.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η μετάδοση της Ορθοδοξίας είναι ο πρώτιστος σκοπός ενός πνευματικού

Η μετάδοση της Ορθοδοξίας είναι ο πρώτιστος σκοπός ενός πνευματικού, κατά την Κλίμακα του Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτη, καθώς λέγει στις προτροπές του προς τον Ποιμένα:

«Την ακέραια πίστη και τα ευσεβή δόγματα, ας αφήσεις πριν απ' όλα σαν κληρονομία στα τέκνα σου, ώστε όχι μόνο τα τέκνα σου, αλλά και τους εγγονούς σου να οδηγήσεις στον Κύριον δια της οδού της Ορθοδοξίας...». 

Κλίμαξ Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Εις τον Ποιμένα

Μετάνοια σημαίνει ...

Μετάνοια σημαίνει ανανέωση του βαπτίσματος, συμφωνία με τον Θεό για νέα ζωή.

Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωση με τον Κύριο, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματά μας.

Μετάνοια σημαίνει καθαρισμός της συνειδήσεως και θεληματική υπομονή όλων των θλιβερών πραγμάτων.

Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης

«Τίποτε δεν υπάρχει ίσο ή ανώτερο από τους οικτιρμούς του Θεού. Γι’ αυτό όποιος απελπίζεται, σφάζει ο ίδιος τον εαυτό του» (λόγ. ε΄, 23)

Υπάρχει συμφωνία σε όλους τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας που βασίζονται στην Αγία Γραφή, ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στον κόσμο από την απελπισία. Την θεωρούν απείρως χειρότερη και από την ίδια την αμαρτία. Κι ο Πονηρός ακόμη δεν χαίρεται τόσο όταν βλέπει τον άνθρωπο να αμαρτάνει, όσο όταν απελπίζεται. Γιατί στην αμαρτία υπάρχει διέξοδος: η μετάνοια. Όταν μετανοείς, από την κόλαση πας στον ουρανό. Σαν τον άσωτο της γνωστής παραβολής: από τον άδη της ασωτείας βρέθηκε στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα. Γιατί ακριβώς μετάνιωσε.

Γιατί πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Η απελπισία όμως είναι ήδη ένας θάνατος, είναι μία αυτοκτονία, γιατί στην ουσία ο άνθρωπος σταματάει να υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό. Μένει προσκολλημένος στον εαυτό του, στις ανύπαρκτες δυνάμεις του, στις πτώσεις του. Σαν τον χοίρο που κυλιέται στη λάσπη. Ο άγιος Ιωάννης το αναφέρει ωμά: «όποιος απελπίζεται, σφάζει ο ίδιος τον εαυτό του»!

Τι κρύβεται πίσω από την απελπισία; Γιατί ταυτίζεται με την ίδια την απιστία και τη βλασφημία επομένως του αγίου Πνεύματος – τη μόνη αμαρτία κατά τον Κύριο που δεν μπορεί ποτέ να συγχωρηθεί;

Κρύβεται η έλλειψη πίστης στην αγάπη του Θεού. Ο απελπισμένος έχει διαγράψει τον Θεό και την άπειρη αγάπη Του από τη ζωή του. Έχει διαγράψει συνεπώς τον Ιησού Χριστό και το όλο απολυτρωτικό έργο Του επί της γης. Κι αυτό γιατί έχει πιστέψει ότι η αμαρτία ή οι αμαρτίες του, οι θλίψεις κι οι δοκιμασίες του είναι υπεράνω αυτής της αγάπης. 
Μα τι μπορεί να υπερβεί τον Θεό ή να θεωρηθεί ίσο προς την αγάπη Του; Απολύτως τίποτε. Έπεσες λοιπόν; Αμάρτησες; Ρίξε τον πληγωμένο εαυτό σου στα χέρια του μεγάλου Ιατρού. Θα σε θεραπεύσει αμέσως. Νιώθεις ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες σ’ έχουν καταβάλει ή ότι οι αδικίες σε έχουν πνίξει; Κοίτα τον Κύριο. Όλα αυτά, σου λέει, είναι συμμετοχή στο Πάθος Του. Μαζί τα περνάτε. Γι’ αυτό και δεν θα σε αφήσει να δοκιμαστείς παραπάνω από όσο αντέχεις. Και βεβαίως μη ξεχνάς το σημαντικότερο: Το Πάθος έχει και την άλλη όψη Του κι εκβάλλει πάντοτε σ’ αυτήν: την Ανάσταση!

«Όλες οι αμαρτίες του κόσμου, όλων των εποχών, είναι σαν μία σπίθα μπροστά στο πέλαγος. Τι μπορεί να κάνει η σπίθα στο πέλαγος; Έτσι, κι απείρως περισσότερο, είναι οι αμαρτίες του ανθρώπου μπροστά στο πέλαγος της αγάπης του Θεού» (ιερός Χρυσόστομος).

ΜΙΚΡΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

Μη παραξενεύεσαι λοιπόν κι’ αν ακόμη πέφτεις καθημερινά...



«Εμείς που πέσαμε, ας πολεμάμε προπαντός τον δαίμονα της απογοητεύσεως. Διότι αυτός έρχεται κοντά μας την ώρα της προσευχής και υπενθυμίζοντας την προηγούμενη κατάσταση της καθαρότητας, επιδιώκει να μας απομακρύνει από την προσευχή. 
Μη παραξενεύεσαι λοιπόν κι’ αν ακόμη πέφτεις καθημερινά, ούτε να δραπετεύεις απ’ τον αγώνα, αλλά να στέκεσαι γενναία. Έτσι ο άγγελος, που σε φιλάει, θα σεβασθεί την υπομονή σου. 

Όταν το τραύμα είναι ζεστό και πρόσφατο, εύκολα γιατρεύεται. Τα χρόνια όμως τραύματα, που είναι μάλιστα αφρόντιστα και διαποιημένα, δύσκολα θεραπεύονται και χρειάζονται πολύ κόπο και φάρμακα και νυστέρια και καυτηριασμούς. Όμως πολλά που είναι ανίατα ή χρειάζονται μακροχρόνιες θεραπείες, θεραπεύονται από τον Θεό, στον Οποίο τα πάντα είναι δυνατά. 

Προ της πτώσεως οι δαίμονες μας υποβάλλουν πως ο Θεός είναι φιλάνθρωπος. Ύστερα όμως από την πτώση λένε πως ο Θεός είναι σκληρός. Μην πιστεύεις σ’ αυτόν που, ύστερα από πτώσεις σε μικρά ελαττώματα, σου λέει: Αυτό δεν θα πρεπε να το κάνεις ή αυτό δεν είναι τίποτε. Διότι πολλές φορές το θυμό του δικαστή τον εξουδετερώνουν τα μικρά δώρα».

Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος

Όταν ο νους σου έχει πάει σε οτιδήποτε άλλο πέρα από την προσευχή

«Πάλευε συνεχώς να συγκεντρώνεις τον νου σου που σκορπίζεται σε ρεμβασμούς. Ο Θεός δεν ζητεί από τους υποτακτικούς του Κοινοβίου (όπως από τους ησυχαστές) προσευχή αρρέμβαστη. Γι’ αυτό να μην αθυμείς, επειδή κλέπτεται ο νους σου. Αντίθετα να ευθυμείς που πάντοτε τον επαναφέρεις. Άλλωστε μόνο στους αγγέλους παρατηρείται το «άσυλον», το να μην κλέπτεται δηλαδή ο νους τους» (λόγ. δ΄, 88).

Παραπονιέσαι συχνά ότι είτε στις ακολουθίες του ναού είτε και στην προσωπική σου προσευχή το μυαλό σου φεύγει. Φαίνεσαι προσηλωμένος, μπορεί και να κρατάς στα χέρια σου βιβλίο προσευχών που να τις ψελλίζεις μάλιστα, και όμως με πόνο διαπιστώνεις ότι πολλές φορές μόνο το σώμα σου είναι εκεί. Ο νους σου έχει πάει σε οτιδήποτε άλλο πέρα από την προσευχή: σε εργασίες ανολοκλήρωτες, σε προβλήματα οικογενειακά, σε κάτι προσωπικό που σε ταλαιπωρεί, στη συμπεριφορά και την ενδυμασία κάποιου ακόμη και μέσα στον ναό. Και θορυβείσαι, και μελαγχολείς κι ίσως και απελπίζεσαι. Γιατί υπάρχουν φορές που έχεις συλλάβει τον εαυτό σου να σκέπτεται ακόμη και αμαρτίες.

Ο άγιος Ιωάννης σε παρηγορεί και σε στηρίζει φιλάνθρωπα. Δεν συμβαίνει μόνο σε σένα ο ρεμβασμός αυτός, το κλέψιμο του νου. Η εμπειρία και ο φωτισμός του τού έχουν δείξει ότι όχι μόνο και στους καλόγερους συμβαίνει ο διασκορπισμός του νου, αλλά και στους μεγάλους και προχωρημένους στην αγιότητα. Στους ίδιους τους αγίους. Σπάνια, αν μη ποτέ, θα υπάρξει άνθρωπος που θα έχει προσηλωμένο τον νου του στον Κύριο εκατό τοις εκατό, ακόμη και την ώρα της προσευχής. Κάποιος λογισμός, ίσως και καλός, θα κλέψει τη διάνοιά του και θα τον αποπροσανατολίσει. Και σου λέει: «μόνο στους αγγέλους παρατηρείται το άσυλο».
Μην επαναπαυτείς όμως με τη διαπίστωση αυτή. Ο ρεμβασμός αποκαλύπτει πόσο δρόμο έχουμε ακόμη μπροστά μας. Πόσο ελλειμματικοί στην πνευματική ζωή είμαστε. 
Γι’ αυτό και αφενός πάλευε να επαναφέρεις τον νου σου στα λόγια της προσευχής κάθε φορά που χάνεται: είναι ο καθημερινός πνευματικός σου αγώνας. Και αφετέρου, να χαίρεσαι, να ευθυμείς, γιατί ακριβώς κάνοντας τον αγώνα αυτόν χαίρεται ο Κύριος και Θεός σου. Μη ξεχνάς: άγιος τελικά δεν είναι ο (ανύπαρκτος ανθρωπίνως) αναμάρτητος, αλλά ο αγωνιστής. Δεν χρειάζεται λοιπόν στενοχώρια, εκεί που υπάρχει εσωτερική πάλη και χαρά του Θεού. Κι ακόμη: γνώριζε ότι με τον αγώνα αυτό που επισύρει τη χάρη του Θεού θα φτάσεις στο πιο χαρισματικό σημείο: να μην κλέπτεται ο νους σου σ’ έναν βαθμό και πέρα από τις ώρες της προσευχής.

Μικρές στάσεις στην Κλίμακα του Αγ.Ιωάννου του Σιναίτη

Πριν εξομολογηθείς ψάξε...

Λέει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: Όταν θέλεις να κοινωνήσεις, βρες μια εκκλησία που να τελεί την Θεία Ευχαριστία και είσελθε να κοινωνήσεις. Όταν όμως θες να μιλήσεις για την καρδιά σου, πρόσεχε, που και σε ποιόν θα πας.
Να ιδρώσεις πριν επιλέξεις το πρόσωπο που θα δει και θα ακούσει τις πιο εσώτερες παρθενικές φωνές σου.

Εγώ δεν είμαι άγιος, μα θα πω κάτι επιπλέον.
Εαν από μικρό παιδί κουβαλάς την πληγή της ενοχής, εάν βαστάς το μαρτύριο της ευαισθησίας, εαν τα μάτια σου δακρύζουν στην ομορφιά και την αγάπη, εαν ζητάς μια αγκαλιά να ξαποστάσεις τους εφιάλτες της ύπαρξης σου, πρόσεξε σε ποιον παπά θα εξομολογηθείς ή θα ζητήσεις συμβουλές.

Προσευχήσου, αναζήτησε, όχι τον σπουδαίο, το όνομα, τον "αγιορείτη", τον διορατικό, προορατικό και θαυματοποιό. Τίποτε απο αυτά. Έναν παπά που να ζεί τον Χριστό στην καρδιά και την ζωή του. Που σημαίνει, αγαπητικό και ταπεινό, αυτό που λεει το γεροντικό, να έχει καρδιά!!! Καρδιά ανθρώπου!!! 

Άκου τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, "μην αναζητάτε προγνώστας, μα ταπεινούς ανθρώπους της καρδιάς".
Πρόσεχε μη σε γεμίσουν ενοχές και μόνο για το οτι ζείς και αναπνέεις. 
Μην προβάλουν πάνω σου τις δικές τους σκιές.
Εγώ έκανα πολλά λάθη στις επιλογές μου και τα πλήρωσα ακριβά. 
Μια φορά, ένας παππούλης, απο αυτούς που γνωρίζουν εμπειρικά και βιωματικά τον Θεό, για αυτό και έχουν αγάπη, ταπείνωση και απίστευτη ελευθερία, μου, είπε σχεδόν με δάκρυα στα μάτια "το ύφασμα σου, ήταν απο μετάξι. Στο τράβηξαν άτσαλα και βίαια και το έσκισαν. Τώρα θα προσπαθήσουμε να το ράψουμε. Μα η πληγή θα φαίνεται........ "

π. Χαράλαμπος (Λίβυος) Παπαδόπουλος

Οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας, Ὕδωρ Ἀθανασίας


Φώτης Κόντογλου
Οἱ Πατέρες τῆς ορθοδοξίας, 
Ὕδωρ Ἀθανασίας

(Ἰσαὰκ ὁ Σύρος - Ἰωάννης τῆς Κλίμακος - Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)

Πολλοὶ ἀπὸ κείνους ποὺ δὲ θέλανε νὰ ἀκούσουνε γιὰ θρησκεία, σήμερα ἀλλάξανε, καὶ ζητᾶνε νὰ διαβάσουνε θρησκευτικὰ βιβλία κι᾿ ἄλλα γραψίματα ποὺ ἔχουνε σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κ᾿ ἐδῶ καὶ σ᾿ ἄλλες χῶρες. 

Σὲ κάμποσους ἀπ᾿ αὐτοὺς ἄνοιξε τὸ δρόμο ποὺ τοὺς πῆγε κοντὰ στὴ θρησκεία,κ᾿ ἰδιαίτερα στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ βυζαντινὴ τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. Ἀφοῦ εἴδανε πόσο βαθειὰ κι᾿ ἀποκαλυπτικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ τέχνη, νοιώσανε καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσουνε καὶ τὴν Ὀρθοδοξία ποὺ βρῆκε ἔκφραση μ᾿ αὐτὴν τὴν τέχνη.

Κι᾿ ἀπὸ τὸ πνευματικὸ ὕψος ποὺ ἀνακαλύψανε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφική της Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας,συμπεράνανεκαὶ τὸ μεγάλο πνευματικὸ ὕψος τῆς Ὀρθοδοξίας: «Τὸ δένδρον ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ γνωρίζεται».

Στὸν τόπο μας, ἀλλοίμονο! πολὺ λίγοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ καταγίνουνται μὲ τὰ λεγόμενα πνευματικὰ ζητήματα καὶ ποὺ γράφουνε βιβλία, ἔχουνε κάποια σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κι᾿ ἀκόμα πιὸ λίγοι μὲ τὴν Ὀρθοδοξία...

Οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν καταδέχουνται μηδὲ νὰ κοιτάξουνε κατὰ κεῖ. Τὴ χριστιανικὴ θρησκεία κι᾿ ὅ,τι ἔχει σχέση μ᾿ αὐτή, τὴ θεωροῦνε ἀνάξια γιὰ νὰ ἀπασχολήση τὰ σοφὰ κεφάλια τους. Γι᾿ αὐτούς, ὅποιος πιστεύει στὸν Χριστὸ εἶναι θρησκόληπτος, στενόμυαλος κι᾿ ἀνεξέλικτος. Τὸ νἆναι κανένας ἄπιστος, καὶ μάλιστα νὰ κομπάζη γι᾿ αὐτό, εἶναι μεγάλος κ᾿ ὑψηλὸς τίτλος πνευματικῆς σοβαρότητας, ποὺ τὸν ἔχουνε οἱ βαθυστόχαστες διάνοιες. Φόβος καὶ τρόμος τοὺς πιάνει μὴν τύχη καὶ τοὺς πάρουνε γιὰ ἀνθρώπους ποὺ δίνουνε καὶ τὴν παραμικρὴ σημασία στὴ θρησκεία, δηλαδὴ σὲ ἕνα πρᾶγμα ποὺ εἶναι γιὰ τὶς γρηὲς καὶ γιὰ τοὺς φτωχοὺς τῷ πνεύματι. 

Ἕνας τέτοιος μου εἶπε πὼς μὲ θαυμάζει γιὰ τὸ θάρρος ποὺ ἔχω νὰ λέγω καὶ νὰ γράφω πὼς εἶμαι χριστιανός. 

