Ἀπὸ μελέτη τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
…Ἀπό τήν ὅλη παρουσίασι τοῦ θέματος τῆς ἀποτειχίσεως καί ἀπό τήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ὁσάκις ὑφίσταται αἵρεσις εἰς τήν Ἐκκλησία, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀγωνίζονται ἀφ’ ἑνός μέν μέ ὅλες των τίς δυνάμεις νά καταστείλουν τήν αἱρετική πυρκαϊά, ἀφ’ ἑτέρου δέ διά τῆς ἀποτειχίσεως καί ἐκκλησιαστικῆς ἀποστασιοποιήσεως νά μήν συμμετέχουν εἰς αὐτήν.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἀποτείχισις τῶν Ὀρθοδόξων δέν ἐσήμαινε ἀδιαφορία διά τήν αἵρεσι, οὔτε αὐτάρκεια, ἔστω καί ἄν ἐκαλύπτοντο στοιχειωδῶς ἀπό πλευρᾶς μυστηρίων, ἤ εἶχαν κάποια ἐλευθερία καί κατά περιόδους δέν ὑφίσταντο διωγμούς.
Ἡ καταστολή τῆς αἱρέσεως ἐπίσης καί ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπ’ αὐτῆς δέν ἐσήμαινε ὅτι ὅλοι ὁπωσδήποτε οἱ αἱρετικοί θά μεταστραφοῦν εἰς τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά ὅτι ἡ αἵρεσις θά καταδικασθῆ συνοδικῶς καί τίς θέσεις τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων θά τίς κατέχουν
πλέον οἱ Ὀρθόδοξοι, εἴτε διά τῆς συνοδικῆς καταδίκης των καί ἀντικαταστάσεώς των, εἴτε διά τῆς μετανοίας καί συνοδικῆς ἀποκαταστάσεώς των εἰς τόν θρόνο, τόν ὁποῖο λόγῳ τῆς αἱρέσεως παρανόμως κατεῖχον.
Οἱ περιπτώσεις τῆς τελείας ἀποκοπῆς κάποιων ἀπό το σῶμα τῆς Ἐκκλησίας λόγῳ αἱρέσεως, ὅπως τῶν Παπικῶν καί Μονοφυσιτῶν καί τῆς μή ἀποκαταστάσεως εἰς τούς τόπους των τῆς Ὀρθοδοξίας, συνέβη εἴτε λόγῳ τῆς κοσμικῆς δυνάμεως τήν ὁποία κατεῖχον καί μέ τήν ὁποία συνοδοιπόρουν (Παπικοί), εἴτε ἐξ αἰτίας τῆς ἀπομακρυσμένης θέσεώς των καί τῆς κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀπομονώσεώς των και τῆς δημιουργίας εἰς τούς τόπους των ἰδίων κρατῶν.
Δέν ἔχομε ὅμως εἰς τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία παράδειγμα κατά τό ὁποῖο εἰς τόν καιρό τῆς αἱρέσεως νά ὑπάρχουν εἰς ἕνα καί τόν αὐτόν τόπο καί νά λειτουργοῦν παράλληλα δύο Σύνοδοι, τῶν Ὀρθοδόξων δηλαδή καί τῶν αἱρετικῶν, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποτειχίστηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς καί ἐτοποθέτησαν σέ ἄλλες παράλληλες θέσεις Ἐπισκόπους, χωρίς φυσικά νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί συνοδικῶς νά τοποθετηθοῦν αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι.
Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως δέν σημαίνει ὅτι φεύγω ἀπό ἐκεῖ πού ὑπάρχει αἵρεσις καί δημιουργῶ ἕνα ἄλλο ἐκκλησιαστικό σύστημα, ἀνεξάρτητο καί αὐτόνομο ἤ, ἄν αὐτό ἔχει δημιουργηθῆ, ἐντειχίζομαι εἰς αὐτό, ἀλλά ὅτι ἀποκόπτομαι ἀπό τήν αἵρεσι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας και ἀγωνίζομαι διά τήν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως.
Στίς ἡμέρες μας ἀντιθέτως πρός αὐτήν τήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας παρατηρεῖται τό ἑξῆς γεγονός. Ἀφ’ ἑνός μέν οἱ ἀποτειχισθέντες λόγῳ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου ἐδημιούργησαν αὐθαιρέτως καί ὑπερορίως Συνόδους, εἰς τρόπον ὥστε νά ὑφίστανται οἱ Ἐκκλησίες των καί νά λειτουργοῦν ὅπως κατά τόν καιρό τῆς εἰρήνης, κατατμημένες ὅμως καί ἀλληλοπολεμούμενες, ἀφ’ ἑτέρου δέ οἱ ἀνησυχοῦντες καί ἀντιδρῶντες διά τά θέματα τῆς πίστεως νά συνοδοιποροῦν καί νά συναγελάζωνται μετά τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐν πλήρει ἐκκλησιαστικῇ κοινωνίᾳ, ἔχοντες τρόπον τινά ὡς μόνο μέσο ἀντιδράσεως τόν προφορικό καί γραπτό λόγο.
Ὑπάρχει ἐπίσης καί μία ἀσυμφωνία, ὄχι μόνο ὡς πρός τό νά ἀκολουθήσουν τήν ἤδη ὑπάρχουσα Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ἀλλά καί ὡς πρός τήν μεταξύ των συνοχή καί ὁμόνοια και τήν ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπισι τοῦ προβλήματος. Ἡ συμφωνία καί ὁμόνοια φαίνεται ἀδύνατος, ὄχι μόνο μεταξύ τῶν ἀκολουθούντων τό παλαιό ἡμερολόγιο καί τῶν ἀνθισταμένων ἀντιοικουμενιστῶν τοῦ νέου ἡμερολογίου, ἀλλά και μεταξύ αὐτῶν τούτων τῶν ἀντιμαχομένων παρατάξεων τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου. Δεδομένου δέ καί τοῦ ὅτι, οἱ ἀκολουθοῦντες τήν αἵρεσι Οἰκουμενιστές, ἔχουν πλήρη ἑνότητα καί σύμπνοια μεταξύ των, οἱ δέ ἀρχηγοί των μέ τη σειρά των ὑποτάσσονται στίς ἐξουσίες καί τούς κοσμικούς ἀρχηγούς τῆς Ν. Ἐποχῆς καί προσέτι ἔχουν τήν πολιτική προστασία καί δύναμι, φαίνεται ἀπό ἀνθρωπίνης πλευρᾶς ἀδύνατος ἡ ἐπαναφορά εἰς τήν Ὀρθοδοξία.
Ἴσως αὐτό νά ἀποδεικνύη ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν ἐσχάτων καιρῶν καί ὅτι αὐτή ἡ αἵρεσις δέν θα καταδικασθῆ συνοδικῶς, ἀλλά ἀπεναντίας θά ἐπεκτείνεται, διότι αὐτή ἡ αἵρεσις δέν ἔχει, ὅπως οἱ παλαιότερες, μόνο θεολογικές διαστάσεις καί ἐπιπτώσεις εἰς τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί πολιτικές, ἐφ’ ὅσον συμπλέει ἄριστα μέ τήν παγκόσμια τάξι πραγμάτων καί προετοιμάζει τούς ἀνθρώπους διά τή Ν. Ἐποχή καί τήν ἔλευσι τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἴσως νά μήν ὑπάρχη μεγαλύτερο κακό εἰς τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν διαιώνισι τῆς αἱρέσεως. Διότι ἔτσι ἀλλοιώνεται τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων καί τελικῶς παρουσιάζεται ἡ αἵρεσις ὡς Ὀρθοδοξία. Αὐτό σημαίνει ὅτι διά νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ χρειάζεται να ἀλλάξωμε δύο πράγματα: α. τήν προαίρεσί μας καί β. την θεολογία μας. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μόνο θά ταυτισθοῦμε καί θά κατανοήσωμε ἐμπειρικά τούς ἁγίους καί ὁμολογητές τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι ἐθυσίασαν τήν ζωή των χάριν τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Θά κατανοήσωμε δηλαδή γιά ποιόν λόγο π.χ. ὁ ἅγ. Γεώργιος καί ὁ ἅγ. Δημήτριος θυσιάσθηκαν, και δέν «τά βρῆκαν» κατά τό κοινῶς λεγόμενο μέ τούς εἰδωλολάτρες, βάζοντας λίγο νερό στό κρασί τους· γιά ποιόν λόγο ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος καί ὁ ἅγ. Μάξιμος ἐξορίσθηκαν και δέν συμβιβάστηκαν καί αὐτοί, ὅπως ἐμεῖς σήμερα, μέ τους αἱρετικούς· γιά ποιόν λόγο ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐξορίσθηκαν γιά τόν ἀγρό τῆς χήρας καί τόν παράνομο γάμο τοῦ αὐτοκράτορος, ἀντιστοίχως, καί «δέν τά πῆγαν καλά» μέ τήν πολιτική ἐξουσία· γιά ποιόν λόγο οἱ ἐπί Βέκκου ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες ἀποτειχίσθηκαν ἀπό τόν λατινόφρονα Πατριάρχη καί θανατώθηκαν καί τόσα ἄλλα.
Ἀντιθέτως μέ τήν ἰδική μας σήμερα προαίρεσι καί θεολογία ἡ διαχρονική ζωή και διδασκαλία τῶν ἁγίων εἰς τήν ἀντιμετώπισι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως εἶναι σέ μᾶς ἀδιανόητη, καθόσον δυνάμεθα να εἴμεθα Ὀρθόδοξοι, συνοδοιπορώντας μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί ἔχοντας ἄριστες σχέσεις μέ τήν πολιτική ἐξουσία, μέ τούς μασώνους, μέ τούς παπικούς, μέ τό ΠΣΕ, χρηματοδοτούμενοι ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωσι κλπ.
Τό μαρτύριο καί ἡ ὁμολογία δι’ ἔργων καί λόγων εἶναι ταυτισμένα μέ τήν Ὀρθοδοξία εἰς τρόπον ὥστε, ἄν αὐτά ἐκλείψουν ἀπό τήν ζωή τῶν Χριστιανῶν, αὐτομάτως χάνεται καί ἡ Ὀρθοδοξία. Καί ἄν ἀκόμη δέν ὑπάρχη αἵρεσις, ἡ φύσις τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπαιτεῖ νά ὑπάρχη τό μαρτύριο καί ἡ ὁμολογία εἰς τήν προαίρεσι τῶν Ὀρθοδόξων καί νά ἐπιδεικνύεται εἰς τήν καθημερινή ζωή των μέ τήν ἄσκησι τῆς ἀρετῆς.
Τώρα ὅμως πού στίς ἡμέρες μας ἀνακαλύψαμε νέο τρόπο παραμονῆς στήν Ἐκκλησία καί νέο τρόπο διατηρήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀνώδυνο καί ἄκοπο, ἀσφαλῶς θά ἰσχύσουν και γιά μᾶς τά λόγια τοῦ Κυρίου, τά ὁποῖα σηματοδοτοῦν τά ἔσχατα χρόνια καί ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ καιροί οἱ δικοί μας ἐπαληθεύουν ὄντως τήν προφητεία: «Πλήν ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἆρα εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;» (Λουκ. 18, 8).
Ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, «Ἡ διαχρονικὴ συμφωνία τῶν Ἁγίων πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος…», (σελ. 313-316).