.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερός Αυγουστίνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερός Αυγουστίνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Προσευχή Ἱεροῦ Αὐγουστίνου

Κύριε ὁ Θεός μου, σέ παρακαλῶ νά μοῦ δώσῃς τήν χάριν σου, διά νά ποθῶ μέ ὅλην τήν καρδίαν μου καί μέ τόν πόθον αὐτόν νά σέ ζητῶ καί ζητῶν νά σέ εὕρω, ἀφοῦ δέ σέ εὕρω, ἀξίωσέ με νά σέ ἀγαπήσω καί ἀφοῦ σέ ἀγαπήσω εἰλικρινῶς, νά ἐλευθερωθῶ ἀπό ὅλα τά κακά, ὅσα ὑπάρχουν μέσα εἰς τήν ψυχήν μου. 
᾿Αφοῦ δέ ἀπαλλαγῶ ἀπό αὐτά, βοήθήσε με διά νά μή γυρίσω πάλιν εἰς τά ἴδια ἁμαρτήματα.
Δῶσε εἰς τήν ψυχήν μου μετάνοιαν ἀληθινήν, Κύριε ὁ Θεός μου, καί εἰς τήν καρδίαν μου λύπην βαθεῖαν διά τάς ἁμαρτίας μου, καί εἰς τά μάτια μου ἄφθονα δάκρυα μετανοίας, καί εἰς τά χέρια μου ἐλεημοσύνας πλουσίας πρός τούς πτωχούς.
Σύ, Κύριε, ὁ βασιλεύς μου, εὐδόκησε νά σβήσῃς μέ τήν χάριν σου τάς ὀρέξεις καί ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, πού ἐξεγείρονται καί ἀνάβουν ἐντός μου, καί ν᾿ ἀνάψῃς εἰς τήν ψυχήν μου τήν φλόγα τῆς ἀγάπης πρός σέ.
Σύ, Κύριε, ὁ ἐλευθερωτής μου, ἀποδίωξε ἀπό ἐμέ τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας καί ὡς εὔσπλαγχνος εὐδόκησε νά μεταδώσῃς εἰς τήν ψυχήν μου ἀπό τόν ἄφθονον πλοῦτον τῆς ἰδικῆς σου ἀγαθωσύνης.
Σύ, ὁ Θεός, ὁ Σωτήρ μου, ἀπόστρεψε ἀπό ἐμέ τόν θυμόν τῆς δικαίας ὀργῆς σου διά τάς ἁμαρτίας μου.
Δεῖξε καί εἰς ἐμέ τό ἔλεός σου καί τούς οἰκτιρμούς σου καί εὐδόκησε νά περιφράξῃς τήν ψυχήν μου μέ τήν ἀρετήν τῆς ὑπομονῆς, πού ὁμοιάζει μέ ἀσπίδα, προφυλάττει καί ἀσφαλίζει τήν ψυχήν ἀπό τάς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου.
Σύ, Κύριε, ὁ δημιουργός καί πλάστης μου, ξερρίζωσε ἀπό τήν ψυχήν μου κάθε ἀπρεπῆ καί ἐπιβλαβῆ δυσαρέσκειαν καί πικρίαν κατά τῶν ἄλλων, καί δῶσε νά βασιλεύῃ πάντοτε εἰς τόν νοῦν μου τό γλυκύ καί εἰρηνικόν φρόνημα τῆς ἐπιεικείας καί συμπαθείας πρός τόν πλησίον.

«ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΕ», σσ. 120-121, ῎Εκδοσις «ΣΩΤΗΡΟΣ»

www.elromio.gr

Προσευχή ἱεροῦ Αὐγουστίνου

Κύριε ὁ Θεός μου, σέ παρακαλῶ νά μοῦ δώσῃς τήν χάριν σου, διά νά ποθῶ μέ ὅλην τήν καρδίαν μου καί μέ τόν πόθον αὐτόν νά σέ ζητῶ καί ζητῶν νά σέ εὕρω, ἀφοῦ δέ σέ εὕρω, ἀξίωσέ με νά σέ ἀγαπήσω· καί ἀφοῦ σέ ἀγαπήσω εἰλικρινῶς, νά ἐλευθερωθῶ ἀπό ὅλα τά κακά, ὅσα ὑπάρχουν μέσα εἰς τήν ψυχήν μου. ᾿Αφοῦ δέ ἀπαλλαγῶ ἀπό αὐτά, βοήθήσε με διά νά μή γυρίσω πάλιν εἰς τά ἴδια ἁμαρτήματα.
Δῶσε εἰς τήν ψυχήν μου μετάνοιαν ἀληθινήν, Κύριε ὁ Θεός μου, καί εἰς τήν καρδίαν μου λύπην βαθεῖαν διά τάς ἁμαρτίας μου, καί εἰς τά μάτια μου ἄφθονα δάκρυα μετανοίας, καί εἰς τά χέρια μου ἐλεημοσύνας πλουσίας πρός τούς πτωχούς.
Σύ, Κύριε, ὁ βασιλεύς μου, εὐδόκησε νά σβήσῃς μέ τήν χάριν σου τάς ὀρέξεις καί ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, πού ἐξεγείρονται καί ἀνάβουν ἐντός μου, καί ν᾿ ἀνάψῃς εἰς τήν ψυχήν μου τήν φλόγα τῆς ἀγάπης πρός σέ.
Σύ, Κύριε, ὁ ἐλευθερωτής μου, ἀποδίωξε ἀπό ἐμέ τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας καί ὡς εὔσπλαγχνος εὐδόκησε νά μεταδώσῃς εἰς τήν ψυχήν μου ἀπό τόν ἄφθονον πλοῦτον τῆς ἰδικῆς σου ἀγαθωσύνης.
Σύ, ὁ Θεός, ὁ Σωτήρ μου, ἀπόστρεψε ἀπό ἐμέ τόν θυμόν τῆς δικαίας ὀργῆς σου διά τάς ἁμαρτίας μου. Δεῖξε καί εἰς ἐμέ τό ἔλεός σου καί τούς οἰκτιρμούς σου καί εὐδόκησε νά περιφράξῃς τήν ψυχήν μου μέ τήν ἀρετήν τῆς ὑπομονῆς, πού ὁμοιάζει μέ ἀσπίδα, προφυλάττει καί ἀσφαλίζει τήν ψυχήν ἀπό τάς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου.
Σύ, Κύριε, ὁ δημιουργός καί πλάστης μου, ξερρίζωσε ἀπό τήν ψυχήν μου κάθε ἀπρεπῆ καί ἐπιβλαβῆ δυσαρέσκειαν καί πικρίαν κατά τῶν ἄλλων, καί δῶσε νά βασιλεύῃ πάντοτε εἰς τόν νοῦν μου τό γλυκύ καί εἰρηνικόν φρόνημα τῆς ἐπιεικείας καί συμπαθείας πρός τόν πλησίον.

«ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΕ», σσ. 120-121, ῎Εκδοσις «ΣΩΤΗΡΟΣ»

Να προσεύχεσαι σαν όλα να εξαρτώνται από το Θεό. Να δουλεύεις σαν όλα να εξαρτώνται από σένα



Να προσεύχεσαι σαν όλα να εξαρτώνται από το Θεό. Να δουλεύεις σαν όλα να εξαρτώνται από σένα.

