.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΒΡΕΦΟΥΣ



Ἀκούμπησε τὸ φορτίο μὲ τὰ ξύλα στὸν ὀγκόλιθο ποὺ ἐξεῖχε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Ὁ ἀνήφορος τῆς ἔκοψε τὰ πόδια. Κοντοστάθηκε νὰ πάρει ἀνάσα, σκούπισε μὲ τὴν ποδιὰ τὸ ξαναμμένο της πρόσωπο. Ἀμνοεριφάκια παιχνιδιάρικα, λιγοστά, μετρημένα στὰ δάχτυλα τῆς μιᾶς χειρὸς – τὸ μικρό της ποίμνιο - τὴν προσπέρασαν ἀνυπόμονα κι ἔτρεξαν βιαστικὰ γιὰ τὸ στέκι τους. Ὁ ἥλιος, ξεφεύγοντας γιὰ μιὰ μονάχα στιγμὴ ἀπ’ τὰ πυκνὰ σύννεφα, ἔστειλε τὸ τελευταῖο χάδι του στὴ γῆ καὶ βούτηξε πρὸς τὴ δύση χλωμός.

Ἕνα κλάμα διέκοψε τὴ σιγαλιὰ τῆς βραδιᾶς. Ἡ λιγνὴ σιλουέτα της ἔγειρε πρὸς τὸ φορτίο. Ἀνασήκωσε ἀπ’ τὸν σωρό, τυλιγμένο προσεκτικὰ στὰ σπάργανά του, τὸ μωρό της. Τὴν εἶχε τυραννήσει σήμερα. Ἀνήμπορο ἦταν; Πεινοῦσε; Τρόμαξε ἀπὸ κάτι; Δὲν ἦταν σίγουρη. Τὸ κούνησε ἁπαλά, τό ’σφιξε στὴν ἀγκαλιά της, πάλεψε νὰ τὸ ἡσυχάσει. Τό ’βαλε γιὰ λίγο στὸν μαστό της νὰ τὸ ξεγελάσει.

Ἦταν τὸ μόνο ποὺ τῆς ἀπόμενε στὴ ζωή. Ὁ πόνος τὴν εἶχε τιμήσει μὲ τὴν παρουσία του πολλὲς φορές. Τρεῖς γόνοι της εἶχαν χαθεῖ χωρὶς νὰ δοῦν τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Σ’ αὐτὸ τὸ τέταρτο μονάχα, φαίνεται, τὴ θυμήθηκε ὁ Θεὸς καὶ τὸ παιδὶ γεννήθηκε καλά. Τὸ φτωχικό τους ἔλαμψε. Ἦταν ὁ γιός της, ὁ μονογενής, ὁ ἥλιος πού ’κανε μέρα φωτεινὴ τὴ νύχτα τῆς ζωῆς της.

Μὰ τὸ μικρὸ καλύβι τους ποὺ εἶχε γίνει παλατάκι, δὲν ἄργησε πολὺ νὰ ξανασκοτεινιάσει. Πᾶνε τρεῖς μῆνες τώρα ποὺ ὁ σύντροφός της ὁ ἀγαπημένος ἔσβησε. Τὸ πολύτιμο στήριγμά της χάθηκε. Ἡ χαρά της ἔφυγε ξανά. Ἔρημο δεντρὶ στὸν ἄνεμο, πολεμάει μόνη της πιά. Σφίχτηκε πάνω στὸν μικρό της γιό. Ὅλο της τὸ εἶναι μαζεύτηκε στὸ ἀδύναμο ἐκεῖνο πλασματάκι, τὸ τόσο εὔθραυστο, μὰ καὶ τόσο πολύτιμο. Ἦταν τὸ μόνο φῶς ποὺ ἔφεγγε ἀκόμα στὴν ψυχή της… 

Ἀκούμπησε τὸ βρέφος μαλακὰ πάνω στὰ ξύλα καὶ ξαναπῆρε τὸ φορτίο της στὴν πλάτη. Ἔφτασε μὲ βήματα ἀργὰ στὸ φτωχικό της, ἕνα καλύβι ἔρημο, σὲ ἀπόσταση ἀπ’ τὸ ὑπόλοιπο χωριό, μοναχικὸ κι αὐτὸ σὰν τὴν κυρά του. Ταχτοποίησε τὰ λίγα ζωντανὰ στὸ στάβλο τους κι ἔκατσε κάποτε κι αὐτή, νὰ βολευτεῖ, νὰ συγυρίσει τὸ μικρὸ νοικοκυριό, νὰ ξανασάνει.

…Ἡ κρύα νύχτα ἁπλώθηκε γιὰ τὰ καλά, ὅταν μὲ τὰ πολλὰ κατάφερε νὰ βάλει τὸ μωρὸ νὰ κοιμηθεῖ κι ἔγειρε δίπλα του κατάκοπη κι αὐτή. Δὲν θά ’χαν κλείσει γιὰ καλὰ τὰ μάτια της, ὅταν τῆς φάνηκε πὼς κάποιος χτύπησε τὴν πόρτα. Ἔστησε αὐτὶ μὲ προσοχή, ἐνῶ ἡ καρδιά της σκίρτησε ἀπὸ φόβο. Καὶ νά, ποὺ κάποιος ξαναχτύπησε σιγανά, διακριτικά. Φαινόταν πώς, ὅποιος κι ἂν ἦταν, δὲν ἤθελε νὰ τοὺς τρομάξει. Μὰ τί συνέβαινε; Ποιὸς χτύπαγε νυχτιάτικα; Ἀνήσυχο τὸ βλέμμα της ἀναζήτησε τὸ μωρό της. Εὐτυχῶς κοιμόταν ἥσυχα.

Σηκώθηκε περπατώντας στὰ νύχια καὶ πῆγε ὣς τὴν πόρτα.

- Ποιὸς εἶναι; φώναξε σιγανά.

- Ἄνοιξε, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! μίλησε μιὰ γλυκειὰ γυναικεία φωνή. Ἔχω μικρὸ παιδί, χρειάζομαι φωτιὰ νὰ τὸ ζεστάνω.

Ἄνοιξε παραξενεμένη.

Μιὰ νεαρὴ μητέρα, σχεδὸν δεκαπεντάχρονο κορίτσι, στεκόταν στὴν πόρτα της. Ἕνα βρέφος μὲ μάτια κλειστὰ ἔγερνε ἥσυχα τὸ κεφαλάκι του πάνω στὸ στῆθος της. Στὸ πλευρό της παράστεκε ἕνας σεβάσμιος πρεσβύτης.

Ἡ γυναίκα στάθηκε γιὰ λίγο ἀμήχανη, μὰ σὰν ἀντίκρυσε τὸ βλέμμα τῆς βρεφοκρατούσας, παραμέρισε ἀμέσως. Τοὺς ἔβαλε γρήγορα στὸ φτωχικό της. Ἔβγαλε ὅ,τι εἶχε νὰ τοὺς περιποιηθεῖ. Ἔφερε ψωμὶ νὰ φᾶνε καὶ ζέστανε γάλα φρεσκοαρμεγμένο ἀπὸ τὰ ζωντανά της γιὰ τὴ νεαρὴ μητέρα νὰ τονωθεῖ. Κατέβασε μάλλινα σκεπάσματα, ὑφασμένα μὲ τὸ χέρι της στὸν ἀργαλειό, τοὺς ἔστρωσε ζεστὰ νὰ κοιμηθοῦν. Λίγο θὰ ξεκουράζονταν, τῆς εἶπαν καὶ θά ’φευγαν ξανὰ μὲς στὴ νυχτιά.

- Ὁ δρόμος μας εἶναι μακρὺς καὶ δύσκολος, εἶπε ἡ νεαρὴ μητέρα, καθὼς ἔγερνε τὸ κουρασμένο σῶμα της στὸ στρῶμα νὰ ξεκουραστεῖ.

Ἀκούμπησε τὸ βρέφος της δίπλα στὸ ἄλλο βρέφος, ποὺ ἐδῶ καὶ ὥρα πιὰ κοιμόταν ἥσυχο. Στὸ ἄγγιγμα τοῦ ξένου βρέφους πάνω του, ἀνακινήθηκε τὸ κοιμισμένο βρέφος ζωηρά. «Ἐσκίρτησεν ἐν ἀγαλλιάσει». Ἄνοιξε παρευθὺς ὁλόχαρο τὰ μάτια του. Τὰ δυὸ παιδιὰ κοιτάχτηκαν μὲ τὰ καθαρὰ ἀπονήρευτα μάτια τους, προνόμιο μόνο τῶν παιδιῶν, καὶ χαμογέλασαν σὰν γνώριμα ἀπὸ παλιά. Οἱ γυναῖκες κοιτάχτηκαν μὲ τὴν κατανόηση ποὺ μόνο οἱ μητέρες μποροῦν νὰ ἔχουν καὶ χαμογέλασαν κι αὐτές.

…Ἡ νύχτα ἀγκάλιασε τὰ πάντα ξανά. Τίποτα δὲν ἀκουγόταν στὴν παγωμένη σκοτεινιά, πέρ’ ἀπ’ τ’ ἀπόμακρο, ἀραιό, πένθιμο κρώξιμο μιᾶς ξεμοναχιασμένης κουκουβάγιας…

…Μὰ ἡ βαθειὰ σιγὴ ἔγινε κομμάτια ξαφνικά, ὅταν μιὰ τρομερὴ σπαραχτικὴ κραυγὴ ἔσκισε ὣς πέρα τὴν ὁμίχλη τῆς νύχτας. Κι ἀμέσως ἄλλη κραυγὴ… καὶ ἄλλη… καὶ ἄλλη…, ὥσπου ἀμέτρητοι θρῆνοι σπαραχτικοὶ καὶ ἄγριες προσταχτικὲς φωνὲς βύθισαν τὸ μικρὸ χωριὸ σὲ μιὰ θανάσιμα λυπητερὴ μελωδία.

Στὸ φτωχικὸ τῆς χήρας ὅλοι τινάχτηκαν ὀρθοί.

- Γιὰ μᾶς εἶναι! εἶπε ἀλαφιασμένη ἡ νεαρὴ μητέρα. Ἐμᾶς ψάχνουν. Τὸ παιδί μου θέλουν, νὰ τὸ θανατώσουν! Δὲν θὰ προλάβουμε νὰ τοὺς ξεφύγουμε.

- Στὸν στάβλο γρήγορα! εἶπε ἡ γυναίκα ἀποφασιστικά, χωρὶς νὰ ρωτήσει περισσότερα. Δὲν θὰ σᾶς βροῦν ἐκεῖ. Θὰ σᾶς κρύψω καλά.

Καθὼς φωνὲς καὶ ποδοβολητὰ πλησίαζαν γρήγορα πρὸς τὴ μεριά τους, ἡ νεαρὴ μητέρα ἅρπαξε τὸ βρέφος της καὶ ἔτρεξαν ὅλοι πρὸς τὸν στάβλο. Μὰ πρὶν ἀκόμα προλάβουν νὰ μποῦν, δυὸ στρατιῶτες ἔφιπποι μὲ γυμνωμένα τὰ σπαθιὰ φάνηκαν νὰ καλπάζουν στὸ μονοπάτι. Οἱ καρδιὲς σφίχτηκαν στὴν παγερὴ ἀνάσα τοῦ τρόμου, καθὼς οἱ ὁπλὲς ἀντήχησαν βαριὰ καὶ πένθιμα στὸ παγωμένο καλντερίμι. Τὰ ἄλογα σηκώθηκαν στὰ δυό τους πόδια χλιμιντρίζοντας ἄγρια καὶ τὰ κρύα τους πέταλα πέταξαν σπίθες στὸ πλακόστρωτο, καθὼς οἱ ἀναβάτες τράβηξαν βίαια τὰ χαλινάρια καὶ πήδηξαν βιαστικὰ στὴ γῆ.

Ἔκαναν νὰ τρέξουν πρὸς τὸν στάβλο, ὅταν ἀπὸ τὸ φτωχικὸ καλύβι ἀκούστηκε φωνὴ παιδιοῦ. Μόνο του στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἀλαφιασμένο ἀπ’ τὴ μακάβρια συναυλία τῶν θρήνων, τὸ βρέφος τῆς φτωχειᾶς τινάχτηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο του, ξέσπασε σὲ ἄγριο κλάμα χωρὶς συγκρατημό. Οἱ στρατιῶτες χωρίστηκαν. Ὁ ἕνας μπῆκε στὸ καλύβι τῆς χήρας. Ὁ ἄλλος τράβηξε γιὰ τὸν στάβλο.

Ἔσπρωξε βίαια τὴν ξύλινη πόρτα μὲ τὸ πόδι του κι ἀμέσως βρέθηκε μπροστὰ στὴ νεαρὴ μητέρα. Κατάλαβε πὼς ἦταν αὐτὴ ποὺ ἀναζητοῦσε. Δὲν εἶχε προλάβει νὰ κρυφτεῖ. Καθόταν σ’ ἕνα δεμάτι ἄχυρο καὶ τὸν κοιτοῦσε ἀτάραχη. Ὁ φόβος εἶχε φύγει ἐντελῶς ἀπὸ τὸ βλέμμα της. Μιὰ ὑπέρλαμπρη χάρη φώτιζε τὸ πρόσωπό της. Τὸ γέμιζε ἐκπληκτικὴ ὀμορφιά. Ἕνα φῶς μυστικὸ ξεχυνόταν ἀπὸ τὰ γλυκά της μάτια, ἀντιφέγγιζε στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Στὴν ἀγκαλιά της ἀναπαυόταν τὸ βρέφος της, γερμένο πάντα ἥσυχα στὸ στῆθος της, σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε.

