.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Θεόφιλος Παραϊάν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Θεόφιλος Παραϊάν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αντιμετώπιση της δοκιμασίας

Η Εκκλησία επιθυμεί όλοι οι άνθρωποι να ζουν ειρηνικά, να είναι υγιείς και να μακροημερεύουν. 
Αυτή δεν ενθαρρύνει τη δοκιμασία, αλλά μας διδάσκει να την υπομένουμε, να αποδεχόμαστε το δικό μας κομμάτι της δοκιμασίας και να το δεχόμαστε για το καλό μας. Να μην επιθυμούμε τη δοκιμασία, αλλά να την αποδεχόμαστε ,όταν έρχεται. 
Μερικοί απαλλάσσονται, άλλοι μπορούν να την αποδεχτούν εύκολα, ενώ για άλλους είναι αληθινό βασανιστήριο.
Λέγοντας αυτά, αναλογιζόμαστε τη φυσική, εκ γενετής δοκιμασία. Γνωρίζω κάποια πρόσωπα που υπομένουν μία μεγάλη δοκιμασία που δεν μπορούν μετακινηθούν από το κρεβάτι της αρρώστιας και τα οποία , παρά ταύτα, ακτινοβολούν από χαρά. Μία χαρά την οποία οι άλλοι, παρότι υγιείς εκ φύσεως, δεν την έχουν. Μερικοί επαναστατούν μπροστά στην δοκιμασία, ενώ άλλοι την αγνοούν.
Σε καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν την ένταση της δοκιμασίας και τούτο, γιατί υπάρχουν δοκιμασίες που μπορούν ν’ αφανίσουν έναν άνθρωπο. Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουμε ότι υποφέρουν, αλλά αυτοί ξέρουν πώς ν’ αντιμετωπίζουν τη δοκιμασία μέχρι του σημείου να την εκμηδενίζουν. Ένας Ρουμάνος γιατρός που πιστεύει στο Θεό έλεγε ότι υπάρχουν δύο πράγματα τα οποία δεν μπορεί να κάνει ο άνθρωπος χωρίς πίστη στον Θεό: ν’ αναθρέψει καλά παιδιά και να υπομείνει μία μεγάλη δοκιμασία. Εγώ επίσης πιστεύω ότι αυτοί που καλούνται να σηκώσουν ένα βαρύ σταυρό έχουν και μία δύναμη να τον σηκώσουν με κάποια ευκολία , επειδή είναι πρόσωπα που πιστεύουν στο Θεό. Αυτοί δέχονται ότι ένα κομμάτι του σταυρού τους προέρχεται από το Θεό και ξέρουν ότι , αφού το επέτρεψε ο Θεός, δεν είναι κάτι ανώφελο. Ο άγιος Μάρκος ο ασκητής έλεγε ότι δεν είναι σημαντικό να γνωρίζουμε από πού προέρχεται η δοκιμασία , αλλά να ξέρουμε πώς θα τη δεχτούμε χωρίς να επαναστατήσουμε. Ο π. Αρσένιος Μπόκα έλεγε: «Αν ωστόσο είναι απαραίτητο να υποφέρουμε, τουλάχιστο να μην υποφέρουμε μάταια».
Προκειμένου ο άνθρωπος να μπορέσει να θεωρήσει ότι η δοκιμασία είναι για το καλό του, πρέπει να πιστέψει ότι η δοκιμασία έχει ένα νόημα γι’ αυτόν, έστω και αν προς στιγμήν δεν το καταλαβαίνει. Πραγματικά, όποιος κατανοεί τη δοκιμασία και ξέρει πώς να την αντιμετωπίζει, τελικά δεν υποφέρει πλέον.

Πηγή: «Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν- Χωρίς φως, φωτισμένος»
Μετάφραση- επιμέλεια: Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης -Εκδόσεις ΑΘΩΣ

orthodoxos.com.gr

Πώς οδηγείται κανείς στην πίστη

Δεν ξέρω αν κάποιος άνθρωπος μπορεί να πει ότι αυτός με τη δύναμή του οδήγησε στην πίστη κάποιον άλλον. Εγώ παρακολούθησα, όσο μου ήταν δυνατόν, περιπτώσεις ανθρώπων που οδηγήθηκαν στη θεογνωσία , και από παλιά και τώρα στην εποχή στην εποχή μας, όσες περιπτώσεις κατόρθωσα να μάθω. Το συμπέρασμά μου είναι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο από αυτό που του ανήκει. Ο Θεός είναι αυτός που μεταστρέφει προς το καλό το νου και τη ζωή του ανθρώπου. Εγώ φτάνω να πιστεύω ότι δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε στους ανθρώπους για το Θεό , όταν αυτοί δεν θέλουν να ακούσουν το λόγο του Θεού 68. Το μόνο ωφέλιμο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε για να οδηγηθούν οι άνθρωποι στην πίστη στο Θεό είναι προσευχόμαστε γι’ αυτούς, να προσευχόμαστε στο Θεό να τους δώσει πνευματική συνείδηση, πρόοδο στη ζωή και στην πίστη και τρόπο μετάνοιας. Ακόμη υπάρχει και η ελπίδα να τους βοηθήσουμε και με μία ζωή δική μας ανώτερη , με την οποία θα καθιερωθούμε στη συνείδησή τους. Περισσότερα από αυτά δεν μπορούμε να κάνουμε και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι που θα ταρακουνήσει τους άπιστους από την απιστία τους, τη στιγμή που οι θρησκευτικές αλήθειες δεν είναι κάτι που εμπίπτουν στη διαδικασία της απόδειξης. Μόνο ο Θεός μπορεί να αποκαλύψει τον Εαυτό Του και τις αλήθειες Του στην ψυχή του ανθρώπου.

