.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προφητάναξ Δαβίδ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προφητάναξ Δαβίδ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρηγορητικός Λόγος του Προφητάνακτος Δαυίδ

Πανεπίκαιρα πολύτιμα διαμάντια ἀπό τόν θησαυρό τοῦ Ψαλτηρίου


(Κάθισμα ὄγδοον)

Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ὅτι κατεπάτησέ με ἄνθρωπος, ὅλην τήν ἡμέραν πολεμῶν ἔθλιψέ με. Κατεπάτησάν με οἱ ἐχθροί μου ὅλην τήν ἡμέραν, ὅτι πολλοί οἱ πολεμοῦντες με ἀπό ὕψους. Ἡμέρας οὐ φοβηθήσομαι, ἐγώ δέ ἐλπιῶ ἐπί σέ. ἐν τῷ Θεῷ ἐπαινέσω τούς λόγους μου, ἐπί τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι σάρξ».

Ἐλέησέ με καί σπλαχνίσου με, Θεέ μου, διότι ἄνθρωπος θνητός σάν κι ἐμένα μέ κατεπάτησε, λές καί δέν ἤμουν ἄνθρωπος, ἀλλά ἀσθενικό καί περιφρονημένο σκουλήκι. Ὅλη τήν ἡμέρα μέ πολενοῦσε ἀσταμάτητα καί μέ συνέθλιψε.

Μέ καταπάτησαν οἱ ἐχθροί μου ὅλη τήν ἡμέρα, διότι εἶναι πολλοί αὐτοί πού μέ πολεμοῦν μέ δύναμη ἀπό ψηλά, ὀχυρωμένοι σέ ἀσφαλές καί ἀπρόσβλητο φρούριο.

Ἀλλά ὅσο κι ἄν παραταθεῖ ὅλη τήν ἡμέρα ὁ πόλεμός τους, ἐγώ δέν θά φοβηθῶ, ἀλλά θά ἔχω τήν ἐλπίδα μου σέ σένα.

Τά λόγια μου αὐτά, ὅτι στόν Θεό ἔχω τήν ἐλπίδα μου, δέν θά ἀποβοῦν κενή καύχηση, ἀλλά, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θά γίνουν πραγματικός ἔπαινός μου. Διότι ἐγώ στόν Θεό στήριξα τίς ἐλπίδες μου, κι ἔτσι δέν ἔχω νά φοβηθῶ ὅ, τι κι ἄν κάνει ἐναντίον μου ἡ φθαρτή καί ἐφήμερη σάρκα ὀποιουδήποτε ἐχθροῦ μου.

«Ἐπί τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος»

Στόν Θεό στήριξα τίς ἐλπίδες μου. Γι’ αὐτό δέν ἔχω νά φοβηθῶ ὅ, τι κακό κι ἄν θελήσει νά μοῦ κάνει ὁποισδήποτε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε ἀδύναμος καί φθαρτός.

«Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με, ὅτι ἐπί σοί πέποιθεν ἡ ψυχή μου καί ἐν τῇ σκιᾷ τῶν πτερύγων σου ἐλπιῶ, ἕως οὗ παρἐλθῃ ἡ ἀνομία»

Ἐλέησέ με, Θεέ μου, ἐλέησέ με, διότι πάνω σου στήριξε ἡ ψυχή μου ὅλες τίς ἐλπίδες της. Καί στή δύσκολη αὐτή περίσταση πού μέ βρῆκε, ἐλπίζω ὅτι θά μέ διαφυλάξεις κάτω ἀπό τήν παντοδύναμη σκέπη καί προστασία σου μέχρι νά περάσει ὁ κίνδυνος πού διατρέχω ἀπό τούς ἐχθρούς μου, οἱ ὁποῖοι ἀθέμιτα μέ καταδιώκουν. Στήν προστασία σου καταφεύγω μέ ἐλπίδα, ὅπως τά μικρά κλωσσόπουλα κάτω ἀπό τίς μητρικές φτεροῦγες.


Γέροντα, μου κάνει εντύπωση πώς τα παιδιά καταλαβαίνουν το Ψαλτήρι και θέλουν να το διαβάζουν

- Το Ψαλτήρι αναπαύει όλες τις ηλικίες. Τα παιδιά μάλιστα μπορεί να τα αναπαύη περισσότερο από ό,τι αναπαύει εσένα κι εμένα. Το Ψαλτήρι είναι θεόπνευστο , είναι γραμμένο με θείο φωτισμό , γι’ αυτό έχει τόσο δυνατά, τόσο βαθιά νοήματα. 

Όλους του θεολόγους και τους φιλολόγους να μαζέψης, έναν Ψαλμό με τέτοια νοήματα δεν μπορούν να φτιάξουν. 
Κι αν φτιάξουν κάτι, θα είναι σαν ένα χάρτινο λουλούδι. 

Αγράμματος ήταν ο Δαβίδ, αλλά με τι βάθος έγραφε! Φαίνεται καθαρά ότι τον οδηγούσε το πνεύμα του Θεού.

- Γέροντα, δεν προλαβαίνω να διαβάσω το Ψαλτήρι.

- Καλά είναι να εξοικονομής λίγη ώρα , για να το διαβάζης μέσα στην ημέρα. 

Κι αν δεν έχης πολύ χρόνο, καλύτερα είναι να διαβάσης μισό Κάθισμα και να προσέχης τα νοήματα, παρά ολόκληρο και να βιάζεσαι. 

Αυτά τα νοήματα να τα έχης μετά συνέχεια στον νου σου. Το Ψαλτήρι είναι προσευχή.

Μερικοί παρεξηγούν τον προφήτη Δαβίδ και λένε ότι σε κάποιους Ψαλμούς καταριέται. Όταν όμως ο Δαβίδ λέη: «Ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸτῆς γῆς, καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς», δεν εννοεί να εξολοθρευθούν οι αμαρτωλοί, αλλά να μετανοήσουν και να μην υπάρχουν αμαρτωλοί πάνω στην γη.

Εγώ, με το Ψαλτήρι νιώθω μια αγαλλίαση, είναι όλο προφητεία , όλο παρηγοριά. Σε μια δύσκολη κατάσταση, αν διαβάσης Ψαλτήρι, νιώθεις ανακούφιση, λύτρωση, σιγουριά ότι θα βοηθήση ο Θεός. 
«Σωτηρία, λέει, τῶν δικαίων παρὰ κυρίου, καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν ἐν καιρῷ θλίψεως».


Από το βιβλίο: « ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

«ΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ…»

Ὁ ἄνθρωπος πορεύεται. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή του. Πορεία. «Ἐξ ὠδίνων μέχρι ταφῆς» (Θεοδωρήτου, Ἑρμηνεία τοῦ ριη´ Ψαλμοῦ, PG 80, 1824)· ἀπὸ τὸν ἐπώδυνο τοκετὸ μέχρι τὸν ἐνταφιασμό του. Ποῦ πορεύεται; Μυστήριο. Πῶς πορεύεται; Τὸ μεγάλο πρόβλημα.

Στὸ πρῶτο ἐρώτημα, στὸ «ποῦ πορεύεται;», ἡ σύγχυση εἶναι ἀμέτρητη. Στὸ δεύτερο, τὸ «πῶς πορεύεται;», ἡ ἀπάντηση εἶναι ἐπώδυνη.
Ποῦ πορεύεται;

Γιὰ τὸν ἐκτὸς Χριστοῦ κόσμο οἱ ἀπαν­τήσεις εἶναι ἀναρίθμητες. Ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ κάτω κόσμο τῆς ἀρχαιοελληνικῆς μυθολογίας, τὸ βουδιστικὸ «νιρβάνα», τὴν ἰνδουιστικὴ μετενσάρκωση καὶ τὸν σαρκολατρικὸ μωαμεθανικὸ παράδεισο, μέχρι τὸ μηδέν, ἢ ἄλλως πως ὀνομαζόμενο ὑπὸ τῶν ἄθεων φιλοσόφων «ὁλικὴ συνείδηση τοῦ εἶναι». Τὴν ἀντίληψη αὐτὴ ὁ ὑπερβαλλόντως προβαλλόμενος συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης τὴ συνοψίζει στὴν ἑξῆς πασίγνωστη φράση του: «Ἐρχόμαστε ἀπὸ μιὰ σκοτεινὴ ἄβυσσο· καταλήγουμε σὲ μιὰ σκοτεινὴ ἄβυσσο· τὸ μεταξὺ φωτεινὸ διάστημα τὸ λέμε Ζωή» (Νικ. Καζαντζάκη, Ἀσκητική). Καὶ ὅλη αὐτὴ τὴν αὐτοκτονικὴ ἀντίληψη πῶς τὴ λέμε; Ἀπελπισία; Ἢ μήπως σωστότερα: Μαύρη, κατάμαυρη ἀπελπισία;

Ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου ἡ ζωὴ εἶναι πράγματι ἀπελπισία, πορεία χωρὶς ἐλπίδα. Ἀπὸ τὸ πουθενὰ στὸ τίποτα. Καὶ γίνεται τραγικὴ ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ δώσει νόημα σὲ μιὰ ζωὴ ἀνόητη· νὰ βρεῖ σκοπὸ σὲ μιὰ πορεία πρὸς τὸ τίποτα, τὸ μηδέν, τὴν «ἄβυσσο».

Μέσα στὸ φῶς ὅμως τοῦ Εὐαγγελίου ὅλα ἀλλάζουν. Τώρα ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποῦ πηγαίνει. Ἔρχεται πράγματι ἀπὸ μία «ἄβυσσο», τὴν ἄβυσσο τῆς θείας ἀγάπης. Καὶ πορεύεται πρὸς μία ἄλλη «ἄβυσσο», τὴν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας θείας Ζωῆς. Ἔρχεται ἀπὸ τὸ μηδὲν μὲ μόνη τὴν ἀγαπητικὴ θέληση τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Καὶ κατευθύνεται πρὸς τὸ ἄπειρο, πρὸς τὴν αἰώνια δόξα τῆς Βασιλείας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος του. Θεοποιός!

Εἶναι ὅμως δρόμος σταυρικός. Πορεύεται ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὴ Βασιλεία μέσα ἀπὸ θλίψεις, δοκιμασίες, προβλήματα καὶ τόσους κινδύνους τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ θὰ φτάσει στὸ ἔνδοξο τέλος αὐτοῦ τοῦ σταυρικοῦ δρόμου. Θὰ φτάσει! Ἀρκεῖ νὰ τὸν βαδίζει σωστά. Λοιπόν;
Πῶς πορεύεται;

Πῶς μπορεῖ νὰ πορεύεται σωστὰ ὁ ἄνθρωπος στὸ δρόμο τῆς ζωῆς του;
Ἀπάντηση στὸ καίριο αὐτὸ ἐρώτημα ἔδωσε τρεῖς χιλιάδες χρόνια πρὶν ὁ θεόπνευστος συγγραφέας τοῦ 118ου Ψαλμοῦ, ποὺ εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς Ψαλμοὺς καὶ εἶναι γνωστὸς μὲ τὴν ὀνομασία «Ἄμωμος». Ὁ πρῶτος στίχος αὐτοῦ τοῦ ἐκπληκτικοῦ Ψαλμοῦ, ποὺ μὲ τοὺς 176 στίχους του ἀποτελεῖ ἐξαίσιο ὕμνο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, δίνει τὴν ἀπάν­τηση ποὺ ἀναζητοῦμε. Λέει: «Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὀδῷ οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου»· εἶναι τρισευτυχισμένοι αὐτοὶ ποὺ βαδίζουν ἄμεμπτοι τὸν δρόμο τους, ὅσοι πορεύονται σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Κυρίου. «Ὁδὸν καὶ στράταν ὀνομάζει ὁ Δαβὶδ τὴν παροδικὴν καὶ περαστικὴν ταύτην ζωήν», σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ὁ δρόμος, ποὺ ὅσοι τὸν βαδίζουν ἄμεμπτοι εἶναι τρισευτυχισμένοι, εἶναι ἡ παροδικὴ καὶ περαστικὴ τούτη ζωή.

Ὅμως ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται καὶ τὸ πρόβλημα, ἡ μεγάλη δυσκολία. Ποῦ; Στὴ μία αὐτὴ λέξη, τὴ λέξη «ἄμωμοι». Λέξη ἐπώδυνη. Διότι «ἄμωμος» σημαίνει ἀψεγάδιαστος, ἀκατηγόρητος. Κι ἐμεῖς γνωρίζουμε ἀπὸ τὴ Γραφὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν πείρα μας ὅτι κανένας δὲν μπορεῖ αὐτὸ νὰ τὸ πετύχει. «Τίς γὰρ καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ρύπου; ἀλλ᾿ οὐθείς. ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἰὼβ ιδ´ [14] 4, 5)· ποιός εἶναι καθαρὸς ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας; Κανένας! Ἀκόμα κι ἂν ὅλη ἡ ζωή του πάνω στὴ γῆ εἶναι μόνο μία μέρα.

Ὡστόσο ὁ Ψαλμωδὸς δὲν μᾶς ἀφήνει ἀβοήθητους. Δείχνει καὶ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ βαδίσουμε τὸν δρόμο τῆς ζωῆς μας «ἄμωμοι». Θὰ τὸ κατορθώσουμε, μᾶς λέει, ἂν εἴμαστε «οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου», ἂν πορευόμαστε στὴ ζωή μας σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς δείχνει μόνο ποιὸ εἶναι τὸ σωστό, ἀλλὰ καὶ τὸ πῶς μποροῦμε νὰ διορθώσουμε τὰ λάθη ποὺ τυχὸν κάναμε.

Μᾶς λέει, λοιπόν, ὅτι μποροῦμε νὰ εἴμαστε «ἄμωμοι», ἀκόμη κι ἂν ἁμαρτάνουμε! Πῶς; Μὲ τὴ μετάνοια! Αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία τῆς ζωῆς «ἐν νόμῳ Κυρίου». Πορεία μετανοίας. Ἄμωμη πορεία. Ἀρκεῖ νὰ εἶναι «ἐν νόμῳ Κυρίου».