Ὑπάρχουνε οἰκογένειες ποὺ ντρέπουνται γιὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς δικούς τους ποὺ εἶναι εὐλαβής, καὶ θυμᾶται κανένας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε πὼς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ βάλη φωτιά, καὶ νὰ χωρίση τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γονιοὺς κι᾿ ἀδελφὸ ἀπ᾿ ἀδελφό, καὶ πὼς ὅποιος θἄχη σὲ ντροπή του πὼς πιστεύει σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ στὰ λόγια του, θὰ τὸν ἔχη κι᾿ ὁ Χριστὸς σὲ ντροπὴ σὰν θὰ ξανἄρθη μὲ θεϊκὴ δόξα τριγυρισμένος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους: «Ὃς γὰρ ἂν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτη τὴ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῶ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθη ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν Ἀγγέλων τῶν ἁγίων». 

Ναί. Ὁ Χριστὸς εἶναι ''ντροπὴ'' γιὰ τοὺς ἔξυπνους καὶ πολύξερους ἀνθρώπους τούτου τοῦ κόσμου. Ἡ ἀθεΐα εἶναι τὸ σημεῖο τῆς πνευματικῆς ἀριστοκρατίας. Οἱ βαθυστόχαστες αὐτὲς διάνοιες, ἂν καταδεχτοῦνε καμμιὰ φορὰ νὰ μιλήσουνε γιὰ θρησκεία, τὸ κάνουνε γιὰ νὰ τὴν περιπαίξουνε, ἢ γιὰ νὰ τὴ χτυπήσουνε, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ κάποια καινούργια φιλοσοφικὴ θεωρία. Ὅλα τὰ ξέρουνε. Τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ γι᾿ αὐτὸ δὲν γνωρίζουνε τίποτα, εἶναι τὸ τί εἶναι αὐτὴ ἡ θρησκεία ποὺ δὲν παραδέχουνται. 

Ὁ Πασκὰλ λέγει πὼς οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ ὅσους πολεμᾶνε τὴ θρησκεία δὲν ξέρουνε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πολεμᾶνε. 

Οἱ δικοί μας οἱ γραμματισμένοι, προπάντων οἱ λεγόμενοι «λογοτέχνες», δὲν ἔχουνε ἰδέα γιὰ τὴ θρησκεία μας, ἰδιαίτερα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, σὲ καιρὸ ποὺ στὴν Εὐρώπη, ποὺ τὴν ἔχουνε γιὰ δασκάλα τους, γίνεται μεγάλη ἀναταραχὴ στὰ πνεύματα, καὶ κάποιες σπουδαῖες ψυχές, σὰν νἆναι ζαρκάδια διψασμένα μέσα στὸν ξέρακα τῆς ὑλιστικῆς γνώσης, τρέχουνε νὰ ξεδιψάσουνε στὶς δροσερὲς βρύσες τῆς Ὀρθοδοξίας. 

Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δικούς μας «λογοτέχνες», αἰσθητικοὺς καὶ στοχαστές, ξέρει τίποτα ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ ἀναστάτωση ποὺ γίνεται σήμερα, μακρυὰ ἀπὸ «τὶς λογοτεχνίες, κι᾿ ἀπὸ τὶς αἰσθητικές» ποὺ καταγίνουνται; Ποιὸς θέλησε, κἂν ἀπὸ περιέργεια, νὰ διαβάση κάποια πατερικὰ βιβλία καὶ νὰ ξεζέψη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ μαγκανοπήγαδο ποὺ γυρίζει μὲ δεμένα μάτια; Μὰ κι᾿ ἂν τ᾿ ἀποφασίση κανένας, θὰ δῆ πὼς εἶναι τόσο ἀλλοιώτικα τὰ νοήματα ποὺ θὰ διαβάση, ὥστε δὲν θὰ καταλάβη τίποτα, ὅπως εἶναι μαθημένος στὰ ἀντιπνευματικὰ διαβάσματα, καὶ θὰ τὰ παρατήση. Ἤ, ἂν τύχη νὰ διαβάση κανένα ἁγιωτικὸ βιβλίο, γραμμένο μὲ κείνη τὴ βλογημένη ἁπλότητα ποὺ ἔχουνε τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀπροσποίητα πράγματα, θὰ τὸ περιφρονήση, γιατὶ εἶναι συνηθισμένος στὶς πολύπλοκες καὶ μπερδεμένες φιλοσοφίες, κι᾿ ἂς εἶναι σαπουνόφουσκες. 

Τὰ βιβλία ποὺ εἶναι γραμμένα ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταφράζουνται σήμερα σὲ πολλὲς γλῶσσες τῆς Εὐρώπης, καὶ πιὸ πολὺ τὰ πιὸ αὐστηρὰ καὶ τὰ πιὸ μυστικά, ποὺ τὰ γράψανε κάποιοι ἅγιοι ποὺ ζήσανε σὲ ἐρημιές, σὲ σπηλιές, καὶ σὲ μοναστήρια ἀπομοναχιασμένα τῆς Ἀνατολῆς. 

Ὓστερ᾿ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, ἐκεῖνοι οἱ ταπεινοὶ ἐρημίτες ποτίζουνε τὶς διψασμένες ψυχὲς καὶ τὶς δροσίζουνε, χαρίζοντας τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας στὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα ποὺ κυλίστηκε στὴν ἀκολασία σὰν τὸν ἄσωτο γυιό, ὡς ποὺ κατάντησε νὰ τρώγη ξυλοκέρατα μὲ τοὺς χοίρους.

[Αὐτὴ ἡ ἀνθρωπότητα, καταματωμένη ἀπὸ τὴν περιπλάνησή της, πεινασμένη, γυμνὴ κι᾿ ἀπελπισμένη, κράζει στοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι, στοὺς καταφρονεμένους ἀσκητάδες, νὰ τῆς δώσουνε βοήθεια, νὰ τὴν κρατήσουνε ἀπὸ τὸ χέρι γιὰ νὰ μὴ βουλιάξη μέσα στὴν ἀφρισμένη καὶ μελανὴ θάλασσα τῆς ἀπιστίας, σὰν τὸν ἀπόστολο Πέτρο.]

Κ᾿ οἱ ἅγιοι γέροντες, ποὺ ζήσανε πρὶν ἀπὸ πεντακόσια, χίλια, χίλια πεντακόσια χρόνια, κι᾿ ἀπομείνανε λησμονημένοι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μέθυσε ἀπὸ τὰ γεννήματα τοῦ μυαλοῦ του καὶ θέλησε νὰ στήση τὸ θρόνο τοῦ ἀπάνω ἀπὸ τὸ Θεό, βλέποντάς τον, λοιπόν, νὰ παραδέρνη ἐλεεινὸς καὶ ξετραχηλισμένος μέσα στὴν ἀνεμοζάλη τῆς ἀπιστίας καὶ νὰ φωνάζη «βοήθεια!», σκύβουνε πονετικὰ καὶ τὸν τραβᾶνε ἀπὸ τὸ χέρι, ἐκεῖ ποὺ τρέμει σύγκορμος, καὶ τοῦ λένε μὲ τὴ γλυκειὰ μὰ κι᾿ αὐστηρὴ φωνή τους, τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Πέτρο, σὰν τὸν εἶδε νὰ βουλιάζη: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;» 

Λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι πολλοὶ σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε ἐπιθυμία νὰ ἀπογευτοῦνε, ἂς εἶναι καὶ λίγο, ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ νέκταρ τῶν Πατέρων, καὶ δὲν βρίσκουνε τὰ προσκυνητὰ συγγράμματά τους, θὰ τοὺς προσφέρουμε λιγοστὰ ἄνθη ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εὐωδιάζει σήμερα τὴν οἰκουμένη, σήμερα, σὲ καιρὸ ποὺ μεριμνοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ τυρβάζουν περὶ πολλά, σφεντονίζοντας λογιῶν-λογιῶν μηχανὲς στὸ φεγγάρι καὶ στὰ ἄστρα, λὲς καὶ κεῖ θὰ βροῦνε τ᾿ ἀθάνατο νερό. 

«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν», εἶπε ὁ Χριστός. Αὐτὴ τὴ βασιλεία ξεσκεπάζουνε οἱ Πατέρες, ποὺ ἤπιανε ἀπὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον». 

Μὲ τὰ λιγοστὰ ψίχουλα ποὺ δίνουμε ἀπὸ τὰ πατερικὰ βιβλία, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη ὁ ἀναγνώστης πόσος καὶ τί λογῆς εἶναι ὁ μυστικὸς πλοῦτος ποὺ ὑπάρχει μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ βιβλία. Ἐπειδή, ἐδῶ ὁ τόπος εἶναι στενός, καὶ δὲν χωρᾶ κάποια μεγάλα κεφάλαια ἢ κι᾿ ὁλόκληρους λόγους, ἀπ᾿ ὅπου νὰ νοιώση ὅποιος διαβάζει, τὸ σπουδαῖο νόημα καὶ τὴ βαθειὰ ἀλήθεια ποὺ βρίσκεται μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ κείμενα. Κομματιασμένα, ὅπως τὰ δίνουμε, χάνουνε τὴ λάμψη τους καὶ τὸν παλμὸ ποὺ παίρνει ἡ μιὰ φράση ἀπὸ τὴν ἄλλη. Παρεκτὸς ἀπ᾿ αὐτό, ὅποιος διαβάζει τέτοια γραψίματα, πρέπει νὰ εἶναι εὐλαβής. Πρέπει νὰ ἔχη ἀπὸ πρὶν συνηθίση στὸ νὰ ἀναπνέη ἐκεῖνον τὸν ἀέρα τοῦ μυστηρίου, ποὺ εἶναι ἀλλοιώτικος ἀπὸ τοῦτον ποὺ ἀνασαίνουμε σὰν διαβάζουμε νοήματα, στοχασμοὺς καὶ αἰσθήματα γραμμένα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι βουτηγμένοι στὴν πηχτὴ ὕλη τούτου τοῦ κόσμου. 

Μέσα σ᾿ ἕνα βιβλίο μου ἔχω γράψει ἕνα ἐγκώμιο στὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, ἕναν Ἄγγελο μὲ κορμὶ ἀνθρώπινο, ποὺ ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο, κατὰ τὰ 550 μ.X., κ᾿ ἔγραψε ἕνα βιβλίο μὲ Λόγους Ἀσκητικούς. Βάζω παρακάτω λίγα λόγια ἀπὸ κεῖνο τὸ ἐγκώμιο, ἐπειδὴ ἀπ᾿ αὐτὰ θὰ μπορέσετε νὰ νοιώσετε καλύτερα ὅσα λέγω παραπάνω: 


...Ἂς μὴ σιμώση κανένας σὲ τούτη τὴν ἀτίμητη κιβωτὸ μ᾿ ἐλαφρὺν λογισμό, ἀλλὰ μὲ φόβο καὶ μὲ τρόμο. Γιατὶ ἀλλοιῶς, ἄδικα θὰ θελήσῃ νὰ δροσιστῇ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἁγιασμένη βρύση ὅποιος ἔχει τὴ γέψη του χαλασμένη ἀπὸ τὰ θολὰ καὶ φαρμακερὰ πιοτὰ τοῦ κόσμου. 

Γιὰ τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ μπορεῖ νὰ πῆ κανένας πὼς ἡ Σοφία κάθισε σὰν μέλισσα χρυσὴ ἀπάνω στὸ στόμα του. Ὄχι ἡ σοφία τῶν σοφῶν, ἡ μάταια κ᾿ ἡ σαστισμένη, ἀλλ᾿ ἡ ἀμάραντη, ἡ πηγὴ τῆς ἀφθαρσίας, ποὺ ἐλευθερώνει ἀληθινὰ ὅποιον τὴν κατέχει... 

Κ᾿ ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μιλᾶ μὲ τὸ στόμα του, τὰ λόγια τοῦ εἶναι ἐξαίσια στὸ κάλλος, ἀπὸ θεῖον οἶστρον πυρπολημένα. Γιὰ τοῦτο, μ᾿ ὅλο ποὺ γράφει τόσα πολλὰ ὁ τρισμακάριος, ἀπομένει μέσα στὸ πνεῦμα μας,μιὰ ἱερὴ σιωπή, σὰν νὰ μὴ μίλησε κανένας, παρὰ σὰν νὰ ἀκοῦμε ἕνα μακρινὸ ἀντιλάλημα κάποιας θάλασσας ποὺ δὲν τὴ βλέπουμε... 

«Τὸ μάτι του βλέπει τὸν ἥλιο χωρὶς νὰ θαμπώση. Σὰν ἀητὸς ἐξαίσιος βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ πετὰ ἀτάραχος ἀπάνω ἀπὸ τὰ μελανὰ βουνά, ἀγναντεύοντας τὸ βαθὺ πέλαγος, σὲ καιρὸ ποὺ ἐμεῖς καθόμαστε μέσα σ᾿ ἕνα στενοπήγαδο, καὶ κράζουμε νὰ μᾶς ἐλεήση... 

«...Φαίνεται πὼς ἤτανε σπουδασμένος στὴν Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὅπως δείχνουνε δυὸ-τρία λόγια ποὺ γράφει: «Ἐπειδὴ δέ σου πεπείραμαι τῆς φιλοσοφίας, ὢ ἀγαπητέ, παρακαλῶ σε ἐν ἀγάπῃ παραφυλάττεσθαι ἐκ τῆς ἐπηρείας τοῦ ἐχθροῦ». Καὶ σὲ ἄλλο μέρος γράφει: «Ἡ αἰτία δὲ τῆς φαντασίας τῶν εἰκόνων, ἡ ἀσθένεια καὶ οὐχ ἡ καθαρότης ἐστι τοῦ νοός. Τοῦτο συνέβη ἐν τοῖς ἔξω φιλοσόφοις, ἐπειδὴ ταῦτα ἐνόμισαν εἶναι τὰ πνευματικά, περὶ ὧν διδαχὴν ἀληθινὴν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐδέξαντο. Ἐκ γὰρ τοῦ σφυγμοῦ καὶ τῆς κινήσεως τοῦ λογιστικοῦ αὐτῶν καὶ ἐκ τοῦ λογισμοῦ τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν ἔδοξαν, τὴ οἰήσει αὐτῶν, ὅτι εἰσὶ τί». «Οἱ φιλόσοφοι», λέγει, «νομίσανε πὼς ἀλήθεια εἶναι οἱ φαντασίες τους, ἐπειδὴ δὲν πήρανε ἀληθινὴ διδαχὴ ἀπὸ τὸ Θεό. Γιατὶ ἀπὸ τὴ σαρκικὴ κίνηση τοῦ λογικοῦ τους κι᾿ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοὺς νομίσανε, μὲ τὴν περηφάνεια ποὺ εἴχανε, πὼς αὐτὲς οἱ φαντασίες ἤτανε κάποιο πρᾶγμα ἀληθινό». 

«Τὸ δυνατὸ μυαλό του καὶ τὴ σαρκικὴ γνώση τὰ πέταξε ἀπὸ πάνω του καὶ τὰ νέκρωσε, κ᾿ ἔγινε σὰν παιδὶ ἁπλὸς κι᾿ ἀπονήρευτος. Μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ἔθαψε καὶ τὸν χαλασμένον ἄνθρωπο καὶ τὸν ξέχασε, σὰν μνῆμα γεμάτο ξερὰ κόκκαλα».

Ἂς βάνουμε παρακάτω λίγες ἀράδες ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ, ποὺ εἶναι, ὅπως ἔγραψε ἕνας σοφὸς σημερινός, σὰν τὰ ξωτικὰ λουλούδια ποὺ βγαίνουνε στὰ ψηλὰ χιονισμένα βουνά: 

«Ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ αὐτὸς ὁ φόβος δὲν ἀφήνει τὸ νοῦ του νὰ ταράζεται. Ὅπως τὸ βάρος ποὺ μπαίνει στὴ ζυγαριὰ τὴ στερεώνει καὶ δὲν ταράζεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο, ἔτσι κρατᾶ ἀμετακίνητή τὴ διάνοια κι᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ ὅταν αὐτὸς λείψη ἀπὸ τὴν ψυχή, ταράζεται ἡ ζυγαριὰ τῆς διάνοιας». 

