.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντιόχου Μοναχού του Πανδέκτου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντιόχου Μοναχού του Πανδέκτου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Για τη Λύπη

Το να λυπάται κανείς με το παραμικρό είναι κατάσταση που προέρχεται από τον φθονερό δαίμονα. Γιατί μ’ αυτό τον τρόπο θέλει να βρει ο εχθρός αφορμή, ώστε να αποσπάσει το νου από τη διάθεση που έχει για προσευχή και έτσι να κάνει τον άνθρωπο άκαρπο. Γι’ αυτό ο δαίμονας προκαλεί στον άνθρωπο την άκαιρη λύπη. Δεν πρέπει λοιπόν να αποδεχόμαστε αυτό τον πειρασμό και να γεμίζουμε με χαρά τον εχθρό, κάνοντάς του το θέλημα...


Να φεύγουμε μακριά από αυτή την επιβουλή του αιμοβόρου εχθρού, δηλαδή του δαίμονα της λύ­πης. Γιατί, όταν το πονηρό αυτό πνεύμα περιτυλίξει την ψυχή και τη σκοτίσει ολόκληρη, δεν την αφήνει πια να προσευχηθεί με προθυμία, ούτε να παρα­κολουθήσει με υπομονή τα ιερά αναγνώσματα που ωφελούν τόσο την ψυχή.
Δεν επιτρέπει επίσης στον άνθρωπο να παρα­μένει πράος και να επικοινωνεί με τους αδελφούς του. Δημιουργεί αίσθημα αντιπάθειας, ακόμα και για τα αγαθά που μας υπόσχεται η κατά Θεόν ζωή. Και με λίγα λόγια, ό,τι καλό έχει μέσα της η ψυχή για τη σωτηρία, η λύπη τα ανατρέπει και καταντά τον άνθρωπο σαν άφρονα και μισότρελλο, εμποδί­ζοντάς τον από κάθε σχέση και επικοινωνία με τους συνανθρώπους του.
Η λύπη δεν αφήνει περιθώριο στην ψυχή να ακούσει συμβουλή, ούτε κι από τους πιο στενούς φίλους της. Δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να δώσει ούτε μια ήρεμη απάντηση. Ζώνει από παντού την ψυχή και τη γεμίζει με πίκρακαιαηδία. Την πείθει να αποφεύγει τους ανθρώπους, γιατί δήθεν αυτοί φταίνε για την κατάστασή της.
Η λύπη δεν αφήνει την ψυχή να καταλάβει ότι το κακό δεν προέρχεται από έξω, αλλά ότι η ίδια η ψυχή μέσα της έχει την πηγή της αρρώστιας. Αυτό έρχεται βέβαια στο φως μονάχα όταν πέσουν οι πειρασμοί. Γιατί με την προσπάθεια που κάνει η ψυχή, για να αντιμετωπίσει τους πειρασμούς, συνει­δητοποιεί τα πράγματα όπως ακριβώς είναι.
Η λύπη είναι σκυθρωπότητα της ψυχής, αλλά συγχρόνως και στόμα λιονταρίσιο, που εύκολα κα­ταπίνει αυτόν που κυριεύεται από αυτή.
Η λύπη είναι σκουλήκι της καρδιάς, που κατα­τρώει τη μάννα που το γέννησε. Δεν ξέρει τη γεύση του μελιού ο μοναχός που λυπάται και μοιάζει μ’ εκείνον που έχει υψηλό πυρετό. Ο μοναχός που δια­κατέχεται από τη λύπη δεν κινεί το νου στη θεωρία του Θεού, ούτε ποτέ του απευθύνει καθαρή προσευχή προς τον Θεό.
Εκείνος που νίκησε τα πάθη, νίκησε και τη λύπη. Κι εκείνος που έχει ηττηθεί από την ηδονή, δεν θα ξεφύγει από τα δίχτυα της λύπης.
Εκείνος που βρίσκεται μόνιμα κυριευμένος από τη λύπη και συγχρόνως προσποιείται ότι είναι απα­θής, μοιάζει με άρρωστο που υποκρίνεται ότι είναι υγιής. Γιατί, όπως ο άρρωστος προδίδεται από την ωχρότητα του προσώπου του, έτσι και τον εμπαθή τον ξεσκεπάζει η λύπη.
Εκείνος που αγαπά τον κόσμο θα δοκιμάσει πολλές θλίψεις. Όποιος όμως περιφρονεί ό,τι έχει ο κόσμος, θα ζει και θα παραμένει πάντα μέσα στη χαρά.
Όπως το χωνευτήρι καθαρίζει το ακάθαρτο ασήμι, έτσι και η λύπη καθαρίζει την αμαρτωλή καρδιά.

Είναι πολύ καλό και πολύ συμφέρον για την ψυχή το να σηκώνει γενναία κάθε θλίψη, είτε αυτή προέρχεται από τους ανθρώπους, είτε από τους δαίμονες. Έτσι θα καταλάβει βαθιά ότι εμείς φταίμε γι’ αυτή την καταπόνηση που περνάμε.
Πρέπει με προσευχή και υπομονή να αντιστα­θούμε σ’ αυτό το δαίμονα. Γιατί όποιος θελήσει να αντιμετωπίσει τους πειρασμούς χωρίς προσευχή και υπομονή όχι μονάχα δεν θα τους νικήσει, αλλά θα εμπλακεί χειρότερα σ’ αυτούς.
Ας ψάλλουμε λοιπόν κι εμείς μαζί με τον Δαυίδ: «Γιατί, ψυχή μου, είσαι περίλυπη και γιατί με συνταράσσεις; Στήριξε την ελπίδα σου στον Θεό, γιατί Του προσφέρω δοξολογικό ψαλμό, επειδή Εκείνος είναι η σωτηρία μου και ο Θεός μου» (Ψαλμ. 41, 6).

Είναι λοιπόν αδύνατον χωρίς λύπη, ανώδυνα, να ξεπεράσει τους πειρασμούς εκείνος που ασκείται πνευματικά. Στη συνέχεια όμως, οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν κατ’ αυτό τον τρόπο τους πειρα­σμούς, γεμίζουν με χαρά άπλετη και μάλιστα αν είναι οπλισμένοι με την ευχή και την υπομονή.

Γεμίζουν με δάκρυα γλυκά και με θεία νοή­ματα, εκείνοι που άσκησαν την καρδιά τους στον πόνο και στη θλίψη, εφόσον στους αθλητές μονάχα χαρίζονται οι στέφανοι.
Αν απομακρυνθεί ο νους από την καρδιά, η λύπη αρχίζει να κατατρώει τον άνθρωπο, όπως προείπαμε. Τον τρώει όπως ακριβώς τρώει ο σκόρος το ρούχο και το σαράκι το ξύλο, και κατακλύζει όλα τα έγκατα του ανθρώπου. Καταντά τότε ο άνθρω­πος, από τη σκοτούρα των λογισμών, περίλυπος και σκυθρωπός. Γι’ αυτό η Αγία Γραφή μας συμβουλεύει και μας λέει: «Διώξε από μέσα σου τη λύπη που διαρκεί. Γιατί πολλούς τους θανάτωσε η λύπη και δεν βγαίνει τίποτα καλό απ’αυτή» (Σοφ. Σειρ. 30, 23). Και ακόμα λέει: «Από τη λύπη γεννιέται ο θάνατος και η λύπη της καρδιάς λυγίζει τη δύναμη του ανθρώπου» (Σοφ. Σειρ. 38, 19). Και καταλήγει: «Μην αφήσεις την καρδιά σου να πέσει στη λύπη, αλλά διώξε την μακριά, φέρνοντας στό νου σου ποια είναι η κατάληξή της» (Σοφ. Σειρ. 38, 19).

Διώξε λοιπόν από μέσα σου κι εσύ αυτή τη λύπη και μη λυπείς το Πνεύμα το Αγιο, το Οποίο κατοικεί μέσα σου, μήπως ζητήσει από τον Θεό να σε εγκαταλείψει. Γιατί το Πνεύμα του Θεού, το Οποίο χαρίσθηκε στη σάρκα αυτή, δεν ανέχεται τη λύπη, ούτε τη στενοχώρια.
Απόκτησε την ιλαρότητα, που έχει πάντα τη Χάρη του Θεού και εντρύφησε σ’ αυτή. Γιατί ο άν­θρωπος που έχει ιλαρότητα εργάζεται πάντοτε το αγαθό και καταφρονεί τη λύπη. Εκείνος όμως που διακατέχεται από τη λύπη πάντοτε ασχολείται με έργα του «πονηρού». Το πρώτο κακό που κάνει αυτός που λυπάται είναι ότι λυπεί το Πνεύμα το Αγιο, το Οποίο χαρίσθηκε στον άνθρωπο και είναι Πνεύμα χαράς και αγαλλίασης.
Δεύτερο κακό είναι ότι ο λυπημένος άνθρωπος δεν ανοίγει την καρδιά του στον Θεό. Γιατί η προ­σευχή εκείνου που διακατέχεται από λύπη, δεν έχει τη δύναμη να φθάσει στο θυσιαστήριο του Θεού, επειδή έχει θρονιασθεί στην καρδιά του ανθρώπου η λύπη.
Όταν η λύπη ανακατευθεί με την προσευχή, δεν την αφήνει να ανεβεί καθαρή προς τό ουράνιο θυσιαστήριο. Όπως λοιπόν το κρασί που ανακατεύεται με ξίδι χάνει πια την πρώτη γεύση, έτσι και η λύπη. Όταν αυτή αναμιχθεί με τηνπροσευχητική διάθεση -η οποία είναι δωρεά του Αγίου Πνεύμα­τος- τότε στερεί από την προσευχή την αρχική της καθαρότητα.
Πρέπει λοιπόν να διώξουμε από την ψυχή μας τη λύπη και να ασπασθούμε όλη τη χαρά του Θεού.
Ας απομακρυνθούμε λοιπόν, το συντομότερο, από αυτού του είδους τη λύπη, γιατί είναι εφάμαρτη και χαρακτηριστικό του κόσμου τούτου.

Η λύπη που είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος, «προκα­λεί μετάνοια, η οποία οδηγεί στη σωτηρία και για την οποία ποτέ κανείς δεν μετανοιώνει. Η λύπη όμως πού σχετίζεται με τούτο τον κόσμο προξενεί θάνατο» (Β’ Κορ. 7, 10). Και ο συγγραφέας των Παροιμιών λέει:«Η ευλογία του Κυρίου έρχεται στην κεφαλή του δικαίου. Αυτή τον κάνει πλούσιο και δεν θα έρθει ποτέ λύπη στην καρδιά του» (Παροιμ. 10, 6, 22). Και αλλού πάλι λέει: «Καρδιά που ευφραίνεται, δίνει ευεξία στον άνθρωπο. Του λυπημένου όμως ανθρώπου ξεραί­νεται η ψυχή του» (Παροιμ. 17, 22). Ο Απόστολος Παύλος επίσης λέει: «Δεν θέλουμε, αδελφοί, να αγνοείτε τη θλίψη που μας βρήκε στην Ασία. Τόσο πολύ το βάρος της ξεπέρασε τις δυνάμεις μας, ώστε φθάσαμε να χάσουμε κι αυτή ακόμα την ελπίδα, ότι θα επιζήσουμε. Εκείνος όμως που παρηγορεί τους ταπεινούς, ο Θεός, παρηγόρησε κι εμάς» (Κορ. 1, 8 και 7, 6).
Κι εμείς λοιπόν, μαζί με τον Δαυίδ, ας πούμε: «Ελέησέ με Κύριε, γιατί θλίβομαι. Από το θυμό σου θόλωσαν τα μάτια μου από τα δάκρυα, γιατί κακοπάθησα και ταπεινώθηκα πάρα πολύ και οι στεναγμοί της καρδιάς μου έβγαιναν σαν βρυχηθμοί λιονταριού» (Ψαλμ. 30, 10). Και πάλι: «Η λύπη κυρίευε την καρδιά μου καθώς σκεπτόμουν διαρκώς τα δεινά μου και ένοιωσα ταραχή από τα λόγια που είπε εναντίον μου ο εχθρός μου κι από τη θλίψη που μου προκαλεί ο αμαρτωλός» (Ψαλμ. 54, 3-4). Αλλά, «σώσε με, θεέ μου, γιατί τα δάκρυα από τη θλίψη μου έφθασαν μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Βυθίσθηκα σε βαθύ βούρκο και δεν υπάρχει μέρος να σταθώ (Ψαλμ. 68, 2-3).
Και πάλι: «Μην αποστρέψεις το πρόσωπό Σου από τον δούλο σου, γιατί θλίβομαι, αλλά άκουσε την παράκλησή μου» (Ψαλμ. 68, 18). «Γιατί Εσύ είσαι η καταφυγή και η παρηγοριά από τη θλίψη που με διακατέχει» (Ψαλμ. 31, 7).«Μακάρι να φθάσει σε Σένα η προσευχή μου και να χαμηλώσεις το αυτί Σου για να ακούσεις τη δέησή μου» (Ψαλμ. 87, 3).
Όταν τέλος απαλλαχθείς από τη λύπη, να λες ευχαριστώντας τον Θεό: «ΟΚύριος έρριξε από τον ουρανό το βλέμμα Του, για να ακούσει το στεναγμό των φυλακισμένων, για να λύσει τα δε­σμά των παιδιών Του που είχαν θανατωθεί» (Ψαλμ. 101, 20-21). Κι ακόμα: «Τί να ανταποδώσω στον Κύριο για όλες τις ευεργεσίες Του προς εμένα;» (Ψαλμ. 115, 3). Γιατί, «Τον επικαλέσθηκα μέσα στη θλίψη μου κι άκουσε την παράκλησή μου και μου πρόσφερε μεγάλη ανα­κούφιση» (Ψαλμ. 117, 5).
Ο Κύριος έλεγε στους μαθητές Του: «Αληθινά σας λέω, ότι εσείς θα κλάψετε και θα θρηνήσετε. ενώ ο κόσμος θα χαρεί». Και μιλώντας στη συνέχεια παραβολικά για την γυναίκα εκείνη που γεννάει και έχει λύπη, προσθέτει: «Έτσι και εσείς. Θα έχετε τώρα λύπη, αλλά πάλι θα σας επισκεφθώ και θα χαρεί η καρδιά σας και κανένας δεν θα μπορέσει ποτέ πια να αφαιρέσει από σας εκείνη τη χαρά σας» (Ιωάν. 16, 20. 22).
Σ’ Αυτόν πρέπει η δόξα, εκείνη που δίνει χαρά στους θλιμμένους, στους αιώνες. Αμήν.


(Πηγή: Αντιόχου Μοναχού P.G. 89, 1422 – Απόσπασμα από το βιβλίο «ΩΔΗ ΣΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ: Η Λύπη κατά τους Πατέρες», Εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα).
“Η Άλλη Όψις θα ήθελε ταπεινά να ευχαριστήσει την γερόντισσα της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα, για την ευλογία της για την δημοσίευση αποσπάσματος του βιβλίου, που πιστεύουμε πως θα είναι πολύ ωφέλιμο για όλους τους αναγνώστες του.”

Πόσο γλυκειά είναι η μετάνοια!

ΦΑΡΜΑΚΟ ΖΩΗΣ


Πόσο γλυκιά είναι, αδελφοί μου, η μετάνοια. 
Η μετάνοια δεν είναι τίποτε άλλο παρά φάρμακο της ζωής. Είναι τόσο σπουδαία γιατί ο γλυκύτατος Κύριος μας, ο αμνησίκακος, ο αγαθός, ο πολυεύσπλαχνος ο φιλάνθρωπος, ο φιλόψυχος, ο φιλόπτωχος, Εκείνος που ιδιαίτερα φροντίζει τη σωτηρία μας, διψάει πάντοτε τη μετάνοια μας. Τον ευφραίνουν τα δάκρυα εκείνων που μετανοούν, γεμίζει από αγαλλίαση με την εξομολόγησή μας, χαίρεται για τη γεμάτη από συντριβή και ταπείνωση καρδιά· με μεγάλη μακροθυμία περιμένει την επιστροφή μας, και δεν παύει να την περιμένει μέχρι την τελευταία μας αναπνοή.Ποθεί πάρα πολύ τη μετάνοια μας, ο Κύριος και, όπως τότε δέχτηκε τον Άσωτο Υιό που μετανόησε, μας δέχεται και μας καταφιλεί παρηγορώντας μας και προτρέποντας τον καθένα μας, μετά από αμέτρητα -παράνομα έργα και διαβολικές πράξεις που έχει κάνει, να επιστρέψει σ’ Αυτόν. Φωνάζει δυνατά με τη φωνή του Προφήτη και λέει: Μετά από όλα αυτά τα αμαρτωλά και παράνομα που έκανες, γύρισε πάλι σε Μένα. Και, ενώ ακόμη βρισκόμαστε μακριά, τρέχει και μάς καταφιλεί. Αγκαλιάζει το βρώμικο από στίγματα και κηλίδες χιλιολερωμένο τράχηλο μας. Δεν μας κατηγορεί για όσα κάναμε, αλλά μας δίνει υποσχέσεις για τα μελλοντικά. Και όχι μονάχα συγχωρεί τις αμαρτίες μας, σαν υπεράγαθος που είναι, αλλά και μας προσφέρει τον αρραβώνα της ζωής, τη Χάρη δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, και την πρώτη στολή της αθανασίας και της αφθαρσίας, την οποία φορέσαμε με το άγιο Βάπτισμα, και τη βγάλαμε από πάνω μας με την αμαρτία.Μόλις μας δει πως μετανοούμε με ειλικρίνεια και επιστρέφουμε προς Αυτόν με όλη την καρδιά μας, αμέσως μας συγχωρεί, και στήνοντας γιορτή, συγκαλεί τις αγαπητές σ’ Αυτόν Άγιες Δυνάμεις, τους Αγγέλους. Τους δείχνει με χαρά τη δραχμή που είχε χάσει και βρήκε, δηλαδή τη βασιλική εικόνα Του που Του μοιάζει, και φέροντας στους ώμους Του το πλανεμένο πρόβατο το οδηγεί μέσα, προς τον Πατέρα Του, εκεί όπου είναι η κατοικία όλων εκείνων που ευφραίνονται με τη δική Του παρουσία. Προσφέρει θυσία τη ψυχή Του, για εκείνους που είχαν φύγει από κοντά Του και Τον είχαν εγκαταλείψει. Και ενώ πολλές φορές αδικαιολόγητα κατηγορείται από εμάς, μακροθυμεί, μας ανέχεται και χαίρεται με την επιστροφή και τη μετάνοιά μας. Έχοντας λοιπόν, αδελφοί μου, τέτοιο εύσπλαχνο Κύριο, ας μη διστάσουμε να επιστρέψουμε σύντομα προς Αυτόν, ούτε να αφήσουμε τον εαυτό μας να κυριευθεί από ραθυμία και απόγνωση για τα ανυπόφορα και αμέτρητα αμαρτήματά μας. Γιατί αύτη είναι η μεγάλη χαρά του διαβόλου. Αυτή είναι η αμαρτία που οδηγεί στο θάνατο, για την οποία μιλάει η Αγία Γραφή. Ας προσέλθουμε λοιπόν σ’ Αυτόν με τη μετάνοια. Και η μετάνοια θα πρεσβεύει για μας στο Θεό. Ας φωνάξουμε δυνατά και εμείς μαζί με τον προφήτη Ιερεμία, ότι «οι αμαρτίες μας έγιναν εμπόδιο σε μας, γιατί είναι πολλές οι αμαρτίες μας ενώπιον σον, Κύριε· κάνε μας αυτή τη χάρη να μας δεχθείς προς δόξα του ονόματος Σου» (Ιερ. 14.7) και, «Συ, Κύριε, βρίσκεσαι ανάμεσα μας και εμείς το όνομα Σου επικαλούμαστε» (Ιερ. 14,9). Και μαζί με τον Μιχαία: «Θα υπομείνω την οργή του Κυρίου, γιατί αμάρτησα ενώπιόν Του». (Μιχ. 7.9). Και μαζί με τον Δαβίδ: «Μίλησα στον Κύριο για την ανομία μου, και την αμαρτία μου δεν Του την απέκρυψα» (Ψαλμ. 31,5). Αλλά, «Θα εξομολογηθώ την αμαρτία μου σε Σένα τον Κύριο μου, και Συ θα συγχωρέσεις την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31,5). Γιατί Συ είπες Κύριε: «Εξομολογήσου πρώτος τις αμαρτίες σου για να λάβεις συγχώρεση» (Ήσ. 43.26). Στηρίζοντας λοιπόν, Κύριε, το θάρρος μου στο πέλαγος της ευσπλαχνίας Σου, Σου προσφέρω με το ρυπαρό στόμα μου και τα ακάθαρτα χείλη μου αυτή την ικεσία: Θυμήσου ότι το Άγιο Όνομα Σου επικαλέσθηκα εγώ, και Συ με εξαγόρασες με το Τίμιο Αίμα Σου. Με σφράγισες με τον αρραβώνα του Αγίου Σου Πνεύματος και με ανέσυρες από το βυθό των αμαρτιών μου, για να μη με αρπάξει ως λάφυρο ο εχθρός. Ιησού Χριστέ, δυνάμωσέ με και γίνε Συ, στον πνευματικό αυτό πόλεμο, ο ισχυρός βοηθός μου, γιατί είμαι δούλος της επιθυμίας και πολεμούμαι απ’ αυτή. Άλλα Συ Κύριε, μη με εγκαταλείψεις. Μην αφήσεις εμένα που είμαι ριγμένος επάνω στη γη, καταδικασμένος για τα έργα μου. Ελευθέρωσέ με, Κύριε, από την κακή δουλεία του κοσμοκράτορα διαβόλου, και κάνε να γίνω δικό σου παιδί, με εκείνο το δεσμό που χαρίζει στη ψυχή η τήρηση των εντολών Σου. Η οδός της ζωής μου είσαι Συ, ο Χριστός μου. Το πρόσωπό Σου είναι το φως των ματιών μου, Θεέ, Δέσποτα και «Κύριε τής ζωής μου, μην αφήσεις τα μάτια μου να τρέχουν αδέσποτα εδώ και εκεί και επιθυμία κακή απομάκρυνε από μένα» (Σοφ. 23,4). Στερέωσε με, Χριστέ, με το χέρι Σου το Άγιο. Επιθυμίες κακές και σαρκικές σχέσεις να μη με κυριεύ­σουν και μη με παραδώσεις σε ψυχή γεμάτη από αδιαντροπιά. Φώτισε την καρδιά μου με το φως Του προσώπου Σου Κύριε, για να μη με αρπάξει το σκοτάδι και με κυριεύσει εκείνος που περπατάει μέσα σ’ αυτό. Μην παραδώσεις. Κύριε, τη ψυχή μου, που εξομολογείται σε Σένα, σε θηρία αόρατα. Μην ανεχθείς, Κύριε, να πληγωθεί ο δούλος σου από ξένα σκυλιά. Καταξίωσέ με, Πατέρα μου Άγιε, να γίνω κατοικητήριο του Αγίου Σου Πνεύματος και οίκος του Χριστού Σου. Οικοδόμησέ με, Συ ο οδηγός των πλανεμένων. Οδήγησέ με για να μην παρεκκλίνω στα αριστερά. Ποθώ από τα βάθη μου, Κύριε, να δω το Πρόσωπό Σου, Θεέ μου, οδήγησέ με, με το φως του Πρόσωπού Σου. Χάρισε σε μένα το δούλο Σου πλούσια δάκρυα και δώρισε στο πλάσμα Σου τη ζωτική δύναμη του Αγίου Σου Πνεύματος, για να μην ξεραθώ σαν τη συκιά, που Συ καταράστηκες. Ας γίνουν ποτό μου τα δάκρυά μου και τροφή η προσευχή μου. Μετάβαλε, Κύριε, το θρήνο μου σε χαρά και δέξου με στα αιώνια σκηνώματά Σου. Ας με προφθάσει η ελεημοσύνη Σου, Κύριε, και η ευσπλαχνία Σου ας με κατακαλύψει. Συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου, γιατί Συ είσαι ο αληθινός Θεός που συγχωρείς αμαρτίες. Μην καταδεχτείς, Κύριε, να καταδικάσεις τα έργα των χειρών Σου, εξαιτίας των πολλών αμαρτιών μου, αλλά ανακάλεσε με, Κύριε, με τη Χάρη του Μονογενή Σου Υιού, του Σωτήρα μας. Σήκωσε με από κάτω που είμαι πεσμένος σαν το Λευΐ, τον τελώνη. Δώσε ζωή στο νεκρό από τις αμαρτίες, όπως ανέστησες τον γιό της χήρας, γιατί Συ μόνος είσαι η ανάσταση των νεκρών και σε Σένα πρέπει η δόξα στους αιώνες. Αμήν. Εκείνος που μετανοεί αληθινά για τα κακά που έπραξε, τείνει όχι μόνο ο ίδιος να κατηγορεί τον εαυτό του, αλλά και τις μομφές των άλλων να υπομένει με καρτερία. Γιατί μετάνοια είναι το να σηκώνει κανείς τους χλευασμούς των ανόητων, και να υπομένει με όλη τη δύναμη της ψυχής του, δοξάζοντας για όλα το Θεό. Ο Ησαΐας θρηνώντας για τους σκληρούς και αμετανόητους λέει: «Μήπως δεν μπορεί ο Κύριος να σας σώσει; Αλλά εξαιτίας των αμαρτιών σας απέστρεψε το πρόσωπό Του από σας, γιατί κανένας σας δεν λέει δίκαια πράγματα, ούτε είναι σωστή η κρίση σας» (Ησ. 59, 1-4). Και άλλος λέει: «Τί ωραίο πράγμα που είναι, όταν ελέγχεται κανείς» να φανερώνει μετάνοια! (Σοφ. Σειρ. 20, 2). Γιατί έτσι θα αποφύγει την εκούσια αμαρτία. Και πάλι: «Αμάρτησες: Μην προσθέσεις και άλλη αμαρτία. Για τις προηγούμενες παρακάλεσε το Θεό» (Σοφ. Σειρ. 21,1). Και προσθέτει «Απόφευγε την αμαρτία σαν να ‘ταν φίδι» (Σοφ. Σειρ. 21,2). «Γιατί ο συνετός, φοβούμενος την τιμωρία, αποφεύγει τους κακούς» (Παρ. 14,16). Και ο Ιώβ λέει: «Εάν έκρυψα την αμαρτία μου, το έκανα σκόπιμα. Γιατί ποτέ δεν ντράπηκα το μεγάλο πλήθος της πόλεως ώστε να μην ομολογήσω ενώπιον του το πταίσμα μου» (Ιώβ 31, 33-34). Και στις Πράξεις ο Πέτρος λέει στο πλήθος: «Μετανοήστε λοιπόν και επιστρέψτε, για να εξαλειφθούν οι αμαρτίες σας και να σας έρθουν ήμερες ανακούφισης» (Πράξ. 3, 19). Και εμείς, αγαπητοί, όπως είπα και πριν, ας μετανοήσουμε με ειλικρίνεια καρδιάς για τα κακά που πράξαμε και ας επιστρέψουμε στο Θεό λέγοντας: «Αμαρτήσαμε, ελέησέ μας. Παρανομήσαμε, συγχώρεσέ μας. Ήρθαμε σε σύγκρουση μαζί Σου, συμφιλιώσου μαζί μας. Σαν την Πόρνη καθάρισέ μας, Σαν τον Τελώνη δικαίωσέ μας. Ας έρθει το έλεος Σου σε μένα. Ας σταλάξουν μέσα μου οι σταγόνες της φιλανθρωπίας Σου και μην επιτρέψεις να πουληθώ εξαιτίας των αμαρτιών μου, ούτε να με κυριεύσει ο ύπνος και να υποστώ τον πικρό θάνατο της αμαρτίας. Αλλά εξαγόρασέ με από τον “πονηρό” που εξουσιάζει αυτή τη ζωή. Δος μου καιρό μετανοίας και τόπο απολογίας, γιατί δεν υπάρχει ειρήνη μέσα μου, εξαιτίας των αμαρτιών μου. Οι αμαρτίες μου ξεχείλισαν και κάλυψαν ακόμα και το κεφάλι μου, και σαν βαρύ φορτίο έπεσαν με μεγάλο βάρος επάνω μου. Εάν πραγματικά εξετάσεις με προσοχή τις αμαρτίες μας, Κύριε, Κύριε, ποιός θα μπορέσει να σταθεί μπροστά Σου; Αλλά σε Σένα βρίσκει κανείς άφεση των αμαρτιών. (Ψαλμ. 37. 4-5 & 129. 3-4)». Ας πιστέψουμε λοιπόν στο Θεό, εμείς που εξαιτίας των αμαρτιών μας έχουμε κυριευθεί από απόγνωση για τη ζωή μας. Ας επιστρέψουμε με όλη τη καρδιά μας στον Κύριο, το Θεό μας. Ας ζήσουμε ενάρετα όλες τις υπόλοιπες ημέρες της ζωής μας. Ας εργαστούμε για Εκείνον σωστά, σύμφωνα με το θέλημά Του, κι Εκείνος θα μας θεραπεύσει συγχωρώντας τα προηγούμενα παραπτώματά μας. Και έτσι θα έχουμε τη δύναμη να καταρρίψουμε τα έργα του διαβόλου, χωρίς να φοβηθούμε καθόλου την απειλή του (γιατί δεν έχουν δύναμη τα νεύρα του, όπως ακριβώς δεν έχουν καμιά δύναμη τα νευρά του νεκρού). Ας φοβηθούμε τον παντοδύναμο Κύριο. Ας φυλάξουμε τις εντολές Του, και κοντά Του, κάτω από το θέλημά Του, θα βρούμε τη ζωή. Εάν έτσι, με στεναγμούς και δάκρυα Τον ικετεύσουμε, θα πει και σε μας με το στόμα του προφήτη Ιεζε­κιήλ: «Ζω εγώ, λέει ο Κύριος· δεν θέλω το θάνατο του αμαρτωλού, μέχρι να επιστρέφει και να ζήσει» (Ιεζ. 18, 3, 23). Και πάλι, «Την ήμερα που θα επιστρέφει ο αμαρτωλός από όλες τις αμαρτίες του και θα ζήσει ενάρετα, θα σβήσω κι εγώ αμέσως και για πάντα τις αμαρτίες του» (Ιεζ. 33. 12-13). Γιατί ποθεί πάρα πολύ ο Κύριος τη σωτηρία μας. Είπε στους μαθητές Του: «Να τους λέτε: Μετανοείτε, γιατί πλησίασε η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 3, 2). Γι’ αυτό λοιπόν εγκαταλείποντας στο Όρος ο Καλός Ποιμένας τα ενενήντα εννέα πρόβατα, τρέχει και αναζητεί εκείνο που έχει χαθεί, και αφού το βρει, το φορτώνεται στους ώμους Του χαρούμενος, και συγκαλεί τις ουράνιες Δυνάμεις, τους Αγγέλους, γεμάτος από χαρά και λέει: «Χαρείτε μαζί μου, γιατί βρήκα το πρόβατο που είχε χαθεί» (Λουκ. 15, 6). Και προσθέτει: «Σας βεβαιώνω, ότι τέτοια χαρά γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί, παρά για τους ενενήντα εννέα δίκαιους, οι οποίοι δεν έχουν ανάγκη από μετάνοια» (Λουκ. 15,7).

Σ’ Αυτόν πρέπει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Αντιόχου Μοναχού