Τότε καμία δύναμη δὲν θὰ μπορέσει νὰ νικήσει τὸν ἄνθρωπο. Κανένας πειρασμὸς δὲν θὰ κατορθώσει νὰ τὸν λυγίσει. Διότι πορεύεται «ἄμωμος… ἐν νόμῳ Κυρίου». Καὶ γνωρίζει ὅτι ἀκόμη κι ἂν πέσει, ὅσο χαμηλὰ κι ἂν πέσει, εἶναι «ἄμωμος», ἐφόσον μετανοεῖ.

Μακάριοι λοιπὸν «οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ».

Μακάριοι καὶ τρισευτυχισμένοι «οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου».

«Πορευόμενοι…»
τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Στὸν 11ο Ψαλμὸ ὁ προφητάναξ Δα­βὶδ διαπιστώνει μὲ πόνο ὅτι κυριαρχοῦν γύρω του ἡ ὑποκρισία, τὸ ψεῦδος, ἡ αὐθαιρεσία τῶν ἀλαζόνων ἀν­θρώπων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ ὁ ἴδιος ταλαιπωρεῖται. Καταφεύγει στὸ Θεὸ καὶ Τὸν ἱκετεύει νὰ τὸν γλυτώσει ἀπὸ τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους. Ὁ Θεὸς διαβεβαιώνει ὅτι θὰ προστατεύσει ὅσους ἀδικοῦνται καὶ θὰ φανερώσει μὲ τρόπο ἀδιαμφισβήτητο τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴ δύναμή Του. Ποιὸς μπορεῖ ν᾿ ἀμφιβάλει γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων Του; Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι καθαρὰ ἀπὸ κάθε ψεῦ­δος. Μακάρι Ἐσύ, Κύριε, γράφει ὁ Δαβίδ, νὰ μᾶς φυλάξεις καὶ νὰ μᾶς διατηρήσεις ἀβλαβεῖς ἀπὸ αὐτὴ τὴν πονηρὴ γενιὰ καὶ τώρα καὶ αἰωνίως. «Κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς περιπατοῦσι». Περπατοῦν γύρω μας οἱ ἀσεβεῖς καὶ μᾶς ἔχουν κυκλώσει ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη. Ὅμως γεμάτος πίστη ὁμολογῶ: «Κατὰ τὸ ὕψος σου ἐπολυ­ώρησας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀν­θρώπων» (Ψαλ. ια´ [11] 9). Ὅσο εἶναι τὸ ὕψος Σου, Κύριε, τόση εἶναι καὶ ἡ φροντίδα Σου γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. «Ἐπολυώρησας»: Ἔδειξες δηλαδὴ μεγάλη φρον­τίδα, φρόντισες μὲ κάθε ἐπιμέλεια.

Ἀλλὰ ποιό εἶναι τὸ ὕψος τοῦ Θεοῦ; Ἡ κτίση δίνει τὴ δική της μαρτυρία: Ἡ γῆ μὲ τὶς ὑπέροχες ἐναλλαγὲς τοπίων, τὴν ποικιλία ζωῆς ποὺ φιλοξενεῖ, τὰ χερσαῖα ζῶα καὶ τὰ πτηνά, τὰ ποικίλα φυτὰ καὶ λουλούδια, τὶς ἐρήμους, τὰ πανύψηλα ὄρη, ὁ ἀέρας καὶ τὰ σύννεφα, οἱ ἀχανεῖς ὠκεανοὶ μὲ τοὺς ἀναρίθμητους ὀργανισμοὺς ποὺ κρύβουν μέσα τους, ὅλα μιλοῦν γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Τὸ σύμπαν, τὰ δισεκατομμύρια τῶν γαλαξιῶν, τὰ συστήματα τῶν ἀστέρων καὶ τῶν πλανητῶν μὲ τὶς ἀκριβεῖς τροχιές τους, τὶς ἰλιγγιώδεις ταχύτητες, τὶς τεράστιες μεταξύ τους ἀποστάσεις, ποὺ ὁ ἄν­­­­θρωπος μπορεῖ πλέον νὰ ὑπολογίσει, ἀλλὰ πάντοτε θὰ ἀδυνατεῖ νὰ συνειδητοποιήσει· τὸ μεγαλειῶδες σύμπαν μαρτυρεῖ γιὰ τὸ ὕψος τοῦ Θεοῦ.

Τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, τὸ πλησιέστερο πρὸς τὸν Θεὸ ἀγγελικὸ τάγμα, φλογισμένα ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη, ἀναπέμ­πουν ἀέναη δοξολογία πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα. Μὲ ἔκπληξη ποὺ διαρκῶς ἀνανεώνεται, μὲ ἱερὸ εὐφρόσυνο τρόμο καλύπτουν τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πόδια τους μπροστὰ στὸ ὑπερβάλλον μεγαλεῖο τῆς θείας δόξας καὶ κράζουν ἀδιάλειπτα τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἡσ. Ϛ´ 1-4)… «Τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ οὐκ ἔστι πέρας» (Ψαλ. ρμδ´ [144] 3). Δὲν ὑπάρχει ὅριο στὴ μεγαλοσύνη Του, στὸ ὕψος Του. Ἑπομένως καὶ ἡ πρόνοιά Του, κατὰ τὸν Ψαλμωδό, εἶναι καὶ αὐτὴ ἀσύλληπτη, ἄπειρη. Δὲν μπορεῖ οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ἄγγελος νὰ κατανοήσει τὴ φροντίδα τοῦ Δημιουργοῦ γιὰ τὸ πλάσμα Του. Διότι αὐτὴ εἶναι μυστήριο.

Εἶναι μυστήριο τὸ κέντρο τῆς θείας Προνοίας, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ κορυφαῖο γεγονὸς τὴ Σταύρωσή Του. Μυστήριο θαυμαστὸ καὶ ἀνεξάντλητο στὴ μελέτη του. Ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης μυστήριο καὶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ κάθε πλάσμα Του – καὶ σ᾿ αὐτὸ κυρίως ἀναφέρεται ὁ Ψαλμωδὸς στὸ συγκεκριμένο Ψαλμὸ ὅταν λέει, «κατὰ τὸ ὕψος σου ἐπολυώρησας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων».

Ὁ Θεὸς προαιωνίως θέλησε νὰ φέρει στὴν ὕπαρξη τὸν κάθε ἄνθρωπο· τὸ θέλησε ἐλεύθερα καὶ ἀπὸ ἀγαθότητα ἀνεξιχνίαστη· μὲ προορισμό, ἂν ἀνταποκριθεῖ, νὰ τὸν καταστήσει κοινωνὸ τῆς Βασιλείας Του, νὰ τὸν ἀναδείξει θεὸ κατὰ χάριν. Στὸ σύντομο πέρασμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ γῆ ὅλα ὑπηρετοῦν αὐτὸ τὸν μεγαλειώδη σκοπό.

Ὡστόσο δὲν φροντίζει μόνο γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἄλ­­­λα. «Πολυωρεῖ», δείχνει δηλαδὴ μεγάλο ἐν­­διαφέρον· μὲ πόση ἀγάπη, μὲ πόση στοργή, μὲ πόση σοφία! «Ὑμῶν καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί», μᾶς διαβεβαίωσε (Ματθ. ι´ [10] 30). Δηλαδὴ προνοεῖ καὶ γιὰ τὰ πιὸ ἀσήμαντα ζητήματα, στὰ ὁποῖα ἐμεῖς δὲν δίνουμε ἰδιαίτερη σημασία. Οἰκονομεῖ τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρησή μας. Διαμορφώνει στὴ ζωή μας περιστάσεις, ὥστε νὰ Τὸν γνωρίσουμε καὶ νὰ Τὸν πλησιάσουμε περισσότερο. Μᾶς προστατεύει ἀπὸ κινδύνους τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ἀπὸ διεφθαρμένους ἀνθρώπους, ἀπὸ θανατηφόρα δυστυχήματα, ἀπὸ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Σὲ κρίσιμα διλήμματα μᾶς χαρίζει τὸν φωτισμό Του. Δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἀντιμετωπίσουμε πειρασμοὺς μεγαλύτερους ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας, ἀλ­λὰ μᾶς δίνει πλούσια τὴ Χάρη Του γιὰ νὰ τοὺς ὑπερβοῦμε καὶ νὰ τοὺς νικήσουμε. Φιλάνθρωπα ἐπιτρέπει θλίψεις, ποὺ μᾶς ἐξαγιάζουν. Ὅλα τὰ παρακολουθεῖ, γιὰ ὅλα φροντίζει ἡ ἀνύστακτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ: γιὰ τὰ αἰώνια καὶ τὰ προσωρινά, γιὰ τὰ προσωπικά, τὰ οἰκογενειακά, τὰ ἐπαγγελματικά, τὰ ἐθνικά, τὰ παγκόσμια…

Εἶναι θαυμαστὴ στὸ βάθος της ἡ θεία Πρόνοια: Οἰκονομεῖ ὥστε ἀκόμη καὶ ὁ διάβολος καὶ τὰ ὄργανά του, χωρὶς νὰ τὸ θέλουν, νὰ ὑπηρετοῦν τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας μας.

Ἕνα πρέπει νὰ ἔχουμε πάντοτε στὸ νοῦ μας, γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον εἴμαστε δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ Ἐκεῖνος μᾶς φροντίζει, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πάθουμε κάτι χωρὶς νὰ τὸ θέλει ὁ Θεός (PG 31, 332C).

Ἂν μάλιστα ἐμεῖς ζοῦμε κατὰ τὸ θέλημά Του, τότε ὅλα θὰ μᾶς ὠφελοῦν· διότι «τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ. η´ 28), «καὶ τὰ δοκοῦντα εἶναι (=καὶ ὅσα φαίνονται) λυπηρά».

Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀξιώνει νὰ βλέπουμε τὴν πατρική Του φρον­τίδα γιὰ μᾶς καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας πάν­τοτε γιὰ ὅλα.

τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»

«ΜΕΓΑΛΗ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΚΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ» (Μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ, ποὺ ἐχθρεύονται τὴν εἰρήνη)

ΩΔΗ ΤΩΝ ΑΝΑΒΑΘΜΩΝ, 3. 
Ψαλμὸς ΡΙΘ´ (119), στίχ. 3-6

Ὁ εὐσεβὴς Ἰσραηλίτης διαμαρτυρόμενος τρόπον τινὰ πρὸς τὸν δόλιο καὶ ἄδικο συκοφάντη τὸν ἐρωτᾶ: «Τί δοθείη σοι καὶ τί προστεθείη σοι πρὸς γλῶσσαν δολίαν;» (στίχ. 3). Τί μπορεῖ νὰ σοῦ δοθεῖ καὶ ποιά τιμωρία νὰ σοῦ προστεθεῖ, ὅταν ἔχεις μιὰ γλῶσσα δόλια καὶ συκοφαντική; Ὤ! ἡ δόλια γλώσσα! δύσκολα νικᾶται λόγῳ τῆς μεγάλης πονηρίας της. Ὁ στίχος αὐτός, γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τονίζει ὅτι ἡ πονηρία αὐτὴ εἶναι μεγάλη καὶ φοβερὴ μορφὴ κακίας. Γι’ αὐτὸ ὁ Ψαλμωδὸς θυμώνει, ὀργίζεται καὶ λέγει: Τί θὰ μποροῦσε νὰ δοθεῖ καὶ νὰ προστεθεῖ σὲ σένα ἐναντίον τῆς δολοπλόκου γλώσσας σου; Ποιά τιμωρία ἀντάξια τῆς κακίας αὐτῆς θὰ μποροῦσε νὰ βρεθεῖ1;

Ἀλλ’ ὁ Ψαλμωδὸς λέει πρὸς ἐκεῖνον ποὺ παρακαλεῖ νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴ δόλια γλῶσσα: Μὴ λυπᾶσαι, διότι τὰ ἀκονισμένα βέλη τοῦ δυνατοῦ Θεοῦ εἶναι μαζὶ μὲ ἀναμμένα κάρβουνα ἀπὸ τὰ ἄγρια ξύλα τῆς ἐρήμου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δημιουργοῦνται οἱ ἰσχυρότερες καὶ διαρκέστερες πυρκαϊές (στίχ. 4). Αἰχμάλωτε Ἰσραηλίτη, λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, θὰ ριφθοῦν βέλη γεμάτα φωτιά· τέτοια θὰ εἶναι ἡ τιμωρία τῶν Βαβυλωνίων, ἡ ὁποία δὲν θὰ ἀργήσει νὰ δοθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό.

Μὴν ἀθυμεῖς λοιπόν, ἄνθρωπε, ὅταν ἔχεις νὰ ἀντιμετωπίσεις δόλια γλώσσα. Διότι τὰ ἀκονισμένα βέλη τοῦ δυνατοῦ Θεοῦ θὰ ἐκτοξευθοῦν κατὰ τῶν παρανόμων καὶ δολίων μαζὶ μὲ κάρβουνα, ποὺ καίουν καὶ ἐρημώνουν, ὥστε νὰ κτυποῦν καίρια, νὰ κατακαίουν καὶ νὰ ἀφανίζουν τοὺς δόλιους ἀνθρώπους. Ὀνόμασε δὲ βέλη καὶ κάρβουνα τὶς διάφορες τιμωρίες τοῦ Θεοῦ κατὰ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν2.

