.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η δίκη του Χριστού

Όταν ο Πιλάτος βεβαιώθηκε για την αθωότητα του Χριστού και θέλησε να τον απολύσει τότε οι Ιουδαίοι φώναξαν: "Ημείς νόμον έχομεν και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι Θεού υιόν εαυτόν εποίησε." (Ιωάν.10'7). Αυτή είναι και η σημερινή θέση των Εβραίων. Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός παρέβη πράγματι το Μωσαϊκό Νόμο και δίκαια κατεδικάσθη σε θάνατο. Είναι δυνατόν όμως η ανθρώπινη Δικαιοσύνη να έφθασε σε τέτοια αντίθεση προς τη Θεία Δικαιοσύνη ώστε να καταδικάσει σε θάνατο τον ίδιο το Θεό και εν ονόματι του Νόμου να θανατώσει το Δημιουργό; Το βασικό λοιπόν ερώτημα είναι αν η δίκη του Χριστού ήτανε μία δίκαιη δίκη, κατά το ανθρώπινο μέτρο, αν δηλαδή έγινε σύμφωνα με το νόμο και τη δικονομία.
Η δικαιοσύνη την εποχή του Χριστού βρισκόταν σε αρκετά ψηλό επίπεδο. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο σε λίγα θέματα υστερούσε από το σημερινό ευρωπαϊκό δίκαιο και το εβραϊκό ήτανε ιεροκρατικό και στηριζόταν στο Μωσαϊκό Νόμο.
Τα εβραϊκά δικαστήρια ήτανε πολυμελή. Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το Μέγα Συνέδριο που είχε και άλλες εξουσίες. ΄Εδρευε στην Ιερουσαλήμ, απετελείτο από 120 μέλη με πρόεδρο τον Αρχιερέα και είχε στη διαταγή του στρατιωτική δύναμη, την κουστωδία. Οι θανατικές καταδίκες των εβραϊκών δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τη Ρωμαϊκή εξουσία όπως αναφέρεται στο βιβλίο "Η δίκη του Ιησού" του θεολόγου Δημήτριου Καππαή.
Η θανατική ποινή προβλεπόταν για αρκετά αδικήματα αλλά σύμφωνα με τις αντιλήψεις του λαού σπανίως επιβαλλόταν. Η εκτέλεση γινόταν με διάφορους τρόπους, από τους οποίους πιο βασανιστικός και εξευτελιστικός ήταν ο θάνατος επί του σταυρού, ο οποίος συνηθίζετο από τα Ρωμαϊκά δικαστήρια, τα οποία δεν είχαν ενδοιασμούς στην επιβολή θανατικής καταδίκης.
Κατά την εβραϊκή δικονομία η προανάκριση ήταν άγνωστη και δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος. Η απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του κατηγορουμένου αλλά μόνο στις μαρτυρίες. Η δίκη διεξαγόταν μέρα, με ανοικτές τις πόρτες, ενώπιον του λαού. Ξεκινούσε με τους μάρτυρες υπερασπίσεως και ακολουθούσαν δύο τουλάχιστον μάρτυρες κατηγορίας, που έπρεπε να δώσουν σαφή και πανόμοια μαρτυρία, κρατώντας το δεξί τους χέρι πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου και σε περίπτωση θανατικής καταδίκης έπρεπε να συμμετέχουν στην εκτέλεση και να ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εάν η θανάτωση θα γινόταν με λιθοβολισμό.
Ο Κατηγορούμενος εθεωρείτο αθώος μέχρι την τελική του καταδίκη, εδικαιούτο να μιλήσει, να φέρει μάρτυρες και να τύχει καλής μεταχείρισης. Κατά τη γνώμη των συγγραφέων δεν ετηρούντο πρακτικά αλλά η ίδια η καταδίκη εκδιδόταν με γραπτό διάταγμα. (Κοντογόνη: Εβραϊκή Αρχαιολογία, Β'4). Πάντως διάταγμα καταδίκης του Χριστού δεν έχει βρεθεί.
Οι Δικαστές έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, δίκαιοι και μερικοί απ' αυτούς να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης ανεβάλλετο η τελική απόφαση για τη μεθεπόμενη μέρα και εάν επικυρωνόταν η θανατική καταδίκη η εκτέλεση έπρεπε να γίνει την άλλη μέρα και όχι αυθημερόν. Από την έναρξη της ακροάσεως μέχρι την εκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες.
Στον τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τον κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, που καλούσε το λαό να αναφέρει αμέσως στο Δικαστήριο, το οποίο συνεδρίαζε εκείνη την ώρα, οτιδήποτε ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο και τότε σταματούσε αμέσως η εκτέλεση.
Αυτά για τη Δικαιοσύνη στο Ισραήλ. Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι στα χρόνια της ρωμαϊκής υποτέλειας υπήρχε μεγάλη φαυλότητα και ηθικός ξεπεσμός, με αποτέλεσμα οι άρχοντες να είναι πρόσωπα φαύλα, που εξασφάλιζαν τη θέση τους δωροδοκώντας τους Ρωμαίους ηγεμόνες. Οι Δικαστές δεν είχαν πλέον την εντιμότητα και την ανθρωπιά που είχαν οι προκάτοχοι τους. Ολόκληρο το έθνος βρισκόταν σε ξεπεσμό και αθλιότητα.
Μετά την ανάσταση του Λαζάρου πολλοί Ιουδαίου πίστεψαν στον Χριστό. "Συνήγαγον ουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι συνέδριον και έλεγον. Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; …. Εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς …. ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται." (Ιω. ΙΑ'48-50)
"Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι' αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν." (Ιω. ΙΒ'10)
Και η στρατιωτική κουστωδία, μαζί με ένοπλους υπηρέτες, όταν συνέλαβε τον Ιησούν δεν τον έφερε στο δικαστήριο αλλά στον πεθερό του αρχιερέα, τον ΄Αννα, που υπηρέτησε στο παρελθόν σαν αρχιερέας. Και ο ΄Αννας, χωρίς να έχει καμιά εξουσία άρχισε ανάκριση για να βρει αιτία εναντίον του συλληφθέντος. Κι ο Χριστός απαντά. "Επερώτησον τους ακηκοότας" "εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν". (Ιω. ΙΗ',20). Η απάντηση δεν άρεσε και ένας υπηρέτης ερράπισε τον Ιησούν λέγοντας "ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί;" Σε λίγη ώρα οδήγησαν τον Χριστό στο σπίτι του αρχιερέα Καϊάφα και μέχρις ότου μαζευτούν τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου οι υπηρέτες έδερναν, έβριζαν και κορόϊδευαν τον Χριστό. Το εβραϊκό δίκαιο απαγόρευε την ανάκριση και την κακοποίηση του κατηγορουμένου. (Mishna, Sotah 1,4).
Και άρχισε η συνεδρίαση του Ανωτάτου Εβραϊκού Δικαστηρίου με άλλες τρεις δικονομικές παραβάσεις. Το Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου και συνεδρίασε νύκτα, πράγμα απαγορευμένο (Mishna, Sanhedrin IV,1), χωρίς να προϋπάρχει σαφής κατηγορία από δύο τουλάχιστον μάρτυρες, όπως απαιτούσε η δικονομία.
Μετά την έναρξη της δίκης βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες που διαστρέβλωσαν το λόγο του Κυρίου "λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ αυτόν" (Ιω. Β'19), που οπωσδήποτε ελέχθηκε για την Ανάσταση του ιδίου και όχι για το ναό του Σολομώντος. Οι μαρτυρίες όμως δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι δόθηκαν αντικανονικά με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο μαρτύρων. ΄Επρεπε λοιπόν να καταδικαστούν σε θάνατο οι ψευδομάρτυρες σύμφωνα με το Δευτερονόμιον (ΙΘ' 18-21). "και ιδού μάρτυς άδικος εμαρτύρησεν άδικα, αντέστη κατά του αδελφού αυτού, και ποιήσετε αυτώ ον τρόπον πονηρεύσατο ποιήσαι κατά του αδελφού αυτού …. Και οι επίλοιποι ακούσαντες φοβηθήσονται …."
Το Συνέδριο αποφάσισε ότι δε μπορεί να στηριχθεί σ' αυτούς τους μάρτυρες και ο Πρόεδρος του, ο αρχιερέας Καϊάφας, ερώτησε το Χριστό "συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού; λέγει αυτώ ο Ιησούς. Συ είπας …. Τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε. Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;" (Ματθαίου ΚΣΤ' 63).
Η ομολογία του κατηγορούμενου, αν τέτοια θεωρηθεί η απάντησή Του, δεν αποτελούσε κατά το Μωσαϊκό Νόμο απόδειξη. Χρειαζόταν μάρτυρες "επί στόματος δύο μαρτύρων και επί στόματος τριών μαρτύρων στήσεται παν ρήμα" (Δευτερονόμιον ΙΘ'15).
Δεν υπήρξε καθόλου υπεράσπιση, που εθεωρείτο απαραίτητο μέρος της δικαστικής διαδικασίας. (Sanhedrin IV,5). Την υπεράσπιση την ανελάμβανε ένας τουλάχιστον από τους δικαστές για να μην μείνει κανένας κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος.
Ο αρχιερέας "διέρρηξε τα ιμάτια του" πράγμα που απαγορεύει ο Μωσαϊκός νόμος στους ιερείς (Λευϊτικόν 6, ΚΑ'10).
Και τα μέλη του Συνεδρίου απεκρίθησαν "ένοχος θανάτου εστί" (Ματθαίου ΚΣΤ'67). Η ψηφοφορία έγινε ταυτόχρονα, ενώ έπρεπε να γίνει με τη σειρά, από το νεότερο δικαστή προς τους παλαιότερους για να μην επηρεαστούν μεταξύ τους.
Μετά την καταδίκη άρχισαν άλλα έκτροπα "και ήρξαντο τινές εμπτύειν αυτώ και περικαλύπτειν το πρόσωπον αυτού και κολαφίζειν αυτόν και λέγειν αυτώ προφήτευσον ημίν τις εστίν ο παίσας σε. Και οι υπηρέται ραπίσμασιν αυτόν έβαλον" (Μάρκον ΙΔ' 65).
Για να τηρήσουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι τα προσχήματα περίμεναν να ξημερώσει και συνεδρίασαν πάλιν για να επικυρώσουν την καταδίκη στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στα τείχη της Ιερουσαλήμ. "Και ευθέως επί το πρωϊ συμβούλιον ποιήσαντες οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και γραμματέων και όλον το συνέδριον, δήσαντες τον Ιησούν απήνεγκαν και παρέδωκαν τω Πιλάτω" (Μάρκον ΙΕ',1).
Ο Χριστός συνελήφθη την Πέμπτη το βράδυ και η επίσημη δίκη διεξήχθηκε, ολοκληρώθηκε και εκτελέστηκε η θανατική ποινή μέσα στην ίδια μέρα, την Παρασκευή, κατά παράβαση των κανόνων (Sanhedrin IV,I), ενώ έπρεπε να περάσουν 4 τουλάχιστον μέρες.
Γράφεται στην Ακολουθία των Αγίων Παθών πριν από το 12ο Ευαγγέλιο ότι: "΄Ηδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ. Και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον. Αλλ' ο φύσει σώματος δι' εμέ πάσχων, Αγαθέ, Κύριε, δόξα σοι."
Κατά το Μωσαϊκό Νόμο η Θεοποίηση ανθρώπου αποτελούσε βλασφημία και αδίκημα. Ο κατηγορούμενος όμως εδικαιούτο υπεράσπιση.
Ο Χριστός έκανε αναρίθμητα θαύματα μπροστά στο λαό. Και οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τον υποδέχτηκαν μερικές μέρες πριν από τη δίκη ψάλλοντας "Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ." (Ιω.ΙΒ'13).
Εξ άλλου η ανθρωπότητα περίμενε το Σωτήρα, "την προσδοκία των εθνών", "τον καθολικό διδάσκαλο" του Σωκράτη, το "Λόγο" του Πλάτωνα, τον "Άγνωστο Θεό" των Αθηναίων, τον "νέο Θεό" των 3 μάγων, τον "Άγιο" του Κομφούκιου και τον αναμενόμενο από όλους τους Προφήτες του Ισραήλ "Μεσσία". Οι μορφωμένοι εβραίοι γνώριζαν καλά όλες τις προφητείες, που συνέκλιναν και συμφωνούσαν ότι ο κατηγορούμενος Ιησούς ήταν ο ίδιος ο Μεσσίας - Χριστός όπως αναφέρεται και στο βιβλίο του Ιώσηπου Contra Apionem Lib. II 17. Η ζωή, η διδασκαλία Του και τα απειράριθμα θαύματα Του δεν χωρούσαν καμιά αμφιβολία. Το Μεγάλο Συνέδριο όμως απαξιεί να μελετήσει το θέμα και να εξετάσει μήπως ενώπιον του αντί Θεοποίηση ανθρώπου έχει ενανθρώπιση Θεού. Μάλλον δεν απαξιεί, αλλά σε γνώση του καταδικάζει το Μεσσία, εφ' όσον ο αρχιερέας είχε πει μετά την ανάσταση του Λαζάρου "ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί …", όπως αναφέρεται και στο βιβλίο "Η δίκη του Ιησού" του εισαγγελέα Χρήστου Τραπεζούντιου.
Πρεσβύτεροι και Αρχιερείς κατεδίκασαν σε θάνατο το Θεό τους και δέσμιο τον οδηγούν στον ρωμαίο Πιλάτο για να επικυρώσει τη θανατική καταδίκη.
Μια νέα δίκη, Ρωμαϊκή, ξεκινά.
Ήτανε πρωϊ της Παρασκευής, της προηγούμενης μέρας του εβραϊκού Πάσχα, που έφεραν οι εβραίοι τον Ιησούν έξω από το Πραιτώριο. Οι εβραίοι δεν ήθελαν να μπουν στην κατοικία ειδωλολάτρη για να μη μολυνθούν πριν από το Πάσχα και στην επιμονή τους ο ρωμαίος ηγεμόνας διέταξε και τοποθέτησαν στο λιθόστρωτο μπροστά από το Πραιτώριο τη δικαστική του έδρα για να δικάσει εκεί τον κατηγορούμενο. Κατά το τυπολατρικό ρωμαϊκό δίκαιο η δικαστική εξουσία ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή παρά με το άτομο του.
Με την έναρξη της δίκης παρατηρείται η πρώτη δικονομική παράβαση. Ο κατηγορούμενος ήτανε δέσμιος κατά τη διάρκεια της δίκης ενώ έπρεπε να θεωρείται ο κατηγορούμενος αθώος μέχρι την καταδίκη. Και αρχίζει η δίκη με την ερώτηση του Πιλάτου: "τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;"
Έπρεπε λοιπόν οι εβραίοι να κατηγορήσουν τον Ιησούν. Αλλά κατηγορία για βλασφημία δε θα ενδιέφερε τον ρωμαίο ηγεμόνα. Ούτε θα επέφερε θανατική καταδίκη. Ο αρχιερέας Καϊάφας διετύπωσε ενώπιον του λαού νέα, εντελώς ψευδή, κατηγορία λέγοντας "τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν Βασιλέα είναι". (Λουκά ΚΓ',2)
