰ βδομάδες, ἔστειλε ὁ σουλτάνος τὸ γαμπρό του Ἰσφεντιάρογλου στὸ βασιλιὰ Κωνσταντῖνο νὰ τοῦ πῇ νὰ πάψουνε τὸν πόλεμο καὶ νὰ τοῦ παραδώσῃ τὴν Πόλη γιὰ νὰ μὴ χυθῇ ἄλλο αἷμα καὶ γιὰ νὰ μὴ σκλαβωθοῦνε τόσος λαός. Καὶ πῶς τὸν ἄφηνε νὰ πάρῃ μαζί του ὅ,τι ἤθελε καὶ νὰ πάγῃ νὰ βασιλέψῃ στὸ Μοριᾶ, δίχως νὰ τὸν πειράξῃ κανένας. Ὁ Παλαιολόγος ὅμως δὲν τὸ παραδέχτηκε κι᾿ ἀποφάσισε νὰ σκοτωθῇ. «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ᾿ ἐμόν ἐστι, οὔτ᾿ ἄλλων τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Φώτης Κόντογλου

4η Σταυροφορία - Ο σκοτεινός ρόλος των Παπικών στην ιστορία της πτώσεως της Πόλης

Πριν από την άλωση τής Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453, υπήρξε άλλη μια άλωση, από τους Λατίνους. Η άλωση αυτή, αδυνάτισε την πόλη, και την έκανε αργότερα εύκολο θύμα για τους Τούρκους. Να τι διαδραματίσθηκε με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους της Τέταρτης Σταυροφορίας το 1204 και έμεινε ανεξίτηλο μαζί με τα υπόλοιπα γεγονότα της Φραγκοκρατίας στη μνήμη των Ελλήνων:...
Μετά την επίσημη αναγνώριση των Ευρωπαίων ως κατακτητών του Βυζαντίου, άρχισε η χωρίς οίκτο λεηλασία και απογύμνωση της Κωνσταντινουπόλεως από όλα της τα πλούτη. Όσοι τολμούσαν να αντισταθούν εσφάζοντο επί τόπου. Δεν έμεινε παλάτι, αρχοντικό εκκλησία μεγάλη ή μικρή, μοναστήρι, χαμοκέλα, που να μην υποστεί φρικώδη λεηλασία. Ιδίως τους προσέλκυσε ο μυθικός πλούτος της Αγίας Σοφίας. 
Μπήκαν μέσα στον Ιερό Ναό με άλογα και μουλάρια που λέρωναν με τις κοπριές τους το μαρμάρινο δάπεδο. Και άρχισαν με φρενιτιώδη ταχύτητα να ξηλώνουν και να παίρνουν τα πάντα: από άγια δισκοπότηρα, ευαγγέλια, ιερά άμφια, άγιες εικόνες, την Αγία Τράπεζα, και το ασημένιο εικονοστάσιο του Τέμπλου, (αφού προηγουμένως το έκαναν κομμάτια), μανουάλια, πολυκάνδηλα, μέχρι και κουρτίνες.
Μάλιστα κατά τη διάρκεια της λεηλασίας μια Γαλλίδα πόρνη ανεβασμένη στον πατριαρχικό θρόνο χόρευε άσεμνα μισόγυμνη και τραγουδούσε. Ούτε οι τάφοι των Αυτοκρατόρων γλύτωσαν: συλήθηκαν όλοι, ενώ τα λείψανα πετάχτηκαν εδώ κι εκεί. [Π.χ. το πτώμα του Βασίλειου Β΄ Μακεδόνα πετάχθηκε έξω και στα χέρια του τοποθέτησαν οι Ευρωπαίοι μια φλογέρα –ειρωνικά -. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο Παλαμάς έγραψε το ποίημα «η φλογέρα του βασιλιά»].