68. Πόσο όμορφα, αληθινά λόγια! Και μάλιστα , αν τα συγκρίνουμε με τη φλυαρία ορισμένων «ευσεβών» χριστιανών, που πέφτουν κυριολεκτικά πάνω σε όποιον συναντήσουν και πιστεύουν ότι με τα πολλά λόγια τους και τα ατέλειωτα «επιχειρήματά» τους θα οδηγήσουν τους άλλους στην πίστη. Δεν επιτυγχάνουν τίποτε. Ίσως το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να ζαλίσουν αυτόν που έχουν απέναντί τους και να δώσουν κακή εικόνα για το χριστιανό, τον άνθρωπο του Θεού.

Πηγή: «Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν
Χωρίς φως, φωτισμένος»
Μετάφραση- επιμέλεια: Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης Εκδόσεις ΑΘΩΣ

Λόγοι και Συμβουλές του Γέροντα Θεόφιλου Παραϊάν:Τα πνευματικά οφέλη της συμμετοχής στις ιερές ακολουθίες και τη θεία λειτουργία


Δε μεταλαμβάνουν όλοι οι χριστιανοί που έρχονται στη θεία λειτουργία. Αλλά όλοι οι χριστιανοί που πηγαίνουν στη θεία λειτουργία παίρνουν τη χάρη του Θεού , σύμφωνα με τα μέτρα τα πνευματικά στα οποία βρίσκονται. Για παράδειγμα, οι ιερατικές ευλογίες που δίνονται στους πιστούς κατά τη θεία λειτουργία είναι πολύ σημαντικές. Σε κάθε λειτουργία λέγεται τέσσερις φορές για όλους τους χριστιανούς : «Εἰρήνη πᾶσι». Σε κάθε λειτουργία λέγονται τα λόγια: «Πάντων ὑμῶν, , μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων»∙ σε κάθε λειτουργία λέγεται το : «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν»∙ σε κάθε λειτουργία λέγονται τα λόγια: «Καὶ ἔσται τὰ ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετὰ πάντων ὑμῶν»∙ σε κάθε λειτουργία λέγεται : «Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου»∙ σε κάθε λειτουργία λέγεται : «Εὐλογία Κυρίου καὶ ἔλεος Αὐτοῦ ἔλθοι ἐφ’ ἡμᾶς, τῇ αὐτοῦ θείᾳ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Γι’ αυτό , αυτοί οι οποίοι πηγαίνουν στις ακολουθίες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, έστω και με την επιθυμία να εκπληρωθούν κάποιες επιθυμίες τους, θα ήταν καλό να πηγαίνουν και την Κυριακή, ακόμη και με την προσδοκία που αναφέραμε, γιατί η θεία λειτουργία είναι πιο γεμάτη με ευλογίες από κάθε άλλη ακολουθία.
Εγώ επιμένω στη συμμετοχή στη θεία λειτουργία! Εξάλλου, είναι το ελάχιστο που μπορεί να κάνει κάθε άνθρωπος , όταν αναφερόμαστε στη συμμετοχή στις ιερές ακολουθίες. Θα έπρεπε βέβαια να συμμετέχουμε και σε άλλες ιερές ακολουθίες που έχουν ένα ρόλο προετοιμασίας. Και επειδή η θεία λειτουργία είναι η κορυφή, το απόγειο των ιερών ακολουθιών, όσοι από τους ιερωμένους θέλουν να λειτουργήσουν προετοιμάζονται με άλλες ιερές ακολουθίες. Η θεία λειτουργία δεν είναι μια ακολουθία που τελείται άσχετα με άλλες ακολουθίες. Γι’ αυτό και στα γαλλικά, για παράδειγμα , λειτουργία ονομάζονται και οι υπόλοιπες ακολουθίες.
Εμείς, όταν λέμε θεία λειτουργία , κατανοούμε ένα συγκεκριμένο πράγμα. Τις άλλες ακολουθίες τις θεωρούμε κάτι άλλο. Στην πραγματικότητα οι άλλες ακολουθίες δεν είναι κάτι ξεχωριστό, αλλά είναι μέσα προορισμένα να μας παρουσιάσουν ενώπιον του Θεού, μέσα για να εξωτερικεύουμε με τα λόγια τους τον ψυχικό μας κόσμο , μέσα για να προσευχηθούμε και να διδαχτούμε, γιατί μέσα στα πλαίσια των ιερών ακολουθιών προσευχόμαστε και διδασκόμαστε. Διδασκόμαστε προσευχόμενοι και προσευχόμαστε διδασκόμενοι. Σ’ αυτό το στόχο προσβλέπουν οι ευχές των ιερών ακολουθιών.
Όταν πηγαίνεις στην Εκκλησία και δεν υπάρχει ακολουθία, μπορείς να προσεύχεσαι με τις προσευχές σου και με τα λόγια σου, αλλά δεν είσαι δεσμευμένος, όπως συμβαίνει με τις σκέψεις που εμπεριέχονται στις ιερές ακολουθίες. Για παράδειγμα, στη θεία λειτουργία λέγεται: «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» και εμείς απαντάμε «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον». Και λέμε τα λόγια «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον», έστω κι αν δεν έχουμε τις καρδιές μας δοσμένες στον Κύριο, όπως απαιτεί η τάξη και η ακολουθία. Βέβαια, στην πραγματικότητα εμείς γι’ αυτό το λόγο είμαστε στην ακολουθία, για να προσφέρουμε στον Κύριο τις καρδιές μας, να τις ανεβάσουμε ψηλά, να μην τις έχουμε καθηλωμένες στη γη.

Πηγή: «Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν
Χωρίς φως, φωτισμένος» Μετάφραση- επιμέλεια: Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης Εκδόσεις ΑΘΟΣ


Πώς οδηγείται κανείς στην πίστη

Δεν ξέρω αν κάποιος άνθρωπος μπορεί να πει ότι αυτός με τη δύναμή του οδήγησε στην πίστη κάποιον άλλον. Εγώ παρακολούθησα, όσο μου ήταν δυνατόν, περιπτώσεις ανθρώπων που οδηγήθηκαν στη θεογνωσία, και από παλιά και τώρα στην εποχή στην εποχή μας, όσες περιπτώσεις κατόρθωσα να μάθω. Το συμπέρασμά μου είναι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο από αυτό που του ανήκει. Ο Θεός είναι αυτός που μεταστρέφει προς το καλό το νου και τη ζωή του ανθρώπου. Εγώ φτάνω να πιστεύω ότι δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε στους ανθρώπους για το Θεό , όταν αυτοί δεν θέλουν να ακούσουν το λόγο του Θεού. Το μόνο ωφέλιμο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε για να οδηγηθούν οι άνθρωποι στην πίστη στο Θεό 
είναι προσευχόμαστε γι’ αυτούς, να προσευχόμαστε στο Θεό να τους δώσει πνευματική συνείδηση, πρόοδο στη ζωή και στην πίστη και τρόπο μετάνοιας. Ακόμη υπάρχει και η ελπίδα να τους βοηθήσουμε και με μία ζωή δική μας ανώτερη, με την οποία θα καθιερωθούμε στη συνείδησή τους. Περισσότερα από αυτά δεν μπορούμε να κάνουμε και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι που θα ταρακουνήσει τους άπιστους από την απιστία τους, τη στιγμή που οι θρησκευτικές αλήθειες δεν είναι κάτι που εμπίπτουν στη διαδικασία της απόδειξης. Μόνο ο Θεός μπορεί να αποκαλύψει τον Εαυτό Του και τις αλήθειες Του στην ψυχή του ανθρώπου. 

Πόσο όμορφα, αληθινά λόγια! Και μάλιστα, αν τα συγκρίνουμε με τη φλυαρία ορισμένων «ευσεβών» χριστιανών, που πέφτουν κυριολεκτικά πάνω σε όποιον συναντήσουν και πιστεύουν ότι με τα πολλά λόγια τους και τα ατέλειωτα «επιχειρήματά» τους θα οδηγήσουν τους άλλους στην πίστη. Δεν επιτυγχάνουν τίποτε. Ίσως το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να ζαλίσουν αυτόν που έχουν απέναντί τους και να δώσουν κακή εικόνα για το χριστιανό, τον άνθρωπο του Θεού. 

Πηγή: «Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν
Χωρίς φως, φωτισμένος»
Μετάφραση- επιμέλεια:
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης
Εκδόσεις ΑΘΩΣ

http://www.orthodoxos.com.gr

Τα μεγάλα αμαρτήματα και η αντιμετώπισή τους



Λόγοι και Συμβουλές του Γέροντα Θεόφιλου Παραϊάν

Από όσα γνωρίζω , κάθε αμάρτημα έχει τη βαρύτητά του. Αν αναλογισθούμε ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπε ότι δεν επιτρέπεται να πει κανείς στον αδελφό του «μωρέ», τότε δεν ξέρω αν υπάρχουν πλέον τα περιθώρια να κατατάξουμε τις αμαρτίες σε μικρές και μεγάλες , όταν μάλιστα ξέρουμε ότι θα λογοδοτήσουμε ενώπιον του Θεού και για κάθε ανώφελο λόγο.
Εγώ κάνω μια διάκριση μεταξύ των παθών (ως αμαρτωλών συνηθειών, όπως είναι η οργή, η ακολασία, η φιλαργυρία κ.α.) των αμαρτημάτων (ως απομονωμένων κακών πράξεων), των σφαλμάτων (εν γνώσει ή εν αγνοία) , των ελλείψεων και των αδυναμιών. Καθένα από τα ως άνω το αντιμετωπίζω στο βαθμό που υπάρχει στο συγκεκριμένο άνθρωπο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το μυαλό του, την ηλικία, την παιδεία και την πνευματική κατάσταση του εξομολογούμενου.
Όσον αφορά στα κατά μόνας αμαρτήματα, μία συχνότητα παρουσιάζουν αυτά στα οποία εμπλέκεται η ηδονή (ακολασία, μέθη) , η ραθυμία (έλλειψη διάθεσης δέσμευσης στον αγώνα εκπλήρωσης του θελήματος του Θεού) , ακόμη και η αδιαφορία για το θέλημα του Θεού, πράγμα που οδηγεί στην έκτρωση, το διαζύγιο, την υποτίμηση της νηστείας. Όλα αυτά τα τελευταία γεννιώνται κατ’ εξοχήν από έλλειψη πίστης στον Θεό.
Εξάλλου είναι γνωστό ότι ο Χριστός καταδίκασε ιδιαίτερα τρία αμαρτήματα και συγκεκριμένα: την έλλειψη πίστης στο Θεό και στα λόγια του θεού , την αφροσύνη, δηλαδή τον εκτροχιασμό από την πίστη, και την υποκρισία. Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες θεωρήθηκαν ως βαριά αμαρτήματα ο φόνος, η πορνεία και η αποστασία.
Σε τελευταία όμως ανάλυση το πιο μεγάλο αμάρτημα είναι αυτό που εσύ έχεις , αυτό που σε υποδουλώνει. Μου φαίνεται πολύ παράξενο, όταν κάποιος κατά την εξομολόγηση, απαριθμώντας κάποια αμαρτήματα, καταλήγει με τη δήλωση: «άλλα δεν έχω να πω», ωσάν όσα είπε μέχρι στιγμής να μην ήταν αρκετά. Εξίσου παράξενο μου φαίνεται, όταν κάποιος λέει: «Διέπραξα όλες τις αμαρτίες», ή «Δε σκότωσα και δεν έβαλα φωτιά. Κατά τα άλλα όλα τα υπόλοιπα τα έκανα». Ασφαλώς σ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν επιχειρηματολογώ για να τους αποδείξω ότι δεν έχουν έτσι τα πράγματα∙ ότι δηλαδή δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι κανένας δεν μπορεί να διαπράξει όλα τα αμαρτήματα, ούτε ακόμη και αυτός που δηλώνει ότι τα διέπραξε σημαίνει ότι όντως τα διέπραξε.
Θα μπορούσε εν τούτοις να λεχθεί ότι τα πιο συχνά αμαρτήματα είναι αυτά που γίνονται πιο εύκολα και ταιριάζουν σε όλες τις ηλικίες. Αυτό το αναφέρουν μερικοί που εξομολογούνται και ο λόγος ασφαλώς εδώ είναι για τα αμαρτήματα που γίνονται με τη γλώσσα και μάλιστα όταν συνοδεύονται με την οργή. Αυτά τα αμαρτήματα, με το να μη συνδέονται άρρηκτα με την ηλικία , τα συναντάμε σε ανθρώπους κάθε ηλικίας, όλων των τάξεων, άσχετα από την παιδεία που έχουν και τη γλώσσα που μιλούν.
Γενικά στην εξομολόγηση τα αμαρτήματα αναφέρονται ως αμαρτήματα, δηλαδή οι άνθρωποι έτσι τα αντιλαμβάνονται. Αν όμως, παρά ταύτα, οι άνθρωποι δικαιολογούν μερικά αμαρτήματα, όπως, για παράδειγμα , την πορνεία, το ψέμα, την έκτρωση, την κλοπή, επιχειρώ να παρουσιάσω μια πνευματική γραμμή με βάση τις εντολές του Θεού, τη διδασκαλία της Εκκλησίας και τους ιερούς κανόνες. Όταν χρειάζεται, κοντά στις θεωρητικές τοποθετήσεις, προσθέτω και μερικά πρακτικά παραδείγματα που ξέρω, από τα οποία βγαίνει καθαρά ότι τα αμαρτήματα γκρεμίζουν τον άνθρωπο όχι μόνο κατά την ψυχική του πλευρά αλλά και τη σωματική του, όχι μόνο τη θρησκευτική-ηθική του πλευρά αλλά και τη βιολογική και κοινωνική. Ασφαλώς προσέχω πολύ κάθε φορά, ώστε τα πρόσωπα που αναφέρω στα παραδείγματα να μην είναι δυνατόν να ταυτισθούν με συγκεκριμένα πρόσωπα.
Τελικά, ίσως εδώ είναι η στιγμή να αναφέρω τη διαπίστωση ότι η αληθινή αντιμετώπιση των αμαρτημάτων δε γίνεται την ώρα της εξομολόγησης αλλά την ώρα της προετοιμασίας για την εξομολόγηση ή γενικά στα κηρύγματα. Στην εξομολόγηση ο χριστιανός πρέπει να προσέλθει αποφασισμένος , να έχει θέση απέναντι στην αμαρτία, να θεωρήσει τις αμαρτωλές πράξεις ως κάτι που του προκαλεί ντροπή. Χωρίς αυτή τη συνείδηση και συναίσθηση δε γίνεται εξομολόγηση. Το πολύ-πολύ μπορεί να γίνεται μία μυστική συνομιλία, απαρίθμηση των λυπηρών του βίου, αναφορά σε ελλείψεις και ελαττώματα καθώς και σε λάθη δικαιολογημένα ή όχι. Αλλά βέβαια τέτοια νοοτροπία και συμπεριφορά δεν οδηγεί στη συγχώρηση και την άφεση, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις τα αμαρτήματα δεν ανήκουν μόνο στο παρελθόν, αλλά μπορούν να συμβούν και στο εγγύς μέλλον, ακόμη μπορούν να μπουν και σε πρόγραμμα. 

Πηγή: «Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν
Χωρίς φως, φωτισμένος»
Μετάφραση- επιμέλεια:
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης
Εκδόσεις ΑΘΩΣ

http://www.orthodoxos.com.gr

«Τη νίκη μας τη χαρίζει ο Θεός, μόνο να είμαστε ταπεινοί και να Τον υπηρετούμε»

Στο Υπόμνημα της Αποκάλυψης του Αγίου Ανδρέα Καισαρείας λέγεται ότι κατά τους εσχάτους καιρούς μερικοί θα αποσυρθούν στην αισθητή έρημο, άλλοι στη νοητή έρημο, ενώ άλλοι θα είναι γενναίοι, δηλαδή θα παλέψουν με την πραγματικότητα που θα υπάρχει γύρω τους και θα νικήσουν. 
Σίγουρα όσοι θα αποσυρθούν στην αισθητή έρημο ( την τοπική έρημο) αυτό θα το κάνουν για πνευματικούς λόγους, δηλαδή «για το Θεό και τη σωτηρία τους»∙ αυτό θα το κάνουν σύμφωνα με το «επίπεδό τους», έχοντας συναίσθηση των αδυναμιών τους∙ θα αποσυρθούν σε μέρη πιο κατάλληλα για την αδυναμία τους, όπου δε θα τους ζητηθεί μία ομολογία πίστεως πάνω από τις δυνάμεις τους, πάνω από αυτό που οι ίδιοι είναι σε θέση να ομολογήσουν. 
Αυτοί που θα αποσυρθούν στην νοητή έρημο, δηλαδή αυτοί που δεν θα εκδηλωθούν με την πίστη τους, όση έχουν, θα το κάνουν αυτό εξαιτίας της αδυναμίας τους να εκδηλωθούν ότι είναι του Χριστού, αλλά δε θα είναι δυνατόν να λεχθεί γι’ αυτούς ότι είναι προδότες της πίστεως του Χριστού. 
Τέλος, οι γενναίοι ή οι καλοί νικητές θα ομολογήσουν φανερά την πίστη τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα έχει αυτή η ομολογία . Όμως αυτοί θα είναι ολίγοι.

Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο λόγος στρέφεται στα πάθη.
Οι πατέρες συμβουλεύουν να αποφεύγουμε τις αιτίες των παθών, για να μην υποδουλωνόμαστε στα πάθη. Επίσης συμβουλεύουν να αποφεύγουμε τις ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση των παθών, για να αποφύγουμε την πτώση. Είναι γνωστή η συμβουλή: «Αρσένιε, φεύγε τους ανθρώπους και σώζη» και «φεύγε , σιώπα, ησύχαζε». 
Όταν δεν είσαι σίγουρος για τη νίκη στη μάχη, είναι καλό να απέχεις από τη μάχη που δεν μπορείς να δώσης. Το σημαντικό είναι να μη νικηθείς , έστω και αν δεν είσαι νικητής. «Δεν μπορείς να έχεις την απαίτηση να βαδίζει ένα παιδί όπως ένας μεγάλος». «Όλα του ανθρώπου βρίσκονται στο επίπεδο του ανθρώπου». Στο επίπεδό μας βρίσκεται και η μάχη και η νίκη και η πτώση, όπως και η φυγή από τις αιτίες των παθών. 
Έπειτα, ξέρουμε ότι «η τιμωρία για τον υπερήφανο είναι η πτώση».
Ο Θεός να μας δώσει την σοφία να γνωρίζουμε πότε να φεύγουμε και πότε να μαχόμαστε. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, ότι τη νίκη μας τη χαρίζει ο Θεός, μόνο να είμαστε ταπεινοί και να Τον υπηρετούμε.

«Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν. 
Χωρίς φως, φωτισμένος»
Μετάφραση- επιμέλεια:
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης
Εκδόσεις ΑΘΩΣ



Η θέση μας μέσα στην κοινωνία και η πνευματική βοήθεια προς τα κοντινά μας πρόσωπα


Πεποίθησή μου είναι ότι πολλοί από αυτούς που εφαρμόζουν τις αρετές δε γνωρίζουν καθαρά μερικά πρωταρχικά πράγματα σε σχέση με τις αρετές. Συγκεκριμένα, πολλοί από τους χριστιανούς δε προσέχουν ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όταν μιλούσε για τη μία ή την άλλη από τις αρετές, δεν αναφέρθηκε ποτέ σε μία κατηγορία ανθρώπων, αλλά έστρεψε το λόγο προς όλους τους ανθρώπους χωρίς καμία διάκριση. 
Όταν είπε για παράδειγμα: «ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετεἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, Κα εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» και «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», είπε αυτά τα λόγια προς όλους όσοι είναι σε θέση να τα γνωρίσουν. 
Δηλαδή άνθρωποι κάθε ηλικίας, κάθε επιπέδου μόρφωσης. Και βέβαια δεν εξαίρεσε καμία κατηγορία ανθρώπων, άνδρες ή γυναίκες, παιδιά ή ενήλικες, μορφωμένους ή αγράμματους, ανθρώπους που ζουν σε απομόνωση και άλλους που ζουν μέσα στην κοινωνία. Σε όλους απηύθυνε αυτά τα λόγια, χωρίς διάκριση και από όλους περιμένει την εκπλήρωσή τους. 
Σε μερικούς χριστιανούς που ζουν μέσα στο κόσμο και γνωρίζουν ότι υπάρχουν ομάδες ανθρώπων που ζουν στα μοναστήρια αλλά και σε μερικά μοναχικά άτομα που ζουν μέσα στον κόσμο σε μια απομόνωση χάριν του Θεού, τους φαίνεται ότι αυτοί που ζουν στην ησυχία που προσφέρεται στα μοναστήρια είναι πιο ευνοημένοι από ό,τι εκείνοι που ζουν μέσα στον κόσμο. Έτσι πιστεύουν ότι είναι πιο εύκολο στους μοναχούς να εφαρμόσουν τις αρετές. Όμως στην πραγματικότητα οι αρετές δε συνδέονται με τον τόπο που βρίσκεσαι αλλά με σένα τον ίδιο. Για να το πούμε αλλιώς, η αρετή δε συνδέεται με τον τόπο αλλά με τον άνθρωπο.
Είναι ολοφάνερο ότι, όταν βρίσκεσαι ενώπιον κάποιων ανεπιθύμητων καταστάσεων, ανάμεσα σε ανθρώπους με τους οποίους δεν μπορείς να συνεννοηθείς και οι οποίοι μερικές φορές μπορεί να ανήκουν ακόμη και στην ίδια σου την οικογένεια, όταν η ατμόσφαιρα δημιουργείται από διαφορετικό επίπεδο παιδείας, ηθικής ζωής, κοινωνικής τάξεως κ.λπ., γενικά όταν δεν είναι τα πράγματα για σένα ευνοϊκά, τότε σου έρχεται η σκέψη ότι άλλοι στη θέση σου θα ήταν πιο ευνοημένοι από ό,τι εσύ ο ίδιος. 
Παρά ταύτα, τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Οι μόνοι ευνοημένοι είναι οι άνθρωποι που έφτασαν σε θεμελιώδεις θρησκευτικές πεποιθήσεις, σε μια θρησκευτική-ηθική ζωή έντονη. Και τούτο, γιατί γι’ αυτούς τους ανθρώπους δεν υπάρχει πλέον εναλλαγή ή δίλημμα , αφού αυτοί γνωρίζουν να εκδηλώνονται ως «αυτοί που είναι του Χριστού», Οποίος υπάρχει πάντοτε και σε κάθε τόπο.
Είναι γνωστό ότι αυτοί που επιδιώκουν να φτάσουν στην πνευματική τελείωση πρέπει κατ’ εξοχήν να προσέχουν δύο αρετές: την αγάπη, «ἐπὶ πᾶσιν δὲ τούτος τὴν ἀγάπην» και την ταπείνωση, αφού ελέχθη ότι «τελειότητα είναι βυθός ταπείνωσης» ( Αγ. Ισαάκ ο Σύρος). 
Αν σκεφτούμε ότι τα μέτρα με τα οποία βιώνονται αυτές οι αρετές είναι πολύ διαφορετικά και αν σκεφτούμε ότι ο Χριστός μας όρισε κάποιες αρχές ανώτερες από αυτές που μπορούμε εμείς να σκεφτούμε και να εφαρμόσουμε – «τέλειοι γίνεσθε, καθὼς καὶ ὁ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστι»- και ότι ικανοποιείται και με το ελάχιστο που μπορούμε να προσφέρουμε σύμφωνα με τις δυνάμεις μας, έχουμε λόγους να ελπίζουμε στο έλεος και τη βοήθεια του Θεού. Το σημαντικό είναι να ξέρουμε πώς θα ακολουθήσουμε τις αρετές μέσα στις συνθήκες που έχουμε ο καθένας. Έτσι, για παράδειγμα, σε σχέση με την ταπείνωση είναι καλό να ξέρουμε ότι σύμφωνα με το λόγο ενός στοχαστή του Θεού (Άγιος Φραγκίσκος de Sales) «η ταπείνωση είναι η αρετή που δε φαίνεται». 
Δηλαδή η αρετή που δεν προβάλλει τον εαυτό της, της οποίας όμως η ύπαρξη είναι αναμφισβήτητη μέσα στη ζωή αυτού που την έχει. Πιστεύω ότι δε χρειάζεται να μπω σε λεπτομέρειες , λέγοντας ότι άλλο είναι η ταπείνωση της Θεοτόκου ή του Πατριάρχη Αβραάμ και άλλο είναι η ταπείνωση του Τελώνη και του Φαρισαίου ή της αμαρτωλής γυναίκας στο σπίτι του φαρισαίου Σίμωνα. 
Αυτό που μας ενδιαφέρει τώρα είναι πώς είναι δυνατόν να εκδηλωθεί μέσα στην κοινωνία, στον κοινωνικό περίγυρο, ένας ταπεινός χριστιανός, τηρώντας το καθήκον και τις πραγματικές υποχρεώσεις του.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχει υπ’ όψιν του ένας αληθινός πιστός, που επιδιώκει να στολιστεί με την ταπείνωση , είναι το να ζει μια ομαλή ζωή, κατά την οποία με τη θέλησή του να μην επιδεικνύεται ούτε ως καλός ούτε ως κακός. Δεν είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει σε κανέναν ως προς το ποιο μέτρο ταπείνωσης έφτασε και πόσο ακόμη του απέμεινε για το απόγειο της ταπείνωσης. Γι’ αυτό θα πρέπει να αποφεύγει οποιονδήποτε λόγο τον εμφανίζει ως αμαρτωλό ή ως ενάρετο. Προσωπικά είμαι αντίθετος με τον τρόπο που εκδηλώνονται ιδιαίτερα κάποιοι μοναχοί, οι οποίοι , όταν συστήνονται, κοντά στο όνομά τους επιμένουν να προσθέτουν το «ο αμαρτωλός» ή «η αμαρτωλή» . 
Επομένως, να αποφεύγεται οποιοσδήποτε ασυνήθιστος τρόπος ομιλίας, κάθε τρόπος ομιλίας που θα μας πρόβαλλε στους γύρω μας. Το ίδιο να αποφεύγεται και οποιαδήποτε συμπεριφορά θα μας έβγαζε στη θέα και την προσοχή των γύρω μας. Επομένως, να αποφεύγονται τα άκρα και οι εκκεντρικότητες οποιασδήποτε μορφής.
Πάρα πέρα, οι ταπεινοί χριστιανοί ή όσοι αγωνίζονται να στολιστούν με την ταπείνωση να μην παραβλέπουν ποτέ την πραγματικότητα με την οποία συνδέεται η ύπαρξή τους, δηλαδή να μην έχουν αναστολές, όταν καλούνται να φανερώσουν την διανοητική τους καλλιέργεια, τη συνέπεια και τις επαγγελματικές δεξιότητες. Δε λέω να επαίρονται γι’ αυτά, αλλά να τα εκδηλώνουν αποφασιστικά, όταν αυτό απαιτείται.
Αν ένας πιστός κατέχει μία υπεύθυνη θέση, έχοντας την ευθύνη να δίνει εντολές, τότε πρέπει να συντονίζει, να ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του, χωρίς να αναλογίζεται καμία προσωπική αναξιότητα. Οι αναξιότητές του αναφέρονται στη σχέση του με το Θεό, ενώ η εκπλήρωση του καθήκοντος που επιβάλλεται από την υπηρεσιακή θέση που κατέχει είναι μία υπόθεση που σχετίζεται με την κοινωνία και την καλή πορεία της. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν μερικοί ιερείς που δεν αφήνουν τους χριστιανούς να τους φιλούν το χέρι, σαν να θεωρούν ότι δεν είναι άξιοι να τους φιλούν το χέρι. Οι χριστιανοί φιλούν το χέρι του ιερέα ως σημείο τιμής για την ιεροσύνη που έχει, αφού οι χριστιανοί γνωρίζουν ότι οι ιερείς είναι «οι άνθρωποι του Θεού». Δεν είναι σωστό κάποιος, όντας ιερέας, να εκδηλώνει επιφύλαξη ή να αποφεύγει να δέχεται την τιμή που του αποδίδουν.
Εδώ στο μοναστήρι μας είχαμε συμμοναστή επί 27 χρόνια τον Πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη Ιωάννη Ντίνου. Από αυτόν έμεινε ως παρακαταθήκη ο λόγος «ταπεινός είναι αυτός που κρατάει τη θέση του», αυτή που του έδωσε η εκκλησία ή η κοινωνία
Η τεκμηρίωση ήταν ότι «αν δεν κρατάς εσύ τη θέση σου, τότε ούτε αυτός που στέκει δίπλα σου δεν ξέρει τι να κάνει», πράγμα που σημαίνει ότι έτσι δημιουργείται μία αταξία.
Επομένως, δεν είναι αξεπέραστη η δυσκολία του να είσαι ταπεινός μέσα στην κοινωνία, μέσα στις συνθήκες που επιβάλλει η θέση σου, αλλά η μεγάλη στενοχώρια είναι ότι δεν έχουμε μία διάκριση για τα πράγματα. 
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε. Μας φαίνεται ότι δεν είμαστε στις θέσεις μας και μέσα στους στόχους μας, αν δεν έχουμε μία επιφύλαξη, αν δεν βγάζουμε το ανικανοποίητο για τη συγκεκριμένη θέση που κατέχουμε. Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι σωστό και ούτε αυξάνει την ταπείνωση. Να στέκεσαι στη θέση σου, στο ρόλο που έχεις, όπου σε τοποθέτησε η εκκλησία και η κοινωνία και τότε να είσαι σίγουρος ότι όχι μόνο δεν θα χάσεις την ταπείνωση αλλά θα την αυξήσεις.

