.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Μη αποκρύψης το Φώς του προσώπου Σου



Ελέησέ με, μόνε Κύριε, ελέησέ με, συ που με εσκέπασες από της νεαράς μου ηλικίας, συ που από την αγαθότητά σου μού εσυμπάθησες τα πάμπολλά μου πταίσματα που γνωρίζω πως σου έπταισα. Συ που με ελευθέρωσες από τον πλάνον και μάταιον κόσμον και από συγγενείς και φίλους και ατόπους ηδονάς και με αξίωσες να κάθωμαι εδώ ωσάν εις όρος [1] και μου έδειξες την θαυμαστήν σου, Θεέ μου, δόξαν και με εχαρίτωσες γεμίζοντας με όλον από θείον σου Πνεύμα και από Πνευματικόν φωτισμόν.
Συ πάλιν Θεέ μου, δος μου του δούλου σου τελείαν και ολόκληρον την Χάριν σου, χωρίς να μετανοήσης εις τούτο. Μην την αφαίρεσης, Δέσποτα, μηδέ αποστραφής με παραβλέποντάς με, συ που εξ αρχής με έστησες έμπροσθεν εις το πρόσωπόν σου και με εσυναρίθμησες εις τους δούλους σου και, σφραγίζοντάς με με την σφραγίδα [2] της Χάριτός σου, με επωνόμασες εδικόν σου.
Μη με πάλιν απορρίψης, μηδέ αποκρύψης το φως του προσώπου σου και με καλύψη σκότος· και με καταπίη η άβυσσος και συγκλείση ο ουρανός εμένα, τον οποίον με ανεβίβασες ανώτερα από αυτόν, καταξιώνοντάς με να συνευρίσκωμαι με τους αγγέλους σου, ή, να ειπώ καλύτερα, με εσένα τον των όλων ποιητήν και να συνευφραίνωμαι μαζί με εσένα και να θεωρώ την απαραμοίαστον δόξαν του προσώπου σου, απολαμβάνοντας χορταστικά και από το απλησίαστον φως· και να χαίρω ευφραινόμενος χαράν ανεκλάλητον, με την παρουσίαν της ανερμήνευ­του σου ελλάμψεως.
Οπόταν και κατατρυφώντας εγώ από εκείνο το ανερμήνευτον φως, εσκιρτούσα και έχαιρον ομού με εσένα τον ποιήτην και πλάστην μου, θεωρώντας το απαρομοίαστον κάλλος του προσώπου σου. Τόσον που και καταβιβάζοντας πά­λιν τον νουν μου εις την γην τότε, δεν έβλεπα μήτε τον κόσμον, με το να ήμουν πεφωτισμένος από εσένα, μήτε τα του κόσμου πράγματα, αλλά ήμουν ανώτερος και από τα πάθη και από τας φροντίδας.
Και συστρεφόμενος εις πράγματα και τα κακά ελέγχοντας, δεν συμμετείχα κατ' αρχάς εις τας κακίας των ανθρώπων. Αφ' ου δε, εγχρονίζοντας μέσα εις αυτά, επροτίμησα τα των άλλων και συνεσύρθηκα εις φιλονείκους ανθρώπους [3] με την ελπίδα της διορθώσεως των, εμέθεξα από την κακίαν. Και τώρα κυριευ­θείς από άγρια θηρία, κινδυνεύω. Διότι θέλοντας να αποσπάσω άλλους από την βλάβην εκείνων των θηρίων, εγώ πρώτος έγινα ξέσχισμα θηρίων.
Αλλά συ, φιλάνθρωπε, πρόφθασε σπλαγχνισθείς, τάχυνε και ελευθέρωσε εμέ, που διά εσένα έπεσα μέσα εις αυτά. Διότι καθώς ορίζει η εντολή σου[4], ελεήμον, έθεσα την αθλίαν μου ψυχήν διά την σωτηρίαν των αδελφών μου.
Αλλά αν και επληγώθηκα, συ όμως δύνασαι να με ιατρεύσης. Αν και εκρατήθηκα από τους εχθρούς αιχμάλωτος ο ταλαίπωρος, αλλά συ, ωσάν που είσαι δυ­νατός και ισχυρός κατά πάντα, δύνασαι να με λύτρωσης με το θέλημα σου μόνον. Αν και επιάσθηκα εις τα στόματα και τας χείρας των θηρίων, αλλά συ να φανής μόνον και ευθύς αυτά μεν θέλουσιν αποθάνη, να ζήσω δε εγώ.
Ναι, πανοικτίρμον και πολυέλεε, ελέησε και σπλαγχνίσου εμένα τον περιπεσόντα. Διότι κατέβηκα εις το πηγάδι, διά να ανασπάσω τον πλησίον μου και συγκατέπεσα και εγώ με αυτόν. Μη με αφήσης να κάθωμαι έως τέλους εις τον λάκκον, μη παρακαλώ.
Ηξεύρω που επρόσταξες, φιλάνθρωπε Θεέ μου, ότι χωρίς άλλο χρεωστούμεν να ελευθερώνωμεν τον αδελφόν από τον θάνατον και το δάγκαμα της αμαρτίας, μα όχι διά την αμαρτίαν να συναπολεσθώμεν με αυτόν (το οποίον το έπαθα ο ταλαίπωρος και αμελήσας έπεσα, θαρρώντας εις τον εαυτόν μου [5]), αλλά να ελευ­θερώνωμεν και εκείνον και ομοίως και τον εαυτόν μας· είδε μη, τουλάχιστον να μένωμεν επάνωθεν και να θρηνώμεν τον πεσόντα [6] και να φεύγωμεν όσον δυνάμε­θα το να μη πέσωμεν ωσάν εκείνον.
Αλλά και τώρα ανάστησέ με, ανάσυρέ με από το χάσμα και στήσε με επάνω εις την στερεάν πέτραν των εντολών σου [7]. Και δείξε μου πάλιν το φως, το οποίον δεν το χωρεί ο κόσμος, άλλα κάμνει εκείνον που το θεωρεί έξω από τον κόσμον και από το αισθητόν φως και από τον αισθητόν αέρα και από τον ουρανόν και από όλα τα αισθητά, και δεν ηξεύρει κατ' εκείνην την ώραν είτε χωρίς του σώματος είναι είτε τελείως με το σώμα[8].
Μου φαίνεται δε τότε να είναι ένας φωστήρας άυλος, ο οποίος λαμπόμενος από το κάλλος του νοητού ηλίου δεν δύναται να θεώρηση με αίσθησιν το εδικόν του φως, μόνον δε εκείνον θεωρεί τον άδυτον φωστήρα, κατανοώντας το υπερβολικόν και ασύγκριτον κάλλος της δόξης του. Και από την πολλήν του έκπληξιν δεν δύναται να κατανόηση μηδέ να καταλάβη τον τρόπον της θεωρίας, που δη­λαδή ευρίσκεται εκείνος ανερμηνεύτως ή πώς θέλει και οράται και περικλείεται μέσα εις τους άγιους [9].
Τούτο δε και μόνον ηξεύρομεν όλοι οι μαθηταί και δοκιμασταί των τοιούτων, ότι τότε γινόμεθα και μένομεν κατά αλήθειαν έξω από τον κόσμον, εν όσω βλέπομεν αυτό- και πάλιν έπειτα ευρισκόμεθα μέσα εις το σώμα και τον κόσμον. Ενθυμούμενοι δε την χαράν και το φως εκείνο και την γλυκυτάτην ηδονήν, θρηνούμεν και πενθούμεν καθώς το νήπιον παιδίον όταν βλέπη την μητέρα του και ενθυμούμενον τον γλυκασμόν του γάλακτος κλαυθηρίζει, έως οπού να το δράξη και να θηλάση χορταστικά.
Τούτο, Σωτήρ, ζητούμεν και τώρα, τούτο σε παρακαλούμεν προσπίπτοντες να το λάβωμεν αναπόσπαστον, διά να τρεφώμεθα, εύσπλαγχνε, και τώρα από αυτό· από τον άρτο λέγω τον νοητόν που καταβαίνει εξ ουρανού και μεταδίδει ζωήν εις όλους όσοι μετέχουσιν από αυτόν[10].
Και όταν αναχωρούντες των εντεύθεν, ερχώμεθα εις εσένα, Δέσποτα, να το έχωμεν συνοδοιπόρον, βοηθόν και φύ­λακα, και ομού με αυτό και διά μέσου αυτού να σου προσφερθώμεν. Και εις την φοβεράν κρίσιν αυτό να σκεπάση τας αμαρτίας μας διά να μην αποκαλυφθώσι μηδέ να φανώσι εις όλους, αγγέλους τε και ανθρώπους, αλλά και λαμπρόν να μας γίνη ένδυμα[11] και δόξα ως στέφανος εις αιώνας αιώνων. 
Αμήν.

[1] Εδώ ο Ιερός συγγραφεύς παρομοιάζει τη μονή του και το κελλί του με το όρος της Μετα­μορφώσεως, διότι εκεί βλέπει το φως της δόξης του Χριστού και ακούει την φωνή του Θεού.
[2] Ας προσέξουμε εδώ ότι ο Άγιος θεωρεί την είσοδό του στον χώρο της μυστικής ζωής των θείων εμφανειών ως δεύτερο Βάπτισμα (βάπτισμα φωτός) και γι' αυτό ομιλεί περί σφραγίδος.
[3] Προφανώς ο υπαινιγμός εδώ αναφέρεται σε ορισμένους ανυπότακτους μοναχούς της μονής
του (του αγ. Μάμαντος).
[4] βλ. Α' Ιωάν. γ' 16: «και ημείς οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι».
[5] Ας προσέξουμε ότι ο Άγιος δεν τα βάζει με τον Θεό, παραπονούμενος ότι έπεσε ψυχικώς χάριν τηρήσεως των εντολών Του, αλλά μέμφεται τον εαυτό του, λέγοντας ότι φταίει το ότι "εθάρρησε εις τον εαυτόν του", δηλ. περιέπεσε σε έπαρσι, ενώ αλλιώς δεν επρόκειτο να του συνέ­βαινε κανένα κακό. Βλέπουμε λοιπόν έμπρακτη εφαρμογή της βασικής μοναχικής αρετής της αυτομεμψίας και μπορούμε να θαυμάσουμε πόσο βαθειά ποτισμένος με το γνήσιο μοναχικό πνεύμα ήταν ο Άγιος.
[6] Με αυτή την φράσι υπαινίσσεται ο Άγιος την μετά δακρύων προσευχή για τον "πεσόντα αδελφόν", η οποία συχνά αποτελεί ουσιωδέστερη εφαρμογή του πνεύματος της διδασκαλίας του Κυρίου, παρά η απροϋπόθετη κηρυκτική ("ιεραποστολική") δράσις.
[7] πρβλ. Ματθ. ζ' 24.
[8] πρβλ. τις ανάλογες εμπειρίες του Αποστόλου Παύλου (Β' Κορ. ιβ' 3).
[9] Τούτο συμβαίνει, καθ' ότι ο Θεός καταξιώνει να έλθη και να κατοίκηση μυστικώς μέσα
στους Αγίους («και μονήν παρ' αυτώ ποιήσσομεν» Ιωάν. ιδ' 23).
[10] Με όσα λέγει εδώ ο Άγιος υπονοεί ασφαλώς την θείαν Ευχαριστίαν. Σε όλο το έργο του αγίου Πατρός δεσπόζει αυτή η πολλαπλή συνάφεια ανάμεσα στην (νοερά και μυστική) "μέθεξιν Θεού" και την επαξία «μετάληψιν του Σώματος και Αίματος του Κυρίου» και πολλές φορές ε­σκεμμένα ποιητικώ τω τρόπω δεν διαχωρίζει σαφώς τα όριά τους, δεικνύοντας πόσο στην πράξι συχνά συμπλέκονται μεταξύ τους.
[11] Σύμφωνα με όσα είπαμε στην προηγούμενη σημείωσι, εδώ ο Άγιος συμπλέκει, κατά την ενέργειαν και τα αποτελέσματα, τον ουράνιο Άρτο και το θείον Φως· αυτό το τελευταίο είναι που θα σκεπάσει ως ιμάτιο τους Αγίους κατά την μέλλουσα κρίσι.

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
ΜΗ ΑΠΟΚΡΥΨΗΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΣΟΥ
Παράφρασις Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
Τεύχος 6


Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ («Τὰ ψυχολογικὰ λεγόμενα προβλήματα σχετίζονται μὲ λανθασμένους τρόπους ἀντιμετώπισης τῶν λογισμῶν»).

Στὸν χριστιανισμό, ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν κατανοεῖται κατὰ τὴν συνήθη ἀντίληψη τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος θεωρεῖ πνευματικὴ ζωὴ συνήθως τὴν ζωὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὰ γράμματα, μὲ τὶς τέχνες, μὲ τὶς ἐπιστῆμες. 
Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζει ἀντιστοίχως πνευματικὸ ἄνθρωπο τὸν μορφωμένο ἄνθρωπο, τὸν καλλιτέχνη, τὸν ἐπιστήμονα, αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Πνευματικὴ ζωὴ ὅμως κατὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη εἶναι ἡ ζωὴ πρωτίστως ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ τὴν χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ἡ ζωὴ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι. Ὅποιος ἔχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα του, αὐτὸς καὶ μόνο χαρακτηρίζεται πνευματικὸς ἄνθρωπος. «Ὅσοι Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται οὗτοι εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ» (ἀπόστολος Παῦλος).
Αὐτὴ ἡ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ζωὴ συνιστᾶ καὶ τὸν σκοπὸ ὅλης τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζωῆς. Ἀφήνοντας τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σημειώνουμε αὐτὸ ποὺὁ νεώτερος ἅγιος τῆς Ρωσικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς καθ’ ὅλου Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ εἶχε πεῖ: «Ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ ἁγίου Πνεύματος»
Ὄχι ἁπλῶς νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος ἕνας καλὸς ἄνθρωπος, ἕνας κοινωνικὸς ἐργάτης, ἕνας ἀλτρουϊστής, μὲ ἄλλα λόγια νὰ βρίσκεται στὸν κόσμο τοῦτο σ’ ἕνα καλὸ ὁριζόντιο ἐπίπεδο, ἀλλὰ νὰ μπορέσει νὰ ζήσει μέσα του τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Δὲν αὐθαιρετεῖ ὁ ἅγιος οὔτε ἐκφράζει κάτι ποὺ ἀνάγεται στὸν χῶρο τῆς φαντασίας. Ὁ ἰσχυρισμός του εἶναι ὅ,τι ἀποτελεῖ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅ,τι μὲ ἄλλα λόγια ἔφερε ὁ ἴδιος ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, Ἰησοῦς Χριστός. Διότι ὁ Χριστὸς ἦλθε, προκειμένου νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο Θεό, ἐντάσσοντας τὸν μέσα στὸν ἑαυτό Του καὶ κάνοντας τον ἑπομένως προέκταση τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ Του. «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα». «Μέλη Χριστοῦ ἐσμεν». Κι αὐτὸ πραγματοποιεῖται διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, διὰ τοῦ ἁγίου χρίσματος, διὰ τῆς μετοχῆς στὴ Θεία Εὐχαριστία, κι ὅλα αὐτὰ μέσα στὸ κλίμα τῆς μετάνοιας.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ οὐσιαστικὰ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία, καὶ παραπέμπει πάντοτε σ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται χριστιανικὴ ζωή. Πνευματικὴ ζωὴ καὶ χριστιανικὴ ζωὴ βρίσκονται σὲ σχέση ταύτισης. Κάθε ἄλλη συνεπῶς πνευματικότητα, ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, δὲν θεωρεῖται ὀρθή, δηλαδὴ σωτήρια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, πνευματικότητα, μᾶλλον παραπέμπει σὲ κάτι ἐπικίνδυνο, γιατί λαμβάνουν μέρος καὶ «ἄλλα πνεύματα», ξένα πρὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. 
Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὡς ἀπόκτησης τοῦ ἁγίου Πνεύματος ταυτίζεται μὲ τὴ φανέρωση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, χάρης τὴν ὁποία ἤδη ἔχει λάβει μὲ τὸ βάπτισμα καὶ μὲ τὸ χρίσμα. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ καλεῖται νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ εἶναι, αὐτὸ ποὺ τοῦ ἔχει ἤδη δοθεῖ.
Ἡ φανέρωση αὐτή, τὸ νὰ γίνεται ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ ποὺ εἶναι, νὰ ἐπιβεβαιώνει μὲ ἄλλα λόγια ὅτι εἶναι μέλος Χριστοῦ, δὲν πραγματοποιεῖται εὔκολα καὶ μονομιᾶς. Ἀφ᾽ ὅτου ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε καὶ ἡ ἁμαρτία ὡς τάση ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν τυραννᾶ, παρ’ ὅλη τὴν υἱοθεσία του ἀπὸ τὸν Χριστό, ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι εὔκολη. Ἀπαιτεῖται ἡ ἀδιάκοπη συνεργασία τῆς ἀνθρώπινης θέλησης μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοί μας σημειώνουν ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἔχει δυναμικὸ καὶ ἐνεργητικὸ χαρακτήρα. 
Περιλαμβάνει δὲ τρία στάδια, ποὺ τὰ κατονομάζουν, χωρὶς πάντοτε νὰ δένονται μὲ τοὺς ἴδιους ὅρους: τὴν κάθαρση, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴ θέωση.
Τὸ κρισιμότερο στάδιο ἀπὸ τὰ τρία γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ πρῶτο, τῆς κάθαρσης. Γιατί σ’ αὐτὸ κατ᾽ ἐξοχὴν φανερώνεται ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου νὰ συνεργαστεῖ μὲ τὸν Θεό. Σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἡ καρδιά του νὰ γίνει κάτοπτρο ποὺ ἀντανακλᾶ τὶς ἀκτίνες τοῦ φωτὸς τοῦ Θεοῦ. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Κατὰ ἀναλογία τῆς κάθαρσης τῆς καρδιᾶς του ἔρχεται ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση, ὁπότε ὁ πιστὸς ἀρχίζει νὰ φανερώνει τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, σὰν νὰ ἔχει πάρει μορφὴ μέσα του ὁ Χριστός. Ἔτσι πνευματικὸς ἄνθρωπος, ἅγιος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πραγματοποιεῖ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «μέχρις καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». «Ἄχρις οὐ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ἡμῖν».
Στὴν κρισιμότητα τοῦ πρώτου σταδίου τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς κάθαρσης, καίρια θέση ἔχουν οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου. Σκέψεις ἢ εἰκόνες ποὺ προερχόμενοι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὸν πονηρὸ διάβολο ἀποπροσανατολίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φυσιολογία τῆς ζωῆς, νὰ φανερώνει τὸν Χριστό. Ἂν ὁ πιστὸς δὲν ἔχει μάθει νὰ ἀντιμετωπίζει τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς διακρίνει ἔναντι τῶν ἄλλων ποὺ ὑπάρχουν – ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του – τότε τὸ πιθανότερο δυστυχῶς εἶναι νὰ ἐπέλθει σὲ αὐτὸν σύγχυση καὶ νὰ ἀρχίζει νὰ ζεῖ σὲ ἕνα χάος ἀπὸ πλευρᾶς πνευματικῆς. Οἱ ἅγιοί μας εἶναι ἀρκετὰ ἀποκαλυπτικοὶ στὸ θέμα αὐτὸ τῆς σύγχυσης τῶν λογισμῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τους ἔχουν καταγράψει τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς κακῆς αὐτῆς καταστάσεως, ὁπότε ἂν κανεὶς ἀκολουθήσει τὴν ἐμπειρία τους, σχετικὰ εὔκολα θὰ μπορέσει νὰ ὑπερβεῖ τὴ σύγχυση καὶ νὰ ὀρθοποδήσει πνευματικά. Αὐτὴ ἡ ἀκολουθία τους πρὸς ἔλεγχο καὶ ὑπέρβαση τῶν λογισμῶν, καὶ μάλιστα τῶν κακῶν καὶ πονηρῶν λεγομένων, συνιστᾶ καὶ τὸ μυστικό τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Τὴ σημασία ἀποκτήσεως αὐτοῦ τοῦ μυστικοῦ καταλαβαίνει κανείς, ἂν σκεφτεῖ ὅτι κατὰ τὸ πλεῖστον τὰ ψυχολογικὰ λεγόμενα προβλήματα σχετίζονται μὲ λανθασμένους τρόπους ἀντιμετώπισης τῶν λογισμῶν. Οἱ περισσότεροι δὲν ξέρουμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν κακὴ διαχείρισή τους καὶ μὲ τὸ δεδομένο τῆς ὑποκίνησής τους ἀπὸ τὸν πονηρό, δυστυχῶς αὐξάνονται καὶ καθίστανται «τύραννοι» τοῦ ἀνθρώπου, κάνοντάς τον νὰ ζεῖ ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ ἤδη μία κόλαση.
Τί μᾶς διδάσκουν λοιπὸν σὲ γενικὲς γραμμὲς οἱ ἅγιοί μας στὸ θέμα αὐτό; Πρῶτα ἀπὸ ὅλα νὰ μὴν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στοὺς λογισμούς. Δηλαδή, ὅταν κάποιος λογισμὸς μᾶς ταλαιπωρεῖ καὶ βλέπουμε ὅτι ἐρχόμενος μᾶς καταβάλλει, τὸ καλύτερο εἶναι νὰ τὸν θέσουμε ὑπ᾽ ὄψη διακριτικοῦ πνευματικοῦ πατέρα. Ἀλλὰ τὸ σημαντικότερο, πέραν αὐτοῦ, εἶναι νὰ μάθουμε νὰ περιφρονοῦμε τοὺς λογισμούς, τοὺς προερχομένους ἐκ τοῦ πονηροῦ. Πῶς θὰ ξέρουμε ποιός λογισμὸς εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ; Ἀπὸ τὸ τί διάθεση προκαλεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πονηρὸς λογισμὸς συνήθως προκαλεῖ φόβο, ταραχή, κακὴ διάθεση στὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ ὁ ἐκ Θεοῦ τὸ ἀντίθετο: ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλον, εἰρήνη, καλὴ ψυχικὴ διάθεση. Τὸ κριτήριο μᾶς τὸ δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «τὸ δένδρον ἐκ τοῦ καρποῦ γινώσκεται». 
Ὅ,τι λοιπὸν μᾶς προκαλεῖ ταραχὴ ξέρουμε τὴν προέλευσή του. Τὸ σημειώνουν καὶ οἱ ὅσιοι Βαρσανούφιος καὶἸωάννης: «Εἴ τι βλέπῃς εἴ τι ἀκούῃς εἴ τι λογίζῃ, κἂν μικρὸν ταραχθῆς, τῶν δαιμόνων ἐστὶ τοῦτο». Βλέπεις κάτι, ἀκοῦς κάτι, λογίζεσαι κάτι, καὶ βλέπεις ὅτι ταράζεσαι; Ἀπὸ πίσω μᾶλλον κρύβεται ὁ διάβολος.

Τι είναι Εξομολόγηση και τι δεν είναι;



Αν η μετάνοια είναι το πρώτο μέρος του μυστηρίου, το δεύτερο είναι η εξομολόγηση. Δηλαδή, η ενώπιον του πνευματικού ομολογία των αμαρτιών μας.
Πολλοί, νομίζουμε ότι η εξομολόγηση είναι μία φιλική συζήτηση, ή μία τυπική εξαγόρευση κάποιων αμαρτιών. Αυτό όμως ποιά σχέση έχει με το μυστήριο της μετάνοιας;
Αν εξετάσουμε και τα κίνητρα που οδηγούν πολλούς από εμάς στην εξομολόγηση και πάλι θʼ απογοητευτούμε.
Άλλοι πηγαίνουμε, για να βρούμε κάποια ανακούφιση ή για να απαλλαγούμε από τις ενοχές μας.
Άλλοι από τον φόβο της «τιμωρία» από τον Θεό.
Άλλοι από καθήκον ή από έθιμο, όπως κάνουμε οι περισσότεροι πριν τις μεγάλες γιορτές για να κοινωνήσουμε, συνδέοντας την εξομολόγηση με τη θεία κοινωνία.
Όλʼ αυτά όμως, ελάχιστη ή καθόλου σχέση έχουν με την εξομολόγηση και την μετάνοια. Ας το πούμε με απλά λόγια: Εξομολόγηση είναι το άδειασμα του δηλητηρίου. Όταν κανείς πιεί δηλητήριο, δεν υπάρχει άλλη λύση.
Το ίδιο και η εξομολόγηση. Εκεί βγάζουμε το δηλητήριο της αμαρτίας. Διαφορετικά θα οδηγηθούμε στον θάνατο.
Και για να χρησιμοποιήσουμε μίαν άλλη εικόνα: Όπως στον γιατρό δείχνουμε τις πληγές μας, αναφέρουμε τους πόνους, τις ενοχλήσεις, τις αρρώστιες μας, δίχως να κρύψουμε τίποτα, έτσι και στην εξομολόγηση.
Ξεγυμνώνουμε την ψυχή μας, αποκαλύπτουμε τις πληγές μας και τα τραύματά μας, ομολογούμε την αρρώστια μας και τον προσωπικό μας πόνο.
Αν αυτό δεν γίνει, θα μείνουμε αθεράπευτοι.
Οι πληγές μας θα μεγαλώσουν, η μόλυνση και η σήψη θα προχωρήσουνε, η αρρώστια θα συνεχίσει να υπομονεύει την ύπαρξή μας και αργά ή γρήγορα θα μας οδηγήσει στον θάνατο. Απʼ όλα αυτά, καταλαβαίνουμε ότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη την δική μας εξομολόγηση.
Εμείς την έχουμε ανάγκη.
Όταν, δηλαδή, εξομολογούμαστε, δεν κάνουμε . . . χάρη του Θεού, όπως πολλοί νομίζουν. Άλλο βέβαια, αν ο Θεός, σαν πατέρας, περιμένει πάντα με πολλήν αγάπη την δική μας επιστροφή. Στο σημείο αυτό, είναι ανάγκη να υπογραμμίσουμε το εξής: Αν σε άλλες χριστιανικές ομολογίες, η εξομολόγηση είναι μία απρόσωπη νομικίστικη εξαγόρευση, πίσω από κάποιο παραβάν, στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η εξομολόγηση συνδέεται άμεσα με την πνευματική πατρότητα, την πνευματική καθοδήγηση και την προσωπική σχέση.
Πολλοί, π.χ. εξομολογούνται περιστασιακά όπου βρουν πνευματικό και κάθε φορά σε διαφορετικό ιερέα. Συμβαίνει όμως κι εδώ, ό,τι και με τις σωματικές αρρώστιες.
Αν κάθε φορά αλλάζουμε γιατρό, τότε η θεραπεία δεν μπορεί να είναι πλήρης. Ο μόνιμος πνευματικός μας είναι αυτός που γνωρίζει το «ιστορικό» μας, την πορεία μας, τις προηγούμενες πτώσεις μας και μπορεί να μας βοηθήσει αποτελεσματικά.
Άλλοι πάλι το ’χουν δίπορτο. Έχουν τον πνευματικό τους, αλλά όταν συμβεί κάτι βαρύτερο, επειδή ντρέπονται, αποφεύγουν να του το εξομολογηθούν και πηγαίνουν σε κάποιον άλλον. Μια τέτοια όμως ενέργεια είναι παιδαριώδης και εμπαιγμός του μυστηρίου. Δείχνει πόσο μακριά βρισκόμαστε από την αληθινή μετάνοια. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να επιδιώξουμε να αποκτήσουμε ένα πνευματικό πατέρα, με τον οποίο θα δημιουργήσουμε μία πνευματική σχέση. Έτσι και η πορεία μας θα είναι ασφαλέστερη. Βεβαίως υπάρχουν περιπτώσεις που επιβάλλεται να αλλάξουμε πνευματικό. Αυτό όμως θα πρέπει να γίνει με πολλή προσοχή, διάκριση και κυρίως μετά από προσεκτική εξέταση των βαθύτερων κινήτρων μας. Να ψάξουμε, δηλαδή μέσα μας να εντοπίσουμε τα βαθύτερα αίτια και να βρούμε γιατί θέλουμε να αλλάξουμε πνευματικό.

Πώς η μονολόγιστη Ευχή του Ιησού θεραπεύει την Τύφλωση


Ομιλητής ο πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Μανώλης.

Προσευχή δίχως υπολογισμούς…



Κάνεις προσευχή και σκέπτεσαι.
Τώρα εισακούσθηκα; 
Ήταν καλή; Σωστή; 
Ωραία; 
Άρεσε του Θεού;
Θα μου φέρει αποτέλεσμα; 
Θα νιώσω κάτι; 
Για να δω…..

Η προσευχή όμως δεν είναι μαθηματικά ούτε χημική ανάλυση. 
Η προσευχή είναι καλλιέργεια μια σχέσης. Δεν προσεύχομαι επειδή πρέπει αλλά γιατί αγαπώ κάποιον. 
Θέλω να μιλάω στον αγαπημένο μου!!!
Ας κάνουμε την προσευχή με απλότητα, χωρίς απολογισμούς και προσδοκίες.
Μην περιμένουμε τίποτα. 
Απλά προσευχόμαστε με καρδιά, δίχως στόχους και υπολογισμούς.
Και να θυμάσαι καλά, όταν δεν το περιμένεις έρχεται. Η προσμονή κουράζει την σχέση, η απαίτηση την συνθλίβει, το αγαπητικό ερωτικό άφημα την λυτρώνει και την σώζει.

π. Λίβυος

www.diakonima.gr

Η ευχή και το Άγιον Πνεύμα



Η διδασκαλία του παππού μας Ιωσήφ και του Γέ­ροντος μας Έφραίμ, αποτελεί συνέχεια της διδασκα­λίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Η πείρα του Γέροντος μας Εφραίμ εις την νοεράν προσευχήν, όπως μας την παρέδωσεν, αποτελεί συνέχεια όλης της νηπτικής ασκητικής παραδόσεως.
Λέγει ο Γέροντας Εφραίμ: «Η καρδία του άνθρωπου είναι το κέντρον των υπέρ φύσιν, των κατά φύσιν και των παρά φύσιν κινήσεων. Τα πάντα ξεκινούν από την καρδίαν. Εάν η καρδία του ανθρώπου καθαρισθή, τότε βλέπομεν τον Θεόν. Ο Θεός είναι αθεώρητος· ο Θεός είναι Πνεύμα. Δύναται όμως να βασιλεύση εις την καρδίαν του ανθρώπου, όταν γίνη αυτή καθαρόν δοχείον.
Διά να γίνη δεκτικόν δοχείον η καρδία του ανθρώπου, πρέπει να γίνη καθαρή. Δηλαδή, να γίνη καθαρή από ακάθαρτους λογισμούς. Διά να καθαρισθή όμως η καρδιά, πρέπει να μπη εις αυτήν κάποιο φάρμακον. Το φάρμακον αυτό είναι η νοερά προσευχή. Όπου πηγαίνει ο βασιλεύς, διώκονται οι εχθροί· και όταν μπη εις την καρδιά ο Χριστός, το όνομα Του το Άγιον, φυγαδεύονται των δαιμόνων οι φάλαγγες. Όταν ενθρονισθή μέσα καλά-καλά ο Χριστός, τότε υπάκουουν τα πάντα.
Έτσι και το κράτος της καρδιάς μας. Έχει μέσα εχθρούς· έχει επαναστάσεις· έχει λογισμούς· έχει πάθη και αδυναμίες· έχει τρικυμίες και ταραχές. Όλα εις την καρδίαν του ανθρώπου.
Διά να μπόρεση αυτό το κράτος της καρδιάς να καθησύχαση και να υποταχθή,
πρέπει να έρθη ο Χριστός, ο Βασιλεύς, με τις στρατιές του να κυρίευση το κράτος· να διώξη τον εχθρόν, τον διάβολον· να καθυποτάξη κάθε ανησυχία από πάθη και αδυναμίες· να βασιλεύση σαν αυτοκράτωρ, σαν παντοδύναμος. Τότε αυτό, κατά τους πατέρας, λέγεται καρδιακή ησυχία. Να βασιλεύη η προσευχή χωρίς να διακόπτεται. Η προσευχή να έχη δημιουργήσει την καθαρότητα και την ήσυχον καρδίαν».
Ο μεγάλος αγώνας του ανθρώπου είναι να επαναφέρη τον νουν, που μετεωρίζεται με τις αισθήσεις έξω εις τα κτίσματα, μέσα εις την καρδίαν μας, εις το ταμείον των λογισμών. Ο μεγαλύτερος διδάσκαλος εις τον άνθρωπον, διά το Ιερόν αυτό έργον, είναι η νοερά προσευχή. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία προσελκύεται διά της ευχής, μας διδάσκει όλα όσα χρειαζόμεθα.
Ο καλύτερος βοηθός, κατά την ώραν της εξόδου της ψυχής από τον κόσμον αυτόν, είναι η νοερά προσευχή. Διότι την ευχήν αυτήν θα χρησιμοποιή η ψυχή, εφ' όσον βέβαια την γνωρίζει. Η ψυχή θα είναι οπλισμένη με την δύναμη της προσευχής, με το ακαταμάχητον Όνομα του Χριστού, το όποιον τρέμουν οι δαίμονες και δεν μπορούν να πλησιάσουν την ψυχήν.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.
Προσπάθησε πάντα η ευχή του Ιησού Χρίστου να επενδύη όλα τα έργα σου· κάθε πνοή και κάθε νόημα. 
Ω τότε πόσο θα ευφραίνεται η καρδία σου! Πόσο θα χαίρεσαι, διότι θα ανεβαίνη ο νους εις τα ουράνια.
Διά τούτο μην αμελής να λέγης:
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.
Όταν ψάλης θα κατανοής τα ψαλλόμενα· θα έχης όρεξιν και φωνήν ικανήν και ταπείνωσιν διά να αποδίδης καθώς αρμόζει τα λόγια του Θεού.
Διά τούτο μην άδικης άλλο την ψυχήν σου, αλλά και ψάλλων λέγε ενδόμυχα την ευχήν·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Όταν εργάζεσαι ας μην απορροφάται όλη σου η δύναμις εις την εργασίαν, αλλά να λέγης -ψιθυριστά και την ευχήν. Τότε και τα έργα σου θα είναι ορθά, χωρίς λάθη, καθαρά από λογισμούς και η απόδοσις της εργασίας σου θα είναι μεγαλύτερα.
Λέγε λοιπόν την ευχήν του Ιησού Χρίστου, διά να ευλογούνται τα έργα σου·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Το Πνεύμα το Άγιον σκεπάζει την ψυχήν που εύχεται. Εισέρχεται μέχρι τα βάθη της ψυχής, ελέγχει όλον τον εσωτερικόν κόσμον της ψυχής και τον κατευθύνει προς το θέλημα του Θεού το Άγιον . Τότε μόνον η ψυχή έχει την δύναμιν να ειπή μαζύ με τον Προφήτην. «Ευλογεί η ψυχή μου τον Κύριον και πάντα τα εντός μου, το όνομα το Άγιον αυτού» (Ψαλ. 102, 1). Λέγε λοιπόν την ευχήν διά να έχης την σκέπην του Άγιου Πνεύματος.
Όταν το Πνεύμα το Άγιον καλύπτει την ψυχήν σου αισθάνεσαι μιά πληρότητα και μιά ταπείνωσιν. Δεν επηρεάζεσαι από την αδικία, την ειρωνεία ή τον επαίνον.
Ζης σε μιά ατμόσφαιρα πνευματική που δεν εισέρχεται εύκολα ο ιός της αμαρτίας. Ο πνευματικός ανακρίνει τα πάντα, αυτός δε υπ' ουδενός ανακρίνεται.
Το Πνεύμα το Άγιον σου δίδει άλλα μάτια και άλλην κρίσιν.
Λέγε συνεχώς την ευχήν, διά να ζης άνετα μέσα σε κάθε περιβάλλον·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Ως άνθος αμάραντον και δένδρον ευσκιόφυλλον πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων του Άγιου Πνεύματος γίνεται η ψυχή σου όταν λέγης·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Λέγε την ευχήν και άφησε την χάριν του Άγιου Πνεύματος να εισέλθη εις τα βάθη της ψυχής σου. Γίνε τότε άγρυπνος θυρωρός του οίκου της ψυχής σου και θεατής των ενεργειών του Άγιου Πνεύματος και λέγε μετ' ευφροσύνης·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Το Πνεύμα το Άγιον είναι η ευλογία όλου του κόσμου.
Το Πνεύμα το Άγιον είναι το φως και η ζωή της ψυχής, η όποια ανυμνεί και δοξολογεί από τα βάθη αυτής το Όνομα της Αγίας Τριάδος. Αμήν.

Απόσπασμα από το βιβλίο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Ιερά Μονή Καρακάλλου Άγιον Όρος
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη


orthodoxfathers.com

«Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας…»



Όποιος μετά προσοχής λέγει αυτή την προσευχή, αυθόρμητα φθάνει στο φόβο και τον τρόμο από τη συνείδηση της αναξιότητάς του να δεχθεί στη μολυσμένη ψυχή του το Άγιο Πνεύμα.

«Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας…». Αυτά τα λόγια σαν να ενθαρρύνουν την ψυχή, λέγουν ότι το Άγιο Πνεύμα που είναι Θεός, ένα πρόσωπο της αχωρίστου Αγίας Τριάδος, επιβλέπει σε όλους όσους ζουν στην γη και επικαλούνται το άγιο όνομα Του και είναι έτοιμο να βοηθήσει κάθε ψυχή και να προσφέρει παρηγοριά και ενίσχυση.
Βασιλεύ Ουράνιε! Εσύ βλέπεις πόσο άσχημα είμαι! Η ψυχή μου είναι αιχμάλωτη στα πάθη και τα ελαττώματα και δεν έχω δυνάμεις να πολεμήσω εναντίον τους. Νιώθω αδύναμος κάτω από το βάρος των αμαρτιών μου. Ποιος μπορεί να με σώσει και να με παρηγορήσει στην απελπιστική μου κατάσταση εκτός από Σένα Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας;

«Ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Με τα λόγια αυτά δυναμώνει στην ψυχή η ελπίδα, αυξάνεται η χαρά που δίνει η πίστη ότι το Άγιο Πνεύμα είναι παντού, γύρω μας, μας αγκαλιάζει εξωτερικά και εισέρχεται και στον εσωτερικό ναό μας, στην ψυχή μας. Οποιαδήποτε στιγμή κάλεσε το Άγιο Πνεύμα και Αυτό δεν θα καθυστερήσει να δώσει την αγαθή Του βοήθεια, να προσφέρει και να πληρώσει τα πάντα.
Βασιλεύ Ουράνιε! Συ είσαι η δύναμή μου και το στερέωμά μου! Δια σου ζωοποιούνται τα πάντα. Είσαι παντού και πληροίς τα πάντα. Πλήρωσε με χαρά και ευθυμία την ψυχή μου, με ελπίδα στη δική Σου Θεία βοήθεια.

«Ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός». Κάθε αγαθό και καλό συντελείται με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος. Όποιος με πίστη, ελπίδα και αγάπη, με όλη την καρδιά και την ψυχή του αναπνέει τον Θεό, παραμένει αδιάλειπτα στην προσευχή, στην ψυχή του ανθρώπου κατοικεί το Άγιο Πνεύμα, διότι Αυτός, ο θησαυρός των αγαθών, δίνει σε όλους ζωήν αιώνιον.
Βασιλεύ Ουράνιε! Δώσε μου ό,τι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μου: σταθερή πίστη, ελπίδα, αγάπη, αληθινή μετάνοια, ταπείνωση, υπακοή, υπομονή. Δίδαξέ μου κάθε αγαθό και άγιο. Δίδαξέ με να προσεύχομαι και εσύ ο Ίδιος προσευχήσου εντός μου.

«Ελθέ και σκήνωσον εν ημίν και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος». Η ψυχή που συναισθάνεται τη μηδαμινότητά της ενώπιον του Θεού, με βαθειά θλίψη και δάκρυα παρακαλεί στην προσευχή της: «Πνεύμα Άγιο, μη με αποστραφείς, μην απομακρυνθείς από μένα, μη βδελυχθείς την ακάθαρτη και δυσώδη καρδιά μου, αλλά έλα σε μένα και κατοίκησε μέσα μου, καθάρισέ με από κάθε κηλίδα και γλύτωσέ με από το βάρος των παθών».
Βασιλεύ Ουράνιε! Εκ των Θείων ομμάτων Σου τίποτε δεν μένει κρυφό. Εσύ βλέπεις όλα τα μυστικά της ψυχής μου και όλες τις κηλίδες της.Εσύ βλέπεις την αδυναμία μου στην πάλη κατά της αμαρτίας. Εσύ ο Ίδιος, το Πνεύμα το Άγιο, με την παντοδύναμή Σου χάρη καθάρισέ με από κάθε ακαθαρσία σαρκός και πνεύματος.

«Και σώσον, Αγαθέ, τας ψυχάς ημών». Με τα λόγια αυτά μια ακτίνα ελπίδας τρεμοσβήνει στη θλιμμένη ψυχή κι αυτή με την παρρησία της πίστεως και την ελπίδα στην ευσπλαχνία του Θεού παρακαλεί: «Σώσε με, Αγαθέ, Πνεύμα Άγιο, μη απορρίψεις εμέ το απολωλός πρόβατο της ποίμνης του Χριστού. Σώσε τον πνευματικό μου πατέρα με όλα τα πνευματικά του τέκνα και όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς. Δώσε μου τη χάρη, Κύριε, πάντοτε να αγαπώ τον κάθε πλησίον μου, όπως τον εαυτό μου και έχοντας αυτή την αγάπη ποτέ να μη νιώσω πικρία γι’ αυτούς και κάνω έργα του Διαβόλου.
Δώσε μου τη δύναμη, Πνεύμα Άγιο, να σταυρώσω τη φιλαυτία μου, την υπερηφάνειά μου, την φιλοκτημοσύνη μου, την ολιγοπιστία και τα υπόλοιπα πάθη. Ένα ας με χαρακτηρίζει: 
Η εις αλλήλους Αγάπη». 

