Αυτές οι λίγες γραμμές ξεκίνησαν να γράφονται με αφορμή το κείμενο μιας συνέντευξης γνωστού για τις οικουμενιστικές θέσεις του θεολόγου, που έπεσε πρόσφατα στα χέρια μου. Στη συνέντευξη αυτή ο εν λόγω καθηγητής, πέρα από τις γνωστές αγαπολογικές απόψεις (για την τεκμηρίωση της «ανάγκης» συνέχισης και ολοκλήρωσης των «εκκλησιαστικών διαλόγων»), υπεραμυνόταν και της «αναγκαιότητας» εκμοντερνισμού της λειτουργικής ζωής (κυρίως με τις μεταφράσεις λειτουργικών κειμένων). Είχε βεβαίως προηγηθεί και όλος εκείνος ο πόλεμος οργής, λάσπης και χλεύης εναντίον της Ιεράς Συνόδου για το θέμα των εκτρώσεων, αλλά και εναντίον του μητροπολίτη Μόρφου (που έκανε το… εγκληματικό λάθος να επισημάνει μέσα σε ομιλίες του πράγματα που ήδη έχουν πει σπουδαίοι άγιοι της Εκκλησίας μας πάνω σε θέματα φιληδονίας, σαρκολατρείας και ομοφυλοφιλίας). Βλέποντας όλα αυτά, προσπάθησα να μπω στη θέση του μέσου σημερινού συμπατριώτη μας (και μάλιστα όχι κατ’ ανάγκην του πλέον κακοπροαίρετου), που η επαφή του με την πίστη των προγόνων του είναι σε γενικές γραμμές από ελλειμματική έως επιδερμική και που έχει υποστεί όλη τη γνωστή πλέον εδώ και 3-4 δεκαετίες ψυχοδιανοητική επεξεργασία σταδιακής εξοικείωσης με τη νεοταξική ατζέντα των (πνευματικών και πολιτικών) αφεντικών του πλανήτη. Δεν ξέρω πόσο το κατόρθωσα.
Τη θλίψη πάντως από το πόσο πολύ έχει μεταλλάξει τη σκέψη μας όλη αυτή η (ας μου επιτραπεί ο όρος) «γοητεία της πλάνης», όλη αυτή η νεωτερική προσέγγιση με στόχο τον «εκσυγχρονισμό» της εκκλησιαστικής μας Παράδοσης και των Ιερών Κανόνων, που πλέον αντιμετωπίζονται ουσιαστικά ως ξεπερασμένοι, όλη αυτή η νέα αναθεωρητική «μεταπατερική» ψευδοθεολογία, που δήθεν προσαρμόζει και εναρμονίζει την Εκκλησία μας με τις ανάγκες και τα προβλήματα της σημερινής εποχής, αυτή τη βαθιά θλίψη πράγματι κατάφερα να τη νιώσω.
Ναι, είναι ξεκάθαρο ότι μέγα μέρος του λαού της πάλαι ποτέ αγιοτόκου πατρίδας μας τελεί όντως υπό την καταλυτική επήρεια όλης αυτής της πλάνης. Έχοντας διαποτιστεί από τα νεοταξικά προτάγματα της «αγάπης», του «σεβασμού στη διαφορετικότητα», των «ανοιχτών συνόρων», της προσέγγισης λαών, πολιτισμών και θρησκειών, οι περισσότεροι βρίσκουν όχι μόνο φυσιολογικούς αλλά και απαραίτητους τους «διαλόγους» και τα αγαπολογικά ανοίγματα προς ετεροδόξους ή και αλλοθρήσκους. Πόσοι και πόσοι άλλωστε βαφτισμένοι Ορθόδοξοι συμπατριώτες μας, δεν έχουν πλέον την πεποίθηση ότι λίγες και ασήμαντες είναι οι διαφορές μας με τον Παπισμό και με τις αιρέσεις της Δύσης, αλλά και ότι ακόμη και σε σχέση με το Ισλάμ και τις άλλες θρησκείες, όλοι κατά βάθος «στον ίδιο Θεό πιστεύουμε»; Πόσοι επίσης δεν είναι υπέρ του εκμοντερνισμού της Εκκλησίας (και αναφέρομαι σε ανθρώπους που μπορεί και να εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή); Πόσοι δεν τα βρίσκουν φυσιολογικά και δεδομένα όλα αυτά, πόσοι δεν θεωρούν τις μεταπατερικές πλάνες προοδευτικές και φρέσκιες απόψεις (αφού…«ο κόσμος εξελίσσεται και οφείλει και η Εκκλησία να ακολουθήσει»), ενώ τις ορθόδοξες θέσεις πολύ συχνά τις επικρίνουν ως σκοταδιστικές, μουχλιασμένες και ξεπερασμένες; Πόσοι δεν έχουν πραγματικά γοητευθεί από την πλάνη της άνευ ορίων «αγάπης» από τη μια και της ανάγκης από την άλλη για πρόοδο και νεωτερισμό;
Και ο νεωτερισμός φυσικά τα περιλαμβάνει όλα, ξεκινώντας από τα τύποις πιο αθώα (αλλαγές στην ένδυση των κληρικών, νόθευση εκκλησιαστικής μουσικής, μεταφράσεις κάποιων – όχι φυσικά όλων εξαρχής – κειμένων στη λατρεία) και φτάνοντας μιθριδατικά μέχρι τα μείζονα, όπως ο νεο-νικολαϊτισμός και η αποδοχή της σαρκολατρείας ακόμη και στις πλέον διαστροφικές της μορφές («άλλωστε ο Χριστός δεν μιλησε για την κρεβατοκάμαρά μας»), η υποτίμηση της νηστείας και της άσκησης, η σταδιακή άμβλυνση έναντι της ομοφυλοφιλίας («αφού εξάλλου όλοι παιδιά του Θεού είμαστε»), η καύση των νεκρών, το «δόγμα» ότι ο Θεός ως αγάπη δεν υποβάλλει σε δοκιμασίες τον άνθρωπο (ούτε καν παιδαγωγικά) και τόσα ακόμη. Κεντρική θέση μέσα σε όλα αυτά κατέχουν, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η άκριτη αγαπολογία, η «αναγκαιότητα» εκσυγχρονισμού και εναρμόνισης της Εκκλησίας με τους νέους καιρούς (και με στόχο την καλύτερη προσέγγιση με τον κόσμο), ο «σεβασμός του Άλλου» και η δήθεν ανάγκη εξάλειψης των θρησκευτικών φανατισμών.
