.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προφήτης Ελισσαίος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προφήτης Ελισσαίος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΞΥΛΟ

Ὁ προφήτης Ἐλισαῖος ἦταν μαθητὴς καὶ διάδοχος τοῦ προφήτη Ἠλία. Μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ πολλὰ θαύματα, ποὺ ἐπιτελοῦσε, ἀπέκτησε μαθητές, «υἱοὺς προφητῶν», οἱ ὁποῖοι αὐξήθηκαν καὶ δὲν χωροῦσαν πλέον μὲ ἄνεση στὸ οἴκημα ὅπου διέμεναν. Ἔτσι, κατέβηκαν μαζὶ μὲ τὸν διδάσκαλό τους σὲ μιὰ κατάφυτη ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, γιὰ νὰ κόψουν ξύλα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἔχτιζαν τὸ νέο μεγαλύτερο σπίτι τους. Καθὼς ὅμως ἔκοβαν δένδρα, πετάχθηκε τὸ μεταλλικὸ τμῆμα ἑνὸς τσεκουριοῦ καὶ ἔπεσε στὰ βαθιὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη.
–Ἄχ, κύριε! εἶπε αὐτὸς ποὺ ἔπαθε τὸ ἀτύχημα. Αὐτὸ τὸ τσεκούρι ἦταν δανεικό.
–Ποῦ ἔπεσε; τὸν ρώτησε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
–Ἐδῶ.

Ὁ προφήτης ἔκοψε ἕνα ξύλο, τὸ ἔκανε στειλιάρι καὶ τὸ ἔριξε στὸν Ἰορδάνη, στὸ σημεῖο ὅπου εἶχε βυθισθεῖ τὸ σίδερο. Τότε ἔγινε κάτι θαυμαστό: Τὸ σίδερο ἀνέβηκε στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ καὶ ἐφάρμοσε στὸ ξύλο.
–Πάρ’ το, τοῦ εἶπε.

Πράγματι, ὁ μαθητὴς ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ τὸ πῆρε μὲ χαρά (βλ. Δ´ Βασ. Ϛ´ 1-7).

Τὸ ξύλο μὲ τὸ ὁποῖο ἔγινε αὐτὸ τὸ θαῦ­μα, προτυπώνει, σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ συμ­βολίζει τὸν Τίμιο Σταυρό. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἑρμηνεύουν τὴν προτύπωση αὐτὴ τοῦ Σταυροῦ μὲ διάφορους τρόπους. Ἐ­­μεῖς ἐδῶ θὰ ἀναφέρουμε μόνο τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ φιλοσόφου (*).

Τὸ σίδερο ποὺ βυθίσθηκε στὸ νερὸ συμβολίζει τὸ ἀνθρώπινο γένος, τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς βαρύτατες ἁμαρτίες τους εἶχαν πέσει πολὺ χαμηλά. Στέναζαν κάτω ἀπὸ τὸ βαρύτατο φορτίο τῆς μεγάλης ἐνοχῆς τους, κι οὔ­τε ὑπῆρχε τρόπος καὶ δυνατότητα νὰ ἀ­­νελκυσθοῦν ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς πτώσεώς τους. Ὁ Κύριος ἐξήγαγε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ τέλμα τῆς ἐνοχῆς του, τὸν ὕψωσε ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀπώλειας. Πῶς; Μὲ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, δηλαδὴ μὲ τὴ Σταύρωσή Του. Μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴ θυσία Του, μὲ τὸ αἷμα Του. Καὶ μᾶς ἅγνισε, μᾶς καθάρισε μὲ τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνη, δηλαδὴ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα.

