.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΙ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ




(ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΗ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΟΜΙΛΙΑ )

Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος εἶνε ἐκείνη ποὺ ὑμνοῦν γενεαὶ γενεῶν. Εἶνε ἐκείνη ποὺ ἐγκωμίασε ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ὑμνητὰς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος εἶνε ὁ χρυσὸς κρίκος τῆς κτίσεως τῆς ὁρατῆς μὲ τὴν ἀόρατον. Εἶνε ἡ γέφυρα ἡ ὁποία ἑνώνει τὴν γῆν μὲ τὰ οὐράνια. Εἶνε ὁ «ἡλιοστάλακτος θρόνος», εἶνε ἡ «καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν». Εἶνε ἐκείνη διὰ τῆς ὁποίας «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. 1,14). Μόνον ἀγγελικαὶ γλῶσσαι μποροῦν νὰ ὑμνήσουν τὸ μεγαλεῖον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἡ Ἐκκλησία μας ἡ Ὀρθόδοξος διαφέρει ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι οὐδεμίαν ἀξίαν ἀποδίδουν εἰς τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἀλλὰ θεωροῦν αὐτὴν ὡς μίαν γυναῖκα ἐκ τῶν πολλῶν. Ἡ ἁγία, λέγω, ἡμῶν Ἐκκλησία μὲ ὕμνους, παρακλήσεις, μὲ ἑορτὰς τὰς ὁποίας ἐθέσπισε πρὸς τιμήν της, τὴν γεραίρει καὶ τὴν τιμᾷ. Πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου ἔχει θεσπίσει τὰς θεομητορικὰς ἑορτάς. Καὶ πρώτη ἑορτή, ἀρχὴ τῶν ἑορτῶν, εἶνε τὸ Γενέσιον (δηλαδὴ τὰ γενέθλια) τῆς Θεοτόκου, τὰ ὁποῖα ὡς γνωστὸν ἑορτάζομεν εἰς τὰς 8 Σεπτεμβρίου. Μετὰ τὰ γενέθλια ἔχομε μίαν ἄλλην ἑορτὴν εἰς τὰς 21 Νοεμβρίου, τὰ Εἰσόδια τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ μετὰ ἔρχεται μιὰ ἄλλη ἑορτή, ἡ ὁποία συγκινεῖ βαθύτατα τὸ πανελλήνιον, διότι εἶνε συνυφασμένη μὲ τὴν ἐθνικήν μας ἑορτήν· εἶνε ἡ 25η Μαρτίου, ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου. Καὶ μετὰ ἔρχεται τὸ τέλος. Διότι ὅλα ἔχουν τέλος ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ. Ἔρχεται τὸ τετέλεσται, ἔρχεται ἡ κοίμησις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Πρὸς τιμὴν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τελεῖται καὶ ἀγρυπνία εἰς τὸν ἱερὸν ναὸν τοῦτον.

Θὰ ἐξετάσωμεν, ποῖα διδάγματα δυνάμεθα ἡμεῖς ν᾿ ἀποκομίσωμεν ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Διότι νομίζω δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ ἐρχώμεθα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία ν᾿ ἀσπαζώμεθα τὴν ἁγίαν αὐτῆς εἰκόνα, δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς ν᾿ ἀνάπτωμεν τὰς κανδήλας καὶ τὰ κηριά, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐμβαθύνωμεν εἰς τὰ μυστήρια τῆς ἑορτῆς καὶ ν᾿ ἀντλήσωμεν διδάγματα ὠφέλιμα διὰ τὸν ἑαυτόν μας, ὠφέλιμα διὰ τὰ σπίτια μας, ὠφέλιμα διὰ τὴν κοινωνίαν μας. Θέλω νὰ ἐλπίζω ὅτι θὰ ἔχω πρόθυμον τὴν ἀκοὴν ὑμῶν εἰς ὁμιλίαν ταύτην.

Ἀγαπητοί. Ἐκ τῶν εὐαγγελίων γνωρίζομεν, ὅτι ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἦτο παροῦσα κατὰ τὴν σταύρωσιν τοῦ Χριστοῦ. Ἦτο ἐπίσης παροῦσα κατὰ τὴν ἀνάστασιν καὶ ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου, καὶ κατ᾿ αὐτὴν ἀκόμη τὴν Πεντηκοστήν. Ἐπίσης δὲ παροῦσα τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ὅμιλος τῶν μαθητῶν, ἡ πρώτη Ἐκκλησία, ἐξέλεξε τὸν Ματθίαν εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ προδότου Ἰούδα. Ἔκτοτε τὰ Εὐαγγέλια καὶ αἱ Πράξεις καὶ τὰ ἄλλα ἀρχαῖα κείμενα τῆς ἐκκλησίας τῆς καινῆς διαθήκης σιωποῦν. Ὅσα θὰ σᾶς είπω παρακάτω, δὲν τὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διήγησι, δὲν τὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλὰ τὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ μιὰν ἄλλην πηγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μας, τὴν ἱερὰν παράδοσιν. Διότι καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρομεν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς· αὐτοὶ μόνον τὸ Εὐαγγέλιον ἔχουν, ἡμεῖς δὲ ἐκτὸς τοῦ Εὐαγγελίου ἔχομεν καὶ τὴν ἱερὰν παράδοσιν. Ἡ ἱερὰ ἡμῶν παράδοσις, στὴν ὁποία ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι πιστεύομεν ἀκραδάντως, συμπληρώνει τὰ κενὰ τὰ ὁποῖα ἄφηκεν ἡ εὐαγγελικὴ διήγησις. Τί μᾶς λέγει λοιπὸν ἡ ἱερὰ παράδοσις ὅσον ἀφορᾷ τὴν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου; Μᾶς λέγει τοῦτο. Ὅτι μετὰ τὴν ἀνάληψιν τοῦ Χριστοῦ, ἡ Θεοτόκος εἶχε μιὰν ὡραίαν συνήθειαν. Ποιά συνήθεια εἶχε.

Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, στὰ παλαιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ὅπως τώρα ξεχύνονται σὰν ποτάμι τῆς κολάσεως στὶς πλατεῖες, στὰ μεγάλα κέντρα, νὰ κάνουν τοὺς περιπάτους τους, οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων ξέρετε ποῦ κάνανε τὸν περίπατό τους κι ἀναπνέανε καθαρὸν ἀέρα; Ἐκάνανε τὸν περίπατό τους στὰ νεκροταφεῖα, στοὺς τάφους, ἰδίως δὲ τὰς Κυριακὰς καὶ μεγάλας ἑορτάς. Ὅπως τώρα τρέχουν στὸ ποδόσφαιρο καὶ στὶς θάλασσες, ἔτσι οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων εχανε ὡς θελκτικώτατον τόπον, ὡς τόπον μεγάλων σκέψεων καὶ ἡρωϊκῶν ἀποφάσεων, ὡς τόπον πραγματικῆς φιλοσοφίας καὶ μεταρσιώσεως πρὸς τὰ ἄνω, εχανε τὰ νεκροταφεῖα, τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν.

Ἡ ὑπεραγία λοιπὸν Θεοτόκος ἔκανε αὐτὸ τὸ ἔθιμο. Διότι μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ, μέσα εἰς τὴν καρδίαν της ὑπῆρχε ἕνα καὶ μόνο πρόσωπο. Ὑπῆρχε τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ποὺ ἐγαλούχησε ἐκ βρέφους. Ὑπῆρχε τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὑπηρέτησε καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Ὑπῆρχε μέσα εἰς τὴν καρδίαν της ὁ ἀγαπητὸς τῶν ἀγαπητῶν, ὑπῆρχε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἐὰν κάθε μάνα ἀγαπάῃ τὸ παιδί της, ποὺ ἔχει τόσα ἐλαττώματα, καὶ παρ᾿ ὅλα τὰ ἐλαττώματα ποὺ ἔχει ἡ καρδιὰ τῆς μάνας ἀγαπάει τὰ παιδιά της, φαντασθῆτε ποιά ἀγάπη, σὲ ποῖο ὕψος καὶ σὲ ποῖο μῆκος καὶ ἔντασιν αἰσθημάτων ἱερῶν, ἦταν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἀγάπην της πρὸς τὸν Υἱόν της τὸν μονογενῆ. Ὁ Υἱός της ὁ μονογενής, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ βασιλεὺς τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀγγέλων, ὁ τιμιώτατος Λόγος, ὁ ὑπέρθεος Λόγος, ὁ Κύριος, ἧταν ὁ ἄξων, ὁ μυστικὸς ἄξων, πέριξ τοῦ ὁποίου περιεστρέφετο ὁλόκληρος ὁ συναισθηματικὸς κόσμος, ὁ πλούσιος συναισθηματικὸς κόσμος, τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὁ Κύριος ἧταν τὸ ἄλφα καὶ ὠμέγα τῆς ζωῆς της. Ὁ Κύριος, ὅπως ψάλλει ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος, ἧταν τὸ «γλυκὺ ἔαρ», ἡ γλυκεῖα ἄνοιξις τῆς ζωῆς της.

Ἐζοῦσε ἡ Θεοτόκος μετὰ τὴν ἀνάληψιν μὲ τὰς ἀναμνήσεις τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ της. Ἐζοῦσε μὲ τὴν διδασκαλίαν του καὶ μὲ τὸ ὅλον ἄρωμα τὸ ὁποῖον ἐξέπεμπε ἡ ὑπερκόσμιος φυσιογνωμία του. Γι᾿ αὐτὸ εἶχε συνήθεια νὰ φέρῃ τὰ βήματά της καὶ νὰ ἐπισκέπτεται τὸν τόπον ἐκεῖνον τὸν ἱερόν, τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἐπροσευχήθη ἐν ἀγωνίᾳ, τὸν τόπον ἐκεῖνον εἰς τὸν ὁποῖον ἔχυσε δάκρυα, τὸν τόπον τὸν ὁποῖον ἐπότισε μὲ τὸν ἱδρῶτα του, ποὺ ἔπιπτε ὡς θρόμβοι αἵματος. Ἐπεσκέπτετο τὴν Γεθσημανῆ.

Πολλάκις μετέβαινε στὴν Γεθσημανῆ. Ἀλλὰ κάποια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπεσκέφθη γιὰ τελευταίαν φορὰν τὴν Γεθσημανῆ, συνέβη ἐκεῖ κάτι, ἔκτακτον καὶ μοναδικὸν γεγονός. Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι. Ἡμεῖς πιστεύομεν εἰς τὴν ἱερὰν παράδοσιν, πιστεύομεν εἰς ἐκεῖνα ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ πατέρες, πιστεύομεν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν μας. Ἡ δὲ Ὀρθοδοξία μας λέγει ὅτι, ὅταν γιὰ τελευταίαν φορὰν ἐπεσκέφθη ἡ Θεοτόκος τὴν Γεθσημανῆ, συνέβη κάτι τὸ ἔκτακτον καὶ μοναδικόν· τὰ δένδρα, οἱ κορυφὲς τῶν δένδρων, στὸ πέρασμα τῆς Θεοτόκου, μάλιστα ὅταν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐγονάτισε καὶ ὕψωσε τὰς χεῖρας της εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ προσηυχήθη μετὰ δακρύων πρὸς τὸν Κύριον, τὸν Υἱὸν καὶ Θεόν της, ὅταν λέγω ἐγονάτισε, τότε καὶ τὰ δένδρα ἀκόμη, σὰν νὰ πῆραν ψυχή, ἔγειραν τὶς κορυφές των, ἐλύγισαν τὶς κορυφές των πρὸς τὰ κάτω. Σὰν νὰ ἔκαναν μετάνοια, σὰν νὰ ἤθελαν νὰ προσκυνήσουν τὴν Παντάνασσα τοῦ κόσμου, τὴν Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ.

Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχή; Ποῦ εἶνε τέτοια γυναίκα, ποὺ γονατίζει καὶ τὴν ὥρα ποὺ προσεύχεται μὲ πίστι κάνει αὐτὴ ἡ γυναίκα τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ νὰ σείωνται! Δὲν εἶνε μικρὸ παράδειγμα ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία ἐπήγαινε στὴ Γεθσημανῆ καὶ προσηύχετο ἐκεῖ ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας καὶ λυτρώσεως.

Προσευχήθη λοιπόν. Κι ὅταν πλέον τὰ δένδρα εἶχαν λυγίσει, λέγει ἡ παράδοσις, τότε παρουσιάσθη πάλιν ὁ Γαβριήλ. Παρουσιάσθη πάλιν ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος, ὁ ἀρχάγγελος ὁ ὁποῖος τῆς μετέδωκε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῶν αἰώνων, τὴν χαρμόσυνον εδησιν, ὅτι θὰ γεννήσῃ τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ τὴν πρώτην φορὰν ποὺ παρουσιάσθη ὁ ἀρχάγγελος, κατὰ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας ὅπως ζωγραφίζεται εἰς τὰς τιμίας εἰκόνας, ὁ ἀρχάγγελος κρατοῦσε κρίνον, κρίνον τοῦ οὐρανοῦ, κρίνον πνευματικόν, κρίνον τὸ ὁποῖον συνεβόλιζε τὴν παρθενίαν της, τὴν ἄφθαρτον, τὴν ἀμόλυντον παρθενίαν της. Τὴν δευτέραν φορὰν ποὺ παρουσιάσθη ἐνώπιον της δὲν κρατοῦσε πλέον κρίνον, ἀλλὰ κρατοῦσε φοίνικα, κλάδον φοίνικος· καὶ τοῦτο, διότι ὁ φοῖνιξ εἶνε σύμβολον τῆς νίκης, σύμβολον τοῦ θριάμβου ἐναντίον τῆς θλίψεως καὶ ἐναντίον τοῦ θανάτου. Καὶ ἐχαιρέτισε ἐκ νέου, ὅπως λέγουν οἱ πατέρες, τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ εἰδοποίησεν αὐτήν, ὅτι ἐντὸς ὀλίγου ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν θὰ μεταβῇ πρὸς συνάντησιν τοῦ μονογενοῦς αὐτῆς Υἱοῦ.

Γεμάτη συγκίνησιν ἱερὰ ἡ Θεοτόκος κατέβηκε ἀπὸ τὸ λόφο τῆς Γεθσημανῆ καὶ μετέβη στὸ πτωχό της σπίτι. Δὲν ἦταν κανένα μέγαρο, δὲν ἦταν κανένα ἀπὸ τὰ σπίτια τὰ σημερινά, ὅπου ὅλα λάμπουν καὶ ἀστράπτουν. Ἦταν ἕνα φτωχὸ σπιτάκι κάτω ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Γεθσημανῆ, καὶ ἐκεῖ ἔμενε μὲ τὰς ἀναμνήσεις τοῦ Κυρίου. Μπῆκε στὸ σπίτι ἡ Θεοτόκος. Δὲν εἶχε ὑπηρέτριες, ὅπως ἔχουν οἱ κυρίες τῆς ἀριστοκρατίας καὶ τὶς ὁποῖες τὶς κακομεταχειρίζονται καὶ κατὰ ποικίλους τρόπους τὶς ἀδικοῦν. Δὲν εἶχε, λέγω, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία διηκονεῖτο ἀπὸ τάγματα ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, δὲν εἶχε ὑπηρέτριες. Δὲν ἦταν καμμιὰ κυρία ὑπερήφανη καὶ ἐγωΐστρια, ἡ ὁποία μόλις παντρευτῇ ἔχει ἀξίωσι ἀπὸ τὸν ἄνδρα της νὰ προσλάβῃ ὁ φτωχὸς ὑπάλληλος ὑπηρέτρια καὶ νὰ ἐπιβαρύνεται, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐπιδεικνύεται αὐτὴ καὶ νὰ καυχᾶται. Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, μόλις ἐπέστρεψε στὸ φτωχικό της σπίτι καὶ ἐγνώριζε ὅτι ἔφθασε τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς της, ἐπῆρε, λέγει ἡ παράδοσις, στὰ χέρια της τὴ σκούπα ―ποὺ ντρέπονται σήμερα νὰ πιάσουν οἱ μοντέρνες κυρίες, ἐκεῖνες ποὺ δὲν θέλουν νὰ κάνουν καμμία οἰκιακὴ ἐργασία―, ἐπῆρε τὴ σκούπα καὶ σκούπισε ἐπιμελῶς ὁλόκληρο τὸν οἶκο της. Εὐτρέπισε ὁλόκληρο τὸ σπίτι της, ἕτοιμη νὰ ὑποδεχθῇ τὸν Κύριον, ποὺ ἤρχετο νὰ παραλάβῃ τὸ ἁγνόν της πνεῦμα. Καὶ ἀφοῦ ἐσκούπισε καὶ εὐτρέπισε μὲ τὰ δικά της χέρια τὸν οἰκίσκον, ἀμέσως ἐκάλεσε δύο γειτόνισσες, οἱ ὁποῖες ἦταν χῆρες καὶ εἶχαν ὀρφανά, τὶς ἐκάλεσε αὐτὲς καὶ τοὺς ἐμοίρασε τὸν φτωχικό της ἱματισμό. Καὶ μετὰ ἀνήγγειλε στὸ περιβάλλον τὸ φιλικό, ποὺ πάντοτε περιεκύκλωναν τὴν ὑπεραγία Θεοτόκον, ὅτι ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν θὰ ἀπέλθῃ πλέον ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν. Καὶ κατόπιν ἐξάπλωσε ἐπὶ τῆς κλίνης της, ἐσταύρωσε τὰς ἁγίας της χεῖρας, καὶ ἀπὸ τὴν ὥραν πλέον ἐκείνην ἐβυθίσθη εἰς σκέψιν βαθεῖαν καὶ συναισθηματικότητα, γιατὶ μετ᾿ ὀλίγον θὰ ἀπήρχετο ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.