Κυρίως όμως καταστράφηκαν αναρίθμητα έργα τέχνης: τόσο της κλασσικής αρχαιότητας [π.χ. αγάλματα του Δια, του Απόλλωνα, των Διοσκούρων, το χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή από τον Λύσσιπο τον Σικυώνιο, της Άρτεμης, της Ήρας, της Ελένης του Μενελάου κ.ά. που κοσμούσαν δρόμους, πλατείες και παλάτια της Βασιλεύουσάς μας] όσο και της βυζαντινής περιόδου, τα οποία κομμάτιαζαν για να αφαιρέσουν το χρυσό, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, ενώ τα κατασκευασμένα από χαλκό τα έλιωναν στα καμίνια για να κόψουν νομίσματα. Μόνο οι Βενετοί μπόρεσαν να σώσουν ορισμένα από αυτά, όπως τα περίφημα τέσσερα χάλκινα άλογα του Ιπποδρόμου που τα μετέφεραν στη Βενετία και τα τοποθέτησαν στο ναό του Αγίου Μάρκου. Οι πιο φρικτοί από όλους ήταν οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί, ενώ αντιθέτως οι Βενετοί που ήταν εξοικειωμένοι με το βυζαντινό πολιτισμό του οποίου ήταν θαυμαστές και αντιγραφείς, αλλά και λόγω των γνωριμιών τους με τους Έλληνες ήταν οι πλέον φιλεύσπλαχνοι έναντι των ηττημένων. 
Ήταν τέτοια η έκταση της καταστροφής που στο τέλος το άλλοτε περικαλλές άστυ, η βασιλίδα των πόλεων της οικουμένης, που επί 9 αιώνες είχε συσσωρεύσει αμύθητα πλούτη, κατάντησε σκέτο κουφάρι. Τα αγάλματα θεών και ηρώων της αρχαιότητας, που οι Βυζαντινοί τα σεβάστηκαν για τόσους αιώνες, που δεν τα κατέστρεψαν (όπως ψευδώς λένε μερικοί), αλλά τα είχαν για να στολίζουν την πόλη τους, καταστράφηκαν σε μια στιγμή από τους βαρβάρους Σταυροφόρους!
Μεθυσμένοι από τη νίκη τους οι Δυτικοί περιγελούσαν τους νικημένους, φορούσαν με γελοίο τρόπο τα ρούχα που τούς είχαν αρπάξει, τοποθετούσαν στα κεφάλια των αλόγων τους τις καλύπτρες και τα κοσμήματα των Ρωμηών. Άλλοι κρατούσαν αντί για σπαθί χαρτιά, μελανοδοχεία, και βιβλία, και περιφέρονταν στους δρόμους της Πόλης, παριστάνοντας τους λογίους. Το πιο τραγικό από όλα ήταν όμως ότι ολόκληρος ο γυναικείος πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως, αδιακρίτως ηλικίας ή ιδιότητας (μοναχές) υποβλήθηκε στην τρομερή διαδικασία του βιασμού. Τότε ακριβώς εσφάγησαν οι περισσότεροι από τους άρρενες κατοίκους: διότι στην προσπάθειά τους οι πατεράδες και οι σύζυγοι να διαφυλάξουν την τιμή των θυγατέρων και των συζύγων έπεσαν θύματα των αποχαλινωμένων Δυτικών. Βόγκηξε η Κωνσταντινούπολη από τον ατελείωτο βιασμό. Δεν περιγράφονται τα μαρτύρια που υπέστησαν οι κάτοικοι επί τρεις συνεχείς ημέρες, διότι τους βασάνιζαν απάνθρωπα για να τους αποκαλύψουν τα μέρη όπου είχαν κρύψει χρυσά και αργυρά νομίσματα και κυρίως τιμαλφή. Μόνο όταν κορέστηκε η δίψα τους για αρπαγή, αίμα και γενετήσιες απολαύσεις, ησύχασαν. Κατόπιν συγκέντρωσαν όλη τη λεία και την έθεσαν υπό την φύλαξη των ευγενών.
