.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Οικοδομώντας τόν Ναό τού Θεού μέσα μας καί μέσα στούς αδελφούς μας.




Τήν Δευτέρα 15 Απριλίου ο π. Ζαχαρίας, επισκεπτόμενος τήν Ναύπακτο καί τήν Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Βομβοκούς τής οποίας είναι ο Πνευματικός, ομίλησε στήν Σύναξη τής Δευτέρας, αντί τού Σεβασμιωτάτου, ο οποίος απουσίαζε στήν Κρήτη. Τό κείμενο τής ενδιαφέρουσας ομιλίας τού π. Ζαχαρία δημοσιεύουμε κατωτέρω.

Ακόμη καί όταν βρισκόμαστε γιά πολλά χρόνια «επί τής οδού», καί πάλι δέν πρέπει νά χαλαρώσουμε. Οι Πατέρες συνήθιζαν νά λένε ότι κάθε μέρα πρέπει νά βάζουμε μιά καινούργια αρχή καί νά ζητάμε από τόν Θεό βοήθεια γιά νά κάνουμε αυτήν τήν καινούργια αρχή. Όταν έχουμε μιά τέτοια στάση καί προσευχόμαστε γιά νά κάνουμε μιά καινούργια αρχή, τότε αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στήν αρχή τής σωτηρίας. Εάν κάθε μέρα ζητάμε από τόν Θεό νά μάς βοηθήση νά κάνουμε μιά καινούργια αρχή καί εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε, τότε αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στήν οδό πρός τήν σωτηρία. Έτσι, «ηρξαίμην ποτέ τή ευδοκία Σου».
Είναι πολύ σημαντικό νά εξετάζουμε τούς εαυτούς μας γιά νά δούμε κατά πόσον ίσως έχουμε χαλαρώσει, κατά πόσον έχουμε πέσει σέ αμέλεια. Δέν αρκεί τό νά απέχουμε από τό κακό, πρέπει νά εργαζόμαστε καί τό αγαθό. Δέν αρκεί τό νά έχουμε μιά ψυχολογική ειρήνη, πρέπει νά αποκτήσουμε τήν πνευματική ειρήνη πού προέρχεται από τό «περισσόν» τής παρακλήσεως πού μάς δίνει ο Θεός. Ακούμε στήν Παραβολή τών Ταλάντων νά κατακρίνεται ο οκνηρός δούλος, όχι επειδή έκανε κάτι κακό -μάλιστα είχε φυλάξει καί τό τάλαντο πού τού είχε δώσει ο κύριός του -, αλλά καταδικάζεται επειδή δέν τό πολλαπλασίασε, δέν εργάστηκε μέ αυτό, δέν έδειξε ζήλο. Τό νά έχουμε ζήλο είναι πολύ σημαντικό.
Βρισκόμαστε όλοι «επί τής οδού» καί δέν πρέπει νά ξεχνάμε ότι ο Χριστιανισμός ονομάζεται «η Οδός». Διαβάζουμε ότι ο Απ. Παύλος πήγαινε στήν Αντιόχεια γιά νά συλλάβη όλους εκείνους πού ήταν «επί τής οδού», «όπως εάν τινας εύρη τής οδού όντας» (Πρ. θ’ 2), τής οδού τού Ιησού, τής οδού τού νέου Προφήτη πού αποκαλούσε τόν Εαυτό του Μεσσία, Υιό τού Θεού. Βεβαίως, ο ίδιος ο Κύριος είπε «εγώ ειμι η οδός» (Ιω. ιδ’, 6) καί είναι σημαντικό νά γνωρίζουμε τήν δική Του οδό. Γνωρίζουμε ότι τό «σημείο» τής οδού τού Κυρίου είναι η ταπείνωση, επειδή η οδός Του είναι οδός καταβάσεως από τόν ουρανό μέχρις εμάς τούς ανθρώπους καί ακόμη περισσότερο μέχρι τά κατώτατα μέρη τής γής. Επομένως, καί εμείς γινόμαστε όμοιοι μέ τόν Κύριο, μόνον όταν ταπεινώσουμε τούς εαυτούς μας καί όχι όταν έχουμε υπερηφάνεια.
Όλοι οι λόγοι πού εκπορεύονται από τό στόμα τού Κυρίου είναι λόγοι ταπεινώσεως καί τόν λόγο πού δεχόμαστε από Εκείνον, όταν τόν εφαρμόσουμε στήν ζωή μας, κατεργάζεται μέσα μας πνεύμα ταπεινώσεως καί προετοιμάζει τήν καρδιά γιά νά μπορέση νά δεχθή τό έλεός Του, όπως Εκείνος είπε: «έλεον θέλω καί ου θυσίαν. ου γάρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ’, 13), δηλαδή, «δέν θέλω εξωτερικές λατρευτικές πράξεις ευσεβισμού, θέλω η καρδιά σας νά μπορή νά ανοίξη γιά νά δεχθή τό έλεός μου».

Ο Κύριος ήλθε γιά τούς αδυνάτους καί τούς ασθενείς καί όχι γιά όσους είναι αυτάρκεις καί ικανοποιημένοι μέ τούς εαυτούς τους. Μέ άλλα λόγια, γιά νά πορευθούμε τήν οδό τού Κυρίου πρέπει νά έχουμε πνευματικό ζήλο. Ο πνευματικός ζήλος είναι κάτι πολύ παράδοξο, όπως καί όλα όσα έχουν νά κάνουν μέ τον Θεό μας είναι παράδοξα, καί τό Ευαγγέλιό Του είναι ένα παράδοξο Ευαγγέλιο, μέ τήν έννοια ότι δέν είναι κατά άνθρωπον, είναι από έναν άλλον κόσμο.Ο Απ. Παύλος λέει ότι τό Ευαγγέλιον τού Κυρίου δέν είναι κατά άνθρωπον «τό ευαγγέλιον τό ευαγγελισθέν υπ εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον ουδέ γάρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. α’ 11-12).
Έτσι, λοιπόν, τά λόγια τού Κυρίου μάς βάζουν μέσα στήν δική Του οδό. Είναι πολύ σημαντικό νά μπούμε καί πάλι στήν δική Του οδό, όσο μακριά καί άν βρισκόμαστε, αρκεί νά βρεθούμε καί πάλι μέσα στήν οδό τού Κυρίου, επειδή Εκείνος είναι η οδός καί Εκείνος θά γίνη καί ο δικός μας συνοδοιπόρος. Στήν παραβολή τών ταλάντων είδαμε ότι εκείνος πού δέχθηκε πέντε τάλαντα εργάσθηκε καί «εποίησεν» άλλα πέντε καί εκείνος πού έλαβε δύο εργάσθηκε καί κέρδισε καί άλλα δύο. Καί στούς δύο δόθηκε ο ίδιος έπαινος, η ίδια ανταμοιβή, επειδή εκείνο πού έχει σημασία είναι νά αυξηθούμε μέσα στήν οδό τού Κυρίου καί έτσι νά εισέλθουμε στήν αιώνια αύξησή μας εν τώ Θεώ. Στήν πρός Κολοσσαείς επιστολή του ο Απ. Παύλος μιλάει γιά τήν αιώνια αύξηση «τήν αύξησιν τού Θεού» (Κολ. β’ 19).
Πρέπει νά εξασκηθούμε σέ αυτήν τήν οδό καί ο ίδιος ο Κύριος μάς καθοδηγεί λέγοντάς μας: « Δεύτε πρός με καί μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί καί ταπεινός τή καρδία καί ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών» (Ματθ. ια’, 28-29). Δέν είπε: «Δεύτε πρός με, ότι παντοδύναμος καί πάνσοφος ειμί», αλλά «ότι πράος ειμί καί ταπεινός τή καρδία». Αυτοί είναι οι δύο απαραίτητοι όροι, νά είμαστε πράοι καί ταπεινοί τή καρδία, γιά νά μπορέσουμε νά νεκρώσουμε τόν εγωϊσμό μας, νά νεκρώσουμε τόν παλαιό εαυτό μας πού «απ’ αρχής» εξεγείρεται εναντίον τού Θεού. Πρέπει, λοιπόν, νά διδαχθούμε από τόν Κύριο ταπείνωση καί πραότητα.
Καί οι νόμοι πού μάς κατευθύνουν σέ αυτήν τήν οδό τού Κυρίου είναι οι Μακαρισμοί. 
Οι Μακαρισμοί είναι η περίληψη ολοκλήρου τού Ευαγγελίου καί απαρτίζουν τήν νομοθεσία πού μάς κατευθύνει στήν οδό. Ακόμη καί όταν μελετούμε ανώτερα Μαθηματικά, πρέπει νά θυμόμαστε καί τήν απλή αριθμητική, ότι ένα καί ένα κάνουν δύο. Μέ τόν ίδιο τρόπο καί η βάση τής νομοθεσίας τού Ευαγγελίου είναι η πνευματική πτωχεία «Μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι ότι αυτών εστίν η βασιλεία τών ουρανών» (Ματθ. ε’, 3). Πάνω απ? όλα πρέπει νά έχουμε συναίσθηση τής μηδαμινότητάς μας, τής πτωχείας μας, τής αχρειότητάς μας, γιατί τότε μπορεί νά ποθήσουμε νά βγούμε πάνω από όλα αυτά. Εκτός τού ότι είναι ο πρώτος Μακαρισμός, αποτελεί καί τό θεμέλιο τής ζωής μας, πού είναι ταπείνωση καί αυταπάρνηση, δηλαδή, τό νά αποδεχτούμε τήν μηδαμινότητά μας, τήν αμαρτωλότητά μας, τήν αχρειότητά μας, πού είναι μία πραγματικότητα καί νά τά ξεπεράσουμε.
Αυτά είναι τα θεμέλια τού ναού τού Θεού μέσα μας. Βεβαίως, όταν έχουμε τέτοια στερεά θεμέλια, τότε αρχίζουμε νά χτίζουμε πάνω σέ αυτά καί αμέσως ακολουθεί ο δεύτερος Μακαρισμός, ο δεύτερος νόμος πού διέπει τήν οδό τού Θεού, πού λέει «Μακάριοι οι πενθούντες, (οι κλαίοντες λέει ο Λουκάς) ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’, 4). Βέβαια, εκείνοι πού έθεσαν τά σωστά θεμέλια καί στέκουν ενώπιον τού Θεού μεμφόμενοι τούς εαυτούς τους ως αχρείους καί αναξίους εξαιτίας τής αθλιότητάς τους, σίγουρα θά χύνουν δάκρυα, σίγουρα θά θρηνούν τόν νεκρό πού φέρουν μέσα τους, ο οποίος νεκρός είναι η καρδιά μας πού στερείται τής αισθήσεως τού Θεού. Φέρουμε μέσα μας ένα πτώμα. Εάν δέν ζωοποιηθή η καρδιά μας μέ τήν αίσθηση τού Θεού, νομίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί -έχουμε μία αντλία μέσα μας πού στέλνει αίμα, αλλά, όμως, εκείνο πού πραγματικά φέρουμε μέσα μας είναι ένα πτώμα. Η καρδιά μας είναι ζωντανή, μόνον όταν έχουμε τήν «ειρήνην τήν πάντα νούν υπερέχουσαν» (Βλ. Φιλιπ.δ’, 7), όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, καί τήν γλυκύτητα τής θείας παρακλήσεως.
Αρχίσαμε νά χτίζουμε πάνω σέ αυτό τό μονοπάτι, «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται». Καί άν δέν παρηγορηθούμε σέ αυτήν τήν ζωή, δέν θά μπορέσουμε νά κάνουμε πρόοδο, δέν θά μπορέσουμε νά δράμουμε τήν οδό τών εντολών Του, επειδή είναι η δική Του παρηγοριά πού μάς ενδυναμώνει γιά νά δράμουμε τήν οδόν Του.
«Ευλογητός ο Θεός καί Πατήρ τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ο πατήρ τών οικτιρμών καί Θεός πάσης παρακλήσεως, ο παρακαλών ημάς εν πάση τή θλίψει ημών, εις τό δύνασθαι ημάς παρακαλείν τούς εν πάση θλίψει διά τής παρακλήσεως ής παρακαλούμεθα αυτοί υπό τού Θεού» (Β’Κορ. α’, 3)
Η παρηγοριά πού μάς δίδεται είναι κατά τό μέτρο τών θλίψεων πού βαστάζουμε (Βλ. Β’ Κορ. α’, 5). Μέσα σέ πέντε στίχους ο Απόστολος χρησιμοποιεί δέκα φορές τή λέξη παράκληση ή παρηγοριά. Καί είναι απολύτως απαραίτητο γιά εμάς νά έχουμε αυτήν τήν παρηγοριά, γιά νά μπορέσουμε νά σταθούμε στήν μοναχική ζωή έναντι τών επιθέσεων τού εχθρού, καί γιά νά έχουμε έμπνευση νά δράμουμε τήν οδόν χαίροντες. Δέν υπάρχει καμία χαρά στή ζωή μας, εάν δέν μπορούμε νά τρέξουμε τήν οδό μέ προθυμία.
Ο λόγος πού τά λέω όλα αυτά είναι γιά νά δείξω ότι μέ τήν εφαρμογή τών Μακαρισμών η ταπείνωση πού εμπεριέχεται μέσα τους μεταδίδεται καί σέ εμάς. Καί συνεχίζει, «Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κατακληρονομήσουσι τήν γήν» (Ματθ. ε’, 5). Πραότητα είναι, όπως συνήθιζε νά λέη ο Γέροντας, αυτό πού εκφράζει στήν Κλίμακα ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, τό νά παραμένη ασάλευτος ο άνθρωπος είτε τόν προσβάλουν είτε τόν επαινούν. Καί τά δύο είναι δύσκολα. Εάν καί στίς δύο περιπτώσεις παραμένουμε οι ίδιοι, αυτό είναι πραότητα. Αυτοί, λοιπόν, πού είναι πραείς καί έχουν πάντοτε ειρήνη, θά κληρονομήσουν τήν γή, θά κατέχουν, δηλαδή, τήν καρδιά τους. Ο Γέροντας συχνά χρησιμοποιεί τόν όρο γή, όταν αναφέρεται στήν καρδιά : «Γενηθήτω τό θέλημά σου, ως εν ουρανώ καί επί τής γής» (Ματθ. στ’ 10), δηλαδή, «μακάρι νά κυριαρχήση στήν καρδιά μας τό θέλημά Σου, όπως βασιλεύει καί στόν ουρανό».
Όταν είμαστε πράοι, μπορούμε νά κληρονομήσουμε τήν γή. Στήν αρχαιότητα η γή ήταν η Χαναάν, η Παλαιστίνη, τήν οποία ο Κύριος υποσχέθηκε στούς Εβραίους τόν καιρό τής αιχμαλωσίας. Η γή όμως τήν οποία ο Κύριος τώρα μάς υπόσχεται είναι η «καινή γή», η «καινή κτίσις» καί αυτή η «καινή κτίσις» μάς αποκαλύπτεται, όταν ακολουθούμε τούς Μακαρισμούς τού Κυρίου.
«Μακάριοι οι πεινώντες καί διψώντες τήν δικαιοσύνην ότι αυτοί χορτασθήσονται» (Ματθ. ε’ 6) Εδώ χρονίζοντες στήν μέση τών Μακαρισμών, ο Κύριος αναμοχλεύει τόν ζήλο μας, λέγοντας ότι η πείνα καί η δίψα μας δέν πρέπει ποτέ νά ελαττωθούν, αλλιώς δέν είμαστε γιά Εκείνον. Έχουμε ανάγκη από ζήλο. Ο Κύριος μάς αποκάλυψε τήν οδόν Του καί μάς αποκάλυψε καί τον δικό Του ζήλο. Καί ο ζήλος Του ήταν νά εξαγνίση τόν Οίκο τού Θεού, δηλαδή νά «κτίση καρδιές καθαρές» (Πρβλ. Ψαλ. ν’ 12) πού γνωρίζουν τόν Κύριο, πού δέν έχουν ανάγκη νά τούς διδάξουν οι άλλοι «Ου μή διδάξωσιν έκαστος τόν πολίτην αυτού καί έκαστος τόν αδελφόν αυτού, λέγων, γνώθι τόν Κύριον» (Εβρ. η’ 11), αλλά καρδιές πού ήδη γνωρίζουν τόν Κύριο. Η οδός τού Κυρίου είναι γεμάτη από τόν ζήλο Του γιά τόν ναό τού Θεού. Καί ο ζήλος Του ήταν τέτοιος, πού τελικά Τόν κατέφαγε καί ο Κύριος τό θεωρούσε αυτό ως τό βάπτισμα μέσα από τό οποίο επρόκειτο νά περάση γιά χάρη τών ανθρώπων. Αυτός ο ζήλος τού Κυρίου εκφράστηκε ακόμη καί μέ εξωτερικό τρόπο, όταν καθάρισε τόν Ναό καί προκάλεσε τήν οργή τών εχθρών Του καί όλη η οργή καί η κακία τών εχθρών Του έπεσε πάνω Του. Ο ζήλος τού Κυρίου νά οικοδομήση, νά χτίση τόν ναό Του μέσα μας ήταν τόσο μεγάλος, πού τελικά τόν κατέφαγε μέχρι τέλους.
Πρέπει καί εμείς νά έχουμε αυτόν τόν ζήλο γιά τόν ναό τού Θεού μέσα μας. Πρέπει πάντοτε νά διαφυλάττουμε αυτόν τόν ναό - καί ο τρόπος γιά νά κάνουμε αυτό είναι μέσα από τήν νήψη, όπως είπαμε, ώστε κανένας αλλότριος λογισμός νά μήν μπορή νά κυριαρχήση εκεί καί νά αιχμαλωτίση τήν καρδιά. Δέν φτάνει, όμως, νά μήν έχουμε κακούς λογισμούς, αλλά πρέπει καί νά εργαζόμαστε λίγο - λίγο, μέρα μέ τή μέρα, ώστε νά συσσωρευθή στήν καρδιά μας η αίσθηση τού Θεού, όλη η παρηγοριά τού Θεού ή ο εξαγνισμός τού ναού τού Κυρίου. Μέρα μέ τή μέρα «επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β’Κορ. ζ’ 1). Εάν έχουμε αυτόν τόν ζήλο, τότε παραμένουμε στήν οδό τού Κυρίου. Εάν έχουμε ταπείνωση καί ζήλο, τότε όλες οι δυνάμεις τής ψυχής μας κατευθύνονται πρός τόν Θεό καί τότε χτίζουμε τόν ναό τού Κυρίου μέσα μας.
Ακόμη καί αυτό όμως δέν είναι αρκετό. Πρέπει νά φροντίσουμε τό ναό τού Θεού πού υπάρχει μέσα στούς άδελφούς μας καί νά κάνουμε ό,τι μάς είναι δυνατόν γιά νά προστατέψουμε τό ναό αυτόν μέσα τους, νά μήν προσβάλουμε μέ κανέναν τρόπο τόν αδελφό μας. Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Ει βρώμα σκανδαλίζει τόν αδελφόν μου, ου μή φάγω κρέα εις τόν αιώνα ίνα μή τόν αδελφόν μου σκανδαλίσω» (Α’ Κορ. η’ 13). Επειδή γνώριζε αυτό τόν ζήλο καί φύλαγε καλή συνείδηση μέ τούς αδελφούς του, λέει, γιατί νά φέρω πρόσκομμα στόν αδελφό μου «δι’ όν Χριστός απέθανεν» (Α’Κορ. η’ 11), γιατί νά προσβάλλω τόν αδελφό μου καί νά τόν εμποδίσω από τό νά χτίση τόν δικό του ναό στήν καρδιά του;
Έτσι ο κάθε ένας από τούς εν Χριστώ αδελφούς μας, κάθε ένας από τούς αδελφούς μας είναι ναός τού Θεού, κατοικητήριον τού Αγίου Πνεύματος. 
Αυτό είναι τό καθήκον τής ζωής μας : νά χτίσουμε τόν ναό τού Θεού μέσα μας καί νά τόν διαφυλάξουμε ακόμα καί μέσα στούς αδελφούς μας, μέ τήν ευγένεια, μέ τήν προσευχή, μέ τήν αγαθοεργία μας, ό,τιδήποτε προωθεί τό χτίσιμο τού ναού τού Θεού μέσα στούς αδελφούς μας, καί κατά έναν παράδοξο τρόπο αυτό θά αντανακλάται καί σέ εμάς τούς ίδιους.
Έτσι, όταν έχουμε μιά αρνητική σκέψη γιά τούς αδελφούς μας, αυτό είναι μία επίθεση – προσβολή κατά τού ναού τού Θεού πού υπάρχει μέσα τους. Καί όταν κρατάμε μνησικακία εναντίον τού αδελφού μας, αυτό διατηρεί τό πνεύμα τής κακίας μέσα μας καί διατηρεί τήν αντίσταση στήν οικοδόμηση τού ναού τού Θεού. Είναι όμως φοβερό νά ακούη κανείς τόν λόγο τού Κυρίου μέσω τού Αποστόλου Παύλου «Εί τις τόν ναόν τού Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» (Α’Κορ. γ’ 17). Καθώς δουλεύουμε μαζί, πρέπει νά είμαστε προσεκτικοί μεταξύ μας, ώστε νά κάνουμε τά πάντα γιά νά χτίσουμε τόν ναό τού Θεού μέσα μας καί επίσης αυτόν τόν ναό νά τόν διαφυλάξουμε καί ακόμη καί νά προωθήσουμε τήν οικοδομή του μέσα στούς αδελφούς μας. Όταν μάς έχουν προσβάλει μέ κάτι, δέν κερδίζουμε τίποτα μέ τό νά ανταποδώσουμε τήν προσβολή, εάν ακούσουμε έναν κακό λόγο γιά εμάς καί ανταποδίδουμε άλλους πέντε κακούς λόγους ή όταν μάς κάνουν κριτική καί δικαιολογούμαστε, μέ αυτόν τόν τρόπο δέν οικοδομούμε τόν ναό τού Θεού ούτε σέ μάς, αλλά ούτε καί στούς αδελφούς μας. Αλλά όταν μάς προσβάλλουν καί εμείς ταπεινωνόμαστε γιά χάρη τής προστασίας τού ναού τού Θεού, τότε σίγουρα θά φέρουμε σέ φιλότιμο τόν αδελφό μας, ώστε νά αρχίση καί εκείνος νά ταπεινώνη τόν εαυτό του καί νά αναζητά συμφιλίωση – καταλλαγή μέ τόν Θεό, νά αναζητά μιά καλύτερη σχέση μέ τόν Θεό καί μέ τούς αδελφούς του καί νά μπορέση τελικά νά οικοδομήση καί αυτός τόν ναό τού Θεού μέσα του.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι πού μπορεί νά γίνη αυτό. Ο πιό σημαντικός είναι τό νά προσευχόμαστε ο ένας για τόν άλλον. Όταν ετοιμαζόμαστε γιά τήν Λειτουργία, ο κάθε ένας έρχεται στήν Λειτουργία μέ μεγάλη αγωνία, ώστε νά τόν δεχθή ο Κύριος καί νά γίνη δεκτός σέ αυτήν τήν ανταλλαγή ζωής πού γίνεται μέσα στήν Λειτουργία. Η αγωνία μας είναι : 
«Θά μέ δεχθή ο Κύριος, εμένα πού είμαι τόσο ανάξιος;». Γιατί νά μήν θυμηθούμε τούς αδελφούς μας πού περνάνε μέσα από τήν ίδια αγωνία καί νά πούμε: «Κύριε, ευλόγησον καί τήν παράσταση τών αδελφών μου καί πλήρωσον τάς καρδίας αυτών μέ τά δώματα τού Πνεύματός Σου καί μέ τήν άφθαρτη παράκληση τής χάριτός Σου». Άν έχουμε τέτοιες διαθέσεις, η ζωή μας θά αυξάνη μέ θαυμαστό τρόπο, θά «κτίζουμε τήν ζωή», όπως θά έλεγε ο Γέροντας. 
Ο Γέροντας συχνά θά τό εξέφραζε αυτό μέ έναν πολύ γενικό τρόπο : «Νά κτίσουμε ζωή», καί εννοούσε τήν οικοδομή τού ναού τού Θεού μέσα μας καί μέσα στούς αδελφούς μας. Είναι πραγματικά θαυμάσιο, όταν ξέρουμε ότι ο αδελφός μας λειτουργεί ή προσέρχεται νά κοινωνήση, νά προσευχηθούμε ώστε νά έχη μία ευλογημένη παράσταση καί νά γίνη δεκτός από τόν Κύριο. Άν επιθυμούμε αυτό γιά τούς αδελφούς μας, σίγουρα καί η δική μας Θεία Μετάληψη θά ειναι διαφορετική. Δοκιμάστε καί θά δείτε, θά είναι σάν νά κοινωνείτε γιά πρώτη φορά. Ακόμη καί όταν δέν μπορούμε νά είμαστε στήν Λειτουργία καί βρισκόμαστε στό δωμάτιό μας λόγω κάποιας ασθένειας ή κάποιας επείγουσας εργασίας καί προσευχόμαστε γιά τούς αδελφούς μας πού είναι στήν Λειτουργία καί γιά τόν Ιερέα πού λειτουργεί, σάς λέω, θά λάβετε τήν ίδια χαρά καί τήν ίδια παρηγοριά, όπως καί οι αδελφοί σας μέσα στήν Λειτουργία. Έτσι, πρέπει νά κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν γιά νά στηρίξουμε, νά διατηρήσουμε τόν ναό τού Θεού.
Μέρα μέ τή μέρα πρέπει νά κάνουμε καινούργια αρχή. Εάν βάζουμε καινούργια αρχή, οι Πατέρες μας μάς διαβεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε εις οδόν σωτηρίας. Μιά νέα αρχή οικοδόμησης τού ναού τού Θεού μέσα μας, αλλά καί διαφύλαξης τής οικοδομής τού ναού τού Θεού μέσα στούς αδελφούς μας. Όταν κάνουμε έτσι, εκπληρώνουμε τίς δύο μεγάλες εντολές από τίς οποίες κρέμονται τά πάντα: Τό νά αγαπούμε τόν Θεό δίνοντάς Του όλον τόν χώρο μέσα μας, καί νά αγαπούμε τούς αδελφούς μας, συμβάλλοντας στό νά γίνη τό ίδιο μέσα τους( δηλαδή νά δώσουν καί εκείνοι όλον τόν χώρο στόν Θεό).
Όταν ήμουν μικρό παιδί, άκουσα μιά γριά στό χωριό μας νά λέη στόν γιό της : «Μήν τό κάνεις αυτό, όχι επειδή είναι ανήθικο ή κακό, αλλά επειδή φθείρεις τόν ναό τού Θεού». Ήταν απλή γυναίκα, αλλά ο νούς της ήταν πολύ θεολογικός: δέν ήθελε τήν αμαρτία επειδή η αμαρτία φθείρει, καταστρέφει τόν ναό τού Θεού. Πολύ θεολογική, πολύ ευαγγελική! Ενώ, άν πούμε ότι η αμαρτία είναι κάτι ανήθικο, αντικοινωνικό ή κάτι κακό κλπ. θά υπάρχη πάντοτε ένα ενάντιο επιχείρημα σέ όλα αυτά. Όταν όμως βάλουμε τόν νού μας στήν οικοδομή τού ναού τού Θεού, αυτό είναι τόσο αληθινό, τόσο πραγματικό καί αιώνιο πού δέν μπορεί νά υπάρξη αντίλογος.
Ο Κύριος επετέλεσε μία παγκόσμια νίκη κατά τού εχθρού καί κατά τού θανάτου – αυτούς τούς δύο εχθρούς τής ανθρωπότητας. Επετέλεσε αυτήν τήν νίκη μέ έναν παράδοξο τρόπο: οι επιθέσεις (προσβολές) καί η οργή τού εχθρού, όπως λέει ο Προφήτης Ησαΐας, συνέτριψαν τόν Κύριο. Εάν ήταν δυνατόν, ο εχθρός θά συνέτριβε ακόμη καί τά οστά του. Γιά χάρη μας ο Κύριος έγινε όλος μιά πληγή, από τήν κορυφή ως τά άκρα τών ποδών Του, έτσι πού νά μήν υπάρχη τόπος γιά νά μπή επίδεσμος πάνω Του, λέει ο Ησαΐας ( Βλ. Ησαΐα 1, 6). Διέκρινε ο Προφήτης μέ έναν τόσο ρεαλιστικό τρόπο τό τραγικό γεγονός τής θυσίας τού Θεού γιά τήν σωτηρία μας. Όλη η σκαιότητα τού κακού πού είχε συσσωρευθή από τήν αρχή τής πτώσεως τού Εωσφόρου μέχρι τήν πτώση τού ανθρώπου, έπεσε πάνω στόν Κύριο. Καί ο Κύριος έσκυψε κάτω από αυτό τό κύμα χωρίς νά αντισταθή. Τά αποδέχτηκε όλα γιά χάρη μας, επειδή «Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν» (Ιω. γ’ 16). Αναδύθηκε πίσω από αυτό τό κύμα, εγηγερμένος εκ νεκρών, καί βασιλεύει εις τούς αιώνας. Έτσι καί εμείς, όταν ένας πειρασμός ξεσηκώνεται εναντίον μας, είτε από έναν αδελφό, είτε από μία ασθένεια ή από κάτι άλλο, καί εμείς ταπεινώνουμε τους εαυτούς μας στερεώνοντας τό βλέμμα μας σέ Εκείνον πού πορεύθηκε αυτήν τήν οδό πρίν από εμάς καί μπορεί νά μάς ελεήση, καί πηγαίνουμε κάτω από τό κύμα, τότε θά αναδυθούμε αβλαβείς από τήν άλλη πλευρά τού κύματος, δηλαδή θά γίνουμε μέτοχοι τής νίκης τού Κυρίου.
Αληθινά μεγάλος, λοιπόν, δέν είναι εκείνος πού δείχνει τήν δύναμή του, βάζει τόν «αντίπαλό» του στή θέση του καί αφήνει τόν εγωϊσμό του νά κυριαρχή. Αυτό δέν είναι νίκη γιατί τό κακό γίνεται διπλό, τριπλό καί πολλαπλασιάζεται. Η αληθινή νίκη είναι νά μπορούμε νά σκύψουμε κάτω καί νά αναδυθούμε από πίσω, μέτοχοι τής νίκης τού Χριστού. Η ταπείνωση είναι η νίκη. Τό έχουμε δεί αυτό πολλές φορές στίς διηγήσεις τών Πατέρων. Στόν άγιο Αββά Δωρόθεο διαβάζουμε ότι ένας από τούς συμμοναστές του, πού έμενε πάνω από τόν Αββά Δωρόθεο, έριχνε πάνω του τά ούρα του καί τίναζε τίς κουβέρτες του πού ήταν γεμάτες κοριούς. Ο Αββάς Δωρόθεος όπως ήταν κουρασμένος από τίς δουλειές πού έκανε γιά τή Μονή, κοιμόταν τήν νύχταν αλλά τό πρωΐ έβρισκε τόν εαυτό του τσιμπημένο παντού από τούς κοριούς πού είχε ρίξει ο συμμοναστής του πάνω του. Καί ποτέ του δέν είπε κουβέντα σέ αυτόν τόν μοναχό, γιά νά μήν ταράξη τήν συνείδησή του. Εκείνος ο μοναχός, όντας απλός καί χωρίς νά γνωρίζη ακριβώς τί έκανε, ίσως νά σώθηκε μέ τίς ευχές τού Αββά Δωροθέου. Καί ο Αββάς Δωρόθεος είναι ζωντανός καί δοξασμένος σέ όλη τήν αιωνιότητα ενώπιον τού Θεού καί εμείς τόν τιμούμε ως Διδάσκαλο καί Πατέρα μας.
Στούς Πατέρες τής ερήμου βρίσκουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Έβγαιναν νικητές όταν, ενώ τούς ράπιζαν “επί τήν δεξιά σιαγόνα» (Βλ. Ματθ. ε’, 39) αυτοί έστρεφαν καί τήν αριστερή χωρίς νά ανταποδίδουν τό κακό. Νίκη γιά αυτούς ήταν τό νά αντιδράσουν μέ ταπείνωση καί νά μήν ανταποδώσουν τό κακό. Ο θυμός είναι σάν νά ανάβη κανείς μιά φωτιά, όπως μάς λένε οι Πατέρες μας. Γι’ αυτόν τόν λόγο καί οι Άγιοι Πατέρες λένε ότι απλώς καί μόνον τό νά δικαιολογούμε τόν εαυτό μας – πόσο μάλλον όταν ανταποδίδουμε τό κακό – σημαίνει ότι μισούμε τήν ψυχή μας, επειδή, όταν δικαιολογούμαστε καί υπερασπιζόμαστε τά δικαιώματά μας, χάνουμε τήν ευκαιρία πού μάς δίδεται νά αποκτήσουμε μιά νίκη γιά τήν ψυχή μας. Όπως λέει καί ο Απόστολος Παύλος: «διατί ουχί μάλλον αδικείσθε; διατί ουχι μάλλον αποστερείσθε;» (Α’ Κορ. στ’, 7). Γιατί έτσι θά γίνετε μέτοχοι τής νίκης τού Κυρίου, ο Οποίος είπε γιά τόν εαυτό του ότι: «Εγενόμην νεκρός, καί ιδού ζών ειμί εις τούς αιώνας τών αιώνων» (Αποκ. α’ 18).
Αυτή είναι η οδός γιά κάθε νίκη, νά μήν δικαιολογούμαστε, αλλά πάντοτε νά ταπεινώνουμε τούς εαυτούς μας καί μέ αυτόν τόν τρόπο θά βγαίνουμε νικητές. Άς είμαστε πάντοτε έτοιμοι νά ζητήσουμε συγνώμη, ακόμη καί όταν νομίζουμε ότι δέν φταίμε καί τόσο πολύ, γιατί είμαι βέβαιος ότι αυτό θά φέρη τόν αδελφό μας σέ φιλότιμο καί θά τόν κάνη νά υπολογίση σοβαρά καί εμάς, αλλά καί τίς εντολές τού Θεού καί νά βρή τήν δύναμη νά αρχίση καί αυτός νά κτίζη τόν ναό τού Θεού μέσα του. Αληθινή νίκη είναι νά μάθουμε ταπείνωση καί όλα όσα κάνουμε στήν μοναχική ζωή αποσκοπούν στό νά δράμουμε τήν ταπεινή οδό τού Κυρίου, επειδή «εν τή ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη» (Ησ. νγ’ 8), δηλαδή, μέσα από τήν ταπείνωσή Του ο Κύριος έφερε τή νίκη.
Εάν αγαπούμε τήν αθάνατη ψυχή μας – καί όχι τό κακό πού έχει γίνει ψυχή μας, τό οποίο θά έπρεπε νά μισούμε – τότε δέν πρέπει ποτέ νά δικαιολογούμαστε, αλλά πάντοτε νά μεμφόμαστε τούς εαυτούς μας ενώπιον τού Θεού καί κάνοντας αυτό εκπληρώνουμε όλες τίς εντολές. Ο Κύριος είπε: «Όταν ποιήσετε πάντα τά διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ’ 10).
Μόνον όταν ένεργούμε κατ’ αυτόν τόν τρόπο ανοίγουμε χώρο γιά τήν Χάρη τού Θεού νά εργαστή μέσα μας. Η αρχή είναι πάντοτε δύσκολη, όταν όμως δείξουμε επιμονή στό ξεκίνημα, τότε έρχεται η παράκληση τής Χάριτος τού Θεού καί αυτή η παράκληση κάνει τήν δουλειά γιά εμάς καί γίνεται εύκολη η οδός, τότε γνωρίζουμε μεγάλη ανάπαυση, μεγάλη παρηγοριά σέ αυτήν τήν οδό γιατί τότε πραγματικά αρχίζουμε νά γινόμαστε «διδακτοί θεού» (Ιω. στ’ 45).

