.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προσευχή μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προσευχή μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

"΄Ω, Παναγιά μου Δέσποινα, δέξου τά δάκρυά μου τούς στεναγμούς μου άκουσε, δές τήν μετάνοιά μου"


΄Ω, Παναγιά μου Δέσποινα, 
δέξου τα δάκρυά μου
τους στεναγμούς μου άκουσε
δές την μετάνοιά μου.

Εμπρός Σου, Παναγία μου,
στέκω γονατισμένος
την κεφαλή έχω σκυφτή
είμαι συντετριμμένος.

Ποιός άλλος ημπορεί να δει
στα βάθη της καρδιάς μου;
τις φλόγες τις ακοίμητες
να σβήσει τις φωτιάς μου;

Ποιός βλέπει την απόγνωση
και την απελπισία;
πού να ζητήσω έλεος;
πού να βρω προστασία;

Με το χρυσό το χέρι Σου
βγάλε με απ'το χάος
δος μου γαλήνη, Δέσποινα,
ας παύσει αυτός ο σάλος.

Στη σκοτεινιά μου δώσε φως,
Βασίλισσα Μαρία,
Συ δώσε μου παρηγοριά,
γλυκιά μου Παναγία.

*Ισιδώρας Μοναχής*

Πηγή: Λύρα του Πνεύματος

Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ.... Εὐχή μ ε τ α ν ο ί α ς. Ἀπόδοση στὴν Νέα Ἑλληνική. [ Ε Ξ Ο Χ Ο! ]


Εύσπλαχνε και ελεήμονα Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, Εσύ που ήρθες στον κόσμο για να σώσεις τους αμαρτωλούς, εκ των οποίων εγώ είμαι ο πρώτος, ελέησέ με πριν τον θάνατό μου. 

Διότι γνωρίζω ότι με περιμένει φρικτό και φοβερό δικαστήριο μπροστά σε όλη την κτίση, τότε που θα φανερωθούν όλες οι εγκληματικές και βέβηλες πράξεις μου. 

Γιατί πράγματι δεν είναι άξια συγγνώμης ούτε συγχώρησης τα αμαρτήματά μου, που υπερβαίνουν σε πλήθος ακόμα και την άμμο της θάλασσας.

Γι’ αυτό και δεν τολμώ να ζητήσω άφεση αμαρτιών για αυτά, Δέσποτα, γιατί περισσότερο από όλους τους ανθρώπους ενώπιόν Σου έσφαλα.

Γιατί έζησα πιο άσωτα και από τον άσωτο Υιό,
γιατί οφείλω περισσότερα και από τον οφειλέτη των μυρίων ταλάντων,
γιατί περισσότερο και από τον τελώνη έκλεψα,
γιατί και από τον Ληστή περισσότερο θανάτωσα τον εαυτό μου,
γιατί πιο πολύ και από την πόρνη εγώ ο φιλόπορνος έπραξα,
γιατί περισσότερο από τους Νινευΐτες εγκλημάτησα αμετανόητα,
γιατί παραπάνω από τον Μανασσή «οι ανομίες μου υπερέβησαν το κεφάλι μου και σαν βαρύ φορτίο με κατέβαλαν και ταλαιπωρήθηκα και κάμφθηκα μέχρι το τέλος»,
γιατί λύπησα το Άγιο Πνεύμα σου,
γιατί παράκουσα τις εντολές του,
γιατί σκόρπισα τον πλούτο σου,
γιατί βεβήλωσα τη Χάρη σου,
γιατί τον αρραβώνα που συνήψαμε τον κατέστρεψα με ανομίες,
γιατί το τίμιο ‘κατ’ εικόνα’ σου, την ψυχή μου, τη μόλυνα,
γιατί τον χρόνο που μου έδωσες για μετάνοια, τον πέρασα με τους εχθρούς σου,
γιατί καμιά σου εντολή δεν φύλαξα,
γιατί καταβρώμισα τον χιτώνα μου, αυτό με τον οποίο Εσύ με έντυσες,
γιατί έσβησα τη λαμπάδα της λογικής,
γιατί το πρόσωπό μου, που Εσύ φώτισες, εγώ το εξαχρείωσα με αμαρτίες,
γιατί τα χείλη μου, αυτά που πολλές φορές καθαγίασες με τη Θεία Ευχαριστία, εγώ τα μόλυνα με ξεδιαντροπιές.

Και γνωρίζω καλά ότι μπροστά στο φοβερό βήμα σου με κάθε τρόπο θα καταδικαστώ ο χυδαίος. Ξέρω καλά ότι εκείνη τη στιγμή όλα όσα έχω πράξει θα ελεγχθούν και δεν θα κρυφτεί τίποτε ενώπιόν Σου.

Αλλά σε παρακαλώ, αγαθέ, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε, «μη με ελέγξεις με θυμό. Δεν λέω ‘μη με παιδεύσεις’, γιατί αυτό δεν είναι δυνατόν λόγω των έργων μου, αλλά μη με ελέγξεις με θυμό».

Θα ωφεληθώ σε αυτό από Εσένα, εάν δεν με παιδέψεις με θυμό και οργή, ούτε φανερώσεις αυτά μπροστά σε Αγγέλους και ανθρώπους προς εξευτελισμό και ατίμωσή μου.

«Κύριε μη με ελέγξεις με τον θυμό σου».


΄Αν κανείς δεν αντέχει να κουβαλά τον θυμό ενός φθαρτού βασιλιά, πόσω μάλλον να μπορώ εγώ ο άθλιος να υποστώ τον θυμό τον δικό Σου, του Κυρίου.

«Κύριε μη με ελέγξεις με τον θυμό σου».
Γνωρίζω ότι ληστής ζήτησε και αμέσως παρέλαβε από εσένα τη συγχώρεση.

Ξέρω ότι πόρνη ολόψυχα σε πλησίασε και συγχωρέθηκε.

Γνωρίζω ότι τελώνης αναστέναξε εκ βάθους ψυχής και δικαιώθηκε.

Εγώ όμως ο πανάθλιος, υπερβαίνοντας όλους αυτούς στις αμαρτίες, δεν θέλω να τους μιμηθώ στη μετάνοια, ούτε έχω αρκετά δάκρυα.
Δεν έχω καθαρή και αληθινή εξομολόγηση,
δεν έχω στεναγμό εκ βάθους καρδίας,
δεν έχω καθαρή την ψυχή μου,
δεν έχω αγάπη κατά Θεόν,
δεν έχω πνευματική πτωχεία,
δεν έχω διαρκή προσευχή,
δεν έχω εγκράτεια στη σάρκα μου,
δεν έχω καθαρότητα λογισμών,
δεν έχω θεοπρεπή προαίρεση.
Με ποιο, λοιπόν, πρόσωπο ή με ποιο θάρρος να ζητήσω συγχώρεση;

«Κύριε μη με ελέγξεις με τον θυμό σου».
Πολλές φορές, Δέσποτα, αποφάσισα να μετανοήσω. Πολλές φορές, στην Εκκλησία με κατάνυξη γονατίζω ενώπιόν Σου, βγαίνοντας έξω όμως αμέσως ξαναπέφτω στις αμαρτίες.
Πόσες φορές με ελέησες κι εγώ σε παρόργισα!
Πόσες φορές έδειξες μακροθυμία κι εγώ δεν επέστρεψα!
Πόσες φορές με σήκωσες κι εγώ πάλι γλιστρώντας γκρεμίστηκα!
Πόσες φορές εισάκουσες την προσευχή μου, ενώ εγώ σε παράκουσα!
Πόσες φορές με πόθησες, ενώ εγώ καθόλου δεν σε υπηρέτησα!
Πόσες φορές με τίμησες, ενώ εγώ δεν σε ευχαρίστησα!
Πόσες φορές, ενώ αμάρτησα, ως αγαθός Πατέρας με παρηγόρησες και ως γιο σου με καταφίλησες και ανοίγοντας την αγκαλιά σου μου φώναξες:
«Σήκω, μη φοβάσαι, στάσου όρθιος· έλα και πάλι, δεν σε ντροπιάζω, δεν σε αποστρέφομαι, δεν σε απορρίπτω ούτε είμαι σκληρόκαρδος με το πλάσμα μου, το τέκνο μου, την εικόνα μου, τον άνθρωπο που έπλασα με τα ίδια μου τα χέρια και τον ντύθηκα, αυτόν που για χάρη του έχυσα το αίμα μου.