Ὁ στρατιώτης στάθηκε συνεπαρμένος ἀπ’ τὴν ὀμορφιά, τὴ γλυκύτητα καὶ τὴ γαλήνη τῆς μικρῆς κόρης μπροστά του. Ποτὲ δὲν εἶχε ξαναδεῖ παρόμοιο κάλλος. Θυμήθηκε ὅμως τὴν ἀποστολή του γρήγορα καὶ πάσχισε ν’ ἀπαγκιστρώσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ γοητεία τοῦ μυστηρίου ποὺ τὸν τύλιγε. Δὲν τοῦ εἶχαν ἀφήσει περιθώρια γιὰ τέτοια. Ὁ τρομερὸς βασιλιάς τους εἶχε δώσει ἀμετάκλητη προσταγή: Νὰ πεθάνει τὸ βρέφος αὐτό. Ἡ στιγμὴ λοιπὸν ἔφτασε. Θὰ ἦταν μεγάλη τιμή του νὰ γίνει αὐτὸς ποὺ θὰ φέρει εἰς πέρας τὴν ἐντολὴ τοῦ βασιλιᾶ.

Ἅπλωσε τὸ χέρι γιὰ ν’ ἀποσπάσει τὸ βρέφος ἀπ’ τὴ μητέρα του, ἐνῶ ὕψωνε τὸ σπαθί του μὲ τὸ ἄλλο. Μὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀκριβῶς τὸ βρέφος ἄνοιξε τὰ μάτια του, τὰ ἔστρεψε ὁλόισια πάνω του. Ὁ στρατιώτης ἔνοιωσε νὰ συνταράζεται ὁλόκληρος. Ξαφνικὸς ἀνεξήγητος τρόμος παρέλυσε τὰ μέλη του. Τὸ βλέμμα ἐκεῖνο φαινόταν νὰ εἰσορμᾶ μέσα του «ἐν στύλῳ πυρὸς καὶ νεφέλης», σὰν νὰ ξεχυνόταν ἀπ’ τὴν καρδιὰ ἑνὸς νέφους γεμάτου φωτιά. Φοβερὸ καὶ συνάμα μεγαλειῶδες μυστήριο ξετυλιγόταν μπροστά του. Ἄκουσε στὰ κατάβαθά του, χωρὶς νὰ μιλήσει κανένας, μιὰ φωνὴ σὰν βροντή:

- Κοπιάζεις ἄδικα! Δὲν ἦρθε ἀκόμα ἡ ὥρα μου. «Ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστι».

Στάθηκε ἀδύνατο νὰ ἀντέξει τὸ βλέμμα τοῦ βρέφους. Τρέμοντας ὁλόκληρος, ράκος ἐλεεινό, πανικόβλητος, βγῆκε τρικλίζοντας μὲ μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ βρεῖ τὸν σύντροφό του. Ἡ φτωχειὰ γυναίκα ἔμεινε κατάπληκτη. Ποιὰ ἦταν ἡ νεαρὴ αὐτὴ κόρη καὶ τὸ παράξενο βρέφος ποὺ γαλακτοτροφοῦσε; Τί ἀνεξήγητα μυστήρια ἔκρυβε ἡ νύχτα ἐκείνη; Κατάλαβε πὼς ἕνας κόσμος διαφορετικὸς εἶχε εἰσβάλει ξαφνικὰ στὸν κόσμο ποὺ ἤξερε, τὸν μίζερο, τὸν ταλαιπωρημένο.

…Ἔφερε ξανὰ τὴ συνοδία ἀπὸ τὸν στάβλο στὸ καλύβι της. Μὰ εὐθὺς ὡς ἔβαλε τὸ πόδι της στὸ κατώφλι του, ἦταν αὐτὴ ποὺ τώρα τράνταξε τὴ νύχτα μὲ τὴν κραυγή της τὴ σπαραχτικὴ καὶ μόνο ποὺ δὲν σωριάστηκε λιπόθυμη. Τὸ βρέφος της, ὁ γιός της ὁ μονογενής, στὸ ἀθῶο του αἷμα βουτηγμένος, κειτόταν μπρός της ἄψυχος, νεκρὸς ἀπ’ τὸ σπαθὶ τοῦ δεύτερου στρατιώτη.

Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔχασε τὸν κόσμο της. Ἡ ζωή της ἄδειασε ξαφνικά. Γιατί νὰ τῆς συμβεῖ καὶ αὐτό; Λίγες συμφορὲς τὴ βρῆκαν μέχρι τότε; Τί τῆς ἔμενε πλέον γιὰ νὰ κρατηθεῖ ἀκόμα στὴ ζωὴ αὐτή; Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε τὸ παράξενο ἐκεῖνο βρέφος νὰ σώσει καὶ τὸ δικό της παιδί, ὅπως ἔσωσε τὸν ἑαυτό του ἀπ’ τὸ σπαθὶ τοῦ στρατιώτη; Γιὰ χάρη του δὲν σφάχτηκαν ἄλλωστε τόσα παιδιά, μαζὶ καὶ τὸ δικό της; Γιατί δὲν ἔκαμε κάτι; Ἔβγαζαν ἐπιτέλους κάποιο νόημα ὅλα αὐτά;

Ἔσταξε αἷμα, σπάραξε, χίλια κομμάτια ἔγινε ἡ καρδιά της.

- Θέ μου, γιατί;… ἀνέβηκε ὁ λυγμός, χωρὶς ὀργή, ἀλλὰ πνιγμένος στὸ παράπονο, τὴν ἀπορία καὶ τὸν πόνο.

Στράφηκε πρὸς τὸ βρέφος μὲ τὸ νεκρό παιδί της ἀγκαλιά. Τὰ μάτια της κλαμένα γύρεψαν τὴν ἀπάντηση. Μὰ ναί! Τὸ βρέφος εἶχε κιόλας στραμμένο πάνω της τὸ βλέμμα του. Τὴν ἀγκάλιαζε ὁλόκληρη, ἔριχνε φέγγος ἱλαρὸ στὴ σκοτεινιά της. Ἔνοιωσε παρευθὺς νὰ θέλγεται ἀνεξήγητα ἀπὸ τὸ βλέμμα ἐκεῖνο καὶ τὴν καρδιά της ἀπροσδόκητα νὰ ἀλαφρώνει. Τὴν ψυχή της νὰ γεμίζει γαλήνη. Τὸ βρέφος ἔπαιρνε τὸν πόνο ἀπὸ μέσα της. Τραβοῦσε τὴ ματιά της μὲς στὸ βλέμμα του. Καὶ μέσα ἐκεῖ τὰ μάτια της ἀντίκρυσαν εὐθὺς ἕναν καινούργιο κόσμο, μυστικό, μὲ τέτοια γοητεία κι ὀμορφιά, ποὺ ὣς τότε δὲν ξανασυνάντησε στὴ γῆ. Τὸ βρέφος τὴν καλοῦσε μυστικὰ νὰ δεῖ «τὰ μὴ βλεπόμενα», ὄχι τὰ πρόσκαιρα, μὰ τὰ αἰώνια.

Τὰ πάντα βρίσκονταν ἐκεῖ, στὸ βλέμμα ἐκεῖνο μέσα. Ὁ οὐρανός, ἡ θάλασσα, ἡ γῆ«καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς». Ὅσα εἶχαν συμβεῖ ἀπ’ ἀρ­χῆς, ἀπὸ κτίσεως κόσμου. Ὅσα τὴν ὥρα ἐκείνη γίνονταν. Ὅσα ἦταν μελλούμενο νὰ ’ρθοῦν. Καὶ ἦταν ὅλα ἀληθινά, καινούργια, ὄμορφα, μιὰ νέα πλάση. Καὶ ζοῦσαν ὅλοι ἐκεῖ πραγματικά. Ἀνεξάντλητο πέλαγος ἡ ἀγάπη ἀναπηδοῦσε ἀπ’ τὸ βλέμμα τοῦ βρέφους καὶ πλημμύριζε τὰ πάντα. Ἔβλεπε ἐκεῖ τὸν ἄντρα της. Ἐκεῖ καὶ τὰ παιδιά της ποὺ εἶχαν χαθεῖ ἀγέννητα. Ἐκεῖ καὶ τὸ βρέφος της, ποὺ τὸ νεκρό του σῶμα ἔσφιγγε ἀκόμα πάνω της. Ἐκεῖ καὶ ὅσα βρέφη θερίστηκαν τὴ νύχτα ἐκείνη ἄωρα, γιὰ χάρη τοῦ βρέφους ἐκείνου τοῦ μοναδικοῦ, ποὺ ἦταν μπροστά της. Ὅλα ἐκεῖ χαρούμενα, εὐτυχισμένα ζωντανά. Μὰ ἦταν καὶ ἡ ἴδια ἐκεῖ. Παρέα μὲ τοὺς ἀγαπημένους της, μιὰ ἀγκαλιὰ ἀτέλειωτη μαζί τους.

Τὰ μάτια τῆς γυναίκας ἄνοιξαν, ἔβλεπε πιὰ τὰ πράγματα σὲ βάθος, «τὴν φύσιν τῶν ὄντων» ἀτένιζε καθαρά. Τί ὑπέροχο, νὰ εἶναι κι αὐτὴ μέσα στὸ βλέμμα ἐκεῖνο! Ὅσα ἤθελε, βρισκόντουσαν ὅλαμέσα ἐκεῖ. Εἶδε πὼς τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς ἐδῶ στὴ γῆ ἢ νὰ πεθαίνει, δὲν εἶχε τὴ μεγάλη σημασία ποὺ νόμιζε. Ἀλλοῦ ἦταν ἡ οὐσία, τὸ ὄντως πρωταρχικό: Ν’ ἀποτελοῦν ὅλοι παντοτινὰ μέρος τοῦ κόσμου ἐκείνου, αἰώνια «ἐν χειρὶ Θεοῦ» νὰ ζοῦν εἰρηνικά. Σ’ αὐτὸ τὸ βλέμμα ἔλαμπε ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ, ἀσύλληπτα διαφορετικὸς ἀπὸ τὴν κόλαση τοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων!

Στὸ βρέφος ἀναγνώρισε τὸν Κύριο καὶ Θεό της. Μπροστά της εἶδε τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν προφητευμένη μοναδικὴ παρθενομήτορα. Τὴν ὥρα αὐτὴ γινόταν μέτοχος μεγάλων, ἀκαταλήπτων μυστηρίων. Πόσο μετάνοιωσε ποὺ στιγμιαῖα ἄφησε ν’ ἀναταράξουν τὴν καρδιά της τά, ἔστω, δίκαια παράπονά της! Μικρές, ἀσήμαντες τῆς φάνηκαν οἱ βραχυπρόθεσμες ἐδῶ ἐπιδιώξεις της, μπρὸς στὶς ἀπίστευτες προοπτικὲς ἀπέραντης ζωῆς ποὺ ἀνοίχτηκαν μπροστά της. Αὐτὸ λοιπὸν καὶ μόνο ἄξιζε, ποτὲ νὰ μὴ χαθεῖ ἀπὸ τὸ βλέμμα αὐτοῦ τοῦ βρέφους.Μὴν πάψει νὰ τὴ βλέπει ὁ Θεός.

Ἡ ἀλλαγὴ μέσα της ἦρθε σαρωτική. Ἔγειρε τὸ κεφάλι ταπεινά. Μὲ συντριβὴ προσκύνησε «μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον».

- Συχώρεσέ με, Κύριε! ψιθύρισε. Πῶς καταδέχτηκες νὰ δῶ ἐγώ, τόσο μικρή, τὸ μεγαλεῖο σου; Ποτὲ δὲν ἤμουν καὶ δὲν θά ’μαι ἄξια, «ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς». Πῶς μοῦ ἔγινε τέτοια τιμή, νὰ ’ρθεῖ ὁ Κύριός μου καὶ «ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με»; Καὶ πῶς ξενίζω τώρα στὸ καλύβι μου ἐγὼ «τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ» Θεό;

Γαληνεμένη ὣς τὰ κατάβαθά της, αὐτοπαραδομένη ἐντελῶς στὸ θεῖο θέλημα,σηκώθηκε. Μὰ τότε, σὰν νὰ τέλειωσε μ’ αὐτήν, τὸ βρέφος ἔριξε τὸ βλέμμα του πάνω στὰ σφαλισμένα βλέφαρα τοῦ ἄψυχου παιδιοῦ της. Ἐκεῖνα ἀμέσως ἄνοιξαν. Τὸ μικρὸ σωματάκι του σκίρτησε ζωηρά, σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ τὸν ὕπνο, ζωντάνεψε. Τὰ δυὸ βρέφη, ὅπως καὶ νωρίτερα, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους καὶ χαμογέλασαν πάλι. Ἕνα ἀσύλληπτο κύμα χαρᾶς διαπέρασε τὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας, φούσκωσαν εὐγνωμοσύνη τὰ στήθη της. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔπαψε νὰ ζητάει ὁτιδήποτε, τῆς δόθηκαν τὰ πάντα ξανά.

- Ὤ, Κύριε!... κατάφερε μονάχα νὰ ψελλίσει καὶ ξανάπεσε στὰ γόνατα, ἀγκαλιάζοντας, φιλώντας καὶ βρέχοντας μὲ ποταμοὺς δακρύων τὰ πόδια τῆς ταπεινῆς κόρης, ποὺ βάσταζε πάνω της βρέφος τὸν Ὕψιστο.