Ερώτηση: Πάτερ, σέ περίπτωση ασθένειας πώς πηγαίνει κάποιος κάτω από τό κύμα;
Απάντηση: Μέ τό νά λέμε στόν Κύριο: «Κύριε, γνωρίζω πώς είσαι αγαθός καί η πηγή κάθε αγαθού καί άν Εσύ επέτρεψες νά μέ βρή αυτή η ασθένεια, αυτό σημαίνει πώς είναι γιά τό καλό μου. Αλλά όμως, επειδή είμαι τυφλός, βοήθησέ με νά δώ πώς θά βρώ αυτό πού είναι καλό γιά εμένα βοήθησέ με νά μάθω ταπείνωση, ώστε νά αποκτήσω τήν χάρη Σου, καί η δική Σου χάρη θά σκεπάση τήν ασθένειά μου καί ακόμη θά αναπληρώση τά υστερήματά μου».
Πολλές φορές, εάν ταπεινωθούμε, μπορεί νά μήν γίνουμε καλά, αλλά όμως η παρηγοριά πού θά λάβουμε θά μάς ανεβάση πάνω από τήν ασθένειά μας, καί αυτή είναι η αληθινή νίκη.
Εάν μετατρέπουμε τήν ασθένειά μας σέ γιορτή, έχουμε τήν άφθαρτη παρηγοριά τού Θεού πού μάς σκεπάζει καί αυτό είναι «κρείσσον υπέρ ζωάς» (Πρβλ. Ψαλ. ξδ’ 4). 
Έτσι, πρέπει πάντοτε νά μαθαίνουμε νά μεμφόμαστε τούς εαυτούς μας ότι πάνω από όλα μάς αξίζει αυτή η ασθένεια πού μάς βρήκε, ότι ίσως ο Θεός τό επέτρεψε γιά νά μάς διδάξη κάτι καινούργιο, νά μάς θυμίση τήν ταπεινή οδό πού θά έπρεπε νά έχουμε στήν ζωή μας. Πρέπει νά πιστεύουμε πώς είναι γιά τό καλό μας καί ακόμη καί όταν δέν τό βλέπουμε αυτό, πρέπει νά ζητάμε από τόν Θεό νά μάς τό δείχνη. Ο Θεός, όμως, πάντα παραμένει ευλογητός εις τούς αιώνας (Βλ. Ιώβ α’ 21), όπως συνήθιζε νά μάς διδάσκη ο Γέροντας. Αυτή είναι μία σταθερά στή ζωή μας, ότι ο Θεός παραμένει ευλογητός επειδή είναι αγαθός. Κρατάμε αυτήν τήν σταθερά ως ένα στύλο τής ζωής μας καί περιστρεφόμαστε γύρω του, μέχρι νά δούμε τό καλό πού βγαίνει από τήν ασθένειά μας.
Μερικές φορές φοβόμαστε νά μιλήσουμε, όμως άν μελετήσουμε τήν οδό τού Κυρίου, θά δούμε τί υπέφερε Εκείνος σέ αυτήν τήν οδό, καί θά δούμε καί όλα όσα είναι πολύτιμα στά μάτια τού Κυρίου. Γι’ αυτό τό νά πάσχη κανείς μέ καλή συνείδηση ενώπιον τού Θεού, δηλαδή, γιά χάρη τών εντολών Του, έχει μεγάλη δόξα, λέει ο Απόστολος Πέτρος (Α’Πετ. α’ 20) Κάθε είδους πάθημα όμως μπορεί νά γίνη δεκτό μέ τρόπο σύμφωνο πρός τίς εντολές Του, εάν ταπεινώνουμε τούς εαυτούς μας, οπότε καί θά λάβουμε μεγαλύτερη δόξα.

Αυτό πού πραγματικά όμως ήθελα νά πώ είναι: Νά θυμόμαστε ότι είμαστε ο ναός τού Θεού καί πώς ο σκοπός τής ζωής μας είναι νά κτίσουμε αυτόν τόν ναό μέσα μας. Αλλά αυτό είναι μόνον τό μισό τού πράγματος. Τό άλλο μισό είναι νά βοηθήσουμε τούς αδελφούς μας καί νά έχουμε τέτοια συναναστροφή μαζί τους, ώστε να στηρίζουμε καί νά διαφυλάττουμε τόν ναό τού Θεού μέσα τους. Όλο αυτό γιά νά γίνη πρέπει νά φυλάττουμε τά λόγια τού Κυρίου, επειδή τά λόγια Του καί οι εντολές Του προέρχονται από τό ταπεινό Πνεύμα καί η ταπείνωση φέρνει τήν χάρη πού κάνει τά πάντα γιά εμάς.
Σέ όλα τά αναγνώσματα τών Ευαγγελίων τών Κυριακών πρίν τήν Μεγάλη Σαρακοστή -τού Τελώνη καί τού Φαρισαίου, τού Ασώτου υιού, τών Ταλάντων, τής Κυριακής τής Κρίσεως- βλέπουμε ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα χωρίζεται σέ δύο κατηγορίες: σέ εκείνους πού δικαιώνουν τούς εαυτούς τους καί σέ εκείνους πού μέμφονται τούς εαυτούς τους καί παίρνουν τό πταίσμα επάνω τους. Εκείνοι πού μπορούν νά μεμφθούν τούς εαυτούς τους στέκουν μέ τόλμη ενώπιον τού Κυρίου, όπως γιά παράδειγμα αυτοί πού εργάστηκαν μέ επιμέλεια τά τάλαντα πού τούς δόθηκαν είπαν: «Κύριε, ιδού…», καί ο Κύριος τούς δόξασε, αλλά αντίθετα καταδίκασε εκείνους πού δικαίωναν τούς εαυτούς τους.
Αυτές είναι οι δύο στάσεις πού βρίσκουμε στίς δύο κατηγορίες τής ανθρωπότητας, οι οποίες μάς συνοδεύουν καί μετά τόν τάφο.
Άς επιλέξουμε τήν αγαθή στάση.
Συγχωρέστε με.

(Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας)

ΠΗΓΗ: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ

Ιδού βαδίζω προς Θείαν Κοινωνίαν



«Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα , ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς», (Ιωαν. στ΄ 53). Πολύ εύστοχα χαρακτηρίστηκε ¨Μυστήριο Μυστηρίων¨, θείο δώρο που ενώνει επουράνια και επίγεια, γη και ουρανό. Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας προτάσσεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ως προστακτική και προτρεπτική παραγγελία του Κυρίου μας: «Λάβετε, φάγετε, τούτο μου εστί το σώμα» και «Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου»,(Ματθ. κστ΄ 26-28). Ο Κύριος δηλαδή , μας παροτρύνει ως φιλάνθρωπος Πατέρας να προσεγγίσουμε το Άγιο Ποτήριο και καταδέχεται, ως ύψιστη και Θεία Ταπείνωση , να καταστήσει τον άνθρωπο ¨κατ΄οικονομίαν¨ κοινωνό της θείας δόξας και μακαριότητάς Του.

