.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

῾Η μεγάλη δύναμις τῆς μετανοίας

Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΛΗΣΤΗ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΕΤΑΝΟΗΣΕ ΚΑΙ ΜΥΡΟΒΛΥΣΕ



ΣΕ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ χρόνια ζοῦσε ἕνας μαῦρος ληστής. ῏Ηταν πανύψηλος ἄνδρας μὲ φοβερὸ παρουσιαστικό. Λήστευε στὰ μέρη τῆς Παννέφου (τῆς Αἰγύπτου) κι ἦταν τόσο τρομερός, ὥστε ὅταν μούγγριζε, πέθαινες ἀπὸ τὸν φόβο σου.

Μιὰ νύκτα ὅμως εἶδε ἕνα τρομακτικὸ ὄνειρο...

῏Ηταν, λέει, μιὰ ἀπέραντη πεδιάδα κι αὐτὸς στεκόταν στὴν μέση. Σὲ μιὰ στιγμὴ στρέφει τὸ βλέμμα του καὶ βλέπει ἕνα πύρινο ποταμό, ποὺ κυλοῦσε μὲ πολὺ θόρυβο, κι ἔτρωγε στὸ διάβα του ἀκόμη καὶ τὸ χῶμα καὶ τὶς πέτρες. ῎Εκανε λίγα βήματα πιὸ κοντὰ γιὰ νὰ δῆ. Μόλις ὅμως πλησίασε, βγῆκαν τέσσερις φλόγες, τὸν ἅρπαξαν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ τὸν τραβοῦσαν νὰ τὸν ρίξουν μέσα στὸ φλεγόμενο ποτάμι, γιὰ νὰ τὸν κατακάψουν. Τοῦ φάνηκε τότε ὅτι τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔσερναν, ἕνα πνεῦμα τοῦ εἶπε:

«῎Αθλιε, ἄν μετανοοῦσες καὶ γινόσουν Μοναχὸς δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ σὲ καταποντίσουμε ἐδῶ μέσα».

Ξύπνησε κατατρομαγμένος. Τὸν εἶχε καταλάβει ἴλιγγος καὶ φρίκη ἀπ᾿τὸ φοβερὸ θέαμα. Τί νὰ σημαίνη;... ἀναρωτιόταν. Καὶ καθὼς δὲν μποροῦσε νὰ δώση ἐξήγησι, ἀποφάσισε νὰ πάη σ᾿ ἕνα ἀναχωρητὴ Μοναχὸ καὶ νὰ τὸν ρωτήση τί εἶναι αὐτὸς ὁ πύρινος ποταμός, ποὺ ὠνειρεύθηκε.

Παρευθὺς πέταξε τὰ ληστρικά του σύνεργα καὶ πῆρε τὸ δρόμο ποὺ ὡδηγοῦσε στὴν Πάννεφο. Βάδισε κάμποσο καὶ σὲ λίγο, ρίχνοντας γύρω του μιὰ ματιά, βλέπει ἕνα ἀναχωρητικὸ κελλί. Πλησίασε καὶ κτύπησε τὴν πόρτα.

῞Ενας Γέροντας τοῦ ἄνοιξε ἀμέσως.

«Καλῶς ἦρθες, λεβέντη! Πῶς καὶ μπῆκες σ᾿ αὐτὸν τὸν κόπο; Μήπως σὲ θορύβησε ὁ πύρινος ποταμὸς καὶ οἱ τέσσερις φλόγες ποὺ σὲ ἅρπαξαν νὰ σὲ ρίξουν μέσα; Τί φοβερὴ ποὺ εἶναι, παιδάκι μου, ἡ ἀπειλὴ ἐκείνου τοῦ ποταμοῦ! Θέλεις νὰ γλυτώσης ἀπὸ τὴ φρίκη του; Μετανόησε γιὰ τὰ ληστρικά σου κακουργήματα καὶ γίνε Μοναχός. Τότε θὰ σωθῆς».

῾Ο ληστὴς ἄκουσε ἐμβρόντητος τὰ λόγια τοῦ ἀσκητῆ. Πέφτει ἀμέσως στὰ πόδια του:

«Λυπήσου με, τίμιε πάτερ, τὸν μαῦρο στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή», παρακάλεσε, «ἐλέησέ με τὸν ἄθλιο καὶ κάνε με ὅ,τι σὲ προστάξει ὁ Θεός».

Μὲ δάκρυα ἐξακολουθοῦσε νὰ τὸν ἱκετεύη, ὥσπου ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Γέροντας τὸν ἔκειρε Μοναχό. Καὶ ἀφοῦ τὸν δίδαξε ὅλα τὰ καθήκοντα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τοῦ ἄφησε τὸ κελλὶ του κι ἐκεῖνος ἀποσύρθηκε πιὸ βαθειὰ στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ζήση ἀνάμεσα στὰ θηρία...

᾿Εκεῖνος λοιπὸν ὁ μαῦρος μὲ τὴν πολλὴν ἄσκησι ἔφτασε σὲ τέτοια μέτρα ἀρετῆς, ὥστε τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν ἔμοιαζε ὁλόκληρος σὰν πύρινος στῦλος ποὺ λαμποκοποῦσε. Χιλιάδες, ἀμέτρητοι δαίμονες ρίχνονταν ἐναντίον του, ἀλλ᾿ αὐτὸς τοὺς περιφρονοῦσε ὅλους. ῾Η προσευχή του τοὺς ἔκαιγε καὶ τοὺς ἀφάνιζε ὁλότελα.

῾Η σοφία τοῦ Θεοῦ εἶχε καταυγάσει τὸν νοῦ του. ῎Εγραφε βιβλία κι ἔστελνε ἐπιστολὲς στοὺς Πατέρες τῆς Σκήτης καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους.

῞Ολους τοὺς ὠφελοῦσε διδάσκοντάς τους ἀνόθευτη καὶ ξάστερη τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅταν ὁ μαῦρος αὐτὸς πέθανε, τὸ ἅγιο λείψανό του ἀνέβλυσε πολὺ μύρο, πού, καθὼς βεβαιώνουν ὅλοι στὰ μέρη ἐκεῖνα, θεράπευε τοὺς δαιμονισμένους καὶ ὅλους τοὺς ἀρρώστους.


(*) Βλ. Πέτρου ῾Ιερομονάχου, ῞
Ενας ᾿Ασκητὴς ᾿Επίσκοπος - ῞Αγιος Νήφων ᾿Επίσκοπος Κωνσταντιανῆς, 
ἔκδοσις θʹ, σελ. 72-73, 
῎Εκδοσις ῾Ιερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, ᾿
Ωρωπὸς
᾿Αττικῆς 1987