Ὁ ποταμὸς εὐλογίας καὶ ζωῆς ποὺ πήγαζε ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ βρέφους, ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ, συνεπῆρε τὰ πάντα. Πλημμύρισε τὸ μικρό της φτωχικό, παράδεισο τό ’κανε, παλάτι ὁλόφωτο, γαλάζιο οὐρανό…

…Ἡ μικρὴ συνοδία ἑτοιμάστηκε γιὰ ἀναχώρηση. Ἡ γυναίκα ἀνάσυρε ἀπ’ τὸ σεντούκι της τὸ μοναδικὸ πολύτιμο ροῦχο ποὺ εἶχε, ἀκριβὸ δῶρο-ἐνθύμιο τοῦ ἄντρα της. Ἕνα ἀφόρετο μαφόριο. Τὸ ἔριξε στοργικὰ στὸ κεφάλι καὶ τοὺς ὤμους τῆς νεαρῆς μητέρας. Νὰ τὴν προστατεύει ἀπ’ τὴ νυχτερινὴ παγωνιά. Τὸ πέρασε μπροστά της σταυρωτὰ καὶ τὸ ξανάριξε πίσω, ἀφήνοντάς το νὰ πέσει πλούσιο στὸ παρθενικό της κορμί. Τυλιγμένη στὸ βαθὺ κόκκινο βασιλικό του χρῶμα ἡ κόρη, ὁλοφώτεινη «ἔσωθεν, πεποικιλμένη» ἀπ’ ἔξω μὲ τὰ χρυσά του κρόσσια, ἔπεμπε ἀχτινοβόλα ὀμορφιά, ἀληθινὰ ἀγαπημένη «θυγάτηρ τοῦ Βασιλέως».

Τότε «ἠσπάσαντο ἀλλήλας αἱ μητέρες», φίλησαν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη τρυφερὰ καὶ χωρίστηκαν. Στὴν ἄκρη τῆς αὐλῆς, σὰν νὰ μὴν εἶχε τίποτε συμβεῖ, τὸ ταπεινὸὀνάριο περίμενε ἥσυχο. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ γηραιοῦ πρεσβύτη ἡ κόρη ἀνέβηκε στὴ ράχη του, πάντα κρατώντας ἀγκαλιὰ τὸ βρέφος της, μὲς στὴ δική του γῆ κατατρεγμένο προσφυγόπουλο. Ἡ ἱερὴ συνοδία ξεκίνησε σιωπηλά… 

Καὶ ὅσο ξεμάκραιναν οἱ τρεῖς μὲς στὴ νυχτιά, τοὺς ἔβλεπε ἡ καλότυχη φτωχειὰ σὲ οὐράνιο φῶς, …ποὺ τό ’χαν βλογημένη συντροφιά, …ἔδιωχνε κύκλο τὸ βαθὺ σκοτάδι γύρω τους, …τὰ βήματά τους φώτιζε ἁπαλά… Μὰ ὣς νὰ χαθοῦν ἀπ’ τὴ ματιά της ἐντελῶς, …ἦρθε καὶ φώλιασε τὸ φῶς μὲς στὴν καρδιά της…

Τί νύχτα ἀπόψε, Θέ μου, καὶ τούτη!...

Χριστούγεννα 2015

Το θαύμα των Χριστουγέννων (Αληθινό περιστατικό)

Πριν από δώδεκα περίπου χρόνια ανήμερα τα Χριστούγεννα κίνησα με ανάμικτα συναισθήματα για πρώτη φορά για το Περιβόλι της Παναγιάς.

Ήθελα να επισκεφθώ το γέροντα Παΐσιο, να δω από κοντά έναν άγιο της εποχής μας, να εξακριβώσω τις διαφορές, να εντρυφήσω στις παραινέσεις του. Η αλήθεια είναι πως λίγο η ανθρώπινη περιέργεια, 
λίγο η ανθρώπινη αδυναμία που συνδέεται με τη προτέρα εξακρίβωση του τι πρόκειται να συμβεί ήταν οι πραγματικές αιτίες.

Το κρύο ήταν τσουχτερό και το Άγιο Όρος ήταν χιονισμένο. Ένας άγνωστος γέροντας ανέλαβε ως επίγειος άγγελος να με καθοδηγήσει μέχρι την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Η επιθυμία μου όμως να λάβω συγκεκριμένες απαντήσεις μ’ έκανε να πάρω μαζί με ένα δάσκαλο από τη Κοζάνη το μονοπάτι για την καλύβα του γέροντα στην Παναγούδα αμέσως μετά την ακολουθία του Εσπερινού.

Με πρόσωπο σκυμμένο, καρδιά θλιμμένη και βήματα βαριά προσέγγισα το κελί του γέροντα. Αναρωτιόμουν τι θα έπραττα αν, ως καρδιογνώστης κοιτούσε βαθιά μέσα στη ψυχή μου και έβλεπε τα λάθη, την αμαρτία, τις παραλείψεις, τα μίση, τις μικρότητες, τις κατακρίσεις, τον αληθινό ψυχικό πόλεμο. Στη σκέψη και μόνο πως ο γέροντας έχει τέτοια ικανότητα δείλιασα και με έπιασε ντροπή. Αναθαρρούσα όμως και μονολογούσα μέσα μου. Ε! και τι έγινε, ο μόνος είμαι...
Μια άλλη φωνή ωστόσο, άγνωστη τότε, γνωστή τώρα σε εμένα απαντούσε. Υπάρχει λύση … Όσο και να επιχειρούσα να μην την ακούω και να την περιφρονώ τόσο αυτή δυνάμωνε. Υπάρχει λύση, φώναξα κάποια στιγμή χωρίς να το καταλάβω και ξάφνιασα τον συνοδοιπόρο μου δάσκαλο.

Με το που φθάσαμε στο κελί άρχισα να νιώθω κάπως περίεργα. Όλα, γύρω προκαλούσαν μια ηρεμία. Το χιονισμένο τοπίο, τα πουλιά, ο ήχος από το νερό στο ποτάμι. Βούρκωσα χωρίς να κλαίω. Οι σκέψεις περιστρέφονταν γύρω από την άγνωστη αυτή εσωτερική φωνή- παρόρμηση: «Υπάρχει λύση»!
«Καλώς τα καλόπαιδα». Με τη φωνή του γέροντα Παϊσίου επανήλθα στην πραγματικότητα.

Καθώς περνούσα το κατώφλι του Κελιού, μια ζεστασιά πρωτόγνωρη συγκλόνισε το είναι μου. Αληθινό άγγιγμα ψυχής. Ο γέροντας με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν αρκετό για να απομακρυνθούν όλες οι επιφυλάξεις και να ανοίξει η καρδιά.

Το μικρό διάστημα που έμεινα κοντά στον ταπεινό γέροντα Παΐσιο, αρκούσε για να αναθεωρήσω σιγά – σιγά πολλά πράγματα. Η αντίληψή μου για τον κόσμο μεταβλήθηκε. Και για πρώτη φορά ένιωθα την ανάγκη να ευχαριστήσω τον Θεό για όλα.

Η μικρή επικοινωνία με το γέροντα λειτούργησε μακροπρόθεσμα καταλυτικά. Εκεί στο Κελί της Παναγούδας βίωσα τη ζεστασιά των ποιμένων. Αφουγκράστηκα το άγγελμα των αγγέλων «επί γης ειρήνη». Έζησα τα Χριστούγεννα.

Χριστούγεννα μακριά από τα φώτα, τα γλυκά, τις ψεύτικες ευχές για ειρήνη, τα υποκριτικά γέλια, την ιδιοτελή καλοσύνη και την ελεγχόμενη αγάπη που απευθύνεται σ’ αυτούς που επιδιώκουμε να μας αγαπούν. Μακριά από το θαύμα των θαυμάτων, τη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού. Μακριά από την αληθινή πορεία και το μοναδικό σκοπό του ανθρώπου, δηλαδή τη σωτηρία του.

Σήμερα με βεβαιότητα μπορώ να φωνάξω πως ο Χριστός δύναται να γεννηθεί σε κάθε άνθρωπο. Τώρα ευθαρσώς μπορώ να διακηρύξω και να διαλαλήσω πως αρκεί να ανοίξουμε με ειλικρίνεια μια χαραμάδα στη ψυχή μας και τότε Αυτός θα φροντίσει τα υπόλοιπα. Μια μικρή χαραμάδα για να πλημμυρίσουμε ειρήνη, να γευθούμε καρπούς διαφορετικούς από αυτούς που μας σερβίρει εντέχνως η εκκοσμίκευση. Μια μικρή χαραμάδα για να αλλάξουν τα πάντα ριζικά. Μια μικρή χαραμάδα για να βροντοφωνάξουμε το
«Χριστός γεννάται δοξάσατε»

«Οι άνθρωποι ξέχασαν τον Θεό»



Πριν από μισό αιώνα περίπου, ενώ ήμουν ακόμα παιδί, θυμάμαι ότι άκουγα αρκετούς ηλικιωμένους να δίνουν την ακόλουθη εξήγηση για τις μεγάλες καταστροφές που είχαν πλήξει τη Ρωσία: Οι άνθρωποι ξέχασαν τον Θεό.

Γι’ αυτό και συνέβη όλο αυτό.

Από τότε έχω περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια που εργάζομαι για την ιστορία της Επανάστασής μας. Όλα αυτά τα χρόνια έχω διαβάσει εκατοντάδες βιβλία, έχω συγκεντρώσει εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες, και έχω ήδη συνεισφέρει οκτώ τόμους δικούς μου στην προσπάθεια της εκκαθάρισης από τα συντρίμμια που άφησε πίσω η αναταραχή. Αλλά αν μου ζητούσαν σήμερα να διατυπώσω όσο πιο συνοπτικά γίνεται την κύρια αιτία της καταστροφικής επανάστασης που κατάπιε περίπου εξήντα εκατομμύρια του λαού μας, δεν θα μπορούσα να το θέσω με μεγαλύτερη ακρίβεια από ό, τι να επαναλάβω: Οι άνθρωποι ξέχασαν τον Θεό. Γι’ αυτό και συνέβη όλο αυτό.

Οι αδυναμίες της ανθρώπινης συνείδησης, που έχει στερηθεί της θείας της διάστασης, ήταν ένας καθοριστικός παράγοντας σε όλα τα μεγάλα εγκλήματα αυτού του αιώνα. Το πρώτο από αυτά ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ένα μεγάλο μέρος των σημερινών δυσκολιών μας μπορούν να αναχθούν σε αυτό. Ήταν ένας πόλεμος (η μνήμη του οποίου φαίνεται να έχει ξεθωριάσει), όταν η Ευρώπη, γεμάτη με υγεία και αφθονία, έπεσε σε μια οργή αυτο-ακρωτηριασμού που δεν μπορούσε παρά να υποσκάψει την ισχύ της για έναν αιώνα ή περισσότερο, ίσως και για πάντα. Η μόνη πιθανή εξήγηση για τον πόλεμο αυτό είναι μια ψυχική έκλειψη μεταξύ των ηγετών της Ευρώπης, λόγω της απώλειας της ευαισθητοποίησης τους σε μια υπέρτατη δύναμη πάνω τους. Μόνο μια άθεη δηλητηρίαση θα μπορούσε να ωθήσει φαινομενικά χριστιανικά κράτη να χρησιμοποιούν δηλητηριώδη αέρια, ένα όπλο τόσο τρομερά απάνθρωπο.

Ήταν ο Ντοστογιέφσκι, και πάλι, ο οποίος άντλησε από τη Γαλλική Επανάσταση και το ολοφάνερο μίσος για την Εκκλησία το δίδαγμα ότι «η επανάσταση πρέπει κατ’ ανάγκην να αρχίσει με τον αθεϊσμό». Αυτό είναι απολύτως αληθινό. Αλλά ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει ποτέ πριν, μια τόσο μεγάλη ασέβεια οργανωμένη, στρατιωτικοποιημένη και επίμονα κακόβουλη, όπως εκείνη που εφαρμόζεται από το μαρξισμό. Στο πλαίσιο του φιλοσοφικού συστήματος του Μαρξ και του Λένιν, και στο επίκεντρο της ψυχολογίας τους, το μίσος κατά του Θεού είναι η κύρια κινητήρια δύναμη, πιο θεμελιώδης από όλες τις πολιτικές και οικονομικές αξιώσεις τους. Ο μαχητικός αθεϊσμός δεν είναι απλώς τυχαίος ή οριακός στην κομμουνιστική πολιτική. Δεν είναι μια παρενέργεια, αλλά ο κεντρικός άξονας.

Αλλά υπάρχει κάτι που δεν περίμεναν: ότι σε μια χώρα όπου οι εκκλησίες έχουν ισοπεδωθεί, όπου ένας θριαμβευτικός αθεϊσμός τα έχει ρημάξει όλα για τα δύο τρίτα του αιώνα, όπου ο κλήρος είναι εντελώς ταπεινωμένος και στερημένος από κάθε ανεξαρτησία, όπου ό, τι απέμεινε από την Εκκλησία ως θεσμός είναι ανεκτό μόνο για λόγους προπαγάνδας κατά της Δύσης, όπου ακόμη και σήμερα άνθρωποι στέλνονται σε στρατόπεδα εργασίας εξ αιτίας της πίστης τους, και όπου, μέσα στους στρατόπεδα εκείνοι που συγκεντρώνονται για να προσευχηθούν το Πάσχα, οδηγούνται σε κελιά τιμωρίας – δεν θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι κάτω από αυτό τον κομμουνιστικό οδοστρωτήρα η χριστιανική παράδοση θα επιβίωνε στη Ρωσία. Είναι αλήθεια ότι εκατομμύρια συμπατριώτες μας έχουν διαφθαρεί και καταστραφεί πνευματικά από τον επίσημα επιβαλλόμενο αθεϊσμό, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά εκατομμύρια πιστοί.
Και εδώ βλέπουμε την αυγή της ελπίδας: άσχετα με το πόσο φοβερά ορθώθηκε ο κομμουνισμός με άρματα μάχης και πυραύλους, δεν έχει σημασία πόσο κατάφερε να καταλάβει το πλανήτη, είναι καταδικασμένος να μην νικήσει τον Χριστιανισμό.

Αυτό το μίσος που σκόπιμα καλλιεργείται, εξαπλώνεται στη συνέχεια σε κάθε τι που έχει ζωή, την ίδια τη ζωή, στον κόσμο με τα χρώματά του, τους ήχους και τα σχήματα, στο ανθρώπινο σώμα. Η πικραμένη τέχνη του εικοστού αιώνα χάνεται ως αποτέλεσμα αυτού του άσχημου μίσους, γιατί η τέχνη είναι άκαρπη χωρίς αγάπη. Στην τέχνη η Ανατολή έχει καταρρεύσει γιατί έχει χτυπηθεί και καταπατηθε, αλλά στη Δύση, η πτώση ήταν οικειοθελής, σε μια σκηνοθετημένη και επιτηδευμένη αναζήτηση όπου ο καλλιτέχνης, αντί να προσπαθεί να αποκαλύψει το θεϊκό σχέδιο,προσπαθεί να βάλει τον εαυτό του στη θέση του Θεού.

Η ζωή μας δεν έγκειται στην επιδίωξη της υλικής επιτυχίας, αλλά στην προσπάθεια για μια άξια πνευματική ανάπτυξη. Ολόκληρη η γήινη ύπαρξή μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μεταβατικό στάδιο στην κίνηση προς κάτι υψηλότερο, και εμείς δεν πρέπει να σκοντάψουμε και να πέσουμε, ούτε πρέπει να καθυστερούμε μάταια σε ένα σκαλί της σκάλας. Οι νόμοι της ύλης μόνοι τους δεν εξηγούν τη ζωή μας ούτε μας δίνουν την κατεύθυνση. Οι νόμοι της φυσικής και της φυσιολογίας δεν θα αποκαλύψουν το αδιαμφισβήτητο τρόπο με τον οποίο ο Δημιουργός συνεχώς, μέρα με τη μέρα, συμμετέχει στη ζωή του καθενός μας, ανελλιπώς χορηγώντας μας την ενέργεια της ύπαρξης. Όταν η βοήθεια αυτή μας αφήσει, πεθαίνουμε. Και στη ζωή ολόκληρου του πλανήτη μας, το Θείο Πνεύμα σίγουρα κινείται όχι με λιγότερη δύναμη: αυτό θα πρέπει να κατανοήσουμε στους σκοτεινούς και τρομερούς καιρούς μας.

Αλεξάντερ Σολζενίτσιν

Γιατί ο κόσμος δεν πιστεύει;

Εκείνοι, που πίστευσαν με τα θαύματα, αποτελούσαν την πιο χαμηλή βαθμίδα πιστών. Και γι’ αυτό, όταν μετά τους παρουσίαζαν την πνευματική υψίστη και αγιωτάτη διδασκαλία της Εκκλησίας, τότε πολλοί από αυτούς την ερμήνευαν, όπως τους άρεσε ο καθένας[43]! Δεν ήθελαν να αναζητήσουν την σωστή ερμηνεία του. Εκριτίκαραν τον λόγο του Θεού, που είναι «πνεύμα και ζωή»[44]. Και έτσι, με την επιπολαιότητά τους έχαναν και την πίστη• δηλ. ακόμη και τον αρραβώνα που είχαν λάβει. Και συνέβη αυτό το τραγικό: πολλοί από τους μαθητές του Χριστού, παρ’ ότι είχαν ιδεί πολλά θαύματα και σημεία, απήλθον εις τα οπίσω (= έκαναν πίσω) «και ουκ έτι μετ’ αυτού περιεπάτουν»[45], δηλ. δεν ξαναπήγαν κοντά Του!...
Όμως ούτε το κήρυγμα ούτε τα θαύματα του Κυρίου είχαν την πρέπουσα επίδραση στους εβραίους αρχιερείς, γραμματείς, φαρισαίους και σαδδουκαίους• παρ’ ότι – με εξαίρεση ίσως τους σαδδουκαίους – όλοι οι άλλοι ήξεραν πολύ καλά τον νόμο του Θεού. Δεν ήσαν ξένοι στον Θεό, εχθροί του Θεού, μόνο εξ αιτίας της ροπής στην αμαρτία, όπως όλοι οι άνθρωποι. Αυτοί έγινα ηθελημένα εχθροί του Θεού. Και έμειναν σ’ αυτό ασάλευτα σταθεροί. Επήραν την σφραγίδα του εχθρού του Θεού. Με την δική τους αυτεξούσια θέληση. Με την δική τους γνώμη. Επειδή ήθελαν να κάνουν εκείνη την ζωή (και μάλιστα να προκόψουν σ’ εκείνη την ζωή!), που το άγιο Ευαγγέλιο την θεωρεί ψυχώλεθρη! Με τέτοιο φρόνημα δεν ήταν δυνατό να δώσουν σημασία στα λόγια του Υιού του Θεού. Και δεν εισάκουσαν, όπως ώφειλαν, τον λόγο Του. Δεν του έδωκαν σημασία. Προσπαθούσαν μόνο να Τον ψαρεύουν! Να του πιάνουν λόγια, που τα εύρισκαν να επιδέχωνται παρερμηνείες, και τα χρησιμοποιούσαν για να Τον κατηγορούν. Έτσι γίνεται συνήθως. Όποιος έχει μίσος εναντίον κάποιου άλλου, εποικοδομεί επάνω στα λόγια εκείνου που μισεί! «Διατί ο λόγος ο εμός ου χωρεί εν υμίν»[46], ερώτησε του εχθρούς Του ο Σωτήρας μας, όταν τους είδε να αποκρούουν με πείσμα τη σωτηρία, που τους επρότεινε. Γιατί δεν τα καταλαβαίνετε τα λόγια μου; Γιατί δεν δέχεσθε το λόγο μου που δίνει ίαση; Επειδή δεν μπορείτε ούτε να τον ακούσετε! Επειδή σας είναι ανυπόφορος! Επειδή είσθε «ψεύδους έκγονα». Και δουλεύετε μόνο με το ψέμα. Για αυτό δεν πιστεύετε σε μένα, «επειδή εγώ την αλήθειαν λέγω υμίν»[47]. «Ο ων εκ του Θεού τα ρήματα του Θεού ακούει». Για αυτό εσείς δεν τα ακούετε, επειδή δεν είσθε «εκ του Θεού»[48]. Και συνέχισε ο Κύριος: «Αν αυτά που κάνω δεν είναι έργα του Πατρός μου, μη με πιστεύετε. Αν όμως κάνω τα έργα του Πατέρα μου, και αν ακόμη δεν πιστεύετε εμένα, τουλάχιστον πιστεύσατε στα έργα μου. Και τότε θα το καταλάβετε και θα το πιστεύσετε, ότι ο Πατήρ εν εμοί, καγώ εν Αυτώ»[49]. Λόγια σταράτα. Και, σαν λόγια, έκλειναν μέσα τους την απόλυτη αλήθεια[50]. Το ίδιο και τα θαύματα. Και αυτά έκλειναν μέσα τους την απόλυτη αλήθεια. Και ήσαν τόσο σαφή και πασιφανή, ώστε οι εχθροί του Κυρίου, παρ’ όλες τους τις προσπάθειες να τα συγκαλύψουν, δεν είχαν παρά να το ομολογούν ότι ήσαν αληθινά[51]! Εκείνο που ασκούσε μεγάλη επίδραση στο λαό (που δεν ήξερε το νόμο του Θεού ή τον ήξερε πολύ λίγο, και έστρεφε την προσοχή του, την ενασχόλησή του, στις μέριμνες του κόσμου τούτου, χωρίς αυτό να σημαίνη ότι απέρριπτε και το νόμο του Θεού με το έτσι θέλω), αυτό δεν είχε καμμιά απολύτως επίδραση σε εκείνους που ήξεραν καλά τον νόμο του Θεού, μα τον απέρριπταν με τη ζωή τους ηθελημένα [52]. Ό,τι έγινε για τη σωτηρία των ανθρώπων αυτών, έγινε από την άπειρη ευσπλαγχνία του Κυρίου. Αν δεν είχα έλθει και δεν τους το είχα ειπεί – ξεκαθάρισε τα πράγματα ο Σωτήρας μας – δεν θα είχαν σημασία. Αν δεν είχα κάμει αυτά τα έργα, που έκανα μπροστά τους και ανάμεσά τους, που ποτέ δεν έκαμε άνθρωπος άλλος, δεν θα είχαν αμαρτία. Να όμως, που και τα είδαν και παρά ταύτα εμίσησαν όχι μόνο εμένα, αλλά και τον Πατέρα μου[53]. Ο Χριστιανισμός παρεδόθη στον κόσμο με τέτοια αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να μη μπορή να έχη κανένας πια δικαιολογία, αν τον αγνοεί. Αιτία της άγνοιας αυτής είναι μία: το «έτσι θέλω».

Άγιος Ιγνάτιος (Αλεξάνδροβιτς Μπριαντσιανίνωφ)

Βιβλιογραφία
[43] Ιωάν. 6, 60. [44] Ιωάν. 6, 63. [45] Ιωάν. 6, 66. [46] Ιωάν. 8, 45. [47] Ιωάν. 8, 47. [48]Ιωάν. 10, 37-38. [49] Ιωάν. 8, 14. [50] Ιωάν 9, 24. [51] Ιωάν. 5, 46-47 και 7, 19. [52] Ιωάν 8, 14. [53] Ιωάν. 15, 22-25.

Φθάνει ἡ λογική γιά νά πιστέψω;

Βέβαια καί πάλι ὅλα αὐτά δέν μποροῦμε νά τά κατανοήσουμε μόνο μέ τή λογική. Ἡ λογική ἀπό μόνη της δέν εἶναι ὁ ἀσφαλής δρόμος γιά νά αἰσθανθεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό. Διότι ὁ ἄνθρωπος προσεγγίζει καί αἰσθάνεται καί ἀγαπᾶ τόν Θεό «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας του καί ἐξ ὅλης της ψυχῆς του καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας του καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος του» (Μάρκ. ιβ΄30). Ἀλλά καί πάλι ἀπό μόνες τους ὅλες αὐτές οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, τό συναίσθημα, ἡ νόηση, ἡ βούληση, ἡ λογική, δέν φθάνουν γιά νά αἰσθανθεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό.
Θέμα βιώματος καί ὄχι μόνο λογικῆς (σελ.29-30)

Ἡ πίστη στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ λοιπόν δέν εἶναι τόσο θέμα ἐπιχειρημάτων γιά νά πειστοῦμε διανοητικά γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν βέβαια ἀμέτρητα ἐπιχειρήματα γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, κάποια ἀπό τά ὁποῖα θά ἀναφέρουμε. Ὅμως τό θέμα τῆς πίστεως εἶναι θέμα ζωῆς, θέμα βιώματος καί ἐμπειρίας. Καί τήν ἐμπειρία αὐτή τή βιώνουν ὄχι μόνο οἱ διανοούμενοι κάθε ἐποχῆς, ἀλλά καί οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι πού ἀγωνίζονται νά ζοῦν μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ. Τήν ἐμπειρία αὐτή βιώνουν σέ ὕψιστο βαθμό οἱ ἅγιοι.
Πόσο ὡραῖο θά ἦταν τήν ὥρα αὐτή νά εἴχαμε ἀνάμεσά μας ὅλους αὐτούς τούς ἀμέτρητους ἁγίους καί μάρτυρες καί ἀσκητές! Αὐτοί μποροῦν νά μᾶς ποῦν τί εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτοί μποροῦν νά μᾶς πείσουν μέ τό αἷμα τους, μέ τά δάκρυά τους, μέ τόν ἱδρῶτα τους ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς. Κι ἄν τρέχαμε τήν ὥρα αὐτή στίς σπηλιές κάι στίς ἐρημιές καί στά ἀσκητήρια νά δοῦμε ὅλους αὐτούς τούς ἀσκητές, θά λέγαμε ἀπορημένοι: Μά τί ἔπαθαν ὅλοι αὐτοί, τρελάθηκαν; Ἄφησαν τόν κόσμο καί ἐγκατέλειψαν τά πάντα; Γιατί; Διότι ὅλοι αὐτοί ζοῦν τήν ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ καί κατάλαβαν πολύ καλά τί σημαίνει Χριστός. Καί ὅτι ἀξίζει νά ζεῖς μέ τόν Χριστό.
Πίστη, μιά ἄλλη αἴσθηση, ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ (σελ.30)
Αὐτή ὅμως ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πῶς μπορεῖ νά ἀποκτηθεῖ σέ κάποιο βαθμό καί ἀπό μᾶς; Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει πνευματικές ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ, νά γνωρίσει ποιός εἶναι ὁ Θεός, νά εἰσδύσει στόν ὑπεραισθητό κόσμο, νά αἰσθανθεῖ αὐτά πού δέν βλέπουν τά μάτια καί δέν ἀκοῦνε τά αὐτιά;
Ἀσφαλῶς ὄχι μέσα ἀπό τίς πέντε αἰσθήσιες του, ἀλλά μέσα ἀπό μιάν ἄλλη αἴσθηση πού ἔβαλε ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέσα μας. Εἶναι ἡ πνευματική αἴσθηση πού ὀνομάζεται «πίστη».

Καί τί εἶναι «πίστη»; Πίστη εἶναι ἡ πνευματική αἴσθηση μέ τήν ὁποία μποροῦμε νά βλέπουμε τά ἀόρατα, ν’ ἀκοῦμε τά ἀνήκουστα, νά γευόμαστε τά ἄϋλα, νά ἀγγίζουμε τά ἀνέγγιχτα καί νά ὀσφραινόμαστε τήν ὀσμή ἑνός ἀλλου κόσμου αἰωνίου καί ἀληθινοῦ· «ἔστι δέ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. ια΄ 1).

Μάριος Ν. Δομουχτσῆς

Σέ ποιόν Θεό νά πιστέψω; (σελ.28-30) Ἔκδοση Πέμπτη ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ» ΑΘΗΝΑ 2013

Θεέ μου, κάνε καλά αυτή την κοπέλα που τόσο πολύ σε αγαπά…βοήθησέ την…βοήθησε και εμένα…



Ήταν ο άνθρωπος της παρέας. Πειράγματα, αισχρόλογα, αστεϊσμοί και άλλα πολλά ήταν στον ημερήσιο κατάλογο των κατορθωμάτων του. Τα χρόνια περνούσαν και ποτέ του δεν συνδέθηκε με κάποιους ανθρώπους…ποτέ του δεν εμπιστεύτηκε κανέναν. Όλοι τον θέλανε για την παρέα αλλά μέχρις εκεί. Αλλά και ο ίδιος κανέναν δεν έπαιρνε στα σοβαρά, κανέναν δεν αισθανόταν δικό του άνθρωπο, φίλο του, οικείο του.
Κάπου στα 30 του, γνώρισε μία κοπέλα. Την γνώρισε μέσα από μια τυχαία παρέα, διαμέσου γνωστών αγνώστων. Η κοπέλα αυτή είχε κάτι το διαφορετικό, κάτι το «περίεργο». Του κίνησε το ενδιαφέρον. Όταν τύχαινε στην παρέα να βρίσκεται και εκείνη (σπάνια), αυτός σταματούσε τις ανοησίες, σταματούσε τις αισχρότητες τις οποίες οι υπόλοιποι τον ωθούσαν να πράξει για χάριν της παρέας και του κεφιού.
Μετά από μερικούς μήνες πήρε το θάρρος και την ζήτησε να βγούνε έξω. Εκείνη δέχτηκε, προσφέροντάς του μία ευχάριστη έκπληξη. Δεν περίμενε να βγει μαζί του ραντεβού…
Από το πρώτο ραντεβού κατάλαβε ότι είχε να κάνει με μία κοπέλα που πίστευε βαθιά στον Θεό. Απ΄την άλλη αυτός στο στόμα του έπιανε κάτι το “εκκλησιαστικό” μόνο για να το κοροϊδέψει και να το κατακρίνει.
Τα λόγια της κοπέλας είχαν μία γλυκύτητα. Μιλούσε και νόμιζες ότι σε μιλούσε μια μελωδία. Τα ραντεβού έφευγαν το ένα μετά το άλλο…η κοπέλα πάντα χαμογελαστή και πρόσχαρη, εκείνος ανήσυχος και προβληματισμένος. Του μιλούσε για τον Θεό, του μιλούσε για την ζωή μέσα στην Εκκλησία, του μιλούσε για την γνήσια και ανιδιοτελή αγάπη. Εκείνος αναπαυόταν μόνο στην σιγουριά των ματιών της.
Ποτέ δεν άγγιξε εκείνη την κοπέλα, μέχρις ότου στο τελευταίο τους ραντεβού του είπε: «Θα ήθελα να προσευχηθείς για εμένα…την άλλη εβδομάδα θα κάνω μία πολύ σοβαρή εγχείρηση στην καρδιά…». Τα λόγια της πάγωσαν το βλέμμα του. Ασυναίσθητα έπιασε τα χέρια της. Του ήταν αδιανόητο ότι μπορεί να την έχανε. «Ναι, θα προσευχηθώ….», είπε με τρεμάμενη φωνή.
Η κοπέλα σηκώθηκε τον ασπάσθηκε και έφυγε λέγοντας «Θα σε πάρω τηλέφωνο…». Εκείνος δεν είπε τίποτα.
Η ημέρα της εγχείρησης ήρθε. Σηκώθηκε το πρωί ενθυμούμενος ότι θα «πρέπει» να προσευχηθεί. Της το υποσχέθηκε. Δεν ήξερε πως. Δεν γνώριζε απ΄αυτά τα πράγματα…
Θυμήθηκε την μαυροφορεμένη γιαγιά του που τον πήγαινε μικρό σε ένα μικρό μοναστηράκι δίπλα στο χωριό του. Ήταν το μοναδικό ίσως μέρος που θεωρούσε άσπιλο, γνήσιο και αγνό. Κίνησε προς τα εκεί.
Ήταν πλέον μεσημέρι, σχεδόν εκείνη η ώρα που η κοπέλα θα έκανε την εγχείρηση. Έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου και μαζί της έκλεισε και το ραδιόφωνο που τόσο ώρα έπαιζε στους κοσμικούς του ρυθμούς. Σιωπή. Έκανε να βγει από το αυτοκίνητο προσεκτικά και ακόμα πιο ευλαβικά έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου. Αυτή η ησυχία είχε κάτι το ιερό, σαν να έκρυβε κάτι το πολύτιμο…
Πρώτη φορά στη ζωή του βίωνε κάτι τέτοιο. Ησυχία, μέσα στην ανησυχία του.
Προχώρησε προς το ναό. Μερικά κεράκια τρεμόπαιζαν στο μανουάλι του εξωνάρθηκα.
Στάθηκε μπροστά στην πόρτα του ναού, η οποία του έφερε μπροστά του, το ιλαρό πρόσωπο της γιαγιάς του. Μικρό παιδί το έπαιρνε από το χέρι και ερχόταν εδώ να ανάψουν τα καντήλια. Τόσα χρόνια όλες αυτές οι ιερές μνήμες είχαν πέσει στο σκοτάδι της λήθης…σαν να μην τα είχε ζήσει.
Έκανε τον σταυρό του και έπιασε το χερούλι της πόρτα για να μπει στα ενδότερα.
Η πόρτα άνοιξε και μαζί της άνοιξε η πόρτα της καρδιάς του. Η πόρτα του ναού άνοιξε και μαζί της άνοιξαν και οι βρύσες των ματιών του. Έκλαιγε μέσα στην πρωτόγνωρη αυτή σιωπή. Έκλαιγε βουβά καθώς τα χείλη του ασπαζόταν την εικόνα της Παναγιάς. Ήταν μόνος του στον ναό. Για αρκετή ώρα τα δακρυσμένα μάτια του περιεργαζόταν τις αγιογραφίες, τα προσκυνητάρια, το τέμπλο, τους πολυέλεους, τα στασίδια.
Πήγε και κάθισε στο πρώτο σκαλοπάτι που οδηγούσε προς το πατάρι. Μπροστά του απλωνόταν μυστικά μια απόκοσμη και συνάμα γνώριμη οικειότητα. Ένιωθε σπίτι του. Ένιωθε μέσα στον ναό, σαν να βρισκόταν μέσα στην αγκαλιά της συγχωρεμένης του μητέρας…
«Θεέ μου, κάνε καλά αυτή την κοπέλα που τόσο πολύ σε αγαπά…βοήθησέ την…βοήθησε και εμένα…». Τα λεπτά περνούσαν. Δεν έλεγε να φύγει από εκείνο το σκαλοπάτι. Καθόταν εκεί γεμάτος αγωνία για την ηρεμία που ένιωθε…
Κάτι του έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά. Μετά από αρκετή ώρα σηκώθηκε, ασπάσθηκε τις εικόνες στα προσκυνητάρια και έφυγε. Μετά από δύο ημέρες κάποιος συγγενείς της κοπέλας τον πήρε τηλέφωνο. «Όλα καλά πήγανε… μην ανησυχείς…».
Ύστερα από δύο ημέρες πήγε την είδε στο νοσοκομείο. «Φαίνεσαι διαφορετικός…» του είπε μόλις τον είδε η κοπέλα. «Σ’ευχαριστώ…εσύ μου έδειξες τον δρόμο προς τα εκεί…».
Ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε. Την φίλησε για πρώτη και μοναδική φορά, στο μέτωπο, της χαμογέλασε και έφυγε.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Και να που ήρθε η ώρα να φύγει από αυτήν την ζωή, σε βαθιά γεράματα, εκείνος ο νέος.
Εκοιμήθη καθισμένος στο σκαλοπάτι του ναού που τότε είχε δακρύσει… Εκοιμήθη μετά από χρόνια μέσα στο μοναχικό ράσο, λέγοντας την ευχή.
Όλα άρχισαν μέσα από μία κοσμική παρέα. Μεταμορφώθηκαν μέσα από την ουράνια παρέα της Χάρης του Θεού. Και όλα ξαναρχίζουν τώρα, μέσα σε Φως, μέσα σε Αγάπη, μέσα στην Αιωνιότητα…πίσω από την πόρτα του ναού.
Ξύλινη, κλειστή και σιωπηλή σου μιλούσε για όλα εκείνα που είχε δει και ακούσει. Κι εκείνος, ο μοναχός, πλέον ακίνητος, σου έγνεφε για τα λάθη που έκανε, για την μετάνοια που έζησε, για την Αγάπη που έδωσε και έλαβε, για τις ημέρες της σιωπής που βίωσε σαν σε πανηγύρι…

imverias.blogspot.gr

Η ώρα της αναλαμπής πλησιάζει...



“Όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες”, λέει ο σοφός λαός. Κάπως έτσι είναι και η κατάσταση που βρίσκεται ο κόσμος αυτή την στιγμή.

Είμαστε στην ώρα του θερισμού. Αυτοί που σπείρανε τις τελευταίες δεκαετίες την ασωτία, το ψέμα, την υποκρισία, τον σκοταδισμό και όλο αυτό το κακό που ζούμε σήμερα, ήρθε η ώρα να γευτούν τους καρπούς του θερισμού. Είναι η ώρα του μπούμερανγκ.

Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια και κάποια στιγμή τελειώνει. Όλο αυτό που στήθηκε από τα παγκόσμια κέντρα εδώ και χρόνια, με απώτερο σκοπό την εγκαθίδρυση ενός σκοτεινού και υποχθόνιου βασιλείου επί γης, με θύματα όλη την ανθρωπότητα, φαίνεται ότι βαδίζει προς την “δύση” του.

Οξύμωρο σχήμα, διότι το σκοτάδι ούτε δύει ούτε ανατέλλει. Είναι πάντα σκοτάδι. Εξάλλου στην ουσία σκοτάδι δεν υπάρχει – το σκοτάδι είναι η απουσία του φωτός.

Έτσι και τώρα, το νοιώθουμε, το οσφριζόμαστε (μας τα έχουν πει εξάλλου οι Άγιοι Πατέρες μας), βρισκόμαστε κοντά στην έξοδο από το σκοτεινό τούνελ. Αχνοφαίνεται το φως της ελπίδας, το φως του Χριστού, που θα οδηγήσει στην αναγέννηση του κόσμου και θα διώξει τα σκοτεινά νέφη που μέθυσαν τον κόσμο, όλα αυτά τα χρόνια με το νέκταρ της ακολασίας.

Η ώρα που τελειώνει όλο αυτό το ψέμα πλησιάζει..

Η ώρα που θα λάμψει το φως της αλήθειας πλησιάζει..

Η ώρα της αναγέννησης του κόσμου πλησιάζει..

Η ώρα της αναλαμπής πλησιάζει..

Έρχεται καλπάζοντας και με κρότο, γιατί δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η παρανοϊκή κατάσταση και όλο αυτό που ζούμε. Να είμαστε έτοιμοι και οχυρωμένοι, γύρω από την πίστη μας, την Ορθόδοξη πίστη, που μας δίδαξαν οι Άγιοι και οι Πατέρες μας. Η πνευματική λαμπάδα που υπάρχει στην ψυχή μας να είναι αναμμένη για να σκορπίσει το φως της σε όλο τον κόσμο.

Τα λόγια του μεγάλου Αγίου της εποχής μας, του Αγίου Παϊσίου, φανερώνουν αυτό που πρόκειται να έρθει και σκεπτόμενοι το τι ζούμε αυτή την στιγμή, ακούγονται απίστευτα και συγκλονιστικά. Η ελπίδα μας και η πίστη μας είναι στους λόγους των Αγίων μας και στον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό..

Έλεγε, λοιπόν, ο Άγιος Παϊσιος:

-Θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ θὰ ψάχνεις νὰ βρεῖς ἄπιστο καὶ δὲ θὰ βρίσκεις. Ἀλλά, γιὰ νὰ φτάσουμε σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο, θὰ ἔχουν προηγηθεῖ φοβερὰ πράγματα.

-Τώρα μια μπόρα θα είναι, μια μικρή κατοχή του αντίχριστου σατανά. Θα φάει μετά μια σφαλιάρα από τον Χριστό, θα συγκλονισθούν όλα τα έθνη και θα έρθει η γαλήνη στον κόσμο για πολλά χρόνια.

-Θα γεμίσουν οι δρόμοι προσκυνητάρια. Έξω τα λεωφορεία θα έχουν εικόνες. Θα πιστέψουν όλοι οι άνθρωποι. Θα σε τραβάν, για να τους πεις για το Χριστό!

-Τελικά ό Θεός θα βάλει τα πράγματα στην θέση τους, αλλά ό καθένας μας θα δώσει λόγο για το τι έκανε σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια, με την προσευχή, με την καλωσύνη.

-Ό Θεός με υπομονή τα ξεμπλέκει. Δεν θα πάει πολύ αυτή ή κατάσταση. Θα πάρει σκούπα ό Θεός…

Αμήν

Σ.Κ.

π. Νικ. Μανώλης, Επιτέλους η Ι. Σύνοδος να ενημερώσει τον λαό για την Κάρτα Πολίτη

Μέχρι που να κυκλοφορήσουν οι νέες ταυτότητες, μπορεί νά 'ρθη η οργή του Θεού

ΣΧΟΛΙΟ: 'Οπως όλοι γνωρίζουμε έχει τεθεί θέμα νέων ταυτοτήτων 
από την 1η Φεβρουαρίου 2016 
και μάλιστα ζητούν και 10 ευρώ!
Ας δούμε την είδηση και τι είπε πάνω στο θέμα ο Αγιος Πα'ί'σιος.
Οι σημερινές ταυτότητες μπορούν εύκολα να παραποιηθούν 
και στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν 
για την έκδοση διαβατηρίων από κυκλώματα πλαστογράφων.


Ζήτημα χρόνου είναι να αλλάξουν οι ταυτότητες και ήδη έχει συγκροτηθεί επιτροπή που επεξεργάζεται προτάσεις για την αντικατάσταση των υφιστάμενων ταυτοτήτων με νέα δελτία, τα οποία θα είναι δύσκολο να παραχαραχτούν. Την είδηση επιβεβαίωσε στην ΕΡΤ ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος υπολογίζει το κόστος σε περίπου 10 ευρώ για τον κάθε πολίτη.
Μέσα στους επόμενους μήνες όλοι οι Έλληνες πολίτες θα αποκτήσουν τις νέου τύπου, σύγχρονες αστυνομικές ταυτότητες. Ήδη στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη έχει συσταθεί επιτροπή στην οποία μετέχουν και αστυνομικοί της Διεύθυνσης Διαβατηρίων της Αστυνομίας, που θα υποβάλλει έως τα τέλη Γενάρη την πρότασή της για τα τεχνικά χαρακτηριστικά των νέων ταυτοτήτων.Ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Τόσκας μιλώντας στην ΕΡΤ ανέφερε ότι πρέπει να έχουμε μία ταυτότητα σύγχρονη που να έχει αξιοπιστία ως έγγραφο που να μην μπορεί να πλαστογραφηθεί εύκολα, επομένως προχωράμε. Υπάρχει κάποιο οικονομικό κόστος, δεν θέλουμε να επιβαρύνουμε τον πολίτη, υπολογίζουμε γύρω στα δέκα ευρώ θα κοστίσει κάθε ταυτότητα και είμαστε στην διαδικασία προκειμένου να συντάξουμε και να αιτιολογήσουμε τις νέες ταυτότητες.

Η επιτροπή θα προτείνει εάν εκτός από το δακτυλικό αποτύπωμα θα υπάρχουν και άλλα βιομετρικά χαρακτηριστικά του κατόχου στις νέες ταυτότητες.

Οι σημερινές ταυτότητες μπορούν εύκολα να παραποιηθούν και στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για την έκδοση διαβατηρίων από κυκλώματα πλαστογράφων. Αντίθετα στα διαβατήρια που εκδίδονται από την Αστυνομία–σύμφωνα με τις πλέον σύγχρονες προδιαγραφές ασφαλείας– δεν έχουν παρατηρηθεί μέχρι στιγμής κρούσματα πλαστογραφίας. Το ίδιο και στα νέα διπλώματα οδήγησης που από το 2009 εκδίδονται με τις ίδιες προδιαγραφές από το Εθνικό Κέντρο Έκδοσης Εγγράφων Ασφαλείας, που εδρεύει στη διεύθυνση διαβατηρίων της Αστυνομίας.
  


Οί νέες ταυτότητες

- Γέροντα, είπε κάποιος: «Πώς το πεντοχίλιαρο έχει το 666 και τό χρησιμοποιούμε; Το ίδιο θα είναι και η ταυτότητα». 
- Το πεντοχίλιαρο είναι νόμισμα - και η λίρα της Αγγλίας έχει επάνω την Βικτώρια " αυτό δεν με πειράζει. «Τα Καίσαρος Καίσαρι»". Εδώ όμως είναι η ταυτότητα μου, είναι κάτι προσωπικό- δεν είναι νόμισμα. Ταυτότητα σημαίνει ό,τι και η λέξη " ταυτίζεται δηλαδή κανείς μ' αυτά που δηλώνει. Βάζουν τον διάβολο και υπογράφω ότι τον αποδέχομαι. Πώς νά τό κάνω αυτό; 
- Γέροντα, τί σχέση έχει αυτη η ταυτότητα με τό σφράγισμα; 
- Η ταυτότητα δεν είναι τό σφράγισμα " είναι η εισαγωγή τού σφραγίσματος.
- Ο κόσμος, Γέροντα, ρωτάει τι να κάνουν σχετικά με τις νέες ταυτότητες. 
- Εσείς καλύτερα, όταν σας ρωτούν, να τους λέτε νά συμβουλεύονται τους Πνευματικούς τους και να κάνουν υπομονή να δουν πώς θα ενεργήση η Εκκλησία, γιατί πολλοί κάνουν ερωτήσεις, άλλα λίγοι καταλαβαίνουν τις απαντήσεις. Αφού ξεκάθαρα τα γράφω στο φυλλάδιο «Σημεία των καιρών», ας ενεργήση ο καθένας ανάλογα με την συνείδηση του. Βέβαια μερικοί είπαν: «Έ, αυτά είναι μια γνώμη ενός καλογήρου " δεν είναι η θέση της Εκκλησίας». Εγώ όμως δεν είπα δική μου γνώμη, άλλα διατύπωσα απλά τα λόγια του Χριστού, του Ευαγγελίου, γιατί την δική μας γνώμη πρέπει να την υποτάσσουμε στο θέλημα του Θεού, που εκφράζεται μέσα στο Ευαγγέλιο. Άλλοι, τα αντίθετα από όσα λέω, λένε ότι τα είπε ο πατήρ Παΐσιος. Μερικοί πάλι που τα ακούν, αφού είναι τόσο σοβαρά θέματα, δεν ρωτούν αν είναι έτσι, αν πράγματι τα είπα, άλλα τα πιστεύουν. Εγώ δεν φοβάμαι τα λέω έξω από τα δόντια. Έρχονται στό Καλύβι, πετάν εξάρια στό κουτί. Καλά αυτά, τέλος πάντων! Μια μέρα πέταξαν μια πινακίδα έξω από την πόρτα... Νόμιζα ότι ήρθε κάποιος, δεν με βρήκε και έγραψε «απουσιάζει», για να το δη και κανείς άλλος. Κοιτάω μετά, τι να δω! Είχε μια βρισιά! Τέτοια βρισιά δεν είχα ακούσει ούτε κοσμικός. Θά φάη ένα σκούπισμα όλη αυτή η κατάσταση, άλλα θά περάσουμε μια μπόρα. Ο κόσμος έχει ξεσηκωθή, και εμείς πρέπει να ξεσηκωθούμε με πολλή προσευχή.
Άλλοι ενδιαφέρονται για το θέμα των ταυτοτήτων, άλλοι το εκμεταλλεύονται και δημιουργούν προβλήματα. Η Εκκλησία πρέπει να πάρη μια θέση σωστή. Να μιλήση, να εξήγηση στους πιστούς, για να καταλάβουν ότι, αν πάρουν την ταυτότητα, αυτό θα είναι πτώση. Συγχρόνως να ζητήση από το κράτος τουλάχιστον να μην είναι υποχρεωτική η νέα ταυτότητα. Αν η Εκκλησία λάβη μια θέση σοβαρή και σεβασθούν την ελευθερία των πιστών και οποίος θέλει θα βγάλη νέα ταυτότητα, όποιος θέλει θα έχη την παλιά, τότε θα την πληρώσουν μόνο μερικά γερά καρύδια, γιατί οι άλλοι θα τους πηγαίνουν κόντρα. Ο πολύς κόσμος θα κάνη την δουλειά του. Όσοι θα θέλουν να εξυπηρετηθούν θα έχουν την νέα και οι άλλοι οι καημένοι, οι ευλαβείς, θα έχουν την παλιά ταυτότητα και θα τους ταλαιπωρούν. 
Τώρα, αφού ο υπουργός υποσχέθηκε να μη βάλη το 666 στις ταυτότητες ούτε ορατώς ούτε αοράτως, και αυτό κάτι είναι. Θά κάνουμε υπομονή, θα δείξουν τα πράγματα. Και μόνον που λένε ότι δεν βάζουν το 666, είναι κάτι. Αρνούνται και οι ίδιοι. Ας δούμε τελικά τι θα βάλουν. Μέχρι που να κυκλοφορήσουν οι νέες ταυτότητες, μπορεί νά 'ρθη και η οργή του Θεού. Υστερα, δέν είναι ότι σε είκοσι τέσσερις ώρες θα πρέπη να βγάλουν όλοι ταυτότητες. Ας βγουν οι πρώτες " θά εξετασθούν και, αν βγη ψεύτης ο υπουργός, θα είναι δίκαιος ο αγώνας. Αν τώρα συνεχίσουμε τίς διαμαρτυρίες, εκείνοι θα πουν: «Νά, αυτοί δημιουργούν ταραχές. Ενώ δεν τίθεται θέμα, φωνάζουν και διαμαρτύρονται». Το σκυλί, αν είναι καλός φύλακας, γαυγίζει, όταν έρχεται ο κλέφτης. Όταν ο κλέφτης φύγη, σταματάει. Αν συνέχιση να γαυγίζη, τότε δεν είναι καλός φύλακας.
- Γέροντα, είπαν ακόμη, επειδή έχουμε ανεξιθρησκία, να μην αναγράφεται το θρήσκευμα στις νέες ταυτότητες. 
-Ναι, αυτούς δεν τους ενδιαφέρει, εμένα όμως με ενδιαφέρει, γιατί είναι η ταυτότητα μου. Γράφει από που είμαι και τι είμαι. Αν δεν μπη το θρήσκευμα, θά δημιουργηθούν προβλήματα. Θα πάη λ.χ. ένας στο γραφείο γάμων. Αν λέη η ταυτότητα «Ορθόδοξος» - άσχετα πόσων καρατιών είναι -, εντάξει. Αν όμως δεν γράφη τό θρήσκευμα, πώς θα του δώσουν άδεια γάμου; Για την Εκκλησία αυτό είναι μπέρδεμα. Αν πάλι μπη το θρήσκευμα προαιρετικά, θα είναι και σαν ομολογία. Η Ευρώπη είναι Ευρώπη. Εδώ είναι διαφορετικά.
  

Ήμερα να μη πέραση χωρίς προσευχήν, αλλά καί προσευχή να μη γίνη χωρίς δάκρυ



Αγαπήστε και την προσευχή. Ένας έκαμε προσευχή όλην την νύχτα. Τα λόγια της προσευχής του έρχονταν το ένα μετά το άλλο χωρίς δυσκολία.
Είτε έχεις ζήλο είτε όχι, την προσευχήν δεν θα κόβεις Ούτε θα αμελής. Δια πολλούς λόγους την προσευχήν δεν θα κόβεις Ούτε θα αμελής. Προσπάθησε επίσης, ένα κόμπο δάκρυ κάθε βράδυ να έχεις.
Ήμερα να μη πέραση χωρίς προσευχήν, αλλά καί προσευχή να μη γίνη χωρίς δάκρυ. Ή προσευχή πώς πηγαίνει; Εγώ, πολλές ήμερες κρεβάτι δεν βλέπω. Και όταν αρχίζω, γλυκαίνομαι καί δεν θέλω να τελειώσω.

Όταν κάμνετε προσευχήν, να λέτε: Πιστεύω.... εις ένα Θεόν... Πατέρα... Παντοκράτορα... Ποιητήν Ουρανού καί γης.... δηλ. να μη τα λέγετε, γρήγορα καί σας παίρνει ό πονηρός τον λογισμόν, άλλα αργά, για να τα νοιώθετε τα λόγια.

Επιμένετε καί αυξάνετε την προσευχήν. θα κάμετε την προσευχήν την οποίαν ορίζει ή Εκκλησία μας, δηλ. Εξάψαλμο, Απόδειπνο, Παράκλησιν κλπ. θα τα διαβάζετε αυτά από τα βιβλία, άλλα ενίοτε αφήνετε τα καί δι' ολίγον.


Δηλαδή χωρίς το βιβλίον, εκτός τα λόγια, αυτά της προσευχής, μιλήσατε καί μόνοι σας στο τον Χριστό μας. Άπλα καί από την καρδιά σας, πείτε Του σαν να τον βλέπατε μπροστά σας: 
«Πατέρα μου, έσφαλλα, δεν πέρασα την ήμερα μου πνευματικά, άλλα με κοσμικά πράγματα. Κατέκρινα, μίλησα πολύ, γέλασα, Έφαγα πολύ, προσευχή δεν έκαμα, είχα τόσες αδυναμίες και πτώσεις. Συγχώρεσέ με Κύριε κλπ.» Έτσι να λέγετε και θα σας λυπηθεί τότε ό Χριστός μας και θα σας στείλει δάκρυα. Και πρέπει να έλθουν δάκρυα, διότι αυτά τα δάκρυα της προσευχής θα σας δώσουν δύναμιν και χαράν. Αυτά θα σας πάρουν τις θλίψεις.
Όπως αν δεν εργασθείς μισθό δεν παίρνεις, Έτσι και χωρίς κόπο, προσπάθειες, επιμέλεια, προσευχήν κλπ. χαρίσματα Ούτε Έρχονται, Ούτε πνευματικές αγίες γεύσεις.

Αν στο μαγκάλι δεν προσθέσουμε κάρβουνα, ή φωτιά θα σβήσει. Προσοχή να μη σβήσει ή φωτιά. Και δεν θα σβήσει αν δεν κόψης την προσευχή.
Μετά τα λόγια της Ακολουθίας, Απόδειπνο κλπ. να παρακαλάς τον Θεόν και με απλά λόγια, με λόγια δικά σου για τα προβλήματα σου για τον πόνο σου, ως να είναι μπροστά σου και τον βλέπεις. Αυτά τα πονεμένα και κατανυκτικά λόγια, είναι σαν τα προσανάμματα δια να πιάσει ή φωτιά, δηλ. ό πόθος δια τον Θεόν. Και τότε έρχονται και τα δάκρυα.Αγάπησε την κατάνυξιν, φέρνε στο νου σου τις αίτιες πού θα σου φέρνουν δάκρυα.
Μια ψυχή, δεκατέσσερις ώρες, συνεχώς, έκλαιγε από κατάνυξιν. Έλεγε: Τα μάτια μου είναι μικρά, τα δάκρυα πολλά, δεν χωρούν.

Από το βιβλίο "Ιερώνυμος, ο Γέρων της Αιγίνης", Ι Ησ. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Αίγινας

Για να έχουν αποτέλεσμα οι προσευχές μας


Όποιος θέλει να επιτύχει το αίτημα της προσευχής του, πρέπει πάντοτε να ευχαριστεί τον Θεό. Αλλά επειδή μονάχα η κατάνυξη και τα δάκρυα δεν είναι αρκετά για να πείσουν τον Θεό να μας δώσει αυτά που του 

ζητούμε στις προσευχές μας αυτές, πρέπει να προσθέσουμε και κάποια άλλα στοιχεία που χρειάζονται ακόμη, για να έχουν θετικό αποτέλεσμα οι προσευχές μας. Ιδού μερικές από αυτές τις προϋποθέσεις στη συνέχεια, έξι τον αριθμό.

α) Όποιος θέλει να πάρει θετική απάντηση στο πρώτο του αίτημα, που είναι η συγχώρηση των αμαρτημάτων του, πρέπει κι αυτός ο ίδιος, όταν προσεύχεται, να συγχωρεί τ’ αμαρτήματα που διέπραξαν εις βάρος του οι άλλοι, καθώς μας δίδαξε ο Κύριος: «όταν στέκεστε σε προσευχή, ν’ αφήνετε ότι διαφορές έχετε με κάποιον, συγχωρώντας τον, κ’ έτσι να συγχωρήσει και ο Πατέρας μας ο ουράνιος και τα δικά σας παραπτώματα» (Μαρκ. ια’ 25).

β) Όποιος ζητάει να λάβει κάτι από τον Θεό, πρέπει να το ζητάει χωρίς διψυχία και δισταγμό, αλλά με στερεή και αδίσταχτη πίστη, όπως μας λέει πρώτα ο ίδιος ο Κύριος μας: «όλα όσα ζητάτε στην προσευχή σας με πίστη, θα τα λάβετε» (Ματθ. κα’ 22) και, κατόπιν, ο αδελφόθεος Ιάκωβος: «κι αν κάποιος από σας υστερεί σε σοφία, ας τη ζητήσει από τον Θεό, που τη χαρίζει με απλότητα σε όλους, χωρίς να περιφρονεί κανέναν αλλά που να τη ζητάει με πίστη, δίχως αμφιβολία, διότι όποιος έχει αμφιβολίες ομοιάζει με το κύμα της θάλασσας, που ο άνεμος το παρασέρνει και το πηγαίνει πότε εδώ και πότε εκεί· να μην ελπίζει ποτέ πως θα πάρει κάτι από τον Κύριο ένας τέτοιος άνθρωπος δίγνωμος και άστατος σ’ όλους τους τρόπους της ζωής του» (Ιακ. α΄ 5-7).

γ) Όποιος ζητάει, πρέπει να μην παρακαλεί για ζητήματα που δεν τον συμφέρουν πνευματικά, δηλαδή για κοσμικά πράγματα που προξενούν τις ηδονές του, αλλά να ικετεύει για ζητήματα κατά Θεόν, δηλαδή που συμφέρουν κ’ ενδιαφέρουν τη σωτηρία της ψυχής του. Ακούστε και τον ονειδισμό εκ μέρους του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που λέει: «ζητάτε κάτι και δεν το λαμβάνετε, διότι το ζητάτε με κακό σκοπό, δηλαδή το ζητάτε για να το κατασπαταλήσετε για τις ηδονές σας» (Ιακ. δ’ 3)

δ) Όποιος θέλει να λάβει όσα συμφέροντα για την ψυχή του ζητάει από το Θεό, πρέπει κι αυτός να εργάζεται και να κάνει όλα όσα δύνεται και μπορεί, σύμφωνα και με την κοινή παροιμία, που λέει «συν Αθηνά και χείρα κίνει»· πρέπει δηλαδή να μην αμελεί και να μην παραδίνει θεληματικά τον εαυτό του πρώτα στα πάθη, και τις επιθυμίες, κ’ έπειτα ζητάει τη θεία βοήθεια, διότι δεν θα τη λάβει ποτέ, σύμφωνα και με τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου: πρέπει, λοιπόν, πρώτα να προσφέρει κάνεις όλα όσα μπορεί μόνος του, και υστέρα να παρακαλεί τον Θεό να έρθει βοηθός και σύμμαχος του- διότι, όταν κάποιος παραδώσει τον εαυτό του με νωθρότητα στις επιθυμίες και παραδοθεί έτσι μόνος του στους εχθρούς, αυτόν ο Θεός δεν τον βοηθάει ούτε εισακούει τις δεήσεις του, διότι πρόλαβε ο ίδιος και με την αμαρτία του αποξενώθηκε από τον Θεό· γιατί, βέβαια, όποιος επιθυμεί να έχει τη βοήθεια του Θεού, δεν προδίδει το πρέπον και το αρμόζον· κι αυτός που δεν προδίδει το πρέπον και το αρμόζον, δεν προδίδεται και δεν εγκαταλείπεται ποτέ από τη θεία πρόνοια και βοήθεια» (Ασκητικαί Διατάξεις, κεφ. α’). Και, ακριβώς, γι’ αυτούς λέγει ο Θεός με το στόμα του προφήτου Ησαΐα: «με αναζητούν την κάθε ημερα, κ’ επιθυμούν να γνωρίσουν τις εντολές μου, ωσάν λαός που έπραξε το δίκαιο και που δεν εγκατέλειψε την κρίση του Θεού» (Ησ. νη’ 2).

Και, για να το πούμε με δυο λόγια, οποίος θέλει να εισακούσει ο Θεός τη δέησή του και να λάβει θετική απάντηση στο ζήτημά του, πρέπει να βιάζει τον εαυτό του, όσο μπορεί, για να φυλάγει τις εντολές του Θεού, ώστε να φτάσει στο σημείο να μην τον κατηγορεί η συνείδηση του ότι καταφρόνησε ή αμέλησε κάποιο πράγμα, που μπορούσε να το κάμει και δεν το έκαμε.

Διότι, όπως λέει ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «όταν η καρδιά μας παύει να μας κατηγορεί, τότε αποκτούμε θάρρος εμπρός στον Θεό, κι Εκείνος μας δίνει ότι Του ζητούμε, γιατί εκτελούμε τις εντολές Του, και κάνουμε όλα όσα είναι αρεστά σ’ Εκείνον» (Α’ Ιωάν. γ’ 21-22). 

Και ο μέγας Βασίλειος προσθέτει: «Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να μη μας κατηγορεί σε τίποτε η συνείδησή μας, και τότε μονάχα μπορούμε να επικαλούμαστε τη θεία βοήθεια» (Ασκητ. Διατ., ο.π.) Και όχι μονάχα, όταν κάποιος προσεύχεται για τον εαυτό του, πρέπει να κάνει τα καθήκοντά του όσο μπορεί καλύτερα, αλλά και στην περίπτωση που κάποιος άλλος προσεύχεται για κείνον, πρέπει κι αυτός να συνεργεί προσωπικά για να καρποφορήσει η προσευχή που γίνεται για λόγου του. 

Αυτό ακριβώς σημαίνει ο λόγος του Αδελφοθέου, «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργούμενη» (Ιακ. ε’ 16), τον οποίο ερμηνεύοντας ο θείος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει: «Πράγματι, πολύ ισχύει η δέηση του δικαίου, είτε χάρη στον δίκαιο που την κάνει, είτε και χάρη σ’ εκείνον που ζητάει από τον δίκαιο να την πραγματοποιήσει· διότι, από μεν την πλευρά του δικαίου που γίνεται η δέηση, αυτή δίνει θάρρος να παρουσιαστεί και να ζητήσει από Κείνον που μπορεί να εισακούσει τα αιτήματα των δικαίων, ενώ από την πλευρά εκείνου που ζητάει από τον δίκαιο να κάμει γι’ αυτόν τη δέηση, του δίνει την ευκαιρία ν’ απομακρυνθεί από την κακία και να εγκολπωθεί πάλι την διάθεση για ενάρετο βίο» (Ε’ εκατ. περί θεολογίας, κεφ. πδ’).

Και ο ίδιος πάλι, σε άλλο σημείο, λέει: «Είναι πράγματι δείγμα μεγάλης νωθρότητας, για να μην πω παραφροσύνης, να επιζητεί κανείς τη σωτηρία του με τις δεήσεις των δικαίων, ενώ η διάθεσή του στρέφεται προς τις τέρψεις, και να ζητάει τη συγχώρεση εκείνων των αμαρτημάτων, για τα οποία σπιλώνεται με δική του διάθεση και ενέργεια. Πρέπει, λοιπόν, να μην αφήνει ανενεργή και ακίνητη τη δέηση του δικαίου…, αλλά να την ενεργοποιεί και να την ισχυροποιεί, δίνοντάς της φτερά με τις δικές του αρετές» (ο.π., κεφ. πγ’).

ε) Όποιος θέλει να εισακούσει ο Κύριος το αίτημά του, πρέπει να μην λιποψυχάει, ούτε να θλίβεται και να στενοχωριέται όταν προσεύχεται, αλλά να προσμένει με υπομονή και μακροθυμία, κι ας περνάει αρκετός καιρός αναμονής. Έτσι και ο Κύριος, για να μας διδάξει να προσμένουμε υπομένοντας και προσκαρτερώντας στην προσευχή, χωρίς να στενοχωριόμαστε καθόλου, μας αναφέρει στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο την παραβολή της χήρας, η οποία με την επιμονή και την υπομονή της, έπεισε στο τέλος τον άδικο δικαστή να της αποδώσει το δίκιο της. «Και τους έλεγε και την παραβολή αυτή, για το ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποκάμουν» (Λουκ. ιη’ 1). Έχουμε, από την άλλη πλευρά, και τον λόγο του μεγάλου Βασιλείου, που λέει ότι, μπορεί στη δέησή σου πολλές φορές να ζητήσεις τα πνευματικώς συμφέροντα, όμως δεν επέμεινες αρκετά. Διότι, όπως είναι γραμμένο, «με την υπομονή σας θα σώσετε τις ψυχές σας» (Λουκ. κα’ 19). Και, «όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί» (Ματθ. ι’ 22). Έχουμε γι’ αυτό το θέμα παράδειγμα τον Αβραάμ, ο οποίος, αν και ήταν νέος όταν προσεκλήθη από την Ασσυρία να πάει στην Παλαιστίνη, και είχε λάβει μάλιστα και υπόσχεση από το Θεό, πως θα πληθυνθεί το σπέρμα της γενιάς του όπως τ’ αστέρια τ’ ουρανού, είδε να πραγματοποιείται η παραπάνω υπόσχεση του Θεού μόλις στα εκατό χρόνια της ηλικίας του!

Επίσης, και το παράδειγμα του Ισαάκ, ο οποίος παρακαλούσε τον Θεό να του χαρίσει τέκνα, αλλά η δέησή του εισακούστηκε μόλις ύστερα’ από είκοσι χρόνια!

Ο μέγας Βασίλειος σε συμβουλεύει: «μιμήσου, λοιπόν, και σύ, αδελφέ μου, αυτούς τους Πατριάρχες και την πίστη τους· και αν περάσει κ’ ένας χρόνος, τρίτος ή τέταρτος ή περισσότερα χρόνια δίχως να λάβεις το αίτημά σου, μην αφήνεις την προσευχή, αλλά να επιμένεις με πίστη, εργαζόμενος πάντα το αγαθό».

Και ο άββάς Μακάριος προσθέτει: «οποίος δεν βλέπει να εισακούεται γρήγορα η δέησή του, αλλά ν’ αναβάλλεται από το Θεό, αυτός αισθάνεται πιο φλογερή την επιθυμία της προσευχής· και όσο πιο πολύ μακροθυμεί ο Θεός, δοκιμάζοντάς μας στον πόνο, τόσο πιο πολύ έντονα οφείλει ο προσευχόμενος να επιμένει, ζητώντας την δωρεά του Θεού» (Σειρά στο Κατά Ματθαίον, κεφ. ζ’).ς) και τελευταίον· όποιος θέλει να επιτύχει το αίτημα της προσευχής του, πρέπει πάντοτε να ευχαριστεί τον Θεό, είτε λάβει γρήγορα εκείνο που ζητά, είτε και αργότερα. 

Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος μας λέγει: «τα αιτήματά σας να τ’ απευθύνετε στο Θεό με προσευχή και δέηση, που θα συνοδεύονται από ευχαριστία» (Φιλιπ. δ’ 6).

Επειδή, πολλές φορές, ο Θεός δεν μας δίνει γρήγορα εκείνο που του ζητούμε, ή γιατί ξέρει πως θα χάσουμε αυτό που θα μας χαρίσει και, γι’ αυτόν το λόγο, θα τιμωρηθούμε περισσότερο, αφού αθετήσαμε το χάρισμα του και τη δωρεά του· ή, γιατί, γνωρίζοντας πως μόλις λάβουμε το αίτημά μας θα πάψουμε να προσευχόμαστε.

Γι’ αυτό αναβάλλει το ζήτημα μας και δεν το πραγματοποιεί, θέλοντας και προνοώντας να τον παρακαλούμε πάντοτε και να βρισκόμαστε κοντά του με την προσευχή· ή, ακόμη, για να φανεί η πίστη και η αγάπη μας προς τον Θεό, ή και για άλλους λόγους που έχει ο Θεός, ακατανόητους βέβαια σ’ εμάς, αλλά δίκαιους, που αποβλέπουν πάντοτε προς το πνευματικό συμφέρον μας.

Τα βεβαιώνει όλα αυτά και ο βαθύς θεολόγος και πράγματι μέγας Βασίλειος, με όσα γράφει στο α’ κεφάλαιο των Ασκητικών του Διατάξεων, οπού συμπερασματικά μας λέγει:

«Γνωρίζοντας, λοιπόν, όλα αυτά, είτε πιο γρήγορα εισακουστούμε και λάβουμε, είτε πιο αργά, ας παραμείνουμε πάντοτε με ευχαριστίες στον Κύριο, διότι όλα όσα κάνει ο Δεσπότης τα κάνει πάντοτε οικονομώντας τη δική μας σωτηρία· και να μην λιποψυχούμε, σταματώντας τις προσευχές και τις δεήσεις».

Και τί λέω; είτε λάβουμε απ’ το Θεό, είτε δεν λάβουμε τα αιτήματά μας, εμείς πρέπει να τον ευχαριστούμε πάντοτε και να επιμένουμε κρούοντας τη θύρα του Θεού και ζητώντας πάλι και πάλι με την προσευχή μας· διότι μας αρκεί και τούτο το μέγα χάρισμα που λαβαίνουμε, δηλαδή το ότι αξιωνόμαστε να συνομιλούμε με τον ίδιο το Θεό και να παραμένουμε ενωμένοι μ’ Εκείνον όταν προσευχόμαστε.

Έτσι μας λέει και ο χρυσός κάλαμος του αγίου Ιωάννου, με κομψότητα και γλαφυρότητα, γράφοντας τα παρακάτω: «μεγάλο αγαθό η προσευχή, όταν γίνεται με διάνοια καθαρή και χαρούμενη, κι όταν μάθουμε τους εαυτούς μας να ευχαριστούν το Θεό πάντοτε: όχι μονάχα όταν λαβαίνουμε τα αιτήματα της προσευχής, μα κι όταν δεν τα λαβαίνουμε.

Διότι, άλλοτε μεν μας δίνει κι άλλοτε δεν μας δίνει· ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις είσαι κερδισμένος, αφού είτε λάβεις είτε δεν λάβεις, ήδη έχεις λάβει και μη λαμβάνοντας· κι όταν επιτύχεις το ζητούμενο κι όταν δεν το πετύχεις· ήσουν τυχερός κι όταν δεν το πέτυχες, επειδή μερικές φορές το να μη λάβεις το αίτημά σου είναι επωφελέστερο· διότι, αν δεν ήταν προς το συμφέρον μας το να μην το λάβουμε, ο Θεός θα μας το έδινε οπωσδήποτε. Και το να μην πετυχαίνουμε κάτι, όταν καταλήγει προς το συμφέρον μας, είναι όντως επιτυχία» (Εις Ανδριάντας, λόγ. α΄· και Περί ευχής, τ. ζ’).

Ανάλογα έγραψε και ο άγιος Ιωάννης, που μας παρέδωκε την ουράνια Κλίμακα: «να μη λες, πως περνάς πολλή ώρα στην προσευχή, δίχως να κατορθώσεις τίποτε, γιατί ήδη έχεις κάτι κατορθώσει· διότι, ποιό άλλο αγαθό θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερο απ’ το να βρίσκεσαι κοντά στον Κύριο και να είσαι με την προσευχή εκεί, αδιαλείπτως περιμένοντας την ένωση μ’ Εκείνον;»

Αν, λοιπόν, αδελφοί και πατέρες, συμφωνείτε με όλα όσα είπαμε πιο πάνω, και προσφέρετε στον άγιο Θεό τις προσευχές, εγώ σας πληροφορώ πως θα πλουτίσετε τις ψυχές σας με πίστη ακλόνητη, με βέβαιη ελπίδα, με αγάπη ανόθευτη, με συγχώρεση των αμαρτημάτων, και θα έχετε την απαλλαγή των ορατών και των αοράτων κακών, την απόλαυση των αιτημάτων σας, τη λύτρωση από τους πειρασμούς των δαιμόνων και την επικοινωνία και ένωση με τον Θεό και τους Αγγέλους του· επειδή, κατά τον χαριτώνυμο και χρυσόστομο κήρυκα της προσευχής: «όταν αληθινά συνομιλούμε στην προσευχή με τον Θεό, τότε γινόμαστε ένα με τους Αγγέλους» (Λόγος Περί Προσευχής). Και μ’ ένα λόγο, θέλω να σας πω, ότι με τις θείες τούτες προσευχές θ’ απολαύσετε ένα σωρό αγαθά, μια απέραντη θάλασσα από θησαυρούς, πλήθος από καλά, ολόκληρη θημωνιά από αρετές, ατελείωτη σειρά χαρισμάτων και ώριμους καρπούς πνευματικής ωφελείας.

Ο πόθος του Θεού για τον μεγαλύτερο αμαρτωλό είναι ανώτερος από τον πόθο της αγάπης του μεγαλύτερου αγίου για τον Θεό



– Ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί Θεάνθρωπος τρέχει παντοῦ ἀοράτως ζητῶντας πάντοτε τούς ἀδελφούς Του (Ματ.28,10) μέχρι νά τούς ὁδηγήση ὅλους στήν σωτηρία καί στόν Πατρικό Οἶκο. Αὐτό τό ἔργο θά τό κάνη μέχρι τέλος τοῦ κόσμου.

-Ἐάν αἰσθανώμεθα πόνο στήν ζωή αὐτή, ἀσύγκριτα πονᾶ γιά ἐμᾶς ὁ Σωτῆρας μας Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἐπιτρέπει αὐτό τόν πόνο γιά νά μᾶς καθαρίση ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Ὁ Χριστός ἦλθε νά βάλη φωτιά στήν γῆ, πού εἶναι ἡ ἀγάπη Του, ἡ ὁποία καίει τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ καί ἀκτινοβολεῖ μέ θεῖο φῶς τούς ταπεινούς ὁπαδούς τοῦ Ἰησοῦ πού ἔχουν ἐπιστρέψει στόν Πατρικό Οἶκο.

-Ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ γιά τόν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν πόθο τῆς ἀγάπης τοῦ μεγαλυτέρου Ἁγίου γιά τόν Θεό.

-Ὅταν φθάσουμε στήν γνῶσι περί τοῦ τί εἴμεθα ἀκριβῶς, ὅτι ἔχουμε μία συγγένεια μέ τόν Θεό, ὅτι κατοικεῖ πνευματικά μέσα στήν ὕπαρξί μας, ὅτι εἴμεθα στό κατώφλιο τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς μιᾶς ἀντιλήψεως γιά τήν ζωή, τότε ὁ Θεός ἀνάβει τό καντήλι καί φωτίζεται ὅλη ἡ ζωή μας μέ τήν χριστιανική ἀντίληψι πού ἔχουμε γιά τόν κόσμο καί γιά τήν ζωή.

-Σέ περίπτωσι πού ὁ παλαιός ἄνθρωπος πού εἶναι μέσα μας ἀποθρασυνθῆ μέ στήριγμα τά βιολογικά του «δικαιώματα» εἰς βάρος τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ πού ζητεῖ νά κατοικήση μέσα μας, τότε ἡ παρουσία αὐτῶν τῶν δύο ἀντιθέτων δυνάμεων συντηρεῖται μέσα μας καί φθάνει σέ ἕνα ἀγεφύρωτο χάσμα. Τελικά, ὅταν ὑπερτερήσουν τά θελήματα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἀναχωρεῖ τό Ἄγιο Πνεῦμα ἀπό τόν ἄνθρωπο καί ἔρχονται οἱ παιδεύσεις, πού εἶναι καρπός τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Ἔτσι ἔχουμε τήν αἰτία τοῦ κατακλυσμοῦ: «Οὐ μή καταμείνη τό πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τόν αἰῶνα διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας» (Γεν.6,3).

-Σ᾿ ὅλη τήν πορεία ἀπό τίς ἐντολές στήν γνῶσι καί ἀπό τήν ἄσκησι στήν μυστική ζωή δέν ἠμποροῦμε μόνοι μας νά κάνουμε οὔτε ἕνα βῆμα.

-Αὐτή εἶναι ἡ μυστική λογική τῆς Θείας πρόνοιας: Ὅλος ὁ κόσμος, μετά ἀπό τίς πειρασμικές του περιπέτειες, νά «συγκρουσθῆ» μέ τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

-Γνωρίζοντας ὁ Θεός τήν ἀδυναμία τῶν πιστῶν καί τήν ροπή πρός τήν κακία, ἔρχεται καί ἐπανέρχεται συχνά μέ διάφορα φοβερά συμβάντα μέσα στήν ζωή τους γιά νά τούς συνετίση καί διδάξη τήν μετάνοια.

-Ὁ Θεός δέν παιδεύει ὅλα τά κακά ἐδῶ καί ἀμέσως, ὅπως ἐπίσης δέν πληρώνει ὅλα τά καλά. Ἐάν ὁ Θεός ἐπαίδευε ἐδῶ ὅλα τά κακά, αὐτό ἠμποροῦσε νά σημαίνη ὅτι ὁ κόσμος αὐτός εἶναι ὁ μόνος πού ὑπάρχει ἐδῶ καί δέν ὑπάρχει ἄλλος στήν ἄλλη ζωή. Ἀκόμη, ἐάν ἐπαίδευε ἐδῶ ὅλα τά κακά, αὐτό θά ἐσήμαινε ὅτι φοβᾶται ὁ Θεός τήν δύναμι τοῦ κακοῦ, τό ὁποῖο ἀτιμώρητο θά ἠμποροῦσε νά κυριαρχήση σ᾿ ὅλο τόν κόσμο.

-Ἐάν ὁ Θεός ἐπλήρωνε ὅλα τά καλά ἐδῶ, αὐτό θά ἐσήμαινε ὅτι ὑπάρχει μόνο αὐτός ὁ κόσμος καί ὄχι ἄλλος. Καί πάλι, ἐάν ἐπλήρωνε τό ἀγαθόν ἐδῶ, θά ἐσήμαινε ὅτι ἡ ψυχή ὑπάρχει μόνο γι᾿ αὐτόν τόν κόσμο, στόν ὁποῖον ὁ Θεός πρέπει νά ξεκαθαρίση γρήγορα τίς ὑποχρεώσεις Του πού ἔχει μέ τόν ἄνθρωπο. Ἐνίοτε ὁ Θεός παιδεύει ἐδῶ τό κακό καί ἀμείβει τό ἀγαθό, γιά νά γίνεται σ᾿ ὅλους γνωστό ὅτι καί τό κακό τιμωρεῖται καί τό καλό ἀμείβεται. Ἐάν αὐτό τό ἔργο τό κάνει σπάνια ὁ Θεός στόν κόσμο, εἶναι σημεῖο ὅτι ὑπάρχει σίγουρα καί μία ἄλλη ζωή, ὅπου θά γίνη πλήρης δικαίωσις τῶν πάντων.

-Ἐάν ἐνίοτε ὁ Θεός δέν παιδεύει τόν ἁμαρτωλό, εἶναι διότι περιμένει τήν μετάνοιά του. Ἐάν δέν ἀνταμείβει τά καλά ἔργα ἑνός δικαίου, αὐτό εἶναι σημεῖο γιά νά τόν βοηθήση περισσότερο στήν ὑπομονή. Καί στίς δύο περιπτώσεις περιμένει τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου καί ἀσφαλῶς θά δώση στόν καθένα κατά τά ἔργα του.

-Μία πλήρης πληρωμή ἐδῶ ἑνός δικαίου ἀνθρώπου θά ἔβλαπτε ἀνεπανόρθωτα τήν ἐλευθερία του.

-Νά μή γίνεται τό κακό ἀπό τόν φόβο τῆς τιμωρίας, ἐνῶ τό καλό νά ἐπιτελῆται ἀπό τήν ἐλπίδα τῆς μελλοντικῆς ἀνταποδόσεως. Ἐάν σμικρυνθῆ κάτι ἀπό τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, θά σμικρυνθῆ καί τό κῦρος τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως.

-Ἰδού, λοιπόν, σέ ποιό κλῖμα ἀνιδιοτελοῦς ἐλευθερίας καί ἀγάπης θέλει ὁ Θεός νά ὑψωθοῦν τά παιδιά Του, σέ μεταφυσικό καί μυστικό πεδίο, ὅπου εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο εἶναι ἡ Ἀγάπη καί ἡ Ἀλήθεια. Καί αὐτό κάνουν οἱ ἐλεύθεροι ἄνθρωποι καί γνωστοί μεταξύ τους μέ μιά τέτοια ἀγάπη.

από το βιβλίο: “ΜΕΓΑΣ ΚΑΘΟΔΗΓΟΣ ΨΥΧΩΝ – ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΣΟΦΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΛΟΓΩΝ ΣΕ 500 ΚΕΦΑΛΑΙΑ” – ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΜΠΟΚΑ ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ (+1910-1989)