.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Νεόφυτος ο έγκλειστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Νεόφυτος ο έγκλειστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Χαιρετισμοί εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον ( Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου )




Χαίρε Θρόνε βαστάζων τον βασιλέα της δόξης, ον άνω τα Χερουβείμ ατενίσαι ου δύνανται.

Χαίρε υψηλοτέρα των ουρανίων ταγμάτων, ως χωρήσασα τον τούτοις αχώρητον και βαστάσασα τον τούτοις αθεώρητον.

Χαίρε θεοκατόρθωτε πρώτε ουρανέ, εν ω κατοικεί το ανέσπερον φως.

Χαίρε στερέωμα, εξ ου ο της δικαιοσύνης ήλιος ανέτειλεν.

Χαίρε άδυτε ήλιε, δι΄ ου κατηυγάσθη της οικουμένης το πέρατα.

Χαίρε σελήνη παμφώτιστε, δι’ ής το της απιστίας απελήλαται σκότος, και το της πίστεως φως αντεισήχθη.

Χαίρε το των ποικίλων αστέρων πολυπλάσιον φέγγος.

Χαίρε, δι΄ ης ηνοίχθησαν πύλαι ουράνιαι, και πύλαι του άδου και μοχλοί συνετρίβησαν.

Χαίρε σίφων ουράνιε, δι΄ ης βροτοί ανειλκύσθησαν άνω.

Χαίρε δροσοφόρε νεφέλη, εξ ης κατηρδεύθη της γης τα πληρώματα.

Χαίρε τόξον νεφέλης, σημείον Θεού καταλλαγής προς ανθρώπους.

Χαίρε αδιόδευτε πύλη, εν η διώδευσεν ο της μεγάλης βουλής Άγγελος και κεκλεισμένην εφύλαξε.

Χαίρε κλίμαξ ουράνιε, δι΄ ης κατήλθεν επί της γης ο υπεράνω των ουρανών.

Χαίρε η του αρχιπάτορος και της προμήτορος Εύας το επιτίμιον λύσασα.

Χαίρε του άνθους της αφθαρσίας παράδεισε λογικέ.

Χαίρε πηγή αναβαίνουσα εξ Εδέμ, ποτίζουσα τον παράδεισον, δηλονότι την εκκλησίαν του Θεού και των πιστών τα συστήματα.

Χαίρε θύρα του παραδείσου, η τους πιστούς εισάγουσα, τους δε απίστους εκτρέπουσα.

Χαίρε η άσπορος άρουρα, εξ ης ο ζωηφόρος εξανέτειλεν άσταχυς.

Χαίρε θάλασσα, η μεγάλη και ευρύχωρος, εν η κατέπλευσεν ο Κυβερνήτης των όλων.

Χαίρε άλας των αρετών, το τον κόσμον αλίσαν.

Χαίρε πλοίον θεοκυβέρνητον, ουρανίων αγαθών υπεργέμον.

Χαίρε λιμήν σωτηρίας και τείχος ακράδαντον.

Χαίρε πύργος ισχύος, από προσώπου εχθρού φυλάττων ατρώτους τους εν σοι καταφεύγοντας.

Χαίρε φωτοφόρε της ημέρας νεφέλη, και της νυκτός διαυγέστστε και πυρφώτιστε στύλε.

Χαίρε σκηνή αγία και πλατυτέρα ουρανών, εν η ελάλησεν ανθρώποις ο Θεός.

Χαίρε Θεοτίμητε πλαξ, γραφείσα δακτύλω Θεού.

Χαίρε αγία κιβωτέ, ένδοθεν φέρουσα τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου.

Χαίρε στάμνε του μάννα. Χαίρε ράβδος Ααρών.

Χαίρε γη της επαγγελίας. Χαίρε γη ρέουσα μέλι και γάλα.

Χαίρε γη των πραέων. Χαίρε πηγή της ζωής.

Χαίρε πηγή ύδατος αλλομένου. Χαίρε Θεόβρυτε ποταμέ. Χαίρε κρήνη αγία.

Χαίρε σάλπιγξ Θεού. Χαίρε πτώσις απίστων.

Χαίρε στήριγμα των πιστευόντων τω τόκω σου.

