.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Μία ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ πού εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχει!



Ἡ μεγάλη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴν περίοδο τοῦ κορονωϊοῦ εἶναι σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει. Οὐδεὶς ἐπίσκοπος στὶς τελευταῖες Ἐγκυκλίους ἀναφέρεται στὸν Οἰκουμενισμό, ἐλάχιστοι ἱερεῖς τολμοῦν νὰ ἀναφέρουν κάτι γιὰ τὴν αἵρεση καὶ ὁ λαός, ἀποίμαντος, μπερδεύει τὸν Οἰκουμενισμὸ μὲ τὸν κομμουνισμό, κατὰ τὴν μαρτυρία ἐπισκόπου.

Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν, λίγοι ἀντιμετωπίζουν τὸν Οἰκουμενισμὸ ὡς αἵρεση ποὺ μολύνει τὶς ψυχὲς καὶ ἀλλοιώνει τὰ κριτήρια καὶ τὴνὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, λιγότεροι ἐφαρμόζουν τὴν διδασκαλία καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅπως π.χ. αὐτῶν ποὺ ἑορτάσαμε τὸ μήνα Ἰανουάριο. 

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ πρώτη αἵρεση στὴν ἱστορία ποὺ δὲν ξεπήδησε ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ ἕναν ἱερωμένο ἢ τὴν ὁμάδα του, ἀλλὰ προετοιμάστηκε ἐπὶ δεκαετίες ἀπὸ ἐξωγενεῖς παράγοντες (τὴν Μασωνία, τὸν Σιωνισμό, τὸν Παπισμό, τὸν Προτεσταντισμό), οἱ ὁποῖοι κατάφεραν νὰ ἐλέγξουν στὴν ἀρχὴ μέρος τῆς ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἐπισκοποκεντρισμὸς καὶ ἡ ὑπακοὴ σὲ τέτοιους ποιμένες, προδότες τῆς Ἐκκλησίας -μὲ τὴν συμπορευομένη ἐκκοσμίκευση καὶ τὴν ἀδιαφορία τῶν πιστῶν- προετοίμασε τὸ κλίμα, ὥστε πλέον ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας νὰ “ἅγεται καὶ φέρεται” καὶ νὰ καθοδηγεῖται ‒ἄλλοτε ὑπογείως, ἄλλοτε φανερῶς‒ ἀπὸ ἐξωγενεῖς παράγοντες. 
Αὐτὴ τὴν ὁμηρία τῶν Ἐπισκόπων, μὲ ἔκπληξη διαπίστωσε μεγάλος μέρος τῶν πιστῶν στὶς μέρες μας μὲ τὸ κλείσιμο τῶν Ναῶν καὶ τὴν ἀμφισβήτηση ἀκόμα καὶ τῆς Θ. Κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τὴν δειλία ποὺ ἐπεδείχθη ἀπὸ ποιμένες καὶ ποιμαινομένους.

Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ λαὸς ἔχει ὑποστεῖ τόση προπαγάνδα κι ἔχει μείνει ἀκατήχητος σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἀκόμα καὶ σήμερα δὲν συνδέει τὴν κατάντια τῶν ρασοφόρων μὲ τὴν διαβρωτικὴ δράση τῶν Οἰκουμενιστῶν. Κι ἔτσι οἱ Οἰκουμενιστὲς συνεχίζουν ἀνενόχλητοι τὸ διαλυτικὸ τῆς Ἐκκλησίας ἔργο τους.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ σὲ ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ λάθη τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν ποὺ ἐπέτρεψαν στὸν Οἰκουμενισμὸ νὰ φτάσει μέχρι καὶ τὴν συγκρότηση Συνόδου στὴν Κρήτη, διὰ τῆς ὁποίας ἔδωσαν Συνοδικὴ ἔγκριση καὶ δικαίωση στὴν αἵρεσή τους.

Οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ξεκίνησαν μὲ δυνατὴ παρουσία μετὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Παύλου-Ἰωάννη στὴν Ἀθήνα. Ἡ ἐπίσκεψη αὐτὴ φάνηκε πὼς ξύπνησε τοὺς Ὀρθοδόξους, ὅπως ἀπέδειξε ἡ συσπείρωση τῶν πιστῶν καὶ ἡ ἐκ μέρους ἑκατοντάδων ἱερωμένων καὶ μοναχῶν ἀνάληψη πρωτοβουλιῶν (καθὼς ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία οὐσιαστικὰ ἀποδέχτηκε τὰ ἀνοίγματα αὐτὰ πρὸς τὸν Οἰκουμενισμό) γιὰ τὴν καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 
Ὑπενθύμισαν ὅτι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας σὲ παρόμοιες περιπτώσεις ἐμφανίσεως τῶν αἱρέσεων, διατύπωναν τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ποὺ οἱ αἱρετικοὶ ἀλλοίωναν, καὶ διαχώριζαν τὴν θέση ἀπὸ τοὺς ἐκείνους τοὺς ἐπισκόπους ποὺ αἱρέτιζαν.

Δυστυχῶς ὅμως τότε ἄρχισε νὰ φαίνεται ἡ φθορὰ ποὺ εἶχε ὑποστεῖ ἡ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τὶς ἐπὶ δεκαετίες πρακτικὲς καὶ διδασκαλίες ποὺ ἔντεχνα εἶχαν ὑποβάλει οἱ Οἰκουμενιστές. Ἔτσι ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζονται ἀπὸ πιστούς, ποὺ ἀνῆκαν στὸ χῶρο τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν, κάποιες διαφοροποιήσεις ὡς πρὸς τὴν μορφὴ τοῦ ἀγῶνος ἢ τὴν δογματική/ἐκκλησιολογικὴ τοποθέτηση ἔναντι τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖες δυσκόλευαν ἢ καὶ ματαίωναν τὸν ἀγώνα.

Μία μερίδα τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν θεώρησε ὅτι γιὰ νὰ προχωρήσουν σὲ διακοπὴ μνημοσύνου ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, πρέπει νὰ εἶναι πολλοὶ καὶ νὰ ἔχουν ἐπικεφαλὴς ἐπίσκοπο. Ἄλλοι τόνιζαν ὅτι πρέπει νὰ μὴν προχωρήσουμε σὲ ἀκραῖες ἐνέργειες, ἀλλὰ νὰ ἐνημερώνουμε πρὸς τὸ παρὸν τὸν λαὸ καὶ νὰ κάνουμε οἰκονομία «ἄχρι καιροῦ», χωρὶς νὰ ὁρίζουν πότε τελειώνει ὁ καιρὸς τῆς ἐνημέρωσης καὶ τῆς Οἰκονομίας. 
Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ἡ διακοπὴ κοινωνίας εἶναι σχίσμα. Κάποιοι δυσκόλεψαν ἀκόμα περισσότερο τὰ πράγματα, ἔστρεψαν τὴν προσοχή τους στοὺς Παλαιοημερολογίτες καὶ ἔλεγαν ὅτι πρέπει νὰ ἑνωθοῦμε μαζί τους, χωρὶς αὐτοὶ νὰ ἀποκηρύξουν τὸ σχίσμα. 
Κάποιοι δίδασκαν ὅτι ὄχι μόνο πρέπει νὰ διακόψουμε τὸ μνημόσυνο τὼν Οἰκουμενιστῶν, ἀλλὰ νὰ διακηρύξουμε ὅτι αὐτοὶ δὲν ἔχουν μυστήρια, ἔστω κι ἂν δὲν καταδικάστηκαν ἀπὸ Σύνοδο. Κάποιοι, τέλος, θεώρησαν ὅτι αὐτοὶ πρέπει νὰ ἔχουν τὴν ἀρχηγία τοῦ ἀγῶνος καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὑπῆρξαν συγκρούσεις μεταξὺ ἀγωνιστῶν, φανερὲς ἢ ὑπόγειες.