Πόσο ἀγαθὸς εἶναι ὁ Θεός! Ζήτησε βοήθεια ὁ δίκαιος ἄνθρωπος καὶ ὁ Κύριος τὸν παρηγόρησε. Ὁ δόλιος ἄνθρωπος νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ διαβάλλει τὸν δίκαιο καὶ ἀπροστάτευτο, ἀλλὰ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ βέλη τοῦ δυνατοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ τῆς ἀληθείας, ὁ Ὁποῖος προστατεύει τοὺς δικούς Του ἀνθρώπους. Αὐτὴ εἶναι ἡ τιμωρία τῶν ψευδολόγων καὶ δόλιων ἀνθρώπων. «Ἄνθρακες ἀναμμένοι πυρὸς ἀσβέστου καὶ καταστρεπτικοῦ θὰ ἐξαπολυθοῦν ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ κέρδος, τὸ ὁποῖον θὰ ἀποκομίσῃ εἰς τὸ τέλος ὁ δολιευόμενος τὸν ἀδελφόν του»3. Ἂς καταφεύγουμε, λοιπόν, μὲ θερμὴ προσευχὴ στὸν ἅγιο Θεό, ὅταν ἀδικούμαστε ἀπὸ δόλιους ἀνθρώπους, καὶ ἂς ἀφήνουμε Ἐκεῖνον νὰ μᾶς προστατεύσει καὶ νὰ διεκδικήσει μὲ τὸ παντοδύναμο χέρι Του τὸ δίκαιό μας.

Ὁ Ψαλμωδὸς παραπονεῖται στὴ συνέχεια γιὰ τὸ ὅτι στὴν ἐξορία καὶ στὴν αἰχμαλωσία ποὺ ζεῖ, ἀναγκάζεται νὰ συγκατοικεῖ μὲ ἀνθρώπους κακούς. Ἀλίμονο! ἀναφωνεῖ, διότι τόσο πολὺ παρατάθηκε ἡ παραμονή μου στὴν ξενιτειά, μακριὰ ἀπὸ τὴν πολυπόθητή μου καὶ φιλειρηνικὴ Σιών. Κατασκήνωσα καὶ ἔστησα τὴν ἄθλια σκηνὴ τοῦ αἰχμάλωτου μετανάστη μαζὶ μὲ τὶς σκηνὲς τῶν βαρβάρων Κηδαριτῶν, ποὺ περιφέρονται στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας καὶ ἐχθρεύονται τὴν εἰρήνη (στίχ. 5). Κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἡ Κηδὰρ εἶναι ἐρημικὴ περιοχὴ ποὺ βρίσκεται πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἐκτείνεται μέχρι τὴν Περσία, τὴν ὁποία κατοικεῖ τὸ ἔθνος τῶν Σαρακηνῶν4. Οἱ Κηδαρίτες κατήγοντο ἀπὸ τὸν δεύτερο γιὸ τοῦ Ἰσμαήλ, τὸν Κηδάρ (βλ. Γεν. κε´ [25] 13). Ἦσαν λαὸς βάρβαρος καὶ φανατικὸς ἐχθρὸς τοῦ Ἰσραήλ. Μεταξὺ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἔβαλαν οἱ Βαβυλώνιοι τοὺς αἰχμάλωτους Ἰουδαίους νὰ κατοικοῦν. Καὶ ἐπειδή, κατὰ τὸν Ὠριγένη, «Κηδὰρ ἑρμηνεύεται σκοτασμός», ἄρα τὸ παράπονο τοῦ εὐσεβοῦς Ἰσραηλίτη σημαίνει «κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων τοῦ σκοτασμοῦ, ὅπερ ἐστὶ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου»5. «Σκηνώματα δὲ σκοτασμοῦ, ἡ ἐν τοῖς πάθεσι διατριβή», τὰ ὁποῖα πάθη «σκοτίζουσι τὸν νοῦν»6.

Γιὰ ἕναν εὐσεβῆ ἄνθρωπο εἶναι πολὺ βαρὺ νὰ τὸν βάλουν καὶ νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ συζεῖ σ’ ἕνα ἁμαρτωλὸ περιβάλλον καὶ μάλιστα ἐπὶ μακρὸ χρονικὸ διάστημα. Νὰ ζεῖ σ’ αὐτὸ τὸ περιβάλλον ὅπως ἄλλοτε ὁ εὐσεβὴς Λώτ, ποὺ ζοῦσε στὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα καὶ ἄκουε κάθε μέρα τὶς αἰσχρότητές τους καὶ ἔβλεπε τὰ ἀνήθικα ἔργα τους (βλ. Β´ Πέτρ. β´ 8). Γι’ αὐτὸ γεμάτος πόνο καὶ θλίψη ἀναφωνεῖ ὁ Ψαλμωδός: «Πολλὰ παρῴκησεν ἡ ψυχή μου» (στίχ. 6). Πολὺ καιρὸ ἔμεινε ξενιτεμένη ἡ ψυχή μου μεταξὺ τῶν ἀνόμων Κηδαριτῶν. Φθάνουν πιὰ τὰ βάσανα τῆς ξενιτειᾶς μου!…

Διδάσκει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Ἡ ζωὴ στὸν παρόντα κόσμο εἶναι δύσκολη ὄχι μόνο διότι ἔχει πολλὴ ματαιότητα καὶ ἀμέτρητες φροντίδες, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι μεγάλη ἡ παρουσία κακῶν ἀνθρώπων. Καὶ τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι πιὸ φορτικὸ καὶ πιὸ δύσκολο ἀπὸ τὴ συναναστροφὴ μὲ τέτοιους ἀνθρώπους. Διότι δὲν συνηθίζει νὰ πειράζει τὰ μάτια τόσο πολὺ ὁ καπνὸς καὶ ἡ ξηρασία, ὅσο στενοχωρεῖ τὶς ψυχὲς ἡ συναναστροφὴ μὲ κακούς. Δὲν βλέπεις, προσθέτει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, καὶ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος φανερώνει τὴ δυσαρέσκειά Του ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν; Διότι, ὅταν λέει· «ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;» (Ματθ. ιζ´ [17] 17), ὑπαινίσσεται τὸ ψαλμικό· «κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ»7.

Μᾶς προσφέρει ὅμως καὶ ἕνα ἄλλο δίδαγμα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Τὸ νὰ συναισθανόμαστε ὅτι εἴμαστε ξένοι καὶ περαστικοὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, εἶναι ἡ ρίζα καὶ τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν. Διότι ἐκεῖνος ποὺ αἰσθάνεται πάροικος στὴν παρούσα ζωή, θὰ εἶναι μόνιμος κάτοικος τοῦ οὐρανοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, δὲν θὰ ταπεινωθεῖ ἀπὸ ὅσα τὸν λυποῦν στὴν παρούσα ζωή, οὔτε θὰ ὑπερηφανεύεται ἀπὸ τὰ καλὰ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ θὰ τὰ ἀψηφήσει ὅλα αὐτὰ ὅπως ὁ περαστικὸς ἀπὸ κάποιο δρόμο. Γι’ αὐτό, προσθέτει ὁ Ἅγιος, ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει νὰ λέμε: «Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», ὥστε νὰ στρεφόμαστε πρὸς τὴν πατρίδα ἐκείνη καὶ νὰ μὴ βλέπουμε οὔτε νὰ ὑπολογίζουμε τὰ παρόντα.

ΠΗΓΗ: osotir.org


ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ψαλ. ριθ´ [119] 2, PG 55, 340.
ΕΥΘ. ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Ἐξήγησις εἰς Ψαλ. ριθ΄ [119], PG 128, 1185Β.
Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ συντόμουἑρμηνείας, τόμ. 10ος: Ψαλμοί, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», ἔκδ. 5η,Ἀθῆναι 2002, σελ. 511.
Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Εἰς Ψαλ. ριθ΄ [119] 5, PG 27, 509C.
ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Εἰς Ψαλ. ριθ΄ [119], PG 12, 1632Α.
ΕΥΘ. ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Εἰς Ψαλ. ριθ´ [119], PG 128, 1185D.
ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ὅ.π., PG 55, 342.

Προσευχή Υμνολογίας και Δοξολογίας για το μεγαλείο του Θεού Δημιουργού

[Ψαλμοί 8,64,76 (στ. 12-21), 92,94, 96 (στ.1-6 ) 99, 103, 112, 135, 
(στ. 1-9), 135 (στ.25-26), 148,150]

Κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ· ὅτι ἐπήρθη ἡ μεγαλοπρέπειά σου ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν. ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου τοῦ 
καταλῦσαι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητήν. ὅτι ὄψομαι τοὺς οὐρανούς, ἔργα τῶν δακτύλων σου, σελήνην καὶ ἀστέρας, ἃ σὺ ἐθεμελίωσας· τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνῄσκῃ αὐτοῦ; ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν; ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας
αὐτόν, καὶ κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου· πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ, πρόβατα, καὶ βόας ἁπάσας, ἔτι δὲ καὶ τὰ κτήνη τοῦ πεδίου, τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης, τὰ διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν. 1 Κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ».
«Σοί πρέπει ὕμνος, ὁ Θεός, ἐν Σιών, καὶ σοὶ ἀποδοθήσεται εὐχὴ ἐν ῾Ιερουσαλήμ. εἰσάκουσον προσευχῆς μου· πρὸς σὲ πᾶσα σὰρξ ἥξει. λόγοι ἀνόμων ὑπερεδυνάμωσαν ἡμᾶς, καὶ ταῖς ἀσεβείαις ἡμῶν σὺ ἱλάσῃ. μακάριος ὃν ἐξελέξω καὶ προσελάβου· κατασκηνώσει ἐν ταῖς αὐλαῖς σου. πλησθησόμεθα ἐν τοῖς ἀγαθοῖς τοῦ οἴκου σου· ἅγιος ὁ ναός σου, θαυμαστὸς ἐν δικαιοσύνῃ. ἐπάκουσον ἡμῶν, ὁ Θεός, ὁ σωτὴρ ἡμῶν, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καὶ τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν, ἑτοιμάζων ὄρη ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, περιεζωσμένος ἐν δυναστείᾳ, ὁ συνταράσσων τὸ κῦτος τῆς θαλάσσης, ἤχους κυμάτων αὐτῆς. ταραχθήσονται τὰ ἔθνη, καὶ φοβηθήσονται οἱ κατοικοῦντες τὰ πέρατα ἀπὸ τῶν σημείων σου· ἐξόδους πρωΐας καὶ ἑσπέρας τέρψεις. ἐπεσκέψω τὴν γῆν καὶ ἐμέθυσας αὐτήν, ἐπλήθυνας τοῦ πλουτίσαι αὐτήν· ὁ ποταμὸς τοῦ Θεοῦ ἐπληρώθη ὑδάτων· ἡτοίμασας τὴν τροφὴν αὐτῶν, ὅτι οὕτως ἡ ἑτοιμασία. τοὺς αὔλακας αὐτῆς μέθυσον, πλήθυνον τὰ γεννήματα αὐτῆς, ἐν ταῖς σταγόσιν αὐτῆς εὐφρανθήσεται ἀνατέλλουσα. εὐλογήσεις τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, καὶ τὰ πεδία σου πλησθήσονται πιότητος· πιανθήσεται τὰ ὄρη τῆς ἐρήμου, καὶ ἀγαλλίασιν οἱ βουνοὶ περιζώσονται. ἐνεδύσαντο οἱ κριοὶ τῶν προβάτων, καὶ αἱ κοιλάδες πληθυνοῦσι σῖτον· κεκράξονται, καὶ γὰρ ὑμνήσουσιν»
«ἐμνήσθην τῶν ἔργων Κυρίου, ὅτι μνησθήσομαι ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῶν θαυμασίων σου καὶ μελετήσω ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου καὶ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασί σου ἀδολεσχήσω. ὁ Θεός, ἐν τῷ ἁγίῳ ἡ ὁδός σου· τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια, ἐγνώρισας ἐν τοῖς λαοῖς τὴν δύναμίν σου· ἐλυτρώσω ἐν τῷ βραχίονί σου τὸν λαόν σου, τοὺς υἱοὺς ᾿Ιακὼβ καὶ ᾿Ιωσήφ. (διάψαλμα). εἴδοσάν σε ὕδατα, ὁ Θεός, εἴδοσάν σε ὕδατα καὶ ἐφοβήθησαν, ἐταράχθησαν ἄβυσσοι, πλῆθος ἤχους ὑδάτων, φωνὴν ἔδωκαν αἱ νεφέλαι, καὶ γὰρ τὰ βέλη σου διαπορεύονται· φωνὴ τῆς βροντῆς σου ἐν τῷ τροχῷ, ἔφαναν αἱ ἀστραπαί σου τῇ οἰκουμένῃ, ἐσαλεύθη καὶ ἔντρομος ἐγενήθη ἡ γῆ. ἐν τῇ θαλάσσῃ αἱ ὁδοί σου, καὶ αἱ τρίβοι σου ἐν ὕδασι πολλοῖς, καὶ τὰ ἴχνη σου οὐ γνωσθήσονται. ὡδήγησας ὡς πρόβατα τὸν λαόν σου ἐν χειρὶ Μωϋσῆ καὶ ᾿Ααρών»». 
«Ο Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο, ἐνεδύσατο Κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο· καὶ γὰρ ἐστερέωσε τὴν οἰκουμένην, ἥτις οὐ σαλευθήσεται. ἕτοιμος ὁ θρόνος σου ἀπὸ τότε, ἀπὸ τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ. ἐπῆραν οἱ ποταμοί, Κύριε, ἐπῆραν οἱ ποταμοὶ φωνὰς αὐτῶν· ἀροῦσιν οἱ ποταμοὶ ἐπιτρίψεις αὐτῶν. ἀπὸ φωνῶν ὑδάτων πολλῶν θαυμαστοὶ οἱ μετεωρισμοὶ τῆς θαλάσσης, θαυμαστὸς ἐν ὑψηλοῖς ὁ Κύριος. τὰ μαρτύριά σου ἐπιστώθησαν σφόδρα· τῷ οἴκῳ σου πρέπει ἁγίασμα, Κύριε, εἰς μακρότητα ἡμερῶν».
«Δεὐτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν· προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει καὶ ἐν ψαλμοῖς ἀλαλάξωμεν αὐτῷ. ὅτι Θεὸς μέγας Κύριος καὶ Βασιλεὺς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν· ὅτι ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὰ πέρατα τῆς γῆς, καὶ τὰ ὕψη τῶν ὀρέων αὐτοῦ εἰσιν· ὅτι αὐτοῦ ἐστιν ἡ θάλασσα, καὶ αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν, καὶ τὴν ξηρὰν αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἔπλασαν. δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ καὶ κλαύσωμεν ἐναντίον Κυρίου, τοῦ ποιήσαντος ἡμᾶς· ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἡμεῖς λαὸς νομῆς αὐτοῦ καὶ πρόβατα χειρὸς αὐτοῦ. σήμερον, ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὗ ἐπείρασάν με οἱ πατέρες ὑμῶν, ἐδοκίμασάν με καὶ εἶδον τὰ ἔργα μου. τεσσαράκοντα ἔτη προσώχθισα τῇ γενεᾷ ἐκείνῃ καὶ εἶπα· ἀεὶ πλανῶνται τῇ καρδίᾳ, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς μου, ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου· εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου».
«Ο Κύριος ἐβασίλευσεν, ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, εὐφρανθήτωσαν νῆσοι πολλαί. νέφη καὶ γνόφος κύκλῳ αὐτοῦ, δικαιοσύνη καὶ κρίμα κατόρθωσις τοῦ θρόνου αὐτοῦ. πῦρ ἐναντίον αὐτοῦ προπορεύσεται καὶ φλογιεῖ κύκλῳ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ· ἔφαναν αἱ ἀστραπαὶ αὐτοῦ τῇ οἰκουμένῃ, εἶδε καὶ ἐσαλεύθη ἡ γῆ. τὰ ὄρη ὡσεὶ κηρὸς ἐτάκησαν ἀπὸ προσώπου Κυρίου, ἀπὸ προσώπου Κυρίου πάσης τῆς γῆς. ἀνήγγειλαν οἱ οὐρανοὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ εἴδοσαν πάντες οἱ λαοὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ».
«Αλαλάξατε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ, δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν εὐφροσύνῃ, εἰσέλθετε ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει. γνῶτε ὅτι Κύριος, αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, αὐτὸς ἐποίησεν ἡμᾶς καὶ οὐχ ἡμεῖς· ἡμεῖς δὲ λαὸς αὐτοῦ καὶ πρόβατα τῆς νομῆς αὐτοῦ. εἰσέλθετε εἰς τὰς πύλας αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει, εἰς τὰς αὐλὰς αὐτοῦ ἐν ὕμνοις. ἐξομολογεῖσθε αὐτῷ, αἰνεῖτε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ὅτι χρηστὸς Κύριος, εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ, καὶ ἕως γενεᾶς καὶ γενεᾶς ἡ ἀλήθεια αὐτοῦ».
«Ευλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον. Κύριε ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης σφόδρα, ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέρριν· ὁ στεγάζων ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῷα αὐτοῦ, ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων· ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα. ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς, οὐ κλιθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. ἄβυσσος ὡς ἱμάτιον τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ὀρέων στήσονται ὕδατα· ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς σου φεύξονται, ἀπὸ φωνῆς βροντῆς σου δειλιάσουσιν. ἀναβαίνουσιν ὄρη καὶ καταβαίνουσι πεδία εἰς τὸν τόπον ὃν ἐθεμελίωσας αὐτά· ὅριον ἔθου, ὃ οὐ παρελεύσονται, οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν γῆν. ὁ ἐξαποστέλλων πηγὰς ἐν φάραγξιν, ἀνὰ μέσον τῶν ὀρέων διελεύσονται ὕδατα· ποτιοῦσι πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, προσδέξονται ὄναγροι εἰς δίψαν αὐτῶν· ἐπ᾿ αὐτὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσει, ἐκ μέσου τῶν πετρῶν δώσουσι φωνήν. ποτίζων ὄρη ἐκ τῶν ὑπερῴων αὐτοῦ, ἀπὸ καρποῦ τῶν ἔργων σου χορτασθήσεται ἡ γῆ. ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσι καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς· καὶ οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου τοῦ ἱλαρῦναι πρόσωπον ἐν ἐλαίῳ, καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει. χορτασθήσονται τὰ ξύλα τοῦ πεδίου, αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, ἃς ἐφύτευσας. ἐκεῖ στρουθία ἐννοσσεύσουσι, τοῦ ἐρωδιοῦ ἡ οἰκία ἡγεῖται αὐτῶν. ὄρη τὰ ὑψηλὰ ταῖς ἐλάφοις, πέτρα καταφυγὴ τοῖς λαγωοῖς. ἐποίησε σελήνην εἰς καιρούς, ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ. ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ· ἐν αὐτῇ διελεύσονται πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ. σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ ἁρπάσαι καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῷ βρῶσιν αὐτοῖς. ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, καὶ συνήχθησαν καὶ εἰς τὰς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται. ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐπὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας. ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου. αὕτη ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος, ἐκεῖ ἑρπετά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ζῷα μικρὰ μετὰ μεγάλων· ἐκεῖ πλοῖα διαπορεύονται, δράκων οὗτος, ὃν ἔπλασας ἐμπαίζειν αὐτῇ. πάντα πρὸς σὲ προσδοκῶσι, δοῦναι τὴν τροφὴν αὐτῶν εἰς εὔκαιρον. δόντος σου αὐτοῖς συλλέξουσιν, ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος. ἀποστρέψαντος δέ σου τὸ πρόσωπον ταραχθήσονται· ἀντανελεῖς τὸ πνεῦμα αὐτῶν, καὶ ἐκλείψουσι καὶ εἰς τὸν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν. ἐξαποστελεῖς τὸ πνεῦμά σου, καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. ἤτω ἡ δόξα Κυρίου εἰς τοὺς αἰῶνας, εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ· ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται. ᾄσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω· ἡδυνθείη αὐτῷ ἡ διαλογή μου, ἐγὼ δὲ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ. ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς. εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον».
«Αἰνεῖτε, παῖδες, Κύριον, αἰνεῖτε τὸ ὄνομα Κυρίου· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν αἰνετὸν τὸ ὄνομα Κυρίου. ὑψηλὸς ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη ὁ Κύριος, ἐπὶ τοὺς οὐρανοὺς ἡ δόξα αὐτοῦ. τίς ὡς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν; ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν καὶ τὰ ταπεινὰ ἐφορῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ, ὁ ἐγείρων ἀπὸ γῆς πτωχὸν καὶ ἀπὸ κοπρίας ἀνυψῶν πένητα τοῦ καθίσαι αὐτὸν μετὰ ἀρχόντων, μετὰ ἀρχόντων λαοῦ αὐτοῦ· ὁ κατοικίζων στεῖραν ἐν οἴκῳ, μητέρα ἐπὶ τέκνοις εὐφραινομένην».
«Εξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· ἐξομολογεῖσθε τῷ Θεῷ τῶν θεῶν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ τῶν κυρίων, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· τῷ ποιήσαντι θαυμάσια μεγάλα μόνῳ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· τῷ ποιήσαντι τοὺς οὐρανοὺς ἐν συνέσει, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· τῷ στερεώσαντι τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· τῷ ποιήσαντι φῶτα μεγάλα μόνῳ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· τὸν ἥλιον εἰς ἐξουσίαν τῆς ἡμέρας, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας εἰς ἐξουσίαν τῆς νυκτός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ».
«Ο διδοὺς τροφὴν πάσῃ σαρκί, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. ἐξομολογεῖσθε τῷ Θεῷ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ».
«Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν· αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τοῖς ὑψίστοις. αἰνεῖτε αὐτόν, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ· αἰνεῖτε αὐτόν, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ. αἰνεῖτε αὐτὸν ἥλιος καὶ σελήνη, αἰνεῖτε αὐτὸν πάντα τὰ ἄστρα καὶ τὸ φῶς. αἰνεῖτε αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν. αἰνεσάτωσαν τὸ ὄνομα Κυρίου, ὅτι αὐτὸς εἶπε, καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο, καὶ ἐκτίσθησαν. ἔστησεν αὐτὰ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος· πρόσταγμα ἔθετο, καὶ οὐ παρελεύσεται. αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῆς γῆς, δράκοντες καὶ πᾶσαι ἄβυσσοι· πῦρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεῦμα καταιγίδος, τὰ ποιοῦντα τὸν λόγον αὐτοῦ· τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, ξύλα καρποφόρα καὶ πᾶσαι κέδροι· τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά· βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ πάντες λαοί, ἄρχοντες καὶ πάντες κριταὶ γῆς· νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων· αἰνεσάτωσαν τὸ ὄνομα Κυρίου, ὅτι ὑψώθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ μόνου· ἡ ἐξομολόγησις αὐτοῦ ἐπὶ γῆς καὶ οὐρανοῦ. καὶ ὑψώσει κέρας λαοῦ αὐτοῦ· ὕμνος πᾶσι τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, λαῷ ἐγγίζοντι αὐτῷ».
«Αἰνεῖτε τὸν Θεὸν ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν στερεώματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ· αἰνεῖτε αὐτὸν ἐπὶ ταῖς δυναστείαις αὐτοῦ, αἰνεῖτε αὐτὸν κατὰ τὸ πλῆθος τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ. αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν ἤχῳ σάλπιγγος, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν ψαλτηρίῳ καὶ κιθάρᾳ· αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τυμπάνῳ καὶ χορῷ, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ· αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ. πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον. ἀλληλούϊα».

Από το βιβλίο: «ΟΙ ΨΑΛΜΟΙ για κάθε περίσταση»
Γ ΄ έκδοση

«Ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου»



«Ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου (Ψαλμ. 56, 8)
Αδελφοί μου, είναι μακάριος όποιος μπο­ρεί να πει αυτά τα λόγια στον Κύριό Του! Μακάριος, εκείνος που η καρδιά του είναι εντελώς έτοιμη, να ακολουθήσει το θέλημα του Θεού!

Τί σημαίνει η ετοιμότητα της καρδιάς του ανθρώπου; Ν’ ακολουθεί με χαρά το θέλημα του Θεού και να μην έχει εσωτερική σύγκρουση σε σχέση με δικές του σκέψεις και επιθυμίες.

Ο μετανοημένος βασιλιάς Δαβίδ, αρχικώς, είχε ακολουθήσει τις δικές του αμαρτωλές επιθυμίες και σκέψεις· γι’ αυτό ήταν σαν καράβι ακυβέρνητο μέσα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι η θύελλα θα τον έπνιγε στο τέλος, στράφηκε με μεγάλη μετάνοια και θερμά δάκρυα προς τον Θεό και, ακριβώς τότε, έστρεψε το καράβι της ζωής του ολοκληρωτικά προς το θέλημα του Θεού.
«Ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη ή καρδία μου!» αναφώνησε με απέραντη ειρήνη στην ψυχή του, διότι γνώριζε ότι είχε παραδώσει το καράβι του στα χέρια του τέλειου Κυβερνήτη. Η θύελλα μαινόταν ακόμη, οι άνε­μοι και τα κύματα τον έδερναν με μανία· εκείνος όμως δεν φοβόταν, πεπεισμένος ότι τίποτα δεν μπορούσε να του συντρίψει το καράβι της ζωής του και ότι το καράβι του θα έπλεε σύντομα με ασφάλεια σε λιμάνι εύδιο.

«Έτοιμη καρδία» σημαίνει: καρδιά καθαρή από την υπερηφάνεια, ταπεινωμένη μπροστά στη μεγαλειώδη δύναμη και σοφία του Θεού.

«Έτοιμη καρδία» σημαίνει καρδιά που έχει αδειάσει απ’ όλες τις κοσμικές επιθυμίες και αυταπάτες και είναι στραμμένη μόνο προς τον Θεό και στην αγάπη προς Αυτόν.

«Έτοιμη καρδία» σημαίνει καρδιά θεραπευμένη από κάθε ανησυχία, φόβο και βιο­τική μέριμνα, καθησυχασμένη και ενδυναμωμένη από την παρουσία της χάριτος του Θεού.

«Θα σε δοξολογήσω ψάλλοντάς σου ύμνους με όλη μου την ψυχή»(Ψαλμ. 56, 8), συνεχίζει ο ψαλμωδός. Εδώ φαίνεται ότι η καρδιά του είναι αληθινά έτοιμη, διότι δεν καυχιέται για τη βασιλική δόξα του, αλλά την αποδίδει στον Θεό. Ταπεινώθηκε, ενώπιον του Θεού σαν να ήταν ένα τίποτα και τώρα μοναδική του απόλαυση είναι να μεγαλύνει και να δοξάζει ακατάπαυστα τον Θεό.


(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Οκτώβριος, εκδ. Άθως, σ. 304-305)

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΔΩΣΤΕ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ!

Όπως δεν θα μπορέσουμε να δικαιολογηθούμε για τα προσωπικά μας αμαρτήματα, το ίδιο και γι’ αυτά των παιδιών μας.

Και είναι λογικό. Γιατί αν η κακία ήταν έμφυτη, θα υπήρχε δικαιολογία. Είναι γνωστό, όμως, ότι με τη θέληση μας ακολουθούμε είτε το δρό­μο της αμαρτίας είτε το δρόμο της αρετής. Πώς θα δι­καιολογηθεί επομένως ο γονιός, που άφησε το πιο αγαπημένο του πλάσμα, το παιδί του, να παραστρατίσει;

Αν τα παιδιά ανατραφούν με καλές συνήθειες, δύ­σκολα αλλάζουν συμπεριφορά όταν μεγαλώσουν. Για­τί η παιδική ψυχή είναι σαν το κάτασπρο, το ολοκά­θαρο πανί, που, αν το βάψουμε με κάποιο χρώμα, βά­φεται τόσο καλά, ώστε, όσες φορές κι αν θελήσουμε να το ξαναβάψουμε, πάντα φαίνεται η αρχική βαφή. Έτσι, λοιπόν, είναι και τα μικρά παιδιά. Όταν συ­νηθίσουν στο καλό, δύσκολα αλλάζουν.

Ο απόστολος Παύλος αναφέρει μια παροιμία, που την έχει δανειστεί από τον ποιητή Μένανδρο: «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Δηλαδή: Οι κακές συναναστροφές χαλάνε τον καλό χαρακτήρα (Α’ Κορ. 15:33). Ας μην απορούμε, πώς μερικοί γίνονται κλέ­φτες ή ακόλαστοι ή βλάσφημοι. Τα παιδιά από μικρά στερούνται τη χριστιανική αγωγή, συνηθίζουν στο κακό και με την πρώτη αφορμή ξεστρατίζουν. Γι’ αυτό ο απόστολος συμβουλεύει: «Παιδιά, να υπακούτε στους γονείς σας, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου· αυτό άλλωστε είναι το σωστό. Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου (αυτή είναι η μόνη εντολή που πε­ριέχει υπόσχεση), για να ευτυχήσεις και να ζήσεις πολλά χρόνια πάνω στη γη. Κι εσείς, πατέρες, μη φέρ­νεστε στα παιδιά σας έτσι που να τα εξοργίζετε, αλλά να τα ανατρέφετε δίνοντάς τους αγωγή και συμβουλές που εμπνέονται από την πίστη στον Κύριο» (Εφ. 6:1-4). Και ο σοφός Σολομών λέει: «Το παιδί, που έχει παιδαγωγηθεί, θα είναι σοφό» (Παροιμ. 10:4α). Και «ο γονιός που δεν χρησιμοποιεί το ξύλο για να παιδαγωγήσει το γιο του, είναι σαν να τον μισεί· οποίος όμως τον αγαπάει, τον ανατρέφει με επιμέλεια (:μέ στοργή αλλά και αυστηρότητα)» (Παροιμ. 13:24).

Με αρετή, λοιπόν, να πλουτίζετε τα παιδιά σας και όχι με αγαθά πρόσκαιρα.

Μην τους αφήνετε, λοιπόν, πλούτη, αλλά παίδευση και αρετή. Έτσι δεν θα στηρίζονται στην κληρονομιά υλικών αγαθών, και θα επιδοθούν στη μόρφωση του νου και στην καλλιέργεια της ψυχής. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για την υπέρβαση της φτώχειας και όλων των προβλημάτων της ζωής. Και αν ο καθένας μας φροντίσει να καλλιεργήσει έτσι τα παιδιά του, τε­λικά όλοι, από γενιά σε γενιά, θα βρεθούμε έτοιμοι κατά την παρουσία του Χριστού και θα αμειφθούμε από τον δίκαιο Κύριό μας. Έτσι είναι. Αν αναθρέ­ψεις καλά το παιδί σου και το κάνεις να έχει ευσέβεια και αγάπη, αν κι εκείνο κάνει το ίδιο στα δικά του παιδιά κ.ο.κ, θα σχηματιστεί μια αλυσίδα ευλογημένη χάρη σ’ εσένα, που έγινες η ρίζα όλου του καλού.

Οι γονείς που παραμελούν την καλή ανατροφή των παιδιών τους, είναι χειρότεροι κι από τους παιδοκτό­νους· γιατί οι πρώτοι θανατώνουν την αθάνατη ψυχή, ενώ οι δεύτεροι μόνο το θνητό σώμα.

Γονιός δεν είναι εκείνος που απλά γέννησε ένα παι­δί, μα εκείνος που και μετά τη γέννησή του το αγα­πάει. Κι αν η αγάπη είναι αναγκαία εκεί όπου υπάρ­χει από τη φύση, πολύ περισσότερο χρειάζεται εκεί όπου υπάρχει χάρη Θεού. Αν δηλαδή πρέπει ν’ αγα­πάει κανείς τα φυσικά του παιδιά για να λέγεται σω­στός γονιός, πόσο μάλλον τα χαρισματικά παιδιά, τα πνευματικά, τα βαπτισμένα, φροντίζοντας να μην κο­λαστούν.

Αλλά κι εσύ, παιδί μου, να υπακούς τους γονείς που σε γέννησαν. Για όσα σου πρόσφεραν, τίποτα δεν μπορείς να τους ανταποδώσεις, ούτε να τους γεννή­σεις ούτε να μοχθήσεις γι’ αυτούς, όσο εκείνοι για σέ­να. Και όταν ο πατέρας σου μαλώνει κάποιο από τ’ αδέλφια σου, πρέπει να συμμερίζεσαι το γονιό σου. Γιατί αν παίρνεις το μέρος του αδελφού σου, μολονό­τι έσφαλε, θα γίνει χειρότερος. Έτσι βάζεις σε κίνδυ­νο και την ψυχική σου σωτηρία, αφού όποιος δεν αφήνει να γιατρευτεί μια πληγή, έχει μεγαλύτερη ευθύνη από κείνον που την προκάλεσε, γι’ αυτό και τι­μωρείται. Ένας τραυματισμός, βλέπεις, ίσως να μην είναι άμεσα θανατηφόρος, ενώ η παρεμπόδιση της θε­ραπείας μπορεί να προκαλέσει το θάνατο.

Ο προφήτης Δαβίδ λέει: «Αποκτήστε την παιδεία (του Θεού), για να μην οργιστεί εναντίον σας ο Κύρι­ος» (Ψαλμ. 2:12). Δώστε στα παιδιά σας χριστιανική μόρφωση. Αυτή είναι η υποχρέωσή σας. Αν αδιαφορήσετε, θα κολαστείτε, έστω κι αν έχετε άλλες αρετές. Να τους μάθετε τα μυστήρια της Εκκλησίας, τη δι­καιοσύνη, τη σωφροσύνη, την ανδρεία της ψυχής. Να τα βοηθήσετε να γνωρίσουν τον εαυτό τους, γιατί μέσ’ από την αυτογνωσία θα οδηγηθούν και στη θεογνω­σία. Αν δεν γνωρίσουν το Θεό, τί θα τους ωφελήσουν όλα τ’ άλλα; Δεν ακούτε τον Κύριο, που λέει στο ιερό Ευαγγέλιο, πως, αν ο άνθρωπος κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, χάσει όμως την ψυχή του, δεν ωφελείται σε τίποτα;

Καλλιεργήστε, λοιπόν, πνευματικά τα παιδιά σας. Καλλιεργήστε και τον εαυτό σας. Έτσι θα σωθείτε και θα μπείτε στη βασιλεία των ουρανών, με τη χάρη του Χριστού μας.

από το βιβλίο: Θέματα Ζωής τόμος Α’ 
Κεφάλαιο: Η ανατροφή των παιδιών
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
εκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου

Ι.Μ. Βέροιας

«Ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους...»

Στὸν 33ο Ψαλμὸ ὁ προφήτης καὶ βασιλιὰς Δαβὶδ δοξολογεῖ τὸν ἅγιο Θεὸ γιὰ τὶς πλούσιες δωρεὲς ποὺ ἀπολάμβανε στὴ ζωή του. Ἂν καὶ βρίσκεται ἐμπερίστατος, διωκόμενος ἀπὸ τὸν Σαούλ, δὲν λησμονεῖ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Συνεχῶς φέρνει στὸ νοῦ του τὸ παρελθὸν τῆς ζωῆς του, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη του εἶναι διαρκής. 
Αἰσθάνεται τὸ ἀνύστακτο, ἄγρυπνο βλέμμα τοῦ Κυρίου νὰ παρακολουθεῖ τὴ ζωή του, ἀλλὰ καὶ τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποὺ Τὸν ἐμπιστεύονται. Γι’ αὐτὸ λέει χαρακτηριστικὰ στὸ στίχο 16: «ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ ­δικαίους». Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Κυρίου μὲ πολλὴ στορ­γὴ καὶ ἐνδιαφέρον εἶναι ­στραμμένοι στοὺς δικαίους.
Ἀνθρωποπαθὴς εἶναι αὐτὴ ἡ ἔκφραση. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει μάτια· χρησιμοποιεῖ ὅμως ὁ Δαβὶδ αὐτὴ τὴν ἔκφραση γιὰ νὰ δείξει πὼς ὁ Θεὸς τὰ βλέπει ὅλα, εἶναι παντεπόπτης. Μᾶς λέει ὅτι βρίσκεται πάντοτε στὸ πλευρὸ τῶν δικαίων, τοὺς προστατεύει ἀπὸ κάθε ἐπιβουλὴ καὶ ἀδικία ποὺ γίνεται εἰς βάρος τους· λαμβάνει ἰδιαίτερη πρόνοια ὑπὲρ τοῦ λαοῦ Του καὶ δείχνει ἔτσι τὴν πατρικὴ στοργή Του.
Δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε μὲ τὸν φτωχὸ νοῦ μας τὴ σπουδαία αὐτὴ πραγματικότητα: τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ παρακολουθοῦν κάθε βῆμα τῆς ζωῆς μας, κάθε στιγμὴ τοῦ ἀγώνα μας μὲ ἀγάπη, μὲ ἐνδιαφέρον. Μᾶς τὸ λέει καὶ ἀλλοῦ ὁ Ψαλμωδός: «τὰ βλέφαρα αὐ­τοῦ ἐξετάζει τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλ. ι΄ [10] 4)
Ἐξετάζουν τὰ πάντα. Μᾶς ­βλέπουν ὅταν ἀδικούμαστε, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀδικοῦμε· ὅταν πράττουμε τὸ ­ἀγαθό, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἁμαρτάνουμε. Μᾶς παρακολουθεῖ τὸ ἄγρυπνο μάτι τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ­γεννήσεώς μας μέχρι τὴν τελευταία. Μᾶς ­προστατεύει, μᾶς σώζει ἀπὸ κάθε κίνδυνο ­σωματικὸ ἢ ψυχικό, μᾶς ­παρηγορεῖ στὶς ὧρες τῶν θλίψεων. Μᾶς ἔχει στὴν ἔγνοια Του συνεχῶς. Ἀκόμη κι ὅταν τὰ δικά μας μάτια κλείνουν γιὰ νὰ ­ξεκουραστοῦν, οἱ δικοί Του ὀφθαλμοὶ εἶναι ἄγρυπνοι ἀπὸ πάνω μας καὶ μᾶς προστατεύουν, σὰν τοῦ στοργικοῦ πατέρα ποὺ παρακολουθεῖ τὰ βήματα τοῦ παιδιοῦ του σὲ κάθε ἡλικία διακριτικὰ καὶ μὲ σεβασμὸ στὴν ἐλευθερία του. 
Ὅσοι θέλουμε νὰ ἀνήκου­με στοὺς δικαίους, στοὺς ­ἀνθρώπους ποὺ ἀγαποῦντὸν Κύριο, ­ποὺ ἀγωνίζονται καὶ θέλουν νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημάΤου, αἰσθανόμαστε ἀ­σφά­λεια γνωρίζοντας πὼς τὸ ἀνύστακτο βλέμμα τοῦΘεοῦ εἶναι στραμμένο ἐπάνω μας. ­Ἐμπι­στευόμαστε περισσότερο τὴ ζωή μας σ’ Αὐ­τὸν ποὺ μᾶς ἔπλασε. Τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα θέματα τοῦ βίου μας, τὶς ­εὐχάριστες καὶ τὶς ­δύσκολες στιγμὲς τῆς ­καθημερινότητάς μας τὰ ­ἐνα­ποθέτουμε ὅλα σ’ Ἐ­­­κεῖνον. Ἐκεῖνος γνω­ρίζει καὶ τὰ κατευθύνει ὅλα πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυ­χῆς μας.
Ἔτσι ἡ ψυχή μας γεμίζει μὲ εἰρήνη, μὲ χαρὰ ἀληθινή, ἰδιαίτερα στὶς δύσκολεςὧρες τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων, ὅπου τότε πολὺ περισσότερο μᾶςπαρακολουθεῖ. Καὶ στὴ δύσκολη ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, οἱ ὀφθαλμοί Του εἶναι στραμμένοι πάνω μας καὶ παρακολουθοῦν τὸν ἀγώνα μας μέσα στὴν οἰκογένεια, στὴν ἐργασία, στὴν πνευματικὴ ζωή.
Τὸ παντοκρατορικὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου μᾶς συγκρατεῖ ἀπὸ ἀπρόσεχτες κινήσεις, πιθανὲς ἐκτροπὲς καὶ πτώσεις, ἀλλὰ καὶ ὅταν αὐτὲς συμβοῦν μᾶς παρακινεῖ καὶ μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ ἀνορθωθοῦμε, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ πατρικὸ σπίτι, τὴν ἁγία μας Ἐκ­κλησία· καὶ ἐκεῖ ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ νὰ καθαρίσουμε τὴν καρδιά μας, ὥστε μὲ καθαρὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας ν’ ἀτενίζουμε τὸ πανάγιο πρόσωπό Του. 
Αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης, χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως κατακλύζουν τὴν ­­ψυχήμας, καθὼς σκεπτόμαστε πὼς οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Κυρίου εἶναι διαρκῶςστραμ­μένοι ἐπάνω μας μὲ ἀγάπη καὶ στοργή, καὶ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ­βλέμμα τοῦΘεοῦ συναντιόμαστε ὅλοι οἱ ­δί­καιοι, οἱ ἀγωνιζόμενοι πιστοί.
Στὴ μεγάλη αὐτὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα μας δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ Τοῦ προσφέρουμε καὶ μεῖς τὰ δικά μας μάτια· τὰ μάτια μας νὰ εἶναι στραμμένασταθερὰ ἐπάνω Του, ὅπως λέει ὁ Ψαλμωδός: «Οἱ ὀφθαλμοί μου διαπαντὸς πρὸςτὸν Κύριον» (Ψαλ. κδ΄ [24] 15), γιὰ νὰ μπορεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Θεὸς νὰ πεῖ πρὸς ἐμᾶς: «ἐπιστηριῶ ἐπὶ σὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου» (Ψαλ. λα΄ [31] 8).