Η απάντηση του Καϊάφα ήτανε εντελώς ψευδής γιατί το Μέγα Συνέδριο καταδίκασε τον Ιησούν με άλλη κατηγορία, την βλασφημία. ΄Ητανε ψέμα όμως και το περιεχόμενό της, γιατί ο Χριστός είχε δώσει διαφορετική απάντηση στους μαθητές των Φαρισσαίων, όταν τον ρώτησαν για τη ρωμαϊκή φορολογία "απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ" (Ματθ. ΚΒ',21)
΄Επρεπε βάσει του Ρωμαϊκού Δικαίου να γίνει γραπτή αίτηση για εισαγωγή σε δίκη. ΄Επρεπε να αναφερθεί το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορούμενου και να διατυπωθεί ακριβώς η κατηγορία. ΄Επρεπε να συνταχθεί πρωτόκολλη κατηγορίας. ΄Επρεπε να καθοριστεί η μέρα της δίκης και να κληθούν και να ακουστούν, εκείνη τη μέρα, οι μάρτυρες. (Δημαρά: Ιστορία Ρωμαϊκού Δικαίου, Β 132). Εάν όμως θεωρηθεί ότι δεν επρόκειτο για πρωτόδικη υπόθεση αλλά για επικύρωση της θανατικής καταδίκης του εβραϊκού δικαστηρίου τότε η εισαγωγή στη δίκη έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αίτησης μαζί με την πρωτόδικη απόφαση.
Ο Πιλάτος δεν έκανε τίποτε απ' αυτά. Κατέβη από την έδρα του, πράγμα που κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο σήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία, μπήκε στο Πραιτώριο και εκεί συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των εβραίων, ενεργώντας κάποιας μορφής ανάκριση.
"Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;" (Λουκά ΚΓ'3), ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησούν, ο οποίος απεκρίθη "η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου …. εγώ …. εις τούτο ελήληθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία". (Ιω. ΙΗ', 35 επ.)
Την απάντηση του Ιησού την κατάλαβε ο Πιλάτος. Ο Χριστός ήτανε πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας. ΄Εκρινε αμέσως ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία και δεν υπήρξε ο Ιησούς ένοχος αντιποίησης εξουσίας. Ο Πιλάτος επιβεβαίωσε τη θέση του με τη φράση που εξεστόμισε "τι έστιν αλήθεια;" Μια ερώτηση που δεν περίμενε απάντηση γιατί η αλήθεια ήτανε κατ' εκείνον μια φιλοσοφική ουτοπία. Με το πρακτικό ρωμαϊκό πνεύμα που τον χαρακτήριζε ο Πιλάτος βγήκε από το Πραιτώριο και αθώωσε αμέσως τον κατηγορούμενο λέγοντας στους Ιουδαίους "εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ". (Ιω. ΙΗ' 38).΄Επρεπε ο Ιησούς να αφεθή αμέσως ελεύθερος.
Ο όχλος όμως δημιουργούσε μεγάλο θόρυβο μπροστά στο ανάκτορο επιμένοντας στη θανατική καταδίκη. Μέσα από τις φωνές ο Πιλάτος ξεχώρισε ότι ο Ιησούς ήτανε Γαλιλαίος. Και η Γαλιλαία ήταν έξω από τη δικαιοδοσία του Πιλάτου. Η Γαλιλαία είχε άρχοντα, τετράρχη, τον εξηρτημένο βασιλιά Ηρώδη τον Αντύπα.
Ο Πιλάτος λοιπόν παρά το γεγονός ότι είχε αμέσως προηγουμένως αθωώσει τον Ιησούν, επικαλέστηκε την τοπική αρμοδιότητα του Ηρώδη. Και για να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη έστειλε τον Ιησούν στον Ηρώδη, που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Ιερουσαλήμ. (Λουκά ΚΓ' 6-7)
Ο Ιησούς δεν απάντησε σε καμιά από τις ερωτήσεις του Ηρώδη, που αποκεφάλισε τον ΄Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Ο πανούργος Ηρώδης δεν θέλησε να ξαναβάψει τα χέρια του με άγιο αίμα και απεφάσισε ότι δεν έχει αρμοδιότητα γιατί το αδίκημα του Ιησού και η εβραϊκή καταδίκη του έγιναν έξω από τα δικά του σύνορα της Γαλιλαίας.
Ο Χριστός λοιπόν αθωώθηκε για δεύτερη φορά από τη Ρωμαϊκή εξουσία με την απόφαση του Ηρώδη. Αντί όμως να αφεθεί ελεύθερος οδηγείται και πάλιν δέσμιος στον Πιλάτο, αφού ο Ηρώδης και οι στρατιώτες του τον εξευτέλισαν και του φόρεσαν βασιλικό μανδύα (Λουκά ΚΓ' 11) πράγματα εντελώς απαράδεκτα με την απαλλαγή του κατηγορούμενου, έστω και για έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας.
Ο Πιλάτος βγήκε στον εξώστη του Πραιτωρίου και αθώωσε γι' άλλη μια φορά τον Ιησούν λέγοντας "ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον ων κατηγορείτε κατ' αυτού. Αλλ' ουδέ Ηρώδης. Ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν. Και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ". (Λουκά ΚΓ' 15-16)
Οι Ιουδαίοι φώναζαν περισσότερο και στο δίλημμα του Πιλάτου προστέθηκε και το μήνυμα της γυναίκας του Πρόκλας "μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω. Πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ' όναρ δι' αυτόν" (Ματθαίου ΚΖ'20). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Πρόκλα βαφτίστηκε Χριστιανή και εορτάζεται η μνήμη της σαν αγίας στις 27 Οκτωβρίου.
Ο Πιλάτος παρουσίασε το Χριστό και το ληστή Βαρραβά μπροστά στο λαό και ρώτησε ποιόν από τους δύο να απολύση για τη γιορτή του Πάσχα. Και ακούγονταν ακόμη δυνατότερες οι φωνές του όχλου που ζητούσε την απόλυση του Βαρραβά και τη θανάτωση του Ιησού.
Ο σκληρός τύρρανος, που ήτανε ταυτόχρονα άβουλος και αναποφάσιστος, διέταξε να μαστιγωθεί ο Ιησούς. Η μαστίγωση ήτανε σκληρή ποινή που συνόδευε την έσχατη ποινή της σταυρώσεως. Μπορούσε να επιβληθεί και σαν αυτοτελής ποινή. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μπορούσε να επιβληθεί σε πρόσωπο που αθωώθηκε ή έστω σε κατηγορούμενο πριν από την τελική καταδίκη του. Η νομοθεσία του Ιουλίου Καίσαρος (Τίτλος Ι θέμα 1ον και τίτλος 6ος θέμα 7ον) ήτανε σαφής και παρεβιάσθη κατάφορα.
Σκηνές που θα ντροπιάζουν την ανθρωπότητα και ειδικότερα την ανθρώπινη δικαιοσύνη ακολούθησαν. Μετά από το βάναυσο φραγγέλωμα στην αυλή του Πραιτωρίου έντυσαν το ματωμένο σώμα του ενανθρωπίσαντος Θεού με βασιλική χλαμίδα, στεφάνωσαν την κεφαλή του αιώνιου Βασιλέα με ακάνθινο στεφάνι και βασάνισαν και εξευτέλισαν τον αμνό του Θεού τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου. (Ιω. ΙΘ' 1-3)
Ο εκπρόσωπος της ανθρώπινης δικαιοσύνης, ο Πιλάτος, βγήκε πάλε από το Πραιτώριο, κάθισε στην δικαστική έδρα στο ύψωμα του Λιθόστρωτου και απευθυνόμενος στους αρχιερείς και τον όχλο "λέγει αυτοίς. Ιδε ο άνθρωπος. Ότε ουν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες. Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος. Λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε. Εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι: ημείς νόμον έχομεν, κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν." (Ιω.ΙΘ' 6-7)
Ο Πιλάτος αθώωσε το Χριστό για άλλη μια φορά, αλλά πάλε δεν τον απέλυσε. Και οι Ιουδαίοι παραδέχθηκαν ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε από το Μέγα Συνέδριο ένοχος θανάτου κατά το Μωσαϊκό δήθεν Νόμο γιατί απεκάλεσε τον εαυτό του υιό Θεού, πράγμα που απέκρυψαν από τον Πιλάτο μέχρι τη στιγμή αυτή.
Ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου "non bis in idem" (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως) και ξαναμπήκε στο Πραιτώριο για να ανακρίνει και πάλε τον Ιησούν. Η νέα απροσδόκητη κατηγορία ότι "εαυτόν υιόν Θεού εποίησε", η επιβλητική προσωπικότητα του Κυρίου, η γαλήνη που ακτινοβολούσε, το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου και ο θρησκευτικός φανατισμός των Ιουδαίων συγκλόνισαν και σύγχισαν τον Πιλάτο.
Ο Πιλάτος συνομίλησε πάλε με τον Κύριο. Ο κατηγορούμενος δεν ήτανε συνηθισμένος άνθρωπος και μιλούσε σαν να είχε θεϊκή εξουσία. Ο κατηγορούμενος ήτανε ανώτερος από το δικαστή του. "Εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν." (Ιω. ΙΘ'13)
Ξανακάθησε ο Πιλάτος στη δικαστική έδρα και άνοιξε νέα συζήτηση με τον όχλο σε μια τελευταία προσπάθεια να αποφύγει τη σταύρωση του Ιησού. "οι δε Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες. εάν τούτον απολύσης ουκ ει φίλος του Καίσαρος. πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει το Καίσαρι" (Ιω.ΙΘ'13).
Το τελευταίο τέχνασμα των εβραίων συγκλόνισε τον Πιλάτο γιατί βρισκόταν σε κάποια δυσμένεια του αυτοκράτορα Τιβερίου (Ιωσήπου Lib. XIII, Cap. III, p.1) και αποφάσισε αμέσως να σώσει το τομάρι του παρά να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη. Για να αποφύγει το βάρος της άδικης καταδίκης δεν εξέδωσε δικιά του απόφαση αλλά "λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων. Αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου. Υμείς όψεσθε. Και αποκριθείς πας ο λαός είπε. Το αίμα αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα υμών. Τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαρραβάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή." (Ματθ. ΚΖ' 24)
Εάν θεωρηθεί ότι η πράξη του Πιλάτου να νήψει τα χέρια του και να επιτρέψει στους Εβραίους να σταυρώσουν το Χριστό ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι κατεδικάσθη ο Ιησούς σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία επειδή παρουσιαζόταν σαν βασιλέας, πράξη αντίθετη προς την Lex Julia Majestatis και τα Crimina Imminutae Majestatis.
Και ακολούθησε η εκτέλεση. Οι άνθρωποι σταύρωσαν τον ίδιο το Θεό τους. Και στάθηκαν οι Εβραίοι απέναντι από τον Σταυρό και έβριζαν και κορόϊδευαν. (Μάρκον ΙΕ΄31) "Ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι." Παραδεχόταν δηλαδή και ενώπιον του Σταυρού ότι ο Χριστός έκανε θαύματα και έσωσε άλλους.
Σταυρώθηκε λοιπόν ο Χριστός και απέθανε και την τρίτη ημέρα ανεστήθη. Τι απέγιναν όμως οι άνθρωποι που ήταν υπόλογοι για την άδικη καταδίκη Του;
Ο προδότης Ιούδας επέστρεψε στον Ναό, έριξε πίσω τα τριάκοντα αργύρια και κρεμάστηκε σε δένδρο έξω από την Ιερουσαλήμ και αυτοκτόνησε.
Στο βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (Μέγας Συναξαριστής, ΄Εκδοση Ε, Τόμος 7ος, σελ. 425) αναφέρεται ότι πήγε στη Ρώμη και κατήγγειλε στον Τιβέριο Καίσαρα τον Πόντιο Πιλάτο και τους αρχιερείς. Ο Καίσαρας ακούοντας για τα θαύματα του Χριστού και γνωρίζοντας ότι κατά τον χρόνο της σταύρωσης, έγινε σκότος σε ολόκληρη την οικουμένη διέταξε την προσαγωγή του Πιλάτου, του ΄Αννα και του Καϊάφα στη Ρώμη. Ο Καϊάφας πέθανε κατά το ταξίδι και ο Άννας εκτελέστηκε στη Ρώμη. Ο Πιλάτος φυλακίστηκε έξω από τη Ρώμη και πέθανε στην φυλακή. Αντίθετα στα "χρονικά" του Ζωναρά, βιβλίο Στ', γράφεται ότι ο διάδοχος του Τιβερίου ο Καλλιγούλας εξόρισε τον Πιλάτο στην Γαλλία και στο Γ' βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσέβιου γράφεται ότι ο Πιλάτος όταν ήταν εξόριστος στην Γαλλία ήρθε σε απόγνωση και αυτοκτόνησε.
Αυτά λοιπόν για τη δίκη του Χριστού και για τη δίκη των δικαστών Του, στην οποία ο Αυτοκράτορας κατεδίκασε τους δικαστές και κατά συνέπεια αυτή η απόφαση αποτελεί την έβδομη και τελική αθώωση του Χριστού.
Στην εβραϊκή δίκη του Μεγάλου Συνεδρίου σημειώσαμε 16 από τις παραβάσεις του Μωσαϊκού Νόμου. Στη δίκη του Πιλάτου σημειώσαμε άλλες 16 σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου. Η όλη όμως διεξαγωγή των δικών, από τη βραδινή σύλληψη μέχρι την μεσημβρινή Σταύρωση, οι ψευδείς και εναλλασσόμενες κατηγορίες, η συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης, η μεταφορά του Χριστού από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, στον Ηρώδη, οι βασανισμοί του κατηγορουμένου και η Σταύρωση Του ενώ βρέθηκε 6 φορές αθώος από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν δίκη, ούτε σαν παρωδία δίκης αλλά σαν το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητας και την αιώνια ντροπή που βαρύνει τον κόσμο όλο. Μεγαλύτερο έγκλημα δε μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος. Και όμως τον Σταυρό του θανάτου μετέτρεψε ο Κύριος σε ξύλο της ζωής και το μέγα έγκλημα το μετέτρεψε σε Θείο Σχέδιο Σωτηρίας για μας, τους δήμιούς Του. Τίποτε αντάξιο της θυσίας Του δεν έχουμε να του αντιπροσφέρουμε και περιοριζόμαστε στο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως. Το Αίμα του Χριστού δεν είναι "εφ' υμάς και επί τα τέκνα ημών" αλλά μας προσφέρεται για να σωθούμε εμείς και τα παιδιά μας ...
Ευχόμαστε η Σταυρική θυσία του Κυρίου μας να σώσει εμάς από την δικαία καταδίκη.

