Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος εἶνε ἐκείνη ποὺ ὑμνοῦν γενεαὶ γενεῶν. Εἶνε ἐκείνη ποὺ ἐγκωμίασε ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ὑμνητὰς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος εἶνε ὁ χρυσὸς κρίκος τῆς κτίσεως τῆς ὁρατῆς μὲ τὴν ἀόρατον. Εἶνε ἡ γέφυρα ἡ ὁποία ἑνώνει τὴν γῆν μὲ τὰ οὐράνια. Εἶνε ὁ «ἡλιοστάλακτος θρόνος», εἶνε ἡ «καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν». Εἶνε ἐκείνη διὰ τῆς ὁποίας «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. 1,14). Μόνον ἀγγελικαὶ γλῶσσαι μποροῦν νὰ ὑμνήσουν τὸ μεγαλεῖον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἡ Ὀρθόδοξος διαφέρει ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι οὐδεμίαν ἀξίαν ἀποδίδουν εἰς τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἀλλὰ θεωροῦν αὐτὴν ὡς μίαν γυναῖκα ἐκ τῶν πολλῶν. Ἡ ἁγία, λέγω, ἡμῶν Ἐκκλησία μὲ ὕμνους, παρακλήσεις, μὲ ἑορτὰς τὰς ὁποίας ἐθέσπισε πρὸς τιμήν της, τὴν γεραίρει καὶ τὴν τιμᾷ. Πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου ἔχει θεσπίσει τὰς θεομητορικὰς ἑορτάς. Καὶ πρώτη ἑορτή, ἀρχὴ τῶν ἑορτῶν, εἶνε τὸ Γενέσιον (δηλαδὴ τὰ γενέθλια) τῆς Θεοτόκου, τὰ ὁποῖα ὡς γνωστὸν ἑορτάζομεν εἰς τὰς 8 Σεπτεμβρίου. Μετὰ τὰ γενέθλια ἔχομε μίαν ἄλλην ἑορτὴν εἰς τὰς 21 Νοεμβρίου, τὰ Εἰσόδια τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ μετὰ ἔρχεται μιὰ ἄλλη ἑορτή, ἡ ὁποία συγκινεῖ βαθύτατα τὸ πανελλήνιον, διότι εἶνε συνυφασμένη μὲ τὴν ἐθνικήν μας ἑορτήν· εἶνε ἡ 25η Μαρτίου, ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου. Καὶ μετὰ ἔρχεται τὸ τέλος. Διότι ὅλα ἔχουν τέλος ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ. Ἔρχεται τὸ τετέλεσται, ἔρχεται ἡ κοίμησις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Πρὸς τιμὴν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τελεῖται καὶ ἀγρυπνία εἰς τὸν ἱερὸν ναὸν τοῦτον.
Θὰ ἐξετάσωμεν, ποῖα διδάγματα δυνάμεθα ἡμεῖς ν᾿ ἀποκομίσωμεν ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Διότι νομίζω δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ ἐρχώμεθα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία ν᾿ ἀσπαζώμεθα τὴν ἁγίαν αὐτῆς εἰκόνα, δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς ν᾿ ἀνάπτωμεν τὰς κανδήλας καὶ τὰ κηριά, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐμβαθύνωμεν εἰς τὰ μυστήρια τῆς ἑορτῆς καὶ ν᾿ ἀντλήσωμεν διδάγματα ὠφέλιμα διὰ τὸν ἑαυτόν μας, ὠφέλιμα διὰ τὰ σπίτια μας, ὠφέλιμα διὰ τὴν κοινωνίαν μας. Θέλω νὰ ἐλπίζω ὅτι θὰ ἔχω πρόθυμον τὴν ἀκοὴν ὑμῶν εἰς ὁμιλίαν ταύτην.
Ἀγαπητοί. Ἐκ τῶν εὐαγγελίων γνωρίζομεν, ὅτι ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἦτο παροῦσα κατὰ τὴν σταύρωσιν τοῦ Χριστοῦ. Ἦτο ἐπίσης παροῦσα κατὰ τὴν ἀνάστασιν καὶ ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου, καὶ κατ᾿ αὐτὴν ἀκόμη τὴν Πεντηκοστήν. Ἐπίσης δὲ παροῦσα τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ὅμιλος τῶν μαθητῶν, ἡ πρώτη Ἐκκλησία, ἐξέλεξε τὸν Ματθίαν εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ προδότου Ἰούδα. Ἔκτοτε τὰ Εὐαγγέλια καὶ αἱ Πράξεις καὶ τὰ ἄλλα ἀρχαῖα κείμενα τῆς ἐκκλησίας τῆς καινῆς διαθήκης σιωποῦν. Ὅσα θὰ σᾶς είπω παρακάτω, δὲν τὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διήγησι, δὲν τὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλὰ τὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ μιὰν ἄλλην πηγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μας, τὴν ἱερὰν παράδοσιν. Διότι καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρομεν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς· αὐτοὶ μόνον τὸ Εὐαγγέλιον ἔχουν, ἡμεῖς δὲ ἐκτὸς τοῦ Εὐαγγελίου ἔχομεν καὶ τὴν ἱερὰν παράδοσιν. Ἡ ἱερὰ ἡμῶν παράδοσις, στὴν ὁποία ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι πιστεύομεν ἀκραδάντως, συμπληρώνει τὰ κενὰ τὰ ὁποῖα ἄφηκεν ἡ εὐαγγελικὴ διήγησις. Τί μᾶς λέγει λοιπὸν ἡ ἱερὰ παράδοσις ὅσον ἀφορᾷ τὴν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου; Μᾶς λέγει τοῦτο. Ὅτι μετὰ τὴν ἀνάληψιν τοῦ Χριστοῦ, ἡ Θεοτόκος εἶχε μιὰν ὡραίαν συνήθειαν. Ποιά συνήθεια εἶχε.
Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, στὰ παλαιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ὅπως τώρα ξεχύνονται σὰν ποτάμι τῆς κολάσεως στὶς πλατεῖες, στὰ μεγάλα κέντρα, νὰ κάνουν τοὺς περιπάτους τους, οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων ξέρετε ποῦ κάνανε τὸν περίπατό τους κι ἀναπνέανε καθαρὸν ἀέρα; Ἐκάνανε τὸν περίπατό τους στὰ νεκροταφεῖα, στοὺς τάφους, ἰδίως δὲ τὰς Κυριακὰς καὶ μεγάλας ἑορτάς. Ὅπως τώρα τρέχουν στὸ ποδόσφαιρο καὶ στὶς θάλασσες, ἔτσι οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων εχανε ὡς θελκτικώτατον τόπον, ὡς τόπον μεγάλων σκέψεων καὶ ἡρωϊκῶν ἀποφάσεων, ὡς τόπον πραγματικῆς φιλοσοφίας καὶ μεταρσιώσεως πρὸς τὰ ἄνω, εχανε τὰ νεκροταφεῖα, τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν.
Ἡ ὑπεραγία λοιπὸν Θεοτόκος ἔκανε αὐτὸ τὸ ἔθιμο. Διότι μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ, μέσα εἰς τὴν καρδίαν της ὑπῆρχε ἕνα καὶ μόνο πρόσωπο. Ὑπῆρχε τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ποὺ ἐγαλούχησε ἐκ βρέφους. Ὑπῆρχε τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὑπηρέτησε καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Ὑπῆρχε μέσα εἰς τὴν καρδίαν της ὁ ἀγαπητὸς τῶν ἀγαπητῶν, ὑπῆρχε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἐὰν κάθε μάνα ἀγαπάῃ τὸ παιδί της, ποὺ ἔχει τόσα ἐλαττώματα, καὶ παρ᾿ ὅλα τὰ ἐλαττώματα ποὺ ἔχει ἡ καρδιὰ τῆς μάνας ἀγαπάει τὰ παιδιά της, φαντασθῆτε ποιά ἀγάπη, σὲ ποῖο ὕψος καὶ σὲ ποῖο μῆκος καὶ ἔντασιν αἰσθημάτων ἱερῶν, ἦταν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἀγάπην της πρὸς τὸν Υἱόν της τὸν μονογενῆ. Ὁ Υἱός της ὁ μονογενής, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ βασιλεὺς τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀγγέλων, ὁ τιμιώτατος Λόγος, ὁ ὑπέρθεος Λόγος, ὁ Κύριος, ἧταν ὁ ἄξων, ὁ μυστικὸς ἄξων, πέριξ τοῦ ὁποίου περιεστρέφετο ὁλόκληρος ὁ συναισθηματικὸς κόσμος, ὁ πλούσιος συναισθηματικὸς κόσμος, τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὁ Κύριος ἧταν τὸ ἄλφα καὶ ὠμέγα τῆς ζωῆς της. Ὁ Κύριος, ὅπως ψάλλει ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος, ἧταν τὸ «γλυκὺ ἔαρ», ἡ γλυκεῖα ἄνοιξις τῆς ζωῆς της.
Ἐζοῦσε ἡ Θεοτόκος μετὰ τὴν ἀνάληψιν μὲ τὰς ἀναμνήσεις τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ της. Ἐζοῦσε μὲ τὴν διδασκαλίαν του καὶ μὲ τὸ ὅλον ἄρωμα τὸ ὁποῖον ἐξέπεμπε ἡ ὑπερκόσμιος φυσιογνωμία του. Γι᾿ αὐτὸ εἶχε συνήθεια νὰ φέρῃ τὰ βήματά της καὶ νὰ ἐπισκέπτεται τὸν τόπον ἐκεῖνον τὸν ἱερόν, τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἐπροσευχήθη ἐν ἀγωνίᾳ, τὸν τόπον ἐκεῖνον εἰς τὸν ὁποῖον ἔχυσε δάκρυα, τὸν τόπον τὸν ὁποῖον ἐπότισε μὲ τὸν ἱδρῶτα του, ποὺ ἔπιπτε ὡς θρόμβοι αἵματος. Ἐπεσκέπτετο τὴν Γεθσημανῆ.
Πολλάκις μετέβαινε στὴν Γεθσημανῆ. Ἀλλὰ κάποια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπεσκέφθη γιὰ τελευταίαν φορὰν τὴν Γεθσημανῆ, συνέβη ἐκεῖ κάτι, ἔκτακτον καὶ μοναδικὸν γεγονός. Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι. Ἡμεῖς πιστεύομεν εἰς τὴν ἱερὰν παράδοσιν, πιστεύομεν εἰς ἐκεῖνα ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ πατέρες, πιστεύομεν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν μας. Ἡ δὲ Ὀρθοδοξία μας λέγει ὅτι, ὅταν γιὰ τελευταίαν φορὰν ἐπεσκέφθη ἡ Θεοτόκος τὴν Γεθσημανῆ, συνέβη κάτι τὸ ἔκτακτον καὶ μοναδικόν· τὰ δένδρα, οἱ κορυφὲς τῶν δένδρων, στὸ πέρασμα τῆς Θεοτόκου, μάλιστα ὅταν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐγονάτισε καὶ ὕψωσε τὰς χεῖρας της εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ προσηυχήθη μετὰ δακρύων πρὸς τὸν Κύριον, τὸν Υἱὸν καὶ Θεόν της, ὅταν λέγω ἐγονάτισε, τότε καὶ τὰ δένδρα ἀκόμη, σὰν νὰ πῆραν ψυχή, ἔγειραν τὶς κορυφές των, ἐλύγισαν τὶς κορυφές των πρὸς τὰ κάτω. Σὰν νὰ ἔκαναν μετάνοια, σὰν νὰ ἤθελαν νὰ προσκυνήσουν τὴν Παντάνασσα τοῦ κόσμου, τὴν Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ.
Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχή; Ποῦ εἶνε τέτοια γυναίκα, ποὺ γονατίζει καὶ τὴν ὥρα ποὺ προσεύχεται μὲ πίστι κάνει αὐτὴ ἡ γυναίκα τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ νὰ σείωνται! Δὲν εἶνε μικρὸ παράδειγμα ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία ἐπήγαινε στὴ Γεθσημανῆ καὶ προσηύχετο ἐκεῖ ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας καὶ λυτρώσεως.
Προσευχήθη λοιπόν. Κι ὅταν πλέον τὰ δένδρα εἶχαν λυγίσει, λέγει ἡ παράδοσις, τότε παρουσιάσθη πάλιν ὁ Γαβριήλ. Παρουσιάσθη πάλιν ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος, ὁ ἀρχάγγελος ὁ ὁποῖος τῆς μετέδωκε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῶν αἰώνων, τὴν χαρμόσυνον εδησιν, ὅτι θὰ γεννήσῃ τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ τὴν πρώτην φορὰν ποὺ παρουσιάσθη ὁ ἀρχάγγελος, κατὰ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας ὅπως ζωγραφίζεται εἰς τὰς τιμίας εἰκόνας, ὁ ἀρχάγγελος κρατοῦσε κρίνον, κρίνον τοῦ οὐρανοῦ, κρίνον πνευματικόν, κρίνον τὸ ὁποῖον συνεβόλιζε τὴν παρθενίαν της, τὴν ἄφθαρτον, τὴν ἀμόλυντον παρθενίαν της. Τὴν δευτέραν φορὰν ποὺ παρουσιάσθη ἐνώπιον της δὲν κρατοῦσε πλέον κρίνον, ἀλλὰ κρατοῦσε φοίνικα, κλάδον φοίνικος· καὶ τοῦτο, διότι ὁ φοῖνιξ εἶνε σύμβολον τῆς νίκης, σύμβολον τοῦ θριάμβου ἐναντίον τῆς θλίψεως καὶ ἐναντίον τοῦ θανάτου. Καὶ ἐχαιρέτισε ἐκ νέου, ὅπως λέγουν οἱ πατέρες, τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ εἰδοποίησεν αὐτήν, ὅτι ἐντὸς ὀλίγου ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν θὰ μεταβῇ πρὸς συνάντησιν τοῦ μονογενοῦς αὐτῆς Υἱοῦ.
Γεμάτη συγκίνησιν ἱερὰ ἡ Θεοτόκος κατέβηκε ἀπὸ τὸ λόφο τῆς Γεθσημανῆ καὶ μετέβη στὸ πτωχό της σπίτι. Δὲν ἦταν κανένα μέγαρο, δὲν ἦταν κανένα ἀπὸ τὰ σπίτια τὰ σημερινά, ὅπου ὅλα λάμπουν καὶ ἀστράπτουν. Ἦταν ἕνα φτωχὸ σπιτάκι κάτω ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Γεθσημανῆ, καὶ ἐκεῖ ἔμενε μὲ τὰς ἀναμνήσεις τοῦ Κυρίου. Μπῆκε στὸ σπίτι ἡ Θεοτόκος. Δὲν εἶχε ὑπηρέτριες, ὅπως ἔχουν οἱ κυρίες τῆς ἀριστοκρατίας καὶ τὶς ὁποῖες τὶς κακομεταχειρίζονται καὶ κατὰ ποικίλους τρόπους τὶς ἀδικοῦν. Δὲν εἶχε, λέγω, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία διηκονεῖτο ἀπὸ τάγματα ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, δὲν εἶχε ὑπηρέτριες. Δὲν ἦταν καμμιὰ κυρία ὑπερήφανη καὶ ἐγωΐστρια, ἡ ὁποία μόλις παντρευτῇ ἔχει ἀξίωσι ἀπὸ τὸν ἄνδρα της νὰ προσλάβῃ ὁ φτωχὸς ὑπάλληλος ὑπηρέτρια καὶ νὰ ἐπιβαρύνεται, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐπιδεικνύεται αὐτὴ καὶ νὰ καυχᾶται. Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, μόλις ἐπέστρεψε στὸ φτωχικό της σπίτι καὶ ἐγνώριζε ὅτι ἔφθασε τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς της, ἐπῆρε, λέγει ἡ παράδοσις, στὰ χέρια της τὴ σκούπα ―ποὺ ντρέπονται σήμερα νὰ πιάσουν οἱ μοντέρνες κυρίες, ἐκεῖνες ποὺ δὲν θέλουν νὰ κάνουν καμμία οἰκιακὴ ἐργασία―, ἐπῆρε τὴ σκούπα καὶ σκούπισε ἐπιμελῶς ὁλόκληρο τὸν οἶκο της. Εὐτρέπισε ὁλόκληρο τὸ σπίτι της, ἕτοιμη νὰ ὑποδεχθῇ τὸν Κύριον, ποὺ ἤρχετο νὰ παραλάβῃ τὸ ἁγνόν της πνεῦμα. Καὶ ἀφοῦ ἐσκούπισε καὶ εὐτρέπισε μὲ τὰ δικά της χέρια τὸν οἰκίσκον, ἀμέσως ἐκάλεσε δύο γειτόνισσες, οἱ ὁποῖες ἦταν χῆρες καὶ εἶχαν ὀρφανά, τὶς ἐκάλεσε αὐτὲς καὶ τοὺς ἐμοίρασε τὸν φτωχικό της ἱματισμό. Καὶ μετὰ ἀνήγγειλε στὸ περιβάλλον τὸ φιλικό, ποὺ πάντοτε περιεκύκλωναν τὴν ὑπεραγία Θεοτόκον, ὅτι ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν θὰ ἀπέλθῃ πλέον ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν. Καὶ κατόπιν ἐξάπλωσε ἐπὶ τῆς κλίνης της, ἐσταύρωσε τὰς ἁγίας της χεῖρας, καὶ ἀπὸ τὴν ὥραν πλέον ἐκείνην ἐβυθίσθη εἰς σκέψιν βαθεῖαν καὶ συναισθηματικότητα, γιατὶ μετ᾿ ὀλίγον θὰ ἀπήρχετο ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.
