.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΞΥΛΟ

Ὁ προφήτης Ἐλισαῖος ἦταν μαθητὴς καὶ διάδοχος τοῦ προφήτη Ἠλία. Μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ πολλὰ θαύματα, ποὺ ἐπιτελοῦσε, ἀπέκτησε μαθητές, «υἱοὺς προφητῶν», οἱ ὁποῖοι αὐξήθηκαν καὶ δὲν χωροῦσαν πλέον μὲ ἄνεση στὸ οἴκημα ὅπου διέμεναν. Ἔτσι, κατέβηκαν μαζὶ μὲ τὸν διδάσκαλό τους σὲ μιὰ κατάφυτη ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, γιὰ νὰ κόψουν ξύλα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἔχτιζαν τὸ νέο μεγαλύτερο σπίτι τους. Καθὼς ὅμως ἔκοβαν δένδρα, πετάχθηκε τὸ μεταλλικὸ τμῆμα ἑνὸς τσεκουριοῦ καὶ ἔπεσε στὰ βαθιὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη.
–Ἄχ, κύριε! εἶπε αὐτὸς ποὺ ἔπαθε τὸ ἀτύχημα. Αὐτὸ τὸ τσεκούρι ἦταν δανεικό.
–Ποῦ ἔπεσε; τὸν ρώτησε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
–Ἐδῶ.

Ὁ προφήτης ἔκοψε ἕνα ξύλο, τὸ ἔκανε στειλιάρι καὶ τὸ ἔριξε στὸν Ἰορδάνη, στὸ σημεῖο ὅπου εἶχε βυθισθεῖ τὸ σίδερο. Τότε ἔγινε κάτι θαυμαστό: Τὸ σίδερο ἀνέβηκε στὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ καὶ ἐφάρμοσε στὸ ξύλο.
–Πάρ’ το, τοῦ εἶπε.

Πράγματι, ὁ μαθητὴς ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ τὸ πῆρε μὲ χαρά (βλ. Δ´ Βασ. Ϛ´ 1-7).

Τὸ ξύλο μὲ τὸ ὁποῖο ἔγινε αὐτὸ τὸ θαῦ­μα, προτυπώνει, σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ συμ­βολίζει τὸν Τίμιο Σταυρό. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἑρμηνεύουν τὴν προτύπωση αὐτὴ τοῦ Σταυροῦ μὲ διάφορους τρόπους. Ἐ­­μεῖς ἐδῶ θὰ ἀναφέρουμε μόνο τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ φιλοσόφου (*).

Τὸ σίδερο ποὺ βυθίσθηκε στὸ νερὸ συμβολίζει τὸ ἀνθρώπινο γένος, τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς βαρύτατες ἁμαρτίες τους εἶχαν πέσει πολὺ χαμηλά. Στέναζαν κάτω ἀπὸ τὸ βαρύτατο φορτίο τῆς μεγάλης ἐνοχῆς τους, κι οὔ­τε ὑπῆρχε τρόπος καὶ δυνατότητα νὰ ἀ­­νελκυσθοῦν ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς πτώσεώς τους. Ὁ Κύριος ἐξήγαγε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ τέλμα τῆς ἐνοχῆς του, τὸν ὕψωσε ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀπώλειας. Πῶς; Μὲ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, δηλαδὴ μὲ τὴ Σταύρωσή Του. Μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴ θυσία Του, μὲ τὸ αἷμα Του. Καὶ μᾶς ἅγνισε, μᾶς καθάρισε μὲ τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνη, δηλαδὴ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα.

Ὁ ἅγιος Ἰουστίνος προχωρεῖ ἀκόμη πε­ρισσότερο: Τὸ συγκεκριμένο τσεκούρι χρησίμευε γιὰ τὸ κτίσιμο ξύλινου ­σπιτιοῦ· καὶ οἱ μαθητευόμενοι προφῆ­τες μπόρεσαν νὰ τὸ ξαναχρησιμοποιήσουν, μόνο ἀφ᾽ ὅτου ὁ προφήτης Ἐλισαῖος ἔριξε τὸ ξύλο στὸ νερό. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Κύριος μὲ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ καὶ μὲ τὸ ὕδωρ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ὄχι μόνο μᾶς χάρισε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἀξίωσε νὰ γίνουμε «οἶκος εὐχῆς καὶ προσ­κυνήσεως», σπίτι προσευχῆς καὶ λατρείας. Μᾶς κατέστησε ναοὺς τοῦ Θεοῦ, κατοικητήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…