«Παρακίνησε τὸν ἑαυτό σου νὰ μιμηθῆς τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀνάψη περισσότερο μέσα σου ἡ φωτιὰ ποὺ ἄναψε ὁ Χριστὸς μέσα σου, καὶ νὰ καοῦν ὅλες οἱ ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου ποὺ θανατώνουνε τὸν καινούργιον ἄνθρωπο καὶ ποὺ μολύνουνε τὶς αὐλὲς τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἅγιος καὶ δυνατός. Γιατὶ ἐγὼ παίρνω τὸ θάρρος νὰ πῶ, κατὰ τὰ λόγια του ἁγίου Παύλου, πὼς εἴμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἁγνίσουμε λοιπὸν τὸ ναό του, ὅπως εἶναι κι᾿ αὐτὸς ἁγνός, γιὰ νὰ ἐπιθυμήσῃ νὰ κατασκηνώσῃ μέσα σ᾿ αὐτόν. Ἂς τὸν ἁγιάσουμε, ὅπως εἶναι κι᾿ αὐτὸς ἅγιος, κι᾿ ἂς τὸν στολίσουμε μὲ κάθε ἀγαθὸ καὶ τίμιο ἔργο. Ἂς θυμιάσουμε αὐτὸν τὸ ναὸ μὲ τὸ θυμίαμα ποὺ ἀναπαύει τὸ θέλημά Του μὲ καθαρὴ καὶ καρδιακὴ προσευχή. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ρίξη τὸν ἴσκιο της στὴν ψυχή μας ἡ νεφέλη τῆς δόξας του, καὶ θὰ φεγγοβολήση τὸ φῶς τῆς μεγαλωσύνης τοῦ μέσα στὴν καρδιά μας. Καὶ θὰ γεμίσουνε ἀπὸ χαρὰ κι᾿ ἀπὸ εὐφροσύνη ὅλοι ὅσοι κατοικοῦνε μέσα στὴν ἁγιασμένη σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, κ᾿ οἱ ἀδιάντροποι θὰ καοῦνε ἀπὸ τὴ φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». 

«Ὀνείδιζε τὸν ἑαυτό σου παντοτινά, ἀδελφέ μου, καὶ λέγε: Ἀλλοίμονό μου, ὢ ἄθλια ψυχή, ἔφταξε ἡ ὥρα ποὺ θὰ χωριστῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Γιατὶ εὐχαριστιέσαι μ᾿ αὐτὰ ποὺ θὰ τ᾿ ἀφήσης σήμερα καὶ ποὺ δὲν θὰ τὰ ξαναδῆς πιὰ στοὺς αἰῶνες; Σκέψου ὅσα ἔπραξες καὶ μὲ ποιὰ πράγματα πέρασες τὶς μέρες τῆς ζωῆς σου, ἢ ποιὸς ἐπῆρε τὸν κόπο σου καὶ ποιὸν χαροποίησες μὲ τὸν ἀγώνα σου, γιὰ νὰ ἔλθη νὰ σὲ ὑποδεχτῆ τὴν ὥρα ποὺ θὰ βγαίνης ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ ποιὸν εὐχαρίστησες στὸ δρόμο τῆς ζωῆς σου, γιὰ νὰ πᾶς νὰ ξεκουραστῆς στὸ λιμάνι του. Καὶ γιὰ χάρη τίνος κακοπάθησες καὶ κοπίασες, γιὰ νὰ πᾶς κοντά του μὲ χαρά. Ποιὸν φίλο ἀπόχτησες γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, γιὰ νὰ σὲ προϋπαντήση κατὰ τὴν ὥρα ποὺ φεύγεις ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Καὶ σὲ ποιὸ χωράφι δούλεψες, καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ σοῦ δώση τὸ μεροκάματό σου κατὰ τὴ μέρα ποὺ θὰ βασιλέψη ὁ ἥλιος τοῦ χωρισμοῦ σου. 

Κράξε καὶ φώναξε μ᾿ ἀναστεναγμὸ καὶ μὲ θλίψη, γιατὶ αὐτὲς οἱ φωνὲς ἀναπαύουνε τὸ Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὶς θυσίες κι᾿ ἀπὸ τὰ ὁλοκαυτώματα. Ἂς ἀναβρύζη τὸ στόμα σου πονεμένες φωνές, ποὺ τὶς ἀκοῦνε μὲ χαρὰ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. Πλύνε τὰ μάγουλά σου μὲ τὰ δάκρυα τῶν ματιῶν σου, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ σὲ σένα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ νὰ σὲ λούση ἀπὸ τὴ βρῶμα τῆς κακίας σου. Ἐξιλέωσε τὸν Κύριο μὲ τὰ δάκρυά σου, γιὰ νὰ ἔλθη νὰ σὲ βοηθήση. Ἐπικαλέσου τὴ Μαρία καὶ τὴ Μάρθα γιὰ νὰ σὲ διδάξουνε λυπηρὲς φωνές. Κράξε στὸν Κύριο. 

Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μας, ἐσὺ ποὺ ἔκλαψες γιὰ τὸν Λάζαρο καὶ ποὺ τὰ μάτια σου στάξανε γι᾿ αὐτὸν δάκρυα πονεμένα, δέξου τὰ πικρὰ δάκρυά μου, δῶσε μου καρδιὰ πικραμένη γιὰ νὰ σὲ ζητήσω ὁλόψυχα. Σὲ ἄφησα, μὴ μ᾿ ἀφήσης. Ξεμάκρυνα ἀπὸ σένα, ἔβγα νὰ μὲ ζητήσης καὶ βάλε με στὴ μάντρα σου μαζὶ μὲ τὰ διαλεχτὰ πρόβατά σου, καὶ θρέψε με μὲ τὸ χορτάρι τῶν θείων μυστηρίων σου». 

«Θὰ εὐφρανθῆ ἡ καρδιὰ ἐκείνων ποὺ ζητᾶνε τὸν Κύριο. Ζητήσετε τὸν Κύριο, ὢ κατάδικοι, καὶ δυναμωθῆτε μὲ τὴν ἐλπίδα. Ζητήσετε τὸ πρόσωπό του μὲ τὴ μετάνοια, καὶ θ᾿ ἁγιασθῆτε μὲ τὸ ἁγίασμα τοῦ προσώπου του». 

«Πρὶν ἀρρωστήσης νὰ ζητήσης τὴ γιατρειά σου, καὶ πρίν σου ἔρθουνε τὰ θλιβερὰ κᾶνε τὴν προσευχή σου, καὶ τότε θὰ βρῆς τὸ Θεὸ στὸν καιρὸ τῆς λύπης σου, καὶ θὰ σὲ ἀκούση. Ἡ κιβωτὸς τοῦ Νῶε ἔγινε κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἡσυχίας (πρὶν ἔρθει ὁ κατακλυσμός), καὶ τὰ ξύλα τῆς φυτευθήκανε πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια». 

«Νὰ συναναστρέφεσαι μὲ τοὺς ταπεινούς, καὶ θὰ μάθης τοὺς τρόπους των. Γιατί, ἀφοῦ ἡ θωριὰ τοὺς εἶναι ὠφέλιμη στὴν ψυχή, πόσο περισσότερο ἡ διδασκαλία ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους; Ἀγάπησε τοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ ἐλεηθῆς κ᾿ ἐσύ. Μὴν πᾶς κοντὰ στοὺς φιλόνεικους, γιὰ νὰ μὴ βγῆς ἀπὸ τὴ γαλήνη σου. Ἀγάπησε τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ μίσησε τὰ ἔργα τους, καὶ μὴν τοὺς καταφρονήσης γιὰ τὰ ἐλαττώματά τους, μήπως κ᾿ ἐσὺ πέσης στὰ ἴδια. Νὰ θυμᾶσαι πὼς εἶσαι καμωμένος ἀπὸ χῶμα, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ κᾶνε καλὸ σ᾿ ὅλους. Σὰν συναπαντήσης κάποιον, τίμησε τὸν περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀξία του. Φίλησε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του, καὶ βάσταξέ τα μὲ πολλὴ τιμή, καὶ βάλε τὰ ἀπάνω στὰ μάτια σου. Καὶ σὰν χωριστῆ ἀπὸ σένα, πὲς γι᾿ αὐτὸν κάθε καλὸν λόγο. Γιατὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν τραβᾶς στὸ καλό, καὶ σπέρνεις σ᾿ αὐτὸν σπόρο καλόν, κι᾿ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ συνήθεια ποὺ συνηθίζεις τὸν ἑαυτό σου, τυπώνεται μέσα σου σφραγίδα ἀγαθή, καὶ θ᾿ ἀποχτήσης πολλὴ ταπείνωση. Σημάδι τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ταπείνωση, ποὺ γεννιέται ἀπὸ συνείδηση ἀγαθή». 

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γεννήθηκε κατὰ τὰ 550 μ.X. καὶ φαίνεται πὼς ἤτανε ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη. Καλογέρεψε ἀπὸ μικρὸς κι᾿ ἀσκήτεψε στὴν ἔρημό του Σινᾶ, ζώντας σαράντα χρόνια μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Ὕστερα, τὸν παρακαλέσανε οἱ Πατέρες νὰ ἀναλάβη τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς. 

Ἔγραψε μοναχὰ ἕνα βιβλίο, τὴ φημισμένη «Κλίμακα». Τὰ λόγια του εἶναι σύντομα καὶ πυκνά, σὰν τὸ Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ, ἀπάνω στὸ βουνὸ Χωρήβ.

Ἰδοὺ μερικὰ λόγια ἀπὸ τὸ ἄφθαρτο αὐτὸ βιβλίο: Μετάνοια εἶναι τὸ νὰ στερηθῆ ὁ ἄνθρωπος κάθε σωματικὴ ἀνάπαυση κι᾿ ἀπόλαυση, δίχως νὰ λυπηθῆ ὁλότελα.


Βάστα γερὰ τὴ μακάρια χαρμολύπη καὶ τὴν ἁγιασμένη κατάνυξη, καὶ μὴν πάψεις νὰ τὴν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὡς ποὺ νὰ σὲ κάνη νὰ ὑψωθῆς ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ νὰ σὲ παραστήση καθαρὸν στὸν Χριστό. 

Γίνε σὰν βασιλιᾶς μέσα στὴν καρδιά σου, ὑψηλὰ μὲ ταπείνωση καθισμένος, καὶ προστάζοντας στὸ γέλω: φεῦγα, καὶ φεύγει. Καὶ στὸ γλυκὸ τὸ δάκρυ: ἔλα, κ᾿ ἔρχεται. Καὶ στὸ κορμί μας, ποὺ εἶναι σκλάβος καὶ τύραννος: κᾶνε τοῦτο, καὶ τὸ κάνει. 

Εἶδα ἀκάθαρτες ψυχὲς ποὺ ἤτανε παραδομένες μὲ μανία στὸν σαρκικὸν ἔρωτα.Καὶ ὅμως, σὰν μετανοιώσανε καὶ γυρίσανε στὴν εὐσέβεια, ἀπὸ τὴν πείρα ποὺ εἴχανε, μεταστρέψανε τὸν ἔρωτα ποὺ νοιώθανε στὰ σαρκικά, σὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο, καὶ σὰν τὸ μπολιασμένο δέντρο ἀλλάξανε τὸ κακὸ πάθος τους σὲ ἀγάπη ἀχόρταγη γιὰ τὸ Θεό. Γιὰ τοῦτο κι᾿ ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε σὲ κείνη τὴ φρόνιμη τὴν πόρνη πὼς φοβήθηκε, ἀλλὰ πὼς ἀγάπησε πολύ, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μπόρεσε νὰ πολεμήση εὔκολα τὸν ἔρωτα μὲ τὸν ἔρωτα. 

Πρέπει νὰ τὸ λογαριάζουμε σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦτο ποὺ θὰ σᾶς πῶ, μαζὶ μ᾿ ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς δώρισε, τὸ ὅτι, δηλαδή, πολλὲς φορὲς πᾶμε καὶ βλέπουμε τοὺς πεθαμένους στὰ μνήματα, κι᾿ ὡστόσο στεκόμαστε ἀδάκρυτοι, ἐνῶ συχνὰ ἐρχόμαστε σὲ κατάνυξη χωρὶς νὰ δοῦμε αὐτὸ τὸ πικρὸ θέαμα. 

Ὅποιος κλαίγει ἢ πικραίνεται γιὰ τὸ Θεό, αὐτὸς ἀξιώνεται ἀληθινὰ νὰ δὴ στὴν ψυχὴ τοῦ τὴν οὐράνια καὶ θεϊκὴ παρηγοριά. Κι᾿ ὅποιος φυλάγει καθαρὴ τὴν καρδιά του, μπορεῖ νὰ πάρη ἀπὸ τὸ Θεὸ λάμψη καὶ λαμπρότητα. 

Τὰ δάκρυα ποὺ χύνουνται ἀπὸ τὴ θύμηση τοῦ θανάτου, γεννᾶνε τὸ φόβο. Κι᾿ ὁ φόβος γεννᾶ πάλι τὴν ἀφοβιὰ καὶ τὸ θάρρος. Κ᾿ ἡ ἀφοβιὰ φέρνει τὴ χαρά. Κι᾿ ἀφοῦ τελειώσει ἐκείνη ἡ ἀκατάπαυστη χαρὰ ποὺ ἔχει μέσα της ἡ ψυχή, προβάλλει τὸ τριαντάφυλλο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, κι᾿ ἀνεβαίνει στὸ Θεὸ μὲ εὐωδία πολλὴ καὶ πάντερπνη. Κανένα πρᾶγμα δὲν ταιριάζει τόσο μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο τοῦτο τὸ χαροποιὸ πένθος. Ὅποια ἐνάρετη ἀρετὴ κι ἂν κάνουμε, ἂν δὲν ἔχουμε καρδιὰ θλιμμένη καὶ πονεμένη, γιὰ μάταιη κι᾿ ἀνώφελη λογαριάζεται. 

Ὁ Ἰούδας ἤτανε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ ληστὴς ἀνάμεσα στοὺς φονιάδες. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Πῶς, μέσα σὲ μία στιγμὴ ἀλλάξανε τόπο! 

Ἀκτημοσύνη εἶναι ὄχι μοναχὰ νὰ μὴν ἔχη τίποτα ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ νὰ βγάλη καὶ κάθε φροντίδα ἀποπάνω του. Νὰ γίνη ὁδοιπόρος χωρὶς ἐμπόδια καὶ ξένος ἀπὸ κάθε λύπη ἐγκόσμια. Ἀκτημοσύνη εἶναι ἡ πίστη στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Τὸ νὰ ὑποφέρνη κανένας μιὰ προσβολὴ μὲ γενναιότητα, εἶναι κατόρθωμα ἐκείνων ποὺ ἔχουνε ὑψωθῆ ἀπᾶν᾿ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἀλλὰ τὸ νὰ περάση κανένας ἀπὸ παινέματα χωρὶς νὰ ζημιώση τὴν ψυχή του, αὐτὸ εἶναι χάρισμα ποὺ τὸ ἔχουνε μοναχὰ οἱ ἅγιοι. 

Εἶναι ντροπὴ νὰ περηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ ξένα πράγματα. Κ᾿ ἡ χειρότερη ἀνοησία εἶναι τὸ νὰ καυχιέται γιὰ κάποια χαρίσματα ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅσα κατορθώματα ἔκανες πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή σου, γι᾿ αὐτὰ μοναχὰ νὰ ὑπερηφανεύεσαι. Γιατί, ὅσα σου συμβήκανε ὕστερα ἀπὸ τὴ γέννησή σου, σοῦ τὰ δώρισεν ὁ Θεός, ὅπως σου δώρισε καὶ τὴν ἴδια τὴ γέννηση. Ἡ πραότητα εἶναι ἕνας βράχος ποὺ στέκεται ψηλότερα ἀπὸ τὸ θυμὸ τῆς θάλασσας καὶ ποὺ λιώνει τὰ κύματα ποὺ τὴ χτυπᾶνε, καὶ δὲν καταλαβαίνει κλονισμὸ καθόλου ὁλότελα. Ὅποιος ἑνώθηκε μ᾿ αὐτὴ τὴ νύφη ποὺ τὴ λένε ταπείνωση, εἶναι ἥμερος, γλυκόλογος, εὐκολοκατάνυκτος, συμπαθητικός, γαλήνιος, χαροποιός, καλοκάγαθος, ἄλυπος, ἄγρυπνος, ἀκούραστος. 

Ὅπως ἡ ἀχτίνα τοῦ ἥλιου μπαίνει ἀπὸ μία τρύπα στὸ σπίτι, καὶ βλέπει κανένας καὶ τὴν πιὸ λεπτὴ σκόνη ποὺ σηκώνεται καὶ πετὰ καὶ μερμιδίζει μέσα σ᾿ αὐτή, ἔτσι κι᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, σὰν φτάξει νὰ κατοικήση στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ δείχνει ὅλες τὶς ἁμαρτίες του, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ μικρότερες. Ἡ πίστη εἶναι μία σταθερότητα ἀκούνητη κι᾿ ἀσάλευτη, μιὰ κατάσταση τῆς ψυχῆς ἀτράνταχτη, ποὺ δὲν τὴ σαλεύει καμμιὰ δύναμη. 