Ὅλα αὐτὰ γέμισαν ἀπογοήτευση τοὺς πιστοὺς ποὺ πῆραν μέρος στοὺς ἀγῶνες, ἀλλὰ καὶ ἱερωμένους ποὺ ἤθελαν νὰ ἀγωνιστοῦν, ἀλλὰ πρόσμεναν τὴν ἑνοποίηση τῶν προσπαθειῶν καὶ ἀντὶ ἑνότητος ἔβλεπαν ἀντιπαραθέσεις. Καὶ ἀπογοητευμένοι ἔμειναν στὴν ἄκρη τους, συνέχισαν νὰ κοινωνοῦν μὲ τὴν αἵρεση ἢ ἐντάχθηκαν σὲ μερίδες τῶν Γ.Ο.Χ.

Κάπως ἔτσι νομίζουμε πὼς ἔχουν τὰ πράγματα, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ ἀγώνας δὲν εὐωδόθηκε. 

Ὅμως ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἐδῶ καὶ ὅσοι ἔχουμε διαβάσει τὰ κείμενα τῶν Πατέρων, δὲν μποροῦμε νὰ ἡσυχάσουμε καὶ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν ἀγώνα, ἀσχέτως μὲ τὸ πόσοι καὶ ποιοί συμμετέχουν σ’ αὐτόν. Καὶ μακάρι, ὅσοι ἔχουν τὶς γνώσεις, τὶς ἐκκλησιαστικὲς θέσεις, τὸ κύρος νὰ θελήσουν νὰ κάνουν μιὰ πρόσκληση, ὅσο εἶναι ἀκόμα καιρός, ὥστε ἑνωμένοι ὅλοι καὶ ἀφήνοντας ἔξω τὰ δεύτερα, νὰ ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὴν Πίστη μας.

Στὴ συνέχεια θὰ παρουσιάσουμε κάποια ἁγιοπατερικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα μᾶς διδάσκουν τὸ δέον γενέσθαι στὴν περίοδο αὐτὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία δοκιμάζεται. Κείμενα ποὺ βοηθοῦν νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸν πραγματικὸ κίνδυνο ἐκ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 

Ἐλπίζουμε, ὅσοι ἔχουν ἐγκλωβιστεῖ σὲ ἐπισκοποκεντρικὲς θεωρίες, νὰ μὴν προσπεράσουν τὰ κείμενα αὐτὰ ἀβασάνιστα, νὰ τὰ ἐξετάσουν κάτω ἀπὸ τὶς νέες συνθῆκες ποὺ ἔχουν διαμορφωθεῖ. 

Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς:

«Φύγωμεν οὖν τοὺς τὰς πατρικάς ἐξηγήσεις μὴ παραδεχομένους ἀλλὰ παρ’ ἑαυτῶν πειρωμένους εἰσάγειν τὰ ἐναντία·… καὶ φύγωμεν μᾶλλον ἢ φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως. 
Ὁ μὲν γὰρ ἐνδακὼν τὸ σῶμα θανατοῖ πρόσκαιρα, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς χωρίσας· 
οἱ δὲ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὀδοῦσι χωρίζουσιν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστὶ θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς.

Φεύγωμεν οὖν τοὺς τοιούτους πάσῃ δυνάμει, καὶ προσφεύγωμεν τοῖς ὑποτιθεμένοις τὰ εὐσεβῆ καὶ σωτήρια, ὡς συνάδοντα ταῖς πατρικαῖς παραδόσεσι» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ΕΠΕ, 10,356).