Δεν αποστρέφομαι το λογικό μου πρόβατο το χαμένο, δεν μπορώ να μην του αποδώσω την προηγούμενη καλή του ανατροφή, δεν μπορώ να μην το συνυπολογίζω με τα άλλα ενενήντα εννέα πρόβατα· διότι γι’ αυτό και μόνο κατέβηκα στη γη και άναψα για λυχνάρι την ίδια μου τη σάρκα και σκούπισα όλο μου το σπίτι (για να βρω αυτή τη χαμένη δραχμή) και συγκάλεσα όλες τις φιλικές μου ουράνιες δυνάμεις για να χαρούν με αυτήν την εύρεση.

Όλα αυτά λοιπόν ως αγαθός και φιλάνθρωπος μου χάρισες Δέσποτα, εγώ όμως ο άθλιος περιφρονώντας τα όλα έφυγα για την ξένη και μακρινή χώρα της απώλειας. 

Αλλά εσύ ο ίδιος, Πανάγαθε, πάλι φέρε με πίσω και μην οργισθείς με μένα τον ταλαίπωρο, Κύριε, μη με ελέγξεις με τον θυμό σου, εύσπλαχνε, αλλά μακροθύμησε κι άλλο για χάρη μου. 

Μη βιαστείς να με αποκόψεις σαν την άκαρπη συκιά, ούτε να επιτρέψεις πρόωρο θάνατο, αλλά δώσε μου προθεσμία ζωής και οδήγησέ με στη μετάνοια, Κύριε και «μη με ελέγξεις με τον θυμό σου, Δέσποτα, ούτε να με παιδέψεις με την οργή σου».

«Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμαι ασθενής στην ψυχή», είμαι ασθενής στον λογισμό, είμαι ασθενής στην απόφαση και ασθενής στην προαίρεση. 

Με εγκατέλειψε η δύναμή μου, με εγκατέλειψε ο χρόνος, τελειώνουν οι μέρες μου όλες μέσα στη ματαιότητα και έφτασε το τέλος. 

Αλλά άνοιξε, άνοιξε, άνοιξέ μου, Κύριε, κι ας χτυπάω ανάξια και μη με κλείσεις έξω από την πόρτα της ευσπλαχνίας σου. 

Γιατί, αν εσύ κλείσεις, ποιος θα μου ανοίξει; 

Εάν Εσύ δεν με ελεήσεις, ποιος θα με βοηθήσει;

Κανένας άλλος, κανένας Κύριε, εκτός από Εσένα τον εκ φύσεως Ελεήμονα και εύσπλαχνο.

Ευχή Γ’ Μετανοίας, Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού (ή Αναστασίου του Σιναΐτου)
Επιλογή αποσπασμάτων – Απόδοση στη Νεοελληνική: aparchi.gr
Το πρωτότυπο Εδώ


Μια υπέροχη Προσευχή!

Εὐχὴ Γ' (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνό, 
ἄλλοι λέγουν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου)