Γράφει κι ο Νικήτας Χωνιάτης που ήταν επίσης παρών στην Άλωση της Πόλης:
"Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων. (..) 
Το ίδιο και στις πλατείες, και δεν υπήρχε μέρος ανεξερεύνητο που να δώσει άσυλο σε αυτούς. Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους. (...)"
Αυτή ήταν η απαρχή της Φραγκοκρατίας, και κάνει σαφέστατη την απάντηση στο ερώτημα μερικών: γιατί αντιπαθούσαν τόσο πολύ οι Έλληνες του 1453 τους Λατίνους; Στην Κρήτη είχαν αρχίσει να γράφουν τα ελληνικά με λατινικό αλφάβητο λόγω λατινικής επιρροής! Οι Τούρκοι δεν τους απαγόρευαν τη θρησκεία ή τη γλώσσα και τέλος πάντων, οι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας που ήταν ορθόδοξοι και ελληνόφωνοι ως τον 11ο αι. εκλατινίστηκαν όταν οι Νορμανδοί κατέλαβαν την Ιταλία και σήμερα ελάχιστοι μιλούν ελληνικά, ενώ ως τον 20 αι. υπήρχαν στη Μικρά Ασία εκατομμύρια ελληνικών πληθυσμών που διατήρησαν την ελληνοφωνία και την ορθοδοξία και επέστρεψαν στην Ελλάδα. 
Ναι, οι Τούρκοι εξισλάμισαν και τουρκοποίησαν πολλούς ελληνόφωνους πληθυσμούς, αλλά όχι όλους! Έμειναν 3 εκατομμύρια το 1922. Οι Λατίνοι τους εκλατίνισαν όλους τους κατοίκους της Νότιας Ιταλίας. Τι ήταν λοιπόν το λιγότερο δυσάρεστο, ο χαμός όλων ή ο χαμός πάρα πολλών αλλά όχι όλων; Γιατί, ας μη ξεχνάται, μόνο η Πόλη είχε απομείνει και δεν υπήρχε ελπίδα επανάκτησης των εδαφών Βαλκανίων-Μικρασίας, ούτε και η Δύση ενδιαφέρθηκε να κάνει πόλεμο στους Τούρκους για χάρη των Ελλήνων. Δύο πλοία και 700 στρατιώτες έστειλε η Δύση το 1453, ενώ είχε ήδη υπογραφεί η Ένωση των Εκκλησιών. Τόσα πολλά. Τόσο πολύ νοιαζόταν για εμάς.

http://agiameteora.net/

Γιατί έπεσε η Βυζαντινή αυτοκρατορία; (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)



Γιατί ἔπεσε ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία;

«Ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς 
μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψαλμ. 126,1)

«Μνήσθητι, Κύριε, ὅ,τι ἐγενήθη ἡμῖν· ἐπίβλεψον καὶ ἰδὲ τὸν ὀνειδισμὸν ἡμῶν. Κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. Ὀρφανοὶ ἐγενήθημεν… Ἐδιώχθημεν, ἐκοπιάσαμεν, οὐκ ἀνεπαύθημεν… Οἱ πατέρες ἡμῶν ἥμαρτον, οὐχ ὑπάρχουσιν· ἡμεῖς τὰ ἀνομήματα αὐτῶν ὑπέσχομεν… Ἔπεσεν ὁ στέφανος ἡμῶν τῆς κεφαλῆς· οὐαὶ δὴ ἡμῖν, ὅτι ἡμάρτομεν» (Θρ. Ἱερ. 5,1-2,5,7,16).

Τίποτε, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε τυχαῖο στὸν κόσμο. Οὔτε μιὰ σταγόνα νεροῦ οὔτε ἕνα φύλλο ἀπὸ τὰ δέντρα δὲν πέφτει χωρὶς κάποια αἰτία. Κάθε πρᾶγμα ἢ γεγονὸς ἔχει τὴν αἰτία του. Ὁ νόμος τῆς αἰτιότητος εἶνε παγκόσμιος.