Ἀλήθεια, πόσο ξεκάθαρη εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου! Νὰ φύγουμε μακριά, λέγει, ἀπὸ ὅσους δὲν δέχονται ἀκέραια ‒καὶ ὡς ἐκ τούτου διαστρέφουν‒ τὴν πίστη τῶν Πατέρων. Ἀκριβῶς δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ κάνουν δεκαετίες οἱ Οἰκουμενιστές. 
Κι ὄχι μόνο νὰ φεύγουμε μακριά τους, ἀλλὰ νὰ φεύγουμε μὲ φόβο, καὶ νὰ φεύγουμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη, ὅπως ἀπομακρυνόμαστε ὅταν ἀντικρίσουμε φίδι, μήπως ἐπηρεαστοῦμε ἀπὸ τὴν διδασκαλία τους καὶ χάσουμε τὴν ψυχή μας.

Πόσο ἀντίθετη εἶναι αὐτὴ ἡ διδασκαλία μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὴν στάση τῶν συγχρόνων ἐπισκόπων, ἱερέων καὶ γενικὰ ὅσων κοινωνοῦν μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ μᾶς προτρέπουν νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο, γιατὶ τάχα θὰ κάνουμε σχίσμα ἂν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές!

Ἡ αἵρεση δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ ἀντιπαρέλθουμε, ἐνδιαφερόμενοι ΜΟΝΟ γιὰ τὴν θεραπεία τῶν παθῶν, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀτομικὴ σωτηρίαμας, διότι αὐτὴ κατορθώνεται μόνο μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη. Κι ὅταν ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη ἀλλοιώνεται, ἔστω καὶ ἐλάχιστα (πόσο μᾶλλον ἂν ἀλλοιώνεται συστηματικὰ καὶ πολυχρόνια)· ὅταν ἀφήνεται νὰ μολύνεται ἀπὸ τὶς κακόδοξες διδασκαλίες καὶ πρακτικές, τὰ φρικτὰ ἀκούσματα καὶ θεάματα τῶν συνευρισκομένων σὲ συμπροσευχὲς μελῶν τῶν «ἀδελφῶν» Ἐκκλησιῶν· ὅταν, τέλος, ἀλλοιώνεται ἐπισήμως τὸ Δόγμα περὶ «Μίας» Ἐκκλησίας, τὸ Δόγμα περὶ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας ποὺ μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέχει, τότε ὑποβαθμίζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὅταν, λοιπόν, δὲν ἀκολουθοῦμε τοὺς Πατέρες ποὺ διδάσκουν τὴν ἄμεση ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, πόσο ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴ σωτηρία μας;

Ἀκολουθεῖ ἕνα σημαντικὸ κείμενο ἀπὸ τὰς «ΔΙΑΤΑΓΑΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ», ὅπου ἐκτὸς τῶν ἄλλων τονίζεται ἰδιαιτέρως ὁ μολυσμὸς ἐκ τῶν αἱρετικῶν:

«Εἰ μὴ δυνατὸν ἐν ἐκκλησίᾳ προϊέναι διὰ τοὺς ἀπίστους, κατ' οἶκον συνάξεις, ὦ ἐπίσκοπε, ἵνα μὴ εἰσέρχηται εὐσεβὴς εἰς ἐκκλησίαν ἀσεβῶν· οὐχ ὁ τόπος γὰρ τὸν ἄνθρωπον ἁγιάζει, ἀλλ' ὁ ἄνθρωπος τὸν τόπον. Ἐὰν δὲ ἀσεβεῖς κατέχωσιντὸν τόπον, φευκτέος ἔστω σοι διὰ τὸ βεβηλῶσθαι ὑπ' αὐτῶν· ὡς γὰρ οἱ ὅσιοι ἱερεῖς ἁγιάζουσιν, οὕτως οἱ ἐναγεῖς μιαίνουσιν. Εἰ δὲ μήτε ἐν οἴκῳ ἅμα μήτε ἐν ἐκκλησίᾳ συναθροισθῆναι δυνατόν, ἕκαστος παρ' ἑαυτῷ ψαλλέτω, ἀναγινωσκέτω, προσευχέσθω, ἢ καὶ ἅμα δύο ἢ τρεῖς· “Ὅπου γὰρ ἂν ὦσι, φησὶν ὁ Κύριος, δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν”. Πιστὸς μετὰ κατηχουμένου μήτε κατ' οἶκον προσευχέσθω· οὐ γὰρ δίκαιον τὸν μεμυημένον μετὰ τοῦ ἀμυήτου συμμολύνεσθαι. Εὐσεβὴς μετὰ αἱρετικοῦ μήτε κατ' οἶκον συμπροσευχέσθω· “Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;”. Πιστὸς ἢ πιστὴ δούλοις συναφθέντες ἢ ἀφιστάσθωσαν ἢ ἀποβαλλέσθωσαν». (ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΔΙΑ ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano Ariano): Book 8, chapter34, line 12 - chapter 35, line 4).