Εὔσπλαγχνε καὶ πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησόν με πρὸ τῆς ἐμῆς τελευτῆς.
Οἶδα γὰρ ὅτι φρικτὸν καὶ φοβερὸν ἀναμένει με δικαστήριον ἐνώπιον πάσης τῆς κτίσεως, ὅτε καὶ τῶν ἐναγῶν καὶ παμβεβήλων μου πράξεων ἁπασῶν φανέρωσις γίνεται· ἀσύγγνωστα γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀνάξια ὑπάρχουσι συγχωρήσεως, ὡς ὑπερβαίνοντα τῷ πλήθει ψάμμον θαλάσσιον.
Διὰ τοῦτο καὶ οὐ τολμῶ τὴν αἴτησιν τῆς ἀφέσεως τούτων ποιήσασθαι, Δέσποτα, ὅτι πλεῖον πάντων ἀνθρώπων εἰς Σέ ἐπλημμέλησα.
Ὅτι ὑπὲρ τὸν ἄσωτον ἀσώτως ἐβίωσα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν μυρία τάλαντα χρεωφειλέτης Σου γέγονα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Τελώνην κακῶς ἐτελώνησα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Ληστήν ἐμαυτόν ἐθανάτωσα,
ὅτι ὑπὲρ τὴν Πόρνην ἐγώ ὁ φιλόπορνος ἔπραξα,
ὅτι ὑπὲρ τοὺς Νινευΐτας ἀμετανόητα ἐπλημμέλησα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν «ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου αἱ ἀνομίαι μου καὶ ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ' ἐμέ καὶ ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους»·
ὅτι τὸ Πνεῦμα Σου τὸ ἅγιον ἐλύπησα,
ὅτι τῶν ἐντολῶν Σου παρήκουσα,
ὅτι τὸν πλοῦτόν Σου διεσκόρπισα,
ὅτι τὴν χάριν Σου ἐβεβήλωσα,
ὅτι τὸν ἀρραβῶνα, ὅν μοι δέδωκας, ἐν ἀνομίαις ἀνήλωσα,
ὅτι τὸ τίμιον κατ' εἰκόνα Σου, τὴν ψυχήν μου, ἐμόλυνα,
ὅτι τὸν χρόνον, ὅν μοι δέδωκας εἰς μετάνοιαν,
μετὰ τῶν ἐχθρῶν Σου ἐβίωσα,
ὅτι οὐδεμίαν ἐντολήν Σου ἐφύλαξα,
ὅτι τὸν χιτῶνά μου κατερρύπωσα, ὅν με ἐνέδυσας,
ὅτι τοῦ ὀρθοῦ λόγου τὴν λαμπάδα ἀπέσβεσα,
ὅτι τὸ πρόσωπόν μου, ὅ ἐφαίδρυνας,
ἐν ἁμαρτίαις ἠχρείωσα,
ὅτι τοὺς ὀφθαλμούς μου, οὕς ἐφώτισας,
ἑκουσίως ἐτύφλωσα,
ὅτι τὰ χείλη μου, ἅπερ πολλάκις τοῖς θείοις Σου μυστηρίοις ἡγίασας, αἰσχύναις ἐμόλυνα.
Καί οἶδα ὅτι πάντως τῷ φοβερῷ Σου βήματι παραστήσομαι ὡς κατάδικος ὁ παμμίαρος.
Οἶδα ὅτι πάντα τότε τὰ πεπραγμένα μοι ἐλεγχθήσονται καὶ οὐκ ἀποκρυβήσεται οὐδὲν παρὰ Σοί.
Ἀλλά δέομαί Σου, εὐσυμπάθητε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε,
«μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, οὐ λέγω, μὴ παιδεύσῃς με, ἀδύνατον γὰρ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με».
Κερδήσω τοῦτο παρὰ Σοί, ἐὰν μὴ τῷ θυμῷ Σου καὶ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με, μηδὲ φανερώσῃς αὐτὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων ἐνώπιον εἰς αἰσχύνην μου καὶ ὄνειδος.
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
εἰ φθαρτοῦ βασιλέως θυμὸν οὐδεὶς ἐνεγκεῖν δύναται, πόσῳ μάλλον Σοῦ τοῦ Κυρίου τὸν θυμὸν ὁ ἄθλιος ὑποστήσομαι;
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με».
Οἶδα Λῃστήν αἰτήσαντα καὶ παρευθὺς συγχώρησιν ἐκ Σοῦ κομισάμενον.
Οἶδα Πόρνην ὁλοψύχως προσελθοῦσαν καὶ συγχωρηθεῖσαν.
Οἶδα Τελώνην ἐκ βάθους στενάξαντα καὶ δικαιωθέντα.
Έγώ δὲ ὁ πανάθλιος πάντας ὑπερβαίνων ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ μετανοίᾳ τούτους οὐ θέλω μιμήσασθαι, οὐδὲ γὰρ ἔχω δάκρυον ἐκτενές.
Οὐκ ἔχω ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ ἀληθινήν,
οὐκ ἔχω στεναγμὸν ἐκ βάθους καρδίας,
οὐκ ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν,
οὐκ ἔχω ἀγάπην κατά Θεόν,
οὐκ ἔχω πτωχείαν πνευματικήν,
οὐκ ἔχω προσευχὴν διηνεκῆ,
οὐκ ἔχω σωφροσύνην ἐν τῇ σαρκί,
οὐκ ἔχω καθαρότητα λογισμῶν,
οὐκ ἔχω προαίρεσιν θεοτερπῆ.
Ποίῳ οὖν προσώπῳ ἤ ἐν ποίᾳ παρρησίᾳ ζητήσω συγχώρησιν;
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην.
Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω.
Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα!
Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα!
Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον!
Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ Σου παρήκουσα!
Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα!
Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!
Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας·
ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι·
πάλιν δεύρο,
οὐκ ὀνειδίζω σε,
οὐ βδελύσσομαι,
οὐκ ἀποῤῥίπτω,
οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα,
τὸ ἐμὸν τέκνον,
τὴν ἐμὴν εἰκόνα,
ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα,
ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα,
οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός,
οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν,
οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις·
διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα,
τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.
Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός
καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα,
ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος,
εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα.
Ἀλλ' αὐτὸς με, πανάγαθε,
πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι,
Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε,
ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ' ἐμοὶ.
Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον,
μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με,
ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε,
καὶ «μή τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσης με».
«Ἐλέησόν με, Κύριε,
ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ»,
ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ,
ἀσθενής τῇ γνώμη,
ἀσθενής τῇ προαιρέσει.
Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς,
ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος,
ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν.
Ἀλλ' ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας Σου.
Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει;
Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει;
Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι»·
Ἐξενεύρισε γάρ με ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθενῆ καὶ συντετριμμένον ἐποίησεν,
ὁ ἀσθενής δὲ καὶ συντετριμμένος οὐ δύναται ἀναστῆσαι ἑαυτόν,
οὐ δύναται ἰάσασθαι ἑαυτόν,
ὁ συντετριμμένος οὐ δύναται βοηθήσαι ἑαυτῷ,
λοιπόν ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι...
«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα»·
Σωματικὸς καὶ ψυχικός με κατέλαβε τάραχος, Δέσποτα,
ὅτι σαρκικοῖς περιέπεσα πάθεσιν,
ὅτι καὶ τὴν σάρκα καὶ τὴν ψυχήν τοῖς δαίμοσιν ἐποίησα παίγνιον.
Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου τὰ συνδεσμοῦντα τὸν ἔσω ἄνθρωπον.
Ποῖα ταῦτα;
Ἡ πίστις, ἡ φρόνησις, ἡ ἐλπίς, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.
Ταύτα τὰ ὀστᾶ συνετρίβησαν, Δέσποτα,
«ἀλλ' ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».
Ὁρῶ γὰρ λοιπόν τὴν ὥραν τῆς ζωῆς μου προφθάσασαν,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὴν πρός τὰ ἐκεῖσε χαλεπήν ὁδὸν καὶ μακράν,
κἀμέ πρός τὰ ἐκεῖσε ἐμαυτόν ἑτοίμως μὴ ἔχοντα,
καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὸν δανειστήν ἀπαιτοῦντά με καὶ μὴ ἀποδοῦναι ἰσχύοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὸν λογοθέτην μου τὸ χειρόγραφον ἐπισείοντα καὶ τοὺς δημίους βρύχοντας κατ' ἐμοῦ, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ πολλούς κατηγοροῦντάς με καὶ οὐδὲνα συνήγορον, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὅλος δι' ὅλου ταραχῆς καὶ σκοτοδίνης πεπλήρωμαι καὶ ἀγωνιῶ καὶ τρέμω καὶ φρίττω καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράττομαι καὶ τί πράξω οὐκ ἐπίσταμαι ἤ ποίῳ προσώπῳ τὸν Κριτήν μου θεάσωμαι!
Ἰλιγγιῶ, ταράττομαι, συνέχομαι καὶ ἀμηχανῶ, καὶ λοιπόν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».
Ὁ πονηρὸς διενοχλεῖν οὐ παύεται, οἱ ἐχθροὶ μου τοῦ πολεμεῖν οὐκ ἀφίστανται, ὁ ἐμφύλιος τῆς σαρκός πόλεμος καταφλέγει με πάντοτε, οἱ πονηροί λογισμοί οὐδαμῶς ἡσυχάζουσι.
«Καί Σύ Κύριε, ἕως πότε;».
Ἰδοὺ ὁρᾷς, Κύριε, πάντα τὰ κατ' ἐμέ,
ὅτι ἄπορα καὶ ἐλεεινὰ.
Ἰδοὺ βλέπεις τὴν κατ' ἐμοῦ ἔνστασιν καὶ τὸν πόλεμον τοῦ σώματος καὶ τὴν κάμινον τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχικῆς μου δυνάμεως.
Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε οὐ συμπαθεῖς;
Ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς; Ἕως πότε οὐ σπεύδεις;
Ἕως πότε οὐ βλέπεις; Ἕως πότε παρορᾷς;
Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει Σου σῶσόν με.
Μὴ παρίδῃς με, Κύριε, τὸν ἀνάξιον,
ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου.
Ἡ γὰρ Σὴ παρόρασις ἐμὴ κατάπτωσις γίνεται, Δέσποτα.
«Δι'ὅ ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου καὶ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».
Ὡς συμπαθὴς ἐλέησον, ὡς ἐλεήμων συμπάθησον,
ὡς φιλάνθρωπος σῶσόν με, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου, πονηρὰ γὰρ εἰσιν.
Οὐχ ἕνεκεν τῶν πόνων μου, ἀσθενὴς γάρ εἰμι.
Οὐχ ἕνεκεν τῶν λογισμῶν ἤ τῶν λόγων μου, ρυπαροὶ γάρ εἰσι καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλ' ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, πολυέλεε Κύριε, σῶσόν με.
Εἰ δὲ δικάσασθαι πρός με βούλει, Δέσποτα, ἐγὼ πρῶτος ἐκφέρω κατ' ἐμαυτοῦ τὴν ψῆφον.
Ἐγώ καταδιαμαρτύρομαι ὅτι ἄξιος θανάτου εἰμί.
Λοιπόν σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, εἰς τὴν φιλανθρωπίαν Σου καταφεύγω, Πανάγαθε.
Οὐκ ἔχω τί Σοι προσαγαγεῖν ἄξιον,
ἐλεημοσύνην ζητῶ,
μὴ ἀπαιτήσῃς με τὴν ταύτης τιμήν.
«Μνήσθητι τῶν λόγων Σου, Κύριε, ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Καὶ «ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιά παράγουσι». Καί «ούδείς καθαρός ἀπὸ ῥύπου».
Καὶ ὅτι «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου».
Ἐάν γὰρ ἀνομίας παρατηρήσῃς ἡμῶν, οὐδεὶς ὑποστήσεται, Κύριε, δι' ὅ σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δούλόν Σου ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐκ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου.
Ἐάν γὰρ τὸν ἄξιον ἐλεήσῃς, οὐδὲν θαυμαστόν. Ἐάν τὸν δίκαιον σώσῃς, οὐδὲν ξένον. «Σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου», ἐπ' ἐμοὶ τὸ ἔλεός Σου θαυμάστωσον, Κύριε, εἰς ἐμὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου ἐμφάνισον, Δέσποτα, εἰς ἐμὲ τὴν φιλανθρωπίαν Σου μεγάλυνον, Ἅγιε.
Δεῖξον ἐπ' ἐμοί, Κύριε, τὰ ἀρχαῖα ἐλέη Σου, ὅτι τοὺς μέν δικαίους σῲζεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς ἐλεεῖς.
Μὴ νικήσῃ ἡ ἐμὴ κακία τὴν Σήν ἀγαθότητα, Κύριε,
μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου.
Ἐάν γὰρ θελήσῃς μετ' ἐμοῦ δικάσασθαι,
φραγήσεταί μου τὸ στόμα, μὴ ἔχον τὶ φθέγξασθαι ἤ τὶ ἀπολογήσασθαι.
Δι' ὅ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου, μηδὲ ἐπισταθμήσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας τῇ Σῇ ἀπειλῇ. «Ἀλλ' ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον». Καί «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ τὸ ἔλεός Σου καταδιώξῃ με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».
Καταδιωξάτω με τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, τὸν κακῶς ἀπὸ Σοῦ φεύγοντα, τὸν ἀεί ἀπὸ Σοῦ δραπετεύοντα καὶ πρός τὴν ἁμαρτία ἀεί κακῶς ἀποτρέχοντα.
Τοῦτο μόνον ἐπικαλοῦμαι καὶ ἱκετεύω καὶ δέομαι, «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».
Σῶσόν με πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν εἰς τὰ ἐκεῖσε δικαστήρια, ἤ μᾶλλον τἀληθές εἰπεῖν, εἰς τὰ ἐκεῖσε κολαστήρια, ἔνθα οὐκ ἔστι μετάνοια οὔτε ἐξομολόγησις. «Ἐν γὰρ τῷ ἃδῃ φησί, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι;
Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, ὅτι οὐκ έστιν ἐν τῷ θανάτω ὁ μνημονεύων Σου», οὐδὲ ἐν τῷ ἃδῃ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἐκεῖ γὰρ οὐκ ἔστι μετάνοια, οὐκ ἔστιν ἄφεσις τοῖς ὧδε μὴ μετανοοῦσι μηδὲ ἐξομολογουμένοις.
«Δι' ὅ σῶσόν με μετανοοῦντά Σοι καὶ ἐξομολογούμενον τὸν ἀνάξιον δοῦλόν Σου, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου». Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» καὶ «ὅσα ἄν αἰτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε».
Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ἵνα καὶ ἐπ' ἐμοὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον καὶ ὑπερδεδοξασμένον ὄνομά Σου, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ δι' ἐμὲ κατ' ἐμὲ γεγονώς, ὡς ἄν κἀγὼ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων συναριθμηθεὶς δοξάζω Σε τὸν ὑπεράγαθον καὶ φιλάνθρωπον Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεῦματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.