Κάθε πιστός, μεταλαμβάνει ολόκληρο το Σώμα και ολόκληρο το Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όχι επειδή η ανθρώπινη υπόσταση είναι άξια ¨εκ φύσεως¨, αλλά εξαιτίας της υπέρμετρης και ασύλληπτης, στην ανθρώπινη λογοκεντρική κρίση , Θείας Συγκατάβασης και Αγάπης του Θεανθρώπου. Και μάλιστα, ο Κύριος, μας προτρέπει όχι απλά να μεταλαμβάνουμε , αλλά να μεταλαμβάνουμε συνεχώς και πολλάκις: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν», (Λουκ. κβ΄ 20). Έτσι, ο άνθρωπος θωρακίζεται πνευματικά και σωματικά , καθίσταται ¨θεοφόρος¨ και συνεχίζει τον πνευματικό του αγώνα με περισσή προσοχή και εγρήγορση , μεστός θείου φωτισμού και ευλογίας.

«Ιδού βαδίζω προς Θείαν Κοινωνίαν, Πλαστουργέ, μη φλέξης με τη μετουσία, πυρ γαρ υπάρχεις τους αναξίους φλέγον, αλλ΄ ουν κάθαρον εκ πάσης με κηλίδος». Ποιές προϋποθέσεις όμως, πρέπει ν΄ ακολουθούν οι πιστοί , προκειμένου η Θεία Κοινωνία ν΄αποτελέσει δεσμό και εφαλτήριο για την «εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν, εις βασιλείας ουρανών κληρονομίαν , μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα»;

Ας τονίσουμε εξ αρχής ότι το Άγιο Ποτήριο είναι «άνθραξ γαρ τους αναξίους φλέγων». Επιβάλλεται προ της Θείας Κοινωνίας η Ιερά Εξομολόγηση , με απώτερο στόχο, ο πιστός να προσεγγίσει τα Τίμια Δώρα με καθαρή και αναπαυμένη τη συνείδησή του από σφάλματα και αμαρτίες προς τον Θεό , προς το συνάνθρωπο και προς τον ίδιο του τον εαυτό. Σε καμία περίπτωση, η νηστεία δεν πρέπει ν΄αντικαθιστά την εξομολόγηση, διότι, η αποχή από συγκεκριμένες τροφές και γενικότερα η εγκράτεια, λειτουργεί επικουρικά στην όλη προετοιμασία. Χρειάζεται βέβαια η νηστεία, αλλά επιπρόσθετα και συμπληρωματικά και ποτέ διαγράφοντας ή ακυρώνοντας το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως.

Ακολούθως, η προσευχή, η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας και της ιερότητας του Θείου Μυστηρίου στο οποίο πρόκειται να προσέλθουμε, η συνδιαλλαγή με όσους αδικήσαμε και πικράναμε, η ακριβής και απερίσπαστη εξέταση της προσωπικής μας χοΪκότητας, συμβάλλουν καθοριστικά στη συνειδητοποίηση της θείας αναγωγής του ¨Μυστικού Δείπνου¨. Με άλλα λόγια, ο πιστός προετοιμάζεται κατά τα ανθρώπινα μέτρα και με την επικουρία του Παναγίου Πνεύματος, οδεύει ταπεινά προς ένωση με τον Νυμφίο της Εκκλησίας, έχοντας την απόλυτη πεποίθηση και τονίζοντας, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ότι «Συ ει αληθώς ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος και ότι τούτο αυτό εστί το άχραντον Σώμα σου».

Παράλληλα, η πνευματική και σωματική καθαρότητα πριν τη Θεία Κοινωνία, βοηθούν τον πιστό να διατηρεί απρόσκοπτη τη συγκέντρωση του νου, καθώς και την προσοχή των σκέψεων και των λογισμών του, τόσο πριν όσο και μετά τη Θεία Μετάληψη. Άλλωστε, η πραότητα και αοργησία που προηγείται και έπεται του Αγίου Ποτηρίου, δεν αποτελεί ταυτοποιημένη και αυτόματη τακτική ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά επέρχεται ως κάθετη απλωτική δωρεά από τον Ουρανό και προβάλλει ως ισόβια πνευματική κατάσταση, στον αγωνιστικό βωμό της ορθοπραξίας και της αρετής.

Η απόφαση και η συχνότητα προσέλευσης του πιστού στη Θεία Κοινωνία , καθώς και οι ειδικές προϋποθέσεις που κάθε φορά τη συνοδεύουν, πρέπει να ξεκινούν και να καταλήγουν στη διάκριση και στο πετραχήλι του ιερέα-πνευματικού. Ο μακαριστός γέροντας της Χίου, Κορνήλιος Μαρμαρινός, έλεγε: «Η φωνή του γέροντά μου, (πνευματικού), είναι η φωνή του Χριστού». Επομένως, καθένας από εμάς, ας ταπεινώνεται και ας συμβουλεύεται τον πνευματικό του και ενθυμούμενος τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου, ότι «το βάπτισμα γεννά την ζωήν, η δε Θεία Κοινωνία τρέφει και διατηρεί την γεννηθείσαν εκ του βαπτίσματος ζωήν», αβίαστα, πλην όμως, με θείο πόθο, ζέση ψυχής και κατάλληλη προπαρασκευή, ας προσεγγίζει τα Πανάγια Δώρα.

«Ου γαρ εποιήσαμεν τι αγαθόν επί της γης, αλλά δια τα ελέη σου και τους οικτιρμούς σου, ους εξέχεας πλουσίως εφ΄ημάς, θαρρούντες προσεγγίζομεν τω αγίω σου θυσιαστηρίω…». Μόνο τότε η Θεία Μετάληψη θα αποβαίνει «εις χαράν, υγείαν και ευφροσύνην, εις πίστιν ακαταίσχυντον, εις αγάπην ανυπόκριτον, εις πλησμονήν σοφίας, εις περιποίησιν των εντολών σου, εις προσθήκην της θείας σου χάριτος και της σης βασιλείας οικείωσιν…».

Του Δημητρίου Π. Λυκούδη για το "Αγιορείτικο Βήμα"

H προσευχή του Αγίου Όρους χθες και σήμερον...





Κανείς μας δὲνἀγνοεῖ, ὅτι ἡπροσευχὴ εἶναιπρωταρχικὴ ἀνάγκη κάθε ψυχῆς, δένδρον ζωῆς, τὸὁποῖον τρέφει τὸνἄνθρωπον καὶ τὸνἀφθαρτοποιεῖ,διότι τὸνκαθιστᾶ κοινωνὸν τοῦἀϊδίου καὶ ἀφθάρτουΘεοῦ. Ὅπως δὲνὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς ψυχήν, ἔτσικαὶδὲν νοεῖται τὶςζωντανὸς ἐν Χριστῷ ἄνευπροσευχῆς.
H νοερὰ προσευχὴ εἶναι ἀδιάλειπτος ἐνέργεια τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ὁ ἄρτος, ἡ ζωὴ καὶ ἡ γλῶσσα τῶν ἀΰλων αὐτῶν ὄντων, εἶναι ἔκφρασις τῆς ἀγάπης τῶν πρὸς τὸν Θεόν. Οὕτω καὶ οἱ μοναχοί, ἐν σαρκὶ μιμούμενοι καὶ ἀγωνιζόμενοι βιοῦν τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν, ζωπυροῦν τὸν θεϊκὸν αὐτῶν ἔρωτα διὰ τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς.
Διὰ τοῦτο, πάλιν καὶ πολλάκις, καὶ μέσα εἰς τὴν ἱστορίαν, βλέπομεν μοναχοὺς ποὺ λησμονοῦν ἀκόμη καὶ ἐπὶ ὥρας καὶ ἡμέρας νὰ φάγουν, ξεχνοῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους, ἀφωσιωμένοι εἰς τὴν νοερὰν ἐνατένισιν τοῦ Κυρίου. Πόσες φορὲς κτυποῦσαν τὴν θύραν ἁγίων ἢ ἐλάλει ὁ πετεινὸς καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἀντελαμβάνοντο τίποτε, διότι ὁ νοῦς των εὑρίσκετο εἰς μετάρσιον κοινωνίαν μετὰ τοῦ Θεοῦ! H προσευχὴ εἶναι δι᾿ αὐτοὺς ἡ πνευματικωτέρα ἄθλησις, ποὺ γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὸν Πατέρα καὶ Κτίστην τοῦ κόσμου, εἶναι θαλπωρὴ τῆς καρδίας των, ἀνέβασμα εἰς τὰ οὐράνια- εἶναι ἀγκάλιασμα καὶ τρυφερὸς ἀσπασμὸς τοῦ μοναχοῦ πρὸς τὸν Νυμφίον καὶ Σωτῆρα τῶν ψυχῶν μας.
H Ἐκκλησία μας ζῇ μὲ τὴν προσευχήν- ζῇ μὲ τὰς προσευχὰς τῶν τέκνων της. Βεβαίως ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη προσευχῆς. Ἂν ὅμως θελήσωμεν νὰ ἴδωμεν ποία εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀειῤῥύτως συντηρεῖ τὴν πνευματικότητά της «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ», τότε θὰ πρέπῃ νὰ ἀνατρέξωμεν εἰς τὰ φωτοφόρα τέκνα της, τὰ ἀποτελοῦντα τὴν μοναχικὴν πολιτείαν. Διότι, ὅπως λέγει ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, αὕτη ἀποτελεῖ τὸ «καύχημα τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας» καὶ ἐκφράζει τὸ σαρκωμένον καὶ βιωμένον Εὐαγγέλιον. Εἶναι ὁ μοναχισμὸς τὸ ἱερώτατον θησαυροφυλάκιόν της, εἰς τὸ ὁποῖον διατηροῦνται ἀλώβητα τὰ δόγματά της, ἀληθὴς ἡ εὐσέβεια, ἀκέραιον τὸ μαρτυρικὸν φρόνημα, ἀνόθευτος ἡ πνευματικὴ παράδοσις, δραστικὴ καὶ σωτήριος ἡ ἀποστολή της, συνεχὲς τὸ ἠδύμολπον τραγούδι της, μὲ τὸ ὁποῖον προκαλεῖ καὶ ἔξυπνα τὸν ἠγαπημένον Χριστόν της καὶ θηρεύει τὴν ὁλόφωτον περιστεράν, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ ὁποῖον ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται.
Διὰ νὰ γνωρίσωμεν δὲ πὼς διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία μέσα εἰς τὸν μοναχισμὸν τὴν προσευχήν της, τὴν θεοπρεπὴ ταύτην φωνήν της, δὲν χρειάζεται νὰ τρέξωμεν μακρυὰ εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν. Ἐδῶ, εἰς τὴν γειτονιά μας, ἔχομεν τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν πνευματέμφορον ἱεροθήκην τῶν παραδόσεών μας, τὴν θεόῤῥιπτον σανίδα, διὰ τῆς ὁποίας διαρκῶς σῴζονται ἀπὸ τὸν κλύδωνα τῆς ἁμαρτίας πολλοὶ καὶ γεμίζουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Τὴν προσευχὴν τοῦ Ἁγίου Ὅρους ποιὸς δὲν τὴν γνωρίζει; Ἀποτελεῖται ἀπὸ μίαν φράσιν μικρᾶν, ἀπὸ μετρημένας τὰς λέξεις.
Μὲ τὴν βοερᾶν κραυγὴν «Κύριε», δοξολογοῦμεν τὸν Θεόν, τὴν ἔνδοξον μεγαλειότητά Του, τὸν βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τὸν δημιουργόν της ὁρατῆς καὶ ἀοράτου κτίσεως, ὃν φρίττουσι τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰ Χερουβείμ.
Μὲ τὴν γλυκυτάτην ἐπίκλησιν καὶ πρόσκλησιν «Ἰησοῦ», μαρτυροῦμεν, ὅτι εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ σωτὴρ ἡμῶν, καὶ εὐγνωμόνως τὸν εὐχαριστοῦμεν, διότι μας ἡτοίμασε ζωὴν αἰώνιον. Μὲ τὴν τρίτην λέξιν «Χριστέ», θεολογοῦμεν, ὁμολογοῦντες ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Δὲν μᾶς ἔσωσε κάποιος ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος, ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Ἐν συνέχειᾳ, μὲ τὴν ἐνδόμυχον αἴτησιν «ἐλέησόν με», προσκυνοῦμεν καὶ παρακαλοῦμεν νὰ γίνῃ ἴλεως ὁ Θεός, ἐκπληρῶν τὰ σωτήρια αἰτήματά μας, τοὺς πόθους καὶ τὰς ἀνάγκας τῶν καρδιῶν μας. Καὶ ἐκεῖνο τὸ «με», τί εὖρος ἔχει! Δὲν εἶναι μόνον ὁ ἐαυτός μου- εἶναι ἅπαντες οἱ πολιτογραφηθέντες εἰς τὸ κράτος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀποτελοῦν μέλος τοῦ ἰδικοῦ μου σώματος.
Καί, τέλος, διὰ νὰ εἶναι πληρεστάτη ἡ προσευχή μας, κατακλείομεν μὲ τὴν λέξιν «τὸν ἁμαρτωλόν», ἐξομολογούμενοι - πάντες γὰρ ἁμαρτωλοί ἐσμεν - καθὼς ἐξωμολογοῦντο καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ ἐγίνοντο διὰ ταύτης τῆς φωνῆς υἱοὶ φωτὸς καὶ ἡμέρας.
Ἐξ αὐτῶν ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι ἡ εὐχὴ ἐμπεριέχει δοξολογίαν, εὐχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν καὶ ἐξομολόγησιν.
Τί νὰ εἴπωμεν, λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τώρα διὰ τὴν νοερᾶν προσευχήν, ἀφοῦ εἰς τὴν ἐποχήν μας, δόξα σοὶ ὁ Θεός, παντοῦ γίνεται λόγος περὶ αὐτῆς καὶ ἀπειράριθμα βιβλία ἐκδίδονται ἀναφερόμενα εἰς τὴν «εὐχήν»; Καὶ τὰ μικρὰ παιδάκια πλέον τὴν γνωρίζουν καὶ τὴν λέγουν- μικροὶ καὶ μεγάλοι σῴζονται μὲ αὐτήν.
Καὶ εἶναι καλὸν τοῦτο, ἀκόμη καὶ διὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὴν Ἀνατολὴν τὰ ψευδώνυμα θρησκεύματα καὶ αἱ ἀπατηλαὶ «ἱεραποστολαί» των ἐπιδεικνύουν τὴν ἰδικήν των δῆθεν προσευχήν, ποὺ εἶναι ὅμως ψυχική, ψευδὴς καὶ δαιμονική. Εἴμεθα χρεώσται νὰ ἀνακαλύπτωμεν τὸν ἰδικόν μας ἀληθῆ θησαυρόν, τὴν νοερᾶν προσευχήν, τὴν μνήμην τοῦ θείου ὀνόματος. Ὀρθῶς λέγει ὁ ψαλμῳδός, ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας δίδει ζωήν. Καὶ τί ὡραία ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι «ὡς πῦρ εὐφροσύνης, ὡς φῶς εὐωδιάζον, Ἀποστόλων κήρυγμα, εὐαγγέλιον Θεοῦ, πληροφορία καρδίας, Θεοῦ ἐπίγνωσις, τὸ τοῦ Ἰησοῦ ἀγαλλίαμα, εὐφροσύνη ψυχῆς, ἔλεος Θεοῦ, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου, χάρις Θεοῦ. Προσευχὴ ἐστιν ὁ Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πάσι» .
Ναί, μέσα εἰς τοὺς αἰῶνας ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς εὐχῆς, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ὁμιλεῖ εἰς τὸν Θεόν, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ μὲ αὐτὴν ἐνθουσιάζει τὰ τέκνα της καὶ τὰ θεοποιεῖ. O ἀπόηχός της γεμίζει ὁλόκληρον τὴν κτίσιν καὶ ἡ ἐνέργειά της συνεργεῖ εἰς τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ κόσμου.
Καὶ τώρα, λοιπόν, τί νὰ εἴπωμεν διὰ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο δώρημα τῆς θείας Χάριτος, τὸ ὁποῖον ἔδωσε καὶ εἰς ἡμᾶς;
Δι᾿ αὐτὸ ἂς ἐρμηνεύσωμεν τὴν ἔννοιαν τῆς εὐχῆς, νὰ ρίψωμεν καὶ μιὰ ματιὰ εἰς τὴν ἱστορίαν της, νὰ ἴδωμεν καὶ μερικὰς πνευματικὰς προϋποθέσεις αὐτῆς καὶ ὠρισμένας κοινωνικὰς ὑποχρεώσεις μας, ἀναγκαίας διὰ τὴν προσευχήν.

..........

Εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ὁ Θεὸς ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ ἁγιάζουν τὸ ὄνομά Του- π.χ. εἰς τὸν Ἡσαΐαν ἀναφέρει ὅτι, «δι᾿ ἐμὲ ἁγιάσουσι τὸ ὄνομά μου». Ὀκτακόσια χρόνια πρὸ τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Προφήτου αὐτοῦ λέγει: Θὰ μοῦ ἀποδίδουν δόξαν καὶ θὰ μὲ ὁμολογοῦν ὡς μόνον Ἅγιον, ἐπικαλούμενοι τὸ ἄστεκτον καὶ ὑπερύμνητον ὄνομά μου. H θεϊκὴ αὐτὴ προσφώνησις εἶναι προσευχή, ἁγιασμός, δόξα καὶ προσκύνησις τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ἐν ὀνόματι αὐτοῦ καυχώμεθα, ἐξομολογούμεθα Αὐτῷ, δι᾿ Αὐτοῦ λυτρούμεθα, δι᾿ Αὐτοῦ σωζόμεθα, ἐν Αὐτῷ ἀγαλλιώμεθα, διότι ὅπου τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἐκεῖ καὶ ἡ παρουσία Του.
Καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ὁ Κύριος ἐζήτει νὰ κάνωμεν τὰς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Θεὸν ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ, τοῦ Χριστοῦ. O δὲ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἐνθυμεῖσθε, λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς ἐχάρισεν εἰς τὸν Υἱόν Του ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ὥστε ἐν τῷ ὀνόματί Του νὰ Τὸν προσκυνῶμεν προσευχόμενοι. Τὴν δὲ προσευχήν μας τὴν θέλει ἀδιάλειπτον.
O ἀποστολικὸς Πατὴρ Ἑρμᾶς, θέλων τόσο πολὺ νὰ εἶναι εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν καρδίαν μας τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, λέγει, ὅτι πρέπει νὰ δεθῶμεν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὡσὰν νὰ τὸ ἔχωμε φορέσει ἐπάνω μας καὶ δὲν τὸ βγάζομε ποτέ.
O Μέγας Βασίλειος ἐγνώριζε καὶ ὡμιλοῦσε διὰ τὴν νοερὰν προσευχήν, διὰ τῶν αὐτῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιοῦμεν καὶ σήμερα- καί, ἔλεγεν, ὅτι εἶναι ἡ καθολικὴ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος φέρεται λέγων- «βοᾶτε ἀπὸ πρωὶ ἕως ἑσπέρας τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς».
Ἂς μνημονεύσωμεν τώρα σποράδην μερικοὺς ἀσκητικοὺς Πατέρας, οἱ ὁποῖοι δὲν τονίζουν τίποτε ἄλλο τόσον, ὅσον συνιστοῦν μοναδικῶς τὴν εὐχήν.
Πολὺ γνωστή μας εἶναι ἡ τριὰς τῶν ἁγίων Ἰωάννου τοῦ τῆς Κλίμακος τοῦ ἰσαγγέλου, Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου ποὺ σὲ συνεπαίρνει, καὶ τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου τοῦ πνευματοδύτου. Ἀναλύουν τὴν προσευχήν, καὶ δι᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν εἰς τὴν ἔρημον καὶ δι᾿ ἐκείνους ποὺ εἶναι εἰς μοναστήρια καὶ δι᾿ αὐτοὺς ποὺ εἶναι εἰς τὸν κόσμον.
Νὰ ἐνθυμηθῶμεν καὶ τοὺς ἄλλους ἀετούς, τὸν ὅσιον Νεῖλον τὸν ὑπερβάμονα, τοὺς ὁσίους Βαρσανούφιον καὶ Ἰωάννην τοὺς διακριτικωτάτους, τὸν Διάδοχον Φωτικῆς τὸν θαυμάσιον.
Τί νὰ εἴπωμεν καὶ διὰ τὸν Γρηγόριον τὸν Σιναΐτην, ὁ ὁποῖος μετέφερε ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ Σινᾶ τὴν προσευχήν, τὴν ἐζωοποίησε καὶ τὴν ἀνέπτυξεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος τὸν IΔ´ αἰῶνα; Ἀσφαλῶς δέ, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὑπῆρχε καὶ προηγουμένως εἰς τὸ Ὄρος- ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐγύρισε γῆν καὶ οὐρανόν, εἰς τὸ Ὄρος καὶ παντοῦ διὰ νὰ τὴν διαδώσῃ καὶ τὴν κατέστησε προσευχὴν καθημερινήν. Βεβαίως, τὸ Ὅρος καὶ πρὶν οὐδέποτε ἐστερεῖτο ἀθλητῶν τῆς εὐχῆς, κατὰ πρώτον ζώντων ἀπομεμονωμένως, διότι ὁ ἡσυχασμὸς προεβλήθη ὡς ἡ τελειοτέρα ὁδὸς πνευματικῆς ζωῆς.
Καὶ ποιὸς δὲν γνωρίζει ἀκόμη τὸν περίφημον Μάξιμον τὸν Καυσοκαλυβίτην, τὸν Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν τὸν παμμέγιστον, ὅστις συνέθεσεν ἄριστα τὴν δογματικὴν καὶ πρακτικὴν περὶ νοερᾶς προσευχῆς ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, τὸν ἅγιον Κάλλιστον, τὸν Ἰσίδωρον καὶ τὸν Φιλόθεον τοὺς Πατριάρχας, καὶ ἄλλους πολλούς, ὅπως οἱ Θεόληπτος Φιλαδελφείας, Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι καὶ θεωρητικῶς καὶ πρακτικῶς ἔζησαν, ἐφήρμοσαν καὶ ἔγραψαν περὶ τῆς προσευχῆς;
Ὤ, τί νὰ ξεχωρίσωμεν ἀπὸ τὰ τόσα ποὺ ἔγραψε καὶ ἔζησεν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ νέος αὐτὸς μυσταγωγὸς εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τὸ πατερικὸν φρόνημα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ κόσμου; Τὸ Ἐγχειρίδιόν του καὶ ἡ Φιλοκαλία εἶναι πλέον κλασσικοὶ ὁδηγοὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
Ἂς ὑπάγωμεν τώρα καὶ εἰς μίαν Μονήν.
Γνωρίζομεν ὅτι εἰς τὸ Μοναστήρι εἶναι μία ἀδιάλειπτος σύναξις τῆς ἀδελφότητος καὶ ὁλοκλήρου της καθολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ὑπῆρχαν Μοναστήρια, ἂν δὲν ἦσαν, ὄντως, μία καθ᾿ ἡμέραν καὶ κατὰ νύκτα σύναξις. Δι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ κέντρον τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ἡ καθημερινὴ λατρευτικὴ ζωή, καὶ μάλιστα ἡ Θεία Λειτουργία.
Ἐκεῖ ὁ μοναχὸς προσοικειοῦται καὶ ἀφομοιώνει τὸ μαρτυρικόν, ἀσκητικὸν καὶ λειτουργικὸν φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὰ λειτουργικὰ κείμενα τὸν διαποτίζουν καὶ γίνονται προσωπικά του βιώματα.
Συναθροίζονται οἱ μοναχοὶ εἰς τὸν Ναὸν γνωρίζοντες, ὅτι δὲν εἶναι μόνοι, ἀλλὰ μεθ᾿ ὅλων τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων, δοξάζοντες τὸν Θεὸν καὶ τιμῶντες τὸν Ἅγιον ἢ τὴν ἑορτήν. H Θεία Εὐχαριστία καὶ ἡ ὅλη λατρευτικὴ συναγωγὴ τοὺς προσφέρει μίαν βαθεῖαν αἴσθησιν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν καὶ αὐτοὶ κοινωνοὶ Αὐτοῦ μυστηριακῶς κατὰ Θείαν ἐνέργειαν. Καὶ ὅσον ἀόρατος εἶναι ὁ Θεός, κατ᾿ ἀναλογίαν καὶ τόσον ἀληθεστέρα εἶναι ἡ μυστικὴ κοινωνία καὶ ἡ ἐντρύφησις.
H τοῦ Θεοῦ αὕτη κοινωνία, ἐν τῇ λατρείᾳ, ποὺ εἶναι πρωταρχική, συνεχίζεται ἐν τῷ κελλίῳ καὶ ὅπου ἀλλαχοῦ διὰ τῆς εὐχῆς. Διότι ἡ εὐχὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία προσευχή. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ἐκαθήμεθᾳ ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ νὰ ὁμιλῶμεν εἰς τὸν Θεόν, ἂν ἦτο μόνον αὐτό, ἀφοῦ ἀκούει ὁ Θεὸς ἀκόμη καὶ τὰ σπλάγχνα μας, ὅταν κινοῦνται. Καλὸν αὐτό, ἀλλ᾿ ἔτι πλέον εἶναι ἡ εὐχὴ βρῶσις τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ παρόντος ἐν τῇ μνήμῃ καὶ ἐπικλήσει τοῦ Θείου καὶ φρικτοῦ καὶ γλυκυτάτου ὀνόματός Του. Εἶναι καὶ πόσις μεθυστικοῦ γλεύκους τῆς Χάριτος, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπον μετάρσιον. Ὅλος ὁ Χριστὸς προσλαμβάνεται καὶ εὑρισκόμεθα ἡμεῖς ἀντανακλῶντες τὰς ἰδιότητας τοῦ Θεοῦ, θεοὶ ἐκ Θεοῦ θεούμενοι, φωτιζόμενοι καὶ μυστικῶς ἐνεργούμενοι.
O μοναχὸς διὰ τῆς νοερᾶς αὐτῆς «λειτουργίας», ὡς λέγουν οἱ ὅσιοι Πατέρες, «ἀληθῶς μάννα διὰ παντὸς ἐσθίει πνευματικόν». Τοῦτο εἶναι πλήρωσις, «πλεῖον ὧδε» ἀπὸ τὸ «μάννα», ποὺ συμβολικῶς καὶ προτυπωτικῶς ἔῤῥιχνε ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ νὰ ζήσουν μὲ αὐτό. Τὸ ὠνόμασαν «μάννα», ποὺ σημαίνει: Δὲν καταλαβαίνω τί πρᾶγμα εἶναι αὐτό. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ λέγωμεν: Τί μεγάλο γεγονὸς εἶναι αὐτὴ ἡ εὐχή, ἡ μνήμη τοῦ Ἰησοῦ, αὐτὴ ἡ μυστικὴ μετάληψις τοῦ Χριστοῦ μας ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν, ὅπως τότε ἔπιπτον ἐξ οὐρανοῦ αἱ νιφάδες τοῦ «μάννα» καὶ ὁ λαὸς ἤσθιε καὶ ηὐφραίνετο.
Ἑπομένως βασικὴ προϋπόθεσις νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἡ πίστις ὅτι αὕτη εἶναι ἀληθὴς Θεοῦ κοινωνία καὶ βάθρον θεώσεως διὰ τῶν θείων ἐνεργημάτων τοῦ ἀπροσλήπτου Κυρίου, ὅστις δι᾿ αὐτῶν κατέρχεται ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἑνοῦται μεθ᾿ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. O ἴδιος ὁ σαρκωθεῖς Λόγος, ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν, Αὐτὸς ποὺ εἰς τὸ ἓν δακτυλάκι του ἠμπορεῖ νὰ κρατάῃ ὅλον τὸν ντουνιά, Αὐτὸς κρατεῖται ἀπὸ ἡμᾶς! Καὶ εἰσέρχεται ἐν ἡμῖν καὶ συνδιατρίβει καὶ ἐμπεριπατεῖ μέσα μας. Ὅπως εἰς τὴν θάλασσαν τῆς Τιβεριάδος, ὅταν ἤγρευσαν οἱ Μαθηταὶ πλῆθος ἰχθύων, εἶπεν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸν Πέτρον «ὁ Κύριος ἐστιν», οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅταν ἁπλώνωμεν τὰ δίκτυα τῆς προσευχῆς, ἠμποροῦμεν νὰ ἐπαναλαμβάνωμεν «ὁ Κύριός ἐστι» μετὰ πλήρους πεποιθήσεως, διότι μας τὸ βεβαιοῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτός. Νάτος! Παρών, ὁ ἴδιος ὁ Θεός!
Διὰ νὰ φωταγωγῆται ὅμως καὶ νὰ λαμπρύνεται διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ὁ πιστὸς μὲ τὴν εὐχήν, πρέπει νὰ προσέχῃ ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ὁ βίος τοῦ ἀνάλογος μὲ τὴν ζωὴν ποὺ ἁρμόζει εἰς τὸν Θεόν. Ἀφοῦ θέλει τὸν Θεόν, πρέπει νὰ ζῇ θεοπρεπῶς. Νὰ ἐπιδιώκῃ νὰ ξεφύγῃ μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην μιζέρια καὶ τὴν κακομοιριά, νὰ ἐνδυναμώνῃ τὸν ἑαυτὸ τοῦ διὰ τῆς θείας δυνάμεως, νὰ ἀσκῆται, νὰ γίνεται σκεῦος χωρητικὸν τῶν θείων χαρισμάτων. Ἀκόμη, νὰ ἐπιθυμῇ τὴν κάθαρσίν του ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας, πληροφορούμενος ἀπὸ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὅτι αὐτὸ εἶναι κατορθωτόν. Μὲ τὴν ἔμπρακτον θέλησίν του καὶ τὴν εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ νὰ φέρεται πρὸς τὴν δυνατὴν ἀπάθειαν ὁ ἴδιος, καὶ μάλιστα γινόμενος ὁλονὲν θεοειδέστερος.

............

Τώρα ἔχομεν ἓν πρόβλημα, προκειμένου νὰ ἀφιερωθῶμεν εἰς τὴν εὐχήν. Εἴμεθα κεκλεισμένοι μέσα εἰς τὰς ἀπασχολήσεις μας, βιαζόμεθα, κουραζόμεθα, ἀπογοητευόμεθα, ζῶμεν μὲ τὸ ἄγχος, δὲν κατορθώνομεν νὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι ἀπὸ λογισμούς, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ τρικυμίας. Διὰ νὰ ὑπνώσωμεν ταλαιπωρούμεθα, διὰ νὰ εἴμεθα χαρούμενοι πρέπει νὰ παίζωμεν κιθάρα ἢ νὰ εὕρωμεν μίαν διασκέδασιν. Δὲν εἶναι ζωὴ αὐτή! Μᾶς κουράζει καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ προσευχώμεθα ὅσον καὶ ὅπως θέλομεν.
Δι᾿ αὐτὸ βεβαιοῦν οἱ Πατέρες, ὅτι οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ δροσίζουν τὴν ψυχὴν καὶ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ «ῥώννυσι τὴν ψυχήν, καθὼς ὁ οἶνος τὸ σῶμα».
O λόγος τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει εἰς τὴν Γραφὴν καὶ εἰς τοὺς ἁγίους Πατέρας. Ὅταν μελετῶμεν τοιαῦτα βιβλία, καὶ μάλιστα, ἀσκητικῶν Πατέρων, ὅταν εἴμεθα εἰς τὴν ἐργασίαν μας προσεκτικοί, ὅταν κοπιάζωμεν εἰς τὴν ζωὴν μὴ σπαταλῶντες τὰς δυνάμεις μας, ἀλλὰ δίδοντες αὐτὰ εἰς τὸ καθημερινόν μας καθῆκον, ὅταν οὕτω πὼς ἡ ζωὴ ἡμῶν εἶναι μία ἄσκησις καθημερινή, τότε αὐτὴ ἡ ἄσκησις καὶ ἡ μελέτη προλειαίνουν τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ καθίσταται ἱκανὴ νὰ ἀναβαίνῃ πρὸς τὰ ἄνω.
Διὰ νὰ προσεύχεσαι πρέπει νὰ ἔχῃς ἓν στοιχεῖον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ καλλιεργῇς. Ὅπως προσέχωμεν τὴν ὑγείαν τοῦ σώματός μας, ἔτσι νὰ προσέχωμεν καὶ τὴν ὑγείαν τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀνάγκη νὰ εἴμεθα χαρούμενοι. Ὅταν συνηθίζωμεν νὰ προσευχώμεθα, μᾶς χαρίζεται ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ περισσότερον ἀκόμη. Ἂν προσευχόμενος θλίβεσαι, ἂν βαρυθυμῇς, κάτι μέσα σου δὲν πηγαίνει καλά. Νὰ τὸ κυττάξης, νὰ δώσης προσοχήν, διότι ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνθρώπου ἐπιδρᾷ πολύ.
Ἴδετε τί ὡραία ποὺ λέγεται περὶ τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ Βατοπαιδινοῦ, ὅστις ὑπέστη τὰ πάνδεινα- ὅτι οὗτος «ἦν τὴν ἔντευξιν ἰλαρώτατος καὶ τὴν ὄψιν ἤδιστος καὶ χαριέστατος». Εἰς τὰς συναναστροφάς του τὸ χαμόγελόν του ἦτο φαιδρότατον, γλυκύτατον τὸ πρόσωπόν του καὶ ὁλόκληρος πλήρης χάριτος. Πόσον μᾶλλον ἦτο εἰς τὴν ἀναστροφήν του μὲ τὸν Θεόν, εἰς τὴν προσευχήν του ὡς ἥλιος φωτεινός!
Ἕνας ἄλλος δὲ ἀσκητικὸς Πατήρ, ὁ ὅσιος Νεῖλος, σημειώνει πολὺ ὄμορφα: «Προσευχὴ ἐστι χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας πρόβλημα». Θέλεις νὰ γνωρίσῃς, ἐὰν ἡ προσευχή σου εἶναι ἀληθινὴ καὶ ταπεινή; Παρατήρησε- προβάλλει ἡ ἀγαλλίασις, ἀναδίδεται εὐχαριστία ἐκ καρδίας; Καὶ «ὅταν παριστάμενος εἰς προσευχήν, ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην χαρὰν γενήσῃ, τότε ἀληθῶς εὕρηκας προσευχήν».
H προσευχή, ἑπομένως, εἶναι χαροποιός. Ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ ἔχωμεν καὶ τὸν ἀγῶνά μας κατὰ τῆς ἁμαρτίας, κατὰ τῶν παθῶν. Οὔτε αὐτὸ νὰ μᾶς καταθλίβῃ, ἀφοῦ παρεδώσαμεν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ζωήν μας. Ὅμως ὁ ἀγὼν εἶναι ἀναγκαῖος, διὰ νὰ εὐλογῆται ἡ ζωή μας. Ἂν θέλωμεν νὰ τὸ ἐπιτύχωμεν, νὰ μὴ κρατῶμεν ἐντὸς ἡμῶν καμμίαν πικρίαν ἐναντίον ἑτέρου, νὰ μὴ ἀναμειγνυώμεθα εἰς τὴν ζωὴν κανενὸς ἀνθρώπου, νὰ μὴ ἐξαναγκάζωμεν κανένα, νὰ μὴ πληγώνωμεν, νὰ μὴ τὸν στενοχωρῶμεν, οὔτε νὰ στενοχωρούμεθα ἀπὸ τὸν ἄλλον. Νὰ εἶναι αἱ κοινωνικαὶ σχέσεις μας φυσικαὶ καὶ ἀπλαί. Νὰ νιώθωμεν ὅτι οἱ ἄλλοι, πάντες καὶ ἐγώ, εἴμεθα ἓν καὶ τὸ αὐτό, θεωροῦντες «ἕνα ἑαυτὸν μετὰ πάντων», χωρίς, βεβαίως, νὰ ἀλλοιούμεθα εἰς τὸ φρόνημα ἢ νὰ ἐκτρεπώμεθᾳ εἰς τὴν ζωήν μας καὶ τὰς ἀναστροφάς. Τότε ἡ προσευχὴ εἶναι εὔκολος. Ἀρκεῖ νὰ ἀφήσωμεν τὸν Θεὸν νὰ ἐργάζεται μέσα μας, ὅπως ὁ χωρικὸς ποὺ σπέρνει καὶ περιμένει τὴν βροχούλα τοῦ Θεοῦ.
Ἡμεῖς θὰ ἐνεργῶμεν τὸ ἰδικόν μας ἀγώνισμα, θὰ μνημονεύωμεν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἄλλοι μὲ τὸ στόμα, ἄλλοι μὲ τὸν νοῦν, ἄλλοι μὲ τὸν νοῦν εἰς τὴν καρδίαν, ἄλλοι ὅπως τοὺς δίδει ἡ θεία Χάρις, ὅταν τοὺς ἐπισκέπτεται, ὅποτε ἀστράπτει τὸ πνεῦμα τους καὶ κραυγάζοντας συναντάει τὸν Θεόν.
Ἀσφαλῶς ἀξίζει νὰ δίδωμεν χρόνον πολύν, ὅσον δυνάμεθα, ὥστε νὰ ἐφαρμόζωμεν τὸ πατερικὸν λόγιον «ἀνάγκασον ἑαυτὸν εὐχὰς πολλὰς ποιῆσαι», ἀφήνοντας τὰ πάντα εἰς τὸν Κύριον. Ἀλλ᾿ ἔστω καὶ μίαν εὐχὴν ἂν εἴπωμεν, καὶ τοῦτο ἔχει ἀξίαν μεγάλην. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ «πάσα εὐχή, ἣν προσφέρεις ἐν τῇ νυκτί, πασῶν τῶν τῆς ἡμέρας πράξεων ἔστω ἐν ὀφθαλμοῖς σου τιμιωτέρα». Καὶ γίνεται ἀκόμη ἀποδοτικωτέρα, ἐὰν τὴν προσφέρωμεν κατὰ τὰς νυκτερινὰς ὥρας.
Ἄφησε τὰ πάντα εἰς τὸν Θεόν, μᾶς λέγει ὁ ἴδιος εἰς κάθε ἕνα. Κάνε τὸ ἔργον σου καὶ ὁ νοῦς σου εἰς τὴν εὐχήν! Καὶ διάλεξε καλὸν ὁδηγόν, χειραγωγὸν εἰς Χριστόν.
Πρέπει ὅμως νὰ ὑπογραμμίσωμεν, ὅτι εἰς τὸ θέμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τὰ πάντα ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καί, ἑπομένως, ἠμποροῦμεν νὰ εἴμεθα ἥσυχοι.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι, λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μυροδοχεῖον. Τὸ ἀνοίγεις, τὸ γέρνεις καὶ χύνεται τὸ μύρον, πληροῦται εὐοσμίας ὁ τόπος. Βοᾷς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» καὶ ἀναδίδεται ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαμβάνεις «ἀῤῥαβῶνα Θείου Πνεύματος». Διότι «τὸ ἅγιον Πνεῦμα συμπάσχον ἡμῖν ἐπιφοιτᾷ» καὶ «προτρέπεται εἰς ἔρωτα πνευματικῆς προσευχῆς». Καί, μάλιστα, προσεύχεται καὶ αὐτό, ἀντὶ δι᾿ ἡμᾶς ποὺ ξεχνούμεθα καὶ ἀναλαμβάνει τὰ ὑστερήματά μας, τὰς ἀκαθαρσίας ἡμῶν, τὴν πτωχείαν τῆς ὑπάρξεώς μας. Διότι εἴμεθα ἕκαστος ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν προσευχώμεθα γινόμεθα ἱερουργοὶ τοῦ μεγάλου μυστηρίου. Δι᾿ αὐτὸ λέγει πολύ-πολὺ ὄμορφα ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας: «Πάρε ἕνα θυμιατὸ νὰ θυμιάσῃς, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἐδῶ εἰς τὴν καρδίαν σου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀνατέλλει τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ λέγει- «ὅταν ἀκούωμεν κανένα θυμιατὸ νὰ κτυπάῃ, ἂς ἐνθυμούμεθα ὅτι ναὸς εἴμεθα ἡμεῖς, καὶ ἂς νιώθωμεν νοερῶς ὅτι θυμιάζομεν τὸν Χριστόν, ποὺ εἶναι μέσα εἰς «ἡμᾶς, καί, ἔτσι, νὰ προσκυνῶμεν ταύτην τὴν σκηνὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Σκεφθῆτε, μέσα μας εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ, ἡ κατοικία Του, ὅπου «τὸν ἀσώματον ἐν σώματι περιορίζομεν», δι᾿ ὃ καὶ μέσα μας ἐπιτελεῖται μία «τῶν ἐπουρανίων προσκύνησις». Μαζί Του εἶναι καὶ ὅλοι οἱ ὁμογάλακτοί μας Ἅγιοι, ποὺ ἐθήλασαν ἀπὸ τὸν μαστὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἰδικοί μας ἀδελφοὶ καὶ φίλοι, ποὺ μᾶς περιμένουν, μᾶς ἀγαποῦν καὶ μᾶς καθιστοῦν μακαρίους, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας- «μακάριος ὃς ἔχει οἰκείους ἐν Ἱερουσαλήμ», εἰς τὸν οὐρανόν. Ἐνθυμεῖσθαι αὐτὸ ποῦ ἔλεγεν ὁ Χριστός; «Εἰσὶ τινὲς τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου, ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυίαν ἐν δυνάμει». Αὐτὸ ἐφαρμόζεται καὶ εἰς ἡμᾶς. Τὸ Πνεῦμα μας ἀξιώνει, ὅταν προσευχώμεθα, νὰ κατανοῶμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ ζῶμεν τὰ μυστήρια αὐτά. Καὶ φθάνουν οἱ Ἅγιοι νὰ γνωρίζουν τὸν Χριστόν, Αὐτὸν διὰ τὸν ὁποῖον λέγουν, ὅτι κανεὶς δὲν Τὸν βλέπει καὶ κανεὶς δὲν Τὸν ἠξεύρει. Καὶ ὅμως! Διὰ τῆς προσευχῆς κατανοοῦμεν «τὸ ἀπερινόητον καὶ τὸ ὑπερφαὲς περιεχόμενον τοῦ Θεοῦ μας», ἀφοῦ ἡ τοῦ Πνεύματος Χάρις πάσης πηγῆς ἀναβλύζει, δι᾿ ἧς καὶ τὸ ἄῤῥητον κάλλος τοῦ Θεοῦ μας διδάσκει.
Καὶ ἂν ἡμεῖς δὲν φθάσωμεν ἐκεῖ, πάλιν θὰ μᾶς φέρῃ ἡ εὐχὴ εὐλογίας, παρηγορίαν, εὐχαρίστησιν, συγχώρησιν, σωτηρίαν, «ἐκάστῳ ὡς συμφέρει».

.............