Ὁ ἅγιος Ἰουστίνος προχωρεῖ ἀκόμη πε­ρισσότερο: Τὸ συγκεκριμένο τσεκούρι χρησίμευε γιὰ τὸ κτίσιμο ξύλινου ­σπιτιοῦ· καὶ οἱ μαθητευόμενοι προφῆ­τες μπόρεσαν νὰ τὸ ξαναχρησιμοποιήσουν, μόνο ἀφ᾽ ὅτου ὁ προφήτης Ἐλισαῖος ἔριξε τὸ ξύλο στὸ νερό. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Κύριος μὲ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ καὶ μὲ τὸ ὕδωρ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ὄχι μόνο μᾶς χάρισε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἀξίωσε νὰ γίνουμε «οἶκος εὐχῆς καὶ προσ­κυνήσεως», σπίτι προσευχῆς καὶ λατρείας. Μᾶς κατέστησε ναοὺς τοῦ Θεοῦ, κατοικητήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…

Πόσα μηνύματα μᾶς δίνει αὐτὴ ἡ ἱστορία! Μὲ ἁπλὲς εἰκόνες μᾶς βοηθεῖ νὰ κατανοήσουμε σὲ κάποιο βαθμὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Πρῶτα-πρῶτα, τί μεγάλο βάρος εἶναι ἡ ἁμαρτία! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει γευθεῖ τὴ λύτρωση ποὺ χαρίζει ὁ Κύριος, βυθίζεται μὲ ὁρμὴ μέσα στὴν ἁμαρτία, σὰν τὸ σίδερο ποὺ κατέβαινε καρφωτὸ στὰ βαθιὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ. Μιὰ ἐλπίδα σωτηρίας ὑπάρχει, μεγάλη καὶ θαυμαστή: τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ συμβολιζόταν ἀπὸ τὸ μυστηριῶδες ξύλο τοῦ προφήτη Ἐλισαίου· καὶ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, τὸ «λουτρὸν τῆς παλιγγενεσίας» (Τίτ. γ´ 5), τὸ λουτρὸ ποὺ τὸν ἀναγεννᾶ· ποὺ συνιστᾶ πνευματικὴ γέννηση, μιὰ τελείως καινούργια ἀρχὴ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὸ χῶρο τῆς Χάριτος ποὺ λέγεται Ἐκκλησία. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν πιστὸ ποὺ ἁμαρτάνει, μία εἶναι ἡ ἐλπίδα: ὁ Ἐσταυρωμένος. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει τὴ θαυμαστὴ ἀνέλκυσή του ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς ὁποιασδήποτε πτώσεώς του στὴν ἐπιφάνεια τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἁγιότητας.

Διὰ τοῦ Σταυροῦ ἐπιτυγχάνουμε τὴ λύτρωση, τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, οἱ ὁποῖες μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν Κύριο. Διὰ τοῦ Σταυροῦ βρίσκουμε τὸν Θεό, χωρᾶμε τὸν Θεὸ μέσα μας, γινόμαστε οἶκος Θεοῦ. Ζοῦμε τὸν Θεό. Ἐρχόμαστε σὲ αἴσθηση τοῦ μεγαλείου Του, τῆς ἀγάπης Του, τῆς ἁγιότητάς Του. Τὸν γνωρίζουμε, Τὸν θαυμάζουμε, Τὸν δοξάζουμε. Καὶ πάλι, Τὸν γνωρίζουμε ἀκόμη βαθύτερα, Τὸν θαυμάζουμε ἀκόμη περισσότερο, Τὸν δοξάζουμε μὲ ἀκόμη μεγαλύτερο ἱερὸ ἐνθουσιασμό. Γίνεται ἡ καρδιά μας οἶκος προσευχῆς. Κυκλοφοροῦμε μέσα μας ἅγια νοήματα, εὐλαβεῖς σκέψεις, ἀναπέμπουμε ἱε­ρὲς προσευχές. Μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας προσ­φέρουμε λογικὴ λατρεία στὸν Θεό, τὴν τήρηση τοῦ θελήματός Του, τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ «θεία λειτουργία» ποὺ ἀναπέμ­πει καθημερινὰ ὁ πιστὸς στὸν Θεό, συν­έχεια καὶ προέκταση τῆς θείας Λειτουργίας ποὺ τελεῖται στὴν ἐκκλησία.

Δόξα, Κύριε, στὸ Σταυρό Σου! Τὸν προσκυνοῦμε μὲ εὐλάβεια καὶ εὐγνωμοσύνη, καὶ παρακαλοῦμε νὰ ἐνεργεῖ καθημερινὰ ἐπάνω μας τὴν ἀνύψωσή μας ἀπὸ τὶς πτώσεις μας καὶ τὴ μεταμόρφωσή μας σὲ ζωντανοὺς ναοὺς τοῦ Θεοῦ.