Μια νομική ανάλυση του Χρήστου Δερμοσονιάδη (Δικαστή)

Οι δόλιοι ζητούσαν τον δόλιο!



Ήθελαν οι εχθροί του να τον εξοντώσουν. Αλλά υπολόγιζαν τον κόσμο. Είχαν φόβο. Δεν τολμούσαν να έρθουν σε ανοικτή ρήξη με το λαό. Τους βασάνιζε η σκέψη, πώς να εξοντώσουν τον Ιησού, χωρίς να πάρει είδηση ο λαός. 
Ένας τρόπος υπήρχε, για να το πετύχουν: ο δόλος. «Και αποφάσισαν να συλλάβουν με δόλο τον Ιησού και να τον θανατώσουν. Έλεγαν δε· όχι πάνω στη γιορτή για να μη ξεσηκωθεί ο λαός» (Ματθ. 26,4-5). Μόνο με δόλο, με πανούργο τρόπο θα μπορούσαν να θανατώσουν το Χριστό, χωρίς να προκαλέσουν θόρυβο, χωρίς να εξάψουν τα πνεύματα, χωρίς να διεγείρουν την αντίδραση του λαού, που οπωσδήποτε ακολουθούσε το Χριστό.
Για να πετύχει όμως το σχέδιό τους, έπρεπε να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος. Και δεν άργησε να βρεθεί. Ήταν ο Ιούδας. Δόλιος και υποκριτής, πανούργος και σκοτεινός, ήταν το πιο κατάλληλο πρόσωπο για την πραγμάτωση του σχεδίου των αρχιερέων, των γραμματέων, των φαρισαίων, των πρεσβυτέρων κι όλων εκείνων, που τα άνομα συμφέροντά τους θίγονταν με την παρουσία του Ιησού.
Οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας, και μάλιστα της Μεγάλης Πέμπτης, επανειλημμένα ονομάζουν τον Ιούδα δόλιο και παρουσιάζουν τις δόλιες ενέργειές του.
Η συμπεριφορά του Ιούδα στα τρία χρόνια που βρισκόταν κοντά στο Χριστό και άνηκε στην ομάδα των Δώδεκα, χαρακτηρίζεται από υποκρισία και δολιότητα. Ιδιαίτερα φάνηκε η δολιότητά του κατά το στάδιο της προδοσίας και της συλλήψεως του Χριστού. Συμπερασματικά για τη ζωή του Ιούδα ισχύει αυτό που λέει ο ιερός υμνογράφος: «Ο τρόπος σου είναι γεμάτος δολιότητα παράνομε Ιούδα» (από τα απόστιχα της Μεγ. Πέμπτης). Γιατί άλλαζε μάσκες.
Ας παρουσιάσουμε μερικές εκδηλώσεις της δολιότητας του πανούργου Ιούδα. Η πρώτη βέβαια δολιότητά του ήταν ότι ακολούθησε το Χριστό και προσχώρησε στο κύκλο των Δώδεκα, και αναρριχήθηκε στο αξίωμα του ταμία της πρώτης εκείνης ιεραποστολικής ομάδας.
Η καρδιά του, γεμάτη πονηριά, ακολούθησε Εκείνον, «ο οποίος δεν έκανε αμαρτία , ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του» (Α’ Πέτρ. 2, 22), Ενώ ήταν φιλάργυρος, ακολούθησε Εκείνον που ήταν τελείως ακτήμων και από τους οπαδούς του απαιτούσε να δώσουν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς κι έτσι να τον ακολουθήσουν. 
Ενώ σκεπτόταν πονηρά για το Διδάσκαλό του, έβαζε τη μάσκα της υποκρισίας και παρίστανε τον αφοσιωμένο, τον άνθρωπο με την πολλή αγάπη στο Χριστό, «Ιούδας ο δούλος και δόλιος, ο μαθητής και επίβουλος, ο φίλος και διάβολος, φάνηκε από τα έργα του. Ενώ ακολουθούσε τον Διδάσκαλο, μέσα του μελετούσε την προδοσία» (από τους αίνους της Μεγ. Πέμπτης).
Η πονηριά και δολιότητά του τον ανάγκαζε να αλλάζει συνέχεια προσωπίδες, μάσκες. Πότε φορούσε τη μάσκα της αγάπης, αυτός, που η καρδιά του ήταν φωλιά μίσους και κακίας. Πότε φορούσε της φιλίας, αυτός που ήταν άφιλος, ο άνθρωπος που ο μόνος ερωτάς του ήταν τα αργύρια, και η καρδιά του ήταν παγωμένη, όπως τα ψυχρά αργύρια. «Αν και τον μισούσε του έδινε φίλημα, και πωλούσε αυτόν που μας εξαγόρασε από την κατάρα (του νόμου), τον Θεόν και Σωτήρα των ψυχών μας» (από τα απόστιχα της Μεγ. Τετάρτης).
Φιλόπτωχος ο κλέφτης!
Η δολιότητά του εκδηλώθηκε εμφανέστερη λίγο πριν από το πάθος του Χριστού μέσα στο σπίτι του Λαζάρου στη Βηθανία. Η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, για να δείξει την αγάπη της στο Χριστό, αλείφει με πολύτιμο μύρο τα άχραντα πόδια του. Το σπίτι μοσχοβόλησε από το άρωμα. «Επληρώθη εκ της οσμής του μύρου». Αλλ’ η καρδιά του Ιούδα ήταν γεμάτη δυσοσμία, γεμάτη πονηριά και δόλο. Κατάλληλη η ευκαιρία να δημιουργήσει εντύπωση ο δόλιος Ιούδας. Αμέσως φοράει τη μάσκα της φιλοπτωχείας και φιλανθρωπίας και ρωτάει υποκριτικότατα: «Γιατί αυτό το μύρο δεν πουλήθηκε για τριακόσια δηνάρια ώστε να δοθεί στους πτωχούς;» (Ιωάν. 12,5).
Ποιός προτείνει τη φιλόπτωχη πράξη; Αυτός που ετοίμαζε την άτιμη «πράξη». Ο κλέφτης, ο φιλάργυρος. Αυτός, που του είχαν εμπιστευτεί το «γλωσσόκομον», το ταμείο, και το κατέκλεβε κρυφά. Αυτός, που ήθελε να πουληθεί το μύρο της Μαρίας, για να κλέψει κι από αυτό. Αυτός, που ετοιμαζόταν να πουλήσει τον Ατίμητο, αυτός τάχα ενδιαφερόταν για τους φτωχούς. Αυτός, που σχεδίαζε να παραδώσει το Χριστό στους εχθρούς του, «ίνα απολέσωσιν αυτόν (για να τον καταστρέψουν)», αυτός τώρα νοιαζόταν τάχα για την απώλεια του μύρου. «Αυτός που υπολόγιζε την τιμή του μύρου, δεν έφριξε που πωλούσε εσένα τον ατίμητο» (από τους αίνους της Μεγ. Πέμπτης). Μεγάλος μασκαράς! Φόρεσε τη μάσκα της φιλοπτωχείας. «Σήμερον ο Ιούδας αφαιρεί την μάσκα της αγάπης προς τους φτωχούς και φανερώνει την μορφή της πλεονεξίας. Δεν φροντίζει για τους φτωχούς. Δεν ζητά να πωληθεί το μύρο της αμαρτωλής γυναίκας, αλλά πωλεί το ουράνιο μύρο (δηλ. τον Κύριον) και από τη πώληση παίρνει τα χρήματα» (από τα απόστιχα της Μεγ. Τετάρτης).
Για φιλοπτωχεία μιλάει ο κλέφτης! Πόσες φορές δεν συναντάμε και σήμερα τέτοιου είδους υποκρισία ! Ακούς ανθρώπους να μιλάνε για ωραίες ιδέες, για ωραία συνθήματα, κι όμως όλα αυτά είναι προσωπεία που σκεπάζουν βρώμικες καταστάσεις. Μιλάνε για δικαιοσύνη οι άδικοι. Μιλάνε για ελεημοσύνη οι πλεονέκτες. Μιλάνε για λιτότητα οι σπάταλοι. Μιλάνε για δημοκρατία oι αυταρχικοί. Μιλάνε για ελευθερία οι τύραννοι. Μιλάνε για ηθική οι ανήθικοι. Μιλάνε για αρετή οι αλήτες. Μιλάνε για ειρήνη οι φιλοπόλεμοι. Πρόκειται για καπηλεία μεγάλων λέξεων και συνθημάτων. Πρόκειται για συνεχιστές της δολιότητας και υποκρισίας του Ιούδα.

