.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Επισκέψεις της θείας χάριτος...

Επισκέψεις της θείας χάριτος, μπορεί να δεχτεί ακόμη και άνθρωπος που δε βρίσκεται ούτε στο στάδιο της κάθαρσης, ακόμη κι ένας εγκληματίας...

Πρόκειται κατ’ ουσίαν για προσκλήσεις από το Θεό. Αν ο άνθρωπος ανταποκριθεί, τότε βιώνει τη συγκλονιστική κατάσταση της μετάνοιας...

''ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ' ἐμοῦ...'' ~ Αποκάλυψη του Ιωάννη, κεφάλαιο 3, 20



Ἀξιώματα καὶ ἀνθρώπινη δόξα

Ἀπορῶ, πώς μερικοί δίνουν τόση σημασία στὴν ἀνθρώπινη δόξα καὶ ὄχι στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς περιμένει, ὅταν «τῶν ἀνθρώπων τὴν δόξαν φύγωμεν». 

Σὲ τί θὰ μᾶς ὠφελήση, ἄν ἀποκτήσουμε καὶ τὸ πιὸ μεγάλο ἀξίωμα ποὺ ὑπάρχει καὶ μᾶς ἐγκωμιάζη ὅλος ὁ κόσμος; Θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸν Παράδεισο τὰ ἐγκώμια τοῦ κόσμου ἤ θὰ μᾶς ὠθήσουν στὴν κόλαση; 

Τί εἶπε ὁ Χριστός; «Δόξαν παρά ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω». Σὲ τί θὰ μὲ ὠφελοῦσε ἄν μποροῦσα νὰ γίνω ἀπὸ μοναχός ἱερομόναχος, δεσπότης, πατριάρχης; 

Θὰ μὲ βοηθοῦσαν τὰ ἀξιώματα νὰ σωθῶ ἤ θὰ ἦταν μεγάλο βάρος σὲ ἕναν ἀδύνατο Παΐσιο καὶ θὰ μὲ γκρέμιζαν στὴν κόλαση; 

Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ζωή, μποροῦσε νὰ δικαιολογηθῆ μία τέτοια ἀνοησία. Ἕνας ὅμως ποὺ ἐπιδιώκει τὴν σωτηριά τῆς ψυχῆς τοῦ ὅλα τὰ βλέπει «σκύβαλα» καὶ δὲν ἐπιδιώκει ἀξιώματα.

Ὁ Μωυσῆς, πάρ΄ ὅλο ποὺ ἦταν ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό νὰ ἐλευθερώση τὸν λαό τοῦ Ἰσραήλ, δὲν ἀξιώθηκε νὰ πάη στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, γιατί ἔφθασε σὲ σημεῖο νὰ ἀγανακτήση κατὰ τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ λαοῦ. 

Ζοῦσε συνέχεια μέσα στὴν γκρίνια τοῦ λαοῦ καὶ μία φορά ἀγανάκτησε. «Μοῦ ζητοῦν νερό, εἶπε. 

Ποῦ νὰ τούς βρῶ νερό;». Μά πρίν ἀπὸ λίγο χτύπησες τὴν πέτρα καὶ ἔβγαλες νερό καὶ τούς ἔδωσες!

Δύσκολο ἦταν; Ἀλλά εἶχε μπλέξει μὲ τὰ θέματα, μὲ τὶς ὑποθέσεις τοῦ λαοῦ καὶ ξέχασε πόσο νερό εἶχε βγάλει νωρίτερα, καὶ ἀπὸ τὶς πολλές σκοτοῦρες ποὺ εἶχε, δὲν τὸ κατάλαβε, γιὰ νὰ ζητήση συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἄν ζητοῦσε συγχώρεση, θὰ τὸν συγχωροῦσε ὁ Θεός.

Τὸ νὰ μήν πάη στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας ἦταν ἕνας μικρός κανόνας ἀπὸ τὸν Θεό, ἕνα ἐπιτίμιο γιὰ τὴν ἀγανάκτησή του. Φυσικά ὁ Θεὸς τὸν πῆρε στὸν Παράδεισο καὶ τὸν τίμησε μὲ τὸ νὰ τὸν στείλη μαζί μὲ τὸν Προφήτη Ἠλία στὸ Ὅρος Θαβώρ, στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. 

Ὅλα αὐτὰ βοηθοῦν νὰ καταλάβουμε πόσο μεγάλο ἐμπόδιο γίνεται τὸ ἀξίωμα μὲ τὶς εὐθύνες γιὰ τὴν πορεία ἑνός Χριστιανοῦ πρὸς τὸν Παράδεισο.

Μερικοί, ἐνῶ ἐσωτερικά καὶ ἐξωτερικά θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅλο χαρά, γιατί οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ κάθε εὐθύνη, ἀντιθέτως ἐπιδιώκουν εὐθύνες καὶ ἀξιώματα, καὶ ὅταν δὲν τούς δίνωνται, τσιγαρίζονται καὶ φθείρουν καὶ τὴν ψυχή τους καὶ τὸ σῶμα τους, τὸν ναό τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. 