ΠΗΓΗ: osotir.org

(*) Βλ. Ἁγίου Ἰουστίνου φιλοσόφου καὶ μάρτυρος, Πρὸς Τρύφωνα Ἰουδαῖον Διάλογος 86, 6, ΒΕΠΕΣ 3, 291· ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Στ. Ν. Σάκκου, Ὁ σταυρὸς εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, ἔκδ. «Ὁ Σταυρός», Ἀθῆναι 1969, κεφ. 19: «Ὁ πέλεκυς τοῦ προφήτου», σελ. 106-109, ὅπου παρατίθεν­ται καὶ οἱ ἄλλες ἑρμηνεῖες. Βλ.ἐπίσης Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, τόμ. Ϛ´: Γ΄-Δ΄ Βασιλειῶν (ὑπὸ Ν. Π. Βασιλειάδη), ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1988, σελ. 381-383, 388-389.


O ANΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΔΕΝ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΠΕΛΠΙΖΕΤΑΙ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΣ· ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ. ΑΣ ΜΗ ΤΟ ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΙ ΑΘΕΟΙ

Απόσπασμα τῆς «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΠΙΘΑΣ», αριθ. φυλλ.74, Κοζάνη 1 Αυγούστου 1947
Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΔΕΝ ΕΙΜΕΘΑ ΜΟΝΟΙ
«Καὶ εἴπεν Ἐλισσαιέ˙ μὴ φοβοῦ ὅτι πλείους οἱ μεθʼ ἡμῶν ὑπὲρ τοὺς μετʼ αὐτῶν» (Ἁγία Γραφή)