 του Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη
από το βιβλίο του «Στη Μεγ. Εβδομάδα»
«Αδιόρθωτος έμεινεν Ιούδας ο δούλος και δόλιος»
(Κοντάκιο Μεγ. Πέμπτης)

Για τοὺς τρεις χιτῶνες τοῦ Κυρίου

Ένα εξαιρετικό κείμενο του θεοφώτιστου Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς 
για το συμβολισμό των τριών διαφορετικών χιτώνων που ενδύθηκε 
ο Θεάνθρωπος Ιησούς κατά της διάρκεια του πάθους του.


Μὲ ῥωτᾶς, σεβαστὴ ἀδελφή, γιά τοὺς τρεῖς χιτῶνες μὲ τοὺς ὁποίους ἦταν ντυμένος καὶ σκεπασμένος ὁ Κύριος κατά τὸ διάστημα ἀρκετῶν ὡρῶν τή Μεγάλη Παρασκευή. Γιατὶ ὁ Πιλᾶτος τὸν ἔντυσε μὲ πορφυρὸ χρῶμα; Γιατὶ ὁ Ἡρώδης τὸν ἔντυσε μὲ λευκὸ χρῶμα; Καὶ γιατὶ οἱ ἐκτελεστὲς ἐπίσης λίγο πρὶν Τὸν θανατώσουν Τὸν ἔντυσαν πάλι μὲ τὸν δικὸ Του χιτῶνα;
Ὅλα ὅσα συνέβησαν κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἔχουν μεγάλη σημασία, ὅλα ἀποκαλύπτουν κάποια ἀλήθεια καὶ χρησιμεύουν ὡς δίδαγμα στούς ἀνθρώπους. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ διδάγματα εἶναι ἄμεσα καὶ ἐμφανῶς ἀντιληπτά, ἐνῶ κάποια ἄλλα εἶναι ἔμμεσα καὶ μὲ παραστάσεις πού χρήζουν ἑρμηνείας. Τὸ σκέπασμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τρεῖς χιτῶνες ἀνήκει σ’ αὐτὴν τή δεύτερη κατηγορία διδαγμάτων.

Ὁ Πορφυρὸς χιτῶνας εἶναι ὁ χιτῶνας τοῦ Ῥωμαίου αὐτοκράτορα. Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε στόν Πιλάτο ὅτι τὸ βασίλειό Του “οὔκ ἐστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου” (Ἰωά. 18, 36) αὐτὸ φάνηκε στό ὑλιστικὸ πνεῦμα τοῦ Ῥωμαίου ἀξιωματούχου ὡς ἀνοησία καὶ ὡς ἐμπαιγμὸς τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀξιοπρέπειας. Γι’ αὐτὸ οἱ στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου ἔντυσαν τὸν Χριστὸ μὲ πορφυρὸ χιτῶνα ‒δηλαδή μὲ τὸν πιὸ εὐτελῆ πού μποροῦσαν νά βροῦν‒ γιά νά τὸν χλευάσουν ἀποκαλώντας Τον βασιλιά. Ἀλλὰ καὶ μόνον αὐτὸς ὁ χιτῶνας αὐτοκρατορικοῦ χρώματος μαρτυρεῖ γιά τὸν Κύριο, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι πράγματι Βασιλιάς. Οἱ παλικαράδες τοῦ Πιλάτου, λοιπόν, κοροϊδεύοντας στήν πραγματικότητα ἀνακήρυξαν τὸν Κύριο σ’ αὐτό πού πράγματι ἦταν! Κανεὶς ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς δέν μποροῦσε νά διανοηθεῖ ὅτι τὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ θὰ κυριαρχήσει πάνω στή Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία καὶ σὲ κάθε ἄλλη αὐτοκρατορία τοῦ κόσμου.

Ὁ βρώμικος βασιλιὰς Ἡρώδης, περίμενε πώς ὁ Χριστὸς θὰ κάνει κάποιο θαῦμα μπροστὰ του. Δέν ἐπιθυμοῦσε, βέβαια, κάποιο χρήσιμο καὶ φιλάνθρωπο θαῦμα, ἀλλὰ ἕνα βάρβαρο θαῦμα τὸ ὁποῖο θὰ χρησίμευε μόνο γιά τὴν ἱκανοποίηση τῶν ὀφθαλμῶν του. Ἐν τῷ μεταξύ, μπροστὰ του στεκόταν τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ κόσμου: ἄνθρωπος καθαρὸς καὶ ἀναμάρτητος. Ἡ ἀκριβὴς ἀντίθεση τοῦ βασιλιᾶ τῆς γενοκτονίας καὶ τοῦ δολοφόνου τοῦ Ἰωάννη τοῦ προδρόμου. Ἐγὼ κρατῶ ὅτι αὐτὸς ὁ νέος ἀκάθαρτος ἀπόγονος τοῦ Ἠσαῦ μποροῦσε νά πιστέψει σὲ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ τίποτα καί ποτέ στό θαῦμα τῆς ἁγνότητας καὶ τοῦ ἀναμάρτητου ἑνὸς ἀνθρώπου. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ μέγιστο καὶ σπάνιο θαῦμα στάθηκε μπροστὰ του.
Ἀλλὰ αὐτὸς βρώμικος στή ψυχὴ δέν μποροῦσε νά τὸ δεῖ. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς προσδοκίες του ὁ Ἡρώδης ἔντυσε μὲ λευκὸ χιτῶνα τὸν Χριστό. Τὸ λευκὸ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καθαρότητας καὶ τῆς ἀθωότητας. Θὰ διάβασε, βέβαια, ὅτι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζονται μὲ λευκοὺς χιτῶνες. Κι ἔτσι λοιπόν, ὁ ἀκάθαρτος Ἡρώδης πού σκέφτηκε ὅτι ὁ Χριστὸς δεν εἶναι καθαρὸς ὅπως καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι, Τοῦ φόρεσε λευκὸ χιτῶνα, σύμβολο τῆς καθαρότητας καὶ τῆς ἁγνότητας. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ στίς δύο περιπτώσεις ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς Του, ἔστω κι ἂν αὐτὸ ἔγινε ἄθελά τους καὶ ἀσυνείδητα.

Τέλος, μόνο πρὶν τή σταύρωση ὁ Κύριος ντύθηκε μὲ τὸν δικὸ Του χιτῶνα. Ἦταν ὁ χιτῶνας πού τοῦ εἶχε ὑφάνει ἡ δικὴ Του Ἁγία Μητέρα, ἡ Θεοτόκος. Εἶναι ὁ ἴδιος χιτῶνας μὲ τὸν ὁποῖο περπάτησε στή γῆ καί πάνω στόν ὁποῖο οἱ στρατιῶτες στόν Γολγοθᾶ ῥίχνουν τὰ ζάρια. Ἀλλὰ δέν βλέπεις σ’ ὅλα αὐτὰ ἕνα μεγάλο δίδαγμα γιά μᾶς; Οἱ ἄνθρωποι συχνὰ ἀποφαίνονται γιά τὸ ἂν εἴμαστε καλοὶ ἢ κακοί. Ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπόφασή τους μᾶς ἐκτιμοῦν, μᾶς θαυμάζουν ἢ μᾶς κατακρίνουν. Οἱ διάφορες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων δέν μοιάζουν γιά μᾶς μὲ χιτῶνες; τή μία μᾶς ντύνουν μὲ τὸν χιτῶνα τοῦ σοφοῦ, τὴν ἄλλη μὲ τὸν μαδνύα τοῦ τρελλοῦ. Τή μία μᾶς περιβάλλουν μὲ τὸν μανδύα τῆς ἀνδρείας, τὴν ἄλλη μᾶς σκεπάζουν μὲ τὰ κουρέλια τῆς ἀπαξίωσης. Ἀλλὰ ὅλοι οἱ χιτῶνες γρήγορα βγαίνουν κι ἀλλάζουν, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀσταθεῖς καί συχνὰ ἐναλλασσόμενες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως, ἐν τέλει, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ φανεῖ μὲ τὸ δικὸ του χρῶμα, μὲ τὸν δικὸ του χιτῶνα.

