.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εξομολόγηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εξομολόγηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

''Ο τρόπος λοιπόν, για να αποκτήσεις την ειρήνη, είναι ο εξής...''


Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
«Ο Αόρατος Πόλεμος»

Ο τρόπος λοιπόν, για να αποκτήσεις την ειρήνη, είναι ο εξής: Να ξεχάσεις τελειωτικά την πτώση και την αμαρτία σου και να παραδοθείς στην σκέψη της μεγάλης και άφατης αγαθότητας του Θεού...

Kαι ότι, αυτός μένει πολύ πρόθυμος και επιθυμεί να συγχωρέσει κάθε αμαρτία,όσο και αν είναι βαριά, προσκαλώντας τον αμαρτωλό με διάφορους τρόπους και μέσα από διάφορους δρόμους, για να έλθει σε συναίσθηση και να ενωθεί μαζί του σε αυτή την ζωή με την χάρη του στην δε άλλη, να τον αγιάσει με τη δόξα του και να τον κάνη αιώνια μακάριο.

Και αφού με αυτές και παρόμοιες σκέψεις και στοχασμούς, γαληνέψεις το νου σου, τότε θα επιστρέψεις στην πτώση σου, κάνοντας όπως είπα πιο πάνω... κατόπιν, όταν έρθει ώρα της εξομολογήσεως (την οποία σε προτρέπω να κάνεις πολύ συχνά), θυμήσου όλες σου τις αμαρτίες... και με νέο πόνο και λύπη, για την λύπη του Θεού, και με πρόθεση και απόφαση να μη τον λυπήσεις πλέον, φανέρωσέ τες όλες στον Πνευματικό σου και κάνε με προθυμία τον κανόνα που θα σού ορίσει.

Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Πηγή: Από το βιβλίο «Ο Αόρατος Πόλεμος»




Μην πεις: «Δεν έχω αμαρτίες»!


Θα ήθελες να μάθης αν η Εξομολόγηση είναι τόσο απαραίτητη;
Παλαιότερα πήγαινες πιο συχνά στην εξομολόγηση μα σταμάτησες επειδή κάποιος σε ειρωνεύτηκε γι’ αυτό. Δεν έπρεπε να διακόψεις. Ποιον δεν ειρωνεύτηκαν οι άνθρωποι;
Ξέρεις τι είπε ο διορατικότερος όλων: « ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε…» (Λουκ.6,25).

Μου γράφεις ότι εκτός από την τέχνη σου έχεις και ένα αμπέλι, που σου δίνει καλή παραγωγή, επειδή το καλλιεργείς πολύ. Αν κάποιος εγκατέλειπε το αμπέλι του και ειρωνευόταν εσένα που φροντίζεις με επιμέλεια το δικό σου, μήπως θα σήκωνες τα χέρια σου από το αμπέλι και θα σταματούσες να το καλλιεργείς; Σίγουρα, δεν θα το έκανες αυτό.
Πως μπορείς λοιπόν να ταλαντεύεσαι αναφορικά με την καλλιέργεια της ψυχής σου η οποία είναι σημαντικότερη απ’ όλα τα αμπέλια του κόσμου; Επειδή όταν πεθάνεις, την ψυχή σου θα την πάρεις ενώ το αμπέλι θα το αφήσεις. Απ’ όλες τις καλλιέργειες, η σημαντικότερη είναι η καλλιέργεια της ψυχής. Και απ’ όλους τους κόπους που ο άνθρωπος καταβάλλει πάνω στη γη, ο κόπος για την ψυχή είναι ο πιο συνετός. Για τούτο, γύρνα στην προηγούμενη προσπάθειά σου γύρω από τη ψυχή σου και ξεκίνα πάλι να εξομολογήσαι. Λέει ο απ. Ιάκωβος: « εξομολογείσθε αλλήλοις τα παραπτώματα…» (Ιακ.5,16).

Οι αμαρτίες θεριεύουν και πολλαπλασιάζονται μέσα στη μυστικότητα. Μόλις όμως βγουν στο φως, ξηραίνονται και πεθαίνουν.
Μην πεις: «Δεν έχω αμαρτίες»! διάβασε αυτό που λέει ο δίκαιος στα Ψαλτήρι: «εν ανομίας συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου» (Ψ.50,7).
Μην πεις πάλι: « εγώ εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου στον ίδιο τον Θεό και δεν χρειάζεται να εξομολογούμαι σε ανθρώπους».
Ποιος ήταν περισσότερο δίκαιος από τον Απόστολο Παύλο; Και ο Παύλος αυτός , είχε μια αμαρτία πριν από την αποστολική του κλήση ως Σαύλος και την αμαρτία του αυτή την εξομολογήθηκε δημόσια, όχι μία φορά αλλά πολλές και όχι μονάχα μπροστά σε πιστούς αλλά και σε ειδωλολάτρες. Γράφει στους βαπτισμένους Γαλάτες: « ηκούσατε γαρ την εμήν αναστροφήν ποτε εν τω Ιουδαϊσμώ, ότι καθ’ υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν του Θεού και επόρθουν αυτήν» (Γαλ.1,13). Το ίδιο αποκαλύπτει και μπροστά στον αβάπτιστο βασιλιά Αγρίπα.

Αφού λοιπόν ο Άγιος Παύλος ενεργούσε έτσι, εσύ γιατί να κρατάς τα τραύματα της ψυχής σου κρυμμένα; Γιατί να αφήνεις τα φίδια να πολλαπλασιάζονται στον κόρφο σου; Μήπως επειδή κάποιος σε ειρωνεύτηκε; Και αν σε ειρωνεύτηκε μία φορά, μήπως θα σε ειρωνεύεται αιώνια; Προσευχήσου μυστικά γι’ αυτόν στο Θεό. Ίσως μετανοήσει και με δάκρυα εκθέσει το αμάρτημά του. Τι είναι πιο ασταθές από την ανθρώπινη σκέψη; Πόσοι και πόσοι άνθρωποι δεν μετανιώνουν το βράδυ για λόγια που ξεστόμισαν την ημέρα; Γι’ αυτό ,σε ότι αφορά την ψυχή σου, μην ακούς τον καθένα που σου λέει περιστασιακά κάτι άλλα άκουε αυτό που η Εκκλησία του Θεού κηρύττει.
Κάνε συζήτηση με πνευματικούς που εξομολογούν ανθρώπους και θα ακούσεις από εκείνους πολλά παραδείγματα για το πόση ψυχική ανακούφιση έλαβαν όσοι από καρδιάς εξομολογήθηκαν.

Δεν είναι κανένα παραμύθι αλλά η ωμή αλήθεια, ότι πολλοί ετοιμοθάνατοι, όντες σε πολύωρη αγωνία, μπόρεσαν να ξεψυχήσουν μονάχα τότε, όταν εξομολογήθηκαν τις αμαρτίες τους στον ιερέα. Θα μπορούσα και εγώ ο ίδιος να σου αναφέρω κάποια τέτοια παραδείγματα στα οποία ήμουν αυτόπτης. Ο Θεός μας είναι Θεός ελέους και καλοσύνης και θέλει τη σωτηρία όλων των ανθρώπων. Πως όμως θα σωθεί κάποιος άνθρωπος, αν ξεκάθαρα και συνειδητά δεν κάνει διάκριση μεταξύ αμαρτίας και δικαιοσύνης του Θεού, αν δεν απορρίψει την αμαρτία και δεν αναγνωρίσει τη δικαιοσύνη του Θεού;

Με αυτό που ο άνθρωπος κουβαλά στην ψυχή του κατά την ώρα θανάτου, με τούτο απέρχεται στην κρίση του Θεού. Αν αυτό είναι αμαρτία, με την αμαρτία, και αν είναι δικαιοσύνη, τότε με τη δικαιοσύνη. Ο Θεός περιμένει από κάθε θνητό άνθρωπο τη μετάνοια και η μετάνοια περιλαμβάνει την εξομολόγηση των ιδίων αμαρτημάτων. Και επειδή κάθε ώρα και ημέρα, μπορεί ο άγγελος του θανάτου να έρθει για να παραλάβει την ψυχή μας, γι’ αυτό η Εκκλησία συνιστά στους πιστούς, συχνή εξομολόγηση και ακόμη συχνότερη Μετάληψη.
Επιστολή: "Στον τεχνίτη Παύλο Τ. για την εξομολογηση"
από το βιβλίο: "Εμπνευσμένα κείμενα Ορθοδόξου Πνευματικότητος"

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
εκδόσεις: Ορθόδοξος Κυψέλη






Αμάρτημα ε ξ ο μ ο λ ο γ η μ έ ν ο καί μ ι σ η μ έ ν ο σβήνεται από τό βιβλίο της Δικαιοσύνης Του Θεού


«Αμάρτημα εξομολογημένο και μισημένο σβήνεται από το βιβλίο της δικαιοσύνης του Θεού. 

Έτσι, δεν θα καταλογιστεί στην τελική Κρίση. 

Αυτό έχοντας στο νου μας, ας φρονηματίζουμε πάντα τη ψυχή μας με την ελπίδα της σωτηρίας, διατηρώντας όμως αμείωτο μέσα μας το αίσθημα της αμαρτωλότητος.

Ο Χριστός, με τη σταυρική του θυσία, έσκισε το χρεόγραφο όλων των ανομιών μας. 

Από μας ζητάει ζωντανή πίστη, ειλικρινή Εξομολόγηση, αγώνα εναντίον της αμαρτίας και μίσος για το κακό».

Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου
(Χειραγωγία στην πνευματική ζωή, Ι. Μ. Παρακλήτου, Έκδ. ε΄, σ. 101)

Μόνο μέ προσευχή καί νηστεία φεύγει τό γένος αυτό. ΄Αν σέ δεί δειλό σέ κάνει ότι θέλει…


Κάποτε είχα γράψει τίς αμαρτίες μου σ’ ένα χαρτάκι γιά νά τίς εξομολογηθώ. 

Έχασα τό χαρτί μπροστά στά μάτια μου. 

Τό έψαχνα γιά πολύ καιρό καί κατάλαβα ότι αυτός μού τό πήρε. 

Μετά από πολύ καιρό ήλθε καί μού τό έδειξε.

Τό κρατάει! 

Δέν τόν φοβάμαι όμως γιατί θυμήθηκα τίς αμαρτίες μου, τίς εξομολογήθηκα καί είμαι τακτοποιημένος !

Μόνο μέ προσευχή καί νηστεία φεύγει τό γένος αυτό. 

΄Αν σέ δεί δειλό σέ κάνει ότι θέλει… 

Τις σκέψεις μας δέν τίς γνωρίζει. 

Γνωρίζει μόνον όσες σκέψεις μάς βάζει ό ίδιος στό μυαλό μας καί όσα ακούει στίς συζητήσεις μας νά λέμε…

Ο σατανάς εναντιώνεται σέ κάθε χριστιανό πού ειλικρινά αγωνίζεται. 

Δέν πρέπει όμως νά τόν φοβόμαστε. 

Καπνός είναι. 

Δέν έχουν εξουσία στούς ανθρώπους.

Επιτρέπει ό Θεός τούς πειρασμούς γιά νά δοκιμάζει τήν πίστη τών ανθρώπων. 

Παίρνουν πάντα τήν άδεια τού Θεού γιά νά πειράξουν τόν άνθρωπο καί μέχρι προκαθορισμένου σημείου…

π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης


Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ!

Ἀργὰ μία νύχτα ὁ Σαζίκωφ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν π. Ἀρσένιο. Ἦταν φανερὰ ταραγμένος. Καθόταν, σηκωνόταν, στριφογύριζε, μιλοῦσε μιά γιὰ τὸ ἕνα καὶ μιὰ γιὰ τὸ ἄλλο θέμα.
– Πάτερ Ἀρσένιε, εἶπε μετὰ ἀπὸ ὥρα. Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ! 
Δὲν θ’ ἀργήσει νὰ ἔρθει τὸ τέλος, καὶ μὲ βαραίνουν ἁμαρτίες πολλές, πάρα πολλές…
Ἀπέμεναν δύο ὧρες ὡς τὸ ἐγερτήριο. Ἀποσύρθηκαν σὲ μιὰ γωνιά. Ὁ Σεραφεὶμ γονάτισε. 
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβαλε τὸ χέρι στὸ κεφάλι του καὶ βυθίστηκε στὴν προσευχή.

Πέρασαν μερικὰ λεπτά. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν λουσμένος στὸν ἱδρώτα. Ἀγωνιοῦσε, ζαλιζόταν, χανόταν… Μιλοῦσε κοφτά, μπερδεμένα, μὲ μεγάλη δυσκολία.
Ὁ π. Ἀρσένιος σώπαινε. Δὲν τὸν ρωτοῦσε, δὲν τὸν βοηθοῦσε, δὲν τὸν παρηγοροῦσε.
Μόνο ἄκουγε καὶ προσευχόταν.
Μέσα στὸ στρατόπεδο εἶχε ἐξομολογήσει ἀρκετούς, πολὺ σπάνια ὅμως γερασμένους βετεράνους ἐγκληματίες. Αὐτοὶ εἶχαν χάσει ὅλα τους τὰ αἰσθήματα. 
Ἡ συνείδηση, ἡ ἀγάπη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἀνθρωπιὰ εἶχαν νεκρωθεῖ• εἶχαν πνιγεῖ μέσα στὸ αἷμα, τὴ σκληρότητα, τὴ διαφθορά. Τὸ παρελθόν, τοὺς τρόμαζε, τὸ παρόν, τοὺς ἀπέλπιζε καὶ μέλλον δὲν ὑπῆρχε. […]

Ὁ Σεραφεὶμ βασανιζόταν ἀπὸ τὶς τύψεις. Ἤθελε νὰ βάλει ἕνα τέρμα σ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς. 
Μὰ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ διέξοδο ἀπὸ τὸν ὑπόκοσμο πρὸς τὸν κόσμο, δὲν μποροῦσε νὰ ξεγλιστρήσει ἀπὸ τὸ σιδερένιο δίχτυ τῶν συντρόφων καὶ συνενόχων, ποὺ ἦταν πάντα ἕτοιμοι νὰ τιμωρήσουν σκληρὰ κάθε «δειλό», κάθε «προδότη». 
Καὶ ὁ καιρὸς περνοῦσε…
Ἡ ἴδια πάντα ἱστορία, ἱστορία ποὺ γνώριζε καλὰ ὁ π. Ἀρσένιος, ἡ ἱστορία τῶν ἐγκληματιῶν ποὺ γερνοῦσαν μέσα στὴν παρανομία – καὶ τί νὰ ἔκαναν;
Ὁ Σαζίκωφ ἔλεγε, ἔλεγε πολλά, μὰ δὲν ἔκανε ἐξομολόγηση. Εἶχε προετοιμαστεῖ καλά. Ἔστυψε τὸ μυαλό του• θυμήθηκε ἀκόμα καὶ τὰ πιὸ μακρινά, καὶ τὰ πιὸ ἀσήμαντα περιστατικὰ τῆς ζωῆς του• κατέστρωσε ἕνα σχέδιο. 
Καὶ τώρα, ποὺ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἐξομολογηθεῖ, τὰ ἔχασε. Πάγωσε. Μπερδεύτηκε. 
Μιλοῦσε, ἀλλὰ τὰ λόγια του ἦταν ἀνακατωμένα, ὁ νοῦς του θολωμένος καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ ψυχὴ του κρύα. 
Ἀκόμα κι ὅταν κατόρθωσε μὲ πολὺ κόπο νὰ βρεῖ τὴν αὐτοκυριαρχία του καὶ νὰ βάλει σὲ μιὰ τάξη τὶς σκέψεις του, δὲν ἔκανε παρὰ μιὰ ξερὴ ἀφήγηση γεγονότων χωρὶς μεταμέλεια, χωρὶς συντριβή, χωρὶς καμιὰ ψυχικὴ συμμετοχή.
Ὁ π. Ἀρσένιος τὸ ἔβλεπε καὶ τὸ κατανοοῦσε. Τὸ παρελθὸν τοῦ Σαζίκωφ πάλευε μὲ τὸ παρόν του. Καὶ ἀπὸ τὴν πάλη αὐτὴ θ’ ἄνοιγε ὁ δρόμος γιὰ τὸ μέλλον του.
Ἔγινε μιὰ μικρὴ παύση. Ὁ Σεραφεὶμ ἔκλαιγε. Μὰ ἡ ψυχὴ του ἦταν πάντα τὸ ἴδιο παγερή. 
Ὁ π. Ἀρσένιος κατάλαβε ὅτι χρειαζόταν βοήθεια. Ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ ἐπέμβει.
– Γιὰ θυμήσου, τοῦ εἶπε, πόσο σὲ παρακαλοῦσε μέσα στὸ δάσος ἐκείνη ἡ γυναίκα, πόσο ἱκέτευε νὰ τὴ λυπηθεῖς… Μὰ ἐσὺ δὲν τὴ λυπήθηκες! Καὶ ἀργότερα ἔνιωθες ντροπὴ καὶ ἀηδία γιὰ τὸν ἑαυτό σου…
Ὁ Σαζίκωφ κεραυνοβολήθηκε. Μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ κατάλαβε: Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ξέρει ὅλα! Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ βλέπει ὅλα! Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν λόγος νὰ ψάχνει γιὰ λέξεις. 
Δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ φοβᾶται ἢ νὰ ντρέπεται. Θ’ ἄνοιγε ἁπλὰ τὴν ψυχή του, ποὺ ἦταν κιόλας φλογισμένη. Καὶ θ’ ἄφηνε τὰ πάντα στὰ χέρια τοῦ ἐξομολόγου καὶ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐξομολόγηση εἶχε τελειώσει. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν ἀκόμα γονατιστός, μὲ τὸ πρόσωπο λουσμένο στὰ δάκρυα. Τὰ εἶχε πεῖ ὅλα. Εἶχε μετανοήσει γιὰ ὅλα. Καὶ τώρα περίμενε. Περίμενε τὴν ἄφεση ἢ τὴν καταδίκη.
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔσκυψε χαμηλά. Στὸ νοῦ του εἶχε μόνο λόγια προσευχῆς. Λόγια γιὰ τὸν Σεραφεὶμ δὲν ἔβρισκε. 
Μπροστά του ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἐξομολογήθηκε μὲ εἰλικρίνεια, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, μὲ ψυχικὴ ὀδύνη• μὰ ἦταν συνάμα κι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε διαπράξει ἀνατριχιαστικὰ κακουργήματα, ποὺ εἶχε σκορπίσει τὸ θάνατο, τὸν πόνο, τὴ συμφορά.
Ὁ ἱερέας Ἀρσένιος, ποὺ συγχωρεῖ καὶ λύνει τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, παλεύει τώρα μὲ τὸν ἄνθρωπο Ἀρσένιο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραβλέψει καὶ νὰ συγχωρήσει μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ τόσα φρικτὰ ἐγκλήματα.
«Κύριε καὶ Θεέ μου, δῶσε μου φωτισμὸ γιὰ νὰ κατανοήσω καὶ δύναμη γιὰ νὰ ἐκτελέσω τὸ θέλημά Σου! Νὰ δείξω στὸν Σεραφεὶμ τὸ δρόμο Σου! 
Νὰ τὸν βοηθήσω νὰ συνέλθει, ν’ ἀναγεννηθεῖ! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ μας καὶ τοὺς δύο, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς!»
Μία μυστικὴ φωνὴ μίλησε μέσα του, μία φωνὴ ποὺ τὸν πληροφόρησε ὅτι δὲν χρειαζόταν νὰ πεῖ τίποτα, δὲν χρειαζόταν κἄν νὰ βάλει στὴ ζυγαριὰ τῆς στενόκαρδης ἀνθρώπινης δικαιοσύνης τὶς ἁμαρτίες ἑνὸς βαθιὰ μετανοημένου ἀνθρώπου, ποὺ εἶχε βρεῖ τὸν Κύριο.
Σηκώθηκε, ἕσφιξε στὸ στῆθος του τὸ κεφάλι τοῦ Σεραφεὶμ καὶ εἶπε:
– Μὲ τὴ δύναμη καὶ ἐξουσία ποὺ μοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ἐγώ, ὁ ἀνάξιος ἱερεὺς Ἀρσένιος, συγχωρῶ καὶ λύνω τὰ ἁμαρτήματά σου.
Ἀπὸ δῶ καὶ ἐμπρὸς νὰ κάνεις τὸ καλὸ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὁ Κύριος θὰ σὲ ἐλεήσει. Πήγαινε καὶ ζῆσε πιὰ εἰρηνικά. Ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δείξει τὸ δρόμο. Ὅσο γιὰ μένα, θὰ εἶμαι παντοτινὰ κοντά σου, Σεραφείμ!

oikohouse.wordpress.com

Έλα τώρα, δεν έχω μεγάλες αμαρτίες, γιατί πρέπει να εξομολογηθώ !

«Εάν είπωμεν ότι ουχ ημαρτήκαμεν, ψεύστην ποιούμεν αυτόν, και ο λόγος αυτού ουκ έστιν εν ημίν.» (Ιωάν. Α΄, 1,10)»

Ο Σωτήρας ήρθε στον κόσμο μας, για να μας σώσει από την αμαρτία. Ο ίδιος ασταμάτητα το τονίζει αυτό στο Ευαγγέλιό Του. Εάν όμως εμείς αρχίσουμε να ισχυριζόμαστε ότι δεν έχουμε αμαρτία, τότε τον Σωτήρα «ψεύστην ποιούμεν».

Διότι λέει ότι ήρθε, για να μας σώσει από την αμαρτία, ενώ εμείς δεν έχουμε αμαρτίες. Εκείνος ήρθε στον κόσμο, επειδή είμαστε αμαρτωλοί, σκλάβοι της αμαρτίας και του θανάτου. Αναγνωρίζοντας την αμαρτωλότητά μας, αναγνωρίζουμε την ανάγκη για τον Σωτήρα και την σωτηρία. Τότε «ο λόγος αυτού έστιν εν ημίν». Και ο λόγος Αυτού είναι το Ευαγγέλιό Του, το Ευαγγέλιο της σωτηρίας.

Οι ανθρωπολάτρες λένε: εμείς δεν έχουμε αμαρτίες, τι χρειαζόμαστε τον Σωτήρα; Δεν χρειαζόμαστε τον Σωτήρα, επειδή δεν έχει από τι να μας σώσει. Εάν έχουμε κάποιες ελλείψεις, εμείς θα τις διορθώσουμε με την παιδεία, τον πολιτισμό, την επιστήμη, την τεχνική. Δεν χρειαζόμαστε τον Θεό καθόλου. Έτσι οι ανθρωπολάτρες ανακηρύττουν τον Σωτήρα αυτοαναγνωρισμένο ψεύτη, και ως εκ τούτου εχθρό της ανθρωπότητας.

Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Πρέπει να εξομολογούμαστε συχνά τις αμαρτίες μας

Πρέπει να εξομολογούμαστε συχνά τις αμαρτίες μας, απαλλάσσοντας τον εαυτό μας από το βδελυρό βάρος τους. Σκέψου,άνθρωπε,σε τι αθλία κατάσταση σε έφερε η αμαρτία και τι έκαμε για τη σωτηρία σου ο Κύριός σου Ιησούς Χριστός,ο Υιός του Θεού.

Θυμήσου τη Σάρκωσί του,τη διδαχή του,τα θαύματά του,το Πάθος του,την ταφή του,την εκ νεκρών εγερσί του. Σκέψου τη αντίλυτρο προσέφερε για εμάς και τι απαιτεί από μας τώρα: να του προσφέρουμε ολόκληρο τον εαυτό μας,να ζούμε πλέον όχι για το εγώ μας,αλλά για Αυτόν,κάνοντας τις εντολές του. Μακριά από κάθε τι πού οδηγεί στην αμαρτία. 

Ας σταυρώσουμε τα σάρκα με τα πάθη και τις επιθυμίες της. Ας αποστρέψουμε τα μάτια από τα πλανερά θέλγητρα του κόσμου τούτου. Ας αγαπάμε τον Θεό με όλο μας το είναι και τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας

Αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης: Η εν Χριστώ ζωή μου

''Αυτό που νιώθεις τώρα...''

- Δεν υπάρχει ανώτερο πράγμα από αυτό που λέγεται μετάνοια και εξομολόγηση. 
- «Εε, δεν έχω κάνει και τίποτε. Ούτε σκότωσα, ούτε έκλεψα»...

- Μα δεν είναι αυτό. Αυτό που νιώθεις τώρα. Να πας να του το πεις: "Πατέρα ήρθα να γονατίσω στο πετραχήλι. Χωρίς να ξέρω τι να σας πω. Γιατί νομίζω ότι είμαι πολύ καλή…''

Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου

Πώς σώθηκε ένας απελπισμένος

Την εποχή που ζούσε ο παπα-Κοδράτος στην Ι.Μ. Καρακάλλου επεσκέφθη το Άγιον Όρος ένας λαϊκός προσκυνητής που ήθελε να εξομολογηθεί τις μεγάλες του αμαρτίες.

Πήγε στις Καρυές, στον π.Αβέρκιο που έφτιαχνε κομπολόγια, και ζητούσε επίμονα εξομολόγο.

Ο π.Αβέρκιος θεώρησε καλό να τον στείλει στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου που βρίσκεται κοντά στις Καρυές. Ήταν καλός πνευματικός, αλλά αυστηρός στους κανόνες, που τους έβαζε χωρίς επιείκεια.

Ο άνθρωπος πήγε στο Κουτλουμούσι και εξομολογήθηκε. Επέστρεψε όμως «κάλαμος συντετριμμένος». Χωρίς καμμία διάθεση. Γεμάτος θλίψη και αθυμία.

-Τι έκανες; Εξομολογήθηκες; τον ρώτησε ο π.Αβέρκιος.

– Ναι πάτερ, αλλά…

Ο π. Αβέρκιος τον κοίταξε. Ήταν θλιμμένος, κάτωχρος, με μια λύπη που δεν είναι κατά Θεόν, αλλά την φέρνει ο διάβολος για να παγιδεύσει θανατηφόρα τις ψυχές.

-Τι έχεις; Πες μου. Τι σου συμβαίνει;

-Πάτερ, δεν υπάρχει πια για μένα ζωή. Δεν πρέπει να ζω. Θα ήταν προτιμότερο να πνιγώ, είπε με φαρμακερό πόνο.

-Μα γιατί; Δεν εξομολογήθηκες;

-Εξομολογήθηκα, αλλά ο πνευματικός μου είπε πως οι αμαρτίες μου είναι πολύ βαρειές. Δεν ξέρω. Πώς να στο πω; Μ’ έχει φέρει σε απόγνωση.

Όταν άκουσε αυτά ο π.Αβέρκιος και είδε το πνεύμα της λύπης και της απελπισίας να απλώνει ύπουλα το πέπλο του πάνω από την ψυχή του ταλαίπωρου εκείνου ανθρώπου, πιάνει και γράφει ένα γράμμα στον Σεβασμιώτατο Μελιτουπόλεως Ιερόθεο, που ασκήτευε τότε στον Μυλοπόταμο.

Εκείνος θα μπορούσε να βοηθήσει, να βρει διέξοδο για την ψυχή αυτή.

Έδωσε το γράμμα στα χέρια του προσκυνητού και , του είπε δυο αδελφικά, ενθαρρυντικά λόγια και του έδειξε τα μονοπάτια που θα τον οδηγούσαν στο ερημικό κελλί του Σεβασμιωτάτου.

Ο Δεσπότης ήταν στον κήπο, όταν πήγε ο προσκυνητής. Φορούσε έναν απλό σκούφο και σκάλιζε.

-Τι θέλεις, αδελφέ μου; είπε στον απελπισμένο άνθρωπο που έφθασε με το γράμμα στο χέρι.

-Θέλω εξομολόγηση Σεβασμιώτατε.

-Άκου, παιδί μου. Εγώ δεν εξομολογώ. Όμως θα σε στείλω σ’ έναν εκλεκτό πνευματικό στην Ι. Μονή Καρακάλλου. Τον λένε παπα-Κοδράτο.

Παίρνει μολύβι και χαρτί, γράφει μια επιστολή στον παπα-Κοδράτο και τον στέλνει στον έμπειρο ιατρό των ψυχών.

Περπάτησε εκείνος στο ανηφορικό μονοπάτι που βγάζει στο Μοναστήρι και σε λίγο έφθασε. Οι πατέρες τον εφίλεψαν, όπως κάνουν σε κάθε επισκέπτη, με πολλή αγάπη και χαρά. Μετά ειδοποίησαν τον Γέροντα.

-Να έρθει στο Ηγουμενείο, παρήγγειλε εκείνος. Εκεί τον δέχθηκε σαν να τον εγνώριζε χρόνια. Με αγάπη.

Σαν πατέρας. Κι ο άνθρωπος βιαζόταν να βγάλει το βάρος που τον επίεζε καταθλιπτικά μ’ έναν φόβο πρωτογνώριστο, σχηματισμένο ίσως από την πρώτη δραματική εξομολόγησή του.

Έμοιαζε με κυνηγημένο πουλί που είχε μεγάλες πληγές, αλλά πιο μεγάλη αγωνία. Ο διάβολος τον έχει δέσει. Όμως δεν θα χαιρόταν.

Η ψυχή του βρισκόταν τώρα πια στα χέρια του Χριστού, στα χέρια του παπα-Κοδράτου, που διέθεταν την τέχνη και την δύναμη να σπάσουν τα δεσμά των αμαρτιών και της απογνώσεως.

Ήταν στα χέρια του ιατρού που θα έκανε την εγχείρηση και θα θεράπευε τον τραυματία με την χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.

Ο προσκυνητής αντίκρυζε στο πρόσωπο του πνευματικού τον άνθρωπο του Θεού και σκιρτούσε από χαρά.

«Είναι κάτι φυσικό-γράφει ο άγιος Ιωάννης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος- να βλέπει ο άρρωστος τον ιατρό και να αισθάνεται χαρά. Έστω κι αν δεν λάβει καμμία ωφέλεια από αυτόν.

Απόκτησε λοιπόν και συ, ω θαυμάσιε-λέει προς τον ποιμένα- έμπλαστρα, κολλύρια, ποτά, σπόγγους, αναισθητικά, φλεβοτόμα, καυτήρες, αλοιφές, υπνωτικά, μαχαίρια, επιδέσμους.

Αν δεν έχουμε αυτά, πως θα φανεί η επιστήμη μας;» (Λόγος προς ποιμένα).

Ο παπα-Κοδράτος ήταν εξοπλισμένος με όλα αυτά τα πνευματικά όργανα που αποτελούν την αληθινή επιστήμη του ποιμένος.

Ο άρρωστος προσκυνητής επιθυμούσε να γίνει σύντομα η επέμβασις. Ο παπα-Κοδράτος δεν βιαζόταν.

Κάθησε κοντά του. Προσπάθησε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα γνωριμίας, φιλίας και εμπιστοσύνης με τον εξομολογούμενο, παρ’ όλο που εκείνος βιάσθηκε να του συστηθεί:

– Είμαι ένας αμαρτωλός, πάτερ.

– -Καλά. Μα εγώ σε βλέπω σαν άγγελο του Θεού. Πες μου, έχεις παιδιά; Πότε ήρθες στο Άγιον Όρος; Τι δουλειά κάνεις;

Συζήτησαν αρκετά, ώσπου η ποθητή προετοιμασία έγινε. Μετά έβαλε «ευλογητός».

– Έλα παιδί μου, του είπε. Βλέπεις αυτή την εικόνα του Χριστού; Μη κρύψεις τίποτε. Όλα τα ξέρει ο Κύριος. Όλα τα βλέπει. Όλα τα ακούει. Κι εγώ είμαι ομοιοπαθής με σένα άνθρωπος. Θάρρος λοιπόν.

Αβίαστα και φυσικά άδειασε και ξεχύθηκε όλο το φαρμάκι κι όλος ο πόνος της καρδιάς του ανθρώπου.

Με συντριβή. Χωρίς αμφιβολία για το έλεος του Θεού που τον έβλεπε ολοζώντανο στην μορφή και στο πετραχήλι του γέροντος πνευματικού. Εξομολογήθηκε καθαρά.

Μετανόησε ειλικρινά. Έκλαψε. Η ψυχή του, ο λόγος του, η στάσις του, όλα μιλούσαν σαν να απήγγελναν τον 50ο ψαλμό του Δαβίδ, τον ψαλμό της μετανοίας : «Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι διαπαντός».

Τι άλλο ζητεί ο φιλάνθρωπος Θεός από τον άνθρωπο; Μετάνοια. επιστροφή. Αυτός είναι ο μοναδικός για τον Παράδεισο. Ο δρόμος που περπάτησε ο τελώνης, η πόρνη, ο ληστής.

Αυτόν τον δρόμο άνοιξε ο Κύριος και στην πληγωμένη αυτή ψυχή με την υπεύθυνη πατρική παρουσία του σοφού Του οικονόμου στο ιερό μυστήριο της αφέσεως.

Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Ο παπα-Κοδράτος όταν άκουσε τον εξομολογούμενο, όταν, ως συνήθως, δάκρυσε μαζί του, κι όταν πια τον συμβούλευσε σκύβοντας επάνω στα τραύματά του με ευσπλαχία, του είπε:

-Είδε ο Θεός, παιδί μου, την μετάνοιά σου και τα δάκρυά σου. Άκου λοιπόν. Σήμερα είναι Μ. Πέμπτη. Όλοι οι πατέρες νηστεύουν για να κοινωνήσουν. Κάθησε κι εσύ εδώ αυτές τις ημέρες.

Στο καθαρό και άγιο περιβάλλον της Μονής θα δεις καλύτερα τον εαυτό σου. Θα προσευχηθείς μαζί μας, θα νηστέψεις. Και θα κοινωνήσεις. Θα λειτουργήσω εγώ και θα σε κοινωνήσω. «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι. Μηκέτι αμάρτανε».

Η αγαλλίασις του ανθρώπου, μετά το τέλος της εξομολογήσεως, ήταν απερίγραπτη. Όλα τριγύρω έλαμπαν με το φως της ειρήνης, της συγγνώμης, του ελέους του Θεού. Είχε σωθεί.

Και η χαρά του παπα-Κοδράτου, που έγινε για άλλη μία φορά σωσίβιο σ’ ένα ναυάγιο της ζωής, ήταν όμοια μ’ εκείνη την χαρά που δοκιμάζει ο Χριστός όταν βρίσκει ένα «απολωλός», όμοια μ’ εκείνο το πανηγύρι που γίνεται στον Ουρανό «επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».

«Κοδράτος ο Καρακαλληνός»
Σύγχρονες αγιορείτικες μορφές

Συνάντηση με έναν δαιμονισμένο ~ (βίωμα εξομολόγησης)




Ενας αξιωματικός είχε στείλει τον ανηψιό του στην μονή Διονυσίου κοντά σε μένα.
Ο ανηψιός είχε ζήσει όπως είχε ζήσει…. ανεξομολόγητος... δεν είχε εξομολογηθεί ποτέ.

Είχε κάνει ένα σωρό πράγματα, (και ποιός δεν έχει κάνει), το θέμα ήταν ότι τότε έτυχε να βρίσκεται στο μοναστήρι ένας δαιμονισμένος .. Τον είχαν κρατήσει από ελεημοσύνη και αγάπη οι πατέρες.

Οποτε συναντούσε τον ανηψιό, το τι του φανέρωνε δεν λέγεται!

Οτι είχε κάνει και δεν είχε κάνει...

Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι πατέρες ήταν να τους κρατάνε χώρια, να μη συμπίπτουνε, και γίνουν επεισόδια μπροστά σε προσκυνητές... και ακούνε οι προσκυνητές, τι είχε κάνει ο νεαρός έξω στον κόσμο... 

Τελικά τον καταφέρανε τον νεαρό να εξομολογηθεί...

Κι είχε κάποια ελαφριά ψυχολογικά προβλήματα. Εξω από το μοναστήρι ήταν ένας πνευματικός, πήγε εκεί εξομολογήθηκε για πρώτη φορά στην ζωή του, και γυρνάει στο μοναστήρι...

Και να χει βγει τώρα στο παράθυρο ο δαιμονισμένος… 
....να τον βλέπει και να φωνάζει: 

- Σε πέτυχα! Τώρα θα στα πω ολα! 

- Τώρα θα τα διαβάσω όλα! Και έκανε τα χέρια του έτσι, σαν να είχε βιβλίο και να φωνάζει: ''Και θα αρχίσω απο το εξώφυλλο δεν θα κρύψω τίποτα..!''

Και να αρχίσει.. όχι να φανερώνει όλα αυτά που χε κάνει ο νεαρός,αλλά να ουρλιάζει...

Και τι φώναζε; ... Που είναι, που είναι τα; 

... Που πήγανε; ... Γιατί δεν βλέπω τίποτα;!

Δεν έβλεπε πια τίποτα. Αυτή είναι η εξομολόγηση. 
Αυτό είναι το πετραχήλι του παπά...

Δεν θα κολαστούμε γιατί αμαρτάνουμε... 

Ολοι αμαρτάνουμε. Θα κολαστούμε γιατί δεν μετανοούμε. Γιατί δεν αγωνιζόμαστε όπως αγωνίστηκαν κι οι άγιοι...

Συνάντηση με έναν δαιμονισμένο ~ (βίωμα εξομολόγησης)
~ Μαρτυρία Αγιορείτου μοναχού

Ἡ ἐξομολόγηση κόβει τὰ δικαιώματα τοῦ διαβόλου



Νὰ πᾶνε τουλάχιστον οἱ ἄνθρωποι σὲ ἕναν Πνευματικό νὰ ἐξομολογηθοῦν, νὰ φύγη ἡ δαιμονική ἐπίδραση, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ σκέφτωνται λιγάκι. Τώρα δὲν μποροῦν οὔτε νὰ σκεφθοῦν ἀπὸ τὴν δαιμονική ἐπίδραση. Ἡ μετάνοια, ἡ ἐξομολόγηση κόβει τὸ δικαίωμα τοῦ διαβόλου. Πρίν λίγο καιρό, ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὅρος ἕνας μάγος καὶ ἔφραξε μὲ πασσαλάκια καὶ δίχτυα ὅλο τὸν δρόμο, ἐκεῖ σὲ μία περιοχή κοντά στὸ Καλύβι. Ἄν περνοῦσε ἀπὸ 'κει μέσα ἕνας ἀνεξομολόγητος, θὰ πάθαινε κακό. Δὲν θὰ ἤξερε ἀπὸ ποὺ τοῦ ἦρθε. Μόλις τὰ εἶδα, κάνω τὸν σταυρό μου καὶ περνῶ ἀπὸ μέσα, τὸ διέλυσα. Μετά ὁ μάγος ἦρθε στὸ Καλύβι, μοῦ εἶπε ὅλα τὰ σχέδιά του καὶ ἔκαψε τὰ βιβλία του. σὲ ἕναν ποὺ εἶναι πιστός, ἐκκλησιάζεται, ἐξομολογεῖται, κοινωνάει, ὁ διάβολος δὲν ἔχει καμμιά δύναμη, καμμιά ἐξουσία.
Κάνει μόνο λίγο «κάφ-καφ» σάν ἕνα σκυλί ποὺ δὲν ἔχει δόντια. Σὲ ἕναν ὅμως ποὺ δὲν εἶναι πιστός καὶ τοῦ δίνει δικαιώματα, ἔχει μεγάλη ἐξουσία. Μπορεῖ νὰ τὸν λιντσάρη, ἔχει δόντια καὶ τὸν ξεσκίζει. Ἀνάλογα μὲ τὰ δικαιώματα ποὺ δίνει μία ψυχή, εἶναι καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ ἐπάνω της.

Ἀκόμη καὶ ὅταν πεθάνη κανεὶς καὶ εἶναι τακτοποιημένος, τὴν ὥρα ποὺ ἡ ψυχή τοῦ ἀνεβαίνει στὸν Οὐρανό, εἶναι σάν νὰ τρέχη ἕνα τραῖνο καὶ ἄλλα σκυλιά τρέχουν ἀπὸ πίσω γαυγίζοντας «κάφ-κάφ...», κόβει καὶ κανένα σκυλί τὸ τραῖνο. Ἀλλά, ἄν δὲν εἶναι τακτοποιημένος, εἶναι σάν νὰ βρίσκεται σὲ τραῖνο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τρέξη μὲταχύτητα, γιατί εἶναι χαλασμένες οἱ ρόδες,κ οἱ πόρτες ἀνοικτές καὶ μπαίνουν τὰ σκυλιά μέσα καὶ δαγκάνουν καὶ κανέναν.

Ὅταν ὁ διάβολος ἔχη ἀποκτήσει μεγάλα δικαιώματα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἔχη κυριεύσει, τότε πρέπει νὰ βρεθῆ ἡ αἰτία, γιὰ νὰ κοποῦν τὰ δικαιώματα. Ἀλλιῶς, ὅση προσευχή καὶ νὰ κάνουν οἱ ἄλλοι, αὐτός δὲν φεύγει. Σακατεύει τὸν ἄνθρωπο. Οἱ ἱερεῖς δωσ' τοῦ- δωσ' τοῦ ἐξορκισμούς, καὶ τελικά τὰ πληρώνει ὁ ἄνθρωπος, γιατί βασανίζεται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸν διάβολο. Πρέπει νὰ μετανοήση ὁ ἄνθρωπος, νὰ ἐξομολογηθῆ, νὰ κοποῦν τὰ διακαιώματα ποὺ ἔχει δώσει, καὶ μετά θὰ φύγη ὁ διάβολος, ἀλλιῶς θὰ ταλαιπωρῆται. 
Μία μέρα, δύο μέρες, ἑβδομάδες, μῆνες, χρόνια, διάβασεἐξορκισμούς, ἀφοῦ ὁ διάβολος ἔχει δικαιώματα, δὲν φεύγει.

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου
ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»

Ας μη γυρίζουμε πίσω στις αμαρτίες που έχουμε εξομολογηθεί. Η ανάμνηση των αμαρτιών κάνει κακό. Ζητήσαμε συγγνώμη; Τέλειωσε



Ας μη γυρίζουμε πίσω στις αμαρτίες που έχουμε εξομολογηθεί. Η ανάμνηση των αμαρτιών κάνει κακό. Ζητήσαμε συγγνώμη; Τέλειωσε.

Ο Θεός όλα τα συγχωρεί με την εξομολόγηση ...;

Κι εγώ σκέπτομαι ότι αμαρτάνω. 

Δεν βαδίζω καλά.

Ό,τι όμως με στενοχωρεί, το κάνω προσευχή, δεν το κλείνω μέσα μου, πάω στο πνευματικό, το εξομολογούμαι, τέλειωσε!

Να μη γυρίζομε πίσω και να λέμε τι δεν κάναμε.

Σημασία έχει τι θα κάνομε τώρα, απ' αυτή τη στιγμή και έπειτα

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ

Να ποια είναι η σωστή εξομολόγηση...



Η εξομολόγηση γίνεται σωστά 
όταν έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

-Είναι έγκαιρη, χωρίς αναβολές κι ολέθριες καθυστερήσεις. Όπως και στις σωματικές αρρώστιες, με το πρώτο σύμπτωμα τρέχουμε αμέσως στο γιατρό, έτσι και με τις αμαρτίες, δεν πρέπει να τις αφήνουμε να γίνονται «χρόνιες παθήσεις».

-Είναι απλή και σύντομη, χωρίς άκαιρα λόγια και περιττές διηγήσεις, αλλά μονάχα αυτά που απαιτούνται.

-Είναι ταπεινή, χωρίς καυχησιολογίες και επίδειξη «αρετών», αλλά με το συναίσθημα της αμαρτωλότητάς μας. Δεν ρίχνουμε τα βάρη σε άλλους παρά μονάχα στον εαυτό μας. Δεν εξομολογούμαστε για λογαριασμό άλλων, αλλά για τον εαυτό μας.

-Είναι ειλικρινής, χωρίς ψέματα και δικαιολογίες. Δεν λέμε ούτε λιγότερα απ’ όσα κάναμε, ούτε περισσότερα, αλλά μόνο όσα γνωρίζουμε και μας ελέγχει η συνείδησή μας. Δεν κρύβουμε τίποτα απ’ όσα θυμόμαστε, ούτε κρατάμε μερικά για να πούμε σε άλλον πνευματικό.

-Είναι θερμή και γεμάτη συντριβή. Βγαίνει από καρδιά που θρηνεί για την πτώση και θλίβεται γιατί ανέτρεψε το θέλημα του Θεού με την παρακοή της. Και τόσο βαθύτερη γίνεται η συντριβή, όσο σκεφτόμαστε ότι η αμαρτία σημαίνει ανταρσία εναντίον του Θεού.

-Είναι αποφασιστική και γεμάτη σταθερό μίσος κατά της αμαρτίας. Ένα μίσος που εκδηλώνεται με την σταθερή αποφυγή των αφορμών της Αμαρτίας και των φανερών πλέον παγίδων της.

-Είναι άνευ όρων παράδοση στην θεραπευτική φροντίδα του ιατρού - πνευματικού, που εκδηλώνεται με την προθυμία τηρήσεως του «κανόνα» που τυχόν επιβάλλει. Χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά η εξομολόγηση μένει άκαρπη κι ανενέργητη. Κι έτσι αχρηστεύουμε ένα απ’ τα μεγαλύτερα δώρα της αγάπης και του ελέους του Θεού. 

(Απ’ το βιβλίο «ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ»)

Πάτερ, δεν θέλω να εξομολογηθώ, η μητέρα μου, που περιμένει έξω, με έφερε σχεδόν με το ζόρ



Πάτερ, δεν θέλω να εξομολογηθώ, η μητέρα μου, που περιμένει έξω, με έφερε σχεδόν με το ζόρι.

Ο ιερέας περίμενε όρθιος τον επόμενο για την εξομολόγηση. Είδε ένα νεαρό παιδί, γύρω στα δεκαπέντε, να προχωρά διστακτικό. Τον καλωσόρισε και του υπέδειξε να καθίσει στην καρέκλα απέναντί του. 

Ο Εσταυρωμένος πάνω στο μικρό τραπεζάκι με το μικρό καντήλι τούς κοίταζε στοργικά και προστατευτικά. Η ατμόσφαιρα μύριζε λιβάνι από τον εσπερινό που μόλις είχε προηγηθεί. 

Ο νεαρός με κατεβασμένο το κεφάλι δεν μιλούσε. Ο ιερέας περίμενε κι αυτός κάνοντας μία σύντομη προσευχή, όπως συνήθιζε να κάνει και για όλους τους πιστούς που έβρισκαν το κουράγιο να έλθουν στο μυστήριο της μετανοίας. 

«Πάτερ», είπε κάποια στιγμή το παλληκαράκι. «Δεν θέλω να εξομολογηθώ. Η μητέρα μου που περιμένει έξω με έφερε σχεδόν με το ζόρι. Είναι της Εκκλησίας άνθρωπος και με «πρήζει» κάθε φορά με την εξομολόγηση. Είναι καλή γυναίκα και γι’ αυτό δεν θέλω να τη στενοχωρήσω. Υπάκουσα λοιπόν για χάρη της και γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Αλλά εγώ δεν νιώθω έτοιμος για κάτι τέτοιο». 

Ο ιερέας δεν έσπευσε να απαντήσει. Ύψωσε νοερά το βλέμμα του στον Εσταυρωμένο και προσευχήθηκε πιο έντονα για το νεαρό παιδί. 

«Παιδί μου», είπε στοργικά. «Όπως ξέρεις η εξομολόγηση είναι μυστήριο της Εκκλησίας μας και προϋποθέτει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Μόνον όποιος έρχεται ελεύθερα, μόνον όποιος έχει νιώσει την ανάγκη να ανοίξει την καρδιά του στον Χριστό, μπορεί και να εξομολογηθεί. Αν ο ίδιος ο Κύριος είπε «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν», τότε κανείς με καταναγκασμό δεν μπορεί να Τον ακολουθήσει ή να επιτελέσει οποιοδήποτε λόγο Του. Η ελευθερία, παιδί μου, είναι το οξυγόνο της Εκκλησίας. Χωρίς αυτήν, οτιδήποτε κι αν γίνεται, έστω κι αν φαίνεται καλό, δεν είναι τελικά καλό. Δεν το δέχεται ο Θεός». 

«Ναι, πάτερ», είπε το παιδί και ύψωσε λίγο το κεφάλι του αναθαρρημένο. «Χαίρομαι που ακούω να λέτε αυτά τα λόγια, και μακάρι και η μάνα μου να το καταλάβαινε. Αλλά, σας είπα, είναι καλή γυναίκα, μόνη στη ζωή –ο πατέρας μου έχει πεθάνει– και γι’ αυτό όσο μπορώ δεν θέλω να την κακοκαρδίζω». 

«Λοιπόν», είπε ο παπάς, νιώθοντας μια απέραντη τρυφερότητα για το καλόκαρδο αυτό νεαρό παλληκάρι που έδειχνε μία μεγάλη ωριμότητα με τη στάση του, «δεν χρειάζεται να εξομολογηθείς τώρα. Κάτσε λίγα λεπτά ακόμη, ώστε η μητέρα σου να πιστέψει ότι εξομολογείσαι, κι έπειτα φύγε και πήγαινε στην ευχή του Θεού. Μέχρι τότε όμως, πες μου το όνομά σου, την τάξη στο σχολείο που φοιτάς, ό,τι άλλο νομίζεις ότι μπορούμε να πούμε για να καλυφθεί η ώρα». 

Μετά από λίγο το παιδί σηκώθηκε να φύγει. Ο ιερέας το αγκάλιασε και του ευχήθηκε τα καλύτερα για τη ζωή του. Η μητέρα του ήταν έξω και φαινόταν ευχαριστημένη για τον «εξομολογημένο» γιο της. Ο ιερέας όμως ήταν βέβαιος ότι ήταν θέμα χρόνου το παιδί να έλθει και πάλι, αλλά αυτήν τη φορά μόνο του. «Τέτοια παιδιά, με τόσο καλή καρδιά, δεν χάνονται ποτέ», μουρμούρισε ο ιερέας, την ώρα που παραμέριζε για να περάσει ο επόμενος πιστός. «Δεν τα αφήνει ποτέ ο Κύριος, και μάλλον φαίνεται να είναι από τα αγαπημένα Του». 

Πάτερ. Γεωργίου Δορμπαράκη.

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας: Διορθώσατε τα πάντα

Προσέχετε να είσθε ειλικρινείς εις τας πράξεις σας, καθώς και εις τους λόγους, ιδίως εις τας εξαγορεύσεις σας, διότι ο Θεός ετάζει καρδίας και νεφρούς και τίποτε δεν είναι σκοτεινόν εις την διόρασιν του ακοιμήτου Αυτού Οφθαλμού...
Φοβηθήτε τον Θεόν, ο Θεός δεν μυκτηρίζεται, δεν ξεγελιέται. Παιδεύει αυστηρά, όταν δεν ίδη ειλικρίνειαν. Δια τούτο προσέχετε. Όπως πράττετε την παρακοήν, την κρυφήν αμαρτίαν, έτσι και να την θεατρίζετε εις την εξομολόγησιν, μη σας νικά ο εγωϊσμός και σκεπάζετε την αλήθειαν και μένετε αδιόρθωτοι και εμπαθείς.
Προσέχετε, τα χρόνια περνούν, κυλούν και ο θάνατος έρχεται εις ώραν, που ημείς δεν περιμένομεν, και ούτω ανέτοιμοι φεύγομεν, με κατακεκριμμένην την συνείδησιν, η οποία θα μας κατηγορήση εις το φοβερόν κριτήριον του Θεού.
Διορθώσατε τα πάντα, εάν θέλετε να ίδητε ημέρας αγαθάς, απαθείας και ειρήνης.

«Μια ευχή για να κοινωνήσω», Εξομολόγηση-χωρίς εξομολόγηση

Παρουσιάζονται κατά διαστήματα στους Πνευματικούς άνθρωποι μεγάλης συνήθως ηλικίας, σε σπάνιες περιπτώσεις στις πόλεις, αλλά πολύ συχνότερα στα χωριά και ζητούν να τους διαβάσουν (οι Εξομολόγοι) μια ευχή για να κοινωνήσουν.
Είναι προφανώς προκατειλημμένοι από μακροχρόνια επικρατούσα συνήθεια, η οποία εμφανίζεται μάλιστα και ως «παράδοση»!
Από αμνημονεύτων χρόνων, και μάλλον από της τουρκοκρατίας, λόγω απαιδευσίας κλήρου και λαού, διέφυγε το στοιχείο της εξομολογήσεως από το μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως και ο λαός συνήθισε να «εξομολογείται» χωρίς να εξαγορεύει τα αμαρτήματά του, δηλ. στην ουσία χωρίς να εξομολογείται.
Προσέρχονταν στον Ιερέα και αυτός, χωρίς να τους συστήνει την εξομολόγηση, τους διάβαζε τη συγχωρητική ευχή, ή ατομικώς ή και ομαδικώς. Μετά κοινωνούσαν έχοντας προφανώς και ήρεμη τη συνείδησή τους!
Και επειδή οι άνθρωποι πάντοτε ρέπουν προς τα εύκολα, θέλουν δηλαδή λύση των προβλημάτων τους και στην προκειμένη περίπτωση των αμαρτημάτων τους, χωρίς μετάνοια και εξομολόγηση, χωρίς κόπο και θυσία, όσοι είναι αυτής της νοοτροπίας, συνεχίζουν την… «παράδοση»!
Αυτή η άγνοια και παρεξήγηση πρέπει να εκλείψει. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας ότι, διάγοντες τον 21ον αιώνα, δεν είναι επιτρεπτό και τιμητικό οι Ιερείς να δέχονται και οι «πιστοί» να ζητούν εξομολόγηση χωρίς εξαγόρευση των αμαρτιών. Αυτός που θέλει να κοινωνήσει, πρέπει να υποδεχτεί τον Χριστό στο καθαρό «σαλόνι» της ψυχής του· και η κάθαρση της ψυχής, γίνεται με την εξομολόγηση.
Για να υποδεχτούμε στην ονομαστική μας γιορτή τους επισκέπτες μας, καθαρίζουμε μέρες το σπίτι μας και στολίζουμε ιδιαίτερα το σαλόνι μας. Εάν αυτά τα προσέχουμε για τους ανθρώπους, πώς θα υποδεχτούμε τον Χριστό με τη Θ. Κοινωνία στην καρδιά μας, χωρίς να την καθαρίσουμε από τις ποικίλες αμαρτίες που καθημερινά κάνουμε, χωρίς να εξομολογηθούμε; Γίνεται να βάλουμε τον επισκέπτη μας να καθίσει σε κάθισμα λερωμένο; Όταν δεν συμμετέχουμε σωστά στο μυστήριο της Μετανοίας – Εξομολογήσεως μοιάζει σαν να μη νοιώθουμε πού βάζουμε να «καθίσει» ο Χριστός.
Έκτος αυτών πρέπει να γνωρίζουμε ότι η εξαγόρευση των αμαρτιών μας είναι τελείως απαραίτητη για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, διότι (η εξαγόρευση) αποτελεί ένα από τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου και χωρίς αυτό δεν υπάρχει Μυστήριο. Δεύτερον, διότι ο Εξομολόγος όταν διαβάζει τη σχετική ευχή μετά την εξομολόγηση του εξομολογουμένου, λέει ότι συγχωρούνται οι αμαρτίες που ήδη έχει πει ο εξομολογούμενος (και όχι αυτές που δεν είπε).
Επομένως, ποτέ ξανά να μη πει κανείς: «Μια ευχή για να κοινωνήσω». Αλλά όταν θέλω να κοινωνήσω προετοιμάζομαι για την εξομολόγησή μου με τη βοήθεια κάποιου βοηθήματος και πάω να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου μετανοιωμένος και αποφασισμένος να διορθωθώ.
Δεν εξομολογούμαι από φόβο ή από συνήθεια, ούτε για να φύγει το βάρος που έχω μέσα μου. Δεν εξομολογούμαι δύο – τρεις μόνο αμαρτίες για να αναπαύσω τη συνείδησή μου ή για να απαλλαγώ από τις ενοχές που με βαραίνουν.
Εξομολογούμαι γνωρίζοντας ότι, όποιες αμαρτίες μου αποκρύπτω ή «τις ξεχνώ», όποιες παρουσιάζω συγκεκαλυμμένες για να μη φανεί το μέγεθος ή το είδος της αμαρτίας μου και όποιες ωραιοποιώ από ντροπή, μένουν αθεράπευτες και οι πληγές των αμαρτιών μου με μολύνουν. Στη Θεία Κοινωνία που ακολουθεί, η Θεία χάρη μένει ανενέργητη, διότι ο Χριστός δεν αναπαύεται μέσα μου, επειδή είμαι «ακάθαρτος». Εξομολογούμαι διότι αμάρτησα· προς τον Θεό, προς τον πλησίον μου (τον οποιονδήποτε) και προς τον εαυτό μου.
Εξομολογούμαι διότι ανακαλύπτω και αναγνωρίζω όλες τις αμαρτίες που έκανα, διότι μετανοιώνω γι’ αυτές και τις καταθέτω χωρίς ντροπή στον Πνευματικό μου. (Όσες τυχόν τις ξέχασα και τις θυμήθηκα καθυστερημένα τις σημειώνω, για να μη τις ξεχάσω πάλι και τις λέω στην επόμενη εξομολόγησή μου).
Εξομολογούμαι, διότι θέλω να λάβω τη συγχώρηση και την ευλογία του Θεού, ώστε να ζήσω από δω και μπρος, όπως θέλει ο Θεός εν μετάνοια και υπακοή στο νόμο Του.

Περί Εξομολογήσεως

Το Ιερό Μυστήριο της Εξομολόγησης το παρέδωσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός στους μαθητές Του λέγοντας:

(Κατά Ματθαίον Εὐαγγέλιον Κεφ.18, στ.18)

"Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ"

δηλαδή: "Σας διαβεβαιώνω ότι όσα αμαρτήματα αφήσετε δεμένα και ασυγχώρητα στη γη, θα μείνουν δεμένα και ασυγχώρητα στον Ουρανό. Και όσα συγχωρήσετε στη γη, θα είναι συγχωρημένα και λυμένα στον Ουρανό.

(Κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον Κεφ.20, στ.23)"
...λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται"

δηλαδή: "...λάβετε Πνεύμα Άγιον· σε όποιους συγχωρείτε τις αμαρτίες, θα είναι συγχωρημένες και από το Θεό. Σε όποιους όμως τις κρατείτε άλυτες και ασυγχώρητες, θα μείνουν αιώνια ασυγχώρητες"


(Κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον Κεφ.10, στ.16)

"Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με"

δηλαδή: "Εκείνος που υπακούει σε σας, υπακούει σε μένα και εκείνος που παρακούει εσάς, παρακούει εμένα· εκείνος δε που παρακούει εμένα, παρακούει το Θεό, που με έστειλε Σωτήρα στον κόσμο"

“…είδα μια λάμψη να ξεπετάγεται μέσα από την εικόνα της Παναγίας…να ζωντανεύει σαν πρόσωπο…και να βγαίνει μπροστά μου, έξω από τα εικόνισμα…”



Ή πλέον συνηθισμένη τέχνη καί παγίδα πού χρησιμοποιεί ό διάβολος, ώστε νά αποτρέψει τόν άνθρωπο νά πάει γιά εξομολόγηση, είναι ή ντροπή!

Μέ έντεχνες σκέψεις, βάζει στόν άνθρωπο τήν αίσθηση τής ντροπής, ώστε νά σκέπτεται νά ξεστομίσει στόν πνευματικό καί κάποιες εξευτελιστικές αμαρτίες του…

Κρύβοντας όμως τίς αμαρτίες του ό εξομολογούμενος, προσθέτει ένα ακόμη βαρύτατο καί θανάσιμο αμάρτημα πάνω στά ήδη υπάρχοντα…

Γιατί όπως λένε οί παλαιοί Άγιοι Πατέρες τής Εκκλησίας μας, άν από τίς 100 αμαρτίες εξομολογηθούμε τίς 99 καί κρύψουμε μία, τότε καί οί 99 πού εξομολογηθήκαμε, παραμένουν ασυγχώρητες!

Ούτε δάκρυα, ούτε νηστείες, ούτε αγρυπνίες, μετάνοιες, κομποσχοίνια, ελεημοσύνες, αρετές, καί άλλες αγαθοεργίες, είναι ικανές νά σβήσουν έστω καί μία αποκρυπτόμενη στήν εξομολόγηση αμαρτία.

Στό σημείο αυτό θά παραθέσουμε τά λόγια ενός σεβάσμιου Αρχιερέως, παρμένα από μία πραγματική ιστορία…

(Λόγω τού απορρήτου τής εξομολογήσεως δέν ειπώθηκαν ονόματα)

Διηγείται ό ίδιος…

 “Ένα απόγευμα, πρίν από μερικά χρόνια, μέ ειδοποίησαν τηλεφωνικώς νά πάω επειγόντως σέ ένα γυναικείο Μοναστήρι, έξω από τήν Αθήνα. Τό μοναστήρι αυτό, τό είχα επισκεφθεί καί παλαιότερα, καί ήταν γνωστό γιά τήν τάξη, τήν σοβαρότητα, καί τήν φιλανθρωπία του. 

Όταν μέ τήν βοήθεια τής Παναγίας μας έφθασα εκεί, ή σεβαστή Γερόντισσα καί ηγουμένη τής μονής μέ υποδέχθηκε μέ μεγάλη χαρά αλλά καί ανησυχία. Αφού προσκύνησα στόν ναό, μέ πήρε ιδιαιτέρως καί μού είπε κλαίγοντας.

–Σεβασμιώτατε, γνωρίζετε, ότι βρίσκομαι στόν χώρο αυτό, από μικρής σχεδόν ηλικίας, γιά 50 περίπου χρόνια.

–Τό γνωρίζω Γερόντισσα, τής είπα.

–Μού συνέβη κάτι συγκλονιστικό, συνέχισε, θά ήμουν πεθαμένη τώρα αλλά μέ λυπήθηκε ή Παναγία καί μέ γύρισε πίσω!

–Τί λέτε Γερόντισσα…Πώς έγινε αυτό;

Ή αγωνία μου είχε πιά κορυφωθεί.

–Γιά πολλές μέρες οί αδελφές, μέ περίμεναν νά ξεψυχίσω… Οί γιατροί μού έδιναν ώρες ζωής, γιατί βρισκόμουν πιά σέ βαρύ κώμα…

Παραδόξως όμως, ούτε πέθαινα αλλά ούτε καί καλυτέρευα. 

Καί ξαφνικά, στόν μήνα επάνω, γίνομαι τελείως καλά καί σηκώνουμε όρθια πρός γενική κατάπληξη όλων εδώ, καί ιδιαιτέρως δική μου…Πόσο πικράθηκα όμως γι΄ αυτή τήν “επιστροφή ” μου…

–Πικραθήκατε αντί νά χαρείτε;

–Ναί Σεβασμιώτατε, καί ακούστε τό “γιατί” . Κατέβηκα λοιπόν μετά τήν “ανάστασή ” μου, λυπημένη στήν Εκκλησία, καί κλαίγοντας γονατιστή έλεγα στήν Θεοτόκο…

— Γιατί Παναγία μου τό έκανες αυτό; Γιατί δέν μέ πήρες κοντά σου; Μόνο βάρος μπορώ νά προσφέρω πιά στήν αδελφότητα, σ΄ αυτή τήν ηλικία πού είμαι;

Αλλά, καθώς τά έλεγα αυτά, είδα μιά λάμψη νά ξεπετάγεται μέσα από τήν εικόνα τής Παναγίας…νά ζωντανεύει σάν πρόσωπο…καί νά βγαίνει μπροστά μου, έξω από τό εικόνισμα…

Ταράχτηκα ολόκληρη, λίγο καί θά πέθαινα!

Μού μίλησε ήρεμα, μέ αγάπη…

–Γιατί κόρη μου, γιατί παιδί μου παραπονείσαι καί απορείς πού σέ γύρισα πίσω; Εγώ παρακάλεσα τόν Υιόν μου νά σέ επιστρέψει στήν ζωή, νά σού χαρίσει ακόμη κάποιο διάστημα…

Είσαι γιά χρόνια στόν ιερό αυτό χώρο καί μέ έχεις υπηρετήσει σωστά, αλλά ένα αμάρτημα πού έχεις επάνω σου, από τά νεανικά σου χρόνια καί παραμένει ακόμη ανεξομολόγητο, θά σέ οδηγούσε στήν αιώνια Κόλαση!

Γι΄ αυτό σέ γύρισα πίσω, γιά νά μή χάσεις τούς κόπους σου καί γιά νά σώσεις τήν ψυχή σου… Νά καλέσεις αύριο κι΄ όλας τόν τάδε Αρχιερέα, καί νά εξομολογηθείς τό αμάρτημά σου πού τόχεις βάρος, τόσα χρόνια, στήν ψυχή σου… 

–Τί λέτε Γερόντισσα; Αυτό είναι φοβερό!…

–Μάλιστα, Σεβασμιώτατε. Άς είναι δοξασμένο τό Όνομά Της!…Μόλις μού είπε αυτά, τήν έχασα από μπροστά μου. Τότε, μέ τήν Χάρι Της, θυμήθηκα μία αμαρτία τών νεανικών μου χρόνων, τήν οποία πάντοτε ήθελα νά τήν εξομολογηθώ, αλλά πάντοτε από ντροπή δέν τήν έλεγα. 

Τελικά, ανάμεσα στίς αρρώστιες τής ηλικίας μου, από ζάχαρο, ουρία, αρτηριοσκλήρωση, καί ένα ελαφρό εγκεφαλικό, ξέχασα καί τήν αμαρτία, όπως παθαίνουν οί περισσότεροι σήμερα…

Ή αμαρτία όμως έμενε πάνω μου, καί ασφαλώς θά μέ κόλαζε!…

Έν τώ μεταξύ, διηγείται ό Αρχιερέας, έβαλα τό Ωμοφόριο καί τό Επιτραχήλιο μπαίνοντας στό κυρίως στάδιο τού μυστηρίου τής Εξομολογήσεως, περιμένοντας νά αναφερθεί στήν αμαρτία της, γιά νά διαβασθεί καί ή ευχή τής συγχωρήσεως.

Ξαφνικά ή Γερόντισσα, έβγαλε μία σπαρακτική φωνή απογνώσεως, σάν “κάποιος” νά μή τήν άφηνε νά εξομολογηθεί…

–Τί πάθατε, Γερόντισσα; Τί έχετε;…

–Άχ, παιδί μου…νά ήξερες…Δυσκολεύομαι νά πώ αυτή τήν αμαρτία μου. Βοήθησέ με! Κάντε προσευχή, σάς παρακαλώ!…

Πραγματικά τήν συμπόνεσα, τήν λυπήθηκα, έκλαψα γι΄ αυτήν , έλεγε ό Αρχιερέας αργότερα, διατηρώντας πάντοτε τήν ανωνυμία τής Γερόντισσας όπως καί οί κανόνες τής Εκκλησίας παραγγέλνουν.

Τήν είχε κυριεύσει τό δαιμόνιο τής ντροπής, έλεγε, μία ειδική τάξη πονηρών πνευμάτων, πού βάζει ντροπή στόν άνθρωπο προσπαθώντας νά τόν κολάσει… 

Μέ προσευχή όμως καί θάρρος από τόν εξομολογούμενο, φεύγει !

Τελικά όμως εξομολογήθηκε!

Είναι αδύνατον νά σάς περιγράψω, κατέληξε ό Σεβασμιώτατος, τήν χαρά πού είχε ή ψυχή αυτή, σάν εξομολογήθηκε. 

Μέσα σέ 3 μόλις λεπτά, είχε πετάξει από πάνω της ένα ψυχικό δαιμονικό βάρος, μία δουλεία πού τήν κρατούσε, γιά 65 περίπου χρόνια…

Έζησε, γιά λίγο καιρό ακόμη, καί μετά έμαθα πώς πέθανε. 

Την είχε γλιτώσει ή Παναγία μας, τήν τελευταία μόλις στιγμή!…

Χωρίς ἐξομολόγηση καί Θεία Κοινωνία δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε

Γέρων Ἀθανάσιος Χαμακιώτης (1891-1967)



Μήν παραμελεῖς τήν Ἐξομολόγηση καί τή Θεία Κοινωνία.
Μόνο μέσῳ τῶν Μυστηρίων παίρνουμε θεία δύναμη.