Ἡ αἰτία ἐπιφέρει ἀποτέλεσμα, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα προϋποθέτει αἰτία, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα γίνεται αἰτία ἑνὸς νέου ἀποτελέσματος. Δημιουργεῖται ἔτσι μία μακρὰ ἁλυσίδα ἀπὸ αἰτίες καὶ ἀποτελέσματα, ποὺ ἐλάχιστοι μόνο κρίκοι της εἶνε ὁρατοί· οἱ ὑπόλοιποι κρύβονται ὅπως οἱ κρίκοι μιᾶς ἁλυσίδας ποὺ ῥίχνεται στὰ βαθειὰ τῆς θαλάσσης. Οἱ ἄνθρωποι ἐρευνοῦν γιὰ νὰ βροῦν τὰ βαθύτερα αἴτια. Ἀξιέπαινη ἡ ἔρευνα τῆς ἐπιστήμης. Ἀλλ᾿ ὄχι σπάνια ἡ ἔρευνα γιὰ νὰ βρεθῇ ἡ αἰτία, ἀποτυγχάνει· ὁ νοῦς τῶν
ἐπιστημόνων πλανᾶται, λοξοδρομεῖ, πέφτει σὲ λαβύρινθο ἀμφιβολιῶν καὶ βγάζει σφαλερὰ συμπεράσματα, ποὺ δὲν δίνουν τὴν εἰκόνα τῆς πραγματικῆς αἰτίας τῶν γεγονότων. 
Πόσοι π.χ. ἀσθενεῖς δὲν πεθαίνουν κάθε χρόνο ἀπὸ κακὴ διάγνωσι; ἡ βαθύτερη αἰτία τῆς ἀσθενείας τους, παρ᾿ ὅλη τὴν ἔρευνα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, δὲν ἀνακαλύφθηκε· ὡς αἰτία θεωρήθηκε κάτι ἄλλο, ἄσχετο μὲ τὴν ἀσθένειά τους. Μία κακὴ ἑρμηνεία γεγονότων γίνεται πηγὴ συμφορῶν.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ προκειμένου γιὰ τὴν αἰτία ποὺ προκάλεσε τὴν πτῶσι τοῦ Βυζαντίου. Ἀπὸ ὅσα μαρτυροῦν αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι βγαίνει τὸ συμπέρασμα, ὅτι «ἡ ἀπερίγραπτη ἐκείνη συμφορὰ δὲν ἐπῆλθε μόνη της· ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς γενικῆς ἐξαχρειώσεως τοῦ ἔθνους, ὅτι κυρία αἰτία δὲν ἦταν τόσο ἡ δύναμι τοῦ κατακτητοῦ ὅσο οἱ ἁμαρτίες ποὺ πλημμύρισαν τὸν πολιτικό, κοινωνικὸ καὶ ἰδιωτικὸ βίο» (Νικηφόρος Καλογερᾶς μτφρ.).
Πράγματι ἡ Πόλις καὶ μαζί της ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἔπεσε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν κατοίκων της. Μπορεῖ ὁ μαθητὴς τῆς σχολῆς τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ (σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία μόνο ὁ οἰκονομικὸς παράγων εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ῥυθμίζει τὴν ἐξέλιξι τῶν κοινωνιῶν), νὰ μᾶς εἰρωνευθῇ γιὰ τὴν ἀφελῆ, κατ᾿ αὐτόν, ἑρμηνεία ποὺ δίνουμε. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀποκλείει ἀπὸ τὴν ἱστορία τὴν ὕπαρξι ἠθικοῦ καὶ πνευματικοῦ παράγοντος καὶ ἀποδίδει τὰ πάντα στὴ συστολὴ ἢ διαστολὴ τοῦ στομάχου καὶ Θεὸ ἔχει τὴν ὕλη, αὐτὸς μυωπάζει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δῇ τὰ ἀπώτερα αἴτια καὶ τοὺς παράγοντες ἐκείνους ποὺ ἡ ἐπίδρασί τους στὴν ἐξέλιξι τῶνἀνθρωπίνων κοινωνιῶν εἶνε τεραστία. Πίσω ἀπὸ τὴν ὕλη κρύβεται τὸ πνεῦμα. Πίσω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους ὑπάρχουν οἱ ἠθικοὶ νόμοι, ποὺ ἡ μὲν αὐστηρὴ τήρησί τους ἐπιφέρει τὴν κοινωνικὴ ἀκμὴ καὶ πρόοδο, ἐνῷ ἡ ἀσύστολη παράβασί τους ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὸ λαὸ ἐπιφέρει τὴν ἐξασθένησι, τὸν ἐκφυλισμὸ καὶ τὸν ὁλοκληρωτικὸ ὄλεθρο τῶν ἐθνῶν.
Ἕνα μικρὸ ἔθνος, ποὺ οἱ πολῖτες του ζοῦν μὲ φόβο Θεοῦ κ᾽ εἶνε πρόθυμοι νὰ ἀκοῦνε καὶ γρήγοροι καὶ δραστήριοι στὸ νὰ ἐφαρμόζουν τοὺς ἠθικοὺς νόμους του, εἶνε ἀδύνατον νὰ νικηθῇ, ἔστω καὶ ἂν ὁ ἐχθρὸς ποὺ τοῦ ἐπιτίθεται διαθέτῃ δεκαπλάσιες καὶ εἰκοσαπλάσιες δυνάμεις· διότι ἕνας πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ θὰ καταδιώξῃ χίλιους ἀπίστους καὶ ἀσεβεῖς (Δευτ. 32,30. Ἰησ. Ναυῆ 23,10).
Ἔχει μαζί του σύμμαχο τὸν Κύριο! Ποιός ἄλλος μεγαλύτερος σύμμαχος ὑπάρχει ἀπὸ αὐτόν; Ἀντιθέτως ἕνα μεγάλο ἔθνος, ποὺ οἱ πολῖτες του εἶνε καθημερινοὶ παραβάτες τῶν ἠθικῶν νόμων καὶ φρικτοὶ ὑβρισταὶ τῆς θείας μεγαλωσύνης τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ζοῦν μιὰ ζωὴ ἁρπαγῆς καὶ ἀκολασίας, τὸ ἔθνος αὐτὸ θὰ καταρρεύσῃ. Τίποτε δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τοῦ προσφέρῃ ὁ πιὸ ἰσχυρὸς ἐξοπλισμός, οἱ πλωτοὶ κολοσσοὶ στὴ θάλασσα, τὰ ὑπερφρούρια στὸν ἀέρα, τὰ τεχνητὰ τείχη στὴν ξηρά.
Γιὰ 'κεῖνον ποὺ φοβᾶται τὸ Θεὸ ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης γίνεται φρούριο ἀπόρθητο, ἐνῶ γιὰ τὸν ἀσεβῆ, τὸν ἀναιδῆ περιφρονητὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, θὰ ἔρθῃ στιγμὴ ποὺ καὶ τὰ χαλύβδινα τείχη ποὺ τὸν προστατεύουν θὰ γίνουν πιὸ ἀδύναμα κι ἀπὸ ἱστὸ ἀράχνης, ξερὴ καλαμιὰ ποὺ καίγεται μ᾽ ἕνα σπίρτο. Τίποτε δὲν πρόκειται νὰ σώσῃ τὸν ὑπερήφανο ἀσεβῆ, τὸν ἀμετανόητο λαό. Ὅπως λέει ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου Ὀβδιού, «Ἐὰν μετεωρισθῇς ὡς ἀετὸς καὶ ἐὰν ἀνὰ μέσον τῶν ἄστρων θῇς νοσσιάν σου, ἐκεῖθεν κατάξω σε», δηλαδή· Ἂν ὑψωθῇς σὰν ἀετὸς κι ἂν στήσῃς τὴ φωλιά σου ἀνάμεσα στὰ ἄστρα, ἀπὸ ᾽κεῖ θὰ σὲ κατεβάσω (Ὀβδ. 4).