Ἐνῶ ὁ Χριστός τούς ἑτοιμάζει τὴν οὐράνια δόξα, αὐτοί θέλουν νὰ περάσουν στὸν Παράδεισο διά μέσο τῆς δόξης τῶν ἀνθρώπων.

Ἴσως ὅμως μου ποῦν μερικοί: «Γιατί ἄλλοι δοξάζονται καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους, δοξάζονται μετά καὶ ἀπὸ τὸν Θεό;» Στὴν οὐσία κανεὶς δὲν θὰ δοξασθῆ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν θέλη τὴν ἀνθρώπινη δόξα. 

Νὰ μήν ἐπιδιώκη ποτέ κανεὶς μόνος του εὐθύνες.

Ὅταν τὸν ἀπαλλάσσουν ἀπὸ εὐθύνες, θὰ πρέπη νὰ χαίρεται, γιατί κανονικά θὰ ἔπρεπε νὰ στενοχωριέται γιὰ τὶς εὐθύνες ποὺ εἶχε. Ἄν δὲν χαίρεται, σημαίνει ὅτι ὑπάρχει μέσα τοῦ ὕπουλα ἡ ὑπερηφάνεα. 

Νὰ μήν ἐπιδιώκουμε ποτέ ἀξιώματα, γιὰ νὰ δοξασθοῦμε ἀπὸ αὐτά, γιατί αὐτὸ φανερώνει ἀρρώστια προχωρημένη. 

Δείχνει ὅτι βαδίζουμε ἀρρωστημένα ἄλλο δρόμο ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς ταπεινοφροσύνης ποὺ βάδισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ ἔφθασαν στὸν Παράδεισο.

Ἔχουμε πλῆθος Ἁγίων Πατέρων ποὺ ἀπέφευγαν τὶς εὐθύνες∙ ἡγουμενίες, ἱερωσύνη καὶ ἀρχιερωσύνη. 

Ἄλλοι ἔκοβαν τὰ χέρια, ἄλλοι τὶς μύτες, ἄλλοι τὰ αὐτιά καὶ ἄλλοι τὶς γλῶσσες, γιὰ νὰ μήν εἶναι ἀρτιμελεῖς καὶ τούς χειροτονήσουν. 

Ἄλλους τούς ξεσκέπαζαν τὶς καλύβες καὶ τούς χειροτονοῦσαν ἀπὸ πάνω, ἄλλους τούς χειροτονοῦσαν ἀπὸ μακριά, ὅπως τὸν Ἅγιο Ἀμφιλόχιο. 

Ἐνῶ εἶχαν μόρφωση καὶ ἁγιότητα, ἐπειδή ὅμως εἶχαν νιώσει τὴν μεγάλη ἀξία τῆς ψυχῆς, καθώς καὶ τὸ μεγάλο βάρος τῶν εὐθυνῶν, ποὺ γίνεται μεγάλο ἐμπόδιο γιὰ νὰ σωθῆ ὁ ἄνθρωπος, 

Γι’ αὐτὸ τὶς ἀπέφευγαν. Αὐτοί βρῆκαν τὸν κανονικό δρόμο.

Καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος μερικοί θεωροῦν τὴν ἱερωσύνη ἐμπόδιο στὴν πνευματική ζωή, γιατί ἐκτός τῶν ἄλλων ὑποχρεώσεων εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ πᾶνε, ὅταν ἔρθη ἕνας δεσπότης, ἤ νὰ πᾶνε στὰ πανηγύρια –πνευματικά βέβαια πανηγύρια, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ δὲν ἀναπαύουν. 

Ὅταν ἤμουν στὸ Κοινόβιο, γνώρισα ἕναν διάκο ποὺ γέρασε καὶ πέθανε διάκος. 

Ὅταν ἦταν ἀκόμη νέος μοναχός, τὸ Μοναστήρι εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ διάκο καὶ τὸν χειροτόνησαν. 

Ἀργότερα ἦρθαν νεώτεροι. 

Οἱ νεώτεροι ἔγιναν διάκοι καὶ ἱερεῖς, καὶ ἐκεῖνος ἔδινε συνέχεια τὴν σειρά του στούς ἄλλους καὶ παρέμενε διάκος.

Ὅταν τοῦ ἔλεγαν νὰ γίνη ἱερεύς, ἔλεγε: 

«Τώρα δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸ Μοναστήρι. Δόξα τῷ Θεῶ, ὑπάρχουν οἱ νεώτεροι ἀδελφοί». 

Τὸν ἔβαλαν στὸ γραφεῖο. 

Ὅταν ἦρθαν μορφωμένοι στὸ Μοναστήρι, παρακάλεσε καὶ ἔφυγε καὶ ἀπὸ τὸ γραφεῖο. 

Ὅταν τὸ Μοναστήρι περνοῦσε μία δυσκολία, παρακάλεσε αὐτός ὸ εὐλαβής διάκος ἕναν ἱερέα ἐνάρετο νὰ ἀναλάβη τὴν ἡγουμενία. 

Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: 

«Πῶς ἐσύ ἀποφεύγεις τὶς εὐθύνες καὶ τὶς φορτώνεις σ΄ ἐμένα; Γίνε ἐσύ προϊστὰμενος, γιὰ νὰ γίνω καὶ ἐγώ ἡγούμενος».

Ἔτσι ἔγινε ὁ ἕνας ἡγούμενος καὶ ὁ ἄλλος προϊστὰμενος. 

Ὅταν τακτοποιήθηκαν τὰ πράγματα καὶ πήγαινε καλά τὸ Μοναστήρι, παραιτήθηκε πάλι ἀπὸ προϊστὰμενος. 

Πολύ μὲ βοήθησε αὐτός ὁ διάκος∙ εἶχε πολλή Χάρη Θεοῦ. Αὐτόν καλοῦσαν γιὰ τὰ δύσκολα θέματα στὴν Ἱερά Κοινότητα νὰ πῆ τὴν φωτισμένη τοῦ γνώμη. 

– Τί φταίει, Γέροντα, ὅταν πνευματικοί ἄνθρωποι, ἐνῶ δὲν ἀγαποῦν τὰ χρήματα, ἐπιδιώκουν ὅμως τὴν δόξα;

Ἰσχύει αὐτὸ ποῦ ἔλεγαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες: 

«Πολλοί ἐμίσησαν τὸν πλοῦτον, τὴν δόξαν οὐδείς»;

– Τὸ κεφάλι τὸ ἄδειο φταίει! Αὐτή εἶναι κενή δόξα. 

Τὸ «πολλοί ἐμίσησαν τὸν πλοῦτον…» εἶναι κοσμική νοοτροπία∙ δὲν χωράει στὴν πνευματική ζωή. 

Αὐτὰ τὰ ἔλεγαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες ποὺ δὲν γνώριζαν τὸν ἀληθινό Θεό. 

Στὴν πνευματική ζωή ἡ δόξα πρέπει νὰ ἐξαφανισθῆ. 

Μεγαλύτερη ἀτιμία ἀπὸ αὐτή ποῦ ὑπέφερε ὁ Χριστός ὑπέφερε κανείς; 

Οἱ Πατέρες τὴν ἀτιμία ζητοῦσαν καὶ τούς τιμοῦσε ὁ Θεός. Αὐτοί ἀκόμη στὸ κοσμικό στὰδιο βρίσκονται. Ποδόσφαιρο παίζουν. ΠΑΟΚ‐ΑΕΚ‐ΔΟΞΑ! 

Ἡ δόξα ποὺ ἀναφέρει στὸ Εὐαγγέλιο ἔχει ἀγάπη καὶ ταπείνωση. «Δόξασόν σου τὸν υἱόν, λέει, ἴνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάση σὲ… αὐτή δέ ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἴνα γινώσκωσι σὲ τὸν μόνον ἀληθινόν Θεόν». 

Ζητοῦσε δηλαδή ὁ Χριστός ἀπὸ τὸν Θεό νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν Λυτρωτή τους, γιὰ νὰ σωθοῦν. Σήμερα οἱ περισσότεροι ἐνδιαφέρονται πῶς νὰ ἀποκτήσουν ἀπὸ παντοῦ δόξα. 

Δόξα ἀπὸ ΄δῶ, δόξα ἀπὸ ΄κεῖ, καὶ τελικά καταλήγουν σὲ… λόξα ἀπὸ ΄δῶ, λόξα ἀπὸ ΄κεῖ. Αὐτὸ εἶναι ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: «Δόξαν παρά ἀλλήλων λαμβάνοντες», «πλανῶντες καὶ πλανώμενοι». 

Μὲ κάτι τέτοια μου ἔρχεται νὰ κάνω ἐμετό. Σὲ τέτοια ἀτμόσφαιρα δὲν μπορῶ νὰ ζήσω οὔτε εἴκοσι τέσσερις ὧρες.

Οἱ εὐθύνες εἶναι μεγάλο ἐμπόδιο στὴν πνευματική ζωή. Ὅσοι θέλουν νὰ κάνουν δουλειά πνευματική ἀποφεύγουν τὶς εὐθύνες. 

Συνήθως δὲν βλέπει κανεὶς καλό τέλος σ΄ αὐτούς ποὺ ἐπιδιώκουν ἀξιώματα καὶ προϊσταμενίες. Μπαίνει τὸ προσωπικό στοιχεῖο, ὁ ἐγωισμός, καὶ μετά συγκρούονται καὶ μαλώνουν μεταξύ τους οἱ προϊστὰμενοι, ἐπειδή ὑπάρχει καὶ στὸν ἕνα καὶ στὸν ἄλλο προϊστὰμενο ὁ ἐγωισμός.