Θεέ μου, σπλαχνίσου με...


Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Θεέ μου, σπλαχνίσου κι ελέησέ με τον αμαρτωλό. Αυτά έλεγε ο τελώνης...

Δεν απαριθμούσε ούτε τα καλά του έργα ούτε τα κακά. Ο Θεός τα γνωρίζει όλα. Κι ο Θεός δεν επιθυμεί την απαρίθμηση των αμαρτιών, αλλά την ταπείνωση και τη μετάνοια για όλ’ αυτά. Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ...

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς


"Σε ευχαριστώ, Κύριε" -κυρ Φώτης Κόντογλου

"Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ’ έπλασες από το τίποτα.
Αλλά δεν μ’ έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω.
Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερμηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. 
Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα.
Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μονάχα αυτός στον κόσμο.
Η κραταιά δύναμη σου βαστά όλη την κτίση κι όλες τις ψυχές σαν νάναι μία και μονάχη. 
Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μία και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συγχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία".

κυρ Φώτης Κόντογλου

Προσευχή Αυτοκριτικής Ελλήνων 21ου αιώνος

Λυπήσου μας Θεέ μου, λυπήσου μας, Σε παρακαλούμε.

Γιατί είμαστε αμαρτωλοί. 
Γιατί είμαστε απροετοίμαστοι αλλά και αδιάφοροι στον πνευματικό πόλεμο. 
Κερδίζουμε μία μάχη και χάνουμε δύο.

Λυπήσου μας Θεέ μου. 
Γιατί είμαστε ανίκανοι ν’ αγαπήσουμε. 
Είμαστε ανίκανοι να Σου μοιάσουμε. 

Εσένα που μας έπλασες κατ’ εικόνα και ομοίωση, μας ονόμασες ανθρώπους, μας έφτιαξες αγωνιστές αλλά εμείς οι ανεπίδεκτοι μαθήσεως καταντήσαμε χαμερπείς και λιποτάκτες. 

Αρνηθήκαμε την εικόνα Σου στον καθρέφτη της ψυχής μας και φτιασιδώνουμε τη δική μας μπροστά σε καθρέφτες κομμωτηρίων, ινστιτούτων αισθητικής και γυμναστηρίων επιδιώκοντας την ομοίωση με εφήμερα και αναλώσιμα είδωλα τα οποία προσκυνούμε αντί για Σένα.

Λυπήσου τα παιδιά μας που στα σχολεία μαθαίνουν για το προπατορικό αμάρτημα, αλλά στα σπίτια και μπροστά στα χαζοκούτια εκπαιδεύονται πώς να το επαναλαμβάνουν.

Λυπήσου μας Θεέ μου. Εμάς που με μεγάλη ευκολία ξεχάσαμε τι σημαίνει «Τετάρτη και Παρασκευή». Στα σπίτια μας νηστεύουμε το λάδι μόνο στα καντήλια που μένουν σβηστά. 

Το θυμίαμα μας πέφτει βαρύ, σε αντίθεση με κάθε λογής αρρενωπά ή θηλυκά αρώματα και αποσμητικά χώρου. 
Αντικαταστήσαμε καθημερινές ευλαβικές συνήθειες αιώνων με τον ξενόφερτο τρόπο ζωής και τις «μόδες» που αλλάζουν κάθε τόσο προς όφελος των κερδοσκόπων. 

Ντρεπόμαστε να φοράμε και να κάνουμε το Σταυρό μας, ενώ άνετα κυκλοφορούμε στον κόσμο φορτωμένοι με κάθε λογής χαϊμαλιά, σύμβολα και τατουάζ που φανερώνουν τις προτιμήσεις μας – καλλιτεχνικές, αθλητικές, σεξουαλικές και άλλες. 

Χορεύουμε αδιάκριτα σε πίστες, παραλίες, γλέντια και «γιορτές» και δε βρίσκουμε χρόνο να μάθουμε τα πνευματικά βήματα για το χορό των Αγγέλων και των Αγίων που μας περιμένουν (λυπημένοι σε κάθε μας πτώση) για το μελλοντικό μας ουράνιο πανηγύρι.

Λυπήσου μας Θεέ μου, Γιατί μας έδωσες την Αγάπη κι εμείς την κάναμε reality. Μας δίδαξες την Ανοχή και τη Συγγνώμη αλλά εμείς εξακολουθούμε να μη σηκώνουμε μύγα στο σπαθί μας. 

Αγόμεθα και φερόμεθα ως πρόβατα επί σφαγή στην λεωφόρο μιας ιδεατής πραγματικότητας, αρνούμενοι το μονοπάτι που οδηγεί στην αυλή Σου, καλέ ποιμένα. 

Κι ας ξέρουμε ότι Εσύ μας περιμένεις πάντοτε με την πατρική Σου αγκαλιά ανοιχτή και έτοιμη να δεχθεί το πληγωμένο από την αποστασία σώμα και πνεύμα μας.