Ὁ Θεὸς δὲν στέκεται σὰν ἕνας ἀπαθὴς θεατὴς τῆς ἱστορίας τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Εἶνε ὁ δίκαιος Κριτής. Φαίνονται τὰ ἴχνη του διὰ μέσου τῶν σελίδων τῆς παγκοσμίου ἱστορίας. Διαβαίνει ἀμείβοντας τὴν ἀρετή, τιμωρώντας τὴν κακία, καὶ ἀπ᾽ τὸ πικρὸ ἡ ἄπειρη Σοφία του ξέρει νὰ βγάζῃ τὸ γλυκύ· ἀπ᾽ τὴν κοπριὰ τὰ εὐωδιαστὰ ἄνθη τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας καὶ ἱερᾶς κατανύξεως, κι ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ 1453 νὰ βγάζῃ τὸ ἡρωικὸ 1821.
Κάθε χρόνο, ἀγαπητοί μου, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπέτειο τοῦ θλιβεροῦ γεγονότος τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἂς μελετοῦμε σοβαρὰ τὴν ἱστορία καί, βλέποντας ὅτι ἡ κυρία αἰτία τῆς συμφορᾶς ἐκείνης ἦταν ἡ ἁμαρτία ποὺ ἐπλεόνασε, ἂς ἀντλήσουμε πολύτιμα διδάγματα. Τὰ παθήματα τῶν προγόνων ἂς γίνουν μαθήματα γιὰ μᾶς. Τὸ ἕνα, ποὺ πρέπει νὰ ἑλκύσῃ ἀμέριστη τὴν προσοχὴ κλήρου καὶ λαοῦ, εἶνε τοῦτο· ὅλοι ἐμεῖς ποὺ κατοικοῦμε τὴ μαρτυρικὴ αὐτὴ γωνιὰ τοῦ κόσμου, «ποὺ φτάσαμε στὰ τέλη τῶν αἰώνων» (Α΄ Κορ. 10,11), ἂν ἀγαποῦμε τὸν Κύριο, ἂς τηροῦμε τὶς ἐντολές του, ἂς «ἀποστυγῶμεν τὸ πονηρόν» ἂς ἀπεχθανώμαστε δηλαδὴ τὸ κακό (Ρωμ. 12,9) ὁπουδήποτε κι ἂν τὸ συναντήσουμε· συγκεκριμένα δηλαδή, νὰ μισοῦμε δυνατὰ τὴ θεομπαιξία, τὴ σιμωνία, τὴ βλασφημία, τοὺς ὅρκους, τὴ φιλοδοξία, τὴν ἁρπαγή, τὴν ἀκολασία, τὴν κακὴ ἐπιθυμία, τὴ φιλαργυρία, «τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία» (Κολ. 3,5). Αὐτὰ τὰ πάθη ἔγιναν οἱ νεκροθάφτες τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτὰ στάθηκαν οἱ ἰσχυρότεροι σύμμαχοι τοῦ κατακτητοῦ. 
Χωρὶς τὴ δική τους βοήθεια ποτέ ὁ Μωάμεθ ὁ Β΄ δὲν θὰ ἔμπαινε στὴν Πόλι, ἡ σημαία τοῦ σταυροῦ θὰ κυμάτιζε στὸν τροῦλλο τῆς Ἁγίας Σοφίας, καὶ διαφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ ἐξέλιξι τῶν γεγονότων.