Χαίρε πόλις Θεού. Χαίρε Σιών αγία, οίκημα Θεού.

Χαίρε θεοχώρητε ναέ.

Χαίρε αγία κιβωτέ, αναχαιτίζουσα πάλαι Ιορδάνου το ρείθρον.

Χαίρε χρυσούν θυμιατήριον. Χαίρε τράπεζα.

Χαίρε λυχνία. Χαίρε λαμπάς του αδύτου φωτός.

Χαίρε λεωφόρε της άνω βασιλείας, ην δοξάζουσιν Άγγελοι ως ανωτέραν αυτών και εκ δεξιών εστώσαν του Βασιλέως της δόξης, δουλικώς παρεστώσαν και μητρικώς ικετεύουσαν, βασιλικώς δε διαλάμπουσαν, ως προείπε Δαβίδ, εν κροσσωτοίς χρυσοίς και ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένην, πεποικιλμένην.

Χαίρε κράτος της κάτω βασιλείας, ήν λιτανεύουσιν οι πλούσιοι του λαού, ήν προστάτιν προβάλλονται πάντες, βασιλείς τε και ιερείς, αρχιερείς και μοναζόντων πληθύς, σοφών τε και ιδιωτών δυσεξαρίθμητα πλήθη.

Χαίρε πόλεων δόξα. Χαίρε κωμών σωτηρία.

Χαίρε νήσων το σθένος. Χαίρε μοναζόντων η ελπίς.

Χαίρε καλλονή του Ιακώβ. Χαίρε θυγάτηρ Δαβίδ.

Χαίρε καρπός των δικαίων Ιωακείμ και Άννης.

Χαίρε των περάτων ο ακένωτος θησαυρός.

Χαίρε της Κύπρου η ακοίμητος φύλαξ, χαίρε της Πάφου το μέγιστον φρούριον.

Χαίρε των πιστών εξίλασμα βέβαιον.

Χαίρε καταφύγιον πάντων ανθρώπων και της εμής ταπεινότητος.

Αλλά πώς δυσωπήσω, πως εξυμνήσω, πώς μεγαλύνω το κράτος σου, Δέσποινα; εκαρδίωσας ημάς, εκαρδίωσας, ως έφη Σολομών εν τοίς Άσμασι. Σε εν ουρανώ μεγαλύνουσιν Άγγελοι· σε επί γής των ανθρώπων δυσωπούσι τα πλήθη· σε τρέμουσι των δαιμόνων το στίφη. Σύ και το κάλλος της παρθενίας εφαίδρυνας, και την γένναν εδόξασας· σύ το γυναικείον γένος ηυλόγησας, και των ανδρών το γένος εκάθηρας και Θεώ προσήγαγες· σύ, ως καθαρά και άμωμος, τους καθαρούς αποδέχει ως φιλάγαθος, και τους μή καθαρούς καθαρθήναι ως ελεήμων εφίεσαι. Κάθαρον ημάς, φώτισον ημάς, οδήγησον ημάς είς αιώνιον ζωήν.

Χαίρε ακατάφλεκτε βάτε Μωσαϊκής οπτασίας και θεία φωνή, σαφηνίζουσα Θεού προς ανθρώπους παράδοξον ένωσιν.

Χαίρε Αββακούμ το δασύ και κατάσκιον όρος.

Χαίρε όρος άγιον, όρος πίον, κατά Δαυΐδ, όρος ό ευδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ.

Χαίρε όρος Δανιήλ, εξ ου ετμήθη λίθος άνευ χειρός, και επάταξε την είκόνα της απιστίας εις τέλος.

Χαίρε ην προεικόνισε των Χαλδαίων η κάμινος, ασινείς τους παίδας διατηρήσασα· και σε γάρ το πύρ της θεότητος διετήρησεν άφθορον.

Χαίρε ότι, ω παρίστανται χίλιαι χιλιάδες και μύριαι μυριάδες, Αυτός ως υετός επί πόκον κατήλθεν εν μήτρα σου.

Χαίρε νομικών τύπων και σκιών το αληθέστατον πλήρωμα.

Χαίρε πάσης θαυματουργίας η αρχή και το τέλος.

