.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Τὰ ἅγια Θεοφάνεια

Εἶχε ἀνάγκη βαπτίσματος ὁ Χριστός;
«Καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος…» 
(Μᾶρκ. 1,10)


Λαμπρὰ εἶνε ἡ σημερινὴ ἡμέρα. Τελειώνει τὸ Δωδεκαήμερο, κλείνει ὁ κύκλος τῶν ἑ­ορτῶν ποὺ ἔχει κέντρο τὴ Γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Εἴδαμε τὸν Κύριο βρέφος, τὸν εἴδαμε νήπιο ὀ­κτὼ ἡμερῶν νὰ περιτέμνεται, καὶ σήμερα τὸν βλέπουμε τέλειον ἄν­δρα νὰ βαπτίζεται στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου. Ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ κι ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Πατρός· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17).

Αὐτὰ πιστεύουμε οἱ Χριστιανοί. Στὸν κόσμο ὅμως ὑπάρχει ἀπιστία. Καὶ μερικοί, ἐκμεταλλευόμενοι ἕνα κενὸ ποὺ νομίζουν πὼς βρῆ­καν στὰ Εὐαγγέλια, τὴν ἀπουσία δηλαδὴ πληροφοριῶν ἀπὸ τὴν παιδικὴ μέχρι τὴν ὥριμη ἡ­λικία τοῦ Χριστοῦ ὅταν βαπτίσθηκε στὸν Ἰ­ορδάνη, λένε· Ποῦ ἦταν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὰ δώδεκα μέχρι τὰ τριάντα του χρόνια; Καὶ πλά­θον­τας μύθους μὲ τὴ νοσηρὰ φαντασία τους, λένε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν στὴν Παλαιστίνη, ἀλλὰ πῆγε στὶς Ἰνδίες, κ᾽ ἐ­κεῖ διδάχθηκε ὅσα ἔκανε κατόπιν. Ἔτσι λένε, γιὰ νὰ μειώσουν τὸ θεανδρικό του πρόσωπο. Τί ἀπαντοῦμε;
Δὲν ὑπάρχει κενό. Τὰ Εὐαγγέλια λένε καθα­­ρά, ὅτι κατὰ τὸ ἐπίμαχο αὐτὸ διάστημα ὁ Χριστὸς ἔζησε ὡς παιδὶ μιᾶς φτωχῆς πολυτέκνου οἰκογενείας, τοῦ ξυλουργοῦ Ἰωσήφ, κι ὅτι ἐρ­γα­ζόταν στὸ ξυλουργεῖο γιὰ τὸν ἐπιούσιο ἄρτο (βλ. Ματθ. 13,55. Μᾶρκ. 6,3). Ἐργάτης ἦταν καὶ γνήσιος φίλος τῶν ἐργαζομένων. Τὰ χέρια του, ποὺ εὐλόγη­σαν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ θεράπευσαν ἀρ­ρώστους καὶ θώπευσαν τὰ κεφάλια ἀθῴων παιδιῶν καὶ τέλος καρφώθηκαν στὸ σταυρό, ἦταν χέρια ἐργάτου. Ἕνας Βιεννέζος ζωγράφος τὸν ζωγράφισε στὸ ξυλουργεῖο κοντὰ στὸν δίκαιο Ἰωσήφ, μὲ τὸ πριόνι στὸ χέρι, καὶ δίπλα ἡ Πανα­γία νὰ γνέθῃ μὲ τὴ ῥόκα. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ θὰ ἔ­πρεπε νὰ κοσμῇ ὅλα τὰ ἐργατικὰ κέντρα.
Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ εἶνε καὶ ἡ ὀνομασία «Ναζωραῖος» ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἐχθροί του ὅταν τὸν σταύρωσαν (Ἰω. 18,5,7· 19,19). Ἰσχυρότερη ὅμως ἀπόδειξι εἶνε αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν οἱ συγχω­ριανοί του ὅταν ἐ­κεῖνος ἄρ­χισε νὰ διδά­σκῃ καὶ νὰ θαυματουργῇ· «Πῶς οὗ­τος γράμ­ματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;» (Ἰω. 7,15). Ἀ­ποροῦσαν πῶς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν πῆ­γε σχολεῖο· διότι ἤξεραν τὴ ζωή του. Ὅπως γιὰ μένα, ἂν πᾶτε στὸ χωριό μου καὶ ρωτήσετε, τὰ ξέρουν ὅλα καὶ θὰ σᾶς τὰ ποῦν· ἐξ αἰτίας μου ἔμαθαν καὶ τὴ Φλώρινα. Ποιός ἄλλος λοι­πὸν γνωρίζει τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ὅσο οἱ πατρι­ῶτες του; Ἂν εἶχε λείψει, θὰ τὸ ἤξεραν πρῶ­τοι αὐτοί. Οἱ Ναζαρηνοὶ εἶνε μάρτυρες, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἐκπαιδεύθηκε σὲ καμμιά σχολή. Σ᾽ αὐτόν, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9· βλ. καὶ 1,19).

Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἐργαζόταν στὴ Ναζα­ρέτ, πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἦταν ἕνας ἄλλος ἀετὸς τοῦ πνεύματος, «ἄγγελος» ἐπίγειος ὅ­πως τὸν ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία μας (δοξαστ. αἶν.), ὁ Ἰωάν­νης ὁ Πρόδρομος. Κατὰ σάρκα ἦταν ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ζοῦσε ἀσκητικά. Τὸ ροῦχο του ἦταν ἀπὸ τρίχες καμήλας καὶ στὴ μέση φοροῦσε ζώνη ἀπὸ δέρμα. Τροφή του ἦταν χορτάρια, «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Ματθ. 3,4. Μᾶρκ. 1,6). Ποτό του ἦταν τὸ νερό· ἔσκυβε καὶ ἔ­πινε μὲ τὶς φοῦχτες ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη. Στρῶ­μα του ἡ ἀμμουδιά, στέγη του τὰ ἄστρα, καὶ συντροφιά του τὰ θηρία – ποὺ συχνὰ ἀποδει­κνύον­ται πιὸ ἥμερα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἔτσι ἔζησε μέσ᾿ στὴ φύσι κ᾽ ἐκεῖ ἐκπαιδεύ­θηκε. Καὶ κάποια μέρα ὁ Ἰωάννης πῆρε ἐντο­λὴ νὰ κηρύξῃ. Ἔστησε τὸ βῆμα του στὴν ὄχθη καὶ ἄρχισε. Τὸ κήρυγμά του δὲν ἦταν σὰν τὰ συνηθισμένα· ἦταν κεραυνὸς – ἀστροπελέκι. Στοὺς πλουσίους ἔλεγε· Ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχετε, μοιρά­στε τὰ μισά. Στοὺς τελῶνες ἔλεγε· Μὴν εἰσ­πράττετε τίποτα πέρα ἀπ᾽ τὸ νόμιμο. Στοὺς στρατιωτικοὺς δὲν ἔλεγε, ῾Ρίξτε τὰ ὅπλα, ἀλ­λά, Μὴ χρησιμοποιεῖτε βία. Στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους ἔλεγε· «Γεννήματα ἐχιδνῶν» – παιδιὰ τῆς ὀχιᾶς, ἄσπλαχνοι καὶ ἄστοργοι, πῶς θὰ ξεφύγετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ; «Ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας» (Ματθ. 3,7-8)· μετανοῆστε καὶ κλάψτε.
Καλοῦσε ὅλους σὲ «βάπτισμα με­τανοίας» (Μᾶρκ. 1,4), ποὺ θὰ προετοίμαζε τὶς ψυχὲς γιὰ τὸ χριστιανικὸ ἅγιο βάπτισμα.

Σὰν μαγνήτης ὁ Πρόδρομος εἵλκυε τὰ πλήθη, ἡ ἔρημος ἔγινε πόλις. Μέσα στοὺς χιλιάδες ἀνεπισήμους νά καὶ κάποιος ἄγνωστος, ἕ­­νας μαραγκὸς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Ἦταν ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ ἐξάδελφος τοῦ Βαπτιστοῦ. Δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ· αὐτὸς ἔμενε στὴν πόλι, ἐνῷ ὁ Ἰωάννης στὴν ἔρημο. Τὸν εἶ­δε ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο τοῦ λέει· Αὐ­τὸς εἶνε «ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Ἰω. 1,33).
–Ἦλθα, λέει, νὰ βαπτιστῶ. –Ἐσύ; ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ σένα. –«Ἄφες ἄρτι» – ἄσε τώρα τὶς ἀντιρρήσεις, τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς· ἔτσι πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ τηρήσω κάθε θεία ἐντολή (Ματθ. 3,14-15). Ἐπέμενε, καὶ βαπτίστηκε.
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ βάπτισμα ὁ Χριστός; Ἐμεῖς βαπτιζόμαστε διότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶνε ὁ μό­νος ἀναμάρτητος. Τὸ λέει αὐτὸ σήμερα τὸ εὐ­αγγέλιο· τὸ προσέξατε; Ἔχει μία λέξι μὲ μεγά­λη σημασία. Πῶς γινόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάν­νου· ὅσοι πήγαιναν ἀναγνώριζαν τὰ σφάλμα­τά τους, μετανο­οῦσαν, ἔμπαιναν στὸ νερό, καὶ τί ἔκαναν· ἐξωμολο­γοῦντο, καὶ ἔμεναν ἐκεῖ ὅ­σο διαρκοῦσε ἡ ἐξ­ομολόγησι, ἄλλος λίγο – ἄλ­λος πολύ. Μόνο ὁ Χριστός, μόλις μπῆκε ἀμέσως βγῆκε. Βγῆκε «εὐθὺς» –νά ἡ σπουδαία λέ­ξις– ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, βγῆκε «εὐθέ­ως» ἀπ᾽ τὸ νερό (Ματθ. 3,16. Μᾶρκ. 1,10). Γιατί βγῆκε ἀμέσως; Διότι ὡς ἀναμάρτητος δὲν εἶχε νὰ πῇ τίπο­τα, δὲν εἶχε καμμιά ἁμαρτία νὰ ἐξομολογηθῇ.
Ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ πρέπει νά ᾽χου­­με συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Μόνο ἕνας εἶνε ὁ ἀναμάρτητος. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύρι­ος, Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Τὸ «εὐθὺς» ἐκεῖνο εἶνε καταπέλτης.
Τότε λοιπὸν γιατί βαπτίστηκε; Γιὰ νὰ φανε­ρω­θῇ τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἁγίας Τρι­άδος, Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα – ἁγία Τρι­άς, ἐλέησον τὸν κόσμον κ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ὁ Ἰορδάνης, ἀγαπητοί μου, εἶνε μικρὸς πο­ταμός. Ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ὅτου στὰ νερά του βαπτίσθη­κε ὁ Χριστός, ἔγινε παγ­κόσμιος θρῦλος καὶ τρέχουν ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη. Καλὴ συνήθεια, δὲν τὴν κατηγορῶ. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ἐκεῖνο δὲν εἶ­νε τόσο σπουδαῖο. Ὑπάρχει ἕνα ἄλλο νερὸ ἀ­πεί­ρως ἀνώτερο. Εἶνε τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος. Βλέπετε τὴν κολυμβήθρα; Νερὸ ἔχει μέσα, κοινὸ νερό. Ἀλλὰ ἀπ᾿ τὴν ὥρα ποὺ ὁ παπᾶς θὰ βάλῃ πετραχήλι καὶ θὰ τὸ εὐλογήσῃ, τὸ νε­ρὸ ἐκεῖνο παίρνει τὴ «ῥαδιενέργεια» τοῦ οὐ­ρανοῦ, τὴ χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύμα­τος, καὶ καθα­ρίζει ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Αὐτὸς ποὺ βαπτίζεται βγαίνει ἄγγελος ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, γι᾿ αὐτὸ ἐνδύεται λευκὰ κ᾽ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβα­πτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Μπαίνει μὲ ῥυπωμένη ἐνδυμα­σία, καὶ βγαίνει μὲ βασιλικὴ ἁλουργίδα.
Αὐτὸ εἶνε τὸ βάπτισμα. Καὶ θὰ ἦταν εὐτύχη­μα νὰ κρατούσαμε ἀμόλυντη τὴ στολή του. Τί γίνεται ὅμως ὅταν τὴ λερώσουμε; Πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲ μᾶς ἀφήνει· ὥρισε ἕνα ἄλλο βάπτισμα, ἕνα νέο λουτρό. Ποιό; Τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως.
Θὰ τὸ πῶ· εἶμαι πικραμένος. Θὰ φύγω, θὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, θὰ βρῶ ἕνα κελλάκι νὰ πάω νὰ κλειστῶ μέσα νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου. Σᾶς κήρυξα φλογερὰ καὶ σᾶς κάλεσα νὰ μετανοήσετε. Οἱ περισσότεροι ὅμως εἶστε ἀ­κόμη ἀνεξομολόγητοι. Δὲν μπορῶ νὰ ἀσκήσω βία. Ἐὰν ὅμως πᾶτε, θὰ καταλάβετε. Γιατὶ ὁ πνευματικὸς ἀσκεῖ ἔργο ἀνώτερο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τώρα μοιάζετε σὰν κάποιον ποὺ εἶχε ἔμφραγμα καὶ τὸ ρώτησα· –Ἐξ­ωμολο­γήθηκες; –Ὅταν ἤμουν στὸ κατη­χητικό, δώδε­κα χρονῶν. 
–Ἀπὸ τότε ἔχεις νὰ ἐξομολογηθῇς; Σὰ νὰ μοῦ λές, ὅτι ἀπὸ δώδεκα χρονῶν ἔχεις ν᾿ ἀλλάξῃς ροῦχα. Ὅπως τακτικὰ κάνεις λουτρὸ καὶ ἀλλάζεις, ἔτσι κάνε καὶ γιὰ τὴν ψυχή σου, ποὺ ὄζει – βρωμάει. 
Ἕνα δάκρυ μετανοί­ας γίνεται Ἰορδάνης καὶ πλένει τ᾿ ἁμαρτήματα.
Κάντε ἕνα βῆμα, βρῆτε καλὸ ἐξομολόγο. Αὐ­τὸ ἔκανα κ᾽ ἐγώ, βρῆκα ἕνα σεβάσμιο γέρον­τα καὶ ἐξομολογοῦμαι. Μὴ μείνετε ἔτσι καὶ πε­θάνετε ἀμετανόητοι. Δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε – τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀν­θρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲ μετανοοῦμε.
Εὔχομαι ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ τιμίου Προδρόμου νὰ μᾶς δώσῃ μετάνοια. Θὰ χαρῶ ἐὰν δῶ οὐρὰ στὰ ἐξομολογητήρια (τὸ ἔζησα αὐτό· θυμᾶμαι σὲ χωριὰ ποὺ ἐκήρυξα πόσοι ἔτρεχαν ὣς τὴ νύχτα νὰ ἐξομολογηθοῦν). Δι­αφορετικά, «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρ­πὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19). Τσεκούρι καὶ φωτιὰ τὸ περιμένει. Ὦ Παν­αγία Δέ­­σποινα καὶ ἅγιοι Πάντες, ποιήσατε πρε­σβεί­αν τοῦ ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος πόλεως Φλωρίνης Παρασκευὴ 6-1-1989)