Νὰ φαίνεσαι ὅποιος εἶσαι στ᾿ ἀληθινά, καὶ νὰ μὴ γυρεύεις ἔμορφα λόγια καὶ στολίδια γιὰ νὰ φαίνεσαι καλὸς κι᾿ ἄξιος. Ἄλλο κανένα πρᾶγμα δὲν ταιριάζει μὲ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, ὅσο τὰ δάκρυα. Γιὰ τοῦτο, ὅποιος εἶναι ταπεινός, κλαίγει. Μὴ φοβᾶσαι τίποτα. Ὅποιος ἔχει τὴ μακάρια θλίψη στὴν καρδιά του, δὲν γνωρίζει τί θὰ πῆ φόβος ὁλότελα. Ὅσοι θέλουμε νὰ τρέξουμε στὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ἂς σκεφθοῦμε καλὰ πὼς ὁ Κύριος ὅλους ποὺ καταγίνουνται μὲ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου καὶ ποὺ ζοῦνε μ᾿ αὐτές, τοὺς καταδίκασε λογαριάζοντάς τους γιὰ νεκρούς, καὶ λέγοντας: «Ἄφησε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουνε τοὺς νεκρούς». Ὅποιος μίσησε τὸν κόσμο, αὐτὸς ξέφυγε τὴ λύπη. Κι᾿ ὅποιος ἀπόκτησε κάποιο πρᾶγμα ἀπ᾿ ὅσα βλέπουνται, ποτὲ δὲν γλύτωσε ἀπὸ τὴ λύπη. Γιατί πὼς δὲν θὰ λυπηθῇ σὰν στερηθῇ ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα ποὺ ἀγαπᾶ; 

[Ἡμεῖς οἱ μοναχοὶ δὲν φεύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο γιατὶ ἀπεχθανόμαστε τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς μας, ἢ τὸν τόπο ποὺ γεννηθήκαμε. Μὴ γένοιτο! Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴ βλάβη ποὺ κάνουνε στὴν ψυχή μας.]

Τὸν καιρὸ ποὺ βρισκόμουνα στὸ μοναστήρι, ὁ Κύριος πῆρε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο ἕνα γέροντα ποὺ ἤτανε δεύτερος μετὰ τὸν ἡγούμενο, Μηνᾶς τὄνομά του, ἄνθρωπον θαυμαστό, ποὺ εἶχε κάνει στὸ μοναστήρι πενηνταεννιὰ χρόνια, ὑπηρετώντας σὲ κάθε ἐργασία. Τὴν τρίτη λοιπὸν ἡμέρα μετὰ τὴν κοίμησή του, τὴν ὥρα ποὺ κάναμε τὸ συνηθισμένο μνημόσυνο γιὰ τὸν κοιμηθέντα, ἔξαφνα εὐωδίασε ὅλος ὁ τόπος γύρω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ βρισκότανε ἡ λάρνακά του. Λοιπόν, ὁ μέγας ἡγούμενος εἶπε νὰ ξεσκεπάσουμε τὴ λάρνακα ποὺ εἴχαμε βάλει μέσα τὸν Ὅσιο. Καὶ σὰν τὴν ξεσκεπάσαμε, βλέπουμε ὅλοι νὰ βγαίνη ἀπὸ τὰ τίμια πόδια του, σὰν ἀπὸ δυὸ βρύσες, τὸ μύρο ποὺ εὐωδίαζε. Τότε εἶπε ὁ διδάσκαλος σ᾿ ὅλους μας: Βλέπετε τοὺς ἱδρώτας τῶν ποδιῶν του ποὺ κοπιάσανε καὶ κουρασθήκανε γιὰ νὰ ὑπηρετοῦνε τοὺς ἄλλους; Σὰν τὸ μύρο τοὺς πρόσφερε στὸ Θεό, καὶ σὰν μύρο τοὺς δέχθηκε ὁ Κύριος. 

Ἀπόδειξι τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀμνησικακία. Κ᾿ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἔχθρα στὴν καρδιά του καὶ νομίζει πὼς μετανόησε, εἶναι ὅμοιος μὲ κεῖνον ποὺ θαρρεῖ πὼς τρέχει στὸν ὕπνο του. Ἡ καταλαλιὰ γεννιέται ἀπὸ τὸ μίσος. Ἡ καταλαλιὰ εἶναι μία λεπτὴ ἀρρώστια, ἀλλὰ ὅμοια μὲ μιὰ χοντρὴ καὶ κρυμμένη βδέλλα, ποὺ ρουφᾶ καὶ καταστρέφει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Ἡ καταλαλιὰ ὑποκρίνεται τὴν ἀγάπη, κ᾿ εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἁγνότητας. 

Ἂν ἡ σάρκα εἶναι θάνατος, ἐκεῖνος ποὺ τὴ νίκησε, σίγουρα δὲν πεθαίνει. 

Εἶδα μέσα στὴν ψυχή μου τὸν ἀσεβῆ νὰ ὑπερυψώνεται καὶ νὰ περηφανεύεται καὶ νὰ ταράζεται σὰν τοὺς κέδρους τοῦ Λιβάνου. Κ᾿ ἔζησα μὲ τὴν ἐγκράτεια, καὶ νά, δὲν ἤτανε πιὰ μέσα μου ὁ θυμός του. Καὶ ζήτησα νὰ τὸν εὔρω, ταπεινώνοντας τὸ λογισμό μου, καὶ δὲν βρέθηκε μέσα μου τόπος του, μήτε τὸ σημάδι του. 

Φιλαργυρία εἶναι προσκύνηση σὲ εἴδωλα. Θυγατέρα τῆς ἀπιστίας. Προφασίστρια ἀρρώστιας. Παραπονήτρα γιὰ γεράματα. Προμηνύτρα πείνας. Νὰ μὴ λὲς πὼς μαζεύεις χρήματα γιὰ τοὺς φτωχούς. Γιατὶ μὲ τὰ δυὸ λεπτὰ τῆς χήρας ἀγοράσθηκε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.Ὅποιος δὲν ἔχει τίποτα, κ᾿ ἔχει τὸ Θεὸ μέσα του, εἶναι κύριος ὅλου τοῦ κόσμου. Δὲν ἔχει φροντίδες. Ζῆ ἀμέριμνος. Εἶναι ὁδοιπόρος χωρὶς ἐμπόδιο. Ξένος ἀπὸ λύπη. Ὁ πονηρὸς εἶναι σύντροφος συνονόματός του διαβόλου. Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ Κύριος μας δίδαξε νὰ τὸν ὀνομάζουμε μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα, λέγοντας «ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ».

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἔζησε βασιλεύοντας Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνάτος, δηλαδὴ κατὰ τὰ 670 μ.X. Στὸ παλάτι εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Πρωτασηκρίτη, μὰ παράτησε τὶς δόξες τοῦ κόσμου καὶ πῆγε κ᾿ ἔγινε καλόγερος. Στὴν ἡσυχία τοῦ μοναστηριοῦ ἔγραψε πολλὰ καὶ σπουδαία, κατασταθεῖς ἕνας μεγάλος δάσκαλος τῆς Θεολογίας. Καταδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς γιὰ τὴν εὐσέβειά του, καὶ πέρασε μία ζωὴ γεμάτη κακουχίες καὶ μαρτύρια, ὡς ποὺ παράδωσε τὸ πνεῦμα, ἐξόριστος στὸ Λαζιστᾶν. 

Ἀπογευθῆτε, λοιπόν, λίγα ψίχουλα ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ τράπεζα: 


Σὰν ἀνεβαίνει ὁ νοῦς στὸ Θεό, μὲ τὸν ἔρωτα τῆς ἀγάπης του, τότε δὲν αἰσθάνεται καθόλου κανένα ἄλλο πράγμα. Γιατί, βρισκόμενος μέσα στὴ θεϊκὴ καὶ ἄπειρη λάμψη, γίνεται ἀναίσθητος γιὰ ὅλα ὅσα ἔπλασε ὁ Θεός, σὰν τὸ μάτι ποὺ δὲν βλέπει πιὰ τάστρα, ὅταν ἔβγει ὁ ἥλιος. 

Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει μέσα στὴν καρδιά του ἀκόμα κ᾿ ἕνα μικρὸ σημάδι ἀπὸ ἔχθρα γιὰ ὁποιοδήποτε φταίξιμο ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, αὐτὸς εἶναι ὁλότελα ξένος ἀπὸ ἀγάπη στὸ Θεό. Γιατί, ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ δὲν παραδέχεται μίσος σὲ κανέναν ἄνθρωπο καθόλου ὁλότελα. 

«Καλότυχος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήση μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη κάθε ἄνθρωπο.»

«Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τραβᾶ τὸ μάτι ποὺ εἶναι γερό, ἔτσι κ᾿ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ τραβᾶ τὸν καθαρὸ νοῦ μὲ τὴν ἀγάπη. 

«Ἀπάθεια εἶναι ἡ εἰρηνικὴ κείνη κατάσταση, ποὺ γίνεται ἡ ψυχὴ δυσκολοκίνητη γιὰ τὴν κακία. 

«Ὅποιος δὲν καταφρονᾶ τὴ δόξα καὶ τὴν ἀτίμωση, τὸν πλοῦτο καὶ τὴ φτώχεια, δὲν ἀπόχτησε ἀκόμα τὴν ἀγάπη. Ἐπειδή, ἡ τέλεια ἀγάπη ὄχι μοναχὰ αὐτὰ καταφρονά, ἀλλὰ καὶ τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ τὸ θάνατο. «Ἂν ἐχθρεύεσαι κάποιους ἀνθρώπους, καὶ κάποιους ἄλλους μήτε τοὺς ἐχθρεύεσαι μήτε τοὺς ἀγαπᾶς, καὶ κάποιους ἄλλους τοὺς ἀγαπᾶς, τὸν ἕναν πολύ, τὸν ἄλλον λιγώτερο, ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνισότητα νὰ γνωρίζης πὼς βρίσκεσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη. Γιατὶ αὐτὴ ἡ τέλεια ἀγάπη ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ ὅτι κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀγαπᾶ ὅλους ἴσια κι᾿ ὅμοια. 

«Σὰν διώξη ἡ διάνοια ἀπὸ πάνω τῆς τὶς πολλὲς θεωρίες γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ποὺ τὴν πλακώνουνε, τότε παρουσιάζεται σ᾿ αὐτὴ καθαρὸς ὁ λόγος τῆς ἀλήθειας, καὶ τῆς δίνει νὰ καταλάβη τὴν ἀληθινὴ γνώση. Τότε ὁ νοῦς βγάζει ἀποπάνω τοῦ τὶς προτερινὲς ψεύτικες ἰδέες, σὰν τὰ λέπια ποὺ πέσανε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ μεγάλου Παύλου, τὸν καιρὸ ποὺ ξαναβρῆκε τὸ φῶς του, ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα ποὺ τὸν τύφλωσε στὸ δρόμο τῆς Δαμασκοῦ. 

«Ὅσο ζῆ κανένας σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, κι᾿ ἂν φτάξη στὴν τελειότητα τῆς ἐπίγειας κατάστασης, μὲ τὴν πράξη καὶ μὲ τὴ θεωρία, ἀπόχτησε μοναχὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ γνώση καὶ προφητεία, κ᾿ ἕναν ἀρραβώνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι ὅμως ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῆς γνώσης. Καὶ σὰν φτάξη, ὕστερα ἀπὸ τὸ τέλος τῶν αἰώνων στὴν τέλεια γνώση, ποὺ θὰ εἶναι πρόσωπο μὲ πρόσωπο, θὰ καταλάβη τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια, ποὺ στέκεται μόνη της καὶ ποὺ δείχνει τὸν ἑαυτό της σὲ κείνους ποὺ θᾶνε ἄξιοι νὰ τὴν καταλάβουνε. Γιατί, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, τότε θὰ καταντήσουνε ὅλοι, ὅσοι θὰ σωθοῦνε, σὲ ἄνδρα τέλειον στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σ᾿ Αὐτὸν βρίσκουνται οἱ ἀπόκρυφοι θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσης. Καὶ τότε σὰν φανερωθοῦνε αὐτοὶ οἱ θησαυροί, ποὺ εἶναι τώρα κρυμμένοι, θὰ καταργηθῆ τὸ ἀπὸ μέρος. 

«Ἡ πίστη εἶναι μία γνώση ἀναπόδειχτη. Ἂν λοιπὸν εἶναι γνώση ἀναπόδειχτη ἡ πίστη, ἄρα εἶναι μία σχέση ἀπάνω ἀπὸ τὴ φύση, ποὺ μ᾿ αὐτή, δίχως γνώση καὶ δίχως ἀπόδειξη, ἑνωνόμαστε μὲ τὸ Θεό, κατὰ τὴν ἕνωση ποὺ εἶναι ἀπάνω ἀπὸ τὴ νόηση.Τόσο βαθειὰ εἶναι ριζωμένη μὲ τὶς αἰσθήσεις στὴν ἀνθρώπινη φύση ἡ δύναμη τοῦ παραλογισμοῦ, ὥστε οἱ περισσότεροι νὰ νομίζουν πὼς δὲν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο, οἱ ἄνθρωποι, παρὰ μοναχὰ σάρκες, ποὺ ἔχουνε τὴ δύναμη νὰ ἀπολαύσουνε τούτη τὴ ζωή. 

«Ἡ ἡδονὴ κ᾿ ἡ ὀδύνη δὲν δημιουργηθήκανε μαζὶ μὲ τὴ σάρκα. Ἀλλά, ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἔκανε ὥστε ἡ μὲν ἡδονὴ νὰ ἐπινοηθῆ γιὰ νὰ χαλάση ἡ προαίρεση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἡ δὲ ὀδύνη ἦρθε σὰν καταδίκη στὸ νὰ διαλυθῆ ἡ σάρκα. Καὶ ἔτσι, ἡ μὲν ἡδονὴ νὰ κάνη τὴν ἁμαρτία θεληματικὸν θάνατο, ἡ δὲ ὀδύνη νὰ ἔχη σὰν ἀποτέλεσμα τὴν καταστροφὴ τῆς σάρκας. Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ γρήγορο ἀπὸ τὴν πίστη, καὶ τίποτα πιὸ εὔκολο ἀπὸ τὸ νὰ ὁμολογήση κανένας τὴ χάρη ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ πίστεψε. Τὸ ἕνα φανερώνει τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει ὅποιος πίστεψε σὲ Κεῖνον ποὺ τὸν ἔπλασε, καὶ τὸ ἄλλο φανερώνει τὴ θεάρεστη διάθεση ποὺ ἔχει γιὰ τὸν πλησίον του. 

Ὅποιος ξέπεσε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔχει μέσα στὴ σάρκα τοῦ τὸ νόμο τῆς ἡδονῆς ποὺ βασιλεύει ἀπάνω του, καὶ δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ φυλάξη καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ προτίμησε τὴ φιλήδονη ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ ποὺ γίνεται κατὰ τὸ θέλημα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο βυθίστηκε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμάθειας, ἀντὶ ν᾿ ἀπολαύση τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐρωτικὴ κίνηση τοῦ ἀγαθοῦ, ποὺ προϋπῆρχε μέσα στὸ ἀγαθό, ἐπειδὴ εἶναι ἁπλὴ κι᾿ αὐτοκίνητη, καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀγαθό, γυρίζει πάλι πίσω σ᾿ αὐτό, γιατὶ εἶναι ἀτελεύτητη κι᾿ ἄναρχη.Κι᾿ αὐτὸ ἐξηγεῖ τὸ δικό μας πόθο νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Θεό. Γιατὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε ἕνωση. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι τέλειος στὴν ἀγάπη κ᾿ ἔφταξε στὸ ἔπακρο τῆς ἀπάθειας, δὲν καταλαβαίνει τί διαφορὰ ἔχει τὸ δικό του ἀπὸ τὸ ξένο πράγμα, ἢ ὁ πιστὸς ἀπὸ τὸν ἄπιστο, ἢ ὁ δοῦλος ἀπὸ τὸν ἀφέντη, ἢ τὸ ἀρσενικὸ ἀπὸ τὸ θηλυκό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἔχει γίνει ἀνώτερος ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν παθῶν, καὶ βλέπει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὰν νὰ εἶναι οἱ ἴδιοι, γιὰ ὅλους ἔχει τὰ ἴδια αἰσθήματα. 

«Σχεδὸν κάθε ἁμαρτία γίνεται γιὰ τὴν ἡδονή, κ᾿ ἡ τιμωρία της πάλι γίνεται μὲ κακοπάθηση καὶ μὲ θλίψη, ἢ μὲ θεληματικὴ μετάνοια γίνεται ἡ ἀναίρεσή της. 

Ἐκεῖνος ποὺ δὲν φθονεῖ, ποὺ δὲν θυμώνει, ποὺ δὲν μνησικακεῖ καταπάνω σ᾿ ὅποιον τὸν πείραξε, αὐτὸ δὲν σημαίνει πάντα πὼς ἔχει ἀγάπη μέσα γιὰ τὸν ἐχθρό του. Γιατὶ μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾶ καὶ ὅμως νὰ μὴν κάνη κακὸ ἀντὶ κακό, ὅπως λέγει ἡ ἐντολή. Ἀλλά, δὲν μπορεῖ νὰ κάνη καλὸ ἀντὶ κακό, δίχως νὰ βιάση τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδή, γιὰ νὰ ἔχη κανένας τὴ διάθεση νὰ κάνη καλὸ σὲ κείνους ποὺ τὸν μισοῦν, πρέπει νὰ ἔχη μέσα του τὴν τέλεια ἀγάπη. 