Υπό το άλλοθι και το προσωπείο όλων αυτών περάσαμε στον επιλεκτικό εξοβελισμό των Ιερών Κανόνων και της Ιεράς Παράδοσης, στη θεολογία των κλάδων, στην ισοτιμία των θρησκειών, στην άποψη ότι όλες μπορούν να οδηγήσουν στον Θεό (εκπεφρασμένη μάλιστα από στόματα πατριαρχών και επισκόπων) και στην έναρξη επομένως της παρασκευής της παγκόσμιας Πανθρησκείας. Δεν δείχνουν όλα αυτά πράγματι καινούργια, δημοκρατικά και προοδευτικά, έναντι δογμάτων και Κανόνων που γράφτηκαν πριν από πολλούς αιώνες και που φαντάζουν πια αφόρητα συντηρητικοί, σκοταδιστικοί και απολύτως ξεπερασμένοι από το «φιλελεύθερο» πνεύμα της Νέας μας Εποχής; Δεν δείχνουν σαφέστατα πιο ελκυστικά και γοητευτικά εν τέλει;
Όσοι όμως γνωρίζουμε την αλήθεια (και παρά τα υπόλοιπα βαρύτατα πνευματικά χάλια μας), έχουμε καθήκον να αντιδρούμε απέναντι σε όλες αυτές τις κακοδοξίες (και τη «γοητεία» τους). Και να θυμίζουμε στους αδελφούς μας πως ανέκαθεν «ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν» ήταν πλατιά και ευχάριστη, πως πάντοτε η πλάνη φαινόταν νεωτερικά δροσερή και γοητευτική και πως οι μεγαλύτεροι αιρεσιάρχες (από τον Άρειο και εξής) ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, γοητευτικοί και «χαρισματικοί». Είναι αλήθεια άλλωστε ότι ο «άρχων της πλάνης» στολίζει και αυτός τους ακολούθους του με κάποια…«χαρίσματα».
Και απέναντι σε όσους τελούν υπό το κράτος αυτής της «γοητείας» και βρίσκουν από τη μια υγιείς και φρέσκιες τις νεοεποχίτικες κακοδοξίες (και κακοπραξίες) και από την άλλη αρρωστημένα, μουχλιασμένα και φανατικά τα απολύτως αυτονόητα και κατά γράμμα συμμορφούμενα σε όλη μας την πατερική θεολογία περί Παπισμού και άλλων αιρέσεων, αλλά και τα πασιφανή ως προς τη δήθεν ανάγκη για «εκκλησιαστικό εκσυγχρονισμό», εμείς ας έχουμε πάντοτε στον νου μας και ας απαντούμε με τη φράση του Κυρίου μας ότι «ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν…» (Ματθ. 5,17-19).
Όσο για τους «μεταπατερικούς» και «εκσυγχρονιστές» κληρικούς και θεολόγους των ζοφερών καιρών μας, αυτή την ολοένα και αυξανόμενη πράγματι ομάδα ανθρώπων, μπορεί να μιλούν για Χριστό και Ορθοδοξία, δεν κατορθώνουν όμως παρά να μας φέρνουν στον νου την προειδοποίηση του Αποστόλου Παύλου «ὅτι εἰσελεύσονται… λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν». Και δυστυχώς, με το κύρος που θεωρητικά τους προσδίδουν τα εκκλησιαστικά τους αξιώματα ή οι πανεπιστημιακές τους έδρες, αλλά και με τη συνήθη τους αγαπολογική (και…νανουριστική) μειλιχιότητα, κατορθώνουν να ξεγελούν και να παρασύρουν πολλούς πιστούς, σε μία εποχή που δυστυχώς ο λαός μας χαρακτηρίζεται από βαθιά άγνοια πάνω στα θέματα των δογμάτων της πίστης μας και που η ανάγκη επανευαγγελισμού του είναι επιτακτική. Και αντί αυτού, εκείνοι γίνονται υπαίτιοι ακόμη μεγαλύτερης ζημιάς, πνευματικού ολέθρου και απώλειας ψυχών.
Απέναντι σε όλη αυτή την κατάσταση, θα επαναλάβω ότι το επιτακτικό μας καθήκον είναι να αντιστεκόμαστε στην εξάπλωση της πλάνης και να παραμένουμε, όσο μπορούμε, απαρασάλευτοι στην πίστη μας. Και πάνω απ’ όλα βέβαια οφείλουμε να παρακαλάμε με πόνο τον Θεό να παρέχει σε όλους (και βεβαίως και σ’ εμάς) φωτισμό, οδούς μεταστροφής και πνεύμα ειλικρινούς μετανοίας. Αυτόν τον απότομο κατήφορο άλλωστε στον οποίο κατρακυλούμε πνευματικά, μόνο Εκείνος μπορεί να τον ανασχέσει…
Του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ιστορίας