Η Αγάπη είναι η ομορφιά της ψυχής. 

Να μη λατρεύεις το Θεό που εσύ δημιούργησες, αλλά το Θεό που δημιούργησε εσένα. 

Πίστη είναι να πιστεύεις αυτό που δεν βλέπεις, η ανταμοιβή είναι να δεις αυτό που πιστεύεις. 

Αν πιστεύεις ό,τι σου αρέσει από το Λόγο του Θεού και απορρίπτεις ό,τι δεν σου αρέσει, δεν πιστεύεις στο Λόγο του Θεού, πιστεύεις στον εαυτό σου. 

Έχω διαβάσει στον Πλάτωνα και στον Κικέρωνα ρήσεις που ήταν σοφές και ωραίες. Αλλά σε κανέναν από αυτούς δεν διάβασα: «έλθετε προς εμέ πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι».

Ιερός Αυγουστίνος 

"Αν πιστεύεις ό,τι σου αρέσει από το Λόγο του Θεού και απορρίπτεις ό,τι δεν σου αρέσει, δεν πιστεύεις στο Λόγο του Θεού, πιστεύεις στον εαυτό σου."





"Αν πιστεύεις ό,τι σου αρέσει από το Λόγο του Θεού 
και απορρίπτεις ό,τι δεν σου αρέσει, 
δεν πιστεύεις στο Λόγο του Θεού,
πιστεύεις στον εαυτό σου."

Αγ. Αυγουστίνος

Τὸ ποτὸ τοῦ Θεοῦ

Στόν κόσμο πού ζοῦμε ἕνα πρᾶγμα εἶναι βέβαιο: ὁ θάνατος· κάποια στιγμή, ὅλοι μας, θά ἀφήσουμε αὐτή τήν ζωή· βιολογικά, θά πάψουμε νά ὑπάρχουμε.
Ὅλα τά ὡραῖα τοῦ κόσμου τούτου χαρακτηρίζονται ἀπό τήν σφραγίδα τῆς φθορᾶς· τῆς ἀστάθειας· τῆς ἀβεβαιότητας. Ὅπου κι ἄν στρέψεις τό βλέμμα σου θά ἰδεῖς, κυρίαρχο στοιχεῖο τήν ρευστότητα. Ἀκόμη καί ἡ δική μας παρουσία ἐπάνω στήν γῆ εἶναι μία περιπλάνηση. Ζοῦμε χωρίς μόνιμη κατοικία. Στό σπίτι πού σύ τώρα ζεῖς, θά σέ διαδεχθῆ κάποιος ἄλλος, ὅπως καί σύ διαδέχθηκες τόν προκάτοχό του. Τό ἀληθινό μας σπίτι εἶναι κάπου ἀλλοῦ. Στόν οὐρανό. Καί νά, τό παράξενο: δέν ξέρομε πότε θά ἀναχωρήσωμε· πότε θά ἀκούσωμε τήν φωνή τοῦ Πατέρα μας νά μᾶς καλεῖ νά γυρίσωμε στό σπίτι Του· στό σπίτι μας.
Πόσο ὄμορφη εἶναι ἡ ζωή! Τί γλυκειά πού εἶναι ἡ ζωή!
Ὅλοι μας ἔχομε ἀνάγκη καί ἀπό λίγη ἀναψυχή· λίγη «χαλάρωση», γιά νά μπορέσωμε νά συνεχίσωμε αὐτό τό ἐπίγειο προσκύνημά μας. Βέβαια, μέ τήν «χαλάρωση» δέν ἐννοῶ τήν ἁμαρτωλή διασκέδαση, οὔτε τήν σπατάλη. Γιά ρίξε μιά ματιά στόν ἄνθρωπο πού κατάλαβε ποῦ βρίσκεται ἡ πραγματική χαρά. Γι᾿ αὐτόν, ἀναψυχή εἶναι τό ζεστό περιβάλλον τῆς οἰκογένειάς του καί ἡ ἀνέμελη ζωή τῆς ἁπλότητας.
Ὅμως. Ὅσο ἀθῶα κι ἄν ζεῖ κανείς, ἀπολαμβάνοντας τήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς καί τά ὡραῖα τοῦ κόσμου, διατρέχει τόν μέγιστο κίνδυνο: νά λησμονήσει τήν ἀληθινή του πατρίδα· τό πατρικό του σπίτι. Γι᾿ αὐτό, ὁ πανάγαθος Πατέρας, βλέποντας τό παιδί Του, μέσα στήν χαρά τῆς ζωῆς, νά ἀποπροσανατολίζεται, θέλοντας νά συμμετέχει καί αὐτός στήν χαρά του, τοῦ προσφέρει τό δικό Του ποτό: ἕνα μεῖγμα, δικῆς Του κατασκευῆς. Τοῦ ἀνακατεύει:
•τά χαρούμενα μέ τά λυπηρά·
•τά εὐχάριστα μέ τά δυσάρεστα·
•τά γλυκά μέ τά πικρά.
Γι᾿ αὐτό, καί σύ ἀδελφέ, μή κάνεις τό λάθος καί ἀπελπίζεσαι, ὅταν στήν πορεία τῆς ζωῆς σου δοκιμάζεις πίκρες, πόνο καί θλίψη. Τό ποτό τοῦ Θεοῦ, γιά σένα πού ταξιδεύεις γιά τήν ἀληθινή σου πατρίδα, εἶναι εὐεργεσία καί προστασία, ὥστε νά μή νομίσεις τό ξενοδοχεῖο (τήν παρούσα ζωή) σάν τήν μόνιμη κατοικία σου (τήν αἰώνια ζωή).
Θυμίσου, τότε, καί τό πάθημα τοῦ Πέτρου. Μέ μιά διαφορά: Ἐκεῖνος, περπάτησε ἐπάνω στά νερά μιᾶς λίμνης. Ἐσύ, περπατᾶς ἐπάνω στά νερά τῆς θάλασσας τοῦ κόσμου τούτου. Γιά σένα, κύματα εἶναι οἱ δοκιμασίες· καί φουρτούνα οἱ πειρασμοί· γύρω σου, οἱ ἄνθρωποι σάν ἄλλα ψάρια, «σκοτώνονται» ποιός θά καταβροχθίσει τόν ἄλλο. Ἐσύ ὅμως, μή φοβᾶσαι! Μή δειλιάζεις! Ξεκίνα. Περπάτα ἐπάνω στά νερά μέ σταθερότητα καί ἐμπιστοσύνη σέ Ἐκεῖνον πού σέ πρόσταξε νά περπατήσεις, γιά νά μή βυθισθεῖς. Ὁ Πέτρος φώναξε: ἐάν πράγματι εἶσαι Σύ Κύριε, πρόσταξε νά ἔρθω κοντά Σου. Τοῦ εἶπε ὁ Χριστός: Ἐμπρός, ἔλα! Ὁ Πέτρος ἄκουσε, ὑπάκουσε καί ξεκίνησε νά περπατάει ἐπάνω στά νερά. Ὅταν ὅμως, νοῦς καί καρδιά ἔπαυσαν νά ἀτενίζουν τόν Χριστό, ἄρχισε νά βουλιάζει. Καί μέσα στήν ἀπελπισία του φώναξε: «Κύριε, χάνομαι, σῶσε με». Καί ὁ Χριστός τόν ἅρπαξε ἀπό τό χέρι.
Καί ἐσύ, ἀδελφέ μου, τό ἴδιο κάμε. Ὅταν δυσκολεύεσαι νά πιεῖς τό ποτό πού σοῦ ἔφτιαξε ὁ Χριστός, φώναξε Του ὅπως ὁ Πέτρος: Κύριε, χάνομαι! Ἅπλωσε τό παντοδύναμο Σου χέρι καί κράτα με στήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας γιά νά μήν πνιγῶ, νά μή χαθῶ! Καί τότε, θά Τόν ἰδεῖς νά ἁπλώνει τό χέρι Του καί νά σέ κρατάει γερά ἐπάνω ἀπό τά νερά.