Ὅπως τὸ σῶμα, σὰν πεθάνη χωρίζεται ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, ἔτσι κι᾿ ἡ ψυχή, σὰν βρεθῆ σὲ κείνη τὴν ὑψηλότατη κατάσταση τῆς προσευχῆς, πεθαίνει καὶ χωρίζεται ἀπὸ τὰ νοήματα τοῦ κόσμου.Γιατί, ἂν δὲν πάθη ἕναν τέτοιον θάνατο, δὲν μπορεῖ νὰ βρεθῆ καὶ νὰ ζήση μὲ τὸ Θεό. Καλὴ εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ ὑγεία, ἀλλὰ πολλοὶ ἄνθρωποι ὠφεληθήκανε ἀπὸ τὰ ἐνάντια. Γιατὶ στοὺς κακοὺς ἡ γνώση δὲν συντελεῖ στὸ καλό, τὸ ἴδιο κ᾿ ἡ ὑγεία, μήτε ὁ πλοῦτος, μήτε ἡ χαρά, γιατὶ δὲν τὰ μεταχειρίζουνται γιὰ τὸ ἀληθινὸ συμφέρον τους. Ἂν σταθῆς σὲ προσευχὴ καὶ νοιώσης μέσα σου κάποια χαρὰ ποὺ εἶναι πιὸ μεγάλη ἀπὸ κάθε ἄλλη, τότε βρῆκες τὴν ἀληθινὴ τὴν προσευχή. 

Σκιὰ θανάτου εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωή. 

«Ἂν προσεύχεσαι ἀληθινά, εἶσαι θεολόγος. Κι᾿ ἂν εἶσαι θεολόγος, προσεύχεσαι ἀληθινά. Τρία εἶναι τὰ αἴτια ποὺ ἀγαπᾶ τὰ χρήματα ὁ ἄνθρωπος, ἡ φιληδονία, ἡ κενοδοξία κ᾿ ἡ ἀπιστία. Κι᾿ ἀπὸ τἆλλα δυό, ἡ ἀπιστία εἶναι ἡ χειρότερη. Πολλὰ πάθη εἶναι κρυμμένα μέσα στὶς ψυχές μας, μὰ φανερώνουνται σὰν παρουσιασθοῦνε κάποιες περιστάσεις. 

«Τὸ «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»,ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, δὲν ἔχει, κατὰ τὴ γνώμη μου, χρονικὴ σημασία. Γιατὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται μετὰ παρατηρήσεως, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, οὔτε θὰ ποῦνε: Νά, ἐδῶ εἶναι, ἢ ἐκεῖ. Ἀλλὰ εἶναι σχετικὸ μὲ τὴ διάθεση ἐκείνων ποὺ εἶναι ἄξιοί της.Ἐπειδὴ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μέσα μας, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο.


Οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας, Ὕδωρ Ἀθανασίας
Φώτης Κόντογλου
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Εύκολο να κατακρίνεις τους άλλους



Μια γυναίκα πήγε σε κάποιον ιερέα να εξομολογηθεί. Αφού, λοιπόν, τελείωσε την εξομολόγησή της και έλαβε συγχώρεση για τις αμαρτίες που εξομολο­γήθηκε, ξεκίνησε για το σπίτι της. Πριν, όμως, φθάσει, θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει μια αμαρτία. Δεν έμεινε πολύ με αυτή τη σκέψη και πήρε το δρόμο της επιστροφής προς τον πνευματικό. Εκείνος, αφού τη ρώτησε το λόγο της επιστροφής της, έβαλε το πετραχήλι και άκουσε με πολλή προσοχή τα όσα ήθελε η γυναίκα εκείνη να προσθέσει στην εξομολό­γησή της. Όταν τελείωσε, της είπε ο ιερέας:
«Πήγαινε στο σπίτι σου, πάρε μια κότα και να επιστρέψεις εδώ με την κότα. Στο δρόμο που θα έρχεσαι να βγάζεις φτερά από την κότα και να τα πετάς».
Εκείνη, λοιπόν, παιδί της υπακοής, εφάρμοσε τα όσα της είπε ο πνευματικός της. Όταν ήρθε στον ιερέα πάλι, της είπε:
«Πήγαινε τώρα να μαζέψεις τα φτερά της κότας που σκόρπισες ερχόμενη προς τα εδώ».
«Πάτερ μου», του είπε εκείνη, «είναι αδύνατο να γίνει αυτό, γιατί ο αέρας πήρε τα φτερά και τα σκόρ­πισε εδώ κι εκεί».
«Έτσι γίνεται, παιδί μου, και με τους λόγους της κατάκρισης», της απάντησε ο πνευματικός. «Τα λό­για που λες τα παίρνει ο διάβολος, τα παίρνουν οι άνθρωποι και τα σκορπούν στις καρδιές των άλλων, με αποτέλεσμα ανδρόγυνα να χωρίζουν, άνθρωποι να μη μιλιούνται μεταξύ τους και να μισούνται με απρόβλεπτες συνέπειες».
Είναι φοβερή αμαρτία η κατάκριση· η κακόβουλη εκείνη κρίση, που δείχνει έλλειψη αγάπης για τον άλ­λο και κρύβει φοβερό εγωισμό για εκείνον που κατα­κρίνει. Είναι τόσο βαριά, που ο Χριστός παρομοιάζει την αμαρτία του άλλου με αγκίδα και την αμαρτία όποιου κατακρίνει με δοκάρι.
Η κρίση ανήκει μόνο στο Θεό. Εκείνος θα υπολογί­σει στον καθένα τα κίνητρα που τον οδήγησαν στην αμαρτία· τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες μεγάλωσε· την προαίρεσή του, ακόμα και τα γονίδιά του. Και στην κρίση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού κινδυνεύει ο κατήγορος σε αυτόν τον κόσμο να μετατραπεί σε κατηγορούμενο εκεί και, αντίθετα, ο κατη­γορούμενος εδώ να γίνει κατήγορος εκεί.
Ένας Άγιος της Εκκλησίας, ο Άγιος Ιωάννης, συγγραφέας της «Κλίμακος», λέει: «Είδα άνθρωπο που φανερά αμάρτησε, ενώ στα κρυφά έκανε μεγά­λα καλά». Γι’ αυτό δεν πρέπει να κατακρίνουμε κανέναν. Η εξωτερική εμφάνιση ξεγελάει και παρασύ­ρει τον άνθρωπο στην κατάκριση, αλλά, όπως λέει ο λαός, «άνθρωπο βλέπεις, καρδιά όμως δεν ξέρεις». Και σίγουρα, ο Θεός θα θεωρήσει ΝΙΚΗ ενός ανθρώπου τον αγώνα και την προσπάθειά του, έστω κι αν αμάρτησε, στο τέλος, όμως, μετανόησε.
Είναι προτιμότερο και θεάρεστο, αντί να ασχο­λούμαστε και να κατακρίνουμε τη συμπεριφορά των άλλων, να προσευχόμαστε με τα λόγια του Αγίου Εφραίμ του Σύρου: «Κύριε, δώσε μου τη δύναμη να βλέπω τις δικές μου αμαρτίες και να μην κατακρίνω τον αδελφό μου».

«Καί δός ἡμῖν Δέσποτα πρός ὕπνον ἀπιοῦσιν…»



Τό σύνορο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου τό προγεύεσαι καθημερινά τήν ὥρα ἐκείνη, ὅπου μετά τή βραδυνή σου ἐπιστροφή ἀναζητᾶς τήν εὐλογημένη ἡσυχία, ἀλλά περισσότερο τό σφάλισμα τῶν κουρασμένων ὀφθαλμῶν σου: κουρασμένων ἀπό ἔνα πλῆθος εἰκόνων πού ἀποθηκεύουν μέ τήν, ἐν εὐθέτω καιρῶ, προοπτική τῆς ἐπεξεργασίας. (Μέ τά χρόνια ἀρχίζεις νά κατανοεῖς πώς οἱ εἰκόνες πού ξαποσταίνουν τήν ψυχή σου ὅλο καί λιγοστεύουν, καθώς τό Ὡραῖο καί Κόσμιο ὅλο καί χάνονται ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων. Δυστυχῶς.)
Οἱ στιγμές λοιπόν ἐκεῖνες μεταξύ τοῦ ξύπνιου καί τοῦὕπνου ἔχουν μιά ἰδιαίτερη καί πολύ σημαντική δύναμη:δύναμη λυτρωτική πού ἀσφαλῶς σέ φέρνει μέχρι τό βάθοςτῆς ψυχῆς σου, καθώς μέ τρόπο ἁπλό, ἀλλά ἀμέτρηταἐπώδυνο ἐξετάζεις τή συνειδησή σου. Εἶναι ἔνα ἔσχατο κοίταγμα στόν καθρέφτη της, ὅπου φαίνεται ὄχι τό εἴδωλό σου, ἀλλά ἡ πολιτεία σου. Μιά πολιτεία, πού μονάχα ἐσύ κι ὀ Θεός γνωρίζετε.
Γι᾿ αὐτό καί τήν ὤρα ἐκείνη, πού στά μάτια κατεβαίνει ὁ νυσταγμός πασχίζεις νά κάμεις κάποια δειλά βήματα μετανοίας. Νά ξαναδέσεις τό νῆμα τῆς συνάντησής σου μέ Ἐκεῖνον, γιατί τό θεωρεῖς ἀπαραίτητο, καθώς ὁ λόγος τοῦ Νηπτικοῦ Πατρός, πού συμβουλεύει ὄτι ἡ κλίνη μπορεῖ νά εἶναι ὁ τάφος μας, ἀφοῦ ὀ ὕπνος εἶναι «εἰκών θανατου» (Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος), ἀνακαλεῖται στό νοῦ.
Συναντᾶς ξανά λοιπόν πρόσωπα πού ἀντάμωσες ὅλη τήν ἡμέρα, ἤ σέ κάποιους ἄλλους καιρούς καί διαπιστώνεις μέσα στήν ψυχή σου ἕνα νυγμό, καθώς προβάλλεται στήν ὀθόνη τοῦ νοῦ ἡ συμπεριφορά σου, ὁ ἀργός σου λόγος, ἡ βιαστική – ἀπορριπτική φυγή σου καί κάποια ἄλλα ἀτοπήματά σου. Πασχίζεις νά ταχτοποιήσεις τά ὅσα ἄτακτα συσσώρευσες μέσα σου καί παρατηρᾶς, πώς δέν ἔχεις τή δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς, γιατί μιά ἐσωτερική σύγχυση ἐπικρατεῖ ἀκόμα μέσα σου, λές καί ταράχτηκε ἡ ἥρεμη ἡ δεξαμενή καί θόλωσε τό νερό.
Ἔτσι, παρακαλεῖς Ἐκεῖνον, πού εἶναι «ἡ ὄντως Εἰρήνη», ὅπως σοῦ χαρίσει ἀνάπαυση, γιατί μόνον ἔτσι θά ἔχεις ὕπνο «πάσης σατανικῆς φαντασίας ἀπηλλαγμένον». Γιατί ὁ ὔπνος ἄν καί εἶναι τό μυστηριῶδες τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς στοιχεῖο, ἐν τούτοις ἀναπαύει καί ἀναζωογονεῖ τόν ἄνθρωπο. Τόν καθιστᾶ κάθε πρωΐ καινούριο, ἀνανεωμένο, δημιουργικό καί ἐλπιδοφόρο, καθώς διαπιστώνει πώς τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός καιρό μετανοίας. Μιάν ἄλλη δηλαδή εὐκαιρία, ὥστε νά ζωντανέψει μέσα του ἡ λαχτάρα γιά ἐπιστροφή καί ἀληθινή μετάνοια. Ἄλλωστε, τό αἴτημα ὅπως, «Τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι…» ἔχει ἀναμφίβολα τή σημασία του καί ὁπωσδήποτε τόν συμβουλευτικό – σωτηριολογικό χαρακτῆρα του.
Λίγο πρίν τά βλέφαρα σφαλίσουν, πρίν ἀρχίσει τόσῶμα νά δέχεται τήν παραμυθία τοῦ ὕπνου, διαπιστώνειςγι᾿ ἄλλη μιά φορά τήν ἀνάγκή νά παραδοθεῖς στά χέριατοῦ Θεοῦ, γιατί τό θεωρεῖς καί ἀπαραίτητο, ἀλλά καίφυσικό. Συντονίζεις λοιπόν τό εἶναι σου μέ τήν παρακάτω εὐχή κι ἀρχίζεις νά περνᾶς τό μεσότοιχο, ἀπό τό νυσταγμό στόν ὕπνο, πού ἀναμφίβολα εἶνα «ἀργία τῶν αἰσθήσεων» (Ἁγ. Ἰωάννης Σιναΐτης).
«Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· Τριάς Ἁγία δόξα σοι». Ἀμήν.

π. Κων. Ν. Καλλιανός

Τί σημαίνει "μετάνοια";




ΜΕΤΑΝΟΙΑ, σημαίνει:

1. ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΜΟΥ:
Βαφτίστηκα, ἀλλά ἀμαύρωσα τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματός μου. Τόν λευκό χιτώνα, πού θεωρεῖται ὅτι ἐφόρεσα, τόν ἐρρύπωσα καί τώρα ἀποφασίζω μετανοιωμένος νά ἀνανεώσω τό βάπτισμά μου.

2. ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΓΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ:
Ἀποφασίζω ἀπό δῶ καί πέρα νά ζήσω μιά νέα ζωή. Νά ξεκινήσω νά ζῶ ὄχι Ὄπως πρῶτα, ἀλλά ὅπως ὁ Θεός θέλει. Δηλαδή πνευματικά καί ὄχι "κοσμοπνευματικά", μέ στόχο τόν ἁγιασμό μου.

3. ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ ΜΟΥ:
Μέ καθαρή, εἰλικρινή καί συχνή ἐξομολόγηση, ἀλλά καί μέ καλούς λογισμούς, χωρίς νά παρασύρομαι ἀπό τούς κακούς, ἤ νά πιάνω διάλογο μέ αὐτούς.

4. ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΑΥΤΟΚΑΤΑΚΡΙΣΗ:
Κατακρίνω τακτικά μέ τή σκέψη μου τόν ἑαυτό μου. Ἔχω συνεχῶς τό λογισμό τῆς αὐτομεμψίας. Δέν ἔχω μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτόν μου. Βλέπω τά προτερήματα τῶν ἄλλων καί τά δικά μου μειονεκτήματα.

5. ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΩΣ:
Μετανοῶ, ὅταν "ἀγοράζω" τήν ταπείνωση! Ζῶ ταπεινά. Μιλῶ ταπεινά (χωρίς νά κάνω τόν ἔξυπνο), ντύνομαι ταπεινά (χωρίς νά ἀκολουθῶ τήν μόδα) κλπ. Χωρίς ταπείνωση δέν μπορῶ νά λέω ὅτι ἔχω μετάνοια· μέ ἐμποδίζει ὁ ἐγωισμός μου, ἡ φιλαυτία μου καί ἡ αὐτοδικαίωσή μου.

6. ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΕΚΤΕΛΩΝΤΑΣ ΠΛΕΟΝ ΕΡΓΑ ΑΡΕΤΗΣ:
Ἔκανα κακίες; Τώρα θά κάνω ἀρετές. Ἔτσι συμφιλιώνομαι μέ τόν Θεό. Ὅρα καί Ζακαχαῖο:"τά ἥμιση τῶν ὐπαρχόντων μου, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καί εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα ἀποδίδωμι τεραπλοῦν" (Λουκ. ιθ΄, 8).

7. ΘΕΛΗΜΑΤΙΚΗ ΥΠΟΜΟΝΗ Σ' ΟΛΑ ΤΑ ΘΛΙΒΕΡΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ:
Ὅλα αὐτά τά δέχομαι ὡς ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ στή ζωή μου καί θεληματικά τά ὑπομένω, ἐνῶ συγκχρόνως λέω καί πιστεύω ὅτι μοῦ χρειάζονται περισσότερα λόγῳ τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μου καί τῆς ἀχαριστίας μου.

8. ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ:
Ὄχι ἀπελπισία (πού εἶναι καταστροφή) ἀλλά "ἀπελπισία" γεμάτη ἐλπίδα. "Ἔχε τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι". Λόγῳ τῆς ἐλπίδας, ἀρνοῦμαι τήν ἀπελπισία. Ἐλπίζω στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

9. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΙΚΩΝ ΑΝΕΣΕΩΝ:
Τῶν (ὑπερβολικῶν) διασκεδάσεων, τῶν καλλωπισμῶν (ἐνδυμάτων, βαψιμάτων (...), γευμάτων κλπ.). Ἐάν ἔχω μετάνοια δέν δίνω βαρύτητα σ' αὐτά, δέν συγκινοῦμαι ἀπό αὐτά.

10. ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΤΡΟΠΗ:
Ὅπως ὁ Ζακχαῖος. Δέν ντράπηκε νά ἀνεβεῖ στήν συκαμορέα. Πρῶτα ἦταν "ἀξιοπρεπής" κύριος. Ἀναβαίνοντας σ' αὐτήν, ἔγινε ὁ "ἀναξιοπρεπής" κύριος. Δέν ντρέπομαι νά ὁμολογῶ τήν πίστη μου, νά παραδέχομαι τά λάθη μου, νά κάνω τόν σταυρό μου, νά νηστεύω καί δημοσίως κ.λ.π.
Ὅταν ντρέπομαι, ὅταν δικαιολογοῦμαι, ὅταν διστάζω νά κάνω τά ἀνωτέρῳ ἤ καί ἄλλα παρόμοια κάι μάλιστα μέ διάφορες πάντα δικαιολογίες, πού εὔκολα ἐφευρίσκω, σημαίνει ὅτι ΔΕΝ ΕΧΩ μετάνοια!


ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, 
ΜΕΤΟΧΙΟΝ Ι.Μ. ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΡΟΤΟΝΤΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τηλ. 2310-218720


"Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, 
ο θησαυρός των αγαθών, 
δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκληρον, 
και καρδίαν επίπονον εις αναζήτησιν σου"

Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος


Περί μετανοίας



"Κλίμαξ"
ΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, Περί μετανοίας 
(Διά την πραγματικήν και γνησίαν μετάνοια 
και διά τους αγίους καταδίκους και διά την Φυλακήν)

1. Ο Ιωάννης κάποτε, (την ημέρα της Αναστάσεως), έτρεξε πρίν από τον Πέτρο (στον τάφο του Κυρίου). Και εμείς ετοποθετήσαμε τον λόγο της υπακοής πρίν από τον λόγο της μετανοίας. Διότι ο Ιωάννης έγινε τύπος υπακοής, ενώ ο Πέτρος μετανοίας.

2. Μετάνοια σημαίνει ανανέωσις του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωή. Μετανοών σημαίνει αγοραστής της ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος αποκλεισμός κάθε σωματικής παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αυτοκατακρίσεως, αμεριμνησία για όλα τα άλλα και μέριμνα για την σωτηρία του εαυτού μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα της ελπίδος και αποκήρυξις της απελπισίας. Μετανοών σημαίνει κατάδικος απηλλαγμένος από αισχύνη.
Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις με τον Κύριον, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμός της συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματική υπομονή όλων των θλιβερών πραγμάτων. Μετανοών σημαίνει επινοητής τιμωριών του εαυτού του. Μετάνοια σημαίνει υπερβολική ταλαιπωρία της κοιλίας (με νηστεία) και κτύπημα της ψυχής με υπερβολική συναίσθησι.

3. Τρέξατε και ελάτε. Ελάτε όλοι όσοι παρωργίσατε τον Θεόν, για να ακούσετε αυτά που έχω να σας διηγηθώ. Συγκεντρωθήτε για να ιδήτε αυτά πού μου έδειξε ο Θεός προς οικοδομήν. Ας τοποθετήσωμε πρώτη και ας προτιμήσωμε μια διήγησι πού αναφέρεται σε τιμημένους εργάτες της αρετής πού ζούσαν χωρίς τιμή.

4. Όσοι ανέλπιστα επέσαμε σε κάποια αμαρτία, ας τα ακούσωμε αυτά και ας τα κρατήσωμε και ας τα μιμηθούμε. Σηκωθήτε και καθήσατε (να ακούσετε) εσείς πού είσθε πεσμένοι από τις αμαρτίες. Δώστε προσοχή στον λόγο μου, αδελφοί μου. Ανοίξατε τα αυτιά σας όλοι εσείς πού θέλετε με πραγματική επιστροφή να συμφιλιωθήτε πάλι με τον Θεόν.

