.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Απολύτρωση και απελευθέρωση

Όχι στον άνθρωπο αλλά, κατά τρόπο μοναδικό, στο Θεάνθρωπο «έχουμε την απολύτρωσιν» από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο. Γιατί; Γιατί Αυτός ο «Μονογενής» έδειξε και φανέρωσε σε μας το σώμα του ανθρώπου χωρίς αμαρτία. Είναι γεγονός ότι ό διάβολος και ο θάνατος, με την αμαρτία, κρατούν, χωρίς εξαίρεση, στη δουλεία όλους τους ανθρώπους. Ενώ το σώμα του Θεανθρώπου είναι χωρίς αμαρτία και γι’ αυτό ο διάβολος και ο θάνατος δεν έχουν εξουσία εναντίον Του και το οποίο αφού αναστήθηκε και με την ανάστασή Του νίκησε τον θάνατο, άνοιξε και το δρόμο σε κάθε «σώμα» για την ανάσταση και την αιώνια ζωή. Παρών είναι ο Κύριος και στο «τεθνηκός» σώμα Του στο τάφο και στη ψυχή Του, με την οποία κατέβηκε στον άδη, ο Σωτήρας είναι σαν να λέει στο διάβολο: ιδού το «τεθνηκός» σώμα μου. Ο θάνατός του, δείχνει ότι Αυτό είναι πραγματικά ανθρώπινο. Ιδού η ψυχή μου, η οποία είναι μαζί μου στον άδη. Δείτε ότι στο σώμα μου και στη ψυχή μου, δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή αμαρτία. Ολοκληρωτικά είναι αναμάρτητα και άγια και γι’ αυτό δεν μπορείτε να τα κρατήσετε ούτε στη «δουλεία» του θανάτου, ούτε στη «δουλεία» του άδη. Το σώμα μου το αναμάρτητο, με την «αναμαρτησία», τη θεϊκή καθαρότητα και την αγιότητά Του, απολυτρώνει την ανθρώπινη φύση από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο, απελευθερώνει από τη δουλεία αυτών τους ανθρώπους και ανοίγει το δρόμο σε κάθε ανθρώπινο «ον» για την ανάσταση και την αιώνια ζωή.
«Έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού». Γιατί «διά του αίματος αυτού»; Γιατί το αίμα του σώματός Του «κατέστη», έγινε θεϊκό και με την θεϊκή του «παναξία» απολύτρωσε την ανθρώπινη φύση από το θάνατο. Και γιατί ακόμη; Γιατί το αίμα του σώματός Του είναι θεϊκό και ζωοδοτικό και αιώνια έμεινε τέτοιο και στο σώμα Αυτού, την Εκκλησία. Και εμείς «έχομεν την απολύτρω¬σιν διά του αίματος αυτού» γιατί ζώντες στο σώμα Αυτού, την Εκκλησία, ζούμε με το Πανάγιο και ζωοδοτικό αίμα Αυτού. Γιατί ακόμη; Γιατί με Αυτό το Άγιο και ζωοδοτι¬κό αίμα κοινωνούμε στη θεία Ευχαριστία και Αυτό «καθίσταται», γίνεται η ζωή μας, η χωρίς λάθη ζωή μας, η αθανασία μας, η αγιότητά μας, η σωτηρία μας, η θέωσή μας. «Έχομε την άφεσιν των παραπτωμάτων, διά του αίμματος αυτού», γιατί το θεϊκό, το πανάχραντο και ατίμητο αίμα Του χύθηκε για τις αμαρτίες μας. Μετά από «την ροή» του αίματός του, καμιά ανθρώπινη αμαρτία δεν έμεινε χωρίς άφεση, ασυγχώρητη. Όσος είναι ο «πλούτος» της χάριτος του Χριστού, τόση είναι και η δύναμη του αίματός Του. Σε αυτό το πανάκριβο και παν-ζωοδοτικό αίμα μπορεί να βρει την «απολύτρωση» και την συγχώρηση των αμαρτιών του, καθένας που «συσσω¬ματώνεται» με τον Χριστό, καθένας που καθίσταται, που γίνεται «σύσσωμος» με το θεανθρώπινο σώμα Του, που είναι η Εκκλησία.


(Αγ. Ιουστἰνου Πόποβιτς, «Προς Εφεσίους επιστολή του Απ. Παύλου»)

...αυτή ή επιμονή Του ν' ανασταίνεται είναι πού μας πειράζει



Έ, καί;
Εμείς μένομε πεισματικά εκεί στην πτώση μας. Δε μας αγγίζουν καθόλου κάτι τέτοια παραδοξολογήματα

Κι όμως Εκείνος εξακολουθεί, 2000 χρόνια τώρα,ν' ανασταίνεται. Προκλητικά, ενοχλητικά μάλιστα!
Για να δούμε ως που θα πάει αυτή ή κόντρα.

Γιατί, τελικά, αυτή ή επιμονή Του ν' ανασταίνεται είναι πού μας πειράζει.

Αλλ' εμείς οι παμπόνηροι βρήκαμε τη λύση.
Αφού δε φαίνεται να υποχωρεί, μεταβάλαμε την Ανάσταση σε φιέστα.

Κι άστον τώρα ν' αγωνίζεται να βγει άπ' αυτή την πλεκτάνη…


Η. ΤΣΙΓΚΟΣ

Ποιός μοῦ βεβαιώνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε;

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

Μοῦ τὸ βεβαιώνει ἡ συνείδησή μου πρὶν ἀπ’ ὅλα. Κατόπιν ὁ νοῦς μου καὶ ἡ βούλησή μου.

Πρῶτον, ἡ συνείδησή μου λέει: τόσα πάθη ποὺ ὑπέστη ὁ Χριστὸς γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπιβραβευτοῦν μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ὑπερκόσμια δόξα. Τὰ ἀνείπωτα πάθη τοῦ Δικαίου στεφανώθηκαν μὲ τὴν ἀνείπωτη δόξα. Αὐτό μοῦ δίνει ἱκανοποίηση καὶ ἠρεμία.

Δεύτερον, ὁ νοῦς μου λέει: χωρὶς τὴν λαμπρὴ ἀναστάσιμη νίκη ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ θὰ παρέμενε στὸν τάφο, ὁλόκληρη ἡ ἀποστολή Του θὰ ἦταν μάταιη.

Τρίτον, ἡ βούλησή μου λέει: ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ ἔσωσε ἀπὸ τοὺς ταλαντευόμενους δισταγμοὺς ἀνάμεσα στὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, καὶ μὲ θέτει ἀποφασιστικὰ στὸν δρόμο τοῦ καλοῦ. Καὶ αὐτό μοῦ φωτίζει τὸν δρόμο καὶ μοῦ δίνει στήριγμα καὶ δύναμη.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς τρεῖς φωνές, οἱ ὁποῖες ἀπὸ μέσα μου βεβαιώνουν ἐμένα, ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ἀσφαλῶς μάρτυρες, ποὺ τὸ βεβαιώνουν. Εἶναι οἱ ἔνδοξες μυροφόρες γυναῖκες, εἶναι οἱ δώδεκα μεγάλοι ἀπόστολοι, καὶ πέντε ἑκατοντάδες ἄλλων μαρτύρων, ποὺ ὅλοι μετὰ τὴν ἀνάστασή Του Τὸν ἔβλεπαν καὶ Τὸν ἄκουγαν, ὄχι στὸν ὕπνο τους ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα, καὶ ὄχι μόνο γιὰ ἕνα λεπτὸ ἀλλὰ γιὰ σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες. 

Μοῦ τὸ βεβαιώνει ἐκεῖνος ὁ πύρινος Σαῦλος ὁ μεγαλύτερος Ἑβραῖος διώκτης τοῦ χριστιανισμοῦ· μοῦ τὸ μαρτυρεῖ, ὅτι εἶδε ἐκεῖνο τὸ φῶς τοῦ ἀναστηθέντα Κυρίου καταμεσῆς τῆς ἡμέρας, καὶ ὅτι ἄκουσε τὴ φωνή Του, καὶ ὅτι ὑπάκουσε τὴν ἐντολή Του. Αὐτὴν τὴν μαρτυρία ὁ Παῦλος δὲν ἤθελε νὰ τὴν ἀρνηθεῖ οὔτε μετὰ ἀπὸ τριάντα χρόνια, οὔτε ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα ποὺ στὴ Ρώμη τοῦ Νέρωνα ἡ μάχαιρα ἔπεφτε στὸ κεφάλι του. 

Μοῦ τὸ βεβαιώνει καὶ ὁ ἅγιος Προκόπιος, ἀρχηγὸς τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ ποὺ ξεκίνησε νὰ ἀφανίσει τοὺς χριστιανοὺς στὶς χῶρες τῆς ἀνατολῆς, καὶ στὸν ὁποῖον ἐμφανίστηκε ξαφνικὰ ζωντανὸς ὁ Χριστὸς καὶ τὸν γύρισε μὲ τὸ μέρος Του. Καὶ ἀντὶ νὰ σφάξει ὁ Προκόπιος τοὺς χριστιανούς, αὐτοβούλως παραδόθηκε γιὰ νὰ τὸν σφάξουν στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. 

Μοῦ τὸ βεβαιώνουν ἀκόμα χιλιάδες μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ στὶς φυλακές, στοὺς τόπους ἐκτελέσεων μέσῳ αἰώνων καὶ αἰώνων, ἀπὸ τοὺς μάρτυρες τῶν Ἱεροσολύμων μέχρι τοὺς μάρτυρες τῶν Βαλκανίων, ἕως τὶς μέρες μας, ὥς τοὺς νεότερους Μοσχοβίτες μάρτυρες.

Μοῦ τὸ βεβαιώνουν καὶ ὅλες οἱ δίκαιες καὶ ἀγαθὲς ψυχές, τὶς ὁποῖες συχνὰ συναντῶ στὴ ζωή, καὶ οἱ ὁποῖες χαίρονται ὅταν ἀκοῦν ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν. Αὐτὸ ἀνταποκρίνεται στὴ συνείδησή τους, δονεῖ τὴν ψυχή τους, καὶ εὐφραίνει τὴν καρδιά τους.

Μαρτυρία παίρνω καὶ ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ἀντιπάλους τοῦ Χριστοῦ. Μόνο καὶ μόνο μὲ τὸ ὅτι αὐτοί, ὡς ἁμαρτωλοὶ καὶ μοχθηροί, ἀπορρίπτουν τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐγὼ βεβαιώνομαι γιὰ τὸ ἀντίθετο. Σὲ κάθε δικαστήριο τίθεται θέμα τῆς συμπεριφορᾶς τῶν μαρτύρων, καὶ ὡς ἐκ τούτου σταθμίζουν τὴν ἀξία τῆς μαρτυρίας τους. Ὅταν νηφάλιοι, καθαροὶ καὶ ἅγιοι μάρτυρες ἰσχυρίζονται πὼς ξέρουν ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη, λαμβάνω μὲ εὐχαρίστηση τὴν μαρτυρία τους ὡς ἀληθῆ. Ἀλλὰ ὅταν οἱ ἀκάθαρτοι, ἄδικοι καὶ ἀσυνείδητοι ἀπορρίπτουν τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μ’ αὐτὸ ἐνδυναμώνουν τὴ μαρτυρία τῶν πρώτων, καὶ μοῦ βεβαιώνουν ἀκόμα περισσότερο τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου μου. Ἐφόσον αὐτοὶ ὅσα ἀπορρίπτουν, τὰ ἀπορρίπτουν ἀπὸ κακεντρέχεια καὶ ὄχι ἀπὸ γνώση.

Μὲ βεβαιώνουν ἀκόμα ἀρκετοὶ λαοὶ καὶ φυλές, ποὺ μόνο ἡ πίστη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ἄγρια κατάσταση στὴ διαφώτιση, ἀπὸ τὴ δουλεία στὴ ἐλευθερία, ἀπὸ τὸ βοῦρκο τοῦ ἀμοραλισμοῦ καὶ τοῦ σκοταδισμοῦ στὸ φῶς τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Σερβικοῦ λαοῦ μοῦ μαρτυρεῖ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Ἀκόμα καὶ ἡ λέξη «Ἀνάσταση» ἐκ νεκρῶν μοῦ βεβαιώνει τὸ αὐτονόητο. Γιατί χωρὶς τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε κἄν ἡ λέξη στὶς ἀνθρώπινες γλῶσσες. Ὅταν ὁ Παῦλος πρώτη φορὰ πρόφερε αὐτὴ τὴ λέξη στὴν πολιτισμένη Ἀθήνα, οἱ Ἀθηναῖοι ἐξεπλάγησαν καὶ ἀναστατώθηκαν.

Καὶ ἔτσι, τέκνα τοῦ Θεοῦ, σᾶς χαιρετῶ κι ἐγώ.

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Χριστός.

 Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς


Kυριακή του Πάσχα, Ευαγγέλιο της νίκης κατά του θανάτου



Όσοι παγώνουν από τ’ αγιάζι μαζεύονται γύρω από τη φωτιά, για να νιώσουν τη θαλπωρή της. Όσοι λιμοκτονούν πλησιάζουν στο τραπέζι, για να κορέσουν την πείνα τους. Εκείνοι που τράβηξαν πολλά όσο κρατούσε η μακρά νύχτα, χαίρονται με την ανατολή του ήλιου, με το φως. Αυτοί που εξαντλήθηκαν σε μάχες σκληρές και φονικές, χαίρονται πολύ όταν απολαμβάνουν μιαν ανέλπιστη νίκη.

Εσύ, Κύριε, με την Ανάστασή Σου, έγινες τα πάντα σε όλους τους ανθρώπους! Ένδοξε Κύριε! Μ’ ένα Σου δώρο, γέμισες τ’ άδεια χέρια που απλώνονταν προς τον ουρανό! Χαίρετε ουρανοί, χαίρε η γη! Χαίρετε ουρανοί, όπως χαίρεται η μάνα που ταΐζει τα πεινασμένα παιδιά της. Χαίρε γη, όπως χαίρονται τα παιδιά όταν δέχονται το τάισμα από τα χέρια της μάνας τους! Η ανάσταση του Χριστού είναι η μοναδική νίκη που κάνει όλη την ανθρωπότητα να χαίρεται, από τον πρωτόπλαστο ως τον τελευταίο άνθρωπο που ζει στη γη. Κάθε άλλη νίκη στη γη έχει χωρίσει κι εξακολουθεί να χωρίζει τους ανθρώπους, τον ένα από τον άλλο.

Όταν ένας επίγειος βασιλιάς βγαίνει νικητής από έναν πόλεμο ενάντια σε άλλο βασιλιά, ο ένας χαίρεται κι ο άλλος θρηνεί. Όταν ένας άνθρωπος νικάει το γείτονά του, στο ένα σπίτι ακούγονται τραγούδια και στο άλλο θρήνοι. Δεν υπάρχει στη γη χαρούμενη νίκη που να μη την δηλητηριάζει η κακία. Εκείνος που νικάει στη γη χαίρεται και με τη δική του χαρά και με τα δάκρυα του νικημένου εχθρού του. Ούτε που μπορεί να καταλάβει πώς το κακό καταστρέφει τη χαρά.

Όταν ο Ταμερλάνος νίκησε το σουλτάνο Μπαγιατζίτ, τον έβαλε σ’ ένα σιδερένιο κλουβί κι έστησε γύρω του χορό, τα νικητήρια. Η χαρά του ολοκληρώθηκε με την κακία του. Η κακεντρέχειά του έτρεφε και δυνάμωνε την πανδαισία του.

Αχ, αδελφοί μου! Πόσο σύντομη είναι η χαρά της κακίας! Πόσο φαρμακερή τροφή είναι για την ευωχία η κακία! Όταν ο βασιλιάς Στέφανος του Ντέκανι νίκησε το Βούλγαρο βασιλιά, δεν προχώρησε στο βουλγαρικό έδαφος, δεν πήρε αιχμαλώτους από το βουλγαρικό λαό, αλλά αποσύρθηκε λυπημένος σ’ ένα ησυχαστήριο για να νηστέψει και να προσευχηθεί. Ο νικητής αυτός ήταν πιο ευγενής από τον προηγούμενο. Ακόμα κι αυτή η νίκη όμως, όπως κάθε νίκη, δεν μπορούσε παρά ν’ αφήσει τα θλιβερά σημάδια της στο νικημένο. Ακόμα κι η πιο ένδοξη και πιο πολιτισμένη ιστορία είναι σαν τον ήλιο εκείνο, που οι μισές ακτίνες του είναι φωτεινές κι οι άλλες μισές σκοτεινές.

Μόνο η νίκη του Χριστού είναι σαν τον ήλιο που στέλνει φωτεινές και λαμπερές ακτίνες σ’ όλους όσοι βρίσκονται κάτω στη γη. Η νίκη του Χριστού γεμίζει όλες τις ψυχές των ανθρώπων με χαρά ανεκλάλητη κι ατέρμονη. Μόνο η νίκη του Χριστού είναι καθαρή από μίσος και κακία.

Θα πεις πως είναι μια νίκη μυστήρια; Ναι, είναι. Ταυτόχρονα όμως η νίκη αυτή αποκαλύφτηκε σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, σε ζωντανούς και νεκρούς.

Θα πεις πως είναι μια μεγαλειώδης νίκη; Ναι, είναι. Και μάλιστα περισσότερο από μεγαλειώδης. Δεν είναι περισσότερο από γενναία μια μητέρα όταν δεν αρκείται να γλιτώσει τα παιδιά της από το φίδι, μα τρέχει με γενναιότητα στη φωλιά των φιδιών και τα καίει όλα;

Θα πεις πως είναι μια θεραπευτική νίκη; Ναι, είναι, γιατί θεραπεύει και σώζει στους αιώνες των αιώνων. Η σπουδαία αυτή νίκη σώζει τους ανθρώπους από κάθε κακό, τους κάνει αναμάρτητους και αθάνατους. Η αθανασία χωρίς την αναμαρτησία θα σήμαινε μόνο την επέκταση της βασιλείας του πονηρού και της κακίας. Η αθανασία σε συνδυασμό με αναμαρτησία όμως προξενεί χαρά ανεκλάλητη, απεριόριστη· μετατρέπει τον άνθρωπο σε αδελφό των αγγέλων του Θεού.

Ποιος δε θα χαιρόταν και δε θα ευφραινόταν με τη νίκη του Κυρίου Ιησού Χριστού; Δεν έγινε νικητής για τον εαυτό Του, για δική Του χάρη, αλλά για μας. Η νίκη Του δεν έκανε τον ίδιο μεγαλύτερο, ανώτερο, πιο ζωντανό ή πιο πλούσιο, αλλά εμάς. Τη νίκη Του δεν την χαρακτηρίζει ιδιοτέλεια αλλά αγάπη, δεν ήθελε να πάρει, αλλά να δώσει. Οι εγκόσμιοι κατακτητές νέμονται τη νίκη. Ο Χριστός είναι ο μόνος κατακτητής που την παραδίδει. Ένας εγκόσμιος κατακτητής, είτε αυτός είναι βασιλιάς είτε στρατηγός, δε δέχεται ποτέ να του πάρουν τη νίκη και να τη δώσουν σε κάποιον άλλον. Μόνο ο αναστημένος Χριστός προσφέρει με τα δύο Του χέρια τη νίκη Του σε μας, στον καθένα μας. Όχι μόνο δεν οργίζεται, αλλ’ αντίθετα χαίρεται όταν εμείς γινόμαστε νικητές με τη δική Του νίκη, όταν δηλαδή γινόμαστε ανώτεροι, ζωτικότεροι και πλουσιότεροι από πριν.

Οι εγκόσμιες νίκες φαίνονται καλύτερα όταν τις κοιτάζει κανείς από απόσταση. Όταν τις κοιτάζεις από κοντά δείχνουν άσχημες, αποκρουστικές. Για τη νίκη του Χριστού όμως δεν μπορεί να πει κανείς αν φαίνονται καλύτερα από μακριά ή από κοντά. Βλέποντας από μα­κριά τη νίκη Του τη θαυμάζουμε, γιατί είναι μοναδική στη λαμπρότητά της, στην αγνή και σωστική χάρη της. Όταν τη βλέπουμε από κοντά, θαυμάζουμε για τους φοβερούς εχθρούς που κατατροπώνει, για το μεγάλο πλήθος των σκλάβων που ελευθερώνει.

Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα, η μοναδική, που γιορτάζουμε τη νίκη του Χριστού. Γι’ αυτό και σήμερα αρμόζει να κοιτάξουμε τη νίκη Του από πολύ κοντά, τόσο για να βελτιώσουμε τις γνώσεις μας όσο και για να ευφρανθούμε περισσότερο.

Ας προσεγγίσουμε λοιπόν τον αναστημένο Χριστό κι ας αναρωτηθούμε:

Πρώτο: Ποιόν νίκησε με την Ανάστασή Του;

Δεύτερο: Ποιούς ελευθέρωσε με τη νίκη Του;

Με την Ανάστασή Του ο Κύριος κατατρόπωσε τους δύο πιο μανιασμένους εχθρούς της ανθρώπινης ζωής και αξίας: το θάνατο και την αμαρτία. Οι δύο αυτοί εχθροί του ανθρώπινου γένους γεννήθηκαν όταν ο πρώτος άνθρωπος χωρίστηκε από το Θεό, με το να ποδοπατήσει την εντολή της υπακοής στο Δημιουργό του. Στον παράδεισο ο άνθρωπος δε γνώριζε ούτε αμαρτία ούτε θάνατο, ούτε φόβο ούτε ντροπή. Ο άνθρωπος ήταν προσκολλημένος στο Θεό και δεν ήξερε τι σημαίνει θάνατος, ζούσε με απόλυτη υπακοή στο Θεό και δεν ήξερε τι σημαίνει αμαρτία. Εκεί που δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχει και φόβος. Εκεί που είναι άγνωστη η αμαρτία, δεν υπάρχει και ντροπή, που γεννιέται από την αμαρτία.

Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αμάρτησε, επειδή παραβίασε τη σωστική εντολή της υπακοής, μαζί με την αμαρτία ήρθε κι ο φόβος, ήρθε κι η ντροπή. Ο άνθρωπος ένιωσε πως βρίσκεται μακριά πολύ από το Θεό, το δρεπάνι του θανάτου τού ’δωσε το πρώτο προμήνυμα. Γι’ αυτό κι όταν ο Θεός κάλεσε τον Αδάμ και τον ρώτησε, «Αδάμ, πού ει;», εκείνος απάντησε: «Της φωνής σου ηχούσα περιπατούντος εν τω παραδείσιο και εφοβήθην, ότι γυμνός ειμι, και εκρύβην» (Γέν. γ' 9-10). Άκουσα τη φωνή σου την ώρα που περπατούσες στον παράδεισο και φοβήθηκα, γιατί ήμουν γυμνός. Έτσι κρύφτηκα.

Ως τότε η φωνή του Θεού ενίσχυε τον Αδάμ, τον χαροποιούσε, τον ζωογονούσε. Μετά τη διάπραξη της αμαρτίας όμως η ίδια αυτή φωνή τον φόβιζε, τον νέκρωνε. Ως τότε ο Αδάμ γνώριζε πως ήταν ντυμένος με την αθάνατη αμφίεση των αγγέλων. Μετά όμως κατάλαβε πως η αμαρτία τον γύμνωσε, τον λεηλάτησε, τον υποβίβασε στο επίπεδο των ζώων, τον κόντυνε στις διαστάσεις των πυγμαίων.

Βλέπετε, αδελφοί μου, πόσο φοβερή είναι ακόμα κι η παραμικρότερη αμαρτία της παρακοής στο Θεό! Μετά την αμαρτία του ο Αδάμ φοβήθηκε το Θεό και κρύφτηκε ανάμεσα στα δέντρα του παραδείσου, «εν μέσω του ξύλου του παραδείσου». Λειτούργησε όπως η σπιτίσια γάτα που όταν γίνεται άγρια φεύγει στα βουνά, αρχίζει να κρύβεται από το νοικοκύρη της και ν’ αποφεύγει το χέρι που ως τότε την τάιζε. Ο Αδάμ, που ως τότε είχε απόλυτη εξουσία, άρχισε ν’ αναζητά προστασία από τα άλογα ζώα, μακριά από το Δημιουργό του. Από τη μια αμαρτία άρχισε με ταχύτητα αστραπής να προκύπτει η δεύτερη, η τρίτη, η εκατοστή, η χιλιοστή... Τελικά ο άνθρωπος έγινε κτηνώδης, σαν τα ζώα, γήινος, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Το αμαρτωλό μονοπάτι που βάδισε ο Αδάμ τον οδήγησε στη γη, μέσα στη γη. Γι’ αυτό κι ο Θεός του είπε: «γη ει και εις γην απελεύση» (Γέν. γ' 19). Αυτό δεν εξέφραζε μόνο την κρίση του Θεού, αλλά και την μετέπειτα γήινη πορεία του ανθρώπου που μόλις ξεκίνησε, μα η εξέλιξή της ήταν πολύ γρήγορη.

Οι απόγονοι του Αδάμ, η μια γενιά μετά την άλλη, γίνονταν όλο και πιο υλικοί, πιο προσκολλημένοι στα γήινα. Ντρέπονταν που αμάρταναν και πέθαιναν με φόβο και τρόμο. Οι άνθρωποι κρύβονταν από το Θεό στα δέντρα και στους βράχους, στο χρυσό και τη σκόνη. Όσο περισσότερο εκείνοι κρύβονταν όμως, τόσο απομακρύνονταν από τον αληθινό Θεό, τόσο περισσότερο τον ξεχνούσαν. Η φύση που κάποτε έστεκε κάτω από τα πόδια του ανθρώπου, τώρα σιγά σιγά υψωνόταν, έφτασε πάνω από το κεφάλι του, και στο τέλος έκρυψε το πρόσωπο του Θεού, πήρε αυτή τη θέση Του. Ο άνθρωπος άρχισε να φτιάχνει θεό από τη φύση. Άκουγε τη φύση, συμπεριφερόταν όπως εκείνη όριζε, προσευχόταν σ’ αυτήν και της πρόσφερε θυσίες.

Η θεοποίηση της φύσης όμως δεν ήταν ικανή ούτε την ίδια να σώσει, μα ούτε και τον άνθρωπο να γλιτώσει από το θάνατο και τη φθορά. Το δύσβατο μονοπάτι που βάδιζε η ανθρωπότητα ήταν ο δρόμος της αμαρτίας. Και το καταστροφικό αυτό μονοπάτι οδηγούσε σίγουρα σε μια σκοτεινή πολιτεία, μόνο σ’ αυτήν: στην πολιτεία των νεκρών. Οι βασιλιάδες της γης εξουσίαζαν τους ανθρώπους. Η αμαρτία κι ο θάνατος τους εξουσίαζαν όλους, βασιλιάδες κι απλούς ανθρώπους. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πλεόναζε η αμαρτία, όπως η χιονόμπαλα μεγαλώνει καθώς κατηφορίζει από το λόφο. Η ανθρωπότητα είχε φτάσει σε έσχατη απελπισία όταν εμφανίστηκε ο ουράνιος Ήρωας για να τη σώσει.

Ο Ήρωας αυτός ήταν ο Κύριος Ιησούς. Αιώνια αναμάρτητος και αιώνια αθάνατος, πέρασε από το νεκροταφείο της ανθρωπότητας και σκόρπισε παντού τα άνθη της αθανασίας. Η ανάσα Του σκόρπιζε ζωή κι έδιωχνε μακριά τη βρωμιά της αμαρτίας, ο λόγος Του ανάσταινε τους νεκρούς. Με την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος φορτώθηκε το πλήθος των αμαρτιών του. Με την ίδια αυτή αγάπη Του φόρεσε τη θνητή ανθρώπινη σάρκα. Ήταν τόσο βαριά όμως η ανθρώπινη αμαρτία, τόσο φοβερή, που από το βάρος της ο Υιός του Θεού κατέβηκε στον τάφο.

Ευλογημένος και τρισευλογημένος ο τάφος απ’ όπου ξεπήδησε ο ποταμός της αθανασίας για όλους τους ανθρώπους! Ο Ήρωας κατέβηκε στον Άδη, όπου γκρέμισε το θρόνο του σατανά και κατέστρεψε όλες τις σκευωρίες και τις συνωμοσίες του εναντίον του ανθρώπινου γένους. Από τον τάφο Του ο Ήρωας αναστήθηκε, αναλήφθηκε στους ουρανούς κι άνοιξε έναν καινούργιο δρόμο στην πολιτεία των ζωντανών. Αφάνισε με τη δύναμή Του την κόλαση και δόξασε το σώμα Του, ανασταίνοντάς το «εκ νεκρών». Κι όλ’ αυτά με την ανυπέρβλητη δύναμή Του, που είναι αδιαίρετη από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Απλός και ταπεινός σαν αρνί ο Κύριος βάδισε προς το πάθος και το θάνατο. Δυνατός ως Θεός υπόμεινε το πάθος και νίκησε το θάνατο. Η Ανάστασή Του είναι πραγματικό γεγονός. Και ταυτόχρονα είναι η προφητεία κι η προτύπωση της δικής μας ανάστασης. «Σαλ­πίσει γαρ, και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι, και ημείς αλλαγησόμεθα» (Α' Κορ. ιε' 52).

Ίσως ρωτήσουν μερικοί: Πώς μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι ο Χριστός νίκησε το θάνατο, αφού οι άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν;

Εκείνοι που έρχονται στον κόσμο από την κοιλιά της μητέρας τους, θ’ αναχωρήσουν απ’ αυτόν με το θάνατο, θα μπουν στον τάφο. Ο κανόνας αυτός είναι. Για μας όμως που πεθαίνουμε εν Χριστώ ο θάνατος δεν είναι σκοτεινή άβυσσος, αλλά γέννηση σε μια καινούργια ζωή, είναι επιστροφή στην πατρίδα μας. Ο τάφος για μας δεν είναι πια σκοτάδι αιώνιο αλλά πύλη, όπου μας αναμένουν οι πανένδοξοι άγγελοι του Θεού. Για όλους εκείνους που η ψυχή τους είναι γεμάτη από αγάπη για τον ωραίο και στοργικό Κύριο, ο τάφος δεν είναι παρά το τελευταίο εμπόδιο προς την παρουσία Του. Και το εμπόδιο αυτό είναι τόσο αδύναμο, όσο ο ιστός μιας αράχνης. Γι’ αυτό κι ο απόστολος Παύλος αναφωνεί: «Εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλιπ. α' 21).

Πώς μπορούμε να πούμε πως ο Χριστός δε νίκησε το θάνατο, όταν ο θάνατος δεν αντέχει την παρουσία Του; Ο τάφος δεν είναι πια βαθιά άβυσσος, γιατί γέμισε με την παρουσία Του. Δεν είναι πια σκοτεινός ο τάφος, γιατί ο Χριστός τον φώτισε. Δεν φοβίζει πια ο τάφος, δεν τρομάζει, γιατί δε σηματοδοτεί το τέρμα, μα την αρχή. Δε συνιστά την αιώνια πατρίδα μας, αλλά μόνο την πύλη προς την πατρίδα αυτή. Η διαφορά ανάμεσα στο θάνατο πριν από την Ανάσταση του Χριστού και μετά απ’ αυτήν, είναι όπως η διαφορά ανάμεσα σε μια καταστροφική πυρκαγιά και στη φλόγα του καντηλιού. Η νίκη του Χριστού είναι θεμελιώδης. Με την Ανάστασή Του, «κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος» (Α' Κορ. ιε' 54).

Υπάρχουν κι άλλοι που θα ρωτήσουν: Πώς μπορούμε να ισχυριστούμε πως ο αναστημένος Χριστός νίκησε την αμαρτία, αφού οι άνθρωποι εξακολουθούν ν’ αμαρτάνουν;

Ο Κύριος νίκησε πραγματικά την αμαρτία. Τη νίκησε με την άσπορο σύλληψη και γέννησή Του. Στη συνέχεια με την αγνή και αναμάρτητη ζωή Του στη γη. Μετά με το πάθος Του στο σταυρό, μ’ όλο που ήταν δίκαιος. Και στο τέλος τη νίκη Του τη σφράγισε με την ένδο­ξη Ανάστασή Του.

Ο Κύριος έγινε το φάρμακο, το πιο κατάλληλο κι αλάθευτο φάρμακο ενάντια στην αμαρτία. Εκείνος που δηλητηριάστηκε από την αμαρτία, μόνο από το Χριστό μπορεί να θεραπευτεί. Εκείνος που δε θέλει ν’ αμαρτάνει, μόνο με τη βοήθεια του Χριστού μπορεί να ικανοποιήσει την επιθυμία του. Όταν οι άνθρωποι βρήκαν το φάρμακο για την ευλογιά είπαν: Τη νικήσαμε την αρρώστια αυτή. Το ίδιο είπαν όταν βρήκαν το φάρμακο για την αμυγδαλίτιδα, για τον πονόδοντο, για την ουρική αρθρίτιδα και γι’ άλλες παρόμοιες αρρώστιες. Τις νικήσαμε, θριαμβολογούσαν. Αυτό σημαίνει πως η εύρεση φαρμάκου για κάποια αρρώστια, είναι νίκη κατά της αρρώστιας.

Ο Χριστός είναι μακράν ο μέγιστος Ιατρός στην ανθρώπινη ιστορία, γιατί μας έδωσε το φάρμακο για τη μεγαλύτερη αμαρτία. Κι η αμαρτία είναι εκείνη από την οποία γεννιούνται όλα τ’ άλλα πάθη του ανθρώπου, τόσο τα σωματικά όσο και τα ψυχικά. Το φάρμακο είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο αναστημένος και ζωντανός Κύριος. Είναι το μοναδικό κι αποτελεσματικό φάρμακο εναντίον της αμαρτίας. Αν ακόμα και σήμερα οι άνθρωποι αμαρτάνουν κι η αμαρτία τους οδηγεί στην καταστροφή, αυτό δε σημαίνει πως ο Χριστός δε νίκησε την αμαρτία, αλλ’ ότι οι άνθρωποι δεν πήραν το μοναδικό φάρμακο κατά της αρρώστιας αυτής. Σημαίνει πως αυτοί δε γνωρίζουν αρκετά το Χριστό ως φάρμακο ή κι αν ακόμα τον γνωρίζουν, δεν τον χρησιμοποιούν για τον άλφα ή τον βήτα λόγο.

Η ιστορία μαρτυρεί με χιλιάδες και μυριάδες φωνές, πως εκείνοι που χρησιμοποιούν το φάρμακο αυτό για την ψυχή τους θεραπεύονται, γίνονται υγιείς. Γνωρίζοντας την αδυναμία της ύπαρξής μας ο Κύριος πρότεινε το φάρμακο αυτό στους πιστούς. Πρόσφερε τον εαυτό Του σ’ αυτούς, για να τον λάβουν με την υλική μορφή του άρτου και του οίνου. Και τό ’κανε αυτό Εκείνος που αγαπά κάθε άνθρωπο με την αμέτρητη αγάπη Του, μόνο και μόνο για να διευκολύνει την προσέγγισή του στο ζωοποιό φάρμακο κατά της αμαρτίας και κάθε φθοράς που προέρχεται απ’ αυτήν. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μέ­νει καγώ εν αυτώ» (Ιωάν. στ' 56).

Εκείνοι που τρέφουν την αμαρτία με την αμαρτία, χάνουν σταδιακά τη ζωή τους. Την φθείρει η αμαρτία. Εκείνοι όμως που τρέφονται από το σώμα του ζώντος Κυρίου, δρέπουν ζωή. Κι η ζωή μέσα τους αυξάνει συνέχεια, ενώ ο θάνατος απομακρύνεται. Κι όσο αυξάνει η ζωή, τόσο μαραίνεται η αμαρτία. Την ανούσια και σκοτεινή γλυκύτητα της αμαρτίας σ’ αυτούς αντικαθιστά η χαροποιός και ζωοποιός γλυκύτητα του Νικητή Χριστού.

Ευλογημένοι είναι εκείνοι που δοκίμασαν και γεύτηκαν το μυστήριο αυτό στη ζωή τους. Αυτοί θα κληθούν υιοί φωτός και τέκνα της χάριτος. Όταν αναχωρήσουν από τη ζωή αυτή θα είναι σα να φεύγουν από νοσοκομείο, γιατί δε θα είναι πια άρρωστοι.

Ας αναρωτηθούμε τώρα: Ποιόν ελευθέρωσε με τη νίκη Του από την αμαρτία και το θάνατο ο αναστημένος Κύριος; Μήπως το λαό ενός έθνους ή μιας φυλής; Μήπως τους ανθρώπους κάποιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης; Όχι, σε καμιά περίπτωση. Τέτοια ελευθερία θα ήταν βασικά αποτέλεσμα της φονικής νίκης εγκόσμιων κατακτητών. Ο Κύριος δεν ονομάστηκε «Φιλοεβραίος», «Φιλέλληνας», «Φιλόπτωχος» ή «Φιλοαριστοκράτης». Ήταν ο φίλος του ανθρώπινου γένους. Τη νίκη Του την ήθελε για όλους τους ανθρώπους, χωρίς καμιά διάκριση στις διαφορές και τις ιδιαιτερότητες, όπως κάνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Τη νίκη Του την κέρδισε για το καλό και τη βοήθεια όλων των πλασμάτων του Θεού, όλων των ανθρώπων. Και την πρόσφερε σ’ όλους αυτούς.

Σ’ όλους εκείνους που δέχονται τη νίκη αυτή και την κάνουν δική τους, υποσχέθηκε αιώνια ζωή, τους έκανε συγκληρονόμους της ουράνιας βασιλείας Του. Δεν επιβάλλει σε κανέναν τη νίκη Του, μ’ όλο που κόστισε τόσο πολύ. Αφήνει ελεύθερους τους ανθρώπους να την κάνουν δική τους ή να την αρνηθούν. Όπως ο πρώτος άνθρωπος στον παράδεισο διάλεξε την πτώση, το θάνατο και την αμαρτία στα χέρια του σατανά, έτσι και τώρα είναι ελεύθερος να διαλέξει ζωή και σωτηρία στα χέρια του Νικητή Θεού. Η νίκη του Χριστού είναι βάλσαμο, ζωοποιό βάλσαμο για όλους τους ανθρώπους, όλους εκείνους που έχουν προσβληθεί από τη λέπρα της αμαρτίας και του θανάτου.

Το βάλσαμο αυτό κάνει τους άρρωστους υγιείς, τους υγιείς ακόμα υγιέστερους.

Το βάλσαμο αυτό ανασταίνει τους νεκρούς και δίνει πληρέστερη ζωή στους ζωντανούς.

Το βάλσαμο αυτό κάνει τον άνθρωπο σοφό, τον εξευγενίζει, τον θεοποιεί. Αυξάνει τη δύναμή του και την κάνει εκατονταπλάσια, αναβιβάζει την αξία του πάνω απ’ όλη τη φύση, τον φτάνει ίσαμε τη λαμπρότητα και το κάλλος των αγγέλων και των αρχαγγέλων του Θεού.

Αγαπημένο και ζωοποιό βάλσαμο! Ποιο χέρι δε θ’ απλωνόταν να σε πάρει; Ποια καρδιά δε θα σε έβαζε στις πληγές της; Ποιος λάρυγγας δε θα υμνούσε τα μεγαλεία σου; Ποια πένα δε θα κατέγραφε τα θαυμάσια κατορθώματά σου; Ποιό αβάκιο δε θ’ απαριθμούσε όλες τις θεραπείες άρρωστων ανθρώπων και τις νεκραναστάσεις που έχεις κάνει ως σήμερα; Πόσα δάκρυα ευγνωμοσύνης δε θα χύνονταν για σένα;

Ελάτε λοιπόν, αδελφοί μου, όλοι εσείς που φοβάστε το θάνατο. Ελάτε πιο κοντά, προσεγγίστε το Νικητή Χριστό, τον αναστημένο. Εκείνος θα σας ελευθερώσει από το θάνατο κι από το φόβο του θανάτου.

Ελάτε όλοι εσείς που ζείτε με τη ντροπή των κρυφών και φανερών αμαρτιών σας. Πλησιάστε στη ζωντανή πηγή που ξεπλένει και καθαρίζει, εκείνη που μπορεί να κάνει και το πιο μαύρο δοχείο λευκότερο από το χιόνι.

Ελάτε όλοι εσείς που αναζητάτε υγεία, δύναμη, ομορφιά και χαρά. Ο αναστημένος Χριστός είναι η πλούσια πηγή όλων αυτών. Σας αναμένει με αγάπη και προσμονή, δε θέλει να χαθεί κανένας.

Προσκυνήστε τον Κύριο σωματικά και ψυχικά. Ενωθείτε μαζί Του «κατά νουν και κατά διάνοιαν». Αγκαλιάστε τον με όλη σας την καρδιά. Μη προσκυνάτε τον κατακτητή, αλλά τον Ελευθερωτή. Μη συνδέεστε με τον καταστροφέα, αλλά με το Σωτήρα. Μην αγκαλιάζετε τον ξένο, αλλά το στενό συγγενή σας, τον αγαπημένο σας φίλο.

Ο αναστημένος Κύριος είναι το θαύμα των θαυμάτων! Ο Κύριος όμως έχει την ίδια φύση με σένα, την ίδια πρωταρχική φύση που είχε κι ο Αδάμ στον παράδεισο.

Η ανθρώπινη φύση δε δημιουργήθηκε για να δουλωθεί στην άλογη φύση που την περιβάλλει, αλλά να κυβερνήσει τη φύση με τη δύναμή της. Η αληθινή φύση του ανθρώπου δεν είναι ανάξια και τιποτένια, άρρωστη, θνητή κι αμαρτωλή. Είναι υγιής, ένδοξη, αθάνατη κι αναμάρτητη.

Ο αναστημένος Κύριος διέρρηξε το παραπέτασμα που χώριζε τον αληθινό Θεό από τον αληθινό άνθρωπο. Μας αποκάλυψε στον Εαυτό Του τη μεγαλοσύνη και το κάλλος και του Ενός και του άλλου. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τον αληθινό Θεό, παρά μόνο μέσω του αναστημένου Κυρίου Ιησού. Αλλά και κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τον αληθινό άνθρωπο, παρά μόνο μέσω του αναστημένου Ιησού.

Ο Χριστός Ανέστη, αδελφοί μου!

Με την Ανάστασή Του ο Χριστός κυριάρχησε στην αμαρτία και το θάνατο, κατέστρεψε το σκοτεινό βασίλειο του σατανά, ελευθέρωσε τη δουλωμένη ανθρώπινη φύση και φανέρωσε τα μεγαλύτερα μυστήρια σχετικά με το Θεό και τον άνθρωπο. Σ’ Εκείνον πρέπει ο ύμνος κι η δόξα, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Αναστάσεως ημέρα», ομιλίες Γ΄, Εκδόσεις Πέτρου Μπόση)

Γιατί δέν πρέπει νά φεύγουμε ἀπό τήν ἐκκλησία μετά τό "Χριστός Ἀνέστη", ἀλλά νά μένουμε στήν Ἀναστάσιμο Ἀκολουθία;

"Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού,
και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν.
Ως εκλείπει καπνός, εκλειπέτωσαν·
ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός,
ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου του Θεού.
Και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν·
αγαλλιάσθωσαν ενώπιον του Θεού,
τερφθήτωσαν εν ευφροσύνη."


Μια τέτοια μέρα η Παναγιά κατέβηκε από τους ουρανούς για να γιορτάσει την Ανάσταση μαζί με τους πιστούς. 

Κόσμος πολύς ήταν εκεί κι ευφράνθει η ψυχή της που έβλεπε τόσους πιστούς που ετίμουν το παιδί της.

Ευωδιάζει η Εκκλησιά, λιβάνι, κερί, μέλι, ψάλλουν ιερείς, ψάλλουν πιστοί, ψάλλουν κι οι αγγέλοι.

Και φαίνονται να ναι όλοι τους πολύ συγκινημένοι, οι περισσότεροι απ' αυτούς είναι και δακρυσμένοι.
Κι έτσι ο όρθρος προχωρεί κι ακούγεται σαφώς ο ιερεύς που προσκαλεί "Δεύτε λάβετε φώς!".

Ολοι λαμπάδες άναψαν κι έγινε ένα πανόραμα και χύθηκε παντού το φως ωσάν να βλέπεις όραμα.

Όλου του κλήρου άρχισε σε λίγο το ξεκίνημα να βγούν έξω από το ναό, να δώσουνε το μήνυμα.
"Χριστός Ανέστη" ακούστηκε να ψάλλει ο Δεσπότης
"Χριστός Ανέστη" σώθηκε όλη η Ανθρωπότης.
Τότε η χαρά, η συγκίνηση φτάνει στο κατακόρυφο.
Ηχούν καμπάνες γιορτινά, φιλιά, ευχές και θόρυβος.
Κ αφού οι ιερείς έξι φορές είπαν "Χριστός Ανέστη" έγινε αυτό που η Παναγιά, είδε κι εξανέστη.
Και το τροπάριο έλεγε "Σκόρπισαν οι εχθροί Του κι αυτοί που δεν χαρήκανε για την Ανάστασή Του. Κι όπως χάνεται ο καπνός χαθήκαν απ' εμπρός του, γιατί χαρά μόνο γι αυτούς ήταν ο θάνατός Του. Έτσι απολούνται οι αμαρτωλοί κι αυτοί που Τον μισούνε, οι δίκαιοι αγάλλονται μένουν να ευφρανθούνε".
Κι ενώ ο Δεσπότης έψαλε τα τόσο αυτά μεγάλα, ξεκίνησαν οι χριστιανοί να φεύγουνε τρεχάλα.
Όλα τα φώτα σκόρπισαν να έμειναν τόσοι μόνο που προκαλούσανε ντροπή, αγανάκτηση και πόνο.
Η Παναγιά μας σάστισε, έβλεπε κι απορούσε, να καταλάβει δεν μπoρεί, τον Άγγελο ρωτούσε.

"Άγγελε, σε παρακαλώ ρώτησε κι έλα πέ μου αυτοί που φεύγουν βιαστικοί, που πάνε εξήγησέ μου.
Πώς στη γιορτή δεν θέλουνε μαζί μας να καθήσουν για να δοξάσουν το Χριστό και να Τον προσκυνήσουν;
Στην Σταύρωση όλοι έμειναν, στον τάφο Του με δάκρυ, μυρολούλουδα έρραναν όλοι απ' άκρη σ΄άκρη.
Και τώρα που τελείωσαν πια του Χριστού τα πάθη, φεύγουνε, την Ανάσταση μόλις που έχουν μάθει;
Μην είναι εκείνοι οι εχθροί που θέλαν το κακό Του, αυτοί που Τον προδώσανε, Τον στείλαν στον σταυρό Του, που Τον μισούν και βλασφημούν τ' αγιο ονομά Του;
Πήγαινε Άγγελε να δεις μην είναι του Πιλάτου;"
Ο Άγγελος γονάτισε και στων ματιών την άκρη, είδε η Θεοτόκος μας να του κυλά ένα δάκρυ.
"Συγχώρα με Βασίλισσα, μήτηρ-ποιητού των όλων, γιατί αυτά που με ρωτάς θα σε γεμίσουν πόνο.
Απ' το ναό όλοι αυτοί που φεύγουν μακρυά Του είναι γιατί ο διάβολος έκανε τη δουλειά του.
Και εις το σπίτι βιαστικοί τρέχουνε για να φτάσουν τη μαγειρίτσα τη ζεστή να φάνε, να χορτάσουν".
Η Δέσποινά μας τ' άκουσε όλα αυτά πικραμένη και για την ανθρωπότητα είπε πολύ λυπημένη.
"Πώς θα τολμήσω στο Θεό γι αυτούς να μεσιτέψω όταν στον πόνο, στον καημό ζητούν να τους συντρέξω"
Δια βρώσεως εξώσθη ο Αδάμ του Παραδείσου, πάλι για βρώση Ανθρωπε βαραίνεις τη ψυχή σου;"

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ – 12 ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ THΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ



Η πίστι μας, ἡ Ἐκκλησία μας, εἶνε, ἀγαπητοί μου, δεντρὶ ποὺ τὸ φύτευσε ἡ δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου. Καὶ ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, ἔτσι καὶ τὸ δέντρο αὐτὸ ποὺ λέγεται Ὀρθοδοξία ἔχει ῥίζα. Ποιά εἶνε ἡ ῥίζα; Δύο λέξεις· «Χριστὸς ἀνέστη». Ἢ ἀνέστη, ἢ δὲν ἀνέστη. Λέμε λοιπὸν σὲ ὅλους, ὅτι ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ εἶνε γεγονὸς ἱστορικό, τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅσα συνέβησαν στὴν ἱστορία. Γεγονὸς μὲ παγκόσμια ἀκτινοβολία, γεγονὸς ποὺ ἔσεισε καὶ τὸν ᾅδη ἀκόμα, γεγονὸς κοσμογονικό.
Θὰ μοῦ πῇ ὅμως κάποιος· Αὐτὰ εἶνε λόγια· ἐμεῖς θέλουμε ἀποδείξεις. Ἀποδείξεις; Πολλές, ἀμέτρητες, ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου.
Ἂς στήσουμε σήμερα ἕνα δικαστήριο. Καὶ στὴν ἕδρα νὰ βάλουμε ὡς κριτὴ τὴν ἱστορία. Τὴν ἱστορία, ποὺ δὲν πείθεται μὲ μύθους καὶ παραμύθια, ἀλλὰ θέλει γεγονότα, τεκμήρια, ἀποδείξεις. Ἡ ἱστορία, λοιπόν, ζητάει μάρτυρες γιὰ τὴν Ἀνάστασι. Ὑπάρχουν; Βεβαίως. Κανένα ἄλλο γεγονὸς δὲν ἔχει τόσους μάρτυρες ὅσους ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Οὔτε ἡ ζωὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου δὲν εἶνε τόσο βεβαιωμένη· τέσσερις – πέντε ἱστορικοὶ μαρτυροῦν γι᾿ αὐτόν, καὶ μετὰ σιγή. Ἐνῷ ἡ Ἀνάστασι ἔχει πλῆθος μάρτυρες. Ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ἐκλέγουμε ἐνδεικτικῶς τέσσερις τριάδες, δηλαδὴ ἐν συνόλῳ 12 μαρτυρίες.

Πρῶτοι μάρτυρες παρουσιάζονται οἱ ΠΡΟΦΗΤΑΙ. Πρὶν ἀκόμα γίνῃ ἡ Ἀνάστασι, μαρτυροῦν γι᾿ αὐτὴν μὲ προτυπώσεις.

-Πρῶτος ὁ Μωϋσῆς γράφει γιὰ τὸ Χριστό· «ἀναπεσὼν ἐκοιμήθης ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος» (Γέν. 49, 9). Κοιμήθηκες, λέει, Χριστέ, σὰν τὸ λιοντάρι. Ἂν δῇς λιοντάρι νὰ κοιμᾶται, σὲ ρωτῶ, τολμᾷς νὰ πᾷς νὰ τὸ ξυπνήσῃς; Παρακαλᾷς νὰ μὴ ξυπνήσῃ. «Τίς ἐγερεῖ αὐτόν;»· ποιός νὰ τὸν ξυπνήσῃ; Σὰν λιοντάρι ποὺ κοιμᾶται, «σκύμνος λέοντος Ἰούδα» (ἔ.ἀ.) εἶσαι, λέει, Χριστέ. 

-Ἔρχεται κατόπιν ὁ Δαυῒδ καὶ ψάλλει μὲ τὴ χρυσῆ του λίρα· «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν» (Ψαλμ. 67,2), αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἀκοῦμε στὴν Ἀνάστασι. 

-Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἠσαΐας, ὁ λεγόμενος πέμπτος εὐαγγελιστής, ἀφοῦ περιγράφει τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, προτρέπει τὴ Νέα Ἰερουσαλήμ, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία, νὰ χαρῇ καὶ νὰ πανηγυρίσῃ γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Τὰ δικά του λόγια χρησιμοποιεῖ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος στὴν ἀναστάσιμη ἀκολουθία ὅταν λέει· «Φωτίζου φωτίζου, ἡ νέα Ἰερουσαλήμ, ἡ γὰρ δόξα Κυρίου ἐπὶ σὲ ἀνέτειλε…» καὶ «Ἆρον κύκλῳ τοὺς ὀφθαλμούς σου, Σιών, καὶ δε· ᾿ἰδού γὰρ ἥκασί σοι… τὰ τέκνα σου» (Ἠσ. 60,1-4 καὶ θ΄ ᾠδὴ Πάσχα).
Μετὰ ἔρχονται ἄλλοι τρεῖς μάρτυρες· εἶνε μάρτυρες ΤΗΣ ΤΑΦΗΣ. 

Καὶ πρῶτοι οἱ φύλακες, ποὺ φρουροῦσαν τὸ σφραγισμένο μνῆμα τοῦ Χριστοῦ.Οἱ ἀρνούμενοι τὴν Ἀνάστασι λένε, ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐκλάπη τὴ νύχτα ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. Ἀλλὰ ἡ Ῥώμη εἶχε αὐστηρότητα. Ἂν εἶχε συμβῆ κάτι τέτοιο, ὅλη ἡ φρουρὰ θὰ εἶχε περάσει ἀπὸ στρατοδικεῖο καὶ θὰ εἶχε ἐκτελεσθῆ, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔγινε. Ἄρα ὁ Χριστὸς δὲν ἐκλάπη.

-Τὸ ἴδιο μαρτυρεῖ ὁ κενὸς τάφος. Ὁ τάφος βρέθηκε ἄδειος. Τὸ διεπίστωσαν ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔτρεξαν μαζὶ στὸ μνῆμα. Εἶδαν νὰ λείπῃ τὸ σῶμα.

-Καὶ τὴ μαρτυρία συμπληρώνουν τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο. Οἱ δύο μαθηταὶ εἶδαν «τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰωάν. 20,7). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Γιὰ νὰ τὰ καταλάβουμε, πρέπει νὰ ξέρουμε πῶς ἔθαβαν οἱ Ἑβραῖοι τοὺς νεκρούς. Ὅταν πέθαινε ὁ ἄνθρωπος, τὸν ἔπλεναν, τὸν ἄλειφαν μὲ ἀρώματα καί, ὅπως ἡ μάνα φασκιώνει τὸ παιδί, τύλιγαν ὅλο τὸ σῶμα μὲ τὰ «ὀθόνια» ποὺ ἦταν λουρίδες ὑφάσματος. Γιὰ τὸ κεφάλι εἶχαν τὸ σουδάριο. Αὐτὰ κολλοῦσαν δυνατὰ στὸ κορμὶ μαζὶ μὲ τὰ ἀρώματα. Ἂν ἐπέμενες νὰ τὰ ξεκολλήσῃς, ἔπρεπε νὰ τραβήξῃς καὶ κρέας. Βλέπετε λοιπὸν τί σημασία ἔχει αὐτό; Διότι ὅταν κανεὶς κλέβῃ εἶνε βιαστικός. Ἂν πήγαιναν νὰ κλέψουν τὸ Χριστό, θὰ τὸν ἔπαιρναν ὅπως ἦταν, μὲ τὰ σουδάρια καὶ τὰ ὀθόνια· γιατὶ γιὰ νὰ τὰ ξεκολλήσουν, θὰ χρειάζονταν ὧρες κ᾿ ἔπρεπε νά ᾿χουν ζεστὸ νερό. Ἔχετε δεῖ πῶς κολλάει ἡ γάζα πάνω στὴν πληγή; Καὶ ὁ Χριστὸς ἦταν γεμᾶτος πληγές. Τώρα ὅμως τὰ ὀθόνια καὶ τὰ σουδάρια μείνανε ἐκεῖ, ὅπως τὸ φίδι γλιστράει κι ἀφήνει τὸ φιδοπουκάμισό του. Ὁ Χριστὸς βγῆκε καὶ ἄφησε τὸ σουδάριο καὶ «τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα» (Λουκ. 24,12).
Ἡ μεγαλύτερη ὅμως μαρτυρία εἶνε οἱ ΠΙΣΤΟΙ.

Οἱ ἀπόστολοι τὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ, ἅμα παρουσιάστηκε ἡ σπείρα μὲ τὰ ῥόπαλα καὶ τοὺς φανούς, ἄφησαν τὸ Χριστό. Ἔγιναν ἄφαντοι, φοβισμένοι καὶ δύσπιστοι. Καὶ μετά; Μετά, αὐτοὶ οἱ λαγοὶ ἔγιναν λιοντάρια. Ποιός τοὺς ἄλλαξε; Τὸ χρῆμα; Ἡ δόξα; Οἱ ἀπολαύσεις; Ὄχι. Μόνο ἡ πίστι, ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος. Τὸ λένε· «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον» (Ἰωάν. 20,25), εδαμε τὸν Κύριο μὲ τὰ μάτια μας. Καὶ ὁ Θωμᾶς, ὁ πιὸ δύσπιστος ἀπ᾿ ὅλους, λέει· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20, 29). ϗ Δὲ᾿ σᾶς εἶπα τίποτα. Ἡ πιὸ μεγάλη μαρτυρία εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τί ἦταν προηγουμένως; Μανιώδης διώκτης. Καὶ τώρα ξαφνικὰ τὸν βλέπεις καὶ γίνεται ὁ μεγαλύτερος κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου. Τί τὸν ἄλλαξε; τὸ ὅτι ἐγνώρισε «τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως» τοῦ Χριστοῦ (Φιλιπ. 3,10). 

-Καὶ μόνο αὐτοί; Ἔρχονται ἔπειτα ἀναρίθμητοι μάρτυρες ὅλων τῶν αἰώνων.Εἶνε ἀπ᾿ ὅλες τὶς τάξεις καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα. Τοὺς ῥίχνουν μέσ᾿ στὰ θηρία στὶς φωτιὲς καὶ στὰ ἀμφιθέατρα, κι αὐτοὶ φωνάζουν «Χριστὸς ἀνέστη»!
Καὶ θὰ κλείσω μὲ τρεῖς νεώτερες ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ. 

-Στὴν τουρκοκρατία ἕνας μπέης ἔπιασε ἕνα Χριστιανὸ νέο στὸν Πόντο. Τὸν εἶδε ἔξυπνο καὶ ἱκανό, καὶ ἤθελε νὰ τὸν κάνῃ Τοῦρκο. Προσπάθησε μὲ γλυκὰ λόγια· ἀδύνατον. Τοῦ λέει· ―Ἂν δὲν ἔρθῃς στὴ θρησκεία μας, θὰ σὲ σκοτώσω. Ὁ νέος τότε προσποιήθηκε· ―Καλά, λέει, μπέη μου, θ᾿ ἀλλάξω θρησκεία· ἀλλὰ θέλω νὰ τὸ κάνω ἐπισήμως, τὴν ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς· τότε θ᾿ ἀνεβῶ στὸ τζαμὶ νὰ τὸ διακηρύξω… Χάρηκαν οἱ Τοῦρκοι καὶ μαζεύτηκαν τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἐνῷ οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν πένθος. Αὐτὸς κάνει τὴν προσευχή του, ἀνεβαίνει στὸ μιναρέ, κι ἀπὸ ᾿κεῖ ἀρχίζει νὰ ψάλλῃ· «Χριστὸς ἀνέστη…». Οἱ Τοῦρκοι λύσσαξαν. Τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ἔρριξαν κάτω ἀπ᾿ τὸ μιναρέ· βεβαίωσε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» μὲ τὸ αἷμα του.

Θέλετε ἄλλο; Ἕνας γέρος στὴν Κοζάνη μοῦ ἔλεγε· Πέρασα βάσανα, γνώρισα καὶ χαρές. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως χαρά μου ἦταν τὸ 1912, ὅταν ἐλευθερώθηκε ἡ πατρίδα. Τότε στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως ἦρθε τρεχᾶτος ἕνας Ἕλληνας τσολιᾶς καὶ φώναζε· «Ἀδέρφια, “Χριστὸς ἀνέστη”!». Κάναμε σὰ᾿ μικρὰ παιδιά, σχίζαμε τὰ φέσια μας, καὶ ὅλοι φωνάζαμε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» μὲ διπλῆ σημασία, ἐθνικὴ καὶ θρησκευτική… Αὐτό, ὅπως λέει κάποιος ἱστορικός, ὑπῆρξε ἡ βακτηρία, τὸ ῥαβδὶ στὸ ὁποῖο στηρίχθηκε τὸ βασανισμένο γένος μας, ὁ πολικὸς ἀστέρας μέσα στὴ μαύρη νύχτα. Δὲ᾿ μᾶς ἔσωσαν οἱ ψευτοφιλοσοφίες· μᾶς ἔσωσε ὁ Χριστός, ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν. 

Τέλος καὶ ἕνα «Χριστὸς ἀνέστη», ποὺ ἀκούστηκε στὴ Μόσχα τότε ποὺ γινόταν διωγμὸς ἐναντίον τῆς θρησκείας, τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἐπαναστάσεως. Τότε, σ᾿ ἕνα μεγάλο θέατρο τῆς Μόσχας ποὺ ἦταν κατάμεστο, ἕνας ἄθεος διαφωτιστὴς ἀνέβηκε στὸ βῆμα, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, καὶ ἐπὶ δύο ὧρες ῥητόρευε ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀναστάσεώς του. Ποιός νὰ τοῦ φέρῃ ἀντίρρησι; Ἕνας νεαρὸς ὅμως τόλμησε νὰ ζητήσῃ τὸ λόγο. Ἐκεῖνος δυσαρεστήθηκε. Τοῦ λέει· ―Θὰ σοῦ ἐπιτρέψω, ἀλλὰ ὄχι πάνω ἀπὸ πέντε λεπτά. ―Ὄχι, σύντροφε, λέει· οὔτε δυὸ λεπτὰ δὲ᾿ θὰ κάνω. Ἀνεβαίνει ἐπάνω καὶ φωνάζει στὴ ῥωσικὴ γλῶσσα· ―«Χριστὸς ἀνέστη!». Σείστηκε τότε ὅλο τὸ θέατρο· ―«Ἀληθῶς ἀνέστη!». Λαγὸς ἔγινε ὁ σύντροφος…

Ἀδέρφια μου! Ὅσοι πιστοί, στὸν αἰῶνα αὐτὸ τῆς ἀπιστίας καὶ τοῦ ὑλισμοῦ, ἂς μείνουμε ἑδραῖοι. Μπορεῖς νὰ ἀμφιβάλλῃς γιὰ ὅλα· γιὰ τὸ ἂν ὑπῆρξε Ἀλέξανδρος, γιὰ τὸ ἂν ὑπάρχῃ φεγγάρι· μπορεῖς νὰ ἀμφιβάλλῃς ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Μπορεῖς νὰ ἀμφιβάλλῃς γιὰ ὅλα· γιὰ ἕνα πρᾶγμα νὰ μὴν ἀμφιβάλλῃς. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Μὴν ἀμφιβάλλεις, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ζῇ, δὲν πέθανε! Ζῇ καὶ θριαμβεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Ὅν, παῖδες ὑμνεῖτε, ἄνδρες καὶ γυναῖκες ὑμνεῖτε, μικροὶ καὶ μεγάλοι ὑμνεῖτε, σύμπας ὁ λαὸς ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. μην.

Κυριακὴ τοῦ Πάσχα νύκτα

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Νικολάου Νεαπόλεως [=συνοικία τῆς πόλεως\ Φιλίππων – Καβάλας, Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου ἑσπέρας 20-5-1962)

Αγάπη Ακατάλυτος



Όποιος γνώρισε την αγάπη του Θεού αγαπά όλο τον κόσμο. Όποιος γνώρισε την ευσπλαχνία του Θεού σπλαχνίζεται όλον τον κόσμο. Όποιος πυρπολήθηκε από την άγάπη του Θεού γίνεται φως για όλο τον κόσμο. Όποιος πυρπολήθηκε από την αγάπη του Θεού επιθυμεί να φύγει από τον κόσμο. Να γυρίσει πίσω. Στα πατρώα σπλάγχνα. Στη ρίζα που μάς γέννησε Στην κολυμβήθρα που μάς γέννησε. Να μπει άνθρωπος και να βγει Χριστός! Όποιος γνώρισε την άγάπη του Θεού επιθυμεί να γίνει ΕΝΑ μαζί Του. Πώς και ποιος θ’ απεκδυθεί τον εαυτό του; Πώς και ποιος θα ενδυθεί τον Χριστό; Πώς και ποιος θα ταυτιστεί με τον Χριστό;

Ποιος θα γίνει ό,τι Εκείνος, δηλαδή, δηλαδή Σπλάγχνα Οίκτιρμών, δηλαδή απείρως Πράος καί Ταπεινός; Ποιος την ύπαρξή του θα δώσει, να ρθει ο εκ φύσεως Έλεος ελεητικώς να ελεήσει τον κόσμο; Η αγάπη δε δύναται να αναπαυθεί μέχρις ότου πετύχει την άνευ όρων παράδοση... Ή αγάπη δε δύναται να αναπαυθεί μέχρις ότου πετύχει την απόλυτη ταύτιση... Η αγάπη δε δύναται να αναπαυθεί μέχρις ότου πετύχει την άγια εξομοίωση. Όποιος αγαπάει εκούσια προσφέρεται, εκούσια προσέρχεται προς το εκούσιον πάθος : Έξάλειψέ με, για να μείνεις Εσύ. Όποιος αγαπάει μεταβάλλεται...Μεταλλάσσεται... Μετανοεί την εκ της αγάπης άγια μετάνοια. Αλλοιούται τήν εκ της αγάπης άγια άλλοίωση. Όποιος αγαπάει άξιώνεται την εκ της αγάπης άγια κένωση. Πώς και ποιος θα αγαπήσει τον Χριστό; Ποιος θα Του δοθεί;

Ποιος θα Του παραδοθεί; Ποιος θα άξιωθεί να Τον προσλάβει και να προσληφθεί άπ’ Αύτόν; Υπάρχει κανείς πού έπιθυμεί να αποκτήσει νου Χριστού, χέρια Χριστού, σπλάγχνα Χριστού, αίμα Χριστού, Χριστού ευφροσύνη; Ποιος θα δώσει σε μας την επιπόθηση του Γλυκυτάτου Χριστού; Ποιος θα δώσει σε μάς το Πνεύμα το Άγιο, ώστε να μη χωριστούμε από της αγάπης του Χριστού; Ποιος θα διδάξει σε μας ότι το φορτίο του Κυρίου έλαφρύ, ένεκα της αγάπης; "Οποιος ενωθεί με τη φωτιά, φωτιά θα γίνει. Όποιος ένωθεί με τον Χριστό, Χριστός θά γίνει. Υπάρχει κανείς που επιθυμεί να γίνει Χριστός; Υπάρχει κανείς που επιθυμεί να αγαπήσει τον Χριστό, να αγαπήσει τον αδελφό, να αγαπήσει τον έχθρό; Ο αδελφός μου: Χριστός. Ο έχθρός μου: Χριστός. Ο άγιός μου: Χριστός. Αυτοί που έφυγαν: Χριστός, κι αυτοί που θά 'ρθουν: Χριστός. Η Εκκλησία: Χριστός, κι εσύ ο πρώτος: Χριστός, κι εγώ ο έσχατος: Χριστός. Το παν, το άπαν: Χριστός. Χριστού Μέλη. Υπάρχει κανείς που επιθυμεί να αρνηθεί τον εαυτό του για τον Χριστό; Υπάρχει κανείς που επιθυμεί να συμμαρτυρήσει με τον Χριστό; Υπάρχει κανείς που επιθυμεί να ανεβεί στον Σταυρό, για τον Χριστό; Αδελφοί μου, η αγάπη δε δύναται να μη σταυρωθεί…

Καλή Ανάσταση

Σ' ευχαριστούμε Κύριε


Λόγος εις την Ταφή και την εις Άδου Κάθοδο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αγίου Επιφανίου Κύπρου

Σένα Αδάμ, σε προστάζω: σήκω από τον αιώνιο ύπνο σου. Δεν σε έπλασα, για να μένης φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών. Γιατί εγώ είμαι η ζωή των θνητών. Σήκω επάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω επάνω συ που είσαι η μορφή μου, που σε δημιούργησα κατ’ εικόνα μου. Σήκω να φύγουμε από εδώ.
(…) Γιατί απέραντη σιωπή βασιλεύει σήμερα στη γη; μεγάλη σιωπή και πολλή ηρεμία. Μεγάλη σιωπή, γιατί ο βασιλεύς κοιμάται. Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, γιατί ο Θεός με το σώμα κοιμήθηκε. Ο Θεός με το σώμα πέθανε και ο Άδης ετρόμαξε. Ο Θεός για λίγο κοιμήθηκε και αυτούς που κοιμόνταν αιώνες, από τον Άδη ανέστησε (…).
Σήμερα σώζονται και αυτοί που ζουν επάνω στη γη και αυτοί που αιώνες τώρα βρίσκονται κάτω από τη γη. Σήμερα σώζεται όλος ο κόσμος, ορατός και αόρατος. Σήμερα είναι διπλή η παρουσία του Δεσπότου Χριστού. Διπλή ευσπλαχνία. Διπλή κατάβασις μαζί και συγκατάβασις. Διπλή φιλανθρωπία. Διπλή επίσκεψις στους ανθρώπους. Από τον ουρανό στη γη και από τη γη στα κατοχθόνια κατεβαίνει ο Χριστός. Οι πύλες του Άδου ανοίγονται. Χαρήτε όλοι εσείς που κοιμάσθε από τους πανάρχαιους αιώνες. (…).
Χτες εζήσαμε στην υποταγή Του, σήμερα την κυριαρχία Του. Χθες φανερώθηκαν τα σημάδια της ανθρώπινής Του φύσεώς και σήμερα της θεϊκής. Χθες τον ερράπιζαν και σήμερα με την αστραπή της θεότητος σχίζει το σκοτεινό κατηκητήριο του Άδου. Χθες τον έδεναν και σήμερα δένει Αυτός τον τύραννο διάβολο με άλυτα δεσμά (…).
Εκείνος που χθες, μέσα στην άπειρη συγκατάβασί Του, δεν εκαλούσε να τον βοηθήσουν οι λεγεώνες των Αγγέλων, λέγοντας στον Πέτρο, ότι είναι στο χέρι μου να παρατάξω τώρα αμέσως περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες Αγγέλων, σήμερα κατέρχεται με τον θάνατο Τον κατά του Άδου και του θανάτου, του τυράννου, όπως ταιριάζει σε Θεό και Κυρίαρχο, επί κεφαλής των αθανάτων και ασωμάτων στρατευμάτων και των αοράτων ταγμάτων, όχι με δώδεκα μόνο λεγεώνες, αλλά με μύριες μυριάδες και χίλιες χιλιάδες Αγγέλων, Αρχαγγέλων, Εξουσιών, θρόνων, Εξαπτερύγων, Πολυομμάτων, τα οποία, ως βασιλέα και Κύριο τους, προπέμπουν, δορυφορούν και τιμούν τον Χριστό (…).
Και καθώς συμβαίνει όταν παρουσιασθή μια φοβερή, αήτητη και παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί και τρόμος και ταραχή και οδυνηρός φόβος κυριεύει τους εχθρούς του ακαταγώνιστου Στρατηγού, το ίδιο έγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ο Χριστός στα καταχθόνια του Άδη. Από επάνω μια δυνατή αστραπή ετύφλωνε τα πρόσωπα των εχθρικών δυνάμεων του Άδη και ταυτόχρονα ακούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές που διέταζαν: Άρατε πύλας• όχι ανοίξετε, αλλά ξερριζώστε τις από τα θεμέλια, βγάλτε τις τελείως από τον τόπο τους. ώστε να μην μπορούν πια να ξανακλείσουν.
Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών, όχι γιατί δεν μπορεί να τις ανοίξη ο Κύριος μας, που όταν θέλη, διατάζει και μπαίνει με κλεισμένες τις πόρτες, αλλά σας διατάζει, σαν δραπέτες δούλους, να σηκώσετε και να μεταφέρετε αυτές τις προαιώνιες πύλες. Για τούτο και δεν διατάζει τους όχλους σας, αλλά σας που παρουσιάζεσθε σαν αρχηγοί τους: άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών. Από τώρα και έπειτα δεν θα είσθε πια άρχοντες κανενός, παρ’ όλο που κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στους μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Ούτε αυτών θα είσθε πλέον άρχοντες, ούτε άλλων, ούτε των εαυτών σας ακόμη. Άρατε πύλας, γιατί ήρθε ο Χριστός, η ουράνια θύρα. Ανοίξετε δρόμο σ’ Αυτόν που έβαλε το πόδι Του στη φυλακή του Άδη (…).
Και μόλις οι αγγελικές δυνάμεις εβόησαν, την ίδια στιγμή άνοιξαν οι πύλες! Την ίδια στιγμή έσπασαν οι αλυσίδες και οι μοχλοί. Έπεσαν τα κλειδιά και συγκλονίσθηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Οι εχθρικές δυνάμεις ετράπησαν σε άτακτη φυγή, ο ένας έσπρωχνε τον άλλο, άλλος μπερδευόταν στα πόδια του άλλου και καθένας φώναζε στο διπλανό του να φεύγη γρήγορα. Έφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τα έχασαν, εταράχθηκαν, άλλαξε το χρώμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν και απόρησαν, απόρησαν και τρόμαξαν (…).
Κι ενώ αυτά διεδραματίζοντο στον Άδη και εσείοντο τα πάντα, ο δε Κύριος επλησίαζε να φθάση στα πιο έσχατα βάθη, ο Αδάμ ο πρωτοδημιούργητος και πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος που βρισκόταν δεμένος γερά και βαθύτερα από όλους, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, που ερχόταν στους φυλακισμένους και αμέσως ανεγνώρισε την φωνή Του, καθώς επερπατούσε μέσα στη φυλακή. Στράφηκε τότε προς όλους τους επί αιώνες συγκροτούμενους του και τους φώναξε: «Ω φίλοι μου! Ακούω να πλησιάζη σ’ εμάς ο ήχος των βημάτων Κάποιου. Εάν πραγματικά μας αξίωσε να έρθη έως εδώ, τότε είμαστε ελεύθεροι! Εάν τον ιδούμε ανάμεσά μας, σωθήκαμε από τον Άδη!».
Και την ώρα που ο Αδάμ έλεγε αυτά προς τους συγκαταδίκους του, εισέρχεται ο Κύριος, κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Μόλις τον αντίκρυσε ο Αδάμ, χτύπησε το στήθος από την χαρούμενη έκπληξι και φώναξε προς όλους τους επί αιώνες κεκοιμημένους: «Ο Κύριος μου ας είναι μαζί με όλους»! Και ο Χριστός απάντησε στον Αδάμ: «Και μετά του πνεύματός σου».
Ύστερα τον πιάνει από το χέρι, τον σηκώνει επάνω και του λέει: Σήκω συ που κοιμάσαι και ανάστα από τους νεκρούς, γιατί σε καταρτίζει ο Χριστός! Εγώ ο Θεός, που για χάρι σου έγινα υιός σου, έχοντας δικούς μου πλέον και σένα και τους απογόνους σου, με την θεϊκή εξουσία μου δίνω ελευθερία και λέω στους φυλακισμένους: εξέλθετε.
Σένα Αδάμ, σε προστάζω: σήκω από τον αιώνιο ύπνο σου. Δεν σε έπλασα, για να μένης φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών. Γιατί εγώ είμαι η ζωή των θνητών. Σήκω επάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω επάνω συ που είσαι η μορφή μου, που σε δημιούργησα κατ’ εικόνα μου. Σήκω να φύγουμε από εδώ. Γιατί συ είσαι μέσα σε μένα και εγώ μέσα σε σένα! Για σένα ο Κύριος έλαβε τη δική σου μορφή του δούλου. Για δική σου χάρι, εγώ που βρίσκομαι ψηλότερα από τους ουρανούς, κατέβηκα στη γη και πιο κάτω από τη γη. Για σένα τον άνθρωπο έγινα σαν ένας ανυπεράσπιστος άνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι εγώ από τη ζωή, ανάμεσα σ’ όλους τούς άλλους νεκρούς. Για σένα που βγήκες μέσα από τον κήπο του παραδείσου, μέσα σε κήπο παραδόθηκα στους Ιουδαίους και μέσα σε κήπο εσταυρώθηκα.
Κύτταξε στο πρόσωπο μου τα φτυσίματα, που καταδέχθηκα προς χάριν σου, για να σε αποκαταστήσω στην παλαιά σου δόξα, που σου είχα δώσει με το εμφύσημά μου. Κύτταξε στα μάγουλά μου τα ραπίσματα που καταδέχθηκα, για να επανορθώσω την διεστραμμένη μορφή σου και να την φέρω στην όψι που είχε σαν εικόνα μου. Κύτταξε στη ράχη μου τη μαστίγωσι που καταδέχθηκα, για να διασκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Κύτταξε τα καρφωμένα χέρια μου, που τα άπλωσα καλώς επάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να συχωρεθής συ που άπλωσες κακώς το χέρι σου στο απαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τα πόδια μου που καρφώθηκαν και τρυπήθηκαν στον Σταυρό, για να εξαγνισθούν τα δικά σου πόδια που έτρεξαν κακώς στο δένδρο της αμαρτίας (…). Η πληγωμένη πλευρά μου εθεράπευσε τον πόνο της πλευράς σου. Ο δικός μου ύπνος θα σε βγάλη από τον ύπνο σου μέσα στον Άδη. Η ρομφαία που χτύπησε έμενα, σταμάτησε τη ρομφαία που στρεφόταν εναντίον σου. Γι’ αυτό σηκωθήτε, ας φύγουμε από εδώ. Από τον θάνατο στη ζωή. Από την φθορά στην αφθαρσία. Από το σκοτάδι στο αιώνιο φως. Από την οδύνη στην ελευθερία. Από τη φυλακή του Άδη στην άνω Ιερουσαλήμ. Από τα δεσμά στην άνεσι. Από τη σκλαβιά στην τρυφή του Παραδείσου. Από τη γη στον ουρανό.
Γι’ αυτόν τον σκοπό ο Χριστός απέθανε και ανέστη, για να γίνη Κύριος και νεκρών και ζώντων. Σηκωθήτε, λοιπόν. Ας φύγουμε από εδώ. Ο ουράνιος Πατέρας περιμένει με λαχτάρα το χαμένο πρόβατο. Τα ενενήντα εννέα πρόβατα των αγγέλων περιμένουν τον σύνδουλό τους Αδάμ, πότε θα αναστηθή, πότε θα ανέλθη καί θα επανέλθη προς τον Θεό. Ο Χερουβικός θρόνος είναι έτοιμος. Αυτοί που θα σας ανεβάσουν είναι γρήγοροι και βιάζονται. Ο νυμφικός θάλαμος έχει προετοιμασθή. Το μεγάλο εορταστικό δείπνο είναι στρωμένο. Τα θησαυροφυλάκια των αιωνίων αγαθών άνοιξαν. Η Βασιλεία των Ουρανών έχει ετοιμασθή «από καταβολής κόσμου». Αγαθά που μάτια δεν τα είδαν και αυτιά δεν τα άκουσαν περιμένουν τον άνθρωπο.
Αυτά και άλλα παρόμοια είπεν ο Κύριος. Και αμέσως ανασταίνεται μαζί Του ο ενωμένος σ’ αυτόν Αδάμ και μαζί τους και η Εύα. Ακόμη δε και «πολλά σώματα δικαίων, που είχαν πεθάνει πριν από αιώνες, αναστήθηκαν» διακηρύσσοντας την τριήμερο Ανάστασι του Χριστού. Αυτήν ας την υποδεχθούμε και ας την αγκαλιάσουμε οι πιστοί με πολλή χαρά, χορεύοντες με τους αγγέλους και εορτάζοντες με τους αρχαγγέλους και δοξάζοντες τον Χριστό, που μας ανέστησε από την φθορά. Εις Αυτόν αρμόζει η δόξα και η δύναμις, μαζί με τον αθάνατο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό και ομοούσιο Πνεύμα, εις όλους τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Μετάφραση Αρχιμανδρίτου Ιγνατίου 
(Ιερά Μονή Παρακλήτου Αττικής)
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΣΥΝΑΞΗ» ΤΕΥΧΟΣ 3 


Ο Νικητής του Θανάτου

Σήμερα λοιπόν ο Κύριός μας περιοδεύει στον Άδη. Σήμερα συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και τους σιδερένιους μοχλούς του. Πρόσεξε την ακριβολογία. Δεν είπε, άνοιξε τις πύλες, αλλά «συνέτριψε τις χάλκινες πύλες», για να αχρηστεύσει το δεσμωτήριο. Δεν αφαίρεσε τους μοχλούς, αλλά τους συνέτριψε, για να αχρηστεύσει τη φυλακή. Όπου βέβαια δεν υπάρχει ούτε μοχλός ούτε θύρα, και αν κάποιος εισέλθει, δεν εμποδίζεται να εξέλθει. Όταν λοιπόν συντρίψει ο Χριστός, ποιος θα μπορέσει να διορθώσει; Οι βασιλείς όταν πρόκειται να αφήσουν ελεύθερους τους φυλακισμένους, δεν κάνουν αυτό που έκανε ο Χριστός, αλλά δίνουν διαταγές και αφήνουν στη θέση τους και τις πόρτες και τους φύλακες, δείχνοντας μ’ αυτό πώς θα χρειαστεί να μπουν πάλι εκεί μέσα ή εκείνοι που αποφυλακίστηκαν ή κάποιοι άλλοι στη θέση τους.
Αλλά ο Χριστός δεν ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Θέλοντας να δείξει ότι καταργήθηκε ο θάνατος, συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του. Και τις ονόμασε χάλκινες όχι επειδή ήταν από χαλκό, αλλά για να δηλώσει τη σκληρότητα και την αδιαλλαξία του θανάτου. Και για να μάθεις ότι ο χαλκός και ο σίδηρος εκφράζουν την ακαμψία και τη σκληρότητα, άκουσε τι λέει σε κάποιον αδιάντροπο: «Τα νεύρα σου είναι από σίδηρο και ο τράχηλος και το μέτωπό σου από χαλκό». Και εκφράστηκε έτσι όχι διότι είχε σιδερένια νεύρα ή χάλκινο μέτωπο, αλλά επειδή έδειχνε πως είναι αυστηρός, αδιάντροπος και σκληρός.
Θέλεις να μάθεις πόσο αυστηρός και άκαμπτος και ασυγκίνητος είναι ο θάνατος; Κανένας δεν τον κατάφερε ποτέ ν’ αφήσει ελεύθερο κάποιον από τους αιχμαλώτους του, έως ότου ήρθε και τον ανάγκασε ο Κύριος των αγγέλων. Πρώτα λοιπόν συνέλαβε και φυλάκισε εκείνον (το θάνατο) και ύστερα του πήρε ό,τι του ανήκε. Γι’ αυτό προσθέτει: «Θησαυροί που βρίσκονται στο σκοτάδι και είναι κρυμμένοι και δεν φαίνονται».
Αν και αναφέρεται σε ένα πράγμα, η σημασία του είναι διπλή. Υπάρχουν, δηλαδή, τόποι σκοτεινοί, οι οποίοι μπορεί πολλές φορές να φωτιστούν, αν τοποθετήσουμε μέσα τους λυχνία και φως. Οι χώροι όμως του Άδη ήταν πολύ σκοτεινοί και θλιβεροί και ποτέ δεν μπήκαν μέσα του ακτίνες φωτός, γι’ αυτό και τους χαρακτήρισε σκοτεινούς και αόρατους. Επειδή ήταν στην πραγματικότητα σκοτεινοί μέχρι τη στιγμή που κατέβηκε σ’ αυτούς ο Ήλιος της δικαιοσύνης και τους κατελάμπρυνε με το φως του και έκανε τον Άδη ουρανό. Γιατί όπου βρίσκεται ο Χριστός, ο τόπος μεταβάλλεται σε ουρανό.
Εύλογα ονομάζει τον Άδη σκοτεινό θησαυροφυλάκιο, γιατί εκεί υπήρχε σωρευμένος πολύς πλούτος. Πραγματικά, όλο το ανθρώπινο γένος που αποτελούσε πλούτο του Θεού ληστεύτηκε από τον διάβολο που εξαπάτησε τον πρωτόπλαστο και τον υποδούλωσε στο θάνατο. Το ότι το ανθρώπινο γένος αποτελούσε πλούτο του Θεού, το αποδεικνύει και ο Παύλος με όσα λέει: «Ο Κύριος είναι πλούσιος σε όλους και ιδιαίτερα σ’ εκείνον που τον επικαλείται». Όπως, λοιπόν, ένας βασιλιάς, όταν συλλάβει κάποιον ληστή, που λήστευε τις πόλεις, που άρπαζε από παντού, που κρυβόταν μέσα σε σπηλιές και αποθήκευε εκεί τα κλεμμένα πλούτη, αφού φυλακίσει τον ληστή, εκείνον μεν τον παραδίνει σε τιμωρία, τους δε θησαυρούς του μεταφέρει στα βασιλικά ταμεία, έτσι έκανε και ο Χριστός, με το θάνατό Του φυλάκισε τον ληστή και τον δεσμοφύλακα, δηλαδή τον διάβολο και το θάνατο, και μετέφερε όλα τα πλούτη, εννοώ το ανθρώπινο γένος, στα βασιλικά ταμεία.
Αυτό δηλώνει και ο Παύλος λέγοντας: «Ο Κύριος μάς λύτρωσε απ’ την υποδούλωσή μας στο σκοτάδι και μάς μετέφερε στο βασίλειο της αγάπης του».Και το πιο σπουδαίο είναι ότι ασχολήθηκε με το γεγονός αυτό ο Ίδιος ο βασιλιάς, τη στιγμή που κανένας άλλος βασιλιάς δεν καταδέχτηκε να κάνει κάτι παρόμοιο, αλλά δίνει εντολή στους υπηρέτες του να ελευθερώσουν τους φυλακισμένους. Εδώ όμως δεν συνέβη έτσι, αλλά ήρθε ο Ίδιος ο βασιλιάς στους φυλακισμένους και δε ντράπηκε ούτε τη φυλακή ούτε τους φυλακισμένους. Γιατί ήταν αδύνατο να ντραπεί το πλάσμα Του.
Και συνέτριψε τις πύλες και διέλυσε τους μοχλούς και κυριάρχησε στον Άδη και εξαφάνισε όλη τη φρουρά και, αφού συνέλαβε δέσμιο τον δεσμοφύλακα (τον θάνατο), επανήλθε σ’ εμάς. Ο τύραννος μεταφέρθηκε αιχμάλωτος, ο ισχυρός δεμένος. Ο ίδιος ο θάνατος πέταξε τα όπλα του και έτρεξε άοπλος και δήλωσε υποταγή στο βασιλιά.
Είδες τι αξιοθαύμαστη νίκη; Είδες τα κατορθώματα του σταυρού; Να σου πω και κάτι άλλο πιο αξιοθαύμαστο; Αν μάθεις με ποιον τρόπο νίκησε ο Χριστός, ο θαυμασμός σου θα γίνει μεγαλύτερος. Με τα όπλα δηλαδή που νίκησε ο διάβολος, με τα ίδια τον υπέταξε ο Χριστός. Αφού του άρπαξε (ο Χριστός) τα όπλα του, με εκείνα τον κατετρόπωσε. Και άκουσε πώς;
Παρθένος, ξύλο και θάνατος ήταν τα σύμβολα της ήττας μας. Παρθένος ήταν η Εύα, γιατί δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον άνδρα της. ξύλο ήταν το δέντρο και θάνατος η τιμωρία του Αδάμ. Αλλά να, και πάλι Παρθένος και ξύλο και θάνατος, αυτά τα σύμβολα της ήττας έγιναν σύμβολα της νίκης. Γιατί αντί της Εύας έχουμε τη Μαρία, αντί του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, το ξύλο του σταυρού, και αντί του θανάτου ως τιμωρία του Αδάμ, το θάνατο του Χριστού. Βλέπεις ότι ο διάβολος νικήθηκε με τα όπλα που νίκησε άλλοτε; Τον Αδάμ πολέμησε ο διάβολος και τον νίκησε κοντά στο δέντρο, τον διάβολο νίκησε ο Χριστός πάνω στο σταυρό.
Το ξύλο την πρώτη φορά έστελνε απ’ τον Άδη στη ζωή ακόμη κι όσους είχαν πάει εκεί. Το ξύλο επίσης την πρώτη φορά έκρυψε τον αιχμάλωτο που ήταν γυμνός, τη δεύτερη έδειχνε σ’ όλους γυμνό το νικητή (το Χριστό) που ήταν κρεμασμένος ψηλά. Και ακόμη, ο πρώτος θάνατος (του Αδάμ) καταδίκασε κι όλους εκείνους που γεννήθηκαν μετά από αυτόν, ενώ ο δεύτερος (του Χριστού) ανάστησε κι εκείνους ακόμη που έζησαν πριν από Εκείνον. «Ποιος μπορεί να περιγράψει με λόγια τη δύναμη του Κυρίου; Από νεκροί που ήμασταν, γίναμε αθάνατοι. Αυτά είναι τα κατορθώματα του σταυρού.
Έμαθες για τη νίκη; Έμαθες με ποιον τρόπο επιτεύχθηκε; Δες τώρα πώς επιτεύχθηκες χωρίς κόπο. Δεν βάψαμε τα όπλα μας στο αίμα, δεν παραταχθήκαμε σε θέση μάχης, δεν τραυματιστήκαμε, ούτε είδαμε κανέναν πόλεμο, κι όμως νικήσαμε. Αγωνίστηκε ο Κύριος κι εμείς στεφανωθήκαμε. Επειδή λοιπόν είναι και δική μας η νίκη, ας ψάλλουμε όλοι σήμερα σαν στρατιώτες ύμνο επινίκιο:«Κατανικήθηκε ο θάνατος και κατατροπώθηκε. Πού είναι θάνατε η νίκη σου; Πού είναι Άδη το κεντρί σου;».