Τέλος, ἂς ἴδωμεν καὶ πῶς βιοῦται ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἡ προσευχή.
Λέγει ἕνας ἀσκητὴς ἁγιορείτης (δὲν λέγω τὸ ὄνομά του, διότι ζῇ): «Ἄχ! εἰκοσιτέσσαρες ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρον δὲν μοῦ φθάνουν νὰ προσεύχωμαι!» Νιώθετε, τί προσευχὴ κάνει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Ἀντιλαμβάνεσθε πόσον ἔχει ἡδύτητα, ἐφ᾿ ὅσον τὰ μάτια του καὶ ἡ καρδιά του νοερῶς στρέφονται ὁλονὲν πρὸς τὸν Θεόν; Ὅποιος δοκιμάση τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι θὰ λέγῃ καὶ αὐτός.
Ναί, προσεύχονται εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, μέσα εἰς τὰ Μοναστήρια καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ Μοναστήρια. Μορφαὶ μεγάλαι ἀνεδείχθησαν τὰ τελευταία χρόνια, ὅπως ὁ Δανιὴλ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ Καλλίνικος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ τόσοι ἄλλοι.
Ἕνας ἰδικός μας μοναχός, ποὺ ἐκοιμήθη ἐδῶ καὶ ὀλίγα χρόνια, ὁ γερο-Ἀρσένιος, ὁ εὐλογημένος, οὔτε νὰ κοιμηθῇ δὲν ἤθελε, ἀλλὰ ἐκρέματο ἀπὸ κάτι σχοινιά - κρεμαστήρας - καὶ προσηύχετο ἀκουμβῶν εἰς ἓν ξύλον διὰ νὰ προσεύχεται, ὅπως καὶ πάμπολλοι μοναχοὶ ἔπραττον. Ὅταν προσηύχετο καὶ ἔκαμε μετανοίας, κτυποῦσε τὸ κεφάλι του εἰς τὸ πάτωμα. Ἔλεγεν: «Εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν θ᾿ ἀκούῃ τὴν προσευχήν μου ὁ Θεός- ν᾿ ἀκούῃ τουλάχιστον τὰ κτυπήματα τῆς κεφαλῆς μου. H ἁμαρτία μου εἶναι τόση, ποὺ δὲν βγαίνει ἡ εὐχὴ ἀπὸ τὸ λαρύγγι μου». Καὶ εἶχε μίαν χαράν! Συνεχῶς προσηύχετο. Νὰ ἐβλέπατε τὸ πρόσωπόν του. Ἂν ἐβλέπατε πῶς ἐκοιμήθη, θὰ ἐλέγατε: «Ἀλήθεια, μακάριος ὁ θάνατος ἑνὸς ὁσίου».
Ἕνας ἄλλος μοναχός, προσευχόμενος μίαν νύκτα, μέσα εἰς τὴν ἀκολουθίαν, ὁ νοῦς του ξέφυγε καὶ ἐπέταξεν ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπῆγεν εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ λαγκάδια, ἀγνάντεψε τὰ δένδρα, τὰ λουλούδια, τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, τὰ βουνά, τὰ νησιά, ἐπεσκόπευσε τὴν γῆν καὶ τὸν οὐρανόν, καὶ εἶδε καὶ ἤκουσεν, ὅτι ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεόν. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην δὲν ἠμποροῦσε νὰ σταθῇ καθόλου- καὶ ἀπὸ τοὺς ὀξυδρόμους ὀφθαλμούς του δὲν ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυα- εἶδε καὶ ἔλεγεν ὅτι ἡ ἄψυχος κτίσις ἐκχέει τὰ δάκρυά της μὲ τὴν δοξολογίαν- «καὶ ἐγώ, ποὺ ἔχω ψυχήν, εἶμαι μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν».
Εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἔλειψαν ποτὲ οἱ ἡσυχαστικοὶ καὶ νηπτικοὶ μοναχοί, ἀδιακόπως ἕως σήμερα. Ἂς μνημονεύσωμεν ἐδῶ καὶ τὸν ἅγιον Σιλουανόν, ποὺ ἡ ζωή του ἦτο διαρκὴς καὶ ἀστείρευτος προσευχή.
Τὰ τελευταῖα χρόνια ἕνας ἄλλος ἀσκητής, ὁ Γερό-Ἰωσὴφ ὁ Σπηλαιώτης, ἀφιέρωσε τὴν ζωήν του εἰς τὴν εὐχήν, τὴν ὁποίαν ἐρρόφησε βαθειά, τὴν ἔκανε ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ τὴν ἔζησε μὲ ἓν βίωμᾳ γλυκείας ἐντρυφήσεως τοῦ Παραδείσου. Πολλοὶ καὶ τώρα εἶναι πνευματικά του ἔγγονα.
Ἀπὸ τὸ Ὄρος μετεδόθη πανταχοῦ ἡ νοερὰ προσευχή. Ἀπ᾿ ἐδῶ διέδωσεν ὁ ἁγιορείτης Παΐσιος Βελιτσκόφσκι τὴν εὐχὴν εἰς τοὺς Σλαύους. Ὠσαύτως ὁ π. Σωφρόνιος, ἁγιορείτης καὶ αὐτός, εἰς τὴν Εὐρώπην.
Ἐπέδρασεν ὁ Ἄθως καὶ εἰς τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον τῶν Μετεώρων, εἰς τὸν Ἅγιον Διονύσιον Ὀλύμπου, ποὺ ἐνέπνευσαν πολλοὺς ἄλλους. Δὲν ἀριθμοῦνται. Συμεὼν Μονοχίτων, Ἰάκωβος ὁ Γέρων, ἅγιος Θεωνᾶς, Κολλυβᾶδες. Ἡ εὐχὴ ἔτρεξεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Ἔτσι εἰς τὴν Ρωσίαν ἔχομεν Ἅγια Ὄρη! Καὶ εἰς τὴν Σερβίαν ἔχομεν Ἅγια Ὄρη! Ὅπου καὶ ἂν πάῃ κανείς. Σήμερον ἔχομεν καὶ εἰς τὴν Εὐρώπην Μοναστήρια ἀπὸ ἁγιορείτας, οἱ ὁποῖοι τί ἄλλο κάνουν, ἀπὸ τὸ νὰ διαδίδουν τὴν νοερὰν προσευχὴν ὅσον δύνανται.

...............

Τί θὰ ἦτο, ἀγαπητοί μου, ἡ ζωή μας χωρὶς τὴν προσευχὴν αὐτήν;
Καὶ τί εἶναι ὁλόκληρος ὁ κόσμος χωρὶς τὴν εὐχήν;
Μία καρδιὰ ποὺ δὲν ἔχει τὴν προσευχὴν αὐτήν, μοῦ φαίνεται, ὅτι ὁμοιάζει μὲ μίαν νάϋλον σακκούλα, ποὺ βάζεις τώρα κάτι μέσα, ἀλλὰ ποὺ θὰ σχισθῇ γρήγορα καὶ θὰ τὴν πετάξῃς.
Ἐκεῖνο ποὺ νοηματίζει τὴν ζωὴν ὅλην καὶ τὴν ὕπαρξίν μας, διότι δίδει τὸν Θεόν, εἶναι ἡ προσευχή μας.
Λέγουν, ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ συντέλεια τῆς ζωῆς, ὅταν σταματήσουν νὰ προσεύχωνται οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ προσεύχωνται; Ὄχι, διότι πάντοτε θὰ ὑπάρχουν οἱ ἀγαπῶντες τὸν Κύριον. Καὶ ὅσον τοιαῦται ψυχαὶ ὑπάρχουν, δὲν θὰ χαθῇ ὁ κόσμος. H προσευχὴ ἡ ἀδιάλειπτος τὸν ποτίζει μυστικά.
Ἀντιθέτως κάποτε θὰ ἀνακαινισθῇ ὁ κόσμος καί, ὅπως ἕως τώρα συνώδινε καὶ συνωδίνει μετὰ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τὴν φθορὰν τῆς φύσεως, τότε ποὺ θὰ γίνῃ καινὴ γῆ καὶ καινοὶ οὐρανοί, θὰ συναγάλλεται ἐπὶ τῇ αἰωνίῳ εὐφροσύνῃ καὶ δόξῃ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέσα εἰς τὴν θεϊκὴν φωτοχυσίαν.

Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης (Προηγούμενος Ἱ.M. Σίμωνος Πέτρας)

Πως τα πρωτόκολλα των σοφών της Σιών επιβεβαιβαιώνονται καθημερινώς εις την Ελλάδα





Ἡ μεγάλη δικαίωσις τοῦ μακαριστοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Π.Ο.Ε. καὶ τοῦ «Ο.Τ.» Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, ὁ ὁποῖος ἠσχολήθη μὲ τὸ θέμα καὶ ἔγραψε καὶ σχετικὸν βιβλίον μετὰ ἑρμηνευτικῶν σχολίων
Ὅποιος μελετήσει τὰ πρωτόκολλα τῶν σοφῶν τῆς Σιών, τὰ ὁποῖα ἐγράφησαν πρὶν ἀπὸ ἑκατὸν δέκα ἔτη θὰ διαπιστώση ὅτι αὐτὰ εὑρίσκουν πλήρη ἐπιβεβαίωσιν εἰς τὰς ἡμέρας μας. Ἡ ἐπιβεβαίωσις ὅμως δικαιώνει καὶ τὸν ἱδρυτὴν τῆς Πανελληνίου Ὀρθοδόξου Ἑνώσεως (Π.Ο.Ε.) καὶ τοῦ «Ο.Τ.».
Εἰς αὐτὰ περιγράφεται ἡ σημερινὴ συμπεριφορὰ τοῦ τύπου, ἡ διάβρωσις τῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τοῦ Σιωνισμοῦ μέσῳ τοῦ ἑβραιομασωνισμοῦ, ἡ πρόκλησις οἰκονομικῶν κρίσεων εἰς τὰ Χριστιανικὰ κράτη καὶ ἡ συγκέντρωσις τοῦ χρυσοῦ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων τοῦ σιωνισμοῦ, ἡ ἀποκτήνωσις – ἀποβλάκωσις τῆς νεολαίας οὕτως ὥστε αὕτη νὰ μὴ ἀντιδρᾶ εἰς κρίσιμα ζητήματα. Θὰ παραθέσωμεν ὡρισμένα ἀποσπάσματα ἐκ τῶν πρωτοκόλλων μὲ τὴν προτροπὴν νὰ προμηθευτῆτε ἀπὸ τὴν Π.Ο.Ε. τὸ σχετικὸν βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Χαραλάμπους Βασιλοπούλου. Τὴν γνησιότητα τῶν πρωτοκόλλων ἀμφισβητεῖ τὸ κεντρικὸν ἰσραηλιτικὸν συμβούλιον. Τὰ ὅσα περιγράφονται ὅμως εἰς αὐτὰ ἀνταποκρίνονται πλήρως εἰς τὴν σημερινὴν πραγματικότητα.

Ὀ ρόλος τοῦ τύπου.

Διὰ τὸν ρόλον τοῦ τύπου ἀναγράφονται εἰς αὐτὰ τὰ ἀκόλουθα:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XII
…ποιὸς εἶναι ὁ σημερινὸς ρόλος τοῦ τύπου; Χρησιμεύει νὰ ἐξάπτη τὰ πάθη τῶν μαζῶν καὶ νὰ συντηρῆ τὶς ἐγωϊστικὲς ἐπιδιώξεις τῶν κομμάτων. Σήμερα δὲν ὑποστηρίζει τὸ δίκαιο, διαστρεβλώνει μὲ χίλιες ψευτιὲς τὴν ἀλήθεια καὶ κολακεύει τὶς ματαιοδοξίες. Γιὰ τὴν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων δὲν χρησιμεύει σὲ τίποτε. Ἐμεῖς θὰ τοῦ περάσουμε δυνατὰ χαλινάρια· τὸ ἴδιο θὰ κάνουμε καὶ στὰ ἄλλα ἔντυπα...
θὰ μεταβάλλουμε τὴν Δημοσιότητα. ...σὲ μία μεγάλη πηγὴ προσόδων γιὰ τὸ κράτος μας. ... ἀνάμεσα στὰ ἔντυπα, ποὺ θὰ μᾶς ἐπικρίνουν, θὰ ὑπάρχουν καὶ μερικά, ποὺ θὰ τὰ ἐκδίδουμε καὶ θὰ τὰ κατευθύνουμε ἐμεῖς καὶ ποὺ θὰ ἐπικρίνουν καταστάσεις, ποὺ θὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἀλλαγή τους. Μὲ λίγα λόγια: Τίποτε δὲν θὰ ἀνακοινώνεται στὸ κοινό, χωρὶς τὸν ἔλεγχό μας.
Αὐτὸ τὸ τελευταῖο, τὸ ἔχουμε — σ᾽ἕνα μεγάλο ποσοστὸ — πετύχει καὶ σήμερα, μὲ τὰ διάφορα εἰδησεογραφικὰ Πρακτορεῖα, ποὺ συγκεντρώνουν ἀπ᾽ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, τὶς διάφορες εἰδήσεις καὶ τὰ νέα. Τότε, ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ Πρακτορεῖα θὰ βρίσκονται μόνον στὰ δικά μας χέρια, δὲν πρόκειται νὰ δίνουν στὴν δημοσιότητα, παρὰ αὐτά, ποὺ θὰ θέλαμε ἐμεῖς.
... (τὸν τύπο) θὰ τὸν κτυπήσουμε ἀνελέητα — ὅπως καὶ κάθε ἔντυπο
—μὲ κάθε εἴδους δασμοὺς καὶ ἐπιβαρύνσεις, ποὺ θὰ αὐξάνονται στὸ μέτρο, ποὺ θὰ αὐξάνεται καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν φύλλων κυκλοφορίας του... ἔτσι, οἱ φόροι, οἱ δασμοὶ καὶ οἱ διάφορες ἐπιβαρύνσεις, θὰ καταπραΰνουν τὶς φλογερὲς καὶ κούφιες ἐπιθυμίες τῶν ματαιόδοξων συγγραφέων καὶ ὁ φόβος τῆς τιμωρίας τους θὰ τοὺς ὑποχρεώσει νὰ μποῦν στὴν ὑπηρεσία μας…».

Διὰ τὸν ἐπιούσιον τῶν Χριστιανῶν

Εἰς τὸ κεφάλαιον XIII γράφονται μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς:
«Ἡ ἀνάγκη τῶν Χριστιανῶν γιὰ τὸν ἐπιούσιο, θὰ τοὺς ὑποχρεώση νὰ παρακολουθοῦν σιωπηλοὶ τὰ γεγονότα καὶ θὰ τοὺς κάνη ταπεινοὺς ὑπηρέτες μας... Μερικοὶ ἀνόητοι, ποὺ φαντάζονται τὸν ἑαυτό τους σὰν ὄργανα τοῦ πεπρωμένου, θὰ ριχτοῦν τότε μὲ πάθος πάνω στὰ “νέα” αὐτὰ προβλήματα, χωρὶς νὰ ὑποψιαστοῦν οὔτε τὸ γιατί, οὔτε τὸ πῶς ξεφύτρωσαν. Τὰ μεγάλα ζητήματα, τὰ ζητήματα δηλαδὴ καὶ τὰ μυστικὰ τῆς Πολιτικῆς, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι προσιτὰ καὶ κατανοητὰ παρὰ μόνο ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ τὴν ἐφεῦραν καὶ τὴν ἀνέπτυξαν πρὶν ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες καὶ τὴν κατευθύνουν ὡς τὰ σήμερα.
Θὰ στρέψουμε καὶ αὐτῶν (τῶν λαϊκῶν μαζῶν) ἀλλοῦ τὴν προσοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους. Θὰ τὶς κατευθύνουμε πρὸς τὶς διασκεδάσεις, τὶς γιορτές, τὴν πορνεία, τὰ τυχερὰ παιχνίδια, καὶ κάθε εἴδους ἀπολαύσεις. Πολὺ σύντομα, ὅπως θὰ διαπιστώσετε, θὰ εἰσηγηθοῦμε, διὰ τοῦ τύπου, τὴν καθιέρωσι κάθε εἴδους διαγωνισμῶν, ἐκθέσεων καὶ ἐπιδείξεων στὸν τομέα τῆς τέχνης, τῶν σπὸρ κ.λπ. Τὸ ἐνδιαφέρον τους γι᾽ αὐτὰ τὰ μηδαμινὰ πράγματα, θὰ τοὺς κάνη ν᾽ ἀποτραβήξουν τὶς σκέψεις τους ἀπὸ φλέγοντα ζητήματα καί ἔτσι νὰ ἀναθέσουν σὲ μᾶς, νὰ καταπιαστοῦμε μ᾽ αὐτά.
Πάντως ὁ ρόλος ὅλων αὐτῶν τῶν οὐτοπιστῶν τοῦ φιλελευθερισμοῦ, θὰ τελειώση ὁριστικά, μόνον τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἀναγνωρισθῆ τὸ καθεστώς. Ὡς τὴν ἡμέρα ὅμως ἐκείνη ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀεροβάτες μᾶς εἶναι χρήσιμοι, μᾶς προσφέρουν ἄπειρες καὶ πολύτιμες ὑπηρεσίες, ὅπως ἔχουμε ἀποδείξει. Ὡς τὴν ἡμέρα ἐκείνη, δὲν πρέπει νὰ σταματήσουμε, οὔτε γιὰ μία στιγμή, νὰ παρακινοῦμε τὰ πνεύματα νὰ ἐπινοοῦν καὶ ἄλλες, πιὸ πολλές, πιὸ νέες, πιὸ ἀνεδαφικὲς καὶ πιὸ παράλογες, κοινωνικές, πολιτικές, φιλοσοφικὲς κ.λπ. θεωρίες, ποὺ ἐμεῖς θὰ τὶς χειροκροτοῦμε καὶ θὰ τὶς προβάλλουμε μὲ τὰ ὄργανά μας σὰν ἕνα ἅλμα, σὰν μία Πρόοδο τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος.
Πρόοδος! Νὰ μία λεξούλα, ποὺ κρύβει τόση μαγεία καὶ τέτοιο μυστήριο, ὅσο καμία ἄλλη. Μ᾽ αὐτὴ τὴν τόσο μικρὴ λεξούλα ἐμεῖς καταφέραμε τόσα πολλὰ καὶ τόσα μεγάλα!
Ὁδηγήσαμε τὴν ἀνθρωπίνη σκέψι σὲ τόση σύγχυσι, σὲ τέτοιο σκοτεινὸ ἀδιέξοδο καὶ σπρώξαμε τὴν ἀνθρωπότητα νὰ κυνηγᾶ τέτοιες χίμαιρες, πού... δὲν βρέθηκε οὔτε ἕνα, ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ “μεγάλα πνεύματα”, οὔτε ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς θεότυφλους καὶ ἠλιθίους χριστιανοὺς “σοφούς”, νὰ ὑποψιαστῆ ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν τόσο ἠχηρὴ αὐτὴ λέξι, κρύβεται μία τεράστια πλάνη, μία ἀπάτη μεγάλης ὁλκῆς, σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις καὶ ἐκδηλώσεις τῆς ἀτομικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς…».

Πῶς θὰ ἐκμηδενίσουν τὸ Χριστιανικὸν ἱερατεῖον.

Εἰς τὸ κεφάλαιον XVII γράφουν:
«Ἔχουμε προνοήσει καὶ ἔχουμε πάρει ἀπὸ καιρὸ μέτρα ... νὰ ἐκμηδενίσουμε τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Χριστιανικοῦ Ἱερατείου πάνω στοὺς λαούς, προκαλώντας τὴν ἀποτυχία τῆς ἀποστολῆς του, ποὺ καὶ τώρα ἀκόμη ἀποτελεῖ σοβαρὸ ἐμπόδιο, στὴν ἐκπλήρωσι τῶν σχεδίων μας...
Λίγα χρόνια μᾶς μένουν ἀκόμη, γιὰ νὰ δοῦμε τὴν πλήρη χρεωκοπία τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας. Μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες δὲν ἔχουμε ἀσχοληθεῖ ἀκόμα. Αὐτὲς θὰ ἐξαφανιστοῦν εὐκολώτερα ἀπὸ τὴν Χριστιανική, ὅταν θὰ ἔρθη ἡ κατάλληλη ὥρα…».

Αἱ οἰκονομικαὶ κρίσεις καὶ ἡ ἀπόσυρσις τοῦ χρυσοῦ.