Ἀδελφοὶ Ἕλληνες!Μὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα σᾶς προσφωνῶ κατὰ τὴ θλιβερὴ αὐτὴ ἐπέτειο. Ἂς βάλουμε τὸ χέρι στὴν καρδιὰ κι ἂς ρωτήσουμε καθένας τὸν ἑαυτό του κι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο· Ζῇ μέσα μας ἡ ὀρθὴ πίστι, ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη στὸν Κύριο καὶ τὸν πλησίον;
Ἂν εἶνε μαζί μας ὁ Κύριος, τότε ἡ πατρίδα μας θὰ εἶνε ἀπόρθητο φρούριο. Ἂν ὅμως πλήθυνε ἡ ἀνομία, πάγωσε ἡ ἁγνὴ ἀγάπη, νεκρώθηκε ἡ Ὀρθόδοξος πίστις, ὑψώθηκαν ἀνάμεσά μας ξένοι βωμοί, νέα εἴδωλα τοῦ ψευτοπολιτισμοῦ, τότε νέα συμφορά, μεγαλύτερη σὲ βάθος καὶ ἔκτασι ἀπὸ τὴν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, θὰ πέσῃ στὸ ταλαίπωρο ἔθνος μας.
Ὁ «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται» , δὲν ἐμπαίζεται (Γαλ. 6,7). Εἶνε «πῦρ καταναλίσκον», φωτιὰ ποὺ κατατρώει (Δευτ. 4,24· 9,3. Β. 12,29).

Κανένας ἔξυπνος οἰκονομικὸς συνδυασμός, καμμιά συμμαχία μὲ ξένα κράτη δὲ θὰ μᾶς σώσῃ, ἂν ἀπιστοῦμε καὶ νεοειδωλολατροῦμε καὶ βλασφημοῦμε καπηλικῶς τὰ θεῖα. Ἱστὸ ἀράχνης ὑφαίνουμε, ἕνα λεπτὸ καλάμι θὰ μᾶς διαλύσῃ.

Ἀδελφοὶ Ἕλληνες! Ἀπὸ μᾶς, ὅσο ὑπάρχει ἀκόμη καιρός, ἐξαρτᾶται ἡ ἀποτροπὴ μιᾶς νέας συμφορᾶς. Ἐμπρός μας σήμερα βρίσκονται «ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος» (βλ. Δευτ. 30,19. Σ. Σειρ. 15,17)·ἡ ζωὴ μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, ὁ θάνατος μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστό. Ἂς ἐκλέξουμε τὴ Ζωὴ τὴν ἀθάνατη.Ἂς γευθοῦμε τὴν ἀθάνατη Ζωή, τὸΧριστό, κοινωνώντας μαζί του μὲ λόγια, μὲ ἔργα καὶ μὲ τὰ μυστήρια. Ὁ Χριστὸς νὰ πηγαίνῃ μπροστὰ καὶ νὰ ὁδηγῇ. Ὁ Χριστὸς ἂς βασιλεύσῃ μέσα στὴν καρδιά μας. Αὐτὸς ἂς ῥυθμίζῃτὴν ἀτομική, τὴν οἰκογενειακὴ καὶ τὴν ἐθνική μας ζωή. Αὐτὸς καὶμόνο νὰ εἶνε ὁ Θεός μας· τὸ ὄνομά του ἔχουμε ἐπικαλεσθῆ· ἐκτὸςἀπὸ αὐτὸν δὲν ξέρουμε ἄλλον.
Ἂν προσπέσουμε ἐμπρός του μὲ μετάνοια νινευϊτικὴ ζητώντας τὸ ἄπειρο ἔλεός του, τότε ὑπάρχει ἐλπίδα, ἐλπίδα ὄχι ἀπατηλή, ὅτι ἡ πατρίδα μας ἀπ᾽ τὸ σκοτάδι θὰ βγῇ σὲ νέο φῶς, θὰ δῇ καλύτερες ἡμέρες, καὶ σὰν ὀρθρινὸ ἀστέρι θὰ λάμπῃ πάλι ἀνάμεσα στοὺς λαοὺς Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως!