Όχι μόνο η ερευνητική αλλά κυρίως η χριστιανική ηθική, μας προτρέπει να εξετάσουμε το παραπάνω ζήτημα με έναν δίκαιο διαχωρισμό.
Aπό το 1948 που η Εκκλησία της Ελλάδος έπεσε στην βαρύτατη προδοσία της Πίστεως, συνιδρύοντας και συμμετέχοντας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών -κάτι που προϋπόθετε την εκ μέρους της αποδοχή της θεωρίας των κλάδων- της στέρησε εν πολλοίς το αξίωμα της να εμφανίζεται ως προστάτης και φορέας ορθόδοξων θέσεων. Έτσι δεν θα ήταν αβάσιμο να εξετάσουμε το παραπάνω ζήτημα απορρίπτοντας τις καταδικαστικές κατά των παλαιοημερολογιτών αποφάσεις της Ελλαδικής Εκκλησίας από το 1948 και μετά ως αμφίβολου κύρους.
Τα δεδομένα που έχουμε λοιπόν για την περίοδο 1924 έως το 1948 είναι εν συντομία τα παρακάτω:
1. Το πρώτο έτος της ημερολογιακής μεταβολής, ιδρύονται θρησκευτικοί σύλλογοι οι οποίοι οργανώνουν το παλαιοημερολογίτικο «κίνημα». Πίσω τους κρύβονται αγιορείτες Μοναχοί κυρίως ο Ματθαίος Καρπαθάκης και ο Αρσένιος Κοττέα (Ρουμάνος),αλλά και πολλοί ιερείς και λαϊκοί απανταχού στην Ελλάδα. Οι παλαιοημερολογίτες μέσω αυτών των συλλόγων, προτρέπουν τον λαό σε απείθεια κατά της Εκκλησίας, διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας,[1] άρνηση της Θείας Κοινωνίας[2] και τουβαπτίσματος των Νεοημερολογιτών[3] κηρύττοντας την απόσχιση από Αυτήν γιατι «εναυάγησε».[4] Έτσι διέκοψαν σιωπηρά, άτυπα αλλά άμεσα ήδη από το 1924 τις σχέσεις τους με την Εκκλησία της Ελλάδος.
2. Στις 28-10-1924, η Σύνοδος της ελλαδικής Εκκλησίας επαναλαβάνει «την εμμονήν Αυτής εις τας ληφθείσας ανεκκλήτους αποφάσεις»
. Η κατάσταση αυτή διατηρείται μέχρι το 1935.
3. Το 1935 οι παλαιοημερολογίτες ισχυρίσθηκαν ότι έχουν νέα «Εκκλησίαν» αφού τότε απέκτησαν δικούς τους Αρχιερείς
.[5] Συγκεκριμένα, την Κυριακή 13/26 Mαΐου 1935) οι τρείς Μητροπολίτες που τους καθοδηγούν πλέον,δηλώνουν επίσημα –επ΄εκκλησίας[6]- ότι αποκόπτουν οριστικά κάθε σχέση και εκκλησιαστική κοινωνία με την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος ως «εμμενούσης εις την ημερολογιακήν καινοτομίαν»
.[7]
Οι τρείς Επίσκοποι ταυτόχρονα εξέδοσαν διάγγελμα «προς τον ευσεβή ορθόδοξον Ελληνικόν λαόν» που εκθέτουν τους λόγους, «δι' ους απεσχίσθησαν της Εκκλησίας …καλούντες τους νεοημερολογίτας όπως αποκηρύξωσι το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον ως αντορθόδοξον [ότι]διακόπτουσι πάσαν σχέσιν και εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά της Εκκλησίας», την οποία εκήρυτταν σχισματική.[8]
4. Την επομένη 26-5-1935, με έγγραφο τους που επιδίδουν με δικαστικό κλητήρα στην Ι. Σύνοδο,οι τρείς Επίσκοποι, της γνωστοποιούν την απόφασιν τους, «ότι διακόπτουσι του λοιπού πάσαν σχέσιν και εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετ' Αυτής εμμενούσης εις την ημερολογιακήν καινοτομίαν και αναλαμβάνουσι «την πνευματικήν ηγεσίαν και ποιμαντορίαν του αποκηρύξαντος την διοικούσαν Εκκλησίαν».
5. Στις 31 Μαΐου/13 Ιουνίου 1935 οι τρεις επίσκοποι με έγγραφο τουςεμφανίζονται πλέον ως «Σύνοδος» με Πρόεδρο τον Δημητριάδος Γερμανό, που υπέγραψε έγγραφο προς την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος με το οποίο, επαναλαμβάνει την υπό των 3 Μητροπολιτών αποκήρυξη της Διοικούσας Εκκλησίας ως σχισματικής (26-5-35 ), και αρνείται κάθε δικαιοδοσία αυτής (της Συνόδου) σε αυτούς.
6. Εν τω μεταξύ οι τρεις Μητροπολίτες -αρχηγοί του παλαιοημερολογίτικου κινήματος-, προέβησαν στην χειροτονία
τεσσάρων Επισκόπων, των Κυκλάδων Γερμανού Βαρυκοπούλου (5-6-1935), Μεγαρίδος Χριστοφόρου Χατζή (6-6-1935), Βρεσθένης Ματθαίου Καρπαθάκη (7-6-1935)
και Διαυλείας Πολυκάρπου Λιώση (7-6-1935)
, κι έτσι συγκρότησαν 7 μελή Σύνοδο
.
7. Την 14η Ιουνίου 1935 οι 3 πρωταίτιοι καθαιρούνται κατηγορουμένοι «επί φατρία, τυρεία, παρασυναγωγή, αποσχίσει και καταφρονήσει της κανονικής και νομίμου Εκκλησίας της Ελλάδος και παροτρύνσει του Ιερού Κλήρου και λαού όπως αποκηρύξωσι την κανονικήν και νόμιμον Εκκλησίαν της Ελλάδος, απεπειραθέντες να εξεγείρωσι τον λαόν κατ' αυτής και να μειώσωσι το γόητρον αυτής και απέκοψαν εαυτούς από του σώματος της Ιεραρχίας, πήξαντες αντικανονικώς και παρανόμως ιδίαν θρησκευτικήν κοινότητα, ιδρύσαντες 7μελή Σύνοδον υπό τον τίτλον «Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας της ακολουθούσης το πάτριον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον», καταπατήσαντες προς τοις Ι. Κανόσι και τους Νόμους του Κράτους, ενεργήσαντες εκ συστάσεως κατά της κανονικής και νομίμου Εκκλησίας και της Ιεραρχίας αυτής, ην απεκήρυξαν ως σχισματικήν».
Για τους 4 νεοχειροτονηθέντες επισκόπους επίσης, με την υπ' αριθμ. 3/3-7-1935 απόφαση, η Ι. Σύνοδος τους κήρυξε ενόχους, «Παρανόμου και αντικανονικής χειροτονίας εις Επισκόπους, προσχωρήσεως εις το σχίσμα το δημιουργηθέν υπό των τ. Μητροπολιτών Δημητριάδος Γερμανού, πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου και Ζακύνθου Χρυσοστόμου, αντιποιήσεως αρχής διά συμπήξεως παρασυναγωγής, φατρίας και τυρείας» και τους επέβαλε, «την ποινήν της καθαιρέσεως» και της επαναφοράς εις την των μοναχών τάξιν.
8. Τέλος η Ι. Σύνοδος κήρυξε αντικανονικά και παρανόμως από τους παλαιοημερολογίτες τελούμενα Μυστήρια ώς: «άκυρα και μηδέποτε γενόμενα».[9]
“Και τας υπό των παλαιοημερολογιτών «Αρχιερέων» τελουμένας χειροτονίας η ΔΙΣ εθεώρησεν ωσαύτως αντικανονικάς και παρανόμους, εφ' όσον ετελέσθησαν μετά την καθαίρεσιν αυτών».
Ίσως κάποιοι να αμφισβητούν ότι και η Σύνοδος πρίν το 1948 ήταν Ορθόδοξη και ίσως να θεωρούν ότι η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έγινε αιρετική –προδίδουσα την Πίστη– από το 1924. Άν υιοθετήσουν αυτή τη θέση θα πρέπει παράλληλα να μας δικαιολογήσουν επαρκώς το πώς οι τρείς Μητροπολίτες που ηγήθηκαν του παλαιοημερολογίτικου αγώνα συμμετείχαν σε μια αιρετική Σύνοδο επι 11 χρόνια η οποία καταδίκαζε, καθαιρούσε, αποσχημάτιζε, φυλάκιζε και δίωκε παλαιοημερολογίτες.