«…Τὴν Ἁγία Γραφή θʼ ἀνοίξωμεν σήμερον καὶ ἀπʼ ἐκεῖ θὰ πάρουμε ἕνα παράδειγμα ποὺ τόσον νομίζομεν ἀνταποκρίνεται καὶ εἰς τὴν σημερινὴν κατάστασιν τοῦ ἔθνους μας. (Εὑρίσκεται εἰς τὴν Π. Διαθήκην Βασιλειῶν Δ! Κεφ. 6, στίχ. 9-18).
̶ 800 περίπου χρόνια π.χ. ζοῦσε στὴν Παλαιστίνη μία ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία, ὁ Ἐλισσαῖος, μαθητὴς τοῦ προφήτη “Hλία, προφήτης καὶ αὐτός. Ζοῦσε σὲ περίοδο ἀνωμαλίας, σὲ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν βάρβαρα ἔθνη ἔκαναν ἐπιδρομὴ κατὰ τῆς πατρίδος του. Ὁ Ἐλισσαῖος δὲν μποροῦσε νὰ μείνη ἀδιάφορος καὶ νʼ ἀφήση τὸν λαόν του νὰ ὑποδουλωθῆ καὶ τὰ ἐδάφη τῆς πατρίδος του νὰ καταπατηθοῦν. Στὰ στήθη τοῦ προφήτου ἔπαλλε γνήσιο πατριωτικὸ συναίσθημα καὶ γιʼ αὐτὸ ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος στοὺς ἀγῶνες τῆς πατρίδος πρὸς ἀπόκρουσι τῶν ἐπιδρομέων. Μὲ τὶς ὁμιλίες του ἐνεψύχωνε τὸν λαό, ἔδειχνε ὅτι πάνω ἀπὸ τὴν ὑλικῆς βία τῶν ἐχθρῶν εἶνε ἡ ἀόρατος δύναμι τοῦ Θεοῦ ποὺ πατάσσει τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ὑπερηφάνους ἐπιδρομεῖς, καὶ μὲ τὸ προφητικό χάρισμα ποὺ εἶχε, πολλὲς φορὲς ματαίωνε τὰ κατακτητικὰ σχέδια τοῦ βασιλια τῆς Συρίας, διότι ἄρπαζε μέσα ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλον τοῦ βασιλέως κάθε στρατηγικὸ σχέδιο καὶ εἰδοποιοῦσε ἐγκαίρως τὸν λαόν του περὶ τῆς ἐπικείμενης εἰσβολῆς, καὶ ὁ λαὸς ἕτοιμος πανέτοιμος ἀγρυπνοῦσε ἀγωνίζετο καὶ ἐξεδίωκε μακριά ἀπὸ τὰ συνόρα τοὺς ἐχθρούς. Ὁ βασιλιάς τῆς Συρίας πληροφορηθεῖς τὴν τεραστία δύναμι τὴν ὁποίαν ἐξασκοῦσε στὸν λαό του ὁ Ἐλισσαῖος, ἀπεφάσισεν ὅπως τὸν ἐξοντώση. Ἐξαπέστειλε τὰ στρατεύματά του καὶ ἐπολιόρκησαν ἐν καιρῶ νυκτὸς τὴν πόλιν Δωθὰν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο ὁ Ἐλισσαῖος. Ἡ φρουρᾶ ποὺ ἐφύλαττε τὴν ἐπαρχιακὴ αὐτὴ πόλιν ἦτο ἐλαχίστη, διʼ αὐτὸ ὅταν τὸ πρωῒ ὁ ὑπηρέτης τοῦ Ἐλισσαίου ξύπνησε καὶ εἴδε τὴν πόλιν ἀσφυχτικὰ πολιορκημένη γεμάτος ἀπὸ φόβο ἔτρεξε καὶ εἰδοποίησε τὸν Ἐλισσαῖον – «Κύριε – του λέγει, ἡ κατάστασίς μας εἶνε δεινἠ. Οἱ ἐχθροὶ ἦλθαν. Ἡ πόλις εἶνε πολιορκημένη ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη. Οἱ λόφοι ἔχουν καταληφθῆ ἀπὸ τὰ ἔχθρικὰ στρατεύματα. Ἵπποι καὶ ἅμαξες οἱ πολεμικὲς εἶνε ἀναρίθμητες, ἐμεῖς εἴμεθα… ἐλάχιστοι. Ω! κύριε! τί μποροῦμε νὰ κάνουμε; Πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντισταθοῦμε εἰς τὸ ἀκατάσχετο αὐτὸ ρεῦμα τῶν βαρβάρων ἐχθρῶν μας;…».
Στὴν ἀγωνία αὐτὴ τοῦ ὑπηρέτου του ὁ Ἐλισσαῖος ἀπαντᾶ: «Μὴ φοβεῖσθαι διότι αὐτοὶ ποὺ εἶνε μαζί μας εἶνε περισσότεροι ἀπʼ ἐκείνους ποὺ εἶνε μαζί μὲ τοὺς ἐχθρούς μας».
Περισσότεροι! ἀλλὰ πῶς περισσότεροι;
Ὁ ὑπηρέτης δὲν μποροῦσε νὰ τὸ καταλάβει. Μετρᾶ καὶ βλέπει μία τρομακτικὴ δυσαναλογία δυνάμεων. Ὅσοι ἦσαν μὲ τὸν Ἐλισσαῖον ἦσαν ἐλάχιστοι ἀλλʼ οἱ ἐχθροὶ ὡς ἀκρίδες ἀναρίθμητες εἶχαν πλημμυρίσει γύρω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ εἶχαν δημιουργήση γιὰ τὸν Ἐλισσαῖον καὶ τὴν μικρὴ φρουρὰ τῆς πόλεως κλοιό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ διαφύγουν. Καὶ ὅμως ὁ Ἐλισσαῖος ἐπέμενε ὅτι ἦσαν περισσότεροι. Καὶ γιὰ νὰ πείση τὸν ὑπηρέτη του ὁ προφήτης προσεύχεται. «Κύριε! ἄνοιξε παρακαλῶ τὰ μάτια του γιὰ νὰ δῆ». Τὰ μάτια του; ἀλλὰ ὁ ὑπηρέτης δὲν ἦτο τυφλός. Ἔβλεπε καθαρά! Ναὶ ἔβλεπε. Ἀλλʼ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μάτια μὲ τὰ ὁποῖα βλέπουμε τὰ ὑλικὰ, τὰ ὁρατὰ ἀντικείμενα, ὑπάρχουν καὶ ἀλλα μάτια, μάτια έσωτερικά, μάτια τῆς ψυχῆς, ποὺ τὰ ἔχουν ὀλίγες ἐκλεκτὲς ψυχὲς καὶ μὲ τὰ ὁποῖα βλέπουν πέραν τῆς ὀπτικῆς ἀκτίνος τὰ ὑπερκόσμια καὶ τὰ οὐράνια. Βλέπουν