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

''Και συ Κύριε εως πότε;''

Ο λόγος είναι άπό τόν 6ο Ψαλμό του βασιλέως καί προφήτου Δαβίδ. Τί σημαίνει αύτός ό λόγος; 
Καί Σύ, Κύριε, μέχρι πότε θά είσαι οργισμένος έναντίον μου, μέ αποτέλεσμα νά στερούμαι τό έλεος σου;
Αλήθεια τί είναι αύτή ή κραυγή τού Δαβίδ; Έως πότε, Κύριε! Είναι κραυγή απελπισίας; Έλλειψη έλπίδας; ’Εγκατάλειψη τού Θεού; Θάνατος; Όχι! Είναι κάτι άνάλογο μέ αύτό πού συμβαίνει συχνά μέσα στήν οικογένεια. Ή μάννα τιμωρεί τό παιδί της καί αύτό κλαίει. Ποιόν όμως έπικαλεΐται μέσα στό κλάμα του, άπό ποιόν ζητάει βοήθεια; Τί λέει; «Μαννούλα μου!» Αύτό κάνει καί ό Δαβίδ. Ζητάει άπό τόν Θεό νά έπισπεύσει τή βοήθειά του, νά τόν περιβάλει μέ τό έλεος του.
Όλη ή ζωή τού Δαβίδ ήταν διαρκής έκζήτηση τού έλέους τού Θεού. Ό λόγος «καί σύ, Κύριε, έως πότε;» βγήκε άναρίθμητες φορές άπό τά χείλη του. Διότι ό Θεός αύτόν τόν έκλεκτό δούλο του τόν πέρασε άπό φοβερό καμίνι θλίψεων, άδικιών, διωγμών, συκοφαντιών, κινδύνων. Ας ρίξουμε μιά σύντομη ματιά σ’ όλα αύτά:
Βρισκόμαστε περίπου στό 1020 π.Χ.
Βασιλιάς τών ’Ιουδαίων είναι ό Σαούλ. Ό Θεός όμως τόν Σαούλ τόν άποδοκιμάζει καί άναθέτει στόν προφήτη Σαμουήλ νά χρίσει νέο βασιλιά πού θά διαδεχθεί τόν Σαούλ. 
Ό Σαμουήλ έπισκέπτεται τή Βηθλεέμ κρυφά άπό τόν Σαούλ, πηγαίνει μέ έμπνευση Θεού στό σπίτι τού Ίεσσαί καί ζητάει νά δει τά παιδιά του, άφοΰ ένα άπό αύτά θά τού ύποδείξει ό Θεός νά χρίσει βασιλιά. Ό Ίεσσαί τού παρουσιάζει τά έπτά μεγαλύτερα, διότι τό μικρότερο βόσκει τά πρόβατα. Ό προφήτης ρωτάει τόν Ίεσσαί: «Δέν έχεις άλλο παιδί;». «Ναί», άπαντάει ό Ίεσσαί. Ό Σαμουήλ ζητάει νά τό δει. Τό παιδί αύτό είναι ό Δαβίδ. Έχει σεμνό καί έπιβλητικό ήθος. Ή ομορφιά του είναι άπαύγασμα τού έσωτερικοϋ του κάλλους. Λένε ότι έμοιαζε μέ τόν ’Ιωσήφ τόν πάγκαλο καί τόν Μωυσή. Ό Σαμουήλ τόν χρίει βασιλιά. Αλλά έως ότου πάρει τήν έξουσία, θά περάσουν χρόνια πολλά καί κίνδυνοι άναρίθμητοι θά τόν άπειλήσουν. Σ’ όλο αύτό τό διάστημα πόσες φορές δέν θά φωνάξει: «Καί σύ, Κύριε, έως πότε;»!
Ό πρώτος μεγάλος πειρασμός δημιουργεΐται, όταν ξεσπάει πόλεμος τών 'Εβραίων μέ τούς Φιλισταίους. Ό γίγαντας Γολιάθ προκαλεΐ καί ζητάει νά άντιμετωπίσει σέ μονομαχία έναν Εβραίο. Προσφέρεται ό Δαβίδ. Ό Σαούλ τοΰ λέει: «Είσαι παιδί». Ό Δαβίδ τού άπαντάει: «Θά τόν άντιμετωπίσω όπως τά λιοντάρια καί τις άρκοΰδες πού όρμοΰσαν στό κοπάδι μου καί τά έπνιγα μέ τά χέρια μου» (Α' Βασ. ιζ' 32-37). Θά άγωνισθώ έν όνόματι Κυρίου τοΰ Θεοϋ μου. Ό Δαβίδ μέ τή σφεντόνα του φονεύει τόν Γολιάθ. Φόβος καταλαμβάνει τούς Φιλισταίους καί φεύγουν. Ό λαός επευφημεί τόν Δαβίδ, καί αύτό γίνεται αιτία νά τόν φθονήσει ό Σαούλ καί νά έπιδιώξει πολλές φορές νά τόν φονεύσει. Κυνηγημένος ό Δαβίδ τριγυρίζει στά βουνά καί πολλές φορές άφήνει νά βγει άπό τά χείλη του ή κραυγή: «Καί σύ, Κύριε, έως πότε;»!
Σέ κάποια μάχη μέ τούς Φιλισταίους ό Σαούλ φονεύεται. Τώρα άνοίγεται ό δρόμος καί ό Δαβίδ γίνεται βασιλιάς. Έμεινε βασιλιάς 40 χρόνια. Στό διάστημα τής βασιλείας του άντιμετωπίζει άναρίθμητες δοκιμασίες: πολέμους, προδοσίες, άδικίες, συκοφαντίες, έπαναστάσεις... Πάλι σ’ όλες αύτές τις περιστάσεις φωνάζει μέ πόνο ψυχής: «Καί σύ, Κύριε, έως πότε;»! Έως πότε, Κύριε, οί πόλεμοι θά ταράζουν τή ζωή μου; Ακόμη πολεμάει μέ τούς Φιλισταίους, τούς Αμαληκίτες, τούςΆμμωνίτες, τούς Σύριους. Έως πότε, Κύριε; Πότε θά σταματήσουν οί έπαναστάσεις;
Κάποτε πέφτει σέ βαρύ διπλό άμάρτημα. Τόν έπισκέπτεται ό προφήτης Νάθαν, τοΰ ξυπνάει τήν κοιμισμένη συνείδηση καί τόν παρακινεί σέ μετάνοια. Μέ τήν άφορμή αύτή συνέταξε τόν 50ό Ψαλμό, πού όλοι έχουμε στά χείλη καί στήν ψυχή μας. Καί πάλι οδυνηρά θά φωνάξει: «Καί σύ, Κύριε, έως πότε;»! Ναι, σέ όλη του τή ζωή άναζητάει τό έλεος τοΰ Θεού του.
Ό Δαβίδ τις ώρες τοΰ πόνου, τής άπελπισίας, τής άναζητήσεως έγραφε Ψαλμούς καί τούς έψαλλε μέ τή φωνή καί τά μουσικά όργανά του. Τώρα βρίσκεται στά γηρατειά του. Αναπολεί τά περασμένα. Τώρα έχει κατανοήσει τόν τρόπο πού ό Θεός κυβέρνησε τή ζωή του. Γι’ αύτό στον τελευταίο, στον 150ό Ψαλμό, ψάλλει δοξολογικά πλέον: «Αινείτε αύτόν (τόν Θεόν) έν κυμβάλοις εύήχοις, αινείτε αύτόν έν κυμβάλοις άλαλαγμοΰ» (Ψαλ. ρν’ 5)!
Αύτό τό «έως πότε, Κύριε;» δέν άφορά μόνο τόν Δαβίδ άλλά καί καθένα άπό μάς. Έως πότε, Κύριε, θά μάς άφήσεις νά ζοΰμε μέσα σ’ αύτόν τόν κόσμο τής άποστασίας καί τής ύβρεως κι έμεΐς άπρόσεκτα θά άναμειγνυόμαστε μαζί του; Έως πότε, Κύριε, θά μάς άφήνεις νά μένουμε στις ’ίδιες άδυναμίες, νά έξομολογούμαστε τις άμαρτίες μας καί νά έπαναλαμβάνουμε τις ίδιες; Έως πότε θά μάς άνέχεσαι νά μεταλαμβάνουμε τό Σώμα σου καί τό Αίμα σου, καί τό μυαλό μας καί ή ψυχή μας νά είναι μακριά σου; Έως πότε, Κύριε, θά μάς βλέπεις νά άφήνουμε άπροστάτευτες τις πέντε αισθήσεις μας νά ύπηρετοΰν τήν άμαρτία; Έως πότε θά παρακολουθείς τά βήματα τής ψυχής καί τοΰ σώματός μας νά μάς οδηγούν σέ τόπους μακριά άπό Σένα τόν Θεό μας; Έως πότε, Κύριε, θά έπιτρέπεις νά συνεχίζονται τά βάσανά μας καί οί δοκιμασίες μας; Έως πότε;...
Ένας δρόμος ύπάρχει γιά τόν καθένα μας: Αύτός τοΰ Δαβίδ. Αύτός πρέπει νά είναι ό δρόμος μας: Σέ περιμένω, Κύριε, νά μέ οδηγήσεις κοντά σου, γιατί είμαι δικό σου παιδί. Νά μέ οδηγήσεις μέ ειρήνη, μέ άλαλαγμούς χαράς καί έλπίδας.
Ας καταλήξουμε καί έμεΐς μαζί μέ τόν Δαβίδ: Στις θλίψεις μου θά έπικαλοϋμαι τόν Θεό μέ πόνο, θά φωνάζω μέ πίστη, καί τό έλεος τοΰ Θεοϋ θά μέ σώσει. Καί άς ομολογήσουμε στό τέλος ολόψυχα: «Αινείτε αύτόν έν κυμβάλοις εύήχοις, αινείτε αύτόν έν κυμβάλοις άλαλαγμοΰ»!

ΓΙΑ ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ (Ψαλμός 32 και σχόλιο του Νικολάου Τζιώγα)



Κύριος διασκεδάζει βουλὰς ἐθνῶν, 
ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺς λαών 
καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων·



Ψαλμὸς λα΄ (32ος)

1 ΑΓΑΛΛΙΑΣΘΕ, δίκαιοι, ἐν Κυρίῳ· τοῖς εὐθέσι πρέπει αἴνεσις. 2 ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ ἐν κιθάρᾳ, ἐν ψαλτηρίῳ δεκαχόρδῳ ψάλατε αὐτῷ. 3 ᾄσατε αὐτῷ ᾆσμα καινόν, καλῶς ψάλατε αὐτῷ ἐν ἀλαλαγμῷ. 4 ὅτι εὐθὴς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, καὶ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πίστει· 5 ἀγαπᾷ ἐλεημοσύνην καὶ κρίσιν, τοῦ ἐλέους Κυρίου πλήρης ἡ γῆ. 6 τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν· 7 συνάγων ὡσεὶ ἀσκὸν ὕδατα θαλάσσης, τιθεὶς ἐν θησαυροῖς ἀβύσσους. 8 φοβηθήτω τὸν Κύριον πᾶσα ἡ γῆ, ἀπ᾿ αὐτοῦ δὲ σαλευθήτωσαν πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην· 9 ὅτι αὐτὸς εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν. 10 Κύριος διασκεδάζει βουλὰς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺς λαῶν καὶ ἀθετεῖ βουλὰς ἀρχόντων· 11 ἡ δὲ βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα μένει, λογισμοὶ τῆς καρδίας αὐτοῦ εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. 12 μακάριον τὸ ἔθνος, οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ, λαός, ὃν ἐξελέξατο εἰς κληρονομίαν ἐαυτῷ. 13 ἐξ οὐρανοῦ ἐπέβλεψεν ὁ Κύριος, εἶδε πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· 14 ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου αὐτοῦ ἐπέβλεψεν ἐπὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν, 15 ὁ πλάσας κατὰ μόνας τὰς καρδίας αὐτῶν, ὁ συνιεὶς πάντα τὰ ἔργα αὐτῶν. 16 οὐ σῴζεται βασιλεὺς διὰ πολλὴν δύναμιν, καὶ γίγας οὐ σωθήσεται ἐν πλήθει ἰσχύος αὐτοῦ. 17 ψευδὴς ἵππος εἰς σωτηρίαν, ἐν δὲ πλήθει δυνάμεως αὐτοῦ οὐ σωθήσεται. 18 ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτὸν τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ, 19 ρύσασθαι ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς αὐτῶν καὶ διαθρέψαι αὐτοὺς ἐν λιμῷ. 20 ἡ ψυχὴ ἡμῶν ὑπομενεῖ τῷ Κυρίῳ, ὅτι βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς ἡμῶν ἐστιν· 21 ὅτι ἐν αὐτῷ εὐφρανθήσεται ἡ καρδία ἡμῶν, καὶ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ ἠλπίσαμεν. 22 γένοιτο, Κύριε, τὸ ἔλεός σου ἐφ᾿ ἡμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπὶ σέ.

Σχόλιο:
Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει, ὅτι ἡ Βίβλος τῶν Ψαλμῶν ἔχει περιλάβει ὅ,τι ὠφέλιμο ἀπὸ τὰ ἄλλα θεόπνευστα βιβλία τῆς Π. Διαθήκης. «Προφητεύει τὰ μέλλοντα· ἱστορίας ὑπομημνήσκει· νομοθετεῖ τῷ βίῳ· ὑποτίθεται (=θέτει ἐνώπιόν μας) τὰ πρακτέα καὶ ἁπαξαπλῶς ταμεῖόν ἐστιν ἀγαθῶν διδαγμάτων, τῷ ἑκάστῳ πρόσφορον κατὰ τὴν ἐπιμέλειαν ἐξευρίσκουσα».
Τὸ πνευματικὸ αὐτὸ θυμίαμα θὰ ἔπρεπε εἰδικῶς ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες νὰ τὸ εἰσπνέουμε σὲ καθημερινὴ βάση. Σήμερα ἡ πατρίδα μας κινδυνεύει, τὰ θηρία τῶν Βρυξελλῶν ὠρύονται, ὁ κόσμος ὅλος βρίσκεται σὲ μεγάλη ἀναστάτωση, πόλεμοι, σφαγὲς καὶ καταστροφὲς κυριαρχοῦν στὴν καθημερινότητά μας, ἀπειλὲς ἐκτοξεύονται πανταχόθεν καὶ μεγάλη ἀνησυχία γιὰ τὸ αὔριο ἐπικρατεῖ παντοῦ.
Τὸ μεγάλο ἐρώτημα εἶναι: μποροῦμε νὰ τὰ καταφέρουμε μόνοι μας, χωρίς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ; Κοιτᾶξτε πῶς καταντήσαμε μακρυά Του καὶ ἄς δώσῃ ὁ καθένας μας τὴν ἀπάντηση. 
Γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε ὅλοι μας, ἐπέλεξα τὸν 32ο Ψαλμὸ καὶ ὑπογράμμισα μερικοὺς στίχους. Σᾶς τὸν στέλνω μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ σᾶς γίνῃ χρήσιμος βοηθὸς στὰ δύσκολα.
Γιὰ νὰ συμπληρωθῇ δὲ καλῶς τὸ ταπεινό μου πόνημα, σᾶς στέλνω ἕνα χρησιμότατο βοήθημα γιὰ τὶς ὦρες τῆς μεγάλης ἀνάγκης (βλ. κάτωθι ἠλεκτρ. δ/νση). 

Τὶ νὰ διαβάζῃς σὲ ὦρες μεγάλης ἀνάγκης:


Σᾶς προτείνω ἀκόμη ν’ ἀγοράσετε τὸ «ΠΡΟΣEΥΧΗΤΑΡΙΟΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΝ», ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «ΑΘΩΣ», ὅπου θὰ βρεῖτε ἐναλλαγὴ Ψαλμῶν, Ἀποστολικῶν ἀναγνωσμάτων, περικοπῶν Εὐαγγελίου καὶ τροπαρίων Ἁγίων γιὰ κάθε περίσταση. Σᾶς τὸ συστήνω ἀνεπιφυλάκτως.

Πιστεύω ἀγαπητοὶ φίλοι ὅτι πνευματικὸ εἶναι τὸ ἔλλειμμά μας καὶ ἐκ τοῦ λόγου αὐτοῦ πνευματικὰ πρέπει νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουμε. Σᾶς εὔχομαι καλὴ δύναμη, καλὴ φώτιση καὶ καλὸ κουράγιο.

 21 Ιουνίου 2015
Τζιώγας Νικόλαος (ΝΑΘΑΝΑΗΛ)

Η δύναμη του Ψαλτηρίου, αληθινό περιστατικό...



Σχόλιο ιστολογίου "Ελληνική Ναυς": Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Διονύση Μακρή με τίτλο "Ο Τρελογιάννης" (β΄ τόμος) που κυκλοφορεί σε δυο μικρούς τόμους. Διαβάζεται πολύ ευχάριστα και είναι σύντομο (περίπου 150 σελίδες ο κάθε τόμος), αλλά και φθηνό. Είναι θησαυρός αυτό το βιβλίο (πρόσφατα αξιώθηκα να διαβάσω τον α΄ τόμο και τυχαίνει αυτές τις μέρες να διαβάζω τον β΄ τόμο). Αναφέρεται στην θαυμαστή ζωή ενός σύγχρονου Αγίου που ανήκει στην ιδιαίτερη κατηγορία των δια Χριστόν σαλών! Φροντίστε να το διαβάσετε. Πληροφοριακά τυχαίνει ο α΄ τόμος να κυκλοφορεί δωρεάν με τον Στύλο Ορθοδοξίας (τεύχος Μαρ. 2015 που κυκλοφορεί τώρα, δηλ. τον Απρίλιο). 

Διαβάστε το εκπληκτικό περιστατικό:

Ο Κυρ-Παντελής ταξίδευε με το τρένο προς Θεσσαλονίκη και διάβαζε το Ψαλτήριο. Ένα παράξενο γεγονός όμως σημάδεψε το ταξίδι του. Καθώς διάβαζε, μία κοπέλα που καθόταν τρία-τέσσερα καθίσματα πιο μπροστά άρχισε να διαμαρτύρεται και να φωνάζει. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία και πίστεψε πώς κάποια παρεξήγηση έγινε με το διπλανό της. Όταν όμως ο κυρ-Παντελής είδε πώς ο ελεγκτής-εισπράκτορας ερχόταν προς το μέρος του απόρησε.
- Αγαπητέ κύριε, μπορείτε να σταματήσετε να διαβάζετε αυτό το βιβλίο γιατί ενοχλείτε;
- Μα το διαβάζω από μέσα μου! απάντησε εκείνος φανερά απορημένος. Πώς είναι δυνατόν να ενοχλείται η κοπέλα; 
Έκπληκτοι και απορημένοι μαζί με τον κυρ-Παντελή ήταν και οι άλλοι επιβάτες. Ένας μάλιστα έξ αυτών φώναξε. <<Αν ενοχλείται η κοπέλα, να αλλάξει βαγόνι…>>. Πράγματι, η άγνωστη κοπέλα μεταφέρθηκε στα πίσω βαγόνια μήν αντέχοντας το Ψαλτήριο. Και λέει ο κυρ-Παντελής στους συνεπιβάτες του.
- Μέχρι προχθές και εγώ μαζί με εσάς αγνοούσα τη δύναμη των Ψαλμών του προφήτη Δαυϊδ. Τώρα, και ιδιαίτερα μετά το περιστατικό τούτο, ένα σας λέγω: Το Ψαλτήρι λειτουργεί ως κόπανος που διώχνει τα κακούδια (δαιμόνια) από πάνω μας και από το περιβάλλον μας. Έτσι έλεγε ένας άγιος που έζησε στη γειτονιά μας (ο τρελο-Γιάννης).

από το βιβλίο: Ο τρελο-Γιάννης (τόμος Β')


Τὰ ζῶα τῆς φάτνης



Στὴ βυζαντινὴ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος τὸ κεντρικὸ πρόσωπο, τὸθεῖο Βρέφος, ­εἰκονίζεται μέσα σὲ σπήλαιο ἀνάμεσα σὲ ζῶα· ἢ μᾶλλον τὰ ζῶαεἶναι σκυμμένα πάνω Του· εἶναι πάντοτε δύο καὶ εἶναι συγκεκριμένα: ἕνας «βοῦς» (βόδι) καὶ ἕνας «ὄνος» (γαϊδουράκι).
Δηλώνεται ἔτσι ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος ὄχι σὲ παλάτι βασιλικό, οὔτε κὰν σὲ σπίτι ὅπου μένουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ σὲ στάβλο, σὲ σπηλιὰ ποὺ χρησίμευε ὡς κατάλυμα ζώων! 
Ὑπενθυμίζει δηλαδὴ τὶς πολὺ ταπεινὲς συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες γεννήθηκε ὁ Κύριος, ποὺ ἦταν ἡ ἀρχὴ τῶν ἀλλεπάλληλων ταπεινώσεων ποὺ καταδέχθηκε νὰ ὑπομείνει στὴν ἐπὶ γῆς ζωή Του γιὰ τὴ σωτηρία μας μέχρι τὴν Ἄκρα Ταπείνωση τοῦ σταυρικοῦ Πάθους Του!
Δὲν πρόκειται ὅμως μόνο γι᾿ αὐτό. Ἡ παρουσία τῶν δύο συγκεκριμένων ζώ­ων κοντὰ στὸ νηπιάσαντα Θεὸ ὑπενθυμίζει κυρίως τὴν ἐκπλήρωση δύο προφητειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν προφητῶν Ἀμβακοὺμ καὶ Ἡσαΐα.
Ὁ προφήτης Ἀμβακοὺμ μὲ τὸ προφητικό του βλέμμα διακρίνει τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ μετὰ ἀπὸ αἰῶνες, καὶ λέγει στὸν Υἱὸ μεταξὺ τῶν ἄλλων: «Ἐν μέσῳ δύο ζῴων γνωσθήσῃ» (Ἀμβ. γ´ 2)
Στὸ χωρίο αὐτὸ ἔχουν δοθεῖ πολλὲς ἑρμηνεῖες· αὐτὴ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ἡ ἑξῆς: Θὰ γνωρισθεῖς ἀνάμεσα σὲ δύο ζῶα. Ὁ Θεὸς «ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α´ Τιμ. γ´ 16), ἔγινε γνωστὸς κατ᾿ ἀρχὰς μεταξὺ δύο ζώων. Ἑπομένως ἡ βυζαντινὴ ἁγιογραφία εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέει: Κοιτάξτε αὐτὸ τὸ βρέφος! Εἶναι ὁ Μεσσίας ποὺ προφήτευσε ὁ προφήτης Ἀμβακούμ.
Πιὸ σαφὴς εἶναι ἡ προφητεία τοῦ προφήτη Ἡσαΐα: «Ἔγνω βοῦς τὸνκτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ, Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁλαός με οὐ συνῆκε» (Ἡσ. α´ 3). Ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ Θεὸς μὲ παράπονο γιὰ τὴν ­ἀχαριστία καὶ ἀπιστία τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ λέει: 
Τὸ βόδι γνωρίζει τὸν ἰδιοκτήτη ποὺ τὸ φρον­τίζει, καὶ τὸ γαϊδουράκι ξέρει τὴ φάτνη τοῦ κυρίου του. Ἀντίθετα, ὁ περιούσιος λαός μου, ὁ Ἰσραήλ, ποὺ τόσο τὸν ἔχω εὐεργετήσει, δὲν μὲ ἀναγνωρίζει εἰλικρινὰ Κύριό του, δὲν μὲ νιώθει.
Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἐφάρμοσε τὸ χωρίο στὴν περίσταση τῆς Γεννήσεως. Τὰ ζῶα τῆς φάτνης ἀναγνώρισαν τὸν Δεσπότη τους, τὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Τὸν ἀναγνώρισαν καὶ Τὸν προσκύνησαν. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δὲν Τὸν ἀντιλήφθηκαν. Δὲν ὑπῆρχε χῶρος στὸ πανδοχεῖο τῆς Βηθλεὲμ γιὰ τὴν Παρθένο καὶ τὸν κυοφορούμενο Μεσσία, οἱ πόρτες τῶν Βηθλεεμιτῶν ἔμειναν κλειστὲς γιὰ τὸν ἐρχόμενο Κύριο, καὶ οἱ καρδιές τους παγωμένες. Ἐλάχιστες ἁγνὲς καρδιὲς βρέθηκαν ἄξιες καὶ πρόθυμες νὰ Τὸν προσκυνήσουν, οἱ ποιμένες.
Τὸ παράπονο τοῦ Θεοῦ στὴ συγκεκρι­μένη προφητεία τονίζεται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸ εἶδος τῶν ζώων ποὺ συγ­κρίνονται μὲ τοὺς ἀνθρώπους - Ἰ­­σ­ραηλίτες. 
Εἶναι δύο ζῶα γνωστὰ γιὰ τὴ χαμηλὴ νοημοσύνη τους· ­μάλιστα, προκειμένου γιὰ τὸν ὄνο, καὶ γιὰ τὸ πεῖσμα του. Δύο ζῶα ποὺ οἱ ὀνομασίες τους χρησιμοποιοῦνται ὑβριστικὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὰ κατάλαβαν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ· ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνίδα τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, δὲν τὴν κατάλαβε – γεγονὸς ποὺ καταδει­κνύει τὸ κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου: «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρα­συνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλ. μη´ [48] 13)
Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ τιμήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα», δὲν τὸ ἀντιλήφθηκε, δὲν τὸ ἐκτίμησε αὐτό. Ἀλλὰ μὲ τὶς ἁμαρτίες του ἔκανε τὸν ἑαυτό του ὅμοιο μὲ τὰ ζῶα, ποὺ δὲν ἔχουν λογικὸ ὅπως αὐτός.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ τὰ δύο ζῶα συμβολίζουν καὶ κάτι ἄλλο: τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀποκτηνώθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν ὁποῖο ἐλεεῖ ὁ Θεὸς καὶ προσφέρεται σ᾿ αὐτὸν ὡς «ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» (Ἰω. Ϛ´ 51), ἡ πνευματικὴ τροφὴ ποὺ θὰ τοῦ δώσει τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴ ζωὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ποὺ θὰ τὸν κάνει ἄνθρωπο ἀληθινό, θεὸ κατὰ χάριν.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὴ χριστουγεννιάτικη ὁμιλία του ­διακρίνει στὰ δύο ζῶα τοὺς δύο «λαούς»: τὸ βό­­δι, νομικῶς καθαρὸ ζῶο (βλ. ­Λευϊτ. ια´ [11]), συμβολίζει τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁ­ποῖοι «μηρυκάζουν» (ὅπως τὸ βόδι) τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ· ὁ ὄνος, νομικῶς ἀκάθαρτο, συμβολίζει τοὺς εἰδωλολάτρες (βλ. PG 36, 332A).
Τὰ δύο διαφορετικὰ ζῶα συνάζονται κοντὰ στὸ Σωτήρα, ποὺ ἔρχεται νὰ δημιουργήσει τὴ μία οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στὴν ὁποία «οὐκ ἔνιἸουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην…», ἀλλὰ «πάντες» εἶναι «εἷς ἐν Χριστῷ»· ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔχουν γίνει ἕνας νέος ἄνθρωπος μὲ τὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Χριστό (Γαλ. γ´ 28). 
Δὲν ἰσχύουν πλέον διαφορὲς ἐθνικότητας, κοινωνικῆς τάξεως καὶ φύλου. Τώρα ὑπάρχει ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, «ὁ καινὸς ἄνθρωπος» (Ἐφ. β´ 15), ὁ ἀναγεννημένος, ὁ ἁγιασμένος, ὁ ἄνθρωπος τῆς Χάριτος, ποὺ οἱ διαθέσεις, τὰ λόγια, οἱ πράξεις του ἔχουν τὴ σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δύο ζῶα κοντὰ στὴ φάτνη τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ! Πόσα μηνύματα: τὸ μυστήριο τῆς ἀποδοκιμασίας τοῦ Μεσσία, ὁ φοβερὸς ξεπεσμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ χαρὰ γιὰ ἕνα καινούργιο ξεκίνημα τῆς ἀνθρωπότητας· ἡ ἐλπίδα τέλος γιὰ μιὰ καινούργια ἀρχὴ καὶ στὴ δική μας προσωπικὴ ζωή!