Ἀδελφοί! Ἂς σταματήσωμεν μέχρις ἐδῶ. Αὐτὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος προετοιμάσθη διὰ τὸν θάνατόν της· αὐτὸ τὸ γεγονός, ὅτι εἰδοποιήθη, τρόπον τινὰ διὰ τοῦ ἀσυρμάτου τοῦ οὐρανοῦ, πὼς θὰ μετέβαινε ἐκ γῆς πρὸς τὰ οὐράνια· αὐτὸ τὸ γεγονὸς πῶς μᾶς διδάσκει!

Ἀδελφοί! Εἶνε χάρις Χριστοῦ καὶ εὐλογία τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ νὰ εἰδοποιῆται ὁ ἄνθρωπος, νὰ προαισθάνεται ὁ ἄνθρωπος, τὸν θάνατόν του. Τὰ παλαιὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μὲ ἁγνότητα μὲ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσιν εἰς τὸν Θεόν, προῃσθάνοντο οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατόν των καὶ ἔλεγαν στὰ παιδιά των· ―Παιδί μου, θ᾿ ἀποθάνω. ―Μά, πατέρα, τί ἔχεις; μάνα, τί ἔχεις; ―Θ᾿ ἀποθάνω, παιδί μου· ἦρθε τὸ τέλος μου… Καταλάβαινε. Προητοιμάζετο. Μιὰ φωνὴ ἐσωτερική, κάποιος μυστικὸς καὶ ἀόρατος σύνδεσμος μὲ τὴν αἰωνιότητα, κάποιος φτερωτὸς καὶ ἀνώνυμος ἄγγελος εἰδοποιοῦσε τὴν ψυχὴν καὶ ἔλεγε· Θ᾿ ἀποθάνῃς! Ἡγούμενοι ἅγιοι, ὅσιοι ἀσκηταὶ ποὺ ἔζησαν στὶς σπηλιές, ἀλλὰ καὶ ἅγιες προσωπικότητες ποὺ ἔζησαν μέσα εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἔγγαμον βίον, τιμίως διάγοντες ἄνδρες καὶ γυναῖκες, προῃσθάνοντο τὸν θάνατόν τους καὶ προετοιμάζοντο διὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι. Καὶ ὅπως αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ ταξιδεύσῃ δὲν περιμένει τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ προετοιμάσῃ τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ ἀπὸ ἡμέρες ἑτοιμάζεται διὰ τὸ ταξίδιόν του, ἔτσι καὶ οἱ εὐλαβεῖς αὐτὲς ψυχὲς προετοιμάζοντο διὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι.

Εἶνε σημεῖον τῶν καιρῶν, εἶνε κατάρα ὁ αἰφνίδιος θάνατος. Ἀκούσατε τί λέγει ἡ Ἐκκλησία στὴν ἀρτοκλασία; Νὰ μᾶς φυλάξῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ πολλὰ δεινά. Ποιά δεινά; «Ἀπὸ λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ…» καί… «καὶ αἰφνιδίου θανάτου». Τὸν θεωρεῖ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν αἰφνίδιο θάνατο ὅπως τὸ λοιμό, τὸ σεισμό… Καὶ εἶνε σημεῖον κακὸν ὅτι οἱ αἰφνίδιοι θάνατοι μέσα στὴν γενεά μας αὐξάνονται συνεχῶς. Ὁ αἰφνίδιος θάνατος εἶνε κακό, διότι δὲν δίδει στὸν ἄνθρωπο οὔτε λεπτό. Ὁμοιάζει μὲ τὸ γεράκι… Κάθονται οἱ κόττες στὸ γρασίδι καὶ βοσκοῦν, καὶ νομίζουν ὅτι θὰ ἐπιστρέψουν στὸ κοττέτσι. Δὲν θὰ ἐπιστρέψουν ὅμως στὸ κοττέτσι τους. Ἀπὸ πάνω, ξαφνικά, τὸ γεράκι πέφτει μὲ ὁρμὴ καὶ ἁρπάζει τὴν ὄρνιθα, καὶ μὲ τὶς φτεροῦγες του τὴν μεταφέρει στὴν φωλεά του. Ὅπως τὸ γεράκι ὁρμᾷ ἀπότομα καὶ ἁρπάζει μέσα ἀπὸ τὸ χορτάρι τὴν κόττα καὶ τὴν παίρνει ἐπάνω, ἔτσι σὰν γεράκι ὁ θάνατος ὁρμητικὸς φτερουγίζει καὶ πέφτει· στὸ δρόμο, στὸ πεζοδρόμιο, στὸ ἀεροπλάνο, στὸ γραφεῖο…, ὅπου νά ᾿νε. Ἁρπάζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ λέγει, Ἔλα ᾿δῶ!… Δὲν τοῦ δίδει οὔτε ἕνα λεπτὸ διορία νὰ πῇ τὸ «Μνήσθητί μου…». Εἶνε ὁ αἰφνίδιος θάνατος πολὺ κακὸ πρᾶγμα. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία εὔχεται ὑπὲρ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ αἰφνιδίου θανάτου. Ὦ Θεέ μου ὦ Θεέ μου!… Διὰ πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου εὔχομαι, κανείς ἀπ᾿ ὅσους εμεθα ἐδῶ μέσα νὰ μὴν ἀποθάνῃ ἀπὸ αἰφνίδιον θάνατον, ἀλλὰ σὲ ὅλους μας νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς σημάδι ὅτι φεύγομεν ἀπὸ τὸν μάταιον αὐτὸν κόσμον, καὶ νὰ προετοιμασθῶμεν διὰ τὴν αἰωνιότητα, τὸ ταξίδι τοῦ οὐρανοῦ.

Ἀλλὰ προσέξατε καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη. Πρέπει ὁ Χριστιανός, προαισθάνομενος τὸν θάνατόν του ―ἐὰν εἶσαι πατέρας, μητέρα, πρόσεξέ με καὶ ἄκουσέ με―, νὰ κάνῃ τοῦτο. Μὴν ἀφήνεις ἔτσι τὰ πράγματα. Βλέπεις, ὅτι πλέον μεγάλωσες, τὰ χιόνια ἔπεσαν πάνω στὸ κεφάλι σου. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (ἕνας ἅγιος ποὺ ἀγαπῶ καὶ ποὺ θὰ ἑορτάσῃ στὶς 24 Αὐγούστου στὰ ξακουσμένα Γιάννενα), ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἔλεγε, ὅτι· Τὰ σπαρτά, ἅμα ἀσπρίζουνε, τί περιμένουν; Τὸ δρεπάνι περιμένουν. Κι ὅταν ἀσπρίζουν τὰ μαλλιά, τί περιμένομεν, ἀδέλφια; Τὸ δρεπάνι τοῦ ἀρχαγγέλου. Προτοῦ λοιπὸν φτάσῃ τὸ δρεπάνι τοῦ ἀρχαγγέλου, οἱ γυναῖκες καὶ οἱ ἄνδρες, οἱ μητέρες καὶ οἱ πατέρες ποὺ ἔχουν παιδιὰ καὶ βλέπουν τὰ χιόνια νὰ πέφτουν πάνω στὴν κεφαλή τους, ὅσοι εἶνε πατέρες καὶ μητέρες νὰ τακτοποιήσουν τὰ τοῦ σπιτιοῦ των. Νὰ τακτοποιήσουν ὅ,τι ἔχουν. Νὰ τὰ μοιράσουν μὲ δικαιοσύνη στὰ παιδιά τους. Νὰ μὴ ἀφήσουν ἐκκρεμότητες. Μὴ ἀφήσετε, μὴ ἀφήσετε ἐκκρεμότητες. Ἂν ἀγαπᾶτε τὰ σπίτια σας, νὰ μιμηθῆτε τὸ παράδειγμα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ζωντανὴ μοίρασε ὅ,τι εἶχε στὴ γειτονιά της. Ἔτσι κ᾿ ἐσεῖς μὴ ἀφήσετε ἐκκρεμότητες μέσα στὸ σπίτι, ἀλλὰ προετοιμάσετε καὶ μοιράσετε. Διότι μετὰ τὸ θάνατό σας, ἐὰν ἀφήσετε ἐκκρεμότητες, τὰ παιδιά σας θὰ τρέχουν στὰ δικαστήρια. Γνωρίζω οἰκογένεια, ποὺ 15 χρόνια πολεμάει καὶ ἔφθασε μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο, καὶ τὰ παιδιὰ μισηθήκανε μεταξύ τους, γιατὶ οἱ γονεῖς των δὲν προετοίμασαν καὶ δὲν ἐτακτοποίησαν τὰς ἐκκρεμότητας τοῦ σπιτιοῦ των.

Ἀλλὰ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος μᾶς διδάσκει ἀκόμη καὶ κάτι ἄλλο γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη. Τὴν ἐλεημοσύνη μὴν τὴν κάνετε μετὰ τὸν θάνατον. Ὅταν ζῆτε, ὅταν τὰ χέρια αὐτὰ μποροῦν καὶ κινοῦνται καὶ μπαίνουν στὸ πορτοφόλι σας, ὅταν ζῆτε, τότε ἡ ἐλεημοσύνη ἔχει μεγάλη ἀξία. Διότι μετὰ θάνατον δὲν λέγεται πλέον ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ εἶνε χρήματα ποὺ δὲν ὀφείλονται σ᾿ ἐσᾶς. Ἐγώ, ἂν εἶχα δικαίωμα, θὰ πήγαινα σ᾿ αὐτὰ τὰ μεγάλα φιλανθρωπικὰ καταστήματα, ποὺ λέγουν ὅτι κτισθήκανε ἀπὸ διαθῆκες, καὶ θὰ ἔσβηνα αὐτὰ τὰ ὀνόματα ποὺ λένε ἐπάνω ὅτι «τὸ ἔκτισε ὁ τάδε». Ἂν τὸ ἔκτισε ζωντανός, κάνω μιὰ μετάνοια καὶ τὸν προσκυνῶ. Ἂν τὸ ἔκτισε μετὰ θάνατον, ἐγὼ ἀμφισβητῶ τὴν ἐλεημοσύνη μετὰ θάνατον. Δὲν τὴν ἀμφισβητῶ ἐγώ, τὴν ἀμφισβητοῦν καὶ οἱ ἅγιοι πατέρες. Ἀκοῦς λοιπόν, ὅτι ἕνα φιλανθρωπικὸ κατάστημα τὸ ἔκτισαν μετὰ θάνατον. Τὰ ἀπήλαυσαν δηλαδὴ τὰ χρήματά τους ἐν ζωῇ, τὰ γλεντήσανε ὅσο ζοῦσαν, καὶ μετὰ τὸν θάνατο πλέον κάνουν τὴν ἐλεημοσύνην. Ἐγώ, ἂν θά ᾿χα δικαίωμα, θὰ ἔγραφα ἀπ᾿ ἔξω· «Τῷ θανάτῳ τῷ εὐεργέτῃ τὸ κατάστημα τοῦτο». Γι᾿ αὐτό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος προαισθάνεται τὸ θάνατο, νὰ κάνῃ τὴν ἐλεημοσύνη, ὅπως τὴν ἔκανε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος.

Ἀλλὰ προχωροῦμε. Ἦλθε καὶ γιὰ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ ὁ θάνατος. Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος εἶνε τώρα νεκρά, νεκρὰ πλέον ἐπὶ τῆς κλίνης της. Νεκρὰ ἐκείνη, ἥτις ἐγέννησε τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς. Ποιοί τώρα θὰ τὴν κηδεύσουν; Ποῦ εἶνε τὰ παιδιά της; Τὰ παιδιὰ κηδεύουν τοὺς γονεῖς. Ἀλλ᾿ ἐκείνη εἶχε παιδιά; Εἶχε. Τί παιδιά; Πνευματικὰ παιδιά, ποὺ τὴν ἀγαπούσανε περισσότερο ἀπὸ τὰ ὑλικὰ παιδιά. Ποιά ἦταν; Γονεῖς, σεῖς ποὺ εἶσθε ἄκληροι καὶ δὲν ἔχετε παιδιά, μὴ λυπεῖσθε. Μπορεῖς ν᾿ ἀποκτήσῃς παιδιά, ποὺ νὰ σ᾿ ἀγαποῦν περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι τὰ σαρκικὰ παιδιά. Εἶχε παιδιὰ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, πνευματικὰ παιδιά. Κατὰ σάρκα ἕνα καὶ μόνο Υἱὸν εἶχε, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ δὲν παραδεχόμεθα τὴν βέβηλον καὶ ἀνίερον σκέψιν τῶν αἱρετικῶν ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριον εἶχε κι ἄλλα τέκνα. Ἀλλ᾿ ἐνῷ δὲν εἶχε κατὰ σάρκα τέκνα, εἶχε πνευματικοὺς υἱοὺς ποὺ τὴν ἀγαποῦσαν περισσότερο. Καὶ πνευματικά της παιδιὰ ἦταν οἱ δώδεκα ἀπόστολοι.

Ποῦ ἦταν ὅμως κατὰ τὴν κοίμησί της οἱ ἀπόστολοι; Ἔλειπαν μακριά. Ὁ Πέτρος στὴ Ῥώμη, ὁ Παῦλος πρὸς τὴν Μακεδονία, ὁ Ἀνδρέας στὴν Πάτρα, ὁ Θωμᾶς στὰς Ἰνδίας, ὁ Ἰωάννης στὴν Ἔφεσο, ὁ Τίτος στὴν Κρήτη, ὁ Τιμόθεος στὴν Ἔφεσο… Ἔλειπαν ὅλοι στὴν διασπορά. Πῶς νὰ τοὺς εἰδοποιήσουν; Πῶς νὰ τοὺς εἰδοποιήσουν, αὐτὸ ἀπορεῖτε; Πιστεύετε. Καὶ ἐὰν πιστεύετε, τότε θὰ πιστεύσετε καὶ αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὴν κοίμησι τῆς Θεοτόκου. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὸ μυαλὸ ποὺ τοῦ ᾿δωσε ὁ Θεός, κατώρθωσε νὰ βρῇ μέσο (ἀσύρματο, τηλέγραφο κ.τ.λ.) καὶ νὰ εἰδοποιῇ αὐτὸν ποὺ εἶνε στὸ Σικάγο, αὐτὸν ποὺ εἶνε στὸ Λονδῖνο καὶ στὴν κάθε γωνία τοῦ κόσμου· ἐὰν τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα, ποὺ εἶνε μιὰ ἀκτὶς τοῦ ἀπεράντου πνεύματος τοῦ Δημιουργοῦ, κατώρθωσε νὰ βρῇ μέσο καὶ νὰ εἰδοποιῇ αὐτοστιγμεὶ τοὺς ἄλλους, πολὺ περισσότερο ὁ Κύριος εἶχε μέσο, οὐράνιο ἀσύρματο… Πώ πώ πώ! πετᾶνε πετᾶνε τὰ τάγματα τῶν ἁγίων ἀγγέλων «εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα» (Ἑβρ.1,14). Φτερωτοὶ λοιπὸν ἄγγελοι πέταξαν σ᾿ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ὑδρογείου σφαίρας καὶ ἔσπευσαν νὰ εἰδοποιήσουν τοὺς ἀποστόλους.

Καὶ νά, νά… Ἐπάνω στὸν οὐρανὸ σὰν τὰ περιστέρια, σὲ φωτεινὲς νεφέλες ὡς ἐπὶ ἵππων, νὰ καὶ ἔρχεται ὁ Πέτρος, νὰ καὶ ἔρχεται ὁ Παῦλος, ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι. Καὶ τελευταῖος ἀπ᾿ ὅλους, καθυστερημένος ὅπως πάντοτε, ἔρχεται ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς. Ἦρθαν κοντά της. Καὶ πάνω στὴν παράδοσι αὐτὴ στηρίζεται τὸ ὡραιότατον καὶ γλυκύτατον ἐκεῖνο ᾆσμα ποὺ ἀκοῦμε, «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων…», ποὺ εἶνε ἀπὸ τὰ ὡραιότερα καὶ γλυκύτερα ᾄσματα ποὺ ἔχει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία.