Ὁ ἅγ. Νικηφόρος:

«Ταῦτα ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων Νικηφόρος … παρεκάλει τῇ ζύμῃ μὴ συμφύρεσθαι τῶν αἱρετιζόντων, ἀπέτρεπεν ὡς ἰὸν καὶ ὡς κύημα ἐχιδνῶν τὰ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν ἀλλόφυλα προφεύγειν ἀμβλώματα. "οὐ γάρ", ἔλεγε, "σωματικὸν ἐπάγουσι μώλωπα φαρμάκοις ἰατρικῆς ὑπείκειν δυνάμενον· τοῖς τῆς ψυχῆς δὲ μυχοῖς ἐνιεῖσι τὸν κίνδυνον, τὴν ἐξ ἐπιπολῆς ἀναινόμενα μότωσιν…"» (Βίος ἁγίου Νικηφόρου Κων/πόλεως, ὑπὸ Ἰγνατίου, p. 166, l. 27 - p 167, l. 7).

Καὶ ὁ ἅγ. Ἐφραὶμ ὁ Σύρος:

«Μηδέποτε συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν· πάντα γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰσίν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι· δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίας καὶ κατανύξεως).

Ὁ Μ. Βασίλειος κάνει μιὰ οὐσιαστικὴ διάκριση, ποὺ οἱ διάφοροι «Γέροντες» ποὺ συμπλέουν μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ τὴν κρύβουν. Γράφει πὼς ἡ μεγαλύτερη βλάβη προέρχεται ὄχι τόσο ἀπὸ κάποιες ἁμαρτίες ἠθικῆς ὑφῆς, ὅσο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως, τῆς κατὰ πρόσωπον δηλαδὴ ἐναντιώσεως πρὸς τὸν Θεὸν τῶν κακοδοξούντων: «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;» (Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις κʹ).

Ὅπως λοιπόν, οἱ ψυχικὰ μολυσμένοι μᾶς ἐπηρεάζουν καὶ μᾶς μολύνουν, ἔτσι καὶ οἱ ψυχικὰ ὑγιεῖς, οἱ κατὰ Θεὸν πορευόμενοι καὶ τὶς Ἐντολὲς τηροῦντες, οἱ ἅγιοι, μᾶς παιδαγωγοῦν, μᾶς καθοδηγοῦν καὶ μᾶς ἁγιάζουν, ὅπως στὸ βίο ἄλλου ἁγίου διαβάζουμε: «Εἰ δέ τις σχήματι ἢ λόγοις τὸν Χριστὸν φιλοσοφεῖ, μὴ προσέχετε αὐτῷ. …Εἴ τις εὑρεθῇ πόθῳ τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ ἐργαζόμενος καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ συμφωνῇ τοῖς ἀγαθοῖς αὐτοῦ λόγοις, πάντοτε ἔχων καρδίαν συντετριμμένην κατευτελίζει ἑαυτὸν νυκτὸς καὶ ἡμέρας. Καὶ ὁ τοιαῦτα ποιῶν, οὗτος ἐν ἀληθείᾳ στήκει, καὶ τῷ τοιούτῳ προσκολληθήσεσθε καὶ ὡς πατέρα καὶ διδάσκαλον καὶ ἀδελφόν …ἑαυτοῖς προσλαμβανώμεθα… Ὁ γὰρ κολλώμενος ἁγίοις ἁγιασθήσεται. Καὶ πάλιν· “Μετὰ ἀνδρὸς θυμώδους μὴ συναυλίζου, μήποτε μάθῃς τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ λάβῃς βρόχους τῇ ψυχῇ σου”· “φθείρουσι γὰρ ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”. Ἐὰν δὲ προσκολλᾶσαι, τῷ ἀγαθῷ καὶ συνετῷ προσκολλοῦ» (Callinicus Biogr., ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΥΠΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΡΟΥΦΙΝΙΑΝΑΙΣ).