Χαίρε Μήτερ Θεού, το μέγα τούτο και εξαίσιον άκουσμά τε και θέαμα.

Χαίρε ω Θεοχώρητε και Θεοδόξαστε Δέσποινα, ότι διά σου σταλάξουσι τα όρη γλυκασμόν και οι βουνοί αγαλλίασιν.

Χαίρε μυροθήκη αγία, ευωδάζουσα, τα σύμπαντα και εις οσμήν μύρου σου δραμούμεθα οι προς σε καταφεύγοντες.

Χαίρε ξύλον αλόης λογικόν ευωδέστατον, η τον ουρανόν και την γήν ευωδιάσασα, και την δυσώδη απιστίαν αφανίσασα.

Χαίρε φίλεργος μέλισσα, κοσμηθείσα τα άνθη των αρετών, και συλλαβούσα τον Κύριον.

Χαίρε σύμμηλον άγιον, ένδον φέρον την του κόσμου γλυκύτητα.

Χαίρε το μέλι της χάριτος, καταγλυκαίνον τα σύμπαντα.

Χαίρε θεοτίμητε θήκη, παντοίων αρωμάτων πληρέστατε.

Χαίρε των παρθένων το κλέος, των μιγάδων η βοήθεια, των ορφανών και πτωχών η θεία παράκλησις.

Χαίρε Νύμφη Πανάμωμε του Παντάνακτος Χριστού και Θεού των όλων.

Χαίρε παστάς ωραιοκόσμητε του αθανάτου Νυμφίου.

Χαίρε κλίνη αγία, βαστάζουσα όν βαστάζει τα Χερουβίμ, και χωρούσα εν γαστρί τον αχώρητον Θεόν.

Χαίρε των θλιβομένων παραμυθία, και ευφραινομένων η χαρμοσύνη.

Χαίρε πλεόντων η κυβέρνησις, και πεζοπορούντων η ενίσχυσις.

Χαίρε τρυγών η φιλέρημος, ερημίας τον κόσμον λυτρώσασα.

Χαίρε αγία χελιδών, δι’ ης το σωτήριον έαρ προς ημάς παρεγένετο.

Χαίρε αηδών καλλικέλαδε, κελαδούσα τρανώς και προφητεύουσα ένδοξα.

Χαίρε η παντοίων αγαθών προσαγωγή, και παντοίων κακών απολύτρωσις.

Χαίρω καγώ, Πανακήρατε και Θεοχαρίτωτε Δέσποινα, ως τα σα μεγαλεία διανοούμενος, και αμυδρώς οπτριζόμενος το θείον κάλλος σου, Μητροπάρθενε· και χαίρων προσφεύγω τη σκέπη σου, το τελευταίον τούτο προσάγων σοι «Χαίρε»:

Χαίρε αγνή περιστερά και υπεράμωμε, εν η ευδοκία Πατρός και συνεργία του Αγίου Πνεύματος, ο Λόγος σεσάρκωται· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νύν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

«Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου»



