Ἀκούμπησε τὸ φορτίο μὲ τὰ ξύλα στὸν ὀγκόλιθο ποὺ ἐξεῖχε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Ὁ ἀνήφορος τῆς ἔκοψε τὰ πόδια. Κοντοστάθηκε νὰ πάρει ἀνάσα, σκούπισε μὲ τὴν ποδιὰ τὸ ξαναμμένο της πρόσωπο. Ἀμνοεριφάκια παιχνιδιάρικα, λιγοστά, μετρημένα στὰ δάχτυλα τῆς μιᾶς χειρὸς – τὸ μικρό της ποίμνιο - τὴν προσπέρασαν ἀνυπόμονα κι ἔτρεξαν βιαστικὰ γιὰ τὸ στέκι τους. Ὁ ἥλιος, ξεφεύγοντας γιὰ μιὰ μονάχα στιγμὴ ἀπ’ τὰ πυκνὰ σύννεφα, ἔστειλε τὸ τελευταῖο χάδι του στὴ γῆ καὶ βούτηξε πρὸς τὴ δύση χλωμός.
Ἕνα κλάμα διέκοψε τὴ σιγαλιὰ τῆς βραδιᾶς. Ἡ λιγνὴ σιλουέτα της ἔγειρε πρὸς τὸ φορτίο. Ἀνασήκωσε ἀπ’ τὸν σωρό, τυλιγμένο προσεκτικὰ στὰ σπάργανά του, τὸ μωρό της. Τὴν εἶχε τυραννήσει σήμερα. Ἀνήμπορο ἦταν; Πεινοῦσε; Τρόμαξε ἀπὸ κάτι; Δὲν ἦταν σίγουρη. Τὸ κούνησε ἁπαλά, τό ’σφιξε στὴν ἀγκαλιά της, πάλεψε νὰ τὸ ἡσυχάσει. Τό ’βαλε γιὰ λίγο στὸν μαστό της νὰ τὸ ξεγελάσει.
Ἦταν τὸ μόνο ποὺ τῆς ἀπόμενε στὴ ζωή. Ὁ πόνος τὴν εἶχε τιμήσει μὲ τὴν παρουσία του πολλὲς φορές. Τρεῖς γόνοι της εἶχαν χαθεῖ χωρὶς νὰ δοῦν τοῦ ἥλιου τὸ φῶς. Σ’ αὐτὸ τὸ τέταρτο μονάχα, φαίνεται, τὴ θυμήθηκε ὁ Θεὸς καὶ τὸ παιδὶ γεννήθηκε καλά. Τὸ φτωχικό τους ἔλαμψε. Ἦταν ὁ γιός της, ὁ μονογενής, ὁ ἥλιος πού ’κανε μέρα φωτεινὴ τὴ νύχτα τῆς ζωῆς της.
Μὰ τὸ μικρὸ καλύβι τους ποὺ εἶχε γίνει παλατάκι, δὲν ἄργησε πολὺ νὰ ξανασκοτεινιάσει. Πᾶνε τρεῖς μῆνες τώρα ποὺ ὁ σύντροφός της ὁ ἀγαπημένος ἔσβησε. Τὸ πολύτιμο στήριγμά της χάθηκε. Ἡ χαρά της ἔφυγε ξανά. Ἔρημο δεντρὶ στὸν ἄνεμο, πολεμάει μόνη της πιά. Σφίχτηκε πάνω στὸν μικρό της γιό. Ὅλο της τὸ εἶναι μαζεύτηκε στὸ ἀδύναμο ἐκεῖνο πλασματάκι, τὸ τόσο εὔθραυστο, μὰ καὶ τόσο πολύτιμο. Ἦταν τὸ μόνο φῶς ποὺ ἔφεγγε ἀκόμα στὴν ψυχή της…
Ἀκούμπησε τὸ βρέφος μαλακὰ πάνω στὰ ξύλα καὶ ξαναπῆρε τὸ φορτίο της στὴν πλάτη. Ἔφτασε μὲ βήματα ἀργὰ στὸ φτωχικό της, ἕνα καλύβι ἔρημο, σὲ ἀπόσταση ἀπ’ τὸ ὑπόλοιπο χωριό, μοναχικὸ κι αὐτὸ σὰν τὴν κυρά του. Ταχτοποίησε τὰ λίγα ζωντανὰ στὸ στάβλο τους κι ἔκατσε κάποτε κι αὐτή, νὰ βολευτεῖ, νὰ συγυρίσει τὸ μικρὸ νοικοκυριό, νὰ ξανασάνει.
…Ἡ κρύα νύχτα ἁπλώθηκε γιὰ τὰ καλά, ὅταν μὲ τὰ πολλὰ κατάφερε νὰ βάλει τὸ μωρὸ νὰ κοιμηθεῖ κι ἔγειρε δίπλα του κατάκοπη κι αὐτή. Δὲν θά ’χαν κλείσει γιὰ καλὰ τὰ μάτια της, ὅταν τῆς φάνηκε πὼς κάποιος χτύπησε τὴν πόρτα. Ἔστησε αὐτὶ μὲ προσοχή, ἐνῶ ἡ καρδιά της σκίρτησε ἀπὸ φόβο. Καὶ νά, ποὺ κάποιος ξαναχτύπησε σιγανά, διακριτικά. Φαινόταν πώς, ὅποιος κι ἂν ἦταν, δὲν ἤθελε νὰ τοὺς τρομάξει. Μὰ τί συνέβαινε; Ποιὸς χτύπαγε νυχτιάτικα; Ἀνήσυχο τὸ βλέμμα της ἀναζήτησε τὸ μωρό της. Εὐτυχῶς κοιμόταν ἥσυχα.
Σηκώθηκε περπατώντας στὰ νύχια καὶ πῆγε ὣς τὴν πόρτα.
- Ποιὸς εἶναι; φώναξε σιγανά.
- Ἄνοιξε, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! μίλησε μιὰ γλυκειὰ γυναικεία φωνή. Ἔχω μικρὸ παιδί, χρειάζομαι φωτιὰ νὰ τὸ ζεστάνω.
Ἄνοιξε παραξενεμένη.
Μιὰ νεαρὴ μητέρα, σχεδὸν δεκαπεντάχρονο κορίτσι, στεκόταν στὴν πόρτα της. Ἕνα βρέφος μὲ μάτια κλειστὰ ἔγερνε ἥσυχα τὸ κεφαλάκι του πάνω στὸ στῆθος της. Στὸ πλευρό της παράστεκε ἕνας σεβάσμιος πρεσβύτης.
Ἡ γυναίκα στάθηκε γιὰ λίγο ἀμήχανη, μὰ σὰν ἀντίκρυσε τὸ βλέμμα τῆς βρεφοκρατούσας, παραμέρισε ἀμέσως. Τοὺς ἔβαλε γρήγορα στὸ φτωχικό της. Ἔβγαλε ὅ,τι εἶχε νὰ τοὺς περιποιηθεῖ. Ἔφερε ψωμὶ νὰ φᾶνε καὶ ζέστανε γάλα φρεσκοαρμεγμένο ἀπὸ τὰ ζωντανά της γιὰ τὴ νεαρὴ μητέρα νὰ τονωθεῖ. Κατέβασε μάλλινα σκεπάσματα, ὑφασμένα μὲ τὸ χέρι της στὸν ἀργαλειό, τοὺς ἔστρωσε ζεστὰ νὰ κοιμηθοῦν. Λίγο θὰ ξεκουράζονταν, τῆς εἶπαν καὶ θά ’φευγαν ξανὰ μὲς στὴ νυχτιά.
- Ὁ δρόμος μας εἶναι μακρὺς καὶ δύσκολος, εἶπε ἡ νεαρὴ μητέρα, καθὼς ἔγερνε τὸ κουρασμένο σῶμα της στὸ στρῶμα νὰ ξεκουραστεῖ.
Ἀκούμπησε τὸ βρέφος της δίπλα στὸ ἄλλο βρέφος, ποὺ ἐδῶ καὶ ὥρα πιὰ κοιμόταν ἥσυχο. Στὸ ἄγγιγμα τοῦ ξένου βρέφους πάνω του, ἀνακινήθηκε τὸ κοιμισμένο βρέφος ζωηρά. «Ἐσκίρτησεν ἐν ἀγαλλιάσει». Ἄνοιξε παρευθὺς ὁλόχαρο τὰ μάτια του. Τὰ δυὸ παιδιὰ κοιτάχτηκαν μὲ τὰ καθαρὰ ἀπονήρευτα μάτια τους, προνόμιο μόνο τῶν παιδιῶν, καὶ χαμογέλασαν σὰν γνώριμα ἀπὸ παλιά. Οἱ γυναῖκες κοιτάχτηκαν μὲ τὴν κατανόηση ποὺ μόνο οἱ μητέρες μποροῦν νὰ ἔχουν καὶ χαμογέλασαν κι αὐτές.
…Ἡ νύχτα ἀγκάλιασε τὰ πάντα ξανά. Τίποτα δὲν ἀκουγόταν στὴν παγωμένη σκοτεινιά, πέρ’ ἀπ’ τ’ ἀπόμακρο, ἀραιό, πένθιμο κρώξιμο μιᾶς ξεμοναχιασμένης κουκουβάγιας…
…Μὰ ἡ βαθειὰ σιγὴ ἔγινε κομμάτια ξαφνικά, ὅταν μιὰ τρομερὴ σπαραχτικὴ κραυγὴ ἔσκισε ὣς πέρα τὴν ὁμίχλη τῆς νύχτας. Κι ἀμέσως ἄλλη κραυγὴ… καὶ ἄλλη… καὶ ἄλλη…, ὥσπου ἀμέτρητοι θρῆνοι σπαραχτικοὶ καὶ ἄγριες προσταχτικὲς φωνὲς βύθισαν τὸ μικρὸ χωριὸ σὲ μιὰ θανάσιμα λυπητερὴ μελωδία.
Στὸ φτωχικὸ τῆς χήρας ὅλοι τινάχτηκαν ὀρθοί.
- Γιὰ μᾶς εἶναι! εἶπε ἀλαφιασμένη ἡ νεαρὴ μητέρα. Ἐμᾶς ψάχνουν. Τὸ παιδί μου θέλουν, νὰ τὸ θανατώσουν! Δὲν θὰ προλάβουμε νὰ τοὺς ξεφύγουμε.
- Στὸν στάβλο γρήγορα! εἶπε ἡ γυναίκα ἀποφασιστικά, χωρὶς νὰ ρωτήσει περισσότερα. Δὲν θὰ σᾶς βροῦν ἐκεῖ. Θὰ σᾶς κρύψω καλά.
Καθὼς φωνὲς καὶ ποδοβολητὰ πλησίαζαν γρήγορα πρὸς τὴ μεριά τους, ἡ νεαρὴ μητέρα ἅρπαξε τὸ βρέφος της καὶ ἔτρεξαν ὅλοι πρὸς τὸν στάβλο. Μὰ πρὶν ἀκόμα προλάβουν νὰ μποῦν, δυὸ στρατιῶτες ἔφιπποι μὲ γυμνωμένα τὰ σπαθιὰ φάνηκαν νὰ καλπάζουν στὸ μονοπάτι. Οἱ καρδιὲς σφίχτηκαν στὴν παγερὴ ἀνάσα τοῦ τρόμου, καθὼς οἱ ὁπλὲς ἀντήχησαν βαριὰ καὶ πένθιμα στὸ παγωμένο καλντερίμι. Τὰ ἄλογα σηκώθηκαν στὰ δυό τους πόδια χλιμιντρίζοντας ἄγρια καὶ τὰ κρύα τους πέταλα πέταξαν σπίθες στὸ πλακόστρωτο, καθὼς οἱ ἀναβάτες τράβηξαν βίαια τὰ χαλινάρια καὶ πήδηξαν βιαστικὰ στὴ γῆ.
Ἔκαναν νὰ τρέξουν πρὸς τὸν στάβλο, ὅταν ἀπὸ τὸ φτωχικὸ καλύβι ἀκούστηκε φωνὴ παιδιοῦ. Μόνο του στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἀλαφιασμένο ἀπ’ τὴ μακάβρια συναυλία τῶν θρήνων, τὸ βρέφος τῆς φτωχειᾶς τινάχτηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο του, ξέσπασε σὲ ἄγριο κλάμα χωρὶς συγκρατημό. Οἱ στρατιῶτες χωρίστηκαν. Ὁ ἕνας μπῆκε στὸ καλύβι τῆς χήρας. Ὁ ἄλλος τράβηξε γιὰ τὸν στάβλο.
Ἔσπρωξε βίαια τὴν ξύλινη πόρτα μὲ τὸ πόδι του κι ἀμέσως βρέθηκε μπροστὰ στὴ νεαρὴ μητέρα. Κατάλαβε πὼς ἦταν αὐτὴ ποὺ ἀναζητοῦσε. Δὲν εἶχε προλάβει νὰ κρυφτεῖ. Καθόταν σ’ ἕνα δεμάτι ἄχυρο καὶ τὸν κοιτοῦσε ἀτάραχη. Ὁ φόβος εἶχε φύγει ἐντελῶς ἀπὸ τὸ βλέμμα της. Μιὰ ὑπέρλαμπρη χάρη φώτιζε τὸ πρόσωπό της. Τὸ γέμιζε ἐκπληκτικὴ ὀμορφιά. Ἕνα φῶς μυστικὸ ξεχυνόταν ἀπὸ τὰ γλυκά της μάτια, ἀντιφέγγιζε στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Στὴν ἀγκαλιά της ἀναπαυόταν τὸ βρέφος της, γερμένο πάντα ἥσυχα στὸ στῆθος της, σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε.
Ὁ στρατιώτης στάθηκε συνεπαρμένος ἀπ’ τὴν ὀμορφιά, τὴ γλυκύτητα καὶ τὴ γαλήνη τῆς μικρῆς κόρης μπροστά του. Ποτὲ δὲν εἶχε ξαναδεῖ παρόμοιο κάλλος. Θυμήθηκε ὅμως τὴν ἀποστολή του γρήγορα καὶ πάσχισε ν’ ἀπαγκιστρώσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ γοητεία τοῦ μυστηρίου ποὺ τὸν τύλιγε. Δὲν τοῦ εἶχαν ἀφήσει περιθώρια γιὰ τέτοια. Ὁ τρομερὸς βασιλιάς τους εἶχε δώσει ἀμετάκλητη προσταγή: Νὰ πεθάνει τὸ βρέφος αὐτό. Ἡ στιγμὴ λοιπὸν ἔφτασε. Θὰ ἦταν μεγάλη τιμή του νὰ γίνει αὐτὸς ποὺ θὰ φέρει εἰς πέρας τὴν ἐντολὴ τοῦ βασιλιᾶ.
Ἅπλωσε τὸ χέρι γιὰ ν’ ἀποσπάσει τὸ βρέφος ἀπ’ τὴ μητέρα του, ἐνῶ ὕψωνε τὸ σπαθί του μὲ τὸ ἄλλο. Μὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀκριβῶς τὸ βρέφος ἄνοιξε τὰ μάτια του, τὰ ἔστρεψε ὁλόισια πάνω του. Ὁ στρατιώτης ἔνοιωσε νὰ συνταράζεται ὁλόκληρος. Ξαφνικὸς ἀνεξήγητος τρόμος παρέλυσε τὰ μέλη του. Τὸ βλέμμα ἐκεῖνο φαινόταν νὰ εἰσορμᾶ μέσα του «ἐν στύλῳ πυρὸς καὶ νεφέλης», σὰν νὰ ξεχυνόταν ἀπ’ τὴν καρδιὰ ἑνὸς νέφους γεμάτου φωτιά. Φοβερὸ καὶ συνάμα μεγαλειῶδες μυστήριο ξετυλιγόταν μπροστά του. Ἄκουσε στὰ κατάβαθά του, χωρὶς νὰ μιλήσει κανένας, μιὰ φωνὴ σὰν βροντή:
- Κοπιάζεις ἄδικα! Δὲν ἦρθε ἀκόμα ἡ ὥρα μου. «Ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστι».
Στάθηκε ἀδύνατο νὰ ἀντέξει τὸ βλέμμα τοῦ βρέφους. Τρέμοντας ὁλόκληρος, ράκος ἐλεεινό, πανικόβλητος, βγῆκε τρικλίζοντας μὲ μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ βρεῖ τὸν σύντροφό του. Ἡ φτωχειὰ γυναίκα ἔμεινε κατάπληκτη. Ποιὰ ἦταν ἡ νεαρὴ αὐτὴ κόρη καὶ τὸ παράξενο βρέφος ποὺ γαλακτοτροφοῦσε; Τί ἀνεξήγητα μυστήρια ἔκρυβε ἡ νύχτα ἐκείνη; Κατάλαβε πὼς ἕνας κόσμος διαφορετικὸς εἶχε εἰσβάλει ξαφνικὰ στὸν κόσμο ποὺ ἤξερε, τὸν μίζερο, τὸν ταλαιπωρημένο.
…Ἔφερε ξανὰ τὴ συνοδία ἀπὸ τὸν στάβλο στὸ καλύβι της. Μὰ εὐθὺς ὡς ἔβαλε τὸ πόδι της στὸ κατώφλι του, ἦταν αὐτὴ ποὺ τώρα τράνταξε τὴ νύχτα μὲ τὴν κραυγή της τὴ σπαραχτικὴ καὶ μόνο ποὺ δὲν σωριάστηκε λιπόθυμη. Τὸ βρέφος της, ὁ γιός της ὁ μονογενής, στὸ ἀθῶο του αἷμα βουτηγμένος, κειτόταν μπρός της ἄψυχος, νεκρὸς ἀπ’ τὸ σπαθὶ τοῦ δεύτερου στρατιώτη.
Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔχασε τὸν κόσμο της. Ἡ ζωή της ἄδειασε ξαφνικά. Γιατί νὰ τῆς συμβεῖ καὶ αὐτό; Λίγες συμφορὲς τὴ βρῆκαν μέχρι τότε; Τί τῆς ἔμενε πλέον γιὰ νὰ κρατηθεῖ ἀκόμα στὴ ζωὴ αὐτή; Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε τὸ παράξενο ἐκεῖνο βρέφος νὰ σώσει καὶ τὸ δικό της παιδί, ὅπως ἔσωσε τὸν ἑαυτό του ἀπ’ τὸ σπαθὶ τοῦ στρατιώτη; Γιὰ χάρη του δὲν σφάχτηκαν ἄλλωστε τόσα παιδιά, μαζὶ καὶ τὸ δικό της; Γιατί δὲν ἔκαμε κάτι; Ἔβγαζαν ἐπιτέλους κάποιο νόημα ὅλα αὐτά;
Ἔσταξε αἷμα, σπάραξε, χίλια κομμάτια ἔγινε ἡ καρδιά της.
- Θέ μου, γιατί;… ἀνέβηκε ὁ λυγμός, χωρὶς ὀργή, ἀλλὰ πνιγμένος στὸ παράπονο, τὴν ἀπορία καὶ τὸν πόνο.
Στράφηκε πρὸς τὸ βρέφος μὲ τὸ νεκρό παιδί της ἀγκαλιά. Τὰ μάτια της κλαμένα γύρεψαν τὴν ἀπάντηση. Μὰ ναί! Τὸ βρέφος εἶχε κιόλας στραμμένο πάνω της τὸ βλέμμα του. Τὴν ἀγκάλιαζε ὁλόκληρη, ἔριχνε φέγγος ἱλαρὸ στὴ σκοτεινιά της. Ἔνοιωσε παρευθὺς νὰ θέλγεται ἀνεξήγητα ἀπὸ τὸ βλέμμα ἐκεῖνο καὶ τὴν καρδιά της ἀπροσδόκητα νὰ ἀλαφρώνει. Τὴν ψυχή της νὰ γεμίζει γαλήνη. Τὸ βρέφος ἔπαιρνε τὸν πόνο ἀπὸ μέσα της. Τραβοῦσε τὴ ματιά της μὲς στὸ βλέμμα του. Καὶ μέσα ἐκεῖ τὰ μάτια της ἀντίκρυσαν εὐθὺς ἕναν καινούργιο κόσμο, μυστικό, μὲ τέτοια γοητεία κι ὀμορφιά, ποὺ ὣς τότε δὲν ξανασυνάντησε στὴ γῆ. Τὸ βρέφος τὴν καλοῦσε μυστικὰ νὰ δεῖ «τὰ μὴ βλεπόμενα», ὄχι τὰ πρόσκαιρα, μὰ τὰ αἰώνια.
Τὰ πάντα βρίσκονταν ἐκεῖ, στὸ βλέμμα ἐκεῖνο μέσα. Ὁ οὐρανός, ἡ θάλασσα, ἡ γῆ«καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς». Ὅσα εἶχαν συμβεῖ ἀπ’ ἀρχῆς, ἀπὸ κτίσεως κόσμου. Ὅσα τὴν ὥρα ἐκείνη γίνονταν. Ὅσα ἦταν μελλούμενο νὰ ’ρθοῦν. Καὶ ἦταν ὅλα ἀληθινά, καινούργια, ὄμορφα, μιὰ νέα πλάση. Καὶ ζοῦσαν ὅλοι ἐκεῖ πραγματικά. Ἀνεξάντλητο πέλαγος ἡ ἀγάπη ἀναπηδοῦσε ἀπ’ τὸ βλέμμα τοῦ βρέφους καὶ πλημμύριζε τὰ πάντα. Ἔβλεπε ἐκεῖ τὸν ἄντρα της. Ἐκεῖ καὶ τὰ παιδιά της ποὺ εἶχαν χαθεῖ ἀγέννητα. Ἐκεῖ καὶ τὸ βρέφος της, ποὺ τὸ νεκρό του σῶμα ἔσφιγγε ἀκόμα πάνω της. Ἐκεῖ καὶ ὅσα βρέφη θερίστηκαν τὴ νύχτα ἐκείνη ἄωρα, γιὰ χάρη τοῦ βρέφους ἐκείνου τοῦ μοναδικοῦ, ποὺ ἦταν μπροστά της. Ὅλα ἐκεῖ χαρούμενα, εὐτυχισμένα ζωντανά. Μὰ ἦταν καὶ ἡ ἴδια ἐκεῖ. Παρέα μὲ τοὺς ἀγαπημένους της, μιὰ ἀγκαλιὰ ἀτέλειωτη μαζί τους.
Τὰ μάτια τῆς γυναίκας ἄνοιξαν, ἔβλεπε πιὰ τὰ πράγματα σὲ βάθος, «τὴν φύσιν τῶν ὄντων» ἀτένιζε καθαρά. Τί ὑπέροχο, νὰ εἶναι κι αὐτὴ μέσα στὸ βλέμμα ἐκεῖνο! Ὅσα ἤθελε, βρισκόντουσαν ὅλαμέσα ἐκεῖ. Εἶδε πὼς τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς ἐδῶ στὴ γῆ ἢ νὰ πεθαίνει, δὲν εἶχε τὴ μεγάλη σημασία ποὺ νόμιζε. Ἀλλοῦ ἦταν ἡ οὐσία, τὸ ὄντως πρωταρχικό: Ν’ ἀποτελοῦν ὅλοι παντοτινὰ μέρος τοῦ κόσμου ἐκείνου, αἰώνια «ἐν χειρὶ Θεοῦ» νὰ ζοῦν εἰρηνικά. Σ’ αὐτὸ τὸ βλέμμα ἔλαμπε ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ, ἀσύλληπτα διαφορετικὸς ἀπὸ τὴν κόλαση τοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων!
Στὸ βρέφος ἀναγνώρισε τὸν Κύριο καὶ Θεό της. Μπροστά της εἶδε τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν προφητευμένη μοναδικὴ παρθενομήτορα. Τὴν ὥρα αὐτὴ γινόταν μέτοχος μεγάλων, ἀκαταλήπτων μυστηρίων. Πόσο μετάνοιωσε ποὺ στιγμιαῖα ἄφησε ν’ ἀναταράξουν τὴν καρδιά της τά, ἔστω, δίκαια παράπονά της! Μικρές, ἀσήμαντες τῆς φάνηκαν οἱ βραχυπρόθεσμες ἐδῶ ἐπιδιώξεις της, μπρὸς στὶς ἀπίστευτες προοπτικὲς ἀπέραντης ζωῆς ποὺ ἀνοίχτηκαν μπροστά της. Αὐτὸ λοιπὸν καὶ μόνο ἄξιζε, ποτὲ νὰ μὴ χαθεῖ ἀπὸ τὸ βλέμμα αὐτοῦ τοῦ βρέφους.Μὴν πάψει νὰ τὴ βλέπει ὁ Θεός.
Ἡ ἀλλαγὴ μέσα της ἦρθε σαρωτική. Ἔγειρε τὸ κεφάλι ταπεινά. Μὲ συντριβὴ προσκύνησε «μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον».
- Συχώρεσέ με, Κύριε! ψιθύρισε. Πῶς καταδέχτηκες νὰ δῶ ἐγώ, τόσο μικρή, τὸ μεγαλεῖο σου; Ποτὲ δὲν ἤμουν καὶ δὲν θά ’μαι ἄξια, «ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς». Πῶς μοῦ ἔγινε τέτοια τιμή, νὰ ’ρθεῖ ὁ Κύριός μου καὶ «ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με»; Καὶ πῶς ξενίζω τώρα στὸ καλύβι μου ἐγὼ «τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ» Θεό;
Γαληνεμένη ὣς τὰ κατάβαθά της, αὐτοπαραδομένη ἐντελῶς στὸ θεῖο θέλημα,σηκώθηκε. Μὰ τότε, σὰν νὰ τέλειωσε μ’ αὐτήν, τὸ βρέφος ἔριξε τὸ βλέμμα του πάνω στὰ σφαλισμένα βλέφαρα τοῦ ἄψυχου παιδιοῦ της. Ἐκεῖνα ἀμέσως ἄνοιξαν. Τὸ μικρὸ σωματάκι του σκίρτησε ζωηρά, σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ τὸν ὕπνο, ζωντάνεψε. Τὰ δυὸ βρέφη, ὅπως καὶ νωρίτερα, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους καὶ χαμογέλασαν πάλι. Ἕνα ἀσύλληπτο κύμα χαρᾶς διαπέρασε τὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας, φούσκωσαν εὐγνωμοσύνη τὰ στήθη της. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔπαψε νὰ ζητάει ὁτιδήποτε, τῆς δόθηκαν τὰ πάντα ξανά.
- Ὤ, Κύριε!... κατάφερε μονάχα νὰ ψελλίσει καὶ ξανάπεσε στὰ γόνατα, ἀγκαλιάζοντας, φιλώντας καὶ βρέχοντας μὲ ποταμοὺς δακρύων τὰ πόδια τῆς ταπεινῆς κόρης, ποὺ βάσταζε πάνω της βρέφος τὸν Ὕψιστο.
Ὁ ποταμὸς εὐλογίας καὶ ζωῆς ποὺ πήγαζε ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ βρέφους, ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ, συνεπῆρε τὰ πάντα. Πλημμύρισε τὸ μικρό της φτωχικό, παράδεισο τό ’κανε, παλάτι ὁλόφωτο, γαλάζιο οὐρανό…
…Ἡ μικρὴ συνοδία ἑτοιμάστηκε γιὰ ἀναχώρηση. Ἡ γυναίκα ἀνάσυρε ἀπ’ τὸ σεντούκι της τὸ μοναδικὸ πολύτιμο ροῦχο ποὺ εἶχε, ἀκριβὸ δῶρο-ἐνθύμιο τοῦ ἄντρα της. Ἕνα ἀφόρετο μαφόριο. Τὸ ἔριξε στοργικὰ στὸ κεφάλι καὶ τοὺς ὤμους τῆς νεαρῆς μητέρας. Νὰ τὴν προστατεύει ἀπ’ τὴ νυχτερινὴ παγωνιά. Τὸ πέρασε μπροστά της σταυρωτὰ καὶ τὸ ξανάριξε πίσω, ἀφήνοντάς το νὰ πέσει πλούσιο στὸ παρθενικό της κορμί. Τυλιγμένη στὸ βαθὺ κόκκινο βασιλικό του χρῶμα ἡ κόρη, ὁλοφώτεινη «ἔσωθεν, πεποικιλμένη» ἀπ’ ἔξω μὲ τὰ χρυσά του κρόσσια, ἔπεμπε ἀχτινοβόλα ὀμορφιά, ἀληθινὰ ἀγαπημένη «θυγάτηρ τοῦ Βασιλέως».
Τότε «ἠσπάσαντο ἀλλήλας αἱ μητέρες», φίλησαν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη τρυφερὰ καὶ χωρίστηκαν. Στὴν ἄκρη τῆς αὐλῆς, σὰν νὰ μὴν εἶχε τίποτε συμβεῖ, τὸ ταπεινὸὀνάριο περίμενε ἥσυχο. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ γηραιοῦ πρεσβύτη ἡ κόρη ἀνέβηκε στὴ ράχη του, πάντα κρατώντας ἀγκαλιὰ τὸ βρέφος της, μὲς στὴ δική του γῆ κατατρεγμένο προσφυγόπουλο. Ἡ ἱερὴ συνοδία ξεκίνησε σιωπηλά…
Καὶ ὅσο ξεμάκραιναν οἱ τρεῖς μὲς στὴ νυχτιά, τοὺς ἔβλεπε ἡ καλότυχη φτωχειὰ σὲ οὐράνιο φῶς, …ποὺ τό ’χαν βλογημένη συντροφιά, …ἔδιωχνε κύκλο τὸ βαθὺ σκοτάδι γύρω τους, …τὰ βήματά τους φώτιζε ἁπαλά… Μὰ ὣς νὰ χαθοῦν ἀπ’ τὴ ματιά της ἐντελῶς, …ἦρθε καὶ φώλιασε τὸ φῶς μὲς στὴν καρδιά της…
Τί νύχτα ἀπόψε, Θέ μου, καὶ τούτη!...
Χριστούγεννα 2015