Λυπήσου μας Κύριε, λυπήσου μας και καθοδήγησε τα βήματά μας στη μετάνοια και την επιστροφή. Σε παρακαλούμε στήριξέ μας, εμάς τα παιδιά Σου στους δύσκολους καιρούς και τις δοκιμασίες που μας περιμένουν.

Σε ευχαριστούμε και Σε δοξάζουμε για την μεγάλη Σου αγάπη και φιλανθρωπία. 
Αμήν.

Προσευχή Ἱεροῦ Αὐγουστίνου

Κύριε ὁ Θεός μου, σέ παρακαλῶ νά μοῦ δώσῃς τήν χάριν σου, διά νά ποθῶ μέ ὅλην τήν καρδίαν μου καί μέ τόν πόθον αὐτόν νά σέ ζητῶ καί ζητῶν νά σέ εὕρω, ἀφοῦ δέ σέ εὕρω, ἀξίωσέ με νά σέ ἀγαπήσω καί ἀφοῦ σέ ἀγαπήσω εἰλικρινῶς, νά ἐλευθερωθῶ ἀπό ὅλα τά κακά, ὅσα ὑπάρχουν μέσα εἰς τήν ψυχήν μου. 
᾿Αφοῦ δέ ἀπαλλαγῶ ἀπό αὐτά, βοήθήσε με διά νά μή γυρίσω πάλιν εἰς τά ἴδια ἁμαρτήματα.
Δῶσε εἰς τήν ψυχήν μου μετάνοιαν ἀληθινήν, Κύριε ὁ Θεός μου, καί εἰς τήν καρδίαν μου λύπην βαθεῖαν διά τάς ἁμαρτίας μου, καί εἰς τά μάτια μου ἄφθονα δάκρυα μετανοίας, καί εἰς τά χέρια μου ἐλεημοσύνας πλουσίας πρός τούς πτωχούς.
Σύ, Κύριε, ὁ βασιλεύς μου, εὐδόκησε νά σβήσῃς μέ τήν χάριν σου τάς ὀρέξεις καί ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, πού ἐξεγείρονται καί ἀνάβουν ἐντός μου, καί ν᾿ ἀνάψῃς εἰς τήν ψυχήν μου τήν φλόγα τῆς ἀγάπης πρός σέ.
Σύ, Κύριε, ὁ ἐλευθερωτής μου, ἀποδίωξε ἀπό ἐμέ τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας καί ὡς εὔσπλαγχνος εὐδόκησε νά μεταδώσῃς εἰς τήν ψυχήν μου ἀπό τόν ἄφθονον πλοῦτον τῆς ἰδικῆς σου ἀγαθωσύνης.
Σύ, ὁ Θεός, ὁ Σωτήρ μου, ἀπόστρεψε ἀπό ἐμέ τόν θυμόν τῆς δικαίας ὀργῆς σου διά τάς ἁμαρτίας μου.
Δεῖξε καί εἰς ἐμέ τό ἔλεός σου καί τούς οἰκτιρμούς σου καί εὐδόκησε νά περιφράξῃς τήν ψυχήν μου μέ τήν ἀρετήν τῆς ὑπομονῆς, πού ὁμοιάζει μέ ἀσπίδα, προφυλάττει καί ἀσφαλίζει τήν ψυχήν ἀπό τάς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου.
Σύ, Κύριε, ὁ δημιουργός καί πλάστης μου, ξερρίζωσε ἀπό τήν ψυχήν μου κάθε ἀπρεπῆ καί ἐπιβλαβῆ δυσαρέσκειαν καί πικρίαν κατά τῶν ἄλλων, καί δῶσε νά βασιλεύῃ πάντοτε εἰς τόν νοῦν μου τό γλυκύ καί εἰρηνικόν φρόνημα τῆς ἐπιεικείας καί συμπαθείας πρός τόν πλησίον.

«ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΕ», σσ. 120-121, ῎Εκδοσις «ΣΩΤΗΡΟΣ»

www.elromio.gr

Πῶς παραβλέπεις Κύριε;

Πῶς παραβλέπεις ἄπειρα τῶν σφαλμάτων μου πλήθη καί οὐ λογίζῃ, Δέσποτα, τάς τῶν κακῶν μου πράξεις, ἀλλ᾿ ἐλεεῖς καί σκέπεις με, καί φωτίζεις καί τρέφεις ὡς ἐκπληροῦντα πάσας σου τάς ἐντολάς, Σωτήρ μου;

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

Ἡμάρτομεν γὰρ καὶ ἠνομήσαμεν...

«Ἡμάρτομεν γὰρ καὶ ἠνομήσαμεν, καὶ οὔκ ἐσμεν ἄξιοι ᾆραι τὰ ὄμματα ἡμῶν, διότι κατελίπομεν τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης σου, καὶ ἐπορεύθημεν ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν».

Εὐχὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ Θ΄ΩΡΑΣ

Προσευχή στον Χριστό για βοήθεια

Κύριε μου. Κύριε, Συ που μας γλύτωσες από κάθε βέλος κακού τη μέρα, γλύτωσε μας και από κάθε κακό της νύχτας.

Δέξου σα θυσία εσπερινή τα υψωμένα στην προσευχή χέρια μας.

Αξίωσε μας να περάσουμε και τη νύχτα άμεμπτα, χωρίς πειρασμούς, και λύτρωσέ μας από κάθε ταραχή και δειλία που μας φέρνει ο διάβολος.

Χάρισε στις ψυχές μας κατάνυξη και στους λογισμούς μας ενθύμηση της φοβερής και δίκαιης κρίσης Σου.

Κάρφωσε από το φόβο της αμαρτίας τη σάρκα μας και νέκρωσε τα μέλη μας για το κακό, ώστε στην ησυχία του ύπνου να χαιρόμαστε τα δίκαιά Σου κρίματα.

Διώξε από κοντά μας κάθε φαντασία άπρεπη και κάθε βλαβερή επιθυμία.

Σήκωσέ μας δε πάλι στην ώρα της προσευχής στηριγμένους στην πίστη και προκόβοντες στην αρετή, με την αγαθότητα του Σωτήρα μας Μονογενή Σου Υιού, με τον οποίο είσαι ευλογητός, μαζί με το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Μέγας Βασίλειος

Μία προσευχή στην Παναγία του Γεννάδιου Σχολάριου



Ω Μακαρία Παρθένε, κεχαριτωμένη Μαρία, υπερευλογημένη, στολίδι του ανθρώπινου γένους, χαρά των αγγέλων, αγαλλίαμα όλης της πλάσης, κορωνίδα των αρετών, εικόνα του Θεού πανέμορφη, καλότατη βασίλισσα, εγκωμιάζουμε την αγιωσύνη Σου.

Σου χρωστούμε χάριτες γιατί συνέργησες και διακόνησες στη λύτρωσή μας.

Σε παρακαλούμε, λοιπόν, Υπεραγία Θεοτόκε, δέξου τη δέησή μας και διαβίβασέ την στον Υιό Σου, τον Κύριο Ιησού Χριστό, και δι’ αυτού στον Θεό Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα…

Αν ακούει τους αμαρτωλούς, που μετανοούν, ο Θεός πως δεν θ’ ακούσει τις δικές Σου πρεσβείες;

Σπεύσε, σπλαγχνικότατη μητέρα του Ιησού μας και απάλλαξέ μας από τους φόβους και τους πόνους μας.

Δώσε μας σταθερή μετάνοια. Έγνοια για τη σωτηρία μας.

Αναπλήρωσε ό,τι μας λείπει από τη μακροχρόνια κακία μας. Έχομε την ελπίδα ότι δεν θα μας εγκαταλείψεις για την πολλή Σου ευσπλαχνία, ω κεχαριτωμένη και ευλογημένη Παναγία Δέσποινα.

Γεννάδιος Σχολάριος

Προσευχή (του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή)

Δέσποτα γλυκύτατε Kύριε ημών Iησού Xριστέ,
εξαπόστειλον την αγίαν σου χάριν και λύσον με έκ των
δεσμών της αμαρτίας. Φώτισον μου το σκότος της ψυχής
όπως κατανοήσω το Σόν άπειρον έλεος, και αγαπήσω
και ευχαριστήσω αξίως Σε τον γλυκύτατον Σωτήρα μου,
τον άξιον πάσης αγάπης και ευχαριστίας.

Nαι αγαθέ ευεργέτα μου και πολυεύσπλαχνε Kύριε·
μή απώση αφ’ ημών το σόν έλεος, αλλά σπλαχνίσθητι
το Σον πλάσμα.

Γινώσκω, Kύριε, το βάρος των ημών πλημμελημάτων,
αλλά είδον και τον Σόν ανείκαστον έλεος. Θεωρώ το
σκότος της αναισθήτου μου ψυχής, αλλά πιστεύω με
χρήστας ελπίδας, αναμένων θειόν Σου φωτισμόν και
την απαλλαγήν των πονηρών ου κακών και ολεθρίων
παθών· τη πρεσβεία της γλυκυτάτης Σου Mητρός
Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Aειπαρθένου Mαρίας
και πάντων των Aγίων. Aμήν

Προσευχή στον Χριστό για βοήθεια

Κύριε μου. Κύριε, Συ που μας γλύτωσες από κάθε βέλος κακού τη μέρα, γλύτωσε μας και από κάθε κακό της νύχτας.

Δέξου σα θυσία εσπερινή τα υψωμένα στην προσευχή χέρια μας.

Αξίωσε μας να περάσουμε και τη νύχτα άμεμπτα, χωρίς πειρασμούς, και λύτρωσέ μας από κάθε ταραχή και δειλία που μας φέρνει ο διάβολος.

Χάρισε στις ψυχές μας κατάνυξη και στους λογισμούς μας ενθύμηση της φοβερής και δίκαιης κρίσης Σου.

Κάρφωσε από το φόβο της αμαρτίας τη σάρκα μας και νέκρωσε τα μέλη μας για το κακό, ώστε στην ησυχία του ύπνου να χαιρόμαστε τα δίκαιά Σου κρίματα.

Διώξε από κοντά μας κάθε φαντασία άπρεπη και κάθε βλαβερή επιθυμία.

Σήκωσέ μας δε πάλι στην ώρα της προσευχής στηριγμένους στην πίστη και προκόβοντες στην αρετή, με την αγαθότητα του Σωτήρα μας Μονογενή Σου Υιού, με τον οποίο είσαι ευλογητός, μαζί με το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Μέγας Βασίλειος

https://amartolon-sotiria.blogspot.com/

Κλάψε, Παναγιά μου για να με λυπηθεί Εκείνος!



«Κλάψε, Παναγιά μου!...»

Γράφω την φράση και τρέμει το χέρι μου. Γράφω τις τρεις αυτές λέξεις και μούρχεται να κλάψω σαν μικρό παιδί έρημο κι εγκαταλειμμένο μέσα στην σκοτεινή και άγρια νύχτα. Δεν είναι δικιά μου η φράση αυτή. Την βρήκα τώρα, που έχω μπροστά μου το ''Ευχολόγιον'' …και είναι από το τελευταίο «Θεοτοκίον» του Κανόνος, που το αντιγράφω εδώ, κατά λέξιν, ολόκληρο:

«Θεού Μήτηρ βλέψον εις άβυσσον, ίδε ψυχήν βασάνοις εκδοθείσαν κολάζεσθαι, και τα γόνατα κλίνασα, δάκρυσον˙ ίνα επικαμφθείς σου ταις παρακλήσεσιν, ο το αίμα δους υπέρ εμού, ανακαλέση με».

Και σε μία πρόχειρη μετάφραση στον καθημερινό μας λόγο, λέγει τα εξής:

«Ω, Μητέρα του Θεού, κοίταξε την άβυσσον όπου βρίσκομαι και δες την ψυχήν μου, που έχει παραδοθεί στα βάσανα για να τιμωρηθή, και αφού γονατίσεις, κλάψε Παναγιά μου! 
Για να καμφθή από τις παρακλήσεις σου, εκείνος, που έδωσε το αίμα του για μένα, και να με ανακαλέση κοντά του».

Άκου μέχρι που έφτασε αυτός ο ευλογημένος και κατανυκτικός αυτός υμνογράφος, ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης, να παρακαλή την Υπεραγία Θεοτόκον να γονατίσει και να κλάψει, για να σωθεί την ώρα εκείνη του αμαρτωλού η ψυχή.


Από το βιβλίο του Π. Μ. Σωτήρχου «Μέγα Θεοτοκίον -Η Παράκλησις της Θεοτόκου» Εκδ. ''Αστήρ'', σελ. 63.

Προσευχή γραμμένη από τόν άγιο Ιωάννη τόν Χρυσόστομο ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΤΡΟΝ ΤΩΝ ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΩΡΩΝ ΤΟΥ ΝΥΧΘΗΜΕΡΟΥ

Κύριε μη στερήσεις με των επουρανίων σου και αιωνίων σου αγαθών.
Κύριε λύτρωσαι με των αιωνίων κολάσεων.
Κύριε είτε λόγω, είτε έργο, είτε κατά νούν και διάνοια ήμαρτον, συγχώρεσε με
Κύριε λύτρωσαι με από πάσης ανάγκης και αγνοίας και λήθης και ραθυμίας και της λιθώδους αναισθησίας.
Κύριε λύτρωσαι με από παντός πειρασμού και εγκαταλείψεως.
Κύριε, φώτισον την καρδία μου ην εσκότισαι η πονηρή επιθυμία.
Κύριε, εγώ μεν ως άνθρωπος αμαρτάνω. Συ δε ως Θεός, ελέησόν με.
Κύριε ίδε την ασθένεια της ψυχής μου και πέμψουν την χάριν σου εις βοήθεια μου, ίνα και εν εμοί δοξαστεί το όνομα σου το άγιον.
Κύριε Ιησού Χριστέ έγραψον το όνομα του δούλον σου εν βιβλίο ζωής χαριζόμενός μοι και τέλος αγαθόν.
Κύριε ο Θεός μου, ουκ εποίησα ουδέν αγαθόν, άλλα αρξαίμην ποτέ τη ευσπλαχνία σου.
Κύριε, βρέξον εις την καρδιά μου την δρόσον της χάριτος σου.
Κύριε ο Θεός του ουρανού και της γης μνήσθητί μου του αμαρτωλού του αισχρού του πονηρού και βέβηλου κατά το μέγα έλεος σου, όταν έλθεις εν τη Βασιλεία σου.
Κύριε εν μετάνοια με παράλαβέ με και μη εγκαταλείπεις με.
Κύριε, μη είσενέγκης εις πειρασμό.
Κύριε, δός μοι έννοια αγαθή.
Κύριε, δώσε μοι δάκρυο και μνήμη θανάτου και κατάνυξη.
Κύριε, δώσε μοι των λογισμών μου εξαγόρευσει.
Κύριε, δός μοι ταπείνωση, εκκοπή θελήματος και υπακοή.
Κύριε δώσε μοι υπομονή μακροθυμία και πραότητα.
Κύριε, εμφύτευσον εν εμοί την ρίζαν των αγαθών και του φόβου σου.
Κύριε, αξίωσόν με αγαπάν σε εξ όλης μου της ψυχής και της διάνοιας και τηςκαρδίας και τηρειν εν πάσει το θέλημα σου.
Κύριε, σκέπασόν με απο ανθρώπων πονηρών και Δαιμόνων και παθών και απόπαντός κακού και μη προσήκοντος πράγματος.
Κύριε, ως κελεύεις, Κύριε ως γινώσκεις, Κύριε ως βούλει, γενηθήτω το θέλημα σου εν εμοί.
Κύριε, το σον θέλημα γενέσθω και ου το εμόν.