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

http://www.imaik.gr

«Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»



Όποιος μελετά το ευαγγέλιο μένει ενεός και άναυδος, όχι μόνο ενώπιον της σταυρικής θυσίας του Χριστού, αλλά και ενώπιον του μεγέθους της ανεξικακίας του, της μακροθυμίας και συγγνώμης του και τέλος ενώπιον της απέραντης και απροσδιόριστης αγάπης του.

Ενώ ο Ιησούς ποικίλως και πολυτρόπως ευεργέτησε τον ιουδαϊκό λαό και έδειξε σ’ αυτούς το ενδιαφέρον και την αγάπη του, εν τούτοις «όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων» (Ματθ. 26,47) έρχεται και τον συλλαμβάνει λες και ήταν ληστής (Ματθ. 26,55) και τον παραδίδουν στον Καϊάφα τον αρχιερέα. Εκεί προσπάθησαν με ψευδομαρτυρίες να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Τον φτύνανε στο πρόσωπο, τον δίδανε καρπαζιές, και τον ράπιζαν λέγοντας· προφήτεψε Χριστέ ποιος σε χτύπησε.
Μετά τον παρέδωσαν στον Πιλάτο, ώστε να τον δικάσει και εν τέλει να τον τιμωρήσει με την ποινή του θανάτου.

Ο Ιούδας εν τέλει παραδέχεται την αθωότητά του (Ματθ. 27,1-5) χωρίς όμως να ζητήσει το έλεός του· ο Πιλάτος ανακαλύπτει κι αυτός ότι είναι αθώος και ότι λόγω φθόνου τον παρέδωσαν και προσπαθεί να τον σώσει, βάσει εθίμου που υπήρχε να απολύει ένα κρατούμενο, όποιον ήθελε ο λαός.
Και κείνοι, ακούγοντας τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους, ζητάνε να ελευθερωθεί ο στασιαστής και δολοφόνος Βαραββάς (Λκ. 23,19) και να σταυρωθεί ο αθώος Χριστός. Ο Πιλάτος υποκύπτει την πίεση του όχλου και ο Χριστός παραδίνεται για να σταυρωθεί. Οι στρατιώτες τον εμπαίζουν σαδιστικά και πρόστυχα και τον οδηγούν στην σταύρωση. Μόλις ανέβηκε στον σταυρό έχοντας και δύο κοινούς ληστές παράπλευρά του αρχίζει η κακία των Εβραίων να οργιάζει.
Το πλήθος γαυριά και αλαλάζει και μαίνεται κραυγάζοντας, βλασφημώντας και εμπαίζοντας· «αυτός είναι (ο έξυπνος) που θα κατέλυε τον ναό και πάλι θα τον οικοδομούσε σε τρεις μέρες! Σώσαι λοιπόν τον εαυτό σου· αν είσαι υιός του Θεού κατέβα από τον σταυρό.
»Όμοια δε ενέπαιζαν και οι αρχιερείς μετά των γραμματέων και πρεσβυτέρων και Φαρισαίων λέγοντας· άλλους έσωσε τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει· εάν είναι βασιλεύς του Ισραήλ ας κατεβεί τώρα από τον σταυρό και τότε θα πιστέψουμε σ’ αυτόν· εφ’ όσον έχει πίστη στον Θεό, άς τον σώσει τώρα, εάν βέβαια τον θέλει· διότι αυτός είπε ότι είναι υιός του Θεού.
»Τα ίδια δε έκαναν και οι ληστές που σταυρώθηκαν μαζί του· τον ονείδιζαν» (Ματθ. 27,39-44), άσχετα αν αργότερα ένας απ’ αυτούς μετανόησε και ομολόγησε την θεότητά του (Λκ. 23,40-43).

Ποια ήταν η αντίδραση του Χριστού σ’ όλη αυτή τη λυσσαλέα, σιχαμερή και δαιμονική εκστρατεία εναντίον του;
Μήπως κατέβηκε από το σταυρό εγκαταλείποντας μια για πάντα το έργο της σωτηρίας μας, όπως επιθυμούσαν οι ανόητοι και ασύνετοι και άπιστοι Ιουδαίοι, που ενώ είδαν τόσα φοβερά θαύματα, και αναστάσεις νεκρών ακόμα, εξακολουθούν να ζητούν σημείο κατά τα γούστα τους;
Μήπως οργίσθηκε; Μήπως τους καταράστηκε; Μήπως διέταξε να τιμωρηθούν παραδειγματικώς και να κονιορτοποιηθούν ολοσχερώς οι εχθροί του; Τίποτα απ’ όλα αυτά. Έχοντας γαλήνη και ηρεμία, προσευχήθηκε με πόθο σφοδρό, όχι για τον εαυτό του αλλά για τους εχθρούς του.
«Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λκ. 23,34). Πατέρα μου συγχώρα τους και μη καταλογίζεις ενοχή στην κτηνώδη και εγκληματική συμπεριφορά τους. Δεν ξέρουν τι κάνουν. Έχουν τυφλωθεί εντελώς.

Αυτό που είπε στην επί του όρους ομιλία του διορθώνοντας το νόμο της Παλαιάς Διαθήκης αυτό πράττει τώρα. Είχε πει τότε· «Ακούσατε ότι έχει λεχθεί, ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου και να μισήσεις τον εχθρό σου. Εγώ όμως σας λέγω, ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να ευλογείτε αυτούς που σας καταριόνται, να φέρεσθε καλά σ’ αυτούς που σας μισούν και να προσεύχεσθε γι’ αυτούς που σας δημιουργούν προβλήματα και σας διώκουν. Κι όλα αυτά να τα κάνετε για να γίνετε αληθινά και γνήσια παιδιά του επουράνιου πατέρα σας, που τον ήλιο τον ανατέλλει για όλους, πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει σε δικαίους και σε αδίκους. Διότι αν αγαπήσετε αυτούς που σας αγαπούν, ποιος θα είναι ο μισθός σας; Και οι τελώνες (που είναι οι χειρότεροι άνθρωποι) το ίδιο κάνουν. Να γίνετε λοιπόν τέλειοι όπως ακριβώς ο επουράνιος πατέρας σας είναι τέλειος» (Ματθ. 43-48).

«Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». 

Ο ιερός Χρυσόστομος αναπτύσσοντας το ρητό αυτό θέτει δύο ερωτήματα και δίνει ο ίδιος τις αντίστοιχες απαντήσεις (Ε.Π.Ε. τόμ. 36, σσ. 29-35 και 63-69).
α΄) Συγχωρέθηκε η φρικτή αμαρτία των σταυρωτών; Ναι για όσους μετανόησαν. Μετανόησαν και πίστεψαν στον Χριστό 3.000 (Πρξ. 2,41) και μετά 5.000 (Πρξ. 4,4) και μετά μυριάδες (Πρξ.21,20). Επίσης ο Παύλος, ο Πέτρος που τον αρνήθηκε, αλλά ύστερα έκλαψε πικρά, και τόσοι άλλοι.

β΄) Μπορούμε εμείς να μιμηθούμε τον Χριστό σ’ αυτήν την θαυμαστή και θεϊκή ανεξικακία του;
Ναι μπορούμε! Διαφορετικά δεν θα έλεγε ο Χριστός «άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών· ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστίν» (Ματθ. 11,29-30).

Δεν θα έλεγε ο Παύλος «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α΄ Κορ. 11,1). Και δεν το λέγει μόνο αλλά μας το δείχνει και στην πράξη. Ενώ υπέστη τα πάνδεινα από τους Εβραίους (πρβλ. Β΄ Κορ. 11,24-25), εν τούτοις μας λέγει ότι έχει μεγάλη και συνεχή οδύνη για την τύχη των ομοεθνών του και εύχεται, αν ήταν δυνατόν, να γίνει ανάθεμα, να χωριστεί δηλαδή από τον Χριστό, αν μπορούσε αυτό να τους σώσει (Ρωμ. 11,24-25).

Δεν θα έλεγε ο διάκονος και πρωτομάρτυς απόστολος Στέφανος «Κύριε μη στήσεις αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» (Πρξ. 7,60) και μάλιστα «θεις τα γόνατα». Προσευχήθηκε όχι εική και ως έτυχεν αλλά γονατιστός και με φωνή ισχυρή, φανερώνοντας έτσι τον πόθο και την επιθυμία που τον κατείχε να μη τιμωρηθούν αυτοί που τον λιθοβολούσαν.
Αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη, τότε που υπήρχε ο νόμος «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» και «οδόντα αντί οδόντος» υπήρξαν δίκαιοι που ζήσανε κατά το πνεύμα της Καινής Διαθήκης.

Ο Μωυσής, ο οποίος υπέστη τα μύρια όσα από τους ομοεθνείς του, προσεύχεται στον Θεό που είχε αποφασίσει να τους καταστρέψει και λέγει· «Εάν τους συγχωρέσεις την αμαρτία συγχώρεσέ την· διαφορετικά, σβήσε και μένα από το βιβλίο που με έγραψες (Εξ. 32,31-32). Ο άγιος δεν μπορεί να ευτυχεί όταν οι άλλοι υποφέρουν ή χάνονται. Γι’ αυτό προκρίνει τη σωτηρία των άλλων από τη δικιά του.

Ο Δαυίδ, όταν ο Θεός έστειλε άγγελο και αποδεκάτιζε τους Ισραηλίτες, είπε· «Εγώ ο ποιμένας αμάρτησα και εγώ ο ποιμένας έκανα κακό. Ας πέσει η τιμωρία σε μένα και την πατρική μου οικογένεια» (Β΄ Βασ. 24,17). Νωρίτερα ο Δαυίδ, όταν έμαθε το θάνατο του υιού του Αβεσσαλώμ, ο οποίος είχε επαναστατήσει εναντίον του, παρασύροντας μέγα μέρος του λαού και του στρατού και δημιουργώντας απίστευτη αναστάτωση και ταλαιπωρία στο Ισραήλ αλλά και στον πατέρα του, ο οποίος φάνηκε να πνέει τα λοίσθια σαν βασιλιάς, είπε γεμάτος πόνο και οδύνη· «Παιδί μου Αβεσσαλώμ, παιδί μου, παιδί μου Αβεσσαλώμ, γιατί να μη πεθάνω εγώ για σένα; Εγώ έπρεπε να πεθάνω, Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου» (B΄ Βασ. 18,33)!

Αλλά και ο Σαμουήλ ο προφήτης περιφρονήθηκε από τους Ιουδαίους, οι οποίοι του ζήτησαν να τους εγκαταστήσει βασιλιά όπως έχουν τα ειδωλολατρικά έθνη και δεν αρκέσθηκαν στους Κριτές, μέσω των οποίων διοικούσε ο Θεός. Ο Σαμουήλ λοιπόν, που ο Θεός για να τον παρηγορήσει του είπε· «Δεν περιφρόνησαν εσένα, αλλά εμένα (Α΄ Βασ. 8,7), όταν αργότερα τους ήλεγξε σφοδρά για την κακοήθειά τους και για την ανταρσία τους απέναντι στον Θεό και κείνοι, αντιλαμβανόμενοι το λάθος τους, τον παρακάλεσαν να προσεύχεται γι’ αυτούς, για να μη τιμωρηθούν με θάνατο, εκείνος απάντησε· «Μακάρι να μη πέσω ποτέ σε τέτοια αμαρτία, να παύσω να προσεύχομαι για σας. Αντίθετα θα συνεχίσω να υπηρετώ τον Κύριο και να σας δείχνω τον καλό και ευθύ δρόμο του Κυρίου» (Α΄ Βασ. 12, 23). Τα προαναφερθέντα παραδείγματα των αγίων όπως και διδασκαλία της αγίας Γραφής μας τονίζουν ξεκάθαρα ότι όλοι μπορούμε και οφείλουμε να μιμηθούμε την ανεξικακία του Χριστού και των αγίων του. Αμήν· γένοιτο.


ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Του Δείπνου Σου του Μυστικού…



«Του Δείπνου Σου του Μυστικού, σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε…»: 
Ο Υιός παραθέτει το Δείπνο προς τιμή των αδελφών. Η κλήση γίνεται κρίση, κοιτάζοντας τον έσω άνθρωπο. Όμως η κλήση γίνεται ελπίδα, κοιτάζοντας την ευλογία. Εκείνος θέλησε πρώτος και μας καλεί «ίνα ζωήν έχωμεν».
Το Δείπνο είναι εδώ, σήμερα. Ο οικοδεσπότης είναι έτοιμος για να σταυρωθεί «ταύτη τη νυκτί». Να παραδώσει τον εαυτό Του για τους σταυρωτές Του και «της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Έτοιμος για τη θυσία και το θρίαμβο. Το δόσιμο για τους αδελφούς είναι η δόξα Του. Η αγάπη Του γι’ αυτούς είναι η ζωή Του και η Ανάστασή Του.
Κι εμείς, ακόμη στο θάνατο, πορευόμαστε προς Θείαν Κοινωνίαν: του Σταυρωμένου και Αναστημένου Κυρίου. Στηριζόμενοι στην κλήση Του, τη μεγάλη και επιφανή. Παραβλέποντας τα εκούσια και τα ακούσια, τα εν λόγω και έργω, τα κατά νουν και διάνοιαν, τα … Δεν είναι ώρα γι’ αυτά … Είναι η ώρα της Συνάντησης: με τον «Βασιλέα της Δόξης» που «δορυφορείται από τα αγγελικά τάγματα αοράτως». Είναι η ώρα που εν σιωπή και ταπεινώση, δέχεσαι το Δώρο και μένεις εκστατικός μπροστά στον Δωροδότη.
Ρίχνεσαι στο έλεός Του. Σε παραλαμβάνει, σε καθαίρει, σε αγιάζει, σε θεώνει. Γίνεσαι «σύναιμος» και «σύσσωμος» μαζί Του και προχωρείς : στη ζωή τούτη την «τεθλιμμένη» και γεμάτη πόνο, για την Βασιλεία Του τη γεμάτη χαρά και ανάπαυση.

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους



Το φιλί του Ιούδα...



Ο Ιούδας προδίδει με φιλί, γιατί ποτέ δεν κατάλαβε τι σημαίνει αγάπη. Φιλάει προδοτικά γιατί ποτέ η καρδιά του δεν σαρκώθηκε στα χείλη του. Είχε μπερδέψει μέσα του, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι από εμάς, την αγάπη με την ανάγκη, τον πόθο με το πάθος και τον έρωτα με την συνδιαλλαγή. Όταν φιλάς κοινωνάς την ζωή σου με την ζωή κάποιου άλλου που επέλεξες να ακολουθήσεις και να παραδοθείς δίχως κρατούμενα και βερεσέδια. Ο Ιούδας δεν μπορεί να το πράξει γιατί για εκείνον η αγάπη είναι ανάγκη. Η σχέση στόχος και η μαθητεία ρόλος. Όλα μετρήσιμα και υπολογίσιμα, δηλαδή άοσμα και νεκρά. 
Τις περισσότερες φορές δεν αγαπάμε τον άλλο γι αυτό που είναι, μα για εκείνο που εμείς θα θέλαμε να είναι. Γι αυτό ο Ιούδας όταν νιώθει ότι δεν ικανοποιούνται οι εγωτικές επιδιώξεις και ναρκισσιστικές επιθυμίες του, προδίδει τον Χριστό με ένα φιλί. Έτσι για να θυμόμαστε ότι η προδοσία φιλάει «υπέροχα». Αχ και να ξέραμε πόσοι μας πρόδωσαν με ένα φιλί. Πόσοι την ώρα που μας φιλούσαν μας μισούσαν, και την ώρα που μας αγκάλιαζαν μας φυλάκιζαν. 


π. Λίβυος 

… ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ ...



Εσταυρωμένε Χριστέ μας,
το τσουχτερό κρύο που ένιωθες πάνω στο Σταυρό
δεν ήταν από τον αγέρα. 
-αυτό Εσύ, ήξερες να το αντέχεις.
Ήταν από τις παγωμένες μας καρδιές.

Δεν ήταν τα ραπίσματα, ούτε οι μαστιγώσεις
που πονούσαν το λυγισμένο σου κορμί.
Αλλά το μίσος το ανθρώπινο Σου έσκιζε την καρδιά.
Το μίσος, που μετέτρεψε τα βάγια σε καρφιά.

Το δάκρυ που κύλησε από τα πάναγνα μάγουλά σου
Δεν ήταν από τις κακουχίες του σώματός Σου.
Ήταν από τη θέρμη της παράκλησής Σου να συγχωρεθούμε.

Γιατί, Εσύ, όση δύναμη είχες,
την είχες κάνει βέλος προς τον Ουρανό
σ’ εκείνο το «άφες αυτοίς ...;»

Νερό μας ζήτησες, όχι επειδή διψούσες τόσο.
Αλλά για να μας δώσεις μιαν ευκαιρία, δροσίζοντάς Σε,
να συνέλθουμε, να έρθουμε σε συναίσθηση
και να Σε νιώσουμε- έστω- σαν έναν άνθρωπο που διψά.

Ούτε αυτό δεν καταφέραμε!
Να Σε δούμε σαν έναν ασήμαντο συνάνθρωπό μας!..



Από το μυθιστόρημα
«Κάποιος να με νοιάζεται!»
(Σ. Κουβανίδου-Εκδ. Αρμός)


ΘΕΛΩ ΝΑ ΝΙΩΣΕΤΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ…



Ακόμα και πάνω από τον σταυρό, είπε ο Ιησούς λόγια που δεν γράφτηκαν ποτέ. Είπε λόγια που δεν τα διαβάσαμε ποτέ στο Ευαγγέλιο. Είπε λόγια που όμως βγήκαν μέσα από το στόμα αυτού του Αθώου. Πάνω από το σταυρό έλεγε στον καθένα από μας: 

«Σας λατρεύω παιδιά Μου, σας αγαπώ, γιατί είστε τα μικρά παιδιά Μου. Για σας κατέβηκα από τον ουρανό στη γη, να υποφέρω, να πληγωθώ, για να σας δείξω πόσο σας αγαπώ. Είσαστε τα παιδιά της καρδιάς Μου, έστω και αν εσείς Με πληγώνετε, έστω και αν εσείς Με σταυρώνετε, έστω και αν εσείς βάζετε στο κεφάλι Μου ένα ακάνθινο στεφάνι. Μα ποτέ δεν θα πάψω μέσα στο νου Μου να σας έχω. Και μέσα από την καρδιά Μου που την πληγώσατε με την λόγχη, δεν θα σταματήσω ποτέ να φωνάζω, πως σας λατρεύω και σας αγαπώ! Μπορεί ο σατανάς να σας έβαλε, να Μου καρφώσετε τα πόδια και τα χέρια, μα τώρα θα περπατώ σε όλες εκείνες τις καρδιές, που θα Με αγαπούν. Σε όλες εκείνες τις καρδιές, που θα θελήσουν να Με κάνουν δικό τους Βασιλιά, γιατί νόμιζε ο σατανάς πως σταυρώνοντάς Με, θα μπορούσε να σταματήσει την αγάπη Μου για σας, να σταματήσει το έλεος και την ευσπλαχνία Μου για σας. Μα τώρα την άνοιξε ακόμα πιο πολύ, γιατί οι δικές Μου οι πληγές είναι εκείνες που εξιλέωσαν τα πολλά σας λάθη μπροστά στον ουράνιο Μου Πατέρα. 

Γι’ αυτό, τίποτα άλλο δεν θέλω από σας σήμερα. 

Μόνο να νιώσετε τα πάθη Μου! Να νιώσετε αυτή την υπέρτατη θυσία, που κάνω για σας και να μην Με πληγώνετε άλλο. Θέλω να νιώσετε πόσο σας αγαπώ, πόσο σας λατρεύω! Πως είσαστε τα δικά Μου λατρεμένα παιδιά, που έστω κι αν εσείς Με πληγώνετε, πάντα φωνάζω στον Πατέρα Μου: 

“Ουράνιε Μου Πατέρα, γι’ αυτά Mου τα παιδιά κατέβηκα στη γη… Γι’ αυτά τώρα θυσιάζομαι… Σε ικετεύω ξαναφέρτα στην αγκαλιά Μου και στην καρδιά Μου…".

Σήμερα ζητώ όλοι σας να έλθετε στην αγκαλιά Μου. Θέλω όλοι σας να έλθετε μέσα στην καρδιά Μου. Θέλω εκεί να συναντηθούμε, για να σας πω πόσο σας αγαπώ και πόσο σας λατρεύω. Πως σας συγχωρώ για όσα λάθη έχετε κάνει, όσες πτώσεις και αν έχετε κάνει. Κανένα αμάρτημα δεν είναι πιο δυνατό από την ευσπλαχνία Μου, γιατί Εγώ είμαι ο πολυεύσπλαχνος, που μέσα από τα σπλάχνα Μου σας έβγαλα. Όπως κάθε παιδί μέσα από τα σπλάχνα της μάνας του βγαίνει, έτσι και Εγώ μέσα από τα μητρικά Μου σπλάχνα σας έβγαλα και σας αγαπώ. Το μόνο που θέλω σήμερα είναι να νιώσετε πόσο σας λατρεύω, να νιώσετε πόσο σαν Μάνα σας αναζητώ. 

-Ποια μάνα δεν θέλει το παιδί της να είναι στην αγκαλιά της; 

Έτσι και Εγώ σαν Πατέρας προστατευτικός σκεπάζω τον καθένα από σας, αλλά σαν Μάνα στοργική τρυφερά σας αγκαλιάζω. Το μόνο που θέλω από σας, είναι να έρθετε στην αγκαλιά Μου! Θέλω να σας νιώσω μέσα στην καρδιά Μου! Θέλω να σας σηκώσω στους ώμους Μου και να σας φωνάξω «Γιε Μου και Κόρη Μου» και εσείς να πείτε απλά «Πατέρα μου». Πεθύμησα αυτή τη λέξη, την τόσο γλυκιά, που δεν την λέτε πια. Εγώ όταν σας δίδαξα πώς να προσεύχεστε, δεν σας είπα «Θεέ ημών ο εν τοις ουρανοίς», αλλά «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς». Αυτήν την προσευχή θέλει να λέτε ο Πατέρας Μου, γιατί για σας Είμαι και Μάνα γλυκιά και Πατέρας στοργικός». 

