ΩΔΗ ΤΩΝ ΑΝΑΒΑΘΜΩΝ, 3.
Ψαλμὸς ΡΙΘ´ (119), στίχ. 3-6
Ὁ εὐσεβὴς Ἰσραηλίτης διαμαρτυρόμενος τρόπον τινὰ πρὸς τὸν δόλιο καὶ ἄδικο συκοφάντη τὸν ἐρωτᾶ: «Τί δοθείη σοι καὶ τί προστεθείη σοι πρὸς γλῶσσαν δολίαν;» (στίχ. 3). Τί μπορεῖ νὰ σοῦ δοθεῖ καὶ ποιά τιμωρία νὰ σοῦ προστεθεῖ, ὅταν ἔχεις μιὰ γλῶσσα δόλια καὶ συκοφαντική; Ὤ! ἡ δόλια γλώσσα! δύσκολα νικᾶται λόγῳ τῆς μεγάλης πονηρίας της. Ὁ στίχος αὐτός, γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τονίζει ὅτι ἡ πονηρία αὐτὴ εἶναι μεγάλη καὶ φοβερὴ μορφὴ κακίας. Γι’ αὐτὸ ὁ Ψαλμωδὸς θυμώνει, ὀργίζεται καὶ λέγει: Τί θὰ μποροῦσε νὰ δοθεῖ καὶ νὰ προστεθεῖ σὲ σένα ἐναντίον τῆς δολοπλόκου γλώσσας σου; Ποιά τιμωρία ἀντάξια τῆς κακίας αὐτῆς θὰ μποροῦσε νὰ βρεθεῖ1;
Ἀλλ’ ὁ Ψαλμωδὸς λέει πρὸς ἐκεῖνον ποὺ παρακαλεῖ νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴ δόλια γλῶσσα: Μὴ λυπᾶσαι, διότι τὰ ἀκονισμένα βέλη τοῦ δυνατοῦ Θεοῦ εἶναι μαζὶ μὲ ἀναμμένα κάρβουνα ἀπὸ τὰ ἄγρια ξύλα τῆς ἐρήμου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δημιουργοῦνται οἱ ἰσχυρότερες καὶ διαρκέστερες πυρκαϊές (στίχ. 4). Αἰχμάλωτε Ἰσραηλίτη, λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, θὰ ριφθοῦν βέλη γεμάτα φωτιά· τέτοια θὰ εἶναι ἡ τιμωρία τῶν Βαβυλωνίων, ἡ ὁποία δὲν θὰ ἀργήσει νὰ δοθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό.
Μὴν ἀθυμεῖς λοιπόν, ἄνθρωπε, ὅταν ἔχεις νὰ ἀντιμετωπίσεις δόλια γλώσσα. Διότι τὰ ἀκονισμένα βέλη τοῦ δυνατοῦ Θεοῦ θὰ ἐκτοξευθοῦν κατὰ τῶν παρανόμων καὶ δολίων μαζὶ μὲ κάρβουνα, ποὺ καίουν καὶ ἐρημώνουν, ὥστε νὰ κτυποῦν καίρια, νὰ κατακαίουν καὶ νὰ ἀφανίζουν τοὺς δόλιους ἀνθρώπους. Ὀνόμασε δὲ βέλη καὶ κάρβουνα τὶς διάφορες τιμωρίες τοῦ Θεοῦ κατὰ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν2.
Πόσο ἀγαθὸς εἶναι ὁ Θεός! Ζήτησε βοήθεια ὁ δίκαιος ἄνθρωπος καὶ ὁ Κύριος τὸν παρηγόρησε. Ὁ δόλιος ἄνθρωπος νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ διαβάλλει τὸν δίκαιο καὶ ἀπροστάτευτο, ἀλλὰ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ βέλη τοῦ δυνατοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ τῆς ἀληθείας, ὁ Ὁποῖος προστατεύει τοὺς δικούς Του ἀνθρώπους. Αὐτὴ εἶναι ἡ τιμωρία τῶν ψευδολόγων καὶ δόλιων ἀνθρώπων. «Ἄνθρακες ἀναμμένοι πυρὸς ἀσβέστου καὶ καταστρεπτικοῦ θὰ ἐξαπολυθοῦν ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ κέρδος, τὸ ὁποῖον θὰ ἀποκομίσῃ εἰς τὸ τέλος ὁ δολιευόμενος τὸν ἀδελφόν του»3. Ἂς καταφεύγουμε, λοιπόν, μὲ θερμὴ προσευχὴ στὸν ἅγιο Θεό, ὅταν ἀδικούμαστε ἀπὸ δόλιους ἀνθρώπους, καὶ ἂς ἀφήνουμε Ἐκεῖνον νὰ μᾶς προστατεύσει καὶ νὰ διεκδικήσει μὲ τὸ παντοδύναμο χέρι Του τὸ δίκαιό μας.
Ὁ Ψαλμωδὸς παραπονεῖται στὴ συνέχεια γιὰ τὸ ὅτι στὴν ἐξορία καὶ στὴν αἰχμαλωσία ποὺ ζεῖ, ἀναγκάζεται νὰ συγκατοικεῖ μὲ ἀνθρώπους κακούς. Ἀλίμονο! ἀναφωνεῖ, διότι τόσο πολὺ παρατάθηκε ἡ παραμονή μου στὴν ξενιτειά, μακριὰ ἀπὸ τὴν πολυπόθητή μου καὶ φιλειρηνικὴ Σιών. Κατασκήνωσα καὶ ἔστησα τὴν ἄθλια σκηνὴ τοῦ αἰχμάλωτου μετανάστη μαζὶ μὲ τὶς σκηνὲς τῶν βαρβάρων Κηδαριτῶν, ποὺ περιφέρονται στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας καὶ ἐχθρεύονται τὴν εἰρήνη (στίχ. 5). Κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἡ Κηδὰρ εἶναι ἐρημικὴ περιοχὴ ποὺ βρίσκεται πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἐκτείνεται μέχρι τὴν Περσία, τὴν ὁποία κατοικεῖ τὸ ἔθνος τῶν Σαρακηνῶν4. Οἱ Κηδαρίτες κατήγοντο ἀπὸ τὸν δεύτερο γιὸ τοῦ Ἰσμαήλ, τὸν Κηδάρ (βλ. Γεν. κε´ [25] 13). Ἦσαν λαὸς βάρβαρος καὶ φανατικὸς ἐχθρὸς τοῦ Ἰσραήλ. Μεταξὺ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἔβαλαν οἱ Βαβυλώνιοι τοὺς αἰχμάλωτους Ἰουδαίους νὰ κατοικοῦν. Καὶ ἐπειδή, κατὰ τὸν Ὠριγένη, «Κηδὰρ ἑρμηνεύεται σκοτασμός», ἄρα τὸ παράπονο τοῦ εὐσεβοῦς Ἰσραηλίτη σημαίνει «κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων τοῦ σκοτασμοῦ, ὅπερ ἐστὶ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου»5. «Σκηνώματα δὲ σκοτασμοῦ, ἡ ἐν τοῖς πάθεσι διατριβή», τὰ ὁποῖα πάθη «σκοτίζουσι τὸν νοῦν»6.
Γιὰ ἕναν εὐσεβῆ ἄνθρωπο εἶναι πολὺ βαρὺ νὰ τὸν βάλουν καὶ νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ συζεῖ σ’ ἕνα ἁμαρτωλὸ περιβάλλον καὶ μάλιστα ἐπὶ μακρὸ χρονικὸ διάστημα. Νὰ ζεῖ σ’ αὐτὸ τὸ περιβάλλον ὅπως ἄλλοτε ὁ εὐσεβὴς Λώτ, ποὺ ζοῦσε στὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα καὶ ἄκουε κάθε μέρα τὶς αἰσχρότητές τους καὶ ἔβλεπε τὰ ἀνήθικα ἔργα τους (βλ. Β´ Πέτρ. β´ 8). Γι’ αὐτὸ γεμάτος πόνο καὶ θλίψη ἀναφωνεῖ ὁ Ψαλμωδός: «Πολλὰ παρῴκησεν ἡ ψυχή μου» (στίχ. 6). Πολὺ καιρὸ ἔμεινε ξενιτεμένη ἡ ψυχή μου μεταξὺ τῶν ἀνόμων Κηδαριτῶν. Φθάνουν πιὰ τὰ βάσανα τῆς ξενιτειᾶς μου!…
Διδάσκει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Ἡ ζωὴ στὸν παρόντα κόσμο εἶναι δύσκολη ὄχι μόνο διότι ἔχει πολλὴ ματαιότητα καὶ ἀμέτρητες φροντίδες, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι μεγάλη ἡ παρουσία κακῶν ἀνθρώπων. Καὶ τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι πιὸ φορτικὸ καὶ πιὸ δύσκολο ἀπὸ τὴ συναναστροφὴ μὲ τέτοιους ἀνθρώπους. Διότι δὲν συνηθίζει νὰ πειράζει τὰ μάτια τόσο πολὺ ὁ καπνὸς καὶ ἡ ξηρασία, ὅσο στενοχωρεῖ τὶς ψυχὲς ἡ συναναστροφὴ μὲ κακούς. Δὲν βλέπεις, προσθέτει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, καὶ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος φανερώνει τὴ δυσαρέσκειά Του ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν; Διότι, ὅταν λέει· «ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;» (Ματθ. ιζ´ [17] 17), ὑπαινίσσεται τὸ ψαλμικό· «κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ»7.
Μᾶς προσφέρει ὅμως καὶ ἕνα ἄλλο δίδαγμα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Τὸ νὰ συναισθανόμαστε ὅτι εἴμαστε ξένοι καὶ περαστικοὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, εἶναι ἡ ρίζα καὶ τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν. Διότι ἐκεῖνος ποὺ αἰσθάνεται πάροικος στὴν παρούσα ζωή, θὰ εἶναι μόνιμος κάτοικος τοῦ οὐρανοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, δὲν θὰ ταπεινωθεῖ ἀπὸ ὅσα τὸν λυποῦν στὴν παρούσα ζωή, οὔτε θὰ ὑπερηφανεύεται ἀπὸ τὰ καλὰ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ θὰ τὰ ἀψηφήσει ὅλα αὐτὰ ὅπως ὁ περαστικὸς ἀπὸ κάποιο δρόμο. Γι’ αὐτό, προσθέτει ὁ Ἅγιος, ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει νὰ λέμε: «Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», ὥστε νὰ στρεφόμαστε πρὸς τὴν πατρίδα ἐκείνη καὶ νὰ μὴ βλέπουμε οὔτε νὰ ὑπολογίζουμε τὰ παρόντα.
ΠΗΓΗ: osotir.org
ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ψαλ. ριθ´ [119] 2, PG 55, 340.
ΕΥΘ. ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Ἐξήγησις εἰς Ψαλ. ριθ΄ [119], PG 128, 1185Β.
Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ συντόμουἑρμηνείας, τόμ. 10ος: Ψαλμοί, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», ἔκδ. 5η,Ἀθῆναι 2002, σελ. 511.
Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Εἰς Ψαλ. ριθ΄ [119] 5, PG 27, 509C.
ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Εἰς Ψαλ. ριθ΄ [119], PG 12, 1632Α.
ΕΥΘ. ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Εἰς Ψαλ. ριθ´ [119], PG 128, 1185D.
ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ὅ.π., PG 55, 342.