Πρεσβείας και ικεσίας της Παναγίας Θεοτόκου και πάντων των αγίων σου,
ότι ευλογητός ει εις πάντες τους αιώνας.
Αμήν.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΩΝ – ΑΘΗΝΑ 1966

Προσευχή για απαλλαγή από κατάθλιψη και ψυχικά νοσήματα

Δέσποτα Πολυέλεε, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Ἰατρέ τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν, ἐλθέ καί θεράπευσον καί ἐμέ τόν ἀχρεῖον δοῦλον σου.

Ἐμακρύνθην ἀπό Σοῦ. Ἐπλήγωσα τήν Ἀγαθότητα καί τήν Ἀγάπην Σου. Ἥμαρτον εἰς τόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου. Πάσας τάς ἀνομίας διέπραξα. Ὅλος κεῖμαι στερημένος πάσης ἀρετῆς καί ὑγείας ψυχικῆς καί σωματικῆς. Τό σῶμα μου ἠσθένησε.

Ἡ ψυχή ἐκακώθη. Τό πνεῦμα ἀδυνατεῖ. Ἡ βούλησις ἐξετράπη. Τά πάντα συμπνίγονται καί πάσχουν ἐντός μου. Κατέβην ἕως «Ἅδου κατωτάτου». Λύτρωσαί με Κύριε ἀπό τόν ψυχικόν πνιγμόν τόν ὁδυνηρόν καί τό βάρος τῆς καρδίας τό καταθλίβον με δικαίως.

Πάσας τάς ἁμαρτίας διέπραξα. Αὗται πολεμοῦσι με. Αὗται ἐμποιοῦσι μοι τόν ἀφόρητον τοῦτον βάσανον. Ἐλέησόν με Κύριε. Μόνος ἐγώ πταίω διά τήν τοιαύτην ἐρήμωσιν καί καταστροφήν τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μου. Ὁ ἐγωισμός μέ ἐκυρίευσε. Ἡ ἀμέλεια μέ αἰχμαλώτισε. Ἡ ἀκηδία μέ ἐνέκρωσε.

Συγχώρησόν μοι Κύριε καί θεράπευσον τήν ἀθλίαν ψυχήν μου. Ἀπέλασον μακράν ἀπ’ ἐμοῦ τό πονηρόν πνεῦμα τό ἐμποιοῦν ἐμοί τόν τοῦτον τόν ἀφόρητον πνιγμόν τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος.

Ἀπομάκρυνον ἀπ’ ἐμοῦ τό βάρος τό καταθλῖβον τήν καρδίαν μου. Ἐλευθέρωσον μου τήν ψυχήν καί τό σῶμα, ἀπό πάσης ἀμελίας, ἀκηδίας, φυσιώσεως, μετεωρισμοῦ, καταθλίψεως, ἀπελπισίας, ἀδιαφορίας, ἀναισθησίας, ἀπογνώσεως καί νεκρώσεως.

Ἐγώ αὐτοπροαιρέτως ἐνέβαλλον τήν ψυχή μου εἰς ὅλα ταῦτα. Συγχώρησόν μου Κύριε τά πλήθη τῶν ἁμαρτημάτων. Θεράπευσον με ἀπό τοῦ πλήθους τῶν παθῶν μου. Δός Κύριε ἵνα μή σέ λυπήσω ποτέ πλέον ἕνεκα τῶν παθῶν τῶν κυριευσάντων τήν ἀθλίαν ψυχή μου.

Ἆρον ἀπ’ ἐμοῦ τόν κλοιόν τόν βαρύν τόν τῆς ἁμαρτίας. Ἀποδίωξον ἀπ’ ἐμοῦ πάντα ἐχθρόν καί πολέμιον. Εἰρήνευσόν μου Κύριε τήν ζωήν καί τήν ψυχήν. Καθάρισόν με ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος.

Ὅπως δυνηθῶ ἐκφυγεῖν ἀπό τά πονηρά πνεύματα τά ἐμποιοῦντα ἐμοί τό σκότος καί τόν ζόφον, τήν ἀπόγνωσιν καί τήν κόλασιν. Ἀνόρθωσόν με ἀπό κλίνης ὀδυνηρᾶς καί στρωμνῆς κακώσεως.

Ἡ κατάθλιψις καί ὁ φόβος καί ἡ αἰχμαλωσία τῶν λογισμῶν μου ἀποστραφήτωσαν ἀπ’ ἐμοῦ. Κύριε γεννηθήτω Σοι ὡς θέλεις. Εὐδοκίᾳ τῆς Σῆς Ἀγαθότητος συντριβήτωσαν οἱ ἐχθροί μου καί ὁ παλαιός ἄνθρωπος σύν τοῖς πάθεσιν καί ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ.

Γένοιτο Κύριε τό θέλημα Σου ἐπ’ ἐμοί ὥστε χαίρων καί ἀγαλλόμενος, ἄλυπος καί φαιδρῷ τῷ προσώπῳ ἀκολουθῶ Σε καί δοξάζω Σε, ὑμνῶ καί εὐλογῶ Σε εἰς πάντας τούς αἰώνας.

Ἐπίσκεψε καί ἐνίσχυσόν με διά τῆς Προνοητικῆς Δυνάμεώς Σου ἵνα Σέ δοξάζω καί ψάλλω, Σέ τόν Εὔσπλαχνον Κύριον σύν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι εἰς τούς αἰώνας. Σύ εἶ ὁ Παρακλήτωρ μου σύν τῷ Πανυπερπολυευσπλάχνῳ Πατρί καί τῷ Παναγίῳ Παρακλήτῳ Πνεύματι ἐν πάσαις ταῖς θλίψεσιν ταῖς εὑρούσαις με πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου.

Ἐλέησόν με Κύριε καί συγχώρησόν μοι τόν καταθλιμμένον καί κεκακωμένον ψυχῇ καί σώματι. Σύ εἶ ἡ Χαρά καί τό Φῶς, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή, τό Ἔαρ καί τό Πάσχα ἡμῶν τό Εὐφρόσυνον.

Σύ ἐπηγγείλω ὑμῖν τό: «οὐ μή σέ ἀνῶ οὐδ’ οὐ μή σέ ἐγκαταλείπω». Σύ εἶ Ὅστις κατῆλθες «ἕως Ἅδου ταμείων» ἀναζητῶν τό ἀπολωλός πρόβατον, τουτέστιν ἐμέ. Ἐλέησόν με Κύριε διά πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου Σου Μητρός, τῆς Πανυπερευλογημένης Χαρᾶς Πάντων, δυνάμει τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σου σταυροῦ τοῦ Ξύλου τῆς Ζωῆς, προστασίαις τῶν Τιμίων ἐπουρανίων Δυνάμεων Ἀσωμάτων, πρεσβείαις τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ, πρεσβείαις τῶν Ἁγίων ἐνδόξων καί πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων ἐνδόξων καί καλλινίκων Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, καί Πάντων Σου τῶν Ἁγίων, Ἀμήν.

Ο αμαρτωλός παθαίνει αυτό που φοβάται…



Εν απωλεία ασεβής περιφέρεται, επιθυμία δε δικαίου δεκτή. 
(ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ 10,24)

Ό πονηρός φοβάται τον επικείμενο θάνατο, ό κλέφτης φοβάται τον διαρρήκτη, ό δολοφόνος φοβάται το σπαθί, ό υπερήφανος φοβάται την αισχύνη, ό άρπαγας φοβάται την πείνα, ό γαστρίμαργος φοβάται την ασθένεια και ό συκοφάντης φοβάται την κρίση της αλήθειας. Αυτό πού φοβάται ό πονηρός είναι αυτό πού θά πάθει.

Ο δίκαιος επιθυμεί την καθαρή συνείδηση, αγαθές σκέψεις, ειρήνη, ελεημοσύνη, αγάπη, αλήθεια και πραότητα. Ό Θεός του τα δίνει αυτά, ενόσω ακόμη, βρίσκεται εδώ στη γη.