Χριστιανός καί Σταυρός



Χριστιανός σημαίνει μικρός Χριστός κι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος, ἄρα χριστιανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάρμοστο καί ξένο στόν χριστιανό νά ἀναζητᾶ τίς εὐκολίες καί τήν ἀνάπαυση. Ὁ Κύριός σου καρφώθηκε στό σταυρό κι ἐσύ ἐπιζητᾶς τήν ἄνεση καί ζῆς μέ πολυτέλεια;...

Ἄν ἀγαπᾶς τόν Κύριό σου, πέθανε ὅπως Ἐκεῖνος. Σταύρωνε τόν ἑαυτό σου, ἔστω κι ἄν δέν σέ σταυρώνει κανείς. Καί σταυρός εἶναι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς κακίας καί τῆς ζήλειας σου. Σταυρώνεις τό «ἐγώ» σου, ὅταν ἀρνεῖσαι νά ἱκανοποιήσεις τίς κακές ἐπιθυμίες σου. Κρεμᾶς τόν ἑαυτό σου στό σταυρό, ὅταν ἀφήνεις τόν Θεό νά κατευθύνει τή ζωή σου χωρίς τίς δικές σου λογικές παρεμβάσεις. Πεθαίνεις σάν τόν Κύριό σου, ὅταν ὑποτάσσεσαι στό θέλημά του χωρίς τά ἀτέλειωτα «γιατί».

Ὁ Κύριος ζήτησε καί ζητᾶ νά τόν ἀκολουθήσουν ὅσοι εἶναι ἀποφασισμένοι νά σηκώσουν τό σταυρό τους, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι νά πεθάνουν, νά ἀρνηθοῦν τίς ἀπολαύσεις καί τήν τρυφή. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἀσφάλεια καί τίς ἡδονές τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἐχθρός τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ πού ὁ χριστιανός ἀγαπᾶ καί σηκώνει μέ ὑπομονή γιά χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου του Κυρίου!…

Ἁγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Προσευχή στον Εσταυρωμένο Κύριο...



Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τί ἄραγε κακό ἔκανες γιά νά ὑποστεῖς τό φοβερό σταυρικό θάνατο; Ποιό εἶναι τό ἔγκλημά Σου, γιά νά ὑποφέρεις τά τόσο φοβερά παθήματα τοῦ θανάτου; Ποιά εἶναι ἡ ἐνοχή Σου; Ποιά ἡ αἰτία τοῦ θανάτου Σου;

Κύριε, ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος εἶμαι ἡ αἰτία πού Σοῦ προξενεῖ τούς πόνους πάνω στό σταυρό. Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀφορμή τοῦ θανάτου Σου, χάρη τοῦ ὁποίου ἐσύ ὁ ἀναμάρτητος δικάστηκες.

Ὤ θαυμαστό μυστήριο πού δέν ἐξηγεῖται καί δέν ἑρμηνεύεται μέ τό ἀνθρώπινο μυαλό! Ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ παραβάτης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καί τιμωρεῖται γιά χάρη του ὁ ἀναμάρτητος καί δίκαιος Ἰησοῦς!

Πόσο πολύ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἀγάπησες! Πόσο πλούσιο φάνηκε τό ἔλεός Σου! Μέχρι ποίου σημείου ἔφτασε ἡ στοργή Σου πρός τούς ἀνθρώπους! Καί πόσο πολύ προχώρησε ἡ πρός ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους συμπαθειά Σου!

Τί λοιπόν, Κύριε, νά σοῦ ἀνταποδώσω γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες Σου καί τίς δωρεές Σου πού ἔκανες γιά μένα; 
Ἀσφαλῶς δέν ἔχω τίποτε νά Σοῦ ἀνταποδώσω. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά βρεῖ κανείς κάτι στήν ἀνθρώπινη καρδιά πού νά ἀξίζει νά δοθεῖ σάν ἀνταπόδοση στίς τόσο μεγάλες εὐεργεσίες Σου. 

Καί ὅμως ὑπάρχει, Κύριε. Καί αὐτό πάλι δικό Σου δῶρο εἶναι. Τό νά ἐπισκεφθεῖς καί νά βοηθήσεις τήν ψυχή μου νά σταυρωθεῖ ὡς πρός τήν ἁμαρτία. Νά νεκρώσει τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες της. Διότι, ὅταν μέ τή βοήθειά Σου μοῦ δώσεις αὐτό, τότε καί ἡ ψυχή μου θά ἀρχίσει νά συμμετέχει στά παθήματά Σου καί νά πάσχει μαζί μέ Σένα. Τότε ὁπλισμένη ἡ ψυχή μου μέ τή χάρη Σου θά πολεμεῖ καί θά νικᾶ τό κακό.

Κύριε, κάνε νά μή φοβᾶμαι καθόλου τά ὅσα δυσάρεστα παρουσιάζει ὁ κόσμος γιά νά μέ φοβίσει, ἐπειδή θέλω νά ἀνήκω σέ Σένα. Ἀμήν.




Χριστέ μου


...την Μεγάλη Παρασκευή της ζωής μας



Πάντα τὴ Μεγάλη Παρασκευή, νὰ ‘σαι μόνος σὰν τὸ Χριστὸ προσμένοντας τὸ τελευταιο καρφί, τὸ ξύδι, τὴ λόγχη. Τὶς ζαριὲς ν’ ἀκους ἀτάραχα στὸ μοίρασμα τῶν ὑπαρχόντων σου, τὶς βλαστήμιες, τὶς προκλήσεις, τὴν ἀδιαφορία. Πρὶν τὴν Παρασκευὴ δὲν ερχεται ἡ Κυριακή, τότε λησμονας τὰ μαρτύρια τῶν δρόμων της Μεγάλης Παρασκευης της ζωης μας. Μὴν ξαφνιαστεις, μὴ φοβηθεις στ’ ἀπρόσμενο σουρούπωμα. Οἱ μπόρες τοῦ οὐρανου δὲ στερεύουν. Ἡ ξαστεριὰ θὰ ’ρθει τὸ Σαββατόβραδο. Τότε λησμονας τὰ μαρτύρια των δρόμων της μεγάλης Παρασκευης της ζωης μας…

π. Μωυσής Αγιορείτης

Εγώ από μόνος μου είμαι χαμένος!


Σε ευχαριστώ Κύριέ μου, διότι για χάρη μου υπέμεινες της προδοσίας το φίλημα. Και πάλι φέρθηκες με φιλοφρόνηση λέγων: «εταίρε, εφ’ ω πάρει;» (Ματθ.κστ΄50). 
Δηλαδή, σύντροφε κάνε εκείνο για το οποίο ήρθες. Ο Ιούδας έπρεπε εκείνη την ώρα συγκλονισμένος να πέσει στα πόδια Σου και να πει: «Κύριε φιλάνθρωπε και ανεξίκακε, εμένα τον προδότη αποκαλείς σύντροφο; Συγχώρεσέ με τον ανάξιο». 
Και Συ θα τον συγχωρούσες και θα τον αποκαθιστούσες στο αποστολικό αξίωμα. Όμως ο δυστυχής είχε κυριευθεί από το σατανά και χάθηκε. Αν, λοιπόν, χάθηκε ένας απόστολος που έκανε θαύματα και αν χάθηκαν ο πιο λαμπρός άγγελος και τόσοι πολλοί άλλοι άγγελοι, εγώ από μόνος μου είμαι χαμένος. Ελέησέ με Κύριέ μου και σώσε με, είτε θέλω είτε δεν θέλω. Και όλους τους ανθρώπους προς δόξαν Σου.


Νικόλαος Βοϊνέσκος

http://ostratiotistisagapis.blogspot.gr