Τό 1928 πῆρε τό βραβεῖο Νόμπελ τῆς λογοτεχνίας ἡ νορβηγίδα Σίγκριντ Οὔντσετ. Οἱ γονεῖς της ἦταν πολύ μορφωμένοι, ἀλλά δέν εἶχαν καμμιά σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Τό σπίτι της (ὅπως ἔλεγε ἡ ἴδια) ἦταν «ἐργαστήριο πολιτισμοῦ», ἀλλά ἐπικρατοῦσε … ἀντιχριστιανική ἀτμόσφαιρα.
Γιά πρώτη φορά πάτησε τό πόδι της σέ ναό, ὅταν ἦταν ἐννέα ἐτῶν, μέ παρακίνηση τῆς ὑπηρέτριας τους. Μεγαλώνοντας, τήν θυμόταν αὐτή τήν ἐμπειρία, χωρίς ὅμως νά ἀλλάξει τήν στάση της ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία. Τήν ἔβλεπε σάν «ἕνα γραφικό ἐρείπιο, πού ἀνῆκε στό παρελθόν»· οὔτε κἄν σάν ἕνα σπίτι· πόσο μᾶλλον σάν ἕνα … ζεστό σπίτι!
Κάποτε ἦρθε καί ἡ ὥρα γιά τά δικά της «εἰσόδια». Ὁ πόνος τῆς σοβαρῆς ἀρρώστειας τοῦ τρίτου παιδιοῦ της, καθώς καί οἱ πληγές πού ἄνοιξε ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ὁδήγησαν τήν ὥριμη Σίγκριντ … στά σκαλιά τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐκεῖ ἄρχισε νά γεύεται τό φῶς καί τήν ζεστασιά, πού ἔβγαιναν ἀπό μέσα.
«Εἶναι πολλοί», ἔγραφε κάπου, «πού τούς ἀρέσει νά κάθονται στά σκαλιά τῆς Ἐκκλησίας καί νά λιάζονται…».
Αὐτή, ὅμως, δέν ἔμεινε γιά πολύ στά σκαλιά τῆς εἰσόδου. Μπῆκε μέσα καί ἐμεινε. Κατάλαβε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι οὔτε «γραφικό ἐρείπιο», οὔτε φολκλόρ, οὔτε χῶρος γιά ψυχολογικό βόλεμα:
«Εἶναι εὔκολο νά παριστάνεις τόν καλό χριστιανό», ἔγραφε κάπου ἀλλοῦ, «ὅσο ἀκοῦς γλυκειές ψαλμωδίες στήν Ἐκκλησία, καί ὅσο αἰσθάνεσαι τό πατρικό χέρι τοῦ Θεοῦ νά σέ χαϊδεύει. Ἡ πίστη σου, ὅμως, θά δοκιμασθῆ ‘ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ’, ὅταν ὁ Θεός ἐπιτρέψει κάτι, πού ἐσύ δέν τό θέλεις…»!
Μέ αὐτήν τήν ὑπομονή καί τήν παραμονή μέσα στήν Ἐκκλησία ἡ Σίγκριντ Οὔντσετ καθάρισε τήν καρδιά της, καί δυνάμωσε τήν πίστη της. Παραμέρισε τήν οἴηση, μέ τήν ὁποία τήν «φούσκωνε» ἡ μόρφωση καί ἡ καταγωγή της, καί πίστεψε στόν Χριστό μέ τήν ἁπλότητα μικροῦ παιδιοῦ.
Καί τά δικά της εἰσόδια μέσα στήν Ἐκκλησία ἔγιναν πηγή φωτισμοῦ, γιά ὅσους τήν ἄκουσαν στίς πολλές διαλέξεις της σέ Εὐρώπη καί Ἀμερική, καί γιά ὅσους διάβασαν τά – μετά τήν μεταστροφή της – ἔργα της.
Γιά πάντα θά παραμένει ἀληθινή ἡ διαπίστωση – προφητεία της:
«Ὅσο ἡ Εὐρώπη ἀρνεῖται τόν Χριστιανισμό, τόσο θά ἐπικρατεῖ μιά ἐφιαλτική ΞΗΡΑΣΙΑ…!».
Ἀρχιμ. Β.Λ.