.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΟΔΗΓΟΣ ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΤΗΣ

Σύναξις Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ

«Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» 
(Ἰω. 1,29)


ΧΘΕΣ, ἀγαπητοί μου, τελείωσε τὸ Δωδεκα­ήμερο, ποὺ διαρκεῖ ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα μέχρι τὰ Φῶτα, ἐξαιρουμένης τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων. Μετὰ τὸ Δωδεκαήμερο πρώτη ἑ­ορτὴ ποὺ ἀκολουθεῖ εἶνε ἡ σύναξις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, σήμερα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀν­θρώπινα ἐγκώμια· τὸν ἐγκωμίασε ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στὸς ὅταν εἶπε, ὅτι μέσ᾿ στὰ πλήθη τῶν ἀνθρώ­πων ποὺ γεννήθηκαν ὣς τότε ἀνώτερος ἀπ᾿ ὅλους εἶνε αὐτός (βλ. Ματθ. 11,11). Εἶνε ὑπεράνω τοῦ Νῶε, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰακώβ, τῶν πατριαρχῶν, ὑπεράνω ὅλων τῶν μεγάλων ἀνδρῶν.

Γεννήθηκε διὰ θαύματος ἀπὸ γέροντες γο­νεῖς, τὸν Ζαχαρία καὶ τὴν Ἐλισάβετ ποὺ ἦταν καὶ στεῖρα. Ὅσο μπορεῖ ἀπὸ μιὰ πέτρα ν᾿ ἀνθί­σῃ λουλούδι, ἄλλο τόσο ἦταν δυνατὸν κι ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ἐλισάβετ νὰ γεννηθῇ παιδί.
Ἔμβρυο ἀκόμη, σκίρτησε μέσα στὴν κοιλία τῆς μητέρας του ὅταν ἐκείνη ὑποδεχόταν τὴν ἐπίσης ἔγκυο ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἀπὸ τότε ἦ­ταν ἁγιασμένος. Ὅπως μερικοὶ εἶνε Ἰοῦδες, τέ­κνα κατάρας ἐκ κοιλίας μητρός, ἔτσι κάποιοι ἄλλοι εἶνε εὐλογημένοι ἀπὸ τὰ σπάργανά τους.
Ὅταν μεγάλωσε, δὲν ἔμεινε στὸν κόσμο· βγῆκε ἔξω, πῆγε στὴν ἔρημο, στὸ σχολεῖο τῶν μεγάλων ἀνδρῶν. Ἐκεῖ ἔζησε μιὰ ζωὴ – ἔλεγχο τῆς σημερινῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας ποὺ σύνθημά της ἔχει «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔρι­ον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13. Α΄ Κορ. 15,32). Ὦ σεῖς ποὺ ζῆτε μέσ᾿ στὸν παραλογισμό, ἐλᾶτε νὰ καθρεφτιστῆτε στὸν καθρέφτη αὐτόν.
Πῶς ἔζησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης; Τὸ φαγητό του ἦταν «ἀκρίδες» (Ματθ. 3,4), τὰ γνωστὰ ἔντομα τῶν ἀ­γρῶν, ποὺ καὶ μέχρι σήμερα λιτοδίαιτοι Ἄρα­βες τὰ ξηραίνουν καὶ τὰ τρῶνε. Ποτό του ἦ­ταν τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου. Ροῦχο του εἶχε μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες καμήλας. Κρεβάτι του ἦταν ἡ ἄμμος δίπλα στὸ ποτάμι. Στέγη του τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ. Σύντροφοί του τὰ θηρία τῆς ἐρήμου, ποὺ στέκονταν μπροστά του σὰν ἀρνάκια. Ἡ ἁγιότης, βλέπετε, ὅλα τὰ τιθασεύει. Καὶ ἐνῷ λιοντάρια καὶ τίγρεις τὸν σεβάστηκαν, τὸν κα­τεσπάραξε μιὰ γυναίκα, ἡ Ἡρῳδιάς. Ἐκεῖ λοι­πὸν ἔμεινε, στὸ πανεπιστήμιο τῆς σιωπῆς, ὅ­που ἀνδρώνονται οἱ μεγάλες φυσιογνωμίες.
Σὲ ὥριμη πλέον ἡλικία ἔλαβε ἐντολὴ ἄνωθεν, νὰ πάῃ στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου κ᾿ ἐκεῖ νὰ στήσῃ τὸν ἄμβωνά του. Τὸ κήρυγμά του θερμο­καυτήρας, ἔλεγχος δριμύς. Ἄστραφτε καὶ βρον­τοῦσε. Καλοῦσε ὅλους σὲ ἐπιστροφὴ στὸ Θεό. Καὶ χιλιάδες ἀπ᾿ ὅλα τὰ κοινωνικὰ στρώματα ἔ­τρεχαν. Ἦταν μαγνήτης ποὺ εἵλκυε ὅλους. Συνι­στοῦσε μετάνοια καὶ τοὺς βάπτιζε στὸν Ἰορδάνη.
Μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ἦρθε καὶ ἕνας ποὺ ξεχώριζε. Μήπως φοροῦσε στέμμα, εἶχε σπαθί, τὸν ἔφερε ἅμαξα; Ὄχι. Ἁπλὸς ἄν­θρωπος ἦταν. Ἀλλὰ ὄνομά του ἦταν «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2,9). Ὅλα τὰ ὀνόματα θὰ σβήσουν, τὸ δικό του θὰ μείνῃ· Ἰησοῦς Χριστός! Μποροῦσε νὰ φανταστῇ ὁ Ἰωάννης, ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ ταπεινὸ σχῆμα ἑνὸς φτωχοῦ Ναζωραί­ου κρύβεται τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητος; Καὶ ὅμως τὸν ἀνεγνώρισε. Τοῦ λέει ὁ Χριστός· —Βά­πτισέ με. —Αὐτὸ δὲν γίνεται· ἐγὼ εἶμαι ἕνα μη­δὲν μπροστά σου, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ βαπτί­σω. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἐπέμενε, καὶ τέλος βαπτί­σθηκε. Ὄχι διότι εἶχε ἁμαρτίες —εἶνε ἀναμάρ­τητος―, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθῇ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Καὶ φανερώθηκε. Κατὰ τοῦ­το ἐμεῖς διαφέρουμε ἀπὸ τ᾿ ἄλλα θρησκεύμα­τα, καὶ τὰ μονοθεϊστικά· αὐτοὶ ἔχουν τὸν Ἀλ­λὰχ ἢ κάποιον ἄλλο, ἐμεῖς λέμε· Ἕνας Θεός, τρία πρόσωπα, Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον σου.
Πῶς φανερώθηκε τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τρι­άδος; Ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἦταν μέσ᾿ στὰ νερά, σχί­στηκε ὁ οὐρανός —ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε—, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο σὰν περιστέρι ἦρθε καὶ κάθισε ἐπάνω στὴν κεφαλή του. Συγχρόνως ἀκού­στηκε φωνὴ – διάγγελμα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ὄχι σὰν τὰ διαγγέλματα τῆς πρωτοχρονιᾶς, πού ᾿νε γεμᾶτα ψευτιές. Διάγγελμα οὐράνιο καὶ αἰ­ώνιο πρὸς ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾦ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17). Τὰ ἴδια λόγια ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα ἀ­κούστηκαν καὶ ὅταν ἔκλεινε ἡ ἐπίγειος παρουσία τοῦ Χριστοῦ, συμπληρωμένα ὅμως μὲ τὴ σύστασι «Αὐτοῦ ἀκούετε» (Μᾶρκ. 9,8. Λουκ. 9,35).
Ἀπὸ τότε πλέον, ἀγαπητοί μου, ἡ ἀνθρωπό­της ἔχει ὁδηγό. Ὁδηγός της εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6). Ὅποιος τὸν ἀκολουθεῖ σῴζεται, ὅποιος φεύγει ἀπὸ αὐτὸν χάνεται. Αὐτὸς εἶνε ὁ τέλειος ὁδηγός, ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ἡ ἐν­σάρκωσι τῆς ἀρετῆς. Οἱ ἄλλοι, ὁποιοιδήποτε κι ἂν εἶνε, εἶνε κλάσματα, δὲν φτάνουν τὴν ἀ­κεραία μονάδα, τὸν Ἕνα. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι­ος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
«Αὐτοῦ ἀκούετε», συνιστᾷ ὁ οὐράνιος Πατήρ. Ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι κλείνουν τ᾿ αὐτιά τους καὶ δὲν ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀνοίγουν τ᾿ αὐτιά τους – σὲ ποιόν; στὸν διάβολο καὶ στὰ ὄργανά του. Δὲν ἐκκλησιάζονται γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου· κάθονται τὴ νύχτα στὴν τηλεόρασι γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ δαιμονικοῦ κόσμου. «Ὅποιος δὲν ἀκούει τὸ Χριστό, θ᾿ ἀκούσῃ τὸν διάβολο», λέει ὁ Ῥῶσος Ντοστογιέφσκυ.

Ὅταν ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴν ἔρημο, ὁ Ἰωάννης τὸν ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλό του, ὅπως λέει τὸ ὡραῖο δοξαστικὸ τῶν ὡρῶν· «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δε­σπότου, μεθ᾿ ἧς καὶ δακτύλῳ αὐτὸν ἡμῖν καθυπέδειξας, ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτὸν Βαπτιστά, ὡς παρρησίαν ἔχων πολλήν…» (θ΄ ὥρα Θεοφ.). Ὁ ὕμνος αὐτὸς ἦταν ὁ τελευταῖος ποὺ εἶπε ὁ Παπαδιαμάντης —ποὺ ἦταν καὶ σπουδαῖος ψάλτης—, ὅταν γέρος πλέον στὸ νησά­κι του, φτωχὸς καὶ περιφρονημένος, ἔφευγε ἀπ᾿ τὴ ζωή. Σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ κρεβάτι καὶ τὸ ἔψαλε. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ πέθανε. Μὲ «τραγούδια τοῦ Θεοῦ» ἔκλειναν τὰ μάτια τους τότε· τώρα…
Ὁ Ἰωάννης λοιπὸν ἔδειξε τὸ Χριστὸ στοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶπε· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴ­ρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»· νά, λέει, αὐ­τὸς εἶνε τὸ ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ σηκώνει τὶς ἁ­μαρτί­ες τοῦ κόσμου (Ἰω. 1,29). Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε αὐ­τό, πρέπει νὰ θυμηθοῦμε, ὅτι οἱ Ἑ­βραῖοι, γιὰ νὰ ἔχουν μιὰ ἀνακούφισι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους, ἔ­παιρναν ἕνα ἀρνί, τὸ πήγαιναν στὸ ναὸ τοῦ Σο­λομῶντος καὶ τὸ προσέφεραν θυσία. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς θὰ τὸ ἔσφαζε, ἅπλωναν τὰ χέρια ἐπάνω του, γιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ πάνω τους οἱ ἁ­μαρτίες καὶ νὰ πᾶνε στὸ ἀρνί. Αὐτὸ ἦταν ἕνας τύπος, μία σκιὰ τῆς μεγάλης θυσίας ποὺ θὰ ἐρ­χόταν νὰ προσφέρῃ ὁ Χριστός. Ἑκατομμύρια ἀρνιὰ σφάχτηκαν, ἀλλὰ τὸ αἷμα τῶν ζῴων δὲν ἔ­χει τὴν δύναμιν «ἀφιέναι ἁμαρτίας» (Ματθ. 9,6). Μόνο τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ «ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ», σβήνει τὶς ἁ­μαρτίες. Νά γιατί ὁ Χριστὸς λέγεται «ἀμνός»· διότι ὅπως τὸ ἀρνὶ δὲν ἔκανε κανένα κακό, ἔτσι κι ὁ Χριστός· ὅπως τὸ ἀρνὶ ὁδηγεῖ­ται στὴ σφαγὴ καὶ δὲν ἀντιδρᾷ, ἔτσι κι ὁ Χριστός· κι ὅπως στὶς θυσίες «φόρτωναν» τὶς ἁμαρτίες στὸ σφάγιο, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς σηκώνει τὶς ἁ­μαρτίες ὅλων μας. Τὸ νιώσαμε αὐτό; Ἂν δὲν τὸ νιώσαμε, δὲν εἴμαστε Χριστιανοί. Δὲ μᾶς σῴζουν οὔτε κεριὰ καὶ λαμπάδες, οὔτε εἰκόνες καὶ προσκυνήματα, οὔτε μετάνοιες καὶ ἀ­σκήσεις· ὅλα αὐτὰ δὲν συγχωροῦν οὔτε μία ἁμαρτία. Τὶς ἁμαρτίες συγχωρεῖ μόνο «ὁ ἀ­μνὸς τοῦ Θεοῦ», ὅπως εἶπε ὁ Ἰωάννης. Ἂν δὲν πιστέψῃς ὅτι τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐ­χύθη στὸ Γολγοθᾶ λυτρώνει, δὲ σῴζεσαι.
Τελειώνω μὲ μιὰ εἰκόνα. Ἕνας Βιεννέζος ζωγράφος ζωγράφισε ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἔπιασαν οἱ ἐχθροί του καὶ τοῦ φόρτωσαν ἕνα βαρὺ φορτίο. Τὸ ἔδεσαν στὴ ῥάχη του τόσο σφιχτά, ὥστε δὲν μποροῦσε ν᾿ ἀπαλλαγῇ ἀπ᾿ αὐτό. Ἦταν σὰν τὸν Προμηθέα στὸν Καύκασο. Παρακαλοῦσε ἄλλους νὰ τὸν λύσουν, μὰ κανείς δὲ μποροῦσε. Τότε κάποιος τοῦ εἶπε· Ἂν θέλῃς νὰ ἐλευθερωθῇς, ἀνέβα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ βουνό. Ἐκεῖ θὰ δῇς ἕνα σταυρὸ μὲ τὸν Ἐ­σταυρωμένο· ἂν τὸν παρακαλέσῃς μὲ πίστι, θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Καὶ πράγματι ἔτσι ἔγινε· ἀ­μέσως τὸ φορτίο του ἔπεσε, κύλισε στὴν ἄ­βυσσο, κι αὐτὸς δόξασε τὸ Χριστό.
Καθένας ἀπὸ μᾶς, ἀδελφοί μου, σηκώνει ἕ­να βάρος μεγαλύτερο ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο. Μόνο μὲ τὴν πίστι στὸ Χριστὸ θ᾿ ἀπαλλαγοῦμε. Ἂς πιστέψουμε σ᾿ αὐτόν. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο στὸν κόσμο. Σᾶς τὸ λέω ἐγώ. Πενήντα χρόνια κηρύττω· ἂν δὲν πίστευα, θὰ πήγαινα νὰ κάνω ὁ,τιδήποτε ἄλλο παρὰ νὰ κοροϊδεύω τοὺς ἀνθρώπους. Πιστεύω στὸ Θεό, πιστεύω στὴ θεία χάρι, πιστεύω στὰ μυστήρια, πιστεύω στὶς ἱερὲς παραδόσεις. Μπορεῖ κι ὁ ἥλιος νά ᾿νε ψέ­μα, καὶ τὰ ἄστρα νά ᾿νε ψέμα, κ᾿ ἐμεῖς νά ᾿μεθα ψέμα· ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦ­τε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος τὴν Παρασκευὴ 7-1-1983

Το μεγαλείο της ταπεινοφροσύνης του Βαπτιστού



Γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βαπτιστοῦ δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε πολλά· μιλᾶ τὸ τέμπλο κάθε Ὀρθόδοξου ναοῦ – στὰ δεξιὰ τῆς εἰκόνας τοῦ Δεσπότου βρίσκεται πάντοτε ἡ εἰκόνα του – καὶ ὁ ἔπαινος τοῦ Κυρίου γιὰ ἐκεῖνον, ὁ ἔπαινος τοῦ καρδιογνώστου Θεοῦ (βλ. Ματθ. ια´ [11] 7-15, Λουκ. ζ´ 24-30). 
Ἐμεῖς ἁπλῶς στὶς παρακάτω γραμμὲς θὰ προσπαθήσουμε νὰ ὑποψιασθοῦμε κάτι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης του.
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἀπὸ παιδὶ ἔζησε στὴν ἔρημο ζωὴ ἄκρας ἀσκήσεως καὶ πλούτιζε συνεχῶς σὲ Πνεῦμα Ἅγιον. «Τὸ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ», σημειώνει ἡ Ἁγία Γραφή (Λουκ. α´ 80). Ἔζησε μὲ μοναδικὴ ἀκρίβεια τὴ ζωὴ τῆς παρθενίας, τὴ ζωὴ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸ Θεό, ἡ ὁποία ἦταν σχεδὸν τελείως ἄγνωστη στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἀργότερα, στὰ τριάντα του περίπου χρόνια, βγῆκε νὰ κηρύξει μετάνοια καὶ νὰ ἑτοιμάσει τὸν Ἰσραὴλ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Μεσσία, ὄχι ἀπὸ μόνος του ἀλλὰ κατόπιν θείας ἀποκαλύψεως: «ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην… καὶ ἦλθεν…κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας» (Λουκ. γ´ 2-3). Ἦταν δηλαδὴ θεόκλητος.
Γνώριζε ἀκόμη ὅτι ἡ δράση του ἦταν προφητευμένη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πράγμα ποὺ δὲν ἀνέφερε ποτὲ παρὰ μόνο ὅταν τὸ ἐπέβαλε ἡ ἀνάγκη. Τὸν ρώτησαν οἱ ἀπεσταλμένοι τῆς θρησκευτικῆς ἡγεσίας τοῦ Ἰσραήλ: 
«Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; ὁ Χριστός;». 
«Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός», ἀπάντησε. 
«Τί λοιπόν; Ὁ Ἠλίας εἶσαι ἐσύ;». 
«Δὲν εἶμαι». 
«Ὁ προφήτης ποὺ προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς;». 
«Ὄχι». 
«Ποιὸς εἶσαι τέλος πάντων; γιὰ νὰ δώσουμε ἀπάντηση σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔστειλαν». 
«Ἐγὼ “φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου”, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης» (βλ. Ἰω. α´ 19-23).
Τὸ κήρυγμά του καὶ ἡ ὅλη προσωπικότητά του εἶχε ἀπήχηση ὅσο κανενὸς ἄλλου προφήτη: «Ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου», «καὶ ­ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ­ἐξομολογούμενοι τὰς ­ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ματθ. γ´ 5, Μάρκ.α´ 5). 
Πήγαιναν σ᾿ αὐτὸν οἱ ­Ἱεροσολυμίτες καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἰουδαίας καὶ τῶν περιχώρων τοῦ Ἰορδάνη! Δὲν ἦταν ὅτι ἐντυπωσίαζε καὶ σαγήνευε. 
Τὸ ­κήρυγμά του ἦταν αὐστηρό, καλοῦσε σὲ ­μετάνοια, ὑπενθύμιζε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ: «ἤδη καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τῶν ­δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται»· τώρα μάλιστα καὶ τὸ ­τσεκούρι τῆς θείας κρίσεως βρίσκεται κοντὰ στὴ ρίζα τῶν δένδρων. Κάθε ­δένδρο λοιπὸν ποὺ δὲν κάνει καλὸ καρπὸ κόβεται ἀπὸ τὴ ρίζα καὶ ρίχνεται στὴ ­φωτιά (Ματθ. γ´ 10)
Ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ λόγος καὶ τὸ παράδει­γμά του ἦταν γεμάτα ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ­ἀπωθοῦσε οὔτε προκαλοῦσε ­ἀντιδράσεις.
Ἀντίθετα συγκλόνιζε τὶς καρδιὲς καὶ προκαλοῦσε ριζικὴ ἀλλαγὴ ζωῆς· δέχονταν νὰ βαπτισθοῦν – «πάντες», ἀκόμη καὶ «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι», οἱ πιὸδιαβεβλημένοι ἄνθρωποι (βλ. Ματθ. κα´ [21] 32) – ἐξομολογούμενοι δημοσίως τὶς ἁμαρτίες τους!
Τὸν παραδέχονταν ὡς αὐθεντικὸ καθοδηγὸ τῆς ζωῆς τους: «Τί οὖν ποιήσομεν;». Θέλουμε ν᾿ ἀλλάξουμε ζωή. Τί πρέπει νὰ κάνουμε; ρωτοῦσαν οἱ ὄχλοι τὸν Ἰωάννη, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του· ὄχι μόνο εὐσεβεῖς ἀλλὰ καὶ ἁμαρτωλοί: τελῶνες καὶ στρατιωτικοί (βλ. Λουκ. γ´ 10-14).
Τὸ ἀκόμη θαυμαστότερο εἶναι ὅτι ὁ Τίμιος Πρόδρομος εἶχε τέτοιο κύρος, ἐνῶ δὲν ἔκανε κανένα θαῦμα (βλ. Ἰω. ι´ 41)· τόσο μεγάλο κύρος, ὥστε ὅλοι εἶχαν λογισμό: «Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», ὁ Μεσσίας ποὺ περιμέναμε αἰῶνες; (Λουκ. γ´ 15).
Ἂς ἀναλογισθοῦμε ὅλα τὰ παραπάνω: ζωὴ πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν πολλῶν, σχεδὸν ὅλων· ζωὴ ἀνώτερη, ἰσάγγελη· πνευματικὲς ἐπιδόσεις ἀσυνήθιστα ὑψηλές· προφητικὴ κλήση καὶ ἀποστολὴ σὲ νεαρὴ ἡλικία·καταπληκτικὴ ἐ­­πιτυχία στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο, μαζικὲς καὶ συγκλονιστικὲς μεταστροφές· κύρος τόσο μεγάλο, ὥστε νὰ ἀναρωτιοῦνται, μήπως εἶναι ὁ Χριστός; Ἡ Παλαιστίνη σείσθηκε ἀπὸ τὸ κήρυ­γμα καὶ τὴν παρουσία του, ἕνας ὁλόκληρος λαὸς κρεμόταν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ νεαροῦ λιπόσαρκου Ἰωάννη· κι ἐκεῖνος; ἀνέγγιχτος ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Δὲν ζήτησε τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλη ἐκείνη τὴ δόξα. Εἶπε: «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός. Ἔρχεται μετὰ ἀπὸ ἐμένα, καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος ἐγὼ νὰ λύσω οὔτε τὰ κορδόνια ἀπὸ τὰ ὑποδή­ματά του» (Λουκ. γ´ 16).
Καὶ ὅταν, ἐνῶ μεσουρανοῦσε, ἄρχισε νὰ τὸν ἐπισκιάζει ὁ Μεσσίας μὲ τὴ δράση Του, καὶ παραπονέθηκαν γι᾿ αὐτὸ στὸν Πρόδρομο οἱ μαθητές του, ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: 
«Κανεὶς δὲν ἔχει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι μαρτυρεῖτε πὼς εἶπα ὅτι δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Μεσσίας, ἀλλὰ πρόδρομός Του. Γι᾿ αὐτὸ ἐργάσθηκα, γιὰ νὰ ὁδηγήσω τὶς ψυχὲς στὸ Νυμφίο Χριστό. Καὶ ὄχι ἁπλῶς δὲν ζηλεύω ἢ δὲν ἐνοχλοῦμαι ποὺ ­ἐλαττώνεται ἡ φήμη μου, ἀλλὰ “χαρᾷ χαίρω”, χαίρομαι μὲ πολὺ μεγάλη χαρά· “αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται”· αὐτὴ λοιπὸν ἡ χαρά μου εἶναι τέλεια. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸ ἀποδέχομαι ὁλόψυχα: Ἐκεῖνος νὰ αὐξάνει σὲ ἐπιρροὴ καὶ δόξα, κι ἐγὼ νὰ μικραίνω» (βλ. Ἰω. γ´ 26-30).

Ὁ Τίμιος Πρόδρομος, μέγας καὶ στὴν ταπεινοφροσύνη, προκαλεῖ τὸν εὐλαβὴ θαυμασμό μας. Μπορεῖ ὅμως νὰ γίνει καὶ βοηθός, πρεσβευτής μας, ἂν τὸν ἐπικαλούμαστε, ὥστε νὰ καλλιεργοῦμε τέτοιο φρόνημα στὶς δικές μας ἀσήμαντες – σὲ σύγκριση μὲ τὶς δικές του – ἐπιδόσεις καὶ ἐπιτυχίες.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Θεοφάνεια είναι...



"Θεοφάνεια είναι ποταμός Αγάπης να ξεπλένει την ψυχή σου.

Να ευφραίνεσαι μυστικά την προσκύνηση της Αγίας Τριάδος.
Να αγιάζεις τον νου της καρδιάς σου με δάκρυα συντριβής.

Να βαφτίζεις τα πάθη σου στον Ιορδάνη της μετάνοιας.
Να λιώνεις τις αμαρτίες του στη φλόγα της Αγάπης του.

Να φωτίζεις τις αρετές σου στο φως του Αγίου Πνεύματος.
Να λυγίζεις ταπεινά τα γόνατα μπροστά στη Θεία Αποκάλυψη μέσα σου.

Να καθαρίζεις την υπερηφάνεια των λογισμών σου σε λουτρό αγιασμένων υδάτων.

Να βλέπεις τους αδελφούς αγνούς εν είδει περιστεράς.
Να ενώνεσαι, να βυθίζεσαι και να χάνεσαι σαν περιστέρι μέσα σε αγγελική ψυχή.

Κι αν δώσει ο Θεός, η φανέρωση της Αγίας Τριάδος να αγγίξει την καρδιά σου 
να την νιώθεις να χοροπηδά αλαφιασμένη από κατάνυξη και γλυκύτητα, 
σαν τη νύμφη που περιμένει να συναντήσει τον αγαπημένο της νυμφίο. 

Με βία και λαχτάρα, σαν να μην χωρά το στήθος το περίσσευμα της Θείας Αγάπης. 

Πυρ καταναλίσκον, ευφροσύνη άρρητος, αναβάπτιση σε Ιορδάνεια νάματα.

Άγια Θεοφάνεια είναι να γεύεσαι το μυστήριο της Θείας Φανέρωσης
αλλοιωμένος συντετριμμένος κεκαθαρμένος, ταπεινός, 
όλος φως, όλος Αγάπη, όλος ευλογία, όλος Χάρη βαθιά στην καρδιά.

Ουράνιος Άνθρωπος, επίγειος άγγελος.

Τα Θεφάνεια είναι θείος έρως.
Κύριε, δος μου ταπείνωση να αντέξω την επίθεση της Αγάπης σου".


Ανέκδοτες Σημειώσεις ανωνύμου μοναχού, 1973

Τὰ ἅγια Θεοφάνεια

Εἶχε ἀνάγκη βαπτίσματος ὁ Χριστός;
«Καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος…» 
(Μᾶρκ. 1,10)


Λαμπρὰ εἶνε ἡ σημερινὴ ἡμέρα. Τελειώνει τὸ Δωδεκαήμερο, κλείνει ὁ κύκλος τῶν ἑ­ορτῶν ποὺ ἔχει κέντρο τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Εἴδαμε τὸν Κύριο βρέφος, τὸν εἴδαμε νήπιο ὀ­κτὼ ἡμερῶν νὰ περιτέμνεται, καὶ σήμερα τὸν βλέπουμε τέλειον ἄν­δρα νὰ βαπτίζεται στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ κι ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Πατρός· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17).

Αὐτὰ πιστεύουμε οἱ Χριστιανοί. Στὸν κόσμο ὅμως ὑπάρχει ἀπιστία. Καὶ μερικοί, ἐκμεταλλευόμενοι ἕνα κενὸ ποὺ νομίζουν πὼς βρῆ­καν στὰ Εὐαγγέλια, τὴν ἀπουσία δηλαδὴ πληροφοριῶν ἀπὸ τὴν παιδικὴ μέχρι τὴν ὥριμη ἡ­λικία τοῦ Χριστοῦ ὅταν βαπτίσθηκε στὸν Ἰ­ορδάνη, λένε· Ποῦ ἦταν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὰ δώδεκα μέχρι τὰ τριάντα του χρόνια; Καὶ πλά­θον­τας μύθους μὲ τὴ νοσηρὰ φαντασία τους, λένε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν στὴν Παλαιστίνη, ἀλλὰ πῆγε στὶς Ἰνδίες, κ᾽ ἐ­κεῖ διδάχθηκε ὅσα ἔκανε κατόπιν. Ἔτσι λένε, γιὰ νὰ μειώσουν τὸ θεανδρικό του πρόσωπο. Τί ἀπαντοῦμε;
Δὲν ὑπάρχει κενό. Τὰ Εὐαγγέλια λένε καθα­­ρά, ὅτι κατὰ τὸ ἐπίμαχο αὐτὸ διάστημα ὁ Χριστὸς ἔζησε ὡς παιδὶ μιᾶς φτωχῆς πολυτέκνου οἰκογενείας, τοῦ ξυλουργοῦ Ἰωσήφ, κι ὅτι ἐρ­γα­ζόταν στὸ ξυλουργεῖο γιὰ τὸν ἐπιούσιο ἄρτο (βλ. Ματθ. 13,55. Μᾶρκ. 6,3). Ἐργάτης ἦταν καὶ γνήσιος φίλος τῶν ἐργαζομένων. Τὰ χέρια του, ποὺ εὐλόγη­σαν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ θεράπευσαν ἀρ­ρώστους καὶ θώπευσαν τὰ κεφάλια ἀθῴων παιδιῶν καὶ τέλος καρφώθηκαν στὸ σταυρό, ἦταν χέρια ἐργάτου. Ἕνας Βιεννέζος ζωγράφος τὸν ζωγράφισε στὸ ξυλουργεῖο κοντὰ στὸν δίκαιο Ἰωσήφ, μὲ τὸ πριόνι στὸ χέρι, καὶ δίπλα ἡ Πανα­γία νὰ γνέθῃ μὲ τὴ ῥόκα. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ θὰ ἔ­πρεπε νὰ κοσμῇ ὅλα τὰ ἐργατικὰ κέντρα.
Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ εἶνε καὶ ἡ ὀνομασία «Ναζωραῖος» ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἐχθροί του ὅταν τὸν σταύρωσαν (Ἰω. 18,5,7· 19,19). Ἰσχυρότερη ὅμως ἀπόδειξι εἶνε αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν οἱ συγχω­ριανοί του ὅταν ἐ­κεῖνος ἄρ­χισε νὰ διδά­σκῃ καὶ νὰ θαυματουργῇ· «Πῶς οὗ­τος γράμ­ματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;» (Ἰω. 7,15). Ἀ­ποροῦσαν πῶς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν πῆ­γε σχολεῖο· διότι ἤξεραν τὴ ζωή του. Ὅπως γιὰ μένα, ἂν πᾶτε στὸ χωριό μου καὶ ρωτήσετε, τὰ ξέρουν ὅλα καὶ θὰ σᾶς τὰ ποῦν· ἐξ αἰτίας μου ἔμαθαν καὶ τὴ Φλώρινα. Ποιός ἄλλος λοι­πὸν γνωρίζει τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ὅσο οἱ πατρι­ῶτες του; Ἂν εἶχε λείψει, θὰ τὸ ἤξεραν πρῶ­τοι αὐτοί. Οἱ Ναζαρηνοὶ εἶνε μάρτυρες, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἐκπαιδεύθηκε σὲ καμμιά σχολή. Σ᾽ αὐτόν, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9· βλ. καὶ 1,19).

Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἐργαζόταν στὴ Ναζα­ρέτ, πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἦταν ἕνας ἄλλος ἀετὸς τοῦ πνεύματος, «ἄγγελος» ἐπίγειος ὅ­πως τὸν ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία μας (δοξαστ. αἶν.), ὁ Ἰωάν­νης ὁ Πρόδρομος. Κατὰ σάρκα ἦταν ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ζοῦσε ἀσκητικά. Τὸ ροῦχο του ἦταν ἀπὸ τρίχες καμήλας καὶ στὴ μέση φοροῦσε ζώνη ἀπὸ δέρμα. Τροφή του ἦταν χορτάρια, «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Ματθ. 3,4. Μᾶρκ. 1,6). Ποτό του ἦταν τὸ νερό· ἔσκυβε καὶ ἔ­πινε μὲ τὶς φοῦχτες ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Στρῶ­μα του ἡ ἀμμουδιά, στέγη του τὰ ἄστρα, καὶ συντροφιά του τὰ θηρία – ποὺ συχνὰ ἀποδει­κνύον­ται πιὸ ἥμερα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἔτσι ἔζησε μέσ᾿ στὴ φύσι κ᾽ ἐκεῖ ἐκπαιδεύ­θηκε. Καὶ κάποια μέρα ὁ Ἰωάννης πῆρε ἐντο­λὴ νὰ κηρύξῃ. Ἔστησε τὸ βῆμα του στὴν ὄχθη καὶ ἄρχισε. Τὸ κήρυγμά του δὲν ἦταν σὰν τὰ συνηθισμένα· ἦταν κεραυνὸς – ἀστροπελέκι. Στοὺς πλουσίους ἔλεγε· Ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχετε, μοιρά­στε τὰ μισά. Στοὺς τελῶνες ἔλεγε· Μὴν εἰσ­πράττετε τίποτα πέρα ἀπ᾽ τὸ νόμιμο. Στοὺς στρατιωτικοὺς δὲν ἔλεγε, ῾Ρίξτε τὰ ὅπλα, ἀλ­λά, Μὴ χρησιμοποιεῖτε βία. Στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους ἔλεγε· «Γεννήματα ἐχιδνῶν» – παιδιὰ τῆς ὀχιᾶς, ἄσπλαχνοι καὶ ἄστοργοι, πῶς θὰ ξεφύγετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ; «Ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας» (Ματθ. 3,7-8)· μετανοῆστε καὶ κλάψτε.
Καλοῦσε ὅλους σὲ «βάπτισμα με­τανοίας» (Μᾶρκ. 1,4), ποὺ θὰ προετοίμαζε τὶς ψυχὲς γιὰ τὸ χριστιανικὸ ἅγιο βάπτισμα.

Σὰν μαγνήτης ὁ Πρόδρομος εἵλκυε τὰ πλήθη, ἡ ἔρημος ἔγινε πόλις. Μέσα στοὺς χιλιάδες ἀνεπισήμους νά καὶ κάποιος ἄγνωστος, ἕ­­νας μαραγκὸς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Ἦταν ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ ἐξάδελφος τοῦ Βαπτιστοῦ. Δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ· αὐτὸς ἔμενε στὴν πόλι, ἐνῷ ὁ Ἰωάννης στὴν ἔρημο. Τὸν εἶ­δε ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο τοῦ λέει· Αὐ­τὸς εἶνε «ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Ἰω. 1,33).
–Ἦλθα, λέει, νὰ βαπτιστῶ. –Ἐσύ; ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ σένα. –«Ἄφες ἄρτι» – ἄσε τώρα τὶς ἀντιρρήσεις, τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς· ἔτσι πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ τηρήσω κάθε θεία ἐντολή (Ματθ. 3,14-15). Ἐπέμενε, καὶ βαπτίστηκε.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ βάπτισμα ὁ Χριστός; Ἐμεῖς βαπτιζόμαστε διότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶνε ὁ μό­νος ἀναμάρτητος. Τὸ λέει αὐτὸ σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο· τὸ προσέξατε; Ἔχει μία λέξι μὲ μεγά­λη σημασία. Πῶς γινόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάν­νου· ὅσοι πήγαιναν ἀναγνώριζαν τὰ σφάλμα­τά τους, μετανο­οῦσαν, ἔμπαιναν στὸ νερό, καὶ τί ἔκαναν· ἐξωμολο­γοῦντο, καὶ ἔμεναν ἐκεῖ ὅ­σο διαρκοῦσε ἡ ἐξ­ομολόγησι, ἄλλος λίγο – ἄλ­λος πολύ. Μόνο ὁ Χριστός, μόλις μπῆκε ἀμέσως βγῆκε. Βγῆκε «εὐθὺς» –νά ἡ σπουδαία λέ­ξις– ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, βγῆκε «εὐθέ­ως» ἀπ᾽ τὸ νερό (Ματθ. 3,16. Μᾶρκ. 1,10). Γιατί βγῆκε ἀμέσως; Διότι ὡς ἀναμάρτητος δὲν εἶχε νὰ πῇ τίπο­τα, δὲν εἶχε καμμιά ἁμαρτία νὰ ἐξομολογηθῇ.
Ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ πρέπει νά ᾽χου­­με συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Μόνο ἕνας εἶνε ὁ ἀναμάρτητος. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι­ος, Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Τὸ «εὐθὺς» ἐκεῖνο εἶνε καταπέλτης.
Τότε λοιπὸν γιατί βαπτίστηκε; Γιὰ νὰ φανε­ρω­θῇ τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἁγίας Τρι­άδος, Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα – ἁγία Τρι­άς, ἐλέησον τὸν κόσμον κ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ὁ Ἰορδάνης, ἀγαπητοί μου, εἶνε μικρὸς πο­ταμός. Ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ὅτου στὰ νερά του βαπτίσθη­κε ὁ Χριστός, ἔγινε παγ­κόσμιος θρῦλος καὶ τρέχουν ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη. Καλὴ συνήθεια, δὲν τὴν κατηγορῶ. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ἐκεῖνο δὲν εἶ­νε τόσο σπουδαῖο. Ὑπάρχει ἕνα ἄλλο νερὸ ἀ­πεί­ρως ἀνώτερο. Εἶνε τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος. Βλέπετε τὴν κολυμβήθρα; Νερὸ ἔχει μέσα, κοινὸ νερό. Ἀλλὰ ἀπ᾿ τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς θὰ βάλῃ πετραχήλι καὶ θὰ τὸ εὐλογήσῃ, τὸ νε­ρὸ ἐκεῖνο παίρνει τὴ «ῥαδιενέργεια» τοῦ οὐ­ρανοῦ, τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύμα­τος, καὶ καθα­ρίζει ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Αὐτὸς ποὺ βαπτίζεται βγαίνει ἄγγελος ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, γι᾿ αὐτὸ ἐνδύεται λευκὰ κ᾽ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβα­πτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Μπαίνει μὲ ῥυπωμένη ἐνδυμα­σία, καὶ βγαίνει μὲ βασιλικὴ ἁλουργίδα.
Αὐτὸ εἶνε τὸ βάπτισμα. Καὶ θὰ ἦταν εὐτύχη­μα νὰ κρατούσαμε ἀμόλυντη τὴ στολή του. Τί γίνεται ὅμως ὅταν τὴ λερώσουμε; Πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲ μᾶς ἀφήνει· ὥρισε ἕνα ἄλλο βάπτισμα, ἕνα νέο λουτρό. Ποιό; Τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως.
Θὰ τὸ πῶ· εἶμαι πικραμένος. Θὰ φύγω, θὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, θὰ βρῶ ἕνα κελλάκι νὰ πάω νὰ κλειστῶ μέσα νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου. Σᾶς κήρυξα φλογερὰ καὶ σᾶς κάλεσα νὰ μετανοήσετε. Οἱ περισσότεροι ὅμως εἶστε ἀ­κόμη ἀνεξομολόγητοι. Δὲν μπορῶ νὰ ἀσκήσω βία. Ἐὰν ὅμως πᾶτε, θὰ καταλάβετε. Γιατὶ ὁ πνευματικὸς ἀσκεῖ ἔργο ἀνώτερο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τώρα μοιάζετε σὰν κάποιον ποὺ εἶχε ἔμφραγμα καὶ τὸ ρώτησα· –Ἐξ­ωμολο­γήθηκες; –Ὅταν ἤμουν στὸ κατη­χητικό, δώδε­κα χρονῶν. 
–Ἀπὸ τότε ἔχεις νὰ ἐξομολογηθῇς; Σὰ νὰ μοῦ λές, ὅτι ἀπὸ δώδεκα χρονῶν ἔχεις ν᾿ ἀλλάξῃς ροῦχα. Ὅπως τακτικὰ κάνεις λουτρὸ καὶ ἀλλάζεις, ἔτσι κάνε καὶ γιὰ τὴν ψυχή σου, ποὺ ὄζει – βρωμάει. 
Ἕνα δάκρυ μετανοί­ας γίνεται Ἰορδάνης καὶ πλένει τ᾿ ἁμαρτήματα.
Κάντε ἕνα βῆμα, βρῆτε καλὸ ἐξομολόγο. Αὐ­τὸ ἔκανα κ᾽ ἐγώ, βρῆκα ἕνα σεβάσμιο γέρον­τα καὶ ἐξομολογοῦμαι. Μὴ μείνετε ἔτσι καὶ πε­θάνετε ἀμετανόητοι. Δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε – τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀν­θρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲ μετανοοῦμε.
Εὔχομαι ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ τιμίου Προδρόμου νὰ μᾶς δώσῃ μετάνοια. Θὰ χαρῶ ἐὰν δῶ οὐρὰ στὰ ἐξομολογητήρια (τὸ ἔζησα αὐτό· θυμᾶμαι σὲ χωριὰ ποὺ ἐκήρυξα πόσοι ἔτρεχαν ὣς τὴ νύχτα νὰ ἐξομολογηθοῦν). Δι­αφορετικά, «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρ­πὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19). Τσεκούρι καὶ φωτιὰ τὸ περιμένει. Ὦ Παν­αγία Δέ­­σποινα καὶ ἅγιοι Πάντες, ποιήσατε πρε­σβεί­αν τοῦ ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος πόλεως Φλωρίνης Παρασκευὴ 6-1-1989)

Προφητικό ὅραμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης



Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, από τη Ρωσία, 
διηγείται αυτό το όραμα που είχε τον Ιανουάριο του 1901: 

«Οι αγιασμένοι άνθρωποι του Θεού δεν θα πρόδιδαν την πίστη ούτε με μια λέξη»

Μετά τις βραδινές προσευχές, ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ στο αμυδρά φωτισμένο κελί μου, καθώς ήμουν κουρασμένος. Μπροστά από την εικόνα της Μητέρας του Θεού βρισκόταν κρεμασμένη η λαμπάδα μου. Δεν είχε περάσει πάνω από μισή ώρα, όταν άκουσα ένα θρόισμα. Κάποιος ακούμπησε τον αριστερό μου ώμο και με τρυφερή φωνή μου είπε: «σήκω δούλε του Θεού Ιωάννη, και ακολούθησε το θέλημα του Θεού!»
Σηκώθηκα και είδα κοντά στο παράθυρο έναν ένδοξο στάρετς [1] (γέροντα) με ψαρά μαλλιά, φορώντας ένα μαύρο μανδύα, και κρατώντας μια ράβδο στο χέρι του. Με κοιτούσε τρυφερά και κρατιόμουν με δυσκολία να μην πέσω εξαιτίας του μεγάλου φόβου μου. Τα χέρια και τα πόδια μου έτρεμαν, ήθελα να μιλήσω, άλλα η γλώσσα μου δεν με υπάκουε. Ο γέροντας έκανε το σημείο του σταυρού σε μένα και σύντομα γέμισα με γαλήνη και χαρά. Έπειτα, έκανα το σταυρό μου κι ο ίδιος.
Στη συνέχεια, έδειξε με τη ράβδο του προς το δυτικό τοίχο του κελιού μου, έτσι ώστε να παρατηρήσω ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο γέροντας είχε χαράξει στον τοίχο τους ακόλουθους αριθμούς:1913, 1914, 1917, 1922, 1924 και 1934. Ξαφνικά ο τοίχος εξαφανίστηκε και περπατούσα με το γέροντα σε ένα πράσινο λιβάδι και είδα πλήθος από χιλιάδες σταυρούς σαν σημάδια τάφων.
Ήταν ξύλινοι, πήλινοι ή χρυσοί. Ρώτησα τον γέροντα, για πιο λόγο υπήρχαν αυτοί οι σταυροί. Μου απάντησε γαλήνια, ότι οι σταυροί αυτοί υπάρχουν γι΄ αυτούς που υπέφεραν και δολοφονήθηκαν για την πίστη τους στο Χριστό και για τον Λόγο του Θεού, και έγιναν μάρτυρες. Και έτσι συνεχίσαμε να περπατάμε.
Ξαφνικά είδα ένα ολόκληρο ποτάμι από αίμα και ρώτησα τον γέροντα, ποια είναι η σημασία αυτού του αίματος και πόσο είχε χυθεί. Ο γέροντας κοίταξε γύρω και απάντησε: «Αυτό είναι το αίμα των αληθινών Χριστιανών!» Έδειξε έπειτα σε κάποια σύννεφα , και είδα πλήθος από αναμμένα καντήλια που έκαιγαν με άσπρη φλόγα. Άρχισαν να πέφτουν προς το έδαφος το ένα μετά το άλλο κατά δεκάδες και εκατοντάδες. Κατά την πτώση τους, σκοτείνιαζαν και γινόταν στάχτες.
Τότε ο γέροντας μου είπε, «Κοίτα!», και είδα σε ένα σύννεφο εφτά καιγόμενα καντήλια. Ρώτησα ποιο είναι το νόημα των καιγομένων καντηλιών που πέφτουν στο έδαφος και μου απάντησε: «Αυτές είναι οι εκκλησίες του Θεού που έχουν πέσει σε αίρεση, άλλα αυτά τα εφτά καντήλια στα σύννεφα είναι οι εφτά Εκκλησίες της μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που θα μείνουν μέχρι τέλους του κόσμου!».
Ο γέροντας στη συνέχεια, έδειξε ψηλά στον αέρα και είδα και άκουσα αγγέλους να ψάλλουν: « Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ!».Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων με κεριά στα χέρια τους μας προσπέρασαν, ενώ η χαρά φαινόταν να λάμπει στα πρόσωπά τους. Ήταν αρχιεπίσκοποι, μοναχοί, μοναχές, ομάδες λαϊκών, ενήλικες, νέοι, ακόμα και παιδιά και μωρά. Ρώτησα το θαυματουργό γέροντα ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι κι αυτός αποκρίθηκε: « Όλοι αυτοί είναι οι άνθρωποι που υπέφεραν για την Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και για τις άγιες εικόνες που βρέθηκαν στα χέρια αμαρτωλών καταστροφέων».
Έπειτα ρώτησα το μεγάλο γέροντα, αν θα μπορούσα να κάτσω δίπλα τους. Ο γέροντας μπο είπε: « Είναι πολύ νωρίς για σένα να υποφέρεις, επομένως το να καθίσεις μαζί τους δεν είναι ευλογημένο από το Θεό!» Είδα πάλι ένα μεγάλο πλήθος από νεογέννητα που υπέφεραν για το Χριστό από τον Ηρώδη[2] και έλαβαν στέμμα από τον Επουράνιο Βασιλέα.
Προχωρήσαμε περισσότερο και πήγαμε σε μια μεγάλη εκκλησία. Ήθελα να κάνω το σημείο του σταυρού, άλλα ο γέροντας με συμβούλευσε: «Δεν είναι ανάγκη να κάνεις το σταυρό σου, επειδή αυτό το μέρος είναι το βδέλυγμα της ερημώσεως».[3]. Η εκκλησία ήταν σκοτεινή και καταθλιπτική. Στην Αγία Τράπεζα ήταν ένα αστέρι και ένα Ευαγγέλιο με αστέρια. Κεριά καμωμένα από πίσσα καιγόντουσαν και έτριζαν σαν καυσόξυλα. Το δισκοπότηρο στεκόταν εκεί, καλυμμένο με μια απαίσια βρωμιά. Υπήρχε κι ένα πρόσφορο[4] με αστέρια. Ένας ιερέας στεκόταν μπροστά από την Αγία Τράπεζα με ένα πρόσωπο κατάμαυρο σαν πίσσα, και μια γυναίκα βρισκόταν κάτω από την Αγία Τράπεζα, καλυμμένη με κόκκινα και με ένα αστέρι στα χείλη της και ούρλιαζε και γελούσε σε όλη την εκκλησία λέγοντας: «Είμαι ελεύθερη!» Σκέφτηκα: « Θεέ μου, πόσο τρομερό!».
Οι άνθρωποι σαν τρελοί άρχισαν να τρέχουν γύρω από την Αγά Τράπεζα, φωνάζοντας, σφυρίζοντας και χειροκροτώντας. Μετά, άρχισαν να τραγουδούν άσεμνα τραγούδια. Ξαφνικά, ένας κεραυνός άστραψε, ένα φοβερό αστροπελέκι αντήχησε, η γή σείσθηκε και η εκκλησία κατέρρευσε, στέλνοντας τη γυναίκα, τους ανθρώπους, τον παπά και τους υπόλοιπους στην άβυσσο. Σκέφτηκα: «Θεέ μου πόσο τρομερό, σώσε μας!». 
Ο γέροντας είδε αυτό που είχε γίνει όπως και εγώ. Τον ρώτησα:»Πάτερ, πείτε μου, ποια είναι η σημασία αυτής της φοβερής εκκλησίας»; Αποκρίθηκε: «Αυτοί είναι οι κοσμικοί άνθρωποι, οι αιρετικοί, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία και αναγνώρισαν την πρόσφατη νεωτερίζουσα εκκλησία την οποία ο Θεός δεν έχει ευλογήσει. Σ' αυτή την εκκλησία δεν νηστεύουν, δεν παρακολουθούν ακολουθίες και δεν λαμβάνουν τη Θεία Κοινωνία»! Φοβήθηκα και είπα: « Ο Θεός μας ελεεί μα καταριέται αυτούς με θάνατο»! Ο γέροντας με διέκοψε και είπε: « Μη θρηνείς, μόνο προσευχήσου».
Έπειτα, είδα μια κοσμοσυρροή, καθένας από τους οποίους είχε ένα αστέρι στα χείλη και ήταν τρομερά εξαντλημένοι από τη δίψα, περπατώντας εδώ και εκεί. Μας είδαν και φώναξαν δυνατά: «Άγιοι Πατέρες, προσευχηθείτε για μας. Είναι πολύ δύσκολο για μας, επειδή εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε. Οι πατέρες και οι μητέρες μας δεν μας δίδαξαν το Νόμο του θεού.[5] Ούτε το όνομα του Χριστού δεν έχουμε και δεν έχουμε λάβει ειρήνη. Απορρίψαμε το Άγιο Πνεύμα και το σημείο του σταυρού. Άρχισαν να κλαίνε.
Ακολούθησα το γέροντα. «Κοίτα!», μου είπε δείχνοντας με το δάκτυλο του. Είδα ένα βουνό από ανθρώπινα πτώματα βαμμένα στο αίμα. Φοβήθηκα πολύ και ρώτησα τον γέροντα ποιο είναι το νόημα αυτών των νεκρών πτωμάτων. Μου απάντησε: «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έζησαν μοναστική ζωή, απορρίφθηκαν από τον Αντίχριστο, και δεν έλαβαν τη σφραγίδα του. Υπέφεραν για την πίστη τους για τον Χριστό και την Αποστολική Εκκλησία και έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου πεθαίνοντας για τον Χριστό. Να προσεύχεσαι γι΄ αυτούς τους δούλους του θεού!». 
Χωρίς προειδοποίηση ο γέροντας γύρισε στο βορρά και έδειξε με το χέρι του. Είδα ένα αυτοκρατορικό παλάτι, γύρω από το οποίο έτρεχαν σκυλιά. Άγρια τέρατα και σκορπιοί ούρλιαζαν και επιτίθονταν έχοντας προτεταμένα τα δόντια τους. Και είδα τον Τσάρο να κάθεται σ' ένα θρόνο. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, άλλα ανδρείο. Έλεγε την ευχή του Ιησού. 
Ξαφνικά έπεσε σαν νεκρός άνθρωπος. Το στέμμα του έπεσε. Τα άγρια θηρία, οι σκύλοι και οι σκορπιοί τσαλαπάτησαν τον βασιλιά. Ήμουν φοβισμένος και έκλαιγα πικρά. Ο γέροντας με πήρε από το δεξί ώμο. Είδα μια φιγούρα σαβανωμένη στα άσπρα- ήταν ο Νικόλαος ο Β'. Στο κεφάλι του ήταν ένα στεφάνι από πράσινα φύλλα, και το πρόσωπό του ήταν άσπρο και κάπως ματωμένο. Φορούσε ένα χρυσό σταυρό γύρω από το λαιμό του και ψιθύριζε ήσυχα μια προσευχή. Και μετά μου είπε με δάκρυα: «Προσευχήσου για μένα, Πάτερ Ιωάννη. Πες σε όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς ότι εγώ ο Τσάρος - μάρτυρας, πέθανα ανδρείως για την πίστη μου στο Χριστό και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πες στους Άγιους Πατέρες ότι πρέπει να κάνουμε μια Παννυχίδα[6] για μένα τον αμαρτωλό, άλλα δεν θα υπάρξει τάφος για μένα!» 
Σύντομα όλα έγιναν άφαντα στην ομίχλη. Έκλαψα πικρά προσευχόμενος για τον Τσάρο-μάρτυρα. Τα χέρια μου και τα πόδια μου έτρεμαν από φόβο. Ο γέροντας είπε: «Κοίτα!». Μετά είδα μια κοσμοσυρροή από ανθρώπους διασκορπισμένους γύρω στη γή που είχαν πεθάνει από πείνα, ενώ οι άλλοι έτρωγαν γρασίδι και φυτά. Τα σκυλιά κατέτρωγαν τα σώματα των πεθαμένων, ενώ η δυσοσμία ήταν τρομερή. Σκέφτηκα: «Κύριε, αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πίστη». Από τα στόματά τους έβγαιναν βλασφημίες και γι' αυτό δέχθηκαν το θυμό του Κυρίου.
Είδα, επίσης, ένα ολόκληρο βουνό από βιβλία και ανάμεσα στα βιβλία σέρνονταν σκουλήκια εκπέμποντας μια τρομερή δυσοσμία. Ρώτησα το γέροντα ποια ήταν η σημασία αυτών των βιβλίων. Αυτός είπε: «Αυτά τα βιβλία είναι ασέβεια και βλασφημία που θα μολύνουν όλους τους Χριστιανούς με αιρετικές διδασκαλίες! Μετά ο γέροντας ακούμπησε το ραβδί του σε κάποια από τα βιβλία και άρπαξαν φωτιά. Ο άνεμος διασκόρπισε τις στάχτες. 
Στη συνέχεια είδα μια εκκλησία γύρω από την οποία ήταν στοίβα από δεήσεις για τους αποθανόντες. Έσκυψα και θέλησα να τις διαβάσω, άλλα ο γέροντας είπε: «Αυτές οι δεήσεις για τους πεθαμένους βρίσκονται εδώ πολλά χρόνια και οι ιερείς τις έχουν ξεχάσει. Δεν πρόκειται ποτέ να τις διαβάσουν, άλλα οι νεκροί θα ζητούν κάποιον να προσευχηθεί γι' αυτούς!» Εγώ τον ρώτησα: «Ποιοι θα προσευχηθούν γι' αυτούς;». Ο γέροντας αποκρίθηκε: « Οι Άγγελοι θα προσευχηθούν γι' αυτούς».
Προχωρήσαμε πιο πέρα, και ο γέροντας τάχυνε το βήμα του τόσο που με δυσκολία τον προλάβαινα. «Κοίτα!», μου είπε. Είδα ένα μεγάλο πλήθος από ανθρώπους να καταδιώκονται από τους δαίμονες οι οποίοι τους κτυπούσαν με πασσάλους, με δίκρανα και γάντζους. Ρώτησα τον γέροντα ποιο είναι το νόημα αυτών των ανθρώπων. Μου αποκρίθηκε: «Αυτοί είναι εκείνοι που απαρνήθηκαν την πίστη τους και άφησαν την Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία καιδέχθηκαν την καινούρια νεωτερίζουσα εκκλησία. Αυτή η ομάδα, εκπροσωπεί τους ιερείς, τους μοναχούς, τις μοναχές, και τους λαϊκούς οι οποίοι απαρνήθηκαν τους όρκους τους, ή το γάμο τους, και δεσμεύθηκαν με το ποτό, την ανηθικότητα, και όλου του είδους τις βλασφημίες και τις διαβολές. Όλοι αυτοί έχουν τρομακτικά πρόσωπα και μια τρομερή δυσοσμία βγαίνει από τα στόματά τους. Οι δαίμονες τους κτυπούσαν, οδηγώντας τους στην τρομερή άβυσσο, από την οποία βγαίνουν οι φλόγες της κολάσεως. Ήμουν πολύ φοβισμένος. Έκανα το σημείο του σταυρού ενώ προσευχόμουν, ο Κύριος να μας αποτρέψει από τέτοια μοίρα!
Μετά, αντίκρισα μια ομάδα ανθρώπων, νέοι και γέροι μαζί, που ήταν όλοι ντυμένοι άσχημα, και κρατούσαν ψηλά ένα μεγάλο αστέρι με 5 σημεία. Σε κάθε γωνία ήταν 12 δαίμονες και στην μέση ήταν ο Σατανάς ο ίδιος με κέρατα και αχυρένιο κεφάλι. Έβγαλε ένα βλαβερό αφρό στους ανθρώπους, ενώ ανακοίνωνε αυτές τις λέξεις: «Σηκωθείτε εσείς οι καταραμένοι με τη σφραγίδα μου...»
Ξαφνικά εμφανίστηκαν πολλοί δαίμονες με σιδερένιες σφραγίδες και πα΄νω σε όλους τους ανθρώπους τοποθέτησαν τη σφραγίδα: στα χείλη τους, στους αγκώνες και στο δεξί χέρι. Ρώτησα τον γέροντα: «Τι σημαίνει αυτό;» Και αποκρίθηκε: «Αυτό είναι το σημάδι του Αντιχρήστου!». ¨εκανα το σταυρό μου και ακολούθησα το γέροντα.
Ξαφνικά, σταμάτησε και έδειξε προς την Ανατολή με το χέρι του. Είδα μια μεγάλη συγκέντρωση από ανθρώπους με χαρούμενα πρόσωπα που κουβαλούσαν σταυρούς και κεριά στα χέρια. Στο μέσο τους υπήρχε μια Αγία Τράπεζα τόσο λευκή όσο το χιόνι. Στην Αγία Τράπεζα υπήρχε ο σταυρός και το Άγιο Ευαγγέλιο και πάνω από την Αγία Τράπεζα ήταν ο αέρας με ένα χρυσό αυτοκρατορικό στέμμα πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα «Για το άμεσο μέλλον». Πατριάρχες, επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί, μοναχές και λαϊκοί στέκονταν γύρω από την Αγία Τράπεζα. Όλοι έψαλαν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη». Από μεγάλη χαρά έκανα το σταυρό μου και δόξασα το Θεό.
Ξαφνικά ο γέροντας κούνησε το σταυρό του προς τα πάνω τρείς φορές και είδα ένα βουνό από πτώματα καλυμμένα από ανθρώπινο αίμα και από πάνω τους πετούσαν Άγγελοι. Έπαιρναν τις ψυχές αυτών που είχαν δολοφονηθεί για το Λόγο του Θεού προς τα ουράνια ενώ έψαλλαν: «Αλληλούϊα!»
Παρατήρησα όλα αυτά και έκλαψα δυνατά. Ο γέροντας με πήρε από τιο χέρι και μου απαγόρευσε να κλαίω. Ό,τι ευχαριστεί το Θεό είναι το ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός υπέφερε και έχυσε το πολύτιμο αίμα του για μας. Κάποιοι σαν αυτούς θα γίνουν μάρτυρες, που δε θα δεχθούν τη σφραγίδα του Αντιχρίστου, και όλοι αυτοί που θα χύσουν το αίμα τους θα λάβουν ουράνια στέμματα. Ο γέροντας έπειτα προσευχήθηκε γι' αυτούς τους δούλους του Θεού και στράφηκε στην Ανατολή καθώς τα λόγια του Προφήτη Δανιήλ βγήκαν αληθινά: «Το βδέλυγμα της ερημώσεως». 
Τελικά είδα το θόλο του ναού της Ιερουσαλήμ. Πάνω του ήταν ένα αστέρι. Μέσα στην εκκλησία εκατομμύρια άνθρωποι συνέρεαν και πάλι πολλοί προσπαθούσαν να μπούν. Ήθελα να κάνω το σημείο του σταυρού, άλλα ο γέροντας μου άρπαξε το χέρι και είπε: «Εδώ είναι το βδέλυγμα της ερημώσεως». 
Έτσι μπήκαμε στην εκκλησία, που ήταν γεμάτη κόσμο. Είδα μια Αγία Τράπεζα, που έκαιγαν κεριά από λίπος ζώων. Στην Αγία τράπεζα ήταν ένας βασιλιάς με κόκκινα, φλογισμένος, πορφυρός. Στο κεφάλι του ήταν ένα χρυσό στέμμα με ένα αστέρι. Ρώτησα το γέροντα: «ποίος είναι αυτός;» Μου απάντησε: « Ο Αντίχριστος». Ήταν πολύ ψηλός με μάτια σαν φωτιά, μαύρα φρύδια, ξυρισμένο μούσι, θηριώδης, πανούργος, διαβολικός με τρομακτικό πρόσωπο. Ήταν μόνος του στην Αγία Τράπεζα και έτεινε τα χέρια του στους ανθρώπους. Είχε νύχια σουβλερά σαν τίγρης και φώναζε: «Είμαι βασιλιάς, είμαι Θεός. Είμαι ο Αρχηγός. Αυτός που δεν έχει τη σφραγίδα μου θα θανατωθεί.».
Όλοι οι άνθρωποι έπεσαν κάτω και τον προσκύνησαν και εκείνος άρχισε να βάζει τη σφραγίδα του στα χείλη τους και στα χέρια τους, έτσι ώστε να μπορέσουν να λάβουν λίγο ψωμί και να μην πεθάνουν από πείνα και δίψα. Γύρω από τον Αντίχριστο, υπηρέτες του οδηγούσαν αρκετούς ανθρώπους που τα χέρια τους ήταν δεμένα, και δεν είχαν πέσει να τον προσκυνήσουν. Αυτοί είπαν: «είμαστε Χριστιανοί, και όλοι πιστεύουμε στον Κύριο μας Ιησού Χριστό!» Ο Αντίχριστος σύντριψε τις κεφαλές τους αστραπιαία, και το Χριστιανικό αίμα άρχισε να ρέει.
Ένα παιδί οδηγήθηκε μετά στην Αγία Τράπεζα του Αντιχρίστου να τον προσκυνήσει, άλλα τολμηρά διακήρυξε: «Είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, άλλα εσύ είσαι υπηρέτης του Σατανά»!- θάνατος σ΄ αυτόν!» , αναφώνησε ο Αντίχριστος. Άλλοι που δέχθηκαν το σφράγισμα του Αντιχρίστου έπεσαν και τον προσκύνησαν.
Ξαφνικά μια βοή από κοσμοσυρροή ξανακούστηκε και χιλιάδες φωτισμένες αστραπές άρχισαν να αστράφτουν. Βέλη άρχισαν να χτυπούν τους υπηρέτες του Αντιχρίστου. ‘Επειτα, ένα μεγάλο φλεγόμενο βέλος άστραψε και χτύπησε τον Αντίχριστο τον ίδιο στο κεφάλι. Καθώς κουνούσε το χέρι του, το στέμμα του έπεσε και συνετρίβη στο έδαφος. Μετά εκατομμύρια πουλιά πέταξαν και κούρνιασαν στους υπηρέτες του Αντιχρίστου. Ένιωσα το γέροντα να με παίρνει από το χέρι.
Προχωρήσαμε περισσότερο, και είδα πάλι πολύ αίμα Χριστιανών. Ήταν εδώ που θυμήθηκα τις λέξεις του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Βιβλίο της Αποκαλύψεως, ότι το αίμα θα έφτανε ως το χαλινάρι του αλόγου. Σκέφτηκα: «Θεέ μου σώσε μας!» Εκείνη τη στιγμή είδα Αγγέλους να πετούν και να ψάλουν « Άγιος, ‘Αγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ»!
Ο γέροντας κοίταξε πίσω και άρχισε να λέει: «Μη λυπάσαι, γιατί σύντομα, πολύ σύντομα θα έρθει το τέλος του κόσμου! Προσευχήσου στον Κύριο. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος στους υπηρέτες του». Ο καιρός πλησίαζε στο τέλος του. Έδειξε στην Ανατολή , έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται. Κι εγώ προσευχήθηκα μαζί του. Μετά ο γέροντας άρχισε να απομακρύνεται γρήγορα από τη γή εις τας ουρανίους μονάς. Καθώς έκανε αυτό, θυμήθηκα ότι δε γνώριζα το όνομά του και έτσι ικέτεψα δυνατά: «Πάτερ πιο είναι το όνομά σου;» Τρυφερά απάντησε: «Σεραφείμ του Σαρώφ». 
Ένα μεγάλο κουδούνι χτύπησε πάνω από το κεφάλι μου, άκουσα τον ήχο και σηκώθηκα από το κρεβάτι. « Κύριε, ευλόγησε και βοήθησέ με μέσω των προσευχών του Αγίου Γέροντα! Με φώτισες, τον αμαρτωλό δούλο σου, τον ιερέα της Κροστάνδης.»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Πηγή: Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο από το « Voronezh Eparchy Messenger " #11,1992.
O όρος στάρετς (γέροντας) υποδηλώνει ένα μοναχό ή σε κάποιες περιπτώσεις ένα έγγαμο ιερέα, οποίος ζεί μια εξαιρετικά άγια ζωή. Ο στάρετς σημειώνεται για την θεοσεβή ζωή του, για τον ασκητισμό του-σωματικό και πνευματικό και για την ικανότητά του να οδηγεί άλλους στον δρόμο προς την σωτηρία.
Βλέπε Ματθ. 2:16-18. Η σφαγή των νηπίων τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 29 Δεκεμβρίου ως εορτή των αθώων νηπίων σφαγιασθέντων υπό του Ηρώδη του Βασιλέως.
Η φράση το βδέλυγμα της ερημώσεως είναι από την προφητεία του Δανιήλ 12:11.
Πρόσφορο είναι το ψωμί που χρησιμοποιείται στη Θεία Ευχαριστία.
Ο Νόμος του θεού που είναι γνωστός στα Ρωσικά σαν Zakon Bozhij , αποτελεί κατηχητικό βιβλίο της Εκκλησίας.
Παννυχίδα λέγεται η ακολουθία του μνημοσύνου για τους κεκοιμημένους (τεθνεώτας) που τελείται στο κοιμητήριο ή στην εκκλησία. Ο Μάρτυρας και Άγιος, Τσάρος Νικόλαος IIκαι η οικογένειά του δολοφονήθηκαν με κτηνώδη τρόπο το 1918 . Οι κομμουνιστές εκτελώντας εντολές του Βλαντιμήρ Λένιν έκαψαν τα σώματά τους με οξύ και τα έθαψαν στο δάσος που βρίσκεται έξω από το Ekaterinburg . Περίπου για 75 χρόνια η ύπαρξη του τάφου παρέμενε άγνωστη ως ότου μια ειδική επιτροπή βρήκε και εκταφίασε τα σώματά τους.
Vosduch είναι ο αέρας που σκεπάζει τα Θεία δώρα.

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΤΡΩΝΑΣ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ (ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΟΣΟ ΠΟΤΕ)!

Η Αγία Ματρώνα γεννήθηκε τό 1881, πάμπτωχη, τυφλή εκ γενετής, καί κατατρεγμένη, από τό τότε Σοβιετικό καθεστώς. Είχε από τόν Χριστό τό χάρισμα τής διόρασης αλλά καί τής προόρασης. Μπορούσε νά βλέπει συμβάντα πού εγίνοντο ή, θά γίνονταν σέ εκατοντάδες μίλια μακριά καί σέ άγνωστους γι΄ αυτήν τόπους... 

" Ελα, Ματρώνουσκα, έλα... Ιδού έρχεται ή αντικαταστάτριά μου, ό Όγδοος στύλος τής Ρωσίας " μιλώντας προφητικά, γιά τήν ιδιαίτερη αποστολή τής Ματρώνας στόν Ρωσικό λαό καί στά μετέπειτα χρόνια τών διωγμών πού έβλεπε νά έρχονται...

Προέβλεψε τήν Γερμανική εισβολή στήν Ρωσία, αλλά μίλησε καί γιά έναν άλλο, μετέπειτα πόλεμο, πού θά σκοτώσει εκατομμύρια ανθρώπους, μέσα σέ μιά νύχτα...

Σέ μικρή ακόμη ηλικία προείπε τήν επανάσταση τού 1917 πού έγινε χρόνια αργότερα, λέγοντας.

" Θά ληστεύουν καί θά αφανίζουν τίς Εκκλησίες, θά αρπάζουν τά εδάφη καί θά τά μοιράζουν άπληστα μεταξύ τους, καταδιώκοντας όλους χωρίς εξαίρεση..."

Ζήτησε μιά φορά από τήν μητέρα της ένα φτερό μεγάλο. Τό μάδησε, καί δείχνοντάς το στήν μητέρα της, τής είπε,

" Βλέπεις μαμά, αυτό τό φτεράκι;

Καί τί νά δώ παιδάκι μου, αφού τό ΄χεις μαδήσει;

Ετσι μητέρα, θά μαδήσουν σέ λίγο, καί τόν πατερούλη μας τόν Τσάρο..."

Η μητέρα της φοβήθηκε, όμως σέ λίγο καιρό ή προφητεία βγήκε σωστή καί ό Τσάρος οδηγήθηκε στήν εκτέλεση...

Δεκάδες ασθενείς περνούσαν καθημερινά από τό σπίτι της καί οί περισσότεροι, έχοντας πίστη, γίνονταν καλά...

Οταν μετακόμισε τό 1925 στήν Μόσχα χωρίς μάλιστα διαβατήριο καί άδεια παραμονής, τό Σοβιετικό καθεστώς επανειλημμένως προσπάθησε νά τήν συλλάβει. Τούς ξέφευγε τήν τελευταία στιγμή ειδοποιημένη από τόν Θεό μέ διάφορους τρόπους. Μόλις αυτή έφευγε, κατέφθαναν οί πράκτορες τής NKVD , αλλά ήταν αργά πιά...

Ή Άννα Βιμπορνόβα θυμάται τό παρακάτω περιστατικό.

" Ήρθε μιά φορά ένας αστυνομικός νά συλλάβει τήν Ματρώνα καί εκείνη τού λέει

" Φύγε, φύγε γρήγορα, έχεις συμφορά στό σπίτι σου. Ή τυφλή δέν φεύγει από σένα, εδώ στό κρεβάτι κάθομαι, δέν πάω πουθενά..."

Τήν άκουσε ό αστυνομικός, πήγε σπίτι του καί βρήκε τήν γυναίκα του καμένη από τήν γκαζιέρα. Πρόλαβε καί τήν μετέφερε στό Νοσοκομείο.

Όταν τήν άλλη μέρα ήρθε στήν υπηρεσία, τόν ρώτησαν,

" Τήν συνέλαβες τήν τυφλή; "

" Τήν τυφλή, τούς είπε, δέν θά τήν συλλάβω ποτέ. Χάρη στήν τυφλή πρόλαβα νά πάω τήν γυναίκα μου στό Νοσοκομείο, άμα δέν μού τό ΄λεγε θά τήν έχανα..."

Φοιτητές αποκλεισμένοι πολιτικά από τό τότε καθεστώς διηγούνται πώς μέ τίς προσευχές αυτής τής τυφλής γυναίκας ξεπέρναγαν τά εμπόδια γιά τήν απόκτηση ενός πτυχίου. Ακόμη καί αξιωματούχοι τού καθεστώτος, κατά παράδοξο τρόπο, βοηθούσαν αυτούς γιά τούς οποίους ή Αγία Ματρώνα προσηύχετο.

Αλλά καί άνθρωποι πού υπέφεραν από μαγείες ή ψυχολογικά προβλήματα έβρισκαν σ΄ αυτήν τήν θεραπεία τους...

Συμβούλευε νά κάνουμε σωστά τόν σταυρό μας καί νά σταυρώνουμε τά πάντα γύρω μας, ακόμη καί τό φαγητό μας...

Τήν ρώτησε κάποτε ή Ζηναϊδα Ζδάνοβα,

" Γιατί επέτρεψε ό Θεός νά κλείσουν καί νά γκρεμίσουν τόσες Εκκλησίες;"

καί απάντησε μέ τά παρακάτω λόγια,

"Αυτό ήταν τό θέλημα τού Θεού. Ο λαός είναι σάν υπνωτισμένος καί μιά φοβερή δαιμονική δύναμη έχει μπεί σέ δράση. Βρίσκεται στόν αέρα, καί διεισδύει παντού. 

Παλιά, ή δαιμονική αυτή δύναμη κατοικούσε στά έλη καί στά πυκνά δάση, επειδή οί άνθρωποι πήγαιναν τακτικά στήν εκκλησία, φορούσαν καί τιμούσαν τόν σταυρό. Τά σπίτια τους ήταν προστατευμένα από τίς εικόνες, τά κανδήλια πού έκαιγαν, τόν αγιασμό πού έκαναν...

Τά δαιμόνια πετούσαν μακριά καί φοβόντουσαν νά πλησιάσουν...

Σήμερα όμως, τά σπίτια αυτά αλλά καί οί ίδιοι οί άνθρωποι έχουνε γίνει κατοικητήριο δαιμόνων γιά τήν απιστία τους καί τήν απομάκρυνσή τους από τόν Χριστό.

Έλεγε ακόμη,

" Όταν θά πεθάνω λίγοι θά έρχονται στόν τάφο μου. Αλλά μετά από χρόνια ό κόσμος θά μέ γνωρίσει, καί άνθρωποι ταλαιπωρημένοι από τίς θλίψεις θά μέ παρακαλάνε νά προσεύχομαι γι΄ αυτούς... Όλους θά τούς ακούω καί όλους θά τούς βοηθώ...

Νά έρχεσθε σέ μένα καί νά μού λέτε σάν νά είμαι ζωντανή, τίς θλίψεις σας καί τά προβλήματά σας καί εγώ όλους θά τούς ακούω καί όλους θά τούς βοηθώ..."

Θυμάται ακόμη ή κ. Ζδάνοβα, αρχιτέκτων μηχανικός,

" Τήν ρωτούσα γιά τήν πορεία τής Ρωσίας μέσα στήν Επανάσταση, καί μού έλεγε,

Πρώτα θά βγάλουν τόν Στάλιν. Μετά απ΄ αυτόν οί κυβερνήτες θά εναλλάσσονται καί ό ένας θά είναι χειρότερος από τόν άλλον....Θά κατακλέψουν τήν Ρωσία... 

Μετά τόν πόλεμο θά γυρίζουν " οί σύντροφοι " στό εξωτερικό, θά ιδούν καί πώς ζούνε οί ξένοι, θά διαφθαρούν καί θά σπάσουν τελικά τά μούτρα τους.

Εκείνο τόν καιρό θά εμφανισθεί ό Μιχαήλ...

( Σ.Σ. από τά παρακάτω, φαίνεται ότι μάλλον μιλάει γιά τόν Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Ο καιρός όμως θά τό δείξει... )

" Θά θελήσει νά βοηθήσει, όλα να τά αλλάξει, όλα νά τά ανατρέψει...

Αλλά άν ήξερε ότι θά αποτύχει καί ότι θά τόν σκοτώσουν, έ , τότε, δέν θά άρχιζε μέ κανένα τρόπο...

Θά γίνουν ταραχές, διαμάχες, σφαγές... Τό ένα κόμμα θά πολεμάει τό άλλο. Μετά θά γίνει κάποια καλυτέρευση πού όμως, θά κρατήσει λίγο καιρό. Μιά ανάσα θά πάρετε, απ΄ όλα θά έχετε, μέχρι καί τήν Παράκληση θά μπορείτε νά κάνετε στήν Κόκκινη Πλατεία αλλά καί τά μνημόσυνα στόν σφαγιασθέντα Τσάρο...

Αλλά μετά θά γυρίσουν στήν Ρωσία οί παλαιοί...καί θά γίνει ή κατάσταση χειρότερη από ότι ήταν πρώτα...

Ώχ, πώς σάς λυπάμαι όλους! Μέχρι τούς εσχάτους καιρούς, ( γιατί από εκεί καί πέρα ), έτσι θά ζήσετε..."

Ή Άννα Βιμπόρνοβα θυμάται,

" Επισκέφθηκα τήν Ματρώνα τίς μέρες τής Μεγάλης Σαρακοστής ( 1952 ), λίγο πρίν πεθάνει. 

Μή φοβάσαι μού λέει, δέν θά ξαναγίνει σύντομα πόλεμος. Θά ξαπλώσουμε έτσι καί θά σηκωθούμε αλλιώς"

" Πώς αλλιώς; " τήν ρωτάω.

" Νά, - μού λέει -, θά γυρίσουμε στό "ξύλινο " ...

"Μάτουσκα, τής λέω, τί σημαίνει τό "ξύλινο; "

" Ξύλινο αλέτρι, μού λέει, μέ αυτό θά δουλεύουμε τότε..."

" Καί πού θά πάνε τά τρακτέρ πού τώρα έχουμε;..."

Ώ, - λέει -, άσε τά τρακτέρ... Θά δουλεύει τότε τό αλέτρι τό ξύλινο, καί ή ζωή θά είναι καλή. Ομως, ακόμη δέν φτάσαμε μέχρι αυτούς τούς καιρούς. Εσύ όμως δέν θά πεθάνεις μέχρι τότε καί θά τά δείς όλα αυτά...


Η επαναφορά τού ξύλινου αρότρου στήν ζωή μας ( καί εφ΄ όσον βρεθούνε ζώα νά τά σύρουν ), θά ισοπεδώσει τήν ανθρώπινη αλαζονεία τής εποχής μας...Εάν δέν βρεθούνε ζωντανά γι΄ αυτή τήν " άροση επιβίωσης " , πολύ φοβόμαστε ότι θά τά σύρουμε εμείς γιά νά μή πεθάνουμε από τήν πείνα...

...Πόλεμος, συμπλήρωσε, δέν θά ξαναγίνει ποτέ...( μέ τόν τρόπο πού μέχρι τώρα ξέρουμε...).

Χωρίς πόλεμο θά πεθάνετε όλοι. Θά πέσουν πολλά θύματα. Όλοι οί νεκροί θά ξαπλώσετε επάνω στήν γή....

Θά σάς πώ καί κάτι άλλο,

Αποβραδίς όλα θά είναι ( όρθια καί καλά ) πάνω στήν γή, καί όταν θά σηκωθείτε τό άλλο πρωϊ, όλα θά μπούν ( θά ταφούν ) μέσα στήν γή... 

Χωρίς " πόλεμο " ..... ό πόλεμος ( τότε ) θά γίνεται..."

Μέ τά όσα παραπάνω αναφέρει ή αγία, φαίνεται καθαρά ότι μιλάει γιά πυρηνική καταστροφή καί πιθανόν μέ υδρογονοβόμβες, πού θά σκοτώνουν ανθρώπους αλλά τά κτίρια θά μένουν ανέπαφα!. 

Τά περιθώρια λοιπόν στενεύουν καί τά μηνύματα πού διαβάζουμε δείχνουν καθαρά ότι πολύ σύντομα θά υπάρξουν σοβαρά προβλήματα... 

Χρέος μας είναι νά προετοιμαζόμαστε, γιατί άν χάσουμε αυτή τήν ζωή λίγο τό κακό, μιά καί κανείς άνθρωπος δέν πρόκειται σωματικά, καί στήν μορφή πού μέχρι σήμερα ξέρουμε, νά ζήσει αιώνια... 

Ο μεγάλος κίνδυνος είναι νά βρεθούμε απροετοίμαστοι, νά εμπαίξουμε, νά χλευάσουμε, καί νά αδιαφορήσουμε γιά όλα αυτά καί νά βρεθούμε ξαφνικά σέ " τόπο σκοτεινό καί απαραμύθητο " γιά όλη τήν αιωνιότητα...

Αυτή, μέ λίγα λόγια, υπήρξε ή ζωή, καί αυτά ήσαν τά προφητικά λόγια γιά τήν εποχή μας τής Αγίας Ματρώνας από τήν Ρωσία, πού ή Ιερά Σύνοδος τής Ρωσικής Εκκλησίας τήν ανακήρυξε Αγία, στίς 2 Μαϊου 1999, καί τήν οποία μπορούμε νά επικαλούμεθα μέ πίστη γιά κάθε μας πρόβλημα. Αμήν !

(αποσπάσματα από τό βιβλίο " Η Αγία Ματρώνα τής Μόσχας " 
 κεντρική διάθεση Βιβλιοπωλείο Νεκτ. Παναγόπουλου - Αθήνα)

Μακάριος ὅστις νυχθημερόν ἐνθυμεῖται τόν θάνατον καί ἑτοιμάζεται νά τόν συναντήσῃ



...ὁ πλάνος αὐτός κόσμος βιάζει τούς πάντας νά τούς ἔχῃ πλησίον του· ἴσως ποτέ δυνηθῇ νά τούς πιάσῃ στά δίχτυα του, νά τούς ἔχῆ διά παντός ἐδικούς του! Διότι οἰ ἄνθρωποι πλανοῦν καί πλανῶνται· ὡς θνητοί τά θνητά τους ἐργάζονται. Ὅμως ἐσύ ἡμέραν καί νύκτα ἄκουε ἐντός σου τήν θείαν φωνήν· 
"Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον, ὅλην τήν ἀπάτην τοῦ κόσμοῦ· διότι συντόμως περνᾷ καί ὅλες αἱ χαρές του διαβαίνουν· μόνον ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτός μένει εἰς τόν αἰῶνα".
Μνημόνευε καθ' ἑκάστην υἱέ μου, ὄτι σύ ἐκλήθης νά διέλθῃς τόν βίον τοῦτον ὡς μοναχός, ὄχι ὡς κοσμικός. Φθάνουν τόσοι κοσμικοί εἰς τόν κόσμον.
Χαίρω, ἐάν χαίρῃς· λυποῦμαι, ἐάν λυπῆσαι, ἀγαθέ μου υἱέ· πάσχω, ἐάν πάσχῃς. Μή λυπῆσαι ὑπερμέτρως διά τίποτε. Ἄφηνέ τα ὅλα εἰς τόν Θεόν. Καί ἐκεῖνος ἀπό ἡμᾶς γνωρίζει καλύτερα τῆς ψυχῆς τό συμφέρον. Μέ τήν μέριμναν καί τάς σκέψεις, περισσότερον καταστρέφεσαι, παρά ὄπου διορθώνεις τόν ἑαυτόν σου. Τά κακῶς γενόμενα εἰς τό παρελθόν, μόνον μετάνοια καλή, καί ἀλλαγή ζωῆς τά διορθώνει.

Χαῖρε λοιπον ἐν Κυρίῳ καί φρόντισε τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου νά διέλθῃς ἐν μετανοίᾳ. 

Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής
ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ
Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΝΑ' 
Μακάριος ὅστις νυχθημερόν ἐνθυμεῖται τόν θάνατον
καί ἑτοιμάζεται νά τόν συναντήσῃ.
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ 

Τότε καλύτερα σε συνέφερε το πάθος παρά η «αρετή» σου...



Νίκησες ένα πάθος και νιώθεις δυνατός, ισχυρός, βέβαιος, άτρωτος και υπέροχος; Κατακρίνεις και υποτιμάς τους αδυνάτους; 
Άστο δεν σε βοήθησε ο Θεός. Ο "διάβολος" το έκανε. 

Όταν ο Θεός μας βοηθάει να βγούμε από ένα πάθος, η έξοδος από αυτό μας βρίσκει ταπεινούς, γλυκούς, ήρεμους, ήσυχους, αγαπητικούς προς τους άλλους, δίχως κατάκριση και έπαρση, μαλακωμένους και κυρίως ευσπλαχνικούς με όλους. 

Δεν τα νιώθεις όλα αυτά; τότε καλύτερα σε συνέφερε το πάθος παρά η «αρετή» σου.

π. Λίβυος

«Εγένετο Ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω και κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών»

Κυριακή πρό των Φώτων

Ευαγγέλιο: Μάρκ. Α΄,1-8
Απόστολος: Β΄ Τιμ. Δ΄, 5-8

«Εγένετο Ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω 
και κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών»

Το χαροποιό μήνυμα για την έλευση στον κόσμο του Θεάνθρωπου Ιησού εξαγγέλλει σήμερα ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Και γίνεται έτσι ο άγιος Ιωάννης, η αρχή του Ευαγγελίου, σύμφωνα με εκείνο που έχει προφητευθεί και είναι γραμμένο στους Προφήτες. 
Ιδού, λέει, εγώ αποστέλλω τον απεσταλμένο μου πρωτύτερα και μπροστά από σένα, που θα προετοιμάσει τις ψυχές των ανθρώπων, για να σε υποδεχθούν σαν Σωτήρα και Λυτρωτή κι έτσι θα προπαρασκευάσει μπροστά από εσένα, το δρόμο μέσω του οποίου θα πλησιάσεις, σαν Διδάσκαλος και Σωτήρας τους ανθρώπους. Και ο απεσταλμένος αυτός είναι εκείνος, για τον οποίο προείπε ο Προφήτης Ησαΐας τα εξής: «Φωνή ανθρώπου, που κράζει στην έρημο και λέει. Ετοιμάστε το δρόμο μέσω του οποίου θα έρθει σε σας ο Κύριος.
Κάμετε ίσιους και ομαλούς τους δρόμους, από τους οποίους θα περάσει. Ξεριζώστε, δηλαδή, από τις ψυχές σας, τα αγκάθια των αμαρτωλών παθών και ρίχτε μακριά τους λίθους του εγωϊσμού και της πώρωσης και καθαρίστε με τη μετάνοια τον εσωτερικό σας κόσμο για να δεχθεί τον Κύριο». Και γίνεται ο Ιωάννης, φυσιολογικά, αρχή του Ευαγγελίου, με το να βαπτίζει στην έρημο και με το να κηρύττει βάπτισμα που έπρεπε να συνδέεται με εσωτερική μετάνοια, για την άφεση των αμαρτιών. Αυτή, ακριβώς τη μετάνοια είναι που χρειάζεται αυτή τη στιγμή ο τόπος μας, γι αυτό και σήμερα θ’ ασχοληθούμε με το θέμα αυτό.
Η μετάνοια είναι κάτι το θεμελιώδες. Είναι η αρχή και το τέλος, η βάση και η ουσία και του χριστιανικού κηρύγματος και του χριστιανικού βίου. Είναι το κλειδί με το οποίο ανοίγει ο άνθρωπος τη θύρα της Βασιλείας του Θεού και εισέρχεται σ’ αυτή. Είναι το εισιτήριο που μας επιτρέπει να καταλάβουμε μια θέση και να γίνουμε έντιμα μέλη στην Εκκλησία του Χριστού. Αλλά υπάρχει και μια αλήθεια που δεν πρέπει να λησμονούμε. Ότι δηλαδή δεν αρκεί μια αρχική μετάνοια, για να διατηρήσουμε την τιμητική ιδιότητα του μέλους της Βασιλείας του Θεού, της Εκκλησίας. Η μετάνοια πρέπει να είναι διαρκής κατάσταση της ψυχής μας. Μόνιμο γνώρισμά της.
Γιατί η τραγική πραγματικότητα, λέει, ότι η αμαρτία δεν μας αφήνει ήσυχους. Δεν παύει να μας προσβάλλει και μετά την πρώτη μετάνοιά μας. Η αμαρτία κτυπά, προκαλεί, στήνει παγίδες, δελεάζει. Νύκτα και μέρα μας επιτίθεται. Κι εμείς λόγω αμέλειας, αδυναμίας ή χαλαρότητας, πέφτουμε στα δίκτυά της, πληγωνόμαστε, μολυνόμαστε και λυπούμε το Θεό μας.
Και βγαίνουμε από την περιοχή της χάριτος. Για να κερδίσουμε και πάλι τη θέση που χάσαμε, θα πρέπει να επιστρέψουμε στο Θεό με την μετάνοια. Αυτό που ακολουθεί μετά την ειλικρινή μετάνοια είναι ότι γεμίζει η ψυχή μας από χαρά και ευφροσύνη. Και αυτά ακόμα τα κόκκαλά μας δοκιμάζουν τη χαρά της μετάνοιάς μας. Και αυτό το καταλαβαίνουμε αν λάβουμε υπ’ όψει του τι φέρνει σ’ εμάς η αμαρτία. Φέρνει θλίψη και πικρία, φόβο και αγωνία, ντροπή και όνειδος και καταισχύνη. Σαν επακόλουθο όλων αυτών, ντρεπόμαστε τους ανθρώπους, ντρεπόμαστε και αυτό τούτο τον εαυτό μας και δεν έχουμε το θάρρος ούτε και αυτό τον εαυτό μας να τον κοιτάξουμε. Προ πάντων ντρεπόμαστε και φοβούμαστε και τρέμουμε το Θεό, γιατί τον νοιώθουμε Κριτή και Τιμωρό μας. Από την ώρα όμως που μετανοούμε και αναγνωρίζουμε την ενοχή μας, από την ώρα που τρέχουμε ιδίως στην εξομολόγηση και με συντριβή και ταπείνωση και πόνο και δάκρυα εξομολογούμαστε και λέμε το «ήμαρτον του ασώτου» και το «ημάρτηκα» του Προφητάνακτος Δαβίδ, από την ώρα εκείνη αλλάζουν τα πράγματα και νέος κόσμος, νέα κατάσταση, νέα ατμόσφαιρα ανατέλλει μέσα στη ψυχή μας και σε όλη τη ζωή μας. Φεύγει η αγωνία, ο φόβος και ο πόνος και ειρήνη, χαρά, ευφροσύνη και αγγαλίαση, καταπλημμυρίζουν τον εσωτερικό μας κόσμο.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μιλώντας για τη μετάνοια, μας λέει: «Ως προς τους πολέμους, όταν κτυπηθεί κάποιος μια φορά και πέσει και πεθάνει, είναι αδύνατο να τον επαναφέρουμε πίσω στη ζωή και να τον κάμουμε πάλι στρατιώτη και πολεμιστή. Στον πνευματικό όμως πόλεμο και αγώνα δεν συμβαίνει το ίδιο. Κι αν ακόμα κάποιος (με την αμαρτία που διέπραξε), δεχθεί σοβαρό τραύμα, είναι δυνατό αν το θελήσουμε και με τη βοήθεια της χάριτος του Θεού, πάλιν να τον οδηγήσουμε στη ζωή. Γιατί αυτός δεν είναι φυσικός θάνατος όπως εκείνος που είπαμε προηγουμένως, αλλά θάνατος διάθεσης και θέλησης. Κι όταν η θέληση πεθάνει, είναι δυνατό να την αναστήσουμε και πάλιν. Κι όταν η ψυχή νεκρωθεί, είναι δυνατό να την πείσουμε να επανέλθει στη ζωή που της αρμόζει και να γνωρίσει καλά και να συνδεθεί με τον Κύριό της». (Ιωάνν. Χρυσοστόμου, κατά Ιουδαίων, Κ΄).
Την ευεργετική επίδραση του Θεοσύστατου μυστηρίου της μετάνοιας και εξομολόγησης στον άνθρωπο αναγνωρίζουν και διάσημοι ψυχολόγοι και ψυχίατροι, εξετάζοντας από της δικής τους σκοπιάς, τα αποτελέσματα αυτού στην ψυχή του ανθρώπου. Έχουν, δηλαδή, διαπιστώσει πιο πολύ οι ψυχίατροι ότι οι παραβάσεις του Θείου θελήματος με τις επακολουθούσες τύψεις και τους ελέγχους της συνείδησης, δημιουργούν αναστάτωση στο εσωτερικό του ανθρώπου και του προκαλούν μελαγχολία, άσχετη βέβαια με εκείνη την οποία ενδέχεται να δοκιμάζουν μερικά άτομα από χαρακτήρος μελαγχολικά. Ένας από τους διαπρεπείς ψυχιάτρους ο Προτεστάντης Μαίντερ, σε βιβλίο του με τον τίτλο «Προς τη θεραπεία της ψυχής», τον άνθρωπο που προσπαθεί να καταπνίξει τους ελέγχους της συνείδησής του, για τις παρεκτροπές του, τον παρομοιάζει με τον κυβερνήτη πλοίου, που βρίσκεται στο πέλαγος κι έχει χάσει την πυξίδα και το πηδάλιο και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να οδηγήσει το πλοίο γιατί δεν γνωρίζει που βρίσκεται. Για το μυστήριο της Ιεράς Εξομολόγησης, γράφει ότι για τον άνθρωπο που βασανίζεται από τις τύψεις της συνείδησης και αισθάνεται την ανάγκη να συμφιλιωθεί με τον Θεό, το μυστήριο της εξομολόγησης προσφέρεται σα σωστικό σωσίβιο. Αρκεί η εξομολόγηση να είναι ειλικρινής και χωρίς δικαιολογίες. Έπειτα από μια τέτοια εξομολόγηση ο άνθρωπος αισθάνεται ότι ελευθερώνεται.
Αδελφοί μου! Βρισκόμαστε στην αρχή του νέου έτους. Στις άλλες ευχές των ημερών αυτών ας προσθέσουμε και αυτή την σπουδαία και μεγάλη. Το 2015 να είναι για όλους μας έτος πραγματικής μετάνοιας. Κατά το έτος αυτό ας μετανοούμε συνεχώς και ας λευκαίνουμε την ψυχή μας πιο τακτικά με το μυστήριο της μετάνοιας και εξομολόγησης. Τότε να είμαστε βέβαιοι ότι το νέο έτος θα είναι ουσιαστικά αίσιο και ευτυχισμένο. Θα είναι πράγματι χαρούμενο και ευλογημένο.

Ηγούμενος Χρυσορροϊατίσσης Διονύσιος – Μητροπόλεως Πάφου

«AKOMA TΡΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΙΝΕΥΪ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΣΕΤΑΙ» (Ἰωνᾶ 3,4).

Το συντομωτερο κήρυγμα 
που εφερε σε μετανοια
ολόκληρη πόλη 
και 
εσώθη απο βέβαια καταστροφή



Ο ΙΩΝΑΣ παρήκουσε στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ πάῃ καὶ νὰ κηρύξῃ στὴ μεγάλι πόλι τῆς Νινευῒ καὶ ἔκανε τὴν ἀπόπειρα νὰ δραπετεύσῃ. Ἀλλὰ ἡ θάλασσα μὲ τὴν τρικυμία τὸν ἐμπόδισε καὶ ἕνα μεγάλο κῆτος τὸν ἐπανέφερε στὴν ἀρχική του ἀποστολή. Καὶ τότε ὁ Ἰωνᾶς, διδαγμένος καὶ μετανοημένος, παίρνει πάλι τὴ διαταγὴ ἀπὸ τὸ Θεό.
Βάδισε χιλιόμετρα καὶ ἔφτασε στὴ Νινευΐ. Ἕνας αὐτός, ὁλομόναχος, ἀλλὰ ἔχοντας τὸ Θεὸ μαζί του, ἄρχισε τὸ κήρυγμα. Ἦταν τὸ πιὸ μικρὸ κήρυγμα, ποὺ ἔκανε προφήτης. Εἶπε λίγα λόγια, ποὺ κράτησαν ὄχι μιὰ ὥρα, ὄχι μισὴ ὥρα, ὄχι λίγα λεπτά, ἀλλὰ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα.
«Ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευῒ καταστραφήσεται» (Ἰωνᾶ 3,4). Τρεῖς ἡμέρες διωρία καὶ θὰ καταστραφῇ ἡ Νινευΐ.
Τί ἔκαναν οἱ κάτοικοι τῆς Νινευΐ, ὅταν ἄκουσαν αὐτὸ τὰ λόγια; Ἔκλεισαν τὰ αὐτιά τους; Ὄχι. Τὰ ἄνοιξαν. Ἄνοιξαν καὶ τὶς καρδιές τους, καὶ πίστεψαν στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίστεψαν οἱ μικροί, ἐπίστεψαν οἱ μεγάλοι, ἐπίστεψαν οἱ γυναῖκες, ἐπίστεψαν οἱ ἄνδρες, ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἐπίστεψαν. Καὶ αὐτὸς ἀκόμα ὁ βασιλιᾶς ἄκουσε στὰ ἀνάκτορα, ὅτι ἔφτασε ἕνας προφήτης ποὺ λέει ὅτι θὰ καταστραφῇ ἡ πόλις, καὶ διέταξε γενικὸ πένθος, πάνδημο πένθος. Διέταξε, ὁλόκληρη ἡ Νινευῒ νὰ νηστεύσῃ τρεῖς ἡμέρες.
Ὄχι μόνο ὁ βασιλεὺς νήστευσε καὶ πέταξε τὴν κορώνα καὶ τὰ χρυσᾶ του καὶ ἔβγαλε τὴν ἁλουργίδα του καὶ φόρεσε σακκὶ καὶ πάνω στὸ κεφάλι του ἔβαλε στάχτη καὶ ἔκλαιγε καὶ ἀναστέναζε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀθῷα νήπια ἀκόμα διέταξε κι αὐτὰ νὰ μὴ βυζάξουν τρεῖς ἡμέρες, καὶ τὰ ζῷα ἀκόμα νὰ μὴ βοσκήσουνε.
Καὶ ἀκουγόταν ἕνας θρῆνος παντοῦ στὴ Νινευΐ. Τὰ πρόβατα, τὰ βόδια, τὰ γαϊδουράκια, ὅλα ἐφώναζαν. Ξέρετε πολὺ καλὰ ὅσοι εἶσθε ἀπὸ χωριά, ὅτι τὰ ζῷα, ὅταν τ᾿ ἀφήσῃς νηστικά, ἀρχίζουν νὰ φωνάζουν ὅλα μαζὶ καὶ δημιουργοῦν ἕνα θόρυβο μεγάλο.
Ἐθρήνει στὴ Νινευῒ ὁλόκληρος ἡ φύσις. Κάθε πλάσμα, ἄνθρωποι καὶ ζῷα, ἐζήτει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ποῖο ἦτο;
Ἡ πόλις σῴζεται, ὁ Ἰωνᾶς λυπᾶται!
Ἐσώθη ἡ πόλις. Δὲν ἔγινε ἡ καταστροφή.
Πῶς ἐσώθη; Ἂν ἐπιτρέπεται ἡ φράσις, μετενόησε ὁ Θεός. Δὲν ἁρμόζει αὐτὴ ἡ φράσις στὸν Θεό. Ἀλλὰ τὸ λέγει ἡ Γραφή· «Καὶ μετενόησεν ὁ Θεός…» (Ἰωνᾶ 3,10). Δηλαδή, ἀνεκάλεσε τὴν ἀπόφασί του ὁ Θεὸς καὶ ἡ Νινευῒ δὲν κατεστράφηκε.
Ἄλλαξε τώρα τὸ κλίμα. Ὅλοι ἦταν χαρούμενοι. Τὰ ἀνάκτορα εἶχαν χαρά, οἱ ἄρχοντες χαρά, οἱ γυναῖκες χαρά, τὰ παιδιὰ χαρά· ὅλος ὁ κόσμος ἐχαίρετο.
Ἕνας μόνον ἐλυπεῖτο. Ποιός, Θεέ μου; Ὁ Ἰωνᾶς ὁ προφήτης! Πῆγε νὰ σκάσῃ καὶ νὰ πλαντάξῃ ἀπὸ τὴ θλῖψι. Ἄκου ἐκεῖ τί εἶνε ὁ ἐγωϊσμὸς τοῦ ἀνθρώπου! Δηλαδὴ αὐτὸς ἤθελε νὰ καταστραφῇ ἡ Νινευΐ, γιὰ νὰ βγῇ αὐτὸς ἀληθινὸς προφήτης. Ποῦ καταντάει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχῃ ἐγωϊσμό! Ἂς κατεστρέφετο μία ὁλόκληρος πόλις, γιὰ νὰ βγῇ αὐτὸς ἀληθινός.
Καὶ κάτι ἄλλο ἐγωϊστικὸ ἔκανε. Αὐτὸς δὲν ἤξερε, δὲν τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Θεός, μὲ ποιό τρόπο θὰ καταστραφῇ ἡ Νινευΐ. Ἐνόμιζε, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὴν καταστρέψῃ μὲ σεισμό. Καὶ γιὰ νὰ εἶνε σίγουρος καὶ νὰ μὴν κινδυνεύῃ ὁ διος, τί ἔκανε· δὲν πῆγε νὰ καθήσῃ μέσα στὴν πόλι, ἀλλὰ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, σ᾿ ἕνα τσαντίρι. Ἔτσι αἰσθανόταν ἀσφαλής.
Ὅπως ὅταν ἔγινε στὸ Βόλο ὁ σεισμός, οἱ μόνοι ποὺ ἦταν ἀσφαλεῖς ἦταν οἱ γύφτοι. Γιατί; Ἦταν στὰ τσαντίρια, ἔξω ἀπὸ τὸ Βόλο καὶ βλέπανε τοὺς ἀνθρώπους νὰ βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι καὶ νὰ τρέχουν καὶ ρωτοῦσαν· Τί πάθανε αὐτοί, τρελλαθήκανε; Σεισμὸς ἔγινε, τοὺς ἀπαντοῦσαν. Δὲ᾿ νιώσαμε τίποτα ἐμεῖς, λέγανε. Οἱ πιὸ ἀσφαλεῖς στὸ σεισμὸ εἶνε οἱ γύφτοι μὲ τὰ τσαντίρια τους.
Βγῆκε, λοιπόν, ὁ Ἰωνᾶς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, ἔφτειαξε τσαντίρι καὶ μπῆκε κάτω ἀπ᾿ αὐτό, γιὰ νὰ ἔχῃ ἀσφάλεια. Καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ περίμενε νὰ δῇ τὴν καταστροφὴ τῆς Νινευΐ.
Πέρασε μιὰ μέρα, πέρασαν δυὸ μέρες, πέρασαν τρεῖς μέρες, καὶ τίποτα δὲν ἔγινε. Τότε πικράθηκε ὁ Ἰωνᾶς καὶ παραπονέθηκε. Τόσο πολὺ πικράθηκε, ὥστε παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν πάρῃ· προτιμοῦσε νὰ πεθάνῃ παρὰ νὰ ζῇ.
Ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν διδάξῃ, διέταξε καὶ φύτρωσε μιὰ μεγάλη κολοκυθιά, ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ φυτρώνουν στὴ Μεσοποταμία. Ἡ κολοκυθιὰ ἔγινε σὰν δέντρο καὶ μὲ τὰ πλατειὰ φύλλα της τοῦ ἔκανε σκιὰ καὶ τὸν ἐδρόσιζε μέσα στὸν καυστικὸ ἥλιο· διότι εἶχε μεγάλη ζέστη, ἦταν καλοκαίρι, Ἰούνιος μήνας, κι ὁ ἥλιος ἔκαιγε τὶς πέτρες. Χάρηκε τότε ἀφάνταστα ὁ Ἰωνᾶς γιὰ τὴν κολοκυθιά. Τότε ὁ Θεὸς διατάζει ἕνα σκουλήκι νὰ χτυπήσῃ τὸ φυτό, καὶ ἐξηράνθη ἡ κολοκυθιά. Ὅταν βγῆκε ὁ ἥλιος τὸ φυτὸ δὲν εἶχε πιὰ φύλλα νὰ τὸν προστατεύῃ καὶ ἡ θέρμη ἔπεσε ἀφόρητος στὸ κεφάλι τοῦ Ἰωνᾶ. Κι αὐτὸς λιποψύχησε καὶ εἶπε·
―Καλύτερα νὰ πεθάνω παρὰ νὰ ζῶ.
Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε·
―Τόσο πολὺ λυπήθηκες γιὰ τὴν κολοκυθιά;
―Λυπήθηκα πολύ, μέχρι θανάτου, ἀπαντᾷ ὁ Ἰωνᾶς.
―Ἐσὺ λυπήθηκες διότι κατεστράφη ἕνα ἄψυχο φυτό, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ διος καθόλου δὲν κοπίασες. Ἐγὼ δὲν ἔπρεπε νὰ λυπηθῶ μιὰ ὁλόκληρη πόλι μὲ τόσες χιλιάδες ζωές, ἀνθρώπων καὶ ζῴων;
Αὐτὴ εἶνε ἡ ἱστορία τῆς Νινευΐ, ἡ ὁποία διδάσκει πόσο ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ καὶ περιμένει τὴ μετάνοια τῶν ἀνθρώπων, καὶ πόσο φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν πλασμάτων του.

Από το Δ΄Τεῦχος «ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ» του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

Μη μένεις στα σκαλοπάτια της Εκκλησίας...



Τό 1928 πῆρε τό βραβεῖο Νόμπελ τῆς λογοτεχνίας ἡ νορβηγίδα Σίγκριντ Οὔντ­σετ. Οἱ γονεῖς της ἦταν πολύ μορφωμένοι, ἀλλά δέν εἶχαν καμμιά σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Τό σπίτι της (ὅπως ἔλεγε ἡ ἴδια) ἦταν «ἐργαστήριο πολιτισμοῦ», ἀλλά ἐπικρατοῦσε … ἀντιχριστιανική ἀτμόσφαιρα.
Γιά πρώτη φορά πάτησε τό πόδι της σέ ναό, ὅταν ἦταν ἐννέα ἐτῶν, μέ πα­ρα­κί­νηση τῆς ὑπηρέτριας τους. Μεγαλώνοντας, τήν θυμόταν αὐ­­τή τήν ἐμπειρία, χωρίς ὅμως νά ἀλλάξει τήν στάση της ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία. Τήν ἔβλεπε σάν «ἕνα γραφικό ἐρείπιο, πού ἀνῆ­κε στό πα­ρελ­θόν»· οὔτε κἄν σάν ἕνα σπίτι· πόσο μᾶλλον σάν ἕνα … ζεστό σπίτι!
Κάποτε ἦρθε καί ἡ ὥρα γιά τά δικά της «εἰσόδια». Ὁ πόνος τῆς σοβαρῆς ἀρ­ρώ­στειας τοῦ τρίτου παιδιοῦ της, καθώς καί οἱ πλη­γές πού ἄνοιξε ὁ Α΄ Παγκό­σμιος Πό­λεμος, ὁδήγησαν τήν ὥριμη Σίγκριντ … στά σκα­λιά τῆς Ἐκκλησίας. 
Ἐκεῖ ἄρχισε νά γεύεται τό φῶς καί τήν ζεστασιά, πού ἔβγαιναν ἀπό μέσα.
«Εἶναι πολλοί», ἔ­γρα­φε κάπου, «πού τούς ἀρέσει νά κάθονται στά σκαλιά τῆς Ἐκκλησίας καί νά λιά­ζονται…».


Αὐτή, ὅμως, δέν ἔμεινε γιά πολύ στά σκαλιά τῆς εἰσόδου. Μπῆκε μέσα καί ἐμεινε. Κατάλαβε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι οὔτε «γραφικό ἐρείπιο», οὔτε φολκλόρ, οὔτε χῶρος γιά ψυχο­λο­γι­κό βόλεμα: 
«Εἶναι εὔκολο νά παριστάνεις τόν καλό χρι­στια­νό», ἔγραφε κάπου ἀλλοῦ, «ὅσο ἀκοῦς γλυκειές ψαλμωδίες στήν Ἐκκλησία, καί ὅσο αἰσθά­νε­σαι τό πατρικό χέρι τοῦ Θεοῦ νά σέ χαϊδεύει. Ἡ πίστη σου, ὅμως, θά δοκιμασθῆ ‘ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ’, ὅταν ὁ Θεός ἐπιτρέψει κάτι, πού ἐσύ δέν τό θέ­λεις…»!
Μέ αὐτήν τήν ὑπομονή καί τήν παραμονή μέσα στήν Ἐκκλησία ἡ Σίγκριντ Οὔντσετ καθάρισε τήν καρδιά της, καί δυνάμωσε τήν πίστη της. Παραμέρισε τήν οἴηση, μέ τήν ὁποία τήν «φούσκωνε» ἡ μόρφωση καί ἡ καταγωγή της, καί πίστεψε στόν Χριστό μέ τήν ἁπλότητα μικροῦ παιδιοῦ.
Καί τά δικά της εἰσόδια μέσα στήν Ἐκκλησία ἔγιναν πηγή φωτισμοῦ, γιά ὅσους τήν ἄκουσαν στίς πολλές διαλέξεις της σέ Εὐρώπη καί Ἀμερική, καί γιά ὅσους διάβασαν τά – μετά τήν μεταστροφή της – ἔργα της.
Γιά πάντα θά παραμένει ἀληθινή ἡ διαπίστωση – προφητεία της:
«Ὅσο ἡ Εὐρώπη ἀρνεῖται τόν Χριστιανισμό, τόσο θά ἐπικρατεῖ μιά ἐφιαλτική ΞΗΡΑΣΙΑ…!».

Ἀρχιμ. Β.Λ.

Ἀλλαξτε προγραμμα, ἀξιοποιηστε το χρονο που σας χαριζει ο Θεος και μη τον σπαταλατε

Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
(ὁ ἀριθμὸς 8.760)


ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ τῆς 31ης Δεκεμβρίου, ὅταν τὸ ρολόι χτυπᾷ 12 ἀκριβῶς, ἕνα ἔτος ―μὲ τὶς πίκρες καὶ τὶς χαρές του― σβήνει, καὶ ἕνα νέο ἔτος ἀνατέλλει. Τὸ παλαιὸ ἀνήκει πλέον στὴν ἱστορία. Οἱ 365 ἡμέρες του ἔχουν περάσει!
Τὸ σκεφθήκατε, ἀγαπητοί μου, αὐτό; Τί ἐπράξαμε κατὰ τὸ διάστημα τῶν 365 ἡμερῶν; Εἴμεθα χρεωμένοι γι᾿ αὐτές. Γιὰ νὰ δώσω μιὰ ἰδέα τῆς εὐθύνης ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸ χρόνο ποὺ περνάει, θὰ φέρω μιὰ εἰκόνα, ἕνα παράδειγμα· θὰ μιλήσω παραβολικῶς.

Ἕνας βασιλιᾶς εἶχε πολλοὺς ὑπηκόους. Ἐπειδὴ τοὺς ἀγαποῦσε, μιὰ μέρα ἔκανε σὲ ὅλους ἀπὸ ἕνα δῶρο. Τοὺς ἔδωσε ὡς μπουναμᾶ ἀπὸ ἕνα πουγγὶ γεμᾶτο χρυσᾶ νομίσματα. Τὸ πῆραν οἱ ἄνθρωποι, τὸ ἄνοιξαν, κι ἄρχισαν νὰ μετρᾶνε τὰ νομίσματα. Μετροῦσαν, μετροῦσαν…Ὅλοι βρῆκαν τὸ διο· μέσα στὸ πουγγὶ τοῦ καθενὸς ὑπῆρχαν 8.760 χρυσᾶ νομίσματα, 8.760 λίρες! Μεγάλο τὸ ποσό. Τὸ ἔδωσε ὁ βασιλιᾶς ἀπὸ καλωσύνη, γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουν γιὰ τὸ καλὸ τὸ δικό τους καὶ τῶν ἄλλων. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ τί ἔκαναν· μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε; Ἀντὶ μὲ τὰ χρήματα αὐτὰ νὰ βοηθήσουν τὸ σπίτι τους καὶ τὴν κοινωνία, πῆραν τὸ πουγγί, πῆγαν κοντὰ στὸ ποτάμι, τὸ ἄνοιξαν καὶ ἄρχισαν νὰ πετᾶνε μία – μία τὶς λίρες μέσα στὸ νερό. Ὅλες τὶς λίρες τὶς πέταξαν στὸ ποτάμι! Ἂν ἦταν κάποιος ἐκεῖ καὶ τοὺς ἔβλεπε, τί θά ᾿λεγε; Ὅτι αὐτοὶ τρελλάθηκαν.
Αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολή, ἀγαπητοί μου. Ποιός εἶνε ὁ βασιλιᾶς αὐτός; Εἶνε ὁ Θεός. Ποιοί εἶνε οἱ ἄμυαλοι ὑπήκοοι; Ἐμεῖς. Καὶ ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ ἀριθμὸς 8.760; Πιάστε μολύβι, κάντε ἕνα πολλαπλασιασμὸ καὶ θὰ τὸ βρῆτε. Κάθε ἡμερονύκτιο ποὺ περνάει ἔχει 24 ὧρες, καὶ ὅλος ὁ χρόνος ἔχει 365 ἡμέρες. Οἱ 365 ἡμέρες ἐπὶ 24 ὧρες μᾶς κάνουν 8.760 ὧρες· τόσες ὧρες ἔχει ὅλο τὸ ἔτος. Ἀπὸ τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ παλαιοῦ ἔτους μέχρι τὶς 31 Δεκεμβρίου πέρασαν, ἀγαπητοί μου, 8.760 ὧρες. Μέσα στὸ διάστημα αὐτὸ τί κάναμε; Τὶς ἀξιοποιήσαμε; Ἢ μοιάζουμε μ᾿ αὐτοὺς ποὺ πέταξαν στὸ ποτάμι ὅλες τὶς λίρες τους; Κάντε μιὰ ἔρευνα στὸν ἑαυτό σας, ἕναν ὑπολογισμό.
8.760 ὧρες! Μεταξὺ τῶν ὡρῶν αὐτῶν ὑπάρχουν ὧρες ποὺ ἀφιερώσατε σὲ ἀκρόασι τοῦ θείου λόγου καὶ σὲ μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς; Ὑπῆρξαν ὧρες ποὺ τρέξατε ν᾿ ἀκούσετε τὸ θεῖο κήρυγμα καὶ ὧρες ποὺ ἀνοίξατε τὸ Εὐαγγέλιο; Ἂν ὑπάρχουν, εἶστε μακάριοι. Ἔτσι ἀρχίζει τὸ Ψαλτήρι· «Μακάριος», λέει, καλότυχος κ᾿ εὐτυχισμένος ποιός εἶνε; αὐτὸς ποὺ ἔχει λεφτά, πολυκατοικίες καὶ ἐπιχειρήσεις λιμουζῖνες, διασκεδάσεις; «Μακάριος», λέει, ὁ ἄνθρωπος, «ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν… ἀλλ᾿ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός» (Ψαλμ. 1,1-2). Μακάριος ὅποιος παίρνει στὰ χέρια του τὴ Γραφὴ καὶ τὴ διαβάζει. Σᾶς ἐρωτῶ λοιπόν· τὸν περασμένο χρόνο ὁ ἄγγελός σας σᾶς εἶδε νὰ κρατᾶτε στὰ χέρια τὸ Εὐαγγέλιο νὰ διαβάζετε; ὁ Χριστὸς ὁ διος λέει· «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).
Πέρασαν 8.760 ὧρες. Σᾶς ἐρωτῶ· Μέσα σ᾿ αὐτὲς ὑπῆρχε καμμιὰ ὥρα ποὺ ἀφιερώσατε σὲ προσευχή; Στὰ παλαιὰ τὰ χρόνια οἱ Χριστιανοὶ διέθεταν ὧρες ὁλόκληρες γιὰ προσευχή. Τώρα; Ὑπάρχει ὥρα ποὺ ὁ ἄγγελός σας σᾶς βλέπει γονατισμένους νὰ προσεύχεσθε στὸ Θεό; Ὤ ἂν ξέραμε τί δύναμις εἶνε ἡ προσευχὴ καὶ τί χάνουμε ποὺ δὲν προσευχόμεθα! Πόσα ἄλυτα προβλήματα (προσωπικά, οἰκογενειακά, ἐπαγγελματικὰ κ.ἄ.) θὰ εχαμε λύσει, ἂν χρησιμοποιούσαμε τὸ κλειδὶ αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός! Πόση παρηγοριὰ ἔχει ἡ ὥρα ποὺ λές· Κύριε ἡμῶν Ἱησοῦ Χριστέ, διὰ πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων ἐλέησόν με!
Πέρασαν 8.760 ὧρες. Μέσα σ᾿ αὐτὲς εἶχες κάποια ὥρα καὶ ἡμέρα νηστείας; Ὡρισμένες ἡμέρες, ὅπως ἡ Τετάρτη, ἡ Παρασκευή, ἡ Μεγάλη Παρασκευή, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ νηστεύῃ. Ἕνας πολιτικός μας ἔκανε περιοδεία σὲ χωριά, κι ὅταν ἐπέστρεψε στὴν ἕδρα του ἐκαυχᾶτο· ―Δεκαπέντε μέρες περιώδευσα δεκαπέντε χωριά· καὶ κάθε μέρα εἶχα σφαχτὸ κρέας… Καὶ ἕνας χωριάτης, τσοπᾶνος, τὸν ρωτάει· ―Καλά, ὑψηλότατε, μέσα σὲ δεκαπέντε μέρες δὲν ὑπῆρχε καμμία Τετάρτη, καμμία Παρασκευή; Ὅλες πάσχα ἤτανε;… Ἔτσι μερικοὶ σβήσανε τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας· καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἀκόμη καταλύουν. Ὁ διάβολος πῆρε γομμολάστιχα καὶ τά ᾿σβησε ὅλα αὐτά.
Πέρασαν 8.760 ὧρες! Σᾶς ἐρωτῶ· μέσα σ᾿ αὐτὲς ὑπάρχει μιὰ ὥρα μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως; Εἶνε ὥρα εὐλογημένη, ὥρα ποὺ βάζεις τὸν διάβολο κάτω καὶ τὸν πατᾷς. Εἶνε ὥρα ποὺ ἐπάνω στὸν οὐρανὸ παιανίζει ἡ μουσικὴ τῶν ἀγγέλων. Εἶνε ἡ ὥρα ποὺ γονατίζεις μπροστὰ στὸν πνευματικὸ καὶ ἀνοίγεις τὸ στόμα σου ὄχι νὰ κατηγορήσῃς καὶ νὰ κατακρίνῃς ἄλλον, ἀλλὰ γιὰ νὰ πῇς· Ἥμαρτον, Θεέ μου, συχώρεσέ με!… Καὶ ἔχεις νὰ πῇς πολλὰ ἁμαρτήματα. Ἐξοικονόμησες μιὰ ὥρα νὰ πᾷς στὸν ἐξομολόγο ν᾿ ἀνοίξῃς τὴν καρδιά σου, νὰ κλάψῃς καὶ νὰ πῇς «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42); Τὸ ἔκανες αὐτὸ τὸν περασμένο χρόνο;
Πέρασαν 8.760 ὧρες. Μήπως λησμόνησες μιὰ ἄλλη ὥρα, ὥρα χρυσῆ; Εἶνε ἡ ὥρα τῆς ἐλεημοσύνης. Ἄνοιξες τὸ χέρι σου καὶ ἔδωσες κρυφά, μυστικά, μὲ τὴν καρδιά σου, κάτι ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα σου σὲ ἕνα δυστυχισμένο ἄνθρωπο; Χέρι ποὺ σκορπάει τὸ καλό, εἶνε χέρι Θεοῦ, εἶνε χέρι Χριστοῦ.
Πέρασαν 8.760 ὧρες. Μέσα σ᾿ αὐτὲς ὑπῆρχε ἆραγε καὶ ἡ κορυφαία ὥρα, ἡ ὥρα τῆς θείας κοινωνίας; Εἶνε ἡ ὥρα ποὺ μετανοημένος, ἐξωμολογημένος, καθαρισμένος, ἀφοῦ ἔχῃς ἀγαπηθῆ μὲ τὸν ἐχθρό σου καὶ μὲ τὸ δάκρυ τοῦ λῃστοῦ στὰ μάτια σου ἔρχεσαι ἐμπρὸς στὴν ὡραία πύλη καὶ κοινωνεῖς τῶν ἀχράντων μυστηρίων. «Λάβετε φάγετε…» (Ματθ. 26,26). Ἡ ὥρα αὐτὴ δὲν συγκρίνεται· δὲν πωλεῖται, δὲν ἀγοράζεται. Εἶνε ὑπεράνω ὅλων τῶν ὡρῶν.

Ὑπάρχουν λοιπὸν τέτοιες ὧρες; Σᾶς ἐρωτῶ ἀδέρφια μου, ἐρωτῶ πρῶτο τὸν ἑαυτό μου. Δὲν ἔχουμε δυστυχῶς τέτοιες ὧρες. Οἱ ὧρες μας εἶνε ὧρες ἁμαρτίας, ὧρες διαβόλου· μόνο ὧρες Θεοῦ δὲν εἶνε. Σπαταλοῦμε τὸ χρόνο, σὰν αὐτοὺς ποὺ πέταξαν τὶς λίρες στὸ ποτάμι.
Εμαστε ἀδικαιολόγητοι. Τὸ Εὐαγγέλιο λέει, ὅτι οἱ κάτοικοι τῶν Ἰεροσολύμων στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ εἶχαν μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον. Ὅταν ἄκουσαν, ὅτι παρουσιάστηκε κήρυκας καὶ ἐξομολόγος, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ἔκλεισαν τὰ μαγαζιά τους, πῆραν τὰ παιδιά τους, βάδισαν χιλιόμετρα, πέρασαν τὸν Ἰορδάνη, κ᾿ ἔφθασαν στὴν ἔρημο, γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὰ ἁμαρτήματά τους. Καὶ ἐξωμολογοῦντο ὅλοι «ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ» (Μᾶρκ. 1,5). Σήμερα πολλοὶ λεγόμενοι Χριστιανοὶ ἀδιαφοροῦν. Ἀκοῦνε τὴν καμπάνα καὶ δὲν τρέχουν στὴν ἐκκλησία. Ἄλλοτε, ὅταν δὲν εἶχαν ἐξομολόγο στὸ μέρος τους, πήγαιναν στὸ Ἅγιον Ὄρος, εὕρισκαν πνευματικὸ καὶ ἐξωμολογοῦντο. Ποιός πάει τώρα στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ ἐξομολογηθῇ;
8.760 ὧρες ἔχει τὸ ἔτος καὶ168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Χριστιανέ μου, ἀφιέρωσε στὸ Θεὸ μία ὥρα τὴν ἑβδομάδα καὶ ἔλα στὴν ἐκκλησία! Ὧρες ὁλόκληρες διαθέτεις ἀλλοῦ· γιὰ τὸ Θεὸ τίποτα; Τὸν ξεχάσαμε. Εἴμαστε γενεὰ μοιχαλίς, δέντρα ἄκαρπα κατάλληλα μόνο γιὰ τὴ φωτιά. Τὸ λέει ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19).
Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε τὸν Ἰωάννη. Τί λέει ὁ Ἰωάννης; Μιὰ λέξι, ἕνα κλειδὶ μᾶς δίνει· «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2), δηλαδὴ ἀλλάξτε μυαλό, ἀλλάξτε δρομολόγιο, γιατὶ ὅπως πᾶτε θὰ βρεθῆτε στὸ γκρεμό, στὴν κόλασι. Ἀλλάξτε πρόγραμμα, ἀξιοποιῆστε τὸ χρόνο ποὺ χαρίζει ὁ Θεός, μὴ τὸν σπαταλᾶτε.
Ἂν μπορούσαμε, ἀγαπητοί μου, ν᾿ ἀκούσουμε τί ζητοῦν οἱ κολασμένοι στὸν ᾅδη, ξέρετε τί θέλουν; Μιὰ στιγμή, ἕνα δευτερόλεπτο, νὰ ξαναγύριζαν στὴ ζωή, γιὰ νὰ ποῦν «Ἥμαρτον» καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 15,18,21· 23,42). Γι᾿ αὐτὸ ἐμεῖς μὴ χάνουμε καιρό. Ἂς συναισθανθοῦμε τί χάσαμε, ἂς μετανοήσουμε, ἂς κλάψουμε. Καὶ στὸ ἑξῆς νὰ προσπαθήσουμε ὅλες οἱ ὧρες ν᾿ ἀξιοποιηθοῦν. Νὰ δώσουμε ὑπόσχεσι στὸ Θεό, ἐφέτος νὰ μὴν κερδήσῃ ὁ διάβολος οὔτε μία ὥρα. Ὅλες οἱ ὧρες, ὅλες οἱ μέρες, ὅλες οἱ βδομάδες, ὅλη ἡ ζωή μας νά᾿ νε κοντὰ στὸ Θεό, κοντὰ στοὺς ἀγγέλους, κοντὰ στὴν Παναγιά, γιὰ νά ᾿χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Μαρκέλλης Βοτανικοῦ – Ἀθηνῶν, Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων 31-12-1961)

''H ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΈΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ''



π. ΣΑΒΒΑΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ 

28-12-2014 Oμιλία Γέροντα Σάββα Λαυριώτη στον Ορθόδοξο Τύπο 
''H ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΈΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ'' 
Την Κυριακή 28 Δεκεμβρίου και ώρα 18.00, πραγματοποιηθηκε ομιλία από τον μοναχό Γέροντα Σάββα Λαυριώτη ( Προϊστάμενο της Ιερας μονής Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους)με θέμα "Ιησούς Χριστός, χθες και σήμερα ο Αυτός και εις τους Αιώνας", στην αίθουσα του Ορθόδοξου Τύπου, Λεωφ. Θησέως 25, Νέα Ερυθραία Αττικής.
Στο πέρας της σημαντικής και διαφωτιστικής αυτής ομιλίας έγινε ωφέλιμος διάλογος

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "Αγιορείτες Πατέρες-Ορθόδοξη Μαρτυρία"

ΕΝΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΩΣΗ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ

Ἀδελφοί μου, μολονότι ἁμαρτω­λὸς καὶ ἀνάξιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ, σας προειδοποιῶ·
Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ φάρμακο ποὺ θὰ θεραπεύσῃ τὴν ἀνθρωπότητα. 
Νὰ μετανοήσουμε ὅλοι, Ἀνατολὴ καὶ Δύσις, Ἀμερικὴ καὶ ῾Ρωσία, Εὐρώ­πη καὶ Βαλκάνια.
«Μετανοεῖτε» ὅλοι, μεγάλοι καὶ μικροί, γυναῖκες καὶ ἄντρες, ἀγράμματοι καὶ σο­φοί, κλῆρος καὶ λαός. Ὅλοι ν᾽ ἀλλάξουμε δρό­μο· ν᾽ ἀκολουθήσουμε τὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἕνας εἶναι ὁ δρόμος ποὺ σῴζει, μόνο αὐ­τός, δὲν ὑπάρχει ἄλλος. 
Διαφορετικά, τί μᾶς περιμένει; Μόνο ἁμαρτίες κάνουμε· βλαστήμιες, ψευδορκίες, μοιχεῖες, πορνεῖες, κλεψιές, ἀτιμίες, καταχρήσεις, διαρρήξεις, ἐγκλήματα… Εἴμαστε δέντρα ἄκαρπα. Τί περιμένουμε; Τσεκούρι καὶ φωτιά. Δηλαδή; Πόλεμος, πυρηνικὸς ὄλεθρος, μία βόμβα σὲ κάθε πρωτεύουσα, ποὺ θὰ πέφτῃ ἀπὸ τ᾽ ἀεροπλάνα, τὰ «μαυροπούλια» τοῦ θανάτου, καὶ σβήσαμε.
Σᾶς παρακαλῶ, ὅπως τότε ἄκουσαν τὸν Ἰωάννη καὶ ἐξωμολογοῦντο στὸν Ἰορ­δάνη, ἔ­τσι κ᾽ ἐμεῖς. Σᾶς καλῶ στὸν Ἰορδάνη· καὶ Ἰορδάνης εἶναι ἡ μετάνοια. Ὅλοι λοιπὸν στὴν ἐξ­ομολόγησι, γιὰ νὰ βροῦμε ἔλεος καὶ σωτηρία.
Εἴθε ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, νὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.

Μικρο απόσπαμα ομιλίας του Μητροπολίτου 
Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου