Ἐκ τοῦ βιβλίου τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου – Ἀντίγραφον περὶ Λατινοφρονούντων
Ἡ Μονὴ ἐξακολουθεῖ ὁμαλῶς ἐξελισσομένη μέχρι τοῦ 1280 (1275 -1282), μέχρι δηλονότι τῆς εἰς Ἄθω ἐλεύσεως τοῦ Αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Η΄τοῦ Παλαιολόγου καὶ τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου, λατινοφρόνων ἤ ἀπεσταλμένων αὐτῶν, «ἐπὶ τῷ σκοπῷ ὅπως πείσωσι τοὺς Ἁγιορείτας, ἵνα προστεθῶσι τῷ λατινικῷ φρονίματι περὶ ἐνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁπότε, ἀφικομένων καὶ εἰς τὴν Μονὴν Ξηροποτάμου, οἱ ἐν αὐτῇ οἰκοῦντες Μοναχοὶ δειλανδρίσαντες καὶ φόβῳ συσχεθέντες καὶ ἀντὶ τῶν αἰωνίων τὰ πρόσκαιρα προτιμήσαντες καὶ τῷ τῆς Λαύρας ζηλώσαντες ὑποδείγματι, ὑπεδέξαντο αὐτοὺς μετὰ φώτων καὶ κρότων καὶ μεγάλης τιμῆς καὶ μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ ναῷ εἰσελθόντες τὴν τῶν ἀζυμιτῶν λειτουργίαν ἐτέλεσαν καὶ τῶν αἰρετιζόντων ἐμνημόνευσαν. Τότε ὁ ποιῶν τὴν γῆν τρέμειν Κύριος, θᾶττον συσσείσας τὴν γῆν μετ’ ἤχου, τὸν μὲν ναὸν κατέβαλε, τοὺς δ’ ἐν αὐτῷ Ιερεῖς τῆς αἰσχύνης κατέχωσε καὶ τὰ τῆς Μονῆς τείχη ἀνέτρεψε, ἕνα μόνον καταλιπὼν ἐκ τῶν τοίχων, κεκλιμένον καὶ αὐτόν, εἰς σημεῖον ταῖς ἔπειτα γενεαῖς» (Μ.Γ. 143 -144).
Τότε δ’ ἔπαυσεν φυόμενον ὑπὸ τὴν Ἅγὶαν Τράπεζαν καὶ τὸ μανιτάριον, ὅπερ αὐτομάτως κατ’ ἔτος ἐν τῇ μνήμῃ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα ἐφύατο, διὰ τὸ βεβηλωθῆναι τὸ Ἅγιον Θυσιαστήριον ὑπὸ τ[ων εἰρημένων Λατινοφρόνων.
(Ἐκ τῆς ἱστορίας τῆς Μονῆς).
ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ ΕΚ ΤΗΣ ΙΔΙΟΧΕΙΡΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ, ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΦΟΡΙΣΜΕΝΩΝ
Εἶς ἀδελφὸς ἤκουε διὰ τοὺς ἀφωρισμένους ὅπου εἶναι εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ἄθωνος, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν καὶ συνελλειτούργησαν μὲ τὸν Ἰωάννην Βέκκον, τὸν Λατινόφρονα Πατριάρχην. Εἶχε ἀμφιβολίαν ἄν εἶναι πράγματι ἀληθῶς καὶ πάντοτε ἐρευνοῦσε καὶ ἐρωτοῦσε ἄν εὐρίσκεται κανεὶς νὰ τοὺς εἶδεν ἰδίοις ὄμμασιν ὡς αὐτόπτης μάρτυς διὰ νὰ πεισθῇ ἀπὸ τὴν ἀμφιβολίαν ὅπου εἶχε· καὶ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ὅπου ἐρώτησε τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Πνευματικὸς τοὺς ἔχει ἰδεῖ καὶ ἦρθε καὶ μὲ ρώτησε ἐὰν γνωρίζω καὶ ἐὰν τοὺς εἶδα ἰδίοις ὄμασι καὶ τὸν ἐπληροφόρησα ὅτι τοὺς εἶδα καὶ εἶναι βεβαιότατα, ἐπειδὴ ἐγὼ ἦρθα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἰς τὰ 1885, ἐτῶν εἴκοσι· μετὰ δύο ἔτη, ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ πάρωμε σιτάρι ἀπὸ τὴν Μονὴν Κωνσταμονίτου 1200 ὀκάδες, ἐπηγαίναμε διὰ θαλάσσης μὲ τὴν βάρκα τὴν ἰδικήν