Του Ιωάννου Ρίζου
[1] Χρυσοστόμου (Α'), Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ημερολογιακά Β' 1929 σ. 4-5.
[2] Ό.ά. σ. 4-5. και Αθ. Δανιηλίδου, Η διόρθωσις του Ημερολογίου ή η μετακίνησις του Εορτολογίου. Αθήναι 1926 σ. 11-13, 71. «Κατηγγέλθη επίσης ότι οι εν Θεσσαλονίκη παλαιοημερολογίται, βδελυττόμενοι τους Ι. Ναούς της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετέβαινον εις τον αυτόθι σερβικόν ναόν, όστις ελειτούργει κατά το παλ. ημερολόγιον, και ότι οι σέρβοι ιερείς εφωτογράφησαν το πολυπληθές εκκλησίασμα ίνα ενισχύσωσι τας βλέψεις αυτών, προς δημιουργίαν ζητήματος σερβικής εν Θεσσαλονίκη μειονότητας. Διά τον Ματθαίον Καρπαθάκην κατηγγέλθη ότι εφωράθη πέμπων εξ Αγίου Όρους ταχυδρομικώς εις Αθήνας εντός φακέλλου γνησίαν Θ. Ευχαριστίαν προς μετάληψιν των παλαιοημερολογιτών. Έτεροι παλ/ται συνίστων τοις οπαδοίς αυτών να θέτωσιν αφ' εσπέρας, τεμάχιον άρτου επί της εικόνος και την επιούσαν ημέραν να μεταλαμβάνωσιν αυτού ως Θ. Κοινωνίας, ενώ έτεροι συνίστων χωρισμόν από κοίτης εις ανδρόγυνα ακολουθούντα διάφορον έκαστον μέλος ημερολόγιον. Εν τη «Εκκλησία» ωσαύτως εδημοσιεύθη η είδησις ότι οι παλ/ται «λειτουργούσι χωρίς να μνημονεύωσι (του oικείου Ιεράρχου) αναβαπτίζουσι παιδία βεβαπτισμένα εν τη Ορθ. Εκκλησία διότι δήθεν εβαπτίσθησαν με το Νέον Ημερολόγιον»(Εκκλησία 1933 σ. 113).
[3] Ό.ά.. σ. 5. Πρβλ. περί αναβαπτισμών παιδίων εν Τήνω, εν: «Ανάπλασις» 1932 σ. 300.
[4] «Εκκλησία» 1934 σ. 10.
[5] Βλ. Χρ. Νασλίμη, Η ημερολογιακή καινοτομία εξ επόψεως εκκλησιαστικής: «Η Φ.Ο.» 1950 φ. 86 σ. 3. Πρβλ. και «Η πανηγυρική δικαίωσις του αγώνος μας»: «Η Φ.Ο.» 1949 φ. 67 σ. 3.
[6] «Ούτοι εξετράπησαν εις ύβρεις και αράς κατά της Εκκλησίας και της Ι. Συνόδου ζητήσαντες την αποκήρυξιν του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου και την επαναφοράν του παλαιού ημερολογίου. («Εκκλησία» 1935 σ. 193). «Εφημερίδα των Ελλήνων» της 28-5-1935 Βλ. και «Καθημερινήν» 28-5-35.
[7] «Εκκλησία» 1935 σ. 175.
[8] Βλ. εφημερίδα «Ο Τύπος» 28-5-1935.
[9] ΚώΔΙΣ 1939-1941 σ. 234. Ως προς τα μυστήρια. βλ. απόφασιν ΙΣΙ της 3-8-1946, εν: ΚώΙΣΙ 1946, σ. 15. Κατά την λήψιν της αποφάσεως ταύτης επιφυλάξεις διετύπωσεν ο Μητροπολίτης Σερρών Κων/νος (ΚωΙΣΙ 1946 σ. 17).