.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Προσευχή ἱεροῦ Αὐγουστίνου

Κύριε ὁ Θεός μου, σέ παρακαλῶ νά μοῦ δώσῃς τήν χάριν σου, διά νά ποθῶ μέ ὅλην τήν καρδίαν μου καί μέ τόν πόθον αὐτόν νά σέ ζητῶ καί ζητῶν νά σέ εὕρω, ἀφοῦ δέ σέ εὕρω, ἀξίωσέ με νά σέ ἀγαπήσω· καί ἀφοῦ σέ ἀγαπήσω εἰλικρινῶς, νά ἐλευθερωθῶ ἀπό ὅλα τά κακά, ὅσα ὑπάρχουν μέσα εἰς τήν ψυχήν μου. ᾿Αφοῦ δέ ἀπαλλαγῶ ἀπό αὐτά, βοήθήσε με διά νά μή γυρίσω πάλιν εἰς τά ἴδια ἁμαρτήματα.
Δῶσε εἰς τήν ψυχήν μου μετάνοιαν ἀληθινήν, Κύριε ὁ Θεός μου, καί εἰς τήν καρδίαν μου λύπην βαθεῖαν διά τάς ἁμαρτίας μου, καί εἰς τά μάτια μου ἄφθονα δάκρυα μετανοίας, καί εἰς τά χέρια μου ἐλεημοσύνας πλουσίας πρός τούς πτωχούς.
Σύ, Κύριε, ὁ βασιλεύς μου, εὐδόκησε νά σβήσῃς μέ τήν χάριν σου τάς ὀρέξεις καί ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, πού ἐξεγείρονται καί ἀνάβουν ἐντός μου, καί ν᾿ ἀνάψῃς εἰς τήν ψυχήν μου τήν φλόγα τῆς ἀγάπης πρός σέ.
Σύ, Κύριε, ὁ ἐλευθερωτής μου, ἀποδίωξε ἀπό ἐμέ τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας καί ὡς εὔσπλαγχνος εὐδόκησε νά μεταδώσῃς εἰς τήν ψυχήν μου ἀπό τόν ἄφθονον πλοῦτον τῆς ἰδικῆς σου ἀγαθωσύνης.
Σύ, ὁ Θεός, ὁ Σωτήρ μου, ἀπόστρεψε ἀπό ἐμέ τόν θυμόν τῆς δικαίας ὀργῆς σου διά τάς ἁμαρτίας μου. Δεῖξε καί εἰς ἐμέ τό ἔλεός σου καί τούς οἰκτιρμούς σου καί εὐδόκησε νά περιφράξῃς τήν ψυχήν μου μέ τήν ἀρετήν τῆς ὑπομονῆς, πού ὁμοιάζει μέ ἀσπίδα, προφυλάττει καί ἀσφαλίζει τήν ψυχήν ἀπό τάς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου.
Σύ, Κύριε, ὁ δημιουργός καί πλάστης μου, ξερρίζωσε ἀπό τήν ψυχήν μου κάθε ἀπρεπῆ καί ἐπιβλαβῆ δυσαρέσκειαν καί πικρίαν κατά τῶν ἄλλων, καί δῶσε νά βασιλεύῃ πάντοτε εἰς τόν νοῦν μου τό γλυκύ καί εἰρηνικόν φρόνημα τῆς ἐπιεικείας καί συμπαθείας πρός τόν πλησίον.

«ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΕ», σσ. 120-121, ῎Εκδοσις «ΣΩΤΗΡΟΣ»