μας νὰ τὸ περιλάβομε, ὅπου ἤμουν 22 ἐτῶν καὶ ἦτο τὸν Σεπτέμβριον δύο ἡμέρας μετὰ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἐπήγαμε τὸ ἐσπέρας καὶ ἐμείναμε εἰς τὸν ἀρσανᾶν τῆς Μεγ. Λαύρας, ὅπως τὸ πρωΐ ἐξακολουθήσωμε τὸ ταξίδιόν μας, καθὼς καὶ ἔγινε. Μόλις ὅμως ἐξακολουθήσαμε ὀλίγον διάστημα, ἀπὸ τὴν Λαύραν, ἀκούω καὶ μοῦ λέγει ὁ Γέροντάς μου Μελέτιος Μοναχός, «παιδί μου Γαβριὴλ ἐδῶ παρεμπρὸς ὑπάρχουν οἱ ἀφωρισμένοι, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τοὺς Λατινόφρονας εἰς τὴν Μεγίστην Λαύραν καὶ συνελλειτούργησαν μὲ τὸν Ἰωάννη Βέκκον καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ, τοὺς ὁποίους ἐγὼ τοὺς ἔχω ἰδεῖ καὶ ἄλλοτε, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶσαι νέος καὶ ἴσως νὰ γίνῃ κάποτε λόγος καὶ νὰ λέγουν μερικοὶ ὅτι ψέματα εἶναι, δὲν ὑπάρχουν τίποτα, οὔτε ἀφωρισμένοι, ἀλλὰ τὰ λέγουν διὰ φοβέρα εὶς τοὺς ἀνθρώπους, δι αὐτὸ νὰ πᾶμε, νὰ τοὺς ἰδῆς ἰδίοις ὄμμασι, νὰ μὴν πιστεύῃς ὅτι κι ἄν σοῦ λέγουν διότι καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει, ὁ ὀφθαλμὸς εἶναι πιστότερος τῶν ὤτων· λέγοντας ὁ Γέροντας τὰ τοιαῦτα, ἐφθάσαμεν εἰς ἕνα ἀπότομο γκρεμνόν, ὅπου μόνον νὰ τὸν ἰδῇ ἄνθρωπος τρομάζει, καὶ μοῦ λέγει, «ἐδῶ εἶναι», ἐγὼ δὲ περιεργαζόμουν νὰ τοὺς ἰδῶ καὶ τὸν λέγω «μὲ κοροϊδεύεις;». Λοιπὸν ἐγέλασε καὶ μοῦ λέγει, «τὶ νομίζεις, εἶναι Σταυρὸς ἤ εἰκόνες νὰ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι νὰ κάμνουν τὸν σταυρό τους; Ἐνῶ ἔχουν τοῦ διαβόλου τὴν μορφὴν, τὴν ὁποίαν καὶ θὰ ἰδῇς καὶ τότε θὰ πιστωθῇς». Τότε λοιπὸν προσεγγίσαμεν εἰς τὴν ἀπότομον ἐκείνην χαράδραν καὶ μετὰ κόπου πολλοῦ ἐβγήκαμε ἔξω καὶ μὲ τὰ εἴκοσι νύχια, ἀνεβήκαμε πέντε-ἕξη μέτρα καὶ ἔπειτα εἶδα ἕνα σπήλαιον καὶ εἰσήλθαμε καὶ βλέπω ἐλεινὸν θέαμα:Τρεῖς ἀνθρώπους ἀκουμπισμένους εἰς τὸν βράχον, ὄρθιοι, μὲ τὰ ροῦχα ράσα καὶ ζωστικά, οἱ ὀφθαλμοὶ ἀνοικτοί, ἡ κόμη καὶ τὸ γένειον καὶ τῶν τριῶν μακρὺ καὶ κατάλευκον, τὰ πρόσωπά τους ὅπως εἶναι τὸ χρῶμα τῆς φούμας, ὅμοίως καὶ οἱ χεῖρες προς τὰ κάτω, οἱ δάκτυλοι ὁλίγον κλυτοί πρὸς τὰ μέσα, οἱ ὄνυχες τῶν χειρῶν ἕως 2-4 πόντους μεγάλοι τῶν δὲ ποδῶν δὲν ἐφαίνοντο, ἐπειδὴ ἦσαν καλυμμένα μὲ τὶς κάλτσες καὶ τὰ παπούτσια. Μάλιστα ἠθέλησα νὰ τοὺς ψηλαφίσω νὰ ἰδῶ ἄν πραγματικὰ τὸ σῶμα ἦτο μαλακὸ ἤ μόνον ξηρὸ δέρμα καὶ ὀστᾶ, ἀλλὰ δὲν μοῦ ἄφησε ὁ Γέρων· μοῦ λέγει, «μὴ βάλης χέρι ἐπὶ τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ». Εἰς ὅλα ὅμως τὰ ἄλλα ἔβαλα μεγάλην ἐπιμέλειαν· μόνον χέρι δὲν ἄβαλα. Καὶ τότε διόλου δὲν ἐδειλίασα, τώρα ὅμως, ὅταν τοὺς ἐνθυμηθῶ ταράττεται ἡ ψυχή μου καὶ δὲν ἠμπορῶ οὔτε νὰ κοιμηθῶ ἠμερόνυκτα οὔτε καὶ νὰ φάγω δύο καὶ τρεῖς ἠμέρας, ἐνῶ τότε ὅπου τοὺς εἶδα οὔτε ἔβαλα τίποτε εἰς τὸν νοῦν μου.