Ναί, μαζεύτηκαν οἱ ἀπόστολοι. Καὶ τί μᾶς διδάσκει αὐτό; Ὅτι ὅταν πεθαίνῃ κάποιος γνωστός μας, πρέπει νὰ διακόπτωμεν κάθε ἐργασίαν. Τὸ πρῶτο καθῆκον εἶνε νὰ πᾶμε στὸ νεκρό. Νὰ πᾶμε στὸ νεκρό, γιὰ νὰ ἐκπληρώσωμεν ἕνα χρέος ἱερόν. Πρῶτον μὲν πρὸς τὸν νεκρόν, ποὺ φεύγει ἐκ τῆς ματαίας γῆς καὶ μεταβαίνει εἰς τὰ οὐράνια, εἰς τὸν κόσμον τῶν ἀύλων πνευμάτων. Ἔπειτα πρὸς τοὺς συγγενεῖς, οἱ ὁποῖοι παρηγοροῦνται διὰ τῆς παρουσίας μας. Ἀλλὰ νὰ ἐκπληρώσωμεν πρὸ παντὸς κάποιο ἄλλο χρέος ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ποῖον χρέος; Νὰ ὑπενθυμίσωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας τὴν αἰωνιότητα. Ἐὰν σᾶς ἐρωτήσω, ποῖος εἶνε ὁ μεγαλύτερος ἱεροκῆρυξ μέσα στὴν Ἀθήνα, καθένας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ πῇ. Ἀλλ᾿ ἐὰν σᾶς ἐρωτήσω, ποῖος εἶνε ὁ μεγαλύτερος ἱεροκῆρυξ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ὁ μεγαλύτερος ἱεροκῆρυξ εἶνε ὁ νεκρός. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος ἱεροκῆρυξ. Ὅταν τὸν βλέπῃς αὐτὸν ποὺ μέχρι χθὲς ἦταν μαζί σου, ποὺ κουβεντιάζατε καὶ λέγατε ὁ,τιδήποτε, ὅταν τὸν βλέπῃς αὐτὸν νεκρὸν κατακείμενον, τότε αὐτὸς φωνάζει· «Ματαιότης!…» (Ἐκκλ. 1,2). Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἔλεγε· Ὅταν πεθαίνῃ ὁ ἄνθρωπος, νὰ μὴ τὸν θάπτετε ἀμέσως, ὄχι· νὰ τὸν κρατᾶτε 24 ὧρες, καὶ νὰ μαζεύεστε γύρω του, καὶ νὰ μὴ μιλᾶτε ἀλλὰ νὰ προσεύχεσθε· γιατὶ καλύτερος ἱεροκῆρυξ ἀπὸ τὸ νεκρὸ δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο… Κάθε νεκρός, ετε φτωχὸς ετε πλούσιος, ετε στρατηγὸς ετε στρατιώτης, ετε βασιλιᾶς ετε πολίτης ἢ κ᾿ ἕνας ἀλήτης τοῦ δρόμου, διδάσκει. Καὶ ἐὰν κάθε νεκρὸς μᾶς ὑπενθυμίζῃ τὴν αἰωνιότητα, τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ Χριστό, ἐὰν κάθε νεκρὸς εἶνε πηγὴ διδασκαλίας διὰ τὸν ἄνθρωπον, φαντασθῆτε ὁποίαν διδασκαλίαν προσέφερε τὸ σκήνωμα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου!

Μαζευτήκανε, λοιπόν, οἱ ἀπόστολοι καὶ κρατοῦσαν στὰ χέρια τοὺς τὸ φέρετρο καὶ τὸ μετέφεραν ἐκτὸς τῆς πόλεως. Ἐκείνη ὅμως τὴ στιγμὴ κάτι συνέβη. Τί συνέβη; Ἐνῷ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ τὰ κλαδιὰ λυγίζανε, ἐνῷ καὶ οἱ δαίμονες ἔτρεμαν, ἐνῷ τὰ πάντα ἀνέπεμπαν τὰ ἐξόδιον ὕμνον, μιὰ ὀχιά, ἕνας Ἑβραῖος, τί ἔκανε; Ἅπλωσε τὸ βρωμερό του χέρι στὸ φέρετρο. Καὶ ἀμέσως, ἀστραπιαίως, κόπηκε τὸ χέρι του καὶ ἔμεινε κρεμασμένο, ὅπως φαίνεται στὶς εἰκόνες. Αὐτὴ τὴ βεβήλωσι καὶ ἁμαρτία ἔκανε ὁ Ἑβραῖος τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία τὸ σκήνωμα τὸ ἱερόν, φερόμενον ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀποστόλων, ὡδηγεῖτο πρὸς τὰ ἔξω.

Ἀδελφοί, τελειώνω. Δὲν προχωρῶ περισσότερο. Αὐτὸ εἶνε μὲ ὀλίγες λέξεις τὸ ἱστορικὸν πλαίσιον τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Στὸ τέλος τώρα τῆς ὁμιλίας, ποὺ εὑρισκόμεθα, μᾶς φωνάζει ἡ φωνὴ τοῦ οὐρανοῦ καὶ μᾶς λέγει·

Ἐσεῖς μανάδες, ἐλᾶτε κοντὰ στὸ Πρότυπο τῶν μητέρων, νὰ μάθετε πῶς πρέπει νὰ ἀγαπᾶτε τὰ παιδιά σας. Ὅσοι εἶσθε παιδιὰ καὶ πρὸ παντὸς τὰ ὀρφανά, ἐλᾶτε κοντὰ στὴ γλυκειὰ Μάνα τοῦ κόσμου, νὰ βρῆτε καταφύγιο. Ὅσοι εἶσθε παρθένοι ἀμόλυντοι καὶ ἁγνοί, ἐλᾶτε κοντὰ στὴν Παρθένο, καὶ φυλάξτε τὸ κρίνον αὐτὸ τῆς ἁγνότητος, «τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας». Ὅσοι εἶσθε ἀγράμματοι, ἐλᾶτε στὴν Παναγία γιὰ νὰ μάθετε τὴν μεγαλύτερη φιλοσοφία τοῦ κόσμου. Ὅσοι εἶσθε σοφοί, ἐλᾶτε στὴν Παναγία γιὰ νὰ μάθετε, ὅτι ἡ σοφία ἦτο ἡ ταπείνωσις ἡ βαθειά της. Ὅσοι εμεθα ἁμαρτωλοί, ἂς ἔλθουμε στὴν Θεοτόκο, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσῃ κοντὰ στὸ Χριστό. Νομίζω, ὅτι ἡ αὐριανὴ ἡμέρα αὐτὸ τὸ μάθημα μᾶς δίδει.

Ἐκτὸς ὅμως τῶν εἰδικῶν μαθημάτων, τὰ ὁποῖα ἐξάγομεν ἐκ τῶν διαφόρων πτυχῶν τῆς ἱστορίας τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὸ σπουδαιότερο μάθημα ποὺ προσφέρει εἰς ὅλους ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος εἶνε, ὅτι ὁ θάνατος ἄλλαξε ὄνομα. Ὁ θάνατος, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐσταυρώθη ὁ Χριστός, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ κατέβηκε κάτω στὸν ᾅδη καὶ ἔσπασε τὰς χαλκίνας πύλας καὶ ἐθριάμβευσε, ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην δὲν εἶνε τι τὸ φοβερὸν καὶ ἀποτρόπαιον, τὸ ὁποῖον ἐνέπνεε τὸν τρόμον καὶ τὸν φόβον στὸν προχριστιανικὸν κόσμον. Ἀπὸ τὴν ὥραν ποὺ ὁ Χριστὸς ἀνῆλθε νικητὴς ἐκ τῶν κευθμώνων τοῦ ᾅδου, ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ θάνατος ἄλλαξε πλέον τὸ φοβερόν του καὶ ἀποτρόπαιον πρόσωπο. Εἰς τὸ ἑξῆς δὲν λέμε ὅπως πρὸ Χριστοῦ, ὁ θάνατος τοῦ Σωκράτους, τοῦ Ἀριστοτέλους, τοῦ Πλάτωνος. Ἀλλὰ τί λέμε; Εἰς τὸ ἑξῆς, ἂν πιστεύῃς, ὁ θάνατος σον κοίμησις. Γι᾿ αὐτὸ δὲν λέμε, ὁ θάνατος τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ λέμε, ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου. Δὲν ἀποθνῄσκει ὁ ἄνθρωπος. Αὐτὸ ποὺ μένει ἐδῶ στὴ γῆ, αὐτὸ ποὺ πάει στὸ τάφο, δὲν εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Ὁ κυρίως ἄνθρωπος εἶνε ἡ ψυχή. Ὁ ἄνθρωπος ζῇ καὶ βασιλεύει μέσα στὸν κόσμο τῶν ἀύλων πνευμάτων καὶ μέσα στὴν αἰωνιότητα. Δὲν ὑπάρχει θάνατος. Γιὰ τὸν Χριστιανό, ὁ ὁποῖος πιστεύει στὸ Χριστὸ ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 11,25), ὁ θάνατος εἶνε κοίμησις.

Μόλις βραδιάσῃ, ἡ μάνα παίρνει τὸ παιδὶ καὶ τὸ βάζει στὴν κούνια νὰ τὸ κοιμήσῃ. Ὑπάρχει μάνα, ποὺ ἅμα βάλῃ τὸ παιδί της στὴν κούνια κλαίει; Εδατε ποτέ; Καμμιά μάνα. Γιατὶ ἀκούει τὴν ἀνάσα τοῦ παιδιοῦ καὶ λέει· Κοιμήσου, παιδί μου, κοιμήσου. Ξέρει, ὅτι θά ᾿ρθῃ τὸ πρωΐ, καὶ τὸ παιδὶ θὰ ξυπνήσῃ ζωηρό, σὰν τὸ λουλούδι ποὺ βγαίνει δροσᾶτο. Ὅπως λοιπὸν ἡ μάνα δέν κλαίει, ὅταν κοιμίζει στὴν ἀγκαλιά της τὸ παιδί, γιατὶ ξέρει ὅτι θὰ ξαναξυπνήση, ἔτσι καὶ οἱ Χριστιανοι δὲν κλαῖνε τοὺς νεκρούς, κατὰ τὴν συμβουλὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου «μὴ λυπῆσθε» (Α΄ Θεσ. 4,13).

Δὲν εἶνε ψέμα ―εἶνε ἀλήθεια ἡ θρησκεία μας―, εἶνε γεγονός, ὅτι ἐπάνω ἀπὸ τὰ μνήματα, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς τάφους, θά ᾿ρθῃ ἡμέρα ποὺ θὰ ἠχήσῃ σάλπιγξ. Ὅσο βέβαιον εἶνε ὅτι αὔριο τὸ πρωῒ ξημερώνει Δευτέρα (ἄρα ἡ ἑορτὴ ἦτο ἡμέρα Δευτέρα), τόσο νὰ εἶσθε βέβαιοι ὅτι θά ᾿ρθῃ ἡμέρα, ἡμέρα μεγάλη, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπάνω ἀπὸ τοὺς τάφους θ᾿ ἀκουσθῇ σάλπιγξ οὐράνια καὶ οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ στὶς δεήσεις δὲν λέγομεν «ὑπὲρ τῶν νεκρῶν», ἀλλὰ «ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων» ἡμῶν. Καὶ γι᾿ αὐτὸ τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, τότε ποὺ πίστευαν οἱ ἄνθρωποι, ἐξεφράζοντο μὲ πίστι. Τί νὰ τὰ κάνω σήμερα τὰ γράμματα, τί νὰ τὰ κάνω τὰ πανεπιστήμια καὶ τὰ διπλώματα, ὅταν δὲν ὑπάρχῃ πίστις; Δός μου ἕνα γραμμάριο πίστι, νὰ σοῦ δώσω τὰ διπλώματα τοῦ κόσμου. Ἡ πίστις εἶνε παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα. Λοιπὸν τὰ παλαιὰ χρόνια, ποὺ ὑπῆρχε πίστις, τὰ μέρη ποὺ θάβονται οἱ νεκροὶ δὲν λεγότανε νεκροταφεῖα, ὄχι, ἀλλὰ κοιμητήρια. Κ᾿ ἐπάνω στοὺς σταυροὺς δὲν γράφανε «ἀπέθανε» ἀλλὰ «ἐκοιμήθη».

Αὐτὸ τὸ δίδαγμα μᾶς δίνει σήμερα ἡ ἑορτή. Καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα· νὰ προετοιμάσωμε τὸν ἑαυτό μας.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(παλαιὰ ὁμιλία, πρὸ τοῦ 1967, ἐκφωνηθεῖσα ἐν Ἀθήναις εἰς ἀγρυπνίαν τὴν παραμονὴν τῆς ἑορτῆς ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ)

ΠΡΟΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ


Ὡς παλαιοδιαθηκικὲς θεομητορικὲς προτυπώσεις ἢ προεικονίσεις ὁρίζονται γεγονότα ἢ ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς τύποι τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ ρόλου της στὸ βασικὸ γεγονὸς τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου.

Σὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία ἀνήκουν π.χ. ἡ Κλῖμαξ τοῦ ὁράματος τοῦ Ἰακὼβ (Γεν. 28, 10-22), ἡ φλεγομένη Βάτος ποὺ εἶδε ὁ Μωϋσῆς στὸ Χωρὴβ (Ἐξ. 3, 2-6), ἡ κεκλεισμένη Πύλη ἀπὸ τὸ σχετικὸ ὅραμα τοῦ Ἰεζεκιὴλ (Ἰεζ. 44, 1-3) κ.ἄ.

Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα ποὺ ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ὡς προτυπώσεις ἐμφανίζει χαρακτηριστικὰ ποὺ παραπέμπουν σὲ ἀντίστοιχες ἰδιότητες τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ γεγονότος τῆς ὑπερλόγου γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.

Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἑρμηνευτικὴ λογική, ἡ Κλῖμαξ π.χ. τοῦ Ἰακὼβ ποὺ ἐκτεινόταν ἀπὸ τὴν γῆ ὡς τὸν οὐρανὸ εἶναι τύπος τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία μὲ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἕνωσε τὰ ἐπίγεια μὲ τὰ ἐπουράνια. Ἡ φλεγομένη καὶ μὴ καιομένη Βάτος, πάλι, συμβολίζει τὸ ἀδιάφθορο τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου. Ὅπως δηλαδὴ ἡ Βάτος, παρότι φλεγόταν, δὲν κάηκε, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἂν καὶ γέννησε, παρέμεινε Παρθένος.

Ἡ παρουσία τῶν θεομητορικῶν προεικονίσεων εἶναι ἔντονη καὶ ἐκτείνεται σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς καὶ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴν πατερικὴ γραμματεία, τὴν ὑμνογραφία, τὴ λατρεία καὶ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν εὐρέως τὶς προεικονίσεις τῆς Θεοτόκου στὰ ἔργα τους. Πολὺ σημαντικὲς σχετικὲς ἀναφορὲς κάνουν οἱ Πατέρες ποὺ προασπίστηκαν τὴν τιμὴ τῶν εἰκόνων ἔναντι τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρετικῆς προκλήσεως[1], ὅπως π.χ. ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (675 περ.-750 περ.), σὲ μιὰ περίοδο ποὺ εἶναι κατανοητὴ ἡ κρισιμότης τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου στὸν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἀγώνα, ἀφοῦ ἀκριβῶς στὴν πραγματικότητα τῆς δι’ αὐτῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου βάσιζαν οἱ Πατέρες τὴν δυνατότητα ἀπεικονίσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ συνακολούθως τῆς ἰδίας τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων.

Παραθέτουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Εἰς τὴν κοίμησιν τῆς ἁγίας θεοτόκου λόγος πρῶτος: «Σὲ (ἐνν. Θεοτόκε) βάτος προέγραψε, πλάκες θεόγραφοι προεχάραξαν, νόμου κιβωτὸς προϊστόρησε, στάμνος χρυσῆ καὶ λυχνία καὶ τράπεζα καὶ ῥάβδος Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα ἐμφανῶς προετύπωσαν».[2]

Ἕνα ἄλλο κεντρικὸ σημεῖο τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀναδεικνυόταν μὲ τὴν ἑρμηνεία καὶ χρήση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν τύπων ἦταν καὶ ἡ ἑνότητα τῶν δύο Διαθηκῶν, ἡ ὁποία πολλάκις εἶχε ἀμφισβητηθεῖ ἀπὸ κατὰ καιροὺς αἱρετικούς[3].

Στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀναφορὲς στὶς θεομητορικὲς προτυπώσεις εἶναι ἐπίσης πολυάριθμες. Πολλὲς χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις ἀπαντοῦν π.χ. στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ὁ ὁποῖος κατεξοχὴν σχετίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Παραθέτουμε ἐνδεικτικῶς ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Γ΄ Οἶκο: «Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός˙ χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν»[4].

Ἡ σύνδεση διαφόρων παλαιοδιαθηκικῶν θεμάτων μὲ τὴν Θεοτόκο ἐκφράζεται μὲ σαφήνεια καὶ στὴ λατρεία μὲ τὴ χρήση ἀποσπασμάτων τῶν σχετικῶν διηγήσεων ὡς ἀναγνωσμάτων στοὺς Ἑσπερινοὺς τῶν μεγάλων θεομητορικῶν ἑορτῶν, δηλαδὴ τοῦ Γενεσίου, τῶν Εἰσοδίων, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τὸ ἀπόσπασμα π.χ. τὸ σχετικὸ μὲ τὴν Κλίμακα τοῦ Ἰακώβ, ποὺ προαναφέραμε, διαβάζεται σὲ ὅλες τὶς θεομητορικὲς ἑορτές, πλὴν αὐτῆς τῶν Εἰσοδίων.[5]

Τὰ ἀναγνώσματα αὐτὰ συνδυάζονται μὲ ἀντίστοιχες ἀναφορὲς σὲ θεομητορικὲς προτυπώσεις τόσο στὰ τροπάρια τῶν ἀκολουθιῶν τῶν ἑορτῶν ὅσο καὶ στὰ πατερικὰ ἔργα ποὺ ἀναφέρονται στὸ περιεχόμενο καὶ τὴ σημασία τῶν θεομητορικῶν αὐτῶν ἑορτῶν. Προκύπτει ἔτσι ἕνα σύνολο μὲ ἐσωτερικὴ ἑνότητα καὶ ἑνιαῖο τρόπο διαχειρήσεως τῶν θεμάτων αὐτῶν, τῶν σχετικῶν μὲ τὴ Θεοτόκο, ἀποτέλεσμα τῆς κοινῆς θεολογικῆς καὶ ἑρμηνευτικῆς τους προσέγγισης.

