.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Παρηγορητικός Λόγος του Προφητάνακτος Δαυίδ

Πανεπίκαιρα πολύτιμα διαμάντια ἀπό τόν θησαυρό τοῦ Ψαλτηρίου


(Κάθισμα ὄγδοον)

Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ὅτι κατεπάτησέ με ἄνθρωπος, ὅλην τήν ἡμέραν πολεμῶν ἔθλιψέ με. Κατεπάτησάν με οἱ ἐχθροί μου ὅλην τήν ἡμέραν, ὅτι πολλοί οἱ πολεμοῦντες με ἀπό ὕψους. Ἡμέρας οὐ φοβηθήσομαι, ἐγώ δέ ἐλπιῶ ἐπί σέ. ἐν τῷ Θεῷ ἐπαινέσω τούς λόγους μου, ἐπί τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι σάρξ».

Ἐλέησέ με καί σπλαχνίσου με, Θεέ μου, διότι ἄνθρωπος θνητός σάν κι ἐμένα μέ κατεπάτησε, λές καί δέν ἤμουν ἄνθρωπος, ἀλλά ἀσθενικό καί περιφρονημένο σκουλήκι. Ὅλη τήν ἡμέρα μέ πολενοῦσε ἀσταμάτητα καί μέ συνέθλιψε.

Μέ καταπάτησαν οἱ ἐχθροί μου ὅλη τήν ἡμέρα, διότι εἶναι πολλοί αὐτοί πού μέ πολεμοῦν μέ δύναμη ἀπό ψηλά, ὀχυρωμένοι σέ ἀσφαλές καί ἀπρόσβλητο φρούριο.

Ἀλλά ὅσο κι ἄν παραταθεῖ ὅλη τήν ἡμέρα ὁ πόλεμός τους, ἐγώ δέν θά φοβηθῶ, ἀλλά θά ἔχω τήν ἐλπίδα μου σέ σένα.

Τά λόγια μου αὐτά, ὅτι στόν Θεό ἔχω τήν ἐλπίδα μου, δέν θά ἀποβοῦν κενή καύχηση, ἀλλά, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θά γίνουν πραγματικός ἔπαινός μου. Διότι ἐγώ στόν Θεό στήριξα τίς ἐλπίδες μου, κι ἔτσι δέν ἔχω νά φοβηθῶ ὅ, τι κι ἄν κάνει ἐναντίον μου ἡ φθαρτή καί ἐφήμερη σάρκα ὀποιουδήποτε ἐχθροῦ μου.

«Ἐπί τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος»

Στόν Θεό στήριξα τίς ἐλπίδες μου. Γι’ αὐτό δέν ἔχω νά φοβηθῶ ὅ, τι κακό κι ἄν θελήσει νά μοῦ κάνει ὁποισδήποτε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε ἀδύναμος καί φθαρτός.

«Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με, ὅτι ἐπί σοί πέποιθεν ἡ ψυχή μου καί ἐν τῇ σκιᾷ τῶν πτερύγων σου ἐλπιῶ, ἕως οὗ παρἐλθῃ ἡ ἀνομία»

Ἐλέησέ με, Θεέ μου, ἐλέησέ με, διότι πάνω σου στήριξε ἡ ψυχή μου ὅλες τίς ἐλπίδες της. Καί στή δύσκολη αὐτή περίσταση πού μέ βρῆκε, ἐλπίζω ὅτι θά μέ διαφυλάξεις κάτω ἀπό τήν παντοδύναμη σκέπη καί προστασία σου μέχρι νά περάσει ὁ κίνδυνος πού διατρέχω ἀπό τούς ἐχθρούς μου, οἱ ὁποῖοι ἀθέμιτα μέ καταδιώκουν. Στήν προστασία σου καταφεύγω μέ ἐλπίδα, ὅπως τά μικρά κλωσσόπουλα κάτω ἀπό τίς μητρικές φτεροῦγες.