5. Όταν άκουσα εγώ ο μικρός και αδύνατος ότι ήταν σπουδαίος και θαυμαστός ο τρόπος της ζωής και η ταπείνωσις αυτών πού έμεναν στην απομονωμένη Μονή, την λεγόμενη Φυλακή, η οποία υπαγόταν στον εξαίρετο εκείνο φωστήρα πού προαναφέραμε, παρεκάλεσα τον όσιο να την επισκεφθώ. Και πράγματι υπεχώρησε στην παράκλησί μου ο μέγας Ποιμήν, μη θέλοντας ποτέ να λυπήση άνθρωπο.
Μόλις έφθασα λοιπόν στη Μονή αυτών πού μετανοούσαν, και στον τόπο αυτών πού αληθινά πενθούσαν, αντίκρυσα πραγματικά, αν μπορούμε να το ειπούμε, πράγματα πού οφθαλμός αμελούς ανθρώπου δεν είδε και αυτί ραθύμου δεν άκουσε και νους ανθρώπου οκνηρού δεν εφαντάσθηκε (πρβλ. Α΄ Κορ. β΄ 9). Είδα και άκουσα πράγματα και λόγια πού έχουν την δύναμι να εκβιάσουν το έλεος του Θεού, τρόπους και μορφές ασκήσεως πού μπορούσαν να κάμψουν σύντομα την φιλανθρωπία Του.
Άλλους από τους ενόχους αυτούς και όχι πλέον ενόχους, τους είδα να ίστανται όλη την νύκτα μέχρι το πρωί στην ύπαιθρο. Να έχουν τα πόδια ακίνητα. Από την πίεσι του ύπνου και την βία πού εξασκούσαν επάνω στην φύσι τους να πηγαίνουν πέρα-δώθε κατά τρόπο αξιολύπητο. Να μη προσφέρουν στον εαυτό τους καμμία ανάπαυσι. Αντίθετα δε να τον επιπλήττουν, να τον ξυπνούν και να του επιτίθενται με «ατιμίες» και ύβρεις. Άλλους τους είδα να ατενίζουν τον ουρανό με ύφος αξιολύπητο, και με οδυρμούς και κραυγές να επικαλούνται από εκεί την βοήθεια.
Άλλους να ίστανται στην προσευχή δένοντας τά χέρια πίσω σαν τους καταδίκους, σκύβοντας το σκυθρωπό τους πρόσωπο κάτω, κρίνοντας και καταδικάζοντας τον εαυτό τους ανάξιο να ατενίση προς τον ουρανό. Να μην έχουν να ειπούν ή να προσφέρουν κάτι στον Θεόν, από την αμηχανία πού τους προκαλούσε η σκέψις και η συναίσθησις της αμαρτωλότητός των. Να μην ευρίσκουν πώς ή από πού να αρχίσουν την ικεσία. Να παρουσιάζουν μόνο στον Θεό μία ψυχή αμίλητη και έναν νου άφωνο γεμάτο από σκοτισμό και από κάποια απελπισία.
Άλλοι πάλι να κάθωνται στο έδαφος σε σάκκο και σποδό, να έχουν το πρόσωπο χωμένο στα γόνατα και να κτυπούν το μέτωπο στη γη. Άλλοι να κτυπούν συνεχώς το στήθος τους, να καταδικάζουν και να ανακαλούν την αμαρτωλή τους ψυχή και ζωή. Μερικοί από αυτούς έβρεχαν το έδαφος με τα δάκρυά τους. Και μερικοί πού δεν είχαν δάκρυα επλήγωναν το σώμα τους με δυνατά κτυπήματα. Άλλοι, πού δεν μπορούσαν να υποφέρουν την πίεση της καρδιάς, ωλόλυζαν για την ψυχή τους ωσάν για νεκρό. Και άλλοι εβογγούσαν εσωτερικά και εμπόδιζαν να εξέλθη από το στόμα το βογγητό. Μερικές όμως φορές, μη μπορώντας να συγκρατηθούν, αναστέναζαν απότομα.
Είδα εκεί μερικούς που έδειχναν σαν παράφρονες, τόσο με τα φερσίματά τους, όσο και με το κλείσιμο στον εαυτό τους. Έδειχναν σαν αποσβολωμένοι από την πολλή αδημονία, γεμάτοι σκοτισμό και σχεδόν αναίσθητοι για κάθε πράγμα της παρούσης ζωής. Είχαν πλέον βυθίσει τον νους τους στην άβυσσο της ταπεινώσεως, και με το πύρ της θλίψεως είχαν τηγανίσει και καταξηράνει τά δάκρυα των οφθαλμών τους. Άλλους να κάθωνται με σύννοια, να σκύβουν στην γη, να κινούν αδιάκοπα το κεφάλι τους, να αναστενάζουν και να μουγκρίζουν ωσάν λεόντες μέσα από τα βάθη της καρδιάς των, μέσα από τα δόντια τους.
Μερικοί από αυτούς προσεύχονταν γεμάτοι ελπίδα και επιζητούσαν τελεία άφεσι. Άλλοι από ανέκφραστη ταπείνωσι κατεδίκαζαν και έκριναν τον εαυτό τους ανάξιο συγχωρήσες, και έκραζαν πώς δεν μπορούν να απολογηθούν στον Θεόν. Μερικοί εκλιπαρούσαν να τιμωρηθούν εδώ, για να ελεηθούν εκεί. Άλλοι πού ήταν συντετριμμένοι από το βάρος της συνειδήσεως, έλεγαν με ειλικρινή πόθο: «Είμαστε ευχαριστημένοι, εάν ούτε κολασθούμε ούτε αξιωθούμε της επουρανίου βασιλείας».
Είδα εκεί μέσα ψυχές ταπεινές και συντετριμμένες πού ελύγιζαν από το βάρος του φορτίου των αμαρτιών και με τις κραυγές τους προς τον Θεόν μπορούσαν να κάνουν και τις αναίσθητες πέτρες να ραγίσουν. Σκυμμένοι προς την γή εκραύγαζαν: «Το γνωρίζομε. Το γνωρίζομε. Μας αξίζει κάθε τιμωρία και κάθε κόλασις. Και δικαίως. Και αν ακόμη συναθροίζαμε όλη την οικουμένη να πενθή για εμάς, δεν θα ήταν αρκετό να μας δικαιώση για τα τόσα μας χρέη. Ένα όμως μόνο παρακαλούμε, ένα δυσωπούμε, ένα ικετεύουμε: «Μη τώ θυμώ σου ελέγξης ημάς, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης ημάς» (Ψαλμ. στ΄ 2). 
Μήτε να μας τιμωρήσης με την δικαία κρίσι σου. Αλλά να μας αντιμετωπίσης με την επιείκειά σου και αρκεί αυτή να μας απαλλάξη ολίγο από την βαρειά απειλή σου και από τις κρυφές και άγνωστες τιμωρίες της κολάσεως. Δεν τολμούμε να ζητήσουμε τελεία άφεσι, διότι πώς να το κάνουμε αυτό; 
Άνθρωποι, πού δεν εφυλάξαμε καθαρό το μοναχικό μας επάγγελμα, αλλά το εμολύναμε και μάλιστα μετά από την φιλανθρωπία και συγχώρησι πού προηγήθηκε, (την συγχώρησι των μετά το βάπτισμα και πρό της κουράς αμαρτιών).
Μπορούσε εκεί, αγαπητοί μου, μπορούσε εκεί να ιδή κανείς να πραγματοποιούνται πλήρως τα λόγια του Δαβίδ. Μπορούμε να ιδή «ανθρώπους πού ήταν ταλαιπωρημένοι και κυρτωμένοι συνεχώς μέχρι το τέλος της ζωής τους, πού όλη την ημέρα περπατούσαν σκυθρωποί, που ανέδιδαν δυσοσμία από τις σαπισμένες πληγές του σώματός τους, ανθρώπους πού δεν εφρόντιζαν τον εαυτόν τους, πού ξεχνούσαν να φάγουν τον άρτο τους, πού έπιναν το ύδωρ αναμεμειγμένο με δάκρυα, και έτρωγαν χώμα και στάχτη μαζί με τον άρτο, πού είχαν τα οστά κολλημένα στο δέρμα και ωμοίαζαν με ξηρό χορτάρι» (Ψαλμ. λζ΄ 7, 6, ρα΄ 5, 10, 6, 12). 
Τίποτε άλλο δεν μπορούσες να ακούσης από αυτούς, παρά μόνο τούτα τα λόγια: 
ουαί – ουαί, αλλοίμονο – αλλοίμονο, δίκαια – δίκαια, λυπήσου μας – λυπήσου μας, Δέσποτα. Άλλοι έλεγαν: ελέησέ μας – ελέησέ μας. Και άλλοι ακόμη πιο λυπητερά: συγχώρησέ μας – συγχώρησέ μας, Δέσποτα, εάν είναι δυνατόν.
Μπορούσες να ιδής εκεί φλογισμένες γλώσσες πού εκρέμονταν έξω από το στόμα όπως των σκύλων. Άλλοι ετιμωρούσαν τον εαυτό τους στον καύσωνα, και άλλοι τον εβασάνιζαν στο ψύχος. Μερικοί εδοκίμαζαν από το ύδωρ τόσο, όσο μόνο για να μην αποθάνουν από την δίψα. Και μερικοί αφού έτρωγαν ολίγο από τον άρτο, τον υπόλοιπο τον επετούσαν με το χέρι μακρυά, λέγοντας πώς είναι ανάξιοι να γευθούν την τροφή των λογικών ανθρώπων, αφού διέπραξαν τα έργα των άλογων ζώων.
Πού να εμφανισθή ανάμεσα σ΄αυτούς γέλιο; Πού αργολογία; Πού θυμός; Πού οργή; Αυτοί δεν εγνώριζαν αν υπάρχη ακόμη οργή μεταξύ των ανθρώπων, διότι το πένθος είχε σβήσει τελείως τον θυμό μέσα τους. Πού να συναντήσεις την αντιλογία; Πού εορτή; Πού παρρησία; Πού ευχαρίστησι και περιποίησι του σώματος; Πού ίχνος κενοδοξίας; Πού ελπίδα τρυφής; Πού ενθύμησις οίνου; Πού γεύσι φρούτων; Πού παρηγορία χύτρας; Πού γλύκισμα για τον λάρυγγα; Όλων τούτων η ελπίδα είχε σβήσει γι΄αυτούς. Πού να συναντήσης σ΄αυτούς μέριμνα για επίγεια πράγματα; Πού κατάκρισι κάποιου ανθρώπου; Πουθενά!
Όσα έλεγαν και εκραύγαζαν αυτοί προς τον Κύριον ήταν τα εξής: Μερικοί, ωσάν να ίσταντο εμπρός στην πύλη του ουρανού, εκτυπούσαν δυνατά το στήθος και έλεγαν προς τον Θεόν: «Άνοιξέ μας, άνοιξε, ώ δικαστά, άνοιξέ μας, αφού εμείς με τις αμαρτίες μας εκλείσαμε για τον εαυτό μας την πύλη». Άλλοι έλεγαν: 
«Επίφανον το πρόσωπόν σου μόνον, και σωθησόμεθα» (Ψαλμ. οθ΄ 4). 
Ένας έλεγε: «Επίφανον τοίς έν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις ταπεινοίς» (Ησ. θ΄ 2). Άλλος πάλι: «Ας μας προλάβουν γρήγορα, Κύριε, οι οικτιρμοί σου, διότι εχαθήκαμε, διότι απελπισθήκαμε, διότι εσβήσαμε τελείως» (Ψαλμ. οη΄ 8).
Μερικοί από αυτούς έλεγαν: «Θα φανερωθή άραγε πλέον σ΄εμάς ο Κύριος»; 
Και άλλοι: «Εξώφλησε άραγε η ψυχή μας το χρέος το ανυπέρβλητο»; 
Άλλος: «Θα καταπραϋνθή άραγε τώρα πλέον από εμάς ο Κύριος; Θα τον ακούσωμε άραγε να λέγη σ΄εμάς τους δεμένους μ΄άλυτα δεσμά, «εξέλθετε»; 
Και σ΄εμάς πού ευρισκόμαστε στον άδη της μετανοίας, «είσθε συγχωρημένοι»; Έφθασε άραγε η κραυγή μας στα αυτιά του Κυρίου»;
Όλοι επερνούσαν τον καιρό τους έχοντας συνεχώς εμπρός στους οφθαλμούς των τον θάνατο και λέγοντας:
«Άραγε ποια θα είναι η κατάληξις; 
Άραγε ποια θα είναι η απόφασις; 
Άραγε ποιο θα είναι το τέλος μας; 
Άραγε υπάρχει επαναφορά; 
Άραγε υπάρχει συγχώρησις σ΄εμάς τους σκοτεινούς, τους ταπεινούς, τους καταδίκους; Άραγε μπόρεσε η δέησίς μας να φθάση ενώπιον του Κυρίου ή εγύρισε πίσω ταπεινωμένη και ντροπιασμένη; 
Άραγε, αν έφθασε, τι κατώρθωσε; 
πόσο Τον εξευμένισε; πόσο ωφέλησε; 
πόσο ενήργησε; 
διότι εβγήκε από ακάθαρτα στόματα και σώματα και δεν έχει πολλή δύναμι. 
Άραγε μας συμφιλίωσε τελείως με τον Κριτή; 
Άραγε έν μέρει; 
Άραγε για τα μισά τραύματά μας; 
επειδή είναι πράγματι μεγάλα και χρειάζονται πολλούς ιδρώτες και μόχθους. 
Άραγε μας επλησίασαν καθόλου οι φύλακές μας (άγγελοι) ή ίστανται ακόμη μακρυά; 
Εάν εκείνοι δεν μας πλησιάσουν, όλοι μας οι κόποι είναι μάταιοι και ανωφελείς, διότι η προσευχή μας, εάν δεν την πάρουν οι προστάτες μας άγγελοι, ερχόμενοι πλησίον μας, και την προσφέρουν στον Κύριον, δεν έχει δύναμη παρρησίας ούτε φτερά καθαρότητος για να φθάση σ΄Αυτόν».
Γι΄αυτά πολλές φορές και μεταξύ τους απορούσαν και έλεγαν: 
«Άραγε, αδελφοί, κατορθώνομε τίποτε; 
Άραγε επιτυγχάνωμε αυτό πού ζητούμε; 
Άραγε μας δέχεται πάλι ο Θεός; Άραγε μας ανοίγει την θύρα»;
Και οι άλλοι απαντούσαν:
«Ποιος ξέρει -όπως το είπαν οι αδελφοί μας οι Νινευίτες- μήπως μεταμεληθή ο Κύριος και μας λυτρώση από την μεγάλη έστω τιμωρία; (Ιωνά γ΄ 9). 
Εμείς όμως ας πράξωμε ό,τι εξαρτάται από εμάς. Και αν μέν μας ανοίξη, πολύ καλά, ειδεμή «ευλογητός Κύριος ο Θεός», ο οποίος δίκαια μας έκλεισε έξω. Πλήν όμως ας επιμείνωμε κτυπώντας μέχρι το τέλος της ζωής μας, και ίσως, βλέποντας την πολλή μας αναίδεια και επιμονή, μας ανοίξη ο Αγαθός».
Γι΄αυτό και έλεγαν παρακινώντας τους εαυτούς των:
« Δράμωμεν, αδελφοί, δράμωμεν. Έχομεν ανάγκη δρόμου και μάλιστα δρόμου σκληρού, διότι έχομε μείνει πίσω από την καλή μας συνοδία. Ας τρέξωμε χωρίς να λογαριάζωμε την ακάθαρτη και ταλαίπωρη σάρκα μας. Αν την φονεύσωμε και εμείς, όπως μας εφόνευσε και αυτή».
Έτσι και έκαναν οι μακάριοι εκείνοι υπόδικοι.
Έβλεπες σ΄αυτούς γόνατα αποσκληρυμένα από τις πολλές μετάνοιες. Οφθαλμούς λυωμένους και βυθισμένους στο βάθος των κόγχων. Απογυμνωμένοι από τρίχες, με μάγουλα πληγωμένα και φλογισμένα από την φλόγα των θερμών δακρύων.
Έβλεπες πρόσωπα ωχρά και καταμαραμένα πού δεν ξεχώριζαν καθόλου από πρόσωπα νεκρών. Στήθη που επονούσαν από τα κτυπήματα και αιματηρά πτύελα που προέρχονταν από τα γρονθοκοπήματα του στήθους.
Πού να ευρεθή εκεί στρώμα; 
Πού καθαρό ή στερεό ένδυμα; 
Όλα ήταν σχισμένα, ακάθαρτα και σκεπασμένα με ψείρες. Πού να συγκριθή με την ιδική τους ταλαιπωρία η ταλαιπωρία των δαιμονισμένων; 
Πού εκείνων που θρηνούν τους νεκρούς; 
Πού εκείνων πού ζούν εξόριστοι; 
Πού η τιμωρία των καταδικασμένων για φόνο; 
Ούτε συγκρίνεται η αθέλητη παίδευσις και τιμωρία αυτών με την ιδική τους την θεληματική.
Και σας παρακαλώ, αδελφοί, να μη τα θεωρήσετε σαν μύθους όσα σας είπα. Ικέτευαν οι άνθρωποι αυτοί πολλές φορές τον μεγάλο εκείνο δικαστή -τον Ποιμένα τους εννοώ, τον άγγελο πού ζούσε μεταξύ των ανθρώπων- να περισφίγξη τα χέρια και τον τράχηλό τους με σιδερένια δεσμά, και να δέση τα πόδια τους στο τιμωρητικό ξύλο, και να μη λυθούν από αυτά πρίν τους δεχθή το μνήμα. Ακόμη δε ούτε και σε μνήμα να τους βάλουν!
Δεν θα κρύψω καθόλου ούτε την ελεημένη ταπείνωσι αυτών των πραγματικά μακαρίων ούτε την συντετριμμένη προς τον Θεόν αγάπη και μετάνοιά τους.
Καθ΄όν χρόνον οι καλοί αυτοί κάτοικοι της χώρας της μετανοίας επρόκειτο να αναχωρήσουν προς τον Κύριον και να παρασταθούν εμπρός στο αδέκαστο βήμα, βλέποντας ότι τελειώνει πλέον η ζωή τους, μέσω του προϊσταμένου τους εκλιπαρούσαν με όρκους τον Μέγαν, (τον Ηγούμενο δηλαδή), να μην αξιωθούν ανθρωπίνης ταφής, αλλά να πεταχθούν σαν άλογα ζώα ή στο ρεύμα του ποταμού ή στα θηρία του αγρού.
Και πολλές φορές υπήκουσε και το έκανε ο λύχνος εκείνος της διακρίσεως, δίδοντας εντολή να τους κηδεύσουν χωρίς καμμία τιμή και ψαλμωδία.
Πόσο δε φοβερό και οικτρό ήταν το θέαμα της τελευταίας ώρας τους! Όταν δηλαδή οι συγκατάδικοι αντελαμβάνονταν πώς κάποιος πρίν από αυτούς επρόκειτο να αποθάνη, ενώ ακόμη είχε τις αισθήσεις του, τον περικύκλωναν. Και με δίψα, με πένθος, με επιθυμία, με αξιολύπητο ύφος και λυπητερά λόγια, κουνώντας το κεφάλι, υπέβαλλαν ερωτήσεις σ΄αυτόν πού έφευγε και με θερμή συμπάθεια του έλεγαν:
«Τι γίνεται αδελφέ και συγκατάδικε; 
Πώς βλέπεις τα πράγματα; 
Τι λέγεις; 
Τι ελπίζεις; 
Τι καταλαβαίνεις; 
Επέτυχες με τους κόπους σου αυτό πού εζητούσες ή δεν το κατόρθωσες; 
Άνοιξες ή ακόμη αισθάνεσαι ως ένοχος; 
Έφθασες ή απέτυχες; 
Έλαβες κάποια πληροφορία ή έχεις αβεβαία ελπίδα; 
Έλαβες άνεσι και ελευθερία ή ταλαντεύεται και αμφιβάλλει ακόμη ο λογισμός σου; Αισθάνθηκες μέσα στην καρδιά σου κάποιο φωτισμό ή βλέπεις ότι παραμένει ακόμη στο σκότος και στην ατιμία; 
Άκουσες μέσα σου καμμία φωνή να σου λέγη: «Ίδε υγιής γέγονας»; (Ιωάν. ε΄ 14) 
ή «αφέωνταί σοι αί αμαρτίαι»; (Λουκ. ζ΄ 48) 
ή «η πίστις σου σέσωκέ σε»; (Λουκ. ζ΄ 50). 
Ή μήπως αισθάνεσαι πώς ακούεις ακόμη την φωνή: «Αποστραφήτωσαν οι αμαρτωλοί είς τον άδην» (Ψαλμ. θ΄ 18) και «δήσαντες αυτού (=αφού του δέσετε) χείρας και πόδας εμβάλετε είς το σκότος» (Ματθ. κβ΄ 13) και «αρθήτω (=ας εκδιωχθή) ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου»; (Ησ. κστ΄ 10). 
Τι λέγεις, αλήθεια, αδελφέ; 
Πές μας, σε ικετεύουμε, για να μάθωμε κι εμείς τι πρόκειται να συναντήσωμε. Για σένα πλέον έκλεισε η προθεσμία και δεν θα σου δοθή άλλη είς τον αιώνα».
Σ΄αυτά τα ερωτήματα άλλοι από τους ετοιμοθανάτους απαντούσαν: «Ευλογητός Κύριος, ός ούκ απέστησε (= απεμάκρυνε) την προσευχήν ημών, και το έλεος αυτού άφ΄ ημών» (Ψαλμ. ξε΄ 20). 
Άλλοι πάλι έλεγαν «Ευλογητός ο Κύριος πού δεν μας παρέδωσε στα δόντια τους να μας φάγουν» (Ψαλμ. ρκγ΄ 6). Άλλοι γεμάτοι οδύνη έλεγαν: «Άραγε θα κατορθώση η ψυχή μας να περάση το αδιαπέραστο ύδωρ, δηλαδή το πλήθος των πονηρών πνευμάτων του αέρος»; (πρβλ. Ψαλ. ρκγ΄ 5). 
Δεν ετολμούσαν ακόμη να ξεθαρρέψουν, αλλά εσκέπτονταν συνεχώς τί γίνεται σ΄εκείνο το κριτήριο.
Και άλλοι από αυτούς απαντούσαν με άλλα πιο οδυνηρά λόγια: «Αλλοίμονο στην ψυχή πού δεν εφύλαξε το μοναχικό επάγγελμα άσπιλο. Αυτή και μόνο την ώρα θα καταλάβη τι την περιμένει».
Εγώ δε πού είδα σ΄ αυτούς και άκουσα τούτα, παρ΄ ολίγο θα απελπιζόμουν βλέποντας και συγκρίνοντας την αδιαφορία μου με την ιδική τους κακοπάθεια.
Αλλά και η διαμονή και η διαρρύθμισις του τόπου αυτού ποια ήταν! Ήταν γεμάτη σκότος, γεμάτη δυσωδία, εντελώς ρυπαρά και ξηρά. Γι΄αυτό και πολύ σωστά ωνομάσθηκε Φυλακή και καταδίκη. Έτσι και μόνη η θέας της τοποθεσίας έφθανε για να διδάσκη την πλήρη μετάνοια και το πένθος.
Αυτά όμως πού για τους άλλους είναι δύσκολα, απαράδεκτα και ανεπιθύμητα, σε αυτούς που εξέπεσαν από την αρετή και τον πνευματικό πλούτο γίνονται ευχάριστα και ευπρόσδεκτα. Διότι η ψυχή πού εστερήθηκε την προηγουμένη παρρησία προς τον Θεόν, πού έχασε την ελπίδα της απαθείας, πού διέρρηξε την σφραγίδα της αγνότητος, πού της έκλεψαν τον πλούτο των χαρισμάτων, πού αποξενώθηκε από την θεία παρηγορία, πού αθέτησε το συμβόλαιό της με τον Κύριον, πού έσβησε μέσα της το χαριτωμένο πύρ των δακρύων, και πού πληγώνεται αναπολώντας αυτά και κεντάται οδυνηρά… όχι μόνο τους προηγουμένους κόπους τους δέχεται ολοπρόθυμα, αλλά, πολύ περισσότερο, επινοεί με ευσεβείς ασκήσεις να οδηγηθή στον θάνατον –εάν βέβαια απέμεινε μέσα της κάποιος σπινθήρ αγάπης ή φόβου του Κυρίου, όπως ακριβώς συνέβαινε σ΄αυτούς τους μακαρίους.
Έχοντας στον νου τους αυτά και αναλογιζόμενοι το ύψος από το οποίο εξέπεσαν, έλεγαν: «Εμνήσθημεν ημερών αρχαίων (Ψαλμ. ρμβ΄ 5), την πρώτη δηλαδή φλόγα του ζήλου μας». Άλλοι εφώναζαν προς τον Θεόν: «Πού είσι τα ελέη σου τα αρχαία Κύριε, ά έδειξας τη ψυχή ημών έν τη αληθεία σου; Μνήσθητι του ονειδισμού και του μόχθου των δούλων σου» (πρβλ. Ψαλμ. πη΄ 50-51).
Άλλος: «Ποιος να με εγύριζε στον παρελθόντα καιρό, στις ημέρες πού με επροστάτευε ο Θεός, τότε πού ο φωτεινός λύχνος Του έφεγγε επάνω από την κεφαλή μου, την κεφαλή της καρδιάς μου»; (Ιώβ κθ΄ 2-3).
Με πόση νοσταλγία ενθυμούντο τα προηγούμενα κατορθώματά τους, και κλαίοντας γι΄ αυτά σαν μικρά παιδιά, έλεγαν:
«Πού είναι η καθαρότης της προσευχής; 
Πού το θάρρος και η παρρησία της; 
Πού το γλυκύ δάκρυ αντί του τωρινού πικρού; 
Πού η ελπίς της τελείας αγνότητος και καθάρσεως; 
Πού η προσδοκία της μακαρίας απάθειας; 
Πού η πίστις προς τον Γέροντα; 
Πού η ενέργεια της προσευχής του σ΄εμάς; 
Εχάθηκαν όλα αυτά, εξέλιπαν σαν να μην υπήρξαν καθόλου, εξαφανίσθηκαν σαν ανύπαρκτα και διελύθησαν».
Ενώ έλεγαν αυτά και εθρηνούσαν, μερικοί προσεύχονταν να καταληφθούν από δαιμόνιο. Άλλοι ικέτευαν τον Κύριον να αποκτήσουν λέπρα. Άλλοι, να χάσουν την όρασί τους, και να γίνουν σ΄ όλους αξιολύπητο θέαμα. Άλλοι, να πέσουν παράλυτοι στο κρεββάτι, αρκεί μόνο να μη δοκιμάσου τά (μελλοντικά) εκείνα κολαστήρια.
Εγώ τότε, αγαπητοί μου, ξεχάσθηκα, εισήλθα ολόκληρος μέσα στο πένθος τους, και ο νούς μου αιχμαλωτίσθηκε εντελώς, χωρίς να μπορώ να τον επαναφέρω. Ας επιστρέψωμε όμως πάλι στην σειρά του λόγου.
Αφού παρέμεινα τριάντα ημέρες σ΄αυτήν την φυλακή, επιστρέφω ο ανυπομόνητος στο μεγάλο Κοινόβιο, στον Μέγαν, (τον Ηγούμενο δηλαδή). Αυτός δε ο πάνσοφος βλέποντάς με σαν να είμαι άλλος άνθρωπος και σαν να τα έχω χαμένα, κατάλαβε την αιτία και μου λέγει: «Τι συμβαίνει, πάτερ Ιωάννη; 
Είδες τους άθλους των αγωνιζομένων»;
Και εγώ του απήντησα: «Τους είδα, πάτερ μου, και τους εθαύμασα και εμακάρισα αυτούς πού έπεσαν και πενθούν, περισσότερο από εκείνους πού δεν έπεσαν και δεν πενθούν για τον εαυτό τους, διότι με την πτώσι τους εσηκώθηκαν και εστάθηκαν σε μία κατάστασι πού δεν κινδυνεύουν πλέον». Εκείνος δε μου είπε: «Πραγματικά, έτσι είναι».
Και έν συνεχεία με την αψευδή του γλώσσα μου διηγήθηκε: «Πρό δεκαετίας είχα εδώ έναν αδελφό με υπερβολικό ζήλο, αγωνιστή, και τόσο σπουδαίο, ώστε, καθώς τον έβλεπα να καίη μέσα του τέτοια φλόγα, έτρεμα και εφοβόμουν υπερβολικά τον φθόνο του διαβόλου, μήπως με την μεγάλη ταχύτητα που έτρεχε σκοντάψη σε κάποια πέτρα το πόδι του, πράγμα που συμβαίνει συνήθως σ΄αυτούς πού προχωρούν με ταχύτητα. Και αυτό (δυστυχώς) έγινε.
» Και αμέσως μετά την πτώσι του, αργά το βράδυ, έρχεται σε μένα, μου αποκαλύπτει γυμνό το τραύμα του, ζητεί έμπλαστρο, παρακαλείνα το καυτηριάσω, ανησυχεί υπερβολικά. Βλέποντας όμως τον ιατρό να μη θέλη να του φερθή απότομα -εφ΄ όσον άλλωστε άξιζε να τον συμπαθήση κανείς- ρίχνεται κάτω στο έδαφος, αγκαλιάζει τα πόδια μου, τα λούζει με άφθονα δάκρυα και ζητεί να καταδικασθή στην φυλακή αυτή που είδες.
«Είναι αδύνατο, εφώναζε, να μην πάω εκεί».
» Έτσι αναγκάζει να μεταβληθή η ευσπλαγχνία του ιατρού σε σκληρότητα – πράγμα σπάνιο μεταξύ των αρρώστων και εντελώς παράδοξο. Τρέχει γρήγορα και παίρνει θέσι ανάμεσα στους μετανοούντας, συμμερίζεται το πένθος τους και συμμετέχει σ΄αυτό πρόθυμα. Πληγώθηκε δε στην καρδιά από την λύπη για την αγάπη του Θεού σαν με ξίφος, με αποτέλεσμα να αποδημήση σε οκτώ ημέρες προς τον Κύριον, αφού προηγουμένως εζήτησε να μην αξιωθή ενταφιασμού. Εγώ όμως αντιθέτως, ως άξιο, και εδώ στο Κοινόβιο τον έφερα, και τον έθαψα μαζί με τους άλλους πατέρας. Έτσι μετά την εβδόμη ημέρα της σκλαβιάς, την ογδόη ημέρα ελύθηκε από τα δεσμά και ελευθερώθηκε [1].
Υπάρχει δε κάποιος [2] που αντελήφθηκε πολύ καλά, πώς ο προηγούμενος μοναχός δεν σηκώθηκε από τα ταπεινά πόδια μου, πρίν εξευμενίση τον Θεόν. Και δεν είναι άξιον απορίας. Διότι μέσα στην καρδιά του έβαλε την πίστι της πόρνης εκείνης του Ευαγγελίου, και με μία παρομοία πληροφορία κατάβρεξε και αυτός με τα δάκρυά του τα δικά μου αχρεία πόδια. Όπως δε είπε ο Κύριος, «πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι» (Μαρκ. θ΄ 23).
6. Είδα ψυχές πού έρρεπαν με μανία στους σαρκικούς έρωτες. Αυτές λοιπόν αφού έλαβαν αφορμή μετανοίας από την γεύσι του αμαρτωλού έρωτος, μετέστρεψαν αυτόν τον έρωτα σε έρωτα προς τον Κύριον. Έτσι ξεπέρασαν αμέσως κάθε αίσθημα φόβου και εκεντρίσθηκαν στην άπληστη αγάπη του Θεού. Γι΄αυτό και ο Κύριος στην αγνή εκείνη πόρνη (Λουκ. ζ΄ 37-48) δεν είπε ότι εφοβήθηκε, αλλά «ότι ηγάπησε πολύ» και κατώρθωσε εύκολα να αποκρούση τον ένα έρωτα με τον άλλον.
7. Δεν το αγνοώ, θαυμαστοί μου φίλοι, ότι σε μερικούς τα κατορθώματα των μακαρίων αυτών ανθρώπων πού σας διηγήθηκα θα φανούν απίστευτα, σε άλλους δύσπιστα και σε άλλους ότι δημιουργούν απόγνωσι. Ο γενναίος όμως άνδρας μάλλον θα ωφεληθή. Θα πάρη από αυτά ένα κεντρί και ένα πυρωμένο βέλος και θα φύγη με φλογερό ζήλο στην καρδιά του. Αλλά και αυτός πού έχει ολιγώτερη προθυμία, θα καταλάβη την αδυναμία του, θα αποκτήση εύκολα ταπεινοφροσύνη με την αυτομεμψία και θα τρέξη πίσω από τον προηγούμενο. Δεν γνωρίζω μάλιστα μήπως και τον προφθάση. Αντίθετα ο αμελής άνδρας δεν πρέπει ούτε να πλησιάση (και να ακούση) αυτά που διηγήθηκα, μη τυχόν πέση σε τελεία απόγνωσι και σκορπίση και αυτό (το ολίγο) πού μέχρι τώρα κατορθώνει, και εφαρμοσθή έτσι σ΄ αυτόν ο λόγος της Γραφής: «Από αυτόν πού δεν έχει -προθυμία- και αυτό που νομίζει ότι έχει θα του αφαιρεθή» (Ματθ. κε΄ 29).
8. Δεν είναι δυνατόν σ΄εμάς πού επέσαμε στον λάκκο των ανομιών, να ανελκυσθούμε από εκεί, εάν δεν καταδυθούμε στην άβυσσο της ταπεινώσεως των μετανοούντων.
9. Διαφορετική είναι η θλιμμένη ταπείνωσις των πενθούντων και διαφορετικός ο έλεγχος και η καταδίκη της συνειδήσεως αυτών πού ακόμη περιπίπτουν σε αμαρτίες. Διαφορετική επίσης είναι «η μακαρία πλουτοταπείνωσις» που αποκτούν με την ενέργεια της θείας χάριτος οι τέλειοι. Ας μη βιασθούμε να γνωρίσωμε την τρίτη κατάστασι με λόγια, διότι αδίκως θα τρέξωμε. Της δευτέρας καταστάσεως γνώρισμα είναι η πλήρης υποδοχή και υπομονή κάθε ατιμίας. Εκείνον δε (πού ανήκει στην πρώτη περίπτωσι), τον άνθρωπο δηλαδή που πενθεί, τον τυραννούν πολλές φορές οι αμαρτωλές συνήθειες και αναμνήσεις του παρελθόντος. Και αυτό βέβαια δεν είναι κάτι το παράδοξο.
10. Ο λόγος για τις ένοχες πράξεις και για τις πτώσεις είναι σκοτεινός και ακατανόητος για κάθε ψυχή. Είναι δύσκολο να γνωρίζωμε ποιες πτώσεις μας προέρχονται από αμέλεια, ποιες από σκόπιμη εγκατάλειψι του Θεού και ποιές από αποστροφή του Θεού. Το μόνο πού κάποιος μου εξήγησε είναι, ότι όσες μας συμβαίνουν από σκόπιμη παραχώρησι του Θεού έχουν σύντομη επανόρθωσι, διότι ο Θεός πού μας παρέδωσε δεν μας αφίνει επί πολύ αιχμαλώτους σε αυτές.
11. Όσοι επέσαμε, ας πολεμήσωμε πρό πάντων τον δαίμονα της λύπης. Διότι αυτός έρχεται δίπλα μας την ώρα της προσευχής, μας ενθυμίζει την προηγουμένη μας παρρησία και προσπαθεί να αχρηστεύση την προσευχή μας.
12. Μη τρομάξης όταν πέφτης κάθε ημέρα, και μη εγκαταλείψης τον αγώνα. Αντιθέτως να ίστασαι ανδρείως και οπωσδήποτε να ευλαβηθή την υπομονή σου ο φύλαξ άγγελός σου. Όσο είναι ακόμη πρόσφατο και ζεστό το τραύμα, τόσο και ευκολώτερα θεραπεύεται. Ενώ τα τραύματα πού εχρόνισαν, σαν παραμελημένα και αποσκληρυμένα, δύσκολα θεραπεύονται, και χρειάζονται για να ιατρευθούν πολύ κόπο και νυστέρι και ξυράφι και το εδώ πύρ των καυτηριασμών, (δηλαδή το πύρ των εδώ θλίψεων, έν αντιθέσει με το μελλοντικό πύρ της κολάσεως).
13. Πολλά ψυχικά τραύματα πού εχρόνισαν είναι ανίατα. Στον Θεόν όμως όλα είναι δυνατά.
Πρίν από την πτώσι οι δαίμονες αποκαλούν τον Θεόν φιλάνθρωπο. Μετά όμως από την πτώσι τον αποκαλούν σκληρό.
14. Εάν μετά από την μεγάλη σου πτώσι πέσης και σε κάποιο μικρό αμάρτημα και σου ειπή ο λογισμός, «είθε να μην έπεφτες σ΄εκείνο το μεγάλο, τούτο το μικρό δεν είναι τίποτε το σπουδαίο», μην τον παραδεχθής αυτόν τον λογισμό. (Και τα μικρά πράγματα έχουν την σημασία τους). Πολλές φορές μάλιστα μερικά μικρά δώρα κατεπράϋναν τον μεγάλο θυμό του δικαστού.
15. Όποιος πραγματικά εξοφλεί αμαρτίες, την ημέρα πού δεν επένθησε την θεωρεί χαμένη, έστω και αν έπραξε κατ΄αυτήν μερικά άλλα καλά έργα.
16. Κανείς από τους πενθούντας άς μη περιμένη την πληροφορία της συγχωρήσεως την στιγμή του θανάτου. Διότι κάτι πού είναι άγνωστο είναι και αβέβαιο. Γι΄αυτό και κάποιος έλεγε: «Άφησέ με να αισθανθώ αναψυχή με την πληροφορία της συγχωρήσεως, πρίν αποθάνω και πρίν απέλθω από την ζωή αυτή απληροφόρητος» (πρβλ. Ψαλμ. λη΄ 14).
17. Όπου εμφανισθή το Πνεύμα του Κυρίου, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε. Όπου εμφανισθή απέραντη ταπείνωσις, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε. Όσοι τυχόν (έφυγαν από την ζωή) χωρίς αυτά τα δύο, άς μη πλανώνται. Είναι δεμένοι.
18. Μόνο αυτοί που ζούν στον κόσμο, μένουν ξένοι προς τις πληροφορίες πού ανέφερα, και μάλιστα στην πρώτη, (στην εμφάνισι της χάριτος του Αγίου Πνεύματος). Μερικοί από τους κοσμικούς αγωνίζονται με την ελεημοσύνη, και καταλαβαίνουν την ωφέλειά της την ώρα του θανάτου των.
19. Όποιος θρηνεί τον εαυτό του, δεν βλέπει τον θρήνο ή την πτώσι ή την επίπληξι του άλλου.
20. Ο σκύλος που εδαγκώθηκε από κάποιο θηρίο, εξαγριώνεται περισσότερο προς αυτό και από τον πόνο της πληγής μαίνεται σφοδρότερα εναντίον του. (Παρόμοια συμπεριφέρεται προς τους δαίμονες ο μοναχός που επληγώθηκε από αυτούς).
21. Όταν η συνείδησις παύση να μας ελέγχη για αμαρτίες, ας προσέξωμε μήπως αυτό δεν οφείλεται στην καθαρότητα, αλλά στην κόπωσι και άμβλυνσι αυτής, της συνειδήσεως, εξ αιτίας πλήθους αμαρτιών.
22. Απόδειξις ότι έσβησε το χρέος των αμαρτιών μας είναι το να θεωρούμε πάντοτε χρεώστη τον εαυτό μας.
23. Τίποτε δεν υπάρχει ίσο ή ανώτερο από τους οικτιρμούς του Θεού. Γι΄αυτό όποιος απελπίζεται σφάζη ο ίδιος τον εαυτό του.
24. Σημείο της πραγματικής και επιμελούς μετανοίας είναι το να θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο για όλες τις θλίψεις πού μας συμβαίνουν -τις ορατές (που προέρχονται από τα πράγματα και από τους ανθρώπους) και τις αόρατες (πού προέρχονται από τους δαίμονας) - και για πολύ περισσότερες.
25. Ο Μωϋσής αφού αξιώθηκε να ιδή τον Θεόν στην βάτο, επέστρεψε πάλι στην Αίγυπτο, η οποία υποδηλοί το πνευματικό σκότος, και ίσως υποχρεώθηκε να κατασκευάζη πλίνθους στον Φαραώ, ο οποίος υποδηλοί τον διάβολο. Πλήν όμως πάλι ανέβηκε στην βάτο, και όχι μόνο σ΄αυτήν, αλλά και στο όρος Σινά, (το οποίο υποδηλοί τα ύψη των αρετών). Όποιος εννόησε το παράδειγμα, ποτέ δεν θα απελπισθή για την σωτηρία του. Επτώχευσε και ο μέγας Ιώβ, αλλ΄ έπειτα απέκτησε διπλάσιο πλούτο.
26. Στους ραθύμους οι πτώσεις μετά την μοναχική τους κλήσι είναι πολύ σοβαρές. Διότι πλήττουν την ελπίδα (της πνευματικής προόδου και κατακτήσεως) της απαθείας. Και διότι τους δημιουργούν την ιδέα ότι θα θεωρούνται ευτυχείς, εάν έστω κατορθώσουν και σηκωθούν από τον λάκκο (της αμαρτίας).
27. Πρόσεχε! Πρόσεχε καλά! Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψωμε από τον ίδιο δρόμο πού επλανηθήκαμε, αλλά από άλλον συντομώτερο, (από τον δρόμο δηλαδή της ταπεινώσεως).
28. Είδα δύο πού εβάδιζαν (πρόν τον Θεόν) καθ΄ όμοιο τρόπο και είς τον ίδιο καιρό. Ο ένας ήταν ηλικιωμένος και με περισσότερους ασκητικούς κόπους. Ο άλλος ήταν ένας νεαρός μαθητής, και «προέδραμε τάχιον» (= έτρεξε γρηγορότερα) από τον ηλικιωμένο, και «ήλθε πρώτος είς το μνημείον» (Ιωάν. κ΄ 4) της ταπεινώσεως.
29. Ας προσέξωμε όλοι, και ιδιαίτερα όσοι εγνωρίσαμε πτώσεις, να μη προσβληθή η καρδιά μας από την νόσο του ασεβούς Ωριγένους[3]. Διότι η βδελυκτή αυτή νόσος, προβάλλοντας την φιλανθρωπία του Θεού, γίνεται ευπρόσδεκτη στους φιληδόνους.
«Με την μελέτη μου και την περισυλλογή μου θα ανάψη μέσα μου πυρ» (Ψαλμ. λη΄ 4). Μάλλον με την μετάνοιά μου θα ανάψη μέσα μου το πύρ της προσευχής, και αυτό θα κάψη κάθε αμαρτία [4].
30. Όρος για σένα και τύπος και υπογραμμός και παράδειγμα μετανοίας ας είναι οι προηγούμενοι άγιοι κατάδικοι, και δεν θα σου χρειασθή σε όλη την ζωή κανένα άλλο βιβλιο, έως ότου λάμψη εμπρός σου ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και Θεός, κατά την ημέρα της αναστάσεως - εννοώ της πνευματικής αναστάσεως πού θα σου φέρη η πραγματική και επιμελής μετάνοια.
Εσύ πού μετανόησες, ανέβηκες στην Πέμπτη βαθμίδα.
Εκαθάρισες με την μετάνοια τις πέντε αισθήσεις και με την εκουσία τιμωρία και κόλασι εγλύτωσες την ακουσία.

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου

από το βιβλίο "Κλίμαξ"
Ι.Μ.Παρακλήτου


[1] Η εβδόμη ημέρα, αντίστοιχη προς το «νομικόν» Σάββατο, συμβολίζει την παρούσα ζωή των πειρασμών και θλίψεων. Η δε ογδόη υπερέχει του Σαββάτου και εικονίζει την μέλλουσα μακαριότητα και αιωνιότητα, εφ΄ όσον ευρίσκεται έξω από τον χρόνο πού ανακυκλείται με τις ημέρες της εβδομάδος και εφ΄ όσον είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου.
[2] Κατά πάσα πιθανότητα αυτός θα είναι ο ίδιος ο Ηγούμενος και το αποκρύπτει από ταπεινοφροσύνη, για να μη φανή ως διορατικός.
[3] Ο Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) υπήρξε σπανία προσωπικότης. Φλογερός στην πίστι, μεγαλοφυής στην διάνοια, βαθύς και συναρπαστικός στην ερμηνεία της Γραφής, πολυμαθέστατος, πολυγραφώτατος και πατήρ της θεολογικής επιστήμης. Οι μεγάλοι Καππαδόκαι Πατέρες πολύ τον εκτιμούσαν. Δυστυχώς όμως περιέπεσε σε ωρισμένες πλάνες (αιωνιότης κόσμου, προΰπαρξις ψυχών, μη αιωνιότης κολάσεως κ.λ.π.) Τον έκτο μ.Χ. αιώνα, στους χρόνους δηλαδή της Κλίμακος, ετάρασσε την Εκκλησία και ιδιαίτερα τον μοναχισμό η λεγομένη Τρίτη φάσις των ωριγενιστικών ερίδων, οπότε η Ε΄Οικουμενική Σύνοδος (553 μ.Χ.) κατεδίκασε επισήμως τις κακοδοξίες του. Έτσι μέσα σ΄ αυτό το δυσμενές κλίμα δικαιολογείται η βαρειά αυτή έκφρασις της Κλίμακος για τον Ωριγένη.
[4] Η έννοια του χωρίου είναι, ότι θα εξαλειφθούν οι αμαρτίες μόνο κατά την διάρκεια της παρούσης ζωής με το πύρ της έν μετανοία προσευχής και όχι στην μέλλουσα ζωή με το πύρ της δικαιοκρισίας του Θεού, όπως εσφαλμένα υπεστήριζε ο Ωριγένης ομιλώντας περί μη αιωνιότητος της κολάσεως και περί αποκαταστάσεως των πάντων.

http://imverias.blogspot.gr