(απόσπασμα από απομαγνητοφωνημένο κήρυγμα του π. Ελπιδίου Βαγιανάκη)

Μπορείς να ζήσεις χωρίς καθρέπτη άνθρωπε;

Μπορείς να ζήσεις χωρίς καθρέπτη άνθρωπε;
Μπορείς χωρίς να κοιτάζεσαι καθημερινά και συχνά;
Σίγουρα χρήσιμος και απαραίτητος.
Όμως…
ο καθρέπτης είναι για να σε βοηθάει να διορθώνεις ατέλειες που αλλιώς θα ήταν δύσκολο. Να ξυριστείς, να χτενιστείς, να ισιώσεις τα ρούχα σου, να δεις σε σημεία που το μάτι χωρίς την βοήθεια του δεν θα μπορούσε ποτέ.
Ναι,ναι!
Είδες πόσα πολλά κι άλλα τόσα κάνει ένας καθρέπτης;
Δεν το ήξερες ε;
Εσύ αγνοείς όλη αυτή την ανεκτίμητη βοήθεια.
Εσύ τον έχεις μόνο για ένα λόγο.
Για να θαυμάζεις τον εαυτό σου, να σου δείχνει την τελειότητά σου, το μεγαλείο σου, την μοναδικότητά σου.
Να σε κοιτάει και να σου το λέει.
Να σου μιλάει με τα καλύτερα λόγια.
Κι αν δεν στα δείχνει ΟΛΑ αυτά;
Κινδυνεύει ο καθρέπτης.
Θέλεις να τον σπάσεις.
Τον μισείς.
Δεν φταις εσύ, αυτός φταίει.
Εσύ είσαι τέλειος.
Μα γιατί δεν σε δείχνει τέλειο;
“Αυτός ο καθρέπτης δεν είναι καλός.
Με χοντραίνει,με δείχνει κοντό”… με δείχνει μικρό,ασήμαντο,τιποτένιο…
Άρα τι πρέπει να κάνεις τώρα; να διορθώσεις τις ατέλειες; κούραση δύσκολο πολύ δουλειά, χρόνος. Αποσύρεις καλύτερα αυτόν και παίρνεις άλλον. Κάποιον στα μέτρα σου. Εύκολα πράγματα, πρακτικά. Αυτό βέβαια στην καλύτερη περίπτωση, αν δεν τον σπάσεις, δεν τον κάνεις κομματάκια, γιατί δεν ήταν σωστός μαζί σου, δεν σε σεβάστηκε! Ποιόν… ΕΣΕΝΑ!
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, που ο καθρέπτης θολώνει μόνος του, “φεύγει” μόνος του, να γλιτώσει το σπάσιμο και την καταστροφή του. Σε χαιρετά και σε αφήνει στα χέρια ενός άλλου, ψεύτη καθρέπτη. Ναι αυτό σου αξίζει άνθρωπε, να κοιτάς μια ζωή έναν ψεύτη καθρέπτη. Γιατί ποτέ δεν άντεχες να βλέπεις τα χάλια σου και να τα διορθώσεις. Γιατί ποτέ δεν μπόρεσες να ξεχωρίσεις τι αξίζει στη ζωή σου και να το κρατήσεις.
Άνθρωπε…


Angie Insomniac

Θυμός καί ὀργή



Δύο πράγματα κι ἐσύ ν’ ἀποφεύγεις:
· Νά μή θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου ἄξιο γιά ἐπαίνους
· καί νά μή νομίζεις κανέναν κατώτερό σου.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ποτέ δέν θ’ ἀνάψει μέσα σου ὁ θυμός γιά τίς προσβολές πού σοῦ γίνονται.

Τόν θυμό σου νά τόν στρέφεις ἐναντίον τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου, πού εἶναι ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους καί ὁ πρόξενος κάθε ἁμαρτίας. Να εἶσαι ὅμως σπλαχνικός μέ τόν ἀδελφό σου, γιατί ἄν συνεχίσει ν’ ἁμαρτάνει, θά παραδοθεῖ στό αἰώνιο πῦρ μαζί μέ τόν διάβολο.


Ὅπως διαφέρουν οἱ λέξεις θυμός καί ὀργή, ἔτσι διαφέρουν καί οἱ σημασίες τους.
Θυμός εἶναι μια ἔντονη ἔξαψη κι ἕνα ξέσπασμα τοῦ πάθους.

Ἐνῶ ὀργή εἶναι μια μόνιμη λύπη καί μιά διαρκής τάση γιά ἐκδίκηση, σά νά φλέγεται ἡ ψυχή ἀπό τόν πόθο ν’ ἀνταποδώσει τό κακό.

Οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν καί μέ τίς δυό καταστάσεις. Ἄλλοτε ὁρμοῦν ἀπερίσκεπτα νά χτυπήσουν ὅσους τούς προκάλεσαν καί ἄλλοτε καιροφυλακτοῦν δόλια νά ἐκδικηθοῦν ὅσους τούς λύπησαν.

Ἐμεῖς καί τά δύο πρέπει νά τ’ ἀποφεύγουμε. Ἄς συμμορφωθοῦμε, λοιπόν, μέ τήν ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «πᾶσα πικρία καὶ θυμὸς καὶ ὀργὴ καὶ κραυγὴ καὶ βλασφημία ἀρθήτω ἀφ᾿ ὑμῶν σὺν πάσῃ κακίᾳ» ( Ἐφ. 4, 31 ), καί ἄς περιμένουμε τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως πού ἔδωσε ὁ Κύριος στούς πράους: «μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσιν τήν γῆν»( Ματθ. 5, 5 ).

Μέγας Βασίλειος

«γίναμε όλοι Charlie»



Όταν οι ισλαμοφασίστες εκτέλεσαν εν ψυχρώ τους σκιτσογράφους του Charlie Hebdo, «γίναμε όλοι Charlie», αλλάξαμε φωτογραφίες στα προφίλ μας, αναρτήσαμε πύρινα κείμενα, καταδικάσαμε (γενικά κι αόριστα) τη θρησκευτική μισαλλοδοξία, υπερασπιστήκαμε το δικαίωμα στη σάτιρα (ακόμα και την κακόγουστη) κι ούτω καθεξής.
Η εκτέλεση σχεδόν 200 ανθρώπων στην Κένυα, δε μας άγγιξε. Δε γίναμε όλοι Κενυάτες, δεν ανάψαμε ρεσώ εξώ από το Πανεπιστήμιο, δε γράψαμε, δεν αναρτήσαμε, πολύ λίγο μας άγγιξε.
Ίσως γιατί τα θύματα δεν ήταν Ευρωπαίοι, ίσως γιατί δε σκοτώθηκαν για την αθεϊστική τους σάτιρα, ίσως γιατί δεν ήταν επώνυμοι σκιτσογράφοι, ούτε θιασώτες του Διαφωτισμού.
Ήταν χριστιανοί. Κι εμάς μας καίει όταν οι ισλαμοφασίστες εκτελούν αθεϊστές ή αγνωστικιστές. Αλλά όχι χριστιανούς.

Άλλωστε, οι χριστιανοί έκαναν Σταυροφορίες στο Μεσαίωνα κι είχαν Ιερά Εξέταση στην Αναγέννηση.
Άρα, δικαίως τώρα τους σφάζουν.
Κάπως έτσι δεν πάει;

ΑΠΛΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΖΩΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ, ΚΑΘ΄ ΗΜΕΡΑΝ