«Και πώς», κάποιος διερωτάται, «θα υποβάλλω τα αιτήματά μου, όντας εγώ αγροίκος, χωρικός κι απαίδευτος;»
-Γι’ αυτού του είδους τα αιτήματα δεν σου χρειάζονται λογοτεχνικές ικανότητες, παρά μονάχα απλότητα. Ας επιστρέψουμε, όπως έκαμε ο άσωτος υιός. Ας στενάξουμε, όπως στέναξε ο τελώνης Άς χύσουμε δάκρυα μετανοίας όπως η πόρνη και, όπως ο ληστής, ας φωνάξουμε: «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Πού βλέπεις το δύσκολο και το πολύπλοκο σ’ αυτά τα τόσο άπλα λόγια;
-«Ναι», αποκρίνεται, «αλλ’ εγώ δεν βλέπω τον εαυτό μου να ‘ναι συσταυρωμένος με τον Κύριο. Πώς, λοιπόν, να επαναλάβω του ληστή τα λόγια;»
-Τί λέγεις, άνθρωπε; Θέλεις κάθε μέρα να βλέπεις σταυρωμένο τον Χριστό; Τίποτε δεν σ’ εμποδίζει κάθε μέρα να στρέφεις το βλέμμα της διάνοιας και ν’ αντικρίζεις την σωτήρια σταύρωση και στη συνέχεια να λέγεις; «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου».
-Αυτός, όμως, ξαναρωτά και λέγει: «Πώς κάθε μέρα σταυρώνεται ο Χριστός, για να τον βλέπω με τρόπο νοερό»;
-Δεν λέγω, να τον βλέπεις κάθε μέρα σταυρωμένο, αλλά κάθε μέρα νοερά να βλέπεις την σωτήρια σταύρωση, που τότε, μια και για πάντα, έγινε, και να λέγεις συχνά και ολόκαρδα: «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Αλλά και όταν σταυρώσουμε τον αμαρτωλό εαυτό μας «μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες μας», όπως λέγει ο θείος και μακάριος Παύλος, τότε κι εμείς συσταυρωνόμαστε μαζί του και μπορούμε να λέμε: «θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Βλέπεις αυτό το σύντομο και εύκολο αγιογραφικό κείμενο πόσην ωφέλεια προξενεί;
-Δεν είπε: Συγχώρησέ μου, Κύριε, τις ληστρικές αισχρουργίες, τους φόνους, τους δόλους, τις αρπαγές, τις ωμότητες, και τις μύριες εκείνες μιαρότητες, αλλά «θυμήσου με, Κύριε». Κι ούτε τη θύμηση αυτή την ζητώ αμέσως, αλλά τότε. Όταν οι δυνάμεις των ουρανών θα σαλευθούν. Όταν θα έλθεις με τρόπο εμφανή. Όταν ,το ανέκφραστο φως της δικής σου παρουσίας σαν αστραπή θα φανεί ταυτόχρονα από την ανατολή μέχρι και τη δύση. Όταν θα ηχήσει μεγαλόφωνα η σάλπιγγα και οι νεκροί θ’ αναστηθούν. Όταν θα εξαποστείλεις τους αγίους σου αγγέλους να συναθροίσουν τους διαλεχτούς σου κι από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τότε, αφού παρουσιασθεί πια η βασιλεία σου, θυμήσου με, Κύριε. Μη με λησμονήσεις γιατί είμαι ληστής, αλλά «θυμήσου με, Κύριε, όταν έλθεις στη βασιλεία σου».
Όταν οι στρατιές των αγγέλων θα διασχίζουν όλη την υφήλιο και θα συνάγουν τους διαλεκτούς σου από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μη με λησμονήσεις, εξαιτίας των ληστρικών μου έργων, αλλά, «θυμήσου με, Κύριε, όταν έλθεις στη βασιλεία σου». Δεν ζητώ περισσότερα απ’ αυτό, αφού δεν πρόλαβα καν να μετανοήσω, για τα φοβερά εκείνα ατοπήματα μου– γι’ αυτό συνελήφθηκα και, σαν ληστής, σταυρώθηκα, ώστε και σύ, Κύριε, που είσαι ανώτερος από κάθε δικαιοσύνη, να συγκαταλεχθείς μαζί με τους ανόμους. Έτσι και μ’ αυτή σου τη συγκατάβαση, με τρόπο υπεράξιο, παραβλέπεις την αισχρότητα των έργων μου, και με καθιστάς άξιο, να με θυμηθείς στη βασιλεία σου. Όταν