Τὸ περιγραφὲν σύνολο ἀποτέλεσε τὴν πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἄντλησε ἡ εἰκονογραφία. Τὸ ἤδη διαμορφωμένο πλούσιο θεολογικὸ ὑπόβαθρο ἀναφορικὰ μὲ τὰ θέματα αὐτὰ ὑπῆρξε τὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ μεταφορὰ τῶν θεμάτων αὐτῶν στὴν τέχνη, καὶ ταυτοχρόνως πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἑρμηνευτικὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο αὐτὰ προσεγγίζονται, ὥστε νὰ ἑρμηνεύονται σωστὰ καὶ μὲ πληρότητα.

Ἡ παρουσία καὶ χρήση τῶν θεμάτων τῶν παλαιοδιαθηκικῶν θεομητορικῶν προτυπώσεων στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐνδεικτικὴ γιὰ ἀνάλογα παραδείγματα ἄλλων θεμάτων. Τὰ στοιχεῖα ποὺ συνάγονται ἀπὸ αὐτή, πέραν τῆς δεδομένης τιμῆς πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ἀναδεικνύουν κυρίως τὴ στενὴ σχέση τῆς τέχνης μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία καὶ τὴν ὑμνογραφία. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ μόνο μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῆ καὶ νὰ γίνη κατανοητή, ὡς πνευματικὸ μέγεθος καὶ ὄχι ὡς αὐθύπαρκτο ἀνθρώπινο, ἄρα πεπερασμένο, δημιούργημα.

Ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ Φώτης Κόντογλου: «Ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ μεταμορφώνει τὸν κόσμο ποὺ ζωγραφίζει ἀπὸ ὑλικὸν σὲ πνευματικὸν καί, μὲ τὰ ἔργα της, δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ συγκινήσει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀναπλάσει, νὰ κάνει πνευματικὸ κάθε αἴσθημά του»[6]. 

Εὐθυμίου Ἀναστασίας
Ἀρχαιολόγου-Θεολόγου
Ὑποψ. Δρ. Ἀρχαιολογίας
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΙΑ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2012


[1] Ἡ εἰκονομαχία διήρκεσε ἀπὸ τὸ 726 ἕως τὸ 843 μὲ μιὰ διακοπὴ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 780 ἕως 813. Γιὰ τὸν σαφῆ αἱρετικὸ χαρακτήρα της βλ. μεταξὺ ἄλλων Ν.Ι. Νικολαΐδη, Ἡ εἰκονομαχία καὶ ἡ εἰκονολογία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ἐκδ. Χριστιανικὴ Ἀδελφότης «Λυδία», Θεσσαλονίκη 2007, σ. 514.
[2] B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, vol. V, Opera homiletica et hagiographica, Berlin-New York 1988, σ. 492.
[3] Ὅπως ἀξιωματικὰ ἀναφέρει ὁ ἅγ. Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου: «Σφόδρα γὰρ τὰ παλαιὰ συμφωνεῖ τῇ νέᾳ. Ἐπειδὴ εἷς καὶ ὁ αὐτὸς θεὸς ὁ κἀκεῖ νομοθετήσας καὶ ὧδε βραβεύσας». Λόγος ΙΙ Εἰς τὴν θεοτόκον καὶ εἰς τὸν Συμεῶνα καὶ Ἄνναν, παρ. 8. C. Datema, Amphilochii Iconiensis Opera, Turnhout Brepols 1978, σ. 71.
[4] Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου, Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος μετὰ ἑρμηνείας, ἔκδοσις δεκάτη τετάρτη, ἐν Ἀθήναις ἄ.χ., σ. 104. Στὸ βιβλίο αὐτὸ ἀναλύονται μὲ ἐξαιρετικὸ τρόπο ὅλες οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς ποὺ ἀπαντοῦν στὴ συγκεκριμένη ἀκολουθία.
[5] Βλ. Μηναῖον Σεπτεμβρίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 20022, σ. 136. Μηναῖον Μαρτίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 20113, σ. 250-251. Μηναῖον Αὐγούστου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 20093, σ. 191.
[6] «Ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ καὶ ἡ ἀληθινή της ἀξία» στὸ Ἡ πονεμένη Ρωμηοσύνη, Ἀθῆναι 19764, σ. 102.


Λόγος εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου



Αν «ο θάνατος των οσίων είναι τίμιος και η μνήμη δικαίου συνοδεύεται από εγκώμια», πόσο μάλλον τη μνήμη της αγίας των αγίων, δια της οποίας επέρχεται όλη η αγιότης στους αγίους, δηλαδή τη μνήμη της αειπάρθενης και Θεομήτορος, πρέπει να την επιτελούμε με τις μεγαλύτερες ευφημίες. Αυτό πράττουμε εορτάζοντας την επέτειο της αγίας κοιμήσεως ή μεταστάσεώς της, που αν και με αυτή είναι λίγο κατώτερη από τους αγγέλους, όμως ξεπέρασε σε ασύγκριτο βαθμό και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις δια της εγγύτητός της προς τον Θεό και δια των από παλαιά γραμμένων και πραγματοποιημένων σ’ αυτή θαυμασίων.
Ο θάνατός της είναι ζωηφόρος, μεταβαίνοντας σε ουράνια και αθάνατο ζωή, και η μνήμη τούτου είναι χαρμόσυνη εορτή και παγκόσμια πανήγυρις, που όχι μόνο ανανεώνει τη μνήμη των θαυμασίων της Θεομήτορος, αλλά και προσθέτει τη κοινή και παράδοξη συνάθροιση των ιερών Αποστόλων από κάθε μέρος της γης για την πανίερη κηδεία της, με θεολήπτους ύμνους, με τις αγγελικές επιστασίες και χοροστασίες και λειτουργίες γι΄ αυτήν.
Οι Απόστολοι προπέμπουν, ακολουθούν, συμπράττουν, αποκρούουν, αμύνονται και συνεργούν με όλη τη δύναμη μαζί με εκείνους που εγκωμιάζουν το ζωαρχικό και θεοδόχο εκείνο σώμα, το σωστικό φάρμακο του γένους μας, το σεμνολόγημα όλης της κτίσεως.
Ενώ ο ίδιος ο Κύριος Σαβαώθ και Υιός αυτής της αειπάρθενης, είναι αοράτως παρών και αποδίδει στη μητέρα την εξόδιο τιμή. Σε αυτού τα χέρια εναπέθεσε και το θεοφόρο πνεύμα, δια του οποίου έπειτα από λίγο μεταθέτει και το συζυγικό προς εκείνο σώμα σε χώρο αείζωο και ουράνιο. Διότι μόνο αυτή, ευρισκομένη ανάμεσα στο Θεό και σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, τον μεν Θεό κατέστησε υιόν ανθρώπου, τους δε ανθρώπους έκανε υιούς Θεού, ουρανώσασα τη γη και θεώσασα το γένος. Και μόνο αυτή από όλες τις γυναίκες αναδείχθηκε μητέρα του Θεού εκ φύσεως πάνω από κάθε φύση. Υπήρξε βασίλισσα κάθε εγκοσμίου και υπερκοσμίου κτίσματος.
Τώρα έχοντας και τον ουρανό κατάλληλο κατοικητήριο, ως ταιριαστό της βασίλειο, στον οποίο μετατέθηκε σήμερα από τη γη, στάθηκε και στα δεξιά του παμβασιλέως με διάχρυσο ιματισμό ντυμένη και στολισμένη, όπως λέγει ο προφήτης. (Ψαλμ. 44,11). Διάχρυσο ιματισμό, που σημαίνει στολισμένη με τις παντοειδείς αρετές. Διότι μόνο αυτή κατέχει τώρα μαζί με το θεοδόξαστο σώμα και με τον Υιό, τον ουράνιο χώρο. Δεν μπορούσε πραγματικά γη και τάφος και θάνατος να κρατεί έως το τέλος το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα της και αγαπητό ενδιαίτημα ουρανού και του ουρανού των ουρανών.
Αποδεικτικό για τους μαθητές στοιχείο περί της αναστάσεώς της από τους νεκρούς γίνονται τα σινδόνια και τα εντάφια, που μόνα απέμειναν στο τάφο και βρέθηκαν από εκείνους που ήλθαν να την ζητήσουν, όπως συνέβηκε προηγούμενα με τον Υιό και δεσπότη. Δεν χρειάσθηκε να μείνει και αυτή επίσης για λίγο πάνω στη γη, όπως ο Υιός της και Θεός, γι’ αυτό αναλήφθηκε αμέσως προς τον υπερουράνιο χώρο από τον τάφο.
Με την ανάληψή της η Θεομήτορ συνήψε τα κάτω με τα άνω και περιέλαβε το πάν με τα γύρω της θαυμάσια, ώστε και το ότι είναι ελαττωμένη πολύ λίγο από τους αγγέλους, γευόμενη το θάνατο, αυξάνει τη υπεροχή της σε όλα . Και έτσι είναι η μόνη από όλους τους αιώνες και από όλους τους αρίστους που διαιτάται με το σώμα στον ουρανό μαζί με τον Υιό και Θεό.
Η Θεομήτωρ είναι ο τόπος όλων των χαρίτων και πλήρωμα κάθε καλοκαγαθίας και εικόνα κάθε αγαθού και κάθε χρηστότητος, αφού είναι η μόνη που αξιώθηκε όλα μαζί τα χαρίσματα του Πνεύματος και μάλιστα η μόνη που έλαβε παράδοξα στα σπλάχνα της εκείνον στον οποίο βρίσκονται οι θησαυροί όλων των χαρισμάτων. Τώρα δε με το θάνατό της προχώρησε από εδώ προς την αθανασία και δίκαια μετέστη και είναι συγκάτοικος με τον Υιό στα υπερουράνια σκηνώματα και από εκεί επιστατεί με τις ακοίμητες προς αυτόν πρεσβείες εξιλεώνοντας αυτόν προς όλους μας.
Είναι τόσο πολύ πλησιέστερη από τους πλησιάζοντας το Θεό, όχι μόνο από τους ανθρώπους, αλλά και από αυτές τις αγγελικές ιεραρχίες. «Τα Σεραφίμ στέκονταν γύρω του» (Ησαϊας 6,2) και ο Δαβίδ λέγει: «παρέστη η βασίλισσα στα δεξιά σου». Βλέπετε τη διαφορά της στάσεως; Από αυτή μπορείτε να καταλάβετε και τη διαφορά της, κατά την αξία της τάξεως. Διότι τα Σεραφίμ ήταν γύρω από το Θεό, πλησίον δε στον ίδιο μόνο η βασίλισσα και μάλιστα στα δεξιά του. Όπου κάθισε ο Χριστός στον ουρανό, δηλαδή στα δεξιά της μεγαλωσύνης, εκεί στέκεται και αυτή τώρα που ανέβηκε από τη γη στον ουρανό.
Ποιός δεν γνωρίζει ότι η Παρθενομήτωρ είναι εκείνη η βάτος που ήταν αναμμένη αλλά δεν καταφλεγόταν. (Ψαλμ.44,19) Και αυτή η λαβίδα, που πήρε το Σεραφίμ, τον άνθρακα από το θυσιαστήριο, που συνέλαβε δηλαδή απυρπολήτως το θείο πυρ και κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να έλθει προς το Θεό. Επομένως μόνη αυτή είναι μεθόριο της κτιστής και της άκτιστης φύσεως.
Ποιός θα αγαπούσε το Υιό και Θεό περισσότερο από τη μητέρα, η οποία όχι μόνο μονογενή τον γέννησε, αλλά και μόνη της αυτή χωρίς ανδρική ένωση, ώστε να είναι το φίλτρο διπλάσιο.
Όπως λοιπόν, αφού μόνο δι’ αυτής επεδήμησε προς εμάς, φανερώθηκε και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους, ενώ πρίν ήταν αθέατος, έτσι και στον μελλοντικό ατελεύτητο αιώνα κάθε πρόοδος και αποκάλυψη μυστηρίων χωρίς αυτήν θα είναι αδύνατος.
Δια μέσου της Θεομήτορος θα υμνούν το Θεό γιατί αυτή είναι η αιτία, η προστάτης και πρόξενος των αιωνίων. Αυτή είναι θέμα των προφητών, αρχή των Αποστόλων, εδραίωμα των μαρτύρων, κρηπίς των διδασκάλων, η ρίζα των απορρήτων αγαθών, η κορυφή και τελείωση κάθε αγίου.
Ω Παρθένε θεία και τώρα ουρανία, πως να περιγράψω όλα σου τα προσόντα; Πως να σε δοξάσω, το θησαυρό της δόξας; Εσένα και η μνήμη μόνο αγιάζει αυτόν που την χρησιμοποιεί.
Μετάδωσε πλούσια λοιπόν τα χαρίσματά σου στο λαό σου, Δέσποινα, δώσε τη λύση των δεινών μας, μετάτρεψε όλα προς το καλύτερο με τη δύναμή σου, δίδοντας τη χάρη σου για να δοξάζουμε το προαιώνιο Λόγο που σαρκώθηκε από σένα για μας μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατελευτήτους αιώνες. Γένοιτο.

Απόσπασμα από: ΠΑΤΕΡ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΓΡΗΓ.ΠΑΛΑΜΑΣ” Τ.10


http://vatopaidi.wordpress.com

Λόγοι ἀφιερωμένοι εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον



Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει γιὰ τὴν Παναγία μας: 
«Ἂν καθ᾽ ὑπόθεσιν ὅλα τὰ ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων ἤθελαν κρημνισθῆ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ γίνουν δαίμονες, ἂν ὅλοι οἱ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος ἄνθρωποι ἤθελαν γίνει κακοὶ καὶ ὅλοι νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν κόλασιν χωρὶς νὰ γλυτώση τίς, ἂν ὅλα τὰ κτίσματα, οὐρανός, φωστῆρες, ἄστρα, στοιχεῖα, φυτά, ζῶα ἤθελαν ἀποστατήσει κατὰ Θεοῦ, νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν τάξιν των καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ μὴ ὄν, μὲ ὅλον τοῦτο, ὅλες αὐτὲς οἱ κακίες τῶν κτισμάτων, συγκρινόμεναι μὲ τὸ πλήρωμα τῆς ἁγιότητος τῆς Θεοτόκου, δὲν ἐδύναντο νὰ λυπήσουν τὸν Θεόν· διότι μόνη ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦτο ἱκανὴ νὰ τὸν εὐχαριστήση κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα, καὶ νὰ μὴ τὸν ἀφήση νὰ λυπηθῆ διὰ τὸν χαμὸν καὶ τὴν ἀπώλειαν τῶν τόσων καὶ τόσων κτισμάτων του· διότι αὐτὴ μόνη ἀσυγκρίτως τὸν ἠγάπησεν ὑπὲρ πάντα· διότι αὐτὴ μόνη ὑπὲρ πάντα ὑπήκουσεν εἰς τὸ θέλημά του».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν λόγο του «Στὴν πάνσεπτη κοίμηση τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας» λέγει: 
«Τόσο πολὺ εἶναι πλησιέστερα ἀπὸ τοὺς πλησιάζοντας τὸν Θεόν· τόσο μεγαλύτερα πρεσβεῖα ἀπὸ ὅλους ἀξιώθηκε ἡ Θεοτόκος· δὲν ἐννοῶ δὲ μόνο τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κι᾽ αὐτὲς τὶς ἀγγελικὲς ἱεραρχίες ὅλες. 
Πραγματικὰ γιὰ τὴν ἀνώτατη ταξιαρχία τούτων γράφει ὁ Ἠσαΐας “καὶ τὰ Σεραφεὶμ εἰστήκεισαν κύκλῳ αὐτοῦ”. Βλέπετε τὴν διαφορὰ τῆς στάσεως; Ἀπὸ αὐτὴν μπορεῖτε νὰ καταλάβετε καὶ τὴν διαφορὰ τῆς κατὰ τὴν ἀξία τάξεως· διότι τὰ Σεραφεὶμ ἦσαν γύρω ἀπὸ τὸν Θεό, πλησίον δὲ στὸν ἴδιο μόνο ἡ βασίλισσα, ἡ ὁποία θαυμάζεται καὶ ἐγκωμιάζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Εἶναι δὲ ὄχι μόνο πλησίον, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ δεξιά· ὄχι μόνο διότι ποθεῖ καὶ ἀντιποθεῖται περισσότερο ἀπὸ ὅλους, καὶ λόγῳ τῶν φυσικῶν θεσμῶν, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ἀληθινὰ θρόνος του· ὅπου δὲ κάθεται ὁ βασιλεύς, ἐκεῖ στέκεται καὶ ὁ θρόνος».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στὴν ἀντίστοιχη ὁμιλία του θὰ πεῖ: 
« Ὢ πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς μεταφέρεται στὴ ζωὴ περνώντας ἀπὸ τὸν θάνατο! Πῶς αὐτὴ ποὺ ξεπέρασε στὴ γέννα της τὰ ὅρια τῆς φύσης, σκύβει τώρα στοὺς νόμους της καὶ ὑποτάσσεται στὸ θάνατο τὸ ἀθάνατο σῶμα. Γιατί αὐτὸ πρέπει νὰ ἀποθέσει τὴν θνητότητα καὶ νὰ ντυθεῖ τὴν ἀφθαρσία, ἀφοῦ καὶ ὁ κυρίαρχος τῆς φύσης δὲν ἀρνήθηκε νὰ ὑποβληθεῖ στὸ θάνατο. 
Πεθαίνει κατὰ τὴν σάρκα καὶ μὲ τὸν θάνατο καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ μὲ τὴν φθορὰ μᾶς χαρίζει τὴν ἀφθαρσία καὶ κάνει τὴν νέκρωσή του πηγὴ τῆς ἀνάστασης. Ὢ πῶς ὁ δημιουργός τοῦ παντὸς δέχεται στὰ χέρια του τὴν ἱερὴ ψυχὴ τώρα ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὸ θεοδόχο σκήνωμα, τιμώντας νόμιμα αὐτὴν ποὺ ἔχει φύση δουλική, καὶ μὲ ποιὰ ἀνεξιχνίαστα πελάγη φιλανθρωπίας οἰκονομώντας σὲ ἔκανε μητέρα Του, αὐτὸς ποὺ ἔλαβε ἀληθινὸ σῶμα καὶ δὲν παρουσίασε ἀπατηλὴ τὴν ἐνανθρώπησή του».

Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας γράφει στὸν λόγο του γιὰ τὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου: «Ὅταν πάλι χρειάσθηκε νὰ ὑποφέρει γιὰ μᾶς ὁ Σωτήρας καὶ νὰ πεθάνει, πόσο μεγάλες ἦσαν οἱ ὀδύνες, μὲ τὶς ὁποῖες τοῦ συμπαραστάθηκε ἡ Παρθένος! Τί βέλη τὴν διαπέρασαν! 
Γιατί κι ἂν ὁ Υἱὸς της ἦταν μόνο ἄνθρωπος καὶ τίποτε ἄλλο, τότε ὀδυνηρότερο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προσθέσει κανεὶς σὲ μία μητέρα. Ἀλλὰ τώρα εἶναι ὁ μόνος Υἱός της, ποὺ τὸν ἔφερε στὸν κόσμο μόνη της, κατὰ τρόπο παράδοξο, ποὺ δὲν λύπησε ποτὲ οὔτε τὴν ἴδια οὔτε κανέναν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς εὐεργέτησε, ἀντίθετα, ὅλους τόσο, ὥστε νὰ ξεπεράσει ὅλες τὶς προσδοκίες τους. 
Τί λοιπὸν συναισθήματα εἶναι φυσικὸ νὰ εἶχε ἡ Παρθένος, ὅταν ἔβλεπε τὸν Υἱό της σὲ τόσο φοβερὲς ὀδύνες; Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι τέτοια ὀδύνη ποτὲ σὲ κανέναν ἄνθρωπο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Γιατί αὐτὴ εἶδε τὴν Σταύρωση σὰν μητέρα, ἀλλὰ καὶ σὰν ἄνθρωπος μὲ σωστὴ κρίση, σὰν κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ διακρίνει καθαρὰ τὴν ἀδικία». 

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης σημειώνει: 
«Νὰ προστρέχετε, ἀδελφοί μου, στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν τὸ σπίτι σας χάνει τὴν εἰρήνη του. Ἡ Κυρία Θεοτόκος εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους καὶ τῆς δυνάμεως. Μπορεῖ εὔκολα νὰ εἰρηνεύσει τὶς ἀνθρώπινες καρδιές. Ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ τῆς Εἰρήνης, μεσιτεύει σὲ Αὐτὸν γιὰ τὴν εἰρήνη ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὅλων τῶν χριστιανικῶν σπιτιῶν. 
Ἔχει τὴν ἐλεητικὴ δύναμη νὰ διώξει μὲ ἕνα νεῦμα της τὰ πονηρὰ πνεύματα, αὐτὰ ποὺ μὲ ἀκοίμητο ἀγώνα προσπαθοῦν νὰ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς κάνουν νὰ ἀλληλομισοῦνται. Εἶναι ἡ Γοργοεπήκοος, ποὺ ἀπαντᾶ γρήγορα στὶς παρακλήσεις μας καὶ μᾶς δίνει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀγάπη. Ἂς τὴν τιμᾶμε μὲ βαθὺ σεβασμὸ ὡς Μητέρα τοῦ Ὑψίστου, ὡς τὸ ἀνώτερο τῶν ποιημάτων του. Καὶ ἂς διατηροῦμε ταπεινὸ φρόνημα, ἀφοῦ καὶ Ἐκείνη ἦταν τόσο ταπεινὴ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ τίποτε δὲν τῆς ἀρέσει ὅσο ἡ ταπεινοφροσύνη».

1.Ὁ Ἀόρατος πόλεμος Ἐκδ. Φῶς σελ. 174 
2. Γρηγ. Παλαμᾶ Ε.Π.Ε. τόμ. 10 σελ. 455 
3. Ἰ. Δαμασκηνοῦ Ε.Π.Ε. τόμ. 9 σελ. 261 
4. Νικολάου Καβάσιλα Ἡ Θεομήτωρ Ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία σελ. 211 
5. Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου σελ.76
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1985 9 Αὐγούστου 2013

http://anavaseis.blogspot.gr

Λόγος στην Κοίμηση της Θεοτόκου.


Τον καθένα από μας τον βασανίζει το ερώτημα: τι θα γίνει με μας και τι μας περιμένει μετά το θάνατο; Μία σαφή απάντηση σ' αυτό το ερώτημα μόνοι μας δεν μπορούμε να την βρούμε. Αλλά η Αγία Γραφή και πρώτα απ' όλα ο λόγος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μας αποκαλύπτουν αυτό το μυστικό. Μας το αποκαλύπτουν επίσης το απολυτίκιο και το κοντάκιο της μεγάλης αυτής γιορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι που ψάλλονται σ' αυτή τη γιορτή.

Θέλω όλοι σας να καταλάβετε, γιατί ο θάνατος της Υπεραγίας Θεοτόκου και Παρθένου Μαρίας λέγεται Κοίμησή της. Ο μέγας απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος στο 20ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως μιλάει για τον πρώτο και το δεύτερο θάνατο. Ο πρώτος μόνο θάνατος, ο οποίος είναι αναπόφευκτος για όλους τους ανθρώπους, περιμένει και τους αγίους και τους δικαίους. Αλλά ο δεύτερος, ο φοβερός και αιώνιος θάνατος, περιμένει τους μεγάλους και αμετανόητους αμαρτωλούς, οι οποίοι αρνήθηκαν την αγάπη και την δικαιοσύνη του Θεού και είναι καταδικασμένοι να βρίσκονται αιωνίως σε κοινωνία με το διάβολο και τους αγγέλους του.

Στο Ευαγγέλιο του ίδιου μεγάλου αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου διαβάζουμε τα λόγια του Χριστού, τα οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένα με όσα γράφει η Αποκάλυψη: «αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. 5, 24).

Το ακούτε, το καταλαβαίνετε; Νομίζω ότι ακόμα και θα πρέπει να σας κινήσει την περιέργεια το γεγονός ότι όλοι όσοι υπακούουν στο λόγο του Χριστού και πιστεύουν στον Ουράνιο Πατέρα του, ο οποίος τον έστειλε, αμέσως μετά το θάνατο τους θα περάσουν στην αιώνια ζωή. Δεν υπάρχει λόγος να δικαστούν αυτοί που έχουν ζωντανή πίστη στο Θεό και υπακούουν στις εντολές του.

Και στους μεγάλους δώδεκα αποστόλους είπε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός: «αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο Υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Ματθ. 19, 28). Δικαστές και κατήγοροι θα είναι κατά την Φοβερά Κρίση του Θεού οι Απόστολοι του Χριστού και, βεβαίως, είναι τελείως αδύνατο να φανταστούμε να δικάζονται η Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, ο Βαπτιστής του Κυρίου Ιωάννης, οι μεγάλοι προφήτες του Θεού, ο Ηλίας και ο Ενώχ τους οποίους ζωντανούς τους πήρε ο Θεός στον Ουρανό, όλο το αμέτρητο πλήθος των μαρτύρων του Χριστού, οι δοξασμένοι από τον Θεό άγιοι αρχιερείς και θαυματουργοί με επί κεφαλής τον άγιο Νικόλαο, αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας.
Είναι αδύνατον ακόμα και να περάσει από το μυαλό μας η σκέψη πως θα δικαστούν αυτοί, οι όποιοι άκουσαν από το στόμα του Χριστού: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν» (Λκ. 17, 21). Σ' αυτούς τους μεγάλους αγωνιστές του Χριστού, σαν σε πολύτιμους ναούς κατοικούσε το Άγιο Πνεύμα. Ακόμα και ζώντας στη γη, αυτοί βρισκόταν στην άμεση κοινωνία με τον Θεό, επειδή έτσι είπε ο Κύ¬ριος μας Ιησούς Χριστός: «Εάν τις αγαπήση με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυ¬τόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αυτώ ποιήσομεν» (Ίωάν. 14, 23).

Ή Υπεραγία Παρθένος Μαρία υπήρξε άχραντος ναός του Σωτήρος και σ' αυτήν κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα και από την αγιότατη μήτρα της έλαβε το ανθρώπινο σώμα ο Υιός του Θεού, ο Οποίος κατέβηκε από τους Ουρανούς. Γι' αυτό ο σωματικός της θάνατος δεν ήταν θάνατος αλλά Κοίμηση, δηλαδή ένα άμεσο πέρασμα από τη Βασιλεία του Θεού εντός της στη Βασιλεία των Ουρανών και την αιώνια ζωή.

Μού ήρθε τώρα στο μυαλό και κάτι καινούριο. Σ' ένα από τα προηγούμενα κηρύγματα μου σάς έλεγα, ότι έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, ότι και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου με τη δύναμη του Θεού έγινε άφθαρτο και ανελήφθη στους ουρανούς. Αυτό μάς λέει και το κοντάκιο της μεγάλης γιορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου: «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον, και προστασίαις αμετάθετον ελπίδα, τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν ως γαρ ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».

Προσέξτε: «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν». Σκεπτόμενοι αυτό, ας θυμηθούμε και τι γράφει η Αγία Γραφή για το θάνατο του μεγαλυτέρου προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, του Μωυσή στο 34ο κεφάλαιο του βιβλίου του Δευτερονομίου, ότι πέθανε σύμφωνα με το λόγο του Θεού στο όρος Νεβώ και τάφηκε στη γη Μωάβ. Ο τάφος του μεγάλου αυτού προφήτη έπρεπε να είναι για πάντα τόπος προσκυνήματος για όλο το λαό του Ισραήλ. Όμως στη Βίβλο διαβάζουμε, ότι: «ουκ οίδεν ουδείς την ταφήν αυτού έως της ημέρας ταύτης» (Δευτ. 34, 6). Όμως κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ εμφανίστηκε ο Μωυσής στον Κύριο και Δεσπότη του τον Ιησού μαζί με τον προφήτη Ηλία, ο οποίος αρπάχτηκε ζωντανός στους ουρανούς.

Νομίζω ότι δεν θα είναι αμαρτία αν θα πούμε, ότι το σώμα του μεγάλου Μωυσή, όπως και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, με τη δύναμη του Θεού, έμεινε άφθαρτο. Γι' αυτό και ο τάφος του είναι άγνωστος.

Να σκεφτόμαστε, αδελφοί και αδελφές μου, την μακάρια Κοίμηση της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας και να θυμόμαστε τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. 5, 24). Να μάς αξιώσει ο Θεός να γευθούμε και εμείς οι αμαρτωλοί τη μεγάλη αυτή χαρά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, φ η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Αυτού Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.

ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ 
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ 
ΤΟΜΟΣ Γ'
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"


Καί ποῦ λοιπόν, ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν;


Σύ μου ἰσχύς Κύριε, Σύ μου καί δύναμις, Σύ Θεός μου,
Σύ μου ἀγαλλίαμα, ὁ πατρικούς, κόλπους μή λιπών, καί 
τήν ἡμετέραν, πτωχείαν ἐπισκεψάμενος· διό σύν τῷ 
προφήτῃ, Ἀββακούμ Σοί κραυγάζω· τῇ δυνάμει 
Σου δόξα φιλάνθρωπε.

Καί ποῦ λοιπόν, ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν; 
ποῦ προσφύγω; ποῦ δέ καί σωθήσομαι;
τίνα θερμήν ἕξω βοηθόν, θλίψεσι τοῦ βίου 
και ζάλαις οἴμοι! κλονούμενος;
εἰς Σέ μόνην ἐλπίζω, καί θαρρῶ καί 
καυχῶμαι, καί προστρέχω τῇ σκέπῃ Σου·

Ὁ βίος τῆς Παναγίας



Στὸ χῶρο τοῦ σύμπαντος τὸ φαινόμενο τῆς ἔκλειψης τοῦ ἡλίου εἶναι κάτι ποὺ συχνὰ συμβαίνει.
Στὸ χῶρο τῆς χριστιανικῆς πίστης ὅμως, ὑπάρχει ἕνας ἥλιος ποὺ δὲν γνωρίζει ἔκλειψη εἰς τὸν αἰώνα.
Εἶναι ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ Χριστός!
Μαζί του λάμπει στοὺς αἰῶνες καὶ ὁ ἥλιος τῆς Παναγίας μητέρας Του. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἥλιος, ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Θεοῦ, «ἡ μετὰ Θεὸν Θεός», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο, καθὼς εἶναι ἐκείνη ποὺ δέχθηκε μέσα της, ἐκύησε, ἐγέννησε, γαλακτοτρόφησε καὶ ἀνέθρεψε τὸ νοητὸ Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης.
Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἥλιος ἁγνείας, παρθενίας, ὑπακοῆς, ὑπομονῆς, σιωπῆς, ἀγάπης, πίστης, σεμνότητας, καθαρότητας, διακριτικότητας, σωματικῆς καὶ ψυχικῆς ὡραιότητας. Ἥλιος καλοκαιρινός, δεκαπενταυγουστιάτικος, ποὺ λαμπρύνει τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀποτελεῖ καύχημα καὶ κόσμημα τῶν χριστιανῶν.
Ἂς δοῦμε σύντομα τὴ μοναδικὴ ζωὴ αὐτῆς τῆς μοναδικῆς γυναίκας. Κατὰ τὸ λεγόμενο, «πρωτευαγγέλιο» τοῦ Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, ὁ ἱερέας Ματθᾶν (23ος ἀπόγονός του Δαβίδ, κατὰ τὸν γενεαλογικὸ πίνακα τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ματθαίου), παντρεύτηκε τὴ Μαρία καὶ μαζὶ ἀπέκτησαν τὸν Ἰακώβ, τὸν πατέρα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ μνήστορος τῆς Παναγίας, καὶ τρεῖς κόρες: τὴ Μαρία, ἡ ὁποία γέννησε τὴ Σαλώμη τὴ μαία, τὴ Σοβῆ, ἡ ὁποία γέννησε τὴν Ἐλισάβετ, τὴ μητέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου καὶ τὴν Ἄννα, ἡ ὁποία γέννησε τὴ Μαρία, τὴ μητέρα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἄννα (ἡ μνήμη τῆς τιμᾶται στὶς 25 Ἰουλίου), παντρεύτηκε σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, τὸν τριαντάχρονο τότε Ἰωακείμ (ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 9 Σεπτεμβρίου μαζί με τὴν σύζυγό του Ἄννα), ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπ᾿ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβίδ, ὅπως κι ἐκείνη.
Ὅμως πέρασαν 40 χρόνια ἔγγαμου βίου καὶ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα δὲν εἶχαν ἀποκτήσει παιδί. Ἡ ἀτεκνία στὴν ἐποχὴ τοὺς ἦταν μεγάλη ντροπή. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴ ντροπὴ τὴν ἔφερναν πάνω τους καὶ οἱ δυό τους ἀγόγγυστα κι ἀδιαμαρτύρητα ἀπέναντι στὸ Θεό. Ὑπέμεναν τὸ θέλημά Του, Τὸν θερμοπαρακαλοῦσαν, πίστευαν μὲ ἁπλοϊκὴ καὶ πηγαία πίστη στὴν παντοδυναμία Του καὶ περίμεναν…
Ἀπέναντι στὴ τόση πίστη, ὑπομονὴ καὶ προσευχὴ ὁ Θεὸς ἀπάντησε μὲ πολλαπλὰ μεγάλα θαύματα. Στέλνει τὸν ἄγγελό Του καὶ λύει τὴν ἀτεκνία τῆς Ἄννας (9 Δεκεμβρίου). Καὶ ἡ γριὰ καὶ στείρα Ἄννα, ὡς ἄλλη Σάρα, θὰ μείνει ἔγκυος καὶ στὰ 60 της χρόνια θὰ γεννήσει καὶ θ᾿ ἀποκτήσει (8 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα Δευτέρα τοῦ ἔτους 15 π.Χ.) κόρη. Καὶ τί κόρη(!) τὴ Μαρία, τὴ μετέπειτα Παναγία Δέσποινα.
Τῆς ἔδωσαν τ᾿ ὄνομα τῆς γιαγιᾶς της, ὅμως τὸ καθένα ἀπὸ τὰ πέντε γράμματα τοῦ ὀνόματός της παραπέμπει καὶ σὲ ἕνα γυναικεῖο πρόσωπο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὸ ὁποῖο διακρίθηκε γιὰ μία τουλάχιστον ἀρετή:
ἡ Μαριάμ, γιὰ τὴν ἁγνότητά της,
ἡ Ἀβιγαία (=πηγὴ χαρᾶς), γιὰ τὴν ταπείνωση & τὴ σωφροσύνη της,
ἡ Ραχήλ (=ἀμνάδα), γιὰ τὴν ὀμορφιά της,
ἡ Ἱουδήθ, γιὰ τὴν ἀνδρειοφροσύνη & τὴν πίστη της,
ἡ Ἄννα (=Θεία Χάρη), γιὰ τὴν ὑπομονή της.
Ἔτσι τὸ ὄνομα Μαρία περιγράφει καὶ τὰ χαρίσματα τῆς Παναγίας.
Στὸ δῶρο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς τῆς Μαρίας, ἀπαντοῦν μὲ ἀντίδωρο. Προσφέρουν στὸ Θεὸ ἐκεῖνο ποὺ τοὺς πρόσφερε. Φέρνουν στὸ ναὸ καὶ ἀφιερώνουν στὸ Θεὸ τὴν τρίχρονη(!) κορούλα τους. Μεγάλη ἡ καρδιὰ τους – Μεγάλη ἡ ἀπόφασή τους – Μεγάλη ἡ πίστη τους. Ἂς τοὺς θαυμάσουμε καὶ ἂς τοὺς μοιάσουμε.
Τὸ τρίχρονο κοριτσάκι τρέχοντας ἀνέβηκε τὰ σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ κι ἔπεσε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ἁγίου ἀρχιερέα Ζαχαρία. Ἐκεῖνος προφανῶς, γνωρίζοντας ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐτὸ τὸ παιδί, γεμάτος χαρά, ἀφοῦ πρῶτα πείθει τὸν λαὸ γιὰ τὸ σωστό της παράδοξης ἀπόφασής του, ὁδηγεῖ (21 Νοεμβρίου) τὴ μικρὴ κόρη στὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» του ναοῦ (!!!), ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ μόνο ὁ ἀρχιερέας ἔμπαινε κι αὐτὸς μιὰ φορὰ τὸ χρόνο.
Ἐκεῖ φυλάσσονταν ἀπὸ τοὺς ἱσραηλίτες τὰ ἱερότερα τῶν κειμηλίων τους, ἡ κιβωτὸς τῆς Διαθήκης ποὺ περιεῖχε τὶς πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν καὶ τὸ δοχεῖο μὲ τὸ μάννα.
Ἐκεῖ θὰ παραμείνει ἐπὶ 12 συναπτὰ ἔτη ἡ πιὸ ἁγνὴ ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, ἡ μικρὴ Μαρία, ζωντας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ὑπακοὴ καὶ τρεφόμενη ἀπὸ ἀγγελικὰ χέρια, καθὼς ἐκείνη ἔμελλε νὰ ἀναδειχθεῖ μεγαλύτερη κι ἀπὸ τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» καὶ νὰ γίνει ἡ νέα κιβωτὸς ποὺ μέσα της θὰ στέγαζε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Στὰ ἐννέα της χρόνια θὰ γνωρίσει τὴν πίκρα τῆς ὀρφάνιας, καθὼς θὰ στερηθεῖ καὶ τοὺς δυὸ ἀγαπημένους γονεῖς της. Ἔτσι οἱ ἱερεῖς τοῦ ναοῦ καὶ οἱ συγγενεῖς της, ὅταν πλέον ἦρθε ἡ ὥρα (σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν) νὰ ἀφήσει τὸ ναὸ καὶ νὰ βγεῖ ἔξω στὸν κόσμο, ἀποφασίζουν νὰ μὴν τὴν ἀφήσουν μόνη ἐκτεθειμένη στοὺς κινδύνους τῆς ζωῆς, ἀλλὰ νὰ τὴν προστατεύσουν.
Τὴν θέτουν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ Ἰωσήφ, ἑνὸς μακρινοῦ συγγενῆ της (ὅπως εἴδαμε ἀνωτέρω), τοῦ ὁποίου ἡ γυναίκα εἶχε πεθάνει καὶ τοῦ εἶχε ἤδη ἀφήσει 7 παιδιά, 4 ἀγόρια καὶ 3 κορίτσια (τὰ ὁποῖα ἀργότερα θὰ θεωρηθοῦν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς ἐποχῆς, ὡς ἀδέλφια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ).
Ἡ ἀπόφασή τους αὐτὴ ἐπικυρώθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, καθὼς κατὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἰωσὴφ ὡς μνηστήρα τῆς Μαρίας, ἕνα περιστέρι βγῆκε ἀπὸ τὴ ράβδο του καὶ πέταξε πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του.
Ὁ Ἰωσὴφ παρέλαβε τὴ 16χρονη Μαρία, παρὰ τοὺς δισταγμοὺς ποὺ εἶχε, ἐπειδὴ ἦταν χῆρος με παιδιὰ καὶ μεγάλος σε ἡλικία (75 ἐτῶν).
Ἡ Μαρία δὲν πρόλαβε νὰ κλείσει χρόνο στὴ νέα της ζωὴ κι ἕνα ἀνοιξιάτικο κυριακάτικο ἀπόγευμα στὶς 25 τοῦ Μαρτιοῦ, ἐνῶ μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά της ἦταν προσηλωμένη στὴν νοερὰ προσευχή, μὲ τὰ χείλη σιγόψελνε ὕμνους στὸ Θεὸ καὶ μὲ τὰ χέρια χρυσοκένταγε τὸ νέο «καταπέτασμα» τοῦ ναοῦ, ἄκουσε ἀπὸ τ᾿ Ἀρχαγγελικὰ τοῦ Γαβριὴλ τὰ χείλη, τὴν ἐκπλήρωση τοῦ «πρωτευαγγελίου».
«Χαῖρε, κεχαριτωμένη Μαρία!. Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ».
Ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ νὰ συμβεῖ τὸ ποθούμενο, καθὼς ἁγιωτέρα καὶ καθαροτέρα ψυχὴ δὲν ὑπῆρξε μέχρι τότε, οὔτε θὰ ὑπάρξει σὰν αὐτὴ τῆς Παναγίας.
«Μὴ φοβᾶσαι, Μαρία, θὰ γεννήσεις τὸ Γιὸ τοῦ Ὑψίστου. Πνεῦμα Ἅγιο θὰ σὲ ἐπισκιάσει».
Καὶ ἡ ἀπάντησή της ποὺ ἀκολούθησε τοὺς πρώτους ἀνθρώπινους δισταγμούς της:
«Ἰδού, ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου».
Ἡ σωτήρια ἀπάντηση ποὺ περίμενε ὅλος ὁ κόσμος, δόθηκε. Ἡ Μαρία ἔγγυος (καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ τὴν ἀγγίξει ἄνδρας!!!).
Δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς τοῦ δίκαιου Ἰωσήφ.
Ὅμως Ἄγγελος Κυρίου θὰ τὸν ἐνημερώσει γιὰ τὰ συμβάντα καὶ ἔτσι ἐκεῖνος, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κόσμου θὰ πάρει τὴν εὐθύνη καὶ θὰ καλύψει τὴν Παρθένο.
Ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ θὰ γίνει μάνα ὄντας παρθένος. Παρθένος πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὸν τοκετό.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὶς εἰκόνες της ἁγιογραφεῖται μὲ τρία ἀστέρια (δυὸ στοὺς ὤμους καὶ ἕνα στὸ μέτωπο) πάνω στὴν ἐσθήτα της καὶ ὑμνολογεῖται ὡς «Νύμφη ἀνύμφευτη».
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ βέβαια, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει ὁ νοῦς ὄχι μόνο του Ἰωσήφ, μὰ καὶ κάθε ἀνθρώπου.
Κι ὅμως ἡ ἐξαδέλφη τῆς Μαρίας ἡ Ἐλισάβετ, φωτιζόμενη ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸ πεῖ: «ἦρθε σὲ μένα ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου» καὶ τὸ βρέφος ποὺ εἶχε στὴν κοιλιά της θὰ σκιρτήσει μὲ τὴν παρουσία τῆς Παρθένου Μαρίας.
Ἀκολουθεῖ τὸ ταξίδι πρὸς τὴν Βηθλεὲμ τὴ γενέτειρα τοῦ Ἰωσήφ, γιὰ νὰ ἀπογραφοῦν ἐκεῖ ὁ ἴδιος καὶ ἡ Μαρία, σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου.
«Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικτε πάσιν ἡ Ἐδέμ».
Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἄσημο χωριὸ ποὺ βρίσκεται 10 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ γεννήσει ἡ Παρθένος σ᾿ ἕναν στάβλο καὶ θὰ ἐναποθέσει σ᾿ ἕνα παχνὶ τὸν κτίσαντα τὸν κόσμο ὅλον.
Ὁ Ἐμμανουήλ (=ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας) εἶναι ἐδῶ κι ἡ μάνα του κρυφὰ Τὸν καμαρώνει, καθὼς ἁπλοϊκὰ τσομπανόπουλα Τὸν προσκυνοῦνε, ἄγγελοι Τὸν ὑμνοῦνε, ἄδολα ζῶα Τὸν ζεσταίνουν μὲ τὰ χνῶτα τους, μάγοι (σπουδαγμένοι πανεπιστήμονες τοῦ καιροῦ τους) Τὸν χρυσώνουν.
Στὶς 8 μέρες ἀκολουθεῖ ἡ περιτομὴ καὶ ἡ ὀνοματοδοσία τοῦ νεαροῦ ἀγοριοῦ. Ἰησοῦς θἆναι τ᾿ ὄνομά Του.
Στὶς 40 μέρες οἱ εὐλογημένοι γονεῖς τοῦ Ἰησοῦ, ἀκολουθώντας τὴν παράδοση καὶ τὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ, θὰ φέρουν τὸ παιδὶ στὸ ναό, γιὰ νὰ πάρουν ὅλοι μαζὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ συνεχίσουν ἔτσι οἱ γονεῖς μὲ δύναμη καὶ φρόνηση, τὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ τους.
Θὰ ἀκολουθήσει ἡ φυγὴ τῆς ἁγίας οἰκογένειας στὴν Αἴγυπτο, κατόπιν ἀγγελικῆς προτροπῆς, γιὰ νὰ γλιτώσει ὁ μικρὸς Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ φονικὸ μαχαίρι τοῦ Ἡρώδη. Ἀγόγγυστα καὶ μὲ χαρὰ ἡ Μαρία θὰ ὑποφέρει τὸν ξεριζωμὸ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὸν ξενιτεμὸ πρὸς χάριν τοῦ παιδιοῦ της.
Δὲν θὰ ἀργήσει ὅμως νὰ ἔλθει καὶ ἡ ποθητὴ μέρα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα καὶ ἡ ἐγκατάσταση τῆς ἱερῆς οἰκογένειας στὴ Γαλιλαία.
Τὴν Παναγία θὰ τὴν ξανασυναντήσουμε στὰ εὐαγγέλια. Θὰ ψάχνει ἐναγωνίως τὸ δωδεκάχρονο πιὰ ἀγόρι της, ποὺ Τὸ εἶχε χάσει, κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου εἶχαν πάει γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα.
Ἄραγε μέσα σὲ τί ἀγωνία θὰ ζοῦσε ἡ ἁγία της ψυχὴ ἐκεῖνες τὶς τρεῖς ἡμέρες ποὺ πέρασαν, προτοῦ βρεῖ τὸν Ἰησοῦ νὰ διδάσκει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα Του, τοὺς σοφοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ ναοῦ;
Τὴ λαχτάρα ποὺ τῆς ἔδωσε τότε ὁ Γιός της, θὰ τῆς τὴν ξεπληρώσει Ὅταν πιὰ τριαντάχρονος θ᾿ ἀρχίσει τὸ δημόσιο ἔργο Του. Γιὰ χάρη τῆς μητέρας Του τότε θὰ κάνει τὸ πρῶτο θαῦμα Του, ἂν καὶ ἦταν παράκαιρο ὅπως τῆς εἶπε. Ἐντούτοις, θὰ κάνει τὸ νερὸ κρασὶ στὸν ἐν Κανᾷ γάμο γιὰ νὰ συνεχισθεῖ τὸ γλέντι καὶ ἡ χαρὰ τῶν παρευρισκομένων σ᾿ αὐτὸ τὸ γιορτάσι, διότι… Ἐκείνη Τοῦ τὸ ζήτησε!
Σὲ κάποια ἄλλη στιγμὴ ὅμως, ὅταν Τὸν ἀναζητοῦσαν ἡ μητέρα του καὶ τ᾿ ἀδέρφια Του, θὰ πεῖ πὼς μητέρα μου κι ἀδέρφια μου εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐφαρμόζουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Οἱ καλοθελητὲς θὰ σχολιάσουν πὼς πλήγωσε μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, τὴ μητέρα Του. Λέτε, ἀλήθεια, νὰ ἀδιαφοροῦσε τόσο πολὺ γιὰ Ἐκείνη ὁ Κύριος; Ποιός; Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἦταν καρφωμένος πάνω στὸ Σταυρό, καὶ φρικτὰ ὑπέφερε, ἐντούτοις νοιάστηκε γιὰ ΄κείνη, γιὰ νὰ μὴν μείνει μόνη καὶ ἀπροστάτευτη μετὰ τὸ θάνατό Του καὶ τὴν ἔθεσε ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ ἀγαπημένου Του μαθητῆ, τοῦ Ἰωάννη. Κι Ἐκείνη λέτε νὰ μὴ γνώριζε τὴ σημασία τῶν παραπάνω λόγων τοῦ παιδιοῦ της, ὅταν ἦταν:
Ἐκείνη ποὺ Τὸν γέννησε καὶ Τὸν ἀνέθρεψε;
Ἐκείνη ποὺ Τὸν παράστεκε σ᾿ ὅλες τὶς περιοδεῖες Του;
Ἐκείνη ποὺ στὸ Γολγοθὰ ἐπάνω καὶ κάτω ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ τοῦ παιδιοῦ της ἀνήμπορη καὶ μόνη παρακολουθεῖ τὰ φρικτὰ γενόμενα ποὺ σὰν κοφτερὸ λεπίδι σχίζουν τὰ σωθικὰ της;
«Σφαγήν Σου τὴν ἄδικον Χριστέ, ἡ Παρθένος βλέπουσα..»
(ὅπως εἶχε προφητεύσει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὅταν κατὰ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου στὸ ναὸ εἶχε πεῖ:
«Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴ διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. 2, 35).
Ἐκείνη ποὺ κατὰ τὴν ἀποκαθήλωση ἔλουσε μὲ τὰ δάκρυά της, μύρωσε καὶ νεκροπρεπῶς ἐνταφίασε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Γιοῦ της;
Ἐκείνη ποὺ πρωτοτίμησε ὁ Γιός της μὲ τὴν ἀναστημένη παρουσία Του;
Ἐκείνη ποὺ μπροστὰ στὰ μάτια της Γιός της καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς;
Ἐκείνη ποὺ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔλαβε στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μαζί με τοὺς Ἀποστόλους;
Ἐκείνη ποὺ ξεκίνησε μετὰ ἀπὸ τὸν κλῆρο ποὺ τῆς ἔλαχε, νὰ πάει νὰ κηρύξει τὸ Γιό της στὴν Ἰβηρία; Ἀλλὰ τελικά, τὸ θέλημα τοῦ Γιοῦ της ἦταν νὰ βρεθεῖ στὴ χερσόνησο τοῦ Ἄθωνα καὶ αὐτὸς ὁ εὐλογημένος τόπος νὰ τῆς παραχωρηθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ἀπὸ τότε καὶ ἕως τὰ τέλη τῶν αἰώνων ὡς περιβόλι δικό της.
Ἡ Παναγία γνώριζε ἀπὸ τὸν τὴν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ὅλα τὰ μελλούμενα, ἀλλὰ «διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. δ´ 51).
Μιὰ συνεχὴς σιωπή, προσευχή, διακριτικὴ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση, ἦταν ἡ ζωή της.
Κι ἔτσι συνέχισε νὰ πολιτεύεται καὶ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Γιοῦ της στοὺς οὐρανούς.
«Ξενυχτοῦσε στὴν προσευχή. Καὶ δὲν προσευχόταν ὄρθια ἢ γονατιστή. Χρωμάτιζε τὴν προσευχή της μὲ τὶς ἐπίμονες γονυκλισίες (=μετάνοιες). Ἔκανε τόσες πολλὲς μετάνοιες, ὥστε στὰ ἁγία γόνατά της σχηματίστηκαν «κόμποι» (ὅπως τῆς γίδας). Τὸ δὲ μάρμαρο ποὺ ἀκουμποῦσαν τὰ γόνατά της ...βαθούλωσε!!!
Μετὰ τὴν ὁλονύκτια προσευχή της, ξάπλωνε γιὰ λίγο, ἔχοντας σὰ στρῶμα μία πέτρα. Ἡ δὲ προσευχή της (καὶ τί προσευχή!) ἔκανε θαύματα! (Ἡ Παναγία προσευχόταν!)
Θεράπευε ἄρρωστους, ἔβγαζε δαιμόνια κ.λ.π.
Ὅμως ἡ φιλεύσπλαχνος Παρθένος δὲν εἶχε περιορισθεῖ μόνο στὴν προσευχή, ἀλλ᾿ εἶχε ἀνοιχθεῖ καὶ πρὸς τὸν κόσμο.
Δὲν ἐπικοινωνοῦσε μονὸ μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν κόσμο.
Τὴ νύχτα δηλαδὴ τὴν εἶχε ἀφιερώσει στὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἡμέρα στὴν ἐπικοινωνία της μὲ τὸ συνάνθρωπο.
Ὑποδεχόταν τοὺς ξένους με πλατειὰ καρδιά. Καὶ τοὺς περιποιόταν.
Ἔκανε ἐλεημοσύνες.
Ἔτρεχε στὰ ὀρφανά, στὶς χῆρες, στοὺς καταπονημένους, στοὺς θλιβομένους.
Ἡ μεγάλη της εὐσπλαχνία ράγιζε καὶ τὶς πέτρινες ψυχές.
Ὥσπου ἦρθε ἡ ὥρα σὲ ἡλικία ἄγνωστη σὲ μᾶς (ἄλλοι λένε 59 ἐτῶν καὶ ἄλλοι 74 καὶ κάτι, ποὺ εἶναι ἴσως καὶ τὸ πιθανότερο), νὰ πάει νὰ συμβασιλεύσει στοὺς οὐρανοὺς μαζί με τὸν Γιό της «πεποικιλμένη τῇ Θείᾳ δόξῃ».
Ὁ Ἄγγελος Γαβριὴλ τῆς φέρνει τὴν εἴδηση τῆς ἀναχώρησής της μετὰ τρεῖς ἡμέρες στοὺς οὐρανούς, προσφέροντάς της ἕνα κλαδὶ φοίνικα ποὺ εἶναι σύμβολο ἀθανασίας.
Στὸ διάστημα τῶν τριῶν ἡμερῶν, ἔκανε ὅλες τὶς ἀπαραίτητες ἑτοιμασίες ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ γίνουν γι᾿ αὐτὸ τὸ ταξίδι. Προσευχήθηκε στὸ ἀγαπημένο της ὄρος τῶν Ἐλαιῶν κι ἐκεῖ τὰ δέντρα ἔκλιναν τὶς κορφές τους γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσουν, νὰ τὴν τιμήσουν καὶ νὰ τὴν ἀποχαιρετήσουν.
Μὰ τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν τελειωμό.
Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν διασκορπιστεῖ στὰ πέρατα τῆς γῆς γιὰ νὰ κηρύξουν «Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον».
Τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ὅμως, σύννεφα τοὺς ἅρπαξαν καὶ τοὺς μετέφεραν «Γεσθημανῇ τῷ χωρίῳ», στὸ σπίτι τῆς Παναγίας.
Παρόντες ἐκεῖ καὶ ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ὁ Ἰερόθεος, πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν.
Δὲν μποροῦσαν ν᾿ ἀφήσουν μόνη της τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτὲς τὶς τελευταῖες ἐπίγειες στιγμές της. Κι Ἐκείνη τοὺς μιλάει, τοὺς νουθετεῖ, τοὺς καθοδηγεῖ καὶ τοὺς παρηγορεῖ, μὲ τὴν ἀπαράμιλλη γλυκύτητα ποὺ τὴν διακρίνει πάντα.
Καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα (9 τὸ πρωὶ τῆς 15ης Αὐγούστου), παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὰ χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ Γιοῦ της, ὁ Ὁποῖος τότε ἐκπλήρωσε καὶ τὴν ἐπιθυμία της, νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τοὺς τόπους ὅπου πῆγε Ἐκεῖνος γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τοὺς Προπάτορες, ἀλλὰ νὰ δεῖ καὶ τοὺς βασάνους τῶν ἁμαρτωλῶν στὴν κόλαση.
Ὅταν λοιπόν, ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ πῆγε τὴν ψυχή της στὸν χῶρο ἐκεῖνο, τόσο συγκλονίσθηκε ἡ Θεοτόκος ἀπὸ τὸ φοβερὸ θέαμα τῶν βασανισμένων στὴν κόλαση ποὺ παρακάλεσε τὸν Γιό της γι᾿ αὐτοὺς τοὺς δυστυχεῖς. Καὶ Ἐκεῖνος γιὰ τὸ δικό της χατήρι κάθε χρόνο καὶ γιὰ πενήντα ἡμέρες (ἀπὸ τὸ Πάσχα μέχρι τὴν Πεντηκοστή), ἀπελευθερώνει τοὺς κολασμένους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κόλασης.
Ὅταν ἡ Παναγία ἄφησε τὴν τελευταία γήινη πνοή της, ὁ Πέτρος πρῶτος τῆς ψάλλει ἐπιτάφια ἐγκώμια καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι σηκώνουν τὸ νεκροκρέββατό της καὶ προχωροῦνε πρὸς τὸ μνῆμα γιὰ νὰ ἐνταφιάσουν τὸ πανάγιο σκῆνος της.
Ὅμως οἱ πάγκακοι Ἰουδαῖοι δὲν σέβονται οὔτε αὐτὴ τὴν ἱερὴ γιὰ κάθε ἄνθρωπο στιγμή. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς μάλιστα, ὁ Ἰεφονίας ἔπιασε τὸ νεκροκρέββατο τῆς Παναγίας μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ἀνατρέψει. Παρευθὺς τοῦ κόβονται, ἀπὸ ἀόρατο σπαθί, τὰ βέβηλα χέρια του. «Μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μου συγχώρα με» φωνάζει. Καὶ ἀμέσως ἐπανασυγκολοῦνται τὰ κομμένα μέλη τοῦ σώματός του. Ἄλλοι ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ ὄχλο ποὺ ἀκολουθοῦσε ὀργισμένος καὶ μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιτεθεῖ στὴ νεκρικὴ πομπή, τυφλώνονται. Ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ τὴν μητέρα Του, θὰ βροῦν τὸ φῶς τους, Ὅταν ὁ θεραπευμένος πλέον Ἰεφονίας, παίρνει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Πέτρου τὸ φοίνικα ποὺ εἶχε δώσει ὁ Γαβριὴλ στὴν Παναγία καὶ τοὺς ἀκουμπάει στὰ μάτια.
Ὅμως καὶ πάλι κατὰ θεία εὐδοκία, «εἷς ἐκ τῶν δώδεκα», ὁ Θωμᾶς, ἀπουσιάζει ἀπὸ τὰ γενόμενα. Ἁρπάζεται ἀπὸ σύννεφο, μόλις τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὴν κοίμησή της καὶ μεταφέρεται στὴ Γεσθημανή. Ἐκεῖ βλέπει τὴν Παναγία νὰ ἀνεβαίνει σύσσωμη στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ τοῦ δίνει, ὡς ἱερὸ ἐνθύμιό της, τὴν ἁγία ζώνη της, ἡ ὁποία σήμερα φυλάσσεται ὡς θησαυρὸς πολυτιμότατος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Συναντᾶ, λοιπόν, ὁ Θωμᾶς τοὺς ὑπόλοιπους Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες δὲν ἔφυγαν πάνω ἀπὸ τὸν τάφο τῆς Παναγίας, καὶ τοὺς θερμοπαρακαλεῖ νὰ ἀνοίξουν τὸν τάφο της, νὰ τὴν δεῖ καὶ νὰ τὴν ἀποχαιρετήσει κι αὐτός.
Καὶ ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος, Ὅταν ἄνοιξαν τὸν τάφο διαπίστωσαν ὅτι αὐτὸς ἦταν ἄδειος ἀπὸ τὸ πανάχραντο σῶμα τῆς Θεοτόκου. Στὸν τάφο μέσα εἶχε μείνει μόνο τὸ σεντόνι μὲ τὸ ὁποῖο τύλιξαν κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τὸ νεκρὸ σῶμα της.
Ἡ Παναγία μετέστη σωματικῶς στοὺς οὐρανούς. Δὲν ἀνέστη ἁπλῶς ἐκ τοῦ τάφου, ὅπως ὁ Κύριος, ἀλλὰ καὶ μετέβη ταυτόχρονα ὁλόσωμη στοὺς οὐρανούς, ὅπως τὴν εἶδε ὁ Θωμᾶς.
Ἔτσι θὰ τὴ δοῦνε, μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ὅλοι οἱ μαθητὲς νὰ τοὺς χαιρετᾶ καὶ νὰ τοὺς διαβεβαιώνει: «Χαίρετε, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας», κι ἐκεῖνοι θὰ ἀναφωνοῦν: «Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ἡμῖν».
Δὲν ἔχουμε λοιπόν, μόνο ἀνάσταση, τὴν πρώτη ποὺ ἐνεργεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστὸς καὶ αὐτὴ πρὸς χάρη τῆς μητέρας Του, ἀλλὰ καὶ ἀνάληψη συνάμα, τῆς Θεοτόκου στοὺς οὐρανούς.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἑορτάζουμε τὸ μικρὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ, τὸν Δεκαπενταύγουστο, ὄχι τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου.
«Πάντα ὑπὲρ ἔννοιαν, πάντα ὑπερένδοξα τὰ σὰ Θεοτόκε μυστήρια».
Ἔτσι τίμησε ὁ Χριστὸς τὴ μητέρα Του.
Ἡ Ἁγία Ἑλένη γιὰ νὰ τιμήσει τὴν Ὑπερδεδοξασμένη Θεομήτορα, ἔχτισε ναὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ σήμερα ἐπάνω στὸν τάφο της (ποὺ βρίσκεται στὴ Γεσθημανὴ καὶ ὄχι ὅπως λένε οἱ δυτικοὶ στὴ θέση «Καπουλὴ Παναγιά», λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὴν Ἔφεσο).
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γιὰ νὰ τιμήσει τὴν Πάναγνη μορφή της, «ἱστόρησε» πάνω ἀπὸ 70 εἰκόνες τῆς Παναγίας. Τὴν πρώτη εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ ἔφτιαξε, τὴν ἔφερε στὴν Κυρία Θεοτόκο κι ἐκείνη τὴν εὐλόγησε. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, εἰκόνες τῆς Παναγίας ποὺ ἔχει φτιάξει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἶναι ἡ Μεγαλοσπηλιώτισσα στὰ Καλάβρυτα,
ἡ Παναγία Σουμελᾶ στὴ Βέροια,
ἡ Κυκκώτισσα στὴν Κύπρο,
ἡ Ἐλεοῦσα στὴ Βίλνα τῆς Ρωσίας καὶ
ἡ Προυσιώτισσα στὴν Εὐρυτανία.
Οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης πάλι, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, Ὅταν ἀκόμη ἦταν ἐν ζωῇ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιὰ νὰ τὴν τιμήσουν, ἔχτισαν, στὴν περιοχὴ Λύδδα τῆς Παλαιστίνης, τὴν πρώτη ἐκκλησία ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὸ ὄνομά της, τὴν ὁποία μάλιστα ἡ ἴδια ἡ Παναγία ἐγκαινίασε μὲ τὴν παρουσία της.
Οἱ χριστιανοὶ γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν Κεχαριτωμένη, τὴν ἔχουν κοσμήσει μὲ πάμπολλα ἐπίθετα καὶ χαρακτηρισμοὺς καὶ τῆς ἔχουν δώσει πλῆθος ὀνομάτων.
Οἱ Ἕλληνες γιὰ νὰ τιμήσουν τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τοὺς 8.000 περίπου ἐνοριακοὺς ναοὺς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, ἔχουν ἀφιερώσει στὴν μνήμη της τοὺς 2.000. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ περισσότερα μοναστήρια μας.
Ἐπίσης, τ᾿ ἁγιασμένο ὄνομά της τὄχουν δώσει σὲ ἀγαπημένα πρόσωπά τους, σὲ νησιά, ὄρη, χωριὰ κλπ.
Ἐμεῖς ἄραγε, μὲ ποιὸ τρόπο, θὰ τιμήσουμε τὴ μάνα μας, γιατί εἶναι καὶ δική μας μάνα, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶναι ἀδελφός μας;
Ἐμεῖς ἄραγε, μὲ ποιὸ τρόπο θὰ τιμήσουμε αὐτὸν τὸν Ἀτίμητο Θησαυρὸ τῆς πίστης μας, ποὺ ἂν καὶ μετέστη ἐκ τῆς γῆς, «τὸν κόσμο οὐ κατέλιπε» καὶ σκέπει καὶ φρουρεῖ πάντας ὅσους εὐλαβῶς προστρέχουν στὴν χάρη της;
Ἡ Παναγία δὲν ἀπαιτεῖ τίποτε, ἐνῶ δέχεται τὰ πάντα.
Δὲν ἐπιδιώκει τίποτε καὶ κατέχει τὰ πάντα. (π. Ἀλέξ. Σμέμαν)
Δὲν ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς διδάξει, οὔτε ν᾿ ἀποδείξει τίποτε.
Ἡ παρουσία της ὅμως καὶ μόνο, μὲ τὸ φῶς καὶ τὴν χαρά της, ἀπομακρύνει τὸ ἄγχος τῶν φανταστικῶν μας προβλημάτων. (π. Ἀλέξ. Σμέμαν)
Ὅταν ὁ Μέγας Ναπολέων μπῆκε νικητὴς στὸ Λουξεμβοῦργο, οἱ κάτοικοι ἔτρεξαν νὰ τοῦ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ τῆς πόλεως ποὺ τὰ εἶχαν φυλάξει στὰ χέρια ἑνὸς ἀγάλματος τῆς Παναγίας.
Ἀφήσατέ τα στὰ χέρια τῆς Παναγίας, εἶπε ἐκεῖνος, γιατί ὅ,τι φυλάει ἡ Παναγία εἶναι καλὰ φυλαγμένο.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εἶπε κάποτε.
Ἕνα δάκρυ τῆς μητέρας μου ἀθώωσε πολλούς.
Ἀλήθεια πόσους ἔχουν ἀθωώσει τὰ δάκρυα καὶ ἡ μεσιτεία τῆς Μεγάλης Μάνας μας τῆς Παναγίας!
Ἡ ἁγιότητα σὲ μιὰ ψυχὴ αὐξάνει ὅσο πιὸ πολὺ αὐξάνει ἡ εὐλάβειά της πρὸς τὴν Παναγία.
Ἀδύνατον νὰ χάσει τὴν ψυχή του ἐκεῖνος ποὺ τιμᾶ τὴν Παναγία.


Οσοι φεύγουν πριν τελειώσει η Θεία Λειτουργία



Ήρθες, λοιπόν, στην εκκλησία και αξιώθηκες να συναντήσεις το Χριστό; Μη φύγεις, αν δεν τελειώσει η ακολουθία. Αν φύγεις πριν από την απόλυση, είσαι ένοχος όσο κι ένας δραπέτης. Πηγαίνεις στο θέατρο και, αν δεν τελειώσει η παράσταση, δεν φεύγεις. Μπαίνεις στην εκκλησία, στον οίκο του Κυρίου, και γυρίζεις την πλάτη στα άχραντα Μυστήρια; Φοβήσου τουλάχιστον εκείνον που είπε: «Όποιος καταφρονεί το Θεό, θα καταφρονηθεί απ’ Αυτόν» ( Παροιμ. 13:13).

Τι κάνεις, άνθρωπε; Ενώ ο Χριστός είναι παρών, οι άγγελοι Του παραστέκονται, οι αδελφοί σου κοινωνούν ακόμα, εσύ τους εγκαταλείπεις και φεύγεις; Ο Χριστός σου προσφέρει την αγία σάρκα Του, κι εσύ δεν περιμένεις λίγο, για να Τον ευχαριστήσεις έστω με τα λόγια; Όταν παρακάθεσαι σε δείπνο, δεν τολμάς να φύγεις, έστω κι αν έχεις χορτάσει, τη στιγμή που οι φίλοι σου κάθονται ακόμα στο τραπέζι. Και τώρα που τελούνται τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, τ’ αφήνεις όλα στη μέση και φεύγεις;

Θέλετε να σας πω τίνος το έργο κάνουν όσοι φεύγουν πριν τελειώσει η Θεία Λειτουργία και δεν συμμετέχουν έτσι στις τελευταίες ευχαριστήριες ευχές; Ίσως είναι βαρύ αυτό που πρόκειται να πω, μα πρέπει να το πω. Όταν ο Ιούδας πήρε μέρος στον Μυστικό Δείπνο του Χριστού, ενώ όλοι ήταν καθισμένοι στο τραπέζι, αυτός σηκώθηκε πριν από τους άλλους κι έφυγε. Εκείνον, λοιπόν, τον Ιούδα μιμούνται… Αν δεν έφευγε τότε εκείνος, δεν θα γινόταν προδότης, δεν θα χανόταν. Αν δεν ξεχώριζε τον εαυτό του από το ποίμνιο, δεν θα τον έβρισκε μόνο του ο λύκος, για να τον φάει.

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Το κενό της ζωής μας δεν κρύβεται πίσω από την χαμογελαστή βιτρίνα του κόσμου.


Την φτώχια της ψυχής δεν την αναπληρώνουν τα πολυτελή ενδύματα, τα ψεύτικα χαμόγελα και το ...μακιγιάρισμα.
Από την άλλη μεριά την αρχοντιά της ψυχής δεν μπορεί να την καλύψει η ενδυματολογική ένδεια, ούτε τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα από τον κόπο και τον μόχθο της ζωής.
Η αληθινή ζωή κρύβεται μέσα στην απλότητα των πράξεων, μέσα στην σιωπή των λόγων, μέσα στα βουρκωμένα πρόσωπα των μετανοούντων.
Η κοσμική ζωή ερωτοτροπεί με τα ψέμα, την οίηση, την αποξένωση, την φαυλότητα, την ψυχοπάθεια, την καταστροφή.
Άνθρωποι χαμογελαστοί, μακιγιαρισμένοι, ευπρεπισμένοι, καθωσπρέπει, βαδίζουν αργά αλλά σταθερά προς μια βουτιά θανάτου. Βαδίζουν παρασύροντας ο ένας τον άλλο προς την απώλεια τους Φωτός, της Αλήθειας, της Ζωής.
Άνθρωποι που τονίζουν το χαμόγελό τους με κραγιόν και λευκασμένες οδοντοστοιχίες, ζουν μέσα στην απελπισία της μοναξιάς, μέσα στο σκοτάδι της κατάθλιψης. Διότι επέλεξαν μία ζωή χωρίς γνησιότητα, επέλεξαν να πορεύονται με πονηρία και εμπάθεια, επέλεξαν την δόξα, την εξουσία, το χρήμα, την σάρκα, τα εύκολα και όχι τις δυσπρόσιτες κορυφές των αρετών.
Η ζωή του κόσμου (κοσμικό φρόνημα), προσφέρει μία καλή βιτρίνα, είναι μία "εξαιρετική" κάλυψη της ανεπάρκειας των ανθρώπων να ευτυχίσουν προσφέροντας το εγώ τους θυσία προς τους άλλους.
Το θέμα δεν είναι να ζήσουμε μέσα σε μία βιτρίνα ζωής, αλλά να ζήσουμε την όντως Ζωή.
Το θέμα δεν είναι να έχουμε πάντοτε ένα λαμπρό χαμόγελο, αλλά να είμαστε ευτυχισμένοι και ειρηνικοί διαμέσου του βιώματος της αγάπης του Θεού.
Το θέμα δεν είναι να πορευόμαστε κρατώντας το λάβαρο του καθωσπρεπισμού ψηλά, αλλά να βαδίζουμε μέσα στα μονοπάτια της ταπείνωσης και της σιωπής, στα ηλιοβασιλέματα της αναζήτησης Εκείνου.
Διότι μόνο Εκείνος μπορεί να μας δώσει νόημα στην ζωή μας, μόνο Εκείνος μπορεί να μας φωτίσει ώστε οι προτεραιότητες και οι επιλογές της ζωής μας να αποκτήσουν και μία εσχατολογική προοπτική.
Η ζωή του χριστιανού είναι μία ζωή «ξένη». Ξένη προς τις απαιτήσεις και τα "πρέπει" του κόσμου. Ξένη προς τα μακιγιαρισμένα πρόσωπα της θλίψης και των αδιεξόδων.
Η ζωή του χριστιανού είναι η απόδειξη ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζει χωρίς να είναι υπόδουλος στην μόδα, στις ηθικιστικές συμπεριφορές, στα προσωπεία της αυτοτελείωσης.
Ο Χριστός στέκει αναλλοίωτος μπροστά στην ανθρωπότητα. Ο χριστιανός στέκει αναστημένος μπροστά στην πτώση της αμαρτίας. 
Ζούμε και Επιλέγουμε. 
Ζούμε είτε με την αγωνία να βρούμε τον Θεάνθρωπο τείνοντας προς την Ατέλεστη Τελειότητά Του ή θα κυλιόμαστε μέσα στα σπασμένα αυτοείδωλα της εγωπάθειας του κόσμου, χαμένοι μέσα στις κοσμικές αγορές των ψεύτικων χαμόγελων.

Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Η μυρωδιά του λιβανιού...


Ἦταν πολὺ κουραστικὸ αὐτὸ τὸ ταξίδι. Εἶχε, ἐξάλλου, πολὺ καιρὸ νὰ τὸ κάνει. Θυμόταν τὸν ἑαυτό του στὸ Λύκειο, ὅταν πῆγε νὰ ἐπισκεφτεῖ γιὰ τελευταία φορὰ τὴ γιαγιά του, τὴν κυρὰ-Θοδόσαινα στὰ Τρόπαια τῆς Γορτυνίας. Καὶ τώρα, τριτοετὴς φοιτητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς, νὰ ποὺ ξαναπαίρνει τὸν ἴδιο δρόμο. Τί τὸν ἔκανε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὴ «Βαβυλώνα τὴ μεγάλη»; Οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ἤξερε.

Πάντως ἕνα εἶναι σίγουρο, πὼς πνιγόταν. Πνιγόταν ἀπὸ τοὺς φίλους, τὰ μαθήματα, τοὺς γονεῖς, ἀπ’ ὅλους. Ἔνιωθε πὼς κανεὶς δὲν τὸν καταλάβαινε, κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γίνει κοινωνὸς στὴν ἀναζήτησή του γιὰ πλέρια ἀλήθεια καὶ γνησιότητα. Κι αὐτὴ ἀκόμη ἡ χριστιανική του παρέα τὸν ἔπνιγε. Ὅλοι τους ἦταν τακτοποιημένοι, ὅλοι τους εἶχαν ταμπουρωθεῖ πίσω ἀπὸ κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας καὶ δὲν ἔλεγαν νὰ κουνηθοῦν ἀπὸ ‘κεῖ. Μὰ αὐτός... Αὐτὸς ἦταν διαφορετικός.

Δὲν βολευόταν σὲ σχήματα καὶ σὲ κουτάκια. Ἤθελε νὰ βιώσει τὸν Χριστιανισμὸ ἀληθινά, ὄχι κίβδηλα. Νὰ μπεῖ στὸ νόημα παρευθὺς καὶ ὄχι νὰ καμαρώνεται τὸν εὐσεβῆ. Ἐξάλλου, τοῦ φαινόταν τόσο ἁπλοϊκὸ καὶ ἀνόητο νὰ υἱοθετήσει μιὰ τυποκρατικὴ καὶ εὐσεβιστικὴ χριστιανικὴ βιωτὴ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἴδια του ἡ ἐπιστήμη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔμφυτη τάση του γι’ ἀναζήτηση, γιὰ ψάξιμο καὶ ψηλάφηση τοῦ ἀληθινοῦ τὸν ὠθοῦσε πρὸς μιὰ ἄλλη ζωή.

Μά, πόσο δύσκολο ἦταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμὴ ἔνιωσε πὼς εἶχε φτάσει στὸ ἀπροχώρητο. Τὸ κεφάλι του πήγαινε νὰ σπάσει...

Πάω στὴ γιαγιά μου στὰ Τρόπαια, φώναξε μιὰ μέρα στὸ σπίτι καὶ ἀφήνοντας πίσω του φωνὲς γιὰ μαθήματα καὶ ἐξετάσεις, μήτε ὁ ἴδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στὸ λεωφορεῖο.

Καὶ νὰ ποὺ ζύγωνε στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς του. Ντάλα ὁ ἥλιος πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του κι ἀπὸ παντοῦ νὰ ‘ρχονται χίλιες εὐωδιὲς ἀπὸ τὴν ἀνοιξιάτικη, ἀρκαδικὴ φύση. Δὲν πρόλαβε ὅμως ὁ ἄμοιρος νὰ ρουφήξει λίγο βουνίσιο ἀέρα, ὅταν ἀκούστηκε ἡ γνώριμη τσιριχτὴ φωνὴ τῆς γειτόνισσας:
- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ἦρθε ὁ Ἀλέκος!
Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ εἶδε νὰ ξεπροβάλλει ἀπὸ τὸ πλινθόκτιστο σπιτάκι ἡ γιαγιὰ του σκουπίζοντας τὰ παχουλά της χέρια στὴν ποδιά της καὶ λέγοντας:
- Καλῶς τὸν πασά μου, καλῶς τὸν γιόκα μου, καλῶς ἦρθες, Ἀλέκο μου! Κι ἀμέσως βρέθηκε στὴν ἀγκαλιά της.

Τί ἦταν αὐτό; Σὰ νὰ μπῆκε σὲ λιμάνι ἀπάνεμο, σὰ νὰ τοῦ ‘φύγε ὅλη ἡ ἀντάρα τοῦ μυαλοῦ του. Ξαφνικὰ ἀδείασε καὶ τὴν ἀγκαλίασε κι αὐτός.
- Καλῶς σὲ βρῆκα, γιαγιά.
- Κοπίασε, γιέ μου, νὰ ξαποστάσεις.

Μόλις μπῆκε στὸ χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τὸν συνεπῆρε ἡ μυρωδιὰ τῆς σπανακόπιτας καὶ τοῦ λιβανιοῦ. Σίγουρα ἡ γιαγιὰ εἶχε φουρνίσει ἀπὸ τὸ πρωὶ ἀκόμη καὶ εἶχε λιβανίσει τὸ σπίτι τρεῖς- τέσσερις φορές.
- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
- Ἄ! Ὅλα κι ὅλα, ἅμα δὲν κάνω τὰ θεοτικά μου τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα, δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ.
- Καὶ σὰν τί λές;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ὅ,τι λέει ἡ Σύνοψη.
- Καὶ τὰ ἐννοεῖς;
- Γιέ μου, αὐτὰ εἶναι μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ποιὸς νὰ τὰ ἐννοήσει; Ἀλλὰ μὴ γνοιάζεσαι, σὰ δὲν καταλαβαίνω ἐγώ, νογᾶ ὁ Θεὸς καὶ βλέπει τὸν κόπο μου, νογᾶ κι ὁ Διάολος καὶ καίγεται.
- Χμ, καλὰ τὰ λές, εἶπε συγκαταβατικά.
- Στάσου, νὰ σοῦ φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις τὴν ἔβγαλα ἀπὸ τὸ φοῦρνο. Κι ἔφυγε ἀμέσως γιὰ τὴν κουζίνα, τὸ βασίλειό της.

Ὁ Ἀλέκος ἔμεινε μόνος του στὸ καθιστικό. Αἰσθανόταν ἄνετα καὶ ζεστὰ ἐκεῖ, μολονότι ἤξερε πώς, ἐὰν ἔκανε τὴ ζωὴ τῆς γιαγιᾶς του σὲ τοῦτο τὸ χωριό, σίγουρα θὰ τρελαινόταν. Ἡ καημένη! Δὲν ἤξερε πολλὰ γράμματα, ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἔλεγε νὰ τὸ ἀφήσει ἀπὸ τὰ χέρια της. Μέρα – νύχτα τὸ διάβαζε. Ὅταν λέει «γιαγιὰ Μαριγῶ» τοῦ ‘ρχεται πάντα ἡ ἴδια εἰκόνα στὸ μυαλό: Μιὰ γριούλα παχουλή, μὲ σφιχτοδεμένο κότσο νὰ κάθεται στὴν πολυθρόνα καὶ νὰ διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχῶς, ἡ γιαγιὰ δὲν ἤξερε τίποτα ἀπὸ Φιλοσοφία. Θυμᾶται μιὰ φορὰ ποὺ τῆς ἀνέφερε τὸν Heidegger. Τὸν κοίταξε μὲ τρόμο στὰ μάτια καὶ εἶπε:
- Παναγιά μου, οἱ Γερμανοί, ὁ Θεὸς νὰ φυλάει τὴν Ἑλλάδα μας!

Ἡ καημένη ἦταν ἀδαής. Δὲν ἀναζητοῦσε καμιὰ ἀλήθεια. Δὲν σκοτιζόταν γιὰ καμιὰ ψυχολογικὴ σχολή.

Ὁ Ἀλέκος ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸν τοῖχο, ἀμέτρητες εἰκόνες. Ἡ γιαγιὰ εἶχε μαζέψει ὅλους τοὺς Ἁγίους τῆς οἰκογένειας.

- Γιαγιά, τί τὶς θὲς τόσες εἰκόνες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Καὶ πῶς θὰ παρακαλέσω τὸν Ἁγιαλέξανδρο, σὰν δὲν ἔχω τὴν εἰκόνα του; Ἄσε τὸ ἄλλο, κάθε φορὰ ποὺ γιορτάζει Ἅγιος μὲ εἰκόνα, τὸ σπίτι ἔχει πανηγύρι. Ἄσε ὅμως αὐτά, πές μου τὰ δικά σου, παλικάρι μου.

Καὶ τότε, ἄγνωστο γιατί, ὁ Ἀλέκος ἄνοιξε τὴν καρδιὰ του ὅπως δὲν τὴν εἶχε ἀνοίξει ποτέ, οὔτε στὸν πνευματικό του, οὔτε καὶ στοὺς γέροντες στὸ Ἅγιο Ὅρος ὅπου βρισκόταν συχνὰ – πυκνά. Τῆς εἶπε γιὰ τὶς ἀγωνίες του, τὴ βασανιστική του πορεία γιὰ ἀνεύρεση τῆς ἀλήθειας, τὴν προσπάθεια ἐλευθερώσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς συμβατικότητας καὶ τοῦ ἠθικισμοῦ, ὥστε νὰ ‘ρθεῖ σὲ κοινωνία ἀληθινὴ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον. Τῆς εἶπε ἀκόμη γιὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸ Θεὸ χωρὶς τὴ μάσκα τοῦ εὐσεβῆ ποὺ τὸν στοιχειώνει ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Τῆς εἶπε, τῆς εἶπε, τῆς εἶπε ... καὶ τί δὲν τῆς εἶπε. Ἀκολούθησε μία μεγάλη παύση. Ἡ κυρὰ-Θοδόδαινα ἔκανε τὸν σταυρὸ της ἀργὰ – ἀργὰ καὶ εἶπε:
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δὲν κατάλαβα γρί. Μπερδεμένα μοῦ τὰ λές, ματάκια μου. Καὶ θαρρῶ πὼς τὰ ‘χεις καὶ στὸ μυαλό σου μπερδεμένα. Εὐαγγέλιο διαβάζεις;
- Ὁρίστε;
- Ἐκκλησία πᾶς;
- Δὲν καταλαβαίνω ...
- Τὴν προσευχή σου τὴν κάμεις;
- Τί ἐννοεῖς, γιαγιά;
- Τὸν πλησίον σου τὸν συντρέχεις;
- Θαρρῶ πὼς δὲ μὲ κατάλαβες.
- Ἂχ παιδάκι μου, ἐσὺ ἐννοεῖς νὰ καταλάβεις πὼς τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλά. Δὲ χρειάζονται πολλὲς θεωρίες μήτε ἀξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τοῦτο χρειάζεται, νὰ ξαστερώσεις ἀπὸ τὶς φιλοσοφίες καὶ νὰ πιαστεῖς ἀπὸ τὸ ροῦχο τοῦ Χριστοῦ σὰν ἐκείνη τὴ γυναίκα στὸ Εὐαγγέλιο, νὰ δεῖς πῶς τή λένε ... τὴν ξέχασα, δὲν πειράζει. Τὰ ἄλλα ὅλα θὰ τὰ κανονίσει ὁ Χριστός. Εἶναι δικές του δουλειές. Ἄσε Τον. Ξέρει τί κάνει.
Δὲν κάθισε πολὺ στὰ Τρόπαια, στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς του. Μιὰ – δυὸ μέρες. Ἦταν ἀρκετές. Εἶδε πράγματα ποὺ θὰ τὸν συνόδευαν γιὰ πολὺ καιρό. Εἶδε τὴ γιαγιά του νὰ κάνει ἀτελείωτες μετάνοιες. Τὴν εἶδε νὰ συντρέχει τὴ χήρα μὲ τὰ τρία βυζανιάρικα παιδιά. Τὴν εἶδε νὰ μαζεύει στὸ σπίτι τῆς κάθε λογῆς κουρασμένο στρατοκόπο καὶ νὰ ἀποθέτει στὰ χέρια τῶν φτωχῶν ὁλάκερη τὴ σύνταξη τοῦ μακαρίτη. Τὴν εἶδε νὰ κοινωνᾶ τὴν Κυριακὴ καὶ νὰ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο ὅλη τὴ μέρα. Μυστήρια τοῦ Θεοῦ! 

Σὰν ἔφυγε μὲ τὸ λεωφορεῖο γιὰ τὴν Ἀθήνα στριμωγμένος σ’ ἕνα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια ( πεσκέσι τῆς γιαγιᾶς) σκεφτόταν ὅσα ἔζησε τοῦτες τὶς λίγες μέρες. Μία μυρωδιὰ λιβανιοῦ τοῦ 'ρθε στὴ μύτη καὶ μία φωνὴ νὰ τοῦ ὑπενθυμίζει: «Τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλά».

- Λὲς νὰ 'ναι ἔτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!