Ό δίκαιος επιθυμεί την Βασιλεία του Θεού, τον Παράδεισο, την συντροφιά των άγγελον και των άγιων, τη, θεωρία του Προσώπου του Θεού στην αιώνια ζωή. Ό Θεός του τα δίνει όλα αυτά, όταν τον καλέσει να έλθει προς Αυτόν.

Ω! Πόσο δίκαιος είναι ό Κύριος προς τον πονηρό άνθρωπο και πόσο φιλεύσπλαχνος προς τον δίκαιο! Αυτό που ό πονηρός φοβάται να μην πάθει, ό Κύριος επιτρέπει να το πάθει• αυτό πού ό δίκαιος φοβάται, ό Κύριος το αφαιρεί άπ’ αυτόν.

Τί φοβάται ό δίκαιος; Μόνον την αμαρτία. Ό Θεός αφαιρεί την αμαρτία άπ’ τον δίκαιο και κατευθύνει τα πόδια του στον δρόμο της αρετής.

Ό Θεός προστατεύει τον δίκαιο από τα κακά πνεύματα, πού σπέρνουν την αμαρτία και αρδεύει με τη, Χάρη Του τους σπόρους της αρετής μέσα στην καρδιά του.

’Ω! Κύριε Παντεπόπτα, φύλαξε μας από τους δρόμους του πονηρού, από το κέρδος του πονηρού και από τον φόβο του πονηρού!

Βοήθησε τις ασταθείς καρδιές μας να γίνουν σταθερές: να επιθυμούν μονάχα ό,τι είναι ευάρεστο σ’ Εσένα. Διότι αυτό πού είναι ευάρεστο σε Εσένα θά νικήσει στο τέλος και θά βασιλεύσει• και καθετί άλλο θά παραδοθεί στην παρακμή και τη λήθη.

Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς Επίσκοπος Αχρίδος

Το άγιο θέλημά Σου...



Ο αγώνας που κάνει ο Χριστιανός γίνεται όχι για να πη στον Θεό:

«Εγώ είμαι εντάξει· δικαιούμαι την σωτηρία» -γιατί τότε θα ήταν ένας Φαρισαίος- αλλά για να πει στον Θεό:

«Κύριε, παρ’ όλη την αδυναμία μου και την αμαρτωλότητά μου, εγώ σε αγαπώ. Και σαν έκφραση της αγάπης μου, προσπαθώ να κάνω τις εντολές Σου και το άγιό Σου θέλημα. Και από Εσένα εξαρτάται, αν θα μου δώσεις την σωτηρία και αν θα μου δώσεις την Χάρη Σου”.

Γέροντας Γεώργιος Καψάνης

Ἡ Ἁγία Πεντηκοστή

Τὸ Πνεῦμα τό Ἅγιον ὑπῆρχε, ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει. Παρακάλεσέ Το νὰ ἐπιφοιτήοει πάνω σου, γιὰ νὰ βρίσκεσαι πάντοτε ἐντός τῆς Χάριτός Του.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ζωὴ ὅλων τῶν ὄντων, Πνεῦμα ζωοποιόν. Παρακάλεσέ Το νὰ ζωοποιήσει τὴν ψυχή σου γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι πῦρ. Παρακάλεσέ Το νὰ ἀποτεφρώσει ὅλο τὸ κακὸ ἐντός σου καὶ νὰ ἀνάψει μέσα σου τὸν λύχνο τῆς καρδιᾶς σου γιὰ πάντα, ὥστε νὰ μὴ τὴν καταλάβει κανένα σκότος.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι φῶς. Παρακάλεσέ Το νὰ σὲ φωτίσει, γιὰ νὰ λάμψεις ὡς ἀστὴρ στὸ πνευματικὸ στερέωμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι Θεός. Παρακάλεσέ Το νὰ σὲ ἁγιάσει καὶ νὰ σὲ καταστήσει μέτοχον Αὐτοῦ εἰς τοὺς αἰώνας.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι τὸ πᾶν. Παρακάλεσέ Το ὡς «θησαυρὸ τῶν ἀγαθῶν» νὰ ἐκχυθεῖ στὴν καρδιά σου καὶ νὰ τὴν πληρώσει μὲ τὴν ἀτελεύτητη χαρά, γιὰ νὰ εἶσαι πλούσιος εἰς τοὺς αἰώνας.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι Πνεῦμα ἀθάνατον. Παρακάλεσέ Το νὰ γίνεις καὶ σὺ πνεῦμα, διότι εἶναι ἀδύνατον στὴν σάρκα καὶ τὸ αἷμα νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνιο ζωή. Πρέπει καὶ αὐτὰ μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἀπὸ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ζωὴ νὰ γίνουν πνευματικά. Λέγε στὴν καρδιά σου: «Καρδιά μου, τί κάνεις ἐδῶ στὴν γῆ; Γιατί βασανίζεσαι καὶ δὲν θέλεις νὰ ὑψωθεῖς πάνω ἀπὸ τὴν σκόνη; Γιατί λυπᾶσαι γιὰ τὶς γήινες δυσκολίες καὶ ἀτυχίες; Διότι ἐδῶ στὴν γῆ τίποτε δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν δικαιοσύνη Του, ἐνῶ ἐσύ πρέπει νὰ ἀνήκεις στὸν οὐρανό».
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σὲ καλεῖ στὸν οὐρανό. Ὤ, γρηγόρησον, γρηγόρησον, γιὰ νὰ ἀνταποκριθεῖς στὴν κλήση Του!
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι......Παράκλητος. Πρόσελθε νοερῶς καὶ ἐπίπεσε ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ κλάψε ἔμπροσθέν Του. Ἀνάγγειλέ Του τὶς θλίψεις σου καὶ τὶς λῦπες σου. Παρακάλεσέ Τον καὶ μὴ ντραπεῖς γιὰ τὶς ἀδυναμίες σου, διότι Αὐτὸς εἶναι Πατέρας σου καὶ δὲν θὰ σὲ αἰσχυνθεῖ οὔτε θὰ σὲ ἀποστραφεῖ. Ἀντιθέτως, Αὐτὸς εἶναι ἀγαθὸς (Ματθ. ιθ’, 17). Αὐτὸς ὅλα θὰ τὰ κατανοήσει, θὰ σὲ παρηγορήσει μὲ θεϊκὴ παρηγοριὰ ἀπεριόριστη καὶ ἀνεξάντλητη καὶ θὰ ἐξαλείψει κάθε δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια σου (Ἀποκ. ζ΄, 17).
Βλέπε τὸν ἐπίγειο Ναὸ πῶς εἶναι διακοσμημένος μὲ πολλὰ ἄνθη καὶ ἐνθυμοῦ ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔχει τὴν δύναμι νὰ σὲ πλημμυρίσει μὲ εὐωδία ζωῆς, ἡ ὁποία δὲν θὰ μαραθεῖ εἰς τοὺς αἰώνας.
Ὢ Πνεῦμα Ἅγιον, δῶσε νὰ σὲ διακονοῦμε ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, καὶ «ἐλθέ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν». Δὲν νοσταλγεῖ τόσο ἡ ἔρημος γιὰ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς, ὅσο νοσταλγεῖ ἡ καρδιὰ μας περιμένοντας τὸν ἐρχομό Σου. Ἐλθέ πρὸς ἡμᾶς, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἡ χαρὰ ἡμῶν, τὸ πᾶν ἡμῶν.
Σὺ εἶσαι ὁ Αἰώνιος Θεὸς καὶ ἐν τῇ ἀγάπῃ Σου θὰ παραμείνουμε εἰς τοὺς αἰώνας, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἕνα ὄνειρο καὶ ἕνα ποτάμι ποὺ ρέει δίπλα μας.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ

www.imaik.gr/