Εἰς τὸ κεφάλαιον XΧ γράφουν:
«Προκαλέσαμε στὰ χριστιανικὰ κράτη πολλὲς οἰκονομικὲς κρίσεις, μὲ τὸν σκοπὸ νὰ ἀποσύρουμε ἀπὸ τὴν κυκλοφορία τὸ χρυσὸ καὶ νὰ τὸν κλείσουμε στὰ χρηματοκιβώτιά μας ἢ στὶς τράπεζές μας. Ὅλα αὐτὰ τὰ τεράστια κεφάλαια, ποὺ στὴν πορεία τους, πρὸς τὶς τράπεζές μας, παρέσυραν καὶ τὰ ἀποθεματικὰ τῶν κρατῶν, παρέμεναν στάσιμα καὶ καραδοκοῦσαν τὴν κατάλληλη εὐκαιρία. Τὰ κράτη, μὴ μπορώντας νὰ ἀντλήσουν ἔσοδα ἀπὸ τὴν δική τους οἰκονομία καὶ πιεζόμενα νὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ ἐπείγοντα προβλήματά τους, βρέθηκαν στὴν ἀνάγκη νὰ προσφύγουν σὲ δάνεια, δηλαδὴ στὶς τράπεζές μας. Ὅμως αὐτὰ τὰ δάνεια — ὅπως κάθε δάνειο — ἐπεβάρυναν τὰ οἰκονομικά τους μὲ πρόσθετες δαπάνες, μὲ τὴν πληρωμὴ δηλαδὴ τόκων. Ἔτσι τὰ κράτη ὑπο- δουλώθηκαν στὸ κεφάλαιο.
Ἀπὸ τὴν στιγμή, ποὺ ἐμεῖς ἔχουμε ἀποσύρει ἀπὸ τὴν κυκλοφορία τὴν πιὸ μεγάλη ποσότητα χρυσοῦ, ὁ ὑπόλοιπος ποὺ βρίσκεται στὴν διάθεσι τῶν κρατῶν, δὲν φτάνει νὰ καλύψη τὶς τεράστιες ποσότητες χαρτονομίσματος, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ νὰ κινηθῆ ἡ ἀγορά.
Ἂς μὴ ἔχουμε αὐταπάτες!... Τὰ δάνεια, τὰ ὁποιαδήποτε δάνεια, ἀποδεικνύουν τὴν ἀδυναμία τῶν κρατῶν, καὶ ἀποτελοῦν τὴν “Δαμόκλεια σπάθη”, ποὺ κρέμεται πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν κυβερνήσεων, ποὺ ἀντὶ νὰ καταφύγουν σὲ μία πρόσκαιρη φορολογικὴ ἐπιβάρυνσι τῶν ὑπηκόων τους, ἔρχονται μὲ ἁπλωμένα χέρια νὰ ζητήσουν ἐλεημοσύνην ἀπὸ τοὺς τραπεζίτες μας. Τὰ δάνεια εἶναι βδέλλες, ποὺ δὲν ξεκολλᾶνε εὔκολα ἀπὸ τὰ σώματα τῶν κρατῶν. ... κι αὐτὰ γιατί οἱ κυβερνῆτες τους ἔχουν συμφέρον νὰ προσφεύγουν στὰ δάνεια, ἐφόσον, μὲ τὶς προμήθειες ποὺ παίρνουν ἀπὸ τὴν σύναψί τους, ἐξυπηρετοῦν καὶ τὰ προσωπικά τους συμφέροντα.
Ἐφόσον τὰ δάνεια ἦσαν ἀκόμα ἐσωτερικά, τὰ χριστιανικὰ κράτη, δὲν ἔκαναν τίποτ᾽ ἄλλο παρὰ νὰ μεταφέρουν τὸ χρῆμα ἀπὸ τὰ θυλάκια τῶν πτωχῶν στὰ θυλάκια τῶν πλουσίων. Ἀπὸ τὴν στιγμὴν ὅμως, ποὺ βρήκαμε καὶ ἐξαγοράσαμε τὰ πρόσωπα, ποὺ χρειαζόμαστε, γιὰ νὰ μεταφέρουμε τὰ δάνεια πάνω σὲ ξένα ἐδάφη, δηλαδὴ στοὺς τραπεζίτες μας, τότε ὅλος ὁ πλοῦτος τῶν κρατῶν διωχετεύτηκε στὰ θησαυροφυλάκιά μας καὶ ὅλοι οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ ἄρχισαν νὰ πληρώνουν σὲ μᾶς “φόρον ὑποτελείας”.

Τὰ ἐξωτερικὰ δάνεια.

Εἰς τὸ κεφάλαιον XΧI γράφουν:
«Ἀναφορικὰ μὲ τὰ ἐξωτερικὰ δάνεια, ... ἐνῶ ὡς τώρα ἐχρησίμευσαν, γιὰ νὰ γεμίζουν τὰ χρηματοκιβώτιά μας μὲ τὰ χρήματα τῶν χριστιανικῶν ἐθνῶν, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ ἐπικρατήση τὸ δικό μας παγκόσμιο καθεστώς, τὸ ἕνα καὶ ἑνιαῖο κράτος μας, δὲν θὰ ὑπάρχη πιὰ ξένο, ἐξωτερικό. Ἐμεῖς ἐκμεταλλευόμαστε τὴν διαφθορὰ καὶ τὴν ἀδιαφορία τῶν χριστιανῶν καὶ εἰσπράττουμε διπλάσιο καὶ τριπλάσιο χρῆμα ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ δίνουμε σὰν δάνειο στὰ κράτη τους.
Ὅταν ὅμως τελειώση ἡ κωμωδία, τότε διαπιστώνουν ὅτι τὸ δάνειο κατέληξε σὲ παθητικό, μεγάλο παθητικὸ μάλιστα. Τὸ δάνειο ἔχει κιόλας ἐπιβαρυνθεῖ μὲ τόκους, πού, γιὰ νὰ πληρωθοῦν, χρειάζονται καινούργια δάνεια, ποὺ μεγαλώνουν τὰ κρατικὰ χρέη, καὶ φτάνουν νὰ ἔχουν προορισμὸ νὰ καλύπτουν μόνον τοὺς τόκους καὶ τὰ ἄλλα ἔξοδα τοῦ δανείου. Τότε ἐπιβάλλεται καινούργια φορολογία, ποὺ μποροῦμε νὰ τὴν χαρακτηρίσουμε παθητική, ἀφοῦ τὰ ἔσοδά της χρησιμοποιοῦνται ὄχι γιὰ ἔργα ἢ ἄλλες κρατικὲς λειτουργίες, ἄλλα γιὰ νὰ καλυφθῆ τὸ παθητικό, ποὺ ἄφησε τὸ δάνειο στὸν Κρατικὸ προϋπολογισμό».

Καὶ πάλιν διὰ τὸν χρυσόν.

Εἰς τὸ κεφάλαιον XΧII γράφουν:
«Κρατᾶμε στὰ χέρια μας τὴν μεγαλύτερη δύναμι τοῦ σημερινοῦ κόσμου: τὸν χρυσό. Εἴμαστε σὲ θέσι, μέσα σὲ δύο μέρες, νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὶς κάσσες μας ὁποιαδήποτε ποσότητα ἀπὸ αὐτόν, θελήσουμε. Μὲ ποιὸ ἄλλο λοιπὸν μέσον, θὰ μπορούσαμε νὰ ἀποδείξουμε τὴν παντοδυναμία μας, κι ἀκόμη, ὅτι ὁ Θεὸς διάλεξε τὴν δική μας φυλή, γιὰ νὰ κυριαρχήση στὸν κόσμο;».

Ορθόδοξος Τύπος, 6 /09/2013

Η ζωή δεν σχεδιάζεται, αλλά ζείτε!



Η αρχή, πέρασε. Το παρόν, μας προκαλεί. Το μέλλον, μας ατενίζει. Και εμείς μπροστά σε ένα τέλος που ξημέρωσε ακόμα αναρωτιόμαστε ποιοι είμαστε, που είμαστε και που πάμε;
Η ζωή, πολλές φορές βεβηλώνεται από τα σχέδιά μας, από τις στιγμές εκείνες που αυτοανυψωνόμαστε σε αρχιτέκτονες του μέλλοντός μας.

Γιατί το κάνουμε αυτό; Είναι τελικά θέμα αυτοεικόνας; Της καθοριστικής αντίληψης που έχει κανείς για τον εαυτό του, σχετικά με το τι πρέπει να έχει καταφέρει και βιώσει ώστε να μπορεί να επιδοκιμάσει τη ζωή που έζησε;
Αν είναι έτσι, ο φόβος του θανάτου μπορεί να περιγραφεί ως φόβος του «να μην μπορείς να επιτύχεις αυτό που σχεδίαζες».
Αν έχουμε τη βεβαιότητα ότι αυτή η πληρότητα (τα σχέδιά μας) δεν θα επιτευχθεί ποτέ, ξαφνικά δε ξέρουμε πώς να ζήσουμε το χρόνο, ο οποίος δεν μπορεί πλέον να είναι μέρος μιας "πλήρους-επιτυχημένης" ζωής.
Η ζωή δεν σχεδιάζεται. Ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης της ζωή μας είναι η ίδια η ζωή. Τα σχέδια των ανθρώπων οδηγούν σε εμμονές επιτυχίας. Η επιτυχία βρίσκεται μέσα στη μαγευτική γοητεία του απρόοπτου που μπορεί να μας οδηγήσει στην κατανόηση του σκοπού της ζωή μας.
Πιστεύουμε τελικά ότι η Θεία Πρόνοια είναι παρών σε κάθε πτυχή του παρόντος μας;
Οι άνθρωποι τρέχουν να προλάβουν την ζωή η οποία ήδη (τις πιο πολλές φορές) τους έχει προσπεράσει. Προσπαθούν να αρπάξουν μία στάλα ευτυχίας στο μέλλον τους, εκβιάζοντας το παρόν τους.
Ο κόσμος δυστυχώς θυσιάζεται στο βωμό ενός επίγειου μέλλοντος. Τι νόημα έχει λοιπόν να σχεδιάσεις κάτι το οποίο θα τελειώσει με το θάνατο; Τι νόημα έχει να ξεπεράσεις το παρόν σου εάν το μέλλον σου περιορίζεται χρονικά και τοπικά;
Κάθε πράξη, κάθε λόγος, κάθε κίνηση και σκέψη έχει νόημα όταν αγγίζει τα έσχατα και έπειτα εισάγεται μέσα στο αιώνιο. 
Κάθε ζωή έχει νόημα όχι γιατί υπάρχει τέλος, αλλά διότι με το τέλος της, δημιουργεί μία Καινή Ζωή.

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Ἡ πνευματική κρίση - αἴτια - ἀποτελέσματα



Μπροστά στίς σοβαρότατες, τραγικές καί πρωτόγνωρες δυσχέρειες τῆς ἐποχῆς πού ζοῦμε, τρεῖς λύσεις εὑρίσκονται ἐνώπιόν μας.
Ἡ μία λύση εἶναι νά κλείσουμε τά μάτια καί νά ποῦμε ὅτι δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Νά γίνουμε στρουθοκάμηλοι. Ἀλλά ἡ λύση αὐτή, μοιάζει μέ τό νά ἐπιχειρήσης, τήν θεραπεία τοῦ πυρετοῦ, σπάζοντας τό θερμόμετρο.
Ἡ ἄλλη λύση εἶναι, νά συμμορφωθοῦμε μέ τόν αἰῶνα τοῦτον. Νά γίνουμε ὄρνιθες. Δηλαδή, ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφραση –κοινῶς- ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΟΤΤΑ. Ὅταν ὅμως, εἶσαι ἀετός, δέν μπορεῖς νά πῆς: «Θά κόψω τά φτερά μου, καί θά γίνω ἑρπετό, γιά νά ζῶ κι ἐγώ, ὅπως ζοῦν τά ἑρπετά». Ἀλλά ὁ μαδημένος ἀετός, ὁ ἀετός χωρίς φτερά, δέν εἶναι κἄν ἀετός, εἶναι μελλοθάνατος.
Μένει μία τρίτη λύση, ἡ χριστιανική ἀντίσταση. «Ἀντιστῆναι τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ» λέγει ὁ Ἀπόστολος (Ἐφεσ. στ΄ 13). Τό ''ὄχι'', εἶναι μία πολύ μικρή λέξη. Ἔρχονται ὅμως στιγμές, πού ἀπαιτεῖται γιγάντιο χριστιανικό ἀνάστημα, γιά νά τήν προφέρης.
Μέ τήν βόήθεια τοῦ Θεοῦ, ἄς ἀποκτήσουμε ὅλοι αὐτό τό γιγάντιο ἀνάστημα, μέ προσευχή, μέ μετάνοια, μέ ἀντίσταση, πού θά ἔχει διάκριση, χωρίς ἀκρότητες καί φανατισμούς, μέ ὀρθή πίστη καί πειθώ, νά μήν δεχθοῦμε καί νά ποῦμε ΟΧΙ σ’ ἐκεῖνα πού θέλουν νά μᾶς ἐπιβάλλουν!
Ποῦ φθάσαμε!..... Νά διεκδικοῦμε τά δεδομένα, τά προφανῆ, νά διεκδικοῦμε τά κεκτημένα!
Ὅσο βαρύ φορτίο κι ἄν προσπαθήσουν νά μᾶς φορτώσουν, νά μήν γονατίσουμε, ἁπλῶς νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά γερές πλάτες. Καί γερές πλάτες ἔχουμε, ὅταν ἔχουμε μέσα μας τόν Χριστό, ὅταν ζοῦμε κατά Θεόν.
Ὁ Χριστός μέ τήν Σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση Του ἔθεσε τήν Ἐκκλησία μέσα στόν κόσμο. Ὁ Σατανᾶς ἐφρύαξε καί ἀγωνίζεται νά θέση τόν κόσμο, τήν ἐκκοσμίκευση, μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐπιπλέον δέ, τώρα θέλει νά διώξη καί τούς ἐναπομείναντας πιστούς ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία ἱδρύθηκε μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση...
τοῦ Χριστοῦ καί σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσή Του θά συνεχίση τήν πορεία Της μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὅπου ἐκεῖ ἀνήκει τό πραγματικό καί ὁριστικό εἶναι τῆς Ἐκκλησίας Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία οὐσιαστικά εἶναι ΕΙΚΩΝ ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ. Καί πρέπει ὁ καθένας μας νά ἀναζωγραφῆ τά ὑστερήματα τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, καί νά σηκώνη καί νά ἀντιμετωπίζη τούς σταυρούς, ἀπ’ ὅπου κι ἄν προέρχωνται. Εἴτε εἶναι προσωπικοί, εἴτε ἀπό τόν Σατανᾶ, εἴτε ἀπό τόν κόσμο.

Ἡ πολιτική σημερινή ἀνθρωπίνη δικαιοσύνη μοιάζει μέ τήν ἀράχνη, πού μέ τόν ἱστό της (τούς νόμους της δηλαδή), μπορεῖ νά πιάνη τά μικρά ζωΰφια, τά κουνουπάκια καί τίς μυγοῦλες καί νά τά καταβροχθίζη. Ἀδυνατεῖ ὅμως νά συλλάβη τά μεγάλα θηρία τοῦ δάσους (δηλαδή τοῦ ΚΡΑΤΟΥΣ) τίς ΑΡΚΟΥΔΕΣ καί τά ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ, πού τήν ἀγνοοῦν –τήν περιφρονοῦν καί τήν ξεσκίζουν!...Καί μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἔχουν τό θράσος νά ξεφωνίζουν: «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ», γιά νά καλύψουν τόν παράνομο, ἐξωφρενικό πλοῦτο, τά καμουφλαρισμένα συμφέροντά τους καί γιά νά προχωρήσουν στά διαβολο-κατευθυνόμενα σχέδιά τους.

Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ζοῦν σάν νά πρόκειται νά μήν πεθαίνουν καί πεθαίνουν σάν νά μήν ἔχουν προλάβει νά ζήσουν.
Καί νομίζουν ὅλοι αὐτοί πού ζοῦν μέσα στήν κρυμμένη σατανική χλιδή ὅτι κοιμοῦνται ἥσυχα. Ἡ στιγμή τῆς πραγματικῆς ἡσυχίας, δέν εἶναι ἐκείνη πού κοιμόμαστε, ἀλλά ἐκείνη πού κοιμᾶται ἥσυχη ἡ συνείδησί μας.

ΟΥΑΙ!  ΣΤΟΥΣ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥΣ!...

Ἄνθρωποι μικροί, χωρίς Χριστό, χωρίς ἀξίες καί ἠθικό ἀνάστημα, πού κατάφεραν, ἀνέντιμα, νά ἀναρριχηθοῦν σέ μεγάλα κοσμικά ἀξιώματα. Τό μόνο πού πέτυχαν ἤ θά πετύχουν εἶναι ὅ,τι καί ὁ νᾶνος πού ἔκλεψε καί φόρεσε στολή γίγαντα –ΤΗΝ ΓΕΛΟΙΟΠΟΙΗΣΗ.

Ὁ κόσμος εἶναι σήμερα τόσο διεφθαρμένος, ὥστε ὑπάρχει ἕνα ἐπάγγελμα, πού μπορεῖ νά δοξάση ὅποιον τό ἐξασκήσει, γιατί λίγοι τό ξέρουν. Τό ἐπάγγελμα αὐτό εἶναι ἡ τιμιότητα.
Μέ θλίψη καί πόνο λέγω, ἀγαπτοί μου ἀδελφοί: Ποῦ φθάσαμε!....
Ἔλεγε ὁ Διογένης: «Μέ τό φανάρι ψάχνω νά βρῶ ἄνθρωπο».
Φοβᾶμαι καί λυπᾶμαι, μήπως στόν καιρό πού ζοῦμε, πρέπει νά λέμε, πρίν ζητήσεις τόν ἄνθρωπο, ψάξε γιά τό φανάρι.

Τόν ἄνθρωπο, λέει ὁ Ἀριστοτέλης, τόν ξεχωρίζουν ἀπό τό ζῶον, δύο πράγματα, «ὁ γέλως καί ἡ αἰδώς», δηλαδή τό γέλιο καί ἡ ντροπή. Τό ζῶον δέν γελάει ποτέ, καί δέν ντρέπεται γιά τίποτε. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, πού δέν γελάει ποτέ, ρέπει πρός τήν ψυχοπάθεια ὅπως αὐτοί πού γελᾶνε χωρίς λόγο... Κοιτάξτε γύρω σας. Στήν κοινωνία πού ζοῦμε. Βλέπετε συχνά ὑγιῆ χαμόγελα; Πολύ σπάνιο.
Ὅπου δέν ὑπάρχει Χριστός -ὑπάρχει ψυχίατρος. Καί ἐκεῖνος πού δέν ντρέπεται γιά τίποτε, ρέπει πρός τήν ἀποκτήνωση. Καί ζοῦμε στήν ἐποχή πού δέν ὑπάρχει ντροπή. Πατᾶμε ἐπί πτωμάτων καί αὐτό εἶναι τραγικό καί κτηνῶδες. Ἐάν δέν συμμορφωθοῦμε, τά ἀποτελέσματα θά εἶναι ὀλέθρια.

ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΘΕΟΙ καί αὐτό μᾶς ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.
Στήν Ἀμερική, στόν τεράστιο ζωολογικό κῆπο τῆς Νέα Ὑόρκης, ὅπου ἐκτίθενται ὅλα τά θηρία τῆς γῆς, ὑπάρχει μία μικρή σπηλιά μέ τήν ἐπιγραφή: «Ἐδῶ κατοικεῖ, τό φοβερώτερο θηρίο πού ζεῖ στόν πλανήτη». Ὁ ἐπισκέπτης, περίεργος, προχωρεῖ στό βάθος τῆς σπηλιᾶς καί βλέπει ξαφνικά ἕνα πελώριο καθρέφτη πού μέσα του ἀντικρύζει, φυσικά, τό εἴδωλό του. Στήν βάση ὑπάρχει ἡ ἐπεξήγησι : «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό φοβερώτερο θηρίο τῆς γῆς, γιατί ἀπό τήν ἐμφάνισή του μέχρι σήμερα, ψάχνει νά βρῆ τρόπους, γιά νά ἀφανίση τό εἶδος του».

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί! Ὁ ἄνθρωπος, στήν κλίματα τῶν ἀξιῶν, εἶναι προτελευταῖος. Ἐπάνω, στό πρῶτο, τό κορυφαῖο σκαλί, στέκει ὁ Θεός. Κατωθέν του, στό ἔσχατο σκαλί, κυλιέται τό κτῆνος, ἡ ἀθλιότητα. Γιά τό ἐπάνω, γιά τόν Θεό, ἀπαιτεῖται ἅλμα ἀγωνιστικό (ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι μας). Γιά τό κάτω, πήδημα θανάτου. Ἡ ἐπιλογή, μεταξύ ἀθλιότητος καί Μεγαλείου ἀνήκει στόν ΙΔΙΟ τόν ἄνθρωπο. Δυστυχῶς, πολλοί, σήμερα, ἔχουν ἐπιλέξει τήν ἀθλιότητα.

Οἱ πολιτικοί μας, οἱ ἄρχοντες, οἱ διοικοῦντες τήν διαλυμένη χώρα μας, διαμορφώνουν, λόγῳ συμφερόντων, καί γνωρίζουν καλά τίς τιμές γιά μισθούς, τίς τιμές γιά φόρους, τίς τιμές γιά περικοπές! ΜΟΝΟ ΤΙΜΕΣ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ!.. Δέν γνωρίζουν ὅμως ἀπό ἀξίες. Περιφρονοῦν, δέν ὑπολογίζουν, δέν σέβονται καί θέλουν νά ἀφανίσουν ἀξίες καί θεσμούς. Ὅπου δέν ὑπάρχει Χριστός, αὐτές δυστυχῶς εἶναι οἱ συνέπειες. Οἱ συνέπειες τῆς πνευματικῆς κρίσεως. ΑΥΤΗ εἶναι ἡ κρίση πού περνάει ἡ χώρα μας (καί γενικά ἡ ἀνθρωπότητα).

Φταίνε μόνο οἱ μεγάλοι; ΟΧΙ... Φταῖμε καί ἐμεῖς!... Οἱ μεγάλοι τήν δουλεία τους ἔκαναν! Ἐμεῖς τί κάναμε; Βάλαμε μετάνοια καί βοηθήσαμε τά σχέδιά τους!.... Γίναμε σκουλήκια καί παραπονιόμαστε καί ἀναρωτιόμαστε γιατί μᾶς πατοῦν! Δέν μπορεῖ κανείς, νά ἀνεβῆ στήν πλάτη σου, ἐκτός ἐάν ΕΣΥ ὁ ΙΔΙΟΣ σκύψης. Σκύψαμε, λοιπόν, ὑπεκύψαμε, συμβιβαστήκαμε, ἀνεχτήκαμε, ὑπεχωρήσαμε, ΣΥΝΕΡΓΑΣΤΗΚΑΜΕ, ΔΕΛΕΑΣΤΗΚΑΜΕ καί ἄλλα πολλά....