Ὅσοι ὅμως ἀγωνίζονται φιλότιμα καὶ δὲν ἀναπαύουν τὸν ἑαυτό τους καὶ βγάζουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὴν κάθε ἐνέργειά τους βοηθᾶνε πολύ θετικά, γιατί τότε μόνον ἀναπαύονται οἱ ψυχές ποὺ ἔχουν ἀνάγκη βοηθείας καὶ τότε μόνο θὰ ἀναπαυθῆ ἐσωτερικά ἡ ψυχή τους καὶ σ΄ αὐτήν τὴν ζωή καὶ στὴν αἰώνια.

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, παλιά, ἔφευγαν στὴν ἔρημο πρῶτα καὶ ἐρημώνονταν ἀπὸ τὰ πάθη τους μὲ τὸν ἀγώνα τους. 

Χωρίς σχέδια καὶ προγράμματα δικά τους ἀφήνονταν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέφευγαν τὰ ἀξιώματα καὶ τὴν ἐξουσία, ἀκόμη καὶ ὅταν ἔφθαναν σὲ μέτρα ἁγιότητος –ἐκτός ἄν ἡ Μητέρα Ἐκκλησία εἶχε ἀνάγκη, ὅποτε ἔκαναν ὑπακοή στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ δοξαζόταν τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἁγία τους ζωή. 

Γίνονταν δηλαδή πνευματικοί αἱμοδότες, ἀφοῦ ἀποκτοῦσαν καλή κατάσταση πνευματικῆς ὑγείας στὴν ἔρημο, μὲ τὴν καλή πνευματική τροφή καὶ τὴν ἄγρυπνη πατερική παρακολούθηση.

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη» σελ. 175 ‐ 177



Παναγία μου, σε παρακαλώ, Φώτισε το σκοτάδι της ψυχής μου...

Παναγία μου, σε παρακαλώ, διώξε απο την ψυχή μου κάθε λογισμό υπερηφάνειας. 
Φώτισε το σκοτάδι της ψυχής μου να δω ποιός είμαι στα αλήθεια...
Να δω οτι είμαι ο τελευταίος των ανθρώπων, να μην υπερηφανεύομαι όταν με επαινούν να μην στεναχωριέμαι όταν με βρίζουν, όταν με κατηγορούν...

Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου




ΛΕΝΕ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ: ΕΓΙΝΕ ΑΡΣΙ ΤΩΝ ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ;


Άρσις Αναθέματος

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Β΄(+)

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Η πράξις της άρσεως του αφορισμού εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχου ουδεμίαν ισχύν έχει δια την Οικουμενικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν. Ο αφορισμός της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ως αιρετικής τυγχάνει πράξις πανορθόδοξος, ως επικυρωθείσα κατά τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας παρά πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών, και επομένως ούτος μόνον δια Συνόδου Πανορθοδόξου δύναται να αρθή. 

Θρίαμβον εξήγγειλαν εκατέρωθεν δύο Εκκλησίαι του Χριστού. Εδόξασαν Αυτόν, ότι ειρήνη ευαγγελίζεται και τα διεστώτα συνάπτονται, ότι εν κόπω μεν και μόχθω τον παρελθόντα χρόνον ήνοιξαν οι αρχηγοί των ούτοι παράθυρον, δι’ ου εισεχώρησεν η συνδιαλλαγή και η ενότης, αλλ’ επ’ εσχάτων ήνοιξαν πλέον διάπλατα την ευρύχωρον «πύλην», δι’ ης οι εισερχόμενοι εντάσσονται εις την μάνδραν του Κυρίου την εν Ρώμη και σώζονται εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Και ούτοι μεν ταύτα ονειροπολούσιν. Ο επιβλέπων όμως επί την Εκκλησίαν Του, ην περιεποιήσατο δια του τιμίου Αυτού αίματος Κύριος, ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς και ο Κύριος εκμυκτηριεί αυτούς, ότι εντάλματα και κατασκευάσματα άνθρώπων απεργάζονται και ανεμώλια κρίνουσι και δυσφημίζουσι τας πράξεις αυτών.

Αίρουν αι δύο του Κυρίου Εκκλησίαι, Ρώμης και Κων/πόλεως, τα γνωστά αναθέματα. Ο κόσμος κατεπλάγη δια την τόλμην και αι επί τούτω ναρκισσευόμεναι Εκκλησίαι ασπάζονται αλλήλας και τον έπαινον του πληρώματος αυτών επικαλούνται και προσδοκώσιν. Αλλ’ ο κατοικών εν ουρανοίς Κύριος εκγαλέσεται αυτούς και εκμυκτηριεί αυτούς.

Και όντως μυκτηρισμού και γέλωτος άξια και των ηθοποιών του θεάτρου τα τεχνάσματα. Εξαλείφονται, ως να είναι γεγραμμένα δια κιμωλίας επί πίνακος, αμφότερα τα φρικτά αναθέματα. Τελεταί και πανηγύρεις διοργανούνται, ίνα διατυμπανισθή ανά τον κόσμον ο μέγας και πρωτοφανής άθλος αμφοτέρων των Εκκησιών, αίτινες απετόλμησαν θρασέως την επίψογον πράξιν, την οποίαν αιώνες προσεπεκύρωσαν. Και ότι τ’ ανωτέρω γράφοντες, την αλήθειαν λέγομεν και προς συνέτισιν των ανιέρως ενεργησάντων επειγόμεθα, ο λόγος θέλει δείξει.

Ως διασταυρούμενα ξίφη ορμητικών ξιφομάχων, οι γνωστοί δύο αναθεματισμοί εκρατούντο υπέρ τας κεφαλάς αμφοτέρων των Εκκλησιών. Ουδετέρα τούτων ετόλμα να θίξη αυτούς. Η μεν Ρωμαιοκαθολική, ως ένοχος του πραξικοπήματος εσιώπα, η δε Ορθόδοξος Εκκλησία την απάντησιν αυτής εν τοις αδύτοις εφύλασσεν, ίνα μη το πλήρωμα αυτής επί πλέον λυπήται και σκανδαλίζηται. Αλλ’ ιδού προϊστάμενος Εκκλησίας Θεού ζώντος, στύλου και εδραιώματος της αληθείας, πρώτος ορμά και παρασσύρει τον κυρίως ένοχον της εσχάτης ταύτης βλασφημίας, ίνα απαλλάξη αυτόν της θανασίμου αμαρτίας του φρικτού αφορισμού εναντίον της ασπίλου νύμφης, της Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας. Ως δικολάβος, δυστυχώς, αναλαμβάνει το έργον τούτο και εξάγγελος δήθεν αγάπης εν Χριστώ, παρασύρει την Εκκλησίαν του εις πράξιν άθεσμον και αντικανονικήν. Ανασύρει ο Ρωμαιοκαθολικισμός εκ των θησαυρών αυτού το επαίσχυντον έγγραφον του γνωστού αφορισμού και μετά ψαλμωδιών και λειτουργιών αφανίζει αυτό. Και ούτω πράττων «δοκεί λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ». Αλλ’ ο δρασσόμενος όμως τους σοφούς εν τη πανουργία αυτών Κύριος, ο γινώσκων «τους διαλογισμούς των σοφών, ότι εισί μάταιοι, ίνα μηδείς καυχάται εν ανθρώποις» (Α΄Κορινθ. 3, 19 και εξής), τον θρίαμβον αυτών εις αισχύνην μετατρέπει και την γυμνότητα αυτών εν τη ομολογία της πίστεως αποκαλύπτει.

Διότι τι απεκάλυψεν εις τον κόσμον δια της πράξεώς του ταύτης ο Ρωμαικαθολικισμός; Απεκάλυψεν εαυτόν ψευδόμενον επί αιώνας εναντίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, βλάσφημον εναντίον αυτής, γονυπετούντα, λογοδοτούντα ενώπιον αυτής και ζητούντα, τρόπον τινά, έλεος επί τω τολμήματι, υγραίνει τον σπόγγον και απαλείφει τους φρικτούς, αλλά γεννήματι εχιδνών, αφορισμούς και αναθέματα κατά της ασπίλου ημών Εκκλησίας και ομολογεί ανά τον πιστόν και άπιστον κόσμον, ότι λάμπει και ασκίαστος είναι της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο ορίζων. Ευρίσκει τώρα κενόν το κατ’ αυτής οπλοστάσιον και υποκλίνεται δουλικώς και ομολογεί, ότι δια την Εκκησίαν την Ορθόδοξον «ο Χριστός χθες και σήμερον είναι ο αυτός και εις τους αιώνας», μη αλλοιωθείς το παράπαν και διατελών εσαεί δι’ αυτήν ως το όνομα το υπέρ παν όνομα, εν τω οποίω «παν γόνυ κάμψει, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται, ότι Κύριος Ιησούς εις τους αιώνας» (Φιλιππησ. 2, 10).

Αδελφοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, επί αιώνας ήδη υφίστασθε και έτι και νυν υφίστασθε, κρίμασιν οίς οίδε Κύριος, διωγμούς μέχρις αίματος παρ’ ομοθρήσκων, δυτυχώς, αντιχριστιανικώς φθονούντων, δια την εν Χριστώ παρρησίαν ημών των Ορθοδόξων, την παρρησίαν, ην προς Αυτόν έχομεν ως αμοιβήν της καλής ημών Ορθοδόξου ομολογίας, δια την οποίαν εδιώχθημεν και διωκόμεθα μέχρις αίματος, παρ’ εκείνων όσοι, τυπτόμενοι την συνείδησιν, ότι εξέβαλον και εκβάλλουσι το όνομα ημών ως πονηρόν έμπροσθεν των ανθρώπων, πάση σατανική μηχανή τον αφανισμόν ημών ευχαρίστως επεζήτησαν ανά τους αιώνας.