Γράφω ἰδίᾳ χειρὶ εἰς τὰς 2 Μαρτίου 1964 ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ξενοφῶντος, Γαβριὴλ Ἱερομόναχος Πνευματικὸς ἐκ τοῦ Ἰβηριτικοῦ Κελλίου «Γενέσσιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου», τοῦ ἐπιλεγομένου «Μαλάκι».
ΕΙΠΕ ΜΟΙ, ΕΑΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΕΧΟΜΕΘΑ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ
ΚΥΡΙΛΛΟΣ, ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΑΙΩΝΙΟΣ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΟΣ(!!!)
ΠΑΡΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΙΣ ΔΕΧΟΜΕΝΟΙΣ ΤΑ ΠΑΠΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
Ἐντιμώτατοι Κληρικοὶ τῆς καθ’ ὑμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ λοιποὶ εὐλαβέστατοι Ἱερεῖς καὶ ὁσιώτατοι Ἱερομόναχοι, οἱ ψάλλοντες ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις τῆς Πόλεως τοῦ Γαλατᾶ καὶ τοῦ Καταστένου Χάρις εἴη Ὑμῖν καὶ εἰρήνη παρὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ προλαβόντως οἱ ἐνταῦθα ἐνδημοῦντες Ἀρχιερεῖς ἐσυνήχθησαν εἰς ἕν καὶ ὅλοι ὁμοφώνως ἔγραψαν ἕνα γράμμα ἔξω ἀπὸ τὴν γνώμην μας μὲ τὸ ὁποῖον διαφεντεύουν τὸ μεμολυσμένον ράντισμα τῶν Λατίνων μὲ ὅλα του τὰ σατανικὰ νεωτερίσματα, καθὼς ὁ ἐφευρέτης τῶν κακῶν τοὺς τὸ παρέδωκεν, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸ ὑπέγραψαν, ὁμολογοῦντες καὶ βεβαιοῦντες αὐτὰ ὡς Θεῖον Βάπτισμα ἐναντίον (ὤ τῆς παρανομίας), εἰς τοὺς Ἀποστολικοὺς καὶ τῶν Θείων Πατέρων Κανόνας πρὸς τούτοις ἐβίασαν καὶ ὑμᾶς νὰ δεχθῶμεν τέτοιον παράνομον ἔργον καὶ νὰ ὑπογράψωμεν εἰς αὐτό. Ἡμεῖς ὅμως ὡσὰν ὅπου ὁ Ἅγιος Θεὸς μᾶς ἠξίωσε νὰ εὐρισκώμεθα ἐπάνω εἰς τοῦτον τὸν Ἀποστολικὸν καὶ Πατριαρχικὸν θρόνον, κανονικῶς καὶ ἀποστολικῶς, εἰς τὸ νὰ φυλάττωμεν μετὰ θερμῆς πίστεως καὶ εὐλαβείας τὴν Ὀρθόδοξον καὶ ἁγιωτάτην πίστιν τὴν ὁποίαν παρελάβομεν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ τὰς σεπτὰς ἱερὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους, ὁμοίως καὶ τὰ σεπτὰ θεοπαράδοτα Δόγματα καὶ μυστήρια τῆς Ἁγίας μητρὸς ἡμῶν Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὰ νὰ τὰ κρατῶμεν ἀμόλυντα καὶ καθαρὰ καθὼς ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους τὰ παρέλαβεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάττει ἀπαρασάλευτα, χωρὶς νὰ προσθέσῃ ἤ νὰ ἐκβάλῃ κἄν ἕνα ἰῶτα μέχρι τῆς σήμερον καὶ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος ὡς ἄμμωμος νύφη τοῦ Κυρίου Ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κατὰ τοῦτο λοιπὸν