Ἅγιος Αὐγουστῖνος

Υπάρχει κανείς φτωχότερος;



Είναι γνωστή η φιλοξενία του Προφήτη Ηλία από μια πάμπτωχη χήρα στα Σαρεπτά της Σιδωνίας.
Την συνάντησε ο Προφήτης να μαζεύει ξύλα. Και της ζήτησε λίγο ψωμί. Εκείνη είχε μόνο λίγο αλεύρι και λίγο λάδι. Και ίσα πού έφταναν, να φάει για τελευταία φορά αυτή και τα παιδιά της.
Όμως η φτώχεια και ο πόνος, την είχαν κάμει πονετική και εύσπλαχνη. Έτσι δεν δίστασε, να πάρει το ψωμί από το δικό της στόμα και των παιδιών της και να το δώσει στον Προφήτη Ηλία. Και μάλιστα χωρίς να ξέρει, ποιόν είχε μπροστά της. Τον είδε σαν ένα φτωχό.
Αναρωτιέται ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
- Ποιος είναι φτωχότερος από εκείνη την χήρα; Και μετά από αυτό το παράδειγμα, ποιος τολμάει να προφασισθή φτώχεια, για να μη κάμει ελεημοσύνη;
Εκείνη είχε μια χούφτα αλεύρι και το'δωσε. Σε ποιόν δεν περισσεύει... μια χούφτα αλεύρι;

Κάποιος νεαρός, στην διάρκεια των διακοπών του, γνώρισε ένα παιδάκι με ειδικές ανάγκες. Έπασχε από μυϊκή δυστροφία. Του έδειξε ενδιαφέρον. Του μίλησε με αγάπη. Και κέρδισε την φιλία του.
Όταν τέλειωσε το καλοκαίρι, και το παιδί επέστρεψε στο ίδρυμα, πού το είχαν βάλει οι γονείς του, ο νεαρός αποφάσισε να πηγαίνει κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο και να το βλέπει. Η διαδρομή ήταν πολύ μεγάλη.
Έπρεπε να μένει δυο βραδυές σε ξενοδοχείο κοντά στο ίδρυμα. Ξόδευε ένα σημαντικό ποσό από τον πενιχρό μισθό του, ενώ θα μπορούσε να τα «γλεντήσει» με την παρέα του.
Παρ' όλο πού δούλευε στις οικοδομές και κουραζόταν αρκετά, αφιέρωνε κάθε δεύτερη εβδομάδα δυο ολόκληρες μέρες, για να κάνει το πρόσωπο αυτού του παιδιού να χαμογελά και την καρδιά του να γεμίζει από χαρά.

Όλοι έχουμε κοντά μας «άτομα με ειδικές ανάγκες». Και πρώτα - πρώτα μέσα στο ίδιο μας το σπίτι.
Ο διπλανός μας (σύζυγος, παιδιά, συγγενείς) είναι άνθρωπος με πάθη, αδυναμίες, παραξενιές, καπρίτσια, πείσματα και με πολλές άλλες «ειδικές ανάγκες».
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει, ότι η μεγαλύτερη ελεημοσύνη μας γι' αυτούς, είναι: να γίνουμε «στόμα του Χριστού».
Όμως. Γίνομαι «στόμα του Χριστού» για τούς άλλους, δεν σημαίνει ότι από το πρωί μέχρι το βράδυ τούς «πρήζω» στις παρατηρήσεις και στις διδασκαλίες!
Ο Χριστός δεν άνοιξε το στόμα Του μόνο για να διδάξει και να ελέγξει. Δεν χρησιμοποίησε το στόμα Του μόνο για να δώσει εντολές ή για να δείξει την εξουσία Του. 
Το χρησιμοποίησε:
•και τότε πού λοιδορούμενος, ευλογούσε,
•και τότε πού μίλησε με καλοσύνη στο δούλο που τον ράπισε,
•και τότε πού, ενώ Τον εμπαίζανε και Τον εξευτέλιζαν, Αυτός σιωπούσε,
•και τότε πού προσευχήθηκε για τούς σταυρωτές Του.
Τέτοιο στόμα θέλει να αποκτήσουμε ο Χριστός. 
Και ένα τέτοιο στόμα Του αρέσει περισσότερο από το στόμα των προφητών!
Κανένα στόμα, ούτε των προφητών το στόμα, δεν του αρέσει τόσο, λέει ο όντως Χρυσόστομος άγιος Ιωάννης, όσο «το στόμα των επιεικών και πραέων ανθρώπων».
Έστω, λοιπόν, ότι δεν έχουμε ούτε μια χούφτα αλεύρι! Όλοι έχουμε στόμα. Και μπορούμε να αγωνιστούμε να το κάνουμε «στόμα Χριστού».
Αύτη θα είναι η μεγαλύτερη και η πιο θεάρεστη ελεημοσύνη προς τούς αδελφούς μας.

Άρχιμ. Β. Λ.

Αγίου Αυγουστίνου

Μέ τό βλέμμα στήν αἰωνιότητα

Οἱ ψυχές πού ἀγάπησαν τόν Χριστό καί γεύθηκαν ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος», ποθοῦν καί λαχταροῦν τήν τέλεια ἕνωση μαζί του. Ἀπό τήν κοιλάδα αὐτή τοῦ κλαυθμῶνος συχνά στρέφουν γεμᾶτο νοσταλγία τό βλέμμα πρός τήν οὐράνια χώρα τῆς αἰωνιότητος, ὅπου θά γίνει ἡ ποθητή συνάντηση. 
Ἡ ἐνατένιση αὐτή τούς δίνει δύναμη καί κουράγιο γιά τούς ἀγῶνες τῆς ζωῆς ἀλλά καί θερμαίνει τήν ἐπιθυμία νά βρεθοῦν γρήγορα στήν αἰωνιότητα. Τά αἰσθήματα αὐτά ἐξομολογεῖται ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος σέ μιά προσευχή του, ἀπόσπασμα τῆς ὁποίας παραθέτουμε σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση. 