Ακόμη, υπάρχουν κάποιοι χριστιανοί που πιστεύουν ότι υπηρετούν την προσωπική τους ταπείνωση, όταν αρχίζουν και αμφισβητούν τα καλά που κάνουν. Ούτε αυτό υπηρετεί την ταπείνωση. Ασφαλώς τα καλά έργα πρέπει να τα σκεπάζουμε με την ταπείνωση, δηλαδή να μην επαινούμαστε γι’ αυτά. Αλλά όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε το δικαίωμα να τα αμφισβητούμε. Για παράδειγμα, μερικοί χριστιανοί δεν έχουν το θάρρος να ομολογήσουν ότι νηστεύουν και, αντί να πουν ότι νηστεύουν, δικαιολογούνται ότι κάνουν δίαιτα. Είναι μία εσφαλμένη σκέψη να φαίνεσαι αλλιώς τη στιγμή που θα έπρεπε να πεις καθαρά ότι νηστεύεις, ότι είσαι αποφασισμένος να κάνεις αυτό το πράγμα πάντοτε, γιατί αυτή είναι η πεποίθησή σου. Δε χρειάζεται απαραίτητα να δίνουμε εξηγήσεις, αλλά πρέπει να έχουμε απόψεις καθαρές και πνευματικά τεκμηριωμένες, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον στο οποίο η έμπρακτη θρησκευτική ζωή είναι κάτι το αδιάφορο ή θεωρείται κάτι κατώτερο. Το ίδιο πρέπει να σκεφτόμαστε και για την αρετή της αγάπης και για οποιαδήποτε αρετή.

Πηγή: «Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν
Χωρίς φως, φωτισμένος»
Μετάφραση- επιμέλεια:
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης
Εκδόσεις ΑΘΟΣ.

Η σημαντικότητα του εκκλησιασμού



Ἐγώ ἐπιμένω σέ ὅλους, νά πηγαίνουν, ἄν ὄχι σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες, τουλάχιστον στήν θεία λειτουργία. Καί ἄν συμβεῖ κάποιος νά μήν πηγαίνει στή θεία λειτουργία, οὔτε πού κάθομαι νά συνομιλήσω μαζί του! Γιατί δέν ἔχω νά τοῦ πῶ τίποτε! Γιά παράδειγμα:

Κάποιος, ὅταν τόν ρώτησα τί κάνει τήν ὥρα πού θά ἔπρεπε νά βρίσκεται στήν ἐκκλησία, μοῦ ἀπάντησε: «Βλέπω τηλεόραση»! Καί τότε τοῦ εἶπα: «Πρόσεξε, αὐτό σημαίνει ὅτι μπροστά σου ἔχεις τήν τηλεόραση, ἐνῶ στό Θεό ἔχεις γυρίσει τήν πλάτη σου. Ἄλλαξε λοιπόν. Πήγαινε στήν ἐκκλησία, ὥστε νά ἔχεις μπροστά σου τό Θεό, καί πίσω σου τήν τηλεόραση».

Οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές κάνουν ἀπρόσεκτα κάποια πράγματα. Ἄν ρωτήσεις κάποιον, γιατί δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία, σπάνια θά ἀκούσεις ὅτι δέν πιστεύει καί γι᾿ αὐτό δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία. Στήν πραγματικότητα ὅμως, αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία.

Δέν πηγαίνει, γιατί:

• δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση τοῦ χρειάζεται, γιά νά πάει στήν ἐκκλησία· 

• δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση χρειάζεται, γιά νά παραμείνει στήν ἐκκλησία· 

• δέν ἔχει τόση πίστη, ὅση χρειάζεται, γιά νά παρακολουθεῖ τίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας.

Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει πρόοδος πνευματική χωρίς ἔργα τῆς πίστης. Ἡ πίστη αὐξάνει μέ τά ἔργα τῆς πίστης. 

• Ἄν οἱ πιστοί νηστεύουν, τότε καί οἱ λιγότερο πιστοί πρέπει νά νηστεύουν, γιά νά ἔχουν ἔμπρακτη πίστη πού θά τούς ἐνισχύει στήν πίστη. 

• Ἄν οἱ πιστοί πηγαίνουν στήν ἐκκλησία, πρέπει καί ὁ λιγότερο πιστός νά πάει, γιά νά ἔχει, ἔστω, μία παρουσία στήν ἐκκλησία!

Κάποιος μοῦ εἶπε:

«Πάτερ, μοῦ λέτε νά πηγαίνω στήν ἐκκλησία. Ἀλλά δέν μπορεῖτε νά φανταστεῖτε, πόσες κακές σκέψεις, πόσα μολυσμένα πράγματα κουβαλάω μέσα μου».

Ξέρω ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολύ διαφορετικοί.

Ἀλλά ξέρω καί ὅτι, χωρίς νά πηγαίνεις ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ δωρεά καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖς νά δεχτεῖς χάρη Θεοῦ. 

Ἑπομένως: Νά πηγαίνεις ὅπως εἶσαι, ὅσο καί ἄν οἱ σκέψεις σου εἶναι μολυσμένες, ὅσο καί ἄν εἶναι κατώτερες! Νά πηγαίνεις. Διότι μόνον ἔτσι μπορεῖ νά ἔλθει ὁ καιρός πού θά καθαρίσει τό μυαλό σου καί δέ θά ἔχεις πιά τίς βρώμικες σκέψεις πού ἔχεις τώρα μέσα σου.

Ἡ συμμετοχή στίς ἱερές ἀκολουθίες εἶναι μία διδασκαλία, εἶδος σχολείου! Μόνο ὅταν φοίτησα στή Θεολογική Σχολή διαπίστωσα, τί θησαυροί ὑπάρχουν στίς ἱερές ἀκολουθίες.


Γέρων Θεόφιλος Παραϊάν


Ὁλόκληρη ἡ προσοχή μας στραμμένη πρός στόν Θεό



Η μέριμνά μας θα πρέπει να είναι να κάνουμε τα πάντα προς δόξαν Θεού. Έτσι μας διδάσκει ο Απόστολος Παύλος: «Εἴτε οὖν ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε.»Αν κάνουμε αυτό το πράγμα, δεν πρέπει να ασχολούμαστε με μία αφύσικη αυτοσυγκέντρωση περισσότερο από αυτό που χρειάζεται. Και ιδιαίτερα δεν πρέπει να αυτοσυγκεντρωνόμαστε προς βλάβη της ζωής που μας χάρισε ο Θεός και με την οποία πρέπει να Τον υπηρετούμε και να κερδίσουμε την σωτηρία και την πνευματική μας πρόοδο. Αν λάβουμε υπ’ όψιν το γεγονός ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος , όταν ρωτήθηκε από τους στρατιώτες τί θα έπρεπε να κάνουν για να σωθούν, δεν τους είπε να μην είναι πλέον στρατιώτες, αλλά τί πρέπει να κάνουν ως στρατιώτες. 
Και αν σκεφθούμε ότι ο ίδιος Άγιος, όταν ρωτήθηκε από τους τελώνες τί θα έπρεπε αυτοί να κάνουν, δεν τους απάντησε να πάψουν να είναι τελώνες, αλλά τί θα έπρεπε να κάνουν ως τελώνες: «ἦλθον δὲκαὶτελῶναι βαπτισθῆναι, καὶεἶπον πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε, τί ποιήσομεν; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδὲν πλέον παρὰτὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε».
Όταν έχουμε μπροστά μας μερικά πράγματα όπως αυτά, δεν πιστεύω ότι υπάρχει λόγος πλέον να ποθούμε κάποια πράγματα τα οποία δε μας τα ζητάει κανείς, δηλαδή να επιδιώκουμε μία αυτοσυγκέντρωση η οποία περισσότερο θα μας ζημίωνε παρά θα μας ωφελούσε.
Θυμάμαι ότι κάποτε, παλιά, διάβασα στο βιβλίο του Rodriguez «Ο δρόμος της χριστιανικής τελείωσης» τη συμβουλή «να κάνεις οποιοδήποτε έργο ωσάν να είναι το τελευταίο σου έργο και το μοναδικό έργο με το οποίο σωζόμαστε». Πιστεύω ότι δε θα μπορούσε να λεχθεί κάτι καλύτερο γι’ αυτούς που έχουν την αποστολή να εκπληρώσουν κάποια έργα στον κοινωνικό βίο.
«Η προσευχή μου είναι να σε φιλοξενώ και να σε ψυχαγωγώ με αγάπη», είπε ένας γέροντας της ερήμου σε έναν αδελφό που του ζητούσε συγχώρηση, γιατί τον καθυστέρησε από την εκπλήρωση του κανόνα της προσευχής του. Το σημαντικό είναι να μεταστρέψουμε όλες μας τις δυνάμεις (ενέργειες, δράσεις) προς δόξαν του Θεού. Αν κάνουμε έτσι, τότε δεν υπάρχει πλέον λόγος να αναλογιζόμαστε κάποιου είδους αυτοσυγκέντρωση πάνω από τη φύση μας, ή να σκεφτόμαστε άλλες δράσεις από αυτές που συνήθως πράττουμε. Σε μία καθηγήτρια μαθηματικών έλεγα κάποτε ότι πρέπει να παραδίδει τα μαθηματικά όπως θα τα παρέδιδε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.

Πηγή: «Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν
Χωρίς φως, φωτισμένος»
Μετάφραση- επιμέλεια:
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης
Εκδόσεις ΑΘΩΣ


http://eisdoxantheou-gk.blogspot.gr