τὸ ἀπαραίτητον χρέος μας ἐρευνήσαντες καὶ έξετάσαντες ἀκριβῶς τὸ ὑπογεγραμμένον ὑπὸ τῶν Ἀρχιερέων γράμμα μὲ δεσμοὺς ἀρρήκτους καὶ ὅρκους φρικτοὺς ἀναμεταξύ τους, εὕρομεν αὐτὸ ὅλως διόλου ἐναντίον τόσον πολλὰ εἰς τὴν Ἀποστολικὴν παράδοσιν τοῦ Θείου Βαπτίσματος, ὥστε ἀπὸ Χριστοῦ μέχρι σήμερον δὲν ἠκούσθη ποτὲ νὰ δογματίσῃ καὶ νὰ βεβαιώσῃ αἰρετικὸν μυστήριον οὔτε Σύνοδος Οἰκουμενικὴ ἤ μερικὴ, οὔτε Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, καθὼς αὐτοὶ εἰς τὸ παράνομον βρωμερὸν καὶ σκωλικῶδες ἁλατισμένον ράντισμα, ὡς θεῖον μυστήριον τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος παρομοιάζοντες αὐτὰ τὰ ἀνθρώπινα ἤ μᾶλλον εἰπεῖν σατανικὰ ἐφευρέματα καὶ διδασκαλίας, μὲ Θεοπαράδοτον μυστήριον τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἀποφασίζοντες ἀκόμη μέσα εἰς αὐτὸ τὸ αἰρετικόν τους γράμμα, ὅτι ὅποιος ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς δὲν ἤθελε δεχθῇ αὐτὰ τὰ βρωμερὰ ὡς καλά, καὶ δὲν ἤθελε νὰ ὁμολογήσῃ παρόμοια μὲ τὸ Θεῖον Βάπτισμα, νὰ εἶναι ἀποσυνάγωγος καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ σύστημα τὼν Χριστιανῶν.
Θέλοντας ὅμως ἡμεῖς νὰ φυλάξωμεν τοὺς Χριστιανοὺς ἀβλαβεῖς ἀπὸ αὐτὴν τὴν ψυχοβλαβῆ πλάνην, μάλιστα δὲ ἀπὸ τὴν ἐσχάτην κακίαν, ὡς ἄν ὅπου χρεωστοῦμεν ἀναγκαίως νὰ φροντίζωμεν πάντοτε διὰ τὴν ψυχικήν σας σωτηρίαν, κοντὰ ἡμεῖς ὅπου δὲν ὑπογράψαμεν εἰς ἕναν τοιοῦτον αἰρετικὸν καὶ παράνομον γράμμα, ἀπεφασίσαμεν μὲ ἔξωσι ἀπὸ αὐτὸν τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον καὶ κίνδυνον αὐτῆς τῆς ἰδίας μας ζωῆς, νὰ τὸ θεατρίσωμεν καὶ νὰ τὸ πομπεύσωμεν ἐπ’ Ἐκκλησίαις, διὰ νὰ καταλάβῃ κάθε ὀρθόδοξος Χριστιανὸς εἰς πόσον μεγάλον πόλεμον καὶ κίνδυνον καὶ καταδρομὴν εὐρίσκεται ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἡ κοινὴ Μητέρα μας, καὶ ὅτι αὐτὰ τὰ κακὰ τὰ πάσχει ὄχι ἀπὸ τοὺς Ἐθνικοὺς, ὄχι ἀπὸ αἰρετικούς, ὄχι ἀπὸ άλλοτρίους ἀμὴ άπὸ αὐτοὺς τοὺς ἰδίους ὅπου τοὺς ἔθρεψε, τοὺς ἐτίμησε καὶ τώρα τοὺς τρέφει καὶ τοὺς τιμᾶ μὲ κάθε λογῆς τιμὴν καὶ περιποίησιν. Καὶ πρῶτον μὲν νὰ φυλάξωμεν τοὺς Ἀποστολικοὺς καὶ τοὺς Συνοδικοὺς Κανόνας ἀπαρασαλεύτους καὶ ἀμετατρέπτους καθὼς τοὺς παρελάβομεν. Δεύτερον δὲ διὰ νὰ ἀναιρέσωμεν καὶ νὰ ἐξαλείψωμεν παντελῶς αὐτὸ τὸ παράνομόν τους γράμμα, ἀναλαβόντες τὴν πανοπλίαν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, μὲ φοβερὰς ἀρὰς καὶ αἰώνιον ἀνάθεμα ἐναντίον εἰς ἐκείνους ὅπου ἤθελον τολμήσουν νὰ συγκατανεύσουν νὰ το δεχθοῦν ἐν ὅσῳ ἡμεῖς ζῶμεν ἤ μετὰ τὸν θάνατόν μας καὶ μέχρι συντελείας.
Ὅθεν τῇ δυνάμει καὶ χάριτι τοῦ Παναγίου Τελεταρχικοῦ Πνεύματος ἔχομεν πάντη ἀπόβλητον καὶ ἀποτρόπαιον καὶ μυσαρόν, καὶ βδελυκτόν, βλάσφημόν τε καὶ ἄκυρον τὸ διαληφθέν παράνομον καὶ αἰρετικὸν γράμμα, ἀκολουθοῦντες τόσον εἰς τὸν οὐρανοβάμονα Παῦλον, ὅπου λέγει «εἴτις εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμην ὑμῖν κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, κἄν αὐτοὶ ἡμεῖς, ἀνάθεμα ἔστω», ὅσον καὶ εἰς τοὺς Συνοδικοὺς Κανόνας ὅπου λέγουν, ὅτι «ὅποιος ἤθελε προσθέση ἠ ἀφαιρέση ἕνα μόνον ἰῶτα, ἔστω εἰς αὐτὸν άνάθεμα». Καὶ οὕτως ἀποφαινόμενοι μετὰ τοῦ περὶ ἡμᾶς ἱεροῦ Κλήρου καὶ τοῦ Χριστιανικοῦ πληρώματος, ἀναθεματίζομεν τρεῖς καὶ αὐτὸ τὸ ἀκέφαλον καὶ ἀκανόνιστον γράμμα καὶ ἐκείνους ὅπου τὸ δέχονται καὶ θέλουν νὰ τὸ δεχθῇ εἰς τὸ ἐξῆς, εἴτε τοῦ ἱερατικοῦ καταλόγου εἶναι, εἴτε λαϊκοί, ἀφωρισμένοι εἴησαν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ Παντοκράτορος καὶ κατηραμένοι καὶ ἀσυγχώρητοι καὶ μετὰ θάνατον ἄλυτοι καὶ τυμπανιαῖοι. Αἱ πέτραι καὶ ὁ σίδηρος λυθήσονται, αὐτοὶ δὲ οὐδαμῶς. Κληρονομήσειαν τὴν λέπραν τοῦ Γιεζῆ καὶ τὴν ἀγχόνην τοῦ Ἰούδα. Στένοντες εἴησαν καὶ τρέμοντες ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ὁ Κάϊν. Ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ εἴη ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ ἡ μερὶς αὐτῶν μετὰ τοὺ προδότου Ἰούδα καὶ τῶν Θεομάχων Ἰουδαίων. Σχισθεῖσα ἡ γῆ καταπίει αὐτοὺς ὡς τὸν Δαθὰν ποτὲ καὶ Ἀβειρών. Ἄγγελος Κυρίου καταδιωξάτῳ αὐτοὺς ἐν μαχαίρᾳ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν, καὶ πάσαις ταῖς Πατριαρχικαῖς καὶ Συνοδικαῖς ἀραῖς ὑπεύθυνοι, καὶ τῷ αἰωνίῳ ἀναθέματι ὑπόδικοι, καὶ ἔνοχοι τοῦ πυρὸς τῆς γεένης. Ἀμήν».
Ἔκαστος ἀκριβῶς γινωσκέτω ὅτι τοῦτο τὸ γράμμα ὅτε ἐν ταῖς ἁγίαις τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαις ἀπ’ ἄμβωνος ἀνεγινώσκετο, τότε δὴ τότε ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔθνος τὸ ἅγιον τὸ βασίλειον ἱεράτευμα, οἱ εὐσεβεῖς λέγω καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ὁμοθυμαδὸν τὸ ἀνάθεμα τρὶς ἐπεβόων, καὶ ἐγίγνετο ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἠχοῦσα ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν σφοδρῶς ἠχούντων κατὰ τὴν Γραφήν. (Ἐκ τῆς Βίβλου Ῥαντισμοῦ στηλίτευσις, ᾳψμστ΄- 1746).
Ἐπιμελείᾳ Τζιώγα Νικολάου
Κείμενα ἀπὸ τὸ ἐγχειρίδιο «ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ», Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Ἀσκητοῦ Ἀθανασίου Π. Παναγιώτου, Καρυαὶ Ἁγίου Ὄρους -1983