τὰ ἀόρατα, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δοῦν οἱ ὑλιστές, οἱ ἄθεοι. Τέτοια μάτια ζητοῦσε ὁ προφήτης νὰ δώση στὸν ὑπηρέτη του ὁ Θεός. Καὶ ὁ Θεὸς ἀκούει τὴν προσευχὴ τοῦ προφήτου του καὶ ὁ ὑπηρέτης βλέπει. Βλέπει τώρα ὅ,τι δὲν μποροῦσε νὰ δῆ προηγουμένως. Βλέπει ὅτι γύρω ἀπὸ τὸν Ἐλισσαῖο ἔχει συγκεντρωθεῖ στρατὸς πολύς, ἵπποι καὶ ἁμάξαι πύριναι, ἕτοιμοι νὰ ἀγωνισθοῦν ὑπὲρ τῆς πόλεως. Ἦσαν τάγματα καὶ ταξιαρχίαι οὐρανίων δυνάμεων ποὺ ἦρθαν νὰ ἐνισχύσουν τὴν μικρὴ φρουρὰ τῆς πόλεως Δωθὰν, ποὺ ἦτο γύρω ἀπὸ τὸν Ἐλισαῖο. Νὰ διατὶ ὁ Ἐλισσαῖος ἔλεγε ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ εἶνε μαζὶ μας εἶνε περισσότεροι ἀπʼ ἐκείνους ποὺ εἶνε μὲ τοὺς ἐχθρούς μας.
Τί μᾶς διδάσκει τὸ ἀνωτέρω παράδειγμα τῆς ἁγίας Γραφῆς; Ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἀγωνίζεται διὰ μίαν ἱερὰν ὑπόθεσιν, ὅπως εἶνε ἡ ὑπεράσπισις τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος του, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἰς οἱανδήποτε δυσχερῆ θέσιν καὶ ἐὰν περιέλθη καὶ ὁσονδήποτε πλῆθος ἐχθρῶν καὶ ἐὰν πρόκειται νʼ ἀντιμετωπίση, δὲν πρέπει νὰ ἀπελπίζεται, διότι δὲν εἶνε μόνος καὶ ἐγκατελελειμένως.
ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΕ Ο ΘΕΟΣ. Ἀς μὴ τὸν βλέπουν οἱ ἄθεοι. Ἄς τὸν ὑβρίζουν, ἄς τὸν περιφρονοῦν, ἄς ζητοῦν νὰ ἐξαλείψουν τὸ ἄγιον Του ὄνομα. Ὁ Θεὸς ζῆ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀγαπᾶ τὸν δίκαιον. Μισεῖ τὴν βίαν καὶ τὴν τυρρανίαν. Καὶ εἰς μίαν στιγμὴν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἄδικος καὶ ἐγκληματίας φαίνεται ἕτοιμος νὰ θριαμβεύση, ἔρχεται ἡ οργὴ τοῦ Θεοῦ, ρίπτει τοὺς κεραυνούς της, τιμωρεῖ τοὺς τυρράνους καὶ ἐλευθερώνει τοὺς πιστούς του ἐκ παντὸς κακοῦ, διὰ νὰ δύνανται γεμάτοι εὐγνωμοσύνην νὰ λέγουν πρὸ τὸν Θεόν: «Οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ, τῶν κύκλω συναπετιτεθεμένων μοι. ἀνάστα, κύριε, σῶσον με ὁ Θεός μου. ὅτι σὺ ἐπάταξες πάντας τοὺς ἐχθραίνοντας μοι ματαίως˙ ὁδόντας ἁμαρτωλῶν συνετρίψας».
Αὐτὴν τὴν κραταιὰν προστασίαν τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδικουμένων βλέπομεν χειροπιαστὴν εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ μαρτυρικοῦ μας ἔθνους. ἦλθον δραματικαὶ στιγμαί, κατὰ τὰς ὁποίας βάρβαρα ἔθνη ἐκ βορρᾶ καὶ νότου, ἀνατολῆς καὶ δύσεως ὡς ἀγέλαι ἀγρίων θηρίων ἐπέδραμον κατὰ τῆς πατρίδος μας διὰ νὰ τὴν ὑποδουλώσουν. Ἦσαν ἐκεῖνοι πολλοὶ καὶ ἡμεῖς ἐφαινόμεθα ὀλίγοι. Ἦσαν δυνατοὶ καὶ ἡμεῖς ἐφαινόμεθα ἀδύνατοι. Ἦσαν πανίσχυροι αὐτοκρατορίαι καὶ ἡμεῖς ἐφαινόμεθα ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἀσθενέστερα κρατίδια τοῦ κόσμου. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε. Μᾶς ἐπροστάτευσε πολυειδῶς καὶ πολυτρόπως. συνέτριψε τοὺς ἐχθρούς μας. καὶ ἡ Ἑλλὰς ζῆ…… καὶ θὰ ζήση.
Ἕνα μόνον πρέπει νὰ προσέξωμεν. νὰ γίνωμεν ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πραγματικοὶ χριστιανοὶ νὰ ξερριζώσωμεν ἀπὸ τὴν χώραν μας τὴν βλασφημίαν, τὴν ψευδομαρτυρίαν, τὴν πορνείαν. καὶ τὴν μοιχείαν, τὴν ἀδικίαν, νὰ ἐκτελώμεν πιστῶς τὰς ἐντολὰς τοῦ εὐαγγελίου καὶ τότε οὐδεμία δύναμις θὰ δυνηθῆ νὰ βλάψη τὴν πατρίδαν μας. θὰ ἔχωμεν 100% ἐξησφαλισμένην τὴν συμμαχίαν τοῦ Θεοῦ. Τὰ σύνορά μας θὰ γίνουν ἠλεκτροφόρον σύρμα ποὺ ὅποιος τὸ ἐγγίζη θὰ γίνη κάρβουνο. Τάγματα καὶ ταξιαρχίαι ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων θὰ φιλάττουν τὴν χώραν μας. Καὶ ὅσοι – εἴτε ἐσωτερικοὶ, εἴτε ἐξωτερικοὶ ἐχθροὶ λέγονται – πολεμοῦν τὴν ἑλλάδα, θὰ ἀντιληφθοῦν πολὺ σύντομα πόσον σκληρὸν εἶνε νὰ λακτίζουν πρὸς κέντρα.