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Σώσόν με από πηλού, ίνα μη εμπαγώ»



Σώσόν με από πηλού, ίνα μη εμπαγώ» (Ψαλ. 68,15).
Αδελφοί, οι ψυχές μας είναι ντυμένες με πηλό• και τα πήλινα, χοϊκά. σώματά μας έχουν δοθεί για την υπηρεσία της ψυχής μας.
Είθε οι ψυχές μας να μη βουλιάξουν μέσα στο χώμα! Είθε οι ψυχές μας να μη σκλαβωθούν στο πήλινο σαρκίο! Είθε η ζωντανή φλόγα να μη σβηστεί μέσα στο χοϊκό τάφο!
Είναι απέραντη και αχανής η χοϊκή γη που μας έλκει προς τον εαυτό της, αλλά απείρως πλατύτερο είναι το απροσμέτρητο βασίλειο του Πνεύματος που καλεί την ψυχή μας, ως δικιά του.
Πράγματι συνδεόμαστε με τη γη με το χοϊκό σώμα, αλλά συνδεόμαστε και με τον ουρανό με την ψυχή. Είμαστε ένοικοι σε προσωρινές καλύβες, είμαστε στρατιώτες που καταλύσαμε σε προσωρινές σκηνές.
Ω Κύριε, «σώσόν με από πηλού ίνα μη εμπαγώ» Έτσι προσευχόταν ο μετανοημένος βασιλιάς Δαβίδ που είχε αρχικώς παραδοθεί στον πηλό, στο χώμα• μέχρι που είδε πως το πήλινο σαρκίο μας έλκει μέσα στην άβυσσο της καταστροφής. Πηλός είναι το σώμα του ανθρώπου, με όλες τις φαντασιώσεις του• πηλός είναι επίσης όλοι οι πονηροί άνθρωποι που πολεμούν τους δικαίους• πηλός είναι οι δαίμονες με τον τρόμο που σκορπούν.
Είθε ο Κύριος να μας σώσει απ’ όλη αυτή τη χοϊκότητα, διότι Εκείνος μόνον είναι ικανός να το κάνει. Θα έπρεπε να αγωνιζόμαστε πρώτα απ’ όλα για να δούμε τον εχθρό μέσα μας• τον εχθρό ο οποίος προσελκύει τους άλλους εχθρούς.
Η μεγαλύτερη τραγωδία του αμαρτωλού είναι ότι ασυνείδητα και χωρίς να το θέλει είναι σύμμαχος των ίδιων των εχθρών του!
Απεναντίας, ο δίκαιος άνθρωπος έχει ριζωμένη στον Θεό και στη βασιλεία του Θεού τη δύναμη της ψυχής του και γι’ αυτό δεν φοβάται. Δεν φοβάται τον εαυτό του κι επομένως δεν φοβάται και τους άλλους εχθρούς του.
Δεν φοβάται, διότι δεν είναι σύμμαχος ούτε συνεργός των εχθρών της ψυχής του. Κατά συνέπεια, ούτε άνθρωποι ούτε δαίμονες μπορούν να τον βλάψουν. Ο Θεός είναι σύμμαχός του και οι άγγελοι του Θεού είναι προστάτες του. Τί μπορεί τότε να του κάνει ένας άνθρωπος; Τί μπορούν να του κάνουν οι δαίμονες; Τί μπορεί να του κάνει ο πηλός;

Ω Κύριε και Θεέ, Τριάς Ομοούσιε, Συ ο Δημιουργός που ενεφύσησες ζώσες ψυχές στα πήλινα σώματά μας, σώσε μας κατά το μέγα Σου έλεος!

Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς,
 «Ο Πρόλογος της Αχρίδος», 
Έκδοσις Άθως

ΠΩΣ ΘA AΠAΛAΓOYME AΠO TO AΓXOΣ;



Πως θ' απαλλαγεί ο άνθρωπος από το άγχος του παρελθόντος και του μέλλοντος;

Δοξασμένος νάναι ο Xριστός! Aυτός μονάχα μας απαλλάσει απ” το φοβερό άγχος. Δυό φάρμακα μας δίνει για ν” απαλλαγούμε. Tο ένα για το άγχος του παρελθόντος, το άλλο για το άγχος του μέλλοντος.

Tο πρώτο φάρμακο είναι η ειλικρινής μετάνοια. Aνοίγεται λάκκος και θάβονται όλα τα αμαρτήματα του ανθρώπου. Kαι πάνω στο λάκκο αυτό ο Δαβίδ με τη γλυκειά του λύρα ψάλλει: «Mακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι» (Ψάλμ. 31,1).

Aλλά και η ανησυχία, η αγωνία, η αδημονία, το άγχος που προκαλούνται από τη σκέψη για το άγνωστο μέλλον, και αυτά κατευνάζονται και εξαφανίζονται με το φάρμακο που λέγεται ελπίδα· μια ελπίδα που στηρίζεται όχι σε πρόσωπα και πράγματα αυτού του κόσμου, αλλά στον στερεό και ακλόνητο βράχο, το βράχο των αιώνων, τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν. O Xριστός, αυτό είναι η ελπίδα του κόσμου. Mακάριοι, ευτυχισμένοι, όσοι ελπίζουν στο Xριστό. Δυστυχισμένοι όσοι στηρίζουν όλη την ελπίδα τους σε ανθρώπους.

+Eπίσκοπος Aυγουστίνος Kαντιώτης,
 από βιβλιο «Eις την Θεία Λειτουργία B΄, σελ. 35

Να προσεύχεσθε στην Υπεραγία Θεοτόκο, πάντοτε να παίρνετε την ευλογία Της για κάθε έργο σας


Ο Στάρετς έτρεφε ιδιαίτερη, μπορεί να πει κανείς, τρυφερή αγάπη και αφοσίωση στη Μητέρα του Θεού και δεν έβρισκε λόγια για να εκφράσει και τη δική Της αγάπη στους ανθρώπους και τη δική του προς Αυτήν.
Κάποιος χριστιανός είδε ένα θαυμαστό όραμα των μονών του παραδείσου που είχαν μια ασυνήθιστη ομορφιά .Ιδιαιτέρως διακρινόταν για την ομορφιά του ένα ανάκτορο.
Ρώτησε:
- Ποιός κατοικεί εκεί;
- Η Μητέρα του Θεού, του απάντησαν.
- Και που είναι τώρα; Γιατί δεν είναι εδώ;

- Βρίσκεται στη γη… βοηθάει τους ανθρώπους.

Ο Πατήρ Σάββας συχνά προσέφευγε κατά την προσευχή στη Μητέρα του Θεού και την ονόμαζε «Βροντή κατά των δαιμόνων», γιατί δεν υπάρχει τίποτε φοβερώτερο για τους δαίμονες από την παρουσία της Παναγίας. Αυτοί δεν μπορούν να βλάψουν τον άνθρωπο, αν εκείνος δεν εγκαταλείψει την Υπεραγία Θεοτόκο.
Όλη η ζωή του στάρετς πέρασε κάτω από την προστασία της Παναγίας. Ο στάρετς μέσα στο ιερό πολλές φορές, όταν είχε ελεύθερο χρόνο, συνομιλούσε φωναχτά μ’ αυτήν, ξεχνώντας ότι κοντά του βρίσκονταν άνθρωποι. Διηγόταν πώς προσευχόταν ο ηγούμενος Αλέξιος στη Μητέρα του Θεού. Συχνά μιλούσε μαζί Της σαν με κάποιο κοντινό του άνθρωπο!
- Κι εγώ σας ζητώ αγαπημένα μου τέκνα, έλεγε, με ζήλο να προσεύχεσθε στην Υπεραγία Θεοτόκο, πάντοτε να παίρνετε την ευλογία Της για κάθε έργο σας. Και μην λησμονείτε να την ευχαριστείτε μετά το τέλος του έργου σας για τη βοήθεια που σας έστειλε. Σας ζητώ ιδιαιτέρως να κάμετε τον Θεομητορικό Κανόνα -150 φορές το «Θεοτόκε Παρθένε» - και να διαβάζετε το «ακοίμητο Ψαλτήρι». Το θεόπνευστο βιβλίο του ψαλτηρίου είναι γραμμένο από τον Προφήτη Δαϋίδ με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Από την ανάγνωση του Ψαλτηρίου υπάρχει μεγάλη ωφέλεια. Ένας ευσεβής χριστιανός είχε θερμή επιθυμία να διαβάζει το «Ψαλτήριον» αλλά μετά από κάθε αμέλεια ο ζήλος του ψυχράνθηκε. Τότε εμφανίστηκε στον ύπνο του η Παναγία και του είπε τρυφερά: «Πρέπει , τέκνο μου, να διαβάζεις το Ψαλτήρι. Αυτό είναι η ζωή σου».
Κάποτε ο π.Σάββας ,στη βιογραφία του ιερομονάχου Παρθενίου, βρήκε ένα σημείο όπου λεγόταν ότι είχε δεχθεί ένα λογισμό αμφιβολίας για το αν η Υπεραγία Παρθένος ήταν η πρώτη μοναχή στη γη. Κοιμήθηκε ελαφρά και βλέπει μέσα από την Πύλη της Λαύρας του Κιέβου να έρχεται με τη συνοδεία μεγάλου πλήθους Αγγέλων μια μεγαλόπρεπη Μοναχή με μοναχικό μανδύα και ράβδο στα χέρια. Πλησιάζοντας σ’ αυτόν, του λέει: «Παρθένιε, εγώ είμαι μοναχή». Εκείνος ξύπνησε και από τότε ονόμαζε την Παναγία Ηγουμένη της Λαύρας.

Στάρετς Σάββας ο παρηγορητής

Ἡ ἐλλιπής μετάνοια ὁλοκληρώνεται μέ τίς θλίψεις



"Δέν μετανόησα εἰλικρινά
καί ἀπέφυγα νά ἐξομολογηθῶ
τήν ἁμαρτία μου σέ Σένα.
Γι' αὐτό συνετρίβησαν τά ὀστά μου 
καί ἐκλονίσθη ὁλόκληρος ὁ ἐγωισμός μου".

(Ψαλμ. λα' 3)



Αν ένα ξεραμένο φθινοπωρινό φύλλο…κήρυττε πόλεμο εναντίον του ανέμου!



Ο φόβος, η σύγχυση, η αδυναμία, η ασθένεια και ο σκοτισμός του νου γεννώνται από την αμαρτία. Με την αμαρτία ο άνθρωπος προκαλεί άλλους εναντίον του, προξενεί σύγχυση στη συνείδηση του, έλκει επάνω του τους δαίμονες και τους δίνει όπλα να στραφούν εναντίον του. Με την αμαρτία ο άνθρωπος διαχωρίζει τον εαυτό του από τον Θεό, υψώνει τείχος ανάμεσα σ' αυτόν και την πηγή κάθε καλού, αποξενώνεται απ' τον φύλακα άγγελό του.

Η διάπραξη της αμαρτίας σηματοδοτεί μια κήρυξη πολέμου εναντίον του Θεού και όλων των θεϊκών δυνάμεων. Αυτό είναι πιο παράλογο και απ' το αν ένα ξεραμένο φθινοπωρινό φύλλο κήρυττε πόλεμο εναντίον του ανέμου!
Πράγματι, εδώ συμβαίνει το πιο παράλογο απ' όλα: ένας άνθρωπος κηρύσσει πόλεμο στο Θεό! 
Η κίνηση αυτή από μόνη της εγγυάται την καταστροφή και τη διάλυση του ανθρώπου, εάν αυτός δεν συνέλθει γρήγορα κι αν δεν μετανοήσει εγκαίρως και δεν προστρέξει στο Θεό για βοήθεια.

Ο μέγας προφητάναξ Δαβίδ είχε πλήρη επίγνωση της δεινής καταστάσεως του αμαρτωλού ανθρώπου. Άλλωστε και ο ίδιος είχε προσωπική εμπειρία. Ένιωθε απερίγραπτο φόβο, σύγχυση, αδυναμία και μοναξιά. Αισθανόταν τα βέλη των ανθρώπων αλλά και τα βέλη των δαιμόνων. Μολαταύτα, συνειδητοποιώντας την οικτρή κατάστασή του, ομολόγησε την αμαρτία του και συντετριμμένος έβαλε μετάνοια ενώπιον του Θεού, πότισε τη γη με δάκρυα μετανοίας και λόγους βαθιάς οδύνης που έκαιγαν σαν φωτιά· και προσευχήθηκε στον ελεήμονα Θεό να τον συγχωρήσει. Όταν όλες οι αμαρτίες του είχαν συγχωρεθεί, ένιωσε να τον κατακλύζει άρρητη ευλογία.

Τη μακαριότητα της ψυχής που έχει συγχωρηθεί αδυνατούσε ο Δαβίδ να την εκφράσει με λόγια.Μπορούσε μόνο να μας δηλώσει και να μας βεβαιώσει, από τη μία πλευρά, για την κατάσταση αμαρτωλότητας και, από την άλλη, για την κατάσταση της συγχώρησης από τον Θεό, βασισμένος στην άμεση εμπειρία του και των δύο καταστάσεων. Είπε: Μακάριοι, ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι. (Ψαλ μοί 31,1).

Ποιά είναι αυτή η ευλογία που μακαρίζει ο Δαβίδ; Ελευθερία, ανδρεία, χαρά απερίγραπτη, δύναμη, θάρρος, διαύγεια σκέψεως, ειρήνη της συνειδήσεως, ελπίδα στον Θεό, υμνωδία στον Θεό, αγάπη για τους πλησίον και νόημα στη ζωή του ανθρώπου! Με άλλα λόγια: φως, χαρά και δύναμη - αυτή είναι η ευλογία.
Αυτή είναι η μακαριότητα που αισθάνεται εδώ στη γη κάποιος του οποίου οι αμαρτίες έχουν συγχωρηθεί. Αν εδώ είναι έτσι, τότε ποιά ευλογία τον αναμένει εκεί στους ουρανούς;

Κύριε και Θεέ, συγχώρησε τις ανομίες μας με το άπειρο έλεός Σου και κάλυψε τις αμαρτίες μας.


Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, 
«Ο Πρόλογος της Αχρίδος»-Οκτώβριος, εκδ. Άθως