χίλιες χιλιάδες και μύριες μυριάδες των ουρανίων δυνάμεων, μ’ αισθήματα τρόμου, σε κυκλώνουν. Όταν θα καθίσεις στον περίδοξο θρόνο, σαν βασιλιάς των ουρανίων δυνάμεων κι όλης της οικουμένης, τότε θα συναχθούν μπροστά σου όλα τα έθνη. Τότε θα τους χωρίσεις, όπως ο βοσκός χωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια. Τότε θα στήσεις τα πρόβατα στα δεξιά σου και τα ερίφια στ’ αριστερά σου. Πώς, επομένως, να μην είναι παμμέγιστο γεγονός, να θυμηθείς τότε, βασιλιά των όλων, έμενα, ένα αχρείο και άχρηστο ληστή;
Κι Αυτός του αποκρίνεται! Από που έμαθες, ληστή, ότι εγώ είμαι βασιλιάς; Τί βλέπεις σ’ έμενα αντάξιο της βασιλικής μου εξουσίας; Πού βλέπεις βασιλικό μανδύα να με περιβάλλει; Πού τα στρατεύματα και τα χρυσοκόλλητα άρματα; Πού οι δορυφορούντες συνοδοί, οι επιβολείς της βασιλικής ευταξίας; Πού τα παλάτια και τα περίλαμπρα σπίτια κι όλα τα γνωρίσματα της βασιλείας; Πώς ονομάζεις, κάποιο, βασιλιά, που δεν έχει πού να κλίνει το κεφάλικαι που σταυρωμένος βρίσκεται σαν κακούργος μεταξύ δύο ληστών; Αλλά και ποιούς νόμους μελέτησες ή ποιές προφητείες, ευνοϊκές για μένα, διάβασες, ώστε να μάθεις να με καλείς βασιλιά; Όταν στάθηκα μπροστά στον Πιλάτο και λίγο νωρίτερα μπροστά στον Καϊάφα, με δική μου θέληση φανέρωσα, τότε, το αποκρυμμένο τούτο μυστήριο. Στον ένα είπα: «…σύντομα θα δείτε τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Θεού και να έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού». Και στον άλλο: «Αν η βασιλεία μου προερχόταν απ’ αυτόν τον κόσμο, οι στρατιώτες μου θα αγωνίζονταν να μην πέσω στα χέρια των Ιουδαίων. Η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται από εδώ». Εκείνοι τ’ άκουσαν, έμειναν όμως άπιστοι. Συ, φυσικά, δεν τ’ άκουσες αυτά, γιατί, ληστής όντας και κακούργος, βρισκόσουνα φυλακισμένος. Από πού, λοιπόν, με ξέρεις και αναγνωρίζεις, σαν βασιλιά, και ζητάς να σε θυμηθώ και να σε κάμω άξιο της βασιλείας μου;
-«Δεν έμαθα», άπαντα ο ληστής, «το παραμικρό από ανθρώπους, ώστε να σε ξέρω σαν βασιλιά, σαν Θεό, υιό ομοούσιο με τον αθάνατο βασιλέα Θεό Πατέρα. Όμως και μόνο η συγκλονιστική αλλοίωση των στοιχείων της φύσης, την ώρα αυτή, διδάσκει πασιφανέστατα, ότι συ είσαι ο βασιλιάς και κτίστης και συνοχέας όλης της δημιουργίας. Γι’ αυτό και συμπάσχουν τα κτίσματα με τον Κτίστη. Σαν αντίκρισε το φως της μέρας, σταυρωμένο Σε, το φως το αληθινό, που ήρθε στον κόσμο και φώτισε τον καθένα, μένοντας πιστό και υπάκουο σ’ Εσένα, απέκρυψε τις φωτεινές ακτίνες του κι η πλάση βυθίστηκε μέσα στο σκοτάδι. Τότε και η γη τρόμαξε, παρόμοια, βλέποντας κρεμασμένο στο σταυρό Αυτόν, που την θεμελίωσε στα νερά των θαλασσών απάνω. Αλλά κι οι πέτρες σχίσθηκαν, βλέποντας Σε, την «πέτρα» της ζωής, να πάσχεις. Και οι τάφοι διανοίγονται, για χάρη Σου, που σε λίγο πρόκειται εκουσίως να τοποθετηθείς στον τάφο και νεκροί, για Σε, θ’ αναστηθούν, σαν προάγγελοι της ανάστασης. Το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, από πάνω μέχρι κάτω, μη υποφέροντας να βλέπει σταυρωμένο τον ναό του πανάσπιλου παναγίου σου σώματος. Αντικρίζοντας όλα αυτά, ολόψυχα, σου φωνάζω: «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία Σου».