Από το βιβλίο: 
«ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ


Πε­ρι της Χάριτος του Αγ. Πνεύματος. Τι είναι και πως ενεργεί



Δεν έφε­ρα τι­πο­τε μα­ζι μου στο Μο­να­στή­ρι, ε­κτος α­πο τις α­μαρ­τι­ες μου, και δεν ξε­ρω για­τι ο Κύ­ρι­ος μου ε­δω­σε, ε­νω ή­μουν α­κο­μη νε­α­ρος υ­πο­τα­κτι­κος, το­ση χα­ρη του Α­γι­ου Πνεύ­μα­τος, που γε­μι­σαν α­πο χα­ρη η ψυ­χή και το σώ­μα μου. Κι η­ταν η χά­ρη ο­μοι­α με τη χα­ρη των μαρ­τυ­ρων και το σω­μα μου δι­ψού­σε να πα­θει για τον Χρι­στο.
Δεν ε­ζη­του­σα ε­γω α­πο τον Κύ­ρι­ο Πνεύ­μα Α­γι­ο. Δεν ή­ξε­ρα πως υ­παρ­χει Πνεύ­μα Α­γι­ο, πως ερ­χε­ται στην ψυ­χη και πως ε­νερ­γεί στην ψυ­χη. Τω­ρα ο­μως χαί­ρο­μαι να γρα­ψω γι'; αυ­το.
Ω Πνεύ­μα Α­γι­ο, πο­σο Σε α­γα­πα η ψυ­χη! 
Ει­ναι α­δυ­να­το να σε πε­ρι­γρα­ψω, αλ­λα η ψυ­χη γνω­ρι­ζει τον ερ­χο­μο Σου και Συ δι­νεις ει­ρη­νη στο νού και γλυ­κυ­τη­τα στην καρ­διά.
Ο Κυ­ρι­ος ει­πε: «Μα­θε­τε απ' ε­μου την πρα­ο­τη­τα και την τα­πεί­νω­σιν και ευ­ρη­σε­τε α­να­παυ­σιν εις τας ψυ­χας υ­μων». Αυ­το το λε­γει ο Κυ­ρι­ος για το Α­γι­ο Πνεύ­μα. Μο­να­χα στο Α­γι­ο Πνεύ­μα βρι­σκει η ψυ­χη την τε­λει­α α­να­παυ­ση.
Κα­λο­τυ­χοι ε­μείς οι ορ­θο­δο­ξοι Χρι­στια­νοί, για­τι μας α­γα­πα πο­λυ ο Κυ­ρι­ος και μας δι­νει τη χα­ρη του Α­γι­ου Πνεύ­μα­τος. Καί με το Α­γι­ο Πνεύ­μα βλε­που­με τη δο­ξα του Κυ­ρι­ου. Γιά να φυ­λα­με ο­μως τη χα­ρη, ο­φεί­λου­με ν'; α­γα­που­με τους ε­χθρούς και σ'; ο­λες τις στε­νο­χω­ριες μας να ευ­χα­ρι­στού­με το Θε­ο.
Ο αν­θρω­πος, πριν δε­χθεί τη χα­ρη, ζεί και νο­μι­ζειπως ο­λα στην ψυ­χη του πα­νε κα­λα. Ο­ταν ο­μως τον ε­πι­σκε­φθεί η χα­ρη και μεί­νει με­σα του, βλε­πει τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κα τον ε­αυ­το του. Κι ο­ταν με­τα στε­ρη­θεί πα­λι τη χα­ρη, το­τε μο­νο κα­τα­λα­βαί­νει σε ποιά α­θλι­α κα­τα­στα­ση βρι­σκε­ται.
Ε­τσι, κι α­κο­μη πε­ρισ­σο­τε­ρο, υ­πο­φε­ρει και πο­νεί η ψυ­χη που ε­χα­σε τη χα­ρη του Α­γι­ου Πνεύ­μα­τος και σερ­νε­ται στη σκλα­βιά των κα­κων λο­γι­σμων. 
Ο­ποιος δεν γνω­ρι­ζει τη χα­ρη, δεν την ε­πι­ζη­τεί. Οι αν­θρω­ποι προ­σκολ­λη­θη­καν στη γη, και πολ­λοί δεν ξε­ρουν πως τι­πο­τα το γη­ι­νο δεν μπο­ρεί να συγ­κρι­θεί με τη γλυ­κυ­τη­τα του Α­γι­ου Πνεύ­μα­τος.
Η μα­να, ο­ταν πε­θα­νει, α­φη­νει τα παι­διά ορ­φα­να. Ο Κυ­ρι­ος ο­μως δεν μας α­φη­σε ορ­φα­νούς, αλ­λα μας ε­δω­σε τον Πα­ρα­κλη­το, το Πνεύ­μα το Α­γι­ο (Ι­ω­αν. Ιδ'; 16-18), και Αυ­το μας εμ­πνε­ει ν'; α­γα­που­με τον Θε­ο και να Τον πο­θού­με α­τε­λειω­τα.
Ω, πο­σο βα­ρει­α στε­νο­χω­ρι­ε­ται η ψυ­χη ο­ταν χα­σει την α­γα­πη και την παρ­ρη­σι­α προς τον Θε­ο! Με πο­νο καρ­διάς το­τε πα­ρα­κα­λεί: «Πο­τε θα Σε δω πα­λι, Κυ­ρι­ε, και θα γευ­θω την ει­ρη­νη και την α­γα­πη Σου;»
Για­τι θλι­βε­σαι, ψυ­χη μου, και χυ­νεις δα­κρυ­α; Μην τυ­χον λη­σμο­νη­σες τι σου ε­χα­ρι­σε ο Κυ­ρι­ος, πα­ρο­λο που α­ξι­ζες κα­θε τι­μω­ρι­α;
Ο­χι, δεν ε­λη­σμο­νη­σα το με­γα ε­λε­ος που ε­σκορ­πι­σε σε με­να ο Κυ­ρι­ος και θυ­μα­μαι τη χα­ρη του Α­γι­ου Πνεύ­μα­τος και την α­γα­πη του Κυ­ρι­ου.
Για­τι, λοι­πον, δα­κρυ­ζεις, ψυ­χη, α­φού γνω­ρι­ζεις το α­πε­ρι­γρα­πτο ε­λε­ος του Κυ­ρι­ου; Τι αλ­λο πε­ρισ­σο­τε­ρο θε­λεις α­πο τον Δε­σπο­τη;
Η ψυ­χη μου θε­λει να μην στε­ρη­θεί πο­τε τη χα­ρη του Κυ­ρι­ου. Η γλυ­κυ­τη­τα της χα­ρης συ­ρει α­κα­τα­παυ­στα την ψυ­χη μου προς την α­γα­πη του Πλα­στη μου.
Ο­ταν ε­λατ­τω­νε­ται στην ψυ­χη η χα­ρη, το­τε πα­λι αρ­χι­ζει αυ­τη να α­να­ζη­τα το ε­λε­ος του Κυ­ρι­ου. Η ψυ­χη τα­ρα­ζε­ται α­πο την τυ­ραν­νι­α των κα­κων λο­γι­σμων και κα­τα­φεύ­γει στον Κυ­ρι­ο, στον Πλα­στουρ­γο της, και πα­ρα­κα­λεί να της δω­σει πνεύ­μα τα­πει­νω­σε­ως, για να μη την εγ­κα­τα­λεί­πει η χα­ρη της α­δι­α­λει­πτης α­γα­πης του Ου­ρα­νι­ου Πα­τε­ρα.
Ο Κυ­ρι­ος α­πο­συ­ρει τη χα­ρη Του α­πο την ψυ­χη και ε­τσι, με το ε­λε­ος και τη σο­φι­α Του, ο­δη­γεί στην τα­πεί­νω­ση την ψυ­χη, για την ο­ποί­α α­πλω­σε με α­γω­νι­α τα χε­ρια Του στον Σταυ­ρο.
Πε­ρι­με­νει ο­μως να δεί­ξει η ψυ­χη την προ­αι­ρε­ση της στον α­γω­να κα­τα των ε­χθρών, μο­νη ο­μως η ψυ­χη δεν ε­χει δυ­να­μεις για να νι­κη­σει. Γι'; αυ­το ζη­τω με δα­κρυ­α α­πο τον Κυ­ρι­ο: «Κυ­ρι­ε, Συ βλε­πεις πο­σο α­σθε­νι­κι­α ει­ναι η ψυ­χη μου, ο­ταν στε­ρη­θεί τη χα­ρη Σου. Συ, το Φως και ο Πα­τε­ρας μας, δω­σε μας τον α­γι­ο φο­βο Σου, για να Σε α­γα­που­με ο­πως Σε τρε­μουν και Σε α­γα­πούν τα Χε­ρου­βείμ».
Ο αν­θρω­πος αφ' ε­αυ­του του ει­ναι α­νι­κα­νος να τη­ρη­σει τις εν­το­λες του Θε­ου και γι'; αυ­το ε­λε­χθη: «Αι­τεί­ται και δο­θη­σε­ται». Καί αν δεν πα­ρα­κα­λού­με, βα­σα­νι­ζου­με μο­νοι μας τον ε­αυ­το μας και χα­νου­με τη χα­ρη του Α­γι­ου Πνεύ­μα­τος. Καί η ψυ­χη χω­ρις τη χα­ρη τα­ρα­ζε­ται για πολ­λα πραγ­μα­τα, για­τι δεν εν­νο­ει το θε­λη­μα του Θε­ου.
Γιά να ε­χει τη χα­ρη, πρε­πει να ει­ναι εγ­κρα­της σε ο­λα ο αν­θρω­πος: στις κι­νη­σεις, στην ο­μι­λι­α, στην ο­ρα­ση, στους λο­γι­σμούς, στην τρο­φη. Γιά κα­θε ει­δους εγ­κρα­τει­α βο­η­θα­ει η με­λε­τη του λο­γου του Θε­ου, ο­πως λε­ει η Γρα­φη: «ουκ επ'; αρ­τω μο­νω ζη­σε­ται ο αν­θρω­πος, αλλ'; ε­πι παν­τι ρη­μα­τι εκ­πο­ρευ­ο­με­νω δι­α στο­μα­τος Θε­ου».
Κα­λο­τυ­χος ο­ποιος δεν ε­χα­σε τη χα­ρη του Θε­ου, αλ­λα α­νε­βαί­νει α­πο δυ­να­μη σε δυ­να­μη. Ε­γω ο­μως ε­χα­σα τη χα­ρη, αλ­λα ο Κυ­ρι­ος με σπλα­χνι­στη­κε και μου ε­δω­σε να γευ­θω α­κο­μη με­γα­λυ­τε­ρη χα­ρη μο­νο κα­τα το ε­λε­ος Του. 
Χω­ρις τη χα­ρη του Θε­ου ει­μα­στε ο­μοι­οι με τα ζω­α, αλ­λα με τη χα­ρη ο αν­θρω­πος ει­ναι με­γας κον­τα στον Θε­ο.
Οι αν­θρω­ποι ε­κτι­μούν υ­περ­βο­λι­κα τις γη­ι­νες ε­πι­στη­μες η τη γνω­ρι­μι­α με κα­ποιον ε­πι­γει­ο βα­σι­λιά, και χαί­ρον­ται ο­ταν κα­νουν πα­ρε­α μα­ζι του -;αλ­λα α­λη­θι­να με­γα­λο ει­ναι μο­νο το να γνω­ρι­ζου­με με το Α­γι­ο Πνεύ­μα τον Κυ­ρι­ο και το θε­λη­μα Του. 
Με το Πνεύ­μα το Α­γι­ο ε­γνω­ρι­σε η ψυ­χη μου τον Κυ­ρι­ο και γι'; αυ­το ει­ναι ευ­κο­λοι και ευ­χα­ρι­στο για με­να να Τον σκε­φτο­μαι, Αυ­τον και τα ερ­γα Του. Χω­ρις ο­μως το Α­γι­ο Πνεύ­μα, η ψυ­χη πα­ρα­με­νει σαν νε­κρη, ε­στω κι αν ε­μα­θε ο­λο τον κο­σμο.
Αν ή­ξε­ραν οι αν­θρω­ποι τι ει­ναι η πνευ­μα­τι­κη ε­πι­στη­μη, θα εγ­κα­τε­λει­παν τις γη­ι­νες ε­πι­στη­μες και τε­χνες και θα ζη­του­σαν μο­νο τον Κυ­ρι­ο. Το θεί­ο καλ­λος Τού αιχ­μα­λω­τι­ζει την ψυ­χη και αυ­τη πο­θεί να πα­ρα­με­νει αι­ω­νι­α μα­ζι Του, και δεν ζη­τα, τι­πο­τα αλ­λο και θε­ω­ρεί ο­λα τα βα­σι­λει­α της γης σαν συν­νε­φα που πε­ρι­φε­ρον­ται στον ου­ρα­νο.
Ο Κυ­ρι­ος ει­πε: «Ε­γω εν τω Πα­τρι και ο Πα­τηρ εν ε­μοί ε­στι» και «υ­μείς εν ε­μοί κα­γω εν υ­μιν» (Ι­ω­αν. ιδ΄10, 20).
Πο­σο με­γα­λο ε­λε­ος! Ο Κυ­ρι­ος θε­λει να βρι­σκο­μα­στε κον­τα σ'; Αυ­τον και στον Πα­τε­ρα, και η ψυ­χη μας αι­σθα­νε­ται πως ο Κυ­ρι­ος ει­ναι κον­τα μας.
Αλ­λα τι ε­χου­με κα­νει, Κυ­ρι­ε, για Σε­να η σε τι Σε ευ­χα­ρι­στο­η­σα­με, ω­στε να θε­λεις να ει­σαι με­σα μας και ε­μείς κον­τα Σου; Ε­μείς Σε σταυ­ρω­σα­με με τις α­μαρ­τι­ες μας και Συ θε­λεις να ει­μα­στε μα­ζι Σου; Ω, πο­σο με­γα­λο ε­λε­ος ε­δει­ξες σ'; ε­με­να! Σ'; ε­με­να, που μου α­ξι­ζει ο α­δης και τα βα­σα­να του,
Ε­συ δι­νεις τη χα­ρη του Α­γι­ου Πνεύ­μα­τος.
Κι αν ε­δω­σες σ' ε­με τον α­μαρ­τω­λο τη χα­ρη να Σε γνω­ρι­σω με το Α­γι­ο Πνεύ­μα, το­τε Σε ι­κε­τεύ­ω, Κυ­ρι­ε, να δω­σεις να Σε γνω­ρι­σει ο­λος ο κο­σμος.

Αγ. Σι­λου­α­νού του Αθωνίτη



«ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΑ ΚΑΘΕΤΑΙ ΕΝΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΩΣ ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΤΩΝ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΠΛΗΓΕΣ……..»



«Ήρθε μια γιαγιά», έλεγε ο Γέροντας (μακαριστός π. Ιάκωβος Τσαλίκης), «και μου είπε ότι πήγε ν΄ ανάψει τα καντήλια σ΄ ένα από τα ξωκκλήσια του χωριού της ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή. Από γυναικεία περιέργεια έβαλε το κεφάλι της από το πορτάκι και κοίταξε μέσα στο Ιερό. Βλέπει τότε πάνω στην Αγία Τράπεζα, να κάθεται ένα παλικάρι ως τριάντα χρονών που είχε πληγές στις παλάμες του και στα πόδια του και μια πληγή στο πλευρό του, και από τις πληγές έτρεχαν αίματα. Κατάπληκτη η γιαγιά του λέει :
- Ποιός είσαι εσύ και πώς τολμάς και κάθεσαι πάνω στην Αγία Τράπεζα ;
Τότε της απαντάει αυτός :
- Εγώ πάντα εδώ κάθομαι, γιατί εδώ είναι η θέση μου.
Τότε η γιαγιά του λέει :
Ποιός σε πλήγωσε τόσο ;
Και της απαντάει :
- Εσύ με πλήγωσες με τις αμαρτίες σου.

Αξιώθηκε η γιαγιά και είδε τον Κύριο επειδή ήταν εν μετανοία».


ΕΝΑΣ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ, Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ π. ΙΑΚΩΒΟΣ, 
εκδ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ ΓΕΡΟΝΤΟΣ, 
ΡΟΒΙΕΣ ΕΥΒΟΙΑΣ 1993, σ. 79.

Το αληθινό και το κίβδηλο



Για εμάς τους Ορθοδόξους, οι ''αδελφικοί'' εναγκαλισμοί, οι συμπροσευχές και οι κοινές διακηρύξεις του Οικουμενικού Πατριάρχη με τον πάπα, δεν είναι θέμα πολιτικό ή κοινωνικό. Ούτε είναι θέμα θρησκευτικό, όπως συνηθίζεται να λέγεται. Είναι ζήτημα που αφορά στην γνησιότητα και ακεραιότητα της Πίστης μας. Συνεπώς, πάνω απ' όλα, είναι θέμα Εκκλησιαστικό.
Και ποια είναι η διαφορά του θρησκευτικού από το Εκκλησιαστικό; 
Δεν είναι το ίδιο πράγμα;

1ον) 
Το Εκκλησιαστικό Γεγονός έχει να κάνει με την οντολογία του ανθρώπου, δηλαδή με τους λόγους και τον σκοπό της υπάρξεώς του. Ενώ, αυτό που λέμε θρησκεία, συνιστά εκφύλιση του Εκκλησιαστικού γεγονότος προς την κατεύθυνση του συναισθήματος.

2ον) 
Ο πιστός μέσα στην καρδιά του έχει την ελπίδα. Ενώ ο θρησκευόμενος λέει ότι είναι αισιόδοξος. Η ελπίδα είναι συστατικό της εκκλησιαστικής μας ζωής και αναφέρεται σε Θεόν ζώντα. Ενώ η αισιοδοξία είναι προϊόν ψυχολογικών διεργασιών και σχετίζεται με το εγώ.

3ον)
Η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, προσφέρει στον άνθρωπο σωτηρία από την φθορά και τον θάνατο. Ενώ η θρησκεία, ως εκκοσμίκευση του Εκκλησιαστικού Γεγονότος, συνιστά απλά και μόνον μία φτηνή και εντελώς επιπόλαια ψυχολογική αναπλήρωση.

4ον) 
Το έργο της σωτηρίας, μέσα στην Εκκλησία, βασίζεται στην Θεία Χάρη και οι πιστοί από την πλευρά τους καλούνται, οικειοθελώς, να προσφέρουν την ταπείνωση και την υπακοή τους στο θέλημα του Θεού.
Ενώ αντίθετα η θρησκεία, ως συναισθηματική παραφθορά της αποκαλυμμένης Αλήθειας, έχει εγωϊσμό και ανθρωπαρέσκεια: Ζητάει αγώνες ηθικούς, απορρίπτει την Θεία Χάρη και θεοποιεί τον ανθρώπινο παράγοντα. 

5ον) 
Η Εκκλησία έχει ασκητική και φιλότιμο. Ενώ η θρησκεία έχει καλές πράξεις και αναμονές θεϊκών ανταποδόσεων γι' αυτές.

6ον)
Η Εκκλησία έχει απλότητα και το πολίτευμά της δεν είναι πολίτευμα αυτού του κόσμου. Ενώ η θρησκεία έχει επίδειξη, δημόσιες σχέσεις και διαπλοκή με την εξουσία.

7ον) 
Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο. Η θεραπευτική της ορίζεται με ακρίβεια από αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, από το ιερό Πηδάλιο και από την Παράδοση των Αγίων Πατέρων. Διέπεται, δηλαδή, από Ιερούς Κανόνες, σταθερούς και αιωνίους. 
Ενώ η θρησκεία, ως προϊόν ανθρώπινης επινόησης και όχι ως Πίστη εξ αποκαλύψεως, αδυνατεί να θεραπεύσει τον Άνθρωπο. Βάζει στην άκρη την Πατερική Παράδοση και εφαρμόζει το γνωστό ''ο σκοπός αγιάζει τα μέσα''. Δικαιολογεί, δηλαδή, διαφορετικές κατά περίπτωση συμπεριφορές, ανάλογα με πεποιθήσεις προσωπικές, ανάλογα με εφήμερα οικονομικά ή γεωπολιτικά συμφέροντα, ανάλογα με την βούληση των εκάστοτε ισχυρών.

8ον) 
Στην Εκκλησία συμπορεύεσαι με αμαρτωλούς αγωνιστές της Αγιότητας. Ενώ στην θρησκεία συναντάς αυτοείδωλα.

9ον) 
Η Εκκλησία περιλαμβάνει, ως μέλη της, πρόσωπα αυτεξούσια και ελεύθερα. Ενώ στην θρησκεία καταργείται η έννοια του προσώπου και στρατεύονται μαζί της άτομα υποταγμένα σε ''βεβαιότητες'' ασφάλειας και κέρδους.

Άλλο πράγμα λοιπόν η θρησκεία και άλλο η Πίστη των Ορθοδόξων.

Άλλο πράγμα οι στημένες οικουμενιστικές θρησκευτικές παραστάσεις και άλλο το ανόθευτο Εκκλησιαστικό γεγονός, που εμπειρικά γεύονται, εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, οι Άγιοί μας. 
Σήμερα στην Ελλάδα, οι περισσότεροι από εμάς τους Ορθοδόξους, φαίνεται ότι πάψαμε πλέον να βιώνουμε την γνησιότητα της Εκκλησιαστικής Πνευματικής ζωής. 
Η Ορθόδοξη Εκκλησιαστική μας συνείδηση έχει αμβλυνθεί σε τέτοιο βαθμό, που στην ουσία απλώς θρησκεύουμε.
Να γιατί, κλήρος και λαός, φερόμαστε, όπως φέρονταν και οι πρόγονοί μας λίγο πριν από την Άλωση: 
Συμμετοχική παρουσία παπικών αξιωματούχων σε εσπερινούς και Λειτουργίες μέσα στο Φανάρι, πατριαρχικές συμπροσευχές και ''αδελφικοί'' εναγκαλισμοί με τον πάπα, συναντήσεις επί συναντήσεων παπικών και Ορθοδόξων ''θεολόγων'', ανταλλαγές δώρων και τιμητικών διακρίσεων μεταξύ προσκεκλημένων της ''αγίας έδρας'' και ημετέρων επισκόπων, αναφορές σε ''διαιρέσεις'' της Εκκλησίας και όχι σε αιρέσεις και σχίσματα, αναγνώριση ''αδελφών Εκκλησιών'' και πάει λέγοντας.
Τότε, πηγαίναμε μαζί τους από ανάγκη (πολιορκία της Πόλης από τους Τούρκους).
Τώρα, τρέχουμε από πίσω τους εν ονόματι τάχα της αγάπης.
Τότε, θρηνήσαμε μιαν Άλωση.
Τώρα, τί μας περιμένει;

Φώτης Μιχαήλ
6/6/2014

Προσοχή από τας νεωτέρας διδασκαλίας!


Προσοχή ἀπό τάς νεωτέρας διδασκαλίας!
(Πατερικές νουθεσίες ἀπό ἐπιστολές)
Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος α΄


Μετά πατερικῆς ἀγάπης
καί εὐχῶν ἐγκαρδίων Ἀρχιμ. Φιλόθεος

23-1-1969...Μεταξύ τῶν πολλῶν πληγῶν καί μαστίγων, αἱ ὁποῖαι μαστίζουν τό ἑλληνικόν ἔθνος, μία μάστιξ εἶναι ὁ πνευματικός λιμός...Ὅ,τι κάμνει εἰς τό σῶμα ὁ ὑλικός ἄρτος, τό ὅμοιον κάμνει εἰς τήν ψυχήν ὁ πνευματικός ἄρτος. Τό σῶμα χωρίς ἄρτον ἀποθνήσκει.




Δῶσε Κύριε νά εἴμαστε μαζί Σου, 
στό δικό Σου στρατόπεδο 
καί ὄχι μέ τόν Διάβολο!


Τόν πνευματικόν ἄνθρωπον οἱ πλεῖστοι τῶν σημερινῶν διδασκάλων καί κηρύκων τόν διαστρέφουν. Καί ἐξ ὑμῶν προεῖπεν ὁ Θεοκῆρυξ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦνες διεστραμμένα· ἐξ ὑμῶν τῶν διαδόχων ἡμῶν τῶν Ἀποστόλων. Εἰς τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, τήν διδασκαλίαν οἱ πλεῖστοι, ἐκτός ὀλίγων ἐξαιρέσεων, χύνουν τό δηλητήριον καί δηλητηριάζουν πολλῶν πιστῶν τάς ψυχάς μέ τάς νεωτέρας διδασκαλίας, τάς ὁποίας εἰσαγάγουν εἰς τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ (βλέπε μεταπατερική θολολογία...)...Προσέχετε ἀπό τῆς ζύμης τῶν σημερινῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων. Μή σαλευθῆτε, ἀλλ' ἐμένετε στερεοί εἰς τήν Ὀρθόδοξον πίστιν και τάς ἱεράς παραδόσεις, διά νά λάβετε ὠς μισθόν τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
Τούς λαλοῦντας διεστραμμένα καί πολεμοῦντας τήν ὀρθόδοξον πίστιν, ἐναντιουμένους δέ εἰς τάς Ἀποστολικάς καί Πατερικάς παραδόσεις, ὁ Κύριος θά διασκορπίσῃ καί θά συντρίψῃ ὡς σκεύη κεραμέως.

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Ἐκδόσεις: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

Για τον Οικουμενισμό και για την Ενωμένη Ευρώπη



Ο Γέρων Αθανάσιος Μυτιληναίος για τον Οικουμενισμό και για την Ενωμένη Ευρώπη.

Να ξέρετε ότι ο Οικουμενισμός είναι ο τελευταίος πρόδρομος του Αντιχρίστου· διότι όταν θα γίνη μία ισοπέδωσις θρησκευτική και πολιτική – κυβερνητική, θα υπάρξη ένας μόνον που θα κυβερνήση τον κόσμον, αυτός ο ένας, κατά την Αγίαν Γραφήν και τους Πατέρες, θα είναι ο Αντίχριστος. Παράλληλα έρχονται τα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, που είναι προϊόν των Εβραίων και ανεξάρτητα από την Αγία Γραφή, να επιβεβαιώσουν την θέση των Πατέρων.
Έτσι ο Οικουμενισμός, χωρίς περιστροφές, χαρακτηρίστηκε από τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής μας, όπως από τον μακαρίτην πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς, Σέρβο, αλλά και από άλλους επιφανείς θεολόγους, αντίχριστον σύστημα.
Έτσι και ο Ναβουχοδονόσορ θέλησε να δημιουργήσει έναν θρησκευτικόν οικουμενισμόν. Βλέπει δηλαδή κανένας ότι οι ρίζες των πραγμάτων που επιχειρούνται στην εποχή μας δεν είναι καινούργιες, είναι παλιές και πολύ βαθειές, ανήκουν μέσα στην Ιστορία. 
Αλλά ο Ναβουχοδονόσορ ήθελε να επιτύχη και κάτι άλλο· ήθελε να επιτύχη μίαν εθνική ενότητα, η οποία θα επιτυγχάνονταν αν όλοι οι υπό την κατοχήν του λαοί λάτρευαν τον θεόν Μαρδούχ…
Ξέρουμε ότι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες θεοποιούσαν τον εαυτόν τους. Η θεοποίησίς των δεν είχε απλώς θρησκευτικόν χαρακτήρα, αλλά και πολιτικόν· διότι μόλις ανακηρύσσετο ένας αυτοκράτωρ, αμέσως έφτιαχναν αγάλματά του σ’ όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια, και διετάσσοντο όλοι, οι υπό την κατοχήν λαοί να προσκυνούν το άγαλμα του θεού αυτοκράτορος και να προσφέρουν εις αυτό θυσίες. Γιατί; Χάριν πολιτικής ενότητος. Είναι κάτι ανάλογο που σήμερα συμβαίνει με την Ε.Ο.Κ.. Προσέξετε να ιδήτε.
Σας είπα ότι αυτά δεν είναι καινούργια πράγματα αλλά πολύ πολύ παλιά. 
Η Ε.Ο.Κ. είναι ένας οικονομικός οργανισμός. Φαινομενικά είναι κάτι τέτοιο, ενώ στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ περισσότερο. 
Αν ανοίξετε την παλιά εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού θα βρείτε ένα πολύ μεγάλο άρθρο – δυο-τρεις σελίδες μεγάλες – που αναφέρεται σ’ αυτήν την απόπειρα της Ηνωμένης Ευρώπης, ευθύς μετά τον πρώτον παγκόσμιον πόλεμον. Ξεκινάει με χαρακτήρα οικονομικό αλλά αποβλέπει τελικά στην δημιουργία μιας πολιτικής ευρωπαϊκής ενότητας.
Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας γεωργικός συνεταιρισμός συλλογής σιταριού και όλοι οι παραγωγοί παραδίδουν το σιτάρι τους σ’ αυτόν. Φαντασθείτε τώρα ο συνεταιρισμός – πέραν του σκοπού ιδρύσεώς του – ν’ αρχίση να ορίζη για όλους τους συνεταιριζόμενους έναν κοινό τρόπο ζωής. 
Η ενέργεια αυτή δεν θα σας φαίνονταν παράξενη και αδιανόητη; 
Ασφαλώς ναι, γιατί, ενώ άλλα προβλέπει το καταστατικό, άλλα τους ζητιούνται στη συνέχεια, που αφορούν την προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή τους, πράγμα που ούτε ενέκριναν ούτε υπέγραψαν.
Και μπορεί ο γεωργικός συνεταιρισμός να μην παρεκκλίνη από τους οικονομικούς προσανατολισμούς, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον οικονομικό συνεταιρισμό που λέγεται Ε.Ο.Κ. Βλέπεις να έρχεται και να λέει στη Βουλή των Ελλήνων να εισάγη αυτόν τον νόμο, ή εκείνον ή τον άλλον… 
Φερ’ ειπείν: οι Χιλιασταί θα κινούνται έτσι, οι ομοφυλόφιλοι – με το συμπάθειο – έτσι… 
Γι’ αυτά θα γίνη νόμος και θα αμνηστευθούν η μοιχεία, οι αμβλώσεις και οι εκτρώσεις. Κανένας δεν θα καταδικάζεται (γιατρός, ζευγάρια) κι ας συνέπραξαν στο έγκλημα.
Και όλα αυτά γιατί; Για να έχωμε προσαρμογή με την Ευρώπη από νομοθετικής πλευράς, λένε. Γιατί; Για ποιόν λόγο; Έτσι πρέπει!
Αν θέλουμε να ‘χωμε Ενωμένη Ευρώπη πρέπει να σκεφτόμαστε όλοι το ίδιο!


ΟΙ «ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ» ΕΛΛΗΝΕΣ


«Θα έρθη ο καιρός που θα διευθύνουν τον κόσμο τα άλαλα και τα μπάλαλα» 
ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ

Η «ευτυχία» περισσεύει σε αυτή την χώρα ειδικά μετά τις τελευταίες εκλογές όπου όλος ο κόσμος «ανακουφίστηκε» γιατί δεν άλλαξε τίποτα και γιατί οι μεγάλοι «εθνοσωτήρες» του θα εξακολουθήσουν ανενόχλητοι το «σωτήριο» έργο τους να σώσουν αυτόν τον λαό που… πέφτει στον γκρεμό για χάρη τους. Τέτοιοι «σωτήρες» αξίζουν τα πάντα και αυτή η χώρα-πειραματόζωο, θα προσφέρει στον κόσμο το παγκόσμιο παράδειγμα της σωτηρίας δια της… αυτοκτονίας!
Είναι τόσο ωραία όλα σε αυτή την χώρα, ο ήλιος λάμπει λαμπρός, τα «σαΐνια» των κεντρικών δελτίων ειδήσεων αλωνίζουν ευτυχισμένα γιατί παραμένουν ακλόνητοι να συνεχίσουν το θεάρεστο έργο τους στους έκθαμβους θεατές τους, οι πολιτικοί σωτήρες χαμογελούν με ανακούφιση καθώς για μια στιγμή φοβήθηκαν ότι θα ταρακουνηθούν από τις καρέκλες τους αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα, οι ρασοφόροι υποκριτές πρωτοστατούν στο να κρατήσουν το ποίμνιο «εν ύπνω» και να μην αντιδρά γιατί αυτό αντίκειται, όπως κηρύττουν από τον άμβωνα, στον «καλό χριστιανό» που δεν πρέπει να μιλά όταν βλέπει να του παίρνουν το σπίτι και να καίνε την πατρίδα του.
Αλήθεια τι ευτυχία ξεχειλίζει σε αυτή την χώρα! «Αλήθεια πατέρα γιατί χαμογελά και χαίρεται όλος ο κόσμος;». Οι φυλακές γεμίζουν από ανέργους φοροφυγάδες γιατί δεν έχουν πια άλλα λεφτά να πληρώσουν στην εφορία, οι «πολιτικοί σωτήρες» με τις παχιές τσέπες και τις «χοντρές κοιλιές» καμαρώνουν γιατί κατάφεραν να οδηγήσουν τον ελληνισμό στον καινούργιο αιώνα μέσα από τα σίδερα της «σωτήριας» φυλακής του. Αλήθεια τι ευτυχία κατακλύζει αυτή την χώρα όπου οι διανοούμενοι ασχολούνται με το ποια είναι η πιο όμορφη ευρωβουλευτίνα, με το πόσο ένα εθνικός ποδοσφαιριστής-ήρωας θα εκπροσωπήσει την χώρα μας στο ευρωκοινοβούλιο κάνοντας… απίθανες ντρίπλες, με τους δικαστές μας να ευλογούν και να λιβανίζουν όλη αυτή την «ευτυχία», τις πονηρές παραγραφές όλων των πολίτικων εγκλημάτων και έχουν τόσο μεγάλη χαρά που οι νόμοι γίνονται… κολ..αρτα και έτσι απαλλάσσονται από το…κοπιαστικό έργο τους!
Μεθαύριο οι τουρκικές φρεγάτες, που συνηθίζουν πλέον να κάνουν κρουαζιέρες έξω από το Σούνιο προς δόξα του ανερχόμενου ελληνικού τουρισμού, θα αποβιβάσουν τους Τούρκους κομάντος-τουρίστες στην Αττική και οι ευτυχισμένοι Νεοέλληνες θα τρίβουν τα χέρια του γιατί θα υπολογίζουν ότι έτσι θα αυξηθούν τα… τουριστικά έσοδα και η οικονομία θα αναπτυχτεί ακόμα πιο πολύ. Μεθαύριο οι αριστεροί και οι δεξιοί της δυτικής Θράκης θα επιβάλουν, χάριν της «προόδου», σε όλο τον κόσμο της περιοχής να μαθαίνει υποχρεωτικά τουρκικά γιατί η γλωσσομάθεια είναι μεγάλο προσόν και στους σημερινούς καιρούς επιβάλλεται να μάθουν μια γλώσσα που σημειωτέον την μιλούν πάνω από εκατό εκατομμύρια. Μεθαυρίο θα διδάσκουν υποχρεωτικά στα σχολεία αυτής της ευτυχισμένης χώρας πως πρέπει να προσκυνάμε τον Αλλάχ, γιατί δεν θα πρέπει να προσβάλουμε τα εκατομμύρια μουσουλμάνων που μας έκαναν την «χάρη» να έρθουν στην χώρα μας και να μας διδάξουν τον πολιτισμό τους. Μεθαύριο θα επιβληθεί στα μικρά ελληνόπουλα υποχρεωτικά το μάθημα για την ομοφοβία, να μαθαίνουν υποχρεωτικά το πως συμπεριφέρονται οι λέσβιες και το πως μπορούμε να αλλάξουμε φύλο γιατί ο «πολιτισμός» προχωρεί και δεν πρέπει να μένουμε πίσω σε όλες αυτές τις σημαντικές αλλαγές. Μεθαύριο οι ρασοφόροι υποκριτές θα ντυθούν με τα παρδαλά άμφια της παπικής αίρεσης και θα χαμογελούν σαν παρδαλά κοκόρια ευτυχισμένοι γιατί ο μεγάλος αρχιερέας τους, σαν λύκος με ένδυμα προβάτου, ευτυχισμένος θα έχει επιτύχει αυτό που δεν «κατάφεραν» επί τόσους αιώνες οι προκάτοχοι του, να ενώσει την «ιδιοκτήτη εκκλησία» του με τους σταυροφόρους που κατέστρεψαν και λεηλάτησαν την ίδια την Κωνσταντινούπολη.
Είναι τόσο μεγάλη η ευτυχία αυτής της χώρας που έτυχε να λέγετε Ελλάδα, (οι συνωνυμίες με άλλες περιπτώσεις κάποιας χώρας με τόσο μεγάλη ιστορία είναι απλώς τυχαίες), που πραγματικά μας… πνίγει. Είναι τόσο μεγάλη η ευτυχία αυτής της χώρας, που οι κάτοικοι της αποφάσισαν να ξεχάσουν την γλώσσα, την θρησκεία, ακόμα και την ταυτότητα τους, προς χάριν της «προόδου» και της «σωτηρίας» τους. Είναι η ευτυχία μιας χώρας όπου η προδοσία είναι εθνικό προτέρημα και αμείβεται πλουσιοπάροχα, όπου οι κάτοικοι της είναι υπερήφανοι που κατάργησαν την ιστορία τους που παράδωσαν την εθνική τους κυριαρχία στους ξένους σύγχρονους σταυροφόρους, που δόξασαν τον «έξω από εδώ» στην θέση του Θεού του αναχρονιστικού παρελθόντος τους. Είναι τόσο μεγάλη η ευτυχία των κατοίκων αυτής της χώρας, που.. δεν χώρεσε να την αναγράψουν με χρυσά γράμματα πάνω από το μνημείο, δηλαδή πάνω από το… μνήμα της ευτυχίας τους ! Είμαστε άραγε τόσο ευτυχισμένοι ;


ΥΓ. Όταν κάποτε διάβαινες την νύχτα τα σύνορα στον Έβρο έχοντας πίσω σου τους τζανταρμάδες και πατούσες ξανά το πόδι σου στα ευλογημένα χώματα της πατρίδας σου, έσκυψες ταπεινά και τα ασπάστηκες. Σήμερα αναρωτιέσαι, για ποιον έτρεχες τότε ;

Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης, Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος


«ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ, ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ, Η ΑΠΟΚΤΕΝΝΟΥΣΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΦΗΤΑΣ ΚΑΙ ΛΙΘΟΒΟΛΟΥΣΑ ΤΟΥΣ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥΣ…» (Ματθ. κγ´, 37-38)

Θλίψιν καί ἀγανάκτησιν προξενεῖ εἰς τήν ψυχήν ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος ἀπευθύνεται εἰς τήν Ἱερουσαλήμ, δηλαδή εἰς τούς κατοίκους τῆς προφητοκτόνου πόλεως. Ἐάν ὅμως ἐξετάσωμε καί δοῦμε γιά ποῖον λόγον ἐλέχθη ἡ φρᾶσις αὐτή, θά διαπιστώσωμε ὅτι κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά ἐμᾶς σήμερα.
Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι πράγματι πολύ συγκινητικά καί ἀποκαλύπτουν θλίψι, πόνο, ἀλλά καί τήν εὐαισθησία τοῦ Ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ. Καί τοῦτο διότι ἡ καρδιά τοῦ Θεανθρώπου ξεχείλιζε ἀπό ἀγάπη καί στοργή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Χριστός παρομοιάζει τόν ἑαυτόν Του μέ ὄρνιθα «ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγεῖν τά τέκνα σου ὅν τρόπον σου ἐπισυνάγει ὄρνις» (Ματθ. κγ´, 37). 
Ἡ ὄρνις εἶναι πολύ θερμή καί στοργική πρός τά μικρά της. Ὅπως δέ μᾶς διδάσκουν οἱ φυσιοδῖφες, ὅταν ἡ ὄρνις ἀντιλαμβάνεται ἐπερχόμενο κίνδυνο - γεράκι, φίδι, ἤ κάτι παρόμοιο -, ἀναστατώνεται, κράζει τά πουλάκια της καί σπεύδει ἀμέσως νά τά μαζεύσῃ καί νά τά σκεπάσῃ «ὑπό τάς πτέρυγάς» της, κάτω δηλαδή ἀπό τίς φτεροῦγες της. Καί εἶναι τόσο συγκινητικό ὅταν βλέπῃ κάποιος πώς εἶναι ἕτοιμη νά τά προστατεύσῃ καί νά τά σώσῃ μέ κίνδυνο τῆς ἰδικῆς της ζωῆς.
Εἰς τήν Παλαιά Διαθήκη, καί συγκεκριμένα εἰς τό Δευτερονόμιο, ὁ Θεός παρομοιάζεται μέ ἀετό πού ἀγαπάει περιπαθῶς τούς νεοσσούς του, σκεπάζει τήν φωλιά του καί, ὅταν χρειασθῇ, ἁπλώνει τίς μεγάλες του φτεροῦγες καί τούς βάζει ἐπάνω γιά νά τούς σώσῃ (Δευτ. λβ', 11) [1]. 
Κάνει δηλαδή ἐκεῖνο πού ἔκανε ὁ Θεός γιά νά σώσῃ, παρά πᾶσαν ἀνθρωπίνην ἐλπίδα, τούς Ἰσραηλίτας ἀπό τούς ἐχθρούς τους. Παρά τίς τόσες ὅμως ἐπαναλαμβανόμενες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πρός τούς Ἰσραηλίτας καί τήν ἀκαταμάχητη προστασία Του κάτω ἀπό τήν Παντοκρατορική Του σκέπη, ὁ ἀχάριστος αὐτός λαός τοῦ Ἰσραήλ, πού μέ τήν ὅλη του στάσι προσωποποιεῖ τήν ἀγνωμοσύνη, δέν ἀνταποκρίθηκε οὔτε εἰς τό ἐλάχιστο εἰς ἐκείνην τήν Θεϊκή ἀγάπη.
Μελετῶντας κανείς τήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ μέσα ἀπό τίς σελίδες τῆς Βίβλου, θαυμάζει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀφ᾽ ἑνός, καί ἀφ᾽ ἑτέρου μένει ἔκπληκτος γιά τήν περιφρόνησι αὐτῆς τῆς Θείας προστασίας ἡ ὁποία κατήντησε τελικῶς παραφροσύνη. Γι᾽ αὐτό καί ἐπειδή οἱ ἴδιοι οἱ ἀγνώμονες Ἰουδαῖοι δέν Τόν θέλησαν, ὁ Χριστός ἀπέσυρε τήν εὔνοιά Του καί τούς ἐγκατέλειψε εἰς τίς ἄγριες διαθέσεις τῶν ἐχθρῶν των. Οἱ Ρωμαῖοι μέ τίς "σιδερένιες" τους λεγεῶνες πίπτουν ἐπάνω εἰς αὐτούς ὡς γῦπες καί κόρακες καί τούς κατασπαράσσουν. Ἡ ἱστορία περιγράφει μέ τά μελανώτερα τῶν χρωμάτων τά γεγονότα τά ὁποῖα συνέβησαν εἰς τήν Ἱερουσαλήμ κατά τό 70 μ.Χ.
Ἀλλά, εἴπαμε εἰς τήν ἀρχή, ὅτι τά λόγια αὐτά«Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τούς προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους...» (Ματθ. κγ´, 37-38), ἐάν ἀναλυθοῦν βαθύτερα, δείχνουν πώς ἔχουν νά κάνουν καί μέ τό ἰδικό μας ἔθνος, τό Ἑλληνικόν, ἀφοῦ κι ἐμεῖς δεχώμεθα, ὅπως καί ὁ παλαιός Ἰσραήλ, τήν Χάριν καί τήν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἁπλῶς δαψιλῶς, ἀλλά κατά κυριολεξίαν σκανδαλωδῶς. Ὅμως, παρ᾽ ὅλα αὐτά, ὄχι μόνον δέν προσπαθοῦμε νά βελτιωθοῦμε εἰς τήν πνευματική ζωή βαδίζοντες τήν εὐλογημένη ὁδό τῶν Eὐαγγελικῶν ἀρετῶν, τῆς Ὀρθοδόξου δηλαδή πνευματικότητος, ἀλλά οὔτε κἄν μία ἐλαχίστη προσπάθεια δέν καταβάλομε γιά νά σταματήσωμε αὐτό τό φοβερό κατρακύλισμα εἰς τήν σκάλα τοῦ κακοῦ. Φαίνεται πώς ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι ἔχομε ἐξαλείψει ἀπό τήν συνείδησίν μας πώς ὑφίστανται καί ἐνεργοῦν καί οἱ «πνευματικοί νόμοι». Φαίνεται πώς κλῆρος καί λαός βαυκαλιζόμεθα θεωροῦντες ὅτι ἡ ἀνοχή τοῦ Θεοῦ πάντοτε θά συγκρατῇ τήν δικαιοσύνην Του.Φαίνεται πώς ἔχομε κι ἐμεῖς ἐν πολλοῖς καλλιεργήσει τήν νοοτροπία τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν «Πατέρα ἔχομεν τόν Ἀβραάμ» γιά νά λάβουν τήν ἀπάντησι ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, ὅτι «Δύναται ὁ Θεός ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ» (Λουκ. γ', 8), μήπως καί ἀφυπνισθοῦν ἀπό τήν πνευματική τους ραστώνη καί ἀναισθησία.
Τί νά πρωτοαναφέρωμε ὅμως ἀπό τά ὅσα συμβαίνουν εἰς τίς ἡμέρες μας; 
Ἄς ἐνθυμηθοῦμε τήν πρωθυπουργική ἐπίσκεψι πρίν λίγο καιρό εἰς τό Ἅγιον Ὄρος καί τήν ὑποδοχή πού ἐπεφύλαξαν οἱ ἁγιορεῖτες πατέρες εἰς τόν Πρωθυπουργό. Πόσο λαχταρούσαμε ὅλοι νά ἀκούσωμε ἔστω καί μία φωνή διαμαρτυρίας ἀπό τούς σεβαστούς καί ἀγαπητούς μας πατέρες πού διαβιοῦν εἰς τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, μία ἁγιασμένη φωνή διαμαρτυρίας γιά τά θέματα ζωτικῆς σημασίας πού ἀπασχολοῦν τόν τόπο μας… 
Βεβαίως, εἴμεθα προσγειωμένοι καί εἰς τήν ἁγιορειτική πραγματικότητα καί δέν ἀναμέναμε στάσιν Θεοδώρου Στουδίτου, ὁ ὁποῖοςἔκλεισε κατάμουτρα εἰς τόν Αὐτοκράτορα τήν πύλη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Στουδίου γιά ἕνα θέμα κατώτερο αὐτῶν πού συμβαίνουν σήμερα. Καί δέν ἀναμέναμε κάτι διαφορετικό, διότι ἀπουσιάζουντέτοια ἐκκλησιαστικά καί μοναχικά ἀναστήματατίς χαλεπές τοῦτες ἡμέρες πού ζοῦμε. Ἔστω καί τό ἐλάχιστο ἐάν ἐλέγετο, θά ἀνεκούφιζε καί θά ἀνέπαυετόν λαό τοῦ Θεοῦ. Τώρα ὅμως μᾶς ἐπεσκίασε ἡ θλῖψις καί ἐκόντευσε νά κυριαρχήσῃ εἰς τήν ψυχή μας ἡ ἀπογοήτευσις. Εἰς τό σημεῖον αὐτό ἴσως κάποιος ὑποστηρίξῃ ὅτι ἐλέχθησαν ὡρισμένα πράγματα «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν». Ὅμως τί νά τό κάνωμε τό «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν»; Ἡ τακτική αὐτή μᾶλλον παραπέμπει εἰς τεκτονικάς Στοάς παρά εἰς τήν Ὀρθόδοξη Πατερική ἀγωνιστικότητα καί εἰς τό Ἑλληνορθόδοξον ἦθος...
Ὅσοι μάλιστα ἠμποροῦν νά ἀκούουν διά τῶν γεγονότων, ἀκόμη καί αὐτῶν τῶν φυσικῶν καταστροφῶν, οὐ μήν ἀλλά καί αὐτῆς τῆς ἀπειλῆς τοῦ Ἐγκελάδου, λαμβάνουν τό μήνυμα, τῷ ὄντι συγκλονιστικόν, καί ἐν μετανοίᾳ τό ἀποκρυπτογραφοῦν. Τί λέγει λοιπόν τό μήνυμα; «Ἰδού ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» (Ματθ. κγ', 38)! 
Ὅσον ἀφορᾶ δέ εἰς ὅσα συνέβησαν ἐπ᾽ ἐσχάτων μεταξύ τοῦ Πατριάρχου καί τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα (ὅπου καί ἐδῶ ἐπεκράτησε «ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή» ἀπό κλῆρο καί λαό), ἄς ἀναφωνήσωμεν περιπαθῶς:
Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, Σιών Ἁγία, Μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν, πῶς ἀνέχθηκες, μετά ἀπό τόσα καί τόσα πού ἔχουν συμβῆ καί ἀποκαλυφθῆ εἰς τά ἅγια χώματά σου, τήν ἐπάρατον «Ἀθηναγόρειον» πορείαν τήν ἀπάγουσαν εἰς τήν νόθευσιν καί τήν προδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ;
Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, εἰς τά ἐδάφη ὅπου ἐπάτησαν οἱ πόδες τοῦ Θεανθρώπου πῶς ἀνέχθηκες συμπροσευχές καί παραβιάσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς ᾽Εκκλησίας Του, πού ἐτραυμάτισαν τό Σῶμα Του;
Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, εἰς τόν κῆπον τῆς ἀγωνίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπου ἐστάλαξε ὡσεί θρόμβοι αἵματος ὁ ἱδρώς Του, πῶς ἐδέχθης ἀβαρίες καί συγκαταβάσεις εἰς θέματα Πίστεως, προσυπέγραψες καί ἠνέχθης «Θεοφιλῶς» τό «καϊαφικόν συνέδριον»;
Ὦ, Ἱερουσαλήμ, ἐξέπεσας διά τῶν ποιμένων σου μέ ἀποτέλεσμα οἱ πολιτικές, κοσμικές καί ὑποχθόνιες τώρα κατευθύνσεις νά καθορίζουν εἰς τά γεωγραφικά σου ὅρια τήν ἐκκλησιαστικήν γραμμήν τῶν παλαιφάτων Πατριαρχείων;
Ὦ, Ἱερουσαλήμ, ὅπου ὁ Χριστός «…πρὸ αἰώνωνεἰργάσατο σωτηρίαν ἐν μέσῳ τῆς γῆς» (Ψαλμ. ογ´, 12), τώρα παροργίζεις τήν ἀνοχήν καί δικαιοσύνην Του καί ἡ Χάρις Του θέλεις νά μεταβληθῇ εἰς «… πῦρ καταναλῖσκον»; (Ἑβρ. ιβ´, 29).
Ἀναπαύονται οἱ ποιμένες σου εἰς τό νά ἐρημώσουν τά Ἱερά θυσιαστήρια καί νά ἀδειάσουν τά Ὀρθόδοξα προσκυνήματα; 
Θέλεις νά ἐκπληρωθῇ, γιά εἰσέτι μία φορά, ἡ προφητεία Του «ἰδού ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος»; (Ματθ. κγ´, 38).
῏Ω, ποιμένες καί λαέ Του περιούσιε, καθεύδετε καί ὑπνώττετε; 
Λέγει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου «νήψατε, γρηγορήσατε...» (Α´ Πέτρου ε´, 8). Ἀφυπνισθῆτε λοιπόν διότι ὁσονούπω «... ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας» (Ἐφεσ. ε´, 6). 
Καί νῦν ἄς ἀπορήσωμε καί ἄς διερωτηθοῦμε: 
Εἰς τούς Ἁγίους Τόπους, τούς ὁποίους ἔρραναν θεατρικῶς μέ ὑποκριτικούς ἀλληλοασπασμούς, ἀσπασμούς χειρῶν καί κροκοδείλια δάκρυα, ἐάν παρευρίσκετο ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, τοῦ ὁποίου ὁ Πάπας καυχᾶται πώς εἶναι διάδοχος, θά ἔμενεν ἄραγε ἀπαθής, ἤ θά ἀπέσπα ἐκ τῆς θήκης, ὄχι ἁπλῆν μάχαιραν, ἀλλά δίστομον ρομφαίαν; Θά ἔμενεν ἀπαθής, ἤ, ὡς ἄλλος Προφήτης Ἠλίας, ζηλωτής καί πυρφόρος, θά ''ἐτακτοποιοῦσε'', ὅπως τούς ἁρμόζει, τούς ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς τῆς αἰσχύνης; Θά ἔστεκε ἄραγε ἀπαθής ὁ Ἀπόστολος Πέτρος θεωρῶν τά αἱρετικά καί οἰκουμενιστικά θέατρα τοῦ παραλόγου; Μήπως θά ἐπανελάμβανε καί πάλιν, ὡς ἕτερος δίκαιος Φινεές, τήν πρᾶξιν ἐκείνου ἡ ὁποία ἐλογίσθη ὡς δικαιοσύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
Φυσικά, ὁ Κύριος, μέ τά λόγια «Ἱερουσαλήμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τούς προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους...» (Ματθ. κγ´, 37-38) πού ἐξέφρασε μέ τόσο πόνο, πού ὅμως ἀποτελοῦσαν καί μία προειδοποίησι γιά ὅσα νομοτελειακῶς θά ἀκολουθοῦσαν λόγῳ τῆς σκληροκαρδίας καί τῆς ἀμετανοησίας τῶν Ἰουδαίων, ἀπευθυνόταν διά τῆς ''πόλεως Ἱερουσαλήμ'' εἰς ὅλο τό πλήρωμα τοῦ λαοῦ, τόσο εἰς τούς ἄρχοντας, ὅσο καί εἰς τόν ἁπλό λαό. Τόσο εἰς τούς πνευματικούς ταγούς τῆς Ἱερουσαλήμ, εἰς τό τότε σάπιο δηλαδή θρησκευτικοπολιτικό κατεστημένο, ὅσο καί εἰς τό ἐσκοτισμένο ποίμνιο τοῦ θεοκρατικοῦ Ἰσραήλ. 
Καί ἀπηύθυνε τούς λόγους αὐτούς ὁ Χριστός, εἰς τούς μέν ἄρχοντας διότι σατανικῶς ἐπέβαλλαν, εἰς τούς δέ ἀρχομένους διότι ἀνοήτως καί ἄνευ ἀντιδράσεως ἀνέχονταν.
Καί ὅπως εἰς κάθε ἐποχή ὑπάρχει ἡ «βλαμμένη εὐλάβεια», κατά τόν λόγο τοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ἔτσι καί τότε θά ὑπῆρχαν πολλοί οἱ ὁποῖοι θά ὑπεστήριζαν ὅτι «ἐμεῖς, δέν ἠμποροῦμε νά εἰποῦμε καί νά κάνωμε τίποτε, ἀφοῦ οἱ ἀρχιερεῖς μας καί οἱ καλοί μας Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ἔχουν τόν πρῶτον λόγον καί φέρουν τήν εὐθύνην εἰς τά ἐθνικά καί θρησκευτικά μας θέματα». 
Κάτι δηλαδή ἀνάλογο μέ αὐτό τό ὁποῖο συμβαίνει καί σήμερα εἰς πλείστους ὅσους φαντάζονται, ἀνοήτως καί ἀπερισκέπτως, πώς μέ τό προπέτασμα δῆθεν τῆς ὑπακοῆς εἰς τούς προεστῶτας ἀποσσείουν τίς εὐθύνες των καί καλύπτουν τήν δειλία των. Ἀλλά ἄς ὄψωνται ὅσοι ἐπί δεκαετίες ἐκαλλιέργησαν σύν τοῖς ἄλλοις καί μία τέτοια νοοτροπία. Ἔτσι λοιπόν προστίθεται ἕνας ἐπί πλέον λόγος γιά τόν λιθοβολισμό μας καί ὁ κατάλογος τῶν παρανομιῶν κατά τῆς καταχρήσεως τῆς ἐξουσίας αὐξάνεται.
Αὐτά ἄς συλλογισθοῦμε καί ἡ ψυχή μας ἄς ἀναστατωθῇ καί ὡς ἄλλος Ἡσαΐας ἄς ἀνακράξωμεν ἐκ μέσης καρδίας: «Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, πρόσθες κακά τοῖς ἐνδόξοις τῆς γῆς» (Ἡσ. κστ´, 15) οἱ ὁποῖοι ''ἔνδοξοι'' φαντάζονται ὅτι εἶναι κοσμοκράτορες καί κυβερνοῦν τήν οἰκουμένη καί θεωροῦν πώς ὅλοι εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά τούς ὑπακούωμε, νά τούς προσκυνοῦμε καί νά ἀσπαζώμεθα τήν ἐμβάδα καί τήν χεῖρα των.
Ἄς συνέλθωμε λοιπόν καί ἄς πάρωμε τό βλέμμα ἀπό τήν ὕλη, τήν ἁμαρτία καί τήν διαφθορά, καίἐν τῷ ἅμα ἄς εἴπωμεν πρός τήν πατρίδα μας: «Ἑλλάς, Ἑλλάς, ἕως πότε ἡ πώρωσις, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀναισθησία ἡ σκλήρυνσις… θά συνεχίζωνται ἔναντι τοῦ νόμου, τῆς ἀνοχῆς καί αὐτῆς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ; 
Ἕως πότε θά προσκρούωμε εἰς τόν νόμον Του, θά προκαλοῦμε τήν ἀνοχή Του καί θά προσβάλλωμε τήν ἀγάπη Του; Γιατί Τόν ἐκπειράζομε, ἐμεῖς πού θά ἔπρεπε νά Τόν εὐγνωμονοῦμε καί νά Τόν διακηρύσσωμε εἰςπάντα τά Ἔθνη;»
Διότι δέν φθάνει πού ἔχομε, ἀκόμη καί διά νόμων, καταργήσει τόσες καί τόσες ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό «οὐ φονεύσεις» διά τῶν ἀμβλώσεων καί τῆς λήψεως ὀργάνων ἀπό ''ἐγκεφαλικά νεκρούς'' (τό τελευταῖο μάλιστα καί μέ τήν σύμφωνη γνώμη ἀκόμη καί πολλῶν Ἱεραρχῶν), δέν φθάνει πού καταργήσαμε τό «οὐ μοιχεύσεις» διά τῆς ἐπαράτου ἀποποινικοποιήσεως τοῦ θανασίμου ἁμαρτήματος τῆς μοιχείας, δέν φθάνει πού καταργήσαμε τόσα καί τόσα ἄλλα, τά ὁποῖα εἶναι ἄκρως ἀντίθετα πρός τήνΧριστιανική ζωή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τελευταίως ἔπρεπε νά καταργηθῇ καί ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς; Μᾶς φόρεσαν λοιπόν τώρα καί αὐτό τό «Σαμάρι»...
Ἀλλά ἐκεῖνο τό ὁποῖο οὐδείς ἐχέφρων, σοβαρός καί φυσιολογικός ἄνθρωπος θά ἐπερίμενε καί θά ἐφαντάζετο ὅτι θά ἠμποροῦσε νά συμβῇ, ἦτο ὅτι οἱ Ἕλληνες Εὐρωβουλευτές, ὅλου τοῦ πολιτικοῦ φάσματος παρακαλῶ, ἀκόμη καί ἐκείνων τῶν παρατάξεων πού ὑποστηρίζουν δῆθεν τίς ἐθνικές καί οἰκογενειακές παραδόσεις καί τόν φυσιολογικό τρόπο ζωῆς, τελικῶς θά ἐψήφιζαν ὑπέρ τῶν δῆθεν δικαιωμάτων τῶν καί διεστραμμένων ἀνθρώπων καί ὑπέρ τῆς ἀμνηστεύσεως καί νομιμοποιήσεως τῆς ἀηδιαστικῆς ὁμοφυλοφιλίας μέσα εἰς τό Εὐρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τό ὁποῖο δυστυχῶς ἔχει καταντήσει εἰς τήν κυριολεξίαν μία εὐρωπαϊκή "χαβούζα". Καί δέν εὑρέθη οὔτε ἕνας, δυστυχῶς, οὔτε ἕνας ἐξ᾽ ὅλων αὐτῶν τῶν «Ἑλλήνων» εὐρωβουλευτῶν νά ὑψώσῃ μίαν φωνήν διαμαρτυρίας...
Πάντως, ἄς προσέξωμεν ἅπαντες, διότι ὄχι ψιθυριστά καί ὡς «αὔρα λεπτή», ἀλλά ὡς «βροντή Συρίζουσα», δέν θά ἀργήσουν νά πέσουν ἐπάνω μαςἀστροπελέκια καί νά ἀλλάξουν ἐπί τό χεῖρον τά παραδοσιακά παγιωμένα δεδομένα εἰς πολλούς χώρους.
Μέ ὅλα αὐτά λοιπόν πού συμβαίνουν εἰς τήν ἐποχή πού ζοῦμε, πόσο ἀληθινός πράγματι ἀποδεικνύεται γιά μία ἀκόμη φορά ὁ ἀψευδής λόγος τοῦ Θεοῦ «... Πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης» (Ψαλμ. ριε´, 2) καί «Μή πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρχοντας ἐπί υἱούς ἀνθρώπων οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. ρμε´, 3), τόσο γι᾽ αὐτούς πού «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ἀφρόνως διακηρύσσουν τήν ἀποκοπή τους ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία καί κηρύσσουν πόλεμον ἐναντίον Αὐτῆς, ὅσο καί γι᾽ αὐτούς πού δῆθεν ἀγαποῦν τήν Χριστιανική πίστι καί σέβονται τίς ἐθνικές μας παραδόσεις, ψηφίζουν ὅμως ὁ,τιδήποτε παράλογο καί ἀντίχριστο, ἐξωφρενικό καί ἀνήθικο!
Φαίνεται ὅμως πώς οἱ κύριοι αὐτοί ἐζήλωσαν «δόξαν Ἰσραήλ», ὄχι μόνον μέ τό ὅτι ἀρνοῦνται νά τεθοῦν ὑπό τάς πτέρυγας τῆς Χάριτος, ἀλλά καί μέ τό ὅτι, ὡς ἄλλοι προφητοκτόνοι, διά τῶν τόσων ἀνόμων καί αἰσχρῶν νόμων καί διά τῆς διά νόμου προστασίας τοῦ θεομισήτου κιναιδισμοῦ, «λιθοβολοῦν τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτούς». Διότι, πῶς ἀλλοιῶς νά χαρακτηρίσῃ κάποιοςτούς ψηφίζοντας τούς νόμους τούς ὁποίους παρασκευάζει, τόσον τό Εὐρωπαϊκόν, ὅσον καί τό -ἀλλοίμονον - «Ἑλληνικόν» Κοινοβούλιον καί οἱ ὁποῖοι νόμοι ἔχουν ὡς σκοπόν νά παρεμποδίζεται πλέονκάποιος νά κηρύσσῃ καί νά ἐκφράζῃ ἐλεύθερα καί ξεκάθαρα τήν ἀλήθεια καί νά ὀνομάζῃ τά πράγματα, τίς πράξεις καί τά γεγονότα μέ τό ὄνομά τους; 
Πῶς διαφορετικά νά χαρακτηρίσῃ ἕνας πιστός καί συνετός ἄνθρωπος τήν νομολογία (π.χ. ἀντιρατσιστικό νόμο, κλπ.) πού ὁλονέν καί περισσότερον σχεδιάζουν, παρασκευάζουν καί προωθοῦν πρός ψήφισιν ἐναντίον ὁποιουδήποτε Ἑλληνοψύχου Ὀρθοδόξου πού ὑπεραμύνεται τῶν Πατρίων παραδόσεων; Ἐναντίον ὁποιουδήποτε θεωρήσει χρέος του νά κηρύττῃ ἐπ᾽ ἄμβωνος τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί νά στηλιτεύῃ τήν ἁμαρτία; 
Ὅπως τήν ἀλήθειαν πού ἀναφέρεται εἰς τά Σόδομα καί Γόμορρα στηλιτεύοντας τά «ἔργα τῆς σαρκός», ἤὁποιαδήποτε ἄλλη ἁμαρτία; Μήπως ἄραγε αὐτοί οἱ «Συρίζοντες καί σφυρίζοντες» τοῦ Εὐρωκοινοβουλίου ἀπαιτήσουν εἰς τήν συνέχεια νά καταργηθοῦν τά σχετικά κεφάλαια τῆς Βίβλου καί ἀξιώσουν ἐπίσης νά ἀπαλειφθοῦν καί τά πρῶτα κεφάλαια τῆς Πρός Ρωμαίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀπ. Παύλου; Δέν φθάνει, βλέπετε, πού κάποιοι ἐπιζητοῦν τήν κατάργησι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τώρα ἴσωςθά ἔχωμε καί περικοπές τμημάτων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως καί περιορισμό τοῦ ζωντανοῦ κηρύγματος, μήπως καί θιγοῦν οἱ ἄνομοι καί παράνομοι... 
Μαζί λοιπόν μέ τόν λιθοβολισμό ἐναντίον ὅσων ἐδιαμαρτύροντο ἕως τώρα ὑπέρ τῶν ἐθνικῶν, ὀρθοδόξων, πνευματικῶν, κοινωνικῶν καί ἄλλων συναφῶν θεμάτων, οἱ «προσκυνημένοι» καί ποικίλοι ἄλλοι «’Εφιάλτες» ἐντός ὀλίγου θά ἠμποροῦν νά διώκουν τούς φυσιολογικούς ἀνθρώπους καί νά συνάπτουν καί ἐπιπρόσθετες κατηγορίες ἐναντίον των καθώς καί ἐναντίον ὅλων γενικῶς, ὅσων μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ θά ἀγωνίζωνται νά ἐνεργοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Δέν ἀποκλείεται μάλιστα μέσα εἰς ὅλον αὐτόν τόν ὀρυμαγδό νά εὑρεθοῦν καί κάποιοι ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἀπηγόρευσαν εἰς κληρικούς τους νά χαρακτηρίζουν γραπτῶς καί προφορικῶς τούς Παπικούς καί τούς Προτεστάντες μέ τό ὄνομά τους, δηλαδή αἱρετικούς, εἰς τήν συνέχεια νά ἐπιβάλλουν κυρώσεις ἐναντίον ὅλων τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου οἱ ὁποῖοι θά καταφέρωνται ἐναντίον ἐκείνων γιά τούς ὁποίους τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἀναφέρει πώς «τά γάρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ᾽ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν»(Ἐφεσ. ε´, 12). Ἄραγε, οἱ ἐπίσκοποι αὐτοί δέν θά συνειδητοποιήσουν ὅτι μέ τήν τακτική τους αὐτή ἀλλοιώνουν, τόσο τούς πνευματικούς, ὅσο καί αὐτούς τούς φυσικούς νόμους πού ἔθεσε ὁ Θεός;
Ἄλλά τί νά πῇ κανείς καί γιά τήν Εὐρώπη; Ἀπό τήν στιγμή πού «παράγοντες τινές» ἀφῄρεσαν ἐκ τῆς ἱστορίας της τόν Χριστιανισμόν ὡς πραγματικότητα καί ὡς οὐσιαστικόν και θεμελιῶδες στοιχεῖον ταυτότητος τῆς Εὐρώπης καί ἐξελίξεως τῆς εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας, καί ἀφ᾽ ἧς στιγμῆς οἱ Εὐρωπαῖοι πολίτες δέν ὕψωσαν γι᾽ αὐτήν τήν πλαστογράφησι τῆς ἱστορίας των φωνήν διαμαρτυρίας, τά πάντα εἶναι πιθανά, ἀκόμη καί τά πλέον παράλογα, ἀντιφατικά καί διεστραμμένα...
Ἐπίσης, τί νά πῇ κανείς καί πῶς νά θρηνήσῃ καί γιά τό κατάντημα τοῦ λεγομένου «καλλιτεχνικοῦ χώρου»; Εἶναι τοὐλάχιστον ἀφάνταστο καί συνάμα ἀπολύτως ἀπογοητευτικό εἰς τόν Ἑλληνικό χῶρο, ὅπου ἀναπτύχθηκε ἡ ἁρμονία, ἡ μουσική - ὅπως ἡ βυζαντινή - ἡ ποίησις καί γενικῶς οἱ τέχνες εἰς τήν πλέον ὑψηλή τους μορφή, εἶναι πράγματι ἀπογοητευτικό αὐτό πού συνέβη, νά ὑπερψηφίζουν εἰς τόν διαγωνισμό τῆς Eurovision μεταλλαγμένα ὄντα, τήν στιγμή μάλιστα πού ζοῦν μέχρι τῶν ἡμερῶν μας συμπατριῶτες μας συνθέτες παγκοσμίου ἀκτινοβολίας πού μέ τούς στίχους καί τήν μουσική τους ὕμνησαν τά ἰδανικά, τήν ἐλευθερία, τήν Ρωμηοσύνη, τό ἔθνος, τήν Ἑλλάδα, καί γενικώτερα τόν ἄνθρωπο. Ἐψήφισαν δηλαδήὄντα πού ἐξέπεσαν ἑκουσίως ἀπό τήν φυσική τους κατάστασι, μέ ἀποτέλεσμα νά κατρακυλίσουν καί νά κατεξευτελίζουν τήν ἀνθρωπίνη προσωπικότητα μέ μίαν «μίξιν ἄμικτον» ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς ἕνα τέρας ἀλλόκοτον. Ὦ, κατάντημα τῶν μουσικῶν κριτῶν τῆς Ἑλλάδος πού διά τῆς ψήφου των ἐξευτέλισαντόν ἀνδρισμό, τόν ἀνθρωπισμό, τό ἔθνος καί γενικῶς εἰπεῖν ὁ,τιδήποτε τό ὄμορφον, τό ὑψηλόν καί ἰδίως τό καλλιτεχνικόν! Καί ἐάν θελήσωμε νά ὁμιλήσωμε μέ λόγον ἀναφορᾶς εἰς τούς ἀρχαίους προγόνους μας, ὅσοι τοὐλάχιστον διατηροῦν ἀκόμη μέσα τους μίαν ὑποψίαν αἰδοῦς,ἀντιλαμβάνονται ὅτι (διά τῆς ὑπερψηφίσεως αὐτοῦ τοῦ ἀπροσδιορίστου ὄντος) οἱ Μοῦσες ἐφυγαδεύθησαν ἀπό τήν Ἑλλάδα γιά νά ἔλθουν οἱ Ἐρινύες καί εἰς τήν συνέχεια νά ἀνοίξουν οἱ πῦλες τοῦ ᾅδου...
Ἐρωτοῦμε ὅμως ὅσους διά τῆς καταπτύστου ψήφου των προέβαλαν, ἀνέδειξαν καί «ἐτίμησαν» τό ἀπροσδιόριστο ὄν καί ἀτίμασαν τόν ἄνθρωπο καί τήν φύσι, ἐρωτοῦμε ὅσους ἐζητωκραύγασαν μέσα εἰς τόν κουρνιαχτό καί τά «φτερά», αὐτό πού ὑπερψήφισαν τί ἄραγε ἐκφράζει καί τί ἀντιπροσωπεύει; «Θοῦ, Κύριε, φυλακήν τῷ στόματί μου καί δύναμις συγκρατήσοι τῇ γραφίδι μου...»
Καί ναί μέν ἔτσι σκέπτονται καί συσκέπτονται ὅσοι ἀκολουθοῦν τήν γραμμήν τῆς προφητοκτόνου Ἱερουσαλήμ, ὅσοι σχεδιάζουν νά ὁδηγήσουν τό ἔθνος μας «κατά Ἰσραήλ». Ἐπειδή ὅμως ἐμεῖς γνωρίζομε πολύ καλά τί ἀκριβῶς συνέβη τό 70 μ.Χ. καί ἐπειδή γνωρίζομε μέ ποῖον τρόπον ἠμποροῦμε νά ἀποφύγωμε τήν νομοτέλεια τῶν πνευματικῶν νόμων (ἠμποροῦμε μόνο μέ μετάνοια, πνευματική ἀφύπνιση, ζωντανό ἐκκλησιαστικό λόγο, ἔλεγχο στά κακῶς κείμενα κλπ. -ἐννοεῖται δέ πώς οὔτε λόγος ἠμπορεῖ νά γίνεται περί «ἑνώσεως», ἀλλά μόνον περί μετανοίας τῶν πεπλανημένων αἱρετικῶν καί ἐπιστροφῆς των εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν μας), ἀλλά καί λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ καρδιά μας φλέγεται γιά τήν πίστι καί ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί εἰς τά σπλάγχνα μας «νοιώθομε χαλασμόν» γιά τήν εὐλογημένη μας Πατρίδα, ἄς γνωρίζουν ὅλοι αὐτοί πώς οἱ νόμοι τους, τόσον οἱ εὐρωπαϊκοί, ὅσον καί οἱ ντόπιοι, εἶναι ἐμπρός εἰς τήν ἀλήθειαν ὡς «ἱστός ἀράχνης». Οἱ δέ ἀπειλές κατά τῶν Ἑλληνοψύχων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι ἁπλῶς ὡς «βέλη νηπίων». Τέλος δέ γιά τήν Πίστι μας καί τήν Ἑλλάδα μας, τήν Πατρίδα μας, «οὐ σιωπήσωμεν». Ἄς ἔχουν ὅλοι αὐτοί πάντοτε κατά νοῦν, ὅτι θά μᾶς βρίσκουν πάντοτε ἀπέναντί τους.
«Ἐάν ἐπιλάθωμαί σου Ἁγία Ὀρθοδοξία, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου. Κολληθείη ἡ γλῶσσα μου τῷ λάρυγγί μου ἐάν μή σου μνησθῶ, φιλτάτη Ἑλλάς, χώρα Ἁγίων καί Ἡρώων».
Ἀμήν.


[1] Δευτ. λβ´, 11: Ὡς ἀετὸς σκεπάσαι νοσσιὰν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῖς νεοσσοῖς αὐτοῦ ἐπεπόθησε, διεὶς τὰς πτέρυγας αὐτοῦ ἐδέξατο αὐτοὺς καὶ ἀνέλαβεν αὐτοὺς ἐπὶ τῶν μεταφρένων αὐτοῦ.

ΧΡΙΣΤΟΫΦΑΝΤΟΣ



http://hristoifantos.blogspot.gr