Ἄλλη μιὰ παράμετρο τῆς κοινωνίας μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μᾶς τονίζει ὁ Μ. Βασίλειος. Λέγει ὅτι ὁ συμφυρμὸς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ ἀδιαφορία στὰ θέματα ἐπικοινωνίας μαζί τους «μᾶς στερεῖ τὴν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ»:

«Διὰ τοῦτο παρακαλοῦμεν ...νὰ ἀπέχετε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀφοῦ γνωρίζετε ὅτι ἡ εἰς αὐτὰ ἀδιαφορία μᾶς στερεῖ τὴν παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ» [Ταῦτα οὖν παρακαλοῦμεν ...τῆς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς κοινωνίας ὑμᾶς ἀπέχεσθαι, εἰδότας ὅτι τὸ ἐν τούτοις ἀδιαφορεῖν τὴν ἐπὶ Χριστοῦ παρρησίαν ἡμῶν ἀφαιρεῖται] (Οὐρβικίῳ μονάζοντι, ἐπιστ. σξβ΄).

«Μὴ οὖν καθεσθῆτε μετὰ συνεδρίου ματαιότητος αὐτῶν, καὶ μὴ ἰχνηλατήσητε τρίβον διανοίας αὐτῶν. Οὐ διαφέρει γὰρ δαίμονι συνοικῆσαι, ἢ μετὰ ἀποστάτου ἀνδρὸς παρανόμου· ἐφορκιζόμενος γὰρ ὁ δαίμων, ὑποσταλεὶς φεύξεται, μὴ ἰσχύων μεῖναι ἔνθα Χριστὸς κατ' αὐτοῦ ὀνομάζεται» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Τοῦ ὁσίου Ἐφραῒμ διαθήκη).

Καὶ ἡ πασίγνωστη διδασκαλία τοῦ ἁγ. Φωτίου, ἀλλὰ καὶ ἄλλων Ἁγίων:

«Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἂν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τὴν κοινωνίαν αὐτοῦ καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν ὁμιλίαν ὡς ἰὸν ὄφεως· …φεύγειν οὖν παντὶ σθένει διὰ ταῦτα προσήκει τοὺς τοιούτους» (Μεγας Φωτιος, ΕΠΕ 12, 400,31).

Καὶ τέλος, τὴν ἴδια στάση κράτησε καὶ ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής· ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸ Παλάτι ἐξαιτίας τῆς αἱρέσεως τῶν Μονοθελητῶν γιὰ νὰ μὴν ἔχη καμμία ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς (ἡ αἵρεση τότε, δὲν εἶχε ἀκόμα καταδικαστεῖ, καὶ ἄρα οἱ Ἐπίσκοποι ἦσαν ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ, ὅπως σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές)! Τὴν ἐπικοινωνία δὲ αὐτὴ τὴν ἐθεωροῦσε μολυσμό τῆς ψυχῆς του. Γράφει ὁ βιογράφος του «καταλείπει μὲν ἅπαντα, ψυχῆς ὥσπερ κοίνωσιν (μολυσμό) τὸ τοῖς τοιούτους ἀνεστράφθαι οἰόμενος».

Τοῦ Παναγιώτη Σημάτη