Γιατί ὅλα αὐτά;
Ἀπό τά πάθη μας, ἀπό τά λάθη μας. Ὑπάρχουν λάθη, πού τά δικαιολογῶ καί πάθη πού τά συγχωρῶ, εἶναι.... τά δικά μου. Ἐγωισμός, ὑπερηφάνεια, πλεονεξία, φιλαυτία, αὐταρέσκεια κ.λ.π. Εἶναι αὐτό τό φρόνημα Χριστιανικό; Τί ἔκαναν οἱ Ἅγιοί μας; Ταπείνωση, λιτότητα καί πολλά ἄλλα.
Μᾶς σερβίρανε τήν ὑπερκατανάλωση καί τήν δεχθήκαμε μέ σατανική εὐχαρίστηση.

ΕΙΠΕ ΓΕΡΩΝ: «Κάποιος, εἶχε τά πάντα, ὅλα ὅσα ἤθελε, ἐκτός ἀπό τά ἀναγκαῖα. Γι’ αὐτό ἤτανε φτωχός».
Ὁ Σατανᾶς δέν μᾶς παρασύρει ἀπότομα στήν καταστροφή. Μᾶς ἑλκύει λίγο-λίγο. Ἀλλά ἐμεῖς δέν χρειαζόμαστε μεγάλη ἕλξη, τρέχουμε ἀπό μόνοι μας. Καί μετά ἀπό τήν ὑπερκατανάλωση καί ὅλα τά ὑπόλοιπα, μᾶς πασσάρανε καί τήν οἰκονομική κρίση. Θά ὑπῆρχε οἰκονομική κρίση ἄν δέν προϋπῆρχε πνευματική κρίση;
Εἴμαστε λοιπόν συνυπεύθυνοι. Καί κατά τά ἄλλα εἴμαστε Χριστιανοί. Καί φθάσαμε σήμερα μέσα στό κράτος μας, μέσα στά σπίτια μας καί παντοῦ νά μᾶς σπέρνουν τόν φόβο καί τήν ἀνασφάλεια γιά νά μᾶς ἀποπροσανατολίσουν. Καί τώρα πιά ὁ Σατανᾶς χορεύει, ἤ μᾶλλον ὁ Σατανᾶς τραγουδάει κι ἐμεῖς χορεύουμε στόν δικό του ρυθμό.

Φταίει μόνο ὁ Σατανᾶς; ΟΧΙ! .... Ἐμεῖς τοῦ δώσαμε τήν ἄδεια. ΕΜΕΙΣ, ἡ κακή μας προαίρεση, τά πάθη μας καί πάνω ἀπ’ ὅλα τό ΕΓΩ ΜΑΣ.
Γνώσεις ἔχουμε πολλές. ΓΝΩΣΗ ΔΕΝ ἔχουμε. Ἡ ἐποχή μας πνίγεται ἀπό πληροφορίες ἀλλά πεθαίνει ἀπό δίψα γιά γνώση. Γι’ αὐτό μία ζωή ὀρθολογισμό, ζοῦμε ἀνάμεσα στό πῶς, στό πότε, στό ποῦ καί στό γιατί. Τό πρῶτο βῆμα πρός τήν γνώση εἶναι νά καταλάβη κανείς τήν ἄγνοιά του.
Οἱ Ἀρχαῖοι ἔλεγαν: «Γνῶθι σαυτόν». ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΠΟΥΜΕ πρῶτα «Γνῶθι Θεόν», διότι χωρίς ''γνῶθι Θεόν'', δέν ὑπάρχει ''γνῶθι σαυτόν''. Ἀλλά ποῦ τέτοιο πρᾶγμα!.... Μᾶς ἀφήνει τό ἐγώ μας; Μᾶς ἀφήνουν οἱ πλάνες μας, μᾶς ἀφήνει ἡ κοσμική δόξα;
Εἶπε ὁ Παστέρ: Θά ἔδινα εὐχαρίστως ὅλη τήν δόξα μου ὡς ἐπιστήμονας, γιά ἕνα ψίχουλο ἀπό τήν δόξα τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ὁ ὁποῖος δέν ἤξερε οὔτε νά διαβάζη.

Ἐμεῖς καί μόνο στή σκέψη ὅτι θά χάσουμε τήν κοσμική δόξα, τίς ὑπερβολικές ἀνέσεις καί πολυτέλειες, μᾶς πιάνει κατάθλιψη.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ χριστιανισμός ἐκπολιτίζει, ἀλλά ὁ πολιτισμός δέν ἐκχριστιανίζει. Θεωροῦμε κατόρθωμα ὅτι φθάσαμε σέ μηχανές πού «σκέπτονται» καί ἐνεργοῦν σάν «ἄνθρωποι». Ὁ κίνδυνος ὅμως εἶναι νά καταντήσουν οἱ ἄνθρωποι νά σκέπτονται καί νά αἰσθάνωνται σάν μηχανές. Ἤ, μήπως ἤδη ἔχουμε καταντήσει ἔτσι; Διερωτῶμαι....

Τήν ἐποχή μας κατακλύζουν οἱ ''κομπιοῦτερς - μνῆμες''. Ὁ σύγχρονος ὅμως ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος χωρίς Χριστό, πάσχει κυρίως ἀπό ''κομπιοῦτερ - λήθης''. Δηλαδή, θέλει καί προσπαθεῖ νά ξεχάση τούς φόβους του, τίς ἀνασφάλειές του καί τίς ἐν γένει ἐνοχές του καί ΟΧΙ νά ἀποβάλλη τά πάθη του καί ὅλες τίς συνέπειες ἀπό αὐτά. Ἐνῶ, ὅταν καί ἐάν ζοῦμε κατά Θεόν, θέλουμε, ὄχι νά ξεχάσουμε τά πάθη μας, ἀλλά νά τά θεραπεύσουμε. 

Πολλοί ἄνθρωποι καταναλώνουν τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς τους, γιά νά κάνουν ἄθλιο τό ὑπόλοιπο. Γι’ αὐτό, συχνά ἀντιπαθοῦμε τούς σωστούς ἀνθρώπους -ὄχι γιά τό τί εἶναι-ἀλλά γιά τό τί εἴμαστε ἐμεῖς! ....
Δέν μᾶς συμφέρει νά κυκλοφοροῦν σωστοί ἄνθρωποι στήν πιάτσα. Θίγεται τό λερωμένο ἐγώ μας καί φοβόμαστε μήν ἀποκαλυφθῆ καί τσαλακωθῆ...
Στό χτύπημα τῆς θύρας τοῦ Παραδείσου, βαρειά ἀντήχησε ἡ ἐρώτηση: «Ποιός εἶναι»; ρώτησε ἀπό μέσα ὁ Χριστός. «Ἐγώ», ἀπήντησε ὁ ἀσκητής. Ἡ πόρτα ἔμεινε κλειστή. Ἔφυγε πάλι ὁ ἀσκητής γιά τήν ἔρημο, ὑποβλήθηκε σέ νέες πνευματικές ἀσκήσεις καί ξαναγύρισε. Χτύπησε τήν πόρτα καί στό ἐρώτημα ''Ποιός εἶναι;'' αὐτήν τήν φορά ἀπήντησε «Ἐσύ». Ἄνοιξε, τότε, διάπλατα ἡ θύρα, γιατί εἶχε τώρα πιά ἀνακαλύψει ποιό ἦταν ἐκεῖνο τό ἐμπόδιο πού τήν κρατοῦσε πρίν κλειστή. Ἦταν τό ''ἐγώ'' τοῦ ἐγωιστή ἀνθρώπου, πού ἔπρεπε τώρα νά ἀντικατασταθῆ μέ τό ''Ἐσύ'' τοῦ Χριστοῦ.

Ὅποιος νίκησε τόν ἑαυτό του, δέν ἔχει νά φοβᾶται κανέναν ἀντίπαλο.
Εἶπε Γέρων: «Σέ ὅλη μου τήν ζωή πάλαιψα μέ τόν ἑαυτό μου, γιά νά σώσω τόν ἑαυτό μου ἀπό τόν ἑαυτό μου». Ψάχνουμε γύρω μας, ἔχουμε ἀτελείωτους λογισμούς μέ τούς πνευματικούς μας, μέ τούς φίλους, μέ τούς γνωστούς, μέ τούς ἄλλους, μέ ὅλους. Πάντοτε φταῖνε οἱ ἄλλοι. Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ψάξε μέσα σου, ψάξε γιά σένα. Ἀπό σένα πηγάζουν ὅλα, ἀπό τά πάθη σου, ἀπό τόν ἐγωϊσμό σου, ἀπό τίς ζήλειες σου, ἀπό τίς κακίες, τά κόμπλεξ σου καί τόσα ἄλλα. Ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ΕΥΑΤΟΣ.
Μή στάζεις δηλητήριο, δέν προξενεῖς τίποτε στούς ἄλλους. Ἐσύ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ αὐτοδηλητηριάζεσαι καί αὐτοτιμωρεῖσαι.
Ἐκεῖνοι πού μποροῦν, πράττουν. Ἐκεῖνοι πού δέν μποροῦν, σχολιάζουν. Ποιοί κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία, ὅτι ἀπαιτεῖ τυφλή ὑπακοή τό δόγμα της; Ἐκεῖνοι πού πιστεύουν στίς χειρότερες ἐφημερίδες, στά ἐντελῶς διεστραμμένα καί παραπλανητικά κανάλια τῶν τηλεοράσεων καί πιό συχνά στίς πιό γελοῖες δεισιδαιμονίες.

Ποιοί κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία ὅτι ὑποβιβάζει τόν ἄνθρωπο; Ἐκεῖνοι πού διεκδικοῦν τόν πίθηκο γιά πατέρα, ἤ γιά πεθερό - ὅπως θέλετε πάρτε το -, τήν τύχη γιά δάσκαλο, τήν ἡδονή γιά κανόνα τῆς ζωῆς, τό μηδέν γιά τέλος.
Ποιοί κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία πώς δέν εἶναι ἐπιεικής; Ὅσοι δέν ἐπιτρέπουν σέ κανέναν νά ἔχη ἄλλη γνώμη ἀπό τήν δική τους.
Κατηγοροῦν ἐπισκόπους, παπᾶδες, μοναχούς, ἀλλά ποιό τό ὄφελος; Ἡ λάσπη πού ρίχνουμε στούς ἄλλους, λερώνει μόνον τόν ἑαυτό μας. Εἰρωνεύονται καί χλευάζουν ταπεινούς ἀνθρώπους, γνησίους Χριστιανούς πού ἀγωνίζονται γιά τήν πίστη τους. Ὅποιος μιλᾶ μέ καταφρόνηση γιά ταπεινό ἄνθρωπο, εἶναι σάν νά ἄνοιξε τό στόμα του ἐναντίον τοῦ Θεοῦ....

Σέ μία λαϊκή ἐξέγερση, ὁ λαός εἶχε πετροβολήσει ἕνα ἄγαλμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οἱ αὐλικοί, τότε, συνέστησαν στόν Μέγα Κωνσταντῖνο νά προβῆ σέ παραδειγματική τιμωρία. «Ἔγκλημα διέπραξαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί», τοῦ εἶπαν. «Τόλμησαν νά λιθοβολήσουν τό σεπτό πρόσωπό σου». «Μά, τί λέτε;» εἶπε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μέ ἀγαθότητα, φέρνοντας συγχρόνως τά δάκτυλά του στό πρόσωπό του. «Ἐγώ, δέν νοιώθω καμμία πληγή στό μέτωπό μου, λέγει ὁ Ἅγιος. Τούς συγχωρῶ ὅλους».
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, στήν ἐποχή μας ΛΙΓΑ μέτωπα καθαρά ὑπάρχουν!.... Ἀλλά ποῦ ἔχουμε καταντήσει! Λερωμένα δάκτυλα νά δείχνουν καί νά κατηγοροῦν τά καθαρά μέτωπα.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σάν τό τζάκι. Ἄλλοι παίρνουν ἀπ’ αὐτό τήν φλόγα καί ἄλλοι τήν στάχτη. Οἱ πρῶτοι ἀσχολοῦνται καί ἐμβαθύνουν στά «θεῖα» καί ὑπερκόσμια καί ἀνεξάντλητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπολαμβάνουν ζεστασιά, καί ὄχι μόνο. Οἱ ἄλλοι, ἀπασχολοῦνται, ἀνασκαλεύουν, κουτσομπολεύουν καί ὄχι μόνο, τά ἀνθρώπινα, τά εὐτελῆ, πού συμβαίνουν ἀπό ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, καί γεύονται στάχτη.

Κάποιος, κουτοπόνηρος, πλησίασε ἕναν ἀσκητή καί τόν ρώτησε: «Τί εἶναι Γέροντα γιά τόν Θεό 1.000 χρόνια;» «Ἕνα λεπτό τῆς ὥρας, παιδί μου», ἀποκρίθηκε ὁ ἀσκητής.... «Καί τί εἶναι μία βαλίτσα χρυσάφι;» «ΤΙΠΟΤΕ, μία δραχμή», εἶπε ὁ ἀσκητής. «Τότε, παρακάλεσε, Γέροντα, τόν Θεό νά μοῦ δώση μία δραχμή!...».
Τόν λοξοκοίταξε ὁ ἀσκητής, σιώπησε, καί σέ λίγο τοῦ ἀπάντησε:
«Τό εἶπα στόν Θεό καί μοῦ εἶπε νά περιμένης ἕνα λεπτό τῆς ὥρας!..».

Ἕνας ἄλλος, ἐξυπνάκιας, θέλοντας νά κάνη φτηνό πνεῦμα καί νά εἰρωνευτῆ, πλησίασε μετά τό κήρυγμα τόν Ἱερέα καί τόν ρώτησε: «Πάτερ δέν μᾶς εἴπατε κάτι! Στήν κόλαση, τούς ἁμαρτωλούς τούς ψήνουν ἤ τούς βράζουν;» «Δέν ξέρω φίλε μου», εἶπε ὁ Ἱερέας. «Αὐτό θά τό διαπιστώσεις μόνος σου»!
Ἅνθρωποι, ποὺ ἀντί νά ἀγωνίζωνται πῶς θά ζήσουν κατά Θεόν, ἀπεραντολογοῦν σέ σχολαστικές συζητήσεις περί Θεοῦ καί Ἁγίων! Ἄν τύχη καί δοῦν δύο πόρτες, πού στή μία εἶναι γραμμένο ''ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ'' καί στή ἄλλη ''Διάλεξις περί Παραδείσου'' θά προτιμήσουν νά μποῦν στήν δεύτερη πόρτα....

Νά μή λατρεύης τόν Θεό πού ΕΣΥ δημιούργησες, ἀλλά τόν Θεό πού δημιούργησε ἐσένα!... Μέ τίς ἀτέρμονες δογματικές συζητήσεις, ἐκζητήσεις καί ἐκκλησιολογικές φιλονεικίες ἐπιχειροῦμε νά μποῦμε στά οἰκογενειακά τοῦ Θεοῦ. Καί τό μόνο πού καταφέρομε εἶναι νά μένωμε, δυστυχῶς, ἔξω ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ.

Ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Ὅλοι εἴμαστε, ἀναμφισβήτητα, παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πόσοι ἀπό μᾶς βρίσκονται στό σπίτι τοῦ Πατέρα τους»;
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Θεός δέν ζητᾶ συνηγόρους, πού προβάλλουν μέ τά λόγια τους τήν ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ζητᾶ πιστούς πού νά δείχνουν, μέ τόν ἄψογο βίο τους, τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ καλύτερη ὑπεράσπιση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά καί ἡ χειρότερη δυσφήμισή του, προέρχεται ἀπό τόν βίο καί τήν πολιτεία τῶν φερομένων ὡς πιστῶν του. Πολλοί μιλοῦν γιά τόν Χριστιανισμό μέ τό μέτρο, ἀλλά τόν ζοῦν μέ τόν πόντο. Ἡ διαφορά μεταξύ τοῦ φανατισμοῦ καί τῆς πίστης εἶναι ὅτι τήν πίστη μπορεῖς νά τήν ἐξηγήσης, χωρίς νά γίνης ἔξω φρενῶν. Ὁ φανατικός ἄνθρωπος εἶναι σάν ἐκεῖνον πού φωνάζει δυνατά, μόνο καί μόνο γιά νά ἀκούη τόν ἀντίλαλο τῆς φωνῆς του ὁ ἴδιος. Ποιός εἶναι ὁ φανατικός; Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἀλλάζει γνώμη, ἀλλά δέν ἀλλάζει καί θέμα.

Πολλοί ἄνθρωποι φιλονεικοῦν γιά τήν θρησκεία, γράφουν περί αὐτῆς, μάχονται γι᾽ αὐτή, λένε ὅτι εἶναι ἕτοιμοι νά πεθάνουν χάριν αὐτῆς, ἐκτός ἀπό τό νά ζοῦν σύμφωνα μέ αὐτήν.
Ἕνας σοφός εἶπε γιά τόν δραστήριο ἄνθρωπο, πού ἀγωνίζεται χωρίς σκοπό: «Τρέχει, τρέχει ἀκούραστα, πάνω - κάτω στό γήπεδο, μόνο πού ξεχνάει πώς ὑπάρχει καί μπάλα»!
Ὁ πιστός πού θέλει νά κάμη ἐναρμόνια τή ζωή του, πρέπει νά στρέψη τήν πλάτη του στίς παραφωνίες καί στά ἀτελείωτα φάλτσα τοῦ κόσμου.

Πολλοί θεολογοῦμε, ἀλλά πόσοι θεοπρακτοῦμε; Πόσοι δηλαδή κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;
Ἕνας Γέροντας ἀσκητής συνήθιζε νά λέη: «Ἄν ὁ Θεός μέ πρόσταζε νά περάσω διά μέσου ἑνός τοίχου, θά τό ἔκανα. Ἡ δική μου δουλειά θά ἦταν νά περάσω, ἡ δική Του, ἡ δουλειά τοῦ Θεοῦ, νά γκρεμίση τόν τοῖχο».

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐκεῖνα στά ὁποῖα σκοντάφτουμε εἶναι τά πετραδάκια. ΟΧΙ τό βουνό.
Οἱ κλέφτες, παλαιά, πεταλώνανε τά ἄλογά τους ἀνάποδα, ὥστε νά παραπλανοῦν τούς διῶκτες τους, πού ἔψαχνα τά χνάρια τους. Ἔτσι καί ὁ Διάβολος, δέν μᾶς κάνει μετωπική ἐπίθεση, ἀλλά μᾶς στήνει παγίδες. Καί ὅταν μπαίνει στήν καρδιά μας, καί ὅταν προσποιῆται ὅτι τάχα φεύγει.

Ἔλεγε κάποιος Γέροντας: «Γι’ αὐτό χρειάζεται ΛΑΓΩΝΙΚΟ, γιά νά τόν πιάσης τόν Διάβολο, καί ΤΕΤΟΙΟ Λαγωνικό εἶναι ὁ καλός ἐξομολόγος». Ἀρκεῖ νά ἔχη προηγηθεῖ μετάνοια. Διότι, ἐξομολόγηση ΧΩΡΙΣ μετάνοια, δέν εἶναι κἄν ἐξομολόγηση. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀμετανόητος, πού συνεχῶς ἁμαρτάνει καί οὔτε κἄν προσπαθεῖ νά μετανοήση, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν θέλει τελικά νά μετανοήση. Εἶναι σάν ἐκεῖνον πού σκότωσε τούς γονεῖς του καί στήν ἀπολογία ζήτησε ἀπό τό Δικαστήριο νά τόν λυπηθῆ, γιατί ἦταν ὀρφανός!

Ἐκτός τῶν ἄλλων πού προανεφέραμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἕνα πάρα πολύ σοβαρό θέμα, πού ἀπασχολεῖ τήν ἐποχή μας, εἶναι ἡ διάλυση τῆς οἰκογένειας. Ὑπάρχει σήμερα σωστή χριστιανική οἰκογένεια; Σπάνιο! ...

Ἡ καλή οἰκογένεια, εἶναι ὅπως ἡ κατοικία. Δέν φυτρώνει, κατασκευάζεται ἀπό τήν χριστιανική ἀγωγή τῶν γονέων, πού δέν ξέρω σέ ποιό βαθμό ὑπάρχει σήμερα καί ἀπό τήν παιδεία τῶν σχολείων πού σήμερα εἶναι ἀνύπαρκτη ἕως πολύ ἀρνητική.
Παλαιότερα, τό ἀνδρόγυνο ἔπρεπε νά ἔχη ἕνα πολύ σοβαρό λόγο γιά νά χωρίση. Σήμερα, ἀναζητεῖ ἕνα πολύ σοβαρό λόγο γιά νά μή χωρίση.

Συζητᾶνε οἱ γονεῖς πολύ γιά τά παιδιά τους. Δέν συζητᾶνε ὅμως μέ τά παιδιά τους.
Λέει ἕνα γνωμικό: «Σέ ὅποιο σπίτι δέν μπαίνει ὁ ἥλιος, μπαίνει ὁ γιατρός». Οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι, στίς σημερινές οἰκογένειες, διαπιστώνουν ὅτι: «Σέ ὅποιο σπίτι δέν μπαίνει ὁ Χριστός, μπαίνει ὁ ψυχίατρος». Ἕνα παιδί, ἐπισκέφθηκε ἕναν ψυχίατρο, καί ὁ γιατρός τόν ρώτησε: «Σέ ἀγαπᾶνε, παιδί μου, οἱ γονεῖς σου;» Καί τό πληγωμένο παιδί ἀπάντησε: «Τό πρόβλημα δέν εἶναι ἄν μέ ἀγαπᾶνε, ἀλλά ἄν ἔχουν οἱ ἴδιοι ἀγάπη μεταξύ τους».