Ἀδελφοί! Ἂς σταματήσωμεν μέχρις ἐδῶ. Αὐτὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος προετοιμάσθη διὰ τὸν θάνατόν της· αὐτὸ τὸ γεγονός, ὅτι εἰδοποιήθη, τρόπον τινὰ διὰ τοῦ ἀσυρμάτου τοῦ οὐρανοῦ, πὼς θὰ μετέβαινε ἐκ γῆς πρὸς τὰ οὐράνια· αὐτὸ τὸ γεγονὸς πῶς μᾶς διδάσκει!
Ἀδελφοί! Εἶνε χάρις Χριστοῦ καὶ εὐλογία τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ νὰ εἰδοποιῆται ὁ ἄνθρωπος, νὰ προαισθάνεται ὁ ἄνθρωπος, τὸν θάνατόν του. Τὰ παλαιὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μὲ ἁγνότητα μὲ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσιν εἰς τὸν Θεόν, προῃσθάνοντο οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατόν των καὶ ἔλεγαν στὰ παιδιά των· ―Παιδί μου, θ᾿ ἀποθάνω. ―Μά, πατέρα, τί ἔχεις; μάνα, τί ἔχεις; ―Θ᾿ ἀποθάνω, παιδί μου· ἦρθε τὸ τέλος μου… Καταλάβαινε. Προητοιμάζετο. Μιὰ φωνὴ ἐσωτερική, κάποιος μυστικὸς καὶ ἀόρατος σύνδεσμος μὲ τὴν αἰωνιότητα, κάποιος φτερωτὸς καὶ ἀνώνυμος ἄγγελος εἰδοποιοῦσε τὴν ψυχὴν καὶ ἔλεγε· Θ᾿ ἀποθάνῃς! Ἡγούμενοι ἅγιοι, ὅσιοι ἀσκηταὶ ποὺ ἔζησαν στὶς σπηλιές, ἀλλὰ καὶ ἅγιες προσωπικότητες ποὺ ἔζησαν μέσα εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἔγγαμον βίον, τιμίως διάγοντες ἄνδρες καὶ γυναῖκες, προῃσθάνοντο τὸν θάνατόν τους καὶ προετοιμάζοντο διὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι. Καὶ ὅπως αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ ταξιδεύσῃ δὲν περιμένει τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ προετοιμάσῃ τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ ἀπὸ ἡμέρες ἑτοιμάζεται διὰ τὸ ταξίδιόν του, ἔτσι καὶ οἱ εὐλαβεῖς αὐτὲς ψυχὲς προετοιμάζοντο διὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι.
Εἶνε σημεῖον τῶν καιρῶν, εἶνε κατάρα ὁ αἰφνίδιος θάνατος. Ἀκούσατε τί λέγει ἡ Ἐκκλησία στὴν ἀρτοκλασία; Νὰ μᾶς φυλάξῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ πολλὰ δεινά. Ποιά δεινά; «Ἀπὸ λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ…» καί… «καὶ αἰφνιδίου θανάτου». Τὸν θεωρεῖ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν αἰφνίδιο θάνατο ὅπως τὸ λοιμό, τὸ σεισμό… Καὶ εἶνε σημεῖον κακὸν ὅτι οἱ αἰφνίδιοι θάνατοι μέσα στὴν γενεά μας αὐξάνονται συνεχῶς. Ὁ αἰφνίδιος θάνατος εἶνε κακό, διότι δὲν δίδει στὸν ἄνθρωπο οὔτε λεπτό. Ὁμοιάζει μὲ τὸ γεράκι… Κάθονται οἱ κόττες στὸ γρασίδι καὶ βοσκοῦν, καὶ νομίζουν ὅτι θὰ ἐπιστρέψουν στὸ κοττέτσι. Δὲν θὰ ἐπιστρέψουν ὅμως στὸ κοττέτσι τους. Ἀπὸ πάνω, ξαφνικά, τὸ γεράκι πέφτει μὲ ὁρμὴ καὶ ἁρπάζει τὴν ὄρνιθα, καὶ μὲ τὶς φτεροῦγες του τὴν μεταφέρει στὴν φωλεά του. Ὅπως τὸ γεράκι ὁρμᾷ ἀπότομα καὶ ἁρπάζει μέσα ἀπὸ τὸ χορτάρι τὴν κόττα καὶ τὴν παίρνει ἐπάνω, ἔτσι σὰν γεράκι ὁ θάνατος ὁρμητικὸς φτερουγίζει καὶ πέφτει· στὸ δρόμο, στὸ πεζοδρόμιο, στὸ ἀεροπλάνο, στὸ γραφεῖο…, ὅπου νά ᾿νε. Ἁρπάζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ λέγει, Ἔλα ᾿δῶ!… Δὲν τοῦ δίδει οὔτε ἕνα λεπτὸ διορία νὰ πῇ τὸ «Μνήσθητί μου…». Εἶνε ὁ αἰφνίδιος θάνατος πολὺ κακὸ πρᾶγμα. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία εὔχεται ὑπὲρ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ αἰφνιδίου θανάτου. Ὦ Θεέ μου ὦ Θεέ μου!… Διὰ πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου εὔχομαι, κανείς ἀπ᾿ ὅσους εμεθα ἐδῶ μέσα νὰ μὴν ἀποθάνῃ ἀπὸ αἰφνίδιον θάνατον, ἀλλὰ σὲ ὅλους μας νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς σημάδι ὅτι φεύγομεν ἀπὸ τὸν μάταιον αὐτὸν κόσμον, καὶ νὰ προετοιμασθῶμεν διὰ τὴν αἰωνιότητα, τὸ ταξίδι τοῦ οὐρανοῦ.
Ἀλλὰ προσέξατε καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη. Πρέπει ὁ Χριστιανός, προαισθάνομενος τὸν θάνατόν του ―ἐὰν εἶσαι πατέρας, μητέρα, πρόσεξέ με καὶ ἄκουσέ με―, νὰ κάνῃ τοῦτο. Μὴν ἀφήνεις ἔτσι τὰ πράγματα. Βλέπεις, ὅτι πλέον μεγάλωσες, τὰ χιόνια ἔπεσαν πάνω στὸ κεφάλι σου. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (ἕνας ἅγιος ποὺ ἀγαπῶ καὶ ποὺ θὰ ἑορτάσῃ στὶς 24 Αὐγούστου στὰ ξακουσμένα Γιάννενα), ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἔλεγε, ὅτι· Τὰ σπαρτά, ἅμα ἀσπρίζουνε, τί περιμένουν; Τὸ δρεπάνι περιμένουν. Κι ὅταν ἀσπρίζουν τὰ μαλλιά, τί περιμένομεν, ἀδέλφια; Τὸ δρεπάνι τοῦ ἀρχαγγέλου. Προτοῦ λοιπὸν φτάσῃ τὸ δρεπάνι τοῦ ἀρχαγγέλου, οἱ γυναῖκες καὶ οἱ ἄνδρες, οἱ μητέρες καὶ οἱ πατέρες ποὺ ἔχουν παιδιὰ καὶ βλέπουν τὰ χιόνια νὰ πέφτουν πάνω στὴν κεφαλή τους, ὅσοι εἶνε πατέρες καὶ μητέρες νὰ τακτοποιήσουν τὰ τοῦ σπιτιοῦ των. Νὰ τακτοποιήσουν ὅ,τι ἔχουν. Νὰ τὰ μοιράσουν μὲ δικαιοσύνη στὰ παιδιά τους. Νὰ μὴ ἀφήσουν ἐκκρεμότητες. Μὴ ἀφήσετε, μὴ ἀφήσετε ἐκκρεμότητες. Ἂν ἀγαπᾶτε τὰ σπίτια σας, νὰ μιμηθῆτε τὸ παράδειγμα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ζωντανὴ μοίρασε ὅ,τι εἶχε στὴ γειτονιά της. Ἔτσι κ᾿ ἐσεῖς μὴ ἀφήσετε ἐκκρεμότητες μέσα στὸ σπίτι, ἀλλὰ προετοιμάσετε καὶ μοιράσετε. Διότι μετὰ τὸ θάνατό σας, ἐὰν ἀφήσετε ἐκκρεμότητες, τὰ παιδιά σας θὰ τρέχουν στὰ δικαστήρια. Γνωρίζω οἰκογένεια, ποὺ 15 χρόνια πολεμάει καὶ ἔφθασε μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο, καὶ τὰ παιδιὰ μισηθήκανε μεταξύ τους, γιατὶ οἱ γονεῖς των δὲν προετοίμασαν καὶ δὲν ἐτακτοποίησαν τὰς ἐκκρεμότητας τοῦ σπιτιοῦ των.
Ἀλλὰ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος μᾶς διδάσκει ἀκόμη καὶ κάτι ἄλλο γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη. Τὴν ἐλεημοσύνη μὴν τὴν κάνετε μετὰ τὸν θάνατον. Ὅταν ζῆτε, ὅταν τὰ χέρια αὐτὰ μποροῦν καὶ κινοῦνται καὶ μπαίνουν στὸ πορτοφόλι σας, ὅταν ζῆτε, τότε ἡ ἐλεημοσύνη ἔχει μεγάλη ἀξία. Διότι μετὰ θάνατον δὲν λέγεται πλέον ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ εἶνε χρήματα ποὺ δὲν ὀφείλονται σ᾿ ἐσᾶς. Ἐγώ, ἂν εἶχα δικαίωμα, θὰ πήγαινα σ᾿ αὐτὰ τὰ μεγάλα φιλανθρωπικὰ καταστήματα, ποὺ λέγουν ὅτι κτισθήκανε ἀπὸ διαθῆκες, καὶ θὰ ἔσβηνα αὐτὰ τὰ ὀνόματα ποὺ λένε ἐπάνω ὅτι «τὸ ἔκτισε ὁ τάδε». Ἂν τὸ ἔκτισε ζωντανός, κάνω μιὰ μετάνοια καὶ τὸν προσκυνῶ. Ἂν τὸ ἔκτισε μετὰ θάνατον, ἐγὼ ἀμφισβητῶ τὴν ἐλεημοσύνη μετὰ θάνατον. Δὲν τὴν ἀμφισβητῶ ἐγώ, τὴν ἀμφισβητοῦν καὶ οἱ ἅγιοι πατέρες. Ἀκοῦς λοιπόν, ὅτι ἕνα φιλανθρωπικὸ κατάστημα τὸ ἔκτισαν μετὰ θάνατον. Τὰ ἀπήλαυσαν δηλαδὴ τὰ χρήματά τους ἐν ζωῇ, τὰ γλεντήσανε ὅσο ζοῦσαν, καὶ μετὰ τὸν θάνατο πλέον κάνουν τὴν ἐλεημοσύνην. Ἐγώ, ἂν θά ᾿χα δικαίωμα, θὰ ἔγραφα ἀπ᾿ ἔξω· «Τῷ θανάτῳ τῷ εὐεργέτῃ τὸ κατάστημα τοῦτο». Γι᾿ αὐτό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος προαισθάνεται τὸ θάνατο, νὰ κάνῃ τὴν ἐλεημοσύνη, ὅπως τὴν ἔκανε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος.
Ἀλλὰ προχωροῦμε. Ἦλθε καὶ γιὰ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ ὁ θάνατος. Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος εἶνε τώρα νεκρά, νεκρὰ πλέον ἐπὶ τῆς κλίνης της. Νεκρὰ ἐκείνη, ἥτις ἐγέννησε τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς. Ποιοί τώρα θὰ τὴν κηδεύσουν; Ποῦ εἶνε τὰ παιδιά της; Τὰ παιδιὰ κηδεύουν τοὺς γονεῖς. Ἀλλ᾿ ἐκείνη εἶχε παιδιά; Εἶχε. Τί παιδιά; Πνευματικὰ παιδιά, ποὺ τὴν ἀγαπούσανε περισσότερο ἀπὸ τὰ ὑλικὰ παιδιά. Ποιά ἦταν; Γονεῖς, σεῖς ποὺ εἶσθε ἄκληροι καὶ δὲν ἔχετε παιδιά, μὴ λυπεῖσθε. Μπορεῖς ν᾿ ἀποκτήσῃς παιδιά, ποὺ νὰ σ᾿ ἀγαποῦν περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι τὰ σαρκικὰ παιδιά. Εἶχε παιδιὰ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, πνευματικὰ παιδιά. Κατὰ σάρκα ἕνα καὶ μόνο Υἱὸν εἶχε, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ δὲν παραδεχόμεθα τὴν βέβηλον καὶ ἀνίερον σκέψιν τῶν αἱρετικῶν ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριον εἶχε κι ἄλλα τέκνα. Ἀλλ᾿ ἐνῷ δὲν εἶχε κατὰ σάρκα τέκνα, εἶχε πνευματικοὺς υἱοὺς ποὺ τὴν ἀγαποῦσαν περισσότερο. Καὶ πνευματικά της παιδιὰ ἦταν οἱ δώδεκα ἀπόστολοι.
Ποῦ ἦταν ὅμως κατὰ τὴν κοίμησί της οἱ ἀπόστολοι; Ἔλειπαν μακριά. Ὁ Πέτρος στὴ Ῥώμη, ὁ Παῦλος πρὸς τὴν Μακεδονία, ὁ Ἀνδρέας στὴν Πάτρα, ὁ Θωμᾶς στὰς Ἰνδίας, ὁ Ἰωάννης στὴν Ἔφεσο, ὁ Τίτος στὴν Κρήτη, ὁ Τιμόθεος στὴν Ἔφεσο… Ἔλειπαν ὅλοι στὴν διασπορά. Πῶς νὰ τοὺς εἰδοποιήσουν; Πῶς νὰ τοὺς εἰδοποιήσουν, αὐτὸ ἀπορεῖτε; Πιστεύετε. Καὶ ἐὰν πιστεύετε, τότε θὰ πιστεύσετε καὶ αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὴν κοίμησι τῆς Θεοτόκου. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὸ μυαλὸ ποὺ τοῦ ᾿δωσε ὁ Θεός, κατώρθωσε νὰ βρῇ μέσο (ἀσύρματο, τηλέγραφο κ.τ.λ.) καὶ νὰ εἰδοποιῇ αὐτὸν ποὺ εἶνε στὸ Σικάγο, αὐτὸν ποὺ εἶνε στὸ Λονδῖνο καὶ στὴν κάθε γωνία τοῦ κόσμου· ἐὰν τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα, ποὺ εἶνε μιὰ ἀκτὶς τοῦ ἀπεράντου πνεύματος τοῦ Δημιουργοῦ, κατώρθωσε νὰ βρῇ μέσο καὶ νὰ εἰδοποιῇ αὐτοστιγμεὶ τοὺς ἄλλους, πολὺ περισσότερο ὁ Κύριος εἶχε μέσο, οὐράνιο ἀσύρματο… Πώ πώ πώ! πετᾶνε πετᾶνε τὰ τάγματα τῶν ἁγίων ἀγγέλων «εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα» (Ἑβρ.1,14). Φτερωτοὶ λοιπὸν ἄγγελοι πέταξαν σ᾿ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ὑδρογείου σφαίρας καὶ ἔσπευσαν νὰ εἰδοποιήσουν τοὺς ἀποστόλους.
Καὶ νά, νά… Ἐπάνω στὸν οὐρανὸ σὰν τὰ περιστέρια, σὲ φωτεινὲς νεφέλες ὡς ἐπὶ ἵππων, νὰ καὶ ἔρχεται ὁ Πέτρος, νὰ καὶ ἔρχεται ὁ Παῦλος, ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι. Καὶ τελευταῖος ἀπ᾿ ὅλους, καθυστερημένος ὅπως πάντοτε, ἔρχεται ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς. Ἦρθαν κοντά της. Καὶ πάνω στὴν παράδοσι αὐτὴ στηρίζεται τὸ ὡραιότατον καὶ γλυκύτατον ἐκεῖνο ᾆσμα ποὺ ἀκοῦμε, «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων…», ποὺ εἶνε ἀπὸ τὰ ὡραιότερα καὶ γλυκύτερα ᾄσματα ποὺ ἔχει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία.
Ναί, μαζεύτηκαν οἱ ἀπόστολοι. Καὶ τί μᾶς διδάσκει αὐτό; Ὅτι ὅταν πεθαίνῃ κάποιος γνωστός μας, πρέπει νὰ διακόπτωμεν κάθε ἐργασίαν. Τὸ πρῶτο καθῆκον εἶνε νὰ πᾶμε στὸ νεκρό. Νὰ πᾶμε στὸ νεκρό, γιὰ νὰ ἐκπληρώσωμεν ἕνα χρέος ἱερόν. Πρῶτον μὲν πρὸς τὸν νεκρόν, ποὺ φεύγει ἐκ τῆς ματαίας γῆς καὶ μεταβαίνει εἰς τὰ οὐράνια, εἰς τὸν κόσμον τῶν ἀύλων πνευμάτων. Ἔπειτα πρὸς τοὺς συγγενεῖς, οἱ ὁποῖοι παρηγοροῦνται διὰ τῆς παρουσίας μας. Ἀλλὰ νὰ ἐκπληρώσωμεν πρὸ παντὸς κάποιο ἄλλο χρέος ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ποῖον χρέος; Νὰ ὑπενθυμίσωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας τὴν αἰωνιότητα. Ἐὰν σᾶς ἐρωτήσω, ποῖος εἶνε ὁ μεγαλύτερος ἱεροκῆρυξ μέσα στὴν Ἀθήνα, καθένας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ πῇ. Ἀλλ᾿ ἐὰν σᾶς ἐρωτήσω, ποῖος εἶνε ὁ μεγαλύτερος ἱεροκῆρυξ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ὁ μεγαλύτερος ἱεροκῆρυξ εἶνε ὁ νεκρός. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος ἱεροκῆρυξ. Ὅταν τὸν βλέπῃς αὐτὸν ποὺ μέχρι χθὲς ἦταν μαζί σου, ποὺ κουβεντιάζατε καὶ λέγατε ὁ,τιδήποτε, ὅταν τὸν βλέπῃς αὐτὸν νεκρὸν κατακείμενον, τότε αὐτὸς φωνάζει· «Ματαιότης!…» (Ἐκκλ. 1,2). Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἔλεγε· Ὅταν πεθαίνῃ ὁ ἄνθρωπος, νὰ μὴ τὸν θάπτετε ἀμέσως, ὄχι· νὰ τὸν κρατᾶτε 24 ὧρες, καὶ νὰ μαζεύεστε γύρω του, καὶ νὰ μὴ μιλᾶτε ἀλλὰ νὰ προσεύχεσθε· γιατὶ καλύτερος ἱεροκῆρυξ ἀπὸ τὸ νεκρὸ δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο… Κάθε νεκρός, ετε φτωχὸς ετε πλούσιος, ετε στρατηγὸς ετε στρατιώτης, ετε βασιλιᾶς ετε πολίτης ἢ κ᾿ ἕνας ἀλήτης τοῦ δρόμου, διδάσκει. Καὶ ἐὰν κάθε νεκρὸς μᾶς ὑπενθυμίζῃ τὴν αἰωνιότητα, τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ Χριστό, ἐὰν κάθε νεκρὸς εἶνε πηγὴ διδασκαλίας διὰ τὸν ἄνθρωπον, φαντασθῆτε ὁποίαν διδασκαλίαν προσέφερε τὸ σκήνωμα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου!
Μαζευτήκανε, λοιπόν, οἱ ἀπόστολοι καὶ κρατοῦσαν στὰ χέρια τοὺς τὸ φέρετρο καὶ τὸ μετέφεραν ἐκτὸς τῆς πόλεως. Ἐκείνη ὅμως τὴ στιγμὴ κάτι συνέβη. Τί συνέβη; Ἐνῷ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ τὰ κλαδιὰ λυγίζανε, ἐνῷ καὶ οἱ δαίμονες ἔτρεμαν, ἐνῷ τὰ πάντα ἀνέπεμπαν τὰ ἐξόδιον ὕμνον, μιὰ ὀχιά, ἕνας Ἑβραῖος, τί ἔκανε; Ἅπλωσε τὸ βρωμερό του χέρι στὸ φέρετρο. Καὶ ἀμέσως, ἀστραπιαίως, κόπηκε τὸ χέρι του καὶ ἔμεινε κρεμασμένο, ὅπως φαίνεται στὶς εἰκόνες. Αὐτὴ τὴ βεβήλωσι καὶ ἁμαρτία ἔκανε ὁ Ἑβραῖος τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία τὸ σκήνωμα τὸ ἱερόν, φερόμενον ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀποστόλων, ὡδηγεῖτο πρὸς τὰ ἔξω.
Ἀδελφοί, τελειώνω. Δὲν προχωρῶ περισσότερο. Αὐτὸ εἶνε μὲ ὀλίγες λέξεις τὸ ἱστορικὸν πλαίσιον τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Στὸ τέλος τώρα τῆς ὁμιλίας, ποὺ εὑρισκόμεθα, μᾶς φωνάζει ἡ φωνὴ τοῦ οὐρανοῦ καὶ μᾶς λέγει·
Ἐσεῖς μανάδες, ἐλᾶτε κοντὰ στὸ Πρότυπο τῶν μητέρων, νὰ μάθετε πῶς πρέπει νὰ ἀγαπᾶτε τὰ παιδιά σας. Ὅσοι εἶσθε παιδιὰ καὶ πρὸ παντὸς τὰ ὀρφανά, ἐλᾶτε κοντὰ στὴ γλυκειὰ Μάνα τοῦ κόσμου, νὰ βρῆτε καταφύγιο. Ὅσοι εἶσθε παρθένοι ἀμόλυντοι καὶ ἁγνοί, ἐλᾶτε κοντὰ στὴν Παρθένο, καὶ φυλάξτε τὸ κρίνον αὐτὸ τῆς ἁγνότητος, «τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας». Ὅσοι εἶσθε ἀγράμματοι, ἐλᾶτε στὴν Παναγία γιὰ νὰ μάθετε τὴν μεγαλύτερη φιλοσοφία τοῦ κόσμου. Ὅσοι εἶσθε σοφοί, ἐλᾶτε στὴν Παναγία γιὰ νὰ μάθετε, ὅτι ἡ σοφία ἦτο ἡ ταπείνωσις ἡ βαθειά της. Ὅσοι εμεθα ἁμαρτωλοί, ἂς ἔλθουμε στὴν Θεοτόκο, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσῃ κοντὰ στὸ Χριστό. Νομίζω, ὅτι ἡ αὐριανὴ ἡμέρα αὐτὸ τὸ μάθημα μᾶς δίδει.