Ἕλληνες στρατιῶται. Ἀκρίται τῆς Πατρίδος! Εἰς τὰ φυλάκια δὲν εἶσθε μόνοι. Γύρω σας πετοῦν αἱ ψυχαὶ μυριάδων ἡρώων τῆς μαρτυρικῆς αὐτῆς γῆς, οἰ ὁποῖοι ἐθυσίασαν τὴν ζωήν των διὰ νὰ γίνη ἡ Πατρίδα μας έλευθέρα. Συμπολεμοῦν καὶ αὐταὶ αἱ ψυχαὶ μαζύ σας, συμπολεμοῦν ὁ ἅγιος Δημήτριος καὶ ὁ ἄγιος Γεώργιος, καὶ ὅλοι οἰ ἅγιοι καὶ μάρτυρες τῆς φυλῆς μας. Ὅλαι αὐταὶ αἱ ψυχαὶ ἀποτελοῦν τὴν ἀόρατον στρατιάν, ἡ ὁποία συμπολεμεῖ μαζύ σας καὶ συμπολεμεῖ διότι δὲν ἀγωνίζεσθε διὰ σκοποὺς κατακτητικοῦ, ἀλλὰ ἀμύνεσθε ὑπὲρ τοῦ πατρίου ἐδάφους, ὑπερασπίζετε τὴν ἐλευθερίαν τῆς Πατρίδος. «Οὐδὲν δὲ πολυτιμώτερον Πατρίδος ἐλευθέρας». Δὲν θὰ εἶνε δὲ μακρὰν ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Δίκαιος Θεὸς θὰ στεφανώση τὴν μαρτυρικὴν Πατρίδα μας καὶ τὰ παιδιά της ὁμονοιασμένα κάτω ἀπὸ τὸν Τίμιον Σταυρὸν θὰ ψάλλουν χαρμόσυνα τὸ «Ὕπερμάχω Στρατηγῶ τὰ νικητήρια».

ΑΡΧΙΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ

Ἱεροκῆρυξ xxv ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