Αλλ’ ας επανέλθωμεν. Ταύτα κατεσκευάσθησαν κατ’ αυτούς, αδόκιμον νουν έχοντας και μη συναισθανθέντας, ότι τον όλεθρον αυτών δια της πράξεως αυτών, της άρσεως δηλαδή του αφορισμού, απεργάζονται. Άράγε όμως ομολογούσι την θεήλατον συμφοράν των; Αλλά διατί να αμφιβάλλωμεν περί τούτου; Ήδη εκαθαρίσθη δια της Ορθοδοξίας ημών ο θρησκευτικός ορίζων. Δεν είναι πλέον δια την Χριστιανικήν Δύσιν τα θεόρρητα Πατερικά ημών συγγράμματα graeca sunt non leguntur, αλλ’ αντικείμενον ευσεβούς και εμβριθούς μελέτης. «Ουκ άξια, γράφει ο Απόστολος, τα παθήματα του νυν καιρού (αλλά και του παρελθόντος) προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι» (Ρωμ. η΄ 18). Δια την πολλήν ταύτην άθλησιν, ην υπεμείναμεν και ίσως υπομένομεν έτι δια τας άλλας αμαρτίας ημών, προσδοκώμεν και αναμένομεν παραψυχήν, αρκεί εμπράκτως να αποδείξωμεν και ενεργώς την Ορθόδοξον ημών πίστιν.

Και τώρα έχομεν παν δικαίωμα να υποβάλωμεν ερωτήσεις τινάς προς τους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Θα τολμήσουν άράγε εις το εξής να αποκαλούν ημάς σχισματικούς η αιρετικούς; Θα εξακολουθούν άράγε να αποστέλλουν προς ημάς, δια προπαγάνδαν, τους εσχάτως μάλιστα δια της Βατικανείου Συνόδου αναδιοργανωθέντας ιεραποστόλυος των; Θα έχουν το θράσος να εγείρουν Εκκλησίας και φιλανθρωπικά ιδρύματα εις την χώραν μας, έχοντα αποκλειστικόν σκοπόν την δωροδοκίαν δια της φιλανθρωπίας προς σαγήνευσιν Ορθοδόξων; Θα τολμούν εις το εξής, εφ’ όσον αναγνωρίζουν ήδη δι’ επισημοτάτης πράξεως, ότι έχομεν αναμφισβήτητον το Ορθόδοξον φρόνημα, να μας στέλλουν, δήθεν ιερείς, μετεμφιεσμένους ως υποκριτάς εν θεάτρω με στολάς Ορθοδόξων ιερέων, οι οποίοι να τελούν λειτουργίας, εν αις να μνημονεύηται ο Πάπας; Θα επιχειρήσουν και πάλι να υποστηρίζουν τα περίφημα κινήματά των προς διάλογον, προς ένωσιν η ενότητα; Θα εξακολουθήσουν κατέχοντες εξ αρπαγής προγονικούς θησαυρούς μας, εκ των οποίων εσχάτως εν είδει ελεημοσύνης μας παρεχώρησαν μερικούς; Και θα εποφθαλμιούν την κατοχήν και αυτής της Αγίας Σοφίας και του εν Εφέσω Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και των επτά Εκκλησιών της Αποκαλύψεως; Θα εξακολουθήσουν διαβάλλοντες το έθνος ημών προς τον πεπολιτισμένον κόσμον ως αμαθή, θρησκόληπτον και φανατικόν; Θα θελήσουν, επί τέλους, να μας αναγνωρίσουν ως δούλους του Θεού, συμμορφούμενοι με την εντολήν του ιδιαιτέρως παρ’ αυτών τιμωμένου Αποστόλου Παύλου, του μετ’ αγανακτήσεως ερωτώντος αυτούς, «Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην; τω ιδίω Κυρίω στήκει η πίπτει. Σταθήσεται δε· δυνατός γαρ εστιν ο Θεός στήσαι αυτόν» (Ρωμ. ιδ΄ 4).

Αλλά, δια να συντομεύσωμεν τον λόγον, θα ερωτήσωμεν αυτούς έτι, αφού μας ανεγνώρισαν Ορθοδόξους (καίτοι δεν είχομεν και ανάγκην τοιαύτης αναγνωρίσεως), διατί έρχονται προς ημάς, ως λέγει ο Κύριος, εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δε εισι λύκοι άρπαγες, ενεδρεύοντες τα γνήσια του Κυρίου ποίμνια; Αλλ’ έστι δίκης οφθαλμός, ως έλεγον οι πορόγονοί μας. Κλίνομεν το γόνυ και εξοομολογούμενοι ως αμαρτωλοί και ημείς, δοξολογούμεν τον Κύριον δια την εν ταις ημέραις ημών γενομένην υπέρ ημών θαυμασίαν αλλοίωσιν της δεξιάς Του, ότι τας καθ’ ημών παγίδας του εχθρού συνέτριψεν ανεπανορθώτως και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν, «ουκ αφήσας την ράβδον των αμαρτωλών επί τον κλήρον των δικαίων», κατά τον ψαλμωδόν.

Ήδη ανοίγομεν τας αγκάλς ημών και δεχόμεθα τους τελεσιδίκως κρίναντας εχθρούς ημών ως Ορθοδόξους και καλούντες αυτούς, λέγομεν «επεφάνη ήδη και πάλιν η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς, ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδαν και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Τίτ. 2, 11 και εξής).


Εν επιλόγω δέον όμως να σημειωθή, ότι η πράξις της άρσεως του αφορισμού εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχου ουδεμίαν ισχύν έχει δια την Οικουμενικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν. Ο αφορισμός της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ως αιρετικής τυγχάνει πράξις πανορθόδοξος, ως επικυρωθείσα κατά τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας παρά πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών, και επομένως ούτος μόνον δια Συνόδου Πανορθοδόξου δύναται να αρθή.

ΟΜΟΛΟΓΙΑ




Η ‘’ονοματολογική’’ κακοδοξία της διαθρησκειακής πίστεως εις τον ίδιον Θεόν


Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

Οι Θεοί δεν είναι πολλοί. Ο Θεός είναι ένας και είναι ο Αληθινός Τριαδικός Θεός. Στις μέρες μας τα ατοπήματα προς χάριν μιας πρωτόγνωρης διαθρησκειακής ‘’συνύπαρξης’’ πληθαίνουν. Προβάλλονται απαράδεκτες διαθρησκειακές συγκρητιστικές διακηρύξεις. 

Δεν φείδονται κάποιοι να ομιλούν και περί πίστης όλων των ανθρώπων στον ίδιο Θεό, με τη διαφορά ότι χρησιμοποιούν διαφορετικά ονόματα. Αυτό είναι μεγάλη κακοδοξία, αλλά και μεγάλη βλασφημία. Είναι απλά ‘’ονοματολογική’’ η διαφορά; Πιστεύουν όλοι οι άνθρωποι στον αληθινό Τριαδικό Θεό; Τέτοιες απαράδεκτες δηλώσεις δεν καταδεικνύουν εκφράσεις αβρότητας, αλλά ονοματολογική κακοδοξία. 

Δεν πιστεύουν όλοι οι άνθρωποι στον ίδιο Θεό και απλά τον αποκαλούν με διαφορετικό όνομα, όπως κακοδόξως προβάλλεται. Σίγουρα αυτή η ‘’ονοματολογική’’ κακοδοξία, βολεύει τα διαθρησκειακά συναπαντήματα, όπου το επιζητούμενο να εφευρίσκονται ‘’κοινά’’ κατά την άποψή τους, με πρώτιστο σκοπό την καλούμενη ‘’ειρηνική συνύπαρξη’’. 

Ο τονισμός – παρατήρηση από Κύπριο Ιεράρχη ότι, ‘’οι θρησκείες συνυπάρχουν σε επίπεδο πολιτισμών’’, σίγουρα είναι υπηρετικός της καλούμενης ‘’ειρηνικής συνύπαρξης’’. Είναι όμως ορθή; 

Η τελειότητα της διδασκαλίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού περί της αγάπης προς τους μισούντας και αγαπώντας ημάς, δεν επιτρέπει τέτοιας μορφής ‘’πρόσθετα’’. Αρκεί η τελειότητα της χριστιανικής αγάπης, την οποία μόνο ο Κύριος δίδαξε. Η αγάπη προς κάθε άνθρωπο, επιβάλλει τη διάπυρο έγνοια να γνωρίσουν οι συνάνθρωποί μας οι οποίοι ζουν σε πλάνες, τον μόνο Άληθινο Θεό. Η μεγάλη αγάπη του Αποστόλου Παύλου ας είναι το παράδειγμα, ο οποίος έφτασε να πει το, ‘’ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου’’ (Ρωμ. 9,3).

Είναι γεγονός ότι όλοι αυτοί οι οποίοι καταλαμβάνονται από τέτοιου συνυπαρξιακό συρφετό, επιμελώς αποφεύγουν και κάποιοι ουδέποτε αναφέρονται στον λόγο του Κυρίου, ‘’μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν’’ (Ματθ. 10, 34).

Δυστυχώς υπάρχουν κάποιοι Ιεράρχες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι ανθρωπάρεσκα διαλαλούν, προς χάριν μια άλλης ‘’συνύπαρξης’’, ότι όλες οι θρησκείες είναι οδοί σωτηρίας. Με αυτόν τον τρόπο εξομοιώνουν τις πλάνες με την με την Πίστη στον αληθινό Τριαδικό Θεό. Όποιος αγαπά όλους τους συνανθρώπους του και θέλει εξ όλης καρδίας του να γνωρίσουν την αληθινή Πίστη οι συνάνθρωποί του οι οποίοι πιστεύουν σε θρησκειακές πλάνες, δεν τους αφήνει ναι επαναπαύονται στην πλάνη τους.

‘’Ουκ έστι εν άλλω ουδενί η σωτηρία’’ (Πραξ. 4,12) , αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων. Πως λοιπόν ο ανθρωπάρεσκος συγκρητισμός ανακαλύπτει και στις θρησκειακές πλάνες σωτηρία; Εάν αυτό το μήνυμα δίνουν τους συνανθρώπους μας αυτούς, πως θα έλθουν ‘’εις επίγνωσιν αληθείας’’; Ισχυρίζονται οι Ιεράρχες αυτοί με τον τρόπο τους, ότι υπάρχει και ‘’εν άλλω η σωτηρία’’; 

Είναι δυνατό να πιστεύουν οι Ιεράρχες αυτοί, ότι ευαρεστούν κιόλας τον Κύριο με τη στάση τους αυτή; Άπαγε της βλασφημίας. Δυστυχώς το απυρόβλητο τέτοιων βλάσφημων αναφορών, κάνει να φαίνονται οι θεολογικές ενστάσεις για τα βλάσφημα τούτα ατοπήματα, ως δήθεν αποτέλεσμα ακρότητας, καθότι και οι κόλακες πληθαίνουν και οι αλλόκοτες σκοπιμότητες.

Δίνεται στους αλλόθρησκους συνανθρώπους μας η εντύπωση, ότι στις πλάνες των θρησκειών τους, υπάρχει σωτηρία. Πως λοιπόν παρεπόμενα θα εγκαταλείψουν την πλάνη τους; Δεν γίνεται αντιληπτό ότι είναι αντιεκκλησιαστικό ένα τέτοιο κακόδοξο θεώρημα. Πως είναι δυνατό, δια μας πλάνης να παρέχεται σωτηρία; 

Η πρόσφατη ‘’ονοματολογική’’ κακοδοξία, έρχεται να προστεθεί στο αντιχριστιανικό εφεύρημα ότι ‘’όλες οι θρησκείες είναι οδοί σωτηρίας’’. Είναι ‘’ονοματολογική’’ η διαφορά; Όλοι πιστεύουν τον ίδιο Θεό; Το πρόβλημα είναι η χρήση διαφορετικού ονόματος για τον Αληθινό Θεό; Σε περίοδο ‘’παχέων αγελάδων’’ ευκόλως διαδίδουν κάτι τέτοιο, αφού δυσκόλως άλλοι Ιεράρχες θα ανασκευάσουν την πλάνη τους. 

Οι Βουδιστές σε τι πιστεύουν; Στις ζοφερές πλάνες που ο Βούδας ‘’εφηύρε’’, πλανώντας τόσα εκατομμύρια συνανθρώπων μας. Οι Ινδουιστές βιώνουν και αυτοί το έρεβος φρικτών πλανών. Οι μωαμεθανοί πολεμώντας την Αγία Τριάδα φανερώνουν την αθεότητά τους. Ο Εβραϊσμός αρνείται τον Χριστό. Είναι ‘’ονοματολογικό’’ το πρόβλημα; 

Καμιά έκπτωση δεν επιτρέπεται σε θέματα Πίστεως. Ο εύκολος και αντορθόδοξος δρόμος μιας άλλης ‘’συνύπαρξης’’, απότοκης της συνυπαρξιακής ‘’ιδεολογίας’’, η οποία εφευρίσκει τα κατ’ αυτή ‘’ελάσσονα’’, εκφεύγοντας τοιουτοτρόπως της ομολογίας, ποτέ δεν ήταν ο δρόμος των Πατέρων της Εκκλησίας μας. 

Δεν αντιλαμβάνονται την κακόδοξη αβρότητά τους; ‘’Τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου; (Β Κορ. 6, 15) Γιατί λοιπόν αυτό το ‘’άνοιγμα’’ ασεβείας προς όσους δεν πιστεύουν στον αληθινό Τριαδικό Θεό; ‘’Διο εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος’’ (Β Κορ. 6, 17). 

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπε στους μαθητές του, ‘’Εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις ους δέδωκάς μοι εκ του κόσμου’’ (Ιω. 17,5). Αυτό γιατί το προσπερνούν; Καμιά θέση δεν έχουν στην εν Χριστώ ζωή οι άτοποι ‘’αγαπολογικοί’’ ρητορισμοί. Καμιά εξουσία δεν έχουν να αλλοιώνουν τα θέματα της Ορθόδοξης Πίστης, όποιοι κι αν είναι, όπως καμιά εξουσία δεν έχουν να απαιτούν σιωπή στα κακόδοξα φληναφήματά τους. ‘’Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις· τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος’’ (Β΄ Κορ. 6, 14);