.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Νικόλαος Ντρομπιάζγκιν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Νικόλαος Ντρομπιάζγκιν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ, ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ, ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ & ΤΟΥ ΘΙΒΕΤ: ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΤΡΟΜΠΙΑΖΓΚΙΝ

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ 
ΟΜΑΔΙΚΟ ΔΑΙΜΟΝΙΚΟ ΟΡΑΜΑ 
ΕΝΟΣ ΦΑΚΙΡΗ ΣΤΗ ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ

Ἅγιος Νικόλαος Ντρομπιάζγκιν, ἐφημέριος διάφορους Ναούς πρεσβειῶν καί ἡγούμενος μερικῶν Μονῶν καί Ἰσαπόστολος Ἰνδίας, Θιβέτ, Κίνας, Σρί Λάνκα κλπ. καί ἱερομάρτυρας στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου Οὐκρανίας (Σύναξι 25/1 καί 19/10, +1924)
Ἦταν ἀντιπλοίαρχος τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ καί ἀποκρυφιστής. Σέ ναυάγιο σώθηκε θαυματουργικά ἀπ’ τόν Ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ καί πῆγε γιά προσκύνημα στή Μονή τοῦ Σάρωφ. Ὕστερα ἔγινε ἱερέας καί ἱεραπόστολος στήν Ἰνδία, Κίνα, Θιβέτ καί Σρι Λάνκα. Μετά τό 1914 ἔζησε στή Μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καί ἔκανε συχνά ὁμιλίες κατά τοῦ ἀποκρυφισμοῦ. Τό φθινόπωρο τοῦ 1924 ἕνα μήνα μετά ἀπό ἐπίσκεψι κάποιου ἀποκρυφιστή βρέθηκε δολοφονημένος στό κελλί του μέ μαχαίρι πού γιά λαβή εἶχε ἀποκρηφιστικό σύμβολο

Πηγή: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Ἐκκλησία καί Μαγεία, ἐκδ. Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2012, 14


«Ὁ αὐτόπτης μάρτυρας καί ἀφηγητής τοῦ κατωτέρω περιστατικοῦ, ἀρχιμανδρίτης Νικόλαος Ντρομπιάζγκιν, εἶναι ἕνας ἀπό τούς πολλούς νεομάρτυρες κληρικούς τῆς ἐπαναστατικῆς περιόδου τῆς Ρωσίας. Στήν κοσμική του ζωή εἶχε μιά λαμπρή σταδιοδρομία σάν ἀντιπλοίαρχος τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ καί παράλληλα ἀναμίχθηκε βαθειά μέσα στον ἀποκρυφισμό ἐκδίδοντας τό ἀποκρυφιστικό περιοδικό Rebus. Μετά τή σωτηρία του ἀπό σχεδόν βέβαιο θάνατο στή θάλασσα διά θαύματος τοῦ ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ πραγματοποίησε προσκύνημα στό Σάρωφ καί στή συνέχεια ἀπαρνήθηκε τήν κοσμική του καρριέρα καί τούς δεσμούς του μέ τόν ἀποκρυφισμό καί ἔγινε μοχαχός. Χειροτονήθηκε ἱερεύς καί ὑπηρέτησε ὡς ἱεραπόστολος στήν Κίνα, τήν Ἰνδία καί τό Θιβέτ, ὡς ἐφημέριος σέ διαφόρους ναούς πρεσβειῶν καί ὡς ἡγούμενος μερικῶν μονῶν. Μετά τό 1914 ἔζησε στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Στούς νέους πού τόν ἐπισκέπτονταν ἐκεῖ μιλοῦσε συνεχῶς γιά τήν ἐπίδρασι τοῦ ἀποκρυφισμοῦ στά διαδραματιζόμενα τότε στή πολιτική σκηνή τῆς Ρωσίας. Τό φθινόπωρο τοῦ 1924, ἕνα μῆνα ἀφοῦ δέχθηκε τήν ἐπίσκεψι κάποιου κυρίου ὀνόματι Τουχόλξ, συγγραφέως βιβλίου μέ τίτλο Μαύρη Μαγεία, δολοφονήθηκε στό κελλί του “ἀπό ἀγνώστους”, μέ τή φανερή ἀνοχή τῶν Μπολσεβίκων. Τό ὄργανο τοῦ ἐγκλήματος ἦταν ἕνα μαχαίρι μέ εἰδική λαβή σέ σχῆμα συμβόλου ἀποκρυφιστικῆς σημασίας. Τό περιστατικό τό ὁποῖο μᾶς ἀφηγεῖται ἐδῶ ὁ π. Νικόλαος ἀποκαλύπτει τήν πραγματική φύσι τῶν πνευματιστικῶν φαινομένων πού συναντᾶ κανείς στίς διάφορες ἀνατολικές θρησκεῖες. Ἔλαβε χώρα λίγο πρίν ἀπό τό 1900, κατεγράφη γύρω στό 1922 ἀπό τόν ἰατρό Δρα Ἀ. Π. Τιμοφέγιεβιτς καί δημοσιεύτηκε ἀπό τόν ἴδιο σέ ρωσικό περιοδικό τῆς διασπορᾶς (“Ὀρθόδοξος Ζωή”, 1956, ἀρ. 1)»(ΑΜ, τεῦχ. 5, 252).

Διηγεῖται ὁ σύγχρονος ἱεραπόστολος τῆς Κίνας, τοῦ Θιβέτ καί τῆς Σρί Λάνκα ἱερομάρτυρας Νικόλαος Ντρομπιάζγκιν:

«Εἶχε κιόλας βραδιάσει ὅταν ἀφήναμε πίσω μας τούς θορυβώδεις δρόμους τῆς πόλεως [Κολόμπο τῆς Κεϋλάνης, Σρί Λάνκα] καί παίρναμε ἕνα θαυμάσιο δρόμο πού διέσχιζε τή ζούγκλα. Δεξιά καί ἀριστερά παιχνίδιζαν οἱ λάμψεις ἑκατομμυρίων πυγολαμπίδων. Πρός τό τέλος του ὁ δρόμος φάρδαινε ἀπότομα. Βρεθήκαμε μπροστά σ᾽ ἕνα μικρό ξέφωτο περικυκλωμένο ἀπό ζούγκλα. Σέ μιά ἄκρη του κάτω ἀπο ἕνα μεγάλο δένδρο ὑπῆρχε κάτι σάν καλύβα καί δίπλα της σιγόκαιγε μιά μικρή φωτιά. Ἕνας λεπτός, ἀποστεωμένος γέρος μέ τουρμπάνι στό κεφάλι καθόταν σταυροπόδι μέ τό βλέμμα του ἀκίνητο καί στραμμένο πρός τή φωτιά. Παρά τόν θόρυβο τῆς ἀφίξεώς μας ὁ γέρος συνέχιζε νά κάθεται τελείως ἀκίνητος δίχως νά μᾶς δίνη τήν παραμικρή προσοχή. Κάπου μέσα ἀπό τό σκοτάδι ἐμφανίσθηκε ἕνας νεαρός καί πηγαίνοντας κοντά στόν συνταγματάρχη [πού τούς ὁδήγησε στό φακίρη] τόν ρώτησε κάτι χαμηλόφωνα. Σέ λίγο ἔβγαλε μερικά σκαμνιά καί ἡ ὁμάδα μας κάθησε σέ ἡμικύκλιο κοντά στή φωτιά… Ὅλοι σώπασαν ἄθελά τους καί περίμεναν νά δοῦν τί θά συμβῆ.

“Κοιτάξτε! Κοιτάξτε ἐκεῖ στό δένδρο!”, ψιθύρισε ταραγμένα ἡ δεσποινίς Μαίρη. Ὅλοι στρέψαμε τό κεφάλι πρός τήν κατεύθυνσι πού ἔδειξε. Καί πράγματι, ὁλόκληρη ἡ ἐπιφάνεια τῆς τεράστιας φυλλωσιᾶς τοῦ δένδρου πού κάτω του καθόταν ὁ φακίρης ἦταν σάν νά κυμάτιζε ἤρεμα μέσα στο ἁπαλό φεγγαρόφωτο, ἐνῶ τό ἴδιο τό δένδρο ἄρχισε βαθμιαῖα νά διαλύεται καί νά χάνη το περίγραμμά του. Κυριολεκτώντας θά ἔλεγα ὅτι κάποιο ἀόρατο χέρι εἶχε ρίξει πάνω του ἕνα ἀέρινο κάλυμμα, πού ἀπό στιγμή σέ στιγμή γινόταν ὅλο καί πυκνότερο. Πολύ σύντομα ἐμφανίσθηκε ὁλοκάθαρα μπροστά στό ἔκπληκτο βλέμμα μας ἡ κυματιστή ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Μ᾽ ἕνα ἐλαφρό βουητό τό ἕνα κῦμα ἐρχόταν πίσω ἀπό τό ἄλλο σχηματίζοντας λευκούς ἀφρούς. Ἀνάλαφρα σύννεφα πετοῦσαν σ᾽ ἕναν οὐρανό πού εἶχει γίνει γαλανός. Θαμπωμένοι δέν μπορούσαμε νά ξεκολλήσουμε τό βλέμμα μας ἀπό αὐτή τήν καταπληκτική εἰκόνα.

Καί τότε φάνηκε μακρυά ἕνα ἄσπρο πλοῖο. Παχύς καπνός ξεχύνονταν ἀπό τίς δύο μεγάλες καμινάδες του. Μᾶς πλησίαζε γοργά σχίζοντας τά νερά. Μέ μεγάλη κατάπληξι ἀναγνωρίσαμε τό πλοῖο μας, αὐτό πού μᾶς ἔφερε στό Κολόμπο! Ἕνας ψίθυρος διαπέρασε ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽ ἄκρη τό ὑπαίθριο θεωρεῖο μας, ὅταν διαβάσαμε στή πρύμνη μέ χρυσά ἀνάγλυφα γράμματα τό ὄνομα τοῦ πλοίου μας: Λουΐζα. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού μᾶς κατέπληξε περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα ἦταν αὐτό τό ὁποῖο εἴδαμε πάνω στό πλοῖο —ἐμᾶς τούς ἴδιους! Ἄς μή ξεχνᾶμε ὅτι τόν καιρό πού συνέβησαν ὅλα αὐτά ὁ κινηματογράφος δέν εἶχε κἄν ἐπινοηθῆ καί ἦταν ἀδύνατο ἀκόμη καί νά συλλάβη κανείς κάτι παρόμοιο. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς ἔβλεπε τόν ἑαυτό του στό κατάστρωμα τοῦ πλοίου ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους πού γελοῦσαν καί συζητοῦσαν. Αὐτό ὅμως, πού ἦταν ἰδιαίτερα ἐκπληκτικό ἦταν τό ἑξῆς: Ἔβλεπα ὄχι μόνο τόν ἑαυτό μου, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὅλο τό κατάστρωμα τοῦ πλοίου, μέχρι καί τίς μικρότερες λεπτομέρειες, σάν σέ μιά πανοραμική κάτοψι —κάτι πού φυσικά εἶναι ἀδύνατο στήν πραγματικότητα. Σέ μιά καί τήν αὐτή στιγμή ἔβλεπα τόν ἑαυτό μου ἀνάμεσα στούς ἐπιβάτες, τούς ναυτικούς πού ἐργάζονταν στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ πλοίου καί τόν πλοίαρχο στήν καμπίνα του· ἀκόμη καί τόν πίθηκο Νέλλυ, τή συμπάθεια ὅλων μας, νά τρώη μπανάνες ἀνεβασμένη πάνω στόν κεντρικό ἱστό. Τήν ἴδια ὥρα ὅλοι οἱ σύντροφοί μου καί μέ διαφορετικό τρόπο ὁ καθένας ἦταν ἐξαιρετικά ἀναστατωμένοι μέ ὅσα ἔβλεπαν καί ἐξωτερίκευαν τά συναισθήματά τους μέ σιγανά ἐπιφωνήματα καί ἀναστατωμένους ψιθύρους.

Εἶχα τελείως ξεχάσει ὅτι ἤμουν ἱερομόναχος καί προφανῶς δέν εἶχα καμμία δουλειά νά συμμετέχω σ᾽ ἕνα τέτοιο θέαμα. Ἡ γοητεία ἦταν τόσο δυνατή, πού ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά εἶχαν σωπάσει. Ἡ καρδιά μου ἄρχισε νά κτυπᾶ δυνατᾶ σέ συναγερμό. Ξαφνικά βρέθηκα ἐκτός ἑαυτοῦ. Ἕνας φόβος κατέλαβε ὅλη μου τή ὕπαρξι.

Τά χείλη μου ἄρχισαν νά κινοῦνται καί νά λένε: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν!”. Ἀμέσως ἔνοιωσα ἀνακούφισι. Ἦταν σάν κάποιες μυστηριώδεις ἁλυσίδες νά πέφτουν ἀπο πάνω μου. Ἡ προσευχή γινόταν ὅλο καί πιό συγκεντρωμένη καί μαζί μ᾽ αὐτή ξαναγύριζε καί ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς μου. Συνέχιζα νά κοιτάζω πρός τό δένδρο καί ξαφνικά, σάν νά τήν ἔδιωχνε κάποιος ἄνεμος, ἡ εἰκόνα θόλωσε καί διαλύθηκε. Δέν ἔβλεπα τίποτε πιά ἐκτός ἀπό τό μεγάλο δένδρο μέσα στό φεγγαρόφωτο καί τό φακίρη καθισμένο δίπλα στή φωτιά καί σιωπηλό. Οἱ σύντροφοί μου, ὅμως, συνέχιζαν νά ἐξωτερικεύουν αὐτά τά ὁποῖα αἰσθάνονταν, καθώς ἀτένιζαν στήν εἰκόνα, πού γι᾽ αὐτούς δέν εἶχε χαθῆ.

Τότε, ὅμως, πρέπει κάτι νά συνέβη καί στό φακίρη. Ἔχασε τήν ἰσορροπία του καί κύλησε στό πλάι. Ὁ νεαρός ἔτρεξε ἀλαφιασμένος. Ἡ πνευματιστική συγκέντρωσι διακόπηκε ἀπότομα.

Βαθειά ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ἐμπειρία τους οἱ θεατές σηκώθηκαν συζητώντας ζωηρά τίς ἐντυπώσεις τους καί χωρίς καθόλου νά καταλαβαίνουν γιά ποιό λόγο διακόπηκαν ὅλα τόσο ξαφνικά καί ἀναπάντεχα. Ὁ νεαρός τό ἀπέδωσε στήν ἐξάντλησι τοῦ φακίρη, ὁ ὁποῖος τώρα καθόταν ὅπως καί πρίν μέ τό κεφάλι χαμηλωμένο καί μή δίνοντας τήν παραμικρή προσοχή στούς παρισταμένους.

Ἡ ὁμάδα μας, ἀφοῦ μέσῳ τοῦ νεαροῦ ἀντάμειψε γενναιόδωρα τό φακίρη γιά τή δυνατότητα συμμετοχῆς σ᾽ ἕνα τόσο καταπληκτικό θέαμα, ἀνασυντάχθηκε γρήγορα γιά τήν ἐπιστροφή. Καθώς ξεκινούσαμε, ἄθελά μου γύρισα πάλι νά κοιτάξω, γιά νά ἐντυπώσω στή μνήμη μου τό ὅλο σκηνικό. Ξαφνικά ἀνατρίχιασα ἀπό μιά δυσάρεστη αἴσθησι. Τό βλέμμα μου συνάντησε τό βλέμμα τοῦ φακίρη, πού μέ κοίταζε γεμάτος ἀπό μίσος. Αὐτό κράτησε μόνο μιά στιγμή καί μετά ἐκεῖνος πῆρε πάλι ἀμέσως τή συνηθισμένη του στάσι. Ὅμως ἐκείνη ἡ ματιά ἄνοιξε μιά γιά πάντα τά μάτια τῆς ψυχῆς μου καί συνειδητοποίησα ἀμέσως τίνος δύναμι ἦταν αὐτή πού προκάλεσε ἐκεῖνο τό “θαῦμα”»(S, 67).