Μία κυρία εἶπε σέ κάποιο Γέροντα γιά τόν γυιό της, ὅτι δέν ἔδινε καμμία σημασία στά ὅσα αὐτή τοῦ ἔλεγε γιά τόν Θεό καί τήν πίστη. «Θά σᾶς δώσω μία συμβουλή», τῆς εἶπε ὁ Γέροντας. «Νά μιλήσετε στόν Θεό γιά τόν γυιό σας καί ὄχι μόνο στόν γυιό σας γιά τόν Θεό».

Μέ πόνο καί λύπη εἶπε κάποιος: «Μή καταπιέζετε τά παιδιά σας. Σκεφθεῖτε ὅτι ἔχουν ‟δίκαιο’’. Μεγαλώνουν σ’ ἕνα κόσμο ἐντελῶς ἀπάνθρωπο. Ἐσεῖς, μεγαλώσατε σ’ ἕναν κόσμο, ὅπου εἴχατε καί πεῖνα καί ἀνέχεια καί δυστυχία καί φτώχεια. Ἑπομένως μπορούσατε νά ἐλπίζετε!... Σήμερα, τά παιδιά σας δέν ἔχουν σέ τί νά ἐλπίζουν, ὅταν τά ἔχουν πρό πολλοῦ ὅλα. Καί τοῦ πουλιοῦ τό γάλα, χάμπουργκερ, χρήματα, τηλεόραση, ὑπολογιστές, κινητά, μηχανάκια, ἐπώνυμα ὡραῖα ροῦχα κ.λ.π.. εἶναι τά φτωχά, μπουκωμένα. Λυπηθεῖτε τα!» Καί μετά ψάχνουμε νά βροῦμε τί φταίει! ...

Οἱ σήμερα τιμώμενοι Ἅγιοι μας καί γενικά ὅλοι οἱ Ἅγιοί μας, ἀπό τί ἔγιναν Ἅγιοι; Ἀπό τά θαύματα; ΟΧΙ! Αὐτό εἶναι δουλειά μόνο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ἀπό τήν προσωπική τους Ἀρετή ἔγιναν Ἅγιοι!
Ἡ ἀρετή εἶναι κατάσταση ἐμπόλεμη. Ἕνας πόλεμος διαρκής καί ἀκατάπαυστος κατά τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας.

Δέν ἔδωσε στόν Χριστό τίποτε ἐκεῖνος πού δέν τοῦ τά ἔδωσε ὅλα. Ὁ Χριστός -μία λάθος ἀντίληψη πού ἔχομε - δέν ἀποτελεῖ ὑπόσχεση γιά τήν μή δημιουργία θύελλας. Ἀποτελεῖ ὅμως ἀσφάλεια μέσα στή θύελλα.

Ἄς συνετισθοῦμε καί ἄς ἀκούσωμε τόν συνεχῆ καί ποικίλλο συναγερμό μέ ὅλα αὐτά πού συμβαίνουν τόν καιρό ἐτοῦτο. Διάλυση κράτους, οἰκογένειας, παιδείας, ἀνελέητος καί πονηρός πόλεμος κατά τῆς θρησκείας μας καί λοιπά. Ὅλα αὐτά, εἶναι σειρῆνες καί χτυπᾶνε.

Ἅς μετανοήσουμε καί ἄς προσευχηθοῦμε. Εἴμαστε ὅλοι συνυπεύθυνοι. Νά ἀρνηθοῦμε ὅλα ὅσα θέλουν νά μᾶς περάσουν. Δέν διεκδικοῦμε κάτι, ἁπλῶς τά δεδομένα, τά ἀπαιτοῦμε. Ἄς ἀποκτήσουμε τό φρόνημα τῶν τοπικῶν προστατῶν Ἁγίων μας. Ταπείνωση –προσεύχή-μετάνοια.

Τί εἶναι μετάνοια; Ἀλλάζω νοῦ! Παύω νά ἁμαρτάνω. Μίμησις τῶν Ἁγίων.
Ἄν οἱ δύσκολες περιστάσεις μᾶς βροῦν κοντά στό Θεό, τότε σίγουρα θά βροῦμε τόν Θεό μέσα στίς δύσκολες περιστάσεις.
Αὐτός ὁ ὁποῖος δέν εἶναι πνευματικός ἕως τήν σάρκα του, τελικά γίνεται σαρκικός ἕως τό πνεῦμα του.

Ὑπάρχουν δύο εἰδῶν ἐλευθερίες. Ὑπαρχει ἡ ψεύτικη ἐλευθερία, ὁπότε εἶναι κανείς ἐλεύθερος νά κάνη ὅ,τι θέλει, καί ἡ ἀληθινή ἐλευθερία ὁπότε εἶναι κανείς ἐλεύθερος νά κάνη ὅ,τι πρέπει. Κι ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ξέρουμε τί πρέπει νά κάνουμε. Νά ἀναλάβουμε, λοιπόν, ὅλοι μας τίς εὐθῦνες μας πρίν εἶναι πολύ ἀργά.

Νά ψάξουμε νά βροῦμε τό σφουγγάρι πού θά σβύσει τίς ἀνορθογραφίες πού γεμίζουν τόν μαυροπίνακα πού ἔχουμε μέσα στήν ψυχή μας. Γιά πολλούς ἀνθρώπους τό πρόβλημα δέν εἶναι πού δέν μποροῦν νά βροῦν τήν λύση, ἀλλά πού δέν μποροῦν νά δοῦν οὔτε τό πρόβλημα.
Τό ἐρώτημα δέν πρέπει νά εἶναι ποιός ἔχει δίκαιο, ἀλλά ποιό εἶναι τό δίκαιο!

Ὅταν οἱ θεσμοί διατρέχουν κίνδυνο, ἡ σιωπή δέν εἶναι χρυσός. Εἶναι κάρβουνο πού μουτζουρώνει!... Καί μία σπίθα, εἶναι ἀρκετή γιά νά δημιουργήσει πυρκαγιά. Καί στήν περίπτωσή μας ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ. Γιατί ὅπως εἴμαστε ὑπόλογοι γιά κάθε βλαβερό μας λόγο, ἔτσι εἴμαστε ὑπόλογοι καί γιά κάθε ΕΝΟΧΗ ΣΙΩΠΗ μας. Εἶπε κάποιος: «Τήν ἐποχή μας βαραίνει ἡ ἐνοχή, ὄχι τόσο γιά τίς κακές πράξεις τῶν κακῶν ἀνθρώπων, ὅσο ἡ ἀποτρόπαιη, ἀπαράδεκτη, σιωπή τῶν καλῶν ἀνθρώπων γιά τίς κακουργίες τῶν κακῶν».

Στήν παρούσα ζωή, ὁ ἕνας, μικρός ἤ μεγάλος, θά κρίνεται πάντοτε ἀπό τούς ἄλλους. Στή μέλλουσα ὅμως ζωή οἱ πολλοί, δηλαδή οἱ πάντες, θά κριθοῦμε ἀπό τόν ΕΝΑ! Τό Θεόν. Ἡ ἀπόφαση γιά τούς πολλούς θά εἶναι τότε ἡ ἐτυμηγορία τοῦ ΕΝΟΣ. Ἐδῶ σ’ αὐτή τήν ζωή, οἱ κρίσεις τῶν ἀνθρώπων γιά τούς ἄλλους στηρίζονται σέ ὅ,τι βλέπουν μόνον ὡς θεατές. Ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους μας ὅμως βασίζεται σέ ὅσα γνωρίζει, ὡς τέλειος καρδιογνώστης ὁ Θεός.

Προσπάθησε, νά μήν ἐξογκώνης τά σφάλματα τῶν ἄλλων! Νά μή σέ χαρακτηρίζη δηλ. ἡ τακτική τοῦ γελοιογράφου, πού ἐξογκώνει κάτι γιά νά τό σατυρίση. Νά σέ διακρίνη, ἀντίθετα, ἡ εὐγένεια τοῦ καλοῦ ζωγράφου πού διορθώνει κάτι γιά νά τό ὀμορφήνη. Μήν ἀσχολεῖσαι μέ τό κακό πού βλέπεις πανεύκολα γύρω σου. Προσπάθησε νά ἀνακαλύψης τήν ἀρετή, πού εἶναι συνήθως κρυμμένη. Νά εἶσαι ἐξερευνητής τῶν μαργαριταριῶν τῆς ἀρετῆς στόν ἀπέραντο ὠκεανό τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι ρακοσυλλέκτης τῆς κακίας στόν σκουπιδοντενεκέ τῆς ἀνθρωπίνης ἀπέραντης ἀθλιότητας!....

Πολλοί ἄνθρωποι σέβονται καί τιμοῦν τούς πεθαμένους Ἁγίους, ἀλλά τούς βασάνιζαν καί τούς ἐδίωκαν, ὅταν ζοῦσαν. Μᾶς κουβαλήσανε καί τούς –δῆθεν Κυρίους- ἀπό τό Διεθνές Νομισματικό ταμεῖο σάν ἀθῶα περιστέρια πού θά φέρουν τήν λύση. Μόνο πού δέν εἶναι περιστέρια. Κόρακες, κοράκια εἶναι. Καί, ἐννοεῖται, ὅτι μεταξύ τους: Κόρακας, κοράκου μάτι δέν βγάζει ποτέ! Ὅσο μέ ἐμᾶς, τούς πῆρε ὁ πόνος!.... Ἄν ἔχουμε δάσκαλο καί ὁδηγό κοράκια, μέ μαθηματική ἀκρίβεια, θά μᾶς ὁδηγήσουν σέ ψοφίμια. Τέτοιους ὁδηγούς ΔΕΝ χρειαζόμαστε. ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΘΕΛΟΥΜΕ.

Ἐμεῖς πρέπει νά ἔχουμε ὁδηγό τό ΔΙΗΝΕΚΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ τόν Χριστό, τό ταμεῖο τῆς ἀστείρευτης Θείας Χάριτος. ΟΧΙ λοιπόν ΔΟΥ ΝΟΥ ΤΟΥ (ΔΝΤ), ἀλλά ΔΟΥ ΠΟΥ ΤΟΥ, δηλαδή ΔΙΗΝΕΚΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ. Σ’ αὐτό τό ΔΙΗΝΕΚΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ, μέ χριστιανική αὐταπάρνησι, κατέθεταν οἱ σήμερα τιμώμενοι Ἅγιοι μας. Καί ΤΩΡΑ, ΠΑΜΠΛΟΥΤΟΙ, μποροῦν καί θέλουν νά μᾶς δίδουν πλούσιες καί ἀνεξάντλητες ΔΩΡΕΕΣ, ἀπό τήν ἀστείρευτη τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩΡΕΑΝ, μέ μόνο ἀντάλλαγμα τήν δική μας ἀγαθή προαίρεση.

Ἄς μή χάσουμε, λοιπόν, τήν ΕΥΚΑΙΡΙΑ. Ἰδού καιρός πνευματικῆς κατάθεσης. Ὁ δέ ΤΟΚΟΣ αὐτῆς τῆς συνδιαλλαγῆς, σύμφωνα μέ τήν ἀψευδῆ καί προφητική ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ εἶναι, γι’ αὐτή τήν ζωή, ὁ τόκος ὑπερπολλαπλάσιος, γιά δέ τήν ἄλλη ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΑΙΩΝΙΟΣ.
Ἡ σημερινή δέ θλιβερή κατάστασις μεγιστοποιεῖ τελικά τήν μεγάλη σημασία, ὠφέλεια καί ἀνάγκη τῆς σημερινῆς ἐξαισίας ἑορτῆς. Ὁπότε καί ἡ εὐγνωμοσύνη μας, βεβαίως καί εἶναι ἀκόμα πιό μεγάλη πρός τόν Ἐπίσκοπό μας κ.κ. Νικόλαον, πού ὡς γνωστόν ἐθέσπισε τήν σημερινή ἑορτή.

Εὔχομαι, ὁλόθερμα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, διά πρεσβειῶν τῶν Φθιωτῶν Ἁγίων μας, στά δύσκολα χρόνια πού ζοῦμε, ἀντιστεκόμενοι θεοπρεπῶς, νικηταί τῆς ἁμαρτίας, νά εἰσέλθουμε εἰς τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἐκεῖ ὅπου ΟΛΩΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ μᾶς περιμένουν οἱ τοπικοί μας Ἅγιοι! ... Ἀμήν. Γένοιτο!...
Ἀμήν.Γένοιτο.

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος,
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Ὁμιλία κατά τήν ἀγρυπνία πρός τιμήν τῶν Φθιωτῶν Ἁγίων 
εἰς τόν Ἱ. Μητροπολιτικό Ναό Λαμίας

Το μισάνοικτο παράθυρο.



Φθινόπωρο. Αν και νωρίς το απόγευμα, ο ήλιος ήδη μας έχει αποχαιρετίσει. Το μοναστήρι λουσμένο σε αποχρώσεις του δειλινού μοιάζει σαν ανέκδοτο ποίημα που πρώτη φορά το θωρείς.
Περιδιαβαίνω τους χώρους της άσκησης και της σιωπής. Μου κεντρίζει την προσοχή ένα μισάνοικτο παράθυρο. Πλησιάζω με δέος…
Ένα καντηλάκι αχνοφαίνεται καθώς τρεμοπαίζει από το απαλό αεράκι που εισβάλει μέσα στο δωμάτιο. Νωχελικά η ευωδιά του θυμιάματος απλώνεται στον χώρο. Και εκεί, μπροστά στο λιτό εικονοστάσι μία μορφή απόκοσμη στέκει γονατισμένη, βουβή, γεμάτη μυστήριο.
Στο ημίφως διακρίνεται το πρόσωπό του. Ένας μοναχός. Δεν έχει περάσει τα 40 χρόνια ζωής και όμως τα μαλλιά και τα γένια του έχουν ντυθεί στα άσπρα… είναι σαν να παραδόθηκε εδώ και καιρό στον χρόνο.
Το κάλλος της νιότης χάθηκε μέσα στην άσκηση, στην νηστεία, στην αγρυπνία, στις εκούσιες στερήσεις, στην προσευχή.
Ακίνητος. Γονατιστός. Τα ροζιασμένα χέρια του κρατούν ένα μικρό κομποσχοίνι. Φωνή δεν ακούς, μόνο τα χείλη ανοιγοκλείνουν σε ένα συγκεκριμένο χορό. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό».
Από τα κλειστά του μάτια δραπετεύουν μερικά δάκρυα. Μπορείς να αισθανθείς τον πόνο του και την χαρά του. Την αγωνία και την ηρεμία του. 
Ακίνητος. Γονατιστός.
Μετά από αρκετή ώρα κάνει να σηκωθεί. Δυσκολεύεται. Έχει ώρα σε αυτή τη στάση και τα πόδια του τον προδίδουν. Το σώμα του μουδιασμένο προσπαθεί να υπακούσει. 
Τώρα, στέκει όρθιος. Καμπουριασμένος. Λευκασμένος μέσα στα μαύρα. Βουβός. Πνιγμένος μέσα στην νίψη της στιγμής.
Ξάφνου γυρνά προς το μέρος μου. Τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου. Το μισάνοικτο παράθυρο με πρόδωσε. Η ανάσα μου ακούγεται σαν δυνατός κρότος μπροστά στην σιωπή του. Δεν μου μιλά. Μόνο μου γνέφει. Μου γνέφει και απομακρύνεται. Χάνεται μέσα από το εκστατικό βλέμμα μου.
Τα μάτια του κουρασμένα αλλά καθάρια ακόμα σαν να με κοιτούν. Δεν μου είπε τίποτα όμως μου μίλησε.
«Και λοιπόν; 
Τι κατάλαβες που με είδες; 
Είδες έναν αμαρτωλό μοναχό να ζητά έλεος. Είδες έναν επαίτη της Αγάπης Του. Είδες έναν ταλαίπωρο μοναχό ναν παλεύει ακόμα με τα πάθη του».
Εγώ όμως δεν είδα αυτό…Είδα την άβυσσο της ταπείνωσης. Είδα την ανυπόκριτη άσκηση. Είδα την γνησιότητα της πίστεως. Είδα την ελπίδα μες στο δάκρυ. Είδα το Φως της Ανάστασης μέσα στο ημίφως.Είδα το κάλλος της σιωπής.Είδα την νίκη της προσευχής.
Με είδε και έφυγε… αλλά δεν έφυγε ποτέ από μπροστά μου.
Χάθηκε, αλλά πότε δεν ξεθώριασε η μορφή του από την καρδιά μου.
Μου γνέφει κάθε ημέρα, κάθε στιγμή και μου λέει:
«Και τι κατάλαβες που με είδες; 
Ωφελήθηκες σε τίποτα; 
Εσύ πότε θα αλλάξεις; 
Εσύ πότε θα μετανοήσεις;
Εσύ πότε θα ζήσεις; 
Πότε θα δεις; 
Πότε θα ακούσεις; 
Πότε θα αγγίξεις;
Ξέρεις καλά για τι μιλάω…για Ποιον μιλάω...
Πότε θα βιώσεις την Παρουσία Του;
Πότε θα δεις το Φως Του;
Πότε θα ακούσεις τον Λόγο Του;
Πότε θα οσφρανθείς το κέλευσμά του;
Πότε θα αγγίξεις τα ιμάτιά Του;
Ξέρεις καλά για Ποιον μιλάω.
Για Εκείνον που διψά η ψυχή σου. Που αναζητά η λογική σου. Που ψάχνουν οι ερωτήσεις σου. Για Εκείνον τον Άγνωστο που θέλεις να γνωρίσεις...»
Μου γνέφει ο μοναχός εκείνος κάθε ημέρα, μου μιλά, με προτρέπει να κάνω το βήμα, μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω.
Μου γνέφει ο μοναχός εκείνος κάθε ημέρα και μετά χάνεται. Και μένω μόνος με τις επιλογές μου. Μένω ακίνητος, βουβός, γονατιστός μπροστά στο τώρα.
Έχει περάσει καιρός από τότε που στάθηκα μπροστά σε εκείνο το μισάνοικτο παράθυρο. Δεν ξέρω αν προόδευσα πνευματικά από εκείνη την στιγμή.Ένα ξέρω, ότι με στοίχειωσε εκείνο το νεύμα του μοναχού. Με στοίχειωσε η γνησιότητά του. Με στοίχειωσε η σιωπή του. Με στοίχειωσε η άδολη μορφή του.
Δεν γνωρίζω τι απέγινε αυτός ο μοναχός. Δεν τον ξαναείδα. Δεν χρειάζεται να τον ξαναδώ. Ότι ήταν να μου δώσει, μου το έδωσε. Μου πρόσφερε Αλήθεια. Μου έδειξε το κάλλος της ταπείνωσης. Μου απέδειξε ότι και εγώ μπορώ, αρκεί να τολμήσω...
Ένα μισάνοικτο παράθυρο με εισήγαγε σε ένα μυστικό κόσμο. Τον κόσμο του Θεού. Και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων…

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Ἡ σημερινή πνευματική κατάστασις στήν Ἑλλάδα




Τώρα (το 1983), συμβαίνει να βρισκώμαστε σε μία καμπή στην ιστορία της Εκκλησίας, που ο ίδιος ο κομπογιαννίτης γιατρός (δηλαδή ο μη δυνάμενος να θεραπεύση ή να καθοδηγήση σωστά πνευματικός πατήρ) δεν έχει επίγνωσι ότι είναι κομπογιαννίτης. Ο κομπογιαννίτης όμως είναι σε θέση να αναγνωρίση έναν πραγματικό γιατρό, όταν συναντηθή με αυτόν ή όχι; 
Η απάντησις είναι, ότι, αν έχη πορρωμένη συνείδησι, δεν θα τον αναγνωρίση. Αυτό συνέβη με τον Ιούδα, ο οποίος εγνώρισε μεν τον Χριστόν, αλλά όχι όπως οι άλλοι Απόστολοι. Ο Ιούδας δεν κατάλαβε ποιος ήταν ο Χριστός. 
Γιατί; 
Διότι πνευματικά δεν ήταν εν τάξει. Δηλαδή ο Ιούδας απεδείχθη κομπογιαννίτης και ούτε τον εαυτό του μπόρεσε να σώση.
Σήμερα δίνει η Ορθόδοξη Θεολογία την δυνατότητα σε κάποιον να ανιχνεύση τον πραγματικό γιατρό και να τον διακρίνη από έναν κομπογιαννίτη; 
Δηλαδή μπορούμε σήμερα να ανιχνεύσωμε τον αληθινό πνευματικό πατέρα, εκείνον που είναι σε θέσι να θεραπεύη, ανάμεσα σε πολλούς άλλους; 
Ή αλλιώς μπορούμε σήμερα να ανιχνεύσωμε τον άγιο μέσα στο πλήθος; Δύσκολο φαίνεται. Δηλαδή οι Χριστιανοί σήμερα έχουν φθάσει στο σημείο δύσκολα να ξεχωρίζουν τους πνευματικούς γιατρούς από τους κομπογιαννίτες. Και φθάσαμε σ’ αυτήν την κατάστασι, διότι αντικαταστήσαμε την Πατερική Θεολογία με Δυτικού τύπου Θεολογία, με Θεολογία των δογμάτων, με Θεολογία του βιβλίου δηλαδή και όχι εμπειρική, η οποία δεν οδηγεί στην κάθαρσι της ψυχής από τα πάθη. Καταδιώξαμε την Ησυχαστική παράδοσι και την αντικαταστήσαμε με τα δόγματα ή με την ηθική (ευσεβισμό). Και αυτό συνέβη από τους χρόνους μετά την Ελληνική Επανάστασι του 1821, με πρωταίτιο τον Αδαμάντιο Κοραή.

Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+)

http://www.oodegr.com