Στη ζωή της Εκκλησίας, όπως φαίνεται από την Παράδοση, διακρίνονται δύο πόλοι πνευματικού αγώνα. Ο ένας είναι η κοινή λατρεία, η μυστηριακή ζωή, οι επαφές με τους αδελφούς και γενικά κάθε εκδήλωση και δραστηριότητα που έχει κέντρο την ενορία.
Ο άλλος πόλος είναι η μυστική ζωή που αφορά στον προσωπικό αγώνα του πιστού, την κατά μόνας “ενώπιος – ενωπίω” προσευχή, την άσκηση, τη μελέτη και γενικά τη ζωή της ησυχίας και μόνωσης και την εις το ταμείον μας εισοδο. Αυτά είναι τα όρια, όπου με πνεύμα διάκρισης, μέτρου και ισορροπίας, οφείλουμε να αγωνιστούμε για να δούμε πρόσωπο Θεού.
Στο Γεροντικό βλέπουμε πώς οι μοναχοί ζούσαν μόνοι, εργαζόμενοι στο κελί τους όλη την εβδομάδα, και την Κυριακή κατέβαιναν στο Κυριακό -κεντρικός ναός της Σκήτης- για να λειτουργηθούνε και να κάνουν αγάπη με τους αδελφούς. Σε άλλες περιπτώσεις υπήρχε η συνήθεια, οι πατέρες να φεύγουν στην έρημο την Καθαρά Δευτέρα, και να συναντιούνται πάλι την Κυριακή των Βαΐων, φέρνοντας έκδηλο τον καρπό τον πνευματικό που ο καθένας αποκόμισε μέσα στη σιωπή και απομόνωση.
“Λέγουσιν οι Πατέρες ότι το καθίσαι εις το κελλίον ήμισύ εστί και το παραβάλλειν γέρουσιν ήμισύ εστί… Το κελλίον γαρ υψοί, οι δε άνθρωποι δοκιμάζουσιν”.
Η ενορία, βέβαια, είναι το περιβάλλον όπου ζούν οι εν τω κόσμω χριστιανοί.
Είναι πολύ επικίνδυνο το να απομονώνεται ο άνθρωπος εν ονόματι της ησυχίας από τους αδελφούς, εις βάρος της συμμετοχής στην κοινή ζωή της ενορίας. Όμως, από την άλλη πλευρά, το να αρκείται ο Χριστιανός σε μία τυπική συμμετοχή στις εκδηλώσεις της ενοριακής ζωής, χωρίς να υπάρχει εσωτερική προσωπική προσπάθεια και αγωνία, δεν οδηγεί στους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, που είναι άλλωστε και το ζητούμενο. Η προσωπική μας παρουσία μέσα στην Εκκλησία είναι ένα μυστήριο, που ενεργεί κρυμμένο στην καρδιά μας. Όμως, παράλληλα, στον κόσμο ενεργείται ένα άλλο μυστήριο, αυτό της ανομίας: ο διάβολος μας πολεμά για να μας καταπιεί σαν λιοντάρι. Η Χάρη που δίδεται με τα μυστήρια της Εκκλησίας δεν ενεργεί με μαγικό και αυτόματο τρόπο. Χρειάζεται η δική μας ελεύθερη συγκατάθεση και ενεργή προσπάθεια για να την οικειοποιηθούμε. “Δώσε αΎιμα για να λάβεις Πνεύμα”.
Σε αυτά τα σύντομα λόγια περιέχεται όλη η προσωπική θυσία που χρειαζόμαστε (εμείς οι άνθρωποι και όχι ο Θεός) για να καθαρίσουμε την καρδιά μας και να επιτρέψουμε στη Χάρη του Χριστού να την επισκεφθεί. Κάτι λοιπόν πολύ βασικό που έχει σχέση με τον πνευματικό μας αγώνα είναι η συνεχής σταθερή και με διάρκεια προσπάθεια.
Άς αναφέρουμε μερικά σημεία προσοχής, όπως καταγράφηκαν κατά τις ενοριακές μας μελέτες, που βοηθούν την πνευματική προσπάθεια και τα οποία τονίζουν οι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας.
“Θα πρέπει να τρώμε πνευματική τροφή καθημερινά, για να μη λιμοκτονήσουμε, όπως τρώμε κάθε μέρα την υλική τροφή. Δεν λέμε, έφαγα χθές, πάλι θα φάω; Έτσι δεν πρέπει να λέμε, κοινώνησα μια φορά, πάλι πρέπει να κοινωνήσω; Έκανα χθές προσευχή χρειάζεται να κάνω και σήμερα; Μελέτησα το λόγο του Θεού χθές, πρέπει και σήμερα; Το συνεχές είναι αυτό που έχει αξία”.
“Όλο το εικοσιτετράωρο ειμαστε χριστιανοί και όχι μόνο την ώρα που βρισκόμαστε μπροστά στα εικονίσματα. Έτσι, οφείλουμε να εργαζόμαστε σωστά στο επάγγελμα στο οποίο μας έταξε η πρόνοια του Θεού και να κάνουμε τη δουλειά μας με αγάπη και υπομονή, χωρίς γογγυσμό. Λέγει ο Κύριος “εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών”. Να λοιπόν μια πολύ σπουδαία εντολή-η υπομονή”.
“Αν καταβάλουμε προσπάθεια στην προσευχή, αυτό μας γίνεται συνήθεια και αυτή η συνήθεια είναι χάρισμα του Θεού. Όταν συνηθίζουμε κάτι, δεν χρειάζεται να αρχίσουμε από την αρχή πάλι, αλλά συνεχίζοντας από εκεί που η συνήθεια μας έφερε θα ανεβαίνουμε όλο και ψηλότερα”.
“Δεν πρέπει να ξεχνάμε να λέμε την προσευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ”. Όταν λέμε την προσευχή δεν χρειάζεται να φανταζόμαστε τίποτε, αλλά απλώς να δίνουμε προσοχή στο τι λέμε. “Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού”. (Ομολογούμε έτσι ότι ο Χριστός είναι ο ιδιος ο Θεός) “ελέησόν με” (στο έλεος του Θεού υπάρχουν όλα όσα χρειαζόμαστε), “τον αμαρτωλό” (Να έχουμε συναίσθηση της αναξιότητάς μας). Έτσι, εξ άλλου θα εφαρμόσουμε την εντολή του Κυρίου “γρηγορείτε και προσεύχεσθε”. Βέβαια και τις συνηθισμένες προσευχές να μη τις καταφρονούμε αλλά να τις διαβάζουμε. Είναι πολύ καλό να παίρνουμε το πρωί αντίδωρο, αγιασμό, να ασπαζόμαστε τις εικόνες, να λέμε αν είναι δυνατόν ευχές για τους Αγίους της ημέρας”.
“Δεν μπορεί να γίνει προσευχή όταν η συνείδησή μας μας ελέγχει για την παράβαση των εντολών του Θεού”.
“Η χάρις του Θεού θα μας κάνει να μήν έχουμε όρεξη για τα εφήμερα και φθαρτά και να ποθούμε τα αιώνια. Όταν λείψει η Χάρη του Θεού από τον άνθρωπο, τότε αισθάνεται κανείς την ανάγκη να γεμίσει με τα κοσμικά πράγματα. Να ανησυχούμε όταν βλέπουμε τον εαυτό μας να αποξενώνεται από τον Θεό και να λαχταράει έντονα τον κόσμο και να ποθεί τα κοσμικά”.
“Ο άνθρωπος σιγά-σιγά γνωρίζει το Θεό, ο Χριστός του φανερώνεται σιγά-σιγά. Το πρωί μετά το σκοτάδι της νύχτας έρχεται λίγο-λίγο το φως, ώστε ο άνθρωπος ξεχωρίζει λίγα πράγματα στην αρχή και μετά όσο φωτίζει, βλέπει περισσότερα, ώσπου να λάμψει ο ήλιος στον ουρανό και να φωτίσει τα πάντα”.
“Μπορεί ένας άνθρωπος να μη ζεί στη λάμψη του ήλιου, αλλά μέσα στο λυκόφως. Τι σημασία, όμως, έχει αυτό αφού έχει γνωστώς τον Χριστό; Έτσι κι αλλιώς θα ζήσει στην αιωνιότητα και σιγά-σιγά θα προοδεύει”.
Σχετικά με την προσευχή, άς παραθέσουμε δύο κείμενα. Το πρώτο είναι του Αγίου Βασιλείου που τονίζει ότι όλη μας η ζωή πρέπει να είναι μία προσευχή.
“Ούτως αδιαλείπτως προσεύξη^ ουκ εν ρήμασι πληρών την προσευχήν, αλλά δι‘ όλης του βίου της διαγωγής συνάψας σ’ εαυτόν τω Θεώ, ως συνεχή και αδιάλειπτον είναι προσευχήν την ζωή σου” (PG 31, 244-245).
Το δεύτερο κείμενο έχει σχέση με την προσευχή και την εγρήγορση που πρέπει να έχουμε μετά την μετάληψη της Θείας Ευχαριστίας, για την ψυχική μας σωτηρία.
“Όταν των θείων και αχράντων μυστηρίων Χριστού του Θεού και βασιλέως ημών φοβερώς και φρικτώς αξιωθώμεν, τότε μάλλον την νήψιν και την τήρησιν του νοός και ακρίβειαν επιδειξώμεθα, ινα καταναλώση ημάς τας αμαρτίας και τα μικρά και μεγάλα ρυπάσματα το πύρ το θεϊκόν, ήγουν το Σώμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και γαρ εισερχόμενον εν ημίν, τα πονηρά πνεύματα της πονηρίας ευθύς εκ της καρδίας απελαύνει και τας αμαρτίας τας προγεγενημένας ημίν συγχωρεί^ και καταλιμπάνεται τότε ο νούς χωρίς οχλήσεως πονηρών λογισμών. Και ειπερ μετά ταύτα ακριβώς τον νούν ημών τηρήσωμεν και στώμεν εν πύλη καρδίας ημών, ότε πάλιν αυτών καταξιωθώμεν, μάλλον έτι και μάλλον λαμπρύνει τον νούν και αστεροειδή αυτόν το θείον Σώμα απεργάζεται (Φιλ. Α΄ σελ. 156).
Μέσα από τη μελέτη γνωρίζουμε τις εντολές του Θεού ή τις ξαναθυμόμαστε, αλλά ταυτόχρονα η επαφή μας με τα θεόπνευστα κείμενα μας δίνει χάρη Θεού. Οι ιδιοι οι Άγιοι Πατέρες μας παροτρύνουν και μας ενθαρρύνουν σ‘ αυτή την εργασία.
“Ο Κύριος μας δίνει εντολή να ερευνούμε τας γραφάς. Μακάρι να είχαν καταλάβει οι Χριστιανοί την ανάγκη της μελέτης του λόγου του Θεού, όπως κατάλαβαν την ανάγκη της προσευχής”.
“Στην πνευματική μελέτη άς βαδίζουμε λίγο-λίγο. Κι άς προσπαθούμε το λίγο που διαβάζουμε να το ζήσουμε και να το εφαρμόσουμε…”
“Όν τρόπον γαρ εν καύματι ανδρί οδοιπόρω ποτήριον ψυχρού προσηνές, ούτω θείοι λόγοι δροσίζουσιν ψυχήν” (Άγιος Εφραίμ ο Σύρος).
“Όταν αναστής πρωίας καθ‘ εκάστην ημέραν, πρό του εργάση το εργόχειρόν σου, μελέτησον εις τους λόγους του Θεού” (Αββά Ησαϊου).
“Η γαρ διηνεκής μελέτη εν ταίς γραφαίς των αγίων, θαύματος ακαταλήπτου και θείας ευφροσύνης την ψυχήν εμπίπλησι” (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).
Έχει μεγάλη σημασία η καθημερινή μελέτη, με μέτρο και όχι άπληστα, ώστε να μας γίνει συνήθεια. Ο καθένας μπορεί να ρυθμίσει το πότε και πόσο θα μελετήσει, και από ποιά βιβλία. Ο Διάβολος θα πολεμήσει μια τέτοια προσπάθεια -έρχεται και η ραθυμία, ο άνθρωπος δεν βρίσκεται πάντοτε στην ιδια κατάσταση. Γι‘ αυτό χρειάζεται υπομονή και διαρκής επαφή -έστω και πολύ λίγο- με το λόγο του Θεού. Να έχουμε υπόψη μας ότι η σύντομη μελέτη, αλλά και η εναλλαγή του κειμένου, βοηθούν να μη κουραζόμαστε.
Μέσα από τη μελέτη αποκτούμε γνωριμία με τους Αγίους της Εκκλησίας, τους αγαπούμε πιο αληθινά και ουσιαστικά και αυτή η σχέση μας μαζί τους λειτουργεί ως σκαλοπάτι προς την αγάπη του Χριστού. Αυτή η προσπάθεια μας θα δώσει πραγματικό περιεχόμενο και στην εκκλησιαστική μας ζωή και ο προσωπικός μας αγώνας θα εναρμονισθεί με τον ενοριακό. “Πάντες οι των λόγων αυτών ερασταί, συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν”.
Παράλληλα με όσα αναφέραμε, άς υπογραμμίσουμε επίσης τη σημασία που έχει και για την προσωπική μας αλλά και την ενοριακή ζωή η απόκτηση της γνώσης, με την έννοια που αναφέρουν οι Άγιοι Πατέρες. Η γνώση του Θεού σημαίνει ένωση και κοινωνία με τον Χριστό. “Θεού γαρ άγνοια θάνατος εστί ψυχής”, λέει ο Μέγας Βασίλειος.
Η γνώση του Θεού προϋποθέτει ευθύτητα και καθαρότητα καρδιάς. “Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται”. Στην απόκτηση της γνώσης του Θεού και στην επίγνωση της αλήθειας στοχεύει η συμμετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας. Όμως, όπως ο άνθρωπος της παραβολής που δεν είχε ένδυμα γάμου, παρ‘ όλο που βρέθηκε ανάμεσα στους καλεσμένους, απεβλήθη από τον Κύριο, έτσι και κάθε πιστός ανεξάρτητα από το αν μετέχει στη ζωή της Εκκλησίας (κοινωνεί, εξομολογείται, κάνει κήρυγμα, έχει σχέσεις με αδελφούς κλπ.) χωρίς το προσωπικό ελεύθερο άνοιγμα της καρδιάς στη χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί να εισέλθει αληθινά στον νυμφώνα.
Οι άγιοι πατέρες μας υποδεικνύουν δρόμους για να καταπολεμήσουμε την άγνοια, και όχι μόνο την άγνοια αλλά και τη λήθη που είναι αδελφή και συνεργός της, καθώς επίσης και τη ραθυμία που στηρίζει την άγνοια και την λήθη. Όλα τα άλλα πάθη πάνω στους τρείς αυτούς γίγαντες του διαβόλου -άγνοια, λήθη, ραθυμία- στηρίζονται και ζούν και ενισχύονται στις καρδιές των φιλήδονων και απαίδευτων.
Χρειάζεται να εισδύσουμε στα βάθη της καρδιάς μας και να ανιχνεύσουμε τους τρείς γίγαντες -και με πολλή προσοχή και προφύλαξη νοός μαζί με τη βοήθεια του Θεού να αντιπαρατάξουμε τα όπλα της δικαιοσύνης που είναι ενάντια σ‘ αυτά τα τρία πάθη: “μνήμης αγαθής λέγω της πάντων των καλών αιτίας, και γνώσεως πεφωτισμένης δι‘ ής αναγρηγορούσα η ψυχή, το της αγνοίας σκότος εκδιώκει αφ‘ εαυτής, και προθυμίας αρίστης προς σωτηρίαν ευτρεπιζούσης και επειγούσης την ψυχήν…”.
Με την αγαθή κατά Θεό μνήμη να σκεφτόμαστε πάντοτε, όσα είναι αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα εύφημα, ει τις αρετή και ει τις έπαινος, διώχνοντας την παγκάκιστο λήθη… Με τη γεμάτη φως ουράνια γνώση να εξαφανίζουμε την καταστροφική άγνοια του σκότους και με την πανάρετο και καλλίστη προθυμία να βγάζουμε από την ψυχή την άθεη και κατεργαζομένη το κακό στην ψυχή, ραθυμία. Και όλα αυτά με τη δύναμη του Θεού, τη συνεργασία του Αγίου Πνεύματος, με πολλή προσοχή και ευχή για να γλυτώσουμε από την άγνοια, τη λήθη και τη ραθυμία και να βασιλεύσει στην ψυχή μας η Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (Φιλ. Α΄ σελ. 137-138).

Περιοδικό ΄΄Επίγνωση΄΄, Καλοκαίρι 1998