.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ



«...πεπλήρωται ο καιρός και ήγγικεν η βασιλεία του Θεού· μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω» (Μάρ. 1, 15).
Μετάφραση: Συμπληρώθηκε ο καθορισμένος καιρός κι έφτασε η βασιλεία του Θεού. Μετανοείτε και πιστεύετε στο χαρμόσυνο αυτό μήνυμα.

Εκφωνήθηκε στον καθεδρικό ναό του Βελιγραδίου, σε περίοδο νηστείας.

Αδελφοί μου, σήμερα, σ' αυτή την πόλη πέθαναν δέκα πέντε άνθρωποι. Το ίδιο συνέβη χθες και προχθές. Καθημερινά πεθαίνουν περίπου δέκα πέντε άνθρωποι. Αυτός είναι περίπου ο μέσος όρος νεκρών στο Βελιγράδι. Αν για αυτούς τους νεκρούς κύλησαν έστω δέκα πέντε δάκρυα, σκεφτείτε πως για αυτούς που πέθαναν κατά τη διάρκεια μισού αιώνα, θα έχει σχηματιστεί μία λίμνη δακρύων! Αυτά τα πικρά δάκρυα είναι το αλάτι της ζωής, διαφυλάσσουν, συντηρούν τη ζωή.

Αυτά τα πικρά δάκρυα εξισορροπούν τη ζυγαριά, που φέρει στο ένα ζύγι τα δάκρυα και στο άλλο ζύγι τα πολλά γέλια, την απόλαυση και την αμαρτία αυτής της πόλης. Τόσο πολύτιμα και τρυφερά είναι τα ανθρώπινα δάκρυα για τους νεκρούς! Κυλούν κάθε μέρα και κάθε νύχτα αδιάκοπα. Χύνονται από τα μάτια των μανάδων, των πατεράδων, των γυναικών, των ανδρών, των παιδιών και των φίλων. Η πύλη του νεκροταφείου καθημερινά ανοίγει -η πύλη του θανάτου ποτέ δεν κλείνει- και μέσω αυτής της πύλης, καθημερινά σ' αυτήν την πόλη, δέκα πέντε ανθρώπινα πλάσματα εγκαταλείπουν αυτή τη ζωή.

Δεκαπέντε άνθρωποι καθημερινά! Αυτό σημαίνει σε δυο μήνες ένα ολόκληρο τάγμα στρατού και έξι τάγματα σε μία χρονιά. Υπολόγισε άνθρωπε, ποια εισφορά σε ανθρώπους και σε δάκρυα πλήρωσε η ανθρωπότητα για τη ζωή, κατά τη διάρκεια μόνον της εποχής που ζεις. Θυμήσου πως ο φόρος αυτός είναι μόνον ένα μέρος της αξίας της ζωής σου. Μάθε να σέβεσαι τη ζωή τη δική σου και των άλλων, σαν το πιο πολύτιμο πράγμα, τη ζωή που μόνον ο Θεός, ο Δημιουργός μπορεί να χαρίσει σ' αυτόν τον κόσμο.

Και αύριο θα πεθάνουν άλλοι δεκαπέντε άνθρωποι και ανάμεσα τους μπορεί να είμαστε εσύ και εγώ, φίλε μου. Ας φανταστούμε πως εγώ και εσύ, θα είμαστε ανάμεσα σ' αυτούς τους δεκαπέντε. Ας σκεφτούμε ότι εγώ και εσύ, αύριο το βράδυ θα ξαπλώνουμε όχι στο κρεβάτι μας, αλλά σε τάφο στο νεκροταφείο, δυο μέτρα βαθιά κάτω από το χώμα. Σ' αυτή την περίπτωση, ας αναρωτηθούμε, τι θα ήταν αναγκαίο να κάνουμε εγώ και εσύ, αυτές τις τελευταίες ώρες που μας απομένουν σ' αυτή τη ζωή;

Μήπως θα ήταν καλό, να περάσουμε τον λίγο καιρό που μας απομένει, διασκεδάζοντας ή πηγαίνοντας στο θέατρο; Ή να μετρήσουμε τα χρήματά μας και τους πολύτιμους λίθους μας; Ή να μαλώσουμε με τους γείτονες ή να κριτικάρουμε τα έργα των άλλων; Μήπως να περάσουμε τις τελευταίες ώρες μας τρώγοντας και πίνοντας; Μήπως να ασχοληθούμε με το ντύσιμό μας, να φορέσουμε τα καινούργια μας ρούχα, περιφρονώντας εκείνους που δεν έχουν ρούχα σαν τα δικά μας; Όλα αυτά θα ελαφρύνουν το βάρος χιλίων κιλών χώματος, που θα ρίξουν αύριο το βράδυ πάνω στο σώμα μας; Μήπως να περάσουμε τις τελευταίες ώρες μας, σχεδιάζοντας την εκδίκηση των εχθρών μας, που και οι ίδιοι σύντομα θα ανήκουν σε μία δεκαπεντάδα που θα «περάσει» την πύλη του νεκροταφείου;

Πριν απαντήσουμε, ας μην ξεχάσουμε πως εγώ και εσύ, αύριο θα είμαστε σάπιο χώμα κάτω από τη γη, εντελώς ακίνητοι, βουβοί, χωρίς αναπνοή.

Ας αναρωτηθούμε, μήπως υπάρχει κάτι πιο καλό και πιο σημαντικό απ’ όλα όσα αναφέρθηκαν;

Ίσως κάποιος θα πει πως καλό θα ήταν να βρούμε κάποιον τρόπο να γλιτώσουμε τον θάνατο και να αφήσουμε την αυριανή δεκαπεντάδα να ταξιδέψει χωρίς εμάς και εμείς να φύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο σε ένα ή σε δυο χρόνια, ή σε δέκα χρόνια ή σε πενήντα χρόνια με άλλη δεκαπεντάδα.


Πώς όμως να πολεμήσει κανείς εναντίον του θανάτου;

Ο θάνατος δεν γνωρίζει πολιτικά κόμματα, για να προστατεύει το κάθε μέλος του και να βοηθά στην πραγματοποίηση της κάθε επιθυμίας του. Ο θάνατος στέκεται πάνω από κάθε κόμμα και πάνω από κάθε εθνικότητα, πάνω από τα γηρατειά και τη νεότητα, πιο πάνω από την υγεία και την αρρώστια, πιο πάνω από τα γέλια και τα δάκρυα. Ο θάνατος έχει το δικό του ρολόι, το οποίο δεν συμφωνεί με το δικό μας ρολόι. Όταν εμείς λέμε: «ήρθε η ώρα», ο θάνατος λέει: «νωρίς είναι». Όταν εμείς λέμε «νωρίς είναι», ο θάνατος λέει «ήρθε η ώρα». Γι' αυτό το λόγο ο αγώνας εναντίον του θανάτου, είναι το ίδιο άσκοπος σαν τον αγώνα εναντίον της κίνησης του πολικού αστέρα από το βορά στο νότο.

Πώς λοιπόν να «ξοδέψουμε» αυτές τις ώρες πριν τον θάνατο;

Σκεφτόμενος πολύ αυτό το ερώτημα, βρήκα μία απάντηση, την οποία θέλω να σας πω απόψε. Μήπως έχετε ακούσει για τους χατζήδες και για το προσκύνημα τους στους Άγιους Τόπους; Στη χώρα μας, ακόμη και τώρα υπάρχουν πολλά επίθετα που αρχίζουν με τη λέξη «χατζής». Παλαιότερα οι άνθρωποι ταξίδευαν πολύ στην Άγια χώρα, στο «λίκνο» της πίστης μας, για να προσκυνήσουν τους Άγιους Τόπους. Στην εποχή μας, αυτή η συνήθεια παρόλο που περιορίστηκε, δεν έπαψε να υπάρχει. Γι' αυτό το λόγο σκέφτομαι να σας προτείνω, να κάνουμε πριν το θάνατο, αυτό που κάνουν οι χατζήδες πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους στους Άγιους Τόπους, επειδή και εγώ και εσείς, αφήνοντας αυτόν τον κόσμο και πλησιάζοντας την πύλη του θανάτου, αναχωρούμε για μία ιερή χώρα, για τον άλλο κόσμο που είναι πιο κοντά στο Θεό. Αυτός ο κόσμος είναι η ανατολή της ζωής, όπου στη θέση του ήλιου και των αστεριών λάμπει ο ίδιος ο Θεός με το φως Του.

Ορίστε, τι κάνει ο άνθρωπος, που ετοιμάζεται για προσκύνημα στην Άγια χώρα. Πρώτον νηστεύει και πιέζει τον εαυτό του να προσεύχεται μέρα και νύχτα, επισκέπτεται την εκκλησία, κοινωνεί, βοηθά με ελεημοσύνες τους συνανθρώπους του, τους φτωχούς και τους δυστυχείς. Στη συνέχεια πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι σ' όλο το χωριό του και τους αποχαιρετά όλους, παρακαλώντας τους φίλους να τον θυμούνται στην προσευχή τους και παρακαλώντας τους εχθρούς να του συγχωρήσουν όλες τις προσβολές και αδικίες. Εκτός από αυτά ο μελλοντικός προσκυνητής αποφεύγει τις ματαιόδοξες διασκεδάσεις και τα γλέντια, αποφεύγει τα γέλια και τις φλύαρες κουβέντες. Και τη στιγμή της αναχώρησης, φορά καινούρια ρούχα, ευλογεί όλους όσους μένουν στο χωριό, τους συγγενείς και μη, τους φίλους και τους εχθρούς, και, ζητά και τη δική τους ευλογία. Όλα αυτά τα κάνει, επειδή είναι ένας αμαρτωλός άνθρωπος που αναχωρεί για την Ιερή χώρα, θέλοντας να πλησιάσει τον Θεό. Με δέος λοιπόν και επιμέλεια φροντίζει να αναγεννηθεί, να καθαριστεί και να ανανεωθεί, για να αξιωθεί την παρουσία του Θεού.

Όλα όσα κάνει ο προσκυνητής πριν την αναχώρησή του στην Άγια χώρα, μπορούν να εκφραστούν με μία λέξη: μετάνοια. Και όλα αυτά, φίλοι μου, προτείνω σε σας και στον εαυτό μου να κάνουμε τις τελευταίες ώρες, πριν το πόδι μας πατήσει στην Αγιότερη χώρα και πριν γίνουμε προσκυνητές του Θεού και των αγγέλων Του.

Όταν ο Μωυσής πλησίασε τον Θεό στο υψηλό όρος Χωρήβ, άκουσε μία υπερφυσική φωνή να του λέει: «Μη έγγισης ώδε, λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου· ο γαρ τόπος, εν ω συ έστηκας, γη αγία εστί» (Έξοδος, Γ, 5-6). Η εντολή «λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου», σημαίνει βέβαια κάτι περισσότερο από το να βγάλεις τα παπούτσια από τα πόδια σου. Η βαθύτερη, πνευματική σημασία αυτής της εντολής είναι: «αναγεννηθείτε, εξαγνιστείτε, ανανεωθείτε». Το μέρος ονομάζεται αγία γη, όχι επειδή το όρος Χωρήβ ήταν αγία γη από μόνο του. Εκείνος ο τόπος έγινε άγιος από τη στιγμή που ο Θεός θέλησε να συναντήσει και να πλησιάσει τον θνητό άνθρωπο, έγινε άγιος τόπος εξαιτίας της παρουσίας Του.

Πράγματι, ολόκληρο το σύμπαν δεν θα είχε ούτε ένα μόριο, ούτε ένα άτομο άγιο, αν η αγιότητα του αιώνιου Δημιουργού, δεν φώτιζε τα πάντα και εάν το μαρτύριο και η ανάστασή Του, δεν χάριζε στην οικουμένη ένα λαμπρό φωτοστέφανο. Και εμείς όμως, εκτός από τον ταξιδιώτη που θέλει να πάει στην Ιερή χώρα, καθημερινά πλησιάζουμε στην αγία χώρα. Για εκείνους, που θα περάσουν στη γη κάποιες εκατοντάδες και χιλιάδες μέρες, κάθε μέρα σημαίνει ένα βήμα πιο κοντά στην Ιερή χώρα. Ιδιαίτερα για μένα και για σένα, φίλε μου, για μένα και για σένα τους οποίους ο θάνατος, αύριο θα εξορίσει από αυτό τον κόσμο, για μας κάθε ώρα, κάθε λεπτό είναι ένα μεγάλο βήμα προς αυτή τη νέα, άγνωστη και άγια χώρα, από την οποία οι προσκυνητές δεν επιστρέφουν. Εμείς ήδη βρισκόμαστε στην τελευταία μέρα, στο τελευταίο μας βήμα. Μπροστά μας υπάρχει «ο καιόμενος βάτος» η άσβηστη, αιώνια φλόγα του Θεού. Σ' αυτή την εορταστική στιγμή πριν το θάνατο, όταν πρέπει να πλησιάσουμε αυτή τον «καιόμενο βάτο», ακούμε ξεκάθαρα την παρακάτω φωνή, εκτός και αν το πνεύμα μας είναι κουφό και δεμένο με αυτόν τον κόσμο: «Μη εγγίσης ώδε, λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου ο γάρ τόπος, εν ω συ έστηκας, γη άγια εστί».

Η φωνή αυτή λοιπόν μας ζητά να «καθαριστούμε» να εξαγνιστούμε, γιατί τίποτε ακάθαρτο δεν εισέρχεται σ' αυτή τη φλόγα, γιατί καθετί ακάθαρτο γίνεται στάχτη, ό,τι όμως είναι εξαγνισμένο και άγιο δεν καίγεται. Η θεϊκή φλόγα το κρατάει, το διατηρεί μέσα της, σε μια ανείπωτη, ανεκδιήγητη χαρά, ανέκφραστη δύναμη και αγιότητα!

Είναι βέβαια σαφές πως σ' αυτό το σημείο με τη λέξη «υπόδημα» εννοείται η ψυχή του ανθρώπου και όχι τα «υποδήματά» του. Επειδή δεν εμφανίζεται ο άνθρωπος ενώπιον του Θεού με τα υποδήματα. Ας προσέξουμε λοιπόν με τι είδους υποδήματα και με τι είδους ένδυμα ντύσαμε την ψυχή μας, την ώρα που ετοιμαζόμαστε να παρουσιαστούμε ενώπιον του Θεού. Και αν βρούμε πως η ψυχή μας είναι ντυμένη στην αμαρτία, γρήγορα να «ξεντυθούμε» από αυτό το επικίνδυνο ένδυμα, για να μην κατακαεί η ψυχή μας, στην φρικτή φωτιά του βάτου, ο οποίος «καίεται μεν πυρί, αλλά ου κατεκαίετο».

Αυτή η πράξη, το να αποβάλλει κανείς το φόρεμα της αμαρτίας, είναι η μετάνοια. Προτείνω λοιπόν, σε όλους, και σε εμένα και σε εσένα την μετάνοια. Η μετάνοια να είναι η τελευταία μας απασχόληση τις τελευταίες ώρες μας, πριν το θάνατο.

Είτε λοιπόν πεθάνουμε αύριο είτε πεθάνουμε μεθαύριο, είτε σε δέκα ή σε πενήντα χρόνια, το ίδιο επείγει η μετάνοια, γιατί είναι πολύ σημαντική. Επειδή όλες οι μέρες μας πάνω στη γη είναι μέρες πριν το θάνατό μας. Και γι' αυτό το λόγο οι προφήτες και οι διδάσκαλοι της πίστης και της καλοσύνης, ακούραστα καλούσαν σε μετάνοια όλους τους ανθρώπους. Καλούσαν όλους τους ανθρώπους σε μετάνοια άσχετα με την θέση που είχαν στη ζωή και άσχετα με την ηλικία.

Καλούσαν και τους ηλικιωμένους και τους νέους, και τους άρρωστους και τους υγιείς, και τους ισχυρούς και τους αδύναμους. Γιατί ο θάνατος έχει το δικό του ρολόι, το οποίο δεν συμφωνεί με το ρολόι των ανθρώπων. Όταν εμείς λέμε για κάποιον πως είναι νωρίς, ο θάνατος λέει «ήρθε η ώρα». Όταν όμως λέμε «ήρθε η ώρα», εκείνος άπαντα «είναι νωρίς». Μετά το θάνατο δεν υπάρχουν ούτε δικαιολογίες, ούτε δυνατότητα μετάνοιας.

Όταν ο βασιλιάς των προφητών, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήρθε από την έρημο, για την εκπλήρωση της αποστολής του στον κόσμο αυτό, φώναζε με οδύνη: «Μετανοείτε»!
Όταν ο ίδιος ο βασιλιάς των βασιλιάδων, άνοιξε το θεϊκό Του στόμα για να διδάξει, κάλεσε τον λαό σε μετάνοια, λέγοντας: «Μετανοείτε γιατί πλησιάζει η βασιλεία των ουρανών».

Το πρώτο αποστολικό κήρυγμα, μετά τη φανέρωση του Αγίου Πνεύματος, άρχιζε με τα παρακάτω λόγια: Μετανοείτε (Πράξεις Αποστόλων 2, 38).

Και η Εκκλησία του Χριστού, από τα ταραγμένα χρόνια των αποστόλων και των μαρτύρων, μέχρι σήμερα τόνιζε και τονίζει, πως η μετάνοια αποτελεί την αρχή της ανθρώπινης σωτηρίας. Μετανοείτε και πιστέψτε στο Ευαγγέλιο!

Η φωνή του Χριστού έγινε η φωνή της Εκκλησίας, η οποία ακούγεται διαμέσου των αιώνων: Μετανοείτε!

Μελετήστε τις ζωές των μεγάλων Αγίων και Πατέρων της εκκλησίας και θα ανακαλύψετε πως στην αρχή της αγιότητας τους, μετανόησαν. Χωρίς μετάνοια δεν υπάρχει χριστιανισμός. Όπως το παράθυρο του σπιτιού χρησιμοποιείται για δυο ανάγκες: για να βγει από αυτό ο ακάθαρτος αέρας και να μπει ο καθαρός, έτσι και με τη μετάνοια εξέρχεται από τον άνθρωπο το κακό πνεύμα και εισέρχεται το Άγιο Πνεύμα!

Οι σημαντικότεροι Άγιοι ιστορικά, ήταν αυτοί που μετανόησαν ειλικρινά για τις αμαρτίες τους. Η Μαρία η Αιγύπτια για δεκαέξι χρόνια ήταν η πιο αναίσχυντη, η πιο ακόλαστη γυναίκα της Αιγύπτου. Μια μέρα όμως, στάθηκε μπροστά στο ναό του Τάφου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, αναλογίστηκε τη ζωή της και αισθάνθηκε μεγάλη ντροπή. Από την ψυχή της βαθιά ξεχείλισε μία απέχθεια για τον ίδιο τον εαυτό της, μια απέχθεια για τις παράλογες αμαρτίες της, μια αηδία για όλο το παρελθόν της. Άνοιξε το «παράθυρο» και φρέσκος αέρας εισήλθε στο πνιγηρό δωμάτιο της ψυχής της. Με μιας, ανακάλυψε τη διαφορά ανάμεσα στη σαπίλα και στη φρεσκάδα, επειδή όπου υπάρχει μόνο σαπίλα, δεν καταλαβαίνει κανείς τη διαφορά σαπίλας και φρεσκάδας, και το ίδιο συμβαίνει όταν όπου υπάρχει μόνο φρεσκάδα.

Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η μετάνοια της μεγάλης αμαρτωλής, και μαζί με τη μετάνοια, η πίστη της στο Ευαγγέλιο. Γιατί χωρίς την επίγνωση της αμαρτίας του ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ανάγκη για το Ευαγγέλιο. Όπως ο άνθρωπος επιθυμεί το νερό για να καθαριστεί, τη στιγμή που καταλαβαίνει την ακαθαρσία του σώματος, έτσι και ο άνθρωπος μόνον, όταν αισθανθεί πως είναι αμαρτωλός και αρχίσει να πνίγεται από την αίσθηση της αμαρτίας και από την «ακαθαρσία» της ψυχής του, μπορεί να επιθυμήσει δυνατά το Ευαγγέλιο του Χριστού.

Κάτι παρόμοιο συνέβη και με την οσία Ταϊσία και την οσία Πελαγία. Και οι δυο τους ήταν γνωστές αμαρτωλές. Η μετάνοιά τους σαν τσεκούρι έσκισε την ζωή τους. Και οι δυο τους με την μετάνοια καθάρισαν την «τσίμπλα» από τα πνευματικά τους μάτια και είδαν την πραγματική όψη του εαυτού τους. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπαν τον εαυτό τους όπως ήταν πραγματικά. Αντίκρισαν την μέχρι τότε ζωή τους με την αηδία, την σιχαμάρα, και τον τρόμο που βλέπει ο άνθρωπος κουλουριασμένα φίδια στο κρεβάτι του. Τραντάχτηκαν και μέσα στην απελπισία τους άρχισαν να «πλένονται» και να «καθαρίζονται» με τη νηστεία, με την προσευχή και με τα δάκρυα της μετάνοιας. Το Άγιο Πνεύμα, χωρίς το οποίο κανείς δεν μπορεί να «καθαριστεί» και να αγιαστεί, «καθάρισε» και άγιασε αυτές τις δυο μετανιωμένες ψυχές, όπως «καθάρισε» και άγιασε και χιλιάδες άλλες ψυχές, που με την μετάνοια άνοιξαν το «παράθυρο» και το κάλεσαν να «καθαρίσει» και να αγιάσει την ψυχή τους. Έργο ιδιαίτερα προσφιλές σ' Αυτό.

Παρόμοια είναι και η περίπτωση του αγίου Αυγουστίνου, η ανηθικότητα του οποίου τον έφερε στα όρια της απελπισίας και στα όρια της αυτοκτονίας. Εξαιτίας των θερμών προσευχών και των πικρών δακρύων της μητέρας του Μόνικας, ο Αυγουστίνος σώθηκε από τον τελικό αφανισμό. Γιατί στην κατάσταση που έφτασε ο Αυγουστίνος οδηγούνται πολλοί νέοι άνθρωποι. Η αμαρτία και η απελπισία έφεραν τον Αυγουστίνο στο χείλος μιας τέτοιου είδους καταστροφής, που ο άνθρωπος έχει να επιλέξει ένα από τα δυο, είτε μετάνοια, είτε το σχοινί για κρέμασμα από τα χέρια του διαβόλου. Γιατί αυτός με το σκοινί στο χέρι περπατάει γρήγορα πίσω από κάθε ακόλαστο και απελπισμένο.

Ο όσιος Αυγουστίνος θαρραλέα απομάκρυνε το δαίμονα της ακολασίας και της απελπισίας και άρχισε να μετανιώνει. Από ακόλαστος, με τον καιρό έγινε άγιος, από μιαρό σκεύος έγινε καθαρό σκεύος, από απελπισμένος έγινε ήρωας, ο οποίος ενέπνεε και εμπνέει τον ηρωισμό σε πολλές απελπισμένες ψυχές.

Με την μετάνοια, θαυματουργικά γιατρεύτηκε και ο ληστής Μωυσής. Κάποτε, αφού διέπραξε πολλούς φόνους και ληστείες επιτέθηκε με τη συμμορία του σε ένα μοναστήρι. Και ενώ μέχρι τότε ασυλλόγιστα επιτίθονταν σε άλλους ανθρώπους, από τότε που μετανόησε επιτίθονταν μόνον στον ίδιο τον εαυτό του. Δηλαδή άρχισε να τιμωρεί τον εαυτό του, με την πείνα, με την δίψα, με την φυλακή, με τους ραβδισμούς, με την αυτοκριτική. Με αυτή την αυστηρή μέθοδο και με τη βοήθεια του Θεού, κατάφερε να ξεφλουδίσει από την ψυχή του, τον χοντρό φλοιό της αμαρτίας και να φωτίσει την ψυχή του με το πράο και σιωπηρό Πνεύμα του Θεού.

Η μετάνοια είναι ένα πνευματικό λουτρό στο οποίο «καθαρίστηκαν» οι πιο σημαντικοί δημιουργοί, των πιο σημαντικών έργων των χριστιανικών λαών. Όλοι τους εξαγνίστηκαν με τη μετάνοια και γι' αυτό το λόγο μπορούσαν να βοηθούν και άλλους να εξαγνιστούν. Όλοι τους ταπεινώθηκαν μέχρι έσχατου σημείου και γι' αυτό το λόγο ανυψώθηκαν μέχρι τα ουράνια. Ο αριθμός τους είναι δύσκολο να μετρηθεί, όπως δύσκολο είναι να μετρηθεί η μεγαλοσύνη τους. Η Εκκλησία του Χριστού είναι θεμελιωμένη πάνω σε Αγίους που μετανόησαν, όπως τα παλάτια είναι χτισμένα πάνω σε λαξεμένες και ωραίες πέτρες.

Εσείς βέβαια, αδερφοί μου, ίσως πείτε, πως εγώ αναφέρω παραδείγματα μετάνοιας και μετανιωμένων ανθρώπων παλαιότερων εποχών, που στις μέρες μας δεν μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα. Επίσης ίσως πείτε πως όλα τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν ανήκουν όχι μόνο σε παλιότερες εποχές, αλλά και σε απομακρυσμένους λαούς, που έζησαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ζωής. Θα τολμήσω όμως σε αυτό το σχόλιο να απαντήσω ως εξής: Είναι αλήθεια ότι άλλαξαν πολύ οι εξωτερικές συνθήκες. Άλλαξε ο τρόπος μεταφοράς, ο τρόπος φωτισμού μέσω του ρεύματος, ο τρόπος με τον οποίο εκδίδονται τα βιβλία, ο τρόπος επικοινωνίας των ανθρώπων, ο τρόπος ενδυμασίας μας, ο τρόπος που εργαζόμαστε, ο τρόπος που πολεμάμε. Όλα αυτά είναι διαφορετικά και δεν είναι ίδια με την εποχή που έζησε η Μαρία της Αιγύπτου, ούτε είναι ίδια με την εποχή που έζησε ο Αυγουστίνος στη Ρώμη. Δύο όμως πράγματα, αδελφοί μου, δεν άλλαξαν: ο Θεός και η πορεία προς τον Θεό. Ο Θεός είναι σήμερα ίδιος όπως και τότε. Η πορεία προς τον Θεό είναι και σήμερα ίδια!

Όποιος σήμερα επιθυμεί να ταξιδέψει από τη Θεσσαλονίκη στο Παρίσι δεν σελώνει το άλογο, ούτε ετοιμάζει άμαξα όπως παλιά. Κάθεται σε μία θέση στο τρένο και ταξιδεύει. Όποιος σήμερα επιθυμεί να γράψει ένα βιβλίο, δεν προετοιμάζει το δέρμα του αρνιού για να το κάνει περγαμηνή, ούτε χαράζει με μαχαίρι τα γράμματα σε ξύλο ή σε πέτρες όπως κάποτε. Παίρνει το φτερό και το χαρτί και γράφει. Όποιος όμως σήμερα θέλει να ξεμεθύσει από το «μεθύσι» της αμαρτίας και να ανυψώσει το πνεύμα του στο Θεό, αυτός πρέπει να περάσει τις ίδιες δυσκολίες της μετάνοιας που πέρασαν η Αγία Μαρία, ο Άγιος Βασίλειος, ο Άγιος Γρηγόριος, ο Άγιος Μακάριος, ο Άγιος Αυγουστίνος και όλοι οι Άγιοι.

Αν επίσης νομίζετε, πως η διαφορά αίματος και η διαφορά λαού κάνει πιο εύκολο ή πιο δύσκολο τον δρόμο για τη σωτηρία, τότε πρέπει να σας πω ότι οι δικοί σας άγιοι, που έχουν το ίδιο αίμα και ανήκουν στον ίδιο λαό με σας, ανέβηκαν τον ίδιο δρόμο στην πορεία τους προς τον Θεό, όπως και οι άγιοι που κατάγονται από την Αίγυπτο, από την Παλαιστίνη, από τη Συρία, από την Αρμενία, από την Ελλάδα, από τη Βουλγαρία, από τη Ρωσία.

Μπορεί να νομίζετε, πως τα παραδείγματά μου ίσως είναι κάπως παλιά για εσάς. Ίσως θα πείτε πως οι άγιοι στους οποίους αναφέρθηκα, έζησαν την εποχή του μεσαίωνα. Θα πείτε πως είστε άνθρωποι της σύγχρονης εποχής και δεν σας είναι σαφές, γιατί η μετάνοια σήμερα είναι τόσο αναγκαία όσο ήταν και στα παλαιότερα χρόνια. Γι' αυτό το λόγο εγώ θα αναφέρω παραδείγματα σημερινά από ανθρώπους που ζουν δίπλα μας.

Πριν από μερικές μέρες με επισκέφτηκε ένας έμπορος, που μου είπε για τον εαυτό του τα εξής: «Κληρονόμησα μία εμπορική επιχείρηση από τον πατέρα μου και επιθυμούσα με κάθε τρόπο να την επεκτείνω. Χρησιμοποιούσα κάθε τρόπο και κάθε μέσο για να πετύχω το στόχο μου. Εξαπατούσα τους ανθρώπους, χρησιμοποίησα πλαστά χρήματα, ορκιζόμουν ψεύτικα την ώρα που πουλούσα και την ώρα που αγόραζα, έβαζα μεγάλο τόκο στους οφειλέτες μου, έκλεβα από τον καθένα και ήμουν τσιγκούνης με όλους. Και όσο εγώ βυθιζόμουν με όλη μου την ψυχή στις εμπορικές μου δραστηριότητες, ο διάβολος μπήκε στο σπίτι μου από την άλλη πόρτα και άρχισε να το καταστρέφει συθέμελα. Δηλαδή, η γυναίκα μου παραδόθηκε στην ακολασία και ο μοναχογιός μας, περιφρονώντας και εμένα και τη μητέρα του, έφυγε μακριά, εγκατέλειψε το σπίτι χωρίς να πει τίποτε. Μια Κυριακή, πριν να βραδιάσει, καθόμουν στο σπίτι δίπλα στο παράθυρο, σκεπτόμενος τη δουλειά μου. Τότε άκουσα δύο ανθρώπους να μιλούν, στο δρόμο κάτω από το παράθυρο μου. Ο ένας ρώτησε τον άλλο: -Πού βρισκόμαστε; Και ο άλλος είπε: -Αυτό είναι το σπίτι του τάδε εμπόρου. Ακούγοντας το όνομα μου είπε ο πρώτος: -Ο Θεός ας συγχωρέσει την ψυχή του τίμιου πατέρα του. Καλύτερα θα ήταν αυτός ο άσπλαχνος γιος του, να σβήσει από την ταμπέλα το όνομα του τίμιου πατέρα του και να γράψει την επιγραφή «Διάβολος και Σία». Εκείνη τη στιγμή αν ένας κεραυνός χτυπούσε το σπίτι μου, λιγότερο θα με τάραζε από αυτά τα λόγια.

Την ίδια νύχτα, παρόλο που ήταν σκοτάδι και έβρεχε, πήγα στον τάφο του πατέρα μου και έμεινα εκεί μέχρι το ξημέρωμα, κλαίγοντας με λυγμούς. Το πρωί εγκατέλειψα τα πάντα και βρήκα καταφύγιο σ' ένα απομακρυσμένο μοναστήρι. Εκεί παρέμεινα μέχρι τώρα, μετανοώντας βαθιά με νηστεία και προσευχή. Σήμερα νιώθω πως είμαι εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Βρήκα την ψυχή μου, τον μοναδικό μου θησαυρό. Άρχισα να σκέφτομαι και να φροντίζω για τη σωτηρία της ψυχής μου, περισσότερο από καθετί άλλο στον κόσμο».

Αυτή η ιστορία με εξέπληξε για ένα λόγο. Δεν με εξέπληξε η ιστορία από μόνη της, αλλά με εντυπωσίασαν οι ομοιότητες που έχει με τις ιστορίες κάποιων μετανοημένων ανθρώπων και αγίων, που έζησαν πριν από δέκα πέντε αιώνες.

Μια άλλη φορά με επισκέφτηκε μία γυναίκα και με κλάματα μου διηγήθηκε την σκοτεινή ιστορία της ζωής της. Η ιστορία της είναι τόσο σκοτεινή, που είναι ντροπή να την πει κανείς στο καπηλειό. Πώς λοιπόν να την πει κανείς από το ιερό βήμα του ναού; Όσο αυτή εξομολογούνταν τις αμαρτίες της, στο νου μου είχα ιστορίες άλλων αμαρτωλών γυναικών από το χριστιανικό παρελθόν. Όχι μόνο οι αμαρτίες της σύγχρονης αμαρτωλής γυναίκας έμοιαζαν με τις αμαρτίες των παλαιότερων αμαρτωλών γυναικών, αλλά και η ταπεινή και η «εκ βαθέων» και αποφασιστική μετάνοιά της έμοιαζε επίσης.

Κάποτε, όταν υπηρετούσα σε ένα ορεινό χωριό, θυμάμαι πως ήρθε ένας μορφωμένος, πολυμαθής «ανήξερος», να μιλήσει σε μία συγκέντρωση του λαού για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ένας από τους πολλούς που υπάρχουν σ' αυτή τη χώρα και εκθέτουν συνεχώς σε κίνδυνο την ειρήνη και την ηθική του λαού. Ανέλυε τα πάντα λεπτομερώς, αλλά μιλούσε με σκέψεις άλλων ανθρώπων, χωρίς να λέει τη δική του γνώμη. Όταν τελείωσε την ομιλία του, οι άνθρωποι έμειναν σιωπηλοί σαν πέτρες. Ο ομιλητής πλησίασε έναν σκεφτικό, μέσης ηλικίας, απλό άνθρωπο και τον ρώτησε ποια είναι η γνώμη του για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτός αναστέναξε βαθιά και απάντησε: -Γιατί ρωτάς εμένα, κύριε; Εγώ είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος στον κόσμο και έμενα προσωπικά δεν μού χρειάζεται κανένα δικαίωμα, εμένα μού είναι απαραίτητη η μετάνοια. Δεν έχω δικαίωμα λόγω των αμαρτιών μου, ούτε να ζεσταίνομαι από το φως του ήλιου του Θεού, ούτε έχω δικαίωμα να αναπνέω το θεϊκό οξυγόνο. Παρατήρησα, πως στην ομιλία σου δεν τόλμησες να αναφέρεις το όνομα του Θεού, πιθανόν από το φόβο που έχεις απέναντι στον Θεό. Ακόμη και εγώ που είμαι τόσο αμαρτωλός, αξίζω περισσότερο να αναφέρω το όνομά Του.

Λέγοντας αυτά στον «πολυμαθή» κύριο, αυτός ο απλός άνθρωπος, στη συνέχεια άρχισε να μιλά στον υπόλοιπο λαό για την αναγκαιότητα της μετάνοιας. Τους είπε πως η μετάνοια είναι η πρώτη ανάγκη κάθε ανθρώπου και ολόκληρου του λαού και συνέχισε λέγοντας πως οι άνθρωποι εύκολα θα συμφωνούσαν όσον αφορά τα δικαιώματα και θα έβαζαν σε τάξη όλα όπως πρέπει, στην περίπτωση που μετάνιωναν για τις αμαρτίες τους. Οι απλοί άνθρωποι από το χωριό άκουσαν τα λόγια του με κατάπληξη και τον επιδοκίμασαν. Ο «έξυπνος» κύριος εγκατέλειψε την συγκέντρωση μουρμουρίζοντας θυμωμένα και έφυγε από τα βουνά μας.

Πολλοί άνθρωποι που πήγαν στον πόλεμο γυρίζουν χωρίς να διδαχτούν σχεδόν τίποτε. Προσωπικά γνώρισα έναν απλό άνθρωπο, ο οποίος μου εξομολογήθηκε πως στον πόλεμο ένιωσε και κατάλαβε τι σημαίνει να έχει κανείς τον φόβο του Θεού. Πριν από τον πόλεμο δεν είχε νιώσει αυτόν το φόβο. Επιστρέφοντας από τον πόλεμο στο χωριό του ως έφεδρος αξιωματικός, άρχισε να καλεί τους ανθρώπους σε μετάνοια και κατόρθωσε να «γιατρέψει» πενήντα σπίτια από κάθε αμαρτία.

Και τώρα συνεχίζει με μεγάλη προθυμία, να παρακινεί όλο το χωριό του σε μετάνοια και διά μέσου της μετάνοιας να το οδηγεί στην εξαγνισμένη χριστιανική ζωή. Δεν πληρώνεται από κανέναν, ούτε -αλίμονο- περιμένει κάποια πληρωμή από τους ανθρώπους. Η αληθινή προθυμία προς το Θεό τον κινεί για να πράττει αυτό το ευλογημένο έργο. Όταν τον ρώτησα ποια είναι η γνώμη του για διάφορα θέματα που σήμερα δημιουργούν ανησυχία στη χώρα μας, αυτός απάντησε με πραότητα: Όλα αυτά τα θέματα είναι δευτερεύουσας σημασίας και είναι άλυτα, μέχρι να λυθεί ένα βασικό θέμα και ερώτημα. Το βασικό θέμα είναι η μετάνοια του λαού ενώπιον του Θεού.

Υπάρχουν και άλλα, αμέτρητα, σύγχρονα παραδείγματα μετανοημένων ανδρών και γυναικών, ανθρώπων που ζουν στη σημερινή κοινωνία, τα οποία γνωρίζω προσωπικά και τα οποία θα μπορούσα μέχρι αύριο να απαριθμώ. Μοιάζουν απίστευτα με κλασικά παραδείγματα ανθρώπων που η Ορθόδοξη Εκκλησία διαφύλαξε και τόνισε ως σωστά παραδείγματα για τους πιστούς.

Όπου υπάρχει αμαρτία εκεί μπορεί να υπάρξει και μετάνοια. Όπου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχει και αμαρτία. Ίδιες είναι οι αμαρτίες και σήμερα, όπως ήταν και πριν δύο χιλιάδες χρόνια, ίδιο είναι και το φάρμακο για όλες τις αμαρτίες: η μετάνοια! Το φάρμακο -πρώτο και βασικό φάρμακο- για όλες τις αμαρτίες είναι η μετάνοια! Η μετάνοια είναι η πρώτη πνευματική ιατρική, που παρέχεται στον ασθενή για την αμαρτία!

Σκεφτείτε το εξής: η ακαθαρσία στη γη σήμερα είναι ίδια όπως ήταν και πριν δύο χιλιάδες χρόνια, ίδιο είναι και το νερό που την καθαρίζει. Φανταστείτε, λοιπόν πως ταξιδεύετε από την Θεσσαλονίκη ως το Βλαδιβοστόκ στη βόρεια άκρη της Ρωσίας και πως λερώνεστε από τη σκόνη. Θα πλενόσασταν στην Θεσσαλονίκη με νερό ενώ στο Βλαδιβοστόκ θα πλενόσασταν με πετρέλαιο; Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σας στον σκονισμένο δρόμο, δεν θα πλενόσασταν με νερό; Φυσικά με νερό.

Το βάδισμα της ανθρωπότητας διά μέσου της ιστορίας είναι ένα μακρινό ταξίδι. Σ' αυτό το μακρινό ταξίδι, η ανθρωπότητα «λερώνεται» και «σκονίζεται» πάντα με την ίδια σκόνη και «πλένεται» πάντα με το ίδιο νερό. Η σκόνη είναι η αμαρτία και το νερό είναι η μετάνοια.

Αδερφοί μου, η μετάνοια του ανθρώπου είναι μία πράξη κατά την οποία ο άνθρωπος επαναστατεί στον ίδιο του τον εαυτό και αύτη την επανάσταση την ξεκινά ο άνθρωπος από μόνος όταν συνειδητοποιήσει πως ο εχθρός βρίσκεται μέσα του! Όσο ο άνθρωπος ζει με την αυταπάτη, πως όλοι οι εχθροί του είναι έξω από τον ίδιο του τον εαυτό, ως τότε δεν εξεγείρεται ενάντια στον εαυτό του. Όταν όμως μία στιγμή ανοίξουν τα ανθρώπινα μάτια και αναγνωρίσουν πως οι «κλέφτες» και οι «ληστές» βρίσκονται μέσα στην οικία του, τότε ξεχνάει εκείνους που επιτίθενται στο σπίτι απ’ έξω και χρησιμοποιεί όλη τη δύναμη του να βγάλει έξω εκείνους που απρόσκλητοι μπήκαν μέσα και εγκαταστάθηκαν.

Θα ήταν αστείος ένας αρχιστράτηγος, αν υπερασπιζόμενος μία πόλη έβλεπε ότι ο εχθρός μπήκε μέσα στην πόλη από υπόγειους διαδρόμους, καμουφλαρισμένος με την στρατιωτική στολή του στρατού του και παρόλα αυτά παρέμενε απαθής και συνέχιζε να πυροβολεί από τις επάλξεις της πόλης τον εχθρό που είναι έξω από την πόλη. Επειδή, σε τι τον βοηθά όλη η προσπάθεια που κάνει για να εξοντώσει τους εξωτερικούς εχθρούς, αφού ο εχθρός με μορφή φίλου προκαλεί τους στρατιώτες σε απειθαρχία, ληστεύει, βάζει φωτιές, σπέρνει την απελπισία; Μήπως σ' αυτή την περίπτωση, ο αρχιστράτηγος πολεμά με την πλευρά του εχθρού, εναντίον του εχθρού; Μήπως βλάπτει την ίδια του την πόλη; Μήπως αμύνεται μάταια, νομίζοντας πως ο θάνατος βρίσκεται έξω από τις επάλξεις της πόλης, ενώ ο θάνατος ανενόχλητα, πίσω από την πλάτη του, στήνει τις κρεμάλες και του βάζει τη θηλιά στο λαιμό;

Έτσι, το ίδιο απρόσεχτα ενεργούμε και εμείς όταν θέλουμε να προστατεύσουμε την ψυχή μας, την μοναδική πολύτιμη πόλη μας. Επειδή όσο εμείς δίνουμε μεγάλη εξωτερική μάχη, για να προστατεύσουμε τη ζωή μας, την ίδια ώρα τα μοχθηρά πνεύματα εσωτερικά κλέβουν την ψυχή μας.

Τα πάθη είναι αυτά που εξαπατούν και δηλητηριάζουν την ψυχή μας, την καίνε. Τα πάθη «γκρεμίζουν» όλα όσα οι καλές δυνάμεις και οι αγαθοεργίες χτίζουν στην ψυχή μας. Οι αμαρτίες μας και τα εγκλήματά μας προκαλούν αταξία στην ψυχή μας, σκοτεινιάζουν το νου μας, γεμίζουν την καρδιά μας με μια συνεχή απληστία και δυσαρέσκεια, προκαλούν μία «ατροφία» των πνευματικών μας δυνάμεων. Το τελειωτικό όμως χτύπημα στον αγώνα μας για τη σωτηρία της πολύτιμης πόλης, δηλαδή για τη σωτηρία της ψυχής μας, δίνει το χέρι της απελπισίας, που μας οδηγεί στην πλήρη παράδοση της. Πράγματι, η απελπισία μας εξαναγκάζει να παραδώσουμε την ψυχή μας στο διάβολο! Αληθινή αυτοκτονία! Γιατί εμείς, εξαιτίας της απελπισίας, σαν απερίσκεπτοι στρατηγοί καταστρέφουμε και παραδίνουμε την «πόλη», την ψυχή μας, την οποία εμπιστευτικά μας παραδόθηκε από το Θεό, για να την φυλάγουμε!

Αδελφοί μου, η μετάνοια είναι έκτος από επανάσταση του ανθρώπου προς τον ίδιο του τον εαυτό είναι και η ντροπή, η αισχύνη που αισθάνεται ο άνθρωπος απέναντι σε αυτό που είναι πιο καθαρό απ’ αυτόν. Για παράδειγμα, ο άνθρωπος που έχει βρώμικα ρούχα, ντρέπεται μπροστά στον άνθρωπο που έχει καθαρά ρούχα. Ο άνθρωπος λοιπόν που έχει βρώμικη ψυχή, ντρέπεται μπροστά στον άνθρωπο που έχει καθαρή ψυχή.

Συχνά εμείς που είμαστε ποταποί και κακοί, επιτιθέμεθα στον άνθρωπο που έχει πιο καθαρή ψυχή από εμάς, στη συνέχεια όμως κρυφά πάντοτε νιώθουμε ντροπή απέναντι του. Ένας καταδικασμένος στη φυλακή του Βελιγραδίου μου είπε μία φορά: «Εγώ μισώ κάθε τίμιο άνθρωπο, αλλά και τον ντρέπομαι». Κάποτε ένας μορφωμένος άνθρωπος, που έγραφε εναντίον της διδασκαλίας του Χριστού, μου εξομολογήθηκε πως τις στιγμές που έμενε μόνος του, τον καταλάμβανε μία ανεκδιήγητη ντροπή απέναντι στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Ντροπή, αλλά στη συνέχεια και φόβος.

Πώς αισθανόταν άραγε οι αμαρτωλοί που βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χριστό;

Πόση ντροπή έκαιγε τον τελώνη Ζακχαίο, που με αμαρτωλό τρόπο απέκτησε τα πλούτη του, όταν ο Κύριος απροσδόκητα επισκέφτηκε την οικία του; Πόση χαρά και πόση ταραχή από ντροπή θα ένιωθε ο Ζακχαίος ενώπιον του καθαρότερου Πλάσματος που πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του! Αν και ο Χριστός δεν απαίτησε απ’ αυτόν καμία θυσία, ο Ζακχαίος παρακινημένος από εσωτερική ντροπή, φώναξε: «Κύριε, υπόσχομαι να δώσω τα μισά από τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς και να ανταποδώσω στο τετραπλάσιο όσα πήρα με απάτη». (Λουκά 19, 8).

Ένιωσαν άραγε ντροπή, εκείνοι που κοιτώντας μόνον τις αμαρτίες των άλλων, έφεραν με βίαιο τρόπο μπροστά στο Χριστό μία μοιχό γυναίκα, που κατέστρεφε γάμους, για να την καταδικάσει; Ο Ιησούς δεν την καταδίκασε, αλλά αποφάσισε: «Όποιος ανάμεσα σας είναι αναμάρτητος, ας ρίξει πρώτος πέτρα πάνω της» (Ιωάν. 8, 7)... Αυτοί όμως, όταν άκουσαν την απάντηση, άρχισαν με πρώτους τους γεροντότερους να φεύγουν ένας ένας, μέχρι και τον τελευταίο (Ίωάν. 8, 9).

Τα λόγια του Χριστού και κάθε ανθρώπου με καθαρή ψυχή, καίνε σαν φωτιά τις κεφαλές των ανθρώπων που δεν έχουν καθαρή ψυχή. Σκεφτείτε πόση ντροπή ένιωσε η αμαρτωλή γυναίκα, που έμοιαζε με ξερό φύλλο, παρασυρμένο από το δυνατό άνεμο, όταν γεμάτη συγκίνηση πλησίασε τον πάναγνο Υιό του Θεού. «Στάθηκε πίσω κοντά στα πόδια Του και κλαίγοντας έβρεχε με τα δάκρυα της τα πόδια Του και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της. Τα φιλούσε και τα άλειφε με το μύ¬ρο» (Λουκά 7, 38).

Σκεφτείτε πόση ντροπή ένιωσαν οι δούλοι, οι απεσταλμένοι των φαρισαίων και των θρησκευτικών αρχηγών του λαού, όταν πήγαν να συλλάβουν τον Ιησού. Σκεφτείτε τη ντροπή που ένιωσαν μέσα τους, εξαιτίας της αποστολής τους, όταν βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Θεάνθρωπο! Όταν επέστρεψαν άπρακτοι, τους ρώτησαν: «Γιατί δεν Τον φέρατε;» (Ίωάν. 7, 45). Η απάντηση τους ήταν: «Ποτέ δεν μίλησε άνθρωπος, όπως Αυτός» (Ίωάν. 7, 46).

Θυμηθείτε και τον Ναθαναήλ, πώς ειρωνευόταν εκείνους που του μιλούσαν για τον Μεσσία από τη Ναζαρέτ: «Μπορεί από τη Ναζαρέτ να προέλθει κάτι καλό;» Μόλις όμως φωτίστηκε από την παρουσία του Χριστού, φώναξε: «Διδάσκαλε! Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, Εσύ είσαι ο βασιλιάς του Ισραήλ!»

Θυμηθείτε τη ντροπή που αισθάνθηκε ο Πέτρος, όταν αρνήθηκε τρεις φορές τον Διδάσκαλο του! Πώς λάλησε ο πετεινός και πώς ο Ιησούς σιωπηλά γύρισε και με πραότητα κοίταξε τον Πέτρο και «ο Πέτρος βγήκε έξω και έκλαψε πικρά» (Λουκά 22, 62).

Σκεφτείτε τι είπε ο ένας κακούργος, που ήταν κρεμασμένος στο σταυρό, στον άλλο: «Ούτε το Θεό δε φοβάσαι εσύ;» (Λουκά 23, 40). Είναι δύσκολο στην ιστορία των ανθρώπων, να βρούμε τέτοια συζήτηση ανάμεσα σε τρεις ανθρώπους. Αυτή η συζήτηση έγινε στο Γολγοθά, στο σταυρό, ανάμεσα σε τρεις ανθρώπους που υπέφεραν θανατηφόρα μαρτύρια. Οι τρεις τους αντιπροσώ¬πευαν τρεις διαφορετικούς κόσμους: τον Άδη, τον Ουρανό, τη Γη. Ποτέ, μα ποτέ με λιγότερα λόγια δεν ειπώθηκαν περισσότερα.

Θυμηθείτε αυτά αλλά και άλλα ανάλογα παραδείγματα από την Αγία Γραφή και ας βιαστεί¬τε και εσείς να νιώσατε ντροπή για τις αμαρτίες σας, μπροστά από τον Κύριο Δημιουργό και να μετανιώσετε για κάθε κακό που πράξατε. Επειδή πραγματικά σας λέω: όπως ο Χριστός ολοζώντανος στεκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πέτρο και τον Ναθαναήλ, έτσι στέκεται αυτή τη στιγμή μπροστά σας με αμέτρητα μεγαλύτερη δόξα, λάμψη και δύναμη. Αν θα μπορούσατε να Τον δείτε, γρήγορα θα ντρεπόσασταν. Αχ, μακάρι να μπορούσατε να Τον δείτε! Η διαφορά τότε με σήμερα είναι πως οι αμαρτωλοί τότε, πρώτα έ-βλεπαν το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και στη συνέχεια ντρέπονταν και μετάνιωναν, ενώ εμείς σήμερα πρέπει πρώτα να νιώσουμε ντροπή για τις αμαρτίες μας και να μετανιώσουμε, για να δούμε το πρόσωπό Του. Ο Χριστός είναι κοντά στον καθένα από εσάς, είναι πιο κοντά και από τον αέρα που εισέρχεται στους πνεύμονές σας, είναι πιο κοντά και από το αίμα στην καρδιά σας. Σταθείτε μπροστά Του έχοντας ντροπή και «ξεπλύνετε» την ψυχή σας με μετάνοια και θα τον δείτε!

ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ, ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ, ΕΠΕΙΔΗ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ. Επειδή ποτέ μέχρι τώρα δεν ήταν τόσο αδύναμα τα βασίλεια της γης. Τα βασίλεια της γης δεν ήταν ποτέ πιο ανίσχυρα να προσφέρουν στην ανθρώπινη ζωή κάποια υψηλή αξία και κάποιο υψηλό στόχο. Γι' αυτό το λόγο δεν μπορούν να γλυκάνουν τη ζωή με κάποιο αιώνιο καλό, ούτε να μεταμορφώσουν την ανθρώπινη ζωή με τη χαρά και το φως.

Οι πρόγονοί σας αμάρτησαν, αμαρτήσατε και εσείς. Από τη διπλή αμαρτία, είναι διπλό και το φορτίο στη ζωή σας. Μετανοείτε, για να μην σηκώσουν οι γιοί σας τριπλάσιο φορτίο και οι απόγονοί σας τετραπλάσιο φορτίο.

Αν εσείς, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας μετανοήσετε, θα δείτε σύντομα πως η μετάνοια είναι κολλητική. Θα δείτε στη συνέχεια, και πως όλος ο λαός μας θα μετανιώσει. Ο λαός μας έχει ως παράδειγμα τώρα τις δικές σας αμαρτίες και λάθη, ο λαός της επαρχίας έχει ως παράδειγμα τις αμαρτίες και τις κακές συνήθειες της πρωτεύουσας, τον εγωισμό της, την μιαρότητά της και την αθεΐα της. Ο λαός μας εάν η πρωτεύουσα ήταν ενάρετη, γρήγορα θα την μιμούνταν. Επειδή δεν είναι μόνον η αμαρτία κολλητική, κολλητική είναι και η αρετή!

Η ψυχή του λαού, λυπημένη παρακολούθησε όλους τους δρόμους της πρωτεύουσας, που την απομάκρυναν από τον Θεό. Με ευλογημένη χαρά θα παρακολουθήσει και όλους τους δρόμους, που οδηγούν στον Θεό, γιατί τίποτε πιο τρυφερό και πιο ωραίο δεν υπάρχει από την ψυχή ενός ταλαιπωρημένου και απλού λαού! Γι' αυτό το λόγο, μια τέτοιου είδους ψυχή οδηγείται στο στραβό δρόμο, αλλά και εύκολα «ισιώνει». Αν μόνο εσείς, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας μετανιώσετε, θα δείτε το θαύμα της μετάνοιας του υπόλοιπου λαού, θαύμα που σαν αυτό οι άνθρωποι σπάνια βλέπουν. Τώρα είστε περήφανοι για τις πολεμικές σας επιτυχίες και για το κράτος σας. Ο Θεός όμως δεν θα σας ρωτήσει την ώρα της κρίσης, ούτε για τις πολεμικές σας επιτυχίες, ούτε για το κράτος σας, αλλά για την ψυχή σας που «σαπίζει» λόγω των αμαρτιών σας και λόγω των κακών συνηθειών σας. Δεν θα ζητήσει ο Θεός από εσάς επικυρωμένα έγγραφα ιδιοκτησίας των ακινήτων σας, ούτε τον χάρτη του κράτους σας, αλλά θα ζητήσει από εσάς την ψυχή σας, η οποία για Αυτόν είναι πιο πολύτιμη από όλους τους θησαυρούς και από όλους τους πολιτισμούς σ' όλη τη γη.

Τώρα δεν μπορείτε τίποτε να καταλάβετε, αλλά όταν θα μετανιώσετε, θα αποκαλυφθεί η φρικτή αλήθεια: πως με το βάρος της περιουσίας σας, που αγαπάτε ειδωλολατρικά, με το βάρος του τεράστιου κράτους σας και με το βάρος της ματαιοδοξίας σας, συνθλίψατε την ψυχή σας. Λίγο ακόμα και θα την μετατρέπατε σε στάχτη.

Μπορούν να ελπίζουν οι άνθρωποι χωρίς ψυχή, πως ο Θεός θα τους βοηθήσει; Θα νιώθουν ντροπή οι άνθρωποι αυτοί ενώπιον του Χριστού, αφού το πρόσωπό τους είναι σαν σβησμένο κάρβουνο; Ο Ηρώδης και ο Καϊάφας δεν ντράπηκαν όταν αντίκρισαν το πρόσωπο του Χριστού, γιατί το πρόσωπό τους και η ψυχή τους ήταν σαν σβησμένο κάρβουνο.

Και εσείς, εάν δεν μετανιώσετε, να ξέρετε πως θα ανήκετε στην ίδια ομάδα με τον Ηρώδη και τον Καϊάφα, θα είστε «δολοφόνοι» του Χριστού, όπως και εκείνοι και το τέλος σας αναπόφευκτα θα είναι ίδιο με το δικό τους. Επειδή ίδιο είναι το τέλος, όλων όσων γνώρισαν τον Χριστό και Τον αρνήθηκαν.

Και αύριο δεκαπέντε άνθρωποι από αυτή την πόλη, θα δοκιμάσουν τον θάνατο και θα περάσουν στην αιωνιότητα. Ποιος μας εγγυάται φίλοι μου, πως ανάμεσα σ' αυτούς τους δεκαπέντε, δεν θα είμαστε εγώ και εσύ;

Γι' αυτό το λόγο ας ψάλλουμε τον ύμνο της μετάνοιας, όσο το δυνατόν γρηγορότερα: της μετάνοιας την πόρτα άνοιξε μου Δημιουργέ! Ας βιαστούμε, τουλάχιστον αυτές τις ώρες πριν το θάνατο, να μετανοήσουμε με ειλικρινή και γεμάτο δάκρυα τρόπο, για όλες τις αμαρτίες που πράξαμε:

- για τη σκληρότητα που δείξαμε απέναντι στους φτωχούς,
- επειδή συκοφαντήσαμε τον πλησίον μας,
- για την λαγνεία που προκάλεσε την σαπίλα της καρδιάς μας,
- για την τεμπελιά που δείξαμε, την ώρα που έπρεπε να κάνουμε καλές πράξεις ή να προσευχόμαστε,
- για την λαιμαργία που δείξαμε κατά τη διάρκεια της νηστείας,
- για τον εγωισμό και την περηφάνια μας, εξαιτίας των οποίων ονειρευτήκαμε να γίνουμε κολοσσοί, αλλά τελικά γίναμε νάνοι,
- για το ψέμα, για την κλεψιά, για την φιλαργυρία,
- για το ότι ξεχνάμε τον Θεό, για τις βλασφημίες,
- για την ξεροκεφαλιά μας και για κάθε άλλη αμαρτία.

Ας μετανοήσουμε τόσο βαθιά και τόσο ειλικρινά, έτσι ώστε να εξαγνίσουμε όλη τη ζωή μας, έτσι ώστε να γίνουμε «καθαροί» σαν πρωινή δροσιά και σαν τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, που πέφτουν πάνω σ' αυτή.

Μόνον η μετάνοια δεν είναι αρκετή για τη σωτηρία, χωρίς αυτή όμως δεν μπορεί να αρχίσει ο δρόμος της σωτηρίας.

Και όποιος μετανοήσει, σ' αυτόν θα φανερωθεί τι είναι καλό να κάνει στη συνέχεια.
Ας μετανοήσουμε λοιπόν για να μας αποδεχτεί Εκείνος, ο οποίος δέχτηκε τον μετανοημένο ληστή. Τον υποδέχτηκε στην τράπεζα του παραδείσου, στο Βασίλειό Του, όπως υποδέχεται κανείς στο σπίτι του τον πρώτο φιλοξενούμενο.

Ας μετανοήσουμε, για να μάς υποδεχτεί και εμάς το ίδιο.
Ας μετανοήσουμε, και ο Ελεήμων και Πράος Θεός θα μάς ευσπλαχνιστεί την ώρα της κρίσης στο Δικαστήριό Του, εξαιτίας της φιλευσπλαχνίας Του, που είναι πάντοτε μεγαλύτερη από τις ανθρώπινες αμαρτίες!

Μόνον Αυτόν ας δοξολογούν και ας ευχαριστούν οι Άγγελοι στον ουρανό και οι άνθρωποι στη γη, με αιώνια χαρά και αρμονία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ
ΟΜΙΛΙΕΣ
Για την απαισιοδοξία, την αισιοδοξία,
το "μέγα" Όνομα και την ανάσταση των νεκρών

Ελεήμων, Ελέησόν με τον παραπεσόντα.


Η αντιμετώπιση ενός απελπισμένου από τον παπα Κοδράτο, Προηγούμενο Καρακαλληνό (†1940)





Την εποχή που ζούσε ο παπα-Κοδράτος στην Ι.Μ. Καρακάλλου επεσκέφθη το Άγιον Όρος ένας λαϊκός προσκυνητής που ήθελε να εξομολογηθεί τις μεγάλες του αμαρτίες. Πήγε στις Καρυές, στον π.Αβέρκιο που έφτιαχνε κομπολόγια, και ζητούσε επίμονα εξομολόγο.
Ο π.Αβέρκιος θεώρησε καλό να τον στείλει στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου που βρίσκεται κοντά στις Καρυές. Ήταν καλός πνευματικός, αλλά αυστηρός στους κανόνες, που τους έβαζε χωρίς επιείκεια.
Ο άνθρωπος πήγε στο Κουτλουμούσι και εξομολογήθηκε. Επέστρεψε όμως «κάλαμος συντετριμμένος». Χωρίς καμμία διάθεση. Γεμάτος θλίψη και αθυμία.
-Τι έκανες; Εξομολογήθηκες; τον ρώτησε ο π.Αβέρκιος.
- Ναι πάτερ, αλλά…
Ο π. Αβέρκιος τον κοίταξε. Ήταν θλιμμένος, κάτωχρος, με μια λύπη που δεν είναι κατά Θεόν, αλλά την φέρνει ο διάβολος για να παγιδεύσει θανατηφόρα τις ψυχές.
-Τι έχεις; Πες μου. Τι σου συμβαίνει;
-Πάτερ, δεν υπάρχει πια για μένα ζωή. Δεν πρέπει να ζω. Θα ήταν προτιμότερο να πνιγώ, είπε με φαρμακερό πόνο.
-Μα γιατί; Δεν εξομολογήθηκες;
-Εξομολογήθηκα, αλλά ο πνευματικός μου είπε πως οι αμαρτίες μου είναι πολύ βαρειές. Δεν ξέρω. Πώς να στο πω; Μ’ έχει φέρει σε απόγνωση.
Όταν άκουσε αυτά ο π.Αβέρκιος και είδε το πνεύμα της λύπης και της απελπισίας να απλώνει ύπουλα το πέπλο του πάνω από την ψυχή του ταλαίπωρου εκείνου ανθρώπου, πιάνει και γράφει ένα γράμμα στον Σεβασμιώτατο Μελιτουπόλεως Ιερόθεο, που ασκήτευε τότε στον Μυλοπόταμο. Εκείνος θα μπορούσε να βοηθήσει, να βρει διέξοδο για την ψυχή αυτή.
Έδωσε το γράμμα στα χέρια του προσκυνητού και , του είπε δυο αδελφικά, ενθαρρυντικά λόγια και του έδειξε τα μονοπάτια που θα τον οδηγούσαν στο ερημικό κελλί του Σεβασμιωτάτου.
Ο Δεσπότης ήταν στον κήπο, όταν πήγε ο προσκυνητής. Φορούσε έναν απλό σκούφο και σκάλιζε.
-Τι θέλεις, αδελφέ μου; είπε στον απελπισμένο άνθρωπο που έφθασε με το γράμμα στο χέρι.
-Θέλω εξομολόγηση Σεβασμιώτατε.
-Άκου, παιδί μου. Εγώ δεν εξομολογώ. Όμως θα σε στείλω σ’ έναν εκλεκτό πνευματικό στην Ι. Μονή Καρακάλλου. Τον λένε παπα-Κοδράτο.
Παίρνει μολύβι και χαρτί, γράφει μια επιστολή στον παπα-Κοδράτο και τον στέλνει στον έμπειρο ιατρό των ψυχών.
Περπάτησε εκείνος στο ανηφορικό μονοπάτι που βγάζει στο Μοναστήρι και σε λίγο έφθασε. Οι πατέρες τον εφίλεψαν, όπως κάνουν σε κάθε επισκέπτη, με πολλή αγάπη και χαρά. Μετά ειδοποίησαν τον Γέροντα.
-Να έρθει στο Ηγουμενείο, παρήγγειλε εκείνος. Εκεί τον δέχθηκε σαν να τον εγνώριζε χρόνια. Με αγάπη. Σαν πατέρας. Κι ο άνθρωπος βιαζόταν να βγάλει το βάρος που τον επίεζε καταθλιπτικά μ’ έναν φόβο πρωτογνώριστο, σχηματισμένο ίσως από την πρώτη δραματική εξομολόγησή του. Έμοιαζε με κυνηγημένο πουλί που είχε μεγάλες πληγές, αλλά πιο μεγάλη αγωνία. Ο διάβολος τον έχει δέσει. Όμως δεν θα χαιρόταν. Η ψυχή του βρισκόταν τώρα πια στα χέρια του Χριστού, στα χέρια του παπα-Κοδράτου, που διέθεταν την τέχνη και την δύναμη να σπάσουν τα δεσμά των αμαρτιών και της απογνώσεως. Ήταν στα χέρια του ιατρού που θα έκανε την εγχείρηση και θα θεράπευε τον τραυματία με την χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Ο προσκυνητής αντίκρυζε στο πρόσωπο του πνευματικού τον άνθρωπο του Θεού και σκιρτούσε από χαρά.
«Είναι κάτι φυσικό-γράφει ο άγιος Ιωάννης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος- να βλέπει ο άρρωστος τον ιατρό και να αισθάνεται χαρά. Έστω κι αν δεν λάβει καμμία ωφέλεια από αυτόν. Απόκτησε λοιπόν και συ, ω θαυμάσιε-λέει προς τον ποιμένα- έμπλαστρα, κολλύρια, ποτά, σπόγγους, αναισθητικά, φλεβοτόμα, καυτήρες, αλοιφές, υπνωτικά, μαχαίρια, επιδέσμους. Αν δεν έχουμε αυτά, πως θα φανεί η επιστήμη μας;» (Λόγος προς ποιμένα).
Ο παπα-Κοδράτος ήταν εξοπλισμένος με όλα αυτά τα πνευματικά όργανα που αποτελούν την αληθινή επιστήμη του ποιμένος.
Ο άρρωστος προσκυνητής επιθυμούσε να γίνει σύντομα η επέμβασις. Ο παπα-Κοδράτος δεν βιαζόταν. Κάθησε κοντά του. Προσπάθησε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα γνωριμίας, φιλίας και εμπιστοσύνης με τον εξομολογούμενο, παρ’ όλο που εκείνος βιάσθηκε να του συστηθεί:
- Είμαι ένας αμαρτωλός, πάτερ.
-Καλά. Μα εγώ σε βλέπω σαν άγγελο του Θεού. Πες μου, έχεις παιδιά; Πότε ήρθες στο Άγιον Όρος; Τι δουλειά κάνεις;
Συζήτησαν αρκετά, ώσπου η ποθητή προετοιμασία έγινε. Μετά έβαλε «ευλογητός».
- Έλα παιδί μου, του είπε. Βλέπεις αυτή την εικόνα του Χριστού; Μη κρύψεις τίποτε. Όλα τα ξέρει ο Κύριος. Όλα τα βλέπει. Όλα τα ακούει. Κι εγώ είμαι ομοιοπαθής με σένα άνθρωπος. Θάρρος λοιπόν.
Αβίαστα και φυσικά άδειασε και ξεχύθηκε όλο το φαρμάκι κι όλος ο πόνος της καρδιάς του ανθρώπου. Με συντριβή. Χωρίς αμφιβολία για το έλεος του Θεού που τον έβλεπε ολοζώντανο στην μορφή και στο πετραχήλι του γέροντος πνευματικού. Εξομολογήθηκε καθαρά. Μετανόησε ειλικρινά. Έκλαψε. Η ψυχή του, ο λόγος του, η στάσις του, όλα μιλούσαν σαν να απήγγελναν τον 50ο ψαλμό του Δαβίδ, τον ψαλμό της μετανοίας : «Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι διαπαντός».
Τι άλλο ζητεί ο φιλάνθρωπος Θεός από τον άνθρωπο; Μετάνοια. επιστροφή. Αυτός είναι ο μοναδικός για τον Παράδεισο. Ο δρόμος που περπάτησε ο τελώνης, η πόρνη, ο ληστής. Αυτόν τον δρόμο άνοιξε ο Κύριος και στην πληγωμένη αυτή ψυχή με την υπεύθυνη πατρική παρουσία του σοφού Του οικονόμου στο ιερό μυστήριο της αφέσεως.
Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Ο παπα-Κοδράτος όταν άκουσε τον εξομολογούμενο, όταν, ως συνήθως, δάκρυσε μαζί του, κι όταν πια τον συμβούλευσε σκύβοντας επάνω στα τραύματά του με ευσπλαχία, του είπε:
-Είδε ο Θεός, παιδί μου, την μετάνοιά σου και τα δάκρυά σου. Άκου λοιπόν. Σήμερα είναι Μ. Πέμπτη. Όλοι οι πατέρες νηστεύουν για να κοινωνήσουν. Κάθησε κι εσύ εδώ αυτές τις ημέρες. Στο καθαρό και άγιο περιβάλλον της Μονής θα δεις καλύτερα τον εαυτό σου. Θα προσευχηθείς μαζί μας, θα νηστέψεις. Και θα κοινωνήσεις. Θα λειτουργήσω εγώ και θα σε κοινωνήσω. «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι. Μηκέτι αμάρτανε».
Η αγαλλίασις του ανθρώπου, μετά το τέλος της εξομολογήσεως, ήταν απερίγραπτη. Όλα τριγύρω έλαμπαν με το φως της ειρήνης, της συγγνώμης, του ελέους του Θεού. Είχε σωθεί. Και η χαρά του παπα-Κοδράτου, που έγινε για άλλη μία φορά σωσίβιο σ’ ένα ναυάγιο της ζωής, ήταν όμοια μ’ εκείνη την χαρά που δοκιμάζει ο Χριστός όταν βρίσκει ένα «απολωλός», όμοια μ’ εκείνο το πανηγύρι που γίνεται στον Ουρανό «επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».

«Κοδράτος ο Καρακαλληνός»
Σύγχρονες αγιορείτικες μορφές


Μετάνοια, εξομολόγηση.

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΕΡΧΟΜΕΝΟ 

ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ



1. Ἡ ἐξομολόγηση ἀποτελεῖ μυστήριο τῆς ᾽Εκκλησίας. Ὅπως εἶναι τό βάπτισμα, τό χρίσμα, ἡ Θεία Εὐχαριστία, τό ἴδιο συμβαίνει καί ἐδῶ. Εἶναι σάν μιά βρύση πού ὅταν ἀνοίγει προσφέρει τήν χάρη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁδηγεῖ τόν πιστό στό σημεῖο ἐκεῖνο ὥστε νά δεχθεῖ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού αὐτό κυρίως εἶναι ῾῾εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον᾽᾽. Ὁ ἐξομολογούμενος ἄρα ἔρχεται σέ ἄμεση σχέση μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό. Σ᾽ ᾽Εκεῖνον στήν πραγματικότητα ἐξομολογεῖται, γι᾽ αὐτό καί δέν ἔχει νόημα νά μήν εἶναι εἰλικρινής. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι βρύση, τήν κάνουλα ὅμως πού ἀνοίγει τή βρύση τήν ἔχει στά χέρια του ὁ ἐξομολογούμενος. ῎Ετσι στό μυστήριο αὐτό δέν παίζει ρόλο τόσο ὁ ἐξομολόγος ὅσο ὁ ἐξομολογούμενος.

2. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ προσερχόμενος στό μυστήριο δέν ἔρχεται ἀπροετοίμαστος. Πρέπει νά ἔχει προηγηθεῖ ἡ μετάνοιά του, δηλαδή ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἡ ἀπόφαση ἀλλαγῆς του, ἡ ὁποία θά καταλήξει στήν ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν ἐν ταπεινώσει ἐνώπιον τοῦ ἱερέα. Ὁ ἱερέας ἔχει τήν ἐξουσία ἀπό τόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία νά γίνεται ὄργανο τοῦ Χριστοῦ γιά τήν παροχή τῆς χάρης τῆς ἀφέσεως. Ὁ ἱερέας ἔτσι δέν εἶναι οὔτε εἰσαγγελέας οὔτε δικαστής. Εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς μετανοίας τοῦ πιστοῦ, πού χαίρεται γι᾽ αὐτήν ἀκριβῶς τή μετάνοια, ὅπως ἀκριβῶς χαίρεται ὁ Θεός καί ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος γιά τόν ἴδιο λόγο. ῎Αλλωστε καί ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖται σέ ἄλλον ἱερέα.

3. Ὁ μετανοημένος λοιπόν πιστός ἔχει ἐξετάσει τόν ἑαυτό του α) ὡς πρός τή σχέση του μέ τόν ἴδιο τόν Θεό: ἄν Τόν ἀγαπᾶ, ἄν συνεπῶς Τόν σκέπτεται, ἄν προσεύχεται, ἄν ἐκκλησιάζεται, ἄν προσπαθεῖ γενικῶς νά τηρεῖ τό ἅγιο θέλημά Του· β) ὡς πρός τήν σχέση του μέ τόν συνάνθρωπο: ἄν καί αὐτόν τόν ἀγαπᾶ καί τόν σέβεται, ἄν δέν τόν κατακρίνει, ἄν δέν τόν ὑβρίζει, ἄν δέν σκέπτεται πονηρά γι᾽ αὐτόν κλπ.· γ) ὡς πρός τόν ἑαυτό του: ἄν σέβεται καί τό σῶμα του καί τήν ψυχή του ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν τόν καταστρέφει καί τόν φθείρει μέ ποτά, τσιγάρα κ.ἄ., ἄν ἔχει τήν πίστη στή ζωή του πού ζητᾶ ὁ Θεός. Μέ ἄλλα λόγια τό βασικό κριτήριο μέ τό ὁποῖο ἐλέγχει τήν ζωή του εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀπό τήν τήρηση τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται ἡ ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό ἤ ὄχι. Γι᾽ αὐτά ὅλα μετανοεῖ καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν συγχωρήσει καί νά τόν βοηθήσει νά μήν τά ἐπαναλάβει. ῎Αν τυχόν ἀργότερα γιά λόγους ἀδυναμίας ἁμαρτήσει καί πάλι, καί πάλι θά ἀκολουθήσει τήν ἴδια διαδικασία. Ὁ Θεός δέν ῾βαριέται᾽ νά μᾶς συγχωρεῖ, γιατί μᾶς ἀγαπάει. Εἶναι ὁ Πατέρας μας.

4. Προσοχή λοιπόν! ᾽Εξομολογούμαστε τίς δικές μας ἁμαρτίες καί ὄχι τίς ἁμαρτίες ἄλλων. Καί ὁμολογοῦμε τίς ἁμαρτίες χωρίς περιστροφές, δικαιολογίες καί ἱστορίες. Ἡ προσπάθεια νά δικαιολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας δείχνει ὅτι στήν πραγματικότητα δέν ἔχουμε μετανοήσει γι᾽ αὐτές. Στήν περίπτωση αὐτή καί ὁ ἐξομολογούμενος δέν ἀναπαύεται ψυχικά, ἀλλά καί ὁ ἱερέας καταπονεῖται. Διότι ἀκριβῶς δέν γίνεται σωστή ἐξομολόγηση.

5. Δέν εἶναι σωστό λοιπόν νά μακρηγορεῖ κανείς στήν ἐξομολόγηση. Ὁμολογοῦμε σύντομα τίς ἁμαρτίες μας, μέ μετάνοια καί συναίσθηση, καί δεχόμαστε μέ ἐμπιστοσύνη τίς ὅποιες συμβουλές τοῦ ἐξομολόγου. ᾽Ιδιαιτέρως, δέν χρειάζεται ἀνάλυση στίς σαρκικές λεγόμενες ἁμαρτίες. Τίς ὁμολογοῦμε μέ λιτό καί ἐπιγραμματικό τρόπο. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά καθυστερεῖ κανείς στό ἐξομολογητήριο. ῎Αν ὑπάρχει κάποιο ἰδιαίτερο πρόβλημα πρός συζήτηση, θά πρέπει νά ἀντιμετωπιστεῖ κάποια ἄλλη ὥρα πέραν τῆς ἐξομολογήσεως, καί ὁπωσδήποτε ὄχι πρό τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα. Τό πρόγραμμα τοῦ ἱερέα τότε εἶναι ἀρκετά βαρυμένο.

παπα Γιώργης Δορμπαράκης

Να με καλείτε...

ΚΙ ΕΓΩ ΘΑ ΕΡΘΩ...!


Οι Χαιρετισμοί λοιπόν χριστιανοί μου, έχουν τεράστια σωτηριώδη σημασία, όταν τους διαβάζουμε ή τους απαγγέλουμε κάθε βράδυ με πίστη και ευλάβεια. Μας χαρίζουν την πλέον αποτελεσματική βοήθεια στην προσπάθειά μας και στον αγώνα που κάνουμε κάθε μέρα, για να νικήσουμε τα πάθη μας. Για να νικήσουμε το κακό, την αμαρτία και τον διάβολο. Άλλωστε Εκείνη μας προτρέπει και μας λέγει «φωνάξτε με», ή «φωνάζετέ με», «φωνάζετε το όνομά μου, και γω θα σας βοηθώ πάντοτε».

Να με καλείτε ή με το «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθει μοι», ή με το «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ μας», ή «σώσον με», ή «σώσον ημάς». Άλλωστε είναι και λειτουργικός ύμνος. Κάθε φορά που αναφέρουμε το όνομα της Παναγίας μας στη Θεία Λειτουργία, στον όρθρο ή τον εσπερινό, οι ιεροψάλτες μας να απαντούν «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς».

«Και γω θα έλθω», μας υπόσχεται η Παναγία, «θα σας βοηθήσω, και θα σας βοηθήσω σε όλες σας τις ανάγκες, σε όλους τους πειρασμούς της ζωής σας, στα βάσανα, στις θλίψεις και στις στεναχώριες. Θα είμαι πάντοτε κοντά σας. Μεσίτρια ακόμα και όταν θα βγαίνει η ψυχή σας, για να σας φυλάξω από τα εναέρια δαιμόνια. Αλλά και στη Δευτέρα Παρουσία του Υιού μου και Κριτού των πάντων και κει θα είμαι κοντά σας.»
Άλλωστε αυτό θα το δούμε σε λίγο, όταν θα απαγγείλουμε την προσευχή στην Υπεραγία Θεοτόκο που αρχίζει με το «Άσπιλε, αμόλυντε».

Χριστιανοί μου, ας αγαπήσουμε αυτή την προσευχή των Χαιρετισμών,
και την επίκληση του ονόματός Της και τότε εκείνη θα ανοίξει την πόρτα του Παραδείσου και θα μας σώσει.

Το εύχομαι εις όλους σας,
και σεις να το εύχεστε σε μένα,
Αμήν.

«Γι’ αυτό αδελφοί μου, όποιος από τους χριστιανούς λέγει τακτικά με σταυρωτό κομποσκοίνι, «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με», «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», αυτός ο χριστιανός βρίσκει πολλή την Χάριν, και πολύ πνευματικό πλούτο απολαμβάνει, και ασφαλώς εισακούονται όλα τα αιτήματά του.»

(απόσπασμα, π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου: Ανάλυση και αξία των χαιρετισμών)

Γιατί η Εξομολόγηση σώζει;


- Γέροντα, στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού οι Χριστιανοί έκαναν δημόσια εξομολόγηση. Βοηθάει αυτό;
- Άλλα τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού και άλλα τώρα. Σήμερα αυτό δεν βοηθάει.
- Γιατί, Γέροντα; Τότε είχαν πιο πολύ ζήλο;...

- Και πιο πολύ ζήλο είχαν και δεν είχαν αυτά που έχουν σήμερα οι άνθρωποι. Τώρα βλέπεις, τα ανδρόγυνα χωρίζουν στα καλά καθούμενα, δεν είναι όπως παλιά.
Έχουν απομακρυνθεί οι άνθρωποι από το Μυστήριο της εξομολογήσεως, γι’ αυτό και πνίγονται από τους λογισμούς και τα πάθη. Πόσοι έρχονται και ζητούν να τους βοηθήσω σε κάποιο πρόβλημά τους, και ούτε εξομολογούνται ούτε εκκλησιάζονται! «Εκκλησιάζεσαι καθόλου;», τους ρωτάω. «Όχι», μου λένε. «Εξομολογήθηκες καμιά φορά;».
«Όχι. Ήρθα να με κάνεις καλά».
«Μα πώς; Πρέπει να μετανοήσεις για τα σφάλματά σου, να εξομολογείσαι, να εκκλησιάζεσαι, να κοινωνάς όταν έχεις ευλογία από τον πνευματικό σου, και εγώ θα κάνω προσευχή να γίνεις καλά. Ξεχνάς ότι υπάρχει και άλλη ζωή και πρέπει να ετοιμασθούμε για εκεί;».
«Κοίταξε, πάτερ, αυτά που λες, εκκλησίες, άλλη ζωή κ.λπ., εμένα δεν με απασχολούν. Αυτά είναι παραμύθια. Έχω πάει σε μάγους, σε μέντιουμ και δεν μπόρεσαν να με κάνουν καλά. Έμαθα ότι εσύ μπορείς να με κάνεις καλά».
Άντε τώρα! Τους μιλάς για εξομολόγηση, για την μέλλουσα ζωή, και σου λένε «αυτά είναι παραμύθια», και από την άλλη μεριά: «Βοήθησέ με, παίρνω χάπια».
Εμ πώς, με μαγικό τρόπο θα γίνουν καλά;
Και βλέπεις, πολλοί, ενώ έχουν προβλήματα που τα προκάλεσαν οι αμαρτίες τους, δεν πηγαίνουν στον πνευματικό που μπορεί να τους βοηθήσει θετικά, αλλά καταλήγουν να εξομολογούνται στους ψυχολόγους. Λένε το ιστορικό τους, τους συμβουλεύονται για τα προβλήματά τους και, αν έχουν να περάσουν ένα ποτάμι, τους ρίχνουν μέσα και ή πνίγονται ή βγαίνουν, αλλά πού βγαίνουν… Ενώ, αν πάνε να εξομολογηθούν στον πνευματικό, θα περάσουν στην άλλη όχθη από την γέφυρα άνετα, γιατί με το Μυστήριο της εξομολογήσεως ενεργεί η Χάρις του Θεού και λυτρώνονται.
- Γέροντα, μερικοί λένε: «Δεν βρίσκουμε καλούς πνευματικούς, γι’ αυτό δεν πάμε να εξομολογηθούμε».
- Αυτά είναι δικαιολογίες. Κάθε πνευματικός έχει Θεία εξουσία, εφόσον φοράει πετραχήλι. Τελεί το Μυστήριο, έχει την Θεία Χάρη και, όταν διαβάσει την συγχωρητική ευχή, ο Θεός σβήνει όλες τις αμαρτίες τις οποίες εξομολογηθήκαμε με ειλικρινή μετάνοια. Από μας εξαρτάται πόσο θα βοηθηθούμε από το Μυστήριο της εξομολογήσεως. Ήρθε εκεί στο καλύβι μια φορά κάποιος που είχε ψυχολογικά προβλήματα, με τον λογισμό ότι έχω διορατικό χάρισμα και θα μπορούσα να τον βοηθήσω.
«Τι προβλέπεις, μου λέει, για μένα;».
«Να βρεις, του λέω, έναν πνευματικό να εξομολογείσαι, για να κοιμάσαι σαν το πουλάκι και να μην παίρνεις χάπια».
«Δεν υπάρχουν, μου λέει, σήμερα καλοί πνευματικοί. Παλιά υπήρχαν».
Έρχονται με καλό λογισμό, ότι θα βοηθηθούν, αλλά δεν δέχονται αυτό που τους λες, και κρίμα στα ναύλα.
Βλέπω όμως και μια καινούργια τέχνη του διαβόλου. Βάζει στους ανθρώπους τον λογισμό ότι, αν κάνουν κάποιο τάμα και το εκπληρώσουν, αν πάνε και κανένα προσκύνημα, είναι εντάξει πνευματικά. Και βλέπεις πολλούς να πηγαίνουν με λαμπάδες και με τάματα στα μοναστήρια, στα προσκυνήματα, να τα κρεμάνε εκεί, να κάνουν και μεγάλους σταυρούς, να κλαίνε και λιγάκι, και να αρκούνται σ’ αυτά. Δεν μετανοούν, δεν εξομολογούνται, δεν διορθώνονται, και χαίρεται το ταγκαλάκι (ο διάβολος).
- Γέροντα, ένας άνθρωπος που δεν εξομολογείται μπορεί να είναι εσωτερικά αναπαυμένος;
- Πώς να είναι αναπαυμένος; Για να νιώσει κανείς ανάπαυση, πρέπει να πετάξει τα μπάζα από μέσα του. Αυτό θα γίνει με την εξομολόγηση. Ανοίγοντας ο άνθρωπος την καρδιά του στον πνευματικό και λέγοντας τα σφάλματά του, ταπεινώνεται, και έτσι ανοίγει την πύλη του Ουρανού, έρχεται πλούσια η Χάρις του Θεού και ελευθερώνεται.
Πριν από την εξομολόγηση στην κορυφή του υπάρχει ομίχλη, βλέπει θαμπά και δικαιολογεί τα σφάλματά του. Γιατί, όταν ο νους του είναι σκοτισμένος από τις αμαρτίες, δεν βλέπει καθαρά. Με την εξομολόγηση κάνει μια «φούουου», φεύγει η ομίχλη και καθαρίζει ο ορίζοντας. Γι’ αυτό, όσους έρχονται να συζητήσουμε ένα θέμα ή να μου ζητήσουν μια συμβουλή κ.λπ., αν δεν έχουν εξομολογηθεί ποτέ, τους στέλνω πρώτα να εξομολογηθούν και μετά να έρθουν να μιλήσουμε.
Μερικοί μου λένε: «Γέροντα, αφού εσύ μπορείς να καταλάβεις τι πρέπει να κάνω γι’ αυτό το θέμα, πες μου».
«Και να καταλάβω εγώ τι πρέπει να κάνεις, τους λέω, δεν θα καταλάβεις εσύ τι θα σου πω. Γι’ αυτό πήγαινε πρώτα να εξομολογηθείς και ύστερα έλα να συζητήσουμε».
Γιατί, πώς να επικοινωνήσεις και να συνεννοηθείς με έναν άνθρωπο, όταν βρίσκεται σε άλλη συχνότητα;
Με την εξομολόγηση πετάει ο άνθρωπος από μέσα του ό,τι άχρηστο έχει και καρποφορεί πνευματικά. Μια μέρα έσκαβα τον κήπο μου, για να φυτέψω λίγες ντοματιές. Εκείνη την ώρα ήρθε κάποιος και μου λέει: «Τι κάνεις, Γέροντα;».
«Τι να κάνω; του λέω, εξομολογώ τον κήπο μου».
«Καλά, Γέροντα, μου λέει, χρειάζεται και ο κήπος εξομολόγηση;».
«Ασφαλώς χρειάζεται. Έχω διαπιστώσει πως, όταν τον εξομολογώ, βγάζω δηλαδή έξω πέτρες, αγριάδες, αγκάθια κ.λπ., τότε βγάζει επίσημα κηπευτικά, αλλιώς οι ντομάτες γίνονται κιτρινιάρικες, καχεκτικές!»…
- Γέροντα, όταν στον αγώνα μου έχω πτώσεις, πανικοβάλλομαι.
- Μη φοβάσαι. Αγώνας είναι και θα έχουμε και τραύματα. Με την εξομολόγηση αυτά θεραπεύονται. Βλέπεις, οι στρατιώτες στον πόλεμο, όταν τραυματίζονται επάνω στην μάχη, τρέχουν αμέσως στον γιατρό, δένουν το τραύμα τους και συνεχίζουν να πολεμούν φιλότιμα. Εν τω μεταξύ αποκτούν και πείρα από τον τραυματισμό και προφυλάγονται καλύτερα, ώστε να μην ξανατραυματισθούν.
Έτσι και εμείς, όταν τραυματιζόμαστε πάνω στον αγώνα μας, δεν πρέπει να δειλιάζουμε, αλλά να τρέχουμε στον γιατρό – στον πνευματικό –, να του δείχνουμε το τραύμα μας, να θεραπευόμαστε πνευματικά, και πάλι να συνεχίζουμε «τον καλόν αγώνα». Κακό είναι, όταν δεν ψάχνουμε να βρούμε τους φοβερούς εχθρούς της ψυχής, τα πάθη, και δεν αγωνιζόμαστε για να τους εξοντώσουμε.
- Γέροντα, μερικοί από φιλότιμο δεν πάνε να εξομολογηθούν. «Αφού μπορεί να ξανακάνω το ίδιο σφάλμα, λένε, για ποιο λόγο να πάω να το εξομολογηθώ; για να κοροϊδεύω τον παπά;».
- Αυτό δεν είναι σωστό! Είναι σαν να λέει ένας στρατιώτης, όταν τραυματίζεται: «Αφού ο πόλεμος δεν τέλειωσε και μπορεί πάλι να τραυματισθώ, γιατί να δέσω το τραύμα μου;». Αλλά, αν δεν το δέσει, θα πάθει αιμορραγία και θα πεθάνει. Μπορεί από φιλότιμο να μην πηγαίνουν να εξομολογηθούν, τελικά όμως αχρηστεύονται. Ο διάβολος, βλέπεις, εκμεταλλεύεται και τα χαρίσματα (π.χ. το φιλότιμο). Αν δεν καθαρίζουμε με την εξομολόγηση την ψυχή μας, όταν πέφτουμε και λερωνόμαστε, σκεπτόμενοι ότι πάλι θα πέσουμε και θα λερωθούμε, προσθέτουμε λάσπες πάνω στις παλιές λάσπες και είναι δύσκολο μετά να καθαρίσουν.

(από το βιβλίο: «ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΜΕ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ, ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ», Τόμος Β΄)

῾Η μεγάλη δύναμις τῆς μετανοίας

Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΛΗΣΤΗ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΕΤΑΝΟΗΣΕ ΚΑΙ ΜΥΡΟΒΛΥΣΕ



ΣΕ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ χρόνια ζοῦσε ἕνας μαῦρος ληστής. ῏Ηταν πανύψηλος ἄνδρας μὲ φοβερὸ παρουσιαστικό. Λήστευε στὰ μέρη τῆς Παννέφου (τῆς Αἰγύπτου) κι ἦταν τόσο τρομερός, ὥστε ὅταν μούγγριζε, πέθαινες ἀπὸ τὸν φόβο σου.

Μιὰ νύκτα ὅμως εἶδε ἕνα τρομακτικὸ ὄνειρο...

῏Ηταν, λέει, μιὰ ἀπέραντη πεδιάδα κι αὐτὸς στεκόταν στὴν μέση. Σὲ μιὰ στιγμὴ στρέφει τὸ βλέμμα του καὶ βλέπει ἕνα πύρινο ποταμό, ποὺ κυλοῦσε μὲ πολὺ θόρυβο, κι ἔτρωγε στὸ διάβα του ἀκόμη καὶ τὸ χῶμα καὶ τὶς πέτρες. ῎Εκανε λίγα βήματα πιὸ κοντὰ γιὰ νὰ δῆ. Μόλις ὅμως πλησίασε, βγῆκαν τέσσερις φλόγες, τὸν ἅρπαξαν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ τὸν τραβοῦσαν νὰ τὸν ρίξουν μέσα στὸ φλεγόμενο ποτάμι, γιὰ νὰ τὸν κατακάψουν. Τοῦ φάνηκε τότε ὅτι τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔσερναν, ἕνα πνεῦμα τοῦ εἶπε:

«῎Αθλιε, ἄν μετανοοῦσες καὶ γινόσουν Μοναχὸς δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ σὲ καταποντίσουμε ἐδῶ μέσα».

Ξύπνησε κατατρομαγμένος. Τὸν εἶχε καταλάβει ἴλιγγος καὶ φρίκη ἀπ᾿τὸ φοβερὸ θέαμα. Τί νὰ σημαίνη;... ἀναρωτιόταν. Καὶ καθὼς δὲν μποροῦσε νὰ δώση ἐξήγησι, ἀποφάσισε νὰ πάη σ᾿ ἕνα ἀναχωρητὴ Μοναχὸ καὶ νὰ τὸν ρωτήση τί εἶναι αὐτὸς ὁ πύρινος ποταμός, ποὺ ὠνειρεύθηκε.

Παρευθὺς πέταξε τὰ ληστρικά του σύνεργα καὶ πῆρε τὸ δρόμο ποὺ ὡδηγοῦσε στὴν Πάννεφο. Βάδισε κάμποσο καὶ σὲ λίγο, ρίχνοντας γύρω του μιὰ ματιά, βλέπει ἕνα ἀναχωρητικὸ κελλί. Πλησίασε καὶ κτύπησε τὴν πόρτα.

῞Ενας Γέροντας τοῦ ἄνοιξε ἀμέσως.

«Καλῶς ἦρθες, λεβέντη! Πῶς καὶ μπῆκες σ᾿ αὐτὸν τὸν κόπο; Μήπως σὲ θορύβησε ὁ πύρινος ποταμὸς καὶ οἱ τέσσερις φλόγες ποὺ σὲ ἅρπαξαν νὰ σὲ ρίξουν μέσα; Τί φοβερὴ ποὺ εἶναι, παιδάκι μου, ἡ ἀπειλὴ ἐκείνου τοῦ ποταμοῦ! Θέλεις νὰ γλυτώσης ἀπὸ τὴ φρίκη του; Μετανόησε γιὰ τὰ ληστρικά σου κακουργήματα καὶ γίνε Μοναχός. Τότε θὰ σωθῆς».

῾Ο ληστὴς ἄκουσε ἐμβρόντητος τὰ λόγια τοῦ ἀσκητῆ. Πέφτει ἀμέσως στὰ πόδια του:

«Λυπήσου με, τίμιε πάτερ, τὸν μαῦρο στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή», παρακάλεσε, «ἐλέησέ με τὸν ἄθλιο καὶ κάνε με ὅ,τι σὲ προστάξει ὁ Θεός».

Μὲ δάκρυα ἐξακολουθοῦσε νὰ τὸν ἱκετεύη, ὥσπου ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Γέροντας τὸν ἔκειρε Μοναχό. Καὶ ἀφοῦ τὸν δίδαξε ὅλα τὰ καθήκοντα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τοῦ ἄφησε τὸ κελλὶ του κι ἐκεῖνος ἀποσύρθηκε πιὸ βαθειὰ στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ζήση ἀνάμεσα στὰ θηρία...

᾿Εκεῖνος λοιπὸν ὁ μαῦρος μὲ τὴν πολλὴν ἄσκησι ἔφτασε σὲ τέτοια μέτρα ἀρετῆς, ὥστε τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν ἔμοιαζε ὁλόκληρος σὰν πύρινος στῦλος ποὺ λαμποκοποῦσε. Χιλιάδες, ἀμέτρητοι δαίμονες ρίχνονταν ἐναντίον του, ἀλλ᾿ αὐτὸς τοὺς περιφρονοῦσε ὅλους. ῾Η προσευχή του τοὺς ἔκαιγε καὶ τοὺς ἀφάνιζε ὁλότελα.

῾Η σοφία τοῦ Θεοῦ εἶχε καταυγάσει τὸν νοῦ του. ῎Εγραφε βιβλία κι ἔστελνε ἐπιστολὲς στοὺς Πατέρες τῆς Σκήτης καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους.

῞Ολους τοὺς ὠφελοῦσε διδάσκοντάς τους ἀνόθευτη καὶ ξάστερη τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅταν ὁ μαῦρος αὐτὸς πέθανε, τὸ ἅγιο λείψανό του ἀνέβλυσε πολὺ μύρο, πού, καθὼς βεβαιώνουν ὅλοι στὰ μέρη ἐκεῖνα, θεράπευε τοὺς δαιμονισμένους καὶ ὅλους τοὺς ἀρρώστους.


(*) Βλ. Πέτρου ῾Ιερομονάχου, ῞
Ενας ᾿Ασκητὴς ᾿Επίσκοπος - ῞Αγιος Νήφων ᾿Επίσκοπος Κωνσταντιανῆς, 
ἔκδοσις θʹ, σελ. 72-73, 
῎Εκδοσις ῾Ιερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, ᾿
Ωρωπὸς
᾿Αττικῆς 1987

Να καυχηθούμε για την πίστη μας και για τον Χριστό μας.


Όταν το καλούν οι περιστάσεις

Δείγμα της χειρότερης ανοησίας είναι να κάνει κάποιος λόγο για τα κατορθώματά του, χωρίς να υπάρχει ανάγκη. Έτσι πάλι είναι προδοσία η αποσιώπηση των έργων του, όταν υπάρχει ανάγκη και το απαιτεί η περίσταση.
Στην περίπτωση που η περίσταση το καλεί, ποτέ δεν πρέπει να παραιτούμαστε από την καύχηση. Ποια δε είναι η περίσταση; Πολλές και διάφορες είναι οι περιστάσεις, από τις οποίες μια είναι το να παιδαγωγήσεις και να διδάξεις τον αδιάφορο. Ακριβώς αυτό γνωρίζει και ο Ψαλμωδός που μας λέει ότι "μίλησα με τον Κύριο, για να διδάξω τον αδιάφορο" και δείχνει ότι γι' αυτό αναφέρει τα κατορθώματά του, για να προσελκύσει τον ακροατή προς το ζήλο που έχει και ο ίδιος.

Καύχηση για την πίστη στον Θεό

"Εάν δε και θελήσω να καυχηθώ, δε θα είμαι ανόητος, γιατί θα πω την αλήθεια", μας λέει ο θείος Παύλος. Ώστε εκείνος που λέει την αλήθεια, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, δεν είναι ανόητος. "Ας ελπίζει ο πιστός στον Κύριο, τώρα και στον αιώνα τον άπαντα". Εδώ ο Ψαλμωδός εννοεί, ότι στα θέματα της πίστεως, και όταν ακόμη δεν υπάρχει λόγος, πρέπει κανείς συνεχώς να καυχιέται για την πίστη του στον Θεό, διαφορετικά θα κριθεί ως προδότης.
Ναι, αδελφοί μου, να καυχηθούμε για την πίστη μας και για τον Χριστό μας, που σταυρώθηκε για τη σωτηρία μας. Να καυχόμαστε για τον Θεό μας, που είναι γεμάτος αγάπη και την σκορπίζει σε όλο τον κόσμο και την δείχνει σε κάθε άνθρωπο χωριστά. Να καυχόμαστε για τα αγαθά που μας περιμένουν στην άλλη, την πραγματική δηλαδή ζωή.



Ανόητη καυχησιολογία

Είναι πέρα για πέρα ανόητο να καυχιέσαι με έπαρση και εγωισμό για τον εαυτό σου και για τα μάταια πράγματα, που τυχόν έχεις πετύχει στη ζωή σου. Δεν υπάρχει πιο άνοστο θέαμα από το να παρακολουθείς κάποιον να καυχιέται για τον εαυτό του, για τα έργα του, και να βάζει κέντρο του κόσμου το άθλιο εγώ του. Και γιατί παρακαλώ; Μήπως από μόνος του έφτιαξε τίποτα; Μήπως δημιούργησε έστω το παραμικρό από το μηδέν; Αντί λοιπόν να ευχαριστεί και να δοξολογεί τον Θεό, εγκωμιάζει τον εαυτό του και την ανόητη φαντασία του. Πες μου, σε παρακαλώ, κι αν έφτιαξες κάτι από μόνος σου, μήπως το δημιούργησες από το μηδέν;
Όταν λοιπόν δεις κάποιον να φουσκώνει από υπερηφάνεια, να τεντώνει το λαιμό του, ν' ανασηκώνει τα φρύδια του, να κυκλοφορεί με ακριβά αμάξια, να απειλεί, να κάνει κακό στους συνανθρώπους του, πες του: Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη, αφού, και όσο ακόμα ζεις, αρχίζει η φθορά σου;
Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον κοινό άνθρωπο, αλλά και γι' αυτόν που κάθεται σε βασιλικό θρόνο. Μην κοιτάς τη βασιλική πορφύρα, το στέμμα, τα χρυσοκέντητα ενδύματα. Κοίτα και στοχάσου την ανθρώπινη φύση του βασιλιά. Τότε θ' αναφωνήσεις κι εσύ μαζί με τον προφήτη: "Κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι κι η δόξα του όλη φευγαλέα σαν το αγριολούλουδο".

Γιατί λοιπόν καυχιέσαι, άνθρωπέ μου; Κατέβα από τα ύψη της ανόητης αλαζονείας σου και εξέτασε την ευτέλειά σου. Χώμα και στάχτη είσαι, καπνός και σκιά, χορτάρι κι αγριολούλουδο. Τι πιο γελοίο από το να καμαρώνεις; Εξουσιάζεις μήπως πολλούς ανθρώπους; Και τι ωφελείσαι, όταν εξουσιάζεις ανθρώπους και εξουσιάζεσαι από τα πάθη σου; Είσαι σαν κι εκείνον που στο σπίτι του δέρνεται από τους υπηρέτες του και στην αγορά εμφανίζεται καμαρωτός, επειδή έχει άλλους κάτω από την εξουσία του. Μακάρι να ήσουν εξουσιαστής των παθών σου και όμοιος μ' όσους συναντάς στην αγορά. Αν λοιπόν είναι αξιοκατάκριτος όποιος υπερηφανεύεται για τις πραγματικές του αρετές, δεν είναι στ' αλήθεια γελοίος όποιος υπερηφανεύεται για πράγματα ολότελα τιποτένια;

Απόσπασμα από το βιβλίο: "Ο Ιερός Χρυσόστομος θεολογεί, συμβουλεύει, παιδαγωγεί και διδάσκει"

Το μεγαλείο της μετανοίας!



Όταν ο άνθρωπος αμαρτάνει, χαροποιεί πολύ τον σατανά, ο οποίος όταν έρχεται κοντά του τον συντροφεύει σχεδόν πάντοτε. Γιατί οι αμαρτίες που κάνουμε είναι η χαρά και η ευτυχία του δαίμονα. Όταν ο άνθρωπος αντισταθεί στην αμαρτία ή μετανοήσει για τα λάθη του, τότε οι δαίμονες φεύγουν τρομοκρατημένοι από κοντά του. Επανέρχεται όμως, σύντροφος πολύτιμος και οδηγητής, ο φύλακας του άγγελος, ο οποίος τον σκεπάζει με τις φτερούγες του και τον βοηθά να αγωνίζεται στον δρόμο της αρετής. 

Συγκινητική είναι η παρακάτω ιστορία:

Ο όσιος Παύλος ο απλούς, πήγε κάποτε επισκέπτης σ’ ένα Μοναστήρι. Ήταν Κυριακή. Οι μοναχοί μαζεύονταν στην Εκκλησία για να λειτουργηθούν. Ο Όσιος στάθηκε σε μια παράμερη γωνιά. Από κει παρατηρούσε, χωρίς να φαίνεται, τους αδελφούς που έμπαιναν στην Εκκλησία. Είχε χάρισμα από το Θεό να διαβάζει τη ψυχή, καθώς εμείς διαβάζουμε την όψη των συνανθρώπων μας.
Οι περισσότεροι αδελφοί είχαν χαρούμενο πρόσωπο, που έδειχνε αμέσως την εσωτερική τους διάθεση. Ο καθένας είχε πλάι του τον φύλακα Άγγελό του, που ακτινοβολούσε κι εκείνος από χαρά. Όλα αυτά, έδειχναν αγιότητα, και πρόοδο στην αρετή κι ο Αββάς Παύλος ευχαριστούσε με τη καρδιά του τον Θεό.
Καθυστερημένος πολύ έφτασε ένας καλόγερος. Πόσο διαφορετικός από τους άλλους φαινόταν! Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό, άγριο! Τον ακολουθούσαν πολλοί δαίμονες, που προσπαθούσαν χωριστά ο καθένας να τον τραβήξει με το μέρος του. Εκείνος ο δυστυχισμένος φαινόταν σαν χαμένος. Ο Άγγελος του περίλυπος στεκόταν σε απόσταση. Κάτι τον εμπόδιζε να πλησιάσει. Ο Όσιος έβγαλε βαθύ αναστεναγμό. Έκλαψε με συμπόνια για την βασανισμένη ψυχή του αδελφού. 
Η Θεία Λειτουργία τέλειωσε. Οι καλόγεροι με τη σειρά, άρχισαν να βγαίνουν. Ο Όσιος πάλι έβλεπε.
Τώρα έδειχναν πιο λαμπροί. Οι Άγγελοι τους φωτεινότεροι. Ο Αββάς Παύλος δεν κινήθηκε από τη θέση του. Περίμενε να δει κι εκείνον τον άλλο, που τόσο είχε προσευχηθεί γι΄ αυτόν σε όλη τη Λειτουργία. 
Δεν άργησε να φανεί κι εκείνος. 
Τι αλλαγή! Η όψη του ακτινοβολούσε! Τα πονηρά πνεύματα είχαν εξαφανιστεί. Ο φύλακας Άγγελος τον σκέπαζε με τις φτερούγες του! 
Πόσο ευχαριστημένος έδειχνε τώρα!
- Δόξα σοι ο Θεός! ξέφυγε από τα χείλη του Οσίου.
Οι αδελφοί γύρισαν και τον κοίταξαν με απορία. Εκείνος τότε τους φανέρωσε τι είχε δει το πρωινό στην Εκκλησία. Ύστερα ανάγκασε τον αδελφό να πει με τι διαθέσεις πήγε στην εκκλησία και πως έφυγε. Εκείνος δεν δίστασε να εξομολογηθεί μπροστά σε όλους:
- Μέχρι σήμερα, είπε, περνούσα με αμέλεια τη ζωή μου. Τα πάθη και οι κακοί λογισμοί με είχαν τόσο κυριέψει, που δεν μου έκανε πια καρδιά να φροντίσω για τη διόρθωσή μου. Σήμερα όμως με ελέησε ο Θεός. Πρόσεξα με ιδιαίτερη προσοχή την ανάγνωση. Άκουσα τον προφήτη Ησαΐα, ή μάλλον τον ίδιο τον Θεό να λέει με το στόμα εκείνου στους όμοιούς του αμαρτωλούς: 

«Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τάς πονηρίας από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηριών υμών, μάθετε καλόν ποιείν... καί εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνια λευκανώ...» (Ησ. α΄ 16-18).

Η καρδιά μου συντρίφτηκε. Έκλαψα και παρακάλεσα τον ουράνιο Πατέρα, να κάνει και σε μένα τον άθλιο όσα υπόσχεται με τα λόγια του Προφήτη. 
Έδωσα κι εγώ υπόσχεση να αφήσω την αμέλεια και να κοπιάσω σκληρά για τη διόρθωσή μου. Μ΄ αυτές τις διαθέσεις βγήκα από την Εκκλησία, αποφασισμένος πια να κρατήσω την υπόσχεση μου.
Ο Όσιος και οι αδελφοί που άκουσαν την εξομολόγηση του μοναχού θαύμασαν κι έλεγαν μεταξύ τους: 

''Είναι πραγματικά ανυπολόγιστη η αξία της μετανοίας''

Η συνταγή της μετάνοιας...



Αδελφός τις απελθών εις ιατρόν, ηρώτησεν αυτόν, αν ευρίσκεται τάχα κανένα βότανον, με το οποίον να ημπορούσε τινάς να ιατρεύσει τας αμαρτίας του.

Ο δε ιατρός αποκριθείς προς αυτόν, είπε, ναι αδελφέ, γίνωσκε πως ευρίσκεται ένα πολλά θαυμαστό, και άκουσον.

Ύπαγε, λάβε την ρίζαν της πνευματικής πτωχείας και της ταπεινώσεως τα άνθη. Και τα φύλλα της υπομονής και τους κλάδους της προσευχής. Και ένωσον ομού, και τρίψον αυτό εις το ιγδίον της υπακοής. Και θες αυτά εις το κόσκινον των αγαθών λογισμών. Έπειτα βάλε αυτά εις το τζουκάλι της συνειδήσεως και μούσκεψέ τα με το νερόν από τους σταλαγμούς των δακρύων και τότε άναψον υποκάτωθεν τη φλόγα της θεϊκής αγάπης. Και όταν βράσουν μερικόν, κένωσον αυτά εις το πινάκι της διακρίσεως και ανακάτωσον αυτά μετά ευχαριστίας. Είτε ρουφιξε τα με το χουλιάρι της κατανύξεως και αποσπογγίσου μετά του μανδηλίου της εξομολογήσεως και ούτως αποκενώσεις των αμαρτιών σου τα πλήθη.

Ιωάννου του Κομνηνού
Προσκυνητάριον του αγίου Όρους του Άθων

Άναψε τη ψυχή με τη προσευχή.




Άναψε τη ψυχή με τη προσευχή. Πίστεψέ με, δεν έχει τόσο την ικανότητα να καθαρίζει τη σκουριά η φωτιά, όσο η νυχτερινή προσευχή τη σκουριά των αμαρτιών μας. Ας ντραπούμε, αν όχι κανέναν άλλον, τους νυκτερινούς φύλακες.

Εκείνοι περιέρχονται τους δρόμους για τον ανθρώπινο νόμο, φωνάζοντας δυνατά μέσα στην παγωνιά και περπατώντας μέσα από τα στενά, και πολλές φορές βρέχονται και παγώνουν για σένα και την σωτηρία σου και για τη φύλαξη των χρημάτων σου. Εκείνος για τα χρήματα σου παίρνει τόσα προνοητικά μέτρα, ενώ εσύ ούτε για τη δική σου ψυχή;

Και μάλιστα εγώ δεν σε αναγκάζω να περιφέρεσαι έξω στο ύπαιθρο όπως εκείνος, ούτε να πιέζεσαι φωνάζοντας δυνατά, αλλά μένοντας μέσα σ' έναν απόμερο χώρο, στο ίδιο το δωμάτιο σου, γονάτισε, παρακάλεσε τον Δεσπότη. Γιατί αυτός ο ίδιος ο Δεσπότης διανυκτέρευσε πάνω στο όρος των Ελαιών; Όχι για να γίνει πρότυπο για μας;

Τότε αναπνέουν τα φυτά, τη νύχτα εννοώ· τότε και η ψυχή, ακόμη περισσότερο απ' αυτά, δέχεται τη δροσιά Αυτά τα οποία ο ήλιος της ημέρας τα ξήρανε, αυτά τη νύχτα δροσίζονται. Αποτελεσματικότερα από κάθε δροσιά είναι τα δάκρυα που χύνονται εναντίον των επιθυμιών και κάθε φλογώσεως και καύσωνα και δεν αφήνουν να πάθουμε κανένα κακό.

Αν δεν απολαύσει (η ψυχή) αυτή τη δροσιά, την ημέρα θα ξεραθεί εντελώς. Αλλά όχι, να μη συμβεί κανένας από μας να τροφοδοτήσει εκείνη τη φωτιά, αλλά αφού δροσιστούμε και απολαύσουμε τη φιλανθρωπία του Θεού, έτσι όλοι να ελευθερωθούμε από το φορτίο των αμαρτιών μας με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Σωτηρία...




Όποιος έχει ταπεινοφροσύνη, γλώσσα δεν έχει για να ελέγξει τον έναν που είναι αμελής ή τον άλλον που είναι ασεβής· ούτε μάτια έχει, για να παρατηρεί τα ελαττώματα άλλου· ούτε αυτιά έχει, για να ακούει όσα δεν ωφελούν την ψυχή του· και δεν έχει να μιλήσει σε κανέναν για τίποτε άλλο, παρά μόνο για τις αμαρτίες του· αλλά και με όλους τους ανθρώπους έχει ειρηνικές σχέσεις όχι για κάποια φιλία, αλλά για χάρη της εντολής του Θεού (Μάρκ. 9:50).
Αν κανείς δεν βαδίζει τον δρόμο τούτο (της ταπεινοφροσύνης), ακόμα κι αν νηστεύει (αυστηρά, τρώγοντας κάθε) έξι μέρες ή επιδοθεί σε (οποιουσδήποτε) μεγάλους αγώνες, χαμένοι πηγαίνουν όλοι του οι κόποι.

του αββά Ησαΐα, Από τον Μικρό Ευργετινό.

Μπορεί κανείς να σωθή χωρίς πνευματικό και χωρίς εξομολόγηση;


Όχι. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί, ούτε λαϊκοί ούτε μοναχοί ούτε κληρικοί, χωρίς την εξομολόγηση των αμαρτιών και χωρίς τη λύση από τον πνευματικό, κατά τον λόγο του Κυρίου που λέει: «λάβετε Πνεύμα Άγιον. Αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς. Αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. 20, 23). Και σε άλλο χωρίο: «όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ. Και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ. 18, 18)...
Επομένως, πώς θα μπει κανείς στη βασιλεία των ουρανών, μη όντας λελυμένος στη γη από τις αμαρτίες του; Διότι η εξουσία αυτή δόθηκε μόνο στους εκλεκτούς, δηλαδή στους Αποστόλους, στους Επισκόπους και στους Ιερείς, και όχι στους λαϊκούς.
Πρέπει όλοι να έχουμε τους πνευματικούς μας και να εξομολογούμεθα τακτικά, ακόμα και εκείνοι οι οποίοι νομίζουν ότι δεν έχουν αμαρτίες. Ετσι μας διδάσκει ο άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης: «εάν είπωμεν οτι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν. εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός έστι και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Α’ Ίω. 1, 8-9). Και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης δείχνει λέγοντας: «Όλοι πρέπει να μετανοήσουμε, και λαϊκοί και μοναχοί και ιερείς και αρχιερείς. Να μετανοήσουμε όλοι (να εξομολογηθούμε), για να σωθούμε». Χωρίς εξομολόγηση, κανείς δεν μπορεί να σωθεί, επειδή «πολλά γαρ πταίομεν άπαντες» (Ιακώβου 3, 2). Πας άνθρωπος συλλαμβάνεται και γεννιέται με αμαρτίες (Γεν. 8, 21˙ Ψαλ. 50, 6˙ Ματθ. 7, 11˙ Ρωμ. 3, 11). Η Αγία Γραφή μας δείχνει ότι «η δε αμαρτία γεννά τον θάνατον» (Ιακ. 1, 15) και ότι «τίποτα ακάθαρτο δεν θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών». Να ενθυμούμαστε ότι «αμαρτία είναι η καταπάτηση του νόμου του Θεού και ακαθαρσία ενώπιον Του», και ότι η οργή του Κυρίου έρχεται πάνω στους κακούς και αμαρτωλούς, οι οποίοι πεθαίνουν ανεξομολόγητοι και χωρίς μετάνοια. Οι αμαρτωλοί, δι’ εξομολογήσεως και μετανοίας, στρέφουν την δίκαιη οργή του Θεού και αποκτούν την σωτηρία, των ψυχών τους….
Γέροντος Κλεόπα Ηλίε.

http://stratisandriotis.blogspot.gr