Πόσα μηνύματα μᾶς δίνει αὐτὴ ἡ ἱστορία! Μὲ ἁπλὲς εἰκόνες μᾶς βοηθεῖ νὰ κατανοήσουμε σὲ κάποιο βαθμὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Πρῶτα-πρῶτα, τί μεγάλο βάρος εἶναι ἡ ἁμαρτία! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει γευθεῖ τὴ λύτρωση ποὺ χαρίζει ὁ Κύριος, βυθίζεται μὲ ὁρμὴ μέσα στὴν ἁμαρτία, σὰν τὸ σίδερο ποὺ κατέβαινε καρφωτὸ στὰ βαθιὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ. Μιὰ ἐλπίδα σωτηρίας ὑπάρχει, μεγάλη καὶ θαυμαστή: τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ συμβολιζόταν ἀπὸ τὸ μυστηριῶδες ξύλο τοῦ προφήτη Ἐλισαίου· καὶ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, τὸ «λουτρὸν τῆς παλιγγενεσίας» (Τίτ. γ´ 5), τὸ λουτρὸ ποὺ τὸν ἀναγεννᾶ· ποὺ συνιστᾶ πνευματικὴ γέννηση, μιὰ τελείως καινούργια ἀρχὴ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὸ χῶρο τῆς Χάριτος ποὺ λέγεται Ἐκκλησία. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν πιστὸ ποὺ ἁμαρτάνει, μία εἶναι ἡ ἐλπίδα: ὁ Ἐσταυρωμένος. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει τὴ θαυμαστὴ ἀνέλκυσή του ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς ὁποιασδήποτε πτώσεώς του στὴν ἐπιφάνεια τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἁγιότητας.

Διὰ τοῦ Σταυροῦ ἐπιτυγχάνουμε τὴ λύτρωση, τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, οἱ ὁποῖες μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν Κύριο. Διὰ τοῦ Σταυροῦ βρίσκουμε τὸν Θεό, χωρᾶμε τὸν Θεὸ μέσα μας, γινόμαστε οἶκος Θεοῦ. Ζοῦμε τὸν Θεό. Ἐρχόμαστε σὲ αἴσθηση τοῦ μεγαλείου Του, τῆς ἀγάπης Του, τῆς ἁγιότητάς Του. Τὸν γνωρίζουμε, Τὸν θαυμάζουμε, Τὸν δοξάζουμε. Καὶ πάλι, Τὸν γνωρίζουμε ἀκόμη βαθύτερα, Τὸν θαυμάζουμε ἀκόμη περισσότερο, Τὸν δοξάζουμε μὲ ἀκόμη μεγαλύτερο ἱερὸ ἐνθουσιασμό. Γίνεται ἡ καρδιά μας οἶκος προσευχῆς. Κυκλοφοροῦμε μέσα μας ἅγια νοήματα, εὐλαβεῖς σκέψεις, ἀναπέμπουμε ἱε­ρὲς προσευχές. Μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας προσ­φέρουμε λογικὴ λατρεία στὸν Θεό, τὴν τήρηση τοῦ θελήματός Του, τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ «θεία λειτουργία» ποὺ ἀναπέμ­πει καθημερινὰ ὁ πιστὸς στὸν Θεό, συν­έχεια καὶ προέκταση τῆς θείας Λειτουργίας ποὺ τελεῖται στὴν ἐκκλησία.

Δόξα, Κύριε, στὸ Σταυρό Σου! Τὸν προσκυνοῦμε μὲ εὐλάβεια καὶ εὐγνωμοσύνη, καὶ παρακαλοῦμε νὰ ἐνεργεῖ καθημερινὰ ἐπάνω μας τὴν ἀνύψωσή μας ἀπὸ τὶς πτώσεις μας καὶ τὴ μεταμόρφωσή μας σὲ ζωντανοὺς ναοὺς τοῦ Θεοῦ.

ΠΗΓΗ: osotir.org

(*) Βλ. Ἁγίου Ἰουστίνου φιλοσόφου καὶ μάρτυρος, Πρὸς Τρύφωνα Ἰουδαῖον Διάλογος 86, 6, ΒΕΠΕΣ 3, 291· ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Στ. Ν. Σάκκου, Ὁ σταυρὸς εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, ἔκδ. «Ὁ Σταυρός», Ἀθῆναι 1969, κεφ. 19: «Ὁ πέλεκυς τοῦ προφήτου», σελ. 106-109, ὅπου παρατίθεν­ται καὶ οἱ ἄλλες ἑρμηνεῖες. Βλ.ἐπίσης Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, τόμ. Ϛ´: Γ΄-Δ΄ Βασιλειῶν (ὑπὸ Ν. Π. Βασιλειάδη), ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1988, σελ. 381-383, 388-389.