Ἐκτὸς ὅμως τῶν εἰδικῶν μαθημάτων, τὰ ὁποῖα ἐξάγομεν ἐκ τῶν διαφόρων πτυχῶν τῆς ἱστορίας τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὸ σπουδαιότερο μάθημα ποὺ προσφέρει εἰς ὅλους ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος εἶνε, ὅτι ὁ θάνατος ἄλλαξε ὄνομα. Ὁ θάνατος, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐσταυρώθη ὁ Χριστός, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ κατέβηκε κάτω στὸν ᾅδη καὶ ἔσπασε τὰς χαλκίνας πύλας καὶ ἐθριάμβευσε, ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην δὲν εἶνε τι τὸ φοβερὸν καὶ ἀποτρόπαιον, τὸ ὁποῖον ἐνέπνεε τὸν τρόμον καὶ τὸν φόβον στὸν προχριστιανικὸν κόσμον. Ἀπὸ τὴν ὥραν ποὺ ὁ Χριστὸς ἀνῆλθε νικητὴς ἐκ τῶν κευθμώνων τοῦ ᾅδου, ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ θάνατος ἄλλαξε πλέον τὸ φοβερόν του καὶ ἀποτρόπαιον πρόσωπο. Εἰς τὸ ἑξῆς δὲν λέμε ὅπως πρὸ Χριστοῦ, ὁ θάνατος τοῦ Σωκράτους, τοῦ Ἀριστοτέλους, τοῦ Πλάτωνος. Ἀλλὰ τί λέμε; Εἰς τὸ ἑξῆς, ἂν πιστεύῃς, ὁ θάνατος σον κοίμησις. Γι᾿ αὐτὸ δὲν λέμε, ὁ θάνατος τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ λέμε, ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου. Δὲν ἀποθνῄσκει ὁ ἄνθρωπος. Αὐτὸ ποὺ μένει ἐδῶ στὴ γῆ, αὐτὸ ποὺ πάει στὸ τάφο, δὲν εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Ὁ κυρίως ἄνθρωπος εἶνε ἡ ψυχή. Ὁ ἄνθρωπος ζῇ καὶ βασιλεύει μέσα στὸν κόσμο τῶν ἀύλων πνευμάτων καὶ μέσα στὴν αἰωνιότητα. Δὲν ὑπάρχει θάνατος. Γιὰ τὸν Χριστιανό, ὁ ὁποῖος πιστεύει στὸ Χριστὸ ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 11,25), ὁ θάνατος εἶνε κοίμησις.
Μόλις βραδιάσῃ, ἡ μάνα παίρνει τὸ παιδὶ καὶ τὸ βάζει στὴν κούνια νὰ τὸ κοιμήσῃ. Ὑπάρχει μάνα, ποὺ ἅμα βάλῃ τὸ παιδί της στὴν κούνια κλαίει; Εδατε ποτέ; Καμμιά μάνα. Γιατὶ ἀκούει τὴν ἀνάσα τοῦ παιδιοῦ καὶ λέει· Κοιμήσου, παιδί μου, κοιμήσου. Ξέρει, ὅτι θά ᾿ρθῃ τὸ πρωΐ, καὶ τὸ παιδὶ θὰ ξυπνήσῃ ζωηρό, σὰν τὸ λουλούδι ποὺ βγαίνει δροσᾶτο. Ὅπως λοιπὸν ἡ μάνα δέν κλαίει, ὅταν κοιμίζει στὴν ἀγκαλιά της τὸ παιδί, γιατὶ ξέρει ὅτι θὰ ξαναξυπνήση, ἔτσι καὶ οἱ Χριστιανοι δὲν κλαῖνε τοὺς νεκρούς, κατὰ τὴν συμβουλὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου «μὴ λυπῆσθε» (Α΄ Θεσ. 4,13).
Δὲν εἶνε ψέμα ―εἶνε ἀλήθεια ἡ θρησκεία μας―, εἶνε γεγονός, ὅτι ἐπάνω ἀπὸ τὰ μνήματα, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς τάφους, θά ᾿ρθῃ ἡμέρα ποὺ θὰ ἠχήσῃ σάλπιγξ. Ὅσο βέβαιον εἶνε ὅτι αὔριο τὸ πρωῒ ξημερώνει Δευτέρα (ἄρα ἡ ἑορτὴ ἦτο ἡμέρα Δευτέρα), τόσο νὰ εἶσθε βέβαιοι ὅτι θά ᾿ρθῃ ἡμέρα, ἡμέρα μεγάλη, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπάνω ἀπὸ τοὺς τάφους θ᾿ ἀκουσθῇ σάλπιγξ οὐράνια καὶ οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ στὶς δεήσεις δὲν λέγομεν «ὑπὲρ τῶν νεκρῶν», ἀλλὰ «ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων» ἡμῶν. Καὶ γι᾿ αὐτὸ τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, τότε ποὺ πίστευαν οἱ ἄνθρωποι, ἐξεφράζοντο μὲ πίστι. Τί νὰ τὰ κάνω σήμερα τὰ γράμματα, τί νὰ τὰ κάνω τὰ πανεπιστήμια καὶ τὰ διπλώματα, ὅταν δὲν ὑπάρχῃ πίστις; Δός μου ἕνα γραμμάριο πίστι, νὰ σοῦ δώσω τὰ διπλώματα τοῦ κόσμου. Ἡ πίστις εἶνε παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα. Λοιπὸν τὰ παλαιὰ χρόνια, ποὺ ὑπῆρχε πίστις, τὰ μέρη ποὺ θάβονται οἱ νεκροὶ δὲν λεγότανε νεκροταφεῖα, ὄχι, ἀλλὰ κοιμητήρια. Κ᾿ ἐπάνω στοὺς σταυροὺς δὲν γράφανε «ἀπέθανε» ἀλλὰ «ἐκοιμήθη».
Αὐτὸ τὸ δίδαγμα μᾶς δίνει σήμερα ἡ ἑορτή. Καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα· νὰ προετοιμάσωμε τὸν ἑαυτό μας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(παλαιὰ ὁμιλία, πρὸ τοῦ 1967, ἐκφωνηθεῖσα ἐν Ἀθήναις εἰς ἀγρυπνίαν τὴν παραμονὴν τῆς ἑορτῆς ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ)