Εἶχε ἀνάγκη βαπτίσματος ὁ Χριστός;
«Καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος…»
(Μᾶρκ. 1,10)
Λαμπρὰ εἶνε ἡ σημερινὴ ἡμέρα. Τελειώνει τὸ Δωδεκαήμερο, κλείνει ὁ κύκλος τῶν ἑορτῶν ποὺ ἔχει κέντρο τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Εἴδαμε τὸν Κύριο βρέφος, τὸν εἴδαμε νήπιο ὀκτὼ ἡμερῶν νὰ περιτέμνεται, καὶ σήμερα τὸν βλέπουμε τέλειον ἄνδρα νὰ βαπτίζεται στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ κι ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Πατρός· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17).
Αὐτὰ πιστεύουμε οἱ Χριστιανοί. Στὸν κόσμο ὅμως ὑπάρχει ἀπιστία. Καὶ μερικοί, ἐκμεταλλευόμενοι ἕνα κενὸ ποὺ νομίζουν πὼς βρῆκαν στὰ Εὐαγγέλια, τὴν ἀπουσία δηλαδὴ πληροφοριῶν ἀπὸ τὴν παιδικὴ μέχρι τὴν ὥριμη ἡλικία τοῦ Χριστοῦ ὅταν βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη, λένε· Ποῦ ἦταν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὰ δώδεκα μέχρι τὰ τριάντα του χρόνια; Καὶ πλάθοντας μύθους μὲ τὴ νοσηρὰ φαντασία τους, λένε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν στὴν Παλαιστίνη, ἀλλὰ πῆγε στὶς Ἰνδίες, κ᾽ ἐκεῖ διδάχθηκε ὅσα ἔκανε κατόπιν. Ἔτσι λένε, γιὰ νὰ μειώσουν τὸ θεανδρικό του πρόσωπο. Τί ἀπαντοῦμε;
Δὲν ὑπάρχει κενό. Τὰ Εὐαγγέλια λένε καθαρά, ὅτι κατὰ τὸ ἐπίμαχο αὐτὸ διάστημα ὁ Χριστὸς ἔζησε ὡς παιδὶ μιᾶς φτωχῆς πολυτέκνου οἰκογενείας, τοῦ ξυλουργοῦ Ἰωσήφ, κι ὅτι ἐργαζόταν στὸ ξυλουργεῖο γιὰ τὸν ἐπιούσιο ἄρτο (βλ. Ματθ. 13,55. Μᾶρκ. 6,3). Ἐργάτης ἦταν καὶ γνήσιος φίλος τῶν ἐργαζομένων. Τὰ χέρια του, ποὺ εὐλόγησαν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ θεράπευσαν ἀρρώστους καὶ θώπευσαν τὰ κεφάλια ἀθῴων παιδιῶν καὶ τέλος καρφώθηκαν στὸ σταυρό, ἦταν χέρια ἐργάτου. Ἕνας Βιεννέζος ζωγράφος τὸν ζωγράφισε στὸ ξυλουργεῖο κοντὰ στὸν δίκαιο Ἰωσήφ, μὲ τὸ πριόνι στὸ χέρι, καὶ δίπλα ἡ Παναγία νὰ γνέθῃ μὲ τὴ ῥόκα. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ θὰ ἔπρεπε νὰ κοσμῇ ὅλα τὰ ἐργατικὰ κέντρα.
Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ εἶνε καὶ ἡ ὀνομασία «Ναζωραῖος» ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἐχθροί του ὅταν τὸν σταύρωσαν (Ἰω. 18,5,7· 19,19). Ἰσχυρότερη ὅμως ἀπόδειξι εἶνε αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν οἱ συγχωριανοί του ὅταν ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ διδάσκῃ καὶ νὰ θαυματουργῇ· «Πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;» (Ἰω. 7,15). Ἀποροῦσαν πῶς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν πῆγε σχολεῖο· διότι ἤξεραν τὴ ζωή του. Ὅπως γιὰ μένα, ἂν πᾶτε στὸ χωριό μου καὶ ρωτήσετε, τὰ ξέρουν ὅλα καὶ θὰ σᾶς τὰ ποῦν· ἐξ αἰτίας μου ἔμαθαν καὶ τὴ Φλώρινα. Ποιός ἄλλος λοιπὸν γνωρίζει τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ὅσο οἱ πατριῶτες του; Ἂν εἶχε λείψει, θὰ τὸ ἤξεραν πρῶτοι αὐτοί. Οἱ Ναζαρηνοὶ εἶνε μάρτυρες, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἐκπαιδεύθηκε σὲ καμμιά σχολή. Σ᾽ αὐτόν, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9· βλ. καὶ 1,19).
Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἐργαζόταν στὴ Ναζαρέτ, πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἦταν ἕνας ἄλλος ἀετὸς τοῦ πνεύματος, «ἄγγελος» ἐπίγειος ὅπως τὸν ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία μας (δοξαστ. αἶν.), ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Κατὰ σάρκα ἦταν ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ζοῦσε ἀσκητικά. Τὸ ροῦχο του ἦταν ἀπὸ τρίχες καμήλας καὶ στὴ μέση φοροῦσε ζώνη ἀπὸ δέρμα. Τροφή του ἦταν χορτάρια, «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Ματθ. 3,4. Μᾶρκ. 1,6). Ποτό του ἦταν τὸ νερό· ἔσκυβε καὶ ἔπινε μὲ τὶς φοῦχτες ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Στρῶμα του ἡ ἀμμουδιά, στέγη του τὰ ἄστρα, καὶ συντροφιά του τὰ θηρία – ποὺ συχνὰ ἀποδεικνύονται πιὸ ἥμερα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἔτσι ἔζησε μέσ᾿ στὴ φύσι κ᾽ ἐκεῖ ἐκπαιδεύθηκε. Καὶ κάποια μέρα ὁ Ἰωάννης πῆρε ἐντολὴ νὰ κηρύξῃ. Ἔστησε τὸ βῆμα του στὴν ὄχθη καὶ ἄρχισε. Τὸ κήρυγμά του δὲν ἦταν σὰν τὰ συνηθισμένα· ἦταν κεραυνὸς – ἀστροπελέκι. Στοὺς πλουσίους ἔλεγε· Ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχετε, μοιράστε τὰ μισά. Στοὺς τελῶνες ἔλεγε· Μὴν εἰσπράττετε τίποτα πέρα ἀπ᾽ τὸ νόμιμο. Στοὺς στρατιωτικοὺς δὲν ἔλεγε, ῾Ρίξτε τὰ ὅπλα, ἀλλά, Μὴ χρησιμοποιεῖτε βία. Στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους ἔλεγε· «Γεννήματα ἐχιδνῶν» – παιδιὰ τῆς ὀχιᾶς, ἄσπλαχνοι καὶ ἄστοργοι, πῶς θὰ ξεφύγετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ; «Ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας» (Ματθ. 3,7-8)· μετανοῆστε καὶ κλάψτε.
Καλοῦσε ὅλους σὲ «βάπτισμα μετανοίας» (Μᾶρκ. 1,4), ποὺ θὰ προετοίμαζε τὶς ψυχὲς γιὰ τὸ χριστιανικὸ ἅγιο βάπτισμα.
Σὰν μαγνήτης ὁ Πρόδρομος εἵλκυε τὰ πλήθη, ἡ ἔρημος ἔγινε πόλις. Μέσα στοὺς χιλιάδες ἀνεπισήμους νά καὶ κάποιος ἄγνωστος, ἕνας μαραγκὸς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Ἦταν ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ ἐξάδελφος τοῦ Βαπτιστοῦ. Δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ· αὐτὸς ἔμενε στὴν πόλι, ἐνῷ ὁ Ἰωάννης στὴν ἔρημο. Τὸν εἶδε ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο τοῦ λέει· Αὐτὸς εἶνε «ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Ἰω. 1,33).
–Ἦλθα, λέει, νὰ βαπτιστῶ. –Ἐσύ; ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ σένα. –«Ἄφες ἄρτι» – ἄσε τώρα τὶς ἀντιρρήσεις, τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς· ἔτσι πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ τηρήσω κάθε θεία ἐντολή (Ματθ. 3,14-15). Ἐπέμενε, καὶ βαπτίστηκε.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ βάπτισμα ὁ Χριστός; Ἐμεῖς βαπτιζόμαστε διότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶνε ὁ μόνος ἀναμάρτητος. Τὸ λέει αὐτὸ σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· τὸ προσέξατε; Ἔχει μία λέξι μὲ μεγάλη σημασία. Πῶς γινόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου· ὅσοι πήγαιναν ἀναγνώριζαν τὰ σφάλματά τους, μετανοοῦσαν, ἔμπαιναν στὸ νερό, καὶ τί ἔκαναν· ἐξωμολογοῦντο, καὶ ἔμεναν ἐκεῖ ὅσο διαρκοῦσε ἡ ἐξομολόγησι, ἄλλος λίγο – ἄλλος πολύ. Μόνο ὁ Χριστός, μόλις μπῆκε ἀμέσως βγῆκε. Βγῆκε «εὐθὺς» –νά ἡ σπουδαία λέξις– ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, βγῆκε «εὐθέως» ἀπ᾽ τὸ νερό (Ματθ. 3,16. Μᾶρκ. 1,10). Γιατί βγῆκε ἀμέσως; Διότι ὡς ἀναμάρτητος δὲν εἶχε νὰ πῇ τίποτα, δὲν εἶχε καμμιά ἁμαρτία νὰ ἐξομολογηθῇ.
Ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ πρέπει νά ᾽χουμε συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Μόνο ἕνας εἶνε ὁ ἀναμάρτητος. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Τὸ «εὐθὺς» ἐκεῖνο εἶνε καταπέλτης.
Τότε λοιπὸν γιατί βαπτίστηκε; Γιὰ νὰ φανερωθῇ τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος, Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα – ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον κ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.
Ὁ Ἰορδάνης, ἀγαπητοί μου, εἶνε μικρὸς ποταμός. Ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ὅτου στὰ νερά του βαπτίσθηκε ὁ Χριστός, ἔγινε παγκόσμιος θρῦλος καὶ τρέχουν ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη. Καλὴ συνήθεια, δὲν τὴν κατηγορῶ. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ἐκεῖνο δὲν εἶνε τόσο σπουδαῖο. Ὑπάρχει ἕνα ἄλλο νερὸ ἀπείρως ἀνώτερο. Εἶνε τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος. Βλέπετε τὴν κολυμβήθρα; Νερὸ ἔχει μέσα, κοινὸ νερό. Ἀλλὰ ἀπ᾿ τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς θὰ βάλῃ πετραχήλι καὶ θὰ τὸ εὐλογήσῃ, τὸ νερὸ ἐκεῖνο παίρνει τὴ «ῥαδιενέργεια» τοῦ οὐρανοῦ, τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ καθαρίζει ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Αὐτὸς ποὺ βαπτίζεται βγαίνει ἄγγελος ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, γι᾿ αὐτὸ ἐνδύεται λευκὰ κ᾽ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Μπαίνει μὲ ῥυπωμένη ἐνδυμασία, καὶ βγαίνει μὲ βασιλικὴ ἁλουργίδα.
Αὐτὸ εἶνε τὸ βάπτισμα. Καὶ θὰ ἦταν εὐτύχημα νὰ κρατούσαμε ἀμόλυντη τὴ στολή του. Τί γίνεται ὅμως ὅταν τὴ λερώσουμε; Πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲ μᾶς ἀφήνει· ὥρισε ἕνα ἄλλο βάπτισμα, ἕνα νέο λουτρό. Ποιό; Τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως.
Θὰ τὸ πῶ· εἶμαι πικραμένος. Θὰ φύγω, θὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, θὰ βρῶ ἕνα κελλάκι νὰ πάω νὰ κλειστῶ μέσα νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου. Σᾶς κήρυξα φλογερὰ καὶ σᾶς κάλεσα νὰ μετανοήσετε. Οἱ περισσότεροι ὅμως εἶστε ἀκόμη ἀνεξομολόγητοι. Δὲν μπορῶ νὰ ἀσκήσω βία. Ἐὰν ὅμως πᾶτε, θὰ καταλάβετε. Γιατὶ ὁ πνευματικὸς ἀσκεῖ ἔργο ἀνώτερο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τώρα μοιάζετε σὰν κάποιον ποὺ εἶχε ἔμφραγμα καὶ τὸ ρώτησα· –Ἐξωμολογήθηκες; –Ὅταν ἤμουν στὸ κατηχητικό, δώδεκα χρονῶν.
–Ἀπὸ τότε ἔχεις νὰ ἐξομολογηθῇς; Σὰ νὰ μοῦ λές, ὅτι ἀπὸ δώδεκα χρονῶν ἔχεις ν᾿ ἀλλάξῃς ροῦχα. Ὅπως τακτικὰ κάνεις λουτρὸ καὶ ἀλλάζεις, ἔτσι κάνε καὶ γιὰ τὴν ψυχή σου, ποὺ ὄζει – βρωμάει.
Ἕνα δάκρυ μετανοίας γίνεται Ἰορδάνης καὶ πλένει τ᾿ ἁμαρτήματα.
Κάντε ἕνα βῆμα, βρῆτε καλὸ ἐξομολόγο. Αὐτὸ ἔκανα κ᾽ ἐγώ, βρῆκα ἕνα σεβάσμιο γέροντα καὶ ἐξομολογοῦμαι. Μὴ μείνετε ἔτσι καὶ πεθάνετε ἀμετανόητοι. Δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε – τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲ μετανοοῦμε.
Εὔχομαι ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ τιμίου Προδρόμου νὰ μᾶς δώσῃ μετάνοια. Θὰ χαρῶ ἐὰν δῶ οὐρὰ στὰ ἐξομολογητήρια (τὸ ἔζησα αὐτό· θυμᾶμαι σὲ χωριὰ ποὺ ἐκήρυξα πόσοι ἔτρεχαν ὣς τὴ νύχτα νὰ ἐξομολογηθοῦν). Διαφορετικά, «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19). Τσεκούρι καὶ φωτιὰ τὸ περιμένει. Ὦ Παναγία Δέσποινα καὶ ἅγιοι Πάντες, ποιήσατε πρεσβείαν τοῦ ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος πόλεως Φλωρίνης Παρασκευὴ 6-1-1989)