Ἔλα Σωτήρα μας, ποθητέ σέ ὅλους. Φανέρωσε τό πρόσωπό σου καί θά σωθοῦμε. Ἔλα φῶς μου, λυτρωτή μου. Βγάλε με ἀπό τή φυλακή γιά νά δοξολογήσω τ’ ὄνομά Σου. Μέχρι πότε ὁ δυστυχής θά ρίχνομαι στά κύματα αὐτῆς τῆς θνητῆς ζωῆς; 
Σοῦ κραυγάζω, Κύριε, δέν θά μ’ ἀκούσεις; 
Ἄκουσέ με πού σέ κράζω ἀπό τήν μεγάλη αὐτή θάλασσα καί βγάλε με στό λιμάνι τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
Εὐτυχεῖς ἐκεῖνοι πού ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τούς κινδύνους αὐτῆς τῆς θάλασσας καί ἀξιώθηκαν νά φθάσουν σέ σένα, τό ἀσφαλέστατο λιμάνι. Ὤ, πράγματι, εἶναι εὐτυχεῖς ὅσοι ἔφθασαν ἀπ’ τό πέλαγος στό γιαλό, ἀπό τήν ξενιτιά στήν πατρίδα, ἀπό τήν φυλακή στά ἀνάκτορα!… 
Μακάριοι ἐκεῖνοι, πού ἀπό αὐτή τή ζωή, τή γεμάτη ναυάγια, ἀξιώθηκαν νά φθάσουν σέ τέτοια εὐφροσύνη, καί δυστυχισμένοι ἐμεῖς, πού σέρνουμε τό σκάφος μας ἀνάμεσα στά κύματα, στήν καταιγίδα καί τή φουρτούνα αὐτῆς τῆς μεγάλης θάλασσας. Δέν ξέρουμε ἄν μπορέσουμε νά φθάσουμε στό λιμάνι τῆς σωτηρίας. Δυστυχισμένοι, γιατί ἡ ζωή μας περνᾶ στήν ξενιτιά, σέ κίνδυνο κι ἔχει ἀμφίβολο τό τέλος της. Δέν ξέρουμε ποῦ θά καταλήξουμε, γιατί ὅλα τά μελλοντικά εἶναι ἄγνωστα, ἀλλά ἐνῶ ταλαιπωρούμαστε ἀπό τά κύματα μέσα στό πέλαγος, ἀγκαλιάζουμε μέ τή σκέψη μας τό λιμάνι. Ὦ πατρίδα μας, γεμάτη ἀσφάλεια, ἀπό μακριά σέ βλέπουμε, σέ χαιρετοῦμε ἀπό τή θάλασσα αὐτή· ἀπ’ αὐτή τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος ὑψώνουμε σέ σένα τό πνεῦμα μας καί ἀγωνιζόμαστε μέ δάκρυα, μήπως μπορέσουμε ν’ ἀράξουμε σέ σένα, ἐλπίδα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Χριστέ, Θεέ μας, δύναμη καί καταφύγιό μας, πού τό φῶς σου στέλνει τίς ἀκτῖνες του στά μάτια μας σάν ἄστρο μέσα στά σκοτεινά σύννεφα τῆς θαλασσοταραχῆς, ὁδήγησέ μας στό λιμάνι, κυβέρνησε τό πλοῖο μας μέ τό δεξί σου χέρι καί μέ τά καρφιά τοῦ σταυροῦ σου, γιά νά μή χαθοῦμε στά κύματα, γιά νά μή μᾶς βυθίσει ἡ ταραχή τοῦ νεροῦ καί νά μή μᾶς καταπιεῖ ὁ βυθός. Ἀλλά μέ τό ἀγκίστρι τοῦ σταυροῦ σου τράβηξέ μας ἀπ’ αὐτό τό πέλαγος. Σέ σένα, τή μόνη μας παρηγοριά, πού σάν ἄστρο τῆς αὐγῆς καί ἥλιος δικαιοσύνης στέκεσαι στό γιαλό τῆς πατρίδας μας καί μᾶς περιμένεις, ὑψώνουμε τά δακρυσμένα μάτια μας.
Δῶσ’ μας, Κύριε, ἔτσι νά περάσουμε ἀνάμεσα ἀπό τή σκύλλα καί τή χάρυβδη, ὥστε ξεφεύγοντας καί τούς δύο κινδύνους, μαζί μέ τό σκάφος καί τήν πραμάτεια του, νά φθάσουμε μέ ἀσφάλεια στό λιμάνι. 

Αγίου Αυγουστίνου




Ἀπάντηση στά “γιατί” σέ νοσοκομεῖο τῆς Αὐστραλίας



Εἶναι γεγονός ὅτι μερικοί χριστιανοί, ἀκόμα καί καλλιεργημένοι, ὅταν καλέσει ὁ Θεός κοντά Του κάποιο ἀγαπημένο τους πρόσωπο, θρηνοῦν ἄμετρα καί ξεστομίζουν τά “γιατί” τῆς ὀλιγοπιστίας.

Ἔτσι καί μιά Ἑλληνίδα ξενητεμένη στήν Αὐστραλία, εὐσεβής, παρ᾿ ὅλο πού δέν γνώριζε πολλά πράγματα γιά τή ζωή τῆς πίστεως, βρέθηκε στή δύσκολη θέση τῆς μητέρας πού πεθαίνει τό παιδί της (ἀγοράκι τεσσάρων ἐτῶν).

Τό εἶχαν μεταφέρει στό μεγάλο νοσοκομεῖο τῆς Αὐστραλίας “Βασίλισσα Βικτωρία” κι ἐκεῖ τό ξενυχτοῦσαν μέ βαρδιές πότε ἐκείνη καί πότε ὁ σύζυγός της.
Μία νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα, καθώς ξαγρυπνοῦσε κοντά στό ἄρρωστο ἀγοράκι, ἔκλαιγε καί συνεχῶς ἔλεγε:

Γιατί, Θεέ μου, δέν παίρνεις ἐμένα καί παίρνεις τό παιδάκι μου;

Γιά μιά στιγμή ἄκουσε ἕνα θόρυβο δίπλα στό κρεβάτι τοῦ παιδιοῦ. Ἀνησύχησε καί γύρισε νά κοιτάξει μήπως κι ἔπεσε τό παιδί. Τότε ἀντίκρυσε κατάπληκτη ἕναν Ἅγιο φωτεινό, γλυκύτατο, ὁ ὁποῖος τήν κοιτοῦσε μέ συμπάθεια καί τῆςεἶπε:
Εἶμαι ὁ Αὐγουστίνος. Στόν Θεό δέν λέμε “γιατί”, ἀλλά “γενηθήτω τό θέλημά Σου”!
Αὐτό εἶπε καί ἔγινε ἄφαντος!
Μετά ἀπ᾿ αὐτό μιά ἀνεξήγητη χαρά πλημμύρισε τήν ψυχή της. Δέν εἶπε ὅμως στίς νοσοκόμες τίποτα, γιατί αὐτές ἦταν ἑτερόδοξες καί δέν θά πίστευαν. Ὅταν τό πρωί ἦρθε ὁ σύζυγός της, τήν προέτρεψε νά πάει νά κοιμηθεῖ. Ἐκείνη ἀρνήθηκε καί τόν ρώτησε ἄν εἶχαν ἀνοίξει τά ἑλληνικά μαγαζιά καί μάλιστα τό Ὀρθόδοξο θρησκευτικό βιβλιοπωλεῖο. Ἐκεῖνος ἀπόρησε καί τήν ρώτησε τί συνέβαινε. Τόν ἐνημέρωσε καί σέ λίγο βρισκόταν στό βιβλίοπωλεῖο, ὅπου ρώτησε ἄν ὑπάρχει ἅγιος Αὐγουστίνος.

- Καί βέβαια ὑπάρχει, τῆς εἶπε ὁ Ἕλληνας βιβλιοπώλης καί τῆς ἔδωσε ἕνα βιβλίο μέ τή βιογραφία του.

(Τό ἐρώτημα εἶναι γιατί ὁ Θεός ἔστειλε τόν ἅγιο Αὐγουστίνο νά συμβουλεύσει τή χριστιανή αὐτή μητέρα νά μή λέει τό ὀλιγόπιστο “γιατί”;
Ἄν διαβάσει κανείς τή ζωή του, θά δεῖ ὅτι ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος ἦταν ὁ Ἅγιος πού πρίν νά πιστέψει στόν Χριστό, βασανίστηκε πολύ ἀπό τά διάφορα “γιατί”, πού τοῦ ὑπέβαλε ἡ ἀνθρώπινη λογική του.
Μέχρι πού εἶδε σέ μιά ἀκρογιαλιά ἕνα μικρό παιδάκι νά προσπαθεῖ νά μεταφέρει μέ τό κουβαδάκι του ὁλόκληρη τήν θάλασσα σ᾿ ἕνα μικρό λακουβάκι πού εἶχε σκάψει στήν ἄμμο.
Ὁ Ἅγιος χαμογέλασε ὅταν τό εἶδε καί τοῦ εἶπε:

Ἔ, τί κάνεις ἐκεῖ, μικρέ;
Θέλω νά βάλω τή θάλασσα στό λακουβάκι μου, τοῦ ἀπάντησε.
Μά πῶς εἶναι δυνατόν, μικρέ μου, νά βάλεις ὅλη τήν ἀπέραντη θάλασσα σ᾿ αὐτό τό λακουβάκι;

Τότε τοῦ ἀπάντησε ὁ φαινομενικά “μικρός”:

Καί σύ δέν κάνεις τό ἴδιο; Θέλεις τήν ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ νά τήν βάλεις στό μικρό ἀνθρώπινο μυαλουδάκι σου;
Μετά ἀπ᾿ αὐτό ἐξαφανίστηκε. Ἦταν ἄγγελος Κυρίου, ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Κύριό μας ἐξ αἰτίας τῶν θερμῶν προσευχῶν τῆς μητέρας του.
Τότε ὁ Ἅγιος συνῆλθε καί βάζοντας στήν ἄκρη τήν στενή ἀνθρώπινη λογική, πίστεψε στόν Θεό καί ἔπραξε μέ τόση συνέπεια τό ἅγιο θελημά Του, ὥστε ἔφθασε νά γίνει ἕνας ἅγιος ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.)

Μετά τό γεγονός αὐτό ἡ χριστιανή αὐτή μητέρα ἔδειξε θαυμαστή πίστη καί ὑπομονή ὅταν ἔφυγε τό παιδάκι της καί τήν ἀξίωσε ὁ Θεός νά γίνει καί πρεσβυτέρα, ὅταν ἀργότερα ὁ σύζυγός της χειροτονήθηκε ἱερέας.

Στόν Θεό ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!


Ἀπό το βιβλίο: “Νεώτερα θαύματα τῆς Παναγίας στη Βαρνάκοβα
και Ἱστορίες γιά την Αἰωνιότητα”

Ἐκδόσις Ἱ.Μ. Παναγίας Βαρνάκοβας
Δορίδα 2007

Η βασιλεία του Θεού έχει πόρτα χαμηλή




Η βασιλεία του Θεού έχει πόρτα χαμηλή· 
για να μπεις μέσα πρέπει ή να σκύψεις ή να είσαι παιδί...

Ιερὸς Αυγουστίνος



Ἐξομολόγησις τῆς προσωπικῆς του ἐξουθενώσεως



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΓ΄


Ποιός Θεός εἶναι ὅμοιος σου, Κύριε; Ποιός;
Μέγας στήν ἁγιότητα, φοβερός καί ὑμνολογημένος,
πού κάνει τέρατα καί σημεῖα!

Ἀργά σέ γνώρισα, φῶς ἀληθινό,
ἀργά σέ γνώρισα ἐγώ.
Μπροστά στά μάτια μου, τοῦ μάταιου,
στεκόταν καί μ᾿ ἐμπόδιζε ἕνα σύγνεφο μεγάλο καί σκοτεινό,
ὥστε νά μήν ἔχω τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης,
καί νά μή βλέπω τῆς ἀλήθειας τό φως.

Στροβιλιζόμουν μέσα στό σκοτάδι,
τοῦ σκοταδιοῦ ὁ γυιός,
καί ἀγαποῦσα τό σκοτείνιασμα,
ἀγνοῶντας τό φῶς.

Τυφλός ἤμουν καί τήν τύφλωσι ἀγαποῦσα,
κι ἀπό σκοτάδι σέ σκοτάδι πορευόμουν.

Ποιός μ᾿ ἔβγαλε ἀπό ἐκεῖ, ἐμέ τόν τυφλωμένον;
Ἐμένα πού καθόμουν στόν ἴσκιο τοῦ θανάτου;

Ποιός μέ πῆρε ἀπ᾿ τό χέρι καί μ᾿ ἔβγαλε ἀπό κεῖ;
Ποιός εἶναι πού μέ φώτισε;

Δέν τόν ἀναζητοῦσα ἐγώ, αὐτός μ᾿ ἀναζητοῦσε.
Δέν ζητοῦσα ἐγώ τή βοήθεια του,
αὐτός μέ κάλεσε κοντά του.

Ποιός εἶν᾿ αὐτός;

Σύ Κύριε ὁ Θεός μου «ὁ συμπονετικός καί ἐλεήμων.
Ὁ Πατέρας τῆς συμπόνοιας καί Θεός κάθε παρηγοριᾶς».
Σύ ὁ Θεός μου ὁ Ἅγιος,
πού σέ ὁμολογῶ μ᾿ ὅλη μου τήν καρδιά,
κι εὐχαριστῶ τό ὄνομά σου.

Δέν σέ ἀναζητοῦσα ἐγώ, ἐσύ μέ ἀποζήτησες.
Δέν σέ ἐπικαλέστηκα ἐγώ, ἐσύ μέ ἀνακάλεσες.

Μοῦ ἔδωσες τό ὄνομά σου – μέ λένε χριστιανό –
βρόντησες ἀπό ψηλά καί μέ φωνή μεγάλη
στό ἐσωτερικώτερο αὐτί τῆς καρδιᾶς μου – καί εἶπες:
Γεννηθήτω φῶς, καί ἐγένετο φῶς.
Καί ὑπεχώρησε τό μέγα σύγνεφο,
ἔλυωσε καί ἔτρεξε κάτω σάν τό νερό
καί ἔφυγε ἡ σκοτεινή συννεφιά πού σκέπαζε τά μάτια μου.
Καί σήκωσα τά μάτια μου, εἶδα τό φῶς σου,
ἀναγνώρισα τή φωνή σου καί εἶπα:

Ἀληθινά, Κύριε, «Σύ εἶσαι ὁ Θεός μου,
πού μ᾿ ἔβγαλες ἀπ᾿ τό σκοτάδι καί ἀπό τόν ἴσκιο τοῦ θανάτου
καί μέ κάλεσες ἐπάνω, στό φῶς, τό θαυμαστό, τό δικό σου».

Καί νά τώρα βλέπω.

Εύχαριστῶ ἐσένα πού μέ φώτισες.

Καί ἐπέστρεψα,
καί εἶδα καθαρά τό σκότος πού μέ κάλυπτε,
καί τή ζοφερή ἄβυσσο ὅπου κειτόμουν.

Καί τρόμος μέ κρατοῦσε καί ξαφνιάστηκα καί εἶπα:
Ὥ, ὥ, σέ ποιό σκοτάδι μέσα ἔπεσα!
Ἀλλοί, ἀλλοί, τί τύφλωσι ἦταν αὐτή,
ὅπου δέν μποροῦσα τοῦ οὐρανοῦ τό φῶς νά ἰδῶ!
Ἀλλοίμονο ποιά ἄγνοια μέ εἶχε κυριέψει,
ὅταν δέν σέ γνώριζα, Κύριε!

Σ᾿ εὐχαριστῶ, λοιπόν,
τό φωτοδότη μου καί λυτρωτή μου,
διότι ἔλαμψες ἀπάνω μου καί σέ γνώρισα.

Ἀργά βέβαια σέ γνώρισα, ὥ ἄναρχη ἀλήθεια,
ἀργά σέ γνώρισα, ἀλήθεια προαιώνια.

Γιατί ἐνῶ σύ ἤσουν στό φῶς,
ἐγώ ἤμουν στό σκοτάδι,
καί δέν σέ γνώριζα,
οὔτε καί μποροῦσα νά φωτισθῶ χωρίς ἐσένα.

Γιατί δέν ὑπάρχει, βέβαια, χωρίς ἐσε κανένα φῶς.

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!




ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ
Τοῦ θείου καί Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ

Ἐκδοτικός οἶκος Βασ. Ρηγοπούλου
Θεσσαλονίκη 1973

http://hristospanagia3.blogspot.gr

Ὅτι ἡ σωτηρίας μας ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Θεόν






Ἐγώ δέ, τό ἔργο τῶν χειρῶν σου,
θά σοῦ ἐξομολογηθῶ γεμᾶτος φόβο ἐνώπιόν σου:
«Δέν στηρίζω βέβαια τίς ἐλπίδες μου στά ὅπλα μου,
καί τό σπαθί μου δέν πρόκειται νά μέ σώση.
Ἀλλά ἡ δεξιά σου καί τό χέρι σου,
καί τοῦ προσώπου σου ὁ φωτισμός».

Ἀλλοιῶς, μποροῦσε νά μέ πιάση καί ἀπόγνωσις,
ἄν δέν ὑπῆρχες σύ πού μ᾿ ἔπλασες,
καί δέν ἐγκαταλείπεις ὅσους ἐλπίζουνε σέ σένα.

Γιατί σύ εἶσαι, Κύριε ὁ Θεός μας,
καλός, ἐπιεικής καί μακρόθυμος,
καί τά οἰκονομεῖς ὅλα ἀπό συμπόνια.

Ἐμεῖς πάλιν, ἔστω κι ἄν ἁμαρτήσαμε,
εἴμαστε ὅμως δικοί σου.
Ἀλλά καί ἄν δέν ἁμαρτήσωμε,
πάλιν δικοί σου εἴμαστε,
γιατί τό ξέρομε καλά, ὅτι μᾶς λογαριάζεις γιά δικούς σου.

Εἴμαστε ὅλοι σάν τό φύλλο,
διότι ματαιότης εἶναι κάθε ἄνθρωπος πού ζῆ,
καί ἡ ζωή μας αὐτή ἐδῶ πάνω στή γῆ εἶναι κάπως σάν ἄνεμος.

Μήν ὀργίζεσαι ἐναντίον μας, ὅταν παθαίνωμε πτώσεις,
γιατ᾿ εἴμαστε σάν νήπια γιά σένα.
Ἐσύ γνωρίζεις τί πλάσματα εἴμαστε,
Κύριε ὁ Θεός μας.

Μήπως στό φύλλο, Κύριε καί Θεέ μας,
σύ ὁ ἀφάνταστα ἰσχυρός,
μήπως θέλει στό φύλλο, πού τό ἁρπάζει εὔκολα ὁ ἄνεμος,
νά δείξης πόσο εἶσαι κραταιός;

Μήπως θά κυνηγήσης τό ἄχρηστο σκουπίδι;
Μήπως τό σκυλί ἤ τόν ψύλλο θά τόν πᾶς στό δικαστήριο,
ἐσύ ὁ Βασιληᾶς, ὁ αἰώνιος, τοῦ Ἰσραήλ;

Ἀκούσαμε γιά τό ἔλεός σου, Κύριε,
ὅτι σύ δέν τόν ἔκαμες τό θάνατο,
οὔτε χαίρεις γιά τήν ἀπώλεια ἐκείνων πού πεθαίνουν.

Γ΄' αὐτό κάνουμε δέησι πρός ἐσένα,
ὥστε ἀφεαυτοῦ σου, νά μήν ἐπιτρέψης,
νά ἐπικρατήση αὐτό πού δέν ἔκαμες (ὁ θάνατος)
πάνω σ᾿ αὐτό πού ἔπλασες (στόν ἄνθρωπο).

Γιατί, ἄν δέν χαίρης γιά τήν καταστροφή μας,
τί σ᾿ ἐμποδίζει, Κύριε, ἐσέ πού τά πάντα δύνασαι,
νά χαίρης πάντα γιά τή σωτηρία μας;

Ἄν θέλης, μπορεῖς νά μέ σώσης.
Ἐγώ ὅμως, ἔστω κι ἄν θελήσω,
δέν θά μπορέσω τόν ἑαυτό μου νά τόν σώσω.
Τόσο μεγάλο εἵναι τό μέγεθος τῆς ἀθλιότητάς μου.

Γιατί τό νά θέλω ἀπόκειται σέ μένα,
ὄχι ὅμως καί τό νά ἐκτελέσω κάτι.
Ἀλλά καί τό νά θέλω τό ἀγαθόν
δέν ἐξαρτᾶται ἀπό μένα, ἄν σύ δέν θέλης.

Οὔτε κι αὐτό πού θέλω τό μπορῶ,
ἐάν δέν μ᾿ ἐνισχύση ἡ δύναμι ἡ δική σου.

Μά καί αὐτό πού δύναμαι, μερικές φορές δέν τό θέλω,
ἄν δέν γίνεται κι ἐπί τῆς γῆς τό θέλημά σου,
ὅπως στόν οὐρανό.

Ἐκεῖνο δέ, πού τυχόν τό θέλω καί τό μπορῶ,
αὐτό δέν τό γνωρίζω, ἄν δέν μέ φωτίση ἡ σοφία σου.

Ἀλλά καί νά τὄξερα,
πότε ἁπλῶς τό θέλω καί πότε τό μπορῶ,
καί πάλιν ἡ σοφία μου στό τέλος βγαίνει ἀτελής καί ἀνεκπλήρωτη.

Ὅλα λοιπόν ἐναπόκεινται στή βούλησι τή δική σου,
καί δέν ὑπάρχει αὐτός,
πού θά ἀντισταθῆ στό θέλημά σου,
ὥ Δέσποτα τῶν ἁπάντων,
καί Κυρίαρχε κάθε σαρκός,
πού ὅλα ὅσα θέλεις τά κάνεις
καί τά πραγματοποιεῖς στόν οὐρανό, στή γῆ, στίς θάλασσες
καί σ᾿ ὅλες τίς ἀβύσσους.

Ἄς γίνη λοιπόν τό θέλημά σου καί σ᾿ ἐμᾶς,
πού μᾶς ἀποκαλοῦν μέ τ᾿ ὄνομά σου (Χριστιανούς).

Ἄς μήν καταστραφῆ τοῦτο τό πλάσμα σου,
πού τὄπλασες γιά τή δόξα σου.
«Γιατί, ποιός ἄνθρωπος, ἀπό γυναῖκα γεννημένος,
θά ζήση καί δέν θά ἰδῆ θάνατο;
Ποιός τήν ψυχή του ἀπό τοῦ ἅδη τά χέρια θά γλυτώση,
ἐάν σύ μόνος δέν τόν σώσης,
ὥ ζωή ἐσύ, πού ὅλους τούς ζωοποιεῖς,
καί μέσω τοῦ ὁποίου τά πάντα ἔλαβαν ζωή;


Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!


ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ
Τοῦ θείου καί Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ
Ἐκδοτικός οἶκος Βασ. Ρηγοπούλου
Θεσσαλονίκη 1973

Φλογερός πόθος ψυχῆς, πού ἐπιθυμεῖ ν'ἀγαπᾶ τόν Θεό




ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ΄

Σέ ἀγαπῶ, Κύριε ὁ Θεός μου,
κι ἐπιθυμῶ νά σ᾿ ἀγαπῶ πάντα καί πιό πολύ.
Γιατί ἐσυ ᾿σαι πράγματι
ἀπ᾿ τό καλλίτερο μέλι γλυκύτερος,
ἀπό τό ἐκλεκτότερο γάλα θρεπτικώτερος,
κι ἀπ᾿ ὅλο τό φῶς ἀστραφτερώτερος.
Γι᾿ αὐτό εἶσαι γιά μένα
κι ἀπ᾿ τό χρυσάφι κι ἀπό τ᾿ ἀσῆμι
κι ἀπ᾿ τά πολύτιμα πετράδια πολυτιμότερος.

Ἔτσι μοῦ ἔγινε ἀνούσιο – χωρίς τέρψι καί ἀηδιαστικό –
τό κάθετι πού διέπραξα σέ τούτη τή ζωή,
συγκρίνοντάς το μέ τή γλύκα πού ἔρχετ᾿ ἀπό σένα,
καί μέ τήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ δικοῦ σου,
πού τόν ἀγάπησα.

Ὥ πῦρ πού καῖς αἰώνια καί δέν ἀποσβένεσαι ποτέ!
Ὥ ἀγάπη πού πάντα εἶσαι παραπάνω ἀπό ὁλόθερμη,
καί δέν καταπέφτεις ποτέ σέ χλιαρότητα!
Περίφλεξέ με!

Ὥ καί ν᾿ ἄναβα ὁλόκληρος ἀπό σένα!
Ὁλόκληρος, τό εἶπα, νά ἄναβα καί πάλιν,
γιά νά σ᾿ ἀγαποῦσα καί ὁλόκληρος!
Γιατί σέ ἀγαπᾶ λιγότερο,
ὅποιος ἀγαπάει κάτι ἄλλο,
ὄχι ἀπό ἀγάπη πρός ἐσένα.
Θά σ᾿ ἀγαπήσω, Κύριε,
γιατί σύ πρῶτος μ᾿ ἀγάπησες.

Καί ποῦ νἄβρω λόγια ἀρκετά, ὥστε νά περιγράψω
ὅλα τά δείγματα τῆς μέγιστης ἀγάπης σου γιά μένα,
καί τ᾿ ἀναρίθμητα εὐεργετήματα,
μέ τά ὁποῖα ἐξαρχῆς μέ ἔφερες στόν κόσμο;

Γιατί, μετά ἀπό τήν εὐεργεσία νά μέ κτίσης,
ὅταν ἀρχικά μ᾿ ἔπλασες κατά τήν εἰκόνα σου,
μ᾿ ἐτίμησες καί μ᾿ ἀνύψωσες,
πάνω ἀπ᾿ ὅλα σου τά δημιουργήματα.

Ἔπειτα, γιά νά διαφέρω ἐξαιρετικά,
μέ καταλάμπρυνες προσέτι καί μέ τοῦ προσώπου σου τό φῶς,
πού τὄβαλες ἐπιγραφή πάνω στό ἀνῶφλι τῆς καρδιᾶς μου.

Μ᾿ αὐτό τό φῶς,
ὄχι μονάχα μέ ἀνύψωσες ψηλότερα ἀπ᾿ τ᾿ ἀναίσθητα,
κι ἀπό τά ζῶα μέ αἰσθήσεις,
ἀλλά καί ἀπό τούς ἀγγέλους, τόσο λίγο πιό κάτω μέ ἐλάττωσες.

Ἀλλά κι αὐτό φάνηκε λίγο
στά μάτια τῆς ἀγαθωσύνης σου,
γιατί μέ τά μεγαλύτερα κι ἐπισημότερα δῶρα τῆς καλωσύνης σου,
μ᾿ ἔθρεψες ἀδιάκοπα καί καθημερινά
καί σάν τέκνο σου μωρό, νήπιο κι ἁπαλό,
μέ γαλούχησες ἀπό τίς ἄφθονες πηγές τῆς παρηγόριας σου
καί μέ δυνάμωσες.
Τέλος, γιά νά δοθῶ ὁλόκληρος ἐγώ στό θέλημά σου
ὅλα ὅσα ἔπλασες, τά ὑπέταξες νά δουλεύουνε σέ μένα.

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!


ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΟΝ
Τοῦ θείου καί Ἱεροῦ Αὐγουστίνου
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΠΠΩΝΟΣ


Ἐκδοτικός οἵκος Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1973

Η αθεΐα:Το "καύχημα" της εποχής μας.



«Ω, άπιστοι, δεν είσθε δύσπιστοι. Είσθε οι πλέον εύπιστοι! 

Δέχεσθε τα πιο απίθανα, τα πιο παράλογα, τα πιο αντιφατικά, 

για να αρνηθήτε το θαύμα, την Αλήθεια».

Άγιος Αυγουστίνος


Νυξ αφεγγής τοις απίστοις, Χριστέ, τοις δε πιστοίς φωτισμός.

Αθεΐα! Τίτλος μεγάλος και καύχημα για τον σημερινόν άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει (και για να τον αποχτήσει, φτάνει να χειροτονηθεί μοναχός του άπιστος), γίνεται παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός, κι' ας είναι αμόρφωτος, σοβαρός, κι' ας είναι γελοίος, επίσημος κι' ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι' ας είναι ανάξιος, επιστήμονας κι' ας είναι κουφιοκέφαλος.
Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δεν μπορεί, με όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια μέσα στον άνθρωπο, που δεν μπορεί να την καταλάβει. 
Όπως και νάναι, οι άνθρωποι που αγωνίζουνται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας. Γι' αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουμε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε σε κείνον τον πατέρα που είχε άρρωστο το παιδί του, και παρεκάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. 
Και Κείνος του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τη απιστία», δηλαδή «έχω πόθο να πιστέψω, κι' εσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον». 
Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μονάχα δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε εκείνος ο δυστυχισμένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νοιώσανε πως έχουνε γι' αυτό καμμιά ευθύνη, κανένα φταίξιμο. Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού, που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει: «Ελάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλείστε μαζί μου όπως μιλάτε μεταξύ σας, αναλύσετέ με μέ τη χημεία σας, κομματιάστε με μέ το μαχαίρι της ανατομίας σας, ζυγίστε με, μετρείστε με, ικανοποιήσετε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάσετε τ' αχόρταγο λογικό σας!».
Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, σε καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον αγέρα της περηφάνειας κι' από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα. 
Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως που μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί, κι' αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς, τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου. Ενώ ο άπιστος είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός, και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του, και που γι' αυτό θαρρεί πως δεν υπάρχουνε. Κι' από την ανοησία του κορδώνεται, και μιλά με καταφρόνεση για κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός ο δυστυχής είναι τυφλός και κουφός, και θαρρεί πως τα' ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα. 
Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποια «υπέρ αίσθησιν». Ο άπιστος πώς να πάρει είδηση από κείνον τον μυστικόν κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι' αλλόκοτα μηνύματα εκείνου του κόσμου, αφού ο δυστυχής δεν έχει τις κεραίες που χρειάζουνται για να τα πιάσει; 
Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μονάχα αυτός, για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός, και τι μπορεί να νοιώσει ο άπιστος: Λαλούμε, λέγει, τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο, και που είναι κρυμμένη, τη σοφία που την προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας, και που δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (δηλ. τους σοφούς της κοσμικής σοφίας), και που ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε μάτι, και που δεν τ' άκουσε αυτί, και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούνε. Αλλά σε μας τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του το άγιο. Επειδή, το άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, και τα βάθη του Θεού.
Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το μέσα του ανθρώπου, παρά μονάχα το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μονάχα το Πνεύμα του Θεού. Κι' εμείς δεν επήραμε το πνεύμα του κόσμου (δηλ. τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε μας ο Θεός. Κι' αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με τα λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικόν τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος που έχει την σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες, και δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως ανακρίνεται πνευματικά. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν δεν ανακρίνεται».
Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήμερα, με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σαν στενόμυαλος κι' ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα. Λογαριάζεται για "βλαμμένος" από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να τα καταφέρνει στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». 
Για τούτο, χρειάζεται να έχει θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό.
Ενώ εκείνον που καυχιέται πως δεν πιστεύει σε τίποτα, 
α') Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, μάλιστα όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός που φανερώνει ο έξυπνος και σοβαρός κόσμος στο πρόσωπό του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαρειά λόγια, αράθυμος κι' απότομος, «θετικός άνθρωπος», « γερό μυαλό». 
β') Όλα του έρχουνται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: Εδώ κάτω, λέγει, είναι η Κόλαση κι' ο Παράδεισος. Η ζωή είναι για να την απολαβαίνουνε οι έξυπνοι. Οι κοιμισμένοι κι' οι αφιονισμένοι ας πεθάνουνε».
Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχα κουμπί, κι' όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωμιά, «οι λίθοι άρτοι».
Λέγει λοιπόν ο έξυπνος : «Να κάθεσαι, άνθρωπος με τετρακόσα μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες, σαν τις γρηές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια, με θυμιατά, με δισκοπότηρα, με παπάδες και με καλόγρηες! Και σε ποια εποχή; Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος;».
Αυτά λένε για τους πιστούς οι έξυπνοι και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε μυαλό γερό, και επιτυχαίνουνε σε ότι καταπιαστούνε.
Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, μ' έναν λόγο, η απιστία είναι «η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά «εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». «Πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, « και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην».
Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με τη βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι' αυτό σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται, κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή».
Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η υπερηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.
Πριν καιρό έγραψα με συντομία πέντε- έξη άρθρα για τα θαύματα που γίνουνται σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης, με τον τίτλο «Φρικτά μυστήρια». Πολλοί αναγνώστες συγκινηθήκανε στο έπακρο, ιδίως οι ταπεινοί κι' αγράμματοι άνθρωποι, «τα μωρά του κόσμου και τα εξουθενημένα». Οι έξυπνοι όμως κι' οι τετραπέρατοι δεν δώσανε σημασία, και κάποιοι απ' αυτούς με περιγελάσανε και μου γράψανε πως λέγω ανοησίες.
Αλλά, «Θεός ου μυκτηρίζεται». Από τότε ως τα σήμερα τα θαύματα δεν πάψανε, κι ολοένα γίνουνται πυκνότερα και τρομαχτικώτερα. Οι άνθρωποι που τα βλέπουνε μου τα γράφουνε με όλα τα καθέκαστα, κι απ' αυτά κάνω ένα βιβλίο που θα είναι σαν πυρωμένο σίδερο για τις άπιστες γλώσσες (Πρόκειται για το βιβλίο «Σημείον μέγα» που εξέδωσε ο « Αστήρ»). Αυτόν τον καιρόν γίνουνται ανασκαφές, για να βρεθεί η αρχαία εκκλησία με τα λείψανα εκείνων που φανερώνονται ολοζώντανοι μπροστά στους απλούς ανθρώπους, στον ύπνο και στον ξύπνο τους, καθώς κι εικόνες και τα' άλλα κειμήλια. Θα είχανε βρεθεί όλα, και θα ξεσκεπαζότανε γρήγορα ολότελα αυτός ο φοβερός κρατήρας, που θα σάρωνε τους άπιστους με την αγιασμένη λάβα του, αν υπήρχανε περισσότερα μέσα στα χέρια των φτωχών ανθρώπων που σκάβουνε με μια πίστη που είναι σαν φωτιά.
Μα, όπως και να είναι, με τη χάρη του Θεού «την τ' ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν», θα βγάλουνε σε καλό τέλος το βλογημένο αυτό έργο, και θα θριαμβέψει η ακατάλυτη πίστη μας, και θα ακουστεί ως τα πέρατα του άπιστου κόσμου η βροντερή φωνή: «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος!».

Του Αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Εκ του περιοδικού "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία" Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"