Και ο Κύριος του λέγει: «Σε βεβαιώνω πως σήμερα, κιόλας, θα είσαι μαζί μου στο παράδεισο». Σαν άνθρωπος, εκουσίως, στον σταυρό κρεμάσθηκα και σαν Θεός απερίγραπτος βρίσκομαι στον παράδεισο και παντού. Σαν άνθρωπος πεθαίνω και θάπτομαι και στον άδη κατέρχομαι, «και συ θα ‘σαι σήμερα μαζί μου στον παράδεισο». Το σώμα μου θα καθαγιάσει τους τάφους, η ψυχή μου θα ελευθερώσει τις ψυχές των πιστών από τον άδη, «και συ θα ‘σαι σήμερα μαζί μου στον παράδεισο». Εγώ θεληματικά πηγαίνω στον άδη, για να λυτρώσω τους εκεί δέσμιους και ν’ αναστήσω, «και συ θα ‘σαι σήμερα μαζί μου στον παράδεισο». Εκεί, στον άδη, βρίσκεται δέσμιος, όχι μόνο ο πρωτόπλαστος Αδάμ, αλλά και όλο το πλήθος των δικαίων, ακόμη κι ο πιο μεγάλος από όλους και ανώτερος από τους προφήτες.
Κι αν ο μέγας Ιωάννης, ο Βαπτιστής και Πρόδρομος και προφήτης, δεν διέφυγε του άδη την τυραννία, ποιός άλλος απ’ τους δικαίους μπορούσε να την αποφύγει; Γι’ αυτό σπεύδω να τους απολύσω, «και συ θα ‘σαι σήμερα μαζί μου στον παράδεισο». Μέχρι τώρα ο τύραννος, δικαίους και ανεύθυνους, κατείχε σαν υπεύθυνους, αλλ’ από τώρα πια, μήτε τον μετανοημένο ληστή θα μπορεί να κρατεί στην τυραννία του. Ο άδης θα ‘ναι στο έξης κάτω από το βάρος της ευθύνης του «και συ μαζί μου θα ‘σαι σήμερα στον παράδεισο». Απ’ εκεί ο Αδάμ, ο θεόπλαστος και πρωτόπλαστος, εξορίσθηκε, αλλά συ ο ληστής, πριν απ’ όλους, εισάγεσαι· απ’ αυτό όλοι θα καταλάβουν, ότι, όχι ο τόπος αλλ’ ο τρόπος σώζει τον άνθρωπο. Ο αμαρτωλός δεν πρέπει ν’ απελπίζεται, έστω κι αν κατάντησε ληστής, αρκεί να μετανοήσει θερμά. Μήτε, όμως, ο δίκαιος να υπερφρονεί, έστω κι αν πέτυχε τα θεοκατόρθωτα και κατέχει τον παράδεισο σαν τόπο διαμονής του.
Μάθαμε πόσο μεγάλο αγαθό συνιστά ετούτη η ευχή; Προσέξαμε τί θησαυρό περιλαμβάνει μέσα στη λακωνικότητά της.
Επομένως και ‘μείς ας διδαχθούμε, ολόκαρδα καθ’ εαυτούς να λέμε, «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έλθεις στη βασιλεία σου». Κι αν ένας είναι καλλιεργητής, ενώ αροτριά, κι αν είναι βοσκός, την ώρα που βόσκει το κοπάδι του, κι αν άλλος περιποιείται τ’ αμπέλια ή τα περιβόλια του, ή άλλος είναι χειροτέχνης, κι αν επιβαίνει πάνω σ’ άλογο, κι αν πεζοπορεί, μπορεί να λέγει: «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Τούτο, νομίζω, σημαίνει και το «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού» και το «ζητάτε και θα σας δοθεί· ψάχνετε και θα βρείτε, κι όποιος κτυπά του ανοίγουν. Γιατί όποιος ζητά λαβαίνει κι όποιος ψάχνει βρίσκει κι όποιος κτυπά του ανοίγουν».
Μακάρι κι εμείς, αντάξια να ζητούμε και να λαμβάνουμε, να ψάχνουμε και να βρίσκουμε την οδό της ζωής. Αυτή, ταχύτατα να τη διαβούμε για να φθάσουμε γρήγορα να κτυπήσουμε για να μας ανοιγεί η πόρτα της αιωνιότητας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Σ’ Αυτόν μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα τώρα και πάντοτε και σ’ όλη την αιωνιότητα. Αμήν.

(Αγ. Νεοφύτου του Έγκλειστου, 
